ΟΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Μεταξύ ελεύθερου ανταγωνισμού και σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 344
- ISBN: 978-960-654-911-3
Αντικείμενο του έργου «Οι Κρατικές Ενισχύσεις προς τις Τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης» αποτελούν τα μέτρα που ελήφθησαν από την Επιτροπή για την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το βιβλίο επικεντρώνεται στην προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού και εξετάζει τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν από τις δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης τράπεζες. Αξιολογείται εν προκειμένω
- η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη προάσπιση του ελευθέρου ανταγωνισμού
- η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων και υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Εξετάζεται, ειδικότερα, εάν τα αντισταθμιστικά μέτρα διαφύλαξαν τον ανταγωνισμό από στρεβλώσεις ή αν, αντίθετα, συνετέλεσαν στην στρέβλωσή του. Επίσης, αναλύεται εάν είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης μέτρα που ενδέχεται να στρεβλώνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Το βιβλίο απευθύνεται σε δικαστές, δικηγόρους και εν γένει νομικούς που ασχολούνται με το δίκαιο του ανταγωνισμού και ενδιαφέρονται για την κριτική επισκόπηση των κρατικών ενισχύσεων που δόθηκαν στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ευχαριστίες IX
Πρόλογος Καθηγητή Χρήστου Γκόρτσου 1
Συντομογραφίες 5
Εισαφωφή 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΩΣ ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ
ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 17
1. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης 17
1.1. Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις κρατικές ενισχύσεις-
Οι βασικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού δικαίου 17
1.2. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης και οι σωρευτικές προϋποθέσεις που εμπεριέχει 19
1.2.1 Πρώτη σωρευτική προϋπόθεση: Η ενίσχυση να χορηγείται από το Κράτος ή
μέσω κρατικών πόρων 21
1.2.2 Δεύτερη σωρευτική προϋπόθεση: Η παροχή πλεονεκτήματος 25
1.2.3 Τρίτη σωρευτική προϋπόθεση: Η επιλεκτικότητα 31
1.2.4. Τέταρτη σωρευτική προϋπόθεση: Ύπαρξη νόθευσης του ανταγωνισμού
και επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ Κρατών Μελών 32
2. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και οι συνέπειές της στη λειτουργία
του χρηματοπιστωτικού συστήματος 37
3. Η σημασία της ταυτόχρονης διασφάλισης των δύο βασικών ζητουμένων
των κρατικών ενισχύσεων 40
3.1. Η πολεμική μεταξύ της συμβατότητας ή μη των δύο στόχων 40
3.2. Τα δύο αιτήματα των κρατικών ενισχύσεων προς τις τράπεζες 43
3.2.1. Η σημασία της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος 43
3.2.1.1. Οι ιδιαιτερότητες των τραπεζικών αγορών και η διαφοροποίησή τους
μέσα στο οικονομικό σύστημα 43
3.2.2. Η σημασία της διασφάλισης της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού 47
4. To προσωρινό πλαίσιο στήριξης προς τις τράπεζες:
Τα εργαλεία της Επιτροπής για την επίτευξη των δύο στόχων 50
4.1. Η διαδικασία έγκρισης των κρατικών ενισχύσεων 50
4.2. Οι Ανακοινώσεις και οι Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής 54
4.2.1. Η ανακοίνωση περί διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων 59
4.2.2. Ανακοινώσεις ειδικά για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η μεταστροφή στη νομική βάση αξιολόγησης της συμβατότητας
της κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, από το εδ. γ’
του άρθρου 107 παρ. 3 στο εδ. β’ του άρθρου 107 παρ. 3 62
4.2.2.1. Γενικές αρχές 63
4.2.2.2. Διάκριση μεταξύ υγιών και μη υγιών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων 66
4.2.2.3. Διάκριση μεταξύ καθεστώτων κρατικής ενίσχυσης και μεμονωμένων μέτρων ενίσχυσης 67
4.2.2.4. Η τραπεζική ανακοίνωση του 2008 68
4.2.2.5. Η ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης 70
4.2.2.6. Η ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων 72
4.2.2.7. Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης 74
4.2.2.8. Οι ανακοινώσεις περί παράτασης 78
4.2.2.9. Η τραπεζική ανακοίνωση του 2013 79
5. Συμπεράσματα 84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ
ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 85
1. Τα αντισταθμιστικά μέτρα ως παράγοντας νόθευσης του ανταγωνισμού 85
1.1. Παράγοντες με καταλυτική σημασία στη διαμόρφωση
των αντισταθμιστικών μέτρων 96
2. Η νόθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού υπό το πρίσμα των διατάξεων
του άρθρου 101 ΣΛΕΕ 97
2.1. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ 98
2.1.1. Η έννοια της σύμπραξης (συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής) 99
2.1.2. Παρεμπόδιση, περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού- αντικείμενο
της συμφωνίας ή/και της εναρμονισμένης πρακτικής 107
2.1.3. Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ Κρατών Μελών 110
2.2. Πρακτικές εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού. 112
2.2.1. Αμεσος ή έμμεσος καθορισμός τιμών 112
2.2.2. Κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού 115
2.2.3. Περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής
αναπτύξεως ή των επενδύσεων 118
2.2.4. Ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών 119
3. Εξέταση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
στις περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης των τραπεζών στην Ολλανδία 121
3.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν
σε κάθε περίπτωση 123
3.1.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τον Όμιλο ABN AMRO και με την κρατική
ενίσχυση που χορηγήθηκε σε αυτόν. 123
3.1.2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την ING και την κρατική ενίσχυση που
χορηγήθηκε σε αυτήν 125
3.1.3. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την AEGON και την κρατική ενίσχυση
που χορηγήθηκε σε αυτήν 128
3.1.4. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της SNS REAAL 129
3.2. Η εφαρμογή της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές
στις τράπεζες της Ολλανδικής αγοράς 129
3.3. Η έρευνα της Oλλανδικής Αρχής Ανταγωνισμού 131
3.4. Δημιουργία οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής
της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές 136
3.5. Αξιολόγηση της ρήτρας απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων
στις τιμές υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας 144
3.5.1. H έννοια της αρχής της αναλογικότητας ως γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου 144
3.5.2. Αξιολόγηση της ρήτρας απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων
στις τιμές υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας 146
3.6. Διερεύνηση της πιθανότητας διόγκωσης της νόθευσης του ελεύθερου
ανταγωνισμού εξαιτίας της επιβολής έτερων αντισταθμιστικών μέτρων,
μαζί με την απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές 148
3.6.1. Έτερα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε περίπτωση 148
3.6.1.1. Στην περίπτωση του Ομίλου ABN AMRO 148
3.6.1.2. Στη περίπτωση της ING 151
3.6.1.3. Στην περίπτωση της AEGON 153
