Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Οι ρυθμίσεις για το ξεπλυμα χρήματος & τη δήμευση

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 26.45€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 65,45 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18934
Παπακυριάκου Θ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 664
  • ISBN: 978-618-08-0288-7

Η περιουσία κάθε προσώπου είναι ένας παράγοντας που καθορίζει αποφασιστικά το βιοτικό του επίπεδο, την κοινωνική του θέση καθώς και τις δυνατότητες επίτευξης των στόχων του. Γι’ αυτό και η ελληνική έννομη τάξη την προστατεύει με όλα τα διαθέσιμα μέσα, ακόμη και με αυτά του ποινικού δικαίου, όπως π.χ. τις διατάξεις για τα περιουσιακά εγκλήματα. Ταυτόχρονα, όμως, λόγω της μεγάλης σημασίας της για τη διαμόρφωση των συσχετισμών δυνάμεων μέσα στην κοινωνία, η περιουσία κάθε προσώπου υπόκειται και σε διαρκή έλεγχο, προκειμένου να αποτρέπεται ο παράνομος πλουτισμός και η συνακόλουθη απόκτηση αθέμιτης οικονομικής και κοινωνικής ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται εντατική χρήση, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, και πάλι των μέσων του ποινικού δικαίου, όπως π.χ. των διατάξεων για το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων.

 

Στο δίτομο έργο «Η περιουσία ως αντικείμενο προστασίας και ελέγχου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο», τμήμα του οποίου αποτελεί ο παρών τόμος, επιχειρείται μια συνθετική θεώρηση των ανωτέρω δικαιικών επεμβάσεων, τόσο για την ποινική προστασία όσο και για τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας, στο παράδειγμα των διατάξεων για τα περιουσιακά εγκλήματα, το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση. Έτσι επιδιώκεται όχι μόνο η καλύτερη κατανόηση των επιμέρους όψεων της έννοιας της περιουσίας στα διάφορα πεδία ποινικής χρήσης της, αλλά και η προαγωγή πιο σταθμισμένων λύσεων στα προβλήματα που αναφύονται σε κάθε πεδίο.

 

Στον παρόντα δεύτερο τόμο με τίτλο «Ο ποινικός έλεγχος της περιουσίας – Οι ρυθμίσεις για το ξέπλυμα χρήματος & τη δήμευση», ειδικότερα, που αφορά την περιουσία ως αντικείμενο ποινικού ελέγχου, παρουσιάζονται συστηματικά αφενός οι επιμέρους ρυθμιστικοί άξονες του διεθνούς μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής με αιχμή τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και την αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων, που προωθείται εντατικά τα τελευταία 35 χρόνια, κυρίως μέσω της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση, και αφετέρου ο τρόπος με τον οποίον αυτοί οι άξονες έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο. Παράλληλα αναδεικνύονται καίρια ερμηνευτικά και δικαιοπολιτικά ζητήματα, που διατρέχουν το συγκεκριμένο, διαρκώς εξελισσόμενο πεδίο ποινικής παρέμβασης, και γίνονται προτάσεις, με απώτερο στόχο τη συγκρότηση μιας συνεκτικής δογματικής, που θα μπορούσε να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα του οικείου θεσμικού πλαισίου, αποκαθιστώντας όμως παράλληλα και την –εξαιρετικά αμφίβολη σήμερα– συμβατότητά του με τις αρχές του κράτους δικαίου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

§ 1 Ο ποινικός έλεγχος της περιουσίας και η αποστέρηση
παράνομων περιουσιακών στοιχείων ως κεντρικοί στόχοι
της σύγχρονης διεθνούς αντεγκληματικής πολιτικής 1

A. Ο περιορισμένος ρόλος των ποινικών αποστερητικών κυρώσεων
στο παραδοσιακό ποινικό δίκαιο 1

B. Η ανάδυση και επικράτηση του νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής με αιχμή τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και τη δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων 7

I. Η επιδίωξη κτήσης περιουσιακού οφέλους ως κοινός εμπειρικός
παρονομαστής της συντριπτικής πλειονότητας των εγκλημάτων 7

II. Το νέο μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής με στόχο τον ποινικό έλεγχο
της περιουσίας και την αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων 9

(1) Επισκόπηση των διεθνών νομικών εργαλείων προώθησης του μοντέλου 9

(2) Πρώτος άξονας: Επανασχεδιασμός και αναβάθμιση της δυναμικής
της κύρωσης της δήμευσης 14

(3) Δεύτερος άξονας: Ποινικοποίηση πράξεων πρόσδοσης νομιμοφάνειας
σε περιουσιακά στοιχεία εγκληματικής προέλευσης καθώς και πράξεων
απλής κτήσης/κατοχής τους (η τυποποίηση του αδικήματος του ξεπλύματος) 18

(4) Τρίτος άξονας: Δημιουργία νέων κρατικών ελεγκτικών αρχών και ανάθεση αστυνομικών καθηκόντων σε οντότητες του ιδιωτικού τομέα με στόχο
την αποτελεσματικότερη ανίχνευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων
και την ανάσχεση πράξεων συγκάλυψής τους 23

(5) Τέταρτος άξονας: Βελτιστοποίηση των εργαλείων διεθνούς συνεργασίας
στα θεματικά αντικείμενα των άλλων τριών αξόνων 25

III. Ο κομβικός ρόλος της τυποποίησης του αδικήματος του ξεπλύματος
(2ος άξονας) για την προώθηση σε διεθνές επίπεδο και την ενίσχυση
της αποτελεσματικότητας του συνολικού μοντέλου 26

IV. Η εξελικτική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και της δραστικότητας
των αξόνων του μοντέλου υπό τη «σημαία» της ανάγκης καταπολέμησης
του οργανωμένου εγκλήματος 32

 

V. Η επέκταση του μοντέλου σε περιουσιακά στοιχεία νόμιμης προέλευσης
υπό τη «σημαία» της ανάγκης καταπολέμησης της τρομοκρατίας
και προαγωγής πολιτικών στόχων της ΚΕΠΠΑ 38

(1) Η επέκταση του μοντέλου σε περιουσιακά στοιχεία νόμιμης προέλευσης
με όχημα το αδίκημα της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 38

(2) Η επέκταση του μοντέλου σε περιουσιακά στοιχεία νόμιμης προέλευσης
με όχημα το αδίκημα της παραβίασης περιοριστικών μέτρων σε βάρος
Ρώσων ολιγαρχών 43

Γ. Η σημερινή εικόνα του μοντέλου εντός του ενωσιακού πλαισίου
και οι προοπτικές του 48

I. Οι νέες μορφές δήμευσης (πρώτος άξονας) 48

(1) Επισκόπηση των ενωσιακών εργαλείων 48

(2) Η δήμευση άμεσων και έμμεσων εγκληματικών προϊόντων καθώς
και οργάνων που ανήκουν στον δράστη του εγκλήματος
(διευρυμένη ως προς το αντικείμενό της κλασική δήμευση) 53

(3) Η δήμευση νόμιμων περιουσιακών στοιχείων του δράστη του εγκλήματος
ίσης αξίας με αυτή των εγκληματικών προϊόντων ή οργάνων
(δήμευση ισοδύναμης αξίας) 57

(4) Η δήμευση εγκληματικών προϊόντων ή οργάνων που ανήκουν στον δράστη
του εγκλήματος χωρίς καταδίκη, όταν αυτή δεν είναι διαδικαστικά δυνατή
για συγκεκριμένους λόγους (οριοθετημένη ως προς τους λόγους
της δήμευσης χωρίς καταδίκη) 60

(5) Η δήμευση (πιθανολογούμενων) προϊόντων άλλων εγκλημάτων στο πλαίσιο καταδίκης του δράστη για συγκεκριμένο έγκλημα (εκτεταμένη δήμευση) 65

(6) Η δήμευση εγκληματικών προϊόντων που ανήκουν σε τρίτους
(δήμευση σε βάρος τρίτου) 70

(7) Η δήμευση ανεξήγητου πλούτου που συνδέεται με οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες ανεξαρτήτως συμμετοχής ή γνώσης του περιουσιακού φορέα 74

(8) Δήμευση, υποχρεωτικότητα και αναλογικότητα 77

(9) Η εξελικτική πορεία προς νέα δημευτικά μορφώματα με έμφαση
στους διάφορους μορφότυπους της δήμευσης χωρίς καταδίκη 78

(10) Η εξελικτική πορεία προς ένα ολιστικό θεσμικό πλαίσιο ανάκτησης
και αξιοποίησης παράνομων περιουσιακών στοιχείων 80

II. Η ποινική τυποποίηση του αδικήματος του ξεπλύματος (δεύτερος άξονας) 87

(1) Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 87

(2) Ο κατάλογος βασικών αδικημάτων 88

(3) Η έννοια της βρόμικης περιουσίας 89

(4) Οι πράξεις που τυποποιούνται ως «ξέπλυμα» 90

(5) Ο βαθμός εξάρτησης της ευθύνης για το αδίκημα του ξεπλύματος
από τη συγκεκριμενοποίηση, την (αποδεικτική) στοιχειοθέτηση
και τη (διαδικαστική) δίωξη του βασικού αδικήματος 91

 

(6) Η ποινική μεταχείριση του αυτοξεπλύματος 93

(7) Διακεκριμένες και προνομιούχες παραλλαγές 93

(8) Ειδικές ανακριτικές πράξεις προς διερεύνηση του αδικήματος του ξεπλύματος 94

III. Το προληπτικό θεσμικό πλαίσιο ελέγχου των συναλλαγών προς ανίχνευση
των παράνομων περιουσιακών στοιχείων και την αποτροπή του ξεπλύματος
(τρίτος άξονας) 94

(1) Νεοπαγείς υπηρεσίες ανίχνευσης, εντοπισμού και διαχείρισης
παράνομων περιουσιακών στοιχείων (FIU, ARO, AMO) 94

(2) Το συγκροτούμενο από οντότητες του ιδιωτικού τομέα σύστημα
παρακολούθησης των συναλλαγών 97

(3) Η προτεινόμενη νέα ενωσιακή αρχή για την καταπολέμηση του ξεπλύματος
και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 99

(4) Τεχνητή νοημοσύνη και προληπτικός άξονας 100

IV. Τα νέα βελτιωμένα εργαλεία διεθνούς συνεργασίας (τέταρτος άξονας) 101

(1) Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1805 για την αμοιβαία αναγνώριση
των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης 101

(2) Εξειδικευμένες εθνικές αρχές για τον διασυνοριακό συντονισμό
της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων 107

§ 2 Ο ποινικός έλεγχος της περιουσίας και η αποστέρηση
παράνομων περιουσιακών στοιχείων στην ελληνική έννομη τάξη 109

A. Επισκόπηση της πορείας ενσωμάτωσης του διεθνούς μοντέλου
στην ελληνική έννομη τάξη 109

I. Τα νομοθετήματα-σταθμοί στην πορεία ενσωμάτωσης
των τεσσάρων αξόνων του μοντέλου 109

II. Ο ιδιόμορφος τρόπος ενσωμάτωσης του πρώτου άξονα σε σχέση
με την κύρωση της δήμευσης 113

(1) Η πορεία μέχρι τον Ν. 4478/2017 και ο πρακτικός περιορισμός του πεδίου εφαρμογής των νέων δημευτικών ρυθμίσεων μέσω της εξάρτησης
της εφαρμογής τους από την έκδοση καταδικαστικής απόφασης
για το αδίκημα του ξεπλύματος 113

(2) Η πορεία από τον Ν. 4478/2017 και μετά 117

(3) Η σχέση των σημερινών διακριτών δημευτικών συστημάτων του ΠΚ
και του Ν. 4557/2018 121

III. Ενδεικτική παρουσίαση εσφαλμένων νομοθετικών επιλογών
κατά τα πρώτα στάδια ενσωμάτωσης του μοντέλου 124

B. Οι ισχύουσες ρυθμίσεις για το αδίκημα του ξεπλύματος (Ν. 4557/2018) 137

I. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 137

 

(1) Οι θέσεις της επιστήμης 137

(2) Οι θέσεις της νομολογίας 141

(3) Ίδιες θέσεις 145

α. Ακεραιότητα και αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος 145

β. Δημόσια τάξη και ασφάλεια της κοινωνίας 149

γ. Έννομο αγαθό του εκάστοτε βασικού αδικήματος 150

δ. Μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης 154

ε. Συμπέρασμα 158

II. Η δομή του αδικήματος του ξεπλύματος 161

III. Τα βασικά αδικήματα ως πηγή της εγκληματικής περιουσίας 162

(1) Ο κατάλογος των βασικών αδικημάτων 162

(2) Η ειδικότερη προβληματική των φορολογικών και λοιπών αδικημάτων
με τα οποία επιτυγχάνονται (μόνο) εξοικονομήσεις δαπανών 168

(3) Η ειδικότερη προβληματική της έκτασης της εξάρτησης του αδικήματος
του ξεπλύματος από τα διάφορα επίπεδα δόμησης του βασικού αδικήματος 178

α. Η ελάχιστη έκταση εξάρτησης με βάση τη γραμματική ερμηνεία
των διατάξεων του Ν. 4557/2018 178

β. Κρατούσες παραδοχές ως προς την έκταση εξάρτησης για άλλα εγκλήματα
συνάφειας (ά. 231 και 394 ΠΚ) 180

γ. Ο προσδιορισμός της έκτασης της εξάρτησης με βάση τη λογικοσυστηματική
και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 4557/2018 182

(4) Η ειδικότερη προβληματική των βασικών αδικημάτων που τελούνται
εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή 188

α. Μεθοδολογικά προλεγόμενα 188

β. Η αντιμετώπιση του ζητήματος από τον Έλληνα νομοθέτη 191

i. Το καθεστώς του ά. 394Α ΠΚ 191

ii. Το καθεστώς του Ν. 2331/1995 192

iii. Το καθεστώς του Ν. 3691/2008 195

iv. Το καθεστώς του Ν. 4557/2018 198

γ. Συνόψιση και συμπεράσματα 203

(5) Η ειδικότερη προβληματική του αναγκαίου βαθμού συγκεκριμενοποίησης
και αποδεικτικής στοιχειοθέτησης των βασικών αδικημάτων 203

IV. Η περιουσία εγκληματικής προέλευσης (το υλικό αντικείμενο
του αδικήματος του ξεπλύματος) 206

(1) Η ισχύουσα ελληνική ορολογία για την περιγραφή του υλικού
αντικειμένου του αδικήματος του ξεπλύματος 206

(2) Αντιπαραβολή με την ορολογία των διεθνών κειμένων 207

(3) Το ειδικότερο περιεχόμενο των όρων «περιουσία» και «έσοδα»
στο ισχύον δίκαιο 215

(4) Το ειδικότερο περιεχόμενο της έννοιας της εγκληματικής «προέλευσης» 217

 

α. Περιουσία προερχόμενη άμεσα και αιτιακά από το βασικό αδίκημα 217

β. Συμπερίληψη στην έννοια της περιουσίας εγκληματικής προέλευσης
και των producta sceleris (;) 219

γ. Συμπερίληψη στην έννοια της περιουσίας εγκληματικής προέλευσης
και περιουσιακών στοιχείων από κάθετες μετατροπές ή οριζόντιες
μεταβιβάσεις ή συμμείξεις των άμεσων προϊόντων; 221

i. Τα επιμέρους ερμηνευτικά ζητήματα 221

ii. Η άποψη περί ταύτισης της έννοιας των περιουσιακών στοιχείων
εγκληματικής προέλευσης με την έννοια των δημευτέων προϊόντων
των βασικών αδικημάτων και τα προτεινόμενα κριτήρια
αποχαρακτηρισμού άμεσων και έμμεσων προϊόντων 224

iii. Αντίκρουση της άποψης για ταύτιση της έννοιας των περιουσιακών
στοιχείων εγκληματικής προέλευσης με την έννοια των δημευτέων
προϊόντων των βασικών αδικημάτων 227

iv. Τελικές θέσεις 231

δ. Συμπερίληψη στην έννοια της περιουσίας εγκληματικής προέλευσης
και περιουσιακών στοιχείων κτώμενων με πράξεις που έπονται
του εκάστοτε εξεταζόμενου αδικήματος; 233

V. Οι 4 επιμέρους ειδικές υποστάσεις (βασικές μορφές) του αδικήματος
του ξεπλύματος 236

(1) Η 1η μορφή ξεπλύματος (η υπόσταση της επιδίωξης) 239

(2) Η 2η μορφή ξεπλύματος (η υπόσταση της συγκάλυψης) 242

(3) Η 3η μορφή ξεπλύματος (η υπόσταση της κατοχής) 246

(4) Η 4η μορφή ξεπλύματος (η υπόσταση της χρησιμοποίησης
του χρηματοπιστωτικού τομέα) 256

(5) Οι –καταργηθείσες– περιπτώσεις εξίσωσης προπαρασκευαστικών
ή υποστηρικτικών πράξεων με τις 4 βασικές μορφές ξεπλύματος 263

VI. Ειδικότερα ζητήματα απόδειξης και αιτιολογίας αναφορικά
με την πραγμάτωση των επιμέρους αντικειμενικών και υποκειμενικών
στοιχείων του αδικήματος του ξεπλύματος 264

VII. Η ποινική μεταχείριση του αυτοξεπλύματος 269

(1) Συνοπτική ιστορική αναδρομή 269

(2) Οι ισχύουσες ρυθμίσεις 275

α. Ο αποκλεισμός της τιμώρησης του αυτοξεπλύματος στην περίπτωση
της ουσιαστικής ταύτισης των πραγματούμενων στοιχείων της (αντικειμενικής) υπόστασης του αδικήματος του ξεπλύματος με τα στοιχεία της (αντικειμενικής) υπόστασης του βασικού αδικήματος 276

β. Ο αποκλεισμός της τιμώρησης του μη γνήσιου αυτοξεπλύματος
όταν έχει προηγηθεί καταδίκη για το βασικό αδίκημα 280

γ. Ο περιορισμός του ανωτάτου ορίου της ποινής για το αυτοξέπλυμα
όταν έχει προηγηθεί καταδίκη για το βασικό αδίκημα 283

 

δ. Εξάντληση των δυνατοτήτων αποκλεισμού της ποινικής ευθύνης
για το αυτοξέπλυμα με τις ρυθμίσεις του ά. 39 παρ. 1 στοιχ. ε΄ και ζ΄ (;) 283

ε. Η ποινική μεταχείριση οικείων του δράστη του βασικού αδικήματος
που τελούν πράξεις ξεπλύματος των προϊόντων του 284

VIII. Οι διακεκριμένες παραλλαγές του αδικήματος του ξεπλύματος 286

(1) Ξέπλυμα περιουσίας εγκληματικής προέλευσης αξίας άνω των 120.000 ευρώ
(1η διακεκριμένη παραλλαγή) 287

(2) Ξέπλυμα περιουσίας εγκληματικής προέλευσης από υπόχρεο πρόσωπο
(2η διακεκριμένη παραλλαγή) 288

(3) Ξέπλυμα περιουσίας προερχόμενης από συγκεκριμένα βαριά εγκλήματα
(3η διακεκριμένη παραλλαγή) 289

(4) Ξέπλυμα κατ’ επάγγελμα (1η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή) 290

(5) Ξέπλυμα από μέλος εγκληματικής οργάνωσης επιδιώκουσας την τέλεση
πράξεων ξεπλύματος (2η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή) 291

IX. Οι προνομιούχες πλημμεληματικές παραλλαγές του αδικήματος
του ξεπλύματος καθώς και ειδικές ρυθμίσεις περιορισμού του ανωτάτου
ορίου επιβλητέας ποινής χωρίς αλλαγή της (κακουργηματικής)
φύσης του αδικήματος 291

(1) Γνήσιο και μη γνήσιο ξέπλυμα προϊόντων πλημμελήματος
(1η προνομιούχα πλημμεληματική παραλλαγή) 292

(2) Μη γνήσιο ξέπλυμα από οικείο του δράστη του βασικού αδικήματος
(2η προνομιούχα πλημμεληματική παραλλαγή) 294

(3) Μη γνήσιο αυτοξέπλυμα από δράστη καταδικασθέντα
για το βασικό αδίκημα (: πρόβλεψη ειδικού λόγου απαλλαγής) 294

(4) Γνήσιο και μη γνήσιο αυτοξέπλυμα από δράστη καταδικασθέντα
για το βασικό αδίκημα (: ανώτατο όριο στην επιβλητέα ποινή
εξαρτημένο από την επιβληθείσα ποινή για το βασικό αδίκημα) 295

(5) Γνήσιο και μη γνήσιο ξέπλυμα από οικείο του καταδικασθέντα δράστη
του βασικού αδικήματος (: ανώτατο όριο στην επιβλητέα ποινή
εξαρτημένο από την επιβληθείσα ποινή για το βασικό αδίκημα) 296

X. Η ποινική ευθύνη για παραβάσεις των υποχρεώσεων αναφοράς υπόπτων συναλλαγών και παροχής στοιχείων από υπόχρεα πρόσωπα 296

(1) Το ευρύτερο συστηματικό πλαίσιο της ποινικής τυποποίησης
του ά. 39 παρ. 5 Ν. 4557/2018 296

(2) Η διαχρονική εξέλιξη και το σημερινό περιεχόμενο της ποινικής διάταξης
του ά. 39 παρ. 5 Ν. 4557/2018 302

(3) Ενεργητικά υποκείμενα του αδικήματος 303

(4) Η παράλειψη υποβολής αναφοράς ύποπτων συναλλαγών 305

(5) Η παρουσίαση ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων 307

XI. Η επίδραση λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου του βασικού αδικήματος
στην ποινική ευθύνη για το αδίκημα του ξεπλύματος 308

 

XII. Ειδικές ανακριτικές πράξεις και αδίκημα ξεπλύματος 312

Γ. Oι ισχύουσες ρυθμίσεις για την κύρωση της δήμευσης
στον ΠΚ και τον Ν. 4557/2018 312

I. Η δήμευση του ά. 68 ΠΚ 313

(1) Συνοπτική αποτύπωση της συστηματικής του ά. 68 ΠΚ
και των θεσπιζόμενων με αυτό επιμέρους τύπων δήμευσης 313

(2) Η φύση των θεσπιζόμενων τύπων δήμευσης 314

(3) Δήμευση προϊόντων και οργάνων του εγκλήματος που ανήκουν
στον δράστη (ά. 68 παρ. 1 έως 4 ΠΚ) 315

α. Πλήρες έγκλημα 315

β. Καταδικαστική απόφαση 315

γ. Μορφή των δημευτέων: Αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία 318

δ. Ιδιότητα των δημευτέων: Προϊόντα άμεσα και έμμεσα 320

ε. Ιδιότητα των δημευτέων: Όργανα υπό στενή και ευρεία έννοια 328

στ. Ιδιότητα των δημευτέων: Αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία
από σύμμειξη προϊόντων ή οργάνων με νόμιμη περιουσία 331

ζ. Ιδιότητα των δημευτέων: Αντικείμενα αναφοράς του εγκλήματος
ως διακριτή κατηγορία έναντι των προϊόντων ή οργάνων; 333

η. «Ιδιοκτησιακή» σχέση του δράστη με τα προϊόντα ή τα όργανα 335

θ. Σωρευτική δήμευση προϊόντων και οργάνων 338

ι. Αναπληρωματική δήμευση 342

ια. Αναπληρωματική χρηματική ποινή 346

(4) Δήμευση προϊόντων (και οργάνων;) του εγκλήματος που ανήκουν
σε τρίτον (ά. 66 παρ. 5 ΠΚ) 347

α. Επισκόπηση προϋποθέσεων επιβολής 347

β. Δυνατότητα δήμευσης μόνο των προϊόντων ή και των οργάνων
που περιέρχονται σε τρίτο; 348

γ. Δυνατότητα δήμευσης και των υποκαταστάτων ή ωφελημάτων
των προϊόντων που περιήλθαν στον τρίτον; 350

δ. Δυνατότητα και αναπληρωματικής δήμευσης ή αναπληρωματικής
χρηματικής ποινής σε βάρος του τρίτου; 351

ε. Υποκειμενικές προϋποθέσεις σε σχέση με τον τρίτο 352

στ. Δήμευση σε βάρος τρίτου-νομικού προσώπου 355

ζ. Αποκλεισμός της δήμευσης σε βάρος του τρίτου σε περίπτωση επιβολής
δήμευσης σε βάρος του δράστη, έστω και αν το δημευθέν αντάλλαγμα
υπολείπεται σημαντικά σε αξία του προϊόντος που περιήλθε στον τρίτο; 360

η. Συμβατότητα με συνταγματικές εγγυήσεις του ποινικού δικαίου 362

(5) Δήμευση προϊόντων και οργάνων σε περιπτώσεις εγκλημάτων
με περισσότερους συμμετόχους 365

(6) Δήμευση και αρχή της αναλογικότητας 371

(7) Τελική διάθεση των δημευόμενων προϊόντων ή οργάνων 375

 

(8) Σχέση μεταξύ της δήμευσης και της απόδοσης των εγκληματικών
προϊόντων στο θύμα 377

II. Η δήμευση του ά. 76 ΠΚ 385

(1) Η φύση της θεσπιζόμενης μορφής δήμευσης 385

(2) Προϋποθέσεις επιβολής 386

α. Επισκόπηση 386

β. Προϊόν (άμεσο ή έμμεσο) ή όργανο εγκλήματος 387

γ. Κίνδυνος για τη δημόσια τάξη εκπορευόμενος από τη φύση του προϊόντος
ή οργάνου 389

δ. Υποχρεωτικότητα, υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές
προϋποθέσεις 392

(3) Τελική διάθεση των δημευόμενων προϊόντων ή οργάνων 394

III. Η δήμευση του ά. 40 Ν. 4557/2018 395

(1) Συνοπτική ιστορική αναδρομή στις δημευτικές ρυθμίσεις της νομοθεσίας
για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος 395

(2) Επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών και φύση των διάφορων
τύπων δήμευσης του ά. 40 Ν. 4557/2018 398

(3) Κύρια δήμευση προϊόντων και οργάνων του εγκλήματος σε βάρος
του δράστη-ιδιοκτήτη μετά από καταδίκη του (ά. 40 παρ. 1 εδ. πρώτο,
δεύτερο και έκτο Ν. 4557/2018) 400

α. Επισκόπηση προϋποθέσεων 400

β. Κύκλος αδικημάτων συσχέτισης και αντικείμενο καταδικαστικής απόφασης 401

γ. Έννοια περιουσιακών στοιχείων 402

δ. Έννοια προϊόντων και οργάνων 403

ε. Έννοια σύμμεικτων περιουσιακών στοιχείων 404

στ. Διάκριση προϊόντων και οργάνων από τα αντικείμενα αναφοράς
του αδικήματος του ξεπλύματος 406

ζ. «Ιδιοκτησιακή» σχέση του καταδικαζόμενου δράστη με τα προϊόντα
ή τα όργανα 408

(4) Δήμευση προϊόντων και οργάνων του εγκλήματος σε βάρος τρίτου μετά
από καταδίκη του δράστη (ά. 40 παρ. 1 εδ. τρίτο έως πέμπτο Ν. 4557/2018) 409

α. Επισκόπηση προϋποθέσεων 409

β. Έννοια τρίτου και νομικά πρόσωπα 409

γ. Περιορισμοί ως προς τον χρόνο κτήσης των προϊόντων ή οργάνων 410

δ. Υποκειμενικές προϋποθέσεις δήμευσης 411

ε. Συστηματική σχέση έναντι της κύριας δήμευσης σε βάρος του δράστη 412

στ. Δικαιώματα του τρίτου 413

ζ. Ζητήματα συνταγματικής συμβατότητας 414

(5) Ερμηνευτικοί περιορισμοί στην έννοια ή/και στην έκταση των δυνάμενων
να δημεύονται άμεσων και έμμεσων προϊόντων που ανήκουν
στον δράστη ή τρίτους 414

 

α. Η προβληματική των producta sceleris 415

β. Η προβληματική της υιοθέτησης πάγιων κανόνων αποστιγματισμού
περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οριζόντιων μεταβιβάσεων
και κάθετων μετατροπών 415

(6) Αναπληρωματική δήμευση και αναπληρωματική χρηματική ποινή
σε βάρος του δράστη μετά από καταδίκη του ή σε βάρος τρίτου
(ά. 40 παρ. 2 Ν. 4557/2018) 420

(7) Δήμευση προϊόντων και οργάνων του εγκλήματος σε βάρος
του δράστη ή τρίτου χωρίς έκδοση καταδικαστικής απόφασης
(ά. 40 παρ. 3 Ν. 4557/2018) 427

α. Οι περιπτώσεις παύσης της δίωξης ή μη άσκησης δίωξης λόγω θανάτου
του δράστη του εγκλήματος συσχέτισης 428

β. Άλλες περιπτώσεις παύσης της δίωξης σε βάρος του δράστη του εγκλήματος συσχέτισης ή κήρυξης αυτής ως απαράδεκτης 429

γ. Ζητήματα συνταγματικής συμβατότητας 431

(8) Δήμευση και αρχή της αναλογικότητας
(ά. 40 παρ. 1 εδ. έβδομο και όγδοο Ν. 4557/2018) 433

(9) Τελική διάθεση των δημευόμενων (ά. 40 παρ. 5 Ν. 4557/2018) και σχέση
μεταξύ της δήμευσης και της απόδοσης των εγκληματικών
προϊόντων στο θύμα 435

IV. Η αστική δήμευση («αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου»)
του ά. 41 Ν. 4557/2018 436

(1) Φύση του μορφώματος και συνοπτική ιστορική αναδρομή σε αντίστοιχες προγενέστερες ρυθμίσεις 436

(2) Προϋποθέσεις επιβολής και κριτική αποτίμηση 439

α. Η «αποζημιωτική» αξίωση έναντι του δράστη 439

β. Η «αποζημιωτική» αξίωση έναντι τρίτων 444

γ. Αποτίμηση και τελικά συμπεράσματα 446

V. Συγκεντρωτική ανασκόπηση των διαφορών μεταξύ των δημευτικών
διατάξεων του ΠΚ και του Ν. 4557/2018 και προτάσεις
για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών τους 448

(1) Συγκεντρωτική ανασκόπηση των διαφορών των δύο
δημευτικών συστημάτων 448

(2) Αρνητικές συνέπειες των διαφορών και προτάσεις για την εξάλειψή τους 452

VI. Μέτρα δικονομικού καταναγκασμού προς διασφάλιση της δήμευσης
με έμφαση στις ρυθμίσεις του ά. 42 Ν. 4557/2018 454

(1) Ορολογικές διασαφηνίσεις και νομικά θεμέλια του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων 454

(2) Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή Καταπολέμησης
της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες
στο πλαίσιο διεξαγόμενης διοικητικής έρευνας 455

 

(3) Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο διεξαγόμενης προκαταρκτικής εξέτασης με βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή με διάταξη των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος ή των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων 458

(4) Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης
στο πλαίσιο διεξαγόμενης κύριας ανάκρισης με διάταξη του Ανακριτή 459

(5) Αρμοδιότητα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή
Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές
Δραστηριότητες ακόμη και μετά την κίνηση ποινικής δίωξης; 460

(6) Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων τρίτων προσώπων 463

(7) Απώτατα χρονικά όρια των δεσμεύσεων, ρυθμίσεις προς διαφύλαξη
της αρχής της αναλογικότητας και δικαστική προστασία 464

(8) Συνέπειες των δεσμεύσεων σε σχέση με τη δυνατότητα διάθεσης
των επιβαρυνόμενων περιουσιακών στοιχείων 465

(9) Οριοθέτηση των δεσμεύσεων του ά. 42 Ν. 4557/2018 έναντι αυτών
του ά. 50 Ν. 4557/2018 σε βάρος προσώπων σχετιζόμενων
με την τρομοκρατία 467

Δ. Πρόσθετες νομικές βάσεις για τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας
και την αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων 469

I. Οι ποινικές διατάξεις της νομοθεσίας για το πόθεν έσχες 469

II. Η αποστέρηση αδικαιολόγητου πλουτισμού με καταλογιστικές πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου – Μια εναλλακτική μορφή διοικητικής «δήμευσης» 473

§ 3 Υπερνομοθετικά όρια της κρατικής εξουσίας
αποστέρησης παράνομων περιουσιακών στοιχείων 475

A. Συστηματικές διακρίσεις και διαβαθμίσεις των δημευτικών ορίων 476

I. Όρια συνδεόμενα με την υπερνομοθετική προστασία του δικαιώματος
στην περιουσία 476

II. Όρια συνδεόμενα με τις υπερνομοθετικές ουσιαστικές και δικονομικές
εγγυήσεις του ποινικού δικαίου 481

III. Συμπεράσματα για τη διαβάθμιση των δημευτικών ορίων
και τις αναγκαίες δικαιοκρατικές εγγυήσεις ανάλογα
με τη φύση της εκάστοτε μορφής δήμευσης 486

Β. Τα δημευτικά όρια υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ 487

I. Τα κριτήρια του ΕΔΔΑ για τη διάκριση μεταξύ ποινικών-τιμωρητικών
και λοιπών περιουσιακών αποστερητικών κυρώσεων 487

(1) Επισκόπηση των κριτηρίων 488

(2) Παραδείγματα εφαρμογής των κριτηρίων 490

 

α. Περιπτώσεις δήμευσης επιβαλλόμενης στον δράστη από ποινικό δικαστήριο
σε συνέχεια ποινικής καταδίκης του 491

β. Περιπτώσεις δήμευσης επιβαλλόμενης από ποινικό δικαστήριο χωρίς ποινική καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου ή σε ανεξάρτητη-αυτοτελή διαδικασία
με αφορμή απλώς προηγούμενη ποινική καταδίκη 492

γ. Περιπτώσεις δήμευσης επιβαλλόμενης από ποινικό δικαστήριο σε βάρος τρίτων
στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας στρεφόμενης κατά άλλου προσώπου 495

δ. Περιπτώσεις δήμευσης επιβαλλόμενης από αστικό ή διοικητικό
δικαστήριο (αστική δήμευση) 500

ε. Περιπτώσεις δήμευσης επιβαλλόμενης από ποινικό δικαστήριο υποχρεωτικά
επί διαπίστωσης συγκεκριμένων δεδομένων ακόμη και αν η ποινική
διαδικασία ολοκληρωθεί με άλλον τρόπο πλην καταδίκης (π.χ. με αθώωση
ή παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής) 503

(3) Συμπεράσματα ως προς τη δυνατότητα in abstracto αξιολόγησης
της φύσης των διαφόρων εθνικών δημευτικών μορφωμάτων 505

II. Όρια για τις δημευτικές κρατικές εξουσίες με βάση τα ά. 6 και 7 ΕΣΔΑ
όταν η επιβαλλόμενη αποστερητική κύρωση φέρει τη φύση ποινής 506

(1) Ποινικές εγγυήσεις και δυνατές αποκλίσεις 506

(2) Το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή της δίκαιης δίκης 507

(3) Η αρχή της νομιμότητας στο πεδίο των εγκλημάτων και των ποινών 513

(4) Η αρχή της αναλογικότητας στο πεδίο των ποινών 519

III. Όρια για τις δημευτικές κρατικές εξουσίες ανεξαρτήτως της φύσης
της επιβαλλόμενης αποστερητικής κύρωσης με βάση το ά. 1
του Πρώτου ΠΠ ΕΣΔΑ 523

(1) Η δήμευση ως μορφή περιορισμού στο δικαίωμα στην περιουσία 523

(2) Η ανάγκη ύπαρξης νόμιμης βάσης για την επιβολή του περιορισμού 526

(3) Η ανάγκη επιδίωξης, μέσω του περιορισμού, ενός νομίμου στόχου
δημοσίου συμφέροντος 528

(4) Η ανάγκη αναλογικότητας του περιορισμού ενόψει του επιδιωκόμενου
στόχου δημοσίου συμφέροντος 530

α. Επιμέρους καθοριστικοί παράμετροι για την αξιολόγηση της αναλογικότητας 530

β. Νομολογιακά παραδείγματα δημευτικών κυρώσεων που κρίθηκαν
ασύμβατες με την αρχή της αναλογικότητας 532

γ. Νομολογιακά παραδείγματα δημευτικών κυρώσεων που κρίθηκαν
συμβατές με την αρχή της αναλογικότητας 536

Γ. Τα δημευτικά όρια υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ 543

I. Έννοια εγκληματικών προϊόντων και επιτρεπτό εύρος συνήθους δήμευσης 543

II. Αναλογικότητα δημευτικών κυρώσεων 546

III. Εκτεταμένη δήμευση 548

IV. Δήμευση σε βάρος τρίτου 550

 

V. Ευθύνη νομικών προσώπων 555

VI. Αστική δήμευση 558

§ 4 Όροι συγκρότησης ενός δικαιοκρατικού και αποτελεσματικού
θεσμικού πλαισίου αποστέρησης παράνομων
περιουσιακών στοιχείων 561

A. Δομικές αρχές ενός συνεκτικού συστήματος δημευτικών κυρώσεων 562

I. Οι λειτουργικές στοχεύσεις και το ειδικότερο υλικό αντικείμενο των διαφόρων αποστερητικών κυρώσεων ως κριτήρια προσδιορισμού της φύσης τους:
η εξασφαλιστική, η αποκαταστατική και η τιμωρητική δήμευση 562

II. Η διάκριση μεταξύ προϊόντων, οργάνων και αντικειμένων αναφοράς
του εγκλήματος ως καθοριστική παράμετρος για την οριοθέτηση
του πεδίου εφαρμογής των διαφόρων μορφών δήμευσης 575

III. Η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών, αποδεικτικών και διαδικαστικών
προϋποθέσεων επιβολής κάθε μορφής δήμευσης και τα κριτήρια
προσδιορισμού των οικείων προϋποθέσεων 576

IV. Η ιδιαίτερη δυναμική κάθε νέου τύπου δήμευσης
και τα δικαιοκρατικά όρια της δημιουργίας μικτών τύπων 578

(1) Η ιδιαίτερη δυναμική κάθε νέου τύπου δήμευσης 578

(2) Οι (δικαιοκρατικοί) κίνδυνοι από τη σώρευση διαφορετικών
τύπων δήμευσης 580

(3) Οριοθέτηση των δυνατοτήτων σωρευτικής εφαρμογής διαφορετικών
τύπων δήμευσης 581

α. Εγκληματικά προϊόντα 581

β. Εγκληματικά όργανα και αντικείμενα αναφοράς 584

B. Δήμευση εγκληματικών προϊόντων και οργάνων: de lege lata
ερμηνευτικές παρεμβάσεις και de lege ferenda προτάσεις 585

I. Η φύση των δημευτικών μορφωμάτων του ισχύοντος δικαίου
και τα περιθώρια ερμηνευτικών παρεμβάσεων στις διατάξεις
που τα θεσπίζουν 585

(1) Δήμευση προϊόντων 585

(2) Δήμευση οργάνων 587

II. Κεντρικές θέσεις για το δίκαιο δήμευσης εγκληματικών προϊόντων 589

(1) Τιμωρητική δήμευση προϊόντων εγκλήματος σε βάρος του δράστη
του μετά από καταδίκη του 589

(2) Αποκαταστατική και οιονεί τιμωρητική δήμευση προϊόντων εγκλήματος
σε βάρος τρίτου μετά από καταδίκη του δράστη του οικείου εγκλήματος 592

 

(3) Νεότεροι τύποι δήμευσης με αμιγώς αποκαταστατικές ή εξασφαλιστικές
στοχεύσεις 598

α. Συστηματική 598

β. Αποκαταστατική δήμευση προϊόντων εγκλήματος σε βάρος του δράστη
του χωρίς καταδίκη 599

γ. Εκτεταμένη αποκαταστατική δήμευση προϊόντων εγκλημάτων σε βάρος
του δράστη τους μετά από καταδίκη του για ένα τουλάχιστον εξ αυτών 600

δ. Εξασφαλιστική δήμευση προϊόντων εγκλήματος σε βάρος του δράστη
του χωρίς καταδίκη 601

ε. Αποκαταστατική ή εξασφαλιστική δήμευση προϊόντων εγκλήματος
σε βάρος τρίτου 601

III. Κεντρικές θέσεις για το δίκαιο δήμευσης εγκληματικών οργάνων 601

α. Τιμωρητική δήμευση οργάνων και αντικειμένων αναφοράς εγκλήματος
σε βάρος του δράστη του μετά από καταδίκη 602

β. Εξασφαλιστική δήμευση οργάνων και αντικειμένων αναφοράς εγκλήματος
σε βάρος του δράστη του με ή χωρίς καταδίκη 602

γ. Εξασφαλιστική δήμευση οργάνων και αντικειμένων αναφοράς εγκλήματος
σε βάρος τρίτου με ή χωρίς καταδίκη του δράστη του εγκλήματος 602

δ. Οιονεί τιμωρητική δήμευση οργάνων και αντικειμένων αναφοράς
εγκλήματος σε βάρος τρίτου μετά από καταδίκη του δράστη 603

IV. Εποπτική συνόψιση κριτηρίων και συμπερασμάτων 604

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. Ελληνική 609

Β. Ξενόγλωσση 623

ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 631

Σελ. 1

§ 1

Ο ποινικός έλεγχος της περιουσίας και η αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων ως κεντρικοί στόχοι της σύγχρονης διεθνούς αντεγκληματικής πολιτικής

1Η περιουσία αποτελούσε παραδοσιακά, στην Ελλάδα τουλάχιστον, περισσότερο μέγεθος που το ποινικό δίκαιο επεδίωκε να προστατεύει έναντι παράνομων προσβολών, και λιγότερο μέγεθος το οποίο αυτό επιθυμούσε να ελέγχει ως προς τυχόν παράνομες προσαυξήσεις ή / και να πλήττει με αντίστοιχες αποστερητικές κυρώσεις. Υφίσταντο βέβαια διαχρονικά κάποιες ποινικές τυποποιήσεις, ιδίως στο πεδίο ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, οι οποίες απέβλεπαν στην καταστολή παράνομων περιουσιακών προσαυξήσεων, καθώς και κυρώσεις σε βάρος της περιουσίας, με τη μορφή χρηματικών ποινών ή με τη μορφή της δήμευσης των οργάνων και προϊόντων εγκλημάτων· η δικαιοπολιτική εμβέλεια και πρακτική εφαρμογή αυτών ήταν όμως σχετικά περιορισμένα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε ωστόσο σταδιακά να προωθείται και στην Ελλάδα, σε συνέχεια αντίστοιχων εξελίξεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, υπό τη σημαία αρχικά της ανάγκης καταπολέμησης του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, ένα νέο μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο εκτεταμένος ποινικός έλεγχος της νομιμότητας της περιουσίας, με στόχο την ανίχνευση και αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων. Στο παρόν κεφάλαιο (§1), μετά από μια συνοπτική αποτύπωση των χαρακτηριστικών του ελληνικού δικαίου πριν την διείσδυση του νέου διεθνούς μοντέλου (ενότητα Α), περιγράφεται αρχικά η ανέλιξη αυτού του μοντέλου και των επιμέρους ρυθμιστικών αξόνων του, όπως προκύπτει μέσα από τα διεθνή νομικά κείμενα που το προάγουν (ενότητα Β), ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συνέχεια στη σύγχρονη εικόνα του και στις προοπτικές του εντός του ενωσιακού θεσμικού πλαισίου, λόγω της μεγάλης σημασίας αυτού του πλαισίου για την ελληνική έννομη τάξη (ενότητα Γ).

A. Ο περιορισμένος ρόλος των ποινικών αποστερητικών κυρώσεων στο παραδοσιακό ποινικό δίκαιο

2Το ελληνικό ποινικό δίκαιο έδειχνε βέβαια και κατά το παρελθόν ενδιαφέρον όχι μόνο προς την κατεύθυνση της προστασίας της περιουσίας (: νοούμενης υπό ευρεία έννοια) από προσβολές προερχόμενες από τρίτους (π.χ. με πράξεις παράνομης αφαίρεσης, ιδιοποίησης, παραπλάνησης, κατάχρησης διαχειριστικής εξουσίας ή εκμετάλλευσης ανάγκης), αλλά και προς την κατεύθυνση του ποινικού ελέγχου παράνομων περιουσιακών προσαυξήσεων, σε συνδυασμό και με την επιβολή οικονομικής φύσης ποινών, που θα μπορούσαν να δημιουργούν, σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης, αντικίνητρο για τη δι-

Σελ. 2

άπραξη αδικημάτων με σκοπό πλουτισμού. Ο ανωτέρω ποινικός έλεγχος δεν επιχειρείτο, πάντως, γενικευμένα, αλλά κατά κανόνα με ειδικές και περιορισμένης εμβέλειας τυποποιήσεις, που είχαν ως θεμέλιο της ποινικής ευθύνης είτε (α) την επιδίωξη ή επίτευξη παράνομων περιουσιακών μετατοπίσεων μέσω της προσβολής αλλότριων περιουσιών (π.χ. κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, προσβολή πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας, φοροδιαφυγή, λαθρεμπορία), ενίοτε και με συμπροσβολή διαμεσολαβητικών υπερατομικών αγαθών, όπως το υπόμνημα (π.χ. πλαστογραφία), είτε (β) την επιδίωξη ή επίτευξη παράνομου πλουτισμού με την κατάχρηση ευκαιριών και δυνατοτήτων που παρέχει ο κρατικός μηχανισμός ή άλλες ανάλογες θέσεις άσκησης εξουσίας (π.χ. δωροληψία δημοσίων υπαλλήλων, αθέμιτη κτήση περιουσιακού οφέλους από πρόσωπα-φορείς δημόσιας εξουσίας υπαγόμενα στη νομοθεσία για το πόθεν έσχες).

3Παραπέρα, και οι ποινικές κυρώσεις κατά της περιουσίας, με κύριο εκφραστή τους τη χρηματική ποινή, αφενός δεν βρίσκονταν στο επίκεντρο του ποινικού κυρωτικού μηχανισμού και αφετέρου δεν αναδείκνυαν, μέσω των προϋποθέσεων επιβολής τους, κάποια ρητή νομοθετική στόχευση για αποστέρηση του όποιου παράνομου πλουτισμού του δράστη. Η διάταξη του ά. 81 πΠΚ, που έφερε τον τίτλο «έγκλημα από φιλοκέρδεια», παρείχε βέβαια τη δυνατότητα στο δικαστήριο, όταν διαπιστωνόταν ότι κίνητρο τέλεσης ενός εγκλήματος ήταν η απόκτηση κέρδους (: «όταν το έγκλημα πήγασε από αιτία απόκτησης κέρδους»), να επιβάλλει σωρευτικά, ήτοι πέραν της ποινής στέρησης της ελευθερίας, και χρηματική ποινή (επί πλημμελημάτων και κακουργημάτων) ή πρόστιμο (επί πταισμάτων), έστω και αν για το συγκεκριμένο έγκλημα δεν προβλεπόταν καταρχήν με βάση την τυποποίησή του η επιβολή χρηματικής κύρωσης, ή να τριπλασιάζει το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης χρηματικής κύρωσης, αν επρόκειτο για έγκλημα που απειλείτο με βάση την τυποποίησή του μόνο με χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Ωστόσο, ακόμη από αυτή τη διάτα-

Σελ. 3

ξη, δεν μπορούσε να συναχθεί –πέραν από τη νομοθετική πρόθεση για τη δημιουργία ενός γενικοπροληπτικού και ειδικοπροληπτικού αντικινήτρου σε ό,τι αφορά την τέλεση εγκλημάτων από φιλοκέρδεια– μια ευρύτερη νομοθετική στόχευση πλήρους αποστέρησης του παράνομου πλουτισμού, αφού η χρηματική κύρωση δεν συσχετιζόταν ρητά με τις πραγματικές εγκληματικές προσόδους: άλλως το ανώτατο ύψος της κύρωσης θα έπρεπε να μην οριοθετείται με απόλυτο αριθμό αλλά σε συνάρτηση με το ύψος αυτών των προσόδων. Τέτοια στόχευση δεν προέκυπτε, εξάλλου, ούτε από τον κατάλογο των επιμετρητικών κριτηρίων του ά. 79 πΠΚ, αφού δεν θεσπιζόταν συναφές κριτήριο. Ομοίως, και η ποινή της δήμευσης, όπως αυτή τυποποιείτο τουλάχιστον στο Γενικό Μέρος του παλαιού ΠΚ (ά. 76) μέχρι και το 2017, δεν είχε ως αντικείμενό της γενικά τις περιουσιακές προσαυξήσεις που συνδέονται με το έγκλημα (: και κατ’ επέκταση την αποστέρηση των κατά περίπτωση παρανόμως κτώμενων περιουσιακών στοιχείων), αλλά αφορούσε μόνο τα προϊόντα υπό στενή έννοια, δηλαδή τα υλικά αντικείμενα που παράγονταν (: μορφοποιούνταν) από την εγκληματική δραστηριότητα (π.χ. παραχαραγμένα νομίσματα ή πλαστά έγγραφα κάθε είδους), ανεξάρτητα από την χρηματική τους αξία, συμπεριλαμβανομένων του τιμήματός τους και όσων αποκτώνταν με αυτά. Οι πιθανές εξαιρέσεις που συναντούσε κανείς, τέλος, σε ειδικούς ποινικούς νόμους, πέραν του γεγονότος ότι στερούνταν ξεκάθαρης ταυτότητας, αφορούσαν πολύ συγκεκριμένα πεδία παραβατικότητας (π.χ. λαθρεμπορία) και δεν μπορούσαν, γι’ αυτό, να αλλοιώσουν τη γενική εικόνα. Το αυτό ίσχυε και για ρυθμίσεις στον χώρο του διοικητικού κυρωτικού δικαίου, που προέβλεπαν την επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων σε βάρος του παραβάτη ή τρίτων (π.χ. νομικών προσώπων), θέτοντας ως κριτήριο το όφελος που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε με συγκεκριμένες παραβατικές συμπεριφορές. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν ομοίως περιορισμένου βεληνεκούς και δεν αποτελούσαν τμήμα του ποινικού δικαίου υπό στενή έννοια.

Σελ. 4

4Την πιο χαρακτηριστική απόδειξη για την έλλειψη μιας γενικής στόχευσης αποστέρησης των εκάστοτε παρανόμως κτώμενων περιουσιακών στοιχείων αποτελούσε το ά. 76 πΠΚ, που δεν είχε υποστεί καμία μεταβολή από την έναρξη ισχύος του παλαιού ΠΚ (1951) και μέχρι το 2017, ήτοι για 67 χρόνια. Το συγκεκριμένο άρθρο, στηριζόμενο στην κλασική διάκριση μεταξύ της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής (παρ. 1) και της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας (παρ. 2), παρείχε πολύ περιορισμένες δυνατότητες για την αποστέρηση παρανόμως κτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, τόσο υπό το πρώτο όσο και υπό το δεύτερο σκέλος του.

5Καταρχάς, η δήμευση ως μέτρο ασφάλειας, που ρυθμιζόταν στο ά. 76 παρ. 2 πΠΚ, προϋπέθετε τη διαπίστωση της επικινδυνότητας του δημευόμενου αντικειμένου για τη δημόσια τάξη, δηλαδή ένα στοιχείο που πολύ δύσκολα μπορούσε να συντρέχει στην περίπτωση π.χ. των χρημάτων που αποκόμιζε κανείς μέσω της τέλεσης ενός εγκλήματος, ιδίως αν κανείς

Σελ. 5

προσχωρούσε στην –μάλλον κρατούσα στην επιστήμη– άποψη, σύμφωνα με την οποία η επικινδυνότητα για τη δημόσια τάξη, νοούμενη ως προσφορότητα για την προσβολή εννόμων αγαθών, θα έπρεπε να προκύπτει από αυτή την ίδια τη φύση και τον εγγενή λειτουργικό προορισμό του εκάστοτε δημευτέου, και όχι από προσωπικά χαρακτηριστικά του κατόχου του. Τα χρήματα, πιο συγκεκριμένα, είτε σε φυσική είτε σε λογιστική μορφή, στον βαθμό που συνιστούν κρατικά αναγνωρισμένο μέσο πληρωμών, δεν μπορούν, εφόσον κανείς απέκλειε από τα κριτήρια αξιολόγησης τις τυχόν ιδιότητες του κατόχου τους, να αξιολογηθούν ως επικίνδυνα αντικείμενα κατά την ανωτέρω έννοια, και, κατ’ επέκταση, η δήμευση τους με βάση το ά. 76 παρ. 2 πΠΚ φαινόταν να είναι αποκλεισμένη.

6Παραπέρα, η δήμευση ως παρεπόμενη ποινή, αν και αποδεσμευμένη από την προαναφερόμενη προϋπόθεση της επικινδυνότητας των δημευτέων για τη δημόσια τάξη, δεν προσφερόταν ομοίως για την υλοποίηση του ανωτέρω δικαιοπολιτικού στόχου, ήτοι την αποστέρηση παρανόμως κτώμενων περιουσιακών στοιχείων, για δύο κυρίως λόγους:

7Πρώτον, μπορούσε να καταλαμβάνει, σύμφωνα με την μάλλον κρατούσα άποψη, μόνο υλικά αντικείμενα που παράγονταν ή μορφοποιούνταν κατά τη φυσική τους υπόσταση από ένα έγκλημα (: όπως, π.χ., πλαστά υπομνήματα, παραχαραγμένα νομίσματα, νοθευμένα τρόφιμα ή φάρμακα, ήτοι «προϊόντα» με την κυριολεκτική-φυσική έννοια του όρου), το τίμημα που λήφθηκε γι’ αυτά ή τα άμεσα υποκατάστατα αυτών. Δεν μπορούσε, αντίθετα, να εκτείνεται σε αντικείμενα που αποκτώνταν πρωτογενώς μέσω ή χάριν της τέλεσης ενός εγκλήματος, όπως π.χ. στην αμοιβή για την εκτέλεση μιας ανθρωποκτονίας ή στο περιουσιακό όφελος από μια απάτη, ακόμη και αν ο δράστης αποκτούσε κυριότητα επί των

Σελ. 6

οικείων περιουσιακών στοιχείων. Δεν μπορούσε επίσης να εκτείνεται στα απώτερα υποκατάστατα (: ήτοι σε υλικά αντικείμενα πέραν του τιμήματος και των άμεσων υποκαταστάτων) ή στους (πολιτικούς) καρπούς των προϊόντων, όπως π.χ. στα μισθώματα από ένα κτίσμα, που αγοράστηκε με το τίμημα από την πώληση πλαστών χρεογράφων, ή στους τόκους από την τραπεζική κατάθεση του εν λόγω τιμήματος. Σε περίπτωση, εξάλλου, ανάλωσης, απόκρυψης ή μεταβίβασης των εγκληματικών προϊόντων ή του τιμήματος ή των άμεσων υποκαταστάτων αυτών, δεν υπήρχε δυνατότητα επιβολής δήμευσης σε άλλα, ίσης αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη ή έστω δυνατότητα επιβολής κάποιας ισόποσης χρηματικής κύρωσης.

8Δεύτερον, ήταν δυνατή μόνον εφόσον εκδιδόταν ποινική καταδικαστική απόφαση και μόνο κατά αντικειμένων που ανήκαν στον καταδικαζόμενο δράστη (αυτουργό ή συμμέτοχο) κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Δεν επιτρεπόταν, συνεπώς, η επιβολή της επί εγκληματικών προϊόντων που ανήκαν εξαρχής σε τρίτον ή είχαν περιέλθει άμεσα σε αυτόν δια του εγκλήματος ή είχαν μεταβιβαστεί εκ των υστέρων σε αυτόν μέχρι την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. Παραπέρα, ενόψει της έλλειψης ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων και, συνεπώς, της αδυναμίας τους να είναι αυτά δράστες εγκλημάτων, δεν επιτρεπόταν να επιβάλλεται σε αντικείμενα που ανήκαν σε αυτά, έστω και αν τα εγκληματικά προϊόντα εισέρχονταν κατευθείαν στη δική τους περιουσία ή μεταβιβάζονταν στη συνέχεια σε αυτά από τον δράστη του εγκλήματος. Τέλος, δεν επιτρεπόταν η επιβολή της δήμευσης σε περιπτώσεις θανάτου του δράστη ή σε περιπτώσεις παραγραφής του εγκλήματος, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατη η έκδοση καταδικαστικής απόφασης.

9Η ανωτέρω κατάσταση (: περιορισμένος ποινικός έλεγχος των παράνομων περιουσιακών προσαυξήσεων, εξαιρετικά περιορισμένη χρήση αποστερητικών κυρώσεων ως μέσου αντεγκληματικής πολιτικής) άρχισε, πάντως, να διαφοροποιείται δραστικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αρχικά μέσω ειδικών ρυθμίσεων σε ειδικούς ποινικούς νόμους, με προέχοντες αυτούς για το ξέπλυμα χρήματος, και, στη συνέχεια, από το 2017, με αλλα-

Σελ. 7

γές και στο Γενικό Μέρος του ΠΚ (Ν. 4478/2017), όταν ξεκίνησε να διεισδύει και στην ελληνική έννομη τάξη ένα νέο διεθνές μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής που είχε στο επίκεντρό του τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και την αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης.

B. Η ανάδυση και επικράτηση του νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής με αιχμή τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και τη δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων

I. Η επιδίωξη κτήσης περιουσιακού οφέλους ως κοινός εμπειρικός παρονομαστής της συντριπτικής πλειονότητας των εγκλημάτων

10Η επιδίωξη κτήσης ή η κτήση παράνομου περιουσιακού οφέλους εμφανίζεται ως στοιχείο της νομοτυπικής περιγραφής εγκλημάτων και, ειδικότερα, ως στοιχείο αντικειμενικής (: π.χ. ιδιοποίηση) ή υποκειμενικής υπόστασης (: σκοπός του δράστη) μόνο σε λίγα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση κατέχουν τα αδικήματα περιουσιακής μετατόπισης. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αποτελεί εγκληματολογικό γνώρισμα μόνο αυτών. Το παράνομο περιουσιακό όφελος, ως κίνητρο της εγκληματικής δράσης και, συνήθως, και ως κοινωνικό αποτέλεσμα αυτής, αποτελεί, πολύ περισσότερο, γνώρισμα της συντριπτικής πλειονότητας των εγκλημάτων, όπως αυτά καταγράφονται στην εμπειρική πραγματικότητα, ανεξάρτητα μάλιστα από το έννομο αγαθό που αυτά καταρχήν προσβάλλουν. Παράνομο περιουσιακό όφελος, έτσι, δεν επιδιώκει ή/και δεν αποκτά μόνο αυτός που τελεί το έγκλημα της κλοπής, της υπεξαίρεσης, της απάτης, της εκβίασης ή της ληστείας, ήτοι εγκλήματα κατά της περιουσίας υπό ευρεία έννοια. Το ίδιο όφελος μπορεί να επιδιώκει ή να αποκτά συνήθως και αυτός που τελεί εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, της δημόσιας τάξης κ.ο.κ. Εδώ ανήκουν π.χ. o επαγγελματίας εκτελεστής συμβολαίων θανάτου, ο μπράβος που «πουλάει» υπηρεσίες εκφοβισμού τρίτων, ο σωματέμπορος, ο διακινητής ναρκωτικών ή όπλων, ο «εξαγορασμένος» ψευδομάρτυρας, ο «πληρωμένος» λιβελογράφος, ο βιομήχανος που δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας προκειμένου να εξοικονομήσει τις σχετικές δαπάνες, αλλά και ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος που παραβιάζει αγορανομικές και υγειονομικές διατάξεις για να συμπιέσει το κόστος των υπηρεσιών του και να αυξήσει τα κέρδη του.

11Σε αντίθεση βέβαια με ορισμένα εγκλήματα κατά ειδικών κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων ή κατά της περιουσίας ως συνόλου αξίας, όπου ο δράστης, σύμφωνα με την οικεία εγκληματική τυποποίηση, πρέπει να αντλεί το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος από την προσβαλλόμενη αλλότρια περιουσία (: εγκλήματα περιουσιακής μετατόπισης), ή σε αντίθεση με εγκλήματα επιδίωξης περιουσιακού οφέλους (: με ή χωρίς περιουσιακό χαρακτήρα και περιουσιακή μετατόπιση), όπου και πάλι η επιδίωξη περιουσιακού οφέλους εμ-

Σελ. 8

φανίζεται ως στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οπότε και εν γένει μπορεί να γίνεται λόγος για οικονομικό όφελος που συνδέεται ήδη νομοτυπικά με την εγκληματική συμπεριφορά, στα εγκλήματα που στρέφονται κατά άλλων εννόμων αγαθών (π.χ. ζωή, σωματική ακεραιότητα, γενετήσια ελευθερία, τιμή, περιβάλλον, δημόσια τάξη) ή έστω και κατά της περιουσίας, χωρίς να έχουν τυποποιημένα τα στοιχεία της περιουσιακής μετατόπισης ή έστω της περιουσιακής επιδίωξης, το προκύπτον περιουσιακό όφελος θα εμφανίζεται κατά περίπτωση απλά ως παρακολούθημα –με τη μορφή συνήθως της λαμβανόμενης αμοιβής ή της επιτυγχανόμενης εξοικονόμησης δαπάνης– της τυποποιημένης προσβολής του (μη περιουσιακού) εννόμου αγαθού, οπότε και είναι ορθότερο να γίνεται λόγος για οικονομικό όφελος που συνδέεται μόνο ιστορικά-λειτουργικά με την εγκληματική συμπεριφορά.

12Συνιστώντας, σύμφωνα με τα παραπάνω, κοινό παρονομαστή της συντριπτικής πλειονότητας των εγκλημάτων, έτσι όπως αυτά εμφανίζονται στην κοινωνική πραγματικότητα, το παράνομο περιουσιακό όφελος προσφέρεται εγκληματοπολιτικά ως χρήσιμο σημείο αναφοράς για τη θέσπιση μέτρων πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας γενικά. Ειδικότερα, η λήψη διάφορων μέτρων με στόχο τον εντοπισμό και την οριστική αποστέρηση του παράνομου περιουσιακού οφέλους από τα χέρια του δράστη της εκάστοτε εγκληματικής συμπεριφοράς προβάλλει ως μια προσέγγιση που υπόσχεται πολλά οφέλη τόσο σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης όσο και σε επίπεδο δίωξης-καταστολής εκείνων τουλάχιστον των εγκλημάτων που τελούνται με το παραπάνω κίνητρο. Από άποψη αποτελεσματικής πρόληψης, δηλαδή με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά στο μέλλον, ρυθμίσεις που δίνουν έμφαση στην αποστέρηση του παράνομου περιουσιακού οφέλους υπόσχονται, καταρχάς, μια έντονη γενικοπροληπτική-αποτρεπτική επίδραση: καθιστώντας κανείς σαφές εκ των προτέρων στον (κάθε) από οικονομικά κίνητρα παρορμούμενο επίδοξο εγκληματία ότι το προϊόν της εγκληματικής δράσης του θα αποτελεί αντικείμενο διαρκούς κρατικής αναζήτησης και ότι, όποτε και αν βρεθεί, θα του αφαιρεθεί, όποια μορφή και αν έχει αυτό προσλάβει, του αποδυναμώνει εξαρχής και το βασικό κίνητρο για τη διάπραξη εγκλημάτων. Παραπέρα, στο ειδικοπροληπτικό επίπεδο, η αποστέρηση του παράνομου περιουσιακού οφέλους εμποδίζει τον δράστη, σε κάθε περίπτωση, είτε να το χρησιμοποιήσει για αναχρηματοδότηση της εγκληματικής δράσης, άρα για την τέλεση και νέων εγκλημάτων, είτε να το αξιοποιήσει προς απόκτηση αθέμιτης οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής ισχύος. Από άποψη αποτελεσματικής δίωξης-καταστολής ήδη τελεσθέντων εγκλημάτων, τέλος, δηλαδή με το βλέμμα στραμμένο προς το παρελθόν, ρυθμίσεις που δίνουν έμφαση στην ανίχνευση του παράνομου περιουσιακού οφέλους, μέσω της διερεύνησης ύποπτων χρηματικών ροών και αδικαιολόγητων περιουσιακών προσαυξήσε-

Σελ. 9

ων, συμβάλλουν σημαντικά στον εντοπισμό τόσο του εγκλήματος που παρήγαγε αυτό το όφελος όσο και αυτού του ίδιου του δράστη, αφού η κατοχή του σχετικού οφέλους αποτελεί ισχυρότατη ενοχοποιητική ένδειξη.

II. Το νέο μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής με στόχο τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και την αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων

(1) Επισκόπηση των διεθνών νομικών εργαλείων προώθησης του μοντέλου

13Οι παραπάνω σκέψεις παρέχουν ήδη μια πρώτη εξήγηση για το γεγονός ότι η διεθνής νομοθετική πρακτική άρχισε να εμφανίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με ολοένα αυξανόμενη ένταση, στο πλαίσιο αναζήτησης πολιτικών για την καλύτερη καταπολέμηση διαφόρων σοβαρών εγκλημάτων, μια σαφή στροφή προς μέτρα που κατέτειναν στην αποτελεσματικότερη ανίχνευση και αποστέρηση, με τη μορφή κυρίως της δήμευσης, των εξ αυτών κτώμενων παράνομων περιουσιακών στοιχείων. Προς την κατεύθυνση αυτή άρχισε να παρατηρείται μάλιστα, από το 1988, η προώθηση τεσσάρων, φαινομενικά ανεξάρτητων, λειτουργικά όμως ουσιωδώς αλληλοσυμπληρούμενων κατηγοριών ρυθμίσεων, οι οποίες είχαν, ανά κατηγορία, ως αντικείμενο:

• τον ανασχεδιασμό της κύρωσης της δήμευσης, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να χρησιμοποιείται αποτελεσματικότερα ως μέσο αποστέρησης των παράνομων περιουσιακών στοιχείων [πρώτος ρυθμιστικός άξονας],

• την τυποποίηση ενός νέου αδικήματος, αυτού του ξεπλύματος χρήματος, με στόχους, μεταξύ άλλων, αφενός την ανάσχεση συμπεριφορών που επιχειρούν να προσδώσουν νομιμοφάνεια στα παράνομα περιουσιακά στοιχεία και αφετέρου τη συναλλακτική απαξίωση αυτών των στοιχείων και τη συναλλακτική απομόνωση του κατόχου τους, με παράλληλη επιμήκυνση στο χρόνο, μέσω μιας νέας βάσης ποινικής ευθύνης, του στίγματος του εγκλήματος που παρήγαγε τα περιουσιακά στοιχεία [δεύτερος ρυθμιστικός άξονας],

• την εγκαθίδρυση νέων ελεγκτικών μηχανισμών προς ανίχνευση των παράνομων περιουσιακών στοιχείων, με εκτεταμένη ενεργή εμπλοκή σ’ αυτούς και ιδιωτών [τρίτος ρυθμιστικός άξονας], και

• τη δραστική βελτίωση των μέσων διεθνούς δικαστικής και διοικητικής συνδρομής, ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή των υπολοίπων τριών αξόνων του μοντέλου σε υποθέσεις με διασυνοριακά χαρακτηριστικά [τέταρτος ρυθμιστικός άξονας].

14Το παραπάνω μοντέλο και οι 4 επιμέρους ρυθμιστικοί άξονές του, που εισάγουν 4 αντίστοιχες, αμοιβαία υποστηριζόμενες, κατηγορίες εργαλείων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, προωθούνται έκτοτε συστηματικά –αν και με διαφορετική ένταση κατά περίπτωση– από πληθώρα διεθνών νομικών μέσων, κάποια εκ των οποίων έχουν στο μεταξύ καταργηθεί και αντικατασταθεί από νεότερα. Μεταξύ των ανωτέρω διεθνών νομι-

Σελ. 10

κών μέσων (: κανονιστικών κειμένων), όπως αυτά εμφανίζονται ιστορικά και ανά φορέα κανονιστικής πρωτοβουλίας, ξεχωρίζουν

• τέσσερεις συμβάσεις του Ο.Η.Ε. που προωθούν το νέο μοντέλο για την καταπολέμηση, αντίστοιχα, τεσσάρων σοβαρών μορφών εγκληματικότητας, και, ειδικότερα, της διακίνησης ναρκωτικών (1988· γνωστή και ως Σύμβαση της Βιέννης), της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (1999), του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος (2000· γνωστή και ως Σύμβαση του Παλέρμο) και της διαφθοράς (2003),

Σελ. 11

• οι συστάσεις της Ειδικής Μονάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force on Money Laundering - FATF), όπως διατυπώθηκαν αρχικά το 1990 και επικαιροποιούνται έκτοτε διαρκώς, που παρέχουν πρότυπα ρύθμισης για όλους τους άξονες του μοντέλου, με έμφαση στον προληπτικό άξονα, χωρίς περιορισμό σε συγκεκριμένα είδη εγκλημάτων,

Σελ. 12

• οι δύο συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την αναζήτηση, την κατάσχεση και τη δήμευση των προσόδων του εγκλήματος (Σύμβαση του Στρασβούργου, 1990, και Σύμβαση της Βαρσοβίας, 2005), που περιέχουν ομοίως αναλυτικές ρυθμίσεις για όλους τους άξονες του μοντέλου, χωρίς περιορισμό σε συγκεκριμένα εγκλήματα, και, τέλος,

• διάφορα νομικά μέσα, που υιοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο πριν (: άρα υπό το καθεστώς της διάκρισης μεταξύ κοινοτικών εργαλείων του Πρώτου Πυλώνα και διακυβερνητικών εργαλείων του Τρίτου Πυλώνα), όσο και μετά την έναρξη ισχύος (1.12.2009) της Συνθήκης της Λισαβόνας (: άρα υπό το καθεστώς της κοινοτικοποίησης των ποινικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης), όπως, χαρακτηριστικά,

– οι 5 Οδηγίες για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που είχαν ως αντικείμενο ρύθμισης κυρίως το συγκροτούμενο από ιδιώτες σύστημα παρακολούθησης των συναλλαγών (προληπτικός άξονας), και, ειδικότερα, κατά χρονική σειρά, η Οδηγία 91/308/ΕΟΚ (1η Οδηγία), η Οδηγία 2001/97/ΕΚ (2η Οδηγία) που τροποποίησε την Οδηγία 91/308/ΕΟΚ, η Οδηγία 2005/60/ΕΚ (3η Οδηγία) που αντικατέστησε την Οδη-

Σελ. 13

γία 91/308/ΕΟΚ, η Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 (4η Οδηγία) που αντικατέστησε την Οδηγία 2005/60/ΕΚ, και η Οδηγία 2018/843/ΕΕ (5η Οδηγία) που τροποποίησε την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849,

– η (ποινική) Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, με αντικείμενο κυρίως την τυποποίηση του αδικήματος του ξεπλύματος,

Σελ. 14

– η κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ σε συνδυασμό με τις μεταγενέστερες αποφάσεις-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ, 2003/577/ ΔΕΥ, 2005/212/ΔΕΥ και 2006/783/ΔΕΥ, που αντικαταστάθηκαν ή συμπληρώθηκαν ακολούθως από την Οδηγία 2014/42/EE και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/1805, με αντικείμενο ρύθμισης κυρίως τη δέσμευση και δήμευση των προϊόντων ή μέσων τέλεσης εγκλημάτων τόσο από άποψη ουσιαστικού όσο και από άποψη διαδικαστικού δικαίου.

15Οι προωθούμενοι δια των ανωτέρω κειμένων επιμέρους ρυθμιστικοί άξονες, ποινικής φύσης ο πρώτος και ο δεύτερος, διοικητικής-προληπτικής φύσης ο τρίτος, και μικτής φύσης, λόγω της αναφοράς του σε όλους τους προηγούμενους, ο τέταρτος, εμφανίζουν, σε γενικές γραμμές, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(2) Πρώτος άξονας: Επανασχεδιασμός και αναβάθμιση της δυναμικής της κύρωσης της δήμευσης

16Η πρώτη κατηγορία ρυθμίσεων, ποινικής φύσης, είχε και έχει ως στόχο της να διευκολύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν

Σελ. 15

από εγκλήματα, αφενός αίροντας ή μετριάζοντας ουσιαστικές ή δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής της κλασικής μορφής δήμευσης, οι οποίες θεωρήθηκε ότι την καθιστούσαν δυσκίνητη και αναποτελεσματική, και αφετέρου δημιουργώντας νέα εργαλεία δικονομικού καταναγκασμού ή διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής παλαιών, προς διασφάλιση του status quo των εκάστοτε ύποπτων περιουσιακών στοιχείων μέχρι να κριθεί με κάποιον οριστικό δικαστικό τίτλο αν θα επιβληθεί δήμευση σε αυτά.

17Η κλασική δήμευση, εμφανιζόμενη ως μέρος της ποινής σε βάρος ενός προσώπου για την τέλεση από αυτό συγκεκριμένου εγκλήματος, προϋπέθετε αφενός την έκδοση καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του συγκεκριμένου προσώπου-δράστη (: αυτουργού ή συμμετόχου) για το συγκεκριμένο έγκλημα και αφετέρου διπλή σύνδεση του δημευτέου περιουσιακού στοιχείου τόσο με το συγκεκριμένο έγκλημα (: αιτιακή-αντικειμενική σύνδεση του περιουσιακού στοιχείου με το έγκλημα, υπό την έννοια π.χ. είτε της αποδεδειγμένης προέλευσής του από αυτό είτε της αποδεδειγμένης χρησιμοποίησής του για την τέλεση αυτού) όσο και με τον δράστη του εγκλήματος (: προσωπική σύνδεση του περιουσιακού στοιχείου με τον δράστη, υπό την έννοια π.χ. ότι τούτο ανήκει σ’ αυτόν κατά τον χρόνο επιβολής της δήμευσης). Οι ανωτέρω προϋποθέσεις, εξάλλου, έπρεπε να αποδεικνύονται με βάση τους αποδεικτικούς κανόνες της ποινικής δίκης, ήτοι π.χ. με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξη ή την αρχή του σχηματισμού πεποίθησης πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, ανάλογα με το αποδεικτικό μέτρο που υιοθετείτο από κάθε εθνική ποινική δικονομία. Παραπέρα, οι ίδιες προϋποθέσεις προσδιόριζαν έμμεσα και τη δυνατότητα λήψης μέτρων δικονομικού καταναγκασμού προς αποτροπή π.χ. του κινδύνου εξαφάνισης ύποπτων περιουσιακών στοιχείων μέχρι τη δικαστική κρίση περί της τύχης αυτών (: έστω και αν εδώ αρκούσαν απλές ενδείξεις), ενώ και αυτά τα ίδια τα μέτρα καταναγκασμού δεν ήταν πάντα δεδομένο ότι μπορούσαν να ανταποκρίνονται στα προβλήματα που θέτουν νέες μορφές άυλων περιουσιακών στοιχείων.

18Έχοντας ως αφετηρία την ανωτέρω κατάσταση, και λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις αυξημένες δυνατότητες που παρέχουν το σύγχρονο δίκαιο και η σύγχρονη οικονομία στον δράστη κάθε εγκλήματος να μεταλλάσσει διαρκώς και με μεγάλη ταχύτητα τη θέση, τη φύση ή / και τον τυπικό φορέα των περιουσιακών στοιχείων που αυτός αποκτά (π.χ. με τη λογιστικοποίηση του ενσώματου χρήματος και τις κινήσεις μεγάλων ποσών μέσω τραπεζικών λογαριασμών, με διαρκείς επανεπενδύσεις σε υλικά ή άυλα αγαθά ή με τη θέση των περιουσιακών στοιχείων υπό τον μανδύα ελεγχόμενων νομικών προσώπων ή παρένθετων φυσικών προσώπων), κρίθηκε ότι απαιτούνταν ο επανασχεδιασμός της κύρωσης της δήμευσης, αν στόχος ήταν πράγματι να αναλάβει αυτή έναν ενεργό ρόλο ως εργαλείο αντεγκληματικής πολιτικής. Για την υλοποίηση αυτού του επανασχεδιασμού θεσπίστηκαν σταδιακά στα διεθνή κείμενα προβλέψεις οι οποίες, μεταξύ άλλων: (α) διευρύνουν τον κύκλο των δυνάμενων να δημεύονται περιουσιακών στοιχείων, εντάσσοντας π.χ. εδώ «κάθε οικονομικό πλεονέκτημα» που προέρχεται από το έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των

Σελ. 16

υποκαταστάτων του άμεσου προϊόντος και των καρπών αυτών, ή –επί αδυναμίας δήμευσης των ανωτέρω– και κάθε νόμιμο περιουσιακό στοιχείο του δράστη του εγκλήματος ίσης αξίας (: διεύρυνση αντικειμενικών ορίων δήμευσης), (β) καθιστούν εφικτή την επιβολή δήμευσης ακόμη και σε περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν καταρχήν εμπλοκή στην τέλεση του αδικήματος προέλευσης του παράνομου περιουσιακού στοιχείου (: διεύρυνση υποκειμενικών ορίων δήμευσης), (γ) επιδιώκουν να διευκολύνουν την απόδειξη της ιδιότητας περιουσιακών στοιχείων ως εγκληματικών προϊόντων, εισάγοντας π.χ. μαχητά τεκμήρια εγκληματικής προέλευσής τους εφόσον συντρέχουν άλλα αντικειμενικά στοιχεία-ενδείξεις, όπως η δυσαναλογία της αξίας τους προς τα νόμιμα εισοδήματα του φορέα τους-δράστη του εγκλήματος, ή αλλάζοντας το σύνηθες μέτρο απόδειξης της ποινικής δίκης (: τροποποίηση ποινικών αποδεικτικών κανόνων με εισαγωγή μαχητών τεκμηρίων ή αλλαγή του μέτρου απόδειξης), (δ) επιτρέπουν την επιβολή δήμευσης ακόμη και χωρίς έκδοση καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του φορέα του περιουσιακού στοιχείου για κάποιο έγκλημα, όταν αυτή δεν καθίσταται δυνατή για διάφορους λόγους, όπως είναι π.χ. ο θάνατος ή η φυγοδικία (: τροποποίηση διαδικαστικών προϋποθέσεων για την επιβολή της κύρωσης) και (ε) προβλέπουν μέτρα εξασφαλιστικά της κατάστασης ύποπτων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. «πάγωμα» τραπεζικών λογαριασμών, κατάσχεση ακινήτων), προκειμένου αυτά να μην κινδυνεύουν να «εξαφανιστούν», μέχρι να μπορέσει να κριθεί οριστικά αν ανήκουν στον κύκλο των δημευτέων και να εκδοθεί, έτσι, ο σχετικός εκτελεστός αποστερητικός τίτλος (: υποστήριξη της κύρωσης της δήμευσης με νέα μέσα δικονομικού καταναγκασμού).

19Κατ’ αποτέλεσμα δημιουργήθηκαν, έτσι, σε επίπεδο διεθνούς δικαίου τα θεσμικά πρότυπα νέων μορφών δήμευσης, δυνάμει των οποίων –ανάλογα και με την παραπέρα εξειδί-

Σελ. 17

κευσή τους ή διασύνδεσή τους από τους εθνικούς νομοθέτες– η εν λόγω κύρωση μπορεί να επιβάλλεται σε κάθε περιουσιακό στοιχείο που αποκτά άμεσα ή έμμεσα ο δράστης (αυτουργός ή συμμέτοχος) ενός αδικήματος, όποια μεταλλαγμένη μορφή και αν έχει προσλάβει τούτο εντός της περιουσίας του κατά τον χρόνο επιβολής της κύρωσης (δήμευση έμμεσων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστάτων των άμεσων προϊόντων και των καρπών αυτών), χωρίς να παίζει ρόλο, μάλιστα, αν ο δράστης έχει πεθάνει ή αν το έγκλημα έχει παραγραφεί ή αν για κάποιο άλλο λόγο γενικότερα, όπως π.χ. η φυγοδικία ή η μακροχρόνια ασθένεια, δεν είναι εφικτή η διεξαγωγή της δίκης και, έτσι, δεν είναι δυνατή ούτε η έκδοση καταδικαστικής απόφασης (δήμευση χωρίς καταδίκη). Υπό προϋποθέσεις, μάλιστα, η δήμευση μπορεί να καταλαμβάνει και περιουσιακά στοιχεία ενός προσώπου που πιθανολογούνται ότι προήλθαν από άλλο έγκλημα, σε σχέση με αυτό για το οποίο λαμβάνει χώρα καταδίκη του (εκτεταμένη δήμευση), ή τα οποία ανήκουν σε τρίτο πρόσωπο, σε σχέση με αυτό που καταδικάζεται, το οποίο δεν φέρει ποινική ευθύνη για κάποιο ποινικό αδίκημα (δήμευση τρίτου). Η κύρωση συνδέεται, κατά τα λοιπά, αδιάκριτα, με κάθε έγκλημα, το οποίο κατά την εμπειρική του εμφάνιση αναδεικνύεται ως μέσο απόκτησης περιουσιακών ωφελημάτων για τον δράστη ή τρίτους, ανεξάρτητα αν η στόχευση αυτή είναι ενταγμένη και στην αφηρημένη νομοτυπική περιγραφή του εγκλήματος. Συμπληρωματικοί θεσμοί, όπως η αναπληρωματική δήμευση ή η αναπληρωματική χρηματική ποινή, που μπορούν να ενεργοποιούνται με αντικείμενο αναφοράς νόμιμα περιουσιακά στοιχεία ισοδύναμης αξίας, όταν τα παράνομα έχουν μεταβιβαστεί ή αναλωθεί ή δεν μπορούν να βρεθούν, μετατρέπουν, εξάλλου, τελικά τη δήμευση, από κύρωση στρεφόμενη κατά συγκεκριμένων παράνομων περιουσιακών στοιχείων, που συνδέονται έστω και έμμεσα με συγκεκριμένο έγκλημα, σε κύρωση στρεφόμενη κατά της περιουσίας γενικά ως συνόλου αξίας, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν διατηρείται («σώζεται») ακόμη σε αυτήν η αρχικώς κτηθείσα παράνομη ωφέλεια (δήμευση αξίας).

20Παράλληλα, προς διασφάλιση του κρατικού ελέγχου επί των ύποπτων κάθε φορά περιουσιακών στοιχείων, μέχρι την οριστική κρίση με εκτελεστό τίτλο της τύχης αυτών, και κατ’ αντιστοιχία τόσο προς τις νέες μορφές δήμευσης, που μπορούν να πλήττουν π.χ. ακόμη και άυλα ή νόμιμα περιουσιακά στοιχεία, όσο και προς τους αυξημένους κινδύνους μετακίνησης αυτών των στοιχείων στη σύγχρονη οικονομία, δημιουργήθηκαν σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και θεσμικά πρότυπα νέων εργαλείων δικονομικού καταναγκασμού (π.χ. δυνατότητα για άμεσο πάγωμα λογαριασμών με διάταξη εισαγγελικών ή διοικητικών αρχών πριν την έκδοση κανονικής απόφασης δέσμευσης αυτών) ή / και διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής ή / και ελαττώθηκαν οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης προϋφιστάμενων κλασικών εργαλείων, όπως αυτών της δέσμευσης ή της κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων (π.χ. δυνατότητα δέσμευσης και νόμιμων περιουσιακών στοιχείων ενόψει της δυνατότητας επιβολής εν συνεχεία αναπληρωματικής δήμευσης, δυνατότητα λήψης των μέτρων με πιο χαλαρές αποδεικτικές προϋποθέσεις). Με τον τρόπο αυτό ενισχύθηκε έτι περαιτέρω η πρακτική αποτελεσματικότητα των δημευτικών ρυθμίσεων, και, κυρίως, ακόμη και αν κρινόταν ότι αυτές εισάγουν σε κάποιες περιπτώσεις μορφώματα με προεχόντως προληπτικές ή αποκαταστατικές στοχεύσεις, φέροντας αντίστοιχα προεχόντως αστική φύση, τούτες θωρακίστηκαν, σε κάθε περίπτωση, στο πεδίο εφαρμογής τους, με μέτρα δικονομικού καταναγκασμού υπέρτερης δραστικότητας σε σύγκριση με αυτά που διαθέτει το αστικό δίκαιο.

Σελ. 18

(3) Δεύτερος άξονας: Ποινικοποίηση πράξεων πρόσδοσης νομιμοφάνειας σε περιουσιακά στοιχεία εγκληματικής προέλευσης καθώς και πράξεων απλής κτήσης/κατοχής τους (η τυποποίηση του αδικήματος του ξεπλύματος)

21Η δεύτερη κατηγορία ρυθμίσεων, επίσης ποινικής φύσης, απόβλεπε και αποβλέπει, καταρχήν, δια των μέσων του ποινικού δικαίου, στην ανάσχεση/αποθάρρυνση συμπεριφορών, είτε του δράστη είτε τρίτων, που στοχεύουν στην πρόσδοση νομιμοφάνειας στα περιουσιακά στοιχεία εγκληματικής προέλευσης. Ειδικότερα, ενόψει των σοβαρών κινδύνων που ενέχει η κατοχή τέτοιων περιουσιακών στοιχείων (: δήμευση αυτών, απόδειξη με τη βοήθεια αυτών της προηγούμενης εγκληματικής δράσης), είναι σύνηθες και μάλλον αναμενόμενο να προσπαθούν οι φορείς αυτών αφενός να τα «αποσυνδέσουν» από την εγκληματική αιτία προέλευσής τους και αφετέρου να τα «συνδέσουν» με κάποια νόμιμη αιτία (: να τα εμφανίσουν π.χ. ως προϊόν σύμβασης δανείου, ως κέρδος από νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα, ως κέρδος από λαχείο, ως κέρδος από εκποίηση νόμιμα αποκτηθέντος ακινήτου κ.ο.κ.). Η διαδικασία αυτή, που είναι γνωστή διεθνώς υπό το όνομα «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» ή «ξέπλυμα χρήματος», και στο πλαίσιο της οποίας, σύμφωνα με τον κλασικό εγκληματολογικό ορισμό, κάποιος επιχειρεί να συγκαλύψει την αληθινή πηγή εγκληματικών προϊόντων, μεταμφιέζοντάς τα κατά τρόπο τέτοιο ώστε αυτά να εμφανίζονται ως νόμιμης προέλευσης, μπορεί κατά περίπτωση να διέρχεται από περισσότερα στάδια (: για τη σχηματική απόδοση των οποίων γίνεται συνήθως χρήση των όρων «τοποθέτηση», «διαστρωμάτωση» / «συγκάλυψη» και «ενσωμάτωση») και να εμπλέκει πε-

Σελ. 19

ρισσότερα πρόσωπα, διαφορετικά από τον δράστη του αδικήματος που παρήγαγε τη βρόμικη περιουσία (: αναφερόμενου, στο σχετικό νοηματικό πλαίσιο, συνήθως και ως «βασικού αδικήματος» / «predicate offence» ή ως «προηγούμενου αδικήματος» / Vortat). Εφόσον τεθεί σε κίνηση η ανωτέρω διαδικασία, εξάλλου, αυτή μπορεί, ενόψει της στόχευσής της, να υπονομεύσει καταλυτικά τόσο την κρατική προσπάθεια δήμευσης των παράνομων περιουσιακών στοιχείων (: στο μέτρο που συγκαλύπτει την ταυτότητά τους) όσο και την κρατική προσπάθεια εντοπισμού και τιμώρησης του δράστη (: στο μέτρο που απαλείφει τα ίχνη που οδηγούν σ’ αυτόν). Προκειμένου να την ανασχέσει, η διεθνής νομοθετική πρακτική επέλεξε, πρωταρχικά, τη θέσπιση ποινικών διατάξεων που να καθιστούν αξιόποινη τη συμπεριφορά όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν τη διαδικασία με οποιονδήποτε τρόπο (τυποποίηση του εγκλήματος του ξεπλύματος χρήματος).

22Παράλληλα, πάντως, η ίδια ως άνω δεύτερη κατηγορία ρυθμίσεων ποινικής φύσης απόβλεπε και αποβλέπει και σε άλλους στόχους, όπως είναι, κυρίως, η μέγιστη δυνατή συναλλακτική απαξίωση των παράνομων περιουσιακών στοιχείων και η συναλλακτική απομόνωση του φορέα αυτών, μέσω της δημιουργίας αντικινήτρων στους υπόλοιπους κοινωνούς να αποκτούν ή να χρησιμοποιούν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. Οι εν λόγω

Σελ. 20

στόχοι παρέχουν εξήγηση και για το γεγονός ότι κατά την τυποποίηση του εγκλήματος του ξεπλύματος ο διεθνής νομοθέτης δεν ενέταξε σε αυτήν μόνο πράξεις που κατατείνουν στην πρόσδοση νομιμοφάνειας σε παράνομα περιουσιακά στοιχεία, –όπως θα συνέβαινε αν υιοθετείτο ο κλασικός εγκληματολογικός ορισμός του ξεπλύματος– αλλά προχώρησε και έτι περαιτέρω, υπάγοντας στην εμβέλεια της ποινικοποίησης και πράξεις απλής απόκτησης, κατοχής ή χρησιμοποίησης των εγκληματικών προϊόντων.

Back to Top