ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Έννοιες & Θεσμοί του Γενικού Μέρους
- Εκδοση: 4η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 648
- ISBN: 978-618-08-0349-5
Αποτελεί μια ευσύνοπτη και τεκμηριωμένη παρουσίαση του Γενικού Μέρους του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, η θεωρητική ανάλυση του οποίου συνδυάζεται και με πολλά πρακτικά παραδείγματα, τα οποία βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου.
Η μέθοδος επεξεργασίας της ύλης του βιβλίου στηρίζεται στην αρίθμηση όλων των παραγράφων του, με αριθμούς περιθωρίου αλλά και στον συσχετισμό των αριθμών αυτών μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται ευχερέστερη η μελέτη του βιβλίου, αφού συνδέονται τα συζητούμενα θέματα μεταξύ τους, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει άμεση και γρήγορη πρόσβαση σε προηγούμενες ή μεταγενέστερες έννοιες.
Η έκδοση συμπληρώνεται με αλφαβητικό ευρετήριο. Πρόκειται για ένα εύχρηστο θεωρητικό και πρακτικό βοήθημα για δικηγόρους, δικαστές και σπουδαστές του ποινικού δικαίου.
Πρόλογος IX
Βασική βιβλιογραφία του Γενικού Μέρους XXXIII
Ερμηνευτικά έργα του Ποινικού Κώδικα & Συλλεκτικά
βοηθήματα νομολογίας XXXV
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το ποινικό φαινόμενο ως αντικείμενο έρευνας του Ποινικού Δικαίου
και οι κανόνες που ρυθμίζουν την εφαρμογή του
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄
Το Ποινικό Δίκαιο και οι κανόνες του
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ποινικό Δίκαιο, Ποινικές Επιστήμες και Σχολές του Ποινικού Δικαίου
Ι. Το Ποινικό Δίκαιο - Έννοια και διακρίσεις αυτού 3
1. Η βασική διάκριση του Ποινικού Δικαίου σε Ουσιαστικό και Δικονομικό
Ποινικό Δίκαιο 4
Α. Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο 4
α) Το Γενικό Ποινικό Δίκαιο 4
β) Το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο 5
γ) Το Δίκαιο των Ειδικών Ποινικών Νόμων 6
δ) Το Κοινό Ποινικό Δίκαιο 6
ε) Το Ιδιαίτερο Ποινικό Δίκαιο 6
Β. Το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ή Ποινική Δικονομία 7
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως του Ουσιαστικού
από το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο 7
α) Στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως λόγου αναιρέσεως
της αποφάσεως 7
β) Στην εφαρμογή της αρχής «κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο»
(«nullum crimen, nulla poena sine lege») 8
γ) Στο είδος της εκδιδομένης αποφάσεως 8
2. Άλλες περαιτέρω διακρίσεις του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου 9
Α. Το Αστυνομικό Δίκαιο ή Αστυνομική 9
Β. Το Δίκαιο Εκτέλεσης των Ποινών 9
Γ. Το Σωφρονιστικό Δίκαιο ή Σωφρονιστική 9
ΙΙ. Οι ποινικές, εγκληματολογικές και βοηθητικές επιστήμες 9
1. Οι ποινικές επιστήμες 9
2. Οι εγκληματολογικές επιστήμες 10
3. Βοηθητικές επιστήμες 11
ΙΙΙ. Οι ιδιορρυθμίες του Ποινικού Δικαίου 11
1. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Ποινικού Δικαίου 12
2. Η φύση των κυρώσεων του Ποινικού Δικαίου 13
3. Η επικινδυνότητα του μηχανισμού καταστολής 13
4. Η στιγματική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου 14
5. Η λειτουργία της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων
και των ποινών («κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο») 16
6. Η περιοριστική ερμηνεία των κυρωτικών ποινικών κανόνων 16
IV. Σχέση ανάμεσα στο ποινικό, στο αστικό και στο πειθαρχικό αδίκημα 16
V. Αποστολή ή κοινωνική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου 19
1. Η προστατευτική των εννόμων αγαθών λειτουργία
του Ποινικού Δικαίου 19
2. Η εγγυητική ή εξασφαλιστική του ατόμου λειτουργία
του Ποινικού Δικαίου 22
VΙ. Οι «Σχολές» του Ποινικού Δικαίου 23
1. Η «κλασική σχολή» 24
2. Η «ανθρωπολογική θετική σχολή» 24
3. «Η κοινωνιολογική θετική σχολή» 25
4. Η «σχολή της ανθρωπιστικής κοινωνικής άμυνας» 26
5. Η «σχολή της κοινωνικής άμυνας» 26
VII. Η ιστορική εξέλιξη του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οι κανόνες του Ποινικού Δικαίου
Ι. Είδη και διακρίσεις των κανόνων του Ποινικού Δικαίου 31
1. Οι πρωτεύοντες ή πρωταρχικοί ποινικοί κανόνες 32
Α. Αξιολογικοί κανόνες 32
Β. Προστακτικοί κανόνες 32
2. Οι δευτερεύοντες ή κυρωτικοί ποινικοί κανόνες 34
3. Οι γενικοί ρυθμιστικοί ποινικοί κανόνες 35
ΙΙ. Περιεχόμενο των δευτερευόντων ή κυρωτικών ποινικών κανόνων 36
1. Το περιγραφικό τμήμα του δευτερεύοντος ποινικού κανόνα 36
Α. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 37
α) Το ενεργητικό υποκείμενο ή δράστη του εγκλήματος 37
β) Το (υλικό ή ιδεατό) αντικείμενο της προσβολής 37
γ) Την πράξη της προσβολής 38
δ) Τις συνθήκες τέλεσης (τρόπο, χρόνο, τόπο) του εγκλήματος 39
ε) Τα αξιολογικά στοιχεία 39
στ) Το αποτέλεσμα της πράξης με τη σχετική αιτιώδη συνάφεια
(στα εγκλήματα αποτελέσματος) 40
ζ) Η αντικειμενική προσφορότητα της πράξης προς επίτευξη
του επιδιωκόμενου σκοπού (σε ορισμένα εγκλήματα) 41
η) Η υλική αντιστοιχία μεταξύ ζημίας και οφέλους (στα σχετικά εγκλήματα) 41
Β. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 41
Γ. Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου 42
2. Το κυρωτικό τμήμα 45
ΙΙΙ. Η ιδιαιτερότητα των «λευκών ποινικών νόμων» και η διάκρισή τους
από τους λεγομένους «χωλούς ποινικούς νόμους» 47
IV. Η ερμηνεία των κανόνων του Ποινικού Δικαίου 50
1. Η γραμματική ερμηνεία 51
2. Η λογική - συστηματική ερμηνεία 51
Α. Η συσταλτική και διασταλτική ερμηνεία 52
Β. Η αναλογική ερμηνεία ή εφαρμογή 53
3. Η τελεολογική ερμηνεία 54
4. Η αυθεντική ερμηνεία - Έννοια των όρων του Ποινικού Κώδικα (άρ. 13 ΠΚ) 55
Α. Η έννοια του υπαλλήλου 56
Β. Η έννοια του οικείου 56
Γ. Η έννοια του εγγράφου 56
Δ. Η (διευρυμένη) έννοια της σωματικής βίας 57
Ε. Η έννοια του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος 57
ΣΤ. Η έννοια του πληροφοριακού συστήματος 58
Ζ. Η έννοια των ψηφιακών δεδομένων 58
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄
Το «ποινικό φαινόμενο» και η τυποποίησή του
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Έννοια, χαρακτηριστικά γνωρίσματα και στοιχεία
του «ποινικού φαινομένου»
Ι. Η βασική έννοια του «ποινικού φαινομένου» 59
ΙΙ. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «ποινικού φαινομένου» 60
1. Η παθογένεια του ποινικού φαινομένου 61
2. Η θεραπευσιμότητα του ποινικού φαινομένου 61
3. Η σχετικότητα του ποινικού φαινομένου 62
ΙΙΙ. Το «ποινικό φαινόμενο» στη νομική του μορφή και τα στοιχεία,
που το συνθέτουν 62
1. Το έννομο αγαθό 62
2. Το έγκλημα 66
3. Η ποινή 66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η τυποποίηση του «ποινικού φαινομένου»
και η συνταγματική της κατοχύρωση
Ι. Έννοια και σημασία της τυποποίησης του «ποινικού φαινομένου» 68
1. Έννοια της τυποποίησης 68
2. Σημασία της τυποποίησης 69
ΙΙ. Η συνταγματική κατοχύρωση της τυποποίησης
του «ποινικού φαινομένου» 69
ΙΙΙ. Η αρχή «κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο («nullum crimen,
nulla poena sine lege») και οι μερικότερες αρχές, που απορρέουν
από αυτήν 71
1. «Καμία ποινή…χωρίς νόμο» («nulla poena…sine lege») 72
2. «Καμία ποινή…χωρίς γραπτό νόμο» («poena…sine lege scripta») 73
3. «Καμία ποινή…χωρίς προηγούμενο νόμο»
(«nulla poena…sine praevia lege») 74
4. «Καμία ποινή…χωρίς αυστηρό νόμο» («nulla poena…sine lege stricta») 75
5. «Καμία ποινή…χωρίς ορισμένο νόμο» («nulla poena…sine lege certa») 76
IV. Πρακτικά θέματα 77
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Γ΄
Η εφαρμογή του ποινικού νόμου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τόπος και χρόνος τελέσεως του εγκλήματος
Ι. Ο τόπος τελέσεως του εγκλήματος (άρ. 16 ΠΚ)
και η σημασία της γνώσεώς του 82
1. Προσδιορισμός του τόπου τελέσεως 82
Α. Η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη ως τόπος τέλεσης 83
Β. Το αποτέλεσμα της πράξης ως τόπος τέλεσης 83
Γ. Η σχεδιαζόμενη επέλευση του αποτελέσματος ως τόπος τέλεσης 83
2. Σημασία του προσδιορισμού του τόπου τελέσεως 90
ΙΙ. Ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος (άρ. 17 ΠΚ)
και η σημασία της γνώσεώς του 91
1. Προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως 91
2. Σημασία του προσδιορισμού του χρόνου τελέσεως 94
ΙΙΙ. Πρακτικά θέματα 95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων
Ι. Η υποχρεωτική αναδρομική ισχύς του ευμενέστερου ποινικού νόμου
(άρ. 2 ΠΚ) 106
1. Χρονικά πλαίσια επιλογής του ευμενέστερου νόμου 107
2. Ποιός νόμος θεωρείται ευμενέστερος κατ’ άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ 109
3. Πότε χαρακτηρίζεται η πράξη ως μη αξιόποινη κατ’ άρ. 2 παρ. 2 ΠΚ 115
4. Ευμενέστερος νόμος μετά την αμετάκλητη καταδίκη του δράστη 116
ΙΙ. Το πρόβλημα των προσωρινής ισχύος ποινικών νόμων (άρ. 3 ΠΚ) 117
ΙΙΙ. Πρακτικά θέματα 118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων
Ι. Εγκλήματα με στοιχείο αλλοδαπότητας - Διατοπικό ή Ποινικό
Διεθνές Δίκαιο 128
1. Οι αρχές που διέπουν την λειτουργία του Ποινικού Διεθνούς Δικαίου 129
Α. Η αρχή της εδαφικότητας (άρ. 5 ΠΚ) 129
Β. Η αρχή της ενεργητικής υπηκοότητας (άρ. 6 ΠΚ) 131
Γ. Η αρχή της παθητικής υπηκοότητας (άρ. 7 ΠΚ) 136
Δ. Η αρχή της προστασίας της Ελληνικής Πολιτείας (άρ. 8, στοιχ. α-ε ΠΚ) 138
Ε. Η αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης ή του παγκοσμίου
ενδιαφέροντος (άρ. 8, στοιχ. στ-ια ΠΚ) 142
2. Η διευθέτηση της σύγκρουσης ενδιαφερόντων μεταξύ της ελληνικής
και της αλλοδαπής ποινικής δικαιοσύνης 145
Α. Πότε δεν διώκονται στην ημεδαπή τα εγκλήματα,
που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή (άρ. 9 ΠΚ) 145
Β. Τύχη ποινών, που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή σε περίπτωση νέας
καταδίκης για την ίδια πράξη στην ημεδαπή (άρ. 10 ΠΚ) 148
Γ. Παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας για πράξη τελεσθείσα
στην αλλοδαπή (άρ. 11 ΠΚ) 149
ΙΙ. Πρακτικά θέματα 150
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Δ΄
Η θεωρία της ποινής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το σύστημα των κυρώσεων του Ποινικού Κώδικα
Ι. Ποινές και μέτρα ασφαλείας 158
1. Έννοια και χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποινής 159
2. Έννοια και χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μέτρου ασφαλείας 160
3. Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ ποινής και μέτρου ασφαλείας 160
ΙΙ. Θεωρίες για τους σκοπούς της ποινής 161
1. Οι απόλυτες ή ανταποδοτικές θεωρίες της ποινής 161
2. Οι σχετικές ή προληπτικές θεωρίες της ποινής 163
3. Οι ενωτικές ή μικτές θεωρίες της ποινής 164
ΙΙΙ. Οι προβλεπόμενες στον Ποινικό Κώδικα ποινές 165
1. Οι κύριες ποινές 165
Α. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές 165
α) Οι συνήθεις ποινές 165
αα) Η κάθειρξη (άρ. 52 ΠΚ) 165
ββ) Η φυλάκιση (άρ. 53 ΠΚ) 166
β) Οι ιδιάζουσες ποινές 166
Β. Η χρηματική ποινή 168
Γ. Η παροχή κοινωφελούς εργασίας 168
2. Οι παρεπόμενες ποινές 169
Α. Η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων (άρ. 60 ΠΚ) 169
Β. Η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος (άρ. 65 ΠΚ) 169
