ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

(Ενωσιακό - Εθνικό)

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 15.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 38,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18739
Γαλάνης Π.
Αντωνίου Θ., Δούση Ε.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνίου Θ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 384
  • ISBN: 978-960-654-954-0

Μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά ενός μέλλοντος χωρίς ξεκάθαρους εθνικούς, ενωσιακούς και διεθνείς στόχους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης; Πώς μπορεί το δίκαιο να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας μέσα από την προώθηση της κλιματικής δικαιοσύνης και της δίκαιης μετάβασης σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών ρύπων;

Τα παραπάνω ερωτήματα διεκδικούν άμεσες απαντήσεις και η επίτευξη της κλιματικής ισορροπίας δεν είναι μια θεωρητική συζήτηση, που μπορούμε να περάσουμε αψήφιστα χωρίς να συνεκτιμήσουμε τις νομοθετικές και νομολογιακές τάσεις που προσπαθούν να προσαρμοστούν στα επιστημονικά δεδομένα για την επίτευξη της διαγενεακής δικαιοσύνης.

Το έργο «Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή», πέραν του ότι αποτελεί ένα εκτενές και πλήρως επικαιροποιημένο εγχειρίδιο θεωρίας και πράξης του εθνικού και ενωσιακού δικαίου για την κλιματική αλλαγή, εκθέτει τις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα και αναλύει τις νομολογιακές τάσεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη με σημείο αναφοράς κλιματικές υποθέσεις.

Ειδικότερα, το έργο έχοντας ως αφετηρία όλες τις διεθνείς πολιτικές και νομικές εξελίξεις προσεγγίζει με κριτικό τρόπο τα επιστημονικά δεδομένα, αναλύοντας με τον πιο εμπεριστατωμένο τρόπο:

  • Βασικές έννοιες του δικαίου της κλιματικής αλλαγής
  • Εθνικές, ενωσιακές και διεθνείς νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις
  • Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα

Το έργο καλύπτει απόλυτα όλα τα εθνικά και ενωσιακά νομικά ζητήματα του περιβαλλοντικού δικαίου και απευθύνεται σε νομικούς που επιθυμούν να επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους σε ζητήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, σε φοιτητές νομικών σχολών, την ακαδημαϊκή κοινότητα κ.ά.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Θ. Αντωνίου IX

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ε. Δούση XI

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ XV

ΠINAKAΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ XVI I

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή:
Έννοιες, θεμέλια & θεωρητικές βάσεις, διαστάσεις,
διεπαφή με άλλους κλάδους

1. Βασικές εννοιολογήσεις: Από την κλιματική «αλλαγή»
στην κλιματική «κρίση»; 1

2. Νομικές διαστάσεις δημοσίου δικαίου του φαινομένου
της κλιματικής αλλαγής 4

Α) Η κλιματική αλλαγή αφορά στη δημοκρατία και τη δημοκρατική
διακυβέρνηση, αλλά και στα ανθρώπινα δικαιώματα 4

Β) Η κλιματική αλλαγή ως αντικείμενο του δημοσίου δικαίου τοποθετείται
στο κέντρο του διαλόγου για τη διαπάλη ανθρωποκεντρισμού
και οικοκεντρισμού, βάσει των τομεακών της συνεπειών, ιδίως στη βάση
του διαλόγου για την «έκτακτη ανάγκη» 10

Γ) Τα περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα αποσκοπούν και
στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής 12

αα) ως προς την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία 13

αβ) ως προς τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία
της αδειοδότησης – λήψης αποφάσεων 16

αγ) ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη 17

3. Χαρτογράφηση των κυριότερων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής
που ενδιαφέρουν το δίκαιο και θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα 18

Α) Υπερθέρμανση του πλανήτη – Παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας 18

Β) Αύξηση βροχοπτώσεων 18

Γ) Αυξημένη ξηρασία 19

Δ) Πυρκαγιές 19

Ε) Άνοδος της στάθμης της θάλασσας 20

ΣΤ) Απώλεια βιοποικιλότητας 20

Ζ) Έλλειψη φαγητού 21

Η) Περισσότεροι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία 21

Θ) Φτώχεια και εκτοπισμός 21

Ι) Κλιματική μετανάστευση 22

4. Χαρακτηριστικά του δικαίου για την κλιματική αλλαγή –
Από το δίκαιο του περιβάλλοντος στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή;
Η ενίσχυση της επάρκειας και του ρυθμιστικού πεδίου του 23

Α) Aυτοτέλεια του δικαίου για την κλιματική αλλαγή; 23

Β) Γνωρίσματα του δικαίου για την κλιματική αλλαγή 24

Γ) Επάρκεια του δικαίου για την κλιματική αλλαγή και προτάσεις βελτιστοποίησης 25

Δ) Κλάδοι του δικαίου για την κλιματική αλλαγή 27

Ε) Περιβαλλοντικά νομικώς προστατευόμενα επιμέρους αγαθά
και κλιματική αλλαγή: Η άρρηκτη σύνδεση 28

αα) Βιοποικιλότητα και κλιματική αλλαγή 28

αβ) Ύδατα και κλιματική αλλαγή 31

αγ) Δάση και κλιματική αλλαγή 34

αδ) Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος και κλιματική αλλαγή 40

5. H σύνδεση του δικαίου για την κλιματική αλλαγή με
τα οικονομικά και την πολιτική περιβάλλοντος 40

Α) Παγκοσμιοποίηση 41

Β) Αντιμετώπιση των εξωτερικοτήτων (φαινόμενο NIMBY) 41

Γ) Ανισότητα, ασυμμετρίες του συστήματος 42

Δ) Τα οικονομικά εργαλεία στην υπηρεσία της αντιμετώπισης
της έκτακτης ανάγκης της κλιματικής αλλαγής 42

Ε) Oικονομικές αναλύσεις και νομικά προβλήματα 44

ΣΤ) Κλιματική αλλαγή και εργασία 46

Ζ) Κλιματική αλλαγή και τουρισμός 47

Η) Κλιματική αλλαγή και ασφάλιση 48

Θ ) Πολιτική περιβάλλοντος σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο –
συμπόρευση πολιτικής και δικαίου στο πεδίο της κατανόησης και
της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής 48

6. Η ηθική φιλοσοφία και η κλιματική αλλαγή 50

7. Ενδιάμεσα συμπεράσματα κεφαλαίου 51

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Διεθνής εξέλιξη του δικαίου για την κλιματική αλλαγή

1. Η Σύμβαση πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα (UNFCCC) (1992) 54

Α) Γενική επισκόπηση 54

Β) Μετριασμός (mitigation) 55

Γ) Προσαρμογή (adaptation) 56

Δ) Συλλογή και αναφορά δεδομένων 56

Ε) Διοικητικοί θεσμοί, δομή και διαδικασία 57

ΣΤ) Χρηματοδοτικά ζητήματα Σύμβασης 57

Ζ) Εν συνόψει: συνολική αποτίμηση της σημασίας της Σύμβασης-Πλαίσιο 57

2. Το Πρωτόκολλο του Κιότο 59

Α) Παρακολούθηση στόχων εκπομπών 60

Β) Προσαρμογή 61

Γ) Ταμείο Προσαρμογής 61

Δ) Μηχανισμοί για την κλιματική αλλαγή 61

Ε) Άδειες και δικαιώματα 62

ΣΤ) Εν συνόψει: Συνολική αποτίμηση του Πρωτοκόλλου του Κιότο 62

3. Η Συνδιάσκεψη και η Συμφωνία της Κοπεγχάγης (2009) 63

4. Η Συμφωνία των Παρισιών για την κλιματική αλλαγή (2015) 66

Α) Γενική κατόπτευση 66

Β) Διαφοροποίηση από το Πρωτόκολλο του Κιότο 68

Γ) Mετριασμός (mitigation) – Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDCs) 69

Δ) Προσαρμογή (adaptation) 71

Ε) Μακροπρόθεσμες στρατηγικές 71

ΣΤ) Χρηματοδότηση και αλληλοϋποστήριξη των κρατών 72

Ζ) Μεταφορά τεχνολογίας 72

Η) Ανάπτυξη ικανοτήτων 72

Θ) Παρακολούθηση της προόδου επίτευξης των στόχων 73

Ι) Εφαρμογή και αποτελεσματικότητα 73

ΙΑ) Απώλειες και ζημιές (loss and damages) 75

ΙΒ) Διαφάνεια, έλεγχος και συμμόρφωση με τη Συμφωνία των Παρισίων
(Transparency, Implementation and Compliance) 76

ΙΓ) Το εγχειρίδιο κανόνων της Συμφωνίας (The Paris Rulebook) 78

ΙΔ) Ο ρόλος της ΕΕ στη Συμφωνία των Παρισίων 78

ΙΕ) Η σχέση της Συμφωνίας των Παρισίων με τις δικαστικές διαφορές για
την κλιματική αλλαγή και τα ανθρώπινα δικαιώματα 79

ΙΣΤ) Εν συνόψει: η σημασία της Συμφωνίας των Παρισίων 79

5. Οι επιμέρους αρχές των Συμβάσεων για την κλιματική αλλαγή 80

Α) Διαγενεακή ευθυδικία/προοπτική και ισότητα στην αντιμετώπιση
της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του κλιματικού συστήματος 80

Β) Η αρχή των κοινών, αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών των κρατών
(common but differentiated responsibilities) 83

Γ) Η αρχή της προφύλαξης και ο ρόλος της επιστημονικής αβεβαιότητας
στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή (precautionary principle) 86

Δ) Η αυτονόητη συνιστώσα της βιώσιμης ανάπτυξης
(sustainable development) 90

6. Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο 90

Α) Οι 17 στόχοι του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDGs) – ο στόχος 13 91

Β) Η Σύνοδος Κορυφής COP26 – Το Σύμφωνο της Γλασκώβης 92

αα) Αναγνώριση της έκτακτης ανάγκης 93

αβ) Επιταχυνόμενη δράση 93

αγ) Απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα 94

αδ) Παροχή χρηματοδότησης για το κλίμα 94

αε) Ενίσχυση της υποστήριξης για προσαρμογή 94

αζ) Συμπλήρωση του εγχειριδίου κανόνων των Παρισίων 94

αη) Εστίαση στην απώλεια και τη ζημιά 95

Γ) Η Σύνοδος Κορυφής COP27 – 2022 95

7. Ενδιάμεσα συμπεράσματα κεφαλαίου 95

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ενωσιακό δίκαιο για την κλιματική αλλαγή

