ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗΣ

Το Συνταγματικό πλαίσιο και η εφαρμογή του

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 10.6€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 25,60 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18593
Γαλάνης Π.
Σιούτη Γ.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνίου Θ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 216
  • ISBN: 978-960-654-669-3

Αντικείμενο της μονογραφίας «Δημόσιο δίκαιο της αναδάσωσης» είναι η μελέτη του επανορθωτικού μέτρου της καταστραφείσας δασικής βλάστησης. Εκκινεί από την ιστορική και συνταγματολογική μελέτη της αναδάσωσης και υπεισέρχεται σε ζητήματα κοινής νομοθεσίας και συγκριτικής επισκόπησης της δασικής προστασίας με την αναδάσωση επιχειρώντας να εξετάσει ενδελεχώς τις επιτρεπτές επεμβάσεις σε αναδασωτέες εκτάσεις, τονίζοντας τη δυναμικότητα της ερμηνείας του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας της αναδάσωσης ενώπιον της Διοίκησης.
Επίσης, εξετάζεται το διεθνές, ενωσιακό, ποινικό δίκαιο της αναδάσωσης, σε συσχετισμό με το δημόσιο δίκαιο, αλλά και η σχέση της αναδάσωσης με την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και με τα οικονομικά του περιβάλλοντος.
Το έργο συμφύρει αρμονικά επιστήμη, νομοθεσία και νομολογία και αναδεικνύει ένα πρωτότυπο, πλην παραμελημένο ζήτημα στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, την προστασία των αναδασωτέων εκτάσεων, σε ένα σύνθετο κάδρο αλληλεπιδράσεων ανάπτυξης και δασικής προστασίας.
Αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο τόσο για τον μελετητή του δημοσίου δικαίου και του δικαίου περιβάλλοντος όσο και για τον νομικό της πράξης.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ....................................................................................................................................................ΙΧ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ.............................................................................................ΧΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ..........................................................................XVII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΑΜΕΣΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α

Η προστασία των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων ως τμήμα της περιβαλλοντικής προστασίας εν γένει

1. H νομική προστασία του περιβάλλοντος ως διαχρονική και αδήριτη ανάγκη..............1

2.    Τα δάση, οι δασικές και οι αναδασωτέες εκτάσεις ως κατ' ιδίαν προστατευόμενα

περιβαλλοντικά αγαθά: Εισαγωγικά, αναγκαιότητα, ελληνική πρακτική.........................3

ΜΕΡΟΣ Β

Από την προστασία του δάσους στην προστασία της αναδασωτέας έκτασης -


Η καθεαυτή προστασία της αναδασωτέας έκτασης βάσει του Σ, του νόμου και της νομολογίας

1.    Η δασική προστασία και η αναδάσωση ιστορικά (από το 1834 έως και

πριν το Σύνταγμα του 1975/2001).....................................................................................................6

2. Η προστασία των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων και το Σ του 1975..............8

3.    Το πρόβλημα του ορισμού του δάσους και η σχέση του με τον όρο «αναδάσωση»

και «αναδασωτέα έκταση».................................................................................................................13

4.    Κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων κατά την κείμενη νομοθεσία

(άρθρ. 4 Ν. 998/1979)...........................................................................................................................17

5.    Η αναδασωτέα έκταση ως έννοια συναφής του δάσους κατά τη δασική

νομοθεσία.................................................................................................................................................19

6.    Οι διαδικαστικές ομοιότητες και διαφορές των διαδικασιών αναδάσωσης

και χαρακτηρισμού δάσους/δασικής έκτασης κατά το άρθρ. 14 Ν. 998/1979...........21

Α. Γενικά για τη διαδικασία του άρθρ. 14 Ν. 998/1979.................................................................21

Β. Σύγκριση της διαδικασίας κήρυξης αναδάσωσης και χαρακτηρισμού δάσους-δασικής έκτασης..................................................................................................................25

ΜΕΡΟΣ Γ

Η νομοθετική πρόβλεψη της αναδάσωσης

1.    Η αναδάσωση σε επίπεδο τυπικού νόμου: Ν. 998/1979, Ν. 3208/2003 και νεώτεροι δασικοί νόμοι. Δασικοί Χάρτες, Κτηματολόγιο, Δημόσια

Δασική Κτήση..........................................................................................................................................30

Α. Γενικότερα προβλήματα δασικού δικαίου που επιδρούν στην αναδάσωση.................30

Ι. Θέματα δασικής ιδιοκτησίας........................................................................................................30