3.6.1.4. Στην περίπτωση της SNS REAAL 155
3.6.2. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού 156
3.7. Δημιουργία οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των αντισταθμιστικών μέτρων, αξιολογούμενη σε συνδυασμό με την επιβολή
της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές 160
3.8. Συνδυαστική αξιολόγηση των αντισταθμιστικών μέτρων υπό το πρίσμα
της αρχής της αναλογικότητας 165
4. Εξέταση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
στις περιπτώσεις ενίσχυσης των τραπεζών στην Ελλάδα 166
4.1. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας (ΤΧΣ) 166
4.2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις
των τεσσάρων συστημικών τραπεζών 175
4.2.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Alpha 175
4.2.2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Πειραιώς 178
4.2.3. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Εθνικής 181
4.2.4. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Eurobank 184
4.3. Τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε περίπτωση 186
4.3.1. Στην περίπτωση της Alpha 188
4.3.2. Στην περίπτωση της Πειραιώς 193
4.3.3. Στην περίπτωση της Εθνικής 196
4.3.4. Στην περίπτωση της Eurobank 200
4.4. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
ως προς τον ανταγωνισμό 204
4.5. Δημιουργία οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των αντισταθμιστικών μέτρων 205
4.6. Συνδυαστική αξιολόγηση των αντισταθμιστικών μέτρων υπό το πρίσμα
της αρχής της αναλογικότητας 209
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ
ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 211
1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις υπό εξέταση τράπεζες 211
2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν
σε κάθε περίπτωση 212
2.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Commerzbank 212
2.2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Dexia 214
2.3. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της KBC 218
2.4. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της RBS
( Royal Bank of Scotland ) 220
2.5. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την κρατική ενίσχυση της LBG
( Όμιλο Lloyds Banking) 223
3. Τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε περίπτωση 224
3.1. Στην περίπτωση της Commerzbank 226
3.2. Στην περίπτωση της Dexia 229
3.3. Στην περίπτωση της KBC 232
3.4. Στην περίπτωση της RBS 237
3.5. Στην περίπτωση της LBG 240
4. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού 241
5. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων
ως προς την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης 244
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ 255
1. Πυροδότηση θεσμικών αλλαγών μετά την εκδήλωση της
πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης 255
2. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης 257
2.1. Οι τρεις βασικοί πυλώνες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης 257
2.1.1. O πρώτος βασικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης: η εποπτεία και ρύθμιση των πιστωτικών ιδρυμάτων 258
2.1.2. Ο δεύτερος βασικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης:
η εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων 261
2.1.3. Ο τρίτος βασικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης:
η θεσμοθέτηση ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων 267
3. Εξελίξεις στον τομέα της διάσωσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων:
H μετάβαση από το bail out στο bail in 269
4. Ο Κανονισμός SRM, η BRRD και η αλληλεπίδρασή τους με τους κανόνες
κρατικών ενισχύσεων 271
5. Οι περιπτώσεις έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης
σε φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα 279
6. Εξέταση περιπτώσεων χορήγησης κρατικής ενίσχυσης σε φερέγγυο
τραπεζικό ίδρυμα 288
6.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν
σε κάθε περίπτωση 292
6.1.1. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την Banca Monte dei Paschi di Siena 292
6.1.2. Παράθεση στοιχείων σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες 293
6.1.3. Παράθεση στοιχείων σχετικά με την Banca Carige - Cassa di Risparmio
di Genova e Imperia 294
6.2. Τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε περίπτωση 295
6.2.1. Στην περίπτωση της Banca Monte dei Paschi di Siena 295
6.2.2. Στην περίπτωση της Banca Carige- Cassa di Risparmio di Genova e Imperia. 297
7. Εξέταση της αποτελεσματικότητας των αντισταθμιστικών μέτρων σε περιπτώσεις χορήγησης κρατικής ενίσχυσης σε φερέγγυο τραπεζικό ίδρυμα, ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και τη διαφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας 298
Επίλογος - Συμπεράσματα 299
Βιβλιογραφία 305
Αλφαβητικό ευρετήριο 327
Σελ. 1
Πρόλογος
Καθηγητή Χρήστου Γκόρτσου
Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση προλογίζω την ανά χείρας μελέτη της κας. Κυριακής Παπά, η οποία είναι βασισμένη στην διδακτορική διατριβή της συγγραφέως. Η εν λόγω διδακτορική διατριβή διεξήχθη υπό την επίβλεψή μου και υποστηρίχτηκε τον Ιανουάριο του 2022, στη δε στην Τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή της συμμετείχα μαζί με τους αγαπητούς συναδέλφους μου, κ. Γεώργιο Δελλή και κα. Αικατερίνη Ηλιάδου.
Το θέμα της διδακτορικής διατριβής και, συνακόλουθα, της παρούσας μελέτης είναι η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων προς πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες) κατά τη διάρκεια της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η χορήγηση των εν λόγω κρατικών ενισχύσεων είχε διττό στόχο: αφενός μεν τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αφετέρου την προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η μελέτη εστιάζει κυρίως στον δεύτερο στόχο, δηλαδή την προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς και τις δεσμεύσεις που ζητήθηκε από τα πιστωτικά ιδρύματα - δικαιούχους να υιοθετήσουν, ώστε να αντισταθμίσουν το όφελος της κρατικής ενίσχυσης και να διασφαλίσουν τον ανταγωνισμό.
Η έρευνα θέτει το ζήτημα στις κατάλληλες βάσεις, ακολουθεί μια συνεπή προσέγγιση και αναδεικνύει τα βασικά ζητούμενα της εν λόγω προβληματικής. Ειδικότερα, διερευνάται η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω δεσμεύσεων/αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού, εξετάζεται δηλαδή κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα εκπλήρωσαν τον σκοπό τους ή εάν, αντίθετα, προκάλεσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Η μελέτη αποτελείται από εισαγωγή, τέσσερα κεφάλαια, επίλογο-συμπεράσματα καθώς και από εκτενή βιβλιογραφία.
Στο Πρώτο Κεφάλαιο εξετάζονται οι θεμελιώδεις έννοιες και παράμετροι της υπό εξέταση θεματικής, όπως, μεταξύ άλλων, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης και οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στις Ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (οι οποίες αποτελούν ήπιο δίκαιο βάσει του οποίου διαμορφώνεται το πλαίσιο χορήγησης των κρατικών ενισχύσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα), ενώ επισημαίνονται και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται αυτές οι ενισχύσεις σύμφωνα με τις εν λόγω Ανακοινώσεις.