1. Οι ενωσιακές νομικές βάσεις για την αντιμετώπιση
της κλιματικής αλλαγής στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο 97

Α) Ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΕΕΠ (1987)
και Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) 97

Β) Οι Συνθήκες του Άμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2003) 98

Γ) Η Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) 99

αα) Το άρθρο 191 ΣΛΕΕ ως περιβαλλοντική στοχοθεσία της ΕΕ
και πρόκριμα της κλιματικής πολιτικής της 100

αβ) Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ ως συνδεκτικός κρίκος περιβαλλοντικής –
ενεργειακής – κλιματικής πολιτικής της ΕΕ 101

αγ) Η αρχή της ενσωμάτωσης 102

αδ) Η συντρέχουσα ενωσιακή αρμοδιότητα της ΕΕ
στον τομέα του περιβάλλοντος 102

Δ) Κλιματική πολιτική-διπλωματία και εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ 104

Ε) O ρόλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) για
την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής 105

ΣΤ) Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για
την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής 106

2. O Κανονισμός για «τη Διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και
της Δράσης για το Κλίμα» (2018/1899) 106

Α) Γενική κατόπτευση 106

Β) Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) 109

3. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal) 109

4. H δέσμη Fit for 55 115

Α) Γενική κατόπτευση 115

Β) Υπάρχουσα κατάσταση 116

Γ) Η Οδηγία 2018/2002 – Ενεργειακή απόδοση 117

5. To Σχέδιο REPowerEU 121

Α) Η εξοικονόμηση ενέργειας 121

Β) Διαφοροποίηση προμηθειών και υποστήριξη των διεθνών εταίρων της ΕΕ 122

Γ) Επιτάχυνση της επικράτησης των ΑΠΕ 123

6. Ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος 126

7. Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα 128

8. Το Σχέδιο Κλιματικών Στόχων για το 2030 130

9. Η νέα στρατηγική της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή 132

10. Νομικά κείμενα της ΕΕ για μείωση των εκπομπών του διοξειδίου
του άνθρακα 134

11. Το Σύστημα Εμπορεύσιμων Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων (ΣΕΔΕ/ΕTS) 135

Α) Η ωρίμανση του Συστήματος (4 εξελικτικές φάσεις) 136

αα) 1η φάση (2005-2007) 136

αβ) 2η φάση (2008-2012) 137

αγ) 3η φάση (2013-2020) 138

Β) Στόχευση της Οδηγίας στην παρούσα 4η φάση (2021-2030) 139

Γ) Επισκόπηση της τρέχουσας φάσης εξέλιξης του Συστήματος 144

αα) Το σύστημα cap and trade 144

αβ) Η απόφαση 2015/1814 σχετικά με τη θέσπιση και τη λειτουργία
αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς όσον αφορά
στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και
την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ 145

αγ) Προστασία από τη διαρροή άνθρακα (carbon leakage) 146

Δ) Η εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ για την Οδηγία 2003/87 146

αα) Έννοιες και όροι της Οδηγίας 2003/87 146

αβ) Επακριβής καταγραφή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου 146

αγ) Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην Οδηγία 2003/87 148

αδ) Δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων σε νεοεισερχόμενους 148

αε) Δικαίωμα κράτους να απαιτήσει πληροφορίες από επιχειρήσεις
που τυγχάνουν δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπών 148

αστ) Αποφυγή διπλής κατανομής δικαιωμάτων εκπομπών 148

αζ) Επιστροφή μη χρησιμοποιηθέντων δικαιωμάτων εκπομπών, λόγω
παράβασης υποχρέωσης ενημέρωσης 148

αη) Ερμηνεία άρθρου 10 Οδηγίας 2003/87 149

αθ) Παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας κατά την Οδηγία 2003/87 149

αι) Δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου στις αερομεταφορές 150

αια) Περιπτώσεις επιτρεπτών εθνικών ρυθμίσεων 151

αιβ) Περιπτώσεις μη επιτρεπτών εθνικών ρυθμίσεων 151

12. Η Δίκαιη μετάβαση (just transition) – Ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης (just transition mechanism) 152

Α) Γενική περιγραφή 152

Β) Just Transition Mechanism (Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης): Πυλώνες 152

Γ) Just Transition Fund (Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης) 155

Δ) Πυλώνας ΙΙΙ του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης –
Δανειακή Διευκόλυνση Δημόσιου Τομέα 157

Ε) Πρόγραμμα 2021-2027 157

αα) Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης 157

αβ) Δανειακή Διευκόλυνση Δημόσιου Τομέα 157

13. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός Ταξινομίας (taxonomy) 157

Α) Η ταξινομία στην ενωσιακή έννομη τάξη 158

Β) Κανονισμός ταξινόμησης και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις 158

Γ) Μετριασμός 158

Δ) Προσαρμογή 159

14. Τα μέτρα της ΕΕ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) 160

15. Ο Μηχανισμός Διασυνοριακής προσαρμογής άνθρακα 162

16. Η Βιώσιμη Χρηματοδότηση (ESG) 164

17. Τα μέτρα της ΕΕ για τα Ανανεώσιμα αέρια (υδρογόνο, μεθάνιο) 166

18. Πυρηνική ενέργεια και ΕΕ 168

19. Ενδιάμεσα συμπεράσματα κεφαλαίου 168

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Εθνικό δίκαιο για την κλιματική αλλαγή: Εθνικός
Κλιματικός Νόμος και λοιπά νομοθετήματα (απολιγνιτοποίηση, δίκαιη μετάβαση, χωρικός
σχεδιασμός, περιβαλλοντική νομοθεσία)

Εισαγωγή: κλιματικοί νόμοι στα ευρωπαϊκά κράτη 169

1. Χαρακτηριστικά του εθνικού δικαίου για την κλιματική αλλαγή 171

Α) Κατακερματισμός 171

Β) Τεχνικός χαρακτήρας 171

Γ) Απουσία επί της παρούσης στιγμής νομολογιακής απόφανσης 171

Δ) Απουσία βιβλιογραφικής θεμελίωσης 172

2. Η ενσωμάτωση των διεθνών συμβάσεων στην ελληνική δικαιοταξία 172

Α) Ο Ν. 2205/1994 για την κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών
για τις κλιματολογικές μεταβολές 172

Β) Ο Ν. 3017/2002 για την κύρωση του Πρωτοκόλλου του Κιότο
στη Σύμβαση πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος 172

Γ) Ο Ν. 4426/2016 για την κύρωση της Συμφωνίας των Παρισίων στη Σύμβαση - Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή 172

3. Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος (Ν. 4936/2022 (ΦΕΚ Α 105/27.05.2022) 173

Α) Διεργασίες ψήφισης - Οι βάσεις και τα θεμέλια του Εθνικού Κλιματικού Νόμου 174

Β) Αντικείμενο 176

Γ) Οι εννοιολογήσεις του Εθνικού Κλιματικού Νόμου 177

αα) Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) 178

αβ) Περιφερειακά Σχέδια για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή 179

Δ ) Οι στρατηγικές και τα μέτρα μετριασμού (mitigation) της Κλιματικής αλλαγής 182

αα) Απαγόρευση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά
ορυκτά καύσιμα (άρθρο 11) 183

αβ) Μέτρα προώθησης των οχημάτων μηδενικών εκπομπών (άρθρο 12) –
Η σχέση ΕΚΝ με τον Ν. 4710/2020 (προώθηση της ηλεκτροκίνησης) 183

αγ) Εξαίρεση διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και
υπηρεσιών για τις κατηγορίες οχημάτων «Μ3», «Ν2» και «Ν3» -
Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 39 του ν. 4710/2020 (άρθρο 15) 185

αδ) Δημοτικά σχέδια μείωσης εκπομπών (άρθρο 16) 186

αε) Μέτρα για τη μείωση των εκπομπών από τα κτήρια (άρθρο 17) 187

αστ) Μέτρα για τη μείωση των εκπομπών από τις επιχειρήσεις (άρθρο 20) 187

Ε ) Το Διοικητικό Δίκαιο στη διεπαφή του με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο 188

ΣΤ ) Τα οικονομικά εργαλεία του Εθνικού Κλιματικού Νόμου 189

Ζ ) Η συμμετοχική διάσταση του Εθνικού Κλιματικού Νόμου 190

Η ) Η σχέση περιβαλλοντικής αδειοδότησης και Εθνικού Κλιματικού Νόμου 190

Θ ) Κατάργηση των διατάξεων του Ν. 4414/2016 για την προσαρμογή
της Ελλάδας στην κλιματική αλλαγή 193

Ι) Συνολική αποτίμηση του ΕΚΝ 193

αα) Καινοτομίες – θετικά σημεία του ΕΚΝ 193

αβ) Ελλείψεις – ζητήματα εφαρμογής του ΕΚΝ 193

4. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) 195

5. Η διάσταση της κλιματικής αλλαγής στους πολεοδομικούς νόμους
και στον χωρικό σχεδιασμό 201

Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ 202

Α) Η συμπερίληψη της κλιματικής αλλαγής στην εκπόνηση
πολεοδομικών σχεδίων (ΤΠΣ/ΕΠΣ) 203

Β) Η διάσταση της ανθεκτικότητας στον χωρικό σχεδιασμό
προς αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής 204

Γ) Χρήσεις γης, πολεοδομικό κεκτημένο και κλιματική αλλαγή 204

6. Η Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση κατά τον Ν. 4872/2021 205

Α) Αντικείμενο 206

Β) Ειδική Υπηρεσία Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (άρθρα 3-13) 206

Γ) Χαρακτηρισμός Έργων Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης
και Μισθώσεις Δημοσίων Ακινήτων (άρθρο 14) 207

Δ) Σύσταση Εταιρείας «ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΕ» (άρθρο 15) 208

Ε) Πολεοδομικές ρυθμίσεις και Δίκαιη Μετάβαση (άρθρα 17 έως 19) 208

ΣΤ) Υλοποίηση έργων ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ σε Ζώνες Απολιγνιτοποίησης (ΖΑΠ) 209

Ζ) Οριοθέτηση υδατορεμάτων (άρθρο 23) 210

Η) Έγκριση χρηματοδοτικών προγραμμάτων Πράσινου Ταμείου (άρθρο 25) 210

Θ) Αποτίμηση των ρυθμίσεων του Ν. 4872/2021 210

7. Η διάσταση της κλιματικής αλλαγής στον θαλάσσιο
χωροταξικό σχεδιασμό 211

8. Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) 214

9. Η διάσταση της κλιματικής αλλαγής στη νομοθεσία για τα ύδατα –
Ιδίως η προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης 214

