ΒΑΣΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 152
- ISBN: 978-960-654-579-5
- Δείτε ένα απόσπασμα
Το έργο «Βασικό Εγχειρίδιο Κεντρικής Τραπεζικής» παρουσιάζει με αναλυτικό τρόπο και με την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση πτυχές του ρόλου των Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτός διαμορφώθηκε διαχρονικά στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες.
Ο συγγραφέας υφαίνει το νήμα μεταξύ ανεξαρτησίας και λογοδοσίας τους μέσα από κριτική επισκόπηση της λειτουργίας τους, ενισχύοντάς το με ιστορικά στοιχεία, επιστημονικά δεδομένα, τις υφιστάμενες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, που είναι έντονες και πολυδιάστατες, καθώς και τις σύγχρονες προκλήσεις.
Επίσης θέτει επίκαιρα ερωτήματα που αναπόφευκτα θα απασχολήσουν τη νομική και οικονομική επιστήμη σύντομα, όπως: η τάση παράκαμψης της νομισματικής πολιτικής μέσα από αποκεντρωμένα ψηφιακά κρυπτοσυστήματα και η ανταπόκριση των Κεντρικών Τραπεζών σε αυτή με τη δημιουργία κρυπτονομισμάτων υπό το δικό τους έλεγχο.
Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όσον αφορά στις σχέσεις της με την πολιτική εξουσία από την ίδρυσή της έως την ένταξή της στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο για όλους τους επαγγελματίες νομικούς, οικονομολόγους, πολιτικούς επιστήμονες κ.ά., οι οποίοι ασχολούνται με ζητήματα απτόμενα της Κεντρικής Τραπεζικής, αλλά και για φοιτητές συναφών επιστημονικών τομέων. Απευθύνεται, επίσης, και σε απλούς αναγνώστες, οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν στοιχειώδεις γνώσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας του νομισματικού (και χρηματοπιστωτικού) συστήματος.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ | Σελ. VII |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΚΡΩΝΥΜΙΩΝ | Σελ. IX |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ | Σελ. 1 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | |
Αρμοδιότητες και λειτουργίες των Κεντρικών Τραπεζών | |
1.1 Γενικά στοιχεία Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 3 |
1.2 Αρμοδιότητες Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 3 |
1.2.1 Νομισματικές αρμοδιότητες | Σελ. 3 |
1.2.2 Αρμοδιότητες συναλλαγματικής πολιτικής | Σελ. 17 |
1.2.3 Τελικός αναχρηματοδοτικός δανεισμός | Σελ. 19 |
1.2.4 Αρμοδιότητες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα | Σελ. 20 |
1.2.5 Χρηματοπιστωτικός εγγραμματισμός και χρηματοπιστωτική ένταξη | Σελ. 27 |
1.2.6 Προστασία του καταναλωτή | Σελ. 28 |
1.2.7 Anti-money laundering | Σελ. 28 |
1.2.8 Ταμίας Δημοσίου | Σελ. 29 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ | Σελ. 30 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | |
Ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών | |
2.1 Η πορεία προς την ανεξαρτησία των σύγχρονων Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 41 |
2.1.1 Ιστορική ανασκόπηση | Σελ. 41 |
2.1.2 Η περίπτωση της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας | Σελ. 46 |
2.1.3 Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα | Σελ. 48 |
2.2 Έννοια και διαστάσεις της ανεξαρτησίας | Σελ. 49 |
2.3 Επιχειρήματα υπέρ της ανεξαρτησίας | Σελ. 49 |
2.3.1 Περιορισμός πολιτικού οπορτουνισμού | Σελ. 49 |
2.3.2 Αντιμετώπιση μεροληψίας πληθωρισμού | Σελ. 50 |
2.3.3 Δημοσιονομική πειθαρχία | Σελ. 51 |
2.4 Προβληματισμοί για την ανεξαρτησία | Σελ. 51 |
2.4.1 Κόστος μείωσης πληθωρισμού | Σελ. 51 |
2.4.2 Δημοκρατική νομιμοποίηση | Σελ. 51 |
2.4.3 «Ανταγωνισμός» νομισματικής-δημοσιονομικής πολιτικής | Σελ. 52 |
2.5 Μέτρηση της ανεξαρτησίας | Σελ. 53 |
2.5.1 Bade-Parkin | Σελ. 53 |
2.5.2 Grili-Masciandaro-Tabellini | Σελ. 54 |
2.5.3 Eijffinger-Shaling | Σελ. 56 |
2.5.4 Cukierman | Σελ. 57 |
2.5.5 Fry-Julius-Mahadeva-Roger-Sterne | Σελ. 66 |
2.6 Συσχέτιση ανεξαρτησίας-πληθωρισμού | Σελ. 66 |
2.7 Ανεξαρτησία μέσων: παράγοντας αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας | Σελ. 67 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ | Σελ. 71 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | |
Λογοδοσία των Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 76 |
3.1 Δημοκρατική λογοδοσία | Σελ. 76 |
3.1.1 Γενικά στοιχεία | Σελ. 76 |
3.1.2 Η λογοδοσία ειδικά των Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 76 |
3.2 Μέτρηση της λογοδοσίας | Σελ. 77 |
3.2.1 Briaulte-Haldane-King | Σελ. 77 |
3.2.2 De Haan-Amtenbrink-Eijffinger | Σελ. 78 |
3.2.3 Bini Smaghi-Gros | Σελ. 85 |
3.2.4 Siklos | Σελ. 87 |
3.2.5 Stavasage | Σελ. 89 |
3.3 Λογοδοσία και κυρώσεις | Σελ. 89 |
3.4 Σχέση ανεξαρτησίας-λογοδοσίας | Σελ. 90 |
3.4.1 Η αντιθετική άποψη | Σελ. 90 |
