Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 344
- ISBN: 978-618-08-0319-8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ IX
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XXI
Α' ΜΕΡΟΣ
Ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ
ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3
1.1. Ιστορική και φιλοσοφική προσέγγιση του ρατσισμού 3
1.1.1. Οι απαρχές του ρατσισμού 3
1.1.2. Οι σύγχρονες τάσεις του ρατσισμού 6
1.2. Εννοιολογική προσέγγιση του ρατσισμού 10
1.2.1. Η ρατσιστική ιδεολογία 11
1.2.2. Οι εκδηλώσεις/εκφάνσεις του ρατσισμού 13
1.2.2.1. Ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος
ή ρητορική του μίσους 13
1.2.2.2. Η ρατσιστική διάκριση 17
1.2.2.3. Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
ή ρατσιστικό έγκλημα ή έγκλημα μίσους 19
1.3. Εννοιολογική προσέγγιση της ξενοφοβίας και των άλλων μορφών εχθρότητας κατά ομάδων προσώπων που προσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά 24
1.3.1. Η έννοια, τα αίτια και οι εκδηλώσεις της ξενοφοβίας 24
1.3.2. Άλλες μορφές εχθρότητας 27
2. ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 28
2.1. Διεθνές θεσμικό πλαίσιο 29
2.1.1. Ο Καταστατικός Χάρτης και οι Διεθνείς Συμβάσεις
και Διακηρύξεις της Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. 29
2.1.1.1. Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών 29
2.1.1.2. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ) 31
2.1.1.3. Η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση
κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων 32
2.1.1.4. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα
(ΔΣΑΠΔ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά
και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ) 38
2.1.1.5. Άλλες Διεθνείς Συμβάσεις και Διακηρύξεις
που υιοθετήθηκαν από την Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. 41
2.1.2. Η Ιδρυτική Πράξη και οι Δηλώσεις, Διακηρύξεις, Συμβάσεις
και Συστάσεις της UNESCO 44
2.1.3. Οι Διεθνείς Συμβάσεις της ΔΟΕ 50
2.2. Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο 52
2.2.1. Οι νομικές πράξεις του Συμβουλίου της Ευρώπης 52
2.2.1.1. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
και το 12ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο 53
2.2.1.2. Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΕΚΧ) 56
2.2.1.3. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα
στον κυβερνοχώρο 57
2.2.2. Οι Γενικές Συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) 59
2.2.3. Οι ευρωπαϊκές Συνθήκες και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο 64
2.2.3.1. Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας (ΣυνθΕΟΚ) 64
2.2.3.2. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) 64
2.2.3.3. Η Κοινή Δράση της 15-7-1996 που ενέκρινε το Συμβούλιο
της Ε.Ε. σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας 65
2.2.3.4. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ 66
2.2.3.5. Οι Οδηγίες 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ 67
2.2.3.6. Η Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ 69
2.2.3.7. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας 72
2.2.3.8. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (ΧΘΔΕΕ) 74
2.2.3.9. Το Σχέδιο Έκθεσης 2023/2068(ΙΝΙ) της Επιτροπής Πολιτικών
Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 75
2.3. Συγκριτική επισκόπηση της αλλοδαπής ποινικής νομοθεσίας 76
2.3.1. Η ποινική αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους
και του εγκλήματος μίσους στα κράτη της Ε.Ε. 76
2.3.1.1. Ειδικά στη Γερμανία 78
2.3.1.2. Ειδικά στη Γαλλία 83
2.3.1.3. Ειδικά στην Ισπανία 85
2.3.2. Η ποινική αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους
και του εγκλήματος μίσους στις Η.Π.Α. 87
2.3.2.1. Η απόλυτη προστασία της ελευθερίας της έκφρασης 87
2.3.2.1.1. Η Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α. 87
2.3.2.1.2. Ειδικά η περίπτωση του μισαλλόδοξου λόγου 90
2.3.2.2. Η ποινικοποίηση του εγκλήματος μίσους 93
3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 98
3.1. Ο Ν 927/1979 98
3.1.1. Οι αρχικές προβλέψεις 98
3.1.1.1. Η ποινικοποίηση της δημόσιας υποκίνησης σε πράξεις ή ενέργειες
που μπορούν να προκαλέσουν σε φυλετικές ή εθνικές διακρίσεις, μίσος ή βία 98
3.1.1.2. Η ποινικοποίηση της σύστασης ή συμμετοχής σε οργανώσεις,
οι οποίες επιδιώκουν την οργανωμένη προπαγάνδα ή κάθε μορφής
δραστηριότητα τείνουσα σε φυλετικές διακρίσεις 99
3.1.1.3. Η ποινικοποίηση της δημόσιας έκφρασης προσβλητικών
ιδεών κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής
ή εθνικής καταγωγής τους 100
3.1.1.4. Η ποινικοποίηση της άρνησης προμήθειας αγαθών ή προσφοράς υπηρεσιών λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής
του αντισυμβαλλομένου 101
3.1.2. Νομοθετικές μεταβολές 102
3.1.2.1. Το άρθρο 24 του Ν 1419/1984 102
3.1.2.2. Το άρθρο 39 του Ν 2910/2001 102
3.1.2.3. Το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν 3304/2005 103
3.1.2.4. Ο Ν 4285/2014 103
3.1.2.5. Το άρθρο 7 του Ν 4491/2017 108
3.2. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις του εγκλήματος της ρατσιστικής διάκρισης 109
3.2.1. Το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν 3304/2005 109
3.2.2. Το άρθρο 361Β ΠΚ 112
3.2.3. Το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 4443/2016 113
3.3. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις του ρατσιστικού εγκλήματος
ή εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά 116
3.3.1. Η ειδική επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 79 παρ. 3 ΠΚ 117
3.3.2. Η διάταξη του άρθρου 81Α ΠΚ 118
3.3.2.1. Η αρχική ρύθμιση 118
3.3.2.2. Η νομοθετική μεταβολή 119
3.3.3. Οι διατάξεις των άρθρων 82Α και 137Α παρ. 2 ΠΚ 119
3.4. Η εγκαθίδρυση διακεκριμένης παραλλαγής
ρατσιστικής διέγερσης 120
3.5. Προσβλητικές εθνικής ταυτότητας ή ρατσιστικού περιεχόμενου
εκφράσεις με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο 121
4. ΤΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΕΝΝΟΜΑ ΑΓΑΘΑ 123
4.1. Η σκοπιμότητα αποσαφήνισης του εννόμου αγαθού,
οι θεωρητικές προσεγγίσεις και η νομολογιακή αντιμετώπιση 123
4.1.1. Το δικαίωμα για ισότητα μεταχείρισης και αποφυγή διακρίσεων 126
4.1.2. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως ιδιότητα του ανθρώπου να είναι ίσος
με τους άλλους ανθρώπους εξαιτίας της ανθρώπινης ιδιότητάς του 128
4.1.3. Η μαζική προστασία των ατομικών εννόμων αγαθών της ζωής,
της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας,
της τιμής και της ιδιοκτησίας 129
4.1.4. Η δημόσια τάξη 132
4.1.5. Η τιμή 135
4.2. Τα προτεινόμενα έννομα αγαθά 137
4.2.1. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια 137
4.2.2. Η κοινωνική ευταξία 144
4.2.3. Η αντίθεση της διάταξης του άρθρου 2 του Ν 927/1979
με τη θεωρία του εννόμου αγαθού 147
5. ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 151
5.1. Το διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο προστασίας
της ελευθερίας της έκφρασης - Η νομολογία του ΕΔΔΑ 151
5.1.1. Το διεθνές θεσμικό πλαίσιο 151
5.1.2. Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο: Οι θεμιτοί περιορισμοί
στην ελευθερία της έκφρασης 152
5.1.3. Η νομολογία του ΕΔΔΑ 155
5.1.3.1. Νομολογιακή αντιμετώπιση της δημόσιας υποκίνησης
σε διακρίσεις, μίσος ή βία 155
5.1.3.1.1. Οι εφαρμοζόμενες διατάξεις 155
5.1.3.1.2. Τα κριτήρια στάθμισης των αντικρουόμενων δικαιωμάτων
ή εξέτασης της αναγκαιότητας ή μη ενός περιορισμού 156
5.1.3.1.3. Περιπτωσιολογία 159
5.1.3.2. Νομολογιακή αντιμετώπιση του ιστορικού
αναθεωρητισμού-αρνητισμού 171
5.1.3.2.1. Εφαρμοζόμενη διάταξη 171
5.1.3.2.2. Περιπτωσιολογία 171
5.2. Η συνταγματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης -
Η νομολογία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων 176
5.2.1. Το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος 176
5.2.2. Η νομολογία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων 179
5.3. Κριτική προσέγγιση νομολογίας ΕΔΔΑ και ελληνικών ποινικών
δικαστηρίων 183
Β' ΜΕΡΟΣ
ΟΙ ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ
ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ, ΤΗΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
6. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ 189
6.1. Το έγκλημα της δημόσιας υποκίνησης σε πράξεις ή ενέργειες
που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων
ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά 189
6.1.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος 189
6.1.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 193
6.1.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 193
6.1.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 193
6.1.2.2.1. Οι υπαλλαγές 193
6.1.2.2.2. Τα μέσα έκφρασης 196
6.1.2.2.3. Το στοιχείο της δημοσιότητας 198
6.1.2.2.4. Τα αντικείμενα αναφοράς 199
6.1.2.3. Τα αντικείμενα της προσβολής 201
6.1.2.3.1. Τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά 201
6.1.2.3.2. Ο κοινωνικός χώρος 204
6.1.2.4. Η αφηρημένη διακινδύνευση 204
6.1.2.5. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 205
6.1.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 206
6.1.4. Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου 207
6.1.5. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 208
6.1.5.1. Απόπειρα 208
6.1.5.2. Συμμετοχή 209
6.1.5.3. Προβλήματα συρροής 210
6.1.6. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν
τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης 211
6.2. Το έγκλημα της δημόσιας υποκίνησης σε διάπραξη φθοράς
ή βλάβης πραγμάτων που χρησιμοποιούνταν από πρόσωπα
ή ομάδες προσώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά 211
6.2.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος 211
6.2.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 212
6.2.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 212
6.2.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 213
6.2.2.3. Τα αντικείμενα της προσβολής 213
6.2.2.4. Η αφηρημένη διακινδύνευση 214
6.2.2.5. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 214
6.2.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 214
6.2.4. Ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου 215
6.2.5. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 215
6.2.5.1. Απόπειρα 215
6.2.5.2. Συμμετοχή 215
6.2.5.3. Προβλήματα συρροής 216
6.2.6. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο
χαρακτήρα της πράξης 216
6.3. Ευθύνη από το αποτέλεσμα 216
6.4. Η διακεκριμένη παραλλαγή των εγκλημάτων των παρ. 1, 2 και 3
του Ν 927/1979 217
6.4.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας της παραλλαγής 217
6.4.2. Εννοιολογική προσέγγιση του υπαλλήλου 218
6.4.3. Η ευθύνη των συμμετόχων 221
6.5. Το έγκλημα της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά
την τέλεση πράξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν 927/1979 221
6.5.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος 221
6.5.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 223
6.5.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 223
6.5.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 223
6.5.2.2.1. Οι υπαλλαγές 223
6.5.2.2.2. Εννοιολογική προσέγγιση οργάνωσης και ένωσης προσώπων 224
6.5.2.3. Η αφηρημένη διακινδύνευση 225
6.5.2.4. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 226
6.5.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 226
6.5.4. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 226
6.5.4.1. Απόπειρα 226
6.5.4.2. Συμμετοχή 227
6.5.4.3. Προβλήματα συρροής 227
6.5.5. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο
χαρακτήρα της πράξης 228
6.6. Το έγκλημα της δημόσιας επιδοκιμασίας, ευτελισμού ή κακόβουλης άρνησης της ύπαρξης ή της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών,
πολέμου, κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και του ναζισμού 228
6.6.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος 228
6.6.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 230
6.6.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 230
6.6.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 231
6.6.2.2.1. Οι υπαλλαγές 231
6.6.2.2.2. Τα αντικείμενα αναφοράς 232
6.6.2.2.3. Οι πράξεις χαρακτηρισμού των εγκλημάτων 234
6.6.2.3. Τα αντικείμενα της προσβολής 236
6.6.2.4. Η αφηρημένη διακινδύνευση 236
6.2.2.5. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 237
6.6.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 237
6.6.4. Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου 238
6.6.5. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 238
6.6.5.1. Απόπειρα 238
6.6.5.2. Συμμετοχή 239
6.6.5.3. Προβλήματα συρροής 239
6.6.6. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο
χαρακτήρα της πράξης 240
6.6.7. Η διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος 240
6.7. Η εγκληματική παραλλαγή της ρατσιστικής διέγερσης 240
6.7.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος 240
6.7.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 241
6.7.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 241
6.7.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 241
6.7.2.3. Τα αντικείμενα της προσβολής 242
6.7.2.4. Η αφηρημένη και η συγκεκριμένη διακινδύνευση 243
6.7.2.5. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 244
6.7.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 244
6.7.4. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 244
6.7.4.1. Απόπειρα 244
6.7.4.2. Συμμετοχή 245
6.7.4.3. Προβλήματα συρροής 245
6.7.5. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο
χαρακτήρα της πράξης 245
6.7.6. Ευθύνη από το αποτέλεσμα 246
7. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ 247
7.1. Τυποποίηση και νομοτυπικός χαρακτήρας του εγκλήματος -
Το είδος του ποινικού κανόνα 247
7.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 248
7.2.1. Το υποκείμενο τέλεσης 248
7.2.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 249
7.2.2.1. Οι απαγορευμένοι τρόποι διακριτικής μεταχείρισης 249
7.2.2.2. Το πεδίο εφαρμογής 252
7.2.3. Το αντικείμενο της προσβολής 254
7.2.4. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 256
7.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 256
7.4. Μορφές εμφάνισης 257
7.4.1. Απόπειρα 257
7.4.2. Συμμετοχή 257
7.4.3. Προβλήματα συρροής 257
7.5. Ποινική κύρωση και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο χαρακτήρα
της πράξης - Διοικητικές κυρώσεις για δράστες που ενεργούν ως εργοδότες 258
8. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 259
8.1. Τυποποίηση, συστηματική ένταξη στον ΠΚ και νομοτυπικός
χαρακτήρας του εγκλήματος 259
8.2. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 261
8.2.1. Το στοιχείο της επιλογής του παθόντος εξαιτίας συγκεκριμένων χαρακτηριστικών: Επαύξηση του αδίκου ή της ενοχής; 261
8.2.2. Λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 263
8.3. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 263
8.4. Μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 264
8.4.1. Απόπειρα 264
8.4.2. Συμμετοχή 264
8.4.3. Προβλήματα συρροής 264
8.5. Ποινικές κυρώσεις και λόγοι που αποκλείουν τον αξιόποινο
χαρακτήρα της πράξης 265
8.6. Οι ειδικές υποστάσεις του άρθρου 137Α παρ. 2 ΠΚ 266
9. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ
ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΤΤΟΝΤΑΙ ΜΕΣΩ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ 269
9.1. Εννοιολογική προσέγγιση του εγκλήματος που διαπράττεται
μέσω συστημάτων υπολογιστών 269
9.2. Η οριοθέτηση του τόπου τέλεσης 271
9.2.1. Η ρύθμιση του άρθρου 3 του Ν 927/1979 271
9.2.2. Οι γενικοί κανόνες 272
9.2.3. Η ρύθμιση του άρθρου 22 της Σύμβασης για το έγκλημα
στον Κυβερνοχώρο 273
9.3. Η ευθύνη των ενδιαμέσων για το παράνομο περιεχόμενο
των χρηστών των υπηρεσιών τους 276
10. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 279
10.1. Ποινική δίωξη 279
10.2. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα 279
10.3. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 280
10.3.1. Γενικά 280
10.3.2. Ειδικά στα εγκλήματα της ρητορικής του μίσους 281
10.3.3. Ειδικά στο έγκλημα της ρατσιστικής διάκρισης 285
10.3.4. Ειδικά στο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά 286
10.3.5. Αναγνώριση δικαιώματος παράστασης σε ενώσεις προσώπων
με νομική προσωπικότητα 286
10.4. Ζητήματα μεταβολής της κατηγορίας 287
10.5. Η διαδικασία της κατάσχεσης ψηφιακών πειστηρίων 287
10.5.1. Γενικά 287
10.5.2. Η εξαίρεση των εγκλημάτων ρατσιστικής και ξενοφοβικής
φύσης που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών από
το πεδίο εφαρμογής των των άρθρων 254 ΚΠΔ και 6 του Ν 5002/2022 291
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 297
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 301
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ / ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 303
Ι. Ελληνική 303
2. Αλλοδαπή 310
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 313
Ι. Ελληνικών Δικαστηρίων 313
ΙΙ. ΕΔΔΑ 313
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 317
Σελ. 1
Α' ΜΕΡΟΣ
Ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
Σελ. 3
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1. Ιστορική και φιλοσοφική προσέγγιση του ρατσισμού
1.1.1. Οι απαρχές του ρατσισμού
Το σύνδρομο της πολιτιστικής υπεροχής των αρχαίων Ελλήνων έναντι των Βέρβερων, των Περσών και των Αιγυπτίων, η ευγονική, ο θεσμός της δουλείας και η υποβαθμισμένη κοινωνική θέση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα και αργότερα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το σύστημα των καστών στην αρχαία Ινδία και ο αντιιουδαϊσμός της αρχαίας Αιγύπτου παραπέμπουν σε ρατσιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, απέχουν, ωστόσο, παρασάγγας από την έννοια του φυλετικού ρατσισμού. Ούτε οι «βάρβαροι» για τους αρχαίους Έλληνες ή οι δούλοι και οι γυναίκες ή οι Εβραίοι για τους αρχαίους Αιγύπτιους θεωρούνταν γενετικά και πνευματικά κατώτερα όντα, ούτε οι αρχαίοι αυτοί πολιτισμοί οικοδομήθηκαν επί τη βάσει της δήθεν «φυλετικής υπεροχής» τους έναντι των υπόλοιπων, σύγχρονών τους, πολιτισμών. Αντίθετα, οι αντιλήψεις και πρακτικές αυτές αφορούσαν κυρίως στον τρόπο διαστρωμάτωσης των αρχαίων κοινωνιών (κάστες, πατριαρχία) και λειτουργίας των πολιτευμάτων τους (αριστοκρατία, δημοκρατία) ή στην ανάγκη εξεύρεσης εργατικού δυναμικού και την διαχείριση των ηττημένων πολέμου και ορισμένων εγκληματιών (εμφάνιση και διατήρηση του θεσμού της δουλείας), παρά στην ταξινόμηση των ανθρώπων με βιολογικά κριτήρια.
Το ίδιο ισχύει και για τις αντιλήψεις και πρακτικές που εμφανίστηκαν στον Μεσαίωνα, με στόχο τους αιρετικούς, δηλ. όσους αμφισβητούσαν το καθιερωμένο δόγμα, τους Εβραίους – με την μετεξέλιξη του αντιιουδαϊσμού στον αντισημιτισμό – ή τους μουσουλμάνους Οθωμανούς και τους «αμαρτωλούς» Αφρικανούς. Ούτε τα μέλη των ομάδων αυτών θεωρούνταν γενετικά και πνευματικά κατώτερα όντα από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά τα κίνητρα για τους διωγμούς που υπέστησαν, ήταν κυρίως θρησκευτικά.
Σελ. 4
Η έννοια της «φυλετικής υπεροχής» εμφανίζεται στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Βρετανία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία) και αποτελεί θεωρητική κατασκευή των δυνάμεων αυτών, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την εκ μέρους τους κατάληψη εδαφών της Αμερικής, της Αφρικής, της Ινδίας και της Ωκεανίας, την εγκαθίδρυση του αποικιοκρατικού συστήματος, κατά το οποίο η μητρόπολη ασκεί άμεσα κυριαρχικά δικαιώματα στις αποικίες, καθορίζοντας την διακυβέρνησή τους, την οικονομική τους πολιτική και την κοινωνική τους οργάνωση, εκμεταλλευόμενη τον φυσικό πλούτο των εδαφών τους και υποδουλώνοντας, ακόμη και εξοντώνοντας, τους γηγενείς πληθυσμούς. Εν συνεχεία, η θεωρητική αυτή κατασκευή θα χρησιμοποιηθεί για τη νομιμοποίηση του δουλεμπορίου, δηλ. της αγοράς ή αρπαγής ιθαγενών Αφρικανών και πώλησής τους σε Αμερικανούς γαιοκτήμονες. Επιπλέον, η θεωρητική κατασκευή της «φυλετικής υπεροχής» χρησιμοποιήθηκε και για τη συγκρότηση ευρωπαϊκών εθνών, όπως του γαλλικού, του αγγλικού και του γερμανικού, από την γαλλική αριστοκρατία, τους Αγγλοσάξονες (στη διαμάχη τους με τους Βρετανούς) και γερμανόφωνες εθνικιστικές οργανώσεις, αντίστοιχα.
Καθοριστικό ρόλο, ωστόσο, στην διαμόρφωση και εδραίωση της έννοιας της «φυλετικής υπεροχής» διαδραμάτισαν εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, κατά τον 18ο αιώνα, οι οποίοι ταξινόμησαν τους ανθρώπους σε «φυλές», δηλ. σε ομάδες, με βάση κοινά, αμετάβλητα και κληρονομούμενα γενετικά/βιολογικά χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα του δέρματος, των οφθαλμών ή των τριχών, το σχήμα του σώματος, του κρανίου, των οφθαλμών ή των αυτιών, την απόσταση των οφθαλμών μεταξύ τους, το μήκος της μύτης, το ύψος κ.λπ., τα οποία, αφού αξιολόγησαν από άποψη αισθητικής, συνέδεσαν με τις πνευματικές και ψυχοδιανοητικές ιδιότητες και τις ηθικές αρετές των ανθρώπων κάθε «φυλής», επικαλούμενοι τις φυσικές επιστήμες (ανθρωπολογία, βιολογία, ανατομία), χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση. Οι Ευρωπαίοι θεωρήθηκαν, φυλετικά και πολιτιστικά, ανώτεροι των υπόλοιπων πληθυσμών, ενώ στοχοποιήθηκαν ευθέως οι Νέγροι, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι, οι οποίοι θεωρήθηκαν από Διαφωτιστές ότι ανήκουν σε «κατώτερο είδος ανθρώπων».
Σελ. 5
Δύο, ακόμη, ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα έμελλε να επηρεάσουν αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση του ρατσισμού: α) η Γαλλική Επανάσταση, με την ανατροπή της απολυταρχίας και τη νίκη της αστικής τάξης, και β) η Βιομηχανική Επανάσταση, με την εδραίωση του καπιταλισμού ως κυρίαρχου οικονομικού συστήματος. Η αστική τάξη, προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία της σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, κατευνάζοντας, παράλληλα, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία παρέμειναν στο ίδιο καθεστώς, χρησιμοποίησε την έννοια της «φυλετικής υπεροχής», με τη συνδρομή των κοινωνικών επιστημών αυτή τη φορά, χρίζοντας άνευ ετέρου ως ανώτερη πνευματικά και πολιτιστικά την λευκή «φυλή» και παρέχοντάς της το δικαίωμα να εξουσιάζει τις άλλες δύο «φυλές», ήτοι την μαύρη και την κίτρινη. Μέσα από τη διεργασία αυτή γεννήθηκε η θεωρία του «βιολογικού/επιστημονικού ρατσισμού».
Παράλληλα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Εβραϊκή «φυλή», καίτοι ανήκε, κατά τα ανωτέρω, στην λευκή «φυλή», άρχισε να αντιμετωπίζεται ως «εχθρός» της «Άριας φυλής», στην οποία ανήκαν οι άνθρωποι που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλική, γαλλική, γερμανική, ισπανική, ελληνική κ.λπ.), θεωρούμενη όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και βιολογικά, πολιτισμικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κατώτερη απ’ αυτήν. Έτσι, άρχισε να αναπτύσσεται μια συστηματική αντίθεση κατά των μελών της Εβραϊκής «φυλής», η οποία εκδηλώθηκε με περιορισμό της έκφρασής τους, διωγμούς, υποχρεωτικές στειρώσεις, πολιτισμική καταστολή και αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη Ναζιστική Γερμανία και τους συνεργάτες της. Στόχο της Ναζιστικής Γερμανίας αποτέλεσαν και οι Ρομά, που ήδη από τον 14ο αιώνα βρίσκοταν αντιμέτωποι με πολλές μορφές διακριτικής μεταχείρισης, εφαρμοζόμενων ακόμη και πολιτικών βίαιης αφομοίωσης, σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, λόγω του νομαδικού τρόπου ζωής τους, της γλώσσας και της οικονομικό-κοινωνικής τους κατάστασης.
Οι φρικαλεότητες, όμως, της ναζιστικής Γερμανίας κατά των Εβραίων, των Ρομά κ.λπ., σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των επιστημών της γενετικής και της φυσικής ανθρωπολογίας, οδήγησαν, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέ-
Σελ. 6
μου, στην εγκατάλειψη της θεωρίας του «βιολογικού/επιστημονικού ρατσισμού», καθώς διασαφηνίστηκε σε επιστημονικό επίπεδο, μέσω πρωτοβουλιών που ανέλαβε η Εκπαιδευτική Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO), ότι οι όποιες ανατομικές/φυσιολογικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές «φυλές» σχετίζονται με την προσαρμογή τους στις περιβαλλοντικές συνθήκες του τόπου καταγωγής/διαμονής τους και, σε καμία περίπτωση, δεν επηρεάζουν την πνευματική τους ανάπτυξη, η οποία καθορίζεται, αντίθετα, από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως π.χ. τις ευκαιρίες για εκπαίδευση/μόρφωση. Περαιτέρω, κατέστη σαφές ότι οι διαφορές στη διανοητική ικανότητα μεταξύ των μελών της ίδιας «φυλής» είναι περισσότερες από τις αντίστοιχες διαφορές μεταξύ μελών διαφορετικών «φυλών».
Εκτός, τέλος, από τα μέλη των διαφορετικών – πλην της λευκής – «φυλών», μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, και οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως κατώτερα όντα σε σύγκριση με τους άνδρες, μη έχουσες ίσα δικαιώματα με αυτούς σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, λ.χ. δικαίωμα ψήφου, ακόμη και στα δικαιώματα στην εκπαίδευση και την επιλογή επαγγέλματος.
1.1.2. Οι σύγχρονες τάσεις του ρατσισμού
Μετά την μεταπολεμική περίοδο, στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αποτελούν είτε τόπο διέλευσης, είτε τόπο προορισμού μεταναστών και προσφύγων, που προέρχονται από χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, από την Μέση Ανατολή, από διάφορες Αφρικανικές χώρες, από το Πακιστάν, το Ιράν ή την Αίγυπτο, αναπτύχθηκαν τρεις νέοι τύποι ρατσισμού: α) ο «πολιτισμικός ρατσισμός», β) ο «ανταγωνιστικός ρατσισμός» και γ) ο «φοβικός ρατσισμός», οι οποίοι συνθέτουν τη θεωρία του «νεορατσισμού» ή «ρατσισμού χωρίς φυλές», όρος που χρησιμοποιείται για να επισημανθεί η μετάβαση από τον «βιολογικό/επιστημονικό ρατσισμό» στους νέους αυτούς τύπους.
Σελ. 7
Ειδικότερα, ο «πολιτισμικός ρατσισμός» θεμελιώνεται στο γεγονός ότι μεταξύ των πολιτών των χωρών υποδοχής και των μεταναστών ή προσφύγων, που διέρχονται από τις χώρες τους ή διαμένουν σ’ αυτές, υφίστανται πολιτισμικές διαφορές, που απαγορεύουν την αφομοίωση ή ενσωμάτωση των τελευταίων στις κοινωνίες των χωρών υποδοχής, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι πολίτες των χωρών υποδοχής ως εθνική ομάδα έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να διατηρήσουν αναλλοίωτη τη διαφορετική τους ταυτότητα και να διεκδικήσουν την ανωτερότητα του δικού τους συστήματος αξιών, πολιτισμού και τρόπου ζωής απέναντι στο αντίστοιχο σύστημα των μεταναστών ή προσφύγων, που συνιστούν μια άλλη εθνική ομάδα. Ενόψει αυτής της παραδοχής, δικαιολογείται, περαιτέρω, κάθε είδους μεροληπτικής μεταχείρισης σε βάρος των μεταναστών και των προσφύγων, μέχρις σημείου αποτροπής της απονομής σ’ αυτούς της ιδιότητας του πολίτη και στέρησης των δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται.
Στο ίδιο μοτίβο αναπτύσσεται και ο «ανταγωνιστικός ρατσισμός», κατά τον οποίο οι μετανάστες ή πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας, ευθυνόμενοι για την αύξηση της ανεργίας και την επιδείνωση των όρων εργασίας των πολιτών της χώρας υποδοχής λόγω της προσφοράς τους να εργαστούν, απεμπολώντας τα εργασιακά και κοινωνικά τους δικαιώματα, ακόμη και σε υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και με χαμηλές αμοιβές. Πράγματι, η πλειοψηφία των ανδρών μεταναστών ή προσφύγων απασχολούνται σε αγροτι-
Σελ. 8
κές ή τεχνικές/οικοδομικές εργασίες και των γυναικών σε οικιακές εργασίες, δεν ασφαλίζονται και, επιπλέον, δεν μεριμνούν για την ένταξη των παιδιών τους στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποδοχής, χωρίς, όμως, αυτό να συνεπάγεται αναγκαίως την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των όρων εργασίας για τους πολίτης της χώρας υποδοχής.
Αναλόγως θεμελιώνεται και ο «φοβικός ρατσισμός», όπου οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως απειλή για την δημόσια ασφάλεια ή/και την δημόσια υγεία, επωμιζόμενοι – κυρίως από τα Μ.Μ.Ε. – την αύξηση της εγκληματικότητας και της παραβατικότητας (π.χ. κλοπές, ληστείες, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, βιασμοί και προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας) ή τη διάδοση μολυσματικών και μεταδοτικών ασθενειών (π.χ. γρίπη, AIDS).
Σε όλους τους παραπάνω τύπους «νεορατσισμού» κεντρική θέση κατέχει η έννοια του «έθνους», που σημαίνει ομάδα ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια «φυλή», κατάγονται από την ίδια γεωγραφική περιοχή, συνδέονται πνευματικά και ψυχολογικά μεταξύ τους με κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινά στοιχεία πολιτισμού και ιδεώδη, κοινό θρήσκευμα, κοινή γλώσσα, και έχουν εθνική συνείδηση, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχουν και κοινή ιθαγένεια. Ωστόσο, ο ρατσισμός διακρίνεται από την θεωρία του «εθνικισμού», η οποία οικοδομείται στη βάση ορισμένων στοιχείων του παρελθόντος ενός λαού, με τα οποία διαπλάθει την συνείδηση του λαού ότι ανήκουν σε ένα «ανώτερο» έναντι των υπόλοιπων έθνος, με σκοπό είτε την απόκτηση της κυριαρχίας σε μία περιοχή που κυριαρχείται από άλλο έθνος, είτε τη διατήρηση της αυτοδιοίκησης ή/και αυτοπροστασίας των συστατικών στοιχείων του έθνους έναντι κάθε άλλου έθνους. Μόνον όταν η εθνικιστική θεωρία επικεντρώνεται σε φυλετικά στοιχεία ή/και δεν αρκείται στην υπερτίμηση των συστατικών στοιχείων ενός συγκεκριμένου έθνους, αλλά συνοδεύεται από την υποτίμηση των αντίστοιχων στοιχείων άλλων εθνών, τα οποία, περαιτέρω, ταξινομεί ως κατώτερα, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα επιβολής του «ανώτερου» έθνους στα άλλα («εθνοκεντρισμός»), οι δύο έννοιες τέμνονται. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο
Σελ. 9
«πατριωτισμός», που συνίσταται στο συναίσθημα της αγάπης, έστω και σε υπερβολικό βαθμό, ενός έθνους, μιας πατρίδας, το οποίο αναπτύσσεται χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης των συστατικών στοιχείων των άλλων εθνών, στα μέλη των οποίων αναγνωρίζεται, αντίθετα, το δικαίωμα να αγαπούν εξίσου έντονα την δική τους πατρίδα.
Εκτός, όμως, από το «νεορατσισμό», ο «βιολογικός/επιστημονικός ρατσισμός» παρέδωσε τη σκυτάλη και σε μια άλλη μορφή ρατσισμού, τον «κοινωνικό ρατσισμό», ο οποίος στρέφεται κατά ατόμων που φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, βάσει των οποίων εντάσσονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, που θεωρούνται «κατώτερες» από τις αντίστοιχες ομάδες, τα μέλη των οποίων δεν φέρουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, κακής οικονομικής κατάστασης ή χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, με διαφορετικές θρησκευτικής, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, για τους Ρομά («αντιτσιγγανισμός») ή για τις γυναίκες («σεξισμός»).
Σε επίπεδο πολιτικής, άμεσα συσχετιζόμενος με τον ρατσισμό είναι ο «ακροδεξιός εξτρεμισμός», ο οποίος θεμελιώνεται στην απόρριψη του συνταγματικού κράτους δικαίου και των θεμελιωδών αξιών του, στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί ή ακόμα και να αθωωθεί ο ναζισμός, στην ενίσχυση του εθνοκεντρισμού και στη χρησιμοποίηση βίας κατά μεταναστών και προσφύγων, αλλόθρησκων και άθρησκων, ομοφυλόφιλων, αριστερών και αναρχικών, κι εν γένει μελών μειονοτήτων, οι οποίοι θεωρούνται «κατώτεροι»άνθρωποι.
Ιδιάζουσα, τέλος, μορφή ρατσισμού συνιστά ο «θεσμικός ρατσισμός», που αναφέρεται στην διακριτική μεταχείριση μιας ομάδας ανθρώπων από τα ίδια τα όργανα του κράτους – νομοθετικά, εκτελεστικά ή δικαστικά – λόγω της ιδιαιτερότητας ή διαφορετικότητας της ομάδας αυτής, η οποία (διακριτική μεταχείριση) προβλέπεται και επιβάλλεται σε επίπεδο ρύθμισης. Ο «θεσμικός ρατσισμός» έχει περιοριστεί, ωστόσο, σημαντικά μέσω των υποχρεώσεων που ανέλαβαν τα κράτη με την προσχώρησή τους σε διεθνείς συμβάσεις, με τις οποίες παρέχεται προστασία των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου και την εξαιτίας αυτής τροποποίησης συνταγματικών και άλλων εσωτερικών νομικών διατάξεών τους,
Σελ. 10
προβλεπομένων ελάχιστων, ειδικά καθορισμένων εξαιρέσεων στο επίπεδο αυτό, όπως π.χ. στην άσκηση εκλογικού δικαιώματος.
1.2. Εννοιολογική προσέγγιση του ρατσισμού
Ετυμολογικά η λέξη «ρατσισμός» συντίθεται από το ουσιαστικό «ράτσα» και το παραγωγικό επίθημα –ισμός. Η λέξη «ράτσα», που σημαίνει «φυλή», προέρχεται από την ιταλική λέξη «razza», η οποία έλκει την καταγωγή της πιθανόν από την αραβική λέξη «rä’s», που σημαίνει «προέλευση, αρχή», ενώ το παραγωγικό επίθημα –ισμός χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό ουσιαστικών που, μεταξύ άλλων, δηλώνουν σύστημα ιδεών σχετικών µε κάτι (π.χ. θρησκεία, πολιτική, φιλοσοφία, επιστήμη) και αποτελεί μεταφορά ξένων όρων σε –ism (στην αγγλική γλώσσα), –ismus (στην γερμανική γλώσσα) κ.λπ., που σχετίζονται με την ονομασία θεωριών, θρησκειών, φιλοσοφικών ή πολιτικών απόψεων.
Περαιτέρω, η λέξη «φυλή», η οποία ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «φύω», σημαίνει σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενετικά χαρακτηριστικά, εξ ου και ο ρατσισμός αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα και με τη λέξη «φυλετισμός». Η έννοια, όμως, της «φυλής», όπως διαμορφώθηκε ιστορικά, εμπεριέχει δύο διαφορετικές διαστάσεις: α) αυτή της απλής ταξινόμησης των ανθρώπων σε ομάδες με βάση τα κοινά φαινοτυπικά γνωρίσματα κληρονομικού χαρακτήρα και β) αυτή της αξιολόγησης των γνωρισμάτων αυτών και ιεράρχησης των ομάδων αυτών σε «ανώτερες» και «κατώτερες», η οποία δεν γίνεται αποδεκτή – ορθώς – από την επιστημονική κοινότητα.
Παρά το γεγονός ότι ο ρατσισμός ως κοινωνικό φαινόμενο έχει αποτελέσει ερευνητικό αντικείμενο των κοινωνιολογικών επιστημών και, παράλληλα, οι εκδηλώσεις/εκφάνσεις του έχουν αποτελέσει αντικείμενο ρύθμισης του δικαίου, δεν έχει υπάρξει μέχρι και σήμερα ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του. Στην προσπάθειά μας να ορίσουμε την έννοια του ρατσισμού, θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα σύστημα ιδεών και πρακτικών, το οποίο οικοδομείται στο έδαφος μιας ιεραρχικά αξιολογούμενης ταξινόμησης των ανθρώπων σε κοινωνικές ομάδες, αφενός από αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα μέλη των κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται «κατώτερες» (ρατσιστική ιδεολογία), αφετέρου δε, από συμπεριφορές, ακόμη κι από θεσμοθετημένα μέτρα, εις βάρος των μελών αυτών των κοινωνικών ομάδων
Σελ. 11
(ρατσιστικές εκδηλώσεις/εκφάνσεις), και μεταλλάσσεται ανάλογα με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε εποχής.
1.2.1. Η ρατσιστική ιδεολογία
Η ιδεολογία του ρατσισμού εκκινεί, όπως προαναφέρθηκε, από την ταξινόμηση των ανθρώπων σε κοινωνικές ομάδες, οι οποίες προσδιορίζονται στη βάση κοινών χαρακτηριστικών των μελών που τις απαρτίζουν (π.χ. χρώμα δέρματος ή μαλλιών, μορφωτικό επίπεδο ή επάγγελμα, οικογενειακή ή οικονομική κατάσταση, θρησκευτικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις κ.λπ.). Τα χαρακτηριστικά αυτά, εν συνεχεία, αξιολογούνται είτε θετικά, είτε αρνητικά, με αποτέλεσμα την ιεράρχηση των κοινωνικών αυτών ομάδων σε «ανώτερες» και «κατώτερες». Κάθε άτομο δε, ανάλογα με την ένταξή του σε μια ή περισσότερες κοινωνικές ομάδες, αποκτά μια κοινωνική ταυτότητα, η οποία τον συνοδεύει στις κοινωνικές του σχέσεις, υποδαυλίζοντας την ατομικότητά του και επηρεάζοντας τον τρόπο της σύνδεσής του με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Η κοινωνική, όμως, αυτή ταυτότητα κουβαλάει μαζί της στερεότυπα και προκαταλήψεις, που αφορούν σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
Ειδικότερα, στερεότυπο είναι η σταθερά θετική ή αρνητική εικόνα που έχει σχηματιστεί για όλα ανεξαιρέτως τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, της οποίας αποτελούν μέλη και αυτά, και μη μέλη της δικής τους ομάδας. Ειδικότερα, σε όλα τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας αποδίδονται μια ή περισσότερες ιδιότητες, οι οποίες συναρτώνται με το χαρακτηριστικό που προσδιορίζει την ομάδα και είναι θετικές ή αρνητικές, ανάλογα με την προηγηθείσα αξιολόγηση του χαρακτηριστικού αυτού. Η απόδοση, όμως, αυτή είναι γενικευμένη και ατεκμηρίωτη, παρ’ ότι προβάλλεται – όχι προσχηματικά – ως εμπειρικά επιβεβαιωμένη και τεκμηριωμένη από τα μη μέλη της ομάδας, χαρακτηρίζεται δε, από το στοιχείο της υπερβολής, δεδομένου, μάλιστα, ότι τις αποδιδόμενες ιδιότητες υποτίθεται ότι έχει κάθε μέλος της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό δεν εμποδίζει, ωστόσο,
Σελ. 12
την ιεραρχική αξιολόγηση των μελών κάθε ομάδας και επί τη βάσει ομοειδών στερεοτύπων, είτε μονοδιάστατων, είτε πολυδιάστατων.
Ως προκατάληψη, από την άλλη πλευρά, νοείται η γενικευμένη στάση, η προδιάθεση, η ετοιμότητα για δράση έναντι κάθε μέλους μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, η οποία είναι σταθερά είτε θετική, είτε αρνητική, ανάλογα είτε με την ιεραρχική, αξιολόγηση των χαρακτηριστικών, βάσει των οποίων κατατάσσονται οι άνθρωποι σε κοινωνικές ομάδες, είτε με την ιεραρχική αξιολόγηση που έχει προηγηθεί επί τη βάσει ομοειδών, θετικών και αρνητικών, στερεοτύπων. Εκτός από την κοινωνική κατηγοριοποίηση και τα στερεότυπα, στην δημιουργία προκαταλήψεων παίζουν ρόλο και οι συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ δύο κοινωνικών ομάδων και η ανάγκη ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης των μελών εκάστης ομάδας έναντι της άλλης.
Η διαφορά ανάμεσα στο στερεότυπο και την προκατάληψη είναι ότι με την τελευταία εκφράζεται η ετοιμότητα του μη μέλους μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας να δείξει μια αρνητική ή θετική στάση απέναντι σε οποιοδήποτε μέλος αυτής της ομάδας, ενώ το στερεότυπο έχει περισσότερο το χαρακτήρα απεικόνισης του μέλους της άλλης ομάδας από τη σκοπιά του μη μέλους αυτής. Άλλωστε, ο σχηματισμός ενός στερεοτύπου προηγείται της γένεσης μιας προκατάληψης και αποτελεί την κύρια πηγή δημιουργίας της.
Η ρατσιστική ιδεολογία, όπως είναι προφανές, συναπαρτίζεται από τα αρνητικά στερεότυπα και τις αρνητικές προκαταλήψεις για τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, ωστόσο, ούτε ο σχηματισμός, ούτε η διάδοση της ρατσιστικής ιδεολογίας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης του ποινικού δικαίου. Ενδεχόμενη δε, ποινικοποίησή τους θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της» και στην οποία κατοχυρώνεται η θεμελιώδης αρχή της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου «nullum crimen, nulla poena sine lege» (κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο). Ειδικότερα, από τη συνταγματική διατύπωση της αρχής αυτής συνάγεται κατ’ αντιδιαστολή ότι δεν μπορεί να ποινικοποιηθούν οι σκέψεις, το φρόνημα, οι ψυχικές διαθέσεις, η ιδεολογία ή η ηθική των υποκειμένων του δικαίου, αλλά για την ύπαρξη εγκλήματος και πολύ περισσότερο για την
Σελ. 13
επιβολή ποινικής τιμωρίας απαιτείται η τέλεση πράξης, δηλ. ανθρώπινη εξωτερική συμπεριφορά προς τρίτο.
Αντίθετα, ο ποινικός νομοθέτης ενδιαφέρεται για τις ρατσιστικές εκδηλώσεις/εκφάνσεις, διαμορφώνοντας έτσι τα αντίστοιχα εγκλήματα, που τυποποιούνται στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα και σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους (Ν 927/1979, Ν 4443/2016). Πρόκειται για την ποινικοποίηση του δημόσια εκφερόμενου ρατσιστικού λόγου ή ρητορικής του μίσους, της ρατσιστικής διάκρισης και του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή ρατσιστικού εγκλήματος ή εγκλήματος μίσους.
1.2.2. Οι εκδηλώσεις/εκφάνσεις του ρατσισμού
1.2.2.1. Ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος ή ρητορική του μίσους
Ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος ή ρητορική του μίσους συνιστά την πρώτη εκδήλωση/έκφανση του ρατσισμού, που εμπίπτει στη σφαίρα των ποινικών αδικημάτων και η καταπολέμησή της αποτελεί μέχρι και σήμερα κυρίαρχη προτεραιότητα διεθνών και ευρωπαϊκών φορέων και οργάνων, μεταξύ των οποίων η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε Συστάσεις της οποίας περιέχονται ορισμοί των εννοιών «γλώσσα της εμπάθειας» και «ρητορική του μίσους».
Ειδικότερα, στην Σύσταση No. R (97) 20 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 30-10-1997 προς τα κράτη μέλη για την γλώσσα της εμπάθειας («hate speech»), ως τέτοια ορίζεται κάθε μορφή έκφρασης που συμβάλλει στη διάδοση, την προτροπή, την προαγωγή ή τη δικαιολόγηση του φυλετικού μίσους, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού ή άλλων μορφών βίας και μίσους που βασί-
Σελ. 14
ζονται στη μισαλλοδοξία, περιλαμβανομένης της μισαλλοδοξίας που εκφράζεται μέσα από τον επιθετικό εθνικισμό και τον εθνοκεντρισμό, τη διάκριση και το μίσος κατά μειονοτήτων και μεταναστών, και τονίζεται ότι έχει πιο καταστροφικές επιπτώσεις, όταν διαδίδεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά και στη Σύσταση CM/Rec(2022)16 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 20-5-2022 προς τα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους, η έννοια του όρου «ρητορική του μίσους» αποσαφηνίζεται, περιλαμβάνοντας κάθε τύπο έκφρασης που υποκινεί, προωθεί, διαδίδει ή δικαιολογεί βία, μίσος ή διακρίσεις εναντίον ενός ατόμου ή ομάδας προσώπων ή που τα δυσφημεί λόγω των πραγματικών ή αποδιδόμενων προσωπικών χαρακτηριστικών ή καταστάσεων, όπως «φυλή», χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα, εθνική ή εθνοτική καταγωγή, ηλικία, αναπηρία, φύλο, ταυτότητα φύλου και σεξουαλικό προσανατολισμό. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια Σύσταση, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν και να ορίζουν σαφώς στο εθνικό τους ποινικό δίκαιο ποιες εκφράσεις ρητορικής μίσους υπόκεινται σε ποινική ευθύνη, όπως: α) δημόσια υποκίνηση για διάπραξη γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, β) δημόσια υποκίνηση μίσους, βίας ή διακρίσεων, γ) ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές και ΛΟΑΤΚΙ-φοβικές απειλές, δ) ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές και ΛΟΑΤΚΙ-φοβικές δημόσιες προσβολές υπό συνθήκες όπως αυτές που ορίζονται ειδικά για τις διαδικτυακές προσβολές στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικού και ξενοφοβικού χαρακτήρα που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών, ε) δημόσια άρνηση, ευτελισμός και δικαιολόγηση της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή των εγκλημάτων πολέμου, στ) σκόπιμη διάδοση υλικού που περιέχει τέτοιες εκφράσεις ρητορικής μίσους (περιπτώσεις α-ε) συμπεριλαμβανομένων ιδεών που βασίζονται στη φυλετική ανωτερότητα ή το μίσος.
Σελ. 15
Οι δύο παραπάνω ορισμοί, καίτοι αναφέρονται ουσιαστικά στο ίδιο φαινόμενο, διαφέρουν μεταξύ τους, με τον παλαιότερο ορισμό να είναι πολύ ευρύτερος του δεύτερου και ασαφής, δεδομένου ότι στην έννοια της «ρητορικής του μίσους» συμπεριλαμβάνει και τη διάδοση ρατσιστικών ιδεών που δεν περιέχουν υποκίνηση σε διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ενώ ελλείπει οιαδήποτε αναφορά στο στοιχείο της δημοσιότητας του εκφερόμενου ρατσιστικού λόγου. Αντίθετα, ο δεύτερος ορισμός είναι στενότερος και πιο σαφής, ιδίως με την απαρίθμηση των εκφράσεων ρητορικής του μίσους που υποχρεώνονται τα κράτη-μέλη να ποινικοποιήσουν.
Είχε προηγηθεί σχετικός ορισμός και στην Έκθεση του Ο.Η.Ε. για τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης κατά της ρητορικής του μίσους, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2019, όπου ως τέτοια ορίζεται κάθε είδους επικοινωνία, με λόγο, γραφή ή συμπεριφορά, που επιτίθεται ή χρησιμοποιεί υποτιμητική ή μεροληπτική γλώσσα σε σχέση με ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων με βάση το ποιοι είναι, ήτοι με βάση τη θρησκεία, την εθνικότητα τους, την φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, το φύλο ή άλλο παράγοντα ταυτότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, στην έννοια της ρητορικής του μίσους εμπίπτει, κατά την αμερικανική προσέγγιση, και η ομιλία που δυσφημεί, παρενοχλεί ή εκφοβίζει, δηλ. περιπτώσεις δυσφήμησης, εξύβρισης και απειλής, όταν στρέφεται κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου χαρακτηριστικού τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η υιοθέτηση απλώς ακραίας φρασεολογίας ή ο περιορισμός της έκφρασης σε χώρους που δεν προορίζονται εξ ορισμού για δημόσια ομιλία ή η υποκειμενική θεώρηση μιας έκφρασης ως υβριστικής ή απειλητικής, δεν μπορεί να ενταχθεί στις περιπτώσεις απαγορευμένου λόγου. Έτσι, δεν συνιστά απογορευμένο λόγο η κριτική λ.χ. στους πιστούς μιας συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά μόνον η χρησιμοποίηση αντικειμενικά υβριστικών εκφράσεων, η υποκίνηση σε διακρίσεις, η κατασυκοφάντηση ή η άρνηση της ιδιότητάς τους ως ανθρώπων των προσώπων που ανήκουν σε μια ομάδα που προσδιορίζεται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ώστε να προστατεύονται τα πρόσωπα αυτά από τη γελοιοποίηση, την εχθρότητα, τις διακρίσεις ή τη βία εναντίον τους.
Σελ. 16
Ανάλογος ορισμός, όμως, περιέχεται και στην Σύσταση Γενικής Πολιτικής με αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας, η οποία συνιστά στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να τυποποιήσουν ως αξιόποινες τις προφορικές, γραπτές, οπτικοακουστικές εκφράσεις και άλλες μορφές έκφρασης, περιλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, οι οποίες παρακινούν σε μίσος, διακρίσεις ή βία εναντίον φυλετικών, εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων ή εναντίον των μελών τους, λόγω του ότι ανήκουν σε μια τέτοια ομάδα, καθώς και την παραγωγή, τη διανομή και την αποθήκευση για διανομή του υλικού με αυτό το περιεχόμενο. Και στην Σύσταση Γενικής Πολιτικής με αριθ. 15 της ECRI σχετικά με την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους, που υιοθετήθηκε στις 8-12-2015, στην έννοια της «ρητορικής του μίσους» περιλαμβάνεται κάθε συνηγορία, προώθηση ή υποκίνηση, με οποιαδήποτε μορφή, μίσους ή δυσφήμησης, και κάθε προσβολή, δημιουργία αρνητικού στερεοτύπου, στιγματισμός ή απειλή, κατά ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής, της εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης ή καταγωγής, της ηλικίας, της αναπηρίας, της γλώσσας, της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, του φύλου ή της ταυτότητας φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλων προσωπικών χαρακτηριστικών ή καταστάσεών τους.
Από τους πιο πάνω ορισμούς, λοιπόν, προκύπτει ότι η ρητορική του μίσους καταλαμβάνει κάθε είδους και μορφής δημόσιας έκφρασης με περιεχόμενο υποκινητικό σε πράξεις βίας, μίσους ή διακρίσεων κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ή απειλητικό ή προσβλητικό (εξυβριστικό ή δυσφημιστικό), ενώ ιδιάζουσα μορφή ρητορικής του μίσους συνιστά ο λεγόμενος «ιστορικός αναθεωρητισμός-αρνητισμός», που συνίσταται στην αμφισβήτηση, την άρνηση, την διαφορετική αξιολόγηση, τον ευτελισμό ή ακόμη την δικαιολόγηση ιστορικών γεγονότων που αφορούν σε εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας και κυρίως στο Ολοκαύτωμα και τα ναζιστικά εγκλήματα κατά των Εβραίων.
Σελ. 17
Παρ’ ότι συγκριτικά με τις υπόλοιπες εκδηλώσεις/εκφάνσεις του ρατσισμού, ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος φαίνεται να έχει τις λιγότερο άμεσες συνέπειες στο πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων, που στοχοποιεί ο δράστης, η τιμώρησή του κρίνεται αναγκαία, καθώς συμβάλλει στην αναπαραγωγή και διάδοση ρατσιστικών ιδεών, αλλά κυρίως στην διαμόρφωση κλίματος για την τέλεση πράξεων διακρίσεων, μίσους ή βίας κατά των στοχοποιούμενων προσώπων ή ομάδων προσώπων, προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την τιμή τους (υπό τις μορφές της εξύβρισης και της δυσφήμισης), ενώ τους προκαλεί και αισθήματα ανασφάλειας και φόβου (υπό τη μορφή της απειλής), τα οποία με τη σειρά τους, τους οδηγούν σε σιωπηρή παραίτηση από την την διεκδίκση, την άσκηση ή την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους.
Στην εσωτερική έννομη τάξη, εκφράσεις ρητορικής του μίσους τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο Ν 927/1979, ως ισχύει, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 184 παρ. 2 του νέου ΠΚ.