10. Η διάσταση της κλιματικής αλλαγής στη νομοθεσία
περί αιγιαλού και παραλίας 216

11. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2003/87 στην ελληνική έννομη τάξη 221

12. Instrument mix στο εθνικό δίκαιο για την κλιματική αλλαγή:
φορολογικά εργαλεία, εργαλεία κινήτρων 222

13. Προγράμματα και φορείς διαμόρφωσης πολιτικής για
την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα 224

14. Ενδιάμεσα συμπεράσματα κεφαλαίου 225

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα κλιματικής αλλαγής (Climate Change Litigation)

1. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος
στην ενωσιακή έννομη τάξη και κατά τη Σύμβαση Άαρχους 227

Α) «Ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη» 229

Β) Συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και πρόσβαση
στη δικαιοσύνη – τεκμήριο γνώσης και ανάρτηση στο διαδίκτυο 230

2. Climate change litigation: Οι ιδιαιτερότητες της πρόσβασης
στη δικαιοσύνη για θέματα κλιματικής αλλαγής – Τα χαρακτηριστικά
της «κλιματικής νομολογίας» 231

Α) Το ζήτημα του είδους των προσβαλλόμενων πράξεων, του εννόμου
συμφέροντος και των εν γένει δικονομικών απαραδέκτων 234

Β) Το ζήτημα της νομικής βάσης των κλιματικών αξιώσεων 236

Γ) Το ζήτημα ορθής ερμηνείας των σχετικών περιβαλλοντικών νόμων 236

Δ) Το ζήτημα έκτασης και έντασης του δικαστικού ελέγχου, όπως και
το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών (ο Δικαστής ως προστάτης
του πλανήτη;) 237

Ε) Τυπολογία των κλιματικών διαφορών 239

αα) Η κλαδική θεώρηση: βάσει του κλάδου δικαίου και της αντιδικίας
με ιδιώτη ή το Δημόσιο 239

αβ) Η ποιοτική θεώρηση: βάσει της έντασης της σχέσης της διαφοράς
με την κλιματική αλλαγή (άμεση ή έμμεση) 242

αγ) Η διαφοροποιημένη ανά έννομη τάξη θεώρηση 242

3. Επισκόπηση καίριων υποθέσεων για το κλίμα 243

Α) American Electric Power Co. v. Connecticut 243

Β) Teitiota v. New Zealand 243

Γ) Ashgar Leghari v. Federation of Pakistan 244

Δ) Massachusetts v. EPA 245

Ε) Plan B. v. UK 246

ΣΤ) State of the Netherlands v. Urgenda Foundation 247

αα) Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως βάση των υποχρεώσεων για
την πρόληψη της κλιματικής αλλαγής 250

αβ) Κοινή και διαφοροποιημένη ευθύνη 251

αγ) Θετικές Υποχρεώσεις 253

αδ) Ευθύνη για ένα παγκόσμιο ζήτημα 254

Ζ) Union of Swiss Senior Women for Climate Protection v. Swiss Federal Council 255

Η) Youth v. Canada 256

Θ) Juliana and others v. USA (Our Childrens’ Trust) 257

Ι) Carvalho/Peoples’ Climate Case 258

ΙΑ) Future Generations v. Ministry of the Environment and Others 259

ΙΒ) Vienna Airport Case 260

ΙΓ ) Neubauer and others v. Germany
(του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) 261

ΙΔ) Sharma v. Minister of the Environment 264

ΙΕ) Duarte Agostinho and others v. Portugal et. al. (32) 266

ΙΣΤ) Milieudefensie et. al. v. Royal Dutch Shell 268

ΙΖ) Greenpeace Nordic and others v. USA 270

ΙΗ) Friends of the Irish Environment v. Government of Ireland
(Climate Case Ireland) 272

ΙΘ) African Climate Alliance et al v. Minister of Mineral Resources and Energy et al. 274

Κ) Environmental Justice Australia (EJA) κατά Αυστραλίας 274

ΚΑ) Κοινότητα Waorani κ. PetroOriental 275

ΚΒ) Καταγγελία δικηγόρων για δράση για το κλίμα
στο Advertising Standards Board 275

ΚΓ) Καταγγελία στην ολλανδική επιτροπή διαφήμισης σχετικά με
τις διαφημίσεις της Shell 276

ΚΔ) Barbara Metz et al. v. Wintershall Dea AG 277

ΚΕ) Jochims v. Oatly Group AB 277

ΚΣΤ) Australasian Center for Corporate Responsibility v. Santos Limited 278

ΚΖ) Abrahams κατά Commonwealth Bank of Australia 278

ΚΗ) Luciano Lliuya v. RWE AG 278

ΚΘ) ΔΕΕ, C-121/21, Τσεχική Δημοκρατία κ. Πολωνίας (Mine de Turów) 280

Λ) Notre Affaire à Tous and Others v. France ( l’Affaire du Siècle) 281

ΛΑ) Sacchi et al. v. Argentina et al. 283

ΛΒ) ΜcVeigh v. Retail Employees Superannuation Trust 285

ΛΓ) Thomson v. Minister for Climate Change Issues 286

ΛΔ) Commune de Grande-Synthe v. France 287

ΛΕ) Mex M. v. Austria 289

ΛΣΤ) Οργανώσεις κατά Υπουργείου Ενέργειας της Makhanda 289

4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα κεφαλαίου 290

Κεφάλαιο έκτο

Συγκεντρωτικά συμπεράσματα μονογραφίας

1) Η κλιματική αλλαγή και το μοντέλο του «Ιανού»: Αναζητώντας έδαφος μεταξύ δικαίου και επιστήμης 291

2) Το πρόβλημα του δημοσίου συμφέροντος στο δίκαιο για την κλιματική
αλλαγή και ο γόρδιος δεσμός της «στάθμισης» των συγκρουόμενων
αγαθών και συμφερόντων 292

3) Η σταδιακή ωρίμανση της εθνικής έννομης τάξης και οι αναπόδραστες
επιρροές της από την εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για
το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή 295

4) Η σημασία της συμμετοχής του ιδιώτη στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή 296

5) Το δίκαιο για την κλιματική αλλαγή ως ένα νέο «δίκαιο της ανάγκης»; 297

6) H σημασία των δικών για το κλίμα στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής:
Η αναδυόμενη ενηλικίωση της κλιματικής δικαιοσύνης 299

7) Η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής από ηθική σε νομική
επιταγή και από άτεγκτη πρόκληση σε απτή πραγματικότητα
του κοινωνικού κράτους δικαίου 301

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 305

Νομολογία 337

Ν ομοθεσία 340

Γενικές ιστοσελίδες έρευνας υλικού 34 8

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΟΡΩΝ 349

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στο δίκαιο για την κλιματική αλλαγή: Έννοιες, θεμέλια & θεωρητικές βάσεις, διαστάσεις, διεπαφή με άλλους κλάδους

Η παρούσα μονογραφία συνειδητά επέλεξε τον όρο «κλιματική αλλαγή» έναντι του όρου «κλιματική κρίση». Η απόφαση αυτή πηγάζει από τη συγγραφική επιθυμία ανάδειξης των «μονιμότερων» και «σταθερότερων» γνωρισμάτων του δικαίου για την κλιματική αλλαγή που εντοπίζονται διάσπαρτα στο ενωσιακό, διεθνές και εθνικό πλαίσιο. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει πως ενίοτε δεν θα χρησιμοποιείται και ο αντίστοιχος όρος της «κρίσης», για να υποδηλώσει ένα φαινόμενο ισχυρότερο κατ’ ένταση και ποιότητα.

1. Βασικές εννοιολογήσεις: Από την κλιματική «αλλαγή» στην κλιματική «κρίση»;

Η έννοια της κλιματικής αλλαγής χρησιμοποιείται ευρέως στη βιβλιογραφία (ξενόγλωσση και εγχώρια) εδώ και πολλά συναπτά έτη, αλλά τείνει σταδιακώς να αντικατασταθεί από τον όρο «κλιματική κρίση». Το βέβαιο είναι πως η «αλλαγή» ή ορθότερα οι «αλλαγές» συνιστούν το πρόκριμα της «κρίσης», δηλ. πλείονες δυσμενείς μεταβολές εγκυμονούν το παγκόσμιο φαινόμενο της «κλιματικής κρίσης». Η οπτική γωνία που υιοθετείται στο παρόν βιβλίο είναι σφαιρική και δεν εστιάζει μόνο στις «κορυφώσεις» του φαινομένου, αλλά στη μελέτη (από νομικής, ασφαλώς, άποψης) της (ή, ορθότερα, των) κλιματικής αλλαγής (-ών).

Η κλιματική αλλαγή αντικρίζεται δικαίως ως το καθοριστικότερο ζήτημα της εποχής μας και οι επιπτώσεις της σταθμίζονται άνισα στους πιο ευάλωτους ανθρώπους του κόσμου. Για παράδειγμα, οι εκτοπισμένοι και οι απάτριδες πληθυσμοί, αλλά και οι γυναίκες – ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες – είναι μεταξύ εκείνων που χρήζουν της μεγαλύτερης δικαϊκής προστασίας. Οι ευάλωτες κοινότητες αντιμετωπίζουν ήδη πολλαπλές (και δυσχερώς αναστρέψιμες) κλιματικές επιπτώσεις στα τρόφιμα, το νερό, τη γη και άλλες υπηρεσίες οικοσυστήματος που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη υγεία, αλλά και ως προς τα μέσα διαβίωσης, την εγκατάσταση και την επιβίωση. Αυτοί οι πληθυσμοί, ήτοι ενδεικτικά οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρίες και οι αυτόχθονες πληθυσμοί πλήττονται δυσανάλογα.

Σελ. 2

Υπό την ταχεία υπερθέρμανση του πλανήτη, οι ακραίες καιρικές συνθήκες – έντονες βροχοπτώσεις, ξηρασία, καύσωνες, τροπικές καταιγίδες – γίνονται πιο απρόβλεπτες, έντονες και συχνές και αυξάνουν τον κίνδυνο περαιτέρω ταχείας και απρόβλεπτης έναρξης κινδύνων, όπως πλημμύρες, κατολισθήσεις, διάβρωση, πυρκαγιές και ερημοποίηση. Ταυτόχρονα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επιφέρει αυξημένες παράκτιες πλημμύρες, αλάτωση του εδάφους και απειλή μόνιμης πλημμύρας σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο.