ΙΙ. Θέματα Δημόσιας Δασικής Κτήσης...........................................................................................33

Β. Δασικοί Χάρτες, Κτηματολόγιο και αναδάσωση.......................................................................36

Ι. Αναδασωτέες εκτάσεις και Δασικοί Χάρτες.............................................................................36

ΙΙ. Αναδασωτέες εκτάσεις και Κτηματολόγιο...............................................................................41

Γ. Εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας στην αναδάσωση..........................................................44

2.    Μη υπαγόμενες στην αναδάσωση εκτάσεις..............................................................................52

3.    Κήρυξη της αναδάσωσης κατά το άρθρ. 117 παρ. 3 Σ, τον κοινό νόμο

και τη νομολογία....................................................................................................................................55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ - ΔΙΟΙΚΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ

ΜΕΡΟΣΑ

Επεμβάσεις σε αναδασωτέες εκτάσεις - Από την απόλυτη εξιδανίκευση στον απόλυτο ρεαλισμό;

1. Το αυστη ρό καθεστώς προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεων.................................63

2.    Επεμβάσεις σε αναδασωτέες εκτάσεις: Υψηλή ή ύψιστη προστασία;

Η οικονομική ανάπτυξη ως έκφανση δημοσίου συμφέροντος.........................................71

3. Οι λύσεις του κοινού νομοθέτη και της νομολογίας...............................................................76

ΜΕΡΟΣ Β

Διοικούμενος, Διοίκηση και διοικητική διαδικασία αναδάσωσης

1. Ιδιοκτησία και αναδάσωση................................................................................................................96

Α. Η κήρυξη αναδάσωσης ως νόμιμος περιορισμός της ιδιοκτησίας....................................96

Β. Η απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων...................................................112

2. Οι ασφαλιστικές δικλίδες του διοικουμένου κατά τη διοικητική διαδικασία

κήρυξης και συντέλεσης της αναδάσωσης και η δικαστική του προστασία.............113

Ι. Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης............................................................................................114

ΙΙ. Αιτιολογία πράξης αναδάσωσης..................................................................................................115

ΙΙΙ. Ανάκληση παράνομης αναδάσωσης.........................................................................................125

!V. Έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης κήρυξης αναδάσωσης................................128

V. Λοιπά ζητήματα της περιβαλλοντικής «δίκης της αναδάσωσης».....................................130

V!. Λοιπά ζητήματα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και σχέσης με την αναδάσωση............................................................................................................................131

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ (ΕΜΜΕΣΟΙ) ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

1.    Διοικητικές κυρώσεις: Αυθαίρετα................................................................................................133

2.    Διοικητικές κυρώσεις: πρόστιμα...................................................................................................137

3.    Οι ρυθμίσεις για τον ανάδοχο αναδάσωσης............................................................................139

4.    Ποινική προστασία των αναδασωτέων εκτάσεων................................................................143

5.    Η προστασία των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων στο διεθνές

και ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος - Προς μία κοινή δασική πολιτική;...................146

Α. Με την αρχή της πρόληψης και της προφύλαξης...................................................................151

Β. Με την αυτονόητη συνιστώσα της βιώσιμης ανάπτυξης....................................................159

6.    Οικονομικά του περιβάλλοντος και δίκαιο για την αναδάσωση:

μια γενική θεωρητική στοιχείωση................................................................................................165

Α. Εξειδικεύοντας τις επιδράσεις των φυσικών καταστροφών στα οικονομικά του περιβάλλοντος: διαστασιολόγηση των συνεπειών των επελθουσών και

σχεδιασθεισών πολιτικών στην οικονομία και το περιβάλλον εν συνόλω.....................166

Β. Βασικά διεθνολογικά ζητήματα απτόμενα των οικονομικών

του περιβάλλοντος...........................................................................................................................166

Γ. Σημεία τομής οικονομίας, δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος,

ανάσχεση κλιματικής αλλαγής......................................................................................................167

Δ. Άξονες της οικονομολογικής σκέψης και πιθανοί αναφυόμενοι κίνδυνοι....................170

Ε. Κατιδίαν περιβαλλοντικά μέτρα...................................................................................................171

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗΣ

Α. Η αναζήτηση της «χρυσής τομής» μεταξύ εξιδανίκευσης,

ρεαλισμού και Συντάγματος...........................................................................................................173

Β. Ο καταλυτικός ρόλος της διοικητικής διαδικασίας στην υλοποίηση της αναδάσωσης..................................................................................................................................173

