ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 8.8€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 20,80 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18655
Δασκαλόπουλος Π.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 120
  • ISBN: 978-960-654-783-6

Αντικείμενο του έργου «Νομική Θεώρηση του Μοναστηριακού Τυπικού της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους» είναι η ιστορία και η νομική θεώρηση του βυζαντινού τυπικού της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, που αποτελεί, όπως κάθε μοναστηριακό τυπικό, το καταστατικό του μοναστικού καθιδρύματος. Το συγκεκριμένο τυπικό αποκτά σημασία, καθώς αποτέλεσε τη βάση για τη σύνταξη πολλών άλλων αθωνικών τυπικών.
Η ύλη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ιστορία του τυπικού και στοιχεία για την Ιερά Μονή και τον συντάκτη του τυπικού, οσίου Αθανασίου του εν Άθω. Παρατίθενται επίσης πληροφορίες για τις εκδόσεις του τυπικού καθώς και για τις επιρροές που αυτό άσκησε αλλά και δέχθηκε από άλλα τυπικά. Στο δεύτερο μέρος γίνεται η νομική θεώρηση των κανονιστικών διατάξεων αυτού, οι οποίες ορίζουν τις προϋποθέσεις εισόδου στη μονή και τους κανόνες που διέπουν το μοναχικό βίο σύμφωνα με τη μοναχική επαγγελία. Επίσης αναλύονται οι διατάξεις περί της διοίκησης και οργάνωσης της μονής καθώς και οι σχετικές διατάξεις αναφορικά με τη ρύθμιση των περιουσιακών ζητημάτων της μονής και την άσκηση της δικαστικής εξουσίας εντός αυτής.
Το έργο αποτελεί ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για κάθε αναγνώστη που ασχολείται με το Εκκλησιαστικό δίκαιο και αναζητά πληροφορίες για το τυπικό της Αθωνικής Μονής.

Πρόλογος IX

Α. Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους 1

Ι. Ίδρυση 1

ΙΙ. H Λαύρα κατά τη διάρκεια των αιώνων 7

ΙΙΙ. Τοποθεσία της Λαύρας 10

Β. Βίος του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη 12

Γ. Η ιστορία του τυπικού της Ιεράς Μονής Μεγίστης

Λαύρας Αγίου Όρους 17

Ι. Εννοιολογική προσέγγιση της έννοιας του τυπικού 17

ΙΙ. Η σύνθεση του τυπικού 18

ΙΙΙ. Οι εκδόσεις του τυπικού 19

IV. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα 21

V. Χρονολογία σύνταξης του τυπικού 22

VI. Επιρροές επί του τυπικού 23

VII. Η επίδραση του τυπικού στην αθωνική πολιτεία 24

Δ. Το περιεχόµενο του τυπικού 26

Ι. Οι µοναχοί 26

1. Είσοδος στη Μονή 26

α) Προϋποθέσεις 26

β) Στάδιο δοκιµασίας 28

γ) Αποταγή 34

2. Συνέπειες µοναχικής επαγγελίας 40

α) Γενικά 40

β) Υπόσχεση Παρθενίας 40

β1) Η έννοια του αβάτου 40

β2) Άβατο των µονών σε πρόσωπα του άλλου φύλου 41

β3) Άβατο των µονών σε ευνούχους ή/και ανήβους 45

β4) Η απαγόρευση εισόδου και διατηρήσεως στις ανδρικές

µονές θηλυκών ζώων 46

β5) Απαγόρευση εξόδου από τη µονή 47

β6) Απαγόρευση συστάσεως αδελφοποιίας και αναλήψεως

επιτροπείας 51

γ) Υπόσχεση Υπακοής 54

γ1) Γενικά 54

γ2) Υποχρέωση κοινοβιακής ζωής 54

γ3) Υποχρέωση ισόβιας εγκαταβίωσης 56

δ) Υποχρέωση ακτηµοσύνης 61

ΙΙ. Oι Mονές 66

1. Νοµική υπόσταση 66

α) Μονές αυτοδέσποτες, αυτεξούσιες και ελεύθερες 66

β) Επίτροποι ή έφοροι ή αντιλαµβανόµενοι µονών 72

2. Οργάνωση των Μονών 76

α) Ηγούµενος 76

β) Οικονόµος 81

γ) Λοιπά όργανα 83

3. Περιουσία των Μονών 85

α) Κελλιώτες 85

β) Αδελφάτα 87

4. Δικαστική εξουσία στις Μονές 88

α) Γενικά 88

β) Τα αδικήµατα και οι ποινές 88

Ε. Επίλογος 92

Πίνακας Κυριότερης Βιβλιογραφίας 95

Πίνακας Βιβλιογραφίας 96

Αλφαβητικό Ευρετήριο 103

 

1

Α.