Η ανθεκτικότητα (resilience) σε κλιματικούς κραδασμούς, στην περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι συχνά η χαμηλότερη σε εύθραυστα περιβάλλοντα που επηρεάζονται από συγκρούσεις και γεωπολιτικούς παράγοντες. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δύνανται να επιδεινώσουν και τη δυναμική των συγκρούσεων. Χωρίς φιλόδοξη δράση για το κλίμα και μείωση του κινδύνου καταστροφών, οι καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα θα μπορούσαν να διπλασιάσουν τον αριθμό των ανθρώπων που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια σε πάνω από 200 εκατομμύρια κάθε χρόνο έως το 2050.

Η κλιματική κρίση, παρά την κοινώς παραδεδεγμένη άποψη:

1. Δεν συνιστά αμιγώς περιβαλλοντικό πρόβλημα. Πρόκειται για σύνθετο πρόβλημα, με πολλαπλές αλληλεπιδράσεις, αλλά και επίπεδα ανάλυσης. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, πρόκειται για πρόβλημα πολιτικό, το οποίο χρήζει και τοιαύτης αντιμετώπισης. Χωρίς την πολιτική συνιστώσα, την πολιτική βούληση, τη διεθνή διαπραγμάτευση και διπλωματία και τη συναίνεση (άρα και τη συμμετοχική συνιστώσα) το πρόβλημα θα παραμείνει δυσεπίλυτο ή και άλυτο.

2. Δεν φέρει αμιγώς τοπική διάσταση, ούτε αφορά μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες. Συνιστά παγκόσμιο πρόβλημα, που χρήζει και παγκόσμιων μέτρων για την αντιμετώπισή του.

3. Δεν επιλύεται ούτε περιστέλλεται μόνο με μονομερείς (ad hoc, ως επί το πλείστον) παρεμβάσεις, ούτε με κυριαρχικές αποφάνσεις των πάλαι ποτέ «ισχυρών» κρατών του πλανήτη, αλλά απαιτεί συνεργασία, συμμετοχή και δημοκρατική αντιμετώπιση.

Σελ. 3

4. Δεν είναι ένα αμιγώς επιστημονικό ή τεχνικό/τεχνολογικό πρόβλημα, αλλά προεχόντως ένα ζήτημα διεπιστημονικό, που εγγίζει τα όρια και της νομικής επιστήμης και της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας.

5. Δεν έχει κατορθωθεί να αντιμετωπιστεί ενιαία, αντιθέτως η εξέταση της αντίδρασης της διεθνούς κοινότητας στο πρόβλημα συνιστά «φωτογραφία στιγμής», όπως προκύπτει ήδη από τη Σύμβαση του 1992 και τον δικαϊκό κατακερματισμό που ευστόχως αποδίδεται στο διεθνές δίκαιο για την κλιματική αλλαγή.

6. Δεν είναι εφεύρεση των καιρών ούτε κάποια σκιώδης σκευωρία, όπως αρέσκονται να επισημαίνουν οι επικριτές της: Η κλιματική αλλαγή συνέβη φυσικά ανά τους αιώνες και συνεχίζει να συμβαίνει χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Όμως, τα γεγονότα της κλιματικής αλλαγής που προκαλούνται από «ανθρώπινες δυνάμεις» έχουν καταστεί σήμερα μια αυξανόμενη ανησυχία παγκοσμίως. Ωστόσο, είναι επιστημονικά δυσχερές να γίνουν οι σχετικές διακρίσεις, καθώς τα διακριτικά κριτήρια είναι δύσκολο να καθοριστούν. Επιπλέον, η έκταση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως κριτήριο. Οι εποχές των παγετώνων, για παράδειγμα, δείχνουν ότι, με την πάροδο του χρόνου, η κλιματική αλλαγή ήταν σημαντική, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αναγνωριστούν σαφώς ως η πιο σημαντική συμβολή στην κλιματική αλλαγή. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έχει επιβεβαιώσει κατηγορηματικά στις εκθέσεις της ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική και ότι οι ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι η κύρια αιτία της. Η αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων και φυσικών καταστροφών, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι πλημμύρες, τα κύματα καύσωνα, οι ξηρασίες, η ερημοποίηση, η έλλειψη νερού και η εξάπλωση τροπικών και μεταδιδόμενων ασθενειών έχουν αναγνωριστεί ως μερικές από τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων, έστω υπό το φως του δικαίου της ανάγκης.

Σελ. 4

2. Νομικές διαστάσεις δημοσίου δικαίου του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής

Τούτων λεχθέντων, ως πρόκριμα για τη διείσδυση στα μύχια του δικαίου για την κλιματική αλλαγή τάσσεται η χαρτογράφηση των κυριότερων νομικών διαστάσεών της που φέρουν νομική σημασία, δηλαδή η ανίχνευση, η συστηματοποίηση, η ερμηνευτική προσπέλαση, η σύγκρισή τους και η άρθρωση στέρεων δικανικών συλλογισμών στα επιμέρους ζητήματα που κυοφορεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής/κρίσης, προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα του αν υπάρχει σήμερα οποιαδήποτε προοπτική «κλιματικής δικαιοσύνης». Καθώς το πεδίο της μελέτης μας είναι αμιγώς το δημόσιο δίκαιο, σε αυτό το πλαίσιο και θα μελετηθεί η κλιματική αλλαγή. Το δημόσιο δίκαιο είναι μεν πρωταρχικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλληλεπιδρά, ωστόσο, με το ιδιωτικό δίκαιο. To δεύτερο αναφύεται κυρίως στις νομικές διαφορές με ιδιώτες, μείζονες «ρυπαντές», όπως καλούνται και θα προσεγγιστεί αδρομερώς στο τελευταίο κεφάλαιο.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, τα βασικότερα νομικά προβλήματα που εγείρονται είναι τα εξής:

Α) Η κλιματική αλλαγή αφορά στη δημοκρατία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά και στα ανθρώπινα δικαιώματα

Η κλιματική αλλαγή απειλεί την αποτελεσματική άσκηση και απόλαυση μιας σειράς θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων στα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και τα εθνικά Συντάγματα και τα εθνικά νομοθετικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της ανθρώπινης αξίας, ζωής, του νερού και της αποχέτευσης, της τροφής, της υγείας, της στέγασης, της αυτοδιάθεσης, του πολιτισμού και της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οι τομεακές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απειλούν, λοιπόν, άμεσα και έμμεσα την πλήρη και αποτελεσματική απόλαυση μιας σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώθηκε από το ψήφισμα 41/21 της IPCC και του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα κράτη έχουν νομική υποχρέωση (απορρέουσα πανταχόθεν) να αποτρέπουν τις προβλέψιμες δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίζουν ότι όσοι πλήττονται από αυτήν, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονται σε ευάλωτες καταστάσεις, θα έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα και μέσα προσαρμογής, για να απολαμβάνουν ένα minimum ανθρώπινης αξιοπρέπειας, γνωστό στη γερ-

Σελ. 5

μανική θεωρία ως Existenzminimum. Η αξιοπρεπής διαβίωση των φυσικών προσώπων που διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας, συνιστά συνταγματικό σκοπό ερειδόμενο τόσο στην αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος) όσο και στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος). Βάσει αυτής, κάθε άνθρωπος δικαιούται να λαμβάνει αποδοχές, οι οποίες θα του εξασφαλίζουν όχι μόνο τους όρους της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ.) αλλά και τη συμμετοχή του στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Για το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν αρκεί μια συνθήκη απλή βιολογικής συντήρησης, αλλά θα πρέπει να δημιουργείται ένα ευρύτερο βιοτικό περιβάλλον, εντός του οποίου ο άνθρωπος θα μπορεί ακώλυτα να αναπτύξει την προσωπικότητά του ως ενεργό μέλος της κοινωνίας. Άλλωστε, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω του εισοδήματος, αλλά επιτυγχάνεται μέσω των γενικότερων συνθηκών διαβίωσης που διαμορφώνει η κρατική εξουσία για τους πολίτες της. Η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης έλκει την καταγωγή της από τη θεωρητική κατασκευή του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου περί Existenzminimum. Από την κρατική υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Menschenwürde) και την αρχή του κοινωνικού κράτους (Sozialstaatsprinzip) απορρέει ένα ατομικό αγώγιμο δικαίωμα του πολίτη έναντι των κρατικών οργάνων προς εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η έκταση του δικαιώματος αυτού δεν προσδιορίζεται ευθέως στο Σύνταγμα, αλλά τελεί σε συνάρτηση με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, την προσωπική κατάσταση του δικαιούχου του καθώς και με τα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα της εποχής. Εναπόκειται στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη, συνεπώς, να εξειδικεύσει σαφώς το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος. Διαθέτει προς τούτο ευρύ περιθώριο εκτίμησης (Gestaltungsspielraum) και κρίσης, υποκείμενο μόνο σε οριακό δικαστικό έλεγχο (zurückhaltende gerichtliche Kontrolle). Μια παροχή θα κρινόταν συναφώς ως αντίθετη στην αρχή του Existenzminimum, μόνο εφόσον δεν επαρκεί προδήλως (evident unzureichend) για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών. Ως βασικές βιοτικές ανάγκες δε νοούνται μόνο οι αμιγώς βιολογικές αλλά και η δυνατότητα ανάπτυξης και διατήρησης διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται επί της ουσίας στη διαπίστωση ότι η κρατική εξουσία έλα-

Σελ. 6

βε πράγματι επαρκώς υπόψη της τη συνταγματική επιταγή και επιχείρησε με πρόσφορα μέσα να την υλοποιήσει. Όλες αυτές οι παρατηρήσεις μεταφέρονται mutatis mutandis και στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής.