Γ. Η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου
(άρ. 66 ΠΚ) 169
Δ. Η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης (άρ. 67 ΠΚ) 170
Ε. Η δήμευση του άρ. 68 ΠΚ 170
IV. Τα προβλεπόμενα στον Ποινικό Κώδικα μέτρα ασφαλείας 171
1. Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή
λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρ. 69Α ΠΚ) 171
2. Η δήμευση του άρ. 76 ΠΚ 172
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η επιμέτρηση της ποινής
Ι. Έννοια της επιμέτρησης της ποινής 173
ΙΙ. Κριτήρια επιμέτρησης των στερητικών της ελευθερίας ποινών
(άρ. 79 ΠΚ) 174
1. Η βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος 175
2. Ο βαθμός της ενοχής του υπαιτίου 177
ΙΙΙ. Κριτήρια επιμέτρησης των λοιπών ποινών (άρ. 80, 81 ΠΚ) 180
1. Επιμέτρηση και απότιση της χρηματικής ποινής (άρ. 80 ΠΚ) 180
2. Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας (άρ. 81 ΠΚ) 181
IV. H επιβολή μειωμένης ποινής 181
1. Οι ειδικά προβλεπόμενοι στο νόμο λόγοι μείωσης της ποινής 182
Α. Οι υποχρεωτικοί λόγοι μείωσης της ποινής 182
Β. Οι δυνητικοί λόγοι μείωσης της ποινής 182
Γ. Οι ιδιόρρυθμοι λόγοι μείωσης της ποινής 182
2. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις (άρ. 84 ΠΚ) 183
3. Το μέτρο μείωσης της ποινής (άρ. 83 ΠΚ) 188
4. Συρροή λόγων μείωσης της ποινής (άρ. 85 ΠΚ) 188
V. Η επιμέτρηση της ποινής σε περίπτωση αληθινής συρροής
εγκλημάτων - Συστήματα επιμέτρησης 190
1. Το σύστημα της αριθμητικής σώρευσης των ποινών 190
2. Το σύστημα της συγχώνευσης των ποινών 191
3. Το σύστημα της ενιαίας ποινής 191
4. Το σύστημα της συνολικής ποινής 191
5. To ακολουθούμενο από τον Ποινικό Κώδικα σύστημα 191
Α. Συνολική ποινή στις στερητικές της ελευθερίας ποινές (άρ. 94 ΠΚ) 192
Β. Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής χρηματικών ποινών (άρ. 96 ΠΚ) 196
Γ. Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών παροχής
κοινωφελούς εργασίας (άρ. 96Α ΠΚ) 196
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Αναστολή της ποινής και υφ’ όρον απόλυση
Ι. Η αναστολή εκτελέσεως της ποινής με όρους (άρ. 99 επ.) 199
1. Έννοια της αναστολής εκτελέσεως της ποινής 199
2. Προϋποθέσεις της αναστολής εκτελέσεως της ποινής 199
3. Γενικές ρυθμίσεις ισχύουσες επί αναστολής 200
4. Ανάκληση της αναστολής εκτελέσεως της ποινής (άρ. 101 ΠΚ) 201
5. Άρση της αναστολής εκτελέσεως της ποινής (άρ. 102 παρ. 1 ΠΚ) 202
6. Αποτελέσματα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής (άρ. 102 παρ. 2 ΠΚ) 202
ΙΙ. Η μετατροπή της ποινής (άρ. 104Α ΠΚ) 203
1. Έννοια της μετατροπής της ποινής 203
2. Μορφές μετατροπής της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας 203
Ειδικότερα η μετατροπή της ποινής κατ’ άρ. 104Α ΠΚ 204
3. Γενικές ρυθμίσεις ισχύουσες επί μετατροπής 204
4. Αποτελέσματα της μετατροπής της ποινής 205
ΙΙΙ. Ο κατ’ οίκον περιορισμός του καταδίκου ως υποκατάστατη μορφή
έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής (άρ. 105 ΠΚ) 206
ΙV. Η απόλυση του καταδίκου με όρους (άρ. 105Β επ., 129, 129Α ΠΚ) 207
1. Η κανονική απόλυση με όρους για ενηλίκους καταδίκους 207
Α. Δικαιούμενοι να απολυθούν και προϋποθέσεις
απολύσεως με όρους (άρ. 105Β, 106 ΠΚ) 207
Β. Ανάκληση της απόλυσης με όρους (άρ. 107 ΠΚ) 210
Γ. Άρση της απόλυσης με όρους (άρ. 108 ΠΚ) 210
Δ. Διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης της απόλυσης
με όρους (άρ. 110 ΠΚ) 211
Ε. Αποτελέσματα της απόλυσης με όρους (άρ. 109 ΠΚ) 212
ΣΤ. Χρόνος δοκιμασίας του υφ’ όρον απολυθέντος (άρ. 109 ΠΚ) 212
2. Kατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ως «προθάλαμος»
της υφ’ όρον απόλυσης (άρ. 110Α ΠΚ) 213
3. Η απόλυση με όρους για ανηλίκους καταδίκους (άρ. 129, 129Α ΠΚ) 214
Α. Η κανονική υφ’ όρον απόλυση των ανηλίκων (άρ. 129 ΠΚ) 214
Β. Kατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ως «προθάλαμος»
της υφ’ όρον απόλυσης του ανηλίκου (άρ. 129Α ΠΚ) 215
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η διδασκαλία του εγκλήματος
και οι μορφές εμφανίσεως αυτού
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄
Προλεγόμενα στην διδασκαλία του εγκλήματος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Περί του εγκλήματος εν γένει
Ι. Η φύση του εγκλήματος 219
ΙΙ. Το «φυσικό έγκλημα» - Μια έννοια άχρηστη για το Ποινικό Δίκαιο; 220
ΙΙΙ. Η ουσιαστική έννοια του εγκλήματος 221
ΙV. Η τυπική έννοια του εγκλήματος 225
V. Η νομική - δογματική έννοια του εγκλήματος (άρ. 14 ΠΚ) 226
VI. Ο βασικός χαρακτήρας του Ποινικού Δικαίου ως δικαίου
της εγκληματικής πράξεως 228
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οι διακρίσεις των εγκλημάτων
Ι. Γενικές παρατηρήσεις επί της διακρίσεως των εγκλημάτων 230
ΙΙ. Οι κατ’ ιδίαν διακρίσεις των εγκλημάτων και η σχετική τυπολογία τους 230
1. Κακουργήματα και πλημμελήματα 230
Α. Τα κακουργήματα 230
Β. Τα πλημμελήματα 231
Γ. Κριτήριο της σχετικής διακρίσεως 231
Δ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 233
α) Στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο 233
β) Στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο 234
2. Βασικά εγκλήματα, εγκληματικές παραλλαγές και ιδιώνυμα εγκλήματα 234
Α. Βασικά εγκλήματα 234
Β. Εγκληματικές παραλλαγές 234
α) Διακεκριμένες εγκληματικές παραλλαγές ή διακεκριμένα εγκλήματα 235
β) Προνομιούχες εγκληματικές παραλλαγές ή προνομιούχα εγκλήματα 236
Γ. Ιδιώνυμα εγκλήματα (delicta sui generis) 238
Δ. Πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ εγκληματικής
παραλλαγής και ιδιωνύμου εγκλήματος 239
3. Εγκλήματα απλής συμπεριφοράς ή τυπικά εγκλήματα
και εγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά εγκλήματα 240
Α. Εγκλήματα απλής συμπεριφοράς ή τυπικά εγκλήματα 240
Β. Εγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά εγκλήματα 242
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 243
4. Εγκλήματα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα 243
5. Εγκλήματα κοινά και εγκλήματα ιδιαίτερα 248
Α. Κοινά εγκλήματα (delicta communia) 248
Β. Ιδιαίτερα εγκλήματα (delicta propria) 249
α) Γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα 249
β) Μη γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα 250
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 251
6. Εγκλήματα στιγμιαία και εγκλήματα διαρκή 251
Α. Στιγμιαία εγκλήματα 252
Β. Διαρκή εγκλήματα 253
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 253
7. Εγκλήματα ενέργειας και εγκλήματα παράλειψης 255
Α. Εγκλήματα ενέργειας 255
α) Γνήσια εγκλήματα ενέργειας 256
β) Μη γνήσια εγκλήματα ενέργειας 256
Β. Εγκλήματα παράλειψης 258
α) Εγκλήματα γνήσιας παράλειψης 258
β) Εγκλήματα μη γνήσιας παράλειψης (άρ. 15 ΠΚ) 258
αα) Ο νόμος 262
ββ) Η συμβατική δέσμευση του υποχρέου 263
γγ) Η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υποχρέου 264
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 267
8. Εγκλήματα βλάβης και εγκλήματα διακινδυνεύσεως 268
Α. Εγκλήματα βλάβης 268
Β. Εγκλήματα διακινδύνευσης 269
α) Εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης 269
β) Εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης 270
γ) Εγκλήματα δυνητικής ή δυνατής διακινδύνευσης 271
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 273
9. Εγκλήματα απλά και εγκλήματα σύνθετα 273
Α. Εγκλήματα απλά 273
Β. Εγκλήματα σύνθετα 274
α) Σύνθετα με την ευρεία έννοια ή πολύπρακτα εγκλήματα 274
β) Σύνθετα με τη στενή έννοια του όρου εγκλήματα 274
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 275
10. Εγκλήματα απλότροπα και εγκλήματα πολύτροπα ή μικτά 276
Α. Απλότροπα εγκλήματα 276
Β. Πολύτροπα ή μικτά εγκλήματα 276
α) Γνήσια πολύτροπα ή διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα 277
β) Μη γνήσια πολύτροπα ή σωρευτικώς μικτά εγκλήματα 278
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 279
11. Εγκλήματα ιδιόχειρα ή σωματοπαγή 280
12. Εγκλήματα με κανονική και εγκλήματα με διαφοροποιημένη
υποκειμενική υπόσταση 281
Α. Εγκλήματα με κανονική υποκειμενική υπόσταση 281
Β. Εγκλήματα με διαφοροποιημένη υποκειμενική υπόσταση 281
α) Εγκλήματα ειδικής υποκειμενικής υπόστασης 281
β) Εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης 282
γ) Εγκλήματα σύνθετης ή μικτής υποκειμενικής υπόστασης 283
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 283
13. Εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου και εγκλήματα πολιτικά 284
Α. Εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου 284
Β. Εγκλήματα πολιτικά 284
α) Αμιγή πολιτικά εγκλήματα 286
β) Σύνθετα πολιτικά εγκλήματα 286
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως 286
14. Εγκλήματα επιχειρήσεως 287
Α. Έννοια και κριτήριο της διάκρισης 287
Β. Πρακτική σημασία της διάκρισης 287
15. Εγκλήματα συναντώμενης & συγκλίνουσας δράσης 287
16. Εγκλήματα σχέσης 288
17. Εξαρτημένα ή συναρτώμενα εγκλήματα 288
Α. Έννοια και κριτήριο της διάκρισης 288
Β. Πρακτική σημασία της διάκρισης 288
18. Αθροιστικά εγκλήματα 288
Α. Έννοια και κριτήριο της διάκρισης 288
Β. Πρακτική σημασία της διάκρισης 289
19. Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα (άρ. 98 ΠΚ) 290
Α. Έννοια και κριτήριο της διάκρισης 290
Β. Πρακτική σημασία της διάκρισης 291
α) Στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο 291
β) Στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο 292
ΙΙΙ. Πρακτικά θέματα 292
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄
Το έγκλημα ως νομική κατασκευή - Τα δομικά στοιχεία του εγκλήματος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η πράξη ως θεμελιώδες στοιχείο του εγκλήματος
Ι. Η έννοια της πράξεως στο Ποινικό Δίκαιο - Βουλητικά κυρίαρχη
ή βουλητικά σκόπιμη πράξη; 298
Α. Η έννοια της βουλητικά κυρίαρχης πράξης 298
Β. Η έννοια της βουλητικά σκόπιμης πράξης 299
ΙΙ. Τα στοιχεία της βουλητικά κυρίαρχης πράξης 301
Α. Η πράξη ως ανθρώπινη συμπεριφορά 302
Β. Η πράξη ως εξωτερικευμένη συμπεριφορά 303
Γ. Η πράξη ως αυτοελεγχόμενη συμπεριφορά 304
Δ. Η πράξη ως «δράση προς έτερον» 306
ΙΙΙ. Η αιτιώδης συνάφεια ή ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος 307
1. Έννοια, σημασία και βασική προβληματική της αιτιώδους συναφείας 307
2. Θεωρίες αιτιώδους συναφείας 308
Α. Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) 308
Β. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata) 310
Γ. Άλλες ενδιάμεσες θεωρίες αιτιώδους συναφείας 312
3. Ειδικά προβλήματα αιτιώδους συναφείας 314
Α. Η σωρευτική αιτιότητα 314
Β. Η πολλαπλή αιτιότητα 315
Γ. Η υποθετική αιτιότητα 316
Δ. Η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά 317
Ε. Η αιτιότητα στην περίπτωση του λεγομένου «γενικού δόλου» 318
IV. Πρακτικά θέματα 318
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως
I. H έννοια της άδικης πράξης - Αντικειμενικά ή υποκειμενικά
άδικη πράξη; 328
ΙΙ. Ουσιαστικά και τυπικά άδικη πράξη 330
ΙΙΙ. Αρχικά και τελικά άδικη πράξη 331
IV. Oι κατ’ ιδίαν λόγοι, που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα
της πράξεως 335