 

Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους

Ι. Ίδρυση

Στο τυπικό του Αθανασίου του Αθωνίτη[1] περιγράφεται η ιστορία ίδρυσης της Λαύρας, η οποία ίδρυση συνδέεται στενά με το πρόσωπο του Νικηφόρου Φωκά. Στο Νικηφόρο Φωκά, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, είχε ανατεθεί το 960 από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’ (959-963) η αρχηγία για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες[2]. Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ανέλαβε την επιχείρηση απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Άραβες, απέστελνε επανειλημμένα επιστολές σε έναν παλιό του γνώριμο, τον μοναχό Αθανάσιο, με τις οποίες προσπαθούσε να τον πείσει να μεταβεί στην Κρήτη[3], προκειμένου να του αναθέσει τον εντοπισμό και την απελευθέρωση των Αθωνιτών μοναχών, που είχαν αιχμαλωτίσει οι Άραβες, οι οποίοι, έχοντας ως ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν επιδρομές σε όλο το Αιγαίο, άρα και στο Άγιο Όρος, λεηλατώντας το και αιχμαλωτίζοντας τους εκεί εγκαταβιούντες μοναχούς[4].

2

Στην Κρήτη ο Αθανάσιος έφτασε το χειμώνα του έτους 960/961 όπου, με αφορμή την επιχείρηση απελευθέρωσης των Αθωνιτών μοναχών, η οποία στέφθηκε με επιτυχία, επανασυνδέθηκε με το Νικηφόρο Φωκά[5]. Στην Κρήτη ο Νικηφόρος Φωκάς, όπως πληροφορούμαστε από το ίδιο το τυπικό του Αθανασίου, με παρακλητικό τρόπο προσπαθούσε να πείσει τον Αθανάσιο ν’ αναλάβει την ανοικοδόμηση μίας Λαύρας στην τοποθεσία εκείνη που ο Αθανάσιος είχε το κελί του, καθότι ο Νικηφόρος σκόπευε ν’ αποσυρθεί σε αυτήν όταν αφυπηρετούσε από το στράτευμα[6], προτείνοντας του για αυτό το λόγο να του διαθέσει τ’ αναγκαία ποσά για την οικοδόμηση της Λαύρας[7]. Ο Αθανάσιος, όμως, επειδή δίσταζε να εγκαταλείψει τη ζωή του ερημίτη, δεν είχε ακόμα πειστεί να εκτελέσει την επιθυμία του Νικηφόρου Φωκά[8]. Έτσι, ο Νικηφόρος Φωκάς αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη και ο Αθανάσιος επιστρέφει την άνοιξη του 961 στον Άθω[9], χωρίς να υπάρχει κάποια δέσμευση του Αθανασίου περί ανέγερσης της Λαύρας.

Καίτοι δεν υπήρχε κάποια δέσμευση του Αθανασίου περί ανέγερσης Λαύρας, ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν σε κάθε περίπτωση αποφασισμένος να παρακάμψει τους όποιους δισταγμούς του Αθανασίου[10]. Έτσι,