Οι αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή υπόκεινται σε εκθετική αύξηση ανάλογα με τον βαθμό της κλιματικής αλλαγής που τελικά λαμβάνει χώρα. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι μηχανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (οι ειδικές διαδικασίες, τα όργανα της Συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η Παγκόσμια Περιοδική Αναθεώρηση) και το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προσπάθησαν να επιστήσουν εκ νέου την προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική αλλαγή μέσω σειράς ψηφισμάτων, εκθέσεων και δραστηριοτήτων σχετικά με το θέμα, και υποστηρίζοντας μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για την κλιματική αλλαγή, η οποία διέπεται από ολιστικό πνεύμα, με τη θεώρηση του πλανήτη ως ενιαίου συστήματος. Το προοίμιο της Συμφωνίας των Παρισίων στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή καθιστά σαφές ότι όλα τα κράτη «θα πρέπει, όταν αναλαμβάνουν δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, να σέβονται, να προωθούν και να λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Όπως τόνισε το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα για τη διαμόρφωση και υλοποίηση παγκόσμιων πολιτικών και μέτρων που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Αλλά ανεξαρτήτως της διεθνούς πολιτικής, εξίσου σημαίνουσα αναδεικνύεται και η εγχώρια πολιτική, με την υιοθέτηση μιας προσέγγισης ερειδόμενης στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας προσέγγισης που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ότι, καθώς διαμορφώνονται πολιτικές και προγράμματα, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η εκπλήρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε όλοι να τα απολαμβάνουν. Τούτο προϋποθέτει τη διέλευση από τα κάτωθι στάδια:

1. Πρέπει να προσδιοριστούν οι φορείς δικαιωμάτων και τα κατ’ ιδίαν δικαιώματά τους, καθώς και οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι και οι υποχρεώσεις τους, προκειμένου να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης των ικανοτήτων των κατόχων δικαιωμάτων να υποβάλουν τις αξιώσεις τους και των δικαιούχων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αντιστρόφως, πρέπει να προσδιοριστούν και οι φορείς υποχρεώσεων.

2. Οι αρχές και τα πρότυπα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι βασικές

Σελ. 7

παγκόσμιες συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να καθοδηγούν όλες τις πολιτικές και τον προγραμματισμό σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας.

3. Τα επιμέρους λαμβανόμενα και υλοποιούμενα μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

4. Εγκυμονούνται ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή αποτελεί η ίδια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

5. Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα επιβάλλουν την υποχρέωση στα κράτη όχι μόνο να σέβονται αυτά τα δικαιώματα αλλά και να τα προστατεύουν και να τα εκπληρώνουν, παρέχοντας έναν υψηλό βαθμό περιβαλλοντικής προστασίας. Για να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι απαραίτητο το ίδιο το κράτος να παρεμβαίνει στα δικαιώματα των ανθρώπων μέσω των δικών του ενεργειών: καταρχήν, μια παραβίαση μπορεί επίσης να συμβεί, εάν το κράτος δεν εκπληρώσει το καθήκον του να προστατεύσει τους ανθρώπους από παραβιάσεις τρίτων. Οι Κατευθυντήριες Αρχές του ΟΗΕ για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα από απειλές από οικονομικούς παράγοντες, ενώ οι οικονομικοί φορείς (ιδιωτικοί φορείς) έχουν καθήκον να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιπλέον, ενδέχεται να γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης, εάν τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται από τις ενέργειες των οικονομικών παραγόντων, πάντοτε με την κατάφαση της ζημίας και του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου.

6. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο με μέσα του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς διπλωματίας δεν απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ατομικά, ιδωμένο ως μονάδα.

7. Τα δικαιώματα στο δίκαιο της κλιματικής αλλαγής αποκτούν μία διαχρονική, διαγενεακή διάσταση, η οποία είναι αυξημένη σε σχέση με το κλασικό συνταγματικό δίκαιο των θεμελιωδών ελευθεριών.

Ειδικά στο εγχώριο Σύνταγμα, η προστασία του περιβάλλοντος, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, έχει επεκταθεί ερμηνευτικά και στο πεδίο του δικαίου της κλιματικής αλλαγής, ενώ ανάγεται και στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η οικολο-

Σελ. 8

γική και κλιματική ισορροπία αφορά προεχόντως στην ανθρώπινη αξία, ως πανανθρώπινο, μητρικό δικαίωμα.

Τα ως άνω, ωστόσο, γεννούν ιδιαίτερα ερωτήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επίδραση που τους ασκεί η κλιματική αλλαγή, ερωτήματα τα οποία αγγίζουν τον μυχό της κλασικής περί δικαιωμάτων θεώρησης. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα που θεωρούνταν ως αμυντικά δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύουν από το κράτος ισχύουν πράγματι ενόψει ενός παγκόσμιου προβλήματος αυτής της κλίμακας με έναν εντελώς αδιαχείριστο αριθμό αιτιών; Μπορούν αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα να θεωρηθούν ως επιβλητικά συγκεκριμένων καθηκόντων στο κράτος όσον αφορά στον τρόπο καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής; Και είναι δυνατόν να ασκηθεί αγωγή σε περίπτωση παράβασης αυτών των καθηκόντων; Μήπως απλώς τα κράτη (φορείς καθήκοντος) έχουν θετική υποχρέωση να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και την αποκατάσταση αυτών των κλιματικών επιπτώσεων και ως εκ τούτου, για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και να εξασφαλίσουν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα (κάτοχοι δικαιωμάτων) έχουν την απαραίτητη ικανότητα προσαρμογής στην κλιματική κρίση;

Τα ζητήματα αυτά μπορούν να τυποποιηθούν ως εξής:

- Η κλιματική αλλαγή μπορεί να επιδράσει τόσο στον τρόπο άσκησης (απόλαυσης) του δικαιώματος, όσο και στον πυρήνα του δικαιώματος. Ωστόσο, προκειμένου να διαγνωστεί παράβαση του δικαιώματος, απαιτείται πράξη ή παράλειψη φορέα, δημοσίου ή μη, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παραβίαση.

- Η παραβίαση του δικαιώματος τελεί σε συνάρτηση με την παραβίαση κάποιας επιβληθείσας υποχρέωσης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ιδίως στο πλαίσιο του μετριασμού ή της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

- Υφίσταται υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να συνυπολογίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν λαμβάνει μέτρα μετριασμού ή προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

- Δεν είναι δυνατή η εναγωγή του Δημοσίου ή των ιδιωτών για παραβίαση της Συμφωνίας των Παρισίων γενικώς, παρά μόνο επιμέρους υποχρεώσεων απορρεουσών από αυτή, εχουσών την απαιτούμενη κανονιστική προς τούτο πυκνότητα.

Σελ. 9

Εκ της έρευνας και της προόδου του επιστημονικού διαλόγου αναφορικά με την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα, μπορούμε να καταλογογραφήσουμε τα σημαντικότερα συμπεράσματα ως προς τον ρόλο του κράτους ως εξής:

- Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής η οποία αποτελεί άμεση απειλή για πολλά ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος έχει ως εκ τούτου καθήκον να λάβει ενεργά μέτρα για την αποτροπή της. Το κράτος πρέπει στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού να αποτρέψει τις δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίσει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

- Τα κράτη θα πρέπει να είναι υπόλογα στους φορείς δικαιωμάτων για τη συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας να ρυθμίσουν επαρκώς τις εκπομπές των επιχειρήσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, ανεξάρτητα από το πού συμβαίνουν αυτές οι εκπομπές ή οι βλάβες τους.

- Ερωτήματα όπως, τι θα συμβεί εάν τα κράτη δεν εκπληρώσουν το καθήκον τους για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής ή αν τα βήματα που γίνονται υπολείπονται πολύ από το απαραίτητο και το δυνατό ή μπορεί τότε να επιβληθεί πιο αποτελεσματική δράση για το κλίμα με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, δυσχερώς απαντώνται. Κάθε νομική υπόθεση πρέπει να εξετάζεται πολύ προσεκτικά, για να διαπιστωθεί ποιο νομικό κείμενο περιέχει το διεκδικούμενο δικαίωμα, σε ποιο βαθμό εφαρμόζεται, ποιος είναι υποχρεωμένος από αυτό και αν μπορεί να ασκηθεί αγωγή ως αποζημιωτικό εργαλείο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα περιέχονται σε διάφορες νομικές πηγές που λαμβάνουν διαφορετικές μορφές. Για παράδειγμα, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι νομικά δεσμευτική. Αντίθετα, τα βασικά δικαιώματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα – συμπεριλαμβανομένου π.χ. του Βασικού Νόμου της Γερμανίας ή του Ελληνικού Συντάγματος – μπορούν να τα επικαλεστούν ενώπιον δικαστηρίου, όπως και τα δικαιώματα που περιέχονται στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

- Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής υπάρχει μια περαιτέρω δυσκολία με τη μορφή του εκτεταμένου περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη. Όσον αφορά στην επιβολή των προστατευτικών μέτρων, τα δικαστήρια φαίνεται πως παρίστανται

Σελ. 10

εξαιρετικά απρόθυμα να κρίνουν ότι ένα δικαίωμα έχει παραβιαστεί: στο πλαίσιο του συστήματος διάκρισης των εξουσιών, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια να λαμβάνουν αποφάσεις πολιτικής που είναι αρμοδιότητα του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη ή της εκτελεστικής εξουσίας. Οι ρόλοι τους παραμένουν διακριτοί. Επομένως, τα δικαστήρια παρεμβαίνουν, μόνο όταν τα μέτρα που λαμβάνονται είναι σαφώς ανεπαρκή, αλλά ταυτόχρονα παραβιάζουν κάποιον κανόνα δικαίου. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει περαιτέρω νομική προστασία σε σχέση με την κλιματική αλλαγή; Είναι ένα εναγώνιο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε στον δρόμο προς την αναζήτηση της κλιματικής δικαιοσύνης.

Εξάλλου, με την υιοθέτηση της Σύμβασης-Πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή, τα κράτη έχουν δεσμευτεί σε διεθνές επίπεδο να αναλάβουν δράση για αυτή και οι περισσότερες χώρες έχουν επίσης μια εθνική πολιτική για το κλίμα.

Β) Η κλιματική αλλαγή ως αντικείμενο του δημοσίου δικαίου τοποθετείται στο κέντρο του διαλόγου για τη διαπάλη ανθρωποκεντρισμού και οικοκεντρισμού, βάσει των τομεακών της συνεπειών, ιδίως στη βάση του διαλόγου για την «έκτακτη ανάγκη»

Η κλιματική αλλαγή εγκυμονείται από την ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, αλλά απορρέει εν μέρει και από τις φυσικές καταστροφές.

Οι δε επιπτώσεις της (impacts) είναι πολλαπλές, πολύπλοκες, τομεακώς ιδωμένες, αφορούν δε τόσο στο περιβάλλον το ίδιο όσο και στον άνθρωπο.

Ιδίως, όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γ. Δελλής, το πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου συνιστά την αναγκαία «ώσμωση φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας», ένα πεδίο όπου αμοιβαίως τα ρεύματα θεραπεύουν το ένα τις ελλείψεις του άλλου, αφού αφενός ο φιλελευθερισμός παύει να θεωρεί την ελευθερία (εδώ την επενδυτική, οικονομική ελευθερία) ως πανάκεια, καθώς και το περιβάλλον πρέπει να λαμβάνεται ουσιωδώς υπόψη, αφετέρου δεν απαιτείται πάντοτε και καθ’ ολοκληρίαν η καταλυτική ρυθμιστική κρατική παρέμβαση, αφού ο διάλογος των ρευμάτων συνιστά την ιδεώδη κατάληξη της κοινής προσπάθειας για τον ρεαλισμό στο δημόσιο δίκαιο. Η κάθε είδους παρέμβαση τίθεται ως όριο στον φιλελευθερισμό, αλλά όχι μέχρις εσχάτων.

