ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Κατ' άρθρο ερμηνεία

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 23.65€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 58,65 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18735
Δουβλέκας Γ., Κουτσαγγέλης Γ.
Μοροζίνης Π.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 704
  • ISBN: 978-960-654-936-6
Έχουν ήδη συμπληρωθεί 27 χρόνια από τη θέσπιση του ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ΣΠΚ), ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν 2287/1995. Με το συγκεκριμένο –αξιοθαύμαστης αντοχής στη φθορά του χρόνου- νομοθέτημα επιχειρήθηκε να εναρμονιστούν πλήρως οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης για τους στρατιωτικούς με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τις κρατούσες δομές και αντιλήψεις στο χώρο της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Στο διάστημα που διανύθηκε μέχρι σήμερα, έλαβαν χώρα ελάχιστες τροποποιήσεις –συμπληρώσεις των προβλέψεών  του, οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικά τις διατάξεις του 2ου Βιβλίου του ΣΠΚ (δικονομικές διατάξεις), ενώ παρέμειναν άθικτες οι σχετικές προβλέψεις του 1ου Βιβλίου (ουσιαστικές διατάξεις). 

Το βιβλίο «Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας - Κατ’ άρθρο ερμηνεία» επιχειρεί μια αναλυτική προσέγγιση του εννοιολογικού περιεχομένου των άρθρων του ΣΠΚ, τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού του μέρους, έχοντας ως εφαλτήριο το κρίσιμο νομικό μέγεθος του προστατευόμενου έννομου αγαθού, σεβόμενο τις ιδιομορφίες του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου νομοθετήματος, μη διστάζοντας να επισημάνει –όπου κατά την κρίση των συγγραφέων υπάρχουν- συγκεκριμένες οργανικές-συστημικές δυσλειτουργίες, φαινόμενα στατικότητας, μηχανιστικής αναπαραγωγής γραφειοκρατικών στερεότυπων και αδυναμίας παρακολούθησης των σύγχρονων αντιλήψεων, που κυριαρχούν σήμερα στο χώρο του ποινικού δικαίου. Παράλλημα επιδιώκεται η ανάδειξη της ιδιαίτερης σημασίας του συγκεκριμένου νομοθετήματος για την αποτελεσματική διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των μελών των ενόπλων δυνάμεων, εντός ενός πλαισίου πληρέστερης εξυπηρέτησης του λειτουργικού τους προορισμού. 

Η προσπάθεια που περιγράφηκε έχει ως αφετηρία τη σταθερή αναφορά στα πλούσια και ενδιαφέροντα νομολογιακά δεδομένα των στρατιωτικών δικαστηρίων, ενώ παρατίθενται και χρήσιμες αναφορές στην πρόσφατη βιβλιογραφία-αρθρογραφία.

Το έργο απευθύνεται σε κάθε μελετητή, αλλά κυρίως σε κάθε εφαρμοστή του δικαίου, παρέχοντάς του το απαραίτητο θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο για την ενασχόλησή του με θέματα του ΣΠΚ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XIX

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Α΄ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Αρθ. 1 Ορισµός στρατιωτικού εγκλήµατος 1

Αρθ. 2 Τοπικά όρια ισχύος του κώδικα 3

Αρθ. 3 Ισχύς διατάξεων του Ποινικού Κώδικα 4

Αρθ. 4 Φόβος 5

Αρθ. 5 Έννοια των όρων του Κώδικα 7

Αρθ. 6 Γενικές διατάξεις 28

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΙΝΕΣ

Αρθ. 7 Είδη ποινών 31

[Αρθ. 8 Επιβολή θανατικής ποινής] 31

Αρθ. 9 Καθαίρεση 31

Αρθ. 10 Έκπτωση 31

Αρθ. 11 Μετατροπή 34

Αρθ. 12 Αναστολή έκπτωσης 35

Αρθ. 13 Αναστολή απαγόρευσης διαµονής 35

Αρθ. 14 Εκτέλεση ποινών 35

Β΄ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Ι. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

Αρθ. 15 Προδοσία 38

Αρθ. 16 Παράδοση θέσης 44

Αρθ. 17 Συνθηκολόγηση σε µη οχυρωµένη θέση 45

Αρθ. 18 Απιστία Έλληνα στρατιωτικού 46

Αρθ. 19 Βλάβη συγκοινωνιών 48

Αρθ. 20 Βλάβη ηλεκτρονικών και άλλων µέσων πληροφοριών 50

Αρθ. 21 Βλάβη στρατιωτικών πραγµάτων 52

ΙΙ. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ

Αρθ. 22 Αθέµιτη συλλογή πληροφοριών 56

Αρθ. 23 Είσοδος σε απαγορευµένους τόπους 60

Αρθ. 24 Είσοδος εχθρού σε απαγορευµένους τόπους 63

Αρθ. 25 Παράνοµες απεικονίσεις και παρακολουθήσεις 65

Αρθ. 26 Παράνοµες επικοινωνίες 67

Αρθ. 27 Πληροφορίες στον εχθρό από αιχµαλώτους 68

Αρθ. 28 Βοήθεια σε κατάσκοπο 70

Αρθ. 29 Προσφορά σε προδοσία και κατασκοπεία 71

Αρθ. 30 Απόπειρα και προπαρασκευή προδοσίας και κατασκοπείας 72

Αρθ. 31 Μη αναγγελία προδοσίας ή κατασκοπείας 72

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ

Αρθ. 32 Ανυποταξία 74

Αρθ. 33 Λιποταξία στο εσωτερικό 103

Αρθ. 34 Τροποποίηση προθεσµιών 113

Αρθ. 35 Οµαδική λιποταξία 113

Αρθ. 36 Λιποταξία στο εξωτερικό 114

Αρθ. 37 Αυθόρµητη επάνοδος λιποτάκτη 118

Αρθ. 38 Λιποταξία ενώπιον του εχθρού 118

Αρθ. 39 Αυτοµολία 119

Αρθ. 40 Διευκόλυνση, πρόκληση ή διέγερση 122

Αρθ. 41 Υπόθαλψη 123

Αρθ. 42 Πρόκληση ανικανότητας 125

Αρθ. 43 Προσποίηση ανικανότητας 129

Αρθ. 44 Αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας 132

Αρθ. 45 Γενική διάταξη 135

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ

Αρθ. 46 Στάση 136

Αρθ. 47 Οµαδική απείθεια 140

Αρθ. 48 Ένωση για στάση 144

Αρθ. 49 Μη αναγγελία στάσης 145

Αρθ. 50 Παράλειψη καταστολής στάσης ή οµαδικής απείθειας 147

Αρθ. 51 Αντίσταση 148

Αρθ. 52 Παράλειψη καταστολής αντίστασης 152

Αρθ. 53 Ανυπακοή 153

Αρθ. 54 Ανυπακοή σε διαταγή για αναχώρηση 163

Αρθ. 55 Παράβαση και εκβίαση στρατιωτικής εντολής 167

Αρθ. 56 Παράβαση στρατιωτικής εντολής από αµέλεια 176

Αρθ. 57 Βιαιοπραγία, εξύβριση και δυσφήµηση του Προέδρου της Δηµοκρατίας 177

Αρθ. 58 Προσβολή σηµαίας ή στρατού 179

Αρθ. 59 Βιαιοπραγία κατά ανωτέρου ή κατωτέρου 187

Αρθ. 60 Εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου 193

Αρθ. 61 Λόγος µη επιβολής ποινής 193

Αρθ. 62 Δυσφήµηση ανωτέρου ή κατωτέρου 203

Αρθ. 63 Γενική διάταξη 211

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Αρθ. 64 Εξύβριση σκοπού ή φρουρού 213

Αρθ. 65 Βιαιοπραγία κατά σκοπού 214

Αρθ. 66 Άσκοποι πυροβολισµοί 218

Αρθ. 67 Μέθη εν υπηρεσία 222

Αρθ. 68 Αντιποίηση στολής ή εµβληµάτων 226

Αρθ. 69 Παράνοµη ανάληψη ή διατήρηση αρχηγίας 228

Αρθ. 70 Αυθαίρετη εχθροπραξία 229

Αρθ. 71 Παράταση εχθροπραξιών 230

Αρθ. 72 Αθέµιτες διαταγές 231

Αρθ. 73 Υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας 235

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

Αρθ. 74 Εγκατάλειψη θέσης από σκοπό 241

Αρθ. 75 Ύπνος σκοπού 246

Αρθ. 76 Εγκατάλειψη φυλακής, θέσης ή περιοχής προς επιτήρηση 247

Αρθ. 77 Μη προσέλευση σε συναγερµό 254

Αρθ. 78 Καθυστέρηση σε πορεία 255

Αρθ. 79 Παράλειψη προπαρασκευής από αµέλεια 256

Αρθ. 80 Καθυστέρηση συµµετοχής σε µάχη 257

Αρθ. 81 Παράλειψη προµήθειας εφοδίων 258

Αρθ. 82 Εγκατάλειψη αρχηγίας ή σχηµατισµού 259

Αρθ. 83 Παραβάσεις ως προς τα φώτα 260

Αρθ. 84 Παράλειψη στρατιωτικού καθήκοντος ενώπιον του εχθρού 262

Αρθ. 85 Παράλειψη εποπτείας 263

Αρθ. 86 Παραβάσεις περί την απονοµή της δικαιοσύνης 264

Αρθ. 87 Μη καταγγελία στρατιωτικών εγκληµάτων 269

Αρθ. 88 Παρακώλυση άσκησης δικαιωµάτων 272

Αρθ. 89 Ελευθέρωση και απόκρυψη κρατουµένου 281

Αρθ. 90 Απόδραση κρατουµένου 283

Αρθ. 91 Βίαιη απόδραση κρατουµένων 288

Αρθ. 92 Ελευθέρωση αιχµαλώτου 289

Αρθ. 93 Απόκρυψη αιχµαλώτου 290

Αρθ. 94 Μη τήρηση του πλοίου σε θέση µάχης 290

Αρθ. 95 Πρόκληση πανικού ή αταξίας 291

Αρθ. 96 Υποστολή σηµαίας 291

Αρθ. 97 Πρόωρη εγκατάλειψη πλοίου ή αεροσκάφους 291

Αρθ. 98 Εγκατάλειψη πλοίου ή τόπου ναυαγίου χωρίς διαταγή 292

Αρθ. 99 Αποχωρισµός πλοίου από το πλοίο του αρχηγού 292

Αρθ. 100 Παράλειψη προσπάθειας προς συνένωση 292

Αρθ. 101 Εγκατάλειψη συνοδείας 292

Αρθ. 102 Εγκατάλειψη συνοδείας από αµέλεια 293

Αρθ. 103 Απώλεια ή βλάβη πλοίου ή αεροσκάφους 293

Αρθ. 104 293

Αρθ. 105 Πυρκαγιά σε πλοίο από αµέλεια 309

Αρθ. 106 Πρόσκρουση ή πτώση αεροσκάφους από αµέλεια 310

Αρθ. 107 Εγκατάλειψη πλοίου από πλοηγό 311

Αρθ. 108 Παραπλάνηση πλοίου από πλοηγό 312

Αρθ. 109 Πλοηγία σε εχθρικό πλοίο 313

Αρθ. 110 Απώλεια πλοίου νηοποµπής 314

Αρθ. 111 Αποχωρισµός από συνοδεία 314

Αρθ. 112 Γενική διάταξη 315

Αρθ. 113 Ανυπακοή πλοιάρχου ή κυβερνήτη 315

Αρθ. 114 Μη χρησιµοποίηση όλων των µέσων για διάσωση πλοίου 316

Αρθ. 115 Παράλειψη παροχής βοήθειας σε πλοίο 317

Αρθ. 116 Απαγορευµένο άναµµα φωτιάς 318

Αρθ. 117 Εισαγωγή επικίνδυνων υλών 318

Αρθ. 118 Ένωση κατά της εξουσίας του κυβερνήτη 319

Αρθ. 119 Κατάληψη νοσοκοµειακού ή επίθεση εναντίον του 319

Αρθ. 120 Παράνοµη επιβίβαση επιβατών και φόρτωση εµπορευµάτων 321

Αρθ. 121 Παραβάσεις κατά τη συντήρηση αεροσκαφών 321

Αρθ. 122 Παράλειψη παροχής βοήθειας 321

Αρθ. 123 Παράλειψη αναζήτησης αεροσκάφους 322

Αρθ. 124 Εγκατάλειψη αεροσκάφους ή τόπου προσγείωσης χωρίς διαταγή 322

Αρθ. 125 Σωµατική βία ή απειλή εναντίον κυβερνήτη 322

Αρθ. 126 Ανυπακοή σε διαταγή του κυβερνήτη 322

Αρθ. 127 Παράβαση κανονισµών εναέριας κυκλοφορίας 323

Αρθ. 128 Απόρριψη αντικειµένων από αεροσκάφος 323

Αρθ. 129 Μετάδοση ψευδούς σήµατος 324

Αρθ. 130 Είσοδος χωρίς άδεια σε απαγορευµένο χώρο αεροδροµίου 324

Αρθ. 131 Τοποθέτηση εµποδίων σε τόπους κίνησης αεροσκαφών 325

Αρθ. 132 Μη τήρηση εγγράφων ή σηµάτων 325

Αρθ. 133 Παραβάσεις σχετικές µε απαγορευµένη περιοχή 325

Αρθ. 134 Διέλευση πάνω από ξένο έδαφος ή προσγείωση σε µη προσδιορισµένους τόπους 326

Αρθ. 135 Παράνοµη χρήση αεροσκάφους 326

Αρθ. 136 Παράνοµη παραχώρηση αεροσκάφους 327

Αρθ. 137 Παράνοµη παραχώρηση χρήσης συσκευής ασυρµάτου 327

Αρθ. 138 Πρόκληση κατάληψης ή καταστροφής αεροσκάφους 327

Αρθ. 139 Πρόκληση καταστροφής ή κατάληψης υλικού του στρατού από ουδέτερο κράτος 327