3

μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, προφανώς στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 962[11], αποστέλνει στον Αθανάσιο έναν έμπιστο του μοναχό που λεγόταν Μεθόδιος[12]. Ο μοναχός Μεθόδιος έφερε μαζί του εκ μέρους του Νικηφόρου Φωκά 6 λίβρες χρυσού[13], δηλαδή 432 χρυσά νομίσματα[14], προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι εργασίες για την ανέγερση της Λαύρας, στην οποία ο Νικηφόρος σκόπευε να αποσυρθεί ως μοναχός. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στη Λαύρα για ένα διάστημα έξι μηνών[15], κατά τη διάρκεια του οποίου προσπαθούσε να πείσει τον Αθανάσιο να ξεκινήσει την ανοικοδόμηση της Λαύρας που τόσο πολύ επιθυμούσε ο Νικηφόρος[16]. Ο Μεθόδιος τελικά κατάφερε να υπερνικήσει τους δισταγμούς του Αθανασίου και έτσι ο Αθανάσιος επιλήφθηκε των εργασιών ανοικοδόμησης της Λαύρας[17]. Αντί, όμως, να κατασκευαστεί αρχικά ο ναός, όπως ήταν το συνηθισμένο[18], ο Αθανάσιος ασχολείται αρχικά με την οικοδόμηση του χώρου όπου θ’ αναγειρόταν το συγκρότημα των κελιών όπου θα διέμενε ο Νικηφόρος[19], το γνωστό και ως «κάθισμα Νικηφόρου Φωκά» συγκρότημα[20]. Ο Μεθόδιος, αφότου έλαβε την υπόσχεση από τον Αθανάσιο ότι θα ανοικοδομηθεί αμέσως μετά την ανέγερση των κελιών

4

του Νικηφόρου και η εκκλησία, αποχώρησε από τον Άθω ευχαριστημένος[21]. Πράγματι, αφότου ολοκληρώθηκε η κατασκευή των κελιών, άρχισε η έγερση του καθολικού που ήταν αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και το οποίο υφίσταται ως κτίριο ακόμα και στις μέρες μας[22].

Τέσσερις μήνες μετά την αναχώρηση του Μεθόδιου ο Αθανάσιος πληροφορείται την ανακήρυξη του Νικηφόρου Φωκά σε αυτοκράτορα[23]. Η άνοδος του Νικηφόρου Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο, η οποία έγινε στις 16 Αυγούστου 963, αποτελεί το σημείο αφετηρίας για τη χρονολόγηση της ίδρυσης της Λαύρας[24]. Με την ανάρρηση του αναγνωρισμένου κτήτορά της, Νικηφόρου Φωκά, στο θρόνο το 963, η Λαύρα μετατρέπεται αυτόματα από ιδιωτική σε βασιλική μονή και έγινε, έτσι, το πρώτο μοναστήρι του Άθω που πήρε αυτόν τον τίτλο[25]. Βασιλικές επικράτησαν να λέγονται οι μονές οι οποίες ιδρύονταν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες («προστάγματι βασιλικῷ») και μέσω χρυσόβουλων και διαθηκών προικοδοτούνταν με σοβαρές υλικές παροχές και απαλλάσσονταν από τους φόρους[26].

Η σπουδαιότητα αυτής της αλλαγής και τα οφέλη που μπορούσαν να προέλθουν από την υπαγωγή της Λαύρας στην κατηγορία των βασιλικών μοναστηριών έγιναν αντιληπτές από τον Αθανάσιο, ο οποίος έκρινε σκόπιμο μετά την επάνοδό του από την Κύπρο, στην οποία βρισκόταν, να

5

επισκεφθεί τον αυτοκράτορα· αυτή η επίσκεψη έλαβε χώρα την άνοιξη του 964 πριν πάντως από το μήνα Μάιο[27]. Η αυτοκρατορική μέριμνα του Νικηφόρου για τη Λαύρα εκδηλώνεται με την έκδοση τριών χρυσόβουλων που εκδόθηκαν κατά την παραμονή του Αθανασίου στην Κωνσταντινούπολη το έτος 964[28]. Εξ αυτών των χρυσόβουλων σώζεται μόνο το ένα το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 964[29], τα δε έτερα δύο μπορούν να αποκατασταθούν κατά περιεχόμενο από τ’ αποσπάσματα που δίνει ο Αθανάσιος στο τυπικό του[30]. Με το διασωθέν χρυσόβουλο, στο οποίο η Λαύρα αποκαλείται ἅγία λαύρα τῆς ἡμετέρας εὐσεβοῦς βασιλείας[31], επικυρώνονται τα προνόμια και η χορήγηση των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων που είχαν δοθεί με τα δύο προηγούμενα χρυσόβουλα στη Λαύρα[32], δωρίζονται δε στη Λαύρα τρία θεία δώρα, ήτοι τμήμα του Τιμίου Ξύλου του Χριστού και οι κάρες του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Αλεξάνδρου του εν Πύδνη[33], ενώ παράλληλα παρέχεται στους μοναχούς το προνόμιο της κατ’ ευθείαν προσωπικής εμφανίσεως και αναφοράς στον αυτοκράτορα[34].

