ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 20,00 €

e-book   + 20,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 64475
Αθανασούλης Π.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 128
  • ISBN: 978-960-654-686-0
Αντικείμενο του έργου «Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη» είναι η διερεύνηση εάν τα παιδιά είναι φορείς δικαιωμάτων, τι είδους και ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων αυτών. Εκκινώντας από το ως άνω ερώτημα, επιχειρείται μέσω της εξέτασης και ανάλυσης των βασικών θεωριών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων για τα δικαιώματα εν γένει, η υιοθέτηση μιας νέας έννοιας αυτών, όπως αυτή προκύπτει δυνάμει της έννοιας της αγαθοπραξίας και πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται η θέση ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα, προσδιορισμένα στην ανάγκη τους να αισθανθούν πρόσωπα, οριοθετούμενα από το όριο της αγαθοπραξίας. Το έργο απευθύνεται τόσο σε ακαδημαϊκούς όσο και σε νομικούς της πράξης, καθώς και σε κάθε είδους μελετητές.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................1

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Οι θεωρίες της Βουλήσεως και του συμφέροντος.

Κριτική προσέγγιση..................................................................................................19

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Εναλλακτικές προσεγγίσεις στην έννοια του δικαιώματος.................................47

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Δικαιώματα και Αιτήματα........................................................................................68

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Δικαιώματα και εξελικτικές υποχρεώσεις προς τα παιδιά...................................78

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ηθική ευθύνη των παιδιών......................................................................................94

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Τα ειδικότερα δικαιώματα των παιδιών................................................................99

ΕΠΙΛΟΓΟΣ...............................................................................................................106

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: Συντομογραφίες........................................................109

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II: Ενδεικτικός Κατάλογος ιστοσελίδων με νομικό ενδιαφέρον... 110 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III: ΒιΒλιογραφία..........................................................111

VII

εισαγωγή

Σκοπός της διατριβής αυτής, είναι να ερευνήσει αν τα παιδιά έχουν ή όχι δικαιώματα, τι είδους δικαιώματα έχουν και μέχρι ποιου σημείου φτάνουν τα όρια των δικαιωμάτων αυτών. Ασχέτως του ηθικού status που έχουν τα παιδιά και είναι δεδομένο ότι έχουν ένα κάποιο τέτοιο status, το παράδοξο στην περίπτωσή τους είναι ότι με μεγάλη δυσκολία η έννομη τάξη τους αναγνωρίζει δικαιώματα και μόνο κάτω από προϋποθέσεις. Είναι δε παράδοξο, γιατί τα παιδιά και τα χρειάζονται -ίσως περισσότερο από τους ενήλικες- και παράλληλα, συμβαίνει στην περίπτωση αυτή το παράδοξο στο νομικό κόσμο, να δίδεται δηλ. στον ενήλικο ένα δικαίωμα το οποίο δεν το είχε πριν και να δίδεται απότομα, με μόνη αφορμή την ενηλι-κίωσή του, ενώ, θα έπρεπε, όπως είναι λογικό άλλωστε, αυτό να το έχει από την αρχή της ύπαρξής του. Πώς είναι άλλωστε δυνατόν κάτι να γεννιέται μετά τη γέννηση του φορέα του;

Από την άλλη, θα μπορούσε ίσως να αναρωτηθεί κανείς τι ακριβώς θέλουμε να προστατέψουμε στην περίπτωση των παιδιών, ποια είναι η ιδιαίτερη εκείνη αξία που αποδίδουμε στα παιδιά και στη νεότητα, αξία η οποία μπορεί να προστατευ-θεί μόνο αν αναγνωρίσουμε δικαιώματα στα παιδιά. Πρόκειται για εγγενή αξία του παιδιού ή των παιδιών ή για κάτι το οποίο -ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει- εμείς το δημιουργούμε, ή του αποδίδουμε μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτήν που πραγματικά έχει; Ακόμα, από ποιο σημείο της ζωής του αξίζει την προστασία μας το παιδί; Από τη στιγμή της σύλληψής του, της γέννησής του, ή μετά απ’ αυτήν και αν ναι από πότε;

Είναι εξάλλου κοινός τόπος στην πλειοψηφία των νομοθεσιών ανά τον κόσμο, ότι στα παιδιά προσιδιάζουν συγκεκριμένα και όχι όλα τα δικαιώματα. Έτσι, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι τα παιδιά δεν δικαιούνται να ψηφίζουν, να παντρεύονται, να αγοράζουν αλκοόλ, να έχουν σεξουαλικές επαφές, ή να εργάζονται. Αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που κάνει τα παιδιά να γίνονται αντικείμενο ειδικής φιλοσοφικής έρευνας, είναι ο συνδυασμός ανθρώπινης ιδιότητας και νεότητας, ή για να ακριΒολογούμε, τι θεωρείται ότι συνδέεται με τη νεότητά τους. Από μόνος του αυτός ο συνδυασμός, θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει με προσποιητή ευχέρεια στο συμπέρασμα, ότι τελικά τα παιδιά δεν είναι τίποτε άλλο από φορείς

1

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

τέλειων υποχρεώσεων που έχουν προς αυτά οι γονείς τους και ατελών που έχει προς αυτά ο υπόλοιπος κόσμος1. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί, ότι οι υποχρεώσεις αυτές είναι εξελικτικές, γιατί ένα παιδί απ’ τη στιγμή που γεννιέται μέχρι και την ενηλικίωσή του (οπότε αναγκαστικά ένα παιδί γίνεται πλήρης φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), υφίσταται αλλαγές στις οποίες οι ενήλικοι πρέπει να ανταποκριθούν για να το Βοηθήσουν να μεγαλώσει σωστά και τις οποίες αναγκαστικά το δίκαιο δεν μπορεί να αγνοήσει, αλλά μόνο να παρακολουθήσει, αποδίδοντάς τους την πρέπουσα σημασία. Η θέση αυτή, γίνεται αντιληπτή αν κάνει κανείς το νοητικό πείραμα της εξαρχής δημιουργίας ενός παιδιού, ενός οιουδήποτε παιδιού. Όταν μιλάμε για ένα τέτοιο πείραμα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη δυνατότητα της με πλατωνικό τρόπο δημιουργίας ενός παιδιού από το μηδέν. Αν μπορούσε ο καθένας μας να δημιουργήσει, να «φτιάξει» ένα παιδί, πώς θα το δημιουργούσε; Πώς θα το μεγάλωνε; Τι δικαιώματα θα του αναγνώριζε και ποιες υποχρεώσεις θα ισχυριζόταν ότι έχει; Αυτά τα δικαιώματα και αυτές οι υποχρεώσεις, αποτελούν ίσως τα δικαιώματα ενός παιδιού.

Η πιο πάνω θέση Βρίσκει εφαρμογή στη Μεταφυσική των Ηθών του Kant2, όταν εκεί προκρίνεται το δικαίωμα των παιδιών στη φροντίδα των γονιών τους, δικαίωμα το οποίο πηγάζει απ’ την ίδια την πράξη δημιουργίας τους, πράξη απ’ την οποία απορρέει η υποχρέωση των γονιών να κάνουν τα παιδιά κατά το δυνατόν ευτυχισμένα, αφού σε τελική ανάλυση δεν ήταν αυτά που με δική τους πρωτοΒουλία και με τη συγκατάθεσή τους επέλεξαν να γεννηθούν, αλλά οι γονείς τους το θέλησαν. Έτσι, οι γονείς έχουν απ’ τη μια καθήκον να ενεργούν για λογαριασμό των παιδιών τους και από την άλλη, δικαίωμα να διαχειρίζονται και να αναπτύσσουν το παιδί. Στη Μεταφυσική των Ηθών επίσης Βρίσκει τη Βάση του το δικαίωμα των παιδιών στην ανεξαρτησία, με τη μορφή της ανεξαρτησίας από τους

1.    Onora Ο’ Neil, «Children’s Rights and Children’s Lives», International Journal of Law, Policy and the Family 6 (1992), σελ. 445-463. Η θέση αυτή συνδέεται άμεσα με τη θέση που έχει διατυπώσει η συγγραφέας σχετικά με τη γενικότερη σχέση δικαιώματος υποχρέωσης και κυρίως το ότι είναι εσφαλμένη η άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση, μόνο όπου υπάρχει στον αντίποδα δικαίωμα, αφού αυτή η άποψη παραγνωρίζει περιπτώσεις υποχρεώσεων στις οποίες δεν αντιστοιχούν δικαιώματα. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των υποχρεώσεων που εδράζονται σε ειδικές σχέσεις(σχέσεις γονέα-παιδιού) ή αποτελούν παγκόσμιες υποχρεώσεις χωρίς δικαιώματα(αρετές που έχουν παραδοσιακά δημιουργηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως για παράδειγμα η εντιμότητα). Έτσι έχουμε αρετές στην τήρηση των οποίων δεν μας εξαναγκάζει κάποιος, δεν δημιουργούν δηλ. αντίστοιχο δικαίωμα, αλλά είναι σημαντικές, αφού μ’ αυτές διαμορφώνονται εις Βάθος, ζωές, θεσμοί και κοινωνίες. Σημαντική μ’ αυτή την έννοια, είναι η διάκριση την οποία επιχειρεί η συγγραφέας, ανάμεσα σε δικαιώματα στην ελευθερία τα οποία δεν θέλουν θεσμική προστασία και σε δικαιώματα σε πράγματα και υπηρεσίες, τα οποία αντίθετα θέλουν. Για όλα αυτά, Onora Ο’ Neil, Towards Justice and Virtue (Cambridge: Cambridge University Press,1996), σελ. 123 επ.

2.    Kant Immanuel, Mεταφυσική των Ηθών, μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης, πρώτη έκδοση, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 2013, παρ. 28:280,281, σελ.108,109. Επίσης, Arthur Ripstein « Kant on Law and Justice», in WiTey-BlackweU,Thomas E. Hill, Jr. (ed.), Ihe Blackwell guide to Kant's Ethics, (Sussex:Wiley-Blackwell, March 2009), σελ. 161 επ.

2

Εισαγωγή

άλλους και της ισότητας μ’ αυτούς. To τελευταίο, εμπεριέχει το δικαίωμα κάποιου να είναι «υπεράνω υποψίας», να απολαμΒάνει της εκτίμησης των άλλων, η οποία παίρνει κυρίως τη μορφή του να μην είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται κάποιος ως απλό μέσο για την επιδίωξη των σκοπών των άλλων.

Η καντιανή θέση για ανεξαρτησία, έρχεται κατά κάποιο τρόπο σε αντίθεση με την πιο δυναμική έννοια της αυτονομίας, διότι η τελευταία εστιάζει σε ένα συνδυασμό της ικανότητας ταυτοποίησης κάποιου με τις επιλογές του και του να έχει το πρόσωπο ένα επαρκές εύρος επιλογών, ώστε να κάνει αυτή την ταυτοποίηση να έχει νόημα. Η Καντιανή ανεξαρτησία δεν είναι μία κατάσταση του ιδιώτη σε απομόνωση, αλλά σχέσεων μεταξύ προσώπων. Η προσωπική αυτονομία έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτήν, γιατί εξαρτάται από τη συγκυρία. Η διαφορά είναι σημαντική, γιατί για παράδειγμα, καταρχήν ένας σκλάΒος μπορεί με έναν ανεκτικό κύριο να είναι αυτόνομος, με την τρέχουσα τεχνική του όρου έννοια. Ένας σκλάΒος όμως, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ ανεξάρτητος, γιατί αυτό που του επιτρέπεται, εξαρτάται πάντα από την επιλογή ή τη διάθεση του κυρίου του. Η ανεξαρτησία είναι η Βασική αρχή του δικαίου, γιατί εξασφαλίζει την ελευθερία όλων ως ίσων μεταξύ τους και έτσι συνεπάγεται την απαίτηση να μην υπόκειται κανένα πρόσωπο στις επιλογές άλλου προσώπου.

0 Kant, προσπαθεί να εξηγήσει τη δικαιοσύνη και το δίκαιο με όρους μιας διακρι-τής αντίληψης της ελευθερίας, ως ανεξαρτησίας. Αντί να ακολουθεί την «πεπατη-μένη», που ακόμα και σημερινοί συγγραφείς υποστηρίζουν, ότι δηλ. αντικείμενο της δικαιοσύνης είναι η δίκαιη κατανομή προνομίων και Βαρών, ο Kant, ασχολεί-ται όχι τόσο με το πώς τα πρόσωπα θα έπρεπε να σχετίζονται ως ζήτημα ηθικής, αλλά με το πώς μπορούν να εξαναγκαστούν να σχετίζονται ως ζήτημα ορθού. Η Βασική έτσι διάκριση που επιχειρεί είναι ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα, διότι ένα πρόσωπο είναι ικανό να θέτει στόχους, ενώ ένα πράγμα όχι. 0 Kant ακολουθεί τον Αριστοτέλη με το να διακρίνει την επιλογή από την απλή ευχή, επί τη Βάσει ότι το να επιλέγει κάποιο σκοπό κάποιος, σημαίνει ότι έχει τα μέσα να τον πραγματοποιήσει. Μπορεί να εύχομαι να πετάξω, αλλά δεν μπορώ να επιλέξω να πετάξω, μέχρι την ώρα τουλάχιστον που θα Βρεθούν τα μέσα που θα μου επιτρέψουν να πετάξω. Είμαι ανεξάρτητος, όταν εγώ είμαι αυτός που αποφασίζει ποιους σκοπούς θα επιδιώξω χρησιμοποιώντας τα μέσα που διαθέτω.

To έμφυτο αυτό δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην ανεξαρτησία, ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά το κάνει με ένα τρόπο που είναι ατελής3. Έτσι, το

3. Δικαίωμα που απορρέει από το δικαίωμα επί του προσώπου που έχει κάθε άνθρωπος. Αυτό μεταφράζεται στην απεριόριστη επί του ιδίου προσώπου εξουσία και πρώτον, από την άποψη της σωματικής ύπαρξης. Απ’ αυτή την άποψη, ο άνθρωπος έχει δικαίωμα επί της ζωής και των ενεργειών, δια των οποίων εκδηλώνεται η ζωή, επίσης επί της σωματικής ακεραιότητας και τέλος επί της ανεμπόδιστης διάθεσης του ίδιου του σώματος. Κατά της υπάρξε-ως δικαιώματος επί του ιδίου προσώπου, ο ΣαΒινύ αντέταξε ότι η γνώμη αυτή συνεπώς ανα-πτυσσομένη, οδηγεί στην αναγνώριση δικαιώματος στην αυτοκτονία, Βλ. Savi'gny Friedrich

3

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

μεν ιδιωτικό δίκαιο εξηγεί πως οι ανισότητες σε θέματα για παράδειγμα ιδιοκτησίας, συμβατικών υποχρεώσεων είναι συμβατές με την ισότητα του έμφυτου δικαιώματος. Αντίστοιχα το δημόσιο δίκαιο, οι τομείς δηΛ. του δικαίου που ρυθμίζουν τις δικαιοπαραγωγικές εξουσίες του κράτους -συνταγματικό, ποινικό δίκαιο και οι παραδοσιακές «αστυνομικές εξουσίες»- εξηγεί πως οι διακριτές εξουσίες είναι συμβατές και αποτεΛούν άμεση απόρροια του έμφυτου δικαιώματος. Αυτό που κατά την Καντιανή ανάΛυση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, είναι ότι Λόγω της ανεξαρτησίας μπορεί ένα πρόσωπο να ΒΛάψει ένα άΛΛο χωρίς να του κάνει απαραίτητα ζημιά. Εάν σε ακουμπήσω την ώρα που κοιμάσαι, σε τραβάω στον χώρο των δικών μου σκοπών και σε ζημιώνω, ακόμα και στην περίπτωση που δεν θα μάθεις ποτέ για την πράξη μου και το σώμα σου δεν υποστεί καμία εμφανή ζημιά. Πρόκειται, αν το δούμε από μια άΛΛη οπτική γωνία, για το δικαίωμα που έχει σαν αντικείμενο το ίδιο το πρόσωπο. Η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαιώματος είναι τόσο αναμφισβήτητη, όσο και ότι αυτό δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έκθεση στο σύστημα του ιδιωτικού δικαίου.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ευνόητο ότι η περί υποχρεώσεων θέση δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε Λύση του προΒΛήματος «δικαιώματα των παιδιών». Τα παιδιά όσο και να θέΛει να το αρνηθεί κανείς έχουν δικαιώματα κυρίως γιατί τα χρειάζονται, την ανάγκη τους δε αυτή, δεν μπορεί να καΛύψει από μόνη της μια θεωρία υποχρεώσεων που δεν προϋποθέτουν δικαιώματα. Ακόμα και αν είναι αΛηθές ότι τέτοιες υποχρεώσεις υπάρχουν,4 είναι σίγουρο ότι τα παιδιά «δικαιούνται» δικαιωμάτων απ’ τη στιγμή που η ύπαρξη και η δράση τους έχει σαν συνέπεια ότι οι πράξεις τους μπορούν να πΛηρούν τουΛάχιστον ένα απ’ τα Βασικά συστατικά κάθε δικαιώματος, του ότι αυτό είναι συνυφασμένο με κάποιο ορθό ή δίκαιο αίτημα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει δικαίωμα χωρίς να ισχυρίζε

Karl, System des Heutigen Romischen Rechts I, (Berlin: Moritz Veit,1848), σεΛ. 336. Το αντίθετο συμβαίνει. Η συνέπεια της πιο πάνω θέσης είναι ότι ο αυτόχειρας δεν αδικεί τον πλησίον του, γιατί το ιδιωτικό δίκαιο ασχοΛείται μόνο με το ζήτημα του κατά πόσο η Βούληση του ατόμου δικαιούται αναγνώρισης από τα υπόλοιπα άτομα. Υπό ιδιάζουσα έννοια κάνει λόγο για δικαιώματα επί του ιδίου προσώπου ο Puchta. Αποκαλεί τέτοια, τα δικαιώματα εκείνα στα οποία η Βούληση έχει αντικείμενο αυτήν την ίδια και όχι υπό την έννοια ότι η βούληση αξιώνει αναγνώριση του περιεχομένου της, αλλά υπό την έννοια, ότι αξιώνει αναγνώριση της ποιότητας αυτής ως Βουλήσεως του προσώπου και μ’ αυτήν την έννοια, ο Puchta αποκαλεί το δικαίωμα επί του ιδίου προσώπου δικαίωμα προσωπικότητας, Βλ. Puchta Georg Friedrich, Pandekten, 12η έκδοση, (Leipzig: J.A Barth, 1877), σελ. 144 επ.].

4. Αξιοσημείωτη σχετικά η εξαιρετική ανάλυση του Peter J. Marki'e, «The Rights-Obligations proposal», Philosophical Studies 40 (1981), σελ. 293-301, όπου και η κριτική της πρότασης του B.C. Postow. Εκεί τίθενται τα προβλήματα της απόλυτης σύνδεσης δικαιώματος με υποχρέωση, όπως το των τρίτων-δικαιούχων που ωφελούνται από τη δημιουργία υποχρέωσης, δεν έχουν όμως οι ίδιοι αυτοτελές δικαίωμα. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα της ταύτισης του δικαιώματος με τη δικονομική έκφραση της υποχρέωσης δηλ. αυτήν της δικονο-μικής αξίωσης, αφού δεν υπάρχει δικαίωμα μόνο όταν αυτό μπορεί επιδιωχθεί δικαστικά. Τέλος παρουσιάζονται τα προβλήματα της θέσης (Postow) που ταυτίζει το δικαίωμα με την δυνατότητα απαλλαγής του υποχρέου από την υποχρέωσή του.

4

Εισαγωγή

ται ο ψορέας του ότι έχει ένα δίκαιο ή ορθό αίτημα και να υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι το αληθές στο αίτημα αυτό. Είναι φανερό, ότι τα παιδιά υποΒάΛΛουν τέτοια αιτήματα και κάποια απ’ αυτά δικαιούνται να θεωρηθούν δικαιώματα.

Τα δικαιώματα αυτά, δεν μπορούν επίσης να περιοριστούν για όποιους άλλους λόγους σχετικούς με το κατά πόσο τελικά εμπεριέχουν αιτήματα, άξια να απολαύσουν της προστασίας των δικαιωμάτων. Είναι γνωστή φυσικά η συζήτηση5, σχετικά με το ποια αιτήματα μπορούν να θεωρηθούν δικαιώματα και με αφορμή τη συζήτηση αυτή πρέπει προφανώς να θεωρηθεί ότι τα παιδιά έχουν τέτοια δικαιώματα, απ’ τη στιγμή που δεν μπορεί πειστικά να διατυπωθεί λόγος αποκλεισμού τους. 0 λόγος είναι ότι αφού δεν υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να συνηγορεί στον αποκλεισμό τους6, οιαδήποτε άλλη θεωρία -δικαιωματοκεντρική (Dworkin) ή των παράπλευρων εμποδίων (side constraints-Nozick)- δικαιολογεί απόλυτα την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων7,8. Είναι επίσης το μάλλον ή ήττον ΒέΒαιο, ότι η όποια σύγκρουση των δικαιωμάτων που θα αναγνωρίζαμε στα παιδιά με τυχόν δικαιώματα των ενηλίκων που έχουν την επιμέλειά τους, είναι φαινομενική παρά πραγματική. Ακολουθώντας κανείς τον κλασικό ορισμό σύμφωνα με τον οποίο «σύγκρουσις δικαιωμάτων υφίσταται οσάκις η σύμπτωση περισσοτέρων δικαιωμάτων επί του αυτού αντικειμένου ή η ύπαρξη πλειό-νων δικαιωμάτων κατευθυνομένων επί το αυτό αποτέλεσμα έχει ως συνέπειαν την κατάργησιν τινών ή την αλλοίωσιν απάντων ή τινών των εν λόγω δικαιωμά-των»9,καταλήγει χωρίς μεγάλη δυσκολία στη διαπίστωση ότι τέτοια σύγκρουση επί του προκειμένου δεν υφίσταται.

5.    Κυρίως Alon Harel, «What demands are rights? An investigation into the relation between rights and Reasons», Oxford journal of legal studies 17 (1977), σελ. 101 επ. όπου παρουσιάζονται με ενδελέχεια οι διακρίσεις ανάμεσα σε εξωτερικούς και εσωτερικούς (κατά φύση) Λόγους απονομής σε ένα αίτημα του χαρακτηρισμού του δικαιώματος. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για τη σύλληψη της πιο πάνω διάκρισης, η συζήτηση για το κατά πόσο η πορνογραφία αποτελεί ή όχι δικαίωμα. Δείτε επίσης τον αντίλογο αυτής της θέσης, όπως έχει διατυπωθεί από τον Andrew Halpin, στον οποίο γίνεται εκτενής αναφορά πιο κάτω, υπο-σημ. 102.

6.    θέση του Καθηγητή Raz, «Rights and individual well being», in Joseph Raz, Ethics and the Public Domain, Essays in the Morality of Law and Politics (Oxford: Clarendon Press,1994 ) στην 29, παραπομπή από Alon Harel, ό. π., υποσημ. 5, σελ. 109.

7.    Ronald Dworkin, Taking Rights Seriously (London: Ducksworth, 1977) στο xi, παραπομπή από Harel ό.π., υποσημ. 5, σελ. 108.

8.    Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia (New York: Basic Books, 1974) στο 30-1, παραπομπή idem, ό.π., σελ. 108.

9.    Ανδρέα Γαζή, Η Σύγκρουσις των Δικαιωμάτων,1959, (Αθήνα: εκδόσεις Α. Σάκκουλα, 1999), σελ. 77. Είναι Βασική η ανάλυση στο θέμα του Hiller Steiner, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν τίτλοι επί των αντικειμένων, η χρήση των οποίων αποτελεί την έννοια της πράξης και οι οποίοι (τίτλοι) καθιστούν την πράξη νόμιμη. Σύμφωνα με τον ίδιον, για να είναι δυνατή η συνύπαρξη δικαιωμάτων εντός ενός και του αυτού πλαισίου, θα πρέπει να στηρίζονται τα δικαιώματα αυτά σε τίτλους και να μην εμπεριέχονται στο πλαίσιο αυτό, κανόνες, οι οποίοι επιτρέπουν και απαγορεύουν πράξεις που προκαλούνται από κάποιου είδους σκοπι

5

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

Πέραν του ότι αποτελεί υποχρέωση των ενηλίκων να διαφυλάξουν τα όποια δικαιώματα των παιδιών κατά τα ήδη αναφερθέντα στην αρχή της παρούσης, οπότε δεν είναι δυνατόν οι ενήλικες να ασκούν τα σχετικά τους δικαιώματα αντιφατικά, δηλ. παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις απ’ τις οποίες προκύπτουν τα δικαιώματα αυτά (οι ενήλικες έχουν δικαιώματα έναντι των παιδιών μόνο στο βαθμό που αυτά εξυπηρετούν την γενικότερη υποχρέωσή τους να τα αναθρέψουν σωστά), είναι άτοπο να έχουν οι ενήλικοι δικαιώματα συγκρουόμενα με τα δικαιώματα των παιδιών. Αυτό πολύ απλά, γιατί έχουν άλλες ανάγκες οι μεν και άλλες τα δε, οι οποίες εξ ορισμού δεν συναντώνται και έτσι δεν συγκρούονται.

Οι έννοιες «δικαίωμα» απ’ τη μια και «παιδί» απ’ την άλλη, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί μετά λόγου γνώσεως ότι είναι αλληλένδετες, τόσο όσο συνδέεται απόλυτα η έννοια «παιδί» με την έννοια «αυτονομία» και την έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Όποια θεωρία που έχει υποστηριχθεί σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από την επιστήμη του γερμανικού συνταγματικού δικαίου (θεωρία της προίκας, της επίδοσης και της επικοινωνί-ας-αναγνώρισης) και να ακολουθήσει κανείς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή αυτή ενσωματώνει συγκεκριμένο ατομικό συνταγματικό δικαίωμα. Δικαίωμα, που είναι απόρροια της καντιανής αρχής του να σε μεταχειρίζονται οι άλλοι σαν σκοπό και ποτέ σαν μέσο. Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι τρεις προανα-φερθείσες θεωρίες, έχουν ως κοινή συνισταμένη την ταύτιση της αρχής αυτής με την ταυτότητα του προσώπου. Αυτή και μόνο η ταύτιση, είναι αρκετή για τη δημιουργία δικαιωμάτων, θεμελιωδών κατ’ αρχήν -που τείνουν στην προστασία αυτής της αξίας- και διευρυμένων στη συνέχεια, σχετικών με την προστασία της σε όλες τις μορφές που εμφανίζεται. Στην περίπτωση ειδικότερα των παιδιών, αποτελεί βασικό στοιχείο του όλου προβληματισμού η σχέση του παιδιού σαν δικαι-ικό όν με το ηθικό status του. Στην περίπτωσή τους και πάλι, οι σχέσεις δικαίου και ηθικής είναι τόσο στενές, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια νέα θεωρία δικαιωμάτων, στην οποία το καντιανό αξίωμα ότι «υπάρχει δικαίωμα όπου υπάρχει καταναγκασμός», να ωχριά μάλλον, παρά να εφαρμόζεται άνευ ετέρου. Αυτό

μότητες. Ιδιαίτερα επισημαίνεται από τον Steiner,H περίπτωση που ο σκοπός του ιδιοκτήτη στην περίπτωση του δικαιώματος κυριότητας, εξυπηρετείται καλύτερα από την απεριόριστη χρήση ενός αντικειμένου που ανήκε πριν σ’ αυτόν, από έναν άλλον. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η μεταφορά του τίτλου από τον ιδιοκτήτη στον νέο κτήτορα, είναι άσκηση δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, την ώρα της μεταβίβασης των τίτλων το δικαίωμα του προκτήτορα εξαφανίζεται και ο τίτλος του νέου κτήτορα δημιουργείται. Για όλα αυτά Βλ. HiLLeL Steiner, «The Structure of a Set of CompossibLe Rights», The Journal of Philosophy 74 (1977), σελ. 767-775. Εδώ μπαίνει η Καντιανή σύγκρουση καθηκόντων, η οποία -κατά Καντ- δεν μπορεί καταρχήν λογικά να υπάρξει, αφού, καθήκον και υποχρέωση εκφράζουν πρακτική αναγκαιότητα πράξεων και δύο κανόνες που αντιτίθενται ο ένας στον άλλον, δεν μπορούν να υπάρξουν. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει, είναι σύγκρουση δικαιολογητικών λόγων για επιβολή καθηκόντων, οπότε ο μόνος κανόνας που ισχύει είναι ότι ο ισχυρότερος λόγος επικρατεί, Βλ. Kant, Μεταφυσική των Ηθών, ό. π. υποσημ. 2,IV: 224, σελ. 42.

6

Εισαγωγή

συμΒαίνει, γιατί στην περίπτωση τόσο των παιδιών όσο και της μητρότητας, υποχωρεί η παντοκρατορία της καντιανής ηθικής, δεδομένου ότι εμφιλοχωρεί στην εν γένει προΒληματική το στοιχείο της φροντίδας. Η ηθική της φροντίδας προκύπτει απ’ τη συνάντηση των αναγκών του ενός με τις ανάγκες του άλλου, ανάγκες, οι οποίες είναι καθαρές ανάγκες επιΒίωσης και συντήρησης και στο πλαίσιο ανάλυσης των οποίων μια στενή νομικίστικη θεώρηση δεν δίνει στην πραγματικότητα λύσεις, ή οι λύσεις που δίνει, δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικές. Έτσι, η φροντίδα ανάγεται σε θεμελιώδη αξία, η οποία εμπεριέχει τη δικαιοσύνη, γιατί στις περιπτώσεις που καλούμεθα να φροντίσουμε κάποιον όπως συμΒαίνει με τη μητρότητα και με τη γονική μέριμνα εν γένει, καλούμεθα ανά πάσα στιγμή να επιδείξουμε συγκεκριμένη ηθική ωριμότητα, πράγμα που δεν συμΒαίνει σε όλες μας τις σχέσεις, όπου η σχέση με τα ηθικά θέματα μπορεί να είναι αφηρημένη. Αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο, όταν αναγνωρίζεται το δικαίωμα του παιδιού στην αγάπη ως Βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, απ’ τη στιγμή που ως τέτοια, αναγνωρίζονται όλα όσα εξυπηρετούν τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για μια καλή ζωή και καλή ζωή για ένα παιδί δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν έχει κάποιον για όσο διάστημα είναι παιδί να το αγαπάει χωρίς όρους και γι’ αυτό το ίδιο.10

Σ’ αυτό άλλωστε το πλαίσιο αναλύσεως, εντάσσεται η όλη προΒληματική του Rawls σχετικά με το σύνδεσμο των φυσικών με τις ηθικές στάσεις και επίσης, η προΒληματική που ο ίδιος αναπτύσσει στις αρχές της ηθικής ψυχολογίας. Είναι πρέπον νομίζουμε, να παρατεθεί η διάσημη -λόγω των πολλών σχολίων που έχει υποστεί- πλέον φράση του από τη θεωρία της Δικαιοσύνης του, ότι «ακόμα και η διάθεση για προσπάθεια και κατά συνέπεια το να είναι κάποιος καθωσπρέπει κατά την τρέχουσα έννοια, εξαρτάται από ευτυχείς οικογενειακές και κοινωνικές περιστάσεις». Κατά τον Rawls, η οικογένεια είναι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του πλαισίου της δικαιοσύνης ή της αδικίας εντός του οποίου γίνονται οι επιλογές των ιδιωτών (ασχέτως του εάν ο ίδιος έχει θέσει θέμα νομιμοποιήσεως του θεσμού της οικογένειας ιδωμένο απ’ την οπτική της αρχής των ίσων ευκαιριών)11. Επειδή το παιδί αγνοεί εντελώς την έννοια της θεμελίωσης, δεν είναι σε θέση να αξιολογεί την ισχύ των προσταγμάτων και των εντολών που του απευθύνουν οι γονείς του. Αγαπά δε και εμπιστεύεται τους γονείς του, μόνο αν αυτοί πρώτοι του δείξουν αγάπη (πρώτος ψυχολογικός νόμος). Συναισθάνεται ότι η στοργή των γονέων δεν τελεί υπό όρους. Είναι επομένως σαφές, ότι η ηθική της αυθεντίας πρέπει να υπαχθεί στις αρχές του ορθού και της δικαιοσύνης, αφού μόνον αυτές μπορούν να προσδιορίσουν, πότε δικαιολογούνται τέτοιες ακραίες απαιτήσεις ή ανάλογοι περιοριστικοί όροι.

10.    S. Matthew Liao, The Right of children to be loved (Oxford: Oxford University press 2015), σελ. 5-12, όπου και η ανάπτυξη της θέσης ότι το δικαίωμα των παιδιών στην αγάπη είναι ανθρώπινο δικαίωμα, γιατί το να πάρει κάποιος αγάπη στην παιδική ηλικία, είναι πρωταρχική προϋπόθεση για μια καλή ενήλικη ζωή.

11.    Τζων Ρωλς, Θεωρία της Δικαιοσύνης (Αθήνα, εκδόσεις Πόλις, 2006), σελ. 528-564.

7

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

Απ’ την άλλη, απ’ τη στιγμή που το παιδί μετέχει σε μια οικογένεια, μετέχει σε μια ένωση μικρού μεγέθους, που υπό κανονικές συνθήκες χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία κάθε μέλος έχει ορισμένα δικαιώματα και καθήκοντα. Το παιδί, καθώς μεγαλώνει, διδάσκεται τα πρότυπα συμπεριφοράς που αρμόζουν στον κάτοχο της θέσης του (αρετές του καλού γιού ή της καλής κόρης). Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και οι ομάδες του σχολείου και της γειτονιάς, καθώς επίσης και μορφές συνεργασίας όπως οι αγώνες και τα παιχνίδια. Το ίδιο είδος ηθικής αντίληψης, επεκτείνεται αργότερα στα ιδεώδη τα οποία υιοθετεί κάθε άτομο στη ζωή του, για παράδειγμα όταν ασκεί το επάγγελμά του, όταν εκπληρώνει τους διάφορους κοινωνικούς του ρόλους σαν ενήλικας, όταν ασκεί τα οικογενειακά του καθήκοντα-ακόμα και όταν ενεργεί ως μέλος της κοινωνίας. Έτσι, το παιδί μαθαίνει την ηθική του συνεταιρίζεσθαι, μια διαδικασία δύσκολη να την μάθει, γιατί αυτή προϋποθέτει ότι πρέπει να μάθουμε όχι μόνο ότι οι άλλοι Βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα, αλλά και ότι έχουν διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς. Η διαδικασία αυτή είναι η φυσιολογική συνέπεια του πρώτου ψυχολογικού νόμου, ο οποίος οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο ψυχολογικό νόμο: απ’ τη στιγμή που το άτομο έχει διαμορφώσει ικανότητα συντροφικότητας σύμφωνα με τον πρώτο ψυχολογικό νόμο, χάρη στη δημιουργία δεσμών, αναπτύσσει συναισθήματα φιλίας και εμπιστοσύνης προς τους εταίρους του, εφόσον ΒέΒαια αυτοί ανταποκρίνονται στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, καθιστώντας ΒέΒαια φανερή την πρόθεσή τους. Οι δύο νόμοι, οδηγούν αναπόφευκτα στην αποδοχή των αρχών της δικαιοσύνης με Βάση έναν τρίτο ψυχολογικό νόμο: απ’ τη στιγμή που διαμορφωθούν αγάπη και εμπιστοσύνη, φιλικά συναισθήματα και αμοιΒαία καλή πίστη, σύμφωνα με τους δύο προηγούμενους ψυχολογικούς νόμους, η αναγνώριση του ότι εμείς θα Βγούμε ωφελημένοι απ’ την εδραίωση διαρκών και δίκαιων θεσμών, τείνει να γεννήσει μέσα μας το αντίστοιχο συναίσθημα δικαιοσύνης. Όταν ερχόμαστε σε σύγκρουση με το αίσθημα δικαιοσύνης που έχουμε, νιώθουμε συναισθήματα ενοχής που εξηγούνται σε σχέση με τις αρχές της δικαιοσύνης, αφού γενικά η ενοχή, η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση προκαλούν αντιδράσεις στο όνομα του ορθού, ενώ η αιδώς, η περιφρόνηση και η χλεύη στο όνομα του αγαθού. Στην περίπτωση του παιδιού, η έννοια του ηθικού ιδεώδους και η κρισιμότητα των κινήτρων δεν γίνονται κατανοητές και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται το κατάλληλο υπόΒαθρο για την εμφάνιση αισθημάτων ενοχής. Αυτό, γιατί τα ηθικά συναισθήματα δεν μπορούν να εξαφανιστούν χωρίς ταυτόχρονα να εξαφανιστούν και ορισμένες φυσικές στάσεις. Θα ήταν αδύνατο να αναπτυχθούν δεσμοί φιλίας και αμοιΒαίας εμπιστοσύνης μεταξύ ανθρώπων που δεν θα ενεργούσαν ποτέ με Βάση το καθήκον της δικαιοσύνης, παρά μόνον αν τους το επέΒαλε η ιδιοτέλεια ή η σκοπιμότητα. Όπως τα πρόσωπα διατυπώνουν σταδιακά ορθολογικά σχέδια ζωής, που ανταποκρίνονται στα Βαθύτερα συμφέροντά τους, έτσι ακριΒώς καταλήγουν να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο συνάγονται ηθικά προστάγματα και ιδεώδη, από τις αρ

8

Εισαγωγή

χές τις οποίες θα αποδέχονταν σε μια πρωταρχική κατάσταση ισότητας και συνεπώς δικαιοσύνης.12

Σύμφωνα με τα πορίσματα της γνωστικής και της ηθικής αναπτυξιακής ψυχολογίας, όπως διατυπώνονται στις εργασίες των Piaget και Kohlberg, πριν την ηλικία των 9 ή 10 ετών, τα ανθρώπινα όντα ακόμα αναπτύσσουν τις δυνάμεις εκείνες που τους επιτρέπουν να κάνουν λογικές υπαγωγές σχετικά με τον κόσμο και να ενεργούν σαν λογικά όντα με την στοιχειώδη έννοια. Απ’ την ηλικία των 9 ή των 10 ετών, τα παιδιά αναπτύσσουν αυτό που ο Piaget αποκαλεί συγκεκριμένες ενέργειες (concrete operations), δηλ. γίνονται όντα, τα οποία μπορούν να σκε-φτούν με λογικό και συστηματικό τρόπο τον κόσμο. Αυτό το επίπεδο όμως ανάπτυξης, δεν Βοηθά αυτόν που το έχει κατακτήσει, στο να μπορεί να σκεφτεί πέραν του προφανούς, αυτού δηλ. που του παρουσιάζεται μπροστά του. Αδυνατεί να σκεφτεί με συμβολικό τρόπο-πέραν της προφανούς πραγματικότητας- δεν διαθέτει δηλ., τις λεγόμενες επίσημες ή τυπικές ενέργειες (formal operations). Αυτές είναι, που επιτρέπουν στο άτομο να σκέπτεται με πιθανότητες και ενδεχόμενα που υπερβαίνουν την πραγματικότητα. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η πλειο-ψηφία των ανθρώπων, δεν αναπτύσσει πλήρως τις ενέργειες αυτές, με αποτέλεσμα, να διαφαίνεται μια παράξενη ηθική ισότητα μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων. Σε ό,τι αφορά τώρα το πρωταρχικό ηθικό ένστικτο, ο Kohlberg από την πλευρά

12. Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον γι’ αυτές τις θεωρίες, προκύπτει απ’ τη σημασία που του αποδίδουν κορυφαίοι θεωρητικοί, όπως ο Joe Coleman, «Answering Susan: Liberalism, Civic Edu ucation, and the Status of Younger Persons», in David Archard and Colin Macleod (ed.), The Moral and Political Status of Children (Oxford: Oxford University Press, 2005), σελ. 170-173και ειδικά σελ. 171, όπου γίνεται παραπομπή και στο έργο του Rawls, Βλ. Jοhn Rawls, A Theory of Justice, 1971: 453-79, δεδομένου ότι ο τελευταίος αναφέρεται στον ^^berg και τον Piaget, εξετάζοντας την προβληματική ενός δίκαιου συνταγματικού πολιτεύματος στο οποίο σε ένα φιλελεύθερο κράτος, οι πολίτες πρέπει να δώσουν την ελεύθερη συγκατάθεσή τους. Εφόσον, σύμφωνα με τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας δημιουργούμε ανθρώπους ικανούς να είναι φορείς ηθικών συναισθημάτων, πως μπορούμε να μιλάμε για φιλελεύθερο κράτος; Η απάντηση των φιλελευθέρων θα μπορούσε να είναι, ότι όλοι είναι ικανοί να είναι πολίτες και θα μπορούσαν να προΒλεφθούν κάποια test Βεβαίων σης της ικανότητας να θεωρείται κάποιος πολίτης (citizenship-capacity tests) τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν καταχρηστικά τη στιγμή που κάποιοι αξιωματούχοι θα αποφάσιζαν ποιος είναι ικανός να είναι πολίτης και ποιος όχι. Και πάλι όμως αυτή η απάντηση δεν είναι σωστή, γιατί δεν αναγνωρίζει ότι η επιμέλεια είναι υποχρέωση όχι πλεονέκτημα. Το να αποτυγχάνει κάποιος στα πατρικά του καθήκοντα προς το παιδί του, είναι εξίσου άδικο, με το να συμπεριφέρεται κάποιος πατερναλιστικά σε κάποιον ενήλικα. Και τα δύο αυτά πρόσωπα είναι υποκείμενα δικαιοσύνης, αλλά στο κάθε ένα από αυτά, αυτή οφείλεται με διαφορετικό τρόπο. Η δικαιοσύνη απαιτεί, οι φιλελεύθεροι να επιτρέψουν στον ενήλικα να λειτουργεί αυτόνομα. Αντίθετα η ίδια η δικαιοσύνη, απαιτεί οι φιλελεύθεροι να μην επιτρέψουν στο παιδί την ίδια ελευθερία, Βλ. Rawls, Θεωρία της Δικαιοσύνης, 1971:209, 504-12, παραπομπή από Coleman, ό.π. υποσημ. 12, Αnswen'ng Susan κ.λπ., σελ. 172. Οδηγούμεθα αναγκαστικά στο συμπέρασμα, ότι η ανάγκη της αυτονομίας επιτάσσει να μεταχειριζόμε-θα με τον ίδιο τρόπο το παιδί με τον ενήλικα σε θέματα πολιτικής εκπαίδευσης. Συνεπώς, το πιο πάνω test αποτυγχάνει.

9

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

του, ισχυρίζεται ότι η ηθική ανάπτυξη περνάει τρία στάδια, τα οποία είναι περίπου τα ίδια με τις τρεις ηθικές του Rawls: το προσυμΒατικό, το συμΒατικό και το μετασυμΒατικό. Στο πρώτο, οι άνθρωποι δεν αντιλαμΒάνονται πραγματικά τους κανόνες. Τα άτομα θεωρούν τους νόμους και τις ηθικές επιταγές σαν εξωτερικά κίνητρα τα οποία τους επιΒάλλονται από τους άλλους. Η συμΒατική ηθική αντίληψη, σημαίνει ότι τα άτομα αποδέχονται τους νόμους γιατί είναι οι νόμοι της κοινότητας ή του έθνους με το οποίο ταυτίζονται. Τέλος, η μετασυμΒατική ηθική σκέψη αντανακλά την ανάπτυξη αυτόνομου ηθικού στοχασμού και σημαίνει την ικανότητα του ίδιου του ατόμου να αντιλαμΒάνεται τις γενικότερες αρχές απ’ τις οποίες απορρέουν οι κανόνες. Η μετασυμΒατική ηθική αιτιολόγηση, αντιστοιχεί στην χρησιμοποιούμενη από τον Rawls έννοια της δικαιοσύνης.

Σε ό,τι αφορά την παράγωγη ηθική δύναμη (εννοώντας μ’ αυτήν τη δυνατότητα του ανθρώπου να μπορεί να ζει τη δική του ζωή και όχι τη ζωή που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτόν), η ψυχολογική έρευνα των Ericson και Marcia, περιγράφει τέσσερις καταστάσεις ταυτότητας: της διάσπαρτης ταυτότητας, της προ ή πρώιμης ταυτότητας, της ταυτότητας κρίσης και της τελικής ταυτότητας (αυτής που επιτυγχάνεται τελικά). Η πρώτη κατάσταση αναφέρεται σε άτομα τα οποία δεν ασχολούνται με την ταυτότητά τους. Δεν έχουν ισχυρούς δεσμούς, ούτε και ψάχνουν να Βρουν τέτοιους. Η δεύτερη, αναφέρεται σε άτομα που έχουν εσωτερι-κοποιήσει χωρίς σκέψη ταυτότητες που τους έχουν δοθεί από τους γονείς τους, ή από άλλα άτομα της κοινωνίας που ζουν. Η τρίτη σημαίνει, ότι το άτομο δεν έχει ισχυρούς δεσμούς αλλά ψάχνει ενεργητικά να Βρει. Η τέταρτη τέλος σημαίνει, ότι το άτομο έχει ξεπεράσει πλέον την ταυτότητα κρίσης και έχει δική του ταυτότητα. Η απόκτηση τέτοιας ταυτότητας, προϋποθέτει στην πραγματικότητα την ταυτότητα του ατόμου για επίσημες ενέργειες, όπως αυτές ορίστηκαν πιο πάνω, ικανότητα η οποία είναι σπάνια. Έτσι, αν θελήσουμε να δούμε το διαχωρισμό ενήλικα-παιδιού απ’ την σκοπιά των φιλελευθέρων, Βλέπουμε ότι ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι στην πραγματικότητα καθόλου εύκολος, απ’ στιγμή που ο ενήλικας δεν πείθει ότι διαθέτει το προπεριγραφέν επίπεδο ωριμότητας. Απ’ την άλλη πλευρά, απ’ τη σκοπιά των πολιτικών φιλελεύθερων τα πράγματα είναι πιο απλά, γιατί αυτοί δεν Βάζουν τόσο ψηλά τον πήχη. Για τους τελευταίους, η ικανότητα να έχει κάποιος τη δική του ζωή δεν εξαρτάται από το εάν έχει αποκτήσει ή όχι κάποια δική του ταυτότητα, αλλά από το εάν έχει απλά την ικανότητα να ενεργεί έχοντας τις δικές του αξίες, σκοπούς και πεποιθήσεις, για το πώς πρέπει να ζήσει τη ζωή του. Έτσι όμως και οι δύο κατηγορίες φιλελευθέρων, έρχονται σε αντίθεση με τα πορίσματα της ψυχολογίας, αφού σύμφωνα με τα τελευταία, ο κύριος σκοπός της ενηλικίωσης είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. 0 σκοπός αυτός όμως δεν έχει νόημα, απ’ τη στιγμή που ο ενήλικος είναι ανίκανος να τον πετύ-χει. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τους πολιτικά φιλελεύθερους, ο στόχος είναι η απλή ανάπτυξη ικανότητας για απόκτηση ταυτότητας, στόχος που φυσικά δεν πληροί τις απαιτήσεις της εξελικτικής ψυχολογίας. Έτσι, ούτε ο ενήλικος,

10

Εισαγωγή

ούτε ο ανήλικος, καταφέρνουν να αποκτήσουν την ταυτότητα εκείνη, που αντα-ποκρίνεται στον αυτόνομο εαυτό που απαιτείται απ’ την αντίληψη του αγαθού.

Είναι γεγονός, ότι από την πλευρά των φιλελευθέρων έχουν αναπτυχθεί ενδιαφέρουσες θέσεις σχετικά με την πηγή των δικαιωμάτων, αφού αυτή Βρίσκει ένα έρεισμα στη λογική ικανότητα του ατόμου. Η ικανότητα αυτή, ή η απαίτηση να τη διαθέτει κάποιος προκειμένου να ανακηρυχθεί φορέας δικαιώματος, δημιουργεί στην περίπτωση των παιδιών το πρόΒλημα του ότι αν τους αρνηθούμε την ύπαρξη δικαιωμάτων επειδή τους λείπει αυτή η ικανότητα, δεν θα τους απονείμουμε δικαιώματα ούτε όταν ενηλικιωθούν, αφού δεν μπορεί να έχει δικαιώματα ο ενήλικος που προκύπτει από το μεγάλωμα ενός παιδιού που δεν του αναγνωρίζονται δικαιώματα. Άρα, κάποια δικαιώματα πρέπει να αναγνωρίζονται στα παιδιά, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκησή τους δεν πρόκειται να Βλάψει τη λογική τους ικανότητα, η οποία τους λείπει σήμερα που είναι παιδιά σε πλήρη Βαθμό, θα την αποκτήσουν όμως ως ενήλικοι.

Η προΒληματική γύρω από τα όποια δικαιώματα έχουν ή θα έπρεπε να έχουν τα παιδιά, ξεκινά στην πραγματικότητα απ’ το γεγονός, ότι δεν έχουμε έναν ορισμό του δικαιώματος τέτοιον, που να μπορούμε να χρησιμοποιούμε σε κάθε περίπτωση που θα έχουμε την αμφίΒολία για το αν θα πρέπει να αποδώσουμε σε μια δράση συγκεκριμένου ατόμου αυτό το χαρακτηρισμό. Τέτοιον ορισμό δεν δίνει άλλωστε ούτε ο Hohfeld, στην κλασική τετραμερή διάκριση που επιχειρεί13 μεταξύ εν στενή εννοία δικαιωμάτων ή αιτημάτων (claim rights), προνομίων (liberty rights,

13. Hohfeld Wesley N., Fundamental Legal Conceptions as applied in judicial reasoning (New Haven, CT: Yale University Press, 1923, προτεινόμενη παραπομπή: Hohfeld Wesley N., Fundamental Legal Conceptions as applied in judicial reasoning (1917), Faculty of Scholarship Series. Paper 4378 http:// digital commons.law.yale.edu/fss papers/4378). Είναι αξ^ οσημείωτη η προβληματική, γύρω από το κατά πόσο η ανάλυση του Hohfeld καταλήγει σε αλήθειες σχετικά με τα δικαιώματα, δηλ. κατά πόσον η εννοιολογική περιγραφή των διαφόρων νόμιμων τίτλων στους οποίους τα αναλύει (εξουσία, ασυλία, αίτημα και πλεονέκτημα), αντανακλά αναγκαστικές αλήθειες για τις τυπικές τους ιδιότητες. Για το θέμα Βλ. Sean Coyle, «Are there any necessary truths about rights?», Canadian Journal of Law and Jurisprudence 15 (2002), σελ.21 -49, o οποίος καταλήγει ότι η χρήση της κατηγοριοτ ποίησης του Hohfeld είναι δυνατή σε όλες τις περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση όμως της εξειδίκευσης. Η εξειδίκευση συνίσταται στο να καταδείξουμε τι κάνει το δικαίωμα στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε ποιό συμφέρον, σχέδιο, ή επιλογή κάποιου αναφέρεται. Αφη-ρημένη έτσι συζήτηση για την ελευθερία του λόγου, δεν απαντά σε θέματα, όπως πότε το συγκεκριμένο δικαίωμα γίνεται εξαναγκαστό σε περίπτωση παραβίασής του, ποιες μορφές λόγου καλύπτει, όπως και το ποσοστό ελευθερίας που απονέμει από τυχόν ανάμειξή του με άλλα δικαιώματα. Σ’ αυτά απαντά η αναφορά στο συγκεκριμένο δικαίωμα, οπότε προσδιορίζεται η φύση του δικαιώματος, το είδος και ο υπόχρεος. Με Βάση αυτή τη θεώρηση, η Hohfelδιανή ανάλυση ασχολείται μόνο με τις συνέπειες της απόδοσης δικαιωμάτων σε συγκεκριμένα πρόσωπα, χωρίς όμως να μας λέει κάτι ουσιαστικό σχετικά με τη φύση των δικαιωμάτων^ είναι τα δικαιώματα). Κατά την ίδια τέλος ανάλυση, η ανάλυση του Hohfeld αποκαλύπτει τα Βαθύτερα διαρθρωτικά θεμέλια όχι μόνο των νομικών δικαιωμάτων, αλλά και όλων των πιθανών εμφανίσεών τους στον ηθικό και πολιτικό διάλογο. Στον τελευταίο,

11

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

privileges), εξουσιών (powers, abilities) και ασυλιών (immunities). Όπως χαρακτηριστικά λέγεται14, η ανάλυσή του είναι καθαρά διανοητική και εννοιοκρατική. Έτσι, δεν υπόκειται σε εμπειρικό ή ηθικό αντίλογο. Αλλά και σ’ αυτό ακόμα το επίπεδο όπως παρατηρείται15, η θεωρία του αφήνει Βασικές της έννοιες αδιευκρίνιστες. Όταν για παράδειγμα, όπως πιστεύει ο Hohfeld λέμε ότι ο Α έχει ένα αίτημα κατά του Β, εννοούμε ότι ο Β οφείλει κάτι στον Α, ότι έχει δηλ. την υποχρέωση να πράξει ή να παραλείψει να πράξει σχετικά. 0 Hohfeld αφήνει όμως αδιευκρίνιστο πως μια υποχρέωση που οφείλεται σε κάποιον ας πούμε Α, για παράδειγμα η υποχρέωση του να μην καταπατήσουμε τη γη του, διαφέρει από μια υποχρέωση που απλώς τον αφορά, για παράδειγμα την υποχρέωση να μην καταστρέψουμε ένα έργο τέχνης που δεν του ανήκει. Η τελευταία είναι προφανώς μία υποχρέωση που δεν οφείλεται στον καθένα.

Τα Hohfelδιανά δικαιώματα-υποχρεώσεις, είναι απευθυντέα ή σχετικά εν πάσει περιπτώσει και έτσι, είναι απαραίτητο προκειμένου να τα ορίσει κανείς, να εξηγήσει τι σημαίνει να οφείλεται ένα δικαίωμα σε κάποιον, ή κάποιος να έχει ένα δικαίωμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αφήνεται τρόπον τινά ελεύθερος χώρος να παρεισφρήσουν οι δύο Βασικές για τον προσδιορισμό της έννοιας του δικαιώματος θεωρίες, δηλ. η θεωρία της Βουλήσεως και η θεωρία του συμφέροντος, για τις οποίες θα γίνει λόγος πιο κάτω.

Πέρα όμως από τις θεωρίες αυτές, οι οποίες παρουσιάζουν -ας μας επιτραπεί η έκφραση- ένα τεχνικό κυρίως ενδιαφέρον, αφού μάλλον επικεντρώνονται στην περιγραφή του προΒλήματος παρά στη λύση του, η έννοια του δικαιώματος είναι αυτόνομη, μόνη και γεννιέται μαζί με το πρόσωπο. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται η παρούσα θέση και γύρω απ’ αυτό θα περιστραφεί στα επόμενα κεφάλαια. Τι ακριΒώς σημαίνει αυτός ο ισχυρισμός; Σημαίνει ότι το πρόσωπο κατοχυρώνει απ’ τη στιγμή της έναρξης της ύπαρξής του την απαίτηση για το απαραΒίαστό του. Η απαίτηση αυτή ανάγεται σε αναζήτηση του ίδιου του νοήματος της ζωής16, αφού δημιουργεί την υποχρέωση να πάρουμε θέση, σχετικά με ό,τι θεωρούμε ότι έχει εγγενή αξία στη ζωή μας και άρα είναι από μόνο του άξιο προστασίας, ασχέτως του εάν η προστασία αυτή συνδέεται ή όχι με τη λειτουργική του χρησι

απλά εμφανίζονται ως μη εξαναγκαστές erga omnes υποχρεώσεις και όχι πλέον ως καθήέ κοντα. Στο θέμα θα επανέλθουμε ξανά σε επόμενο κεφάλαιο της παρούσας.

14.    Alon Harel, «Theories of Rights», in Martin P. Golding& William Edmundson, eds., The Blackwell Guide to the Philosophy of Law and Legal Theory (Oxford: Backwell Publishing, 2003), σελ. 193.

15.    Alon Harel, «Theories of Rights», σελ. 193.

16.    Ronald Dworkin, H Επικράτεια της ζωής (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη 2013), σελ. 118 επ., μετάφραση Φίλιππου Βασιλόγιαννη.

12

Εισαγωγή

μότητα17. Μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε -όπως κάνει ο Dworkin18- ανάμεσα σε κάτι που είναι υποκειμενικά πολύτιμο σ’ αυτούς που το αναζητούν, όπως είναι ένα σκωτσέζικο ουίσκι, ή η παρακολούθηση ποδοσφαίρου για κάποιους και σ’ αυτό που η αξία του, είναι ανεξάρτητη απ’ αυτό που τυχαίνει να απολαμβάνουν τα άτομα.

Στην περίπτωση του αγαθού της ζωής, διακρίνουμε ανάμεσα στην προσωπική και την υποκειμενική αξία που έχει η ζωή για ένα πρόσωπο και στην εγγενή αξία της ίδιας της ζωής, αυτό που την κάνει ιερή και κατά συνέπεια απαραβίαστη. Η ιερότητα αυτή ή το απαραβίαστο, δεν είναι σχεσιακό, δεν έχει να κάνει με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου αγαθού, κατά πόσο δηλ. η ζωή του Da Vinci έχει αξία γιατί τα αριστουργήματά του αποτελούν αιώνια παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα, αλλά γενετικό. Δεν είναι ό,τι συμβολίζει ή συνυφαίνεται με την αξία που έχουν τα έργα του καλλιτέχνη, αλλά, με το πώς δημιουργήθηκε αυτό το οποίο προστατεύουμε. Στην περίπτωση ειδικότερα της ανθρώπινης ζωής, η ιερότητα αυτή εμφανίζεται με διττή μορφή, επειδή αξιολογούμε ως σημαντικό να επιβιώσουμε, όχι μόνο βιολογικά, αλλά και πολιτισμικά, ότι δηλ. το είδος μας δεν ζει απλά, αλλά ευδοκιμεί. Περαιτέρω, το ενδιαφέρον μας για τις επερχόμενες γενεές και όχι απλά για τους απογόνους μας, το ότι ενδιαφερόμαστε να τους παραδώσουμε ένα κόσμο κατάλληλο για ενοίκηση, δεν αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά εδράζεται στη διαίσθησή μας, ότι η ανθρώπινη ευημερία, καθώς και η επιβίωση της ανθρωπότητας, έχουν ιερή σημασία19. Η ιερότητα αυτή είναι απόρροια της διαισθητικής μας πεποιθήσεως ότι αποτελούμε ευφάνταστα δημιουργήματα μιας εμπνευσμένης ιδιοφυίας και ότι η ματαίωση της ύπαρξής μας έχει μια ιδιαίτερη απαξία. Θεωρούμε ότι αποτελεί όνειδος για τα ανθρώπινα όντα, να καταστραφεί ό,τι δημιουργήθηκε μετά από αιώνες φυσικής εξελικτικής επιλογής, επειδή, κατά κάποιο ενορατικό τρόπο, αποτελεί πράγματι όνειδος, κάτι εγγενώς κακό. Σ’ αυτό το μήκος κύματος ανήκει η αναφορά του Dworkin20, στον αυστριακό φιλόσοφο του 19ου αιώνα Joseph Popper- Lynkeus, σύμφωνα με τον οποίο ο θάνατος οιουδήποτε ανθρώπινου όντος, πέρα από τις περιπτώσεις της αυτοκτονίας και της ανθρωποκτονίας, αποτελεί το μακράν σπουδαιότερο συμβάν από οποιοδήποτε πολιτικό, θρησκευτικό ή εθνικό γεγονός, καθώς και από το συνολικό άθροισμα των επιστημονικών, καλλιτεχνικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων των ανθρώπων όλου του κόσμου και όλων των εποχών. Συνεπώς, η ζωή

17.    Είναι χαρακτηριστική η σχετική διάκριση στην οποία προβαίνει ο Dworkin, ό.π., σελ. 115, όπου παρατίθεται η θέση του Hume, απ’ την οποία αρχίζει η όλη προβληματική, σύμφωρ να με την οποία τα αντικείμενα ή τα συμβάντα αποκτούν αξία μόνο όταν και επειδή υπηρετούν τα συμφέροντα κάποιου προσώπου ή πράγματος, οπότε τίποτε δεν έχει αξία, εκτός αν κάποιος επιθυμεί ή τυχαίνει να συμβάλλει στην απόκτηση του πράγματος που επιθυμεί.

18.    Ronald Dworkin, Η Επικράτεια της ζωής, σελ. 118.

19.    ο ίδιος, ό.π., σελ. 126-127.

20.    Ο ίδιος, ό.π., σελ. 131.

13

Δικαιώματα παιδιών στην έννομη τάξη

ενός μόνο ανθρώπινου οργανισμού αξιώνει σεΒασμό και προστασία ανεξαρτήτως της μορφής ή του σχήματός του, τόσο Λόγω των περίπλοκων δημιουργικών επενδύσεων που αναπαριστά, όσο και του θαυμασμού μας, προς τις θεϊκές ή εξελικτικές διεργασίες που δημιουργούν νέες ζωές από προηγούμενες, προς τις διεργασίες ενός έθνους, μιας κοινότητας και μιας γλώσσας, μέσω των οποίων ένα ανθρώπινο ον αφομοιώνει και διαιωνίζει εκατοντάδες γενεές πολιτισμών, τρόπων ζωής και αξιών. Περαιτέρω, το δικαίωμά μας στο απαραΒίαστο του προσώπου μας προκύπτει ανάγλυφο την ώρα όχι της απώλειας, αλλά της ματαίωσης της ανθρώπινης ζωής, σύμφωνα με τον όρο που επιλέγει ο Dworkin.21 Ο τελευταίος όρος έχει την έννοια, ότι ενώ με την απλή απώλεια εστιάζουμε αποκλειστικά στις μελλοντικές δυνατότητες που στερείται ο θανών, η ματαίωση συλλαμΒάνει ότι ο τερματισμός της ζωής αναφέρεται και σ’ αυτό που έχει ήδη συντελεστεί κατά το παρελθόν. Έτσι, ο Βαθμός αυτού του κακού -το πόσο μεγάλη είναι η ματαίωση- εξαρτάται από το στάδιο της ζωής στο οποίο αυτό συμΒαίνει, διότι η ματαίωση είναι Βαρύτερη, αν ΛαμΒάνει χώρα ύστερα, παρά πριν από το σημείο που το πρόσωπο έχει πραγματοποιήσει σημαντικές προσωπικές επεμΒάσεις στη ζωή του και σχετικά ελαφρύτερη, αν επέρχεται αφ’ ότου οι οποιεσδήποτε επενδύσεις έχουν ουσιαστικά εκπληρωθεί -έστω κατά το δυνατόν.

Μετά απ’ αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα γεννιέται απ’ τη στιγμή που το άτομο υπάρχει ως πρόσωπο (αν όχι νωρίτερα) και αυτό ανεξαρτήτως του όποιου συμφέροντος μπορεί να έχει ο δικαιούχος ενός τέτοιου δικαιώματος. Αυτή η αποδοχή, οδηγεί περαιτέρω στην αναγκαστική τοποθέτηση, του ότι το δικαίωμα όπως μόλις το ορίσαμε, αποτελεί στοιχείο της Βούλησης του προσώπου. Στην περίπτωση των παιδιών, πρέπει να απαντηθεί ποιος προσδιορίζει αυτή τη Βούληση, το ίδιο το παιδί ή ο ενήλικος και αν είναι ο δεύτερος και όχι το πρώτο, έχει τελικά ο ενήλικος το τεκμήριο γνώσης για να παίρνει αποφάσεις για τον ανήλικο, οπότε η περίπτωση των παιδιών αποτελεί την απόλυτη εφαρμογή του δόγματος του πατερναλισμού, την ίδια την εμφύτευση αυτής της φιλοσοφικής θέσης στην καθημερινότητα;22

To ερώτημα θα απαντηθεί αναγκαστικά ΛαμΒανομένων υπόψιν των τριών παραμέτρων των δικαιωμάτων, που ερίζουν γύρω από την τοποθέτηση του εάν εδώ Βρισκόμαστε ενώπιον γνησίων δικαιωμάτων ή όχι; Ποια είναι αυτά; Στην πραγματικότητα, το ουσιώδες που ορίζει το κάθε πρόσωπο, αυτό το αναφαίρετο που σε κάθε στιγμή του Βίου του (και όχι μόνο της Βιολογικής ζωής του) παρουσιάζεται ενώπιον οιουδήποτε θελήσει να διεκδικήσει κάτι απ’ αυτόν, παρουσιάζεται πολύ πιο έντονα τη στιγμή του θανάτου του, αφού όταν κάποιος πρόκειται να εγκα

21.    Ο ίδιος, ο.π., σελ. 139-140.

22.    Robert Noggle, «Special Agents: Children’s Autonomy and Parental Authority», in David Archard and Colin Macleod (ed.), The Moral and Political Status of Children (Oxford: Oxford University Press 2005), σελ. 97 επ.

14

Εισαγωγή

ταλείψει τα επίγεια, να τερματιστεί ως πρόσωπο, τότε αυτό που είναι ουσιώδες ψεύγει τελευταίο ή μένει σαν «παράδοση» στους επιγόνους. Αυτό το κάτι είναι η αναφαίρετη ουσία του προσώπου, η Βάση κάθε δικαιώματός του. Η ουσία αυτή, δεν μπορεί παρά να περιλαμΒάνει το δικαίωμα στην αυτονομία του, αψού χωρίς αυτήν δεν ξέρουμε ποιο ήταν τελικά το πρόσωπο που έζησε, πότε και γιατί. Είναι προψανής η δυστοκία, αν όχι το άλυτο, στην επίλυση των προΒλημάτων που η έννοια αυτή δημιουργεί στην περίπτωση της ευθανασίας. Όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να επιτραπεί στους διανοητικά ικανούς ασθενείς να καθορίζουν το θάνατό τους, με την εκούσια συνδρομή των ιατρών, εψ’ όσον το επιθυμούν, επικαλούνται συχνά την αρχή της αυτονομίας. Ισχυρίζονται, ότι πρέπει να είναι επιτρεπτή η επιλογή του θανάτου, διότι είναι κρίσιμη για το δικαίωμα των ανθρώπων να λαμΒάνουν τα ίδια τις θεμελιώδεις αποφάσεις που τα αψορούν, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποψάσεις τους δεν είναι καταψανώς παράλογες. Φυσικά, υπάρχει σ’ αυτό και ο αντίλογος, αψού την ίδια έννοια επικαλούνται και οι πολέμιοι της ευθανασίας: εκψράζουν το ψόΒο, ότι αν η ευθανασία νομιμοποιηθεί, τότε θα θανατωθούν πολλοί, που θα ήθελαν στην πραγματικότητα να μείνουν στη ζωή.23

Επίσης, αυτή η ουσία δεν είναι δυνατόν να μην περιλαμΒάνει το δικαίωμα του ατόμου στην αξιοπρέπεια. Η τελευταία, είναι στενά συνδεδεμένη με την ακεραιότητα του προσώπου, αψού προϋποθέτει εξ ορισμού την ύπαρξη αυτοσεΒασμού: θεωρούμε ότι όποιος παρεκκλίνει από το χαρακτήρα του, με σκοπό το κέρδος ή την αποψυγή αντιξοοτήτων, υστερεί σε αυτοσεΒασμό και δεν έχει αξιοπρέπεια. Εξάλλου, η ακεραιότητα είναι απόρροια του ότι τα άτομα δεν θεωρούν σημαντικό απλώς να έχει η ζωή τους, ως περιεχόμενο, μια ποικιλία ορθών εμπειριών, κατορθωμάτων και σχέσεων, αλλά να είναι με τέτοιον τρόπο αρθρωμένη, ώστε το ίδιο το περιεχόμενό της να αποτελεί αντικείμενο συνεκτικών επιλογών -για κάποιους να αποκαλύπτει σταθερές, προσδιοριστικές του ίδιου του εαυτού δεσμεύσεις σε ένα όραμα χαρακτήρα ή κατορθώματος, που ο Βίος ως όλον θεωρούμενος, ως ένα ακέραιο δημιουργικό αψήγημα, πραγματώνει και εκψράζει24. ΒεΒαίως, το ιδανικό της ακεραιότητας, δεν προσδιορίζει αψ’ εαυτού έναν τρόπο ζωής: προϋποθέτει ουσιαστικές πεποιθήσεις. Όσοι θεωρούν ότι ο Βίος τους υπήρξε εσψαλμένος, δεν θα παρηγορηθούν αν διαπιστώσουν ότι απλώς Βασίστηκε σε ένα μόνο σψάλμα. Εν τούτοις, η ακεραιότητα έχει Βαρύνουσα αυτοτελή σημασία για το Βίο, όπως και για την τέχνη και την επιστήμη. Θαυμάζουμε το πρόσωπο που ακολουθεί τη δική του οδό, ακόμα και αν αυτή διαψέρει κατά πολύ από τη δική μας.

Αν τώρα τα δύο (αυτονομία-αξιοπρέπεια) δεν είναι τελικά εκψάνσεις ενός και του αυτού δικαιώματος, σίγουρα συνυπάρχουν ή το ένα προϋποθέτει το άλλο. Τι συμΒαίνει όμως, όταν αυτά δεν μπορούν να ασκηθούν πλήρως, ή τουλάχιστον

23.    Ronald Dworkin, H Επικράτεια της ζωής, σελ. 275.

24.    Ο ίδιος, ό.π., σελ. 295.

15

Back to Top