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα εξετάζεται αν τα εν λόγω μέτρα ήταν συμβατά με την αρχή της αναλογικότητας. Η έρευνα επικεντρώνεται στα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε πι
Σελ. 2
στωτικά ιδρύματα του ολλανδικού τραπεζικού τομέα, καθώς και στα τέσσερα ελληνικά σημαντικά (συστημικά) πιστωτικά ιδρύματα.
Ειδικότερα, διερευνάται η πιθανότητα η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων να οδήγησε σε στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού και, κατ’ επέκταση, σε δημιουργία οιονεί «καρτελικών συμπράξεων», με στόχο αφενός μεν τον καθορισμό τιμών σε επίπεδα ανώτερα από αυτά που θα ίσχυαν εάν λειτουργούσε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, αφετέρου δε την κατανομή αγορών και τη στεγανοποίηση αυτών σε εθνικά κυρίως όρια. Η αποτελεσματικότητα των μέτρων εξετάζεται, περαιτέρω, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Στο Τρίτο Κεφάλαιο αξιολογείται εκ νέου η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, με έμφαση στην εξέταση του εάν τα εν λόγω μέτρα ήταν συμβατά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επιλέχθηκε να διερευνηθούν περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης σε πιστωτικά ιδρύματα με παν-ευρωπαϊκή παρουσία ή/και με ηγετικές θέσεις σε αρκετές από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται. Εν προκειμένω, διερευνάται η πιθανότητα η εφαρμογή των μέτρων στις ως άνω περιπτώσεις να οδήγησε σε δημιουργία οιονεί «καρτελικών συμπράξεων» με στόχο την κατανομή αγορών. Παράλληλα, ερευνάται επισταμένως ποια μέτρα είχαν τις μικρότερες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και προτάσσεται η γενικότερη εφαρμογή τους και στις υπόλοιπες εξετασθείσες περιπτώσεις, στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Tο Τέταρτο Κεφάλαιο επικεντρώνεται στα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν μετά τη θεσμοθέτηση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, καθώς και στην αξιολόγηση της τυχόν βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων ως προς την προστασία του ελευθέρου ανταγωνισμού και τη διαφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας υπό το πρίσμα του νέου καθεστώτος. Για τον σκοπό αυτόν, κατ’ αρχάς παρέχονται βασικά στοιχεία για τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Παράλληλα, εξετάζονται τα σημεία εκείνα του ενωσιακού Κανονισμού του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (Single Resolution Mechanism Regulation, SRMR) και της ενωσιακής Οδηγίας για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων Επενδύσεων (BRRD) που αφορούν τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις χορήγησης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα.
Η θεματική που πραγματεύεται η παρούσα μελέτη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η δε ανάλυση συντελείται εις βάθος και με επιστημονική επάρκεια. Η συγγραφέας έχει ερευνήσει τις σημαντικότερες πτυχές του θέματος, χρησιμοποιώντας πρωτότυπες μεθόδους για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Ειδικότερα, πέραν από τη βάση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων και βάσει των κανόνων για την προστασία του ελευθέρου ανταγωνισμού και ειδικότερα βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η έρευνα βασίζεται στη θεωρία, σε εκτενή νομολογία, καθώς και σε λεπτομερή μελέτη περιπτώσεων χορήγησης κρατικών ενισχύσεων σε πιστωτικά ιδρύματα. Η επιλογή των προς εξέταση περιπτώσεων
Σελ. 3
είναι άρτια στοχευμένη, καθώς η συγγραφέας έχει επιλέξει εκείνες οι οποίες αναδεικνύουν εντονότερα τα εξετασθέντα προβλήματα και, κατά συνέπεια, δίνουν περιθώριο για περαιτέρω εκτενή ανάλυση.
Η αναλυτική παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου χορήγησης κρατικών ενισχύσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και η λεπτομερής παράθεση στοιχείων αναφορικά με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης σε κάθε μία από τις εξεταζόμενες περιπτώσεις (βαρύτητα πιστωτικών ιδρυμάτων στη σχετική αγορά, ύψος της κρατικής ενίσχυσης, στοιχεία εφαρμοσθέντων αντισταθμιστικών μέτρων), καθιστούν δυνατή την εμβάθυνση της νομικής ανάλυσης και την εξαγωγή ουσιαστικών συμπερασμάτων με λογική επάρκεια. Η συγγραφέας καταλήγει ότι, σύμφωνα με την ανάλυσή της, τα εξεταζόμενα αντισταθμιστικά μέτρα δεν κατόρθωσαν να προστατεύσουν τον ανταγωνισμό. Πέραν τούτου, οι αναφορές της σε δευτερογενείς πηγές είναι η ενδεδειγμένη.
Ενόψει των ανωτέρω, με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι η ανά χείρας μελέτη της κας. Παπά χαρακτηρίζεται από πληρότητα, ενώ η ενδελεχής της ανάλυση και τα στοχευμένα συμπεράσματά της ενθαρρύνουν σημαντικά τον επιστημονικό διάλογο.
Χρήστος Βλ. ΓκόρτσοςΚαθηγητής Νοµικής Σχολής ΕΚΠΑ
Σελ. 5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ελληνικές
ΓΔΑ: Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού
ΓενΔΕΕ: Γενικό Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΔΕΕ: Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΔΕΚ: Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΔΝΤ: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
ΔΝΤ: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Ε.Α.: Επιτροπή Ανταγωνισμού
ΕΑΤ: Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών
ΕΕ: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
EEM: Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός
ΕΚΤ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
ΕΜΣ: Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας
ΕΟΧ: Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος
ETAA: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης
ΕΤΕ: Ευρωπαϊκή Τραπεζική Επιτροπή
ΜΜΕ: Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις
ΠΕΚ: Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΣΕΕ: Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
ΣΛΕΕ: Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΣΧΣ: Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας :
ΤΧΣ: Τ αμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
Ξενόγλωσσες
ΕΒΑ: European Banking Authority
EIOPA: European Insurance and Occupational Pensions Authority
ESMA: European Securities and Markets Authority
BRRD: Bank Recovery and Resolution Directive
Σελ. 6
CRR: Capital Requirements Regulation
Capital
Requirements
Directive: CRD IV
EBA: European Banking Authority
EDIS: European Deposit Insurance Scheme
ESA: European Supervisory Authorities
ESFS: European System Of Financial Supervisors
ESRB: European Systemic Risk Board
FSB: Financial Stability Board
SRB: Single Resolution Board
SRF: Single Resolution Fund
SRM: Single Resolution Mechanism
SSM: Single Supervisory Mechanism
CoCos: μετατρέψιμες προνομιούχες μετοχές (convertible preference shares)
Σελ. 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το βιβλίο επεξεργάζεται το θέμα της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων προς τις τράπεζες για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία είχε δύο ζητούμενα: τη διασφάλιση σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το βιβλίο επικεντρώνεται στο κομμάτι του δεύτερου ζητούμενου της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων στις τράπεζες, την προάσπιση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Θα εξεταστούν στο πλαίσιο αυτό τα μέτρα- δεσμεύσεις που εφαρμόστηκαν από τις τράπεζες δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης για να αντισταθμίσουν το όφελος που έλαβαν από την κρατική ενίσχυση και να μη νοθευτεί ο ανταγωνισμός. Η ανάλυση θα εστιάσει στα εξής αντισταθμιστικά μέτρα: αναγκαστικές εκποιήσεις, απαγορευση εξαγορών και απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές.