3.4.2 Η συνθετική άποψη | Σελ. 91 |
3.5 Η έννοια και σημασία της διαφάνειας | Σελ. 92 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | |
Οι σχέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος με το κράτος από την ίδρυσή της έως την ένταξή της στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 95 |
4.1 Ιστορικό ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος | Σελ. 95 |
4.2 Οι διατάξεις του αρχικού Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανεξαρτησία και τις σχέσεις της με την πολιτική εξουσία | Σελ. 96 |
4.3 Η ανεξαρτησία (;) της Τράπεζας της Ελλάδος στη διάρκεια του χρόνου | Σελ. 99 |
4.3.1 Υπόθεση «Παπαστράτος» | Σελ. 99 |
4.3.2 Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος | Σελ. 101 |
4.3.3 Νομισματική Επιτροπή | Σελ. 101 |
4.3.4 Μείωση της θητείας των Διοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος | Σελ. 111 |
4.3.5 Η Τράπεζα της Ελλάδος κατά τη δικτατορία | Σελ. 112 |
4.4 Οικονομική και Νομισματική Ένωση και Τράπεζα της Ελλάδος | Σελ. 116 |
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ | Σελ. 120 |
ΕΠΙΜΕΤΡΟ | Σελ. 123 |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | Σελ. 125 |
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ | Σελ. 135 |
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Το κατεξοχήν, αλλά όχι αποκλειστικό, αντικείμενο των σύγχρονων Κεντρικών Τραπεζών ανά τον κόσμο αποτελεί η νομισματική πολιτική. Ως (μακρο-)οικονομική πολιτική, σχετιζόμενη με την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, εμπίπτει στο πεδίο ενδιαφέροντος του Δημοσίου Δικαίου. Εξ υπαρχής ανακύπτει, λοιπόν, το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και κράτους, ιδίως μεταξύ αυτής και εκτελεστικής εξουσίας. Συγκεκριμένα, οι Κεντρικές Τράπεζες μπορεί να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, στενότερο ή χαλαρότερο, ή να είναι ανεξάρτητες από αυτή.
Στην πάροδο του χρόνου, ιδίως τα τελευταία σαράντα χρόνια, καταγράφεται η τάση ενίσχυσης της αυτονομίας των Κεντρικών Τραπεζών έναντι της πολιτικής εξουσίας, αν και όχι πάντα χωρίς προβλήματα ή παλινδρομήσεις. Τα εμπειρικά αποτελέσματα ενδεικνύουν ότι οι Κεντρικές Τράπεζες είναι, σε σύγκριση με την πολιτική εξουσία, πιο αποτελεσματικές και συνεπείς στην επίτευξη των στόχων που τούς ανατίθενται, διότι αφενός διαθέτουν τεχνοκρατική κατάρτιση, ώστε να λαμβάνουν τις απαραίτητες για το δημόσιο συμφέρον αποφάσεις, αφετέρου δεν ορρωδούν προ του πολιτικού κόστους. Ακριβώς αυτό, δηλαδή, η δυνατότητα των Κεντρικών Τραπεζών να λαμβάνουν χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις, εάν χρειαστεί, αποφάσεις «αντικοινωνικές», μη αρεστές στο εκλογικό σώμα, όπως η αύξηση των επιτοκίων, είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά η ανεξαρτησία τους δέχεται «πυρά». Χαρακτηριστικό και πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι η με απόφαση του Προέδρου της χώρας απομάκρυνση του τρίτου, μέσα σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών, Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, Naci Ağbal, λόγω διαφωνιών για τους χειρισμούς του για τη συγκράτηση του πληθωρισμού και της πτώσης της αξίας του νομίσματος.
Η κατοχύρωση, όμως, της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών θέτει ως προβληματισμό το εάν αυτή η θεσμική θωράκιση συνεπάγεται και το ανέλεγκτο της δράσης τους και το κατά πόσο αυτή συμβαδίζει με το δημοκρατικό πολίτευμα και τον Κοινοβουλευτισμό του 21ου αιώνα. Όπως θα αναλυθεί, η ανεξαρτησία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς λογοδοσία, ειδάλλως, θα οδηγούσε σε αυθαιρεσία. Στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπάρχουν πάντα «αντίβαρα», που θέτουν όρια στη δράση των διαφόρων «παικτών» της έννομης τάξης. Έτσι, οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες και συνιστούν το δίπολο του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων Κεντρικών Τραπεζών, επηρεάζοντας καθοριστικά την οικονομία ενός κράτους.
Το παρόν έργο διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια:
Στο Κεφάλαιο 1, εξετάζονται οι λειτουργίες και οι αρμοδιότητες των Κεντρικών Τραπεζών, κάποιες από τις οποίες συνιστούν conditio sine qua non, δηλαδή, αποτελούν τον πυρήνα της ύπαρξής τους, ενώ άλλες απλώς ενδέχεται να τούς έχουν απονεμηθεί.
Σελ. 2
Στο Κεφάλαιο 2, αναλύονται οι ιστορικές συγκυρίες και οι λόγοι που οδήγησαν στην καθιέρωση της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών, οι σχετικοί επ’ αυτής προβληματισμοί, καθώς και οι εκφάνσεις που μπορεί να λάβει· παρουσιάζονται δε και κριτήρια που έχουν προταθεί από τη θεωρία για τη μέτρηση του βαθμού της ανεξαρτησίας τους.