1. Η άσκηση δικαιώματος ή καθήκοντος (άρ. 20 ΠΚ) 335
Α. Η άσκηση δικαιώματος 335
α) Ποιές περιπτώσεις καλύπτει το άρ. 20 ΠΚ 335
β) Η άσκηση δικαιώματος στο πλαίσιο της θεμιτής αυτοδικίας (άρ. 282 ΑΚ) 336
Β. Η εκπλήρωση καθήκοντος 337
2. H προσταγή (άρ. 21 ΠΚ) 338
Α. Νομική φύση και έννοια της προσταγής 338
Β. Οι προϋποθέσεις της προσταγής 339
α) Επιτακτικά διατυπωμένη βούληση μιας δημοσιο-υπαλληλικής
ή στρατιωτικο-αστυνομικής υπηρεσίας 339
β) Προσταγή από Ιεραρχικώς προϊσταμένη αρχή 340
γ) Αρμοδιότητα προστάσσοντος και προστασσομένου 340
δ) Νόμιμος τύπος της προσταγής 341
ε) Δεσμευτικότητα της προσταγής 341
3. Η άμυνα (άρ. 22 ΠΚ) 345
Α. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος της άμυνας 345
Β. Προϋποθέσεις της άμυνας - Αμυντική πράξη 346
α) Οι προϋποθέσεις της άμυνας 346
αα) Επίθεση 346
ββ) Παρούσα επίθεση 349
γγ) Άδικη επίθεση 353
β) Η αμυντική πράξη 354
αα) Υποκείμενο του αμυντικού δικαιώματος - Άμυνα υπέρ τρίτου 354
ββ) Χρειάζεται γνώση της επίθεσης; - Αγνοούμενη και νομιζόμενη άμυνα 355
γγ) Περιεχόμενο της αμυντικής πράξεως 357
Γ. Τα όρια της άμυνας 361
α) Ο βαθμός επικινδυνότητας της επίθεσης 362
β) Το είδος της απειλούμενης βλάβης 362
γ) Ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης 363
δ) Οι λοιπές περιστάσεις 363
Δ. Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας (άρ. 23 ΠΚ) 365
Ε. Η υπαίτια κατάσταση άμυνας 365
4. Η κατάσταση ανάγκης (άρ. 25 ΠΚ) 368
A. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος της κατάστασης ανάγκης 368
Β. Προϋποθέσεις και πράξη κατάστασης ανάγκης 369
α) Οι προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης 369
αα) Κίνδυνος κατά εννόμων αγαθών 369
ββ) Κίνδυνος κατά εννόμων αγαθών του προσώπου ή της περιουσίας 370
γγ) Παρών κίνδυνος 371
δδ) Αναπότρεπτος με άλλα μέσα κίνδυνος 372
εε) Μη υπαίτια πρόκληση του κινδύνου 372
στστ) Μη υποχρέωση έκθεσης στον απειλούμενο κίνδυνο 375
β) Η πράξη ανάγκης 376
αα) Υποκείμενο του σχετικού δικαιώματος - Κατάσταση ανάγκης υπέρ τρίτου 376
ββ) Απαιτείται γνώση του κινδύνου από τον δράστη; - Αγνοούμενη
και νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης 376
γγ) Περιεχόμενο της πράξης ανάγκης 378
Γ. Τα όρια της κατάστασης ανάγκης και η υπέρβασή τους 382
Δ. Διαφορές μεταξύ άμυνας και κατάστασης ανάγκης 382
5. Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (άμβλωση) (άρ. 304 παρ. 4 ΠΚ) 383
Α. Η «γενικά ενδεδειγμένη άμβλωση» (άρ. 304 παρ. 4 στοιχ. α΄ ΠΚ) 383
Β. «Η ιατρικά ενδεδειγμένη άμβλωση» (άρ. 304 παρ. 4 στοιχ. γ΄ ΠΚ) 384
Γ. «Η ηθικά ενδεδειγμένη άμβλωση» (άρ. 304 παρ. 4 στοιχ. β΄ ΠΚ) 384
6. Η συναίνεση του παθόντος (άρ. 308 παρ. 3 ΠΚ) 385
Α. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος της συναίνεσης του παθόντος 385
Β. «Συναίνεση» και «συγκατάθεση» 385
Γ. Εγκλήματα, στα οποία αποκλείεται η συναίνεση του παθόντος 387
Δ. Προϋποθέσεις της συναίνεσης του παθόντος 388
Ε. Η εικαζόμενη συναίνεση του παθόντος 391
7. Οι θεμιτές προσβολές της τιμής (άρ. 367 ΠΚ) 394
8. Η θεμιτή παραβίαση της επαγγελματικής εχεμυθείας (άρ. 371 παρ. 4 ΠΚ) 396
9. Ο σωφρονισμός ανηλίκων 397
Α. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος του σωφρονισμού 397
Β. Οι προϋποθέσεις του σωφρονισμού 398
10. Η σύγκρουση καθηκόντων 399
11. Η κοινωνική προσφορότητα της πράξεως 401
12. Η επιτρεπτή διακινδύνευση των εννόμων αγαθών 403
V. Πρακτικά θέματα 405
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο καταλογισμός της πράξεως στον δράστη
Ι. Η έννοια του καταλογισμού 417
ΙΙ. Η αρχή του καταλογισμού ή της ενοχής ως θεμελιώδης αρχή
του Ποινικού Δικαίου - «Nullum crimen, nulla poena sine culpa» 418
ΙΙΙ. Η φύση του καταλογισμού 418
1. Η ψυχολογική θεωρία του καταλογισμού 419
2. Η αξιολογική θεωρία του καταλογισμού 419
IV. Γιατί αποδοκιμάζει τον δράστη η έννομη τάξη; 420
1. To ουσιαστικό περιεχόμενο του καταλογισμού 420
2. Το τυπικό περιεχόμενο του καταλογισμού 422
V. Πόσο ελεύθερος είναι ο δράστης στις επιλογές του; - To πρόβλημα
της ελευθερίας της βουλήσεως στο πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου 422
VI. Τα στοιχεία του καταλογισμού 424
1. Ανικανότητα για καταλογισμό (άρ. 34 ΠΚ) 425
Α. Από τον κανόνα στην εξαίρεση 425
Β. Τα κριτήρια διάγνωσης της ανικανότητας για καταλογισμό 426
α) Το βιολογικό ή περιγραφικό κριτήριο 426
αα) Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του δράστη 426
ββ) Η διατάραξη της συνείδησης 428
β) Το αξιολογικό ή ψυχολογικό κριτήριο 430
Γ. Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (άρ. 36 ΠΚ) 431
Δ. Η επίδραση της ηλικίας του δράστη στην ικανότητα για καταλογισμό
(άρ. 121 επ. ΠΚ) 432
Ε. Χρόνος υπάρξεως της ικανότητας για καταλογισμό 434
ΣΤ. Η υπαίτια διατάραξη της συνειδήσεως (actio libera in causa, άρ. 35 ΠΚ) 434
α) Η εκ προθέσεως διατάραξη της συνειδήσεως (άρ. 35 παρ. 1 ΠΚ) 435
β) Η διατάραξη της συνειδήσεως από αμέλεια (άρ. 35 παρ. 3 ΠΚ) 437
2. Η υπαιτιότητα (άρ. 26 επ. ΠΚ) 438
Α. Έννοια της υπαιτιότητας 438
Β. Είδη ή μορφές της υπαιτιότητας 439
α) Ο δόλος ή πρόθεση (άρ. 27 ΠΚ) 440
αα) Έννοια του δόλου 440
ββ) Στοιχεία του δόλου 440
γγ) Τα είδη του δόλου 441
δδ) Πώς βρίσκουμε στο νόμο το είδος του απαιτούμενου δόλου 444
εε) Ποια στοιχεία πρέπει να καλύπτει ο δόλος του δράστη; 445
στστ) Ειδικά προβλήματα δόλου 446
β) Η αμέλεια (άρ. 28 ΠΚ) 447
αα) Έννοια της αμέλειας 447
ββ) Στοιχεία της αμέλειας 447
γγ) Τα είδη της αμέλειας 453
3. Η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή η αδικαιολόγητη
άγνοιά του 456
Α. Έννοια και σημασία της συνείδησης του αδίκου 456
Β. Περιεχόμενο της συνείδησης του αδίκου 456
4. Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση 458
Α. Έννοια και περιεχόμενο της ανθρώπινης δυνατότητας για συμμόρφωση 458
Β. Οι λόγοι, που αποκλείουν την ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση
ή οι λόγοι άρσης του καταλογισμού 460
α) Η κατάσταση ανάγκης του άρ. 32 ΠΚ 460
β) Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης από φόβο
ή ταραχή (άρ. 23, 25 παρ. 3 ΠΚ) 461
γ) Η εσφαλμένη λύση μιας σύγκρουσης καθηκόντων από φόβο ή ταραχή 462
δ) Το ηθικό αδιέξοδο στη σύγκρουση των καθηκόντων 462
ε) Η ηθική-ψυχική αδυναμία καταβολής της προσήκουσας προσοχής
στην αμέλεια 463
Επίμετρο
Η σημασία της πλάνης του δράστη στο Ποινικό Δίκαιο 465
Ι. Οι νομικώς ενδιαφέρουσες πλάνες του δράστη 465
1. Η πραγματική πλάνη (άρ. 30 ΠΚ) 465
Α. Έννοια της πραγματικής πλάνης 465
Β. Είδη ή μορφές της πραγματικής πλάνης 466
α) Η πραγματική πλάνη, που αφορά συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος και η σημασία αυτής (αρ. 30 παρ.1 ΠΚ) 466
β) Η πραγματική πλάνη, που αφορά στοιχείο αυξητικό της βαρύτητας
του εγκλήματος και η σημασία αυτής (άρ. 30 παρ. 2 ΠΚ) 467
2. Η νομική πλάνη (άρ. 31 ΠΚ) 470
Α. Έννοια της νομικής πλάνης 470
Β. Είδη ή μορφές της νομικής πλάνης 471
α) Η νομική πλάνη σε σχέση με τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης
και η σημασία αυτής (άρ. 31 παρ. 1 ΠΚ) 471
β) Η νομική πλάνη σε σχέση με τον άδικο χαρακτήρα της πράξης
και η σημασία αυτής (άρ. 31 παρ. 2 ΠΚ) 471
3. Η πλάνη σε σχέση με λόγους, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα
της πράξης 473
Α. Η πλάνη του δράστη σε σχέση με τις πραγματικές προϋποθέσεις ενός λόγου
άρσης του αδίκου - Ανάλογης μορφής πραγματική πλάνη 473
Β. Η πλάνη του δράστη σε σχέση με τις νομικές προϋποθέσεις ενός λόγου
άρσης του αδίκου - Ανάλογης μορφής νομική πλάνη 474
4. Η πλάνη του δράστη σε σχέση με λόγους, που αίρουν τον καταλογισμό 475
ΙΙ. Οι νομικώς αδιάφορες πλάνες 476
1. Η πλάνη περί το πρόσωπο (error in personam) 476
2. Η πλάνη περί το αντικείμενο (error in objecto) 477
3. Το αστόχημα βολής (aberration ictus) 478
4. Ο γενικός δόλος (dolus generalis) 478
5. Η πλάνη περί την υπαγωγή 479
ΙII. Πρακτικά θέματα 480
ΚEΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο αξιόποινος ή τιμωρητός χαρακτήρας της πράξεως
Ι. Έννοια του αξιοποίνου 485
ΙΙ. Αρχικά και τελικά αξιόποινη πράξη 485
ΙΙΙ. Οι λόγοι, που αποκλείουν τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως 486
1. Οι προσωπικοί λόγοι απαλλαγής από την ποινή 487
Α. Οι υποχρεωτικοί προσωπικοί λόγοι απαλλαγής από την ποινή 487
α) Η εκούσια υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα (άρ. 44 παρ. 1 ΠΚ) 487
β) Η έμπρακτη μετάνοια 488
γ) Η υπόθαλψη εγκληματία και η παρασιώπηση εγκλήματος
από οικείο του δράστη (άρ. 231 παρ. 2, 232 παρ. 2 ΠΚ) 490
δ) Το ακαταδίωκτο του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρ. 49 Συν) 490
ε) Το ακαταδίωκτο των Βουλευτών (άρ. 61 Συν) 490
Β. Οι δυνητικοί προσωπικοί λόγοι απαλλαγής από την ποινή 490
2. Οι λόγοι δικαστικής άφεσης του αξιοποίνου 491
3. Οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου 492
Α. Η παραγραφή του εγκλήματος (άρ. 111 επ. ΠΚ) 492
α) Η αναστολή έναρξης ή εξακολούθησης της παραγραφής (άρ. 113 παρ. 1 ΠΚ) 494
β) Η αναστολή της παραγραφής κατά την επιδικία της υποθέσεως
(άρ. 113 παρ. 2, 3 ΠΚ) 494
Β. Η παραίτηση από την έγκληση ή η ανάκληση υποβληθείσης εγκλήσεως
(άρ. 114, 117 ΠΚ) 495
Γ. Η αμνηστία (άρ. 47 παρ. 3, 4 Συν) 497
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Γ΄
Οι ειδικές μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η απόπειρα του εγκλήματος
Ι. Μια πρώτη επαφή με τα βασικά προβλήματα της απόπειρας 499
ΙΙ. Γιατί τιμωρείται η απόπειρα; 500
1. Οι υποκειμενικές θεωρίες 500
2. Οι αντικειμενικές θεωρίες 501
3. Οι μικτές θεωρίες - Η θεωρία της εντυπώσεως 502
ΙΙΙ. Τα στοιχεία της απόπειρας (άρ. 42 παρ. 1 ΠΚ) 503
1. Η απόφαση διάπραξης εγκλήματος 504
2. Η αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος και η οριοθέτησή της
από τις προπαρασκευαστικές πράξεις 506
Α. Οι υποκειμενικές θεωρίες 508
Β. Οι αντικειμενικές θεωρίες 508
α) Η τυπική αντικειμενική θεωρία 508
β) Η ουσιαστική αντικείμενη θεωρία - Ο «τύπος του Franκ» 509
γ) Η θεωρία της φυσικής κάλυψης 510
Γ. Οι μικτές θεωρίες 511
α) Η θεωρία του «σχεδίου» του δράστη 511
β) Η ακολουθούμενη από την ελληνική νομολογία θεωρία 512
γ) Η θεωρία της εντυπώσεως 512
3. Η μη ολοκλήρωση του κακουργήματος ή πλημμελήματος 514
IV. Είδη της απόπειρας 514
1. Πρόσφορη και απρόσφορη απόπειρα - Σημασία της διακρίσεως 514
Α. Πρόσφορη απόπειρα (άρ. 42 ΠΚ) 515
Β. Απρόσφορη απόπειρα (άρ. 43 ΠΚ) 515
α) Έννοια της απρόσφορης απόπειρας 515
β) Είδη απρόσφορης απόπειρας 517
αα) Η απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου (άρ. 43 παρ. 1 ΠΚ) 517
ββ) Η απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου (άρ. 43 παρ. 1 ΠΚ) 517
γγ) Η απρόσφορη απόπειρα λόγω υποκειμένου 518
δδ) Η απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια (άρ. 43 παρ. 2 ΠΚ) 518
Γ. Απρόσφορη απόπειρα και νομοτυπική έλλειψη (Mangel am Tatbestand) 519
2. Η αποτυχημένη απόπειρα 521
3. Πεπερασμένη και μη πεπερασμένη απόπειρα 523
Α. Πεπερασμένη απόπειρα 523
Β. Μη πεπερασμένη απόπειρα 523
Γ. Πώς κρίνεται η ολοκλήρωση ή μη των απαραιτήτων ενεργειών του δράστη; 524
Δ. Πρακτική σημασία της διάκρισης σε πεπερασμένη και μη πεπερασμένη