Στόχος του βιβλίου είναι να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη διασφάλιση του ελευθέρου ανταγωνισμού. Εξετάζεται, με άλλα λόγια, εάν τα εν λόγω μέτρα είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και πέτυχαν το σκοπό τους να προστατέψουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό ή εάν, αντίθετα, η ίδια η εφαρμογή τους προκάλεσε περαιτέρω στρεβλώσεις του ανταγωνισμού από εκείνες που προσπάθησαν να καταπολεμήσουν, με αποτέλεσμα να καθίστανται τα μέτρα αναποτελεσματικά και ακατάλληλα. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να γίνει ενδελεχής έρευνα του θέματος θα αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη διασφάλιση του ελευθέρου ανταγωνισμού και υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Θα εξεταστεί, ειδικότερα, εάν είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης μέτρα που πιθανώς στρεβλώνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Σημειώνεται δε ότι το βιβλίο θα εστιάσει αποκλειστικά στις κρατικές ενισχύσεις προς τις τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεν θα αποτελέσουν επομένως αντικείμενο της διατριβής οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε εταιρείες άλλες πέραν των τραπεζών κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως παραδείγματος χάριν οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου «για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης»[1], όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Σελ. 8
Επίσης, θα εξεταστούν μεμονωμένες περιπτώσεις χορήγησης κρατικής ενίσχυσης. Δεν θα εξεταστούν συνεπώς οι περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης που έχουν χορηγηθεί μέσω καθεστώτων ενίσχυσης σε περισσότερες τράπεζες.
Όσον δε αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα, δεν θα αποτελέσει αντικείμενο του βιβλίου η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων όσον αφορά άλλες πτυχές και ζητούμενα πέραν της προάσπισης του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων στην αποκαστάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της τράπεζας ή στον καταμερισμό των επιβαρύσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δικαιούχων τραπεζών.
Σημειώνεται επίσης ότι θα αξιολογηθούν οι αναγκαστικές εκποιήσεις, η απαγόρευση εξαγορών και η απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές ενώ θα γίνει απλή αναφορά και όχι αξιολόγηση σε άλλου είδους μέτρα, όπως οι περιορισμοί στην καταβολή μερισμάτων και τοκομεριδίων.
Πέραν τούτου, το βιβλίο δεν θα αναλύσει διαδικαστικά θέματα κοινοποίησης της κρατικής ενίσχυσης στην Επιτροπή, ούτε διαδικαστικά θέματα σχετικά με την ανάκτηση παράνομων και ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων.
Παρακάτω παρέχονται, αναλυτικότερα, στοιχεία σχετικά με το τι παρατίθεται και τι αξιολογείται σε κάθε κεφάλαιο.
Στο ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ εξετάζονται όλες οι παράμετροι και έννοιες του ερευνώμενου ζητήματος προκειμένου να καταστεί σαφής η βαρύνουσα σημασία των δύο ζητουμένων των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, αναλύεται η της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης καθώς και οι τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις που εμπεριέχει, με ιδιαίτερη έμφαση και στην προϋπόθεση ύπαρξης νόθευσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ Κρατών Μελών. Εξετάζονται εν συνεχεία οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πέραν τούτου, καταδεικνύεται η σημασία της ταυτόχρονης προάσπισης των δύο αυτών ζητουμένων των κρατικών ενισχύσεων στις τράπεζες: η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν θα πρέπει να προάγεται εις βάρος της εξασφάλισης της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού. Εν συνεχεία, ερευνάται η σημασία της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία είναι αναγκαία στο πλαίσιο της συγκυρίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ εξάλλου θα καταγραφούν και οι ιδιαιτερότητες των τραπεζικών αγορών και η διαφοροποίησή τους μέσα στο οικονομικό σύστημα, οι οποίες καθιστούν και αυτές ακόμη πιο επιτακτικό το παραπάνω αίτημα. Περαιτέρω, αναλύεται η σημασία της διασφάλισης της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού, ο οποίος είναι ωφέλιμος για τους καταναλωτές, καθώς κρατά χαμηλές τις τιμές των τραπεζών, ενώ την ίδια στιγμή ωθεί τις τράπεζες να γίνουν πιο αποτελεσματικές και σταθερές.
Σημαντική παράμετρος του κεφαλαίου αυτού είναι οι ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής «ΕΕ»). Τούτες θέτουν το πλαίσιο χορήγησης των κρατικών ενισχύσεων προς τις τράπεζες και κατ’ επέκταση αποτελούν τα εργαλεία της ΕΕ για την επίτευξη των
Σελ. 9
δύο ζητουμένων χορήγησης των ενισχύσεων αυτών. Ειδικότερα, παρέχονται αναλυτικά στοιχεία αφενός μεν για την ανακοίνωση για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, η οποία εισάγει μέτρα με εφαρμογή οριζόντια, ανεξάρτητα από τον οικονομικό τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται μία επιχείρηση, αφετέρου δε για τις ανακοινώσεις που έχουν εκδοθεί ειδικά για το χρηματοπιστωτικό τομέα, αποτελούν δε το προσωρινό πλαίσιο στήριξης των τραπεζών για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, αναλυτικότερα, εξετάζονται οι προϋποθέσεις που θέτει η κάθε ανακοίνωση για την χορήγηση κρατικής ενίσχυσης καθώς και τα μέτρα που προβλέπει για την αποφυγή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Ιδιαίτερη δε έμφαση δίνεται στην ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, η οποία αποσαφηνίζει και συγκεκριμενοποιεί πολλά ζητήματα που αφορούν τα πλάνα αναδιάρθρωσης και παρέχει περαιτέρω πληροφορίες για κάθε κατηγορία μέτρων για την αντιμετώπιση της νόθευσης του ανταγωνισμού.