Το πρώτο από τα δύο μη διασωθέντα χρυσόβουλα αναφέρεται κυρίως στο νομικό καθεστώς και στην εσωτερική οργάνωση της Λαύρας[35]. Ο κτήτορας της Λαύρας είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος, όμως, εκχωρεί τα κτητορικά του δικαιώματα στον Αθανάσιο, τον οποίο καθιστά ισόβιο ηγούμενο της Λαύρας και παράλληλα του παρέχει την εξουσία να

6

υποδεικνύει κατά ελεύθερη κρίση του το διάδοχό του[36]. Ορίζεται δε στο προαναφερθέν χρυσόβουλο, ότι ύστερα από το θάνατο του αυτοκράτορα η Λαύρα δεν θα μπορεί να μεταβιβασθεί σε κανένα πολιτικό ή εκκλησιαστικό πρόσωπο αλλά και ούτε σε άλλο μοναστικό ίδρυμα και θα είναι ανεξάρτητη από κάθε πολιτειακή ή εκκλησιαστική αρχή[37]. Εκτός από την αναφορά στα διοικητικά ζητήματα της Λαύρας, με το πρώτο χρυσόβουλο εξασφαλίζονταν για τη Λαύρα σημαντικές πηγές εισοδήματος, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των εγκαταβιούντων σε αυτήν μοναχών[38]. Έτσι, με το πρώτο χρυσόβουλο χορηγούνταν στη Λαύρα μία ετήσια επιδότηση (σολέμνιον[39]) από 244 χρυσά νομίσματα[40], μία ετήσια επιδότηση σε σιτάρι[41] και επιπλέον θεμελιωνόταν η κυριαρχία της Λαύρας στη Μονή των Περιστερών και σε όλα τα εξαρτήματά της[42]. Με το δεύτερο χρυσόβουλο κατοχυρώνονται εκ νέου τα περιουσιακά στοιχεία και τα προνόμια της Λαύρας[43].

Με τα νέα αυτά περιουσιακά στοιχεία που προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα η Λαύρα γίνεται ένα μοναστήρι με πλούτο και ευμάρεια, αλλά και με

7

ένα σημαντικό αριθμό μοναχών[44]. Οι μοναχοί της Λαύρας που ορίζονταν από το χρυσόβουλο του Νικηφόρου Φωκά στους 80[45] ξεπέρασαν πολύ γρήγορα κατά πολύ αυτό το νούμερο. Επομένως, όταν ο Αθανάσιος στο τυπικό του ανεβάζει το όριο στους 120 μοναχούς, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιεί μία κατάσταση που υπήρχε ήδη[46]. Το δε έτος 978 ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας ξεπερνούσε τους 120, όπως προκύπτει από το χρυσόβουλο των συναυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’[47].

Η ίδρυση και η λειτουργία της Λαύρας αποτέλεσε σταθμό, «γιατί από τότε τα ψαθοκάλυβα των αναχωρητών αντικαθιστούν οι ευκτήριοι οίκοι»[48]. Η υπεροχή της Λαύρας επεσκίαζε όλα τ’ άλλα μοναστήρια, έτσι ώστε, όταν δολοφονήθηκε ο Νικηφόρος Φωκάς λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του έτους 969, η Λαύρα είχε ήδη αναδειχθεί πρώτη οικονομική δύναμη του Άθω αφήνοντας πολύ πίσω όλα τ’ άλλα μοναστήρια[49].