απόπειρα 524
Ε. Πότε είναι τελικά εκούσια η υπαναχώρηση; 525
4. Ειδικά προβλήματα της απόπειρας 527
V. Πρακτικά θέματα 528
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η συμμετοχή στο έγκλημα
Ι. Έννοια και βασικά προβλήματα της συμμετοχής 532
ΙΙ. Είδη ή μορφές της συμμετοχής με την ευρεία έννοια 535
1. Αυτοτελείς μορφές συμμετοχής 535
Α. Η αυτουργία 535
α) Η άμεση ή φυσική αυτουργία 535
β) Η έμμεση αυτουργία 536
αα) Εξαναγκασμός άλλου σε αυτοκαταστροφική ενέργεια 536
ββ) Παραπλάνηση άλλου σε τέλεση αυτοκαταστροφικής ενέργειας 536
γγ) Εξώθηση σε αυτοκτονία ακαταλόγιστου προσώπου 537
δδ) Μη τελικά άδικη πράξη του παρεμβαλλόμενου προσώπου 538
εε) Αντιστροφή ρόλων στην τέλεση ενός γνησίου ιδιαιτέρου εγκλήματος
(άρ. 49 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ) 539
Β. Η συναυτουργία (άρ. 45 ΠΚ) 540
α) Έννοια και στοιχεία της συναυτουργίας 540
αα) Η συνεκτέλεση ή αντικειμενική σύμπραξη 540
ββ) Η συναπόφαση ή ο κοινός δόλος των συμπραττόντων 544
β) Πότε αποκλείεται η συναυτουργία 546
γ) Η ποινική μεταχείριση των συναυτουργών 548
2. Οι εξαρτημένες μορφές συμμετοχής - Συμμετοχή με τη στενή έννοια 549
Α. Η ηθική αυτουργία (άρ. 46 παρ. 1 στοιχ. α) ΠΚ) 549
α) Ο λόγος της τιμωρίας του ηθικού αυτουργού 549
β) Έννοια και στοιχεία της ηθικής αυτουργίας 550
αα) Η αντικειμενική πλευρά της ηθικής αυτουργίας 550
ββ) Η υποκειμενική πλευρά της ηθικής αυτουργίας 556
γ) Η ποινική ευθύνη του ηθικού αυτουργού 557
δ) Η αλυσιδωτή ηθική αυτουργία 557
ε) Σχέση της «ηθικής αυτουργίας» με την «πρόκληση» του άρ. 186 ΠΚ 558
στ) Διαφορές ανάμεσα στην ηθική και την έμμεση αυτουργία 559
ζ) Η προβοκατόρικη ηθική αυτουργία (άρ. 46 παρ. 2 ΠΚ) 560
Β. Η συνέργεια και τα είδη αυτής 561
α) Η άμεση ή αναγκαία συνέργεια (άρ. 47 εδ. β΄ ΠΚ) 562
αα) Έννοια και στοιχεία της άμεσης συνέργειας 562
ββ) Η ποινική μεταχείριση του άμεσου συνεργού 566
γγ) Διαφορές ανάμεσα στην άμεση συνέργεια και στην συναυτουργία 566
β) Η απλή συνέργεια (άρ. 47 ΠΚ) 567
αα) Έννοια και στοιχεία της απλής συνέργειας 567
ββ) Η ποινική μεταχείριση του απλού συνεργού 569
ΙΙΙ. Ειδικά προβλήματα συμμετοχής 570
1. Η αναγκαία συμμετοχή 570
2. Πολλαπλή εν ευρεία εννοία συμμετοχή στο έγκλημα 571
3. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις (άρ. 49 ΠΚ) 573
IV. Πρακτικά θέματα 576
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η συρροή εγκλημάτων
I. Έννοια και βασικά προβλήματα της συρροής 583
ΙΙ. Πότε υπάρχει τέλεση ενός και πότε περισσοτέρων εγκλημάτων; 584
1. Η προσβολή μιας μονάδας εννόμου αγαθού 585
2. Η εκ του νόμου ενότητα της πράξεως 586
3. Η συνδρομή «ενιαίου αποτελέσματος» 587
ΙΙΙ. Ο χώρος της συρροής και τα είδη αυτής 587
1. Η αληθινή συρροή εγκλημάτων 587
Α. Κατ’ ιδέαν αληθινή συρροή 587
Β. Πραγματική αληθινή συρροή 587
Γ. Πότε τα πολλά εγκλήματα τελούνται με την ίδια και
πότε με διαφορετικές πράξεις; 588
Δ. Πρακτική σημασία της διάκρισης της αληθινής συρροής
σε πραγματική και κατ’ ιδέαν συρροή 589
Ε. Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα 589
2. Η φαινομενική συρροή εγκλημάτων ή συρροή νόμων 590
Α. Κατ’ ιδέαν φαινομενική συρροή 590
α) Η αρχή της ειδικότητας 590
β) Η αρχή της επικουρικότητας 591
γ) Η αρχή της απορρόφησης 592
Β. Πραγματική φαινομενική συρροή 592
α) Η αρχή της απορρόφησης 593
β) Η αρχή της επικουρικότητας 594
ΙV. Ειδικά προβλήματα συρροής 595
1. Πότε διαπράττονται αληθινά και πότε φαινομενικά περισσότερα
εγκλήματα 595
2. Μπορεί να αναβιώσει ο νόμος που εκτοπίσθηκε στη φαινομενική
συρροή; 596
Αλφαβητικό Ευρετήριο 599
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το ποινικό φαινόμενο ως αντικείμενο έρευνας του Ποινικού Δικαίου και οι κανόνες που ρυθμίζουν την εφαρμογή του
Σελ. 3
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄
Το Ποινικό Δίκαιο και οι κανόνες του
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ποινικό Δίκαιο, Ποινικές Επιστήμες και Σχολές του Ποινικού Δικαίου
Επιλεγμένη βιβλιογραφία: Σ. Αλεξιάδη, Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, Θεσ/νίκη 1991. Ι. Γεωργάκη, Ιδεολογικοπολιτικοί ορίζοντες του συγχρόνου ποινικού δικαίου, Αθήνα 1991. Η. Δασκαλάκη, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα 1985. Φ. Κοζύρη, Ιδέες περί του ποινικού δικαίου στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα, ΝοΒ 1977, σελ. 423 επ. Ν. Κουράκη, Εγκληματολογικοί ορίζοντες, Αθήνα 1991. Ν. Κουράκη (επιμ. έκδ.), Αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα 1994. Γ.-Α. Μαγκάκη, Το πρόβλημα του οικονομικού ποινικού δικαίου, συγχρόνως συμβολή εις την θεωρίαν του διοικητικού ποινικού δικαίου, ΠΧρ 1958, σελ. 385, 465 επ. Ι. Μανωλεδάκη, Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας, Θεσ/νίκη 1980. Ι. Μανωλεδάκη, Ιδεολογικοπολιτικοί προσανατολισμοί του ελληνικού ποινικού δικαίου κατά την ιστορική του εξέλιξη, Μνήμη Χωραφά/Γάφου/ Γαρδίκα, Τομ. Ι, Αθήνα 1986, σελ. 125 επ. Ι. Μανωλεδάκη, Η κατάχρηση της ποινική καταστολής, Μελέτες, Θεσ/νίκη 1990, σελ. 89 επ. Μ. Τουρτόγλου, Περί της ποινικής δικαιοσύνης επί Τουρκοκρατίας και μετ’ αυτήν μέχρι και του Καποδιστρίου, Επετηρίς Κέντρου Έρευνας Ιστορίας του Δικαίου, Ακαδημίας Αθηνών, Τόμ. 15, 1972, σελ. 1 επ. Σ. Τρωιάνου, Κεφάλαια Βυζαντινού Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 1996. Σ. Τρωιάνου (επιμ. έκδ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Αθήνα 1977. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Εγκλήματα και παραβάσεις τάξεως, ΠΧρ 1967, σελ. 65 επ. Ν. Χωραφά, Αι πνευματικαί βάσεις του Ελληνικού Ποινικού Κώδικος, ΠΧρ 1963, σελ. 529.
Ι. Το Ποινικό Δίκαιο - Έννοια και διακρίσεις αυτού
1 Το Ποινικό Δίκαιο με την ευρεία έννοια του όρου είναι ο κλάδος του δικαίου, που έχει ως αντικείμενο έρευνας το «ποινικό φαινόμενο» στη συνολικότητά του. Με αυτήν δηλ. την πλατειά σύλληψή του το Ποινικό Δίκαιο περιέχει όλους εκείνους τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν την άσκηση της ποινικής εξουσίας της Πολιτείας σε όλα τα επίπεδα, στα οποία εκδηλώνεται αυτή.
Το εν ευρεία εννοία Ποινικό Δίκαιο σε μια πρώτη βασική του διάκριση περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο αφ’ ετέρου δε το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ή την Ποινική Δικονομία, ενώ με άλλες περαιτέρω διακρίσεις του εντάσσονται σ’ αυτό το Αστυνομικό Δίκαιο ή η Αστυνομική, το Δίκαιο Εκτέλεσης των Ποινών και το Σωφρονιστικό Δίκαιο ή η Σωφρονιστική.
Σελ. 4
1. Η βασική διάκριση του Ποινικού Δικαίου σε Ουσιαστικό και Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο
Α. Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
2 Το δίκαιο αυτό περιέχει το σύνολο των νομικών κανόνων, που μας λένε ποιές πράξεις εμφανίζουν ποινικό ενδιαφέρον για την Πολιτεία, ποιά θα πρέπει να είναι η ποινική κύρωση κατά του δράστη της συγκεκριμένης πράξης και βέβαια με ποιές προϋποθέσεις θα υποβληθεί ο τελευταίος στην προβλεπόμενη τιμωρία. Αυτό το κομμάτι του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου αποτελεί το Ποινικό Δίκαιο με τη στενή έννοια του όρου. Πρέπει δε να σημειωθεί εδώ ότι κατά κανόνα όσες φορές γίνεται - στην επιστήμη ή όπου αλλού - αναφορά στο Ποινικό Δίκαιο, υπονοείται συνήθως το Ποινικό Δίκαιο με τη στενή έννοια του όρου και με αυτήν ασφαλώς την έννοια χρησιμοποιείται το Ποινικό Δίκαιο κατά την επεξεργασία της ύλης του παρόντος βιβλίου.
Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο διακρίνεται περαιτέρω, ανάλογα βέβαια με τα κριτήρια που χρησιμοποιεί κάποιος κάθε φορά α) σε Γενικό Ποινικό Δίκαιο, β) σε Ειδικό Ποινικό Δίκαιο, γ) σε Δίκαιο των Ειδικών Ποινικών Νόμων, δ) σε Κοινό Ποινικό Δίκαιο και ε) σε Ιδιαίτερο Ποινικό Δίκαιο.
α) Το Γενικό Ποινικό Δίκαιο
3 Το δίκαιο αυτό περιέχει τους λεγομένους γενικούς ρυθμιστικούς κανόνες του Ποινικού Δικαίου, που διέπουν όλα τα εγκλήματα. Μέσα δηλ. από τους κανόνες αυτούς μαθαίνει λ.χ. κάποιος με ποιό νόμο θα δικασθεί ο δράστης, αν από την ημέρα που τέλεσε την πράξη μέχρι την ημέρα της δίκης του έχει μεταβληθεί η ποινική νομοθεσία (άρ. 2-4 ΠΚ), τί γίνεται με τα εγκλήματα, που τελούνται από αλλοδαπούς στην ημεδαπή ή από ημεδαπούς στην αλλοδαπή (άρ. 5-11 ΠΚ), ποιός είναι ο τόπος και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος (άρ. 16-17 ΠΚ), καθώς επίσης ποιά είναι τα δομικά στοιχεία αυτού (άρ. 14 ΠΚ), ποιοί είναι οι λόγοι, που δικαιολογούν στη συγκεκριμένη περίπτωση μια αρχικά άδικη πράξη (άρ. 20 επ. ΠΚ), πότε και με ποιές προϋποθέσεις καταλογίζεται η άδικη πράξη στο δράστη (άρ. 26-41 ΠΚ), πότε υπάρχει απόπειρα και πώς τη μεταχειρίζεται αυτή ο ποινικός νομοθέτης (άρ. 42 επ. ΠΚ), ποιές είναι οι μορφές της συμμετοχής στο έγκλημα και πώς αντιμετωπίζονται αυτές ποινικά (άρ. 45-49 ΠΚ), ποιές είναι οι κυρώσεις του Ποινικού Δικαίου και με ποιές προϋποθέσεις επιβάλλονται, μετατρέπονται ή αναστέλλονται αυτές (άρ. 50-93 ΠΚ), πώς δικάζεται ο δράστης περισσοτέρων εγκλημάτων (άρ. 94 επ. ΠΚ), και με ποιές προϋποθέσεις μπορεί αυτός να απολυθεί από τη φυλακή πριν εκτίσει ολόκληρη την ποινή του (άρ. 105 επ. ΠΚ), ποιός είναι ο χρόνος της παραγραφής των διαφόρων εγκλημάτων ή των ποινών (άρ. 111 επ. ΠΚ), πότε και από ποιόν υποβάλλεται, αλλά και πώς λειτουργεί η απαιτούμενη έγκληση γιά τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων (άρ. 117 επ. ΠΚ) και τέλος ποιοί θεωρούνται ποινικά ανήλικοι και πώς τους μεταχειρίζεται η ποινική νομοθεσία μας (άρ. 121 επ. ΠΚ).
Σελ. 5
Την απάντηση σε όλα αυτά τα ζητήματα μας τη δίνει το Γενικό Ποινικό Δίκαιο, γι’ αυτό και η σπουδαιότητα της βαθειάς γνώσης των εννοιών του είναι προφανής. Το Γενικό Ποινικό Δίκαιο περιλαμβάνει τα θεμέλια του Ποινικού Δικαίου και επομένως η σχετική επιστημονική γνώση, που δεν έχει γερά θεμέλια, δεν μπορεί ποτέ να είναι ασφαλής για την οικοδόμηση επάνω σε αυτήν οποιουδήποτε ποινικού εποικοδομήματος.
Οι προαναφερθέντες γενικοί ρυθμιστικοί κανόνες του Γενικού Ποινικού Δικαίου είναι διατυπωμένοι στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα δε με όσα μας λέει το άρθρο 12 του κώδικα αυτού οι εν λόγω κανόνες ισχύουν και εφαρμόζονται όχι μόνο στα προβλεπόμενα από τον Ποινικό Κώδικα εγκλήματα, αλλά και στα εγκλήματα των Ειδικών Ποινικών Νόμων, εκτός βέβαια εάν οι τελευταίοι περιέχουν ρητά δικές τους αντίθετες ρυθμίσεις.
β) Το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο
4 Το τμήμα αυτό του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου περιλαμβάνει τους δευτερεύοντες ή κυρωτικούς ποινικούς κανόνες (βλ. α.π. 41), με τους οποίους ο ποινικός νομοθέτης «κατασκευάζει» τα διάφορα εγκλήματα. Οι κανόνες δηλ. του Ειδικού Ποινικού Δικαίου έχουν μια ειδική και συγκεκριμένη αποστολή: μάς δίνουν απάντηση στο ερώτημα, ποιά στοιχεία πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένη συμπεριφορά, για να χαρακτηρισθεί π.χ. ως απάτη (άρ. 386 ΠΚ), υπεξαίρεση (άρ. 375 ΠΚ) ή πλαστογραφία (άρ. 216 ΠΚ) και ποιά θα πρέπει να είναι αντιστοίχως η κύρωση κατά του καταδικαζομένου ως απατεώνα, υπεξαιρέτη ή πλαστογράφου.