Στο ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και την διαφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας. Η ανάλυση περιλαμβάνει τόσο διαρθρωτικά μέτρα όσο και μέτρα συμπεριφοράς. Επικεντρώνεται ειδικότερα, στις εκποιήσεις και ειδικότερα στις εκποιήσεις ξένων θυγατρικών - μέτρα διαρθρωτικά- καθώς και στην απαγόρευση εξαγορών καθώς και την απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές - μέτρα συμπεριφοράς.
Κατ’ αρχάς ερευνάται εάν τα αντισταθμιστικά μέτρα μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα νόθευσης του ανταγωνισμού και στο πλαίσιο αυτό εάν τα αντισταθμιστικά μέτρα μπορούν να προκαλέσουν περαιτέρω στρεβλώσεις του ανταγωνισμού από αυτές που έχουν θεσπιστεί να επιλύσουν, αντί να τις περιορίσουν, όπως έχουν ως στόχο και όπως αναμένεται από την εφαρμογή τους. Προκειμένου να αναλυθούν όλες οι πτυχές των εξεταζόμενων περιπτώσεων και να δοθούν απαντήσεις στα θέματα νόθευσης του ανταγωνισμού, εξετάζονται οι διατάξεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και αναφέρονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Αναλύεται, επίσης, η έννοια της σύμπραξης (συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής) υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού ως αντικείμενο των εν λόγω συμφωνιών/ εναρμονισμένων πρακτικών καθώς και το θέμα του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των Κρατών Μελών. Περαιτέρω, αναλύονται κάποιες από τις σημαντικότερες πρακτικές εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα ο άμεσος ή έμμεσος καθορισμός τιμών, η κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, ο περιορισμός ή ο έλεγχος της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων και η ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών.
Περαιτέρω εξετάζεται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς τη προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό διερευνώνται δύο περιπτώσεις, η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων σε τράπεζες α) του Ολλανδικού τραπεζικού τομέα, και β) του Ελληνικού τραπεζικού τομέα. Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για συγκεντρωμένες αγορές, το οποίο αποτέλεσε και έναν από τους λόγους για
Σελ. 10
το οποίο επιλέχθηκαν προς αξιολόγηση. Και στις δύο περιπτώσεις η μεθοδολογία έχει ως εξής: Αρχικά παρέχονται στοιχεία σχετικά με τη βαρύτητα των εν λόγω τραπεζών στη σχετική αγορά - και συγκεκριμένα σχετικά με τα μερίδια, το μέγεθος του ισολογισμού και τη σειρά κατάταξής τους στην σχετική αγορά. Εν συνεχεία παρατίθενται στοιχεία σχετικά με το ύψος της κρατικής ενίσχυσης που έλαβε η κάθε τράπεζα, για να παρουσιαστούν έπειτα εκτενώς τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις και να παρουσιαστούν οι ειδικότερες ρυθμίσεις που προέβλεπαν τα παραπάνω μέτρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνονται όλοι οι παράμετροι και τα στοιχεία που αφορούν τα συγκεκριμένα μέτρα και το πλαίσιο στο οποίο ελήφθησαν έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εμβάθυνση κατά την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητά τους ως προς την προστασία του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση, του Ολλανδικού τομέα, εξετάζονται τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν στις περιπτώσεις των μεγαλύτερων τραπεζών στην Ολλανδική αγορά, της ΑΒΝ AMRO, της ING, της AEGON και της SNS REAAL, ένα από τα οποία ήταν η απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές στον κλάδο των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Στο πλαίσιο αυτό παρατίθενται οι παράμετροι της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές για τα παραπάνω χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης και διευκρινίζεται ποια ήταν η επιτρεπτή κατάταξη για κάθε ένα από αυτά, δεδομένου ότι δυνάμει της εν λόγω ρήτρας απαγορευόταν στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να αποτελέσει ηγέτη από άποψη τιμών. Διερευνάται έπειτα η πιθανότητα στρέβλωσης του ανταγωνισμού σε συνέχεια της εφαρμογής της απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές. Εξετάζεται ειδικότερα κατά πόσο η επιβολή της εν λόγω απαγόρευσης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων στην ολλανδική αγορά, πιθανότητα η οποία εξάλλου διερευνήθηκε και από την Ολλανδική αρχή ανταγωνισμού. Πέραν τούτου, εξετάζεται εν προκειμένω και η συμπεριφορά της τράπεζας Rabobank, ενός από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του ολλανδικού τομέα και ο μεγαλύτερος Ολλανδικός πάροχος υποθηκών, η οποία δεν έλαβε κρατική ενίσχυση και συνεπώς δεν δεσμευόταν από τις εν λόγω απαγορεύσεις. Εν συνεχεία αξιολογείται η πιθανότητα δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές, δεδομένου ότι η συμπεριφορά των ολλανδικών τραπεζών Rabobank, ING, ABN AMRO και AEGON ομοιάζει με συμπεριφορά που θα είχαν αν συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη στον κλάδο των ενυπόθηκων προϊόντων: τη στιγμή που οι τράπεζες ΑΒΝ AMRO, της ING, της AEGON και της SNS REAAL δεσμεύονταν από την σχετική απαγόρευση και δεν μπορούσαν να είναι ηγέτες στις τιμές, η Rabobank, που δεν δεσμευόταν από την απαγόρευση αυτή, μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων, γνωρίζοντας ότι οι υπόλοιπες θα ακολουθήσουν τις τιμές που θέτει και δεν θα την ανταγωνιστούν και δεν θα εφαρμόσουν χαμηλότερες τιμές. Και στις δύο περιπτώσεις οι τέσσερις τράπεζες (Rabobank, ING, ABN AMRO και AEGON) συντονίζονται ως προς τις τιμές και καθορίζουν αυτές σε επίπεδα ανώτερα από αυτά που θα είχαν διαμορφωθεί σε περίπτωση που θα λειτουργούσε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, εις βάρος των καταναλωτών. Παράλληλα μία εξ αυτών, η Rabobank,
Σελ. 11
δρα ως ηγέτης στις τιμές, με τις τρεις άλλες τράπεζες να συναινούν στο να ακολουθούν τις τιμές που θέτει η εν λόγω τράπεζα.
Κατόπιν της ανωτέρω ανάλυσης, αξιολογείται η εν λόγω ρήτρα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Προκειμένου αυτό να καταστεί δυνατό εξετάζεται αρχικά η έννοια της αρχής της αναλογικότητας. Εν συνεχεία διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναλογικό ένα μέτρο που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό με το να διευκολύνει τις τράπεζες να υιοθετήσουν συμπεριφορά παρόμοια με αυτή που θα είχαν σε καθεστώς απαγορευμένης σύμπραξης.
Περαιτέρω, πέρα από την απαγόρευση άσκησης ηγετικών θέσεων στις τιμές στον κλάδο των ενυπόθηκων δανείων επιβλήθηκαν και άλλα αντισταθμιστικά μέτρα, όπως εκποιήσεις και απαγορεύσεις εξαγορών καθώς και απαγορεύσεις κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές σε έτερους κλάδους από τον παραπάνω εξετασθέντα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ING, AEGON, SNS REAAL και ABN AMRO. Στο πλαίσιο αυτό, παρέχονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να «σκιαγραφηθούν» λεπτομερώς τα εν λόγω μέτρα. Ειδικότερα, αναφέρονται διεξοδικά οι δραστηριότητες/ επιχειρήσεις που εκποιήθηκαν σε κάθε περίπτωση και αναλύεται το ακριβές πλαίσιο της απαγόρευσης εξαγορών- όπως ποιες ακριβώς επιχειρήσεις περιελάμβανε η εν λόγω απαγόρευση - καθώς και της κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση όλων των πτυχών των εν λόγω μέτρων.
Οι αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις εξαγορών οδηγούν ενδεχομένως στη στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικά κυρίως όρια και ειδικότερα στη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα και το κέντρο δραστηριοτήτων της κάθε τράπεζας. Αξιολογείται στο πλαίσιο αυτό η περίπτωση αυτή και η πιθανότητα δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών. Ειδικότερα, η συμπεριφορά των τεσσάρων τραπεζών στην αγορά - ING, AEGON, SNS REAAL και ABN AMRO - σε συνέχεια της εφαρμογής των παραπάνω δεσμεύσεων ομοιάζει με εκείνη που θα είχαν σε περίπτωση απαγορευμένης σύμπραξης μεταξύ τραπεζών (συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική), εφόσον συμμετείχαν σε πανευρωπαϊκό καρτέλ με αντικείμενο την κατανομή αγορών/ πηγών εφοδιασμού ή/και περιορισμού της διάθεσης υπηρεσιών καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικά πληροφοριών. Επέρχεται αναλυτικότερα και στις δύο περιπτώσεις στεγανοποίηση της αγοράς σε εθνικά όρια και κατ’ επέκταση και μείωση της διάθεσης υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οποίας πιθανώς δεν ασκείται ανταγωνισμός από ξένες τράπεζες- δυνητικούς ανταγωνιστές- εντός εγχώριων αγορών και με πιθανό αποτέλεσμα τα επίπεδα τιμών να συντηρούνται σε υψηλά επίπεδα και να μην πέφτουν λόγω έλλειψης ανταγωνισμού.
Εξετάζονται εν συνεχεία τα μέτρα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Κρίνεται εν προκειμένω ότι τα παραπάνω μέτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας. Τούτο διότι η συνδυαστική επιβολή δεσμεύσεων, ήτοι αναγκαστικών εκποιήσεων, φαίνεται ότι διευκολύνει τις τράπεζες να υιοθετήσουν συμπεριφορά παρόμοια
Σελ. 12
με αυτή που θα είχαν αν συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη και κατ’ επέκταση φαίνεται ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.
Περαιτέρω, εξετάζεται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων στις περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης των τραπεζών στην Ελλάδα. Προκειμένου να καταστεί αυτό δυνατόν αρχικά παρατίθενται κάποιες βασικές πληροφορίες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες Alpha, Εθνική, Πειραιώς και Eurobank, όπως, μεταξύ άλλων, τα μερίδια αγοράς τους ή/και τις χώρες στις οποίες ασκούν δραστηριότητα. Παράλληλα, παρέχονται στοιχεία για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (εφεξής ΤΧΣ), όπως η φύση και ο σκοπός του, δεδομένου ότι το ΤΧΣ παρείχε κεφαλαιακή ενίσχυση στις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε συμμόρφωση με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις. Περαιτέρω αναφέρονται αναλυτικά στοιχεία για τις κρατικές ενισχύσεις που έλαβε κάθε μία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, όπως το ύψος και η φύση της κρατικής ενίσχυσης, για να περιγραφούν εν συνεχεία τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ειδικότερα, αναφέρονται διεξοδικά οι δραστηριότητες/ επιχειρήσεις που εκποιήθηκαν σε κάθε περίπτωση και αναλύεται το ακριβές πλαίσιο της απαγόρευσης εξαγορών- όπως ποιες ακριβώς επιχειρήσεις απαγορευόταν να αποκτήσει η τράπεζα που έλαβε κρατική ενίσχυση - προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση όλων των πτυχών των εν λόγω μέτρων. Εν συνεχεία αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Οι αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις εξαγορών οδηγούν ενδεχομένως στη στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικά κυρίως όρια και ειδικότερα στη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα και το κέντρο δραστηριοτήτων της κάθε τράπεζας. Αξιολογείται στο πλαίσιο αυτό η περίπτωση αυτή και η πιθανότητα δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων αναγκαστικών εκποιήσεων ξένων θυγατρικών και απαγόρευσης εξαγορών. Ειδικότερα, η συμπεριφορά των τεσσάρων τραπεζών στην αγορά - Alpha, Εθνική, Πειραιώς και Eurobank,- σε συνέχεια της εφαρμογής των παραπάνω δεσμεύσεων ομοιάζει με εκείνη που θα είχαν σε περίπτωση απαγορευμένης σύμπραξης μεταξύ τραπεζών (συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική), εφόσον συμμετείχαν σε πανευρωπαϊκό καρτέλ με αντικείμενο την κατανομή αγορών/ πηγών εφοδιασμού ή/και περιορισμού της διάθεσης υπηρεσιών καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικά πληροφοριών. Επέρχεται αναλυτικότερα και στις δύο περιπτώσεις στεγανοποίηση της αγοράς σε εθνικά όρια και κατ’ επέκταση και μείωση της διάθεσης υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οποίας πιθανώς δεν ασκείται ανταγωνισμός από ξένες τράπεζες- δυνητικούς ανταγωνιστές- εντός εγχώριων αγορών και με πιθανό αποτέλεσμα τα επίπεδα τιμών να συντηρούνται σε υψηλά επίπεδα και να μην πέφτουν λόγω έλλειψης ανταγωνισμού.