Γ. Οι κατευθύνσεις της δασικής μεταρρύθμισης (νομικής και «εξω»-νομικής) σε αδρές γραμμές................................................................................................174

Δ. Ο ρόλος της αρχής της αναλογικότητας στη δασική προστασία...................................175

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ.......................................................................................................177

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ)............................................189

ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΥΛΙΚΟΥ...................................................................................194

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΑΜΕΣΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α

Η προστασία των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων ως τμήμα της περιβαλλοντικής προστασίας εν γένει

1. H νομική προστασία του περιβάλλοντος ως διαχρονική και αδήριτη ανάγκη

Είναι γνωστό ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες ο άνθρωπος επεδίωξε να προστατευθεί από τα στοιχεία της φύσης, την οποία κλήθηκε να δαμάσει για να επιβιώσει και να ακμάσει. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, οδήγησε μοιραία στην αντιστροφή των όρων του «παιχνιδιού» με την ανεξέλεγκτη επιστημονική, τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, την αστικοποίηση και την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και στην ανάδειξη της επιτακτικής ανάγκης της διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος και της φύσης έναντι του ανθρώπου (μέσω της οποίας βεβαίως προασπίζονται παράλληλα και η ανθρώπινη υγεία και ποιότητα ζωής) με την επιστράτευση του δικαίου ως αποτελεσματικότερου εργαλείου.

Παρότι η νομική έννοια του περιβάλλοντος περιγράφεται σε επίπεδο κοινού νόμου, προέχουσα θα πρέπει να θεωρηθεί η ανθρωποκεντρική του έννοια και ερμηνεία, παρά η στενή – και τρόπον τινά εξωπραγματική – του έννοια ως «προστασία για την προστασία», χωρίς τη λήψη υπόψη της αδήριτης ανάγκης για ανάπτυξη και υλοποίηση ανθρώπινων έργων. Αυτό δεν αναιρεί, ωστόσο, τον χαρακτήρα του περιβάλλοντος (και των στοιχείων του) ως αυτοτελώς προστατευόμενου έννομου αγαθού, όπως αυτό έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί και από τη νομολογία, η οποία επικαλείται την αναγκαιότητα περιβαλλοντικής προστασίας προς εξασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας αλλά και της προστασίας της παρούσης και των μελλουσών γενεών, τονίζοντας πανηγυρικά τη διαγενεακή προοπτική της δικαϊκής προστασίας.

Σελ. 2

Η πρακτική εφαρμογή της προστασίας του εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος ευρίσκει, όπως είναι εύλογο, ως «αντίπαλο δέος» αφενός την οικονομική δραστηριότητα των προσώπων, αφού συνεπάγεται γι’ αυτά διόλου ευκαταφρόνητους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος οικονομικής τους ελευθερίας, με την εισαγωγή προϋποθέσεων εκπόνησης έργων, εισαγωγή ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων και τύπων κλπ. και αφετέρου την ιδιοκτησία τους, η οποία δεσμεύεται και ενίοτε σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινδυνεύει να καταλυθεί. Για την αποσόβηση των κινδύνων, καλείται ο νομοθέτης να επιφέρει ισορροπία. Σημειωτέον είναι, εν είδει προεισαγωγικής παρατήρησης, ότι παλιότερα και υπό το κράτος αναπτυξιακών στόχων είχε παγιωθεί η αντιμετώπισή του περιβάλλοντος ως πλουτοπαραγωγικής πηγής και αυτός ήταν εν πολλοίς και ο λόγος που έχαιρε προστασίας (π.χ. το δάσος, όπως θα δούμε, αποτελούσε πηγή ξυλείας και δασοπονικών προϊόντων).

Οι διατάξεις της περιβαλλοντικής προστασίας, που κατοχυρώνουν το περιβάλλον ως δικαίωμα του καθενός (ατομικό-πολιτικό-κοινωνικό) και ως κρατική υποχρέωση δεν αποτελούν απλή «ντερεκτίβα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, δηλαδή δεν συνιστούν αφηρημένες διακηρύξεις αρχής αλλά βασικούς κανόνες κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αποσκοπώντας ο νομοθέτης ιδανικά στην εγκαθίδρυση ενός τρόπον τινά «οικολογικού κράτους» που όχι μόνο λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική προστασία αλλά την καθιστά εγγενές γνώρισμα κάθε απόφασης και δράσης του, παρέχει επίσης ενιαία, πλήρη και αποτελεσματική προστασία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι δικαίωμα σύνθετο, καθώς είναι καταρχήν προσωπικό γιατί προστατεