Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 8.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 19,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18577
Διβάνη Χ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 160
  • ISBN: 978-960-654-682-2

Το βιβλίο «Η Ιστορία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» αναδεικνύει, για πρώτη φορά στα εκδοτικά χρονικά, τον ρόλο του Σώματος από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα, ως προστάτη των οικονομικών του κράτους και αρωγό στην προσπάθεια εγκαθίδρυσης και λειτουργίας ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Η συγγραφέας Χριστίνα Διβάνη, με την καταγραφή της ιστορίας του ΝΣΚ μας αποκαλύπτει πτυχές του δημόσιου, πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού βίου της χώρας, στοιχεία χρήσιμα και στον μελλοντικό μελετητή του χώρου της Ελληνικής Δικαιοσύνης και Οικονομίας . Κύριο αντικείμενο του έργου αποτελεί η περιγραφή της λειτουργίας, αλλά και των αρμοδιοτήτων του ΝΣΚ, όπως των διεθνών (ιδίως μετά και την ψήφιση του νέου Οργανισμού του ΝΣΚ, Ν 4831/2021). Μέσα από το χρονολόγιο παρουσιάζονται οι εξελίξεις, κυρίως νομοθετικές, που επηρέασαν και συνέβαλαν διαχρονικά στη διαμόρφωση του σημερινού ΝΣΚ. Στο χρονολόγιο αυτό παρεμβάλλονται και κομβικά ιστορικά γεγονότα (κυρίως στον χώρο της πολιτικής, της δικαιοσύνης και της οικονομίας της χώρας) που επηρέασαν και το ΝΣΚ, το οποίο άλλωστε συνέβαλε και το ίδιο στη διαμόρφωση των εξελίξεων στους τομείς αυτούς. Σε κάθε κεφάλαιο προηγείται ένα μικρό ιστορικό πλαίσιο με επιγραμματικά στοιχεία για την κατάσταση κάθε περιόδου στον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας και της δικαιοσύνης. Επίσης, η συγγραφέας μνημονεύει όλους αυτούς που υπηρέτησαν στο ΝΣΚ τόσο σαν λειτουργοί όλων των βαθμών όσο και σαν διοικητικοί υπάλληλοι. Το βιβλίο αποτελεί χρήσιμη ιστορική πηγή, ώστε να καταστεί γνωστός ο θεσμός και η δράση του ΝΣΚ.

Πρόλογος........................................................................................................VII

Σημείωμα συγγραφέα......................................................................................IX

Χρονολόγιο......................................................................................................XI

Α. Προϊστορία

(ή Η κατάσταση πριν την ίδρυση του Νομικού Συμβουλίου).................................1

1.    Η κατάσταση στην Ελλάδα...............................................................................1

2.    Η κατάσταση στις χώρες της Ευρώπης..............................................................2

Β. Ιστορία

Ι. Περίοδος από το 1835 έως το 1882 (περίοδος των πειραματισμών).............4

1.    Το ιστορικό πλαίσιο........................................................................................4

2.    Δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου.

Οι πρώτες νομοθετικές προσπάθειες................................................................6

i)    Ο Υπουργός Οικονομικών νόμιμος εκπρόσωπος του Δημοσίου.........................6

ii)    Ο πρώτος πληρεξούσιος του Δημοσίου..........................................................6

3.    Γνωμοδοτική Επιτροπή «επί των δικών του Δημοσίου»....................................7

4.    Οι πρώτοι Δικηγόροι «με πάγια αντιμισθία»....................................................9

5.    Ειδικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο......................................................................9

6.    Δικαστικός Σύμβουλος...................................................................................10

7.    Ειδικός Δικαστικός Αντιπρόσωπος στην Εφορία..............................................13

II. Περίοδος από το 1882 έως το 1940

(περίοδος σύστασης και αρχικής εδραίωσης του ΝΣΚ)..............................13

1.    O Ν ΑΚΑ' (1021) «Περί Νομικών Συμβούλων» ...............................................13

2.    Το Νομικό Συμβούλιο σαν Διοικητικό Δικαστήριο...........................................22

3.    Οι Νομικοί Σύμβουλοι μετά τον Μ.Ταταράκη...................................................23

4.    Ο Ν ΒΧΜΓ' (2643) της 21ης Ιουλίου 1899.......................................................24

5.    Η κατάσταση της δικαιοσύνης στα τέλη του 19ου αιώνα .................................27

XXIII

Περιεχόμενα

6.    Φύση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων..................................................29

7.    Άλλα σημαντικά νομοθετήματα μετά τον ΑΚΑ /1882........................................32

8.    Διατελέσαντες Πρόεδροι ΝΣΚ ........................................................................34

III.    Περίοδος από το 1940 έως το 1982 (περίοδος οργανικής

ολοκλήρωσης και τελικής διαμόρφωσης του ΝΣΚ)..................................36

1.    Η κατάσταση στην πολιτική και τη δικαιοσύνη κατά την περίοδο αυτή.............36

2.    Η πρώτη γυναίκα Δικαστική Αντιπρόσωπος στο Νομικό Συμβούλιο................37

3.    Το Νομικό Συμβούλιο παίρνει το όνομά του...................................................38

4.    Το ΝΣΚ ολοκληρώνεται .................................................................................39

5.    Ο «μακροβιότερος» Οργανισμός του ΝΣΚ (έτους 1961)

και οι τροποποιήσεις του...............................................................................41

6.    Υπηρετήσαντες κατά την περίοδο 1940 έως 1982 λειτουργοί...........................44

i)    Σαν Πρόεδροι..............................................................................................44

ii)    Σαν Αντιπρόεδροι ......................................................................................45

iii)    Σαν μέλη του κυρίου προσωπικού

(Νομικοί Σύμβουλοι-Πάρεδροι-Δικαστικοί Αντιπρόσωποι).............................45

7.    Ενωση μελών κυρίου προσωπικού του ΝΣΚ....................................................48

IV.    Περίοδος από το 1982 έως το 1990

(περίοδος προσωρινής κατάργησης του ΝΣΚ)...........................................48

1.    Κατάργηση και μετονομασία..........................................................................49

2.    Οργάνωση των «Νομικών Υπηρεσιών της Διοίκησης».....................................49

3.    Η αντίδραση του Σώματος..............................................................................51

4.    H πρώτη Τράπεζα νομικών Πληροφοριών γεννιέται στο ΝΣΚ...........................55

5.    Υπηρετήσαντες κατά την περίοδο 1982 έως 1990 λειτουργοί...........................56

i)    Ως Συντονιστές (Πρόεδροι)............................................................................56

ii)    Ως Αναπληρωτές Συντονιστές.......................................................................56

iii)    Λειτουργοί του ΝΣΚ που επέτυχαν σε διαγωνισμό και διορίστηκαν

κατά την περίοδο από το 1982 έως 1990......................................................57

V.    Περίοδος από το 1990 έως 2020 (περίοδος ανασύστασης,

συνταγματικής κατοχύρωσης του ΝΣΚ).......................................................58

1.    Ο Ν 1884/1990 της ανασύστασης....................................................................58