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ

Αρθ. 140 Αποσφράγιση, υπεξαγωγή ή καταστροφή εγγράφων ή άλλων αντικει­µένων 329

Αρθ. 141 Απώλεια απορρήτων 331

Αρθ. 142 Παράλειψη διασφάλισης απορρήτων 333

Αρθ. 143 Μυστικές πληροφορίες στρατιωτικής σηµασίας 334

Αρθ. 144 Μετάδοση στρατιωτικών µυστικών 335

Αρθ. 145 Ανακοίνωση στρατιωτικών πληροφοριών 339

Αρθ. 146 Υπεξαίρεση ή φθορά ναυτιλιακών εγγράφων 341

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Αρθ. 147 Κλοπή και υπεξαίρεση στρατιωτικών πραγµάτων 343

Αρθ. 148 Πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, νόθευση κλπ 376

Αρθ. 149 Σύληση νεκρού και κλοπή κατά πληγωµένου ή ναυαγού 385

Αρθ. 150 Διαρπαγή σε εχθρικό έδαφος 386

Αρθ. 151 Ενεχυρίαση 387

Αρθ. 152 Εκµετάλλευση εµπιστευµένων 388

Αρθ. 153 Αγορά, απόκρυψη ή αποδοχή ως ενεχύρου 398

Αρθ. 154 Νοθεία 399

Αρθ. 155 Κλοπή σε πλοίο αιχµαλωτισµένο 400

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ - ΑΜΑΧΟΙ

Αρθ. 156 Εξύβριση, απειλή ή βιαιοπραγία κατά αιχµαλώτου 415

Αρθ. 157 Ωµότητες εναντίον αιχµαλώτου 416

Αρθ. 158 Προσβολή της θρησκείας αιχµαλώτου 419

Αρθ. 159 Εξαναγκασµός αιχµαλώτου σε παροχή πληροφοριών 420

Αρθ. 160 Κλοπή σε βάρος αιχµαλώτου 422

Αρθ. 161 Βιαιοπραγία εναντίον αµάχων 423

Αρθ. 162 Εξύβριση, απειλή ή βιαιοπραγία από αιχµάλωτο 425

Αρθ. 163 Ανυπακοή αιχµαλώτου 427

Αρθ. 164 Στάση αιχµαλώτων 429

Αρθ. 165 Οµαδική απείθεια αιχµαλώτων 430

Αρθ. 166 Παράβαση διαταγών αρχηγού 430

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Αρθ. 167 Δικαστήρια 436

Αρθ. 168 Ίδρυση, λειτουργία 448

Αρθ. 169 Δικαστικά καταστήµατα 450

Αρθ. 170 Διαρρύθµιση αιθουσών 450

Αρθ. 171 Τοποθέτηση στρατιωτικών δικαστών 451

Αρθ. 172 Σύνθεση στρατοδικείων 453

Αρθ. 173 Αναπλήρωση προέδρου 457

Αρθ. 174 Aναπλήρωση εισαγγελέα 457

Αρθ. 175 Καθήκοντα εισαγγελέων και ανακριτών 459

Αρθ. 176 Βαθµός και αναπλήρωση ανακριτή 464

Αρθ. 177 Αναπλήρωση δικαστικών λειτουργών 465

Αρθ. 178 Συγκρότηση στρατοδικείου - Βαθµός προέδρου και µελών 466

Αρθ. 179 Σύνθεση µε συγκατηγορουµένους διαφόρου βαθµού και σε περίπτωση συνάφειας 470

Αρθ. 180 Σύνθεση µε κατηγορούµενο απόστρατο στρατιωτικό 471

Αρθ. 181 Σύνθεση µε κατηγορούµενο αιχµάλωτο 472

Αρθ. 182 Συµπάρεδρα µέλη 472

Αρθ. 183 Ορκωµοσία στρατοδικών 473

Αρθ. 184 Δικαστικός γραµµατέας 474

Αρθ. 185 Αναπλήρωση του γραµµατέα 475

Αρθ. 186 Γραµµατέας συµβουλίου 475

Αρθ. 187 Σύνθεση Αναθεωρητικού Δικαστηρίου 476

Αρθ. 188 Συγκρότηση 477

Αρθ. 189 Αναπλήρωση προέδρου 477

Αρθ. 190 Αναπλήρωση εισαγγελέα 478

Αρθ. 191 Αναπλήρωση των µελών 478

Αρθ. 192 Γραµµατεία 480

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Αρθ. 193 Δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων 481

Αρθ. 194 Αρµοδιότητα των στρατοδικείων 504

Αρθ. 195 Συµµετοχή στρατιωτικών και ιδιωτών 505

Αρθ. 196 Συµµετοχή στρατιωτικών διαφορετικών κλάδων 511

Αρθ. 197 Αρµοδιότητα επί συναφών, κατ’ εξακολούθηση και διαρκών εγκληµάτων 512

Αρθ. 198 Αρµοδιότητα καθ’ ύλη 517

Αρθ. 199 Τοπική αρµοδιότητα 521

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

Αρθ. 200 524

Αρθ. 201 Προανάκριση 528

Αρθ. 202 Σύλληψη ή προσωρινή κράτηση στρατιωτικού 535

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

Αρθ. 203 Ποια επιτρέπονται 536

Αρθ. 204 Κατά βουλευµάτων 539

Έφεση κατ’ αποφάσεων

Αρθ. 205 546

Αρθ. 206 548

Αρθ. 207 552

Αίτηση αναθεώρησης κατ’ αποφάσεων

Αρθ. 208 554

Αρθ. 209 558

Αρθ. 210 565

Αίτηση αναίρεσης κατ’ αποφάσεων

Αρθ. 211 571

Αρθ. 212 580

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Αρθ. 213 Εφαρµογή Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας 583

Αρθ. 214 Αντιστοιχία όρων 596

Αρθ. 215 Συνήγορος κατηγορουµένου 603

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Αρθ. 216 607

Αρθ. 217 608

Αρθ. 218 609

Αρθ. 219 Σύνθεση 610

Αρθ. 220 612

Αρµοδιότητα

Αρθ. 221 612

Αρθ. 222 613

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Αρθ. 223 614

Αρθ. 224 615

Αρθ. 225 620

Αρθ. 226 620

Αρθ. 227 622

Αρθ. 228 623

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρθ. 229 626

Αρθ. 230 626

Αρθ. 231 627

Αρθ. 232 627

ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

στο σχέδιο νόµου «Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας» 629

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

στο σχέδιο νόµου «Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας» 631

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 641

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΡΘΡΩΝ 651

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ 669

Σελ. 1

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Α΄ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

1 Γενικά χαρακτηριστικά: Η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί στον προσδιορισμό της έννοιας του στρατιωτικού εγκλήματος, συνδέοντας την έννοιά του όχι μόνο με την πρόβλεψή του στις διατάξεις του ΣΠΚ, αλλά και με την τιμώρησή του, την πρόβλεψη δηλαδή ποινής για την τέλεσή του. Η ιδιότητα του δράστη ως ιδιώτη ή στρατιωτικού είναι αδιάφορη, απλά αν ο δράστης ενός στρατιωτικού εγκλήματος είναι ιδιώτης, θα δικαστεί για την πράξη του αυτή από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Επομένως, αν μια πράξη δεν περιγράφεται μαζί με την ποινή της σε διάταξη του ΣΠΚ, δεν συνιστά στρατιωτικό έγκλημα: Όταν μόνο ένα -ή κανένα- από τα δύο αυτά στοιχεία (τυποποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς ή πρόβλεψη τιμωρίας) υπάρχει στο ΣΠΚ, έχουμε να κάνουμε με αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ή ποινικά αδιάφορη πράξη. Ελάχιστα χρειάζεται να επισημανθεί ότι στην έννοια της πράξης, ως αξιόποινης συμπεριφοράς στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1 ΣΠΚ, αν και δεν αναφέρεται ρητά, συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η παράλειψη, υπό την έννοια και τις προϋποθέσεις διαπίστωσής της, που περιγράφονται στην ερμηνευτική προσέγγιση και νομολογιακή επεξεργασία των άρθρων 14 παρ. 2 και 15 ΠΚ (άλλωστε, η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 3 ΣΠΚ, η οποία επεκτείνει την ισχύ των διατάξεων του ΠΚ, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, και στα στρατιωτικά εγκλήματα, ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης).

2 Ο ορισμός του άρθρου 1 διαφέρει από τον αντίστοιχο του ταυτάριθμου άρθρου του προϊσχύσαντος ΣΠΚ (ΑΝ 2803/41), καθόσον στο τελευταίο επιχειρούνταν σύνδεση του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως στρατιωτικού με την τιμώρησή του από τον Κώδικα, ανεξάρτητα από το εάν η ίδια η πράξη προβλεπόταν ως αξιόποινη από τον Κώδικα αυτόν. Η ανάγκη τήρησης και εφαρμογής της βασικής στο χώρο του ποινικού δικαίου αρχής nullum crimen nulla poene sine lege certa, όπως αυτή εξειδικεύεται στο άρθρο 7 παρ. 1 Σ, επιβάλλει την παραδοχή ότι η πράξη που τυποποιείται ως στρατιωτικό έγκλημα πρέπει να ορίζεται ρητά και με σαφήνεια, ώστε από την σχετική διάταξη να προκύπτει τόσο η ταυτότητα και τα στοιχεία της εγκληματικής συμπεριφοράς όσο και τα όρια της αντίστοιχης προσβολής. Είναι όμως προφανές ότι η νομοτεχνική κατασκευή του άρθρου 1 του παλαιού ΣΠΚ ευνοούσε την αλόγιστη δημιουργία λευκών ποινικών νόμων (αυτών στο περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται μόνο η επιβλητέα ποινή, ενώ ο προσδιορισμός των επιμέρους συστατικών όρων/στοιχείων του εγκλήματος παραπέμπεται σε άλλο κανονιστικό στοιχείο, π.χ. νόμο, διάταγμα, απόφαση, με χαρακτηριστικό-

Σελ. 2

τερο παράδειγμα αυτό του άρθρου 73 παρ. 2 του παλαιού ΣΠΚ, που τυποποιούσε ως αδίκημα την παράβαση στρατιωτικής εντολής, θεωρώντας ως τέτοια κάθε παράβαση των εντολών περί κυκλοφορίας των μηχανοκίνητων μέσων των ΕΔ). Στο νέο ΣΠΚ ο κίνδυνος αυτός επιχειρείται να αποφευχθεί τόσο με τη διαφοροποίηση του κατ’ άρθρο 1 ορισμού του στρατιωτικού εγκλήματος, όσο και με την συναφή πρόβλεψη του άρθρου 3, κατά το οποίο οι διατάξεις του γενικού και ειδικού μέρους του ΠΚ εφαρμόζονται, εφόσον δεν υπάρχει ρητή διαφορετική πρόβλεψη, και στα στρατιωτικά εγκλήματα, επομένως και στα μη γνήσια εξ αυτών, όπως π.χ. η εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου ή η στρατιωτική κλοπή ή υπεξαίρεση. Τούτο λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή ποινικής αοριστίας, αλλά και την ακριβέστερη οριοθέτηση του κάθε φορά προσβαλλόμενου έννομου αγαθού. Ακόμα όμως και η συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1 και 3 ΣΠΚ δεν μπορεί να θεραπεύσει οψιγενώς την εγγενή και μη συνάδουσα με την απαίτηση περί ασφάλειας δικαίου αοριστία της νομοτεχνικής διατύπωσης ορισμένων διατάξεων του Κώδικα (π.χ. άρθρα 15 περ. στ΄, 18, 50 παρ. 1, 58 ΣΠΚ). Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η -αρκετά συχνή στον ΣΠΚ, π.χ. στα αδικήματα της λιποταξίας ή ανυποταξίας-παραπομπή σε διατάξεις άλλων κανονιστικών πηγών (π.χ. της εκάστοτε ισχύουσας στρατολογικής νομοθεσίας) για τη συμπλήρωση του νόμου (και όχι για τον καθορισμό των συστατικών στοιχείων του, που είναι η διαμόρφωση του πρωταρχικού ποινικού κανόνα και η κύρωση της παραβίασής του) δημιουργεί το φαινόμενο -όχι λευκών, αλλά - χωλών ποινικών νόμων, το οποίο πάντως δεν αντίκειται στο βασικό για το ποινικό δίκαιο κανόνα του άρθρου 7 παρ. 1 Σ.

3 Πρέπει να σημειωθεί ότι στο χώρο του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κρίσιμη και κυρίαρχη αναδεικνύεται η διάκριση μεταξύ των γνήσιων και μη γνήσιων στρατιωτικών εγκλημάτων, η οποία προσδιορίζεται με βάση το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό: Όταν το τελευταίο είναι η στρατιωτική υπηρεσία, η οποία αποτελεί μια επιμέρους πτυχή του ίδιου του κράτους, όπως μορφοποιείται στον αμυντικό μηχανισμό της χώρας και εξατομικεύεται στο πρόσωπο κάθε συγκεκριμένου στρατιωτικού ως υπερασπιστή της πατρίδας, υφίσταται γνήσιο στρατιωτικό έγκλημα, (βλ. ενδεικτικά άρθρα 32, 33, 39, 73 ΣΠΚ), ενώ όταν υπάρχει και έτερο συμπροσβαλλόμενο μαζί με την -έμμεσα θιγόμενη στρατιωτική υπηρεσία- έννομο αγαθό, όπως π.χ. η τιμή (άρθρα 60, 62, 64 ΣΠΚ) ή η πολιτειακή εξουσία (άρθρα 51, 58 ΣΠΚ) ή η σωματική ακεραιότητα (άρθρα 59, 65 ΣΠΚ), το στρατιωτικό αδίκημα χαρακτηρίζεται μη γνήσιο (για τη συγκεκριμένη διάκριση, βλ. Γιαρένη, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας 2005, σελ. 82, και για τον προσδιορισμό του έννομου αγαθού της στρατιωτικής υπηρεσίας ως κυρίαρχης και αφετηριακής δομικής έννοιας στο χώρο του στρατιωτικού ποινικού δικαίου, τόσο κατά την ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων, όσο και στο πλαίσιο της νομολογίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, βλ. αντί άλλων Α. Παπαδαμάκη, Προβλήματα συρροής εγκλημάτων στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1991, σελ. 18-38 και κυρίως 31-37, με τις εκεί αναλυτικά παρατιθέμενες θεωρητικές αναφορές, καθώς και την ενδιαφέρουσα προσέγγιση του Α. Λιβισιανή, Συρροή και ΣΠΚ, 2022, σελ. 1-13).