1.2.2.2. Η ρατσιστική διάκριση
Η δεύτερη εκδήλωση/έκφανση του ρατσισμού που εμπίπτει στη σφαίρα των ποινικών αδικημάτων, είναι η ρατσιστική διάκριση, στην τέλεση της οποίας μπορεί να υποκινεί ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος. Η ρατσιστική διάκριση αποτελεί την ουσιαστική αποπεράτωση της αρνητικής προκατάληψης απέναντι σε μια ομάδα προσώπων που προσδιορίζεται με βάση ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, συμπληρώνοντας το τρίπτυχο: στερεότυπο-προκατάληψη-διάκριση.
Ορισμό της έννοιας της «ρατσιστικής διάκρισης» συναντούμε στην Διεθνή Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, που υιοθετήθηκε από τη Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. με την A/RES/2106(ΧΧ) απόφασή της στις 21-12-1965 στη Νέα Υόρκη, τέθηκε σε ισχύ στις 4-1-1969 και από την χώρα μας κυρώθηκε με το
Σελ. 18
Ν.Δ. 494/1970. Στο άρθρο 1 παρ. 1 της Σύμβασης, ως φυλετική διάκριση ορίζεται οποιαδήποτε διάκριση, εξαίρεση, παρεμπόδιση ή προτίμηση που βασίζεται στα χαρακτηριστικά της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής προέλευσης και έχει ως σκοπό/αποτέλεσμα είτε την διακινδύνευση, είτε, ακόμη, την εκμηδένιση της αναγνώρισης, απόλαυσης ή άσκησης, υπό όρους ισότητας, των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου σε οποιονδήποτε τομέα του δημοσίου βίου, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό/μορφωτικό κ.λπ. Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τον ορισμό αυτό, το θύμα της ρατσιστικής διάκρισης στερείται ή κινδυνεύει να στερηθεί δικαιώματα κι ελευθερίες, που το Σύνταγμα κι ο νόμος επιφυλάσσουν για όλους ανεξαιρέτως.
Περαιτέρω, στη Σύσταση Γενικής Πολιτικής No. 7 της ECRI περί εθνικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων, οι φυλετικές διακρίσεις διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Ειδικότερα: α) με τον όρο «άμεση φυλετική διάκριση» νοείται κάθε διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε λόγους όπως η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η ιθαγένεια ή η εθνική ή εθνοτική καταγωγή και η δικαιολόγησή της δεν είναι αντικειμενική και λογική, δηλ. είτε ο στόχος της μεταχείρισης αυτής είτε είναι αθέμιτος, είτε παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ σκοπού και μέσου, και β) με τον όρο «έμμεση φυλετική διάκριση» υπάρχει σε κάθε περίπτωση όπου ένας φαινομενικά ουδέτερος παράγοντας (π.χ. διάταξη νόμου, κριτήριο ή πρακτική) είτε δεν μπορεί να τηρηθεί εύκολα από τα μέλη μιας ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, την γλώσσα, την θρησκεία, την ιθαγένεια ή την εθνική ή την εθνοτική καταγωγή, είτε θέτει σε μειονεκτική θέση τα μέλης της οποίας αυτής, και δεν δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά, κατά τα προαναφερόμενα. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια Σύσταση, στην έννοια των «διακρίσεων» περιλαμβάνονται και ο διαχωρισμός, η εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης δια συσχετισμού, η αναγγελθείσα πρόθεση εφαρμογής διακριτικής μεταχείρισης, η εντολή, η προτροπή ή η συνδρομή σε τρίτο πρόσωπο για εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης. Πρόκειται δηλ., σε επίπεδο ποινικού δικαίου, για μορφές ηθικής αυτουργίας και συνέργειας σε ρατσιστική διάκριση. Μια, ακόμη, περίπτωση διάκρισης είναι η λεγόμενη «πολλαπλή διάκριση», δηλ. όταν το άτομο βιώνει διάφορες μορφές διάκρισης εξαιτίας περισ-
Σελ. 19
σότερων του ενός χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του, με βάση τα όποια προσδιορίζεται και ιεραρχείται μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Όσον αφορά δε, στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης των διακρίσεων, κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω Σύσταση, η απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης θα πρέπει να ισχύει για όλες τις δημόσιες αρχές και για όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, και σε όλα τα πεδία δραστηριότητας του δημοσίου βίου, όπως στην απασχόληση, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την στέγαση, την υγεία κι εν γένεια την κοινωνική προστασία, τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προορίζονται για το κοινό και τους κοινόχρηστους χώρους, την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, τις δημόσιες υπηρεσίες κ.ά. Σε επίπεδο, ωστόσο, ποινικού δικαίου, δράστης ρατσιστικής διάκρισης μπορεί να είναι μόνον φυσικό πρόσωπο, όπως π.χ. δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, εργοδότης κ.λπ.
Περαιτέρω, η ρατσιστική διάκριση εντάσσεται στην ειδικότερη κατηγορία των αρνητικών διακρίσεων, δηλ. αυτών που σημαίνουν αδικαιολόγητη και μη αντικειμενική δυσμενή μεταχείριση ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων για οποιονδήποτε λόγο, στην περίπτωση δε, της ρατσιστικής διάκρισης λόγω του χαρακτηριστικού βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων που υφίσταται τη διάκριση. Εκτός από αυτή, υπάρχει και η κατηγορία των θετικών διακρίσεων, αυτών δηλ., που σημαίνουν αδικαιολόγητη και μη αντικειμενική ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων για κάποιον λόγο, ωστόσο, βρίσκονται εκτός ρυθμιστικού πεδίου του ποινικού νομοθέτη, καίτοι εξίσου άδικες με τις αρνητικές διακρίσεις. Από την τελευταία κατηγορία πρέπει να διακρίνουμε τα θετικά μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη-μέλη για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ομάδων προσώπων που προσδιορίζονται με ομοειδή χαρακτηριστικά και την άρση ή έστω άμβλυνση των υφιστάμενων ανισοτήτων.
Στην ελληνική έννομη τάξη, ο αξιόποινος χαρακτήρας της ρατσιστικής διάκρισης προβλέπεται σήμερα στη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 4443/2016.
1.2.2.3. Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή ρατσιστικό έγκλημα ή έγκλημα μίσους
Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ή ρατσιστικό έγκλημα ή έγκλημα μίσους («hate crime») συνιστά την τελευταία ποινικά κολάσιμη εκδήλωση/έκφανση του ρατσισμού, στην τέλεση της οποίας ενδέχεται, επίσης, να προτρέπουν εκφράσεις ρητορικής του μίσους. Πρόκειται ίσως για την πιο επικίνδυνη πρακτική του ρατσισμού συγκριτικά με τον δημόσια εκφερόμενο ρατσιστικό λόγο και την ρατσιστική διάκριση, καθώς η τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος έχει ως άμεση συνέπεια την προσβολή
Σελ. 20
εννόμων αγαθών προσώπων που προσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ζωή, σωματική ακεραιτότητα, τιμή, ιδιοκτησία κ.λπ..
Ως «έγκλημα μίσους» ορίζεται κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται είτε από έχθρα, είτε από προκατάληψη έναντι ενός προσώπου που φέρει ή εικάζεται ότι φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή μιας ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μέλος της οποίας είναι ή εικάζεται ότι είναι ο επιλεγόμενο θύμα. Στην πρώτη περίπτωση ο δράστης θα πρέπει να διακατέχεται από συναισθήματα εχθρότητας – όχι αναγκαίως από μίσος – έναντι του θύματος (υποκειμενικό στοιχείο), ενώ στην δεύτερη περίπτωση η επιλογή του θύματος σχετίζεται με μια σταθερά αρνητική στάση/προδιάθεση για δυσμενή μεταχείριση του δράστη έναντι της ομάδας, στην οποία ανήκει ή εικάζεται ότι ανήκει το θύμα (αντικειμενικό στοιχείο).