2.    Επέκταση αρμοδιοτήτων................................................................................59

3.    Η πρώτη γυναίκα Νομικός Σύμβουλος...........................................................61

XXIV

Περιεχόμενα

4.    Νέος Οργανισμός μετά την επανασύσταση......................................................61

5.    Συνταγματική καθιέρωση...............................................................................62

6.    Ο νέος Οργανισμός μετά τη Συνταγματική καθιέρωση

και οι τροποποιήσει του...............................................................................63

7.    Συνέδρια - Επιστημονικές εκδηλώσει που διοργάνωσε το ΝΣΚ........................72

8.    Υπόθεση Βατοπεδίου.....................................................................................79

9.    Ονοματοδοσία αιθουσών της Κεντριά Υπηρεσίας του ΝΣΚ............................80

10.    Υπηρετήσαντες κατά την περίοδο 1990 έως 2020...........................................81

i)    Πρόεδροι οι:...............................................................................................81

ii)    Σαν Αντιπρόεδροι ......................................................................................81

iii)    Σαν Νομικοί Σύμβουλοι - Πάρεδροι - Δικαστικοί Αντιπρόσωποι......................82

11.    Η πρώτη γυναίκα Αντιπρόεδρος του ΝΣΚ......................................................89

12.    Ιδρυση Συλλόγου Διοικητικών Υπαλλήλων...................................................89

VI. Περίοδθ5 από το 2021.....«νέα ψηφιακή εποχή»!......................................90

1.    Ιστορικό πλαίσιο...........................................................................................90

2.    Προετοιμασία για την είσοδο του ΝΣΚ στην ψηφιακή εποχή............................92

3.    Η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του ΝΣΚ..............................................................92

4.    Ψηφιακός μετασχηματισμός για ένα καινοτόμο ΝΣΚ .......................................93

5.    Ο Ν 4831/2021 Οργανισμός της νέας ψηφιακής εποχής...................................96

6.    Γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Λειτουργία του ΝΣΚ ως συλλογικού οργάνου......105

i)    Χαρακτήρας της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας...............................................105

ii)    Διαδικασία υποβολής ερωτημάτων/έκδοσης γνωμοδότησης

(Άρθρο 8 του Οργανισμού)........................................................................106

7.    Υπηρετήσαντες κατά την περίοδο αυτή.........................................................109

i)    Πρόεδροι .................................................................................................109

ii)    Αντιπρόεδροι...........................................................................................109

iii)    Σαν Νομικοί Σύμβουλοι ...........................................................................109

iv)    Σαν Πάρεδροι..........................................................................................110

8.    Συνέδρια - Εκδηλώσεις.................................................................................111

9.    Διοικητική Οργάνωση Του ΝΣΚ....................................................................111

Γ. Διοικητικοί Υπάλληλοι

1.    Αφυπηρετήσαντες διοικητικοί υπάλληλοι του ΝΣΚ........................................114

2.    Υπηρετούντες κατά την 1.1.2021 διοικητικοί υπάλληλοι του ΝΣΚ...................118

XXV

Περιεχόμενα

Δ. Διεθνείς αρμοδιότητες του ΝΣΚ

Ι. Ο Πρόεδρος του ΝΣΚ AGENT ms Ελληνικής Κυβέρνησης..........................122

ΙΙ. Το ΝΣΚ στα Δικαστήρια της Ε.Ε. και της Αλλοδαπής.................................123

ΙΙΙ. Eκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔA.......................................................123

IV. Σχηματισμός Υποθέσεων δικαιοδοσίας Δικαστηρίων αλλοδαπής, Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης...............................................125

Ε. Λειτουργία Βιβλιοθήκης στην ΚΥ του ΝΣΚ............................................128

ΣΤ. Βιβλιογραφία..........................................................................................129

1

Α. Προϊστορία

ή η κατάσταση πριν την ίδρυση του Νομικού Συμβουλίου

1. Η κατάσταση στην Ελλάδα

Οι αγωνιώδεις προσπάθειες του πρώτου Κυβερνήτη της χώρας (Ιωάννη Καποδίστρια) για την ανόρθωση της οικονομίας και την οργάνωση της παιδείας και της δικαισύνης δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού τα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν τεράστια:. Η χώρα ήταν ερειπωμένη.Η οικονομία σε αποσύνθεση. Τα ταμεία του κράτους άδεια. Οι αγωνιστές ζητούσαν να πάρουν πίσω χρήματα που είχαν (ή δεν είχαν) ξοδέψει κατά την διάρκεια της επανάστασης και η χώρα είχε μόνο χρέη από δάνεια, για την απόκτηση των οποίων είχε υποθηκευτεί μεγάλο μέρος των εθνικών γαιών, πράγμα που εμπόδιζε την διανομή τους[3]. Διοικητική μηχανή, δικαιοσύνη, στρατός, νομοθεσία, εκπαίδευση, θεσμοί -που θεμελιώνουν ένα κράτος- ήταν ανύπαρκτοι και διαλυμένοι.

Αντιθέτως, από την μακρόχρονη περίοδο της τουρκοκρατίας, είχαν καθιερωθεί αντιλήψεις που αντιστρατεύονταν την οργάνωση ενός υγιούς κράτους. Η είσπραξη των φόρων και η απονομή δικαιοσύνης σε τοπικό επίπεδο ήταν στα χέρια των προκρίτων που δεν ήταν πρόθυμοι να παραιτηθούν από τις εξουσίες τους. Το κράτος ήταν ταυτισμένο στα μάτια των πολιτών με τον Σουλτάνο και οι πολίτες ήταν ψυχολογικά, στα οικονομικά ζητήματα, «απέναντι» στο Κράτος (που το θεωρούσαν διάδοχο του Οθωμανικού), στάση η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα! Η πληρωμή φόρων, που αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση Κράτους πρόνοιας (κατασκευή σχολείων, δρόμων, κοινωνικών και συνταξιοδοτικών παροχών κ.λπ.) εκλαμβανόταν από τους πολίτες σαν δυσβάστακτο «βάρος» με αποτέλεσμα να θεμελιωθεί τότε η επίσης μέχρι σήμερα υφιστάμενη τάση φοροδιαφυγής και παραοικονομίας[4].

Ηταν λοιπόν επείγουσα ανάγκη η υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου, δηλαδή της διαφυλάξεως της κρατικής περιουσίας, ακινήτου, κινητής και υπό μορφή απαιτήσεων. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός αποτελεσματικά έπρεπε να δημιουργηθεί ένα όργανο από εξειδικευμένους και άξιους νομομαθείς που θα καθοδηγεί την νομοθετική δράση και την δράση της διοικήσεως και θα βοηθά στην επίλυση των διαφορών του κράτους με τους ιδιώτες, που αυξάνονταν προοδευτικά με την πάροδο των ετών.