Οι δευτερεύοντες ή κυρωτικοί ποινικοί κανόνες (α.π. 41 επ.) του Ειδικού Ποινικού Δικαίου είναι καταγεγραμμένοι στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, και καλύπτουν ένα τμήμα μόνο της ποινικής ύλης, που ανταποκρίνεται στα βασικότερα, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις του ποινικού νομοθέτη, εγκλήματα.
Συγκρίνοντας κάποιος τα δύο αυτά κομμάτια του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου διαπιστώνει ότι το Γενικό Ποινικό Δίκαιο επιτελεί μια βοηθητική λειτουργία έναντι του Ειδικού Ποινικού Δικαίου, αφού διευκρινίζει με τους κανόνες του τα στοιχεία εκείνα, τα οποία από τη φύση τους αδυνατούν να καλύψουν οι ποινικοί κυρωτικοί κανόνες. Το Γενικό Ποινικό Δίκαιο ευρίσκεται σε μια αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα με το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο, από την ύπαρξη του οποίου αντλεί και το ίδιο τον λόγο της δικής του υπάρξεως. Εάν έλειπε από την ποινική νομοθεσία το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο, θα ήταν περιττή η συζήτηση για το Γενικό Ποινικό Δίκαιο, αφού αυτό δεν θα είχε αντικείμενο αναφοράς. Έτσι, ενώ είναι νοητός ένας Ποινικός Κώδικας χωρίς Γενικό Μέρος - χαρακτηριστικό παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ο Πρώτος Ελληνικός Ποινικός Κώδικας, το περίφημο «Απάνθισμα των Εγκληματικών» του 1823 - δεν ισχύει ασφαλώς το ίδιο και στην αντίστροφη φορά των πραγμάτων. Ποινικός Κώδικας
Σελ. 6
χωρίς Ειδικό Μέρος, χωρίς δηλ. την πρόβλεψη και την περιγραφή ορισμένων εγκλημάτων, είναι αδιανόητος.
γ) Το Δίκαιο των Ειδικών Ποινικών Νόμων
5 Το δίκαιο αυτό καλύπτει το μεγαλύτερο και ίσως πρακτικά σπουδαιότερο κομμάτι της ποινικής ύλης και αποτελείται από τους δευτερεύοντες ή κυρωτικούς ποινικούς κανόνες (α.π. 41), οι οποίοι ευρίσκονται έξω από το σώμα του Ποινικού Κώδικα διάσπαρτοι σε διάφορους Ειδικούς Νόμους, όπως είναι λ.χ. οι νόμοι για τα ναρκωτικά (Ν 4139/2013), την λαθρεμπορία (Ν 2960/2001), την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν 2121/1993) κ.ά.
Το Δίκαιο των Ειδικών Ποινικών Νόμων, όσο και εάν δικαιώνει μερικές φορές τον προορισμό του, αποτελεί κατά βάση την «κερκόπορτα», μέσα από την οποία εισέρχεται στην ποινική μας νομοθεσία η ύλη εκείνη, που νοθεύει τον χαρακτήρα και την αποστολή του Ποινικού Δικαίου, αφού ο νομοθέτης σε αρκετές περιπτώσεις ασκώντας καταχρηστικά την ποινική του εξουσία ποινικοποιεί συμπεριφορές, που δεν δικαιούνται τον χαρακτηρισμό του αξιοποίνου. Και αυτό βεβαίως το κάνει ο νομοθέτης μόνο και μόνο επειδή η ποινή είναι ένα εξαιρετικά δραστικό και αποτελεσματικό μέσο και θέλει μέσω αυτής να επιτύχει ευκολότερα τον επιδιωκόμενο στόχο.
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, όταν οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι δεν περιέχουν, ως συνήθως, δικούς τους γενικούς ρυθμιστικούς κανόνες, εφαρμόζονται και σε αυτούς, κατ’ επιταγή του άρθρου 12 του ΠΚ, όπως ήδη ελέχθη, οι γενικοί ρυθμιστικοί κανόνες του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα.
δ) Το Κοινό Ποινικό Δίκαιο
6 Το δίκαιο αυτό, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, έχει μια απεριόριστη ευρύτητα, αφού οι κανόνες του αναφέρονται ανεξαίρετα σε όλους εκείνους, οι οποίοι υπάγονται στην ποινική εξουσία της Πολιτείας χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη η οποιαδήποτε ιδιότητά τους, η οποία δικαιολογεί σε άλλες περιπτώσεις την ξεχωριστή ποινική τους μεταχείριση. Τέτοιο Κοινό Ποινικό Δίκαιο αποτελεί λ.χ. κατά βάση το Ειδικό Ποινικό Δίκαιο και σε μεγάλο βαθμό το Δίκαιο των Ειδικών Ποινικών Νόμων.
ε) Το Ιδιαίτερο Ποινικό Δίκαιο
7 Στην περιορισμένη εμβέλεια του δικαίου αυτού εμπίπτουν τα συστήματα εκείνα των κανόνων του Ποινικού Δικαίου, τα οποία έχουν μια δική τους οργανική αυτοτέλεια και απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κύκλο προσώπων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα Ιδιαίτερου Ποινικού Δικαίου με αυτή την έννοια αποτελούν λ.χ. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (Ν 2287/1995) και ο Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973).
Σελ. 7
Β. Το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ή Ποινική Δικονομία
8 Το τμήμα αυτό του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου περιλαμβάνει το σύνολο των δικονομικών ποινικών κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο, αλλά και τα όργανα από τα οποία πρέπει να εκδικασθεί η αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι κανόνες του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, που στον κύριο όγκο τους εδράζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συμπληρωματικά στο Σύνταγμα ή σε κάποιους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, έχουν ένα καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα, είναι δηλ. κανόνες τεχνικής φύσεως.
Οι δικονομικοί ποινικοί κανόνες αποτελούν το λογικώς επόμενο τμήμα του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου έναντι των ουσιαστικών ποινικών κανόνων του δικαίου αυτού. Εύλογα άλλωστε, αφού λογικά πρέπει πρώτα να προσδιορισθεί η αναγόμενη σε έγκλημα συμπεριφορά και στη συνέχεια να καθορισθούν τα αρμόδια όργανα και η διαδικασία, που πρέπει να τηρηθεί, για την εκδίκαση της σχετικής αξιόποινης συμπεριφοράς. Εάν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι σε μια δικαιοκρατούμενη Πολιτεία οι ρυθμίσεις του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου μόνο μέσω των δικονομικών ποινικών κανόνων μετουσιώνονται σε συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις, καθίσταται προφανής η ακατάλυτη λειτουργική σχέση, που υπάρχει ανάμεσα στο Δικονομικό και στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, αφού κανένα από τα δυο αυτά τμήματα του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου δεν μπορεί να υπάρξει αυτοτελώς, χωρίς δηλ. την ύπαρξη του άλλου.
Όσο και εάν εκ πρώτης όψεως η ένταξη ενός κανόνα στο Ουσιαστικό ή στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο φαίνεται εύκολη υπόθεση, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά δυσχερής και αυτό το βλέπει κάποιος στις οριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες αμφισβητείται η φύση ορισμένων θεσμών, όπως είναι π.χ. η παραγραφή, η έγκληση κ.λπ.
Γ. Πρακτική σημασία της διακρίσεως του Ουσιαστικού από το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο
9 Το ζήτημα, εάν ορισμένος ποινικός κανόνας ανήκει στο Ουσιαστικό ή στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο, δεν έχει μόνο θεωρητική, αλλά και τεράστια πρακτική σημασία, η οποία εντοπίζεται στα εξής σημεία:
α) Στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως λόγου αναιρέσεως της αποφάσεως
10 Η Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο στον χώρο της απονομής της Δικαιοσύνης, εάν αναλογισθεί κάποιος ότι αυτή έχει ανατεθεί όχι βέβαια σε Θεούς, αλλά σε ανθρώπους, που είναι από τη φύση τους πλασμένοι να κάνουν λάθη. Έτσι, είναι πιθανό το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει εσφαλμένα κάποιον ποινικό κανόνα. Στην περίπτωση αυτή, εφ’ όσον ο παρερμηνευόμενος κανόνας είναι κανόνας του Ουσιαστικού
Σελ. 8
Ποινικού Δικαίου, η πλημμέλεια του Δικαστηρίου συνιστά λόγο αναίρεσης της απόφασής του στον Άρειο Πάγο (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στην περίπτωση, κατά την οποία η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αφορά σε κάποιον κανόνα του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Η παράβαση ενός δικονομικού ποινικού κανόνα μόνο υπό ορισμένες ρητά προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει, για άλλους βέβαια λόγους, στην αναίρεση της αποφάσεως.
β) Στην εφαρμογή της αρχής «κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο» («nullum crimen, nulla poena sine lege»)
11 H εν λόγω αρχή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών και ισχύει απόλυτα, όπως θα δούμε πιo κάτω (α.π. 114), στον χώρο του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου συνεπαγομένη δεσμεύσεις και απαγορεύσεις γιά τη νομοθετική, αλλά και για την δικαστική εξουσία. Την αρχή όμως αυτή η νομολογία, η οποία συντίθεται ως γνωστόν από τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, αρνείται να την αποδεχθεί στον χώρο του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, παρά την αντίθετη ορθότερη και μάλλον κρατούσα στην επιστημονική θεωρία γνώμη. Η εξήγηση που δίνεται γι’ αυτό στηρίζεται στη σκέψη ότι το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ρυθμίζει τεχνικής φύσεως ζητήματα και επομένως τα ζητήματα αυτά πρέπει να κρίνονται πάντοτε σύμφωνα με τον πιo πρόσφατο νόμο, ο οποίος κατά τεκμήριο είναι αρτιότερος σε σχέση με τον καταργούμενο παλαιότερο.
Τίποτε όμως δεν είναι πιο εσφαλμένο από την θεώρηση αυτή, η οποία παραβλέπει το γεγονός ότι στο κέντρο όλων των ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών ρυθμίσεων βρίσκεται κάποιος κατηγορούμενος, τα δικαιώματα του οποίου με ουδεμία κατασκευή και σε ουδεμία περίπτωση επιτρέπεται να φαλκιδεύονται.
γ) Στο είδος της εκδιδομένης αποφάσεως
12 Κατά την πορεία της εκδίκασης των διαφόρων ποινικών υποθέσεων ενδέχεται μερικές φορές να παρατηρηθεί η έλλειψη ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, ανάλογα με τον χαρακτήρα των οποίων εκδίδεται και η σχετική δικαστική απόφαση. Έτσι, εάν λείπει μια ουσιαστική ποινική προϋπόθεση, δεν υπάρχει λ.χ. η ικανότητα για καταλογισμό του δράστη (α.π. 431), τότε πρακτική συνέπεια αυτής της έλλειψης θα είναι η έκδοση απαλλακτικής επί της ουσίας αποφάσεως. Αντίθετα, εάν λείπει μια απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για τη δίωξη του εγκλήματος, λείπει λ.χ. η απαιτούμενη έγκληση (α.π. 516), τότε η σχετική απόφαση, που θα εκδοθεί, θα κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, χωρίς να εξετάζεται τίποτε άλλο περαιτέρω ως προς την ουσία της υποθέσεως.
Σελ. 9
2. Άλλες περαιτέρω διακρίσεις του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου
Α. Το Αστυνομικό Δίκαιο ή Αστυνομική
13 Το δίκαιο αυτό αποτελεί ένα πλέγμα νομικών κανόνων περιεχομένων σε διάφορα νομοθετήματα, που ρυθμίζουν τον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να δράσει στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αστυνομία για να εκπληρώσει μέσα σε συνταγματικά και δικαιοκρατικά ανεκτά πλαίσια την αποστολή της είτε στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος είτε στη φάση της διαλεύκανσης των τελεσθέντων εγκλημάτων και της σύλληψης των προσώπων, που καταζητούνται ως δράστες αυτών.
Β. Το Δίκαιο Εκτέλεσης των Ποινών
14 Το τμήμα αυτό του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων δικαίου, που περιέχονται στα άρθρα 546 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ρυθμίζουν με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να εκτελεσθούν οι εκδοθείσες αποφάσεις των Ποινικών Δικαστηρίων προσδιορίζοντας παράλληλα τα όργανα, που έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν όλα τα σχετιζόμενα με την εφαρμογή των εν λόγω αποφάσεων ζητήματα.
Γ. Το Σωφρονιστικό Δίκαιο ή Σωφρονιστική
15 Στο Δίκαιο αυτό, που είναι επίσης διάσπαρτο σε διάφορα νομοθετήματα, με σημαντικότερο απ’ όλα τον Σωφρονιστικό Κώδικα (Ν 2776/1999), στον οποίο περιέχονται οι βασικοί κανόνες της μεταχείρισης των κρατουμένων μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα. Με τους κανόνες δηλ. αυτούς προσδιορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατουμένων στα σχετικά καταστήματα και γενικότερα διαγράφονται οι όροι της διαβίωσής τους μέσα σε αυτά, ενώ παράλληλα καθορίζονται τα καθήκοντα των σωφρονιστικών υπαλλήλων κατά την άσκηση του σχετικού λειτουργήματός τους.
ΙΙ. Οι ποινικές, εγκληματολογικές και βοηθητικές επιστήμες
1. Οι ποινικές επιστήμες
16 Ποινικές επιστήμες είναι οι επιστήμες εκείνες, οι οποίες έχουν ως γνωστικό αντικείμενό τους τη μελέτη του «ποινικού φαινομένου» από τη νομική του πλευρά και μάλιστα και στα τρία επίπεδα εμφάνισης του φαινομένου αυτού, δηλ. και στο επίπεδο της ποινικής πρόβλεψης της συμπεριφοράς και στο επίπεδο της εφαρμογής του ποινικού νόμου, αλλά και στο επίπεδο της εκτέλεσης της ποινής.
Σελ. 10
Με την έννοια αυτή στις ποινικές επιστήμες ανήκουν:
Α. Η επιστήμη του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, η οποία ασχολείται με τη νομική ερμηνεία των διατάξεων και των θεσμών του δικαίου αυτού σε όλες του τις διακρίσεις, που είδαμε πιο πάνω (α.π. 2 επ.).