4 De lege ferenda, παρόλο που όλα τα περιλαμβανόμενα στον ΣΠΚ εγκλήματα διώκονται και τιμωρούνται αυτεπάγγελτα, ελλείψει ειδικής πρόβλεψης για κατ’ έγκληση δίωξη κάποιου από αυτά (άρθρο. 117 παρ. 1 ΠΚ), σκόπιμη κρίνεται η θέσπιση ρητής πρόβλεψης, σύμφωνα με την οποία η ποινική δίωξη των στρατιωτικών εγκλημάτων ασκείται πάντοτε αυτεπάγγελτα, εκτός

Σελ. 3

εάν από ειδική διάταξη του Κώδικα αυτού προβλέπεται διαφορετικά, όχι τόσο για την άρση τυχόν αμφισβητήσεων αναφορικά με τη δίωξη των μη γνησίων στρατιωτικών εγκλημάτων, οι βασικές μορφές των οποίων κατά τον ΠΚ διώκονται κατ’ έγκληση (εξύβριση, απειλή, δυσφήμηση απλή και συκοφαντική κ.λπ.) και έχουν κατά καιρούς προκύψει στην οικεία δικαιοδοτική πρακτική (άλλωστε, η άρση αυτή έχει επιβληθεί και από αναιρετικές αποφάσεις του ΑΠ, οι οποίες έκριναν με απόλυτα ομογενοποιημένο τρόπο αντίστοιχες περιπτώσεις), όσο για την περίπτωση μελλοντικής πρόβλεψης θέσπισης κατ’ έγκληση διωκομένων στρατιωτικών εγκλημάτων.

5 Περιπτωσιολογία: O ΣΠΚ εφαρμόζεται επί των στρατιωτικών εγκλημάτων. Στρατιωτικό έγκλημα είναι κάθε πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 861/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ).

1 Γενικά χαρακτηριστικά: Σε αντίθεση με την αρχή της εδαφικότητας (άρθρο 5 ΠΚ), η οποία ως θεμελιώδης αρχή του ποινικού δικαίου κατά βάση χαρακτηρίζει την κοινή ποινική νομοθεσία (με τις επιμέρους εξαιρέσεις της, βλ. άρθρα 6-9 ΠΚ), η διάταξη του άρθρου 2 ΣΠΚ διευρύνει τα όρια εφαρμογής του Κώδικα και εκτός της ελληνικής επικράτειας για όσες πράξεις συνιστούν στρατιωτικά εγκλήματα. Έτσι, η τέλεση μιας πράξης, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τον ΣΠΚ, θα δρομολογήσει την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα, ακόμα και αν αυτή τελέστηκε εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους (π.χ. μια στρατιωτική κλοπή ή μια εγκατάλειψη φυλακής ή οι άσκοποι πυροβολισμοί, που έλαβαν χώρα εντός ή εκτός ενός ελληνικού πολεμικού πλοίου, που βρίσκεται εν πλω σε διεθνή ή αλλοδαπά χωρικά ύδατα ή ελλιμενίζεται σε λιμένα του εξωτερικού, θα αντιμετωπιστεί με την ενεργοποίηση των αντίστοιχων διατάξεων των οικείων άρθρων του ΣΠΚ, καθώς και του αναγκαίου για την διαπίστωση και την αντιμετώπισή της δικονομικού μέρους του ΣΠΚ, π.χ. άρθρα 200-201), χωρίς να ενδιαφέρει η ύπαρξη των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 6 επ. ΠΚ, επιπροσθέτως δε, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση αναφορικά με το εάν η πράξη τελέστηκε κατά την υπηρεσία του δράστη στρατιωτικού ή εκτός του πλαισίου αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατά τόπο αρμοδιότητα για τα στρατιωτικά εγκλήματα, που τελούνται στο εξωτερικό, ανήκει στα στρατιωτικά δικαστήρια, που εδρεύουν στην Αθήνα και Πειραιά (στρατοδικείο και αεροδικείο/ναυτοδικείο αντίστοιχα), κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 199 παρ. 2 ΣΠΚ.

2 Περιπτωσιολογία: Βουλ ΔιαρκΝαυτΠειρ 10/93-ΠοινΧρον 1993.452

- ΒουλΔιαρκΑερΑθ 268/93-Υπερ 1991.502

- ΒουλΝαυτΠειρ 418/96-Υπερ 1997.102, με πρόταση Αντλέα Ν. Παπαδακάκη και παρατηρήσεις Σ. Παύλου, που πραγματεύεται το δυσχερές θέμα του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 2 ΣΠΚ, 6 ΠΚ, 8 παρ. 1΄ ΠΚ και 7 της Σύμβασης του Λονδίνου μεταξύ των Κρατών-Μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού (συνθήκη SOFA NATO) επί του νομικού καθεστώτος των

Σελ. 4

δυνάμεων αυτών που υπογράφηκε τη 19η Ιουνίου 1951 και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 2799/54 (ΦΕΚ Α΄, 63).

1 Γενικά χαρακτηριστικά: Η διάταξη θεσπίζει περίπτωση γνήσιας κατά παραπομπή νομοθέτησης (βλ. Γιαννήρη Σ., Ερμηνεία του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, β΄ εκδ., Αθήναι 1959, σελ. 3, 13, Γιαρένη, ΣΠΚ-Ερμηνεια/Εφαρμογή, Αθήνα 2005, σελ. 87), με βάση την οποία ρυθμίζεται η σχέση των ουσιαστικών διατάξεων του ΣΠΚ με τις αντίστοιχες του ΠΚ (τόσο του γενικού όσο και του ειδικού μέρους αυτού). Παρόμοια ήταν η διάταξη του άρθρου 2 του προϊσχύσαντος ΣΠΚ-ΑΝ 03/41, με τη βασική διαφορά ότι η σχετική παραπομπή γινόταν στις διατάξεις μόνο του γενικού μέρους του ΠΚ, ενώ για να συμπληρωθεί η κατά περίπτωση απαιτούμενη έννοια των διατάξεων του ΣΠΚ, που τυποποιούσαν «οιονεί» (όπως τότε γινόταν δεκτό στη θεωρία του στρατιωτικού ποινικού δικαίου) στρατιωτικά εγκλήματα, γινόταν επίκληση της ρύθμισης του άρθρου 12 ΠΚ περί εφαρμογής των διατάξεων του γενικού μέρους του ΠΚ και σε αξιόποινες πράξεις, που προβλέπονται από ειδικούς ποινικούς νόμους-εκτός αν υπάρχει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη.

2 Παρατηρείται πάντως ότι ο νομοθέτης του ΣΠΚ, σε αρκετές περιπτώσεις όπου θέλησε να ισχύουν λόγοι άρσης του άδικου ή του τιμωρητού, δεν αρκέστηκε στο άρθρο 3 ΣΠΚ, αλλά θέσπισε ειδική διάταξη. Ενδεικτική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η διάταξη του άρθρου 61 ΣΠΚ: το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη της βιαιοπραγίας κατά ανώτερου ή κατώτερου ή της εξύβρισης κατά ανώτερου ή κατώτερου, ατιμώρητη, αν οφείλεται σε αμέσως προηγούμενη ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση συμπεριφορά του παθόντος. Αφού δέχεται ο νομοθέτης του ΣΠΚ την παράσυρση του δράστη εξ αιτίας της δικαιολογημένης αγανάκτησης, τι χρειαζόταν το άρθρο 61 ΣΠΚ, ενώ υπάρχει η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 3 ΠΚ όσον αφορά τη βιαιοπραγία, και του άρθρου 361 παρ. 3 ΠΚ, που παραπέμπει στο άρθρο 308 παρ. 4 ΠΚ όσον αφορά την εξύβριση, διατάξεις που αφορούν την προσβολή των ίδιων ατομικών αγαθών (σωματική ακεραιότητα, τιμή), ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 61 ΣΠΚ διατηρεί ίδια ακριβώς και την προϋπόθεση (ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση συμπεριφορά του παθόντος) και τη νομική συνέπεια (δυνητική απαλλαγή από την ποινή); Αν η διάταξη του άρθρου 3 ΣΠΚ καταλάμβανε όλες τις διατάξεις του ΠΚ, είναι προφανές ότι η θέσπιση του άρθρου 61 ΠΚ θα ήταν περιττή. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει πρόβλεψη παρόμοια με το άρθρο 61 ΣΠΚ, όσον αφορά τα εγκλήματα των άρθρων 64 ΣΠΚ (εξύβριση σκοπού) και 65 ΣΠΚ (βιαιοπραγία εναντίον σκοπού), όπου ο νομοθέτης δεν θέλησε τη δυνητική άρση του τιμωρητού ούτε στην περίπτωση της προηγούμενης ιδιαίτερα σκληρής ή βάναυσης συμπεριφοράς του παθόντος σκοπού. Το άρθρο 3 ΣΠΚ όμως, δεν θα εμπόδιζε την εφαρμογή των άρθρων 361 παρ. 3 και 308 παρ. 3 ΠΚ και στις περιπτώσεις των εγκλημάτων αυτών (εκτός εάν ως αντίθετη ρύθμιση ήθελε θεωρηθεί και η έλλειψη ρητής αναφοράς, γεγονός όμως που θα καθιστούσε τη ρύθμιση του άρθρου 3 ΣΠΚ κατά

Σελ. 5

περίπτωση πλεοναστική). Παρατηρείται επίσης ότι υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες η διάταξη του άρθρου 3 ΣΠΚ δεν παρέχει οδό εφαρμογής αντίστοιχων άρθρων του ΠΚ, οι οποίες βρίσκονται σε διάφορες διατάξεις του ΣΠΚ: 41 παρ. 3 ΣΠΚ, ενώ θα αρκούσε η 231 παρ. 2 ΠΚ στις περιπτώσεις της απόκρυψης και της φυγάδευσης, 89 παρ. 2 ΣΠΚ ενώ θα αρκούσε η 172 ΠΚ, 105 ΣΠΚ ενώ θα αρκούσε η 289 ΠΚ. Ούτε, βέβαια, θα χρειαζόταν η ρητή παραπομπή της 147 παρ. 6 ΣΠΚ στο άρθρο 379 ΠΚ ούτε η σαφής πρόβλεψη εφαρμογής της 377 παρ. 1 ΠΚ. Με άλλα λόγια, ο ΣΠΚ, αποτελώντας σε αρκετές περιπτώσεις παράδειγμα κακής και βρίθουσας αξιολογικών αντινομιών νομοθέτησης, όπου επιλέγει, εισάγει με τρόπο εμφατικό τη δική του ρύθμιση σε σχέση με το άδικο και το τιμωρητό (αλλά και την έγκληση, που δεν τη θέλει για κανένα στρατιωτικό έγκλημα), πράγμα που δεν έκανε π.χ. με το άρθρο 367 ΠΚ όσον αφορά το αδίκημα του άρθρου 62 ΣΠΚ. Ο ΑΠ οριοθέτησε το άρθρο 3 ΣΠΚ μόνο στην έννοια και στα στοιχεία του εγκλήματος αναφορικά με τα μη γνήσια στρατιωτικά εγκλήματα (ΑΠ 861/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ). Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 3 ΣΠΚ δεν καταλαμβάνει ζητήματα κατ΄ έγκληση δίωξης ή άρσης του άδικου ή του τιμωρητού στα επιμέρους εγκλήματα, αφού οι διατάξεις αυτές αποτελούν γενικά εξαίρεση και δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο μεταφοράς από τον ένα νόμο (ΠΚ) στον άλλο (ΣΠΚ). Έτσι δικαιολογείται και η ρητή πρόβλεψη του ΣΠΚ σε όσες περιπτώσεις κατ’ ιδίαν εγκλημάτων ο νομοθέτης θέλησε να ισχύει η άρση του άδικου ή του τιμωτητού με τις ίδιες προϋποθέσεις του ΠΚ. Ωστόσο, η νμλγ των στρατιωτικών δικαστηρίων δέχεται πάγια την εφαρμογή του άρθρου 367 ΠΚ και στο έγκλημα του άρθρου 62 ΣΠΚ, με νομικό εφαλτήριο τη διάταξη του άρθρου 3 ΣΠΚ (βλ. ενδεικτικά Βουλ ΝαυτΠειρ 32/10, Βουλ ΣτρΑθ 225/16, αμφότερα αδημ.).

3 Περιπτωσιολογία: ΒουλΔικΣυμβΣτρΞανθ 15/01-ΠοινΛογ 2001.639, με πρόταση Αντλέα Χ. Βαλσαμίδη

- ΑΠ 861/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: Η παραπομπή του άρθρου 3 ΣΠΚ στον Ποινικό Κώδικα έχει σημασία για την έννοια του εγκλήματος που λαμβάνεται από τον ΠΚ και δεν αφορά και τα θέματα ποινικής δίωξης, αφού η κατ’ έγκληση δίωξη είναι γενικά εξαίρεση και έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταφοράς από τη μία διάταξη στην άλλη.