2

Τον ρόλο αυτό ανέλαβε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο (με τη μορφή που λειτουργεί σήμερα) είναι προϊόν μακράς εξέλιξης, κατά τη διάρκεια της οποίας διήλθε διάφορα στάδια μέχρι την τελική διαμόρφωσή του.[5]

Και ενώ οι υπόλοιποι θεσμοί στο χώρο της Δικαιοσύνης (Πρωτοδικεία, Εφετεία, Άρειος Πάγος, Οργανισμός των Δικαστηρίων, Ελεγκτικό Συνέδριο, Ποινικός νόμος, Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, Εμπορικός νόμος κ.λπ.) μεταφέρθηκαν, κατά την Οθωνική περίοδο (1833-1862) ιδίως όμως κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Οθωνα, αυτούσιοι από τη Βαυαρία ή από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (πολλές φορές μάλιστα παραγνωρίζοντας την ελληνική πραγματικότητα), ο θεσμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν μεταφέρθηκε από κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά πήρε την σημερινή μορφή λειτουργίας του σταδιακά με βήματα που γινόταν όταν κάθε φορά η ανάγκη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου επικρατούσε των αντίθετων ιδιοτελών δυνάμεων που αντιδρούσαν στη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.

2. Η κατάσταση στις χώρες της Ευρώπης

Στις έννομες τάξεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, που προέρχονται από την παράδοση του ρωμαϊκού δικαίου (Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Ισπανία) εξελίσσονται,την ίδια περίοδο «των πειραματισμών πριν την οριστική μορφή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους», σταδιακά, κλασσικά συστήματα για την δικαστική παράσταση και υπεράσπιση του κράτους.

Στη Γαλλία οι «Agent Judiciaire dy Tresor” στις δίκες ενώπιον των τακτικών Δικαστηρίων, oi “Commissaire du Government” στις διοικητικές δίκες, στη Γερμανία η Γενική Εισαγγελία κ.λπ.

Ιστορικός πρόγονος στην Ευρώπη, από οργανωτικής ιδίως πλευράς, του συστήματος της συγκροτημένης νομικής υπηρεσίας του κράτους είναι ο θεσμός του «Βασιλικού Δικηγόρου της Τοσκάνης» ο «Avocado Regio di Toscana” όπως εξελίχθηκε, που με έδρα τη Φλωρεντία, ιδρύθηκε στο Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης το 1777 από τον Μεγάλο Δούκα Λεοπόλδο (ο οποίος αργότερα αναδείχθηκε Αυτοκράτορας της Αυστρίας με το όνομα Λεοπόλδος Β΄). Στο όργανο αυτό -επικεφαλής ομάδας νομικών- ανατέθηκε η νομική συμπαράσταση και η εκπροσώπηση του Κράτους ενώπιον όλων των δικαστηρίων σε όλες τις υποθέσεις και επί πλέον τα γνωμοδοτικά και συμβουλευτικά καθήκοντα που αντιστοιχούν σήμερα σε Νομικό Σύμβουλο. Παρά την επιτυχή λειτουργία του, το σύστημα της Τοσκάνης δεν υιοθετήθηκε από τα λοιπά τότε κράτη της Ιταλικής χερσονήσου (πριν τη δημιουργία του Βασιλείου της Ιταλίας ως ενιαίου κράτους), άλλα εκ των οποίων εφάρμοζαν το σύστημα της Γαλλίας και άλλα το σύστημα της Αυστρίας.

Στο ενιαίο ιταλικό Κράτος ιδρύθηκε, με το νόμο 2781/28-11-1875 και το εκτελεστικό διάταγμα με αριθμό 2914 της 16-1-1876, δημόσια αρχή με την ονομασία «Regia Avvocatura Erariale”(Βασιλική Νομική Υπηρεσία της Δημόσιας περιουσίας), η οποία αποτελεί τη νομική

3

υπηρεσία του κράτους, συμβούλιο της κεντρικής δημοσίας διοικήσεως και ενιαία ανωτάτη κρατική αρχή, που υπάγεται στο Υπουργείο Θησαυροφυλακίου και στη συνέχεια το Υπουργείο Οικονομικών[6].

 

4

Β. Ιστορία

Η εξέλιξη της ιστορίας του ΝΣΚ μπορεί να διαχωριστεί στα πιο κάτω αναλυόμενα τέσσερα (4) στάδια. Για κάθε στάδιο αναγράφονται συνοπτικά τα πιο σημαντικά στοιχεία της πολιτικής, διοικητικής και οικονομικής πραγματικότητας της χώρας μας, και ιδίως αυτά που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη και την οικονομία, δηλαδή τους τομείς που βάσει της αλληλεπίδρασής τους άφησαν το αποτύπωμα στην ιστορία του ΝΣΚ.

Ι. Περίοδος από το 1835 έως το 1882 (περίοδος των πειραματισμών)

1. Το ιστορικό πλαίσιο

Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Οθωνα (υπό την εποπτεία του κόμη Αρμανσμπεργκ που ανέλαβε την αναδιάρθρωση των οικονομικών του νέου κράτους[7]) ο καθηγητής Μάουρερ έκανε πραγματικά «θαύματα» με την οργάνωση της δικαιοσύνης: Την περίοδο αυτή ιδρύονται 10 πρωτοδικεία στις έδρες των δέκα (10) νομών που πρωτοδημιουργήθηκαν, δύο (2) Εφετεία και ένα ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο, ο Αρειος Πάγος. Εξίσου σημαντικό είναι και το νομοθετικό έργο της Αντιβασιλείας: ο Οργανισμός των Δικαστηρίων, ο Ποινικός Νόμος, οι Κώδικες Πολιτικής Δικονομίας και Ποινικής Δικονομίας, καθώς και ο Εμπορικός Νόμος είναι δημιουργήματα της περιόδου της Αντιβασιλείας που επέζησαν μέχρι τις μέρες μας. Στο αστικό δίκαιο η Αντιβασιλεία εισήγαγε προσωρινά τους «πολιτικούς (αστικούς) νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων» όπως περιέχονταν στην «εξάβιβλο» του Αρμενόπουλου, αναγνώρισε όμως παράλληλα και το εθιμικό δίκαιο. Την ίδια εποχή ο Μάουρερ έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου, (που σημειωτέο δεν ήταν μόνον το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Βαλκανικής) το οποίο τελικά άρχισε να λειτουργεί το έτος 1837 με τέσσερις αρχικά σχολές. Μία εξ αυτών ήταν και η Νομική Σχολή[8]. Από τη στιγμή εκείνη άρχισαν να προέρχονται Δικηγόροι με σπουδές στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Μέχρι τότε οι -ελάχιστοι- νομομαθείς Δικαστές και Δικηγόροι προέρχονταν από ξένα Πανεπιστήμια[9]. Με το Διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ιδρύθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο και η έκτακτη Στρατιωτική Δικαιοσύνη.

Κατά την περίοδο της προσωπικής διακυβέρνησης του Οθωνα ιδρύθηκε το πρώτο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο καταργήθηκε το έτος 1844 (με το ΒΔ από 18 Ιουνίου 1844) και η πρώτη σωφρονιστική φυλακή (1936).

5

Κατά την περίοδο της συνταγματικής βασιλείας του Οθωνα (1844-1862) ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1944 και ο Αστικός Νόμος (1856).

Ολη αυτή την πρώτη περίοδο μετά την ίδρυση του νέου κράτους οι εκκρεμείς δίκες μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών αυξανόταν διαρκώς και αφορούσαν κυρίως την διεκδίκηση της ιδιοκτησίας των τέως δημοσίων Οθωμανικών γαιών. Το Δημόσιο την 1η Ιανουαρίου 1822 είχε αποκτήσει σαν συνέπεια του απελευθερωτικού πολέμου το σύνολο των οθωμανικών κρατικών γαιών στις επαρχίες που ελευθερώθηκαν, καθώς και τα ιδιωτικά κτήματα που εγκαταλείφθηκαν από Οθωμανούς που αναχώρησαν από την ελληνική επικράτεια χωρίς να υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας σε καμία από τις πλευρές που τα διεκδικούσαν.

Τότε δημιουργήθηκε η ανάγκη καταγραφής και διαφυλάξεως της κρατικής περιουσίας και ιδίως των κρατικών ακινήτων «έναντι επίβουλων πολιτών». Το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας επιχείρησε να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη και ευνομία που είχαν πλήρως ανατραπεί με την κατά το έτος 1832[10] κατάργηση των Δικαστηρίων (πλην των Ειρηνοδικείων και του Εμποροδικείου της Σύρου) πραξικοπηματικά μετά από εισήγηση του Γραμματέα της Δικαιοσύνης Χριστοδούλου Κλωνάρη[11].

Σημειωτέον ότι η βασική αντίληψη κατά την περίοδο αυτή (με κύριο εκφραστή της τον Κόμη von Armansperg) ήταν ότι η διοίκηση επέλυε τις υποθέσεις της μόνη της χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη. Το σύστημα αυτό μπορούσε να λειτουργεί χωρίς πρόβλημα πριν την έναρξη της λειτουργίας των Δικαστηρίων και την θέση σε εφαρμογή του νέου Δικαστικού Οργανισμού, όχι όμως και μετά από αυτή. Ο Οργανισμός αυτός τέθηκε σε εφαρμογή από της 25ης Ιανουαρίου 1835, οπότε και έγιναν, με επίσημη τελετή, τα εγκαίνια της λειτουργίας των Πρωτοδικείων, Εφετείων και του Αρείου Πάγου[12].

Αμέσως μετά τέθηκε θέμα ποιος θα εκπροσωπούσε το Δημόσιο, τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και τα ποικίλα ευαγή ιδρύματα και σωματεία ενώπιον των τακτικών Δικαστηρίων.

6

2. Δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου.
Οι πρώτες νομοθετικές προσπάθειες

i) Ο Υπουργός Οικονομικών νόμιμος εκπρόσωπος του Δημοσίου

Το ζήτημα αυτό επιλύθηκε με το ΒΔ 12 (24) Μαΐου 1835 (ΦΕΚ 18/14(26).05.1835) «Περί της εν Δικαστηρίω παραστάσεως του Δημοσίου, των δήμων κ.λπ.[13]» με το οποίο ορίστηκε ότι το Δημόσιο «θέλει ενάγεσθαι» διά του επί των Οικονομικών Γραμματέως της Επικρατείας (Υπουργού Οικονομικών) ο οποίος «δύναται να διορίση εξ επαγγέλματος προς παράστασιν του Δημοσίου ως ενάγοντος ή εναγομένου υπάλληλον του κλάδου του επιτήδειον και ικανώς τον νόμον κατέχοντα, ή και εις συνήγορον τινά των δικαστηρίων της πρωτευούσης να αναθέση το έργον τούτο...».

Στον επί των Οικονομικών Γραμματέα της Επικρατείας, όπως λεγόταν τότε ο Υπουργός Οικονομικών, ανατέθηκε αργότερα η δικαστική εκπροσώπηση και άλλων νομικών προσώπων, πλην του Δημοσίου. Η αρχή έγινε με την ανάθεση σ΄αυτόν της εκπροσωπήσεως του Εκκλησιαστικού Ταμείου με το ΒΔ της 29.4.1843

ii) Ο πρώτος πληρεξούσιος του Δημοσίου

Ο πρώτος πληρεξούσιος που υποδείχθηκε από τον Γραμματέα επί των Οικονομικών ήταν ο ικανός νομικός Παναγιώτης Κένταυρος (1797-1851), τότε υπουργικός σύμβουλος. Ο Παναγιώτης Κένταυρος, σπούδασε νομικά στην Ευρώπη (πιθανώς στη Γαλλία), ήταν Προϊστάμενος του Γ’τμήματος επί του Αμφισβητουμένου Διοικητικού[14] της Γραμματείας επί των Οικονομικών, εισηγητής κάθε υποθέσεως της Γραμματείας επί των Οικονομικών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από της ενάρξεως της λειτουργίας αυτού κατά τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι την κατάργησή του το έτος 1844.

Σημειωτέον ότι κατά το αρχικό σύστημα εκπροσωπήσεως, το Δημόσιο εκπροσωπείτο: 1) στην πρωτεύουσα του κράτους διά του Υπουργού Οικονομικών ως προς όλες τις υποθέσεις, 2) ενώ στις επαρχίες α) διά των Οικονομικών Εφόρων στην περιφέρεια του καθενός, β) στις δίκες για την Διοικητική Εκτέλεση από τους ταμίες και γ) σε μερικές υποθέσεις, κατ΄ εξαίρεση, από τους Νομάρχες.

7

Όμως, η δραματική οικονομική κατάσταση της χώρας και τα σωρευόμενα χρέη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα οποία καθιστούσαν αναγκαία την χορήγηση της Γ΄ δόσης του δανείου των 60.000.000 χρυσών φράγκων, που είχε λάβει η Ελλάδα από τις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, επέτρεψαν την ανάμειξη των τριών αυτών ξένων δυνάμεων στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Η Αγγλία δεν έδινε την έγκρισή της για τη χορήγηση της δόσης του δανείου αν δεν σχηματιζόταν Κυβέρνηση προσκείμενη προς την Βρετανία και συνεργαζόμενη με τον Κόμη Von Armansperg, πράγμα στο οποίο αντιδρούσε η Γαλλία.

Η επέμβαση των τριών αυτών δυνάμεων στα εσωτερικά της Ελλάδας είχε σαν αποτέλεσμα το οικονομικό αδιέξοδο της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε στη δημιουργία κατά το έτος 1838[15] ενός νέου φορέα (με απαίτηση ιδίως της Γαλλίας) με τον τίτλο «Γενικό Επιμελητήριο της Οικονομικής Διαχειρίσεως» με το οποίο ουσιαστικά ο γενικός οικονομικός έλεγχος της χώρας περιερχόταν στον ξένο παράγοντα.

Οι συγκρούσεις μεταξύ της Γραμματείας επί των Οικονομικών (Ελληνική επηρροή) και του νέου φορέα, του Γενικού Επιμελητηρίου της Οικονομικής Διαχειρίσεως (επηρροή των ξένων) ήταν καθημερινές και δεν επέτρεπαν την βελτίωση της κατάστασης στην Ελλάδα.

Επακολούθησε η δημιουργία ενός νέου θεσμού, του Οικονομικού Συμβουλίου, με το ΒΔ της 16ης/28ης Οκτωβρίου 1839 «Περί της αρμοδιότητος και του τρόπου της υπηρεσίας του ιδιαιτέρου Οικονομικού Συμβουλίου» που δεν απέδωσε σχεδόν τίποτα και καταργήθηκε το 1842.

3. Γνωμοδοτική Επιτροπή «επί των δικών του Δημοσίου»

Τα σοβαρά οικονομικά και διοικητικά προβλήματα που ταλάνιζαν την κυβέρνηση και επιδεινωνόταν από τον αυξανόμενο όγκο των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων οδήγησαν τον Γεώργιο Αλ. Ράλλη[16], Γραμματέα επί των Οικονομικών, να εισηγηθεί και να επιτύχει τη σύσταση «Επιτροπής προς γνωμοδότηση επί των δικών του Δημοσίου» που θεωρείται πρόδρομο του ΝΣΚ συλλογικό σώμα.

Στο σχετικό ΒΔ 12.02.1843 (ΦΕΚ 5/26.02.1843),[17] ορίζεται ότι το νέο αυτό μέτρο λήφθηκε προκειμένου να «μη εισάγωνται εις τα Ημέτερα δικαστήρια άλλαι δίκαι του δημοσίου, ειμή μόνο εκείναι, αίτινες στηρίζονται εις τον Νόμον και εις την δικαιοσύνην, και θέλοντες να καταστήσωμεν εις τον Ημέτερον επί των Οικονομικών Γραμματέα, του οποίου είναι καθήκον η ενώπιον των δικαστηρίων παράστασις και υπεράσπισις του δημοσίου, ευκολώτερον το έργον της διακρίσεως των δικών τούτων».

8

Η Επιτροπή που δημιουργήθηκε με το νομοθέτημα αυτό αποτελεί την αφετηρία του θεσμού του Νομ. Συμβουλίου. Ο Υπουργός Οικονομικών ζητούσε τη γνώμη της κάθε φορά που αμφέβαλλε αν πρέπει να εισαγάγει ή να εξακολουθήσει ενώπιον των δικαστηρίων τις δίκες του Δημοσίου. Στη σύσταση της Επιτροπής αυτής δόθηκε σκοπίμως μεγάλη δημοσιότητα και το κείμενο του Βασιλικού διατάγματος δημοσιεύθηκε και στον ημερήσιο τύπο[18].

Πρόεδρος της Επιτροπής επιλέχθηκε ο Ανδρόνικος Πάικος[19], νομομαθής, τότε Σύμβουλος της Επικρατείας, πρώτος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και κατ΄επανάληψη Υπουργός. Μέλη ορίστηκαν οι Κωνσταντίνος Προβελέγγιος, Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην Προϊστάμενος του Γ΄ Τμήματος (Δικαστικού) της Γραμματείας επί των Οικονομικών, ο Γοδοφρέδος Φέδερ[20], τότε Εισαγγελέας Εφετών και Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Μιχαήλ Ποτλής[21], τότε υπουργικός πάρεδρος στη Γραμματεία της Δικαιοσύνης. Αναπληρωματικά μέλη ορίστηκαν οι Δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω Αθανάσιος Πετσάλης και Παύλος Καλλιγάς. Όλα τα μέλη της Επιτροπής ήταν άριστοι νομικοί και γνώστες της πραγματικής κατάστασης των Δικαστηρίων της χώρας[22].

Δυστυχώς το έργο της Επιτροπής αυτής δεν διασώθηκε, ώστε να καθίσταται δυνατή και η αποτίμηση της συμβολής της.

Την εποχή εκείνη η έννοια της μονιμότητας των υπαλλήλων δεν υπήρχε και έτσι οι Δικηγόροι που εκπροσωπούσαν το Δημόσιο συχνά αμελούσαν τις υποθέσεις ενός «απρόσωπου» Δημοσίου υπέρ των ιδιωτών πελατών τους. Σε κάθε κυβερνητική αλλαγή σημειωνόταν «αλλαγή φρουράς» στα περισσότερα υπουργεία, με αποτέλεσμα οι δημόσιοι υπάλληλοι να έχουν μετατραπεί σε «πολιτική πελατεία» των πολιτικών κομμάτων και να ασχολούνται ελάχιστα με την υπεράσπιση των συμφερόντων του δημοσίου, αφού κύριο μελημά τους ήταν να διατηρήσουν την θέση τους «δια γνωριμιών»[23]!

Στο περιβάλλον αυτό έγινε φανερή η ανάγκη να προσληφθούν επίλεκτοι και εξέχοντες νομομαθείς με εξαετή θητεία, που θα αποτελούσαν πυλώνα αντικειμενικότητας και ταυτόχρονα πυλώνα ασφαλείας για την προάσπιση των συμφερόντων του δημοσίου και του δημοσίου συμφέροντος γενικότερα.

9

4. Οι πρώτοι Δικηγόροι «με πάγια αντιμισθία»

Για το λόγο αυτό με το ΒΔ 10.07.1856 (ΦΕΚ 27/10.08.1856), θεσπίστηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα του Υπουργού Οικονομικών να διορίζει εμμίσθους δικηγόρους, (τέσσερεις για τα δικαστήρια της πρωτεύουσας, τρεις για τα δικαστήρια του Ναυπλίου και από έναν για τα δικαστήρια των λοιπών νομών) με πάγια μηνιαία αντιμισθία (και όχι κάθε φορά με την υπόθεση), οι οποίοι όμως ήταν επιτρεπτό να δικηγορούν σε ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά δεν μπορούσαν να αναλαμβάνουν υποθέσεις ιδιωτών, αντιδίκων του Δημοσίου. Οι «Δικηγόροι του Δημοσίου» πέραν της παράστασής τους στα οικεία δικαστήρια, υποχρεούνταν να παρέχουν και προφορικές ή γραπτές γνωμοδοτήσεις επί νομικών ζητημάτων.

Η διάρκεια του νέου αυτού συστήματος των εμμίσθων Δικηγόρων του Δημοσίου δεν ήταν μεγάλη. Γρήγορα ανακλήθηκε με το ΒΔ 30.06.1860 (ΦΕΚ 35/12.07.1860) και επανήλθε το προϋφιστάμενο καθεστώς. Η ανάκληση του οφείλεται σε δύο λόγους:

1) Δημιουργήθηκαν μεγάλες αντιδράσεις στον δικηγορικό κόσμο γιατί με βάση το νομοθέτημα αυτό του 1856 περιοριζόταν ο αριθμός των Δικηγόρων που αναλάμβαναν τις «προσοδοφόρες» υποθέσεις του Δημοσίου. Λιγότερες εξουσιοδοτήσεις από τον Υπουργό Οικονομικών σε δικηγόρους ισοδυναμούσαν με λιγότερους ψηφοφόρους με το αντίστοιχο πολιτικό κόστος, και 2) μετά το 1844 και την επαναλειτουργία της Βουλής επικράτησε άκρατος κομματισμός παρά την αρχική επιθυμία του Ανωτάτου άρχοντα[24] να επιτύχει γενική πολιτική συμφωνία.[25] Οι πιέσεις των αντιδρώντων Δικηγόρων έπιαναν τόπο στους πολιτικούς, οι οποίοι ήθελαν να «προωθήσουν» τους γνωστούς τους δικηγόρους που θα τους εξασφάλιζαν ψήφους επανεκλογής.

Αποτέλεσμα της επαναφοράς του παλιού συστήματος δικαστικής εκπροσώπησης του Δημοσίου ήταν η ακόμη μεγαλύτερη συσσώρευση των εκκρεμών υποθέσων.

5. Ειδικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο

Η κατάσταση αυτή οδήγησε στη σύσταση το έτος 1860 «Ειδικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου» στο Υπουργείο Οικονομικών. Σημειωτέον ότι μετά την έκδοση του Συντάγματος του 1844 άλλαξε η ονομασία των Γραμματειών και αυτές ονομάστηκαν Υπουργεία.

Με το ΒΔ 26.7.1860 «Περί συστάσεως Γνωμοδοτικού Συμβουλίου παρά τω Υπουγείω των Οικονομικών»[26] επανασυστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών Γνωμοδοτικό Συμβούλιο,

10

του οποίου τη γνώμη ζητούσε ο Υπ. Οικονομικών οσάκις αμφέβαλλε αν πρέπει να κινήσει ή να υποστεί αγωγές ή να εξακολουθήσει δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Το έργο του Συμβουλίου αυτού ήταν σημαντικό και η συνεισφορά του στη μείωση του όγκου των εκκρεμών υποθέσεων μεγάλη, αφού με τις γνωμοδοτήσεις αυτές, (στις υποθέσεις που εισήγαγε) στο Συμβούλιο ο Τμηματάρχης του Δικαστικού Τμήματος του Υπ. Οικονομικών, που έπρεπε να είναι έγγραφες, αιτιολογημένες και να περιλαμβάνουν και τη γνώμη της μειοψηφίας, πολλές υποθέσεις έκλειναν συμβιβαστικά χωρίς να απασχολήσουν τα Δικαστήρια).

Μέλη του Συμβουλίου αυτού διορίστηκαν: ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρ.Πάικος, ως Πρόεδρος, ο Γεώργιος Πραΐδης, Βασιλικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών και διαπρεπής Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Πέτρος Παπαρρηγόπουλος και δύο Δικηγόροι παρ΄Αρείω Πάγω, με υπόδειξη του Υπουργού Οικονομικών. Στις συζητήσεις παρευρίσκονταν και ο αρμόδιος εισηγητής του αρμοδίου Υπουργείου, και ο δικηγόρος, στον οποίο είχε τυχόν ανατεθεί η συζητούμενη δικαστική υπόθεση.

Όμως ο κρατικός παρεμβατισμός συνέχισε να υπάρχει την εποχή εκείνη, αφού, παρά την δημιουργία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ο Υπουργός Οικονομικών κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα να μπορεί και χωρίς τη γνώμη αυτού να διεξάγει δίκη ή να προκαλέσει συμβιβασμό ή να διορίσει οποιονδήποτε αυτός ήθελε δικηγόρο στις δίκες του Δημοσίου.

Στην Ελλάδα, γενικά, επικρατούσε την εποχή εκείνη μεγάλη πολιτική αστάθεια, συνεχείς αντικαταστάσεις των Υπουργών, συνεχείς οργανωτικές μεταβολές και επισφαλής συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση. Δεδομένου ότι ο αριθμός των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων συνέχιζε να αυξάνεται η ανάγκη της συνδρομής μονίμου Δικηγόρου του Δημοσίου αναδεικνυόταν κάθε μέρα και πιο επιτακτικά.

Προς απόδειξη αυτού αρκεί να αναφερθεί ότι τον Φεβρουάριο του 1867 κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού του ίδιου έτους, κατά τη διαδικασία εγκρίσεως των πιστώσεων του Υπουργείου Οικονομικών, ο ίδιος ο τότε Υπουργός, Ευθύμιος Κεχαγιάς, παραδέχθηκε ότι η παρουσία μονίμου Δικηγόρου του Δημοσίου ήταν για το συμφέρον του κράτους πιο αναγκαία από τη θέση του επιτελικού Τμηματάρχη του Δικαστικού Τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών, θέση την οποία κατάργησε προκειμένου να εξοικονομήσει τον μισθό του μονίμου Δικηγόρου. Η συζήτηση του κονδυλίου αυτού προκάλεσε μεγάλη αντιπαράθεση βουλευτών στη Βουλή[27]!

6. Δικαστικός Σύμβουλος

Παρά τις αντιρρήσεις πολλών βουλευτών, τελικά, με τον ν. ΡλΓ/1867 «Περί Συστάσεως θέσεως Συμβούλου διευθυντού του παρά τω Υπουργείω των Οικονομικών Δικαστικού Τμήματος» (ΦΕΚ 18/28.03.1867), έγινε ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς την τελική διαμόρφωση

11

του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: Συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών θέση Δικαστικού Συμβούλου, ο οποίος διοριζόταν με πενταετή θητεία, είχε βαθμό Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, και διηύθυνε το Δικαστικό Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών.

Ο Δικαστικός Σύμβουλος είχε την αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί εγγράφως ή προφορικώς, να παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων ως αντιπρόσωπος του Δημοσίου, ενώ κάθε άλλος δικηγόρος - πληρεξούσιος του Δημοσίου διοριζόταν από τον Υπουργό Οικονομικών μετά από πρόταση του Δικαστικού Συμβούλου. Σημειώνεται ότι ο Δικαστικός Σύμβουλος είχε την αρμοδιότητα να συγκαλεί Συμβούλιο με άλλους δικηγόρους των Αθηνών και, ως προεδρεύων του Συμβουλίου, να προκαλεί έγγραφη γνωμοδότηση επί των υποβληθέντων ζητημάτων και υποθέσεων.

Η θέση του Δικαστικού Συμβούλου, ήταν πολύ σημαντική, και για πρώτη φορά κάποιος δημόσιος υπάλληλος απολάμβανε «μακροβιότητα», αμετάκλητος για ορισμένο χρονικό διάστημα για πέντε (5) έτη. Προς απόδειξη αυτού, αρκεί να σημειωθεί ότι ο μηνιαίος μισθός του Δικαστικού Συμβούλου ανερχόταν σε 800 δρχ., την ίδια περίοδο που ο μισθός του Αντιπροέδρου του Αρείου ήταν 500 δρχ.

Ο Δικαστικός Σύμβουλος έπρεπε να είναι νομομαθής, ενώ η διεξαγωγή των δικών του Δημοσίου είτε από τον ίδιο τον Δικαστικό Σύμβουλο, είτε από Δικηγόρους που διόριζε μέσω αυτού ο Υπουργός Οικονομικών, παρείχε σαφώς μεγαλύτερη εγγύηση.

Παρατηρούμε δηλαδή ότι αν και ο «Δικαστικός Σύμβουλος» δεν αποτέλεσε Ανεξάρτητη Αρχή, εν τούτοις οι αρμοδιότητες του προσομοίαζαν με τις αρμοδιότητες των σημερινών Νομικών Συμβούλων: εκπροσώπηση στα Δικαστήρια της χώρας του Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου (δια του Υπουργού Οικονομικών), γνωμοδοτικές αρμοδιότητες και καθοδήγηση της διοικήσεως ώστε οι ενέργειές της να κινούνται στα πλαίσια της νομιμότητας, αλλά και καθοδήγηση στη σύνταξη νομοσχεδίων.

Πρώτος Δικαστικός Σύμβουλος διορίστηκε το 1867 ο διαπρεπής καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλειος Τρ. Οικονομίδης[28] ο οποίος γεννήθηκε στην Βυτίνα της Αρκαδίας το έτος 1814 και απεβίωσε στην Αθήνα το έτος 1894. Σπούδασε στο Μόναχο της Γερμανίας και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίσθηκε υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρωτοδίκης Αθηνών το 1844, προάχθηκε σε εφέτη το 1847, σε αρεοπαγίτη το 1851 και σε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου το 1861, ασκώντας τα καθήκοντά του αυτά ως το 1867. Στη συνέχεια, έγινε διαδοχικά έκτακτος και επίτιμος καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ενώ έφθασε μέχρι τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, δεν διεκδίκησε τη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, αλλά προτίμησε να αναλάβει τη θέση του Δικαστικού Συμβούλου του Δικαστικού Τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών, την οποία κατείχε από το έτος 1867 έως το έτος 1875. Η θέση αυτή, η οποία δημιουργήθηκε με τον ως άνω ν. ΡλΓ/1867 είναι η πρόδρομη μορφή αυτής του σημερινού Προέδρου του ΝΣΚ και η θέσπισή της απετέλεσε

12

το πρώτο στάδιο της διαδικασίας για τη δημιουργία του θεσμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ο Βασίλειος Οικονομίδης είναι μέχρι και σήμερα γνωστός, ως ο κορυφαίος νομοδιδάσκαλος του 19ου αιώνα και το όνομά του κοσμεί, εδώ και δεκαετίες μία από τις πλέον εμβληματικές αίθουσες διδασκαλίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και την αίθουσα επιστημονικών εκδηλώσεων στον 2ο όροφο της κεντρικής υπηρεσίας του ΝΣΚ. Η συμβολή του στην γέννηση της Νομικής Επιστήμης μετά την εμπέδωση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους -κυρίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου αλλά όχι μόνον- υπήρξε καθοριστική, όπως μαρτυρούν η πολυετής και άκρως επιτυχής διδασκαλία του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και το όλο συγγραφικό του έργο. Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά, εκτός από τις άλλες μελέτες του στο πεδίο του ρωμαϊκού δικαίου περί δικαιοπραξιών: Το «Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας» (1855)- εξ ου και του αποδόθηκε ο τίτλος του «πατέρα της Ελληνικής πολιτικής δικονομίας» και τα «Στοιχεία του Αστικού Δικαίου», με έμφαση στις γενικές αρχές και το εμπράγματο δίκαιο (α΄ και β΄ τόμοι, 1877-1879, γ΄ τόμος, 1886-1893). Εκλέχθηκε Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1859-1860) και τρεις φορές Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του (1849-1850, 1857-1858, 1864-1865). Δηλαδή, στην ουσία, υπήρξε ο θεμελιωτής και πρώτος Πρόεδρος του μετέπειτα Νομικού Συμβουλίου του Κράτους[29]. Η αίγλη του Βασιλείου Οικονομίδη προσέδωσε στη νέα θέση πρόσθετο κύρος και μεγάλη αποτελεσματικότητα στην επίλυση των δικαστικών υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών. Κατά τη θητεία του φρόντισε και συνέστησε για πρώτη μητρώο εκκρεμών δικών του Δημοσίου, το οποίο ενημερωνόταν τακτικά. Τακτικά επίσης εξέδιδε ενημερωτικό φυλλάδιο στο οποίο καταγραφόταν αναλυτικά οι δίκες που κέρδιζε το Δημόσιο, αλλά και αυτές που έχανε το Δημόσιο. Μέχρι τότε δεν υπήρχε μητρώο δικογραφιών με αποτέλεσμα οι δικογραφίες να περιφέρονται από τα γραφεία της διοικήσεως στα γραφεία συχνά αδιάφορων για τις υποθέσεις του Δημοσίου Δικηγόρων. Με τη συστηματοποίηση αυτή το Δημόσιο άρχισε να κερδίζει πολλές δίκες (περίπου τα 3/4 των δικών, στις οποίες αυτό ήταν ενάγον ή εναγόμενο[30]).

Μετά την παραίτηση από τη θέση του Δικαστικού Συμβούλου του Βασιλείου Οικονομίδη το έτος 1875, τη θέση αυτή κατέλαβε ο Δικηγόρος Αριστείδης Ι. Κιάππες. Στη συνέχεια, μετά την παραίτηση του τελευταίου, το 1877, Δικαστικός Σύμβουλος διορίστηκε ο Μιχαήλ Ν. Ταταράκης στις 11 Μαΐου 1877, υπό το καθεστώς πριν την ψήφιση του νόμου ΑΚΑ (1021) της 22ης Ιουνίου 1882, Περί Νομικών Συμβούλων».

Ο Μιχαήλ Ταταράκης γεννήθηκε στη Μήλο το 1838 και πέθανε εκεί το 1886, όντας εν ενεργεία Δικαστικός Σύμβουλος επικεφαλής του Δικαστικού Τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών. Ήταν γιός του Νικολάου Μ. Ταταράκη (από την ομώνυμη παλαιά αρχοντική οικογένεια της Μήλου) και της Εργίνας Ιω. Μικέλη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναδείχθηκε διδάκτορας την 1η Δεκεμβρίου 1859, και ακολούθησε δικαστική σταδιοδρομία μέχρι και το βαθμό του Αρεοπαγίτη. Η θητεία του (μετά τη λήξη

13

της πρώτης πενταετίας) ανανεώθηκε για μία διετία, την οποία δεν συμπλήρωσε λόγω του θανάτου του στις 28/29 Απριλίου 1886, σε ταξίδι του στη Μήλο.[31] Προς τιμήν του η αίθουσα συνεδρίασης της Ολομέλειας του ΝΣΚ, με αριθμό 302 στον 3ο όροφο ονομάστηκε «Αίθουσα Μιχαήλ Ταταράκη».

Στο μεταξύ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες εκ μέρους των Δικαστικών Συμβούλων να αντιμετωπίσουν τον όγκο των εκκρεμών υποθέσεων, τον Ιούνιο του έτους 1882[32], ήταν εκκρεμείς ενώπιον των Δικαστηρίων της χώρας 7.000 υποθέσεις (3000 στην Αθήνα και 4000 στην επαρχία).