Στο Κεφάλαιο 3, αναλύεται η ιδιαιτερότητα και τα μέσα της λογοδοσίας των Κεντρικών Τραπεζών και παρατίθενται κριτήρια προερχόμενα από επιστημονικές έρευνες αναφορικά με τη μέτρηση του βαθμού της λογοδοσίας τους· μελετάται δε και η σχέση μεταξύ λογοδοσίας, ανεξαρτησίας και διαφάνειας.
Στο Κεφάλαιο 4, παρατίθενται ιστορικά γεγονότα τα οποία επηρέασαν το θεσμικό ρόλο, την αποστολή, τα καθήκοντα και την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παρέκκλιση των προβλέψεων του Καταστατικού ίδρυσής της, έως την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Σελ. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Αρμοδιότητες και λειτουργίες των Κεντρικών Τραπεζών
1.1 Γενικά στοιχεία Κεντρικών Τραπεζών
Οι σύγχρονες Κεντρικές Τράπεζες είναι δημόσιες αρχές με νομική προσωπικότητα, οι οποίες διαθέτουν ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων, αποτελώντας σημείο αναφοράς για τη λειτουργία του νομισματικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εκάστοτε κράτους, διαδραματίζοντας, έτσι, σημαντικό ρόλο για την οικονομία του. Συχνά αναφέρεται ότι συγκεντρώνουν τρεις ρόλους, ούσες εκδοτικές τράπεζες, τράπεζες των εμπορικών τραπεζών και τράπεζες του κράτους.
1.2 Αρμοδιότητες Κεντρικών Τραπεζών
Κατωτέρω παρουσιάζονται οι βασικότερες αρμοδιότητες των Κεντρικών Τραπεζών. Μέσω αυτής της λειτουργικής προσέγγισης θα αναδειχθούν τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της Κεντρικής Τράπεζας.
1.2.1 Νομισματικές αρμοδιότητες
Α) Οι Κεντρικές Τράπεζες παραδοσιακά είναι επιφορτισμένες με το νομικό μονοπώλιο έκδοσης των τραπεζογραμματίων, λειτουργία η οποία στη σύγχρονη εποχή αποτελεί προσδιοριστικό τους στοιχείο, καθώς τις διακρίνει από τις εμπορικές τράπεζες· επομένως, δε νοείται Κεντρική Τράπεζα χωρίς το προνόμιο έκδοσης αυτών. Ο όρος «έκδοση» περιλαμβάνει δύο ενέργειες, αφενός την κατασκευή των τραπεζογραμματίων, αφετέρου τη θέση τους σε κυκλοφορία από την Κεντρική Τράπεζα μέσω «συναλλαγής» της
Σελ. 4
με το Δημόσιο (π.χ. χορήγηση πίστωσης) ή με το κοινό (π.χ. ανταλλαγή νέων με φθαρμένα τραπεζογραμμάτια). Αντίστροφα, οι Κεντρικές Τράπεζες μπορούν να προβούν και στην απόσυρση αυτών.
Β) Οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν συνήθως την εξουσία να εγκρίνουν τις ποσότητες των κερμάτων που τίθενται σε κυκλοφορία από την κυβέρνηση (Υπουργείο Οικονομικών) του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, είναι σε θέση να ελέγχουν πώς επιδρά η κυκλοφορία των κερμάτων στην προσφορά χρήματος, μεταβλητή ιδιαίτερης σημασίας για τη νομισματική πολιτική, καθώς επηρεάζει το επίπεδο του πληθωρισμού.
Σημειωτέον ότι τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα συναποτελούν, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας του εκάστοτε κράτους, το νόμιμο χρήμα, που ορίζεται ως το μέσο πληρωμής και πρέπει να γίνεται αποδεκτό από φυσικά και νομικά πρόσωπα για την αποπληρωμή χρηματικών οφειλών με την αναγραφόμενη επ’ αυτού ονομαστική αξία. Δηλαδή, η προσήκουσα καταβολή του νόμιμου χρήματος επιφέρει απόσβεση της χρηματικής ενοχής (άρθρο 416 Α.Κ.), αφού ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να το δεχθεί, αλλιώς, περιέρχεται σε υπερημερία (άρθρο 349 Α.Κ.). Από το μέσο πληρωμής διακρίνονται τα εργαλεία πληρωμών, όπως οι επιταγές (το μόνο έγχαρτο πλέον εργαλείο πληρωμής), οι πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες κ.ά., αφού απαιτείται συμφωνία του δανειστή/δικαιούχου ώστε να τα δεχθεί για να αποσβεσθεί η χρηματική υποχρέωση. Εν προκειμένω, υφίσταται δόση αντί καταβολής (άρθρο 419 Α.Κ.).
Γ) Οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν λόγο στη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική αποτελεί το πρωταρχικό μέσο με το οποίο η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παρεμβαίνει θεσμικά στην οικονομία επιδιώκοντας τη σταθερότητα του γενικού επιπέδου των τιμών, που συνήθως αποτελεί κύριο στόχο της. Εφόσον, μάλιστα, απολαύει ανεξαρτησίας, αυτή αναφέρεται, πρωτίστως, στη νομισματική πολιτική, για την όποια είναι υπόχρεη προς λογοδοσία, σύμφωνα με όσα θα αναπτυχθούν στα Κεφάλαια 2 και 3.
(1) Οι δύο όροι δεν πρέπει να συγχέονται. Ο πρώτος (χάραξη) αφορά στη θέση επί τάπητος συγκεκριμένης στρατηγικής και στον προσδιορισμό των μέσων για την υλοποίησή της. Είναι προφανές ότι προκειμένου να γίνει ρεαλιστικός προγραμματισμός και σχεδιασμός
Σελ. 5
απαιτείται να έχει στη διάθεσή της πλήρη και έγκυρα δεδομένα και, για αυτό, η Κεντρική Τράπεζα συλλέγει στοιχεία, τα οποία καθορίζουν τις αποφάσεις της.
Πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να ρυθμίζει ευθέως το επίπεδο των τιμών των αγαθών, οι οποίες στις οικονομίες της ανοιχτής αγοράς καθορίζονται με βάση το νόμο της ζήτησης και της προσφοράς. Ως εκ τούτου, τίθενται ενδιάμεσοι στόχοι για την καθοδήγηση της νομισματικής πολιτικής. Οι ενδιάμεσοι στόχοι (συχνά αναφερόμενοι και ως «δείκτες») είναι μακροοικονομικές μεταβλητές, τις οποίες η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να επηρεάσει με αρκετά προβλέψιμο τρόπο, επειδή συνδέονται με τον τελικό στόχο που θέλει να επιτύχει, τον οποίο, όμως, δεν μπορεί να ελέγξει άμεσα.
Στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, η νομισματική πολιτική διαμορφώνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Άρα, ως προς τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες έχουν παύσει να έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της υιοθέτησε την 13.10.1998 τη νομισματική ανάλυση (προέχων ρόλος του χρήματος) ως πρωταρχικό πυλώνα της στρατηγικής της και ως δευτερεύοντα πυλώνα την οικονομική ανάλυση (ευρύτερη αξιολόγηση των προοπτικών για τη μελλοντική εξέλιξη των τιμών στην Ευρωζώνη με τη χρήση ενός ευρέος φάσματος οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μεταβλητών). Με την ίδια απόφαση όρισε ως σταθερότητα των τιμών «την ετήσια αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τη ζώνη του ευρώ κάτω του 2%». Επίσης, την 01.12.1998 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να ορίσει το νομισματικό μέγεθος Μ3 ως αξία αναφοράς για τη νομισματική ανάλυση. Με νεότερη απόφασή του την 08.05.2003 ορίστηκε ότι στο εξής στην εισαγωγική δήλωση του Προέδρου ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου η σειρά των πυλώνων θα είναι αντεστραμμένη, δηλαδή, θα προηγείται η οικονομική της νομισματικής ανάλυσης. Η οικονομική ανάλυση αξιολογεί τους βραχυπρόθεσμους καθοριστικούς της εξέλιξης των τιμών παράγοντες, ενώ η νομισματική ανάλυση επικεντρώνεται σε έναν πιο μακροπρόθεσμο, σε σχέση με την οικονομική ανάλυση, ορίζοντα. Με την ίδια απόφαση
Σελ. 6
προβλέφθηκε ότι ο πληθωρισμός πρέπει να διατηρείται «κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα». Το καθεστώς αυτό ίσχυσε για δεκαοκτώ έτη, αλλά δοκιμάστηκε έντονα λόγω της χρηματοπιστωτικής, της δημοσιονομικής και εσχάτως της πανδημικής κρίσης, με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή Ένωση -και όχι μόνο-. Έτσι, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ευρωπαϊκής νομισματικής αρχής την 08.07.2021 διακηρύχθηκε ότι «η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα», με τη συμπλήρωση ότι «ο στόχος είναι συμμετρικός, δηλαδή, οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από το στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες.». Έτσι, «όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη δράση νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από το στόχο του πληθωρισμού. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από το στόχο.». Ταυτόχρονα, επιβεβαιώθηκε ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να αποτελούν το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής και ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παραμένει ο ενδεδειγμένος δείκτης για την αξιολόγηση της σταθερότητας των τιμών, ενώ μείζονος σημασίας είναι η ιδιαίτερη αναφορά σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, η οποία θεωρείται ότι έχει καθοριστική επίδραση στη σταθερότητα των τιμών, και, για αυτόν το λόγο, το Διοικητικό Συμβούλιο «έχει δεσμευτεί για ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης σχετικά με το κλίμα».
(2) Ο δεύτερος όρος (εφαρμογή) της νομισματικής πολιτικής αφορά στην υλοποίηση της τεθειμένης στρατηγικής. Αυτό επιτυγχάνεται με τη λήψη αποφάσεων και μέτρων με τα οποία οι Κεντρικές Τράπεζες επιχειρούν να επηρεάσουν την προσφορά και δι’ αυτής και το κόστος του χρήματος προς επιδίωξη μακροοικονομικών στόχων, ο κυριότερος των οποίων είναι η διατήρηση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών. Επειδή η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει τεχνοκρατική εμπειρογνωμοσύνη, υποδομές
Σελ. 7
και δυνατότητες επίδρασης στην κυκλοφορία του χρήματος, η συγκεκριμένη αρμοδιότητα ανατίθεται παραδοσιακά σε Κεντρικές Τράπεζες.
Σε κάποιες χώρες, όπως στη Γερμανία, περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα πρόβλεψη για τη σταθερότητα των τιμών. Αντίθετα, στη χώρα μας ουδέποτε υπήρξε πρόβλεψη ούτε στον Καταστατικό μας Χάρτη ούτε στο Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος παρά μόνο μετά την τροποποίησή του, προς εναρμόνισή του, στο πλαίσιο της διαδικασίας σύγκλισης, με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και
Σελ. 8
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Σε ορισμένες έννομες τάξεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μεταξύ των μακροοικονομικών στόχων της Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να περιλαμβάνεται και η οικονομική ανάπτυξη ή η αύξηση της απασχόλησης, συντρεχόντως προς τη σταθερότητα των τιμών.
Στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, παρ’ ότι η νομισματική πολιτική χαράσσεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες διατηρούν κάποια αρμοδιότητα ως προς την εφαρμογή της, σύμφωνα με τις οδηγίες που τούς παρέχει η Εκτελεστική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία δύναται για την εκτέλεση των πράξεων που υπάγονται στα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού
Σελ. 9
Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών να προσφεύγει σε αυτές (άρθρο 12 παρ. 1 Καταστατικού Ε.Σ.Κ.Τ. και Ε.Κ.Τ.).
(3) Τα εργαλεία άσκησης της νομισματικής πολιτικής είναι:
i) οι πράξεις ανοικτής αγοράς,
ii) οι πάγιες διευκολύνσεις,
iii) η τήρηση ελάχιστων αποθεματικών στις Κεντρικές Τράπεζες.
Και με τα τρία εργαλεία η Κεντρική Τράπεζα επιδρά στα ρευστά διαθέσιμα των πιστωτικών ιδρυμάτων και, άρα, ελέγχει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος. Έμμεσα, δι΄ αυτών, η Κεντρική Τράπεζα επηρεάζει και άλλα μεγέθη της οικονομίας, όπως τη ζήτηση και την προσφορά, και μακροπρόθεσμα τις τιμές.
i) Πράξεις ανοικτής αγοράς
Με αυτές επηρεάζονται τα επιτόκια της αγοράς χρήματος, ρυθμίζεται η ρευστότητα στην αγορά και σηματοδοτείται η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε αγορές από τις εμπορικές τράπεζες ή πωλήσεις προς αυτές κρατικών ομολόγων ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων και περιουσιακών στοιχείων στις δευτερογενείς (ή ανοικτές) χρηματαγορές. Με τις αγορές, αυξάνει την προσφορά χρήματος στο τραπεζικό σύστημα· διευκολύνεται, έτσι, η παροχή δανείων και μειώνονται τα επιτόκια. Αντίστροφα, με τις πωλήσεις, περιορίζει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος, καθιστώντας ακριβότερο το δανεισμό και οδηγώντας σε αύξηση των επιτοκίων.
Ανάλογα με την εκάστοτε νομοθεσία, υπάρχουν διάφορες πράξεις ανοικτής αγοράς. Για παράδειγμα, στο Ευρωσύστημα, ανάλογα με τον εκάστοτε σκοπό τους, οι πράξεις ανοικτής αγοράς μπορούν να ταξινομηθούν στις εξής κατηγορίες:
α) πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης,
β) πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης,
γ) πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας,
Σελ. 10
δ) διαρθρωτικές πράξεις.
Οι πράξεις ανοικτής αγοράς διενεργούνται με τα εξής μέσα:
α) αντιστρεπτέες συναλλαγές,
β) πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής,
γ) αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας,
δ) έκδοση πιστοποιητικών χρέους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
ε) οριστικές συναλλαγές.
ii) Πάγιες διευκολύνσεις
Όσον αφορά στο Ευρωσύστημα, πρόκειται, πρώτον, για τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης που παρέχει η Κεντρική Τράπεζα στα πιστωτικά ιδρύματα μέσω ανοιχτού λογαριασμού τηρουμένου σε αυτή. Το αντισυμβαλλόμενο πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να παράσχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία ως εξασφάλιση. Δεύτερον, υφίσταται και η διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων που παρέχει η Κεντρική Τράπεζα στα πιστωτικά ιδρύματα αποδεχόμενη εντόκως (με θετικό, μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες) τις καταθέσεις τους. Και οι δύο διευκολύνσεις παρέχονται με διάρκεια μίας ημέρας (overnight) και κατά κανόνα δεν υπάρχουν πιστωτικά όρια. Αντίστοιχες διευκολύνσεις (δανεισμού και κατάθεσης) παρέχουν και οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες διεθνώς. Συνήθως το επιτόκιο της διευκόλυνσης δανεισμού οριοθετεί προς τα πάνω (ceiling) το επιτόκιο της αγοράς για τοποθετήσεις διάρκειας μιας ημέρας, ενώ το επιτόκιο της διευκόλυνσης κατάθεσης οριοθετεί προς τα κάτω (floor).
iii) Τήρηση ελάχιστων αποθεματικών στις Κεντρικές Τράπεζες
Με την επιβολή αυτής της υποχρέωσης στις εμπορικές τράπεζες (ή και σε άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος) επιδιώκεται συνήθως η διαχείριση της ρευστότητας. Πρόκειται για δραστικό μέσο άσκησης της νομισματικής πολιτικής, καθώς πρόκειται για υποχρέωση διοικητικά επιβαλλόμενη, σε αντίθεση με τις πράξεις ανοικτής αγοράς και τις πάγιες διευκολύνσεις που αποτελούν συμβατικές σχέσεις. Στερώντας από τις εμπορικές τράπεζες μέρος των αποθεματικών τους, ιδίως όταν αυτά δεν τοκίζονται, περιορίζεται η πιστοδοτική τους δυνατότητα και η κερδοφορία τους και καθίστανται άμεσα εξαρτώμενες από τη ρευστότητα που τούς χορηγεί η Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, σε πολλές χώρες τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να ενισχυθεί
Σελ. 11
η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των τραπεζών, είτε έχει μειωθεί ή καταργηθεί εντελώς η υποχρέωση τήρησης αποθεματικών στην Κεντρική Τράπεζα είτε προβλέπεται αντιπαροχή υπό τη μορφή τόκου, όπως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το ύψος των τηρητέων στην Κεντρική Τράπεζα αποθεματικών προσδιορίζεται από μια βάση υπολογισμού σε σχέση με στοιχεία του παθητικού (καταθέσεις) των πιστωτικών ιδρυμάτων. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών, μπορεί να προβλέπονται κυρώσεις ανάλογα με την έννομη τάξη.