Η διαμόρφωση της κλιματικής αλλαγής ως φαινομένου/κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι ένας από τους πολλούς τρόπους κατανόησης αυτού του διεθνικού και περιεκτικού φαι-

Σελ. 11

νομένου και είναι κρίσιμος στο δημόσιο δίκαιο «μοχλός» εξήγησης των διαφόρων δημοσιολογικών διαστάσεων της κλιματικής αλλαγής.

Οι ερευνητές έχουν διερευνήσει τις στρατηγικές δυνατότητες διαφόρων πλαισίων (όπως το οικονομικό και το υγειονομικό) για την προώθηση της κλιματικής πολιτικής.

Οι νομικοί μελετητές έχουν αναλύσει εναλλακτικά πλαίσια που προκύπτουν μέσω των διαφορών για το κλίμα. Οι δηλώσεις έκτακτης ανάγκης για το κλίμα που κατακλύζουν τη βιβλιογραφία, τον δημόσιο λόγο και τα ΜΜΕ εν γένει, παρουσιάζουν ένα νέο πλαίσιο για συνταγματολογικές προσεγγίσεις. Οι δηλώσεις έκτακτης ανάγκης για το κλίμα φαίνεται να παρακολουθούν τη νέα πραγματικότητα των επαναλαμβανόμενων, συχνών, ακραίων γεγονότων και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθούν αξιέπαινες για τον τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζουν έγκυρα επιστημονικά στοιχεία για τις κλιματικές επιπτώσεις και απαιτούν από τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα για την εκπλήρωση δεσμεύσεων που έχουν ήδη αναλάβει μέσω στρατηγικών σχεδίων, μέσω υιοθέτησης νομοθεσίας ή διεθνών συμφωνιών.

Ωστόσο, οι δηλώσεις έκτακτης ανάγκης διαδραματίζουν έναν ιδιότυπο ρόλο στο δημόσιο δίκαιο. Οποιαδήποτε προσπάθεια επίκλησης της γλώσσας της έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά, ειδικά από νομικούς, υπό το πρίσμα της μακράς ιστορίας καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που υπονομεύουν το κράτος δικαίου και τις δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποτελούν, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, ένα «παζλ δημοσίου δικαίου». Δεν είναι κηρύξεις κατάστασης έκτακτης ανάγκης – ένα συμβατικό νομικό «εργαλείο» που χρησιμοποιείται από το κράτος για την αντιμετώπιση ενός ακραίου γεγονότος, όπως μια δασική πυρκαγιά, ούτε είναι απλή ρητορική. Υπό το πρίσμα του διφορούμενου καθεστώτος τους, ένας «πειρασμός» για τους μελετητές του δημοσίου δικαίου θα μπορούσε να είναι να απορρίψουν αυτές τις δηλώσεις ως άσχετες ή ασυνάρτητες. Ωστόσο, είναι η διεθνική και νομικά ασαφής φύση των δηλώσεων έκτακτης ανάγκης για το κλίμα που δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία να διερευνηθούν κοινές υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και πώς αυτές ρυθμίζονται από τον νόμο.

Λειτουργούν ως «προβολέας», διαφωτίζοντας λανθάνουσες υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου. Η διακοπή των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης μπορεί «να φέρει στην επιφάνεια σιωπηρές πτυχές της κανονικότητας της πολιτικής» ή να τονίσει τις συστημικές διακρίσεις. Αυτά τα παράδοξα περιπλέκουν παραγωγικά τις μακροχρόνιες και υπερβολικά απλοποιημένες υποθέσεις σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που περιέχονται στο δημό-

Σελ. 12

σιο δίκαιο και, με αυτόν τον τρόπο, μας επιτρέπουν να επισκοπήσουμε τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους το δημόσιο δίκαιο τις ρυθμίζει. Συμπλέουν, επίσης, με την παρατήρηση ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλήρως αναχαιτίσιμη, ούτε, όμως, τούτο συνεπάγεται την ευχέρεια αδράνειας του ανθρώπου.

Στη νομική και συνταγματική θεωρία, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης συνδέονται συχνά με τις έννοιες του «κυρίαρχου ελέγχου». Για τον Schmitt, και τους νομικούς θεωρητικούς που ακολουθούν τη σκέψη του, τόσο η κατάσταση εξαίρεσης όσο και η εξαίρεσή της δηλώνονται από τον κυρίαρχο (η σύγχρονη εκτελεστική εξουσία ) και, αντιστρόφως, η εξαίρεση αποκαλύπτει ποιος είναι στην πραγματικότητα ο κυρίαρχος. Με αυτή την άποψη, η εκτελεστική εξουσία ενεργοποιείται και ασκεί εξουσία που δεν περιορίζεται από τον νόμο. Ως εκ τούτου, οι συνταγματολόγοι επικεντρώνονται σε ζητήματα συνταγματικού σχεδιασμού, τα οποία αναγνωρίζουν την ανάγκη αντιμετώπισης μιας έκτακτης ανάγκης, αλλά εξακολουθούν να περιέχουν την άσκηση αυτών των εξαιρετικών εξουσιών. Για παράδειγμα, ορισμένοι υποστηρίζουν τα μοντέλα παρέκκλισης, όπως αντιπροσωπεύεται από το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, το οποίο λέγεται ότι δημιουργεί ένα «διπλό συνταγματικό σύστημα: και τα δύο στρώματα υπάρχουν σε ένα καθεστώς νομιμότητας, αλλά μόνο ένα υπάρχει στο πλαίσιο του καθεστώτος ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ταυτόχρονα, υπάρχει εκείνη η χορεία των ερευνητών που επιδιώκουν να υποβάλουν αυτά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης σε ορισμένους νομικούς περιορισμούς, για να διασφαλίσουν τη διατήρηση της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου.

Γ) Τα περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα αποσκοπούν και στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής

Η ΕΕ έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση Άαρχους (απόφαση Συμβουλίου) και η τελευταία αποτελεί μικτή συμφωνία και αναπόσπαστο τμήμα της ενωσιακής έννομης τάξης και ως εκ τούτου, το ΔΕΕ μπορεί να ερμηνεύει τη Σύμβαση Άαρχους στον βαθμό που η ΕΕ έχει ενσωματώσει τις προβλέψεις της. Με την τελευταία δεν διευρύνεται μόνο ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο κατοχυρώνονται τα παραπάνω δικαιώματα, με την επέκτασή του σ’ εκείνες από τις συμβαλλόμενες χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, αλλά εξειδικεύονται, συγκεκριμενοποιούνται και επιρρωνύονται σημαντικά τα δικαιώματα αυτά και παράλληλα θεσπίζονται διαδικαστικές εγγυήσεις για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησής τους.

Σελ. 13

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι στο δίκαιο της κλιματικής αλλαγής εφαρμόζεται και πλήρως η Σύμβαση Άαρχους, με τους γνωστούς τρεις πυλώνες της:

αα) ως προς την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία

Το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (ενεργητική ή παθητική) θεμελιώνεται στον συλλογικό χαρακτήρα του δικαιώματος στο περιβάλλον και απορρέει από την αρχή της πρόληψης. Κατοχυρώνεται δε στο Σύνταγμα (άρθρο 10 παρ. 3 Συντάγματος) και στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αλλά και διεθνώς ήδη στη Διακήρυξη του Ρίο και στη Συνθήκη του Άαρχους.

Η Σύμβαση Άαρχους διακρίνει τη συμμετοχή του κοινού σε σχέση με τις αποφάσεις για ειδικές δραστηριότητες, τα σχέδια/προγράμματα/πολιτικές του περιβάλλοντος και την προπαρασκευή ειδικών, νομικά δεσμευτικών πράξεων γενικής εφαρμογής. Κατά το άρθρο 6, όπως ερμηνεύεται, η πληροφόρηση του κοινού πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση για αδειοδότηση του έργου, στο αν υπόκειται το έργο σε ΕΠΕ, τα επιμέρους στοιχεία της απόφασης, το αν διαθέτει η αρχή πληροφορίες, τις ενδείξεις χρονοδιαγράμματος, τις επιμέρους λεπτομέρειες τούτων κλπ.. Ειδικότερες ρυθμίσεις προβλέπονται για το «ενδιαφερόμενο κοινό»: πληροφορίες κατά την εκπόνηση ΕΠΕ, ειδικές συμβουλές στην αρμόδια αρχή, κάθε πληροφορία που καθίσταται διαθέσιμη μετά τον χρόνο ενημέρωσης κλπ.

Λόγω του ασταθούς και δυναμικού χαρακτήρα της περιβαλλοντικής γνώσης, δεν πρέπει να βασίζεται κανείς σε μία μόνο πηγή που να του προσφέρει την πληροφορία που θέλει, αλλά να την αποσπά και από τρίτες πηγές. Συνεπώς, η περιβαλλοντική απόφαση οράται ως συνεργατική διαδικασία, παρά ως μία κεντρική και κυριαρχική απόφανση. Ειδάλλως, το δημοκρατικό έλλειμμα που θα παρατηρείται πράγματι δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Πάντως, η Σύμβαση Άαρχους περιέχει σοβαρές εγγυήσεις για την κατοχύρωση των ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία διακηρύσσονται από την ίδια. Η αποτελεσματικότητά τους, όμως, θα δοκιμαστεί στο στάδιο της εφαρμογής και του δικαστικού ελέγχου. Είναι, επομένως, προφανές ότι εξαιρετικά σημαντικός θα είναι ο ρόλος των δικαστών στην υλοποίηση των αρχών της Σύμβασης. Από την πρακτική των δικαστηρίων θα εξαρτηθεί τελικώς, αν οι ρήτρες της Σύμβασης θα παραμείνουν στο χώρο του soft law ή θα αναχθούν σε δεσμευτικούς κανόνες με συγκεκριμένες συνέπειες σε περίπτωση παραβίασής τους.