Β. Η επιστήμη του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, η οποία ερμηνεύει τους διαδικαστικούς κανόνες και τις αρχές, που αποτελούν περιεχόμενο του δικαίου αυτού, όπως επίσης το είδαμε πιο πάνω (α.π. 8).
Γ. Η Ποινολογία, κατά το τμήμα της, που μελετά τα νομικά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται με τις ποινικές κυρώσεις σε όλες τους τις εκφάνσεις.
Δ. Η Σωφρονιστική, η οποία έχει ως αντικείμενο έρευνας τους βασικούς κανόνες μεταχείρισης των κρατουμένων και
Ε. Η Αστυνομική στο βαθμό που ασχολείται με τη νομική ερμηνεία των διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν την λειτουργική εμπλοκή της Αστυνομίας στη δίωξη και τη διαλεύκανση των εγκλημάτων, καθώς και στη σύλληψη των υπόπτων ή των καταζητουμένων ως εγκληματιών.
ΣΤ. Στις ποινικές επιστήμες ανήκουν εξ άλλου η επιστήμη της αντεγκληματικής πολιτικής, που ερευνά από δικαιοπολιτική άποψη την ορθότητα και αποτελεσματικότητα των κατ’ ιδίαν ρυθμίσεων στην επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, καθώς επίσης και τα τμήματα ευρυτέρων επιστημονικών κλάδων, που ασχολούνται ειδικά με τα προβλήματα του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου. Τέτοιοι επιστημονικοί κλάδοι είναι π.χ. η επιστήμη της ιστορίας του Ποινικού Δικαίου, που μελετά την ιστορική εξέλιξη των θεσμών του, η επιστήμη της φιλοσοφίας του Ποινικού Δικαίου, που εμβαθύνει στη θεωρητική σύλληψη των ποινικών εννοιών και τέλος η επιστήμη του συγκριτικού Ποινικού Δικαίου, η οποία μελετά τους διάφορους θεσμούς του Ποινικού Δικαίου σε συγκριτική παραβολή προς τους αντίστοιχους θεσμούς διαφόρων χωρών.
2. Οι εγκληματολογικές επιστήμες
17 Εγκληματολογικές επιστήμες καλούνται οι επιστήμες εκείνες, οι οποίες μελετούν την οντολογική - κοινωνική πλευρά του εγκλήματος. Έργο δηλ. των εγκληματολογικών επιστημών είναι η έρευνα των ατομικών και κοινωνικών αιτίων, τα οποία οδηγούν τους ανθρώπους στο έγκλημα και η συναγωγή των σχετικών συμπερασμάτων για τις ενδεδειγμένες θεσμικές αλλαγές προς αντιμετώπιση των αιτίων αυτών.
Στις εγκληματολογικές επιστήμες εντάσσονται:
Α. Η εγκληματολογία με όλους τους κλάδους και τις σχετικές διακρίσεις της, π.χ. ως Γενική ή Ειδική, Ατομική ή Κοινωνική Εγκληματολογία κ.λπ.
Σελ. 11
Β. Η Θυματολογία, η οποία βλέπει την εγκληματική σχέση από την οπτική γωνία του θύματος ερμηνεύοντας ανάλογα τα διάφορα προβλήματα του εν ευρεία εννοία Ποινικού Δικαίου και τέλος
Γ. Η Ανακριτική, που έχει ως αντικείμενο μελέτης την έρευνα των επιστημονικών μεθόδων, με τις οποίες επιδιώκεται η διαλεύκανση του τελεσθέντος εγκλήματος και η αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη του.
3. Βοηθητικές επιστήμες
18 Ως βοηθητικές επιστήμες θεωρούνται οι επιστήμες εκείνες, οι οποίες μολονότι δεν έχουν επιστημολογική σχέση με τις ποινικές επιστήμες, προσφέρουν ωστόσο πολύτιμες υπηρεσίες σε αυτές φωτίζοντας ορισμένες πλευρές των ποινικών υποθέσεων, που εμπίπτουν στο γνωστικό τους αντικείμενο.
Τέτοιες βοηθητικές επιστήμες είναι μ.ά.
Α. Η Δικαστική ψυχολογία, που ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς των παραγόντων της δίκης, καθώς επίσης κατά περίπτωση και άλλοι κλάδοι της ψυχολογίας, όπως λ.χ. η Ψυχολογία ανηλίκων, η Κοινωνική ψυχολογία κ.ά.
Β. Η Κοινωνιολογία, που φωτίζει τα διάφορα κοινωνικώς ενδιαφέροντα προβλήματα, τα οποία πλαισιώνουν τις ποινικές υποθέσεις.
Γ. Η Γραφολογία, που ερευνά την γνησιότητα ορισμένων αντικειμένων π.χ. μιας φωτογραφίας, καθώς επίσης την γνησιότητα της γραφής ή της υπογραφής ορισμένων αμφισβητουμένων κειμένων π.χ. μιας ιδιόχειρης διαθήκης.
Δ. Η Ιατροδικαστική, που βεβαιώνει σημαντικά στοιχεία π.χ. ως προς τον χρόνο, τα αίτια κ.λπ. επέλευσης του θανάτου του θύματος ή ως προς την ύπαρξη εκχυμώσεων ή τραυμάτων στο κορμί του κ.λπ.
ΙΙΙ. Οι ιδιορρυθμίες του Ποινικού Δικαίου
19 Το Ποινικό Δίκαιο ως κλάδος του δικαίου έχει κατ’ αρχάς όλα τα γνωρίσματα, που συναντάει κάποιος και στα υπόλοιπα τμήματα της έννομης τάξης. Οι κανόνες του δηλ. είναι εξοπλισμένοι και αυτοί, όπως όλοι οι κανόνες του δικαίου, με εξαναγκαστική δύναμη, ώστε να επιβάλλονται με τη βία της κρατικής εξουσίας σε εκείνον, ο οποίος αρνείται να συμμορφωθεί προς τις προσταγές τους.
Περαιτέρω, εάν αναλογισθεί κάποιος ότι φορέας της ποινικής αξίωσης είναι η Πολιτεία και ότι η ποινική καταστολή σε όλες τις εκφάνσεις της ανήκει εξ ολοκλήρου στην κρατική εξουσία, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί και στο άλλο γνώρισμα του Ποινικού Δικαίου, που είναι βέβαια η ένταξή του στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου.
Σελ. 12
Τα προεκτεθέντα όμως γνωρίσματα δεν προσδιορίζουν κάποια ιδιαιτερότητα του Ποινικού Δικαίου, που δεν τη συναντάει κάποιος σε άλλους κλάδους του δικαίου. Επομένως για να μπορέσει κάποιος να αντιληφθεί σωστά τη λειτουργία του Ποινικού Δικαίου και να εισχωρήσει στο βάθος των θεσμών του πρέπει να υπογραμμισθούν οι πολλές ιδιορρυθμίες, που έχει το δίκαιο αυτό.
Απαριθμώντας λοιπόν εδώ τις ιδιορρυθμίες του Ποινικού Δικαίου πρέπει να πούμε ότι αυτές συνίστανται: 1. Στον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα, 2. Στη φύση των κυρώσεών του, 3. Στην επικινδυνότητα του μηχανισμού καταστολής, 4. Στον στιγματικό χαρακτήρα της ποινικής τιμωρίας, 5. Στην λειτουργία της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών και 6. Στην περιοριστική ερμηνεία των κανόνων του.
1. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Ποινικού Δικαίου
20 Το Ποινικό Δίκαιο είναι ο μόνος κλάδος του δικαίου, ο οποίος ασχολείται άμεσα με τον ίδιο τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Βεβαίως και οι άλλοι κλάδοι του δικαίου ενδιαφέρονται σε τελευταία ανάλυση για τον άνθρωπο, αφού το δίκαιο ως θεσμός ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων. Η αναφορά όμως των δικαιϊκών αυτών κλάδων στον άνθρωπο είναι έμμεση και εκδηλώνεται δια της ρυθμίσεως των βιοτικών σχέσεων ή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του ανθρώπου. Αντίθετα η αναφορά του Ποινικού Δικαίου στον άνθρωπο είναι ευθεία. Στο κέντρο δηλ. όλων των ρυθμίσεων του Ποινικού Δικαίου τοποθετείται απ’ ευθείας ο άνθρωπος με ό,τιδήποτε κουβαλάει μέσα του: με τα πάθη του, τις τρέλες του, τα απωθημένα του, τις ανάγκες του, τις αδυναμίες, τις εκρήξεις, τις αρρώστιες του και με ό,τιδήποτε άλλο μπορεί να φαντασθεί κάποιος.
Κάθε κατηγορούμενος μοιάζει με ένα οδοιπόρο, που προχωράει προς τη δίκη κουβαλώντας μαζί κι ένα «σάκκο» στη ράχη του. Στο εδώλιο δεν κάθεται μόνον ο κατηγορούμενος. Κάθεται και ο «σάκκος», που πρέπει να τον έχει εκεί δίπλα του για να δώσει την ευκαιρία στον Δικαστή να τον ανοίξει και να δει τι κρύβει μέσα. Και ο Δικαστής δικάζοντας τον κατηγορούμενο είναι υποχρεωμένος από το νόμο, να κοιτάξει μέσα στον «σάκκο», να εισχωρήσει δηλ. στα ενδότερα της ψυχής του δράστη για να ανιχνεύσει το γιατί του συγκεκριμένου εγκλήματος, που επηρεάζει την ποινική του μεταχείριση.
Στην αστική δίκη αντιθέτως δεν ενδιαφέρει, κατά κανόνα, τον αστικό Δικαστή ο λόγος της ασυνέπειας του εναγομένου οφειλέτη. Εκείνο, που ερευνάται π.χ. σε μια αγωγή εξώσεως είναι το ζήτημα, εάν πράγματι κατέβαλε ή όχι ο μισθωτής τα καθυστερούμενα ενοίκια και δεν έχει καμιά σημασία ο λόγος, για τον οποίο δεν εξεπλήρωσε την οφειλή του. Το χρήμα δεν έχει συναισθήματα και ο αστικός Δικαστής, που καλείται να υπερασπισθεί τα οικονομικά συμφέροντα του ιδιοκτήτη, δεν έχει περιθώρια από το νόμο να λάβει υπ’ όψη του την ανεργία ή την αρρώστια ή τις άλλες ανάγκες του ενοικιαστή, που έθρεψαν την ασυνέπειά του απέναντι στον σπιτονοικοκύρη του.
Σελ. 13
κι’ αν σφίγγεται σε μια τέτοια περίπτωση η καρδιά του Δικαστή με την απόφαση που θα βγάλει, είναι υποχρεωμένος παρ’ όλ’ αυτά να διατάξει την έξωση του μισθωτή για να τον δούμε στη συνέχεια καθισμένο με την πολυμελή οικογένειά του επάνω στα πεταγμένα στο δρόμο πράγματα να κλαίει την ανέχεια και τη δυστυχία του προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό μια από τις απείρου «κάλλους» συνηθισμένες σκηνές, που συνθέτουν τα καθημερινά κοινωνικά δράματα.
Αυτή η ιδιορρυθμία του Ποινικού Δικαίου είναι βαθειά ριζωμένη από τα παλιά τα χρόνια στη συνείδηση του λαού, ο οποίος μιλώντας για δίκαιο εννοεί το Ποινικό Δίκαιο και αναφερόμενος στη λέξη «δίκη» έχει στο μυαλό του την ποινική δίκη.
Με τις σκέψεις αυτές δεν προβάλλεται ασφαλώς η αξιολογική υπεροχή του Ποινικού Δικαίου έναντι των άλλων κλάδων της έννομης τάξης, υπογραμμίζεται όμως με έμφαση η εν λόγω ιδιορρυθμία, που αποδίδει την αλήθεια του πράγματος στη συγκεκριμένη περίπτωση.
2. Η φύση των κυρώσεων του Ποινικού Δικαίου
21Όλοι οι κανόνες, σε όλους τους κλάδους του δικαίου συνοδεύουν την προσβολή τους με κάποιες κυρώσεις. Οι κυρώσεις όμως αυτές των υπολοίπων κανόνων του δικαίου δεν μπορούν να συγκριθούν με τις κυρώσεις του Ποινικού Δικαίου και ιδίως με τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, οι οποίες έχουν μια μοναδικότητα στο δικαιϊκό σύστημα, αφού απειλούν να προσβάλουν τα πιο σπουδαία προσωπικά αγαθά του ανθρώπου. Ενώ δηλ. όλες τις άλλες κυρώσεις τις αισθάνεται ο πολίτης ως ένα κακό, που πλήττει, περισσότερο ή λιγότερο επώδυνα, τις βιοτικές του σχέσεις με όλο το κοινωνικο-οικονομικό τους περίβλημα, τις κυρώσεις του Ποινικού Δικαίου τις βιώνει προσωπικά με τον επαχθέστερο δυνατό τρόπο, αφού τις νιώθει στην κυριολεξία επάνω στο κορμί του. Ο κατηγορούμενος κινδυνεύει να πάει φυλακή. Σε παλιότερες μάλιστα εποχές κινδύνευε να χάσει και το κεφάλι του. Αντιθέτως στους άλλους κλάδους του δικαίου το μεγαλύτερο διακύβευμα για τον πολίτη είναι στη χειρότερη γι’ αυτόν περίπτωση η απώλεια κάποιων χρημάτων ή περιουσιακών του στοιχείων ή έστω η μη δυνατότητα άσκησης κάποιου δικαιώματός του.
3. Η επικινδυνότητα του μηχανισμού καταστολής
22Συναφής προς την προαναφερθείσα είναι και η εν λόγω ιδιορρυθμία του Ποινικού Δικαίου. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι Ποινικό Δίκαιο σημαίνει κρατική καταστολή, που μεταφράζεται περαιτέρω σε ένα «εργαλείο», το οποίο κάποιες φορές ανάλογα με τη χρήση του μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο, για τα αγαθά, με τα οποία«παίζει», όπως είδαμε, το Ποινικό Δίκαιο. Και δεν εννοώ εδώ ασφαλώς τη χειρότερη εκδοχή των πραγμάτων, την αυθαίρετη δηλ. ή καταχρηστική χρησιμοποίηση του μηχανισμού καταστολής από την κρατική εξουσία. Την ίδια ζημιά μπορεί να κάνει, λόγω της επικιν-
Σελ. 14
δυνότητάς του, ο «οδοστρωτήρας» της ποινικής καταστολής και όταν ακόμη «ισοπεδώνει» τα αγαθά του κατηγορουμένου από κάποιο λάθος του «χειριστή» του. Ακόμη και ο κίνδυνος της πλάνης βιώνεται εντελώς διαφορετικά στο Ποινικό Δίκαιο απ’ ό,τι στους άλλους κλάδους του δικαίου. Και αυτό οφείλεται βέβαια στο γεγονός ότι μόνο το Ποινικό Δίκαιο διαθέτει ένα τόσο επικίνδυνο «εργαλείο».