1 Γενικά χαρακτηριστικά: Στον Ποινικό Κώδικα ο φόβος αποτελεί ψυχική κατάσταση (αντίδρασης ενώπιον κινδύνου πραγματικού ή φανταστικού), η οποία είναι ικανή να αποκλείσει τον καταλογισμό του τελεσθέντος εγκλήματος σ' εκείνον που το διέπραξε (π.χ. επί υπερβάσεως των ορίων της νόμιμης άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης, όπως είναι γνωστό από το γενικό μέρος του Ποινικού Δικαίου). Αλλιώς όμως τον αντιμετωπίζει ο ΣΠΚ στο άρθρο 4, κατά το οποίο «στα στρατιωτικά εγκλήματα ο φόβος δεν επηρεάζει τον καταλογισμό, αν το στρατιωτικό καθήκον απαιτεί από το δράστη να εκτεθεί σε προσωπικό κίνδυνο». Η συγκεκριμένη διάταξη καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο μη επιρροής του φόβου του στρατιωτικού στον καταλο-

Σελ. 6

γισμό της αξιόποινης πράξης, η διατύπωσή της όμως (σε αντίθεση με την παρόμοια διάταξη του άρθρου 18 του προϊσχύσαντος ΣΠΚ), αφενός περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της μόνο στα στρατιωτικά εγκλήματα, όσα δηλαδή περιγράφονται στο Ειδικό Μέρος των ουσιαστικών διατάξεων του ΣΠΚ, και όχι σε άλλες αξιόποινες πράξεις του στρατιωτικού, αφετέρου, αφενός θέτει ως προϋπόθεση δρομολόγησης της εφαρμογής της την εκ του στρατιωτικού καθήκοντος πηγάζουσα απαίτηση να εκτεθεί ο δράστης σε προσωπικό κίνδυνο. Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη απηχεί την -εν πολλοίς παγιωμένη- αντίληψη (απαίτηση) περί αυτοθυσίας και πολεμικής αρετής των στρατιωτικών, η οποία διαχρονικά εδράζεται στην ελληνική ιστορία. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Βουγιούκας (Στρατιωτικόν Ποινικόν Δίκαιον, Ουσιαστικόν, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, 1985, σελ. 12), «... ο σκοπός της παρεκκλίσεως αυτής είναι προφανής, λαμβανομένου υπόψιν ότι το εν λόγω αίσθημα (του φόβου) δεν έχει θέσιν εις τους κόλπους του στρατεύματος, τα μέλη του οποίου πρέπει να διακρίνονται διά το θάρρος και την ετοιμότητα των προς αντιμετώπισιν κάθε κινδύνου (τόσον εν καιρώ πολέμου, όσον και εν καιρώ ειρήνης), μέχρι μάλιστα αυτοθυσίας».

2 Όμως, αυτή ακριβώς η αναγόρευση της αόριστης και σχηματικής έννοιας του στρατιωτικού καθήκοντος ως αφετηρίας και ασφαλιστικής δικλείδας για την εφαρμογή της διάταξης δημιουργεί σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα, αφού ενισχύει μια «λαθραία αναγνώριση υπερφυσικών ιδιοτήτων στο στρατιωτικό» (Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, 2020, σελ. 80) και προωθεί κατά τρόπο ισοπεδωτικό την εικόνα ενός υπεράνθρωπου υπερασπιστή της πατρίδας, κατά τρόπο αναντίστοιχο με την απαιτούμενη στο χώρο του ποινικού πεδίου ασφάλεια δικαίου και αποτίμηση των στοιχείων της εγκληματικής συμπεριφοράς στις πραγματικές τους διαστάσεις και μεγέθη. Το πρόβλημα που δημιουργείται αμβλύνεται, αν γίνει δεκτό ότι η αναφορά στο στρατιωτικό καθήκον πρέπει να ερμηνευτεί στενά, ώστε η διάταξη του άρθρου 4 ΣΠΚ να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες υφίσταται παράβαση συγκεκριμένου στρατιωτικού/υπηρεσιακού καθήκοντος, το είδος και η σπουδαιότητα του οποίου επέβαλαν στο δράστη στρατιωτικό να εκτεθεί σε προσωπικό κίνδυνο (π.χ. θα καταλογιστεί σε ενοχή του δράστη η εγκατάλειψη της νευραλγικής του θέσης από σκοπό, επειδή κάποιοι επιχειρούν να βιαιοπραγήσουν σε βάρος του, ή η παράβαση στρατιωτικής εντολής, όταν η εκτέλεση των καθηκόντων του εκτελούντος υπηρεσία στρατιωτικού επιβάλλει την έκθεση του -εάν αυτή είναι αναγκαία- σε οποιονδήποτε προσωπικό κίνδυνο, προκειμένου να ανταπεξέλθει στη νευραλγικής σημασίας για το στρατιωτικό μηχανισμό υπηρεσιακή αποστολή, που του έχει ανατεθεί).

3 Περιπτωσιολογία: ΣυμβΝαυτΠειρ 228/97-Υπερ 1998.615 με πρόταση Αντλέα Γ. Δουβλέκα

- ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 2/91-Υπερ 1991.935 (με πρόταση Σ. Τζιαμτζή και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη)

Σελ. 7

Σελ. 8

1 Γενικά χαρακτηριστικά - Ορισμοί: Στο συγκεκριμένο άρθρο ο νομοθέτης επέλεξε να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο κάποιων βασικών όρων του ΣΠΚ, ώστε η ερμηνευτική τους προσέγγιση και η εφαρμογή των οικείων διατάξεων να καθίσταται περισσότερο ευχερής, ομογενοποιημένη και να κινείται εντός του απαιτούμενου στο χώρο του ποινικού δικαίου πεδίου της ασφάλειας δικαίου. Αντίστοιχη πρόβλεψη υπήρχε και υλοποιούνταν στα άρθρα 22-25 του προϊσχύσαντος ΣΠΚ. Οι κρίσιμοι αυτοί όροι είναι οι ακόλουθοι:

2 Α) Στρατός. Είναι ο ελληνικός στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα. Εδώ η έννοια του στρατού διαλαμβάνεται με το ίδιο περιεχόμενο, που αποδιδόταν στην έννοια αυτή από το άρθρο 13 περ. ε΄ προϊσχΠΚ, η αναφορά δε σε ελληνικό στρατό διευκρινίζει με πλεοναστικό, πλην επιτατικό τρόπο ότι το περιεχόμενο του ΣΠΚ αφορά μόνο τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον ΣΚ 20-1, που ισχύει στο στρατό ξηράς και κυρώθηκε με το ΠΔ 130/84, ορίζεται (άρθρο 4) ότι ο ελληνικός στρατός αποτελείται από τον ενεργό στρατό, την εθνοφυλακή και την εφεδρεία. Η περαιτέρω αναφορά της περ. α΄ του άρθρου σε στρατιωτικές υπηρεσίες και η προσπάθεια να προσδιοριστούν αυτές ακριβέστερα κρίνεται αλυσιτελής ταυτολογία, καθόσον είναι προφανές ότι στην έννοια του στρατού περιλαμβάνονται οι επιμέρους οργανωτικές δομές αυτού, οι οποίες υποστηρίζουν την κατεξοχήν κρίσιμη αμυντική του αποστολή ως μηχανισμού υπεράσπισης της πατρίδας (οικονομικές υπηρεσίες, στρατολογικές υπηρεσίες, υδρογραφική υπηρεσία κλπ).

3 Β) Στρατιωτικοί. Ως τέτοιοι θεωρούνται μόνο οι ανήκοντες στο στρατό και στο ΛΣ-ΕΛΑΚΤ. Το Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή είναι ένοπλο Σώμα ασφαλείας, στρατιωτικά οργανωμένο, το ένστολο προσωπικό του οποίου έχει την ιδιότητα του στρατιωτικού, σύμφωνα με τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 4150/13. Πρέπει να σημειωθεί από την έναρξη ισχύος (την 8-10-1984) του Ν. 1481/84 «Περί Οργανισμού Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ) δεν φέρει πλέον τη στρατιωτική ιδιότητα, όπως συνέβαινε παλαιότερα με το προσωπικό της Ελληνικής Χωροφυλακής, υπό το καθεστώς ισχύος του ΝΔ 3365/55 (άρθρα 1 παρ. 1 και 48). Επίσης, δεν φέρει τη στρατιωτική ιδιότητα το με πολυάριθμες επαγγελματικές ειδικότητες παρέχον εργασία πολιτικό προσωπικό των ΕΔ (οδηγοί, δακτυλογράφοι, ηλεκτρολόγοι, γραμματείς, τεχνίτες κλπ): Αυτοί είναι πολιτικοί υπάλληλοι στους οποίους εφαρμόζονται κατά βάση οι ρυθμίσεις του Υπαλληλικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον (κωδικοποιημένο) Ν. 3528/07.

Σελ. 9

4 Η ιδιότητα του στρατιωτικού αποκτάται με την κατάταξη στο στρατό για κάποια αιτία. Με βάση τον τρόπο της κατάταξης αυτής, οι στρατιωτικοί χωρίζονται σε μόνιμους (αυτοί που κατατάσσονται στο στρατό για να σταδιοδρομήσουν και επέλεξαν την παραμονή στις τάξεις του ως τρόπο βιοπορισμού και επαγγελματικής αποκατάστασης, προέρχονται δε από τις παραγωγικές σχολές των ΕΔ ή από μόνιμη κατάταξη με διαγωνιστικές διαδικασίες ή από μονιμοποίηση), σε εθελοντές (αυτοί που κατατάχθηκαν στο στρατό με τη θέλησή τους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπηρετήσουν και να παραμείνουν στις τάξεις του για ορισμένο χρόνο) και σε στρατευμένους (αυτοί που ανταποκρινόμενοι και υλοποιώντας τη σχετική συνταγματική τους υποχρέωση -άρθρο 4 παρ. 6 Σ- κατατάχθηκαν στις ΕΔ μετά από σχετική πρόσκληση, σύμφωνα με τις διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, και υπηρετούν τη θητεία τους, καθώς και αυτοί που ανακαλούνται από την εφεδρεία στην ενεργό υπηρεσία, για εκπαίδευση ή συμμετοχή σε διάφορες ασκήσεις, όπως επίσης και όσοι επιστρατεύονται) {η στρατιωτική υποχρέωση διακρίνεται από τον νόμο καταρχήν σε στρατεύσιμη, εφεδρική και πρόσθετη (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3421/2005), ενώ ιδίως η πρώτη (ως προς την διάρκειά της) σε πλήρη και μειωμένη (άρθρο 5 παρ. 2 του ίδιου νόμου), δυνάμενη να εκπληρώνεται ως άοπλη ή με εναλλακτική υπηρεσία (άρθρο 5 παρ. 3 του ίδιου νόμου· για τις διακρίσεις της στρατιωτικής υποχρέωσης σε στρατεύσιμη, εφεδρική και πρόσθετη, βλ. και άρθρο 23 ΠΔ 292/03)}. Στρατιωτικοί θεωρούνται και οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των ΕΔ, οι οποίοι εντάσσονται σε ιδιαίτερο στρατιωτικό καθεστώς καθοριζόμενο από τους αντίστοιχους οργανισμούς των σχολών αυτών (βλ. Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο/Θεωρητική θεμελίωση και συστηματική ερμηνεία του νέου ΣΠΚ, έκδ. 8η΄, 2020, σελ. 97).

5 Αναφορικά με το χρόνο και τον τρόπο κτήσης της στρατιωτικής ιδιότητας, κρίσιμη εμφανίζεται η διάταξη της τρίτης παραγράφου του συγκεκριμένου άρθρου, σύμφωνα με την οποία κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία είναι στρατιωτικός από την κατάταξή του και πριν ακόμα ορκιστεί (η κατάταξη είναι η διαδικασία κατά την οποία ο στρατεύσιμος μετά την παρουσίαση στο κέντρο κατάταξης, διέρχεται από τις αντίστοιχες ομάδες προσωπικού, που προχωρούν στην εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητάς του, την καταχώρηση της παρουσίασής του και τη χορήγηση του ιματισμού). Οι μόνιμοι στρατιωτικοί αποκτούν τη στρατιωτική ιδιότητα από και δια της ορκωμοσίας τους (π.χ. οι απόφοιτοι των ΑΣΕΙ για να θεωρηθούν αξιωματικοί πρέπει να δώσουν τον προβλεπόμενο όρκο). Η ειδική ρύθμιση της περ. γ΄ του άρθρου 5 ΣΠΚ προσδιορίζει ευθέως την έννοια του οπλίτη, σύμφωνα δε με αυτή, ως τέτοιοι θεωρούνται οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες, οι σμηνίτες και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών. Ειδικά οι τελευταίοι, αν και θεωρούνται οπλίτες σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, δεν αποκτούν τη στρατιωτική ιδιότητα από την είσοδο στη Σχολή, αλλά με και από την ορκωμοσία ως πρωτοετών.

6 Διαχρονική αμφισβήτηση υφίσταται αναφορικά με το θέμα της κτήσης της στρατιωτικής ιδιότητας από τους αλλοδαπούς μαθητές των παραγωγικών σχολών των ελληνικών ΕΔ, καθόσον η καταφατική ή μη απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα άπτεται κρίσιμων θεμάτων για τη λειτουργική υπόσταση, αλλά και τα ατομικά δικαιώματα αυτών (αφού αν θεωρηθούν στρατιωτικοί, εφαρμόζεται σ’ αυτούς ο ΣΠΚ για τα στρατιωτικά αδικήματα, που ενδεχομένως θα διαπράξουν, δωσιδικούν δε εν γένει σε κάθε περίπτωση για τις αξιόποινες πράξεις τους στα στρατιωτικά δικαστήρια). Έρεισμα υπέρ του ότι οι αλλοδαποί μαθητές των ελληνικών στρατιω-