Ο Μιχαήλ Ταταράκης παρακολουθώντας τη λειτουργία της οργάνωσης της υποστήριξης των συμφερόντων του Δημοσίου από το διορισμό του ως Δικαστικός Σύμβουλος στο Δικαστικό Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών (11 Μαΐου 1877), διέγνωσε τις ατέλειες των ισχυόντων τότε θεσμών στην πράξη και θέλησε να συμβάλει με τις προτάσεις του για την αναθεώρηση της σχετικής νομοθεσίας, με πάθος και αυστηρότητα επιδιώκοντας λυσιτελέστερες και οικονομικότερες διατάξεις. Πρότεινε λοιπόν την λήψη δύο σημαντικών μέτρων για τη βελτίωση της κατάστασης.

7. Ειδικός Δικαστικός Αντιπρόσωπος στην Εφορία

Σαν πρώτο βήμα, με εισήγησή του, ψηφίστηκε ο νόμος με αριθμ. ΠΜΔ/(944) της 21ης Απριλίου 1882, «Περί διορισμού ειδικού υπαλλήλου παρά τη Εφορία Αττικής» δηλαδή μονίμου ειδικού δικαστικού αντιπροσώπου του Δημοσίου στην Οικονομική Εφορία Αττικής, με αρμοδιότητα να υποστηρίζει τις δίκες του Δημοσίου και του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Ο ειδικός αυτός δικαστικός αντιπρόσωπος έπρεπε να έχει διατελέσει Πρωτοδίκης τουλάχιστον για μία διετία ή δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις τουλάχιστον για μία εξαετία ή παρ’ Εφέταις τουλάχιστον για μία τετραετία.

Σαν επόμενο βήμα με εισήγησή του ψηφίστηκε ο νόμος με τον οποίο ιδρύθηκε το Νομικό Συμβούλιο σαν συλλογικό όργανο!

II. Περίοδος από το 1882 έως το 1940
(περίοδος σύστασης και αρχικής εδραίωσης του ΝΣΚ)

1. O Ν ΑΚΑ’ (1021) «Περί Νομικών Συμβούλων»

Τον Μάιο του 1882 με πρόταση του Δικαστικού Συμβούλου, Μιχαήλ Ταταράκη, ο Υπουργός Παύλος Καλλιγάς έκανε σπουδαία τομή: υπέβαλε στη Βουλή «νομοσχέδιον περί νομικών

14

συμβούλων, κατανεμομένων εις όλα τα υπουργεία και συγχρόνως συναποτελούντων επιτροπήν γνωμοδοτικήν εις όλα τα ζητήματα τα νομικά τα όποια καθ ημέραν αναφύονται»[33]. Σαν εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου αυτού υποβλήθηκε ένα κείμενο του Μιχαήλ Ταταράκη, που είναι και ο συντάκτης του νομοσχεδίου, στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε, γιατί από τη μελέτη του προκύπτει πλήθος πληροφοριών και συμπερασμάτων για την πολιτική κατάσταση της χώρας και την κατάσταση της δικαιοσύνης την εποχή εκείνη. Οι Υπουργοί που υπέγραψαν την αιτιολογική αυτή έκθεση ήταν οι Χαρίλαος Τρικούπης, Κωνσταντίνος Λομβαρδός, Παύλος Καλλιγάς, Γεώργιος Ρούφος και Δημήτριος Γεωργίου Ράλλης.

Παραθέτω όσα διαδραματίστηκαν, όπως περιγράφονται στο βιβλίο των Γ. Δημακόπουλου-Χ. Δημακοπούλου «Η Δικαστική υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου 1833-1882»:

«Κατά τήν συζήτησιν ώμίλησαν μόνον βουλευταί τής άντιπολιτεύσεως.’Έλαβον τόν λόγον οι Βουλευταί Ιωάννης Αντωνόπουλος, Αθανάσιος Πετιμεζάς, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Γεώργιος Ζηνόπουλος, Ηλιας Ποταμιάνος, Νικόλαος Στεφανίδης, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Γεώργιος Μίλησης, Δημητράκης Παν. Τζάνες, Δημήτριος Δημητρακάκης. Αντιθέτως δεν μετέσχον είς τήν συζήτησιν ο Υπουργός των Οικονομικών Παύλος Καλλιγάς και ο Υπουργός τής Δικαιοσύνης Δημ. Ε Ράλλης, ενώ ελάχιστα παρενέβησαν ό Πρόεδρος τής Βουλής Σπυρίδων Βαλαωρίτης και ό Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου Χαρ. Τρικούπης. 0ι ομιλήσαντες ήσαν όλοι δικηγόροι, οι όποιοι μάλιστα είχον αναλάβει υπεράσπισιν των συμφερόντων τού Δημοσίου ενώπιον των δικαστηρίων.

Η επιθετικότης των αγορεύσεων ήτο μεγάλη διότι καταφανώς το δικηγορικόν σώμα ήτο ενωχλημένον διά την απώλειαν της παρ’ αυτού υπερασπίσεως των συμφερόντων τού Δημοσίου, έργου το οποίον ίσως καθ’ αυτό δεν ήτο ιδιαιτέρως προσοδοφόρον, αλλά προσέφερεν είς τούς δικηγόρους αίγλην καί προβολήν υπό τήν έννοιαν της επιδείξεως προς αυτούς της ευνοίας τής εκάστοτε Κυβερνήσεως. Χαρακτηριστικώς ανέφερεν ό Αδ. Πετιμεζάς, ο όποιος είχε διατελέσει και Υπουργός των Οικονομικών και είχε χειρισθεί τοιαύτας υποδέσεις: «Ολοι οι δικηγόροι, ουδενός εξαιρουμένου, από τού ανώτατου μέχρι του κατωτάτου, εάν ο Υπουργός των Οικονομικών δεν στέλλη εις αυτούς δίκας, λέγουν: Δεν ενθυμήθητε και ημάς, δεν ηδυνάμεθα και ημείς να υπερασπισθώμεν τα συμφέροντα του Δημοσίου;».

Η βασική κατηγορία των αγορευσάντων εστρέφετο κατά της ιδιότητας των οιονεί ως εμμίσθων δικηγόρων μελλόντων να διορισθούν νομικών συμβούλων. Και επί τη ευκαιρία, τινές εκ τών βουλευτών έσπευσαν να αναμνησθούν της αποτυχίας του θεσμού των εμμίσθων δικηγόρων τού Δημοσίου κατά το διάστημα των ετών 1856-1860. Ούτως, ο Αθ. Πετιμεζάς αγορεύων ετόνισεν ότι; «Πρέπει να ενθυμηθήτε ή πρέπει να μάθητε μάλλον, ότι κατά τα 1857 καί 1858, όταν ήσαν διωρισμένοι έμμισθοι δικηγόροι, απεστάλησαν εις τους εμμίσθους

15

Back to Top