(4) Οι εξαιρετικές περιστάσεις που αντιμετώπισε το χρηματοπιστωτικό σύστημα λόγω της παγκόσμιας ύφεσης επέβαλε στις Κεντρικές Τράπεζες να ασκήσουν μη συμβατική νομισματική πολιτική. Όταν η οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάσταση την οποία ο John Maynard Keynes χαρακτήρισε παγίδα ρευστότητας (liquidity trap), οι Κεντρικές Τράπεζες διεθνώς έπρεπε να προσαρμόσουν τη νομισματική τους πολιτική. Στη συγκυρία αυτή το πρόβλημα δεν ήταν ο πληθωρισμός, αλλά ο αποπληθωρισμός, ο οποίος πλήττει εξίσου σοβαρά το στόχο της σταθερότητας των τιμών και εξαντλεί τα περιθώρια της νομισματικής πολιτικής.
Για παράδειγμα, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να έχει μειώσει στο 0% το βασικό επιτόκιο των πράξεων ανοικτής αγοράς, που δε δύναται να είναι αρνητικό, και να έχει καταστήσει αρνητικό το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, ώστε οι εμπορικές τράπεζες να ωθηθούν να δίνουν δάνεια σε αρνητικούς αποταμιευτές με πολύ προσιτό επιτόκιο προς τόνωση της ζήτησης. Η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να επιβάλει στο πλαίσιο της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς στις εμπορικές τράπεζες το επιτόκιο με το οποίο αυτές θα δανείζουν, απλώς, λειτουργεί με προσδοκίες. Ωστόσο, στη διάρκεια της ύφεσης, οι τράπεζες δεν ακολούθησαν τις προσδοκίες των Κεντρικών Τραπεζών, διατηρώντας υψηλά τα επιτόκια λόγω μεγάλης επισφάλειας. Έτσι, όμως, δεν παρέχονται κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις και εν γένει ανάπτυξη της οικονομίας. Επομένως, πρέπει να εξευρεθεί άλλο μακροοικονομικό εργαλείο. Όταν, λοιπόν, η νομισματική πολιτική έχει υποπέσει σε αδράνεια, πρέπει να χρησιμοποιηθούν εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής.
Στον απόηχο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και κυρίως στη διάρκεια της επακόλουθης δημοσιονομικής κρίσης της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προέβη στη δημιουργία προγραμμάτων αγοράς ομολόγων. Επρόκειτο για ομόλογα κρατών-μελών, τα οποία αγόρασε στη δευτερογενή αγορά, λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως «μηχανισμός ELA του Δημοσίου». Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε αυτήν την προσωρινή μη συμβατική νομισματική πολιτική
Σελ. 12
υπό συγκεκριμένους όρους και εγγυήσεις. Κρίθηκε, δηλαδή, ότι, εφόσον τα ομόλο-
Σελ. 13
Σελ. 14
Σελ. 15
γα χρησιμοποιούνται εκτάκτως ως μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής με στόχο τη δημιουργία πληθωρισμού και όχι για την κάλυψη ελλειμμάτων προς στήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής, δεν υπάρχει αντίθεση με τη Συνθήκη.
Αντίστοιχες πρωτοβουλίες είχε λάβει και η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed), με τη διαφορά ότι τα ομόλογα που αγόρασε ήταν κυρίως έκδοσης εισηγμένων εταιριών του ιδιωτικού τομέα, η αύξηση της ζήτησης των οποίων έδωσε κίνητρα στις εταιρίες για επενδύσεις. Έτσι, τα θετικά αποτελέσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εμφανίστηκαν ταχύτερα, γεγονός το οποίο ενδεικνύει και τη διαφορά στη δομή μεταξύ της αμερικανικής market-based και της ευρωπαϊκής bank-based οικονομίας.
Η προσπάθεια αυτή για την αύξηση των τιμών, δηλαδή, για τη δημιουργία πληθωρισμού μέσα από τη διόγκωση (ballooning) του ισολογισμού ονομάζεται balance-sheet policy. Στον παρακάτω πίνακα επιβεβαιώνεται η πολύ μεγάλη αύξηση σε ομόλογα στο ενεργητικό του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος από τις αγορές στις οποίες προέβη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τη δεκαετία 2007-2017, και οι οποίες αντισταθμίζονται κυρίως από την αύξηση των καταθέσεων και της κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων.
Τέλος, για λόγους πληρότητας πρέπει να αναφερθεί ότι αντίστοιχα προγράμματα αγοράς ομολόγων του Δημοσίου εφαρμόζουν πλέον, στο πλαίσιο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, πολλές Κεντρικές Τράπεζες διεθνώς, μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Fed, ως μέτρο διαχείρισης των συνεπειών της πανδημικής κρίσης.