Σελ. 14

Το δικαίωμα προβλέπεται και εξειδικεύεται σε ενωσιακούς κανόνες δικαίου. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι ενωσιακοί κανόνες και η Σύμβαση Άαρχους αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοεπηρεάζονται. Από τη σύγκριση των προοιμίων αφενός των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου της Σύμβασης διαφαίνεται ότι οι αντιστοίχως εισαγόμενοι κανόνες και αρχές θεμελιώνονται σε διαφορετική θεωρητική αντίληψη. Σημειώνεται ότι η ΕΕ προσχώρησε στη Σύμβαση Άαρχους με την υπ’ αριθμ. 370/2005 Απόφαση του Συμβουλίου. Ωστόσο, βασικοί κανόνες της Σύμβασης έχουν ως πηγή έμπνευσης τις κάτωθι Οδηγίες. Οι επιμέρους δε Οδηγίες αφορούν στα της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και στα της πληροφόρησης, όπως και στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτόν εκδόθηκαν το έτος 2003 δύο Οδηγίες, και συγκεκριμένα, η Οδηγία 2003/4/ΕΚ, που αφορά στην πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες και αντικατέστησε την Οδηγία 90/313/ΕΟΚ, και η Οδηγία 2003/35/ΕΚ, η οποία αφορά στη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία κατάρτισης σχεδίων και προγραμμάτων με περιβαλλοντικές επιπτώσεις και με την οποία τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν οι Οδηγίες 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ. Για την εναρμόνιση προς τις Οδηγίες αυτές έχουν ήδη εκδοθεί σχετικές κοινές υπουργικές αποφάσεις στο ελληνικό δίκαιο.

Επισκοπώντας εγγύτερα τις ως άνω Οδηγίες διαπιστώνουμε τα εξής πορίσματα:

Η Οδηγία 90/313 ΕΟΚ διατυπώνει μία ευρεία έννοια των «δημοσίων αρχών» και της «πληροφορίας», ορίζει την κρατική υποχρέωση χορήγησης πρόσβασης στα έγγραφα αυτά, ενώ προβλέπει και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή/και τον διοικητικό αυτοέλεγχο. Κατά δε μία σημαντική υπόθεση του (τότε) ΔΕΚ, «πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη είναι να δώσει στην «πληροφορία» ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνον τόσο τα στοιχεία όσο και τις δραστηριότητες που αφορούν στην κατάσταση αυτών των τομέων. Το άρθρο 2, στοιχείο α', της Οδηγίας 90/313/ΕΟΚ, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος εφαρμόζεται και επί απόψεως την οποία διατύπωσε αρμόδια για την προστασία του τοπίου διοικητική αρχή στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε διαδικασία έγκρισης κατασκευαστικών σχεδίων, αν η άποψη αυτή μπορεί να επηρεάσει, όσον αφορά στα συμφέροντα προστασίας του περιβάλλοντος, την απόφαση έγκρισης αυτών των σχεδίων». Σε άλλη υπόθεση του ΔΕΚ, το Δικαστήριο δέχεται ότι το άρθρο 2, στοιχείο α', της Οδηγίας περι­λαμβάνει στην έννοια της «πληροφορίας σχετικής με το περιβάλλον» οποια­δήποτε πληροφορία σχετική με την κατάσταση των διαφόρων περιβαλλοντικών τομέων στους οποίους αναφέρεται, καθώς και τις δραστηριότητες ή τα μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς ή να προστατεύσουν τους εν λόγω τομείς, «συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και των προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος», συνεπώς ευθέως το Δικαστήριο υιοθετεί μία διασταλτική προσέγγιση της έννοιας της «πληροφορίας». Εξάλλου, και μόνο από το γράμμα αυτής της διάταξης προκύπτει ότι πρόθεση του κοινοτι-

Σελ. 15

κού νομοθέτη είναι να δώσει στην έννοια αυτή ευρύ περιεχόμενο, περιλαμβάνον τόσο τα στοιχεία όσο και τις δραστηριότητες που αφορούν στην κατάσταση αυτών των τομέων.

Κατά δε την Οδηγία 2003/4 ΕΚ, διευρύνεται η προγενέστερη Οδηγία, με κατάργησή της. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να παρέχουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχονται από τις ίδιες ή για λογαριασμό τους σε όποιον υποβάλλει σχετική αίτηση και χωρίς ο αιτών να οφείλει να επικαλεσθεί οιοδήποτε συμφέρον, ενώ δίνεται και έμφαση στη χρήση τηλεπικοινωνιών. Υφίσταται δε και πληρέστερο σύστημα προσφυγής στη δικαιοσύνη, ταχύρρυθμες διαδικασίες, προβλέπεται σύσταση αρμόδιας αρχής, δεσμευτικότητα τελεσίδικων αποφάσεων κλπ. :

- Ορίζοντας την έννοια της «περιβαλλοντικής πληροφορίας» (άρθρο 2 παρ. 1 Οδηγίας 2003/4), διευκρινίζεται ότι τέτοια συνιστά κάθε πληροφορία σχετική με την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, σχετική με παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, μέτρα (πολιτικές, νομοθεσία, σχέδια και προγράμματα) που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος ή τους προαναφερθέντες παράγοντες, εκθέσεις για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής πληροφορίας, αναλύσεις κόστους-οφέλους και πληροφορίες για την κατάσταση της ανθρώπινης υγείας και ασφάλειας, αλλά και εκπομπές πανταχόθεν προερχόμενες, αρκεί να παρουσιάζουν κάποιον σύνδεσμο με το περιβάλλον αυτές. Ως κριτήριο γενικής εφαρμογής θα ήταν δυνατό να αποφανθούμε ότι συνιστά «περιβαλλοντική πληροφορία» οτιδήποτε αφορά σε στοιχεία του περιβάλλοντος, ακόμα και αν δεν προβαίνει σε εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον. Ωστόσο, εντός της νομολογίας του ΔΕΕ εμφανίζονται και τάσεις συσταλτικές της έννοιας της «πληροφορίας», αφού λ.χ. αποφάνθηκε ότι στοιχεία με τα ονόματα κατόχων λογαριασμών προέλευσης και προορισμού σε σχέση με την μεταβίβαση δικαιωμάτων εκπομπών δεν συνιστούν περιβαλλοντική πληροφορία. Πρόκειται μάλλον για ένδειξη ρεαλισμού και ορθής ερμηνείας της έννοιας της πληροφορίας.

- Ορίζοντας, επίσης, την έννοια της «δημόσιας αρχής» με τρόπο διεξοδικό: συνιστούν τέτοια αρχή α) η κυβέρνηση ή άλλη δημόσια διοικητική αρχή, συμπεριλαμβανομένων συμβουλευτικών φορέων σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, β) οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί δημόσια διοικητικά καθήκοντα δυνάμει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αρμοδιοτήτων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών σχετικών με το περιβάλλον και γ) οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα ή αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή παρέχει υπηρεσίες σχετικές με το περιβάλλον υπό τον έλεγχο φορέα ή προσώπου που εμπίπτει στις δύο προαναφερθείσες κατη-

Σελ. 16

γορίες, όχι, όμως, φορείς ή όργανα που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Η Οδηγία 2003/4 έχει υιοθετήσει το λειτουργικό κριτήριο για τον ορισμό των «δημοσίων αρχών», εντάσσοντας στο πεδίο της και οιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ασκεί διοικητικά καθήκοντα στο κράτος.

Κατά την Οδηγία ΕΠΕ, τα κράτη μέλη θέτουν εύλογα χρονοδιαγράμματα για τις επιμέρους συνιστώσες της ενημέρωσης. Η Οδηγία θέτει, επίσης, κανόνες διασυνοριακής ενημέρωσης για τη συλλεγείσα πληροφόρηση.

Τέλος, εντοπίζεται και ο Κανονισμός 1367/2006 για την εφαρμογή της Σύμβασης Άαρχους: Οι 3 πυλώνες δύνανται να συνοψισθούν σε μία νομοθετική πράξη και να θεσπισθούν κοινές διατάξεις για τους στόχους και τους ορισμούς. Αυτό συμβάλλει στον εξορθολογισμό της νομοθεσίας και αυξάνει τη διαφάνεια των μέτρων εφαρμογής που λαμβάνονται όσον αφορά στα όργανα και τους οργανισμούς της ΕΕ (βλ. π.χ. την υπόθεση Τ-545/11 Stichting Greenpeace Nederland & PAN Europe κατά Επιτροπής: οι πληροφορίες σχετικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην βιοκτόνο ουσία glyphosate αποτελούν «εκπομπές στο περιβάλλον» με την έννοια του Κανονισμού Άαρχους 1367/2006, σύμφωνα με τον οποίο «υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν σε εκπομπές στο περιβάλλον» (άρθρο 6 παρ. 1 Κανονισμού).

Περαιτέρω προηγουμένως ισχύοντα εθνικά νομικά κείμενα που προβλέπουν και εξειδικεύουν το δικαίωμα είναι η ΚΥΑ/1990 ΥΠΕΧΩΔΕ-ΥπΕθνΟικ, με την οποία ρυθμίζονται τα ζητήματα δημοσιοποίησης των ΜΠΕ. Σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ: Υπόχρεες να παράσχουν πληροφορίες είναι όλες οι διοικητικές αρχές, δικαιούχος είναι κάθε φπ/νπ χωρίς τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος, πληροφορία είναι κάθε γραπτή/οπτική κλπ. που αφορά στην κατάσταση του περιβάλλοντος ή δραστηριότητες οχλούσες, οι περιορισμοί είναι όλοι σχετικοί και η διοίκηση υποχρεούται να απαντήσει εντός ενός μηνός στο σχετικό αίτημα.

Στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ανευρίσκεται και το ΠΔ 28/2015, που αναφέρεται στην περιβαλλοντική πληροφόρηση στα άρθρα 48-49.

αβ) ως προς τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία της αδειοδότησης – λήψης αποφάσεων

Από την επιστήμη και τη νομολογία γίνεται δεκτή η ίδρυση ενός δικαιώματος συμμετοχής του «ενδιαφερόμενου κοινού» στις διαδικασίες αδειοδότησης και Δέουσας Εκτίμησης κατά το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43, που απορρέει από τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 6 της ίδιας Οδηγίας και του άρθρου 6 παρ. 1 εδάφ. β΄ της Σύμβασης Άαρχους .