Σελ. 10

τικών σχολών κατά την διάρκεια της φοίτησής τους έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν ανήκουν πράγματι στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, βρίσκει κανείς στο άρθρο 5 παρ. 1 περίπτωση (γ) όπου ορίζεται σχετικά ότι: «Οπλίτες είναι οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες, οι σμηνίτες και οι μαθητές των στρατιωτικών σχολών». Περαιτέρω έρεισμα περί του ότι οι αλλοδαποί που φοιτούν σε ελληνικές στρατιωτικές σχολές έχουν έστω πρόσκαιρα την ιδιότητα του στρατιωτικού εντοπίζεται στο άρθρο 7 παρ. 1 και 3 του Ν. 1911/90, όπου στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: «Επιτρέπεται η εισαγωγή και φοίτηση στις παραγωγικές σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών, καθώς και στις σχολές πολέμου και επιμορφώσεως των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, υπηκόων ξένων κρατών» και στην παράγραφο 3 αυτού όπου ορίζεται ότι: «Οι αλλοδαποί, που φοιτούν στις προαναφερόμενες σχολές, έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως και οι Έλληνες σπουδαστές των σχολών αυτών». Όμοιο έρεισμα βρίσκει κανείς και στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 193 του ΣΠΚ, όπου ορίζεται ότι «οι αιχμάλωτοι πολέμου» υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων όπως και όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως. Εφόσον επομένως και οι «αιχμάλωτοι πολέμου», οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν είναι Έλληνες στρατιωτικοί υπόκεινται στη δικαιοδοσία των ελληνικών στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο οι αλλοδαποί που φοιτούν με την άδεια του ελληνικού κράτους σε ελληνικές στρατιωτικές σχολές και έχουν τις ίδιες με τους Έλληνες συναδέλφους τους υποχρεώσεις και τα αυτά με αυτούς δικαιώματα υπόκεινται στην ίδια δικαιοδοσία (στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων). Κατά την άποψη πάντως του Παπαδαμάκη, οι αλλοδαποί μαθητές των παραγωγικών σχολών των ΕΔ δεν είναι στρατιωτικοί υπό την έννοια του άρθρου 5 περ. β΄ του ΣΠΚ, επειδή δεν δίνουν όρκο, αλλά διαμνημόνευση /υπόσχεση ότι κατά την είσοδο και παραμονή τους στις σχολές θα αναλάβουν και θα τηρήσουν όλες τις επιμέρους υποχρεώσεις, που συνεπάγεται η φοίτηση σ’ αυτές με βάση τις επιμέρους διακρατικές συμφωνίες (για δωρεάν παροχή στρατιωτικής μορφωτικής βοήθειας) με το ελληνικό κράτος των αντίστοιχων χωρών, από τις οποίες αυτοί κατάγονται/προέρχονται (με εξαίρεση τους αλλοδαπούς ομογενείς όπως είναι οι Κύπριοι οι οποίοι σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 1911/90 και την υπ' αριθμ. Φ 381/191365/Σ 1899/10-1-1997 απόφαση Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών έχουν την στρατιωτική ιδιότητα από την ορκωμοσία τους που δίδεται μέσα στα πλαίσια της εκπαιδεύσεώς τους, βλ. ΑΠ 1026/2009-Ποιν Χρον Ξ/2010.288, Παπαδαμάκη Α., μελέτη στα Ποινικά Χρονικά 1987 σελ. 1020, ΣτρΘεσ 173/12 αδημ., Παπαδαμάκη, όπ, σελ. 97, με τις εκεί αναλυτικά παρατιθέμενες νομολογιακές παραπομπές). Η άποψη όμως αυτή έχει πλέον ανατραπεί από τη νομολογία του ΑΠ, ο οποίος κρίνοντας μετά από πρόκληση κανονισμού αρμοδιότητας μεταξύ στρατιωτικών και κοινών ποινικών δικαστηρίων, με την υπ’ αριθ. 1114/11 απόφασή του (δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δεχόμενος αντίστοιχη πρόταση του Αντλέα Ν. Τσάγγα, ο οποίος έκανε λόγο για αποφυγή καλλιέργειας στους αλλοδαπούς μαθητές των παραγωγικών σχολών των ελληνικών ΕΔ της αντίληψης «τουρίστα») αποφάνθηκε ότι «…οι αλλοδαποί ….. που φοιτούν στις στρατιωτικές σχολές έχουν τη στρατιωτική ιδιότητα, αφού είναι οπλίτες, όπως είναι και οι υπαξιωματικοί, οι λιμενοφύλακες, οι στρατιώτες, οι ναύτες και οι σμηνίτες και έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως και οι Έλληνες σπουδαστές των σχολών αυτών. Η ανωτέρω δε στρατιωτική ιδιότητα την οποία έχουν, διαμορφώνει την υποχρέωση αυτών να υπαχθούν στο καθεστώς της σχολής στην οποία φοιτούν, στους στρατιωτικούς κανονισμούς και στους νό-

Σελ. 11

μους του στρατεύματος, διότι η στρατιωτική ιδιότητά τους συνδέεται με την εκπαίδευση για την επιτυχία της οποίας πρέπει να συμμορφώνονται προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις». Βλ. και σχόλια στο άρθρο 193 ΣΠΚ.

7 Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 εδ. γ΄ και δ΄ του άρθρου 5, στρατιωτικός θεωρείται και όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας για κατάταξη, ο ΣΠΚ εφαρμόζεται όμως σ’ αυτόν μόνο για το αδίκημα της ανυποταξίας (άρθρο 32). Πρόκειται για πλασματική καθιέρωση/αναγνώριση της στρατιωτικής ιδιότητας στους τελούντες το αδίκημα της ανυποταξίας στρατεύσιμους, η οποία υπαγορεύτηκε κατά νομική αναγκαιότητα από την εφαρμογή του Συντάγματος του 1975, το οποίο ρητά (άρθρο 96 παρ. 4) απαγορεύει την υπαγωγή ιδιωτών στα στρατιωτικά δικαστήρια.

8 Εξάλλου, σύμφωνα με τη ρύθμιση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 5 ΣΠΚ, όπου ο Κώδικας αυτός ή άλλος ποινικός νόμος διακρίνει τους αξιωματικούς από τους οπλίτες ή προβλέπει ιδιαίτερα για τους αξιωματικούς, οι διατάξεις που αναφέ­ρονται στους αξιωματικούς εφαρμόζονται και στους ανθυπασπιστές, καθώς και σε όσους εξομοιώνονται με αυτούς. Πρόκειται για νομοθετική αυθεντική ερμηνευτική διεύρυνση του γράμματος διατάξεων, με τον προσδιορισμό του περιεχομένου όρων, που συναντούνται τόσο στο ΣΠΚ όσο και σε συναφή κανονιστικά κείμενα της λειτουργίας της στρατιωτικής υπηρεσίας (βλ. Παπαδαμάκη, όπ, σελ. 98). Υπό την οπτική αυτή, η οριοθέτηση της έννοιας του όρου «αξιωματικός» δεν προσδιορίζεται ρητά στο άρθρο 5 ΣΠΚ (όπως συμβαίνει με την έννοια του οπλίτη), προκύπτει όμως από το άρθρο 7 παρ. 8-10 του ΣΚ 20-1, το οποίο ορίζει ότι στο ΣΞ οι βαθμοί του αξκού αρχίζουν από αυτόν του ανθλγού και εξικνούνται μέχρι αυτόν του στρατηγού. Κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 5 ΣΠΚ οι διατάξεις του Κώδικα, που αναφέρονται στους αξκούς, εφαρμόζονται και στους ανθστές (οι οποίοι από βαθμολογική άποψη αποτελούν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των αξκών και των εξομοιούμενων με οπλίτες υπαξκών). Το κατά καιρούς αναφυόμενο (κυρίως υπό τις διατάξεις του προϊσχύσαντος ΣΠΚ, και ιδίως του άρθρου 22 παρ. 4 αυτού) ζήτημα εάν οι ΔΕΑ (Δόκιμοι Έφεδροι Αξκοί) εξομοιώνονται με τους ανθστές, ώστε να εφαρμόζονται και σ’ αυτούς οι διατάξεις του ΣΠΚ, που αφορούν την ειδική μεταχείριση των Αξκών (είτε προς επιβάρυνση της ποινικής κύρωσης του δράστη ενός στρατιωτικού εγκλήματος, όπως συμβαίνει π.χ. στη λιποταξία, στην πρόκληση ανικανότητας, στην αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας κλπ, είτε εγκαθιδρύοντας πρόσθετες παρεπόμενες ποινές, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση του άρθρου 45 παρ. 3 ΣΠΚ), κατά τη σταθερή και αδιατάρακτη νομολογία των στρατιωτικών δικαστηρίων έχει λυθεί υπέρ της άποψης ότι οι ΔΕΑ εξομοιώνονται βαθμολογικά/ιεραρχικά με τους ανθστές (της διάκρισης του άρθρου 7 παρ. 10 ΣΚ 20-1, που τους τοποθετεί μετά τους ανθστές αφορώσας και αντικατοπτρίζουσας όχι βαθμολογική διαφοροποίηση, αλλά τη θέση και το ιεραρχικό προβάδισμα κάθε μιας από τις ομοιόβαθμες αυτές κατηγορίες στην εσωτερική ιεραρχία του στρατού, έτσι και η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 8 παρ. 3 ΣΚ 20-1 «Γενικός κανονισμός υπηρεσίας στο στρατό», που κυρώθηκε με το ΠΔ 130/84 (ΦΕΚ 42 Α΄) (βλ. αναλυτικά για τα προεκτεθέντα Παπαδαμάκη, σελ. 98-100, με τις εκεί αναλυτικά εκτιθέμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του θέματος).

9 Γ) Αρχηγός. Θεωρείται κάθε στρατιωτικός, ο οποίος αναλαμβάνει νόμιμα τη διοίκηση οποιουδήποτε τμήματος του στρατού ή του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ. Επισημαίνεται ότι ο Στρατός έχει ιεραρχική δομή, η στρατιωτική δε ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των

Σελ. 12

καθηκόντων. Ιεραρχία των βαθμών είναι η σειρά των βαθμών. Ανάλογα με τη θέση τους, αντίστοιχα, στην ιεραρχία των βαθμών, οι στρατιωτικοί έχουν ο ένας σε σχέση με τον άλλο, την ιδιότητα του ανώτερου ή κατώτερου. Παράλληλα, ιεραρχία των καθηκόντων (η οποία βρίσκεται σε αρμονία με την ιεραρχία των βαθμών) είναι η κλίμακα στη διοίκηση. Ανάλογα με την θέση τους στην ιεραρχία των καθηκόντων οι στρατιωτικοί έχουν, ο ένας σε σχέση με τον άλλο, την ιδιότητα του διοικητή (προϊσταμένου) ή υφισταμένου (βλ. άρθρο 7 παρ. 1-3 ΣΚ 20-1). Οι έννοιες ανώτερος και προϊστάμενος μπορεί να μη συμπίπτουν πάντα, καθόσον η πρώτη αναφέρεται στην ιεραρχία βαθμών και η δεύτερη στην ιεραρχία καθηκόντων, καθώς και στην ιεραρχική σχέση της στρατιωτικής διοίκησης και τη θέση προβαδίσματος εντός αυτής (πρβλ. όμως και άρθρο 1 παρ. 1-6 ΠΔ 81/12 « Ιεραρχία, προαγωγές, μετατάξεις, αποστρατεία, ειδικές υποχρεώσεις και απαγορεύσεις προσωπικού Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακή», σύμφωνα με το οποίο μεταξύ ομοιόβαθμων Αξιωματικών, που συνδέονται με σχέση διοικητικής υπαγωγής ή εξάρτησης, η αρχαιότητα έχει την ίδια λειτουργική ισχύ και υπηρεσιακό αντίκτυπο που έχει και η διαφορά του βαθμού). Με βάση τη διδασκαλία του Παπαδαμάκη, η έννοια του αρχηγού δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκη από την ιεραρχία των βαθμών (και την έννοια του βαθμολογικά ανώτερου), αλλ’ ούτε συναρτάται σε κάθε περίπτωση και από την ιεραρχία των καθηκόντων (ώστε να περιορίζεται στον προϊστάμενο στρατιωτικό). Κατά την άποψη αυτή, που έχει κυριαρχήσει στη νομολογία των στρατιωτικών δικαστηρίων, «…το κριτήριο για τον προσδιορισμό ενός στρατιωτικού ως αρχηγού βρίσκεται στην in concreto νόμιμη αρμοδιότητα του τελευταίου να ασκήσει τη διοίκηση οποιουδήποτε τμήματος του στρατού ή του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ» (Παπαδαμάκης, σελ. 101), με άλλα λόγια, να ενεργοποιήσει λειτουργικά την υποχρέωση των υφισταμένων αυτού και μελών ενός στρατιωτικού τμήματος για άσκηση υπηρεσίας, υπό την οπτική δε αυτή, είναι νοητή η αρχηγία ακόμα και απλού στρατιώτη, που ορίστηκε υπεύθυνος για τη διοίκηση στρατιωτικού τμήματος αποτελούμενου από ομοιοβάθμους του οπλίτες, ως προς την ενάσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων του (βλ. Γιαρένη, όπ, σελ. 95). Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι έχει υποστηριχθεί και η άποψη πως η έννοια του ανώτερου επεκτείνεται και πέραν της βαθμολογικής διαφοροποίησης, καλύπτοντας κάθε περίπτωση στρατιωτικού που κατέχει θέση ιεραρχικά προϊστάμενου έναντι των ομοιόβαθμών του, που βρίσκονται υπό τη διοίκησή του (βλ. την κριτική της άποψης αυτής σε Παπαδαμάκη, όπ, σελ. 102, με τις εκεί παρατιθέμενες και κρινόμενες παραπομπές).

10 Δ) Διοικητής, Κυβερνήτης, Αρχηγός σχηματισμού, Χειριστής. Το περιεχόμενο των συγκεκριμένων όρων προσδιορίζεται με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα για την κατάσταση των αξκών και τους κανονισμούς, που ισχύουν στο στρατό και στο ΛΣ-ΕΛΑΚΤ. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα ισχύοντα στο ΠΝ θεσμικά κείμενα, επί ενός πολεμικού πλοίου η έννοια του Διοικητή και του Κυβερνήτη πάντοτε συμπίπτουν, υπό την έννοια ότι ο Κυβερνήτης είναι πάντοτε ο ανώτερος ή έστω αρχαιότερος Αξκός από το πλήρωμα του σκάφους. Σε ό,τι όμως αφορά στην υπηρεσιακή πρακτική, που υφίσταται στο χώρο του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, ο Κυβερνήτης ενός πλωτού περιπολικού Λιμενικού Σώματος (ΠΠΛΣ) ή ενός πλοίου ανοιχτής θάλασσας Λιμενικού Σώματος (ΠΑΘ/ΛΣ) δεν είναι πάντα κατ’ ανάγκη ο αρχαιότερος ή ανώτερος Αξκός του πλοίου, αλλά αρκετές φορές υπάρχει και ο ανώτερος αυτού προϊστάμενος, ο οποίος ασκεί καθήκοντα και αρμοδιότητες διοίκησης του πλοίου, του Κυβερνήτη περιοριζόμενου στα καθήκοντα άσκησης της ναυτιλίας και των συναφών μ’ αυτή αρμοδιοτήτων. Είναι προφανές ότι η συνδρομή των όρων αυτών δρομολογεί την αναγνώριση ιδιαίτερης ιδιότητας για τη θεμελίωση

Σελ. 13

του αξιόποινου, στο πρόσωπο όσων αφορούν, στην περίπτωση στοιχειοθέτησης γνήσιων ιδιαίτερων εγκλημάτων (άρθρο 49 ΠΚ).

11 Ε) Σώμα. Πρόκειται για το σύστημα οργάνωσης των κλιμακίων των ΕΔ και του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, που ρυθμίζεται στους οικείους κανονισμούς οργάνωσης και λειτουργίας αυτών (Γιαρένης, σελ. 96).

12 ΣΤ) Πλοίο. Σύμφωνα με το πρώτο τμήμα των Διατάξεων ΠΝ, που κυρώθηκαν με το ΠΔ 210/93, «Το Πολεμικό Πλοίο και η Ναυτική Υπηρεσία αποτελούν τις βασικές μονάδες με διοικητική αυτοτέλεια στην οργάνωση του ΠΝ, από τις οποίες και συντίθενται όλα τα ανωτέρω κλιμάκια της Διοίκησης του ΠΝ. Το Πολεμικό Πλοίο αποτελεί το κύτταρο της Ναυτικής Δύναμης και αυτού την ύπαρξη και αξιόμαχη κατάσταση υπηρετεί και επιδιώκει όλη η οργάνωση του Πολεμικού Ναυτικού» (άρθρο 0404 παρ. 1 και 2). Πλοίο λοιπόν είναι κάθε πλωτό μέσο που ανήκει στο στρατό ή το ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, στο οποίο επιβαίνει πλήρωμα υπαγόμενο στους κανόνες της στρατιωτικής πειθαρχίας και έχει Κυβερνήτη βαθμοφόρο, ο οποίος με τη σειρά του υπόκειται στις διαταγές του Υπουργείου Άμυνας ή Εμπορικής Ναυτιλίας μέσω της καθετοποιημένης διοίκησης αυτών. Στο άρθρο 95 παρ. 1 ΣΠΚ αναφέρεται και άλλη μία κατηγορία πλοίων, που υπό προϋποθέσεις συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ΣΠΚ και το διευρύνουν, και αυτά είναι τα πλοία του εμπορικού ναυτικού, τα οποία προσδιορίζονται ως επίτακτα ή ως πλοία που συνοδεύονται από πλοία του στρατού, όταν συμμετέχουν σε νηοπομπή. Τα άρθρα του ΣΠΚ που τυγχάνουν εφαρμογής και στα πληρώματα των πλοίων αυτών είναι τα 83 παρ. 1, 107, 108, 110, 111, 113, 115 και 118.

13 Ζ) Ναυτική εγκατάσταση. Είναι κάθε ναυτική ή λιμενική υπηρεσία στην ξηρά, που διοικείται από βαθμοφόρο υπαγόμενο στις διαταγές στις διαταγές του Υπουργείου Άμυνας ή Εμπορικής Ναυτιλίας μέσω της καθετοποιημένης διοίκησης αυτών.

14 Η) Αεροσκάφος. Είναι κάθε ιπτάμενο μέσο που ανήκει στο στρατό ή το ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, στο οποίο επιβαίνει πλήρωμα υπαγόμενο στους κανόνες της στρατιωτικής πειθαρχίας και έχει Κυβερνήτη βαθμοφόρο, ο οποίος με τη σειρά του υπόκειται στις διαταγές του Υπουργείου Άμυνας ή Εμπορικής Ναυτιλίας μέσω της καθετοποιημένης διοίκησης αυτών. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνονται τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα της ΠΑ, της Αεροπορίας Στρατού, του ΠΝ και του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ. Στο άρθρο 95 παρ. 2 ΣΠΚ αναφέρεται και άλλη μία κατηγορία αεροσκαφών, που υπό προϋποθέσεις συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ΣΠΚ και το διευρύνουν, και αυτά είναι τα αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας, τα οποία προσδιορίζονται ως επίτακτα ή ως αεροσκάφη που συνοδεύονται από αεροσκάφη του στρατού, όταν μετέχουν σε συνοδεία. Τα άρθρα του ΣΠΚ που τυγχάνουν εφαρμογής και στα πληρώματα των πλοίων αυτών είναι τα 111, 113 και 118.

15 Θ) Αεροπορική εγκατάσταση. Είναι κάθε αεροπορική υπηρεσία στην ξηρά, που διοικείται από βαθμοφόρο υπαγόμενο στις διαταγές στις διαταγές του Υπουργείου Άμυνας ή Εμπορικής Ναυτιλίας μέσω της καθετοποιημένης διοίκησης αυτών.

16 Ι) Αεροπορικό υλικό. Είναι τα αεροσκάφη με τα εργαλεία και τα παρακολουθηματικά τους εξαρτήματα, κάθε υλικό προορισμένο να εξυπηρετεί τα αεροσκάφη και τις αεροπορικές εγκαταστάσεις της ΠΑ, της Αεροπορίας Στρατού, του ΠΝ και του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, καθώς και τα πλωτά μέσα της ΠΑ (που χρησιμοποιούνται π.χ. στις επιχειρήσεις διάσωσης των πληρωμάτων αεροσκαφών, που πέφτουν στη θάλασσα) με τα εξαρτήματά τους.

Σελ. 14

17 ΙΑ) Δικαστικοί λειτουργοί. Είναι τα μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων (εκτός αν ορίζεται διαφορετικά). Από αυτούς στρατιωτικοί δικαστές είναι αυτοί που έχουν το βαθμό του στρατιωτικού δικαστή (Α΄-Δ΄) ή Παρέδρου στρατιωτικών δικαστηρίων, ενώ οι υπόλοιποι είναι Αναθεωρητές. Η αντιστοιχία/βαθμολογική εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών με τους συναδέλφους τους της κοινής πολιτικής/ποινικής δικαιοσύνης ορίζεται στο άρθρο 52 ΚΔΣΕΔ, που κυρώθηκε με το Ν. 2304/95, ενώ στο άρθρο 142 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται η βαθμολογική αντιστοιχία των στρατιωτικών δικαστών και Αναθεωρητών με προς τους αξιωματικούς των ΕΔ.

ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

18 Ο νέος ΣΠΚ, που συμπληρώθηκε με τον αμοιβό Ν. 2304/95 για τη θεσμική κατοχύρωση της υπηρεσιακής υπόστασης των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, μετέβαλαν πράγματι το σκηνικό στο ευρύτερο λειτουργικό πεδίο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, καθόσον η τελευταία απέκτησε λειτουργική αυτοτέλεια και αποδεσμεύθηκε από το ρόλο του δορυφόρου του στρατεύματος. Μια προσεκτικότερη όμως ανάγνωση των σχετικών διατάξεων, της συστηματικής τους κατάστρωσης και των ορίων της ερμηνευτικής τους προσέγγισης, δείχνει ότι και πάλι παρεισέφρησαν διατάξεις, που οριοθετούν θεσμικά τη στρατιωτική δικαιοσύνη ως «άλλη» δικαιοσύνη, και ως παρεκκλίνον σύστημα έναντι της κοινής ποινικής δικαιοσύνης.

19 Στο σύντομο χώρο που αναλογεί στην επιγραμματική παράθεση ορισμένων μόνο από τις θεσμικές αυτές παρεκκλίσεις, μπορεί να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι, ακολουθώντας τις ρυθμίσεις του τμήματος του ΑΝ 2308/1941 (προϊσχύσαν δίκαιο) με τίτλο «Δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα» (άρθρα 175 έως 239), από τις οποίες συνάγεται ότι οι κατώτεροι δικαστικοί λειτουργοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης ως δικαστές ήταν παντελώς αποκλεισμένοι από την κύρια διαδικασία, ασχολούμενοι αποκλειστικά και μόνο με την προδικασία, ο σύγχρονος νομοθέτης δεν διατήρησε μεν τον αποκλεισμό των κατώτερων δικαστικών λειτουργών από την κύρια διαδικασία, αφού οι στρατιωτικοί δικαστές γ΄ και δ΄ και οι πάρεδροι μετέχουν στις συνεδριάσεις του στρατοδικείου ως συμπάρεδρα μέλη και ως εισαγγελείς της έδρας, όμως, χωρίς επαρκή νομική δικαιολογία ακολούθησε το πνεύμα της προηγούμενης νομοθεσίας όσον αφορά το βαθμό του προεδρεύοντος και τους απέκλεισε από τη διεύθυνση της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους δικαστές της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης, ο στρατιωτικός δικαστής α΄ ή β΄ (αντίστοιχοι του προέδρου εφετών και του εφέτη), όταν προεδρεύει του τριμελούς στρατοδικείου, δικάζει ως πρωτοβάθμιος δικαστής, παραδόξως όμως είναι αποκλεισμένος από την εκδίκαση εφέσεων που, ως ένδικο μέσο, δικάζουν όλοι οι πρωτοβάθμιοι τακτικοί δικαστές, πλην, καταρχήν, του πταισματοδίκη.

20 Εξάλλου, ο νέος ΣΠΚ (άρθρο 178 §§ 2, 5) (συνεχίζει να) εξαρτά τη συγκρότηση του στρατοδικείου από το βαθμό του κατηγορούμενου: Όσο πιο υψηλόβαθμος είναι στη στρατιωτική ιεραρχία ο κατηγορούμενος, τόσο αυξάνει και η δικαστική βαθμίδα των δικαστών που προεδρεύουν και μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου. Αυτή, όμως, η πρόβλεψη, δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 4 Συντ) {βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, σελ. 228. Για το θέμα της ιδιάζουσας δωσιδικίας βλ. Β. Ζησιάδη, Η ιδιάζουσα δωσιδικία στην ποινική διαδικασία: Φαινομενική ή πραγματική προσβολή

Σελ. 15

της αρχής της ισότητας; (Συμβολή στον Τιμητικό τόμο για τον Α. Μάνεση)}, καθόσον στα πρόσωπα αυτά, η ιδιότητα των οποίων απαιτεί μεγαλύτερες εγγυήσεις αντικειμενικής κρίσης από ανώτερο δικαστήριο (και όχι από τα συνήθους αρμοδιότητας δικαστήρια, συντιθέμενα έστω από ανώτερους δικαστές), ώστε να ενεργοποιείται η ρύθμιση των άρθρων 111 § 7 και 112 § 2 ΚΠΔ φυσικά, δεν περιλαμβάνονται οι στρατιωτικοί, για τους οποίους ο νομοθέτης επιφύλαξε μεν την ειδική δωσιδικία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, αλλά όχι και ιδιάζουσα δωσιδικία κρίσης από ανώτερα δικαστήρια. Είναι, λοιπόν, δικονομικά ανορθόδοξο ένα ειδικό νομοθέτημα (ΣΠΚ) να αναγορεύει π.χ. το στρατηγό σε πολίτη ιδιαίτερης κατηγορίας και ορίζει για την εκδίκαση ακόμα και του πταίσματός του τον αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ενώ ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι ανώτατοι εκφραστές της δικαστικής, τρίτης ισότιμης πολιτειακής λειτουργίας (άρθρο 26 § 3 Συντ), δεν έχουν αυτή την αντιμετώπιση. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «πρόκειται για απροβλημάτιστη αντιγραφή του προϊσχύσαντος δικαίου (όταν η στρατιωτική δικαιοσύνη ήταν στρατιωτικά δομημένο σώμα, ενταγμένο στον μηχανισμό των ενόπλων δυνάμεων) και συνιστά απομεινάρι των απανθρακωμένων αντιλήψεων περί ιεραρχικής εξάρτησης και στρατιωτικής ιδιότητας των δικαστών της στρατιωτικής δικαιοσύνης» (βλ. Γ. Κουτσαγγέλη, Στρατιωτική Δικαιοσύνη: Η «άλλη» δικαιοσύνη; Συγκριτική θεώρηση της θεσμικής όψης της στρατιωτικής έναντι της κοινής ποινικής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα των λειτουργικών αρμοδιοτήτων των δικαστικών προσώπων και της καθ’ ύλη αρμοδιότητας των στρατιωτικών δικαστηρίων, στο διαδικτυακό τόπο www.militaryjustice.gr).

21 Επίσης, με βάση την παραδοχή ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια ασχολούνται με όλες τις εκφάνσεις του εγκληματικού φαινομένου, καθόσον ιδρύθηκαν για να δικάζουν τα τελεσθέντα από τους στρατιωτικούς εγκλήματα, η οποία με τη σειρά της οδηγεί εύλογα στην προοπτική ότι όλα τα ποινικά αδικήματα που τελούνται από στρατιωτικούς πρέπει να δικάζονται από τα στρατιωτικά δικαστήρια. αυτή, δεν υπάρχει εύλογη και πειστική δικαιολογητική βάση για τις ευάριθμες εξαιρέσεις από την καθολική αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων σε όλο το φάσμα του ποινικού δικαίου, που εισάγει το άρθρο 193 § 2 ΣΠΚ (εξαιρούνται από την αρμοδιότητα των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων οι παραβάσεις των νόμων για τις εκλογές ή το δημοψήφισμα, τα εγκλήματα της ναυταπάτης, της πειρατείας, οι παραβάσεις του τελωνειακού κώδικα, του δασικού κώδικα και των νόμων περί θήρας και αλιείας, οι παραβάσεις των φορολογικών νόμων, του αγορανομικού κώδικα-εκτός από τις πράξεις νοθείας του άρθρου 154 ΣΠΚ που υπάγονται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα των στρατοδικείων κλπ. Δεδομένου ότι ούτε συγκροτούνται ειδικά δικαστήρια της κοινής ποινικής δικαιοσύνης για την εκδίκασή τους ούτε οι δικαστές που εκδικάζουν αυτές τις υποθέσεις έχουν ειδικές γνώσεις (τα περισσότερα από αυτά τα αδικήματα, μάλιστα, αρκέστηκε ο νομοθέτης να τα υπαγάγει στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου), ανεπίτρεπτα ο νομοθέτης αναγνωρίζει γι’ αυτές τις υποθέσεις δικαιοδοτική ικανότητα μόνο στους τακτικούς δικαστές, θεωρώντας εκ προοιμίου ως δικαιικά και νομικά ακατάλληλα τα στρατιωτικά δικαστήρια (Ευσταθ. Ανανιάδη, Στρατιωτικόν ποινικόν δίκαιον, 1955, σελ. 241), παρά το ότι στελεχώνονται από εξειδικευμένους ποινικούς δικαστικούς λειτουργούς.

22 Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι με το Ν. 3948/2011 «Προσαρμογή των διατάξεων του Εσωτερικού Δικαίου προς τις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου»,

Σελ. 16

καλύφθηκε το έλλειμμα της εσωτερικής νομοθεσίας όσον αφορά τις παραβάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, με την εισαγωγή στο εσωτερικό δίκαιό μας ρυθμίσεων του διεθνούς συμβατικού δικαίου (βλ. Ευγ. Γιαρένη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο και δυνατότητες διάδοσης και εφαρμογής του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, ΠΧρ ΝΓ΄ σελ. 769 επ.). Στο άρθρο 1 του παραπάνω νόμου ορίζεται ότι για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται εκεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠΚ και του ΣΠΚ, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στον εν λόγω νόμο. Ο νομοθέτης, δεν αγνόησε ότι στο όγδοο κεφάλαιο του ΣΠΚ, υπό τον τίτλο «Αιχμάλωτοι – Άμαχοι» (άρθρα 156 έως 166 ΣΠΚ), τυποποιούνται ως εγκλήματα σοβαρές παραβάσεις του ίδιου διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου από δράστη στρατιωτικό, με διαφορετικό πλαίσιο ποινών, και δεν άφησε αρρύθμιστη την τύχη των διατάξεων αυτών, επιχειρώντας -όταν ο δράστης είναι στρατιωτικός- ν' αποτρέψει την πιθανότητα της παράλληλης κίνησης ποινικής διαδικασίας και από την κοινή και από τη στρατιωτική δικαιοσύνη κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem (για τη συμφωνία των διατάξεων αυτών με τις Συμβάσεις III και IV της Γενεύης του 1949 «Περί της μεταχειρίσεως των αιχμαλώτων Πολέμου» και «Περί προστασίας των πολιτών εν καιρώ πολέμου», οι οποίες κυρώθηκαν στη χώρα μας με το Ν. 3481/1956, με το πρόσθετο πρωτόκολλο I του 1977 «Για την προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων συγκρούσεων» που κυρώθηκε με το Ν. 1786/1988 και με το πρόσθετο πρωτόκολλο II του 1977 «Για την προστασία των θυμάτων μη διεθνών ενόπλων συγκρούσεων» που κυρώθηκε με το Ν. 2105/1992, βλ. σχόλια στα κατ' ιδίαν άρθρα του οικείου κεφαλαίου, Ευγ. Γιαρένη, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, σχόλια στα παραπάνω άρθρα και Π. Κρεμμυδιώτη, Η συμφωνία των διατάξεων του ΣΠΚ που αφορούν τους αιχμαλώτους πολέμου και τους αμάχους με τις σχετικές προβλέψεις των συμβάσεων που δεσμεύουν την Ελλάδα, Υπερ 2000 σελ. 727). Όμως, το άρθρο 16 Ν. 3948/2011 καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του υπαίτιου. «Αυτός ο αποκλεισμός της στρατιωτικής δικαιοσύνης από την εφαρμογή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν είναι συμβατός με το γεγονός ότι στην πλειονότητα των τυποποιούμενων εγκλημάτων υποκείμενο μπορεί να είναι μόνο στρατιωτικός, παραβλέπει πως ο κατ’ εξοχήν υπόχρεος εφαρμογής των επιταγών του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου είναι οι ένοπλες δυνάμεις ως ο αποκλειστικά αρμόδιος κρατικός μηχανισμός για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων (βλ. Σ. Κύρκου, Η προσαρμογή στην Ελληνική Ποινική Νομοθεσία των σχετικών με την καταστολή των παραβάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου διατάξεων των Διεθνών Συνθηκών, στον τιμητικό τόμο ΝΣΚ, 2008, σελ. 549 επ.), παραγνωρίζει ότι η εφαρμογή των κανόνων αυτών αναδεικνύει την προσφορότητα επέμβασης της στρατιωτικής δικαιοσύνης και δεν σπουδαιολογεί τη διεθνή αναγνώριση της σημασίας του στρατιωτικού ποινικού δικαίου προ της κατεύθυνση αυτή» (πρβλ. και Σ. Κύρκου, Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου της ποινικής διαδικασίας ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων, Εισήγηση στο 4 σεμινάριο Διεθνούς Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, 2008, στο δικτυακό τόπο www.militaryjustice.gr).

23 Ενστάσεις μπορούν να διατυπωθούν και αναφορικά με το θέμα της συγκρότησης των στρατιωτικών δικαστηρίων. Η συμμετοχή σ’ αυτά και ανάλογου αριθμού στρατοδικών εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 96 § 4 του Συντάγματος, όπου προβλέπεται ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, συμμετέχει, δε, σ’ αυτά (για την όχι άμεση αλλά έμμεση συναγωγή της συνταγματικότητας του θεσμού των στρατοδικών βλ. Π. Κρεμμυδιώτη, Η προβληματική της αναγκαιότητας και αποτελεσματικότητας του θεσμού των στρατοδικών

Σελ. 17

στη χώρα μας, ΠΧρ ΝΕ(2005), σελ. 777). Έχει εξάλλου υποστηριχθεί η άποψη ότι οι στρατοδίκες προσομοιάζουν με τους λαϊκούς δικαστές (άρθρα 8 § 1 και 379 επ. ΚΠΔ) (έτσι ο Παπαδαμάκης, ό.π. υποσημ. 11, σελ. 457, ο Κρεμμυδιώτης ό.π. και ο Ευγ. Γιαρένης, Σημειώσεις στρατιωτικού ποινικού δικαίου, 2002, σελ. 55): δικαστικοί λειτουργοί και στρατοδίκες αποτελούν ενιαίο δικαστήριο, αποφασίζοντας από κοινού για την ενοχή και για την ποινή. Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου νομολόγησε ότι η συμμετοχή των στρατοδικών στις συνθέσεις των ελληνικών στρατιωτικών δικαστηρίων δεν θα μπορούσε, άνευ άλλου, να στοιχειοθετήσει παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ {υπόθεση Τσαρίδη και Μπέλλου κατά Ελλάδας (74927/01), βλ. Π. Κρεμμυδιώτη, ό.π}. Όμως, η συμμετοχή των στρατοδικών στα στρατιωτικά δικαστήρια δεν πραγματώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ούτε η παρουσία τους εγγυάται την προστασία των κατηγορουμένων από τις αυθαίρετες επεμβάσεις της εκτελεστικής λειτουργίας στην απονομή της δικαιοσύνης, όπως συμβαίνει με τους λαϊκούς δικαστές, καθόσον κρίνουν υπό το πρίσμα της επαγγελματικής αντίληψής τους, στηριγμένοι στην αρχή της υποταγής στην ιεραρχία (Georges Guilhermet, Αι δικαστικαί πλάναι, μετάφρ. Ι. Γεωργιάδου, πρόλογος Κων/νου Τσουκαλά, 1917, σελ. 203-204), και αντιμετωπίζουν κατά κανόνα αυστηρότερα τους κατηγορούμενους για τέλεση στρατιωτικών εγκλημάτων και, ιδιαίτερα, αυτών που προσβάλλουν τα έννομα αγαθά της στρατιωτικής υποχρέωσης και της πειθαρχίας (έτσι ο Κρεμμυδιώτης, όπ). «Κατά συνέπεια, για τον κατηγορούμενο μόνο οι στρατιωτικοί δικαστές αποτελούν την εγγύηση της αμεροληψίας και της αδέκαστης κρίσης και, μέσω αυτών, της κατοχυρωμένης στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δίκαιης δίκης» (Κουτσαγγέλης, όπ.). Σήμερα, με βάση την εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ υφίσταται βάσιμη αμφισβήτηση του ρόλου των στρατοδικών στη σύνθεση των στρατιωτικών δικαστηρίων-η οποία μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Moustafa κατά Βουλγαρίας της 28.11.2019 - μπορεί να θεωρηθεί έως και ασύμβατη προς την ΕΣΔΑ (για το συγκεκριμένο θέμα βλ. τα σχόλια του Β. Χειρδάρη στην ως άνω απόφαση σε ΝοΒ 67. 2016 επ).

24 Η σημαντικότερη όμως ρωγμή στο σύστημα της θεσμικής αναβάθμισης της στρατιωτικής δικαιοσύνης και του ριζικού εκσυγχρονισμού του χώρου της, που επιχειρήθηκε με την ψήφιση του νέου ΣΠΚ και του κυρωθέντος δια του Ν. 2304/95 Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΔΣΕΔ), επήλθε από το γεγονός ότι ο KΔΣEΔ κατά την έναρξη ισχύος του, την 12-6-1995, περιέλαβε διατάξεις, οι οποίες προσδίδουν στους δικαστικούς λειτουργούς του ΔΣEΔ, τη στρατιωτική ιδιότητα, ή , τουλάχιστον, δημιουργούν αμφιβολίες αν αυτή έπαυσε (οι τελευταίοι, μέχρι την έναρξη ισχύος του KΔΣEΔ, αναμφίβολα ήταν αξιωματικοί, έφεραν τη στρατιωτική ιδιότητα και εξομοιώνονταν πλήρως προς τους άλλους εν ενεργεία αξιωματικούς των Eνόπλων Δυνάμεων υπαγόμενοι καθ’ όλα στο καταργηθέν από το N. 2439/1996, ν.δ. 178/1969 «Περί ιεραρχίας, προαγωγών... κλπ.» (βλ. τα άρθρα 3 παρ. 4α΄ και 8 παρ. 6 του καταργηθέντος ν.δ. 178/1969, καθώς και το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 657/1970 «Περί του Δικαστικού Σώματος των Eνόπλων Δυνάμεων»), στο ν.δ. 1400/1973 «Περί καταστάσεως των αξιωματικών των Eνόπλων Δυνάμεων» και στους ισχύοντες στρατιωτικούς κανονισμούς). Eιδικότερα:

25 α) Aπό τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του KΔΣEΔ προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣEΔ εκτός από τον όρκο του δικαστικού λειτουργού που δίνουν (άρθρο 11 του κώδικα), δίνουν και τον όρκο του στρατιωτικού (ο τύπος του όρκου του στρατιωτικού ορίζεται από τον A.N της 12/14 Oκτ 1935, το άρθρο 3 του ν. 48/1975 και το άρθρο 3 του Γενικού Kανονισμού Yπηρεσίας στο Στρατό (ΣK 20-1). Γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο

Σελ. 18

του στρατιωτικού όρκου είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτο και πέρα από τη φύση της αποστολής του δικαστικού λειτουργού. Όταν δοθεί, όμως, ο στρατιωτικός όρκος, όπως προεκτέθηκε, αποκτάται η στρατιωτική ιδιότητα (βλ. το άρθρο 5 παρ. 3 του ισχύοντος ΣΠK).

26 β) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71 παρ. 1 και παρ. 2 του KΔΣEΔ «Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά, εν γένει, του δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφόσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ως δικαστικού λειτουργού ή ως αξιωματικού και θίγει το κύρος της δικαιοσύνης ή του ιδίου» (παρ. 1), «Oι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών δικαστηρίων και την κατάστασή τους ως δικαστικών λειτουργών και αξιωματικών» (παρ. 2), οι δικαστικοί λειτουργοί του Δικαστικού Σώματος των ενόπλων δυνάμεων ρητά αναφέρονται ως αξιωματικοί και ορίζεται ότι τα πειθαρχικά τους παραπτώματα είναι δυνατόν να άπτονται και της στρατιωτικής δεοντολογίας.

27 γ) Aπό τη διάταξη του άρθρου 144 του KΔΣEΔ προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣEΔ δωσιδικούν κατά κανόνα στα στρατιωτικά δικαστήρια (και κατ’ εξαίρεση για όσα εγκλήματα εξαιρούνται της αρμοδιότητας των στρατιωτικών δικαστηρίων, στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για τους δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης) παραπέμποντας έτσι σιωπηρώς ο νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 193 ΣΠK, δηλαδή στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων (ναυτοδικείων και αεροδικείων) στα οποία, σύμφωνα με το ίδιο το Σύνταγμα, υπάγονται μόνο όσοι έχουν τη στρατιωτική ιδιότητα (η άποψη περί διττής υπηρεσιακής ιδιότητας των στρατιωτικών δικαστών επιρρωννύεται και από την εισηγητική έκθεση του σχεδίου του KΔΣEΔ προς τη Bουλή των Eλλήνων, των συναρμοδίων Yπουργών Eθνικής Άμυνας και Δικαιοσύνης, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι: «Σε γενικές γραμμές ο κώδικας διέπεται από τις ακόλουθες βασικές αρχές:…..γ) Tης διατηρήσεως της στρατιωτικής ιδιότητας από τα μέλη του σώματος, αλλά με απευθείας υπαγωγή στον Yπουργό Eθνικής Άμυνας» (βλέπ. την από 30-11-1994 εισηγητική έκθεση των συναρμόδιων Yπουργών Eθνικής Άμυνας, Mαν. Mπεντενιώτη και Δικαιοσύνης Γεωργ. Kουβελάκη. Αντίθετα, από τις συζητήσεις στην E΄ Aναθεωρητική Bουλή για τις σχετικές με τη στρατιωτική δικαιοσύνη διατάξεις του Συντάγματος, (βλ. στα Eπίσημα Πρακτικά της Oλομέλειας της Bουλής, περίοδος A’ - Σύνοδος A’ (11-5-1975) σελ. 693 επ, πουθενά δεν προκύπτει βούληση του συντακτικού νομοθέτη οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣEΔ να φέρουν παράλληλα και τη στρατιωτική ιδιότητα. Eνδεικτικά πρέπει να αναφερθεί ότι ο τότε βουλευτής της αντιπολίτευσης Θ. Mαναβής σε μια αποστροφή του λόγου του επεσήμανε ότι για να είναι τακτικοί δικαστές και όχι απλώς αξιωματικοί, τα μέλη του ΔΣEΔ θα πρέπει να έχουν και αυτοί τις συνταγματικές εγγυήσεις των δικαστικών λειτουργών. Kατά συνέπεια ο εν λόγω βουλευτής αποδέχθηκε άμεσα ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣEΔ δεν είναι δυνατόν κατά το Σύνταγμα να φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα (Bλ. τα επίσημα πρακτικά της ολομέλειας της Bουλής, περίοδος A’ - Σύνοδος A’ (11-5-1975) σελ. 693 επ. Για τη διαμόρφωση του άρθρου 96 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος κατά τις επιμέρους φάσεις επεξεργασίας του Συντάγματος πρβλ. τον τόμο Bουλή των Eλλήνων, E΄ Aναθεωρητική, Σύνταγμα 1975. Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων, Aθήναι 1976 σελ. 533 επ).

Σελ. 19

28 Οι διατάξεις αυτές στην πράξη θέτουν τουλάχιστον σε δοκιμασία, αν όχι σε αμφισβήτηση, την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία με την οποία καταρχήν ο συνταγματικός νομοθέτης όπλισε τους δικαστικούς λειτουργούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης (άρθρα 96 § 5 και 87 § 1 Συντ), και στη συνέχεια ο κοινός νομοθέτης επανέλαβε στον προαναφερόμενο κώδικα, (άρθρο 2 ΚΔΣΕΔ). Οι δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης φαίνεται ότι διατηρούν διττή ιδιότητα, δηλαδή και αυτή του δικαστή και αυτή του στρατιωτικού (αντίθετα, ο Π. Κρεμμυδιώτης θεωρεί ότι οι στρατιωτικοί δικαστές δεν έχουν στρατιωτική ιδιότητα, βλ. Η τάση ενσωματώσεως του αντικειμένου της στρατιωτικής δικαιοσύνης στην κοινή δικαιοσύνη, ΠΧρ ΜΘ(1999) σελ. 888 επ), παρόλο που στην εισηγητική έκθεση του παραπάνω νόμου ρητά αναγράφεται ότι ο στόχος του νομοθέτη για εξύψωση της στρατιωτικής δικαιοσύνης και των δικαστών της επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αποδέσμευσης των δικαστών από το καθεστώς των αξιωματικών. Επίσης, οι δικαστικοί λειτουργοί των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων δεν περιλήφθηκαν στο ειδικό μισθολόγιο που ισχύει για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς (Ν. 2521/1997), παρά το ότι στην εισηγητική έκθεση του Ν. 2304/1995 (ΚΔΣΕΔ) ρητά αναφέρεται ότι οι απολαβές τους πρέπει να είναι ανάλογες της θέσης τους και της ιδιότητας του δικαστή. Όμως μόνο οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας του δικαστή που θα συγκεκριμενοποιήσει τον ποινικό νόμο, παρέχουν επαρκή κατοχύρωση της ατομικής ελευθερίας του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία. Χωρίς εγγυήσεις ανεξαρτησίας ο δικαστής γίνεται διοικητικό όργανο, οπότε καταλύεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της πολιτείας και αναιρείται ουσιαστικά η σημασία της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου (Λ. Μαργαρίτη – Ν. Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, 1991, σελ. 330 επ., Ι. Μανωλεδάκη, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, α΄, 1976, σελ. 47 έως 52).

29 Η κρίσιμη ΟλΣτΕ 2857/2003 εισήγαγε στα επιστημονικά και νομολογιακά πράγματα τη θεωρία των δικανικών υβριδίων, ετεροκαθορίζοντας, απομονώνοντας -και τελικά δαιμονοποιώντας- ένα τμήμα του δικαστικού συστήματος από το συνολικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

30 Eίναι άραγε συνταγματικά ανεκτή η διατήρηση της στρατιωτικής ιδιότητας των δικαστικών λειτουργών του Δικαστικού Σώματος Eνόπλων Δυνάμεων (ΔΣΔΕ) από τον κοινό νομοθέτη; H απάντηση που δόθηκε από τα αρμόδια Δικαστήρια στο συγκεκριμένο ερώτημα χαρακτηρίζεται από ελάχιστα πειστική αιτιολογία, αγγίζουσα τα όρια του νομικού ερμαφροδιτισμού και εκφράζουσα ατταβιστική προσήλωση σε μεσσιανικές αντιλήψεις νομικής υπεροχής. Ειδικότερα, η υπ’ αριθ. 2857/03 απόφαση της Ολ ΣτΕ (ΠοινΔικ 2003.1233, με εύστοχες παρατηρήσεις και οξεία κριτική από τους Αρ. Γιαρένη και Κ. Κοκκινάκη) αν και με ισχυρή μειοψηφία, αγνόησε προηγούμενη νομολογία της (Ολ ΣτΕ 130/1992) ότι αυτονόητη προϋπόθεση και συμπλήρωμα της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι το ειδικό μισθολόγιο που να προβλέπει αποδοχές ανάλογες προς το λειτούργημά τους, και παρακάμπτοντας την αντίθετη εισήγηση (εισηγήτρια: Μ. Καραμανώφ. Κατά την άποψη αυτής, αλλά και της ισχυρής μειοψηφίας, «…τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων απολαύουν όλων των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και, ως εκ τούτου, έχουν σαφώς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, όπως την εγγυάται το άρθρο 26 Σ και προσήκει σε κράτος δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπει την υπαγωγή κατηγορίας πολιτών στη δικαιοδοσία δικαστηρίων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Κατά ταύτα, η παραπομπή του άρθρου 96 παρ. 5 μόνο στο άρθρο 87 παρ. 1 Σ αρκεί για να τους διασφαλίσει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και δεν απαιτείται παραπομπή και στα άρθρα 88 επ., τα οποία αποτελούν οργανωτικές εξειδικεύσεις της θεμελιώδους

Σελ. 20

γενικής ρήτρας του άρθρου 87 παρ. 1»), αλλά και προηγηθείσες αποφάσεις του πρώτου και δεύτερου βαθμού των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. ΔιοικΠρωτΑθ 9878/98-ΠοινΔικ 1998.1122), αρνήθηκε την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 88 παρ. 2 Σ για τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών στην περίπτωση των στρατιωτικών δικαστών, επειδή το άρθρο 96 παρ. 5 εδ. α΄ Σ (που αποτελεί τη συνταγματική βάση της ύπαρξης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης) δεν παραπέμπει ευθέως σ’ αυτό, παρά μόνο στην παρ. 1 του άρθρου 87 Σ (σύμφωνα με το οποίο πάντως «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια αποτελούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία). Δεχόμενη η Ολομέλεια του ΣτΕ ότι οι δικαστικοί λειτουργοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου του τμήματος Ε΄ του Συντάγματος (υπό τον τίτλο «Δικαστικοί Λειτουργοί και Υπάλληλοι»), υπονοεί ότι δεν πρόκειται για δικαστικούς λειτουργούς αλλά για υπαλλήλους του Δημοσίου που εξομοιώνονται βαθμολογικά με δικαστικούς λειτουργούς. Υιοθέτησε δηλαδή την άποψη που είχε υποστηριχθεί από μερίδα θεωρητικών του Συνταγματικού Δικαίου, σύμφωνα με την οποία είναι συνταγματικά θεμιτό μέλη των στρατοδικείων (ναυτοδικείων και αεροδικείων), είτε να μην είναι καν «τακτικοί δικαστές» είτε να είναι μεν δικαστές, αλλά να μην περιβάλλονται πλήρως με όλες τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, τις οποίες προβλέπει το σύνταγμα για τους δικαστικούς λειτουργούς στα άρθρα 87, 88, 89, 90 και 91 {βλ. Nικ. Aλιβιζάτου, H συνταγματική θέση των Eνόπλων Δυνάμεων, II Δικαιώματα και υποχρέωσεις των στρατιωτικών, Aθήνα - Kομοτηνή 1992 σελ. 247, Aθ. Pάϊκου, Συνταγματικό δίκαιο, τ. A΄, τευχ. γ΄ σελ. 198 επ, πρβλ όμως Γ. Παπαδημητρίου, Στρατιωτική δικαιοσύνη και Σύνταγμα. H αρχή του Kράτους δικαίου σε «σωτήρια» δοκιμασία; Yπεράσπιση/1993 σελ. 18, του ίδιου: πρόλογος στον Στρατιωτικό Ποινικό Kώδικα του A. Nικόπουλου, Aθήνα - Kομοτηνή 1988 σελ. 5 και N. Kουράκη, Δικαιώματα του κατηγορουμένου και στρατιωτική δικαιοσύνη, NοB 38 (1990) σελ. 402, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του ΔΣEΔ περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστών. Προς την ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί το ΣτΕ και με την υπ’ αριθ. 3668/1996 απόφασή του, δεχόμενο ότι η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986 παρέπεμψε ειδικώς στο άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς το ζήτημα της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, την οποία θα εξασφαλίσει ο σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις εκδιδόμενος νόμος και όχι σε όλο το πρώτο κεφάλαιο του περί Δικαστικής Eξουσίας τμήματος του Συντάγματος (άρθρα 87 έως και 91) και ειδικότερα στο άρθρο 90, το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά στη συγκρότηση των Aνωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Συμβουλίου Eπικρατείας, Aρείου Πάγου και Eλεγκτικού Συνεδρίου) και στη διαδικασία προαγωγών, τοποθετήσεων}. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι βασικές σκέψεις της απόφασης αυτής επαναλήφθηκαν (με μεγαλύτερη μάλιστα ενάργεια, και χωρίς επιφυλάξεις) και επικαιροποιήθηκαν και στην υπ’ αριθ. 3838/12 απόφαση της ΟλΣτΕ, η οποία δέχεται ότι «…(τα στρατιωτικά δικαστήρια) αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστές που ανήκουν οργανικά, ως αξιωματικοί, στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου βτου Τμήματος Ε΄ του Συντάγματος… κατ’ εκτίμηση της διπλής ιδιότητας, του δικαστή και του αξιωματικού…».

31 Όμως, η θέση αυτή συνεπάγεται πως η στρατιωτική δικαιοσύνη λειτουργεί αντίθετα προς τα άρθρα 26 § 3 και 87 § 1 Συντ, γιατί σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θέση τα στρατιωτικά δικαστήρια είναι μόνο κατά πλάσμα δικαίου δικαστήρια, ή μάλλον δεν είναι δικαστήρια, αλλά δικαστικές

Σελ. 21

επιτροπές (βλ. έτσι Κ. Μπέη, παρατηρήσεις στην ΤρΔΠρΑθ 9878/1998, Δίκη 30(1999) σελ. 259-261). Αυτού του είδους η θεώρηση δεν προσήκει σε κράτος δικαίου ούτε είναι νοητή η υπαγωγή μιας κατηγορίας πολιτών στην ποινική δικαιοδοσία φορέων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. «Mια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση είναι δογματικά εσφαλμένη, γιατί παραγνωρίζει, παραβιάζει και καταλύει τη θεμελιωδέστατη αρχή της δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας μας, της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος 1975/1986. (Bλ. A. Mάνεση, Συνταγματικόν Δίκαιον, πανεπιστημιακαί παραδόσεις, έκδοσις A΄, τόμος A΄, Θεσσαλονίκη Aθήνα 1967 σελ. 339 επ, E. Bενιζέλου, Mαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, I, Θεσσαλονίκη 1991 σελ. 282 επ, A. Mανιτάκη, Kράτος Δικαίου και Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας, I, Θεσσαλονίκη 1994 σελ. 124 επ και 310 επ, Δ. Tσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Tόμος B΄, Oργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Aθήνα - Kομοτηνή 1992 σελ. 129 επ). Mε την άποψη αυτή, η δικαστική εξουσία (λειτουργία) κατά το σκέλος που αναφέρεται στους δικαστικούς λειτουργούς του ΔΣEΔ καθορίζεται και προσδιορίζεται από ετέρα εξουσία, τη νομοθετική (κοινό νομοθέτη) η οποία κατά το δοκούν και κατά τις περιστάσεις ενδεχομένως να καθορίζει την ύπαρξη και το εύρος των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών του ΔΣEΔ, δηλαδή αν σήμερα ο κοινός νομοθέτης έχει τη βούληση να παράσχει στους τελευταίους κάποιες εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, στο μέλλον πιθανόν να μεταβάλλει άποψη να τις συρρικνώσει ή και ακόμα να τις καταργήσει. Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα χαρακτηρίζει τους τακτικούς δικαστές ως δικαστικούς λειτουργούς. Διακρίνονται επομένως από τους δημοσίους υπαλλήλους που είναι έμμεσα όργανα του κράτους και τελούν σε στενή ιεραρχική και πειθαρχική σχέση μαζί του. Σε αντίθεση με το δημόσιο υπάλληλο, ο δικαστής αντλεί την αρμοδιότητά του απευθείας από το Σύνταγμα, δεν είναι επομένως έμμεσο αλλά άμεσο όργανο του κράτους. H θεσμική αυτή ιδιαιτερότητα του δικαστή εξειδικεύεται από την εγγύηση της λειτουργικής και προσωπικής του ανεξαρτησίας (βλ. Δ. Tσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 547). Με τα παραπάνω δεδομένα, παρατηρείται ότι ο δικαστικός λειτουργός του ΔΣEΔ, εντασσόμενος από τον κοινό νομοθέτη στην ιεραρχική δομή του Στρατού και συνακόλουθα υπαγόμενος στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων και στο (ουσιαστικό) πειθαρχικό δίκαιο των αξιωματικών των Eνόπλων Δυνάμεων (στρατιωτικών εν γένει) εκτός από το άμεσο όργανο του κράτους που αντλεί την εξουσία του απευθείας από το Σύνταγμα είναι παράλληλα κατά τον κοινό νομοθέτη και έμμεσο όργανο αυτού και μάλιστα ενταγμένο στην αυστηρή ιεραρχική οργάνωση του στρατεύματος. Eίναι όμως λογικά δυνατό και συνταγματικά ανεκτό να είναι κάποιος παράλληλα και άμεσο και έμμεσο όργανο του κράτους; Αναμφίβολα όχι» (Έτσι ακριβώς ο Π. Χριστοφοράκος, Η ποινική δωσιδικία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων-Συγχρόνως μια ελάχιστη συμβολή στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 5 Σ-ΠοινΧρον 1998.328 επ.).

Back to Top