4. Η στιγματική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου
23Η ποινική τιμωρία, που επιβάλλεται από το Δικαστήριο στον κατηγορούμενο, στιγματίζει κοινωνικά, αφήνει βαθειά και ανεξίτηλη ουλή στο μέτωπό του, μια ουλή που συνεπάγεται άλλοτε την κοινωνική του απόρριψη και άλλοτε την επιφυλακτικότητα της κοινωνίας προς το πρόσωπό του.
Την στιγματική αυτή λειτουργία του Ποινικού Δικαίου μπορούμε να τη δούμε καθαρά, εάν συγκρίνουμε την διαφορετική στάση της κοινωνίας σε δυο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, που προέρχονται το ένα από τον χώρο του Αστικού και το άλλο από τον χώρο του Ποινικού Δικαίου.
Παραδείγματα: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε κάποιον επιστήθιο φίλο, για τον οποίο μαθαίνουμε μια μέρα δυσάρεστα πράγματα: Η Τράπεζα του κατάσχεσε, λέει, το σπίτι και τα χωράφια στο χωριό, διότι είχε πάρει δάνειο από αυτήν με υποθήκη τα συγκεκριμένα ακίνητα και, επειδή δεν επλήρωσε το χρέος του, τα έβγαλε όλα «στο σφυρί» και έτσι ο φίλος μας προς μεγάλη του θλίψη αποκόπηκε πια από τις «ρίζες» του στο χωριό. Η είδηση αυτή, πέρ’ από τα συναισθήματα κατήφειας για το κακό, που βρήκε τον φίλο μας, δεν πρόκειται να φέρει τίποτε άλλο αρνητικό στην ατμόσφαιρα της συντροφιάς μας. Ίσως η ασυνέπειά του να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό αρνητικά την διάθεσή μας να τον διευκολύνουμε οικονομικά, αν ποτέ μας ζητήσει δανεικά. Κατά τα λοιπά όμως η αναγκαστική εκτέλεση των περιουσιακών του στοιχείων δεν θα έχει καμιά επίπτωση στις κοινωνικές μας σχέσεις μαζί του. Θα εξακολουθήσει να είναι ο ευχάριστος και αχώριστος σύντροφος της παρέας μας και θα συνεχίσουμε να βγαίνουμε, όπως και πριν, μαζί του τα Σαββατόβραδα, να πηγαίνουμε εκδρομές με τις οικογένειές μας και γενικά να χαιρόμαστε μαζί του τη ζωή.
Εάν αλλάξουμε τώρα πλάνο και δούμε αλλιώς τα πράγματα, θα μεταβληθεί ριζικά και η εικόνα του κοινωνικού «τοπίου». Ας υποθέσουμε ότι δεν δανείσθηκε ο φίλος μας αυτός χρήματα από την Τράπεζα, για να της δώσει την ευκαιρία να του κατάσχει τα περιουσιακά του στοιχεία. Έκανε κάτι πολύ χειρότερο: λήστεψε την Τράπεζα! Συνελήφθη για την πράξη του αυτή, δικάσθηκε και καταδικάσθηκε. Και δεν έχει καμιά σημασία, εάν πήγε ή δεν πήγε φυλακή, διότι εξαγόρασε λ.χ. την ποινή του. Ο άνθρωπος αυτός θα κουβαλάει πάντα, στον δικό μας τουλάχιστο κοινωνικό περίγυρο, το στίγμα της καταδίκης του για ληστεία, ένα στίγμα που θα ρίχνει βαρειά την σκιά του στις κοινωνικές μας σχέσεις. Και εκεί που πριν από την καταδίκη του ήταν ο αχώριστος φίλος της συντροφιάς μας, θα αρχίσει σιγά-σιγά να εκδηλώνεται η διαδικασία της κοινωνικής του απόρριψης, διότι δεν θέλουμε να μας «φωτογραφίζει» στην κοινωνία η «κάμερα» αυτού του συγκεκριμένου «φίλου» μας. Μας ενοχλεί να
Σελ. 15
επιβεβαιώνουμε μέσω αυτού του ανθρώπου τη γνωστή λαϊκή ρήση, που προσδιορίζει την δική μας ταυτότητα από την ποιότητα των φίλων μας. Έτσι, σε κάθε πρότασή του για τη συνηθισμένη Σάββατο-βραδιάτικη έξοδο, θα βρίσκουμε συνεχώς δικαιολογίες και προσχήματα, για να αρνηθούμε την συντροφιά του. Τη μια φορά θα είναι αδιάθετη η σύζυγός μας, την άλλη θα πρέπει να πεταχτούμε στο χωριό για τους «γέρους», την πάρα άλλη θα πάμε για ψάρεμα και η απόσταση, που θα μας χωρίζει, ολοένα και θα μεγαλώνει.
Σε ηπιότερη, αλλά πάντως ανάλογης υφής, κλίμακα εμφανίζεται μερικές φορές η κοινωνική αντίδραση και στην περίπτωση ακόμη, κατά την οποία αθωώθηκε τελικά κάποιος από την ποινική κατηγορία, που του είχε αποδοθεί. Πόσοι θα πήγαιναν, αλήθεια, την ανήλικη κόρη τους να της κάνει φροντιστήριο στα μαθηματικά ο καθηγητής εκείνος, ο οποίος κατηγορήθηκε για βιασμό ή αποπλάνηση μιας άλλης ανήλικης μαθήτριας, αλλά τελικά αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών για την πράξη του; Σπάνια θα βρεθεί άνθρωπος, που θα ήταν διατεθειμένος να αναλάβει επάνω του τον κίνδυνο μιας δικαστικής πλάνης ή μιας αδικαιολόγητης ή διαβλητής αθώωσης.
Από τις προεκτεθείσες σκέψεις γίνεται φανερό ότι η εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, ανεξάρτητα ακόμη και από το τελικό αποτέλεσμα αυτής της εφαρμογής, έχει μια μεγαλύτερη ή μικρότερη στιγματική λειτουργία. Το Ποινικό Δίκαιο «λερώνει», αφήνει «μουτζούρες», πράγμα που δεν μπορούν βέβαια να κάνουν οι άλλοι κλάδοι του δικαίου. Και για να γίνει πιο παραστατική η σχετική επιχειρηματολογία, ας παρομοιάσουμε το Ποινικό Δίκαιο με ένα μεγάλο, δυό τόσα μέτρα ψηλό, «σωλήνα», ο οποίος στα τοιχώματά του έχει παχειές «μουτζούρες», σαν αυτές που υπάρχουν στις «καπνοδόχους». Και ας φαντασθούμε τον κατηγορούμενο σαν έναν άνθρωπο ντυμένο με ένα «ολόλευκο ένδυμα», που συμβολίζει την καθαρότητα της κοινωνικής του υπόληψης πριν τον ακουμπήσει το Ποινικό Δίκαιο. Εάν υποχρεώσουμε τον άνθρωπο αυτό να διέλθει από τη μια άκρη στην άλλη του «σωλήνα», πόσες πιθανότητες έχει αλήθεια το «ένδυμά» του να μείνει ακηλίδωτο; Τις ίδιες ακριβώς πιθανότητες για να μείνει ανέγγιχτος από τον κοινωνικό στιγματισμό έχει και ο υφιστάμενος την δοκιμασία της ποινικής δίωξης κατηγορούμενος. Όσο περισσότερο μένει ή όσο βαθύτερα χώνεται κάποιος στο «σωλήνα» και όσο ισχυρότεροι είναι οι κραδασμοί του «σωλήνα» αυτού, τόσο εντονότερος εμφανίζεται και ο σχετικός στιγματισμός.
Η εν λόγω ιδιορρυθμία του Ποινικού Δικαίου στέλνει τα μηνύματά της σε όλους τους εμπλεκομένους στον μηχανισμό της ποινικής καταστολής και ιδιαίτερα σε εκείνους που ασκούν την ποινική δίωξη ή εμπλέκονται σε αυτήν στα πρώτα στάδιά της και τους υποδεικνύει να εξετάζουν με επιμέλεια και σχολαστικότητα τα στοιχεία των ποινικών υποθέσεων, έτσι ώστε να αποφεύγεται, όπου αυτό είναι εφικτό, η αβασάνιστη παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη, πράγμα που έχει ως συνέπεια την έκθεσή τους στον μικρότερο ή μεγαλύτερο κάθε φορά κίνδυνο του κοινωνικού στιγματισμού τους.
Σελ. 16
5. Η λειτουργία της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών («κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο»)
24 Η πρακτικά σπουδαιότερη ιδιορρυθμία του Ποινικού Δικαίου προέρχεται από την λειτουργία της εν λόγω αρχής, την οποία θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω (α.π. 84 επ.), και η οποία διατρέχει όλους τους θεσμούς του Ποινικού Δικαίου επηρεάζοντας αποφασιστικά όχι μόνο τη νομοτυπική τους διαμόρφωση, αλλά και την ερμηνεία και εφαρμογή τους. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα της αρνητικής, κατά κανόνα, στάσεως που τηρεί το Ποινικό Δίκαιο έναντι του εθίμου. Ενώ δηλ. στους άλλους κλάδους του δικαίου (βλ. π.χ. άρ. 2 ΑΚ) το έθιμο αποτελεί αυτονόητη και εξίσου σπουδαία, όπως και ο νόμος, πηγή κανόνων δικαίου, στο Ποινικό Δίκαιο αυτό είναι ανεπίτρεπτο από την αρχή της νομιμότητας, λόγω ακριβώς της ρευστότητας της ύλης του εθίμου, το οποίο από τη φύση του δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή βάση του αξιοποίνου. Μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να λειτουργήσει το έθιμο στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Γι’ αυτές όμως τις προϋποθέσεις θα γίνει λόγος στην οικεία θέση πιο κάτω (α.π. 86).
6. Η περιοριστική ερμηνεία των κυρωτικών ποινικών κανόνων
25 Κατά την ερμηνεία των κυρωτικών ποινικών κανόνων (α.π. 41) μπορεί κατά βάση να ισχύουν, όπως θα δούμε πιο κάτω (α.π. 58), οι γνωστοί ερμηνευτικοί κανόνες, που εφαρμόζονται και στους άλλους κανόνες των υπολοίπων κλάδων του δικαίου, ωστόσο υπάρχουν σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικές αποκλίσεις, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας στο Ποινικό Δίκαιο της προαναφερθείσης αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών. Μια από τις αποκλίσεις αυτές εμφανίζεται π.χ. στην εφαρμογή της αναλογίας. Ενώ δηλ. την αναλογία, που είναι, ως γνωστόν, μια γενικά αναγνωρισμένη ερμηνευτική μέθοδος για την κάλυψη των λογικών και μη ηθελημένων κενών της νομοθεσίας, την αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα όλοι οι άλλοι κλάδοι του δικαίου, το Ποινικό Δίκαιο την απορρίπτει και μόνο κατ’ εξαίρεση την αποδέχεται, όταν αυτή αποβαίνει προς όφελος του κατηγορούμενου.
IV. Σχέση ανάμεσα στο ποινικό, στο αστικό και στο πειθαρχικό αδίκημα
26 Η έννοια του αδικήματος δεν εμφανίζεται μόνο στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Την συναντάει κάποιος και στο Αστικό Δίκαιο, αλλά και σε άλλους κλάδους του δικαίου, ιδίως στο Διοικητικό Δίκαιο, οπότε πέρ’ από το ποινικό αδίκημα υπάρχει και το αστικό αδίκημα, αλλά και το πειθαρχικό αδίκημα. Τίθεται λοιπόν εδώ το ερώτημα, ποιά είναι η σχέση, που συνδέει όλες αυτές τις έννοιες του αδικήματος και σε τι συνίσταται η υπάρχουσα διαφορά ανάμεσα στο ποινικό αδίκημα και στα άλλα είδη του αδικήματος.
Σελ. 17
Κατ’ αρχάς όλες οι έννοιες του αδικήματος συναντώνται σε ένα κοινό σημείο: Αποτελούν έκφραση ορισμένης συμπεριφοράς, η οποία παραβιάζει κάποιον επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα (α.π. 45), κάποιον δηλ. κανόνα, ο οποίος μας λέει τι πρέπει ή δεν πρέπει να πράξουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Παραδείγματα: Ένας επιτακτικός κανόνας του Διοικητικού Δικαίου λέει ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να πηγαίνουν κανονικά κάθε μέρα στην υπηρεσία τους και να είναι συνεπείς στα καθήκοντά τους και ευπρεπείς απέναντι στους πολίτες, ενώ ένας απαγορευτικός κανόνας του ιδίου κλάδου δικαίου απαγορεύει στους δημοσίους υπαλλήλους να ασχολούνται με ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα. Κάθε δημόσιος υπάλληλος, που παραβαίνει τον ένα ή τον άλλο κανόνα, διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα υποκείμενος στις κυρώσεις που προβλέπει το Διοικητικό Δίκαιο.
Επίσης ένας επιτακτικός κανόνας του Αστικού Δικαίου μας λέει ότι πρέπει να είμαστε συνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις, που αναλαμβάνουμε και να πληρώνουμε κανονικά τα χρέη μας, ενώ ένας απαγορευτικός κανόνας του δικαιϊκού αυτού κλάδου μας απαγορεύει να πετούμε σκουπίδια και άλλα πράγματα στα γειτονικά ακίνητα. Κάθε πολίτης, που παραβαίνει αυτόν ή εκείνον τον αστικό κανόνα, διαπράττει αστικό αδίκημα.
Τέλος ένας επιτακτικός κανόνας του Ποινικού Δικαίου ζητεί από τους πολίτες να σπεύδουν να λυτρώσουν κάποιον συνάνθρωπό τους από τον κίνδυνο ζωής, που διατρέχει, ενώ ένας απαγορευτικός κανόνας απαγορεύει να σκοτώνουμε άλλον άνθρωπο. Και σε αυτή την περίπτωση κάθε πολίτης που παραβαίνει έτσι ή αλλιώς τον ποινικό νόμο, τελεί ποινικό αδίκημα.
Η παράβαση επομένως κάποιου κανόνα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε είδους αδικήματος. Η βασική αυτή ομοιότητα όλων των εννοιών του αδικήματος δεν αλλοιώνεται από το γεγονός ότι κάθε κλάδος του δικαίου συνοδεύει με διαφορετικό είδος κυρώσεων την παράβαση των κανόνων του.