Εξετάζονται εξάλλου τα αντισταθμιστικά μέτρα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Κρίνεται εν προκειμένω ότι τα παραπάνω μέτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας. Τούτο διότι η ανάληψη δεσμεύσεων - αναγκαστικών εκποιήσεων,
Σελ. 13
απαγόρευση εξαγορών - φαίνεται ότι διευκολύνει τις τράπεζες να υιοθετήσουν συμπεριφορά παρόμοια με αυτή που θα είχαν αν συμμετείχαν σε απαγορευμένη σύμπραξη και κατ’ επέκταση φαίνεται ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.
Στο ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ανταγωνισμού και τη διαφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η ανάλυση θα επικεντρωθεί τόσο σε διαρθρωτικά μέτρα όσο και μέτρα συμπεριφοράς. Θα επικεντρωθεί ειδικότερα, όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέτρα, στις εκποιήσεις ξένων κυρίως θυγατρικών. Από τα μέτρα συμπεριφοράς θα επικεντρωθεί στην απαγόρευση εξαγορών καθώς και στην απαγόρευση κατοχής ηγετικών θέσεων στις τιμές. Στην παράθεση των αντισταθμιστικών μέτρων που ελήφθησαν θα περιληφθούν μεν και έτερα αντισταθμιστικά μέτρα, όπως η απαγόρευση καταβολής μερισμάτων και τοκομεριδίων καθώς και η απαγόρευση διαφήμισης, ωστόσο τούτα δεν θα αξιολογηθούν για την αποτελεσματικότητά τους ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και τη διαφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας.
Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστούν οι περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης προς τις: Commerzbank AG (εφεξής «Commerzbank»), Όμιλο Dexia (εφεξής «Dexia»), Όμιλο KBC NV (εφεξής «KBC»), ING, Όμιλο Royal Bank of Scotland PLC (εφεξής «RBS») και Όμιλο Lloyds Banking (εφεξής «LBG»). Οι εν λόγω περιπτώσεις επιλέχθηκαν καθώς αποτελούν τράπεζες με παν-ευρωπαική παρουσία ή/και με ηγετικές θέσεις σε αρκετές από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνταν. Στο πλαίσιο αυτό θα γίνει παράθεση των στοιχείων σχετικά με την θέση των τραπεζών στην αγορά, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε καθώς και με τα αντισταθμιστικά που ελήφθησαν σε κάθε περίπτωση προκειμένου να καταστεί εν συνεχεία εφικτή η αξιολόγηση των εν λόγω μέτρων.
Ειδικότερα, αναφέρονται διεξοδικά οι δραστηριότητες/ επιχειρήσεις που εκποιήθηκαν σε κάθε περίπτωση και αναλύεται το ακριβές πλαίσιο της απαγόρευσης εξαγορών- όπως ποιες ακριβώς επιχειρήσεις απαγορευόταν να αποκτήσει η τράπεζα που έλαβε κρατική ενίσχυση. - προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση όλων των πτυχών των εν λόγω μέτρων. Έπειτα αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι αναγκαστικές εκποιήσεις ξένων θυγατρικών σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις εξαγορών οδηγούν ενδεχομένως στη στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικά κυρίως όρια και ειδικότερα στη χώρα όπου βρίσκεται η έδρα και το κέντρο δραστηριοτήτων της κάθε τράπεζας. Διερευνάται στο πλαίσιο αυτό η περίπτωση δημιουργίας οιονεί καρτελικής σύμπραξης συνεπεία της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η ανάλυση στο σημείο αυτό είναι αρκετά περιληπτική, καθώς τα εν λόγω θέματα έχουν αναλυθεί σε εκτενή βαθμό στην παραπάνω ενότητα.
Πέραν τούτου, αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Σελ. 14
Όσον αφορά τις εκποιήσεις ξένων θυγατρικών, στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης και με γνώμονα την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού θα ήταν πιθανώς αποτελεσματικοτερο να προκριθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων των δικαιούχων τραπεζών σε ξένες αγορές, όπως στην περίπτωση της KBC, στην οποία επιτράπηκε να συνεχίσει τη λειτουργία του επιτυχημένου επιχειρηματικού της μοντέλου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και Ρωσία καθώς και στην περίπτωση της Commerzbank στην οποία αποφασίστηκε μεν η μείωση της παρουσίας της Commerzbank στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπης αλλά όχι η ολοκληρωτική αποχώρηση.
Εξάλλου, όσον αφορά την απαγόρευση εξαγορών, στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης και με γνωμονα την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού θα ήταν πιθανώς αποτελεσματικότερο η εν λόγω απαγόρευση να περιλαμβάνει τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς.
Το ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ επικεντρώνεται στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, επιχειρείται δε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων ως προς την προστασία του ανταγωνισμού και τη διαφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας υπό το νέο καθεστώς. Για να καταστεί δυνατόν δίδονται στοιχεία σχετικά με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση: Αρχικά, παρατίθενται στοιχεία για τους τρεις βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Αναλυτικότερα, παρέχονται στοιχεία για τον πρώτο βασικό πυλώνα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης (εφεξής «ΕΤΕ»), την εποπτεία και ρύθμιση των πιστωτικών ιδρυμάτων, για τον δεύτερο βασικό πυλώνα της ΕΤΕ, την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και για τον τρίτο βασικό πυλώνα της ΕΤΕ, την θεσμοθέτηση ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων. Εν συνεχεία εξετάζονται οι εξελίξεις στον τομέα της διάσωσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ειδικότερα η μετάβαση από το bail out στο bail in. Περαιτέρω, εξετάζονται ο Κανονισμός SRM (Single Resolution Mechanism) και η BRRD (Bank Recovery and Resolution Directive) με έμφαση στα σημεία και τις προβλέψεις τους εκείνες που αλληλεπιδρούν με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Στο πλαίσιο αυτό ερευνώνται οι περιπτώσεις ρητών αναφορών στον Κανονισμό SRM και στην BRRD στον ρόλο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Εν συνεχεία, παρέχονται πληροφορίες ως προς τις περιπτώσεις έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης σε φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, περιπτώσεις οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν εκτός πλαισίου εξυγίανσης, καθώς δεν ενεργοποιούν το κριτήριο ιδρύματος που «τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει». Παράλληλα, αναλύονται οι προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η χορήγηση τριών συγκεκριμένων μορφών έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης οι οποίες επιτρέπονται χωρίς εξυγίανση καθώς και τα θέματα τα οποία εγείρουν οι διατάξεις αυτές. Περαιτέρω, εξετάζονται συγκεκριμένες περιπτώσεις χορήγησης κρατικής ενίσχυσης σε φερέγγυο τραπεζικό ίδρυμα - Banca Monte dei Paschi di Siena, ελληνικές τράπεζες και Banca Carige - Cassa di Risparmio di Genova e Imperia. Αυτό που είναι σημαντικό να αξιολογηθεί και ενδιαφέρει είναι κατά πόσο το νέο καθεστώς διαφέρει από το προηγούμενο ως προς την αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών μέτρων που εφαρμόζονται.