ΙΙ. H Λαύρα κατά τη διάρκεια των αιώνων

Η ανάπτυξη της Λαύρας συνεχίστηκε και στους μετέπειτα αιώνες χάρη στην ευνοϊκή στάση που επέδειξαν οι αυτοκράτορες προς αυτήν[50]. Ο διάδοχος του Νικηφόρου Φωκά, ο Ιωάννης Α’ Τσιμισκής, διπλασίασε την επιδότηση της Λαύρας από 244 σε 488 χρυσά νομίσματα[51], ενώ το έτος

8

978 οι συναυτοκράτορες Βασίλειος Β’ και Κωνσταντίνος Η’ παραχωρούν με χρυσόβουλό τους στη Λαύρα 10 μεγάλα τάλαντα ετησίως[52]. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός με χρυσόβουλο του προχωρά σε γενναίες επιχορηγήσεις προς τη Λαύρα[53]. Η Λαύρα αυξάνει και άλλον τον πλούτο της, αποκτώντας από μεν τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το έτος 1259 εκτάσεις γης από τον δε αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ (1282-1328) μεγάλες χρηματικές δωρεές[54]. Αριθμεί από τον 11ο αιώνα και μετά 700 μοναχούς και σημαντικές μορφές της ορθοδοξίας, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς και ο Φιλόθεος Κόκκινος, αναλαμβάνουν την ηγουμενία της Λαύρας[55]. Η οικονομική της δύναμη και η επίδρασή της στους άλλους Αθωνίτες στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν τόσο έντονη, ώστε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος το 1406 στο χρυσόβουλό του για το Άγιο Όρος να επικαλείται την υποτύπωση του Αθανασίου και τους τύπους που ισχύουν στη Λαύρα[56].

Είκοσι περίπου χρόνια μετά την έκδοση του τυπικού του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, ο Άθως περνάει οριστικά στην οθωμανική κυριαρχία και οι συνθήκες και οι όροι ζωής στο Όρος αλλάζουν[57]. Η Λαύρα το 1423 περνάει κάτω από την εξουσία των Οθωμανών Τούρκων που έχει για αυτήν ως συνέπεια να απωλέσει σχεδόν όλην την εκτός Όρους περιουσία της, εάν και διατηρεί την αυτονομία της, καταβάλλοντας στο Σουλτάνο μία ετήσια εισφορά[58]. Στις αρχές του 16ου αιώνα ο αριθμός των μοναχών έχει ήδη μειωθεί δραματικά πολύ, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ο ιδιόρρυθμος

9

βίος[59]. Με ενέργειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου το 1574 η μονή μετατράπηκε σε κοινόβιο, αλλά η παρακμή έφερε και πάλι τον ιδιόρρυθμο βίο[60]. Στα τέλη του 17ου αιώνα στη Λαύρα εγκαταβιούσαν μόλις πέντε ή έξι μοναχοί[61]. Η οικονομική της ανόρθωση επιτεύχθηκε χάρη στον Πατριάρχη Διονύσιο Γ’, ο οποίος μόνασε σε αυτήν και της διέθεσε την προσωπική του περιουσία[62].

Η χερσόνησος του Άθω περιήλθε στο Ελληνικό κράτος με τις διεθνείς συνθήκες που τερμάτισαν τους πολέμους που διεξήχθησαν κατά τη χρονική περίοδο 1912-1922[63]. Η ελληνική πολιτεία όχι μόνο διατήρησε το αρχαίο προνομιακό καθεστώς των κυριαρχικών και βασιλικών μονών, οι οποίες από τον 13ο αιώνα είχαν αποκτήσει και τη σταυροπηγιακή αξία, αλλά και το εξασφάλισε διττώς, αφενός με τη συνταγματική διάταξη που περιλήφθηκε στο Σύνταγμα του 1925/1926 και αφετέρου με το Ν.Δ. της 10.9.1926 που κύρωσε νομοθετικά τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, που είχε ψηφισθεί ήδη από το Μάιο του 1924 από την Έκτακτη Διπλή Σύναξη των είκοσι Ιερών Μονών[64]. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, που προσαρτάται στο κυρωτικό αυτού νομοθετικό διάταγμα, η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας κατατάσσεται πρώτη στην ιεραρχική τάξη μεταξύ των Αγιορείτικων Μονών. Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας είναι νομικό πρόσωπο και μάλιστα κατά την κρατούσα άποψη δημοσίου δικαίου[65] και σε αυτήν υπάγονται η σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, η σκήτη των Καυσοκαλυβίων, η σκήτη της Αγίας Άννας και οι μοναχικοί

10

οικισμοί του Αγίου Βασιλείου, της Μικρής Αγίας Άννας, των Καντουνακίων και των Καρουλίων[66]. Η μονή εγκατέλειψε τον ιδιόρρυθμο βίο οριστικά το 1980, όταν οι μοναχοί αποφάσισαν να ανακηρύξουν τη μονή κοινόβιο[67].

ΙΙΙ. Τοποθεσία της Λαύρας

Από το βίο του Αθανασίου[68] σε συνδυασμό με το τυπικό του[69] λαμβάνουμε την πληροφορία ότι ο Πρώτος Στέφανος και οι λοιποί γέροντες του Συμβουλίου έδωσαν την άδεια στον Αθανάσιο να εγκατασταθεί στον έρημο τόπο που λεγόταν τα Μελανά. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του Άθω, σε υψόμετρο 160 μέτρων και σε απόσταση είκοσι λεπτών από τη θάλασσα[70]. Ο τόπος του κελιού του Αθανασίου στα Μελανά έδωσε το όνομά του στη Λαύρα, η οποία αποκαλούνταν η Λαύρα των Μελανών[71]. Ο Αθανάσιος, προκειμένου να χτίσει ένα κοινόβιο και τα κελιά του Νικηφόρου, με τη κατασκευή των οποίων θα ξεκινούσε όλο το έργο, είχε ανάγκη από μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που καταλαμβάνει ένα απλό αναχωρητικό κελί[72]. Για αυτό το λόγο ο Πρώτος και οι γέροντες του Συμβουλίου παραχώρησαν στον Αθανάσιο τμηματικά, νιώθοντας μάλλον υποχρεωμένοι επειδή ο Αθανάσιος πέτυχε την αύξηση της βασιλικής επιχορήγησης για τον Άθω και την ανακαίνιση της εκκλησίας των Καρεών[73], εδάφη από τον Αντιάθω έως το ακρωτήριο των

11

αποθηκών[74]. Στη θέση της σημερινής Μονής υπήρχε μία από τις αρχαίες πόλεις της χερσονήσου του Άθω , ίσως η πόλη Ακρόθωοι, από την οποία κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται οι σαρκοφάγοι που βρίσκονται στην αποθήκη λαδιού της[75].

 

12

Β.

 

Βίος του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη

Συντάκτης του τυπικού της Μεγίστης Λαύρας ήταν η μεγάλη ασκητική και πνευματική μορφή του ορθόδοξου μοναχισμού ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης[76]. Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης υπήρξε ο εισηγητής της νέας μορφής του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, δηλαδή του κοινοβιακού συστήματος, που εφαρμόστηκε στη συνέχεια για ολόκληρους αιώνες από όλα τα αθωνικά μοναστήρια, έως ότου να περιπέσουν αυτά, κυρίως για οικονομικούς λόγους, στον ιδιόρρυθμο βίο[77]. O όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Τραπεζούντα γύρω στα 925-930 και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αβράμιος[78]. Απορφανισθείς από μικρός ανατράφηκε από την αρχοντική οικογένεια των Κανιτών, η οποία τον απέστειλε επί αυτοκρατορίας Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (920-944) για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη ο Αβράμιος μπαίνει στην υπηρεσία του στρατηγού του θέματος του Αιγαίου Πελάγους Ζεφινέζερ, ο οποίος ήταν συγγενής εξ αγχιστείας με τη κόρη των Κανιτών[79]. Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίζεται με τους συγγενείς του Ζεφινέζερ, Μιχαήλ Μαλεΐνο, ηγούμενο της μονής Κυμινά και τους ανεψιούς αυτού Νικηφόρο και Λέοντα Φωκά. Ο Αβράμιος ακολούθησε το Μιχαήλ Μαλεΐνο στο όρος του Κυμινά, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το μοναστικό όνομα Αθανάσιος[80]. Στη σκήτη του Κυκλησή, κοντά στον Κυμινά, όπου είχε αποσυρθεί ο Αθανάσιος,

13

τον βρίσκει ο Νικηφόρος Φωκάς, ο οποίος ήταν τότε ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, όπου του εκμυστηρεύεται την πρόθεσή του να κτίσει μονή και να μονάσει μαζί του[81].

Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει τη Λαύρα του Κυμινά και κατά τα τέλη του 957 έρχεται στον Άθω, όπου κάνει το γύρο των ιδρυμάτων του, ώσπου να μπει στην υπηρεσία ενός γέροντα στο Ζυγό, αλλάζοντας το όνομα του σε Βαρνάβας, προκειμένου να αποκρύψει το μοναστικό του παρελθόν[82]. Ο Νικηφόρος Φωκάς που τον αναζητά απευθύνεται στον κριτή του θέματος της Θεσσαλονίκης που με τη σειρά του απευθύνεται στον Πρώτο του Άθω, ο οποίος, παρόλο που τον ανακαλύπτει, δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του Αθανασίου, αλλά αντιθέτως τον εγκαθιστά σε ένα κελί στις Καρυές. Η οικογένεια των Φωκάδων δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια ανεύρεσης του Αθανασίου και έτσι ο Λέων Φωκάς κατά το τέλος του 959 ανακαλύπτει το κρησφύγετο του Αθανασίου[83]. Αφού πλέον έγινε γνωστή η σχέση του Αθανασίου με την οικογένεια των Φωκάδων, άρχισαν να έρχονται προς αυτόν από παντού πολλοί ασκητές[84].

Ο Αθανάσιος, για ν’ αποφύγει την επαφή με τον πολύ κόσμο, θέλησε ν’ αποσυρθεί σ’ ένα απόμερο μέρος[85]. Έχοντας ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια στο Όρος, έλαβε από τον Πρώτο του Άθω Στέφανο και από το συμβούλιο την άδεια ν’ αποσυρθεί στον ερημικό τόπο που έφερε το όνομα Μελανά, καθώς, όπως αναφέρει ο ίδιος στο τυπικό του, οι αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανέναν ν’ αποσυρθεί σ’ ένα απόμερο μέρος, εάν

14

δεν είχε παραμείνει τουλάχιστον επί διετία ή τριετία κοντά σε έναν υπεύθυνο γέροντα ή σε κάποιο μοναστήρι στο Όρος[86]. Για ακόμα, όμως, μία φορά ένας Φωκάς έρχεται ν’ αλλάξει το ρεύμα της ζωής του Αθανασίου[87]. Ο Νικηφόρος που διηύθυνε τότε τη βυζαντινή εκστρατεία κατά των Αράβων εξέφρασε την επιθυμία να στείλουν οι Αθωνίτες προσωπικά τον Αθανάσιο στην Κρήτη[88]. Ο Αθανάσιος αποφασίζει να μεταβεί τον Φεβρουάριο του έτους 961 στην Κρήτη, όπου ο Νικηφόρος Φωκάς προτείνει στον Αθανάσιο να του διαθέσει ποσά για την ανέγερση «καταγωγίου»[89]. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, μετά την επίσκεψη του έμπιστου μοναχού του Νικηφόρου, ήτοι του Μεθοδίου, στον Άθω ο Αθανάσιος ξεπερνά τους αρχικούς του δισταγμούς να εγκαταλείψει τη ζωή του ερημίτη και αρχίζει τις οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση της Λαύρας.

Μόλις έμαθε την ανάρρηση του Νικηφόρου Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Αθανάσιος εγκατέλειψε τη Λαύρα, λυπούμενος για το γεγονός ότι ο Νικηφόρος, αφού πλέον είχε στεφθεί αυτοκράτορας, δεν θα μπορούσε να τηρήσει την υπόσχεση που του είχε δώσει, ότι δηλαδή θ’ ασκητεύσει στη Λαύρα[90]. Τη Λαύρα την αφήνει ο Αθανάσιος στα χέρια του Θεού και του αυτοκράτορα, υποδεικνύοντας στο γράμμα του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο ως τον πιο κατάλληλο ν’ αναλάβει το αξίωμα του ηγουμένου το μοναχό Ευθύμιο[91]. Ο Αθανάσιος μετά από πληροφορίες ότι η κατάσταση στη Λαύρα έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της ανεπιτυχούς διοικήσεως εκ μέρους του Ευθυμίου, αποφασίζει να επιστρέψει σε αυτήν, στην οποία γίνεται εγκάρδια δεκτός από τους μοναχούς[92]. Ο Αθανάσιος,

15

Back to Top