Σελ. 17

Tο δικαίωμα συμμετοχής του κοινού (σε ένα πρώιμο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης) αφορά στις διαδικασίες για την αδειοδότηση έργων ή δραστηριοτήτων που αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (άρθρο 6 της Σύμβασης Άαρχους), βάσει της Οδηγίας ΕΠΕ/ΣΠΕ ή της Οδηγίας SEVESO III, αλλά και σε νομοθετικά κείμενα τα οποία μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (άρθρο 8 της Σύμβασης Άαρχους). Το δικαίωμα αφορά, όπως έχει πολλάκις αναφερθεί, α) στο «κοινό» και β) στο «ενδιαφερόμενο κοινό». Ιδίως το β), στο οποίο εντάσσονται και οι ΜΚΟ φέρει αυξημένα διαδικαστικά δικαιώματα. Η συμμετοχή του κοινού θα πρέπει να είναι αποτελεσματική και χρονικά να μην τίθενται ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.

αγ) ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη

για το θέμα αυτό, βλ. εκτενώς κεφάλαιο πέμπτο, υποενότητα 1 και 2.

Από τη Σύμβαση Άαρχους καλύπτονται:

1. Άδειες και εγκρίσεις για συγκεκριμένα έργα και δραστηριότητες που εκπέμπουν GHG.

2. Εθνικά, τοπικά ή περιφερειακά σχέδια και προγράμματα που αφορούν στον μετριασμό ή την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή ή αφορώντα τομείς, όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, η γεωργία, η βιομηχανία κλπ.

Τέλος, η Σύμβαση Άαρχους συσχετίζεται με τα υπάρχοντα διεθνή κείμενα που αφορούν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ειδικότερα:

1. Το Πρωτόκολλο του Κιέβου για τα μητρώα έκλυσης και μεταφοράς ρύπων που θεσπίστηκε βάσει της Σύμβασης Άαρχους. Το Πρωτόκολλο του Κιέβου ήταν το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές μέσο για τα μητρώα έκλυσης και μεταφοράς ρύπων. Ο στόχος του είναι «να ενισχύσει την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες μέσω της δημιουργίας συνεκτικών, εθνικών μητρώων έκλυσης και μεταφοράς ρύπων (PRTRs)». Τα PRTR είναι απογραφές ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και άλλες πηγές, οι οποίες κατ’ επιταγή του Πρωτοκόλλου είναι δημόσια προσβάσιμες.

2. Τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ του 1992 που επιτάσσει στο άρθρο 6 τη δημόσια συμμετοχή, συμπλέει και αλληλεπιδρά με το άρθρο 6 της Σύμβασης Άαρχους (συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων για έργα και δραστηριότητες), το άρθρο 7 της Σύμβασης Άαρχους (συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων σε σχέδια και προγράμματα) και το άρθρο 8 της Σύμβασης Άαρχους (συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων κανονισμών και άλλων δεσμευτικών νομικών κειμένων).

Σελ. 18

3. Χαρτογράφηση των κυριότερων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής που ενδιαφέρουν το δίκαιο και θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα

Στην παρούσα υποενότητα τυποποιούνται οι κυριότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής οι οποίες ενδιαφέρουν το δίκαιο, με έμφαση στο δημόσιο δίκαιο. Καθώς το πρίσμα της παρούσης μονογραφίας είναι νομικό, αποφεύγονται πραγματολογικές αναλύσεις και παρατίθενται οι επιπτώσεις με τρόπο λακωνικό. Σε ορισμένες επιπτώσεις τονίζεται το κανονιστικό πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, της ΕΕ και της Ελλάδας.

Α) Υπερθέρμανση του πλανήτη – Παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας

Καθώς αυξάνονται οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου, αυξάνεται και η παγκόσμια θερμοκρασία του πλανήτη. Η τελευταία δεκαετία, 2011-2020, είναι η θερμότερη που έχει καταγραφεί. Από τη δεκαετία του 1980, κάθε δεκαετία ήταν θερμότερη από την προηγούμενη. Σχεδόν όλες οι χερσαίες περιοχές βλέπουν περισσότερες ζεστές μέρες και κύματα καύσωνα. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τις ασθένειες που σχετίζονται με τη ζέστη και κάνουν πιο δύσκολη την εργασία σε εξωτερικούς χώρους. Οι πυρκαγιές ξεκινούν πιο εύκολα και εξαπλώνονται πιο γρήγορα, όταν οι συνθήκες είναι πιο ζεστές. Οι θερμοκρασίες στην Αρκτική έχουν αυξηθεί τουλάχιστον δύο φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Είναι χαρακτηριστικό πως το δίκαιο για την κλιματική αλλαγή ξεκίνησε από τη νομική αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και από το δίκαιο της προστασίας από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Σταδιακώς, όμως, υπερκέρασε τα στενά αυτά όρια, όπως θα εξηγηθεί στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου.

Από το πολυσχιδές ενωσιακό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, επελέγη η Οδηγία 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΚΥΑ ΗΠ 14122/549/Ε103).

Β) Αύξηση βροχοπτώσεων

Οι καταστροφικές καταιγίδες έχουν γίνει πιο έντονες και συχνότερες σε πολλές περιοχές. Καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται, περισσότερη υγρασία εξατμίζεται, γεγονός που επιδεινώνει τις ακραίες βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες, προκαλώντας περισσότερες καταστροφικές καταιγίδες. Η συχνότητα και η έκταση των τροπικών καταιγίδων επηρεάζεται

Σελ. 19

επίσης από την υπερθέρμανση των ωκεανών. Οι κυκλώνες και οι τυφώνες τρέφονται με ζεστά νερά στην επιφάνεια του ωκεανού. Τέτοιες καταιγίδες συχνά καταστρέφουν σπίτια και κοινότητες, προκαλώντας θανάτους και ευμεγέθεις οικονομικές απώλειες.

Γ) Αυξημένη ξηρασία

Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει δραστικά τη διαθεσιμότητα του νερού, καθιστώντας το πιο σπάνιο σε περισσότερες περιοχές. Η υπερθέρμανση του πλανήτη επιδεινώνει τις ελλείψεις νερού σε περιοχές που έχουν ήδη πληγεί από την έλλειψη νερού και οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο γεωργικών ξηρασιών που επηρεάζουν τις καλλιέργειες και οικολογικής ξηρασίας που αυξάνει την ευπάθεια των οικοσυστημάτων. Η ξηρασία μπορεί επίσης να προκαλέσει καταστροφικές καταιγίδες άμμου και σκόνης που μπορούν να μετακινήσουν δισεκατομμύρια τόνους άμμου σε όλες τις ηπείρους. Οι έρημοι επεκτείνονται, μειώνοντας τη γη για την καλλιέργεια τροφίμων. Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον ορατό κίνδυνο να μην έχουν αρκετό νερό σε τακτική βάση.

Δ) Πυρκαγιές

Η κλιματική αλλαγή υπήρξε βασικός παράγοντας για την αύξηση του κινδύνου και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών παγκοσμίως. Ο κίνδυνος πυρκαγιάς εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία του εδάφους και η παρουσία δέντρων, θάμνων και άλλων πιθανών καυσίμων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ισχυρούς άμεσους ή έμμεσους δεσμούς με την κλιματική μεταβλητότητα και την κλιματική αλλαγή. Η κλιματική αλλαγή ενισχύει την ξήρανση της οργανικής ύλης στα δάση (το υλικό που καίει και εξαπλώνει τις πυρκαγιές) και έχει διπλασιάσει τον αριθμό των μεγάλων πυρκαγιών μεταξύ 1984 και 2015 στις δυτικές ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη. Η έρευνα δείχνει ότι οι αλλαγές στο κλίμα δημιουργούν θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες. Η αυξημένη ξηρασία και η μεγαλύτερη περίοδος πυρκαγιών ενισχύουν τον κίνδυνο πυρκαγιών. Για μεγάλο μέρος των ΗΠΑ οι προβλέψεις δείχνουν ότι μια μέση ετήσια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου θα αύξανε τη μέση καμένη έκταση ετησίως έως και 600% σε ορισμένους τύπους δασών. Στις Νοτιοανατολικές ΗΠΑ η μοντελοποίηση υποδηλώνει αυξημένο κίν-

Σελ. 20

δυνο πυρκαγιάς και μεγαλύτερη περίοδο πυρκαγιάς, με τουλάχιστον 30% αύξηση από το 2011 στην περιοχή που κάηκε από πυρκαγιά, που ξεκίνησε από κεραυνό έως το 2060.

Μόλις ξεκινήσει μια πυρκαγιά – περισσότερο από το 80% των πυρκαγιών στις ΗΠΑ προκαλούνται από ανθρωπογενείς αιτίες – οι υψηλότερες θερμοκρασίες και οι ξηρότερες συνθήκες μπορούν να βοηθήσουν την εξάπλωσή της και να κάνουν πιο δύσκολη την κατάσβεσή της.

Οι θερμότερες, ξηρότερες συνθήκες συμβάλλουν, επίσης, στην εξάπλωση του σκαθαριού του ορεινού πεύκου και άλλων εντόμων που μπορούν να αποδυναμώσουν ή να σκοτώσουν τα δέντρα, συσσωρεύοντας τα καύσιμα σε ένα δάσος.

Oι χρήσεις γης και η διαχείριση των δασών επηρεάζουν, εξάλλου, τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Οι αλλαγές στο κλίμα προστίθενται σε αυτούς τους παράγοντες και αναμένεται να συνεχίσουν να διευρύνουν την περιοχή που πλήττεται από τις πυρκαγιές.

Ε) Άνοδος της στάθμης της θάλασσας

Ο ωκεανός απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο ρυθμός με τον οποίο θερμαίνεται ο ωκεανός αυξήθηκε έντονα τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε όλα τα βάθη του. Καθώς ο ωκεανός θερμαίνεται, ο όγκος του αυξάνεται, γιατί το νερό διαστέλλεται όταν θερμαίνεται.

Το λιώσιμο των πάγων προκαλεί επίσης άνοδο της στάθμης της θάλασσας, απειλώντας τις παράκτιες και νησιωτικές κοινότητες και τα (μικρά) νησιωτικά κράτη. Επιπλέον, ο ωκεανός απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα, κρατώντας το από την ατμόσφαιρα. Αλλά, περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα καθιστά τον ωκεανό πιο όξινο, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη θαλάσσια ζωή και τους κοραλλιογενείς υφάλους.

ΣΤ) Απώλεια βιοποικιλότητας

Η κλιματική αλλαγή εγκυμονεί κινδύνους για την επιβίωση των ειδών στη γη και στον ωκεανό. Αυτοί οι κίνδυνοι αυξάνονται, καθώς οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν. Επιδεινωμένος από την κλιματική αλλαγή, ο κόσμος χάνει είδη με ρυθμό 1.000 φορές μεγαλύτερο από κάθε άλλη στιγμή στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία.

Back to Top