Σελ. 15
Είναι σημαντικό, με άλλα λόγια, να διαπιστωθεί, εάν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που είναι πιθανόν να προκληθούν κατά την εφαρμογή των αντισταθμιστικών μέτρων περιορίζονται στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος. Εντούτοις οι εξεταζόμενες περιπτώσεις είναι, για την ώρα, περιορισμένες και συνεπώς τα στοιχεία επί του παρόντος δεν επαρκούν για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος.
Σελ. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΩΣ ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
1. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης
1.1. Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις κρατικές ενισχύσεις-Οι βασικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού δικαίου
H έννοια της κρατικής ενίσχυσης είναι μια αντικειμενική και νομική έννοια που ορίζεται απευθείας από τη ΣΛΕΕ[2].
Οι βασικές διατάξεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις εμπεριέχονται στα άρθρα στα άρθρα 107, 108, και 109 ΣΛΕΕ, τα οποία έχουν ως εξής:
Άρθρο 107 (πρώην άρθρο 87 της ΣΕΚ)
1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.
2. Συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:
α) οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές, υπό τον όρο ότι χορηγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων·
β) οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα·
γ) οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή. Μετά την παρέλευση πενταετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, δύναται να εκδώσει απόφαση για την κατάργηση του παρόντος σημείου.
Σελ. 18
3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:
α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς και των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 349, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική, οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση·
β) οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους·
γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον·
δ) οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ένωση σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον·
ε) άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής.
Άρθρο 108 (πρώην άρθρο 88 της ΣΕΚ)
1. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.
Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση των άρθρων 258 και 259.
Κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση που έχει θεσπισθεί ή που πρόκειται να θεσπισθεί από το κράτος αυτό θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 107 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 109 κανονισμών, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Αν η Επιτροπή έχει κινήσει, ως προς την ενίσχυση αυτή, τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αίτηση του ενδιαφερομένου κράτους προς το Συμβούλιο έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σχετικής διαδικασίας μέχρις ότου αποφανθεί το Συμβούλιο.
Αν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως, αποφασίζει η Επιτροπή.
Σελ. 19
3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 107, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.
4. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κανονισμούς σχετικά με τις κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων για τις οποίες το Συμβούλιο έχει ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 109, ότι μπορούν να μην υπόκεινται στη διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 109 (πρώην άρθρο 89 της ΣΕΚ)
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δύναται να εκδίδει κάθε αναγκαίο κανονισμό για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108, και ιδίως να καθορίζει τους όρους εφαρμογής του άρθρου 108, παράγραφος 3, και τις κατηγορίες ενισχύσεων που εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή.
Κατόπιν της αναφοράς στις σχετικές διατάξεις των παραπάνω άρθρων, θα αναλυθεί η έννοια της κρατικής ενίσχυσης.
1.2. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης και οι σωρευτικές προϋποθέσεις που εμπεριέχει
Η εμπέδωση και η διατήρηση ενός συστήματος ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού στα πλαίσια της ενιαίας εσωτερικής αγοράς αποτελεί θεμελιώδη στόχο και ταυτόχρονα βασική προγραμματική αρχή του κανονιστικού οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων εκδηλωνόμενη μέσω της ποικιλόμορφης οικονομικής υποβοήθησης εθνικών επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής από τα κράτη μέλη μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού σε ενδοενωσιακό επίπεδο. Αυτή η νόθευση του ανταγωνισμού, η οποία προκαλείται μέσω του επιλεκτικού χαρακτήρα της επωφελούς κρατικής οικονομικής παρέμβασης προς όφελος συγκεκριμένων εθνικών επιχειρηματικών φορέων ή κλάδων, μπορεί να υπονομεύσει την ισότητα των ευκαιριών στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς επιτρέποντας στους λήπτες των κρατικών ενισχύσεων να έχουν συγκριτικά οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους.
Συγκεκριμένα, η κομβική διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής «ΣΛΕΕ») προβλέπει ότι θεωρούνται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και συνεπώς παράνομες κατά το ενωσιακό δίκαιο ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με χρήση κρατικών πόρων, αν μέσω αυτών προκαλείται νόθευση ή προκύπτει απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού δια της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, στο μέτρο που κατ’ αυτόν τον τρόπο επηρεάζεται αρνητικά το ενδοενωσιακό εμπόριο. Είναι σαφές ότι σε αυτή τη διάταξη αποτυπώνεται με σαφήνεια μια κατ’ αρχάς αρνητική- περιοριστική
Σελ. 20
στάση απέναντι σε κρατικές ενισχύσεις που είναι σε θέση να θίξουν την ισορροπία του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και να επηρεάσουν αρνητικά το διενωσιακό εμπόριο.
Εντούτοις, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δεν θεσπίζει μια απόλυτη απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Πιο συγκεκριμένα, στο επίπεδο του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και ειδικότερα στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ προβλέπονται συγκεκριμένες εξαιρέσεις από τη βασική απαγόρευση των ενισχύσεων, δηλαδή περιπτώσεις- ομάδες κρατικών ενισχύσεων που θεωρούνται ex lege συμβατές με την κοινή αγορά καθώς και ομάδες κρατικών ενισχύσεων που δύναται να κριθούν από την Επιτροπή κατά περίπτωση συμβατές με την κοινή αγορά[3].
Εν προκειμένω θα μας απασχολήσει η δεύτερη περίπτωση, για την οποία θα γίνει εκτενής αναφορά παρακάτω. Πριν από αυτό όμως, είναι σημαντικό να αναλυθεί η έννοια της κρατικής ενίσχυσης σε συνδυασμό με τις τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις που εμπεριέχει.
Το άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ ορίζει την έννοια της κρατικής ενίσχυσης ως εξής:
«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής» ……… «κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές»…..
Περιλαμβάνει τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις: Κρατική ενίσχυση υπάρχει όταν α) η ενίσχυση χορηγείται από το κράτος και χρησιμοποιούνται κρατικοί πόροι για τη χορήγηση της ενίσχυσης αυτής β) παρέχεται πλεονέκτημα γ) το πλεονέκτημα αυτό παρέχεται επιλεκτικά δ) η χορήγηση της ενίσχυσης δύναται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.