Το ποινικό όμως αδίκημα δεν έχει μόνον ομοιότητα, αλλά και τεράστια διαφορά από τα άλλα είδη του αδικήματος. Και η διαφορά αυτή είναι βέβαια ποιοτική. Για την κατάδειξη ωστόσο της ποιοτικής διαφοράς, που υπάρχει ανάμεσα στο ποινικό αδίκημα από τη μια μεριά και στο αστικό ή στο διοικητικό αδίκημα από την άλλη, δεν είναι επαρκής η αναφορά στην ιδιορρυθμία των συνεπειών της παράβασης του ποινικού αδικήματος. Ούτε είναι ασφαλώς πειστική η επίκληση της διαφορετικότητας των οργάνων και της διαδικασίας επιβολής των ποινικών κυρώσεων ή του κριτηρίου της κοινωνικοηθικής απαξίας της συμπεριφοράς, που προσβάλλει τα προστατευόμενα από τους ποινικούς κανόνες έννομα αγαθά (α.π. 28, 78). Τα ίδια περίπου επιχειρήματα θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος, για να προβάλει την ακριβώς αντίθετη άποψη περί ποσοτικής διαφοράς ανάμεσα στο ποινικό αδίκημα και στα άλλα είδη του αδικήματος, αφού και στους άλλους κλάδους του δικαίου προστατεύονται με τους κανόνες τους έννομα αγαθά (σε πρώιμο όμως στάδιο), αλλά και η παράβαση των κανόνων αυτών
Σελ. 18
αποκαλύπτει την κοινωνικό-ηθική απαξία της σχετικής συμπεριφοράς, που είναι αντίθετη προς αυτούς. Δεν υπάρχει άλλωστε παράβαση, που να μην έχει μέσα της κοινωνικό-ηθική απαξία.
Για να τεκμηριωθεί συνεπώς η άποψη της ποιοτικής διαφοράς, που υπάρχει ανάμεσα στο ποινικό αδίκημα αφ’ ενός και στο αστικό ή στο διοικητικό αδίκημα αφ’ ετέρου, πρέπει να αναζητηθεί αυτό το κάτι άλλο, που υπάρχει μόνο στο ποινικό αδίκημα, ενώ λείπει από τα αδικήματα των υπολοίπων κλάδων του δικαίου. Και αυτό το κάτι άλλο είναι η ένταση, που παίρνει η κοινωνικό-ηθική απαξία της συμπεριφοράς του δράστη στο ποινικό αδίκημα. Ο ποινικός νομοθέτης δεν παρεμβαίνει και δεν πρέπει να παρεμβαίνει σε κάθε περίπτωση παράβασης κάποιου κανόνα, αλλά μόνο τότε, όταν η παράβαση αυτή λαμβάνει τη μορφή μιας αφόρητης για την κοινωνική συμβίωση κατάστασης. Όπου λείπει το στοιχείο αυτό του αφόρητου, το πράγμα αντιμετωπίζεται και πρέπει να αντιμετωπίζεται με τα άλλα είδη των κυρώσεων της νομοθεσίας, οι οποίες μας οδηγούν φυσικά στις αντίστοιχες εξωποινικές έννοιες του αδικήματος.
Με βάση επομένως τις σκέψεις αυτές και σε συνδυασμό με όσα αναφέραμε πιο πάνω για τις ιδιορρυθμίες του Ποινικού Δικαίου πρέπει να γίνει δεκτό ότι ανάμεσα στο ποινικό και στα άλλα αδικήματα η διαφορά, που υπάρχει δεν είναι ποσοτική, αλλά ποιοτική (σύμφωνοι με την άποψη αυτή Ι. Μανωλεδάκης, Επιτομή, 1992, σελ. 8 α.π. 26. Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ι, 2010, σελ. 48. Βλ. όμως αντιθέτως υπέρ της ποσοτικής διαφοράς Ν. Ανδρουλάκη, ΓενΜ Ι, 2006, σελ. 7. Ν. Χωραφά, 1978, σελ. 137. Πρβλ. Χ. Μυλωνόπουλου, ΓενΜ Ι, 2007, σελ. 386). Άλλη απαξιολογική σημασία έχει π.χ. η κλοπή χιλίων δραχμών και άλλη η αθέτηση μιας αστικής υποχρέωσης με χρηματικό αντικείμενο πολλαπλάσιας αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών. Και το ίδιο ισχύει ασφαλώς για τη σύγκριση μιας χρηματικής ποινής πενήντα χιλιάδων δραχμών και ενός διοικητικού προστίμου πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Όσο κι’ αν φαίνεται παράξενο, τα ποινικά μεγέθη με τη μικρότερη χρηματική αξία έχουν ποιοτικά μεγαλύτερη βαρύτητα από τα αντίστοιχα μεγέθη των υπολοίπων κλάδων του δικαίου, έστω και εάν τα τελευταία υπερβαίνουν πολύ σε ποσότητα χρημάτων τα πρώτα. Ποιοτικά επίσης άλλο πράγμα είναι η παράβαση καθήκοντος, όπως μας την προσδιορίζει το άρ. 259 του ΠΚ, και άλλο ασφαλώς πράγμα η παράβαση καθήκοντος, όπως την βλέπει το Διοικητικό Δίκαιο. Την διαφορά τους μπορεί να την εντοπίσει κάποιος κι εδώ, εάν παρατηρήσει τα πράγματα με το φακό της έντασης της κοινωνικοηθικής απαξίας της συμπεριφοράς.
Το στοιχείο αυτό της έντασης της κοινωνικό-ηθικής απαξίας της συμπεριφοράς σε συνδυασμό με τη φύση και τη λειτουργία της προβλεπομένης γι’ αυτήν κύρωσης μας βοηθάει να δούμε τα πράγματα κι’ από την άλλη τους όψη: να ελέγξουμε τη συμφωνία μεταξύ «ετικέτας» και περιεχομένου στις διάφορες κυρώσεις της νομοθεσίας μας. Διότι δεν είναι σπάνιες οι φορές, κατά τις οποίες οι «ετικέτες» αυτές είναι παραπλανητικές, αφού εμφανίζουν ως διοικητικές κυρώσεις, τις κυρώσεις εκείνες, οι οποίες στην ουσία έχουν ποινικό χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τους σκοπούς, που επιδιώκει ο νομοθέτης
Σελ. 19
με τις ψευδεπίγραφες αυτές επιλογές του, αποτελεί πάντως γεγονός αναμφισβήτητο ότι η σχετική μεθόδευση παρακάμπτει στην πράξη τον εγγυητικό ιστό, που περιβάλλει το ποινικό φαινόμενο και πρέπει για τον λόγο αυτό να καταγγέλλεται, όπου εντοπίζεται.
Επομένως συμπεριφορές, οι οποίες λαμβάνουν τη μορφή μιας αφόρητης για την κοινωνική συμβίωση κατάστασης και κυρώσεις, που έχουν εξουθενωτικό και στιγματικό χαρακτήρα για τον πολίτη, πέρα από τις «ταμπέλλες», που μπορεί να τους βάλει κάποιος, συνιστούν στην ουσία τους ποινικά μεγέθη και ως τέτοια πρέπει να αξιολογούνται με τα κριτήρια, που θέτει η αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών (α.π. 84).
V. Αποστολή ή κοινωνική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου
27 Όπως κάθε τμήμα του δικαίου, έτσι και το Ποινικό Δίκαιο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά υπάρχει για να υπηρετεί ορισμένες ανάγκες. Η ένταξη του Ποινικού Δικαίου στην υπηρεσία αυτών των αναγκών προσδιορίζει και την κοινωνική λειτουργία ή αποστολή του, η οποία, σύμφωνα με την κρατούσα στην επιστημονική θεωρία άποψη, συνίσταται: Α. Στην προστασία των εννόμων αγαθών και Β. Στην διασφάλιση του ατόμου από τον κίνδυνο της κρατικής αυθαιρεσίας.
1. Η προστατευτική των εννόμων αγαθών λειτουργία του Ποινικού Δικαίου
28 Η πρώτη βασική κοινωνική λειτουργία, που επιτελεί το Ποινικό Δίκαιο, έχει ως αντικείμενό της τον καθορισμό και στη συνέχεια την προστασία των εννόμων αγαθών του ατόμου ή της κοινωνικής ολότητας. Και όταν μιλούμε για έννομα αγαθά, εννοούμε στην ουσία, όπως θα δούμε και πιο κάτω (α.π. 78), ορισμένα αγαθά ή ορισμένες κοινωνικό-ηθικές αξίες, οι οποίες προστατεύονται με τα μέσα της ποινικής καταστολής. Τις αξίες αυτές δεν τις βγάζει βέβαια ο ποινικός νομοθέτης από το μυαλό του, αλλά τις βρίσκει έτοιμες, τις παίρνει δηλ. από τον «σωρό» των κοινωνικό-ηθικών αξιών, που έχει διαμορφώσει η συγκεκριμένη κοινωνία, από την οποία προέρχεται και ο ίδιος νομοθέτης και την αρμονική συμβίωση της οποίας επιδιώκει να εξυπηρετήσει με τις ρυθμίσεις του.
Δεν γίνονται έννομα αγαθά όλες οι κοινωνικό-ηθικές αξίες του «σωρού», διότι αποστολή του Ποινικού Δικαίου δεν είναι να προστατεύσει τις ηθικές αξίες μιας κοινωνίας. Αυτό είναι έργο της κοινωνικής ηθικής, όχι όμως του Ποινικού Δικαίου. Η σκέψη αυτή δεν εκφράζει ασφαλώς μιαν αρνητική αξιολογική στάση, μια περιφρόνηση δηλ. του Ποινικού Δικαίου απέναντι στην Ηθική και θα ήταν λάθος να την αντιληφθεί κάποιος έτσι. Υποδηλώνει απλά ότι άλλο πράγμα είναι η Ηθική και άλλο πράγμα το Ποινικό Δίκαιο. Ωστόσο το γεγονός ότι το υλικό του Ποινικού Δικαίου προέρχεται από τον «σωρό» των κοινωνικό-ηθικών αξιών μας αποκαλύπτει ότι το Ποινικό Δίκαιο πε-
Σελ. 20
ριέχει μέσα του ένα κομμάτι κοινωνικής Ηθικής. Το γεγονός όμως αυτό δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει στην ταύτιση των δύο εννοιών, του Ποινικού δηλ. Δικαίου και της Ηθικής. Δίκαιο και Ηθική αποτελούν αλληλοτεμνόμενους, αλλά όχι απολύτως συμπίπτοντες κύκλους. Όσοι επεδίωξαν στην ιστορική πορεία του ανθρώπου να βάλουν το Ποινικό Δίκαιο να κάνει τον «Χωροφύλακα της Ηθικής» επεσώρευσαν μόνο δεινά στην ανθρωπότητα. Τις «ηθικολογίες» με το «μαστίγιο» του Ποινικού Δικαίου, που εξεδήλωσαν κατά καιρούς οι διάφοροι «κοσμοδιορθωτές» ή «σωτήρες» τις πλήρωσε με πολύ αίμα και με πολύ δάκρυ η ανθρωπότητα!
Η επιλογή των κοινωνικό-ηθικών αξιών, που αναβαθμίζονται σε έννομα αγαθά, γίνεται από την άρχουσα κοινωνική ομάδα, η οποία έχει την εξουσία στα χέρια της και μπορεί να νομοθετεί. Επομένως η επιλογή αυτή είναι έκφραση των ιδεολογικό – πολιτικών συσχετισμών, που επικρατούν τη δεδομένη στιγμή μέσα στη συγκεκριμένη κοινωνία. Εάν εξαιρέσει κάποιος τις βασικές κοινωνικό-ηθικές αξίες, όπως είναι π.χ. η ζωή, η υγεία, η τιμή κ.λπ., που είναι κοινά αποδεκτές από όλα τα κοινωνικό-πολιτικά συστήματα, διότι χωρίς τον σεβασμό των αξιών αυτών δεν μπορεί να υπάρξει αρμονική κοινωνική συμβίωση, από εκεί και πέρα η επιλογή των υπολοίπων κοινωνικό-ηθικών αξιών, που θα «μεταβαπτισθούν» σε έννομα αγαθά, φυσικό είναι να «χρωματίζεται» ιδεολογικά από τις αντίστοιχες ιδεολογικό-πολιτικές αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας, που ασκεί την εξουσία. Φιλελεύθερες Κυβερνήσεις δίνουν φιλελεύθερο χαρακτήρα στις επιλογές τους, συντηρητικές αποτυπώνουν τον συντηρητισμό τους, ενώ μαρξιστικά καθεστώτα καθορίζουν αλλιώς τα πράγματα και τους κανόνες του παιγνιδιού.
Από αυτό όμως δεν επιτρέπεται να συναχθεί το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουν ορισμένοι θεωρητικοί, προεξάρχοντος του κορυφαίου ποινικολόγου Ι. Μανωλεδάκη (Επιτομή, 1992, σελ. 20 α.π. 28), ότι δηλ. το Ποινικό Δίκαιο επιτελεί και μια τρίτη κοινωνική λειτουργία: την ιδεολογική. Αποστολή του Ποινικού Δικαίου δεν είναι να παράγει ιδεολογία. Το Ποινικό Δίκαιο υπάρχει για να προστατεύει έννομα αγαθά και να διασφαλίζει ατομικές ελευθερίες. Στο δίπολο αυτό αναλώνεται ολόκληρη η κοινωνική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου. Βέβαια - και κατά τούτο έχει δίκιο ο Μανωλεδάκης - επειδή η επιλογή των κοινωνικό-ηθικών αξιών, που θα γίνουν έννομα αγαθά, επηρεάζεται, όπως είδαμε, από την ιδεολογία της κοινωνικής ομάδας, που ασκεί την εξουσία, έμμεσα προβάλλεται και η ιδεολογία της ομάδας, προς την οποία είναι υποχρεωμένοι οι κοινωνοί να συμμορφωθούν σεβόμενοι τις επιλογές της. Αυτή όμως η ιδεολογική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου δεν είναι άμεση, αλλά έμμεση, προκύπτει δηλ. από τα έννομα αγαθά, που επέλεξε να προστατεύσει ο ποινικός νομοθέτης. Άμεση ιδεολογική λειτουργία επιτελεί το Ποινικό Δίκαιο μόνο στα λεγόμενα ψευτοεγκλήματα (βλ. επίσης γι’ αυτά α.π. 358), στα εγκλήματα δηλ. εκείνα, τα οποία δεν προστατεύουν κοινωνικά μεγέθη, που είναι απαραίτητα για την αρμονική κοινωνική συμβίωση, αλλά μόνο τις ηθικές αξίες, που θέλει να προβάλει στους κοινωνούς ο ποινικός νομοθέτης υποχρεώνοντάς τους με την απειλή της τιμωρίας να τις σεβασθούν.