1.2.2 Αρμοδιότητες συναλλαγματικής πολιτικής
Σελ. 16
(1) Αντικείμενο της συναλλαγματικής πολιτικής είναι η εξωτερική αξία του εθνικού νομίσματος, δηλαδή, ο έλεγχος της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εγχώριου προς ξένα νομίσματα, η οποία επηρεάζεται από τη σχετική προσφορά και ζήτηση. Πρόκειται, εν ολίγοις, για την εξωτερική διάσταση της νομισματικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο της νομισματικής του κυριαρχίας, κάθε κράτος μπορεί να διαμορφώνει κανονιστικά τη διεθνή τιμή του νομίσματός του. Πρόκειται για την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία, που αποδίδει την αντιστοιχία μίας μονάδας του εγχώριου νομίσματος προς την αξία μονάδων ξένων νομισμάτων. Η τιμή αυτή, όμως, αν και de iure μπορεί να είναι σταθερή, εν τοις πράγμασιν είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη, ιδίως στο πλαίσιο των ανοιχτών οικονομιών, και συναρτάται με άλλες παραμέτρους της οικονομίας, όπως η διαφορά στον πληθωρισμό, στο ισοζύγιο πληρωμών, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στα επιτόκια μεταξύ των δύο χωρών. Κατά τούτο, η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να διαφέρει από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία μάς δείχνει πόσες μονάδες αγαθών ή υπηρεσιών μπορούν να αποκτηθούν με μία μονάδα εγχώριου νομίσματος. Έτσι, τείνει να επικρατήσει στις συναλλαγές μια «ανεπίσημη» τιμή, φαινόμενο το οποίο οι έννομες τάξεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με την επιβολή συναλλαγματικών περιορισμών και διαχείριση του κυκλοφορούντος συναλλάγματος από την Κεντρική Τράπεζα.
(2) Η πρακτική του κανονιστικού καθορισμού μιας σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των κρατών εγκαταλείφθηκε μετά την de facto κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, το 1971, κυρίως λόγω της υπαναχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που ήθελαν να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους δαπάνες στο Βιετνάμ με την κοπή νομίσματος, την οποία δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν λόγω της πρόσδεσης του δολαρίου με το χρυσό. Στο εξής, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες καθορίζονται ελεύθερα με βάση το νόμο της ζήτησης και της προσφοράς. Έτσι, μέριμνα των Κεντρικών Τραπεζών πλέον δεν είναι ο καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας καθ’ εαυτήν, αλλά ο προσδιορισμός των περιθωρίων διακύμανσής της, ώστε από αιφνίδιες αυξομειώσεις να μη θίγονται μακροοικονομικές μεταβλητές. Ακριβώς λόγω αυτής της αλληλεξάρτησης της ισοτιμίας με τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας, πρέπει να τονιστεί ότι συνήθως στο πεδίο της συναλλαγματικής πολιτικής η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την κυβέρνηση η οποία έχει βαρύνοντα ρόλο.
Σελ. 17
Ειδικά για την Ευρωζώνη, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ένα από τα πλέον διαμφισβητούμενα θέματα ήταν ο καθορισμός της αρχής που θα ήταν αρμόδια για την ενιαία συναλλαγματική πολιτική. Κατά μία άποψη, το καθήκον έπρεπε να ανατεθεί μόνο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια και για την ενιαία νομισματική πολιτική και λόγω της αλληλεπίδρασης των δύο πολιτικών, και κατά δεύτερη άποψη, που τελικά επικράτησε, έπρεπε να ανατεθεί συντρεχόντως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο Συμβούλιο (άρθρο 219 Σ.Λ.Ε.Ε.) λόγω του δυνητικά πολιτικού χαρακτήρα της συναλλαγματικής πολιτικής..
(3) Μέσο άσκησης της συναλλαγματικής πολιτικής είναι οι πράξεις τις οποίες διενεργούν οι Κεντρικές Τράπεζες στην αγορά συναλλάγματος. Πιο συγκεκριμένα, όταν η Κεντρική Τράπεζα θέλει να αποτρέψει μια ανεπιθύμητη ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος, προβαίνει σε αγορά συναλλάγματος πληρώνοντας με εγχώριο νόμισμα, η αύξηση της προσφοράς του οποίου δημιουργεί πληθωριστική πίεση και τελικά επιτυγχάνεται η ισορροπία. Αντίστροφα, όταν παρατηρούνται τάσεις υποτίμησης του εγχώριου νομίσματος, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αυξήσει την προσφορά συναλλάγματος χρησιμοποιώντας τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, με αποτέλεσμα να κρατήσει την ισοτιμία σταθερή. Ακριβώς για αυτό το σκοπό είναι ανατεθειμένη στις Κεντρικές Τράπεζες και η αρμοδιότητα διακράτησης των συναλλαγματικών διαθεσίμων.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ουσιώδη επίδραση στη συναλλαγματική πολιτική ασκούν και τα επιτόκια που διαμορφώνει η Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής. Αν το εγχώριο επιτόκιο είναι υψηλότερο από το διεθνές, προκαλείται εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, που επιδρά στη ζήτηση και στην προσφορά του εθνικού σε σχέση με τα ξένα νομίσματα και τελικά στην ισοτιμία.
Σελ. 18
1.2.3 Τελικός αναχρηματοδοτικός δανεισμός
(1) Από το 19ο αιώνα, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λειτουργία των Κεντρικών Τραπεζών είναι η χορήγηση ρευστότητας σε τράπεζες, που αντιμετωπίζουν έκτακτα προβλήματα ρευστότητας. Πρόκειται για το μηχανισμό του τελικού αναχρηματοδοτικού δανεισμού, ο οποίος παρέχεται υπό την προϋπόθεση της φερεγγυότητας της τράπεζας, έναντι επαρκών εξασφαλίσεων και με επιτόκιο υψηλότερο των πράξεων νομισματικής πολιτικής, από τις οποίες διακρίνεται, καθώς:
α) αποσκοπεί στη διασφάλιση της σταθερότητας εν πρώτοις του τραπεζικού, αλλά εν τέλει του συνόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος (όχι στη σταθερότητα των τιμών),
β) η χορηγούμενη ρευστότητα είναι έκτακτη (όχι μόνιμη),
γ) δίδεται σε συγκεκριμένη τράπεζα (όχι στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος).
Η Κεντρική Τράπεζα έχει διακριτική ευχέρεια να παράσχει την έκτακτη ρευστότητα, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το ότι συνήθως οι όροι υπό τους οποίους δρα ως δανείστρια έσχατης προσφυγής δεν αναφέρονται ρητά στο Καταστατικό της ή σε άλλες διατάξεις. Πρόκειται για την αρχή της εποικοδομητικής ασάφειας, η οποία δίνει τη δυνατότητα στις Κεντρικές Τράπεζες να κρίνουν ad hoc και να ενεργούν ανάλογα με κάθε περίπτωση.
(2) Κατ’ εξαίρεση, στην Ευρωζώνη η αρμοδιότητα για χορήγηση τελικού αναχρηματοδοτικού δανεισμού (που ονομάζεται Emergency Liquidity Assistance) παραμένει στις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο της αυτή η λειτουργία, περιοριζόμενη απλώς στην αξιολόγηση σχετικά με το αν η χορήγηση ELA από τις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες προς μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα παρακωλύει τους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (άρθρο 14.4 Καταστατικού Ε.Σ.Κ.Τ. και Ε.Κ.Τ.). Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονταν προς επίρρωση της θέσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν ότι, αφού η μικροπροληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκείτο σε εθνικό επίπεδο, θα έπρεπε και η εθνική Κεντρική Τράπεζα να είναι ο έσχατος αναχρηματοδοτικός δανειστής. Το επιχείρημα αυτό καταρρίφθηκε από την 04.11.2014, με την έναρξη λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory
Σελ. 19
Mechanism). Και αν θεωρηθεί ότι τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης συνεχίζουν να εποπτεύονται, τουλάχιστον άμεσα, σε επίπεδο κράτους-μέλους και, άρα, η εθνική νομισματική αρχή είναι αρμόδια για τον ELA, τι αποτρέπει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να είναι ο δανειστής έσχατης προσφυγής για τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα;
Το νομικό επιχείρημα είναι ότι ελλείπει η νομική βάση από τη Συνθήκη και, άρα, δεν μπορεί να αναλάβει τη λειτουργία αυτή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, βάσει της αρχής των δοτών αρμοδιοτήτων. Αυτό κατ’ αρχήν ισχύει. Όντως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ως πρωταρχικό στόχο, με βάση το άρθρο 127 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη διατήρηση σταθερού επιπέδου τιμών. Επίσης, δεν έχει general mandate ως προς τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη θέση-πρόσχημα ίσως υποκρύπτεται ο φόβος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς η χορηγούσα τον ELA τράπεζα αναλαμβάνει το σχετικό κόστος και τους συναφείς κινδύνους· δηλαδή, τα κονδύλια αυτά εγγράφονται στον ισολογισμό της και οι πιθανές ζημιές επιβαρύνουν το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης της. Σύμφωνα με εκπροσώπους της θεωρίας, το επιχείρημα για την έλλειψη νομικής βάσης που προβάλλεται μπορεί να καταρριφθεί με βάση την αρχή της επικουρικότητας (άρθρο 5 παρ. 3 Σ.Ε.Ε.), αν θεωρηθεί ότι η δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ως ευρωπαϊκού οργάνου, είναι αποτελεσματικότερη έναντι των εθνικών Κεντρικών Τραπεζών και η έκτακτη ρευστότητα παρασχεθεί με προσφυγή στο άρθρο 18.1 στχ. β’ του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι προϋποθέσεις του οποίου πληρούνται στην περίπτωση του ELA, ο οποίος μπορεί να εξακολουθεί να παρέχεται από εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, αλλά όντας πλέον στο πεδίο ευθύνης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (αρχή της αποκέντρωσης).
1.2.4 Αρμοδιότητες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Οι Κεντρικές Τράπεζες συμβάλλουν στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος -πέραν του έσχατου αναχρηματοδοτικού δανεισμού- και μέσω άλλων αρμοδιοτήτων τους που αναλύονται κατωτέρω:
Σελ. 20
Α) Παραδοσιακά, οι Κεντρικές Τράπεζες ήταν επιφορτισμένες με την ομαλή λειτουργία και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού που αποτελούν υποδομή για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μέσω των συστημάτων αυτών, τα οποία βασίζονται στη σύγχρονη τεχνολογία (financial technology-FinTech), συντελείται η εκπλήρωση χρηματικών ενοχών χωρίς την κυκλοφορία μετρητών, αλλά ηλεκτρονικού χρήματος. Επομένως, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, την επικράτηση ταχειών διαδικασιών στην οικονομία και την παγκοσμιοποίηση των αγορών, τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, γεγονός το οποίο ενισχύει και το σχετικό ενδιαφέρον των Κεντρικών Τραπεζών. Εκτός από την επίβλεψη, οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν κι άλλες αρμοδιότητες αναφορικά με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού, αφού ασκούν, είτε μόνες τους είτε μαζί με εμπορικές τράπεζες, τη διοίκησή τους, παρέχουν διευκολύνσεις για τη συμψηφιστική εκκαθάριση των οφειλών μεταξύ των τραπεζών, ενώ ο διακανονισμός των πληρωμών γίνεται σε ειδικό λογαριασμό τον οποίο οι εμπορικές τράπεζες τηρούν στην Κεντρική Τράπεζα.
Β) Μια ακόμα αρμοδιότητα, που είχαν διαχρονικά αρκετές Κεντρικές Τράπεζες αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες, ιδίως μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση (2007-2009), είναι η μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εν συνόλω, για τον περιορισμό της έκθεσής του στο συστημικό κίνδυνο, ώστε να εξασφαλίζεται χρηματοπιστωτική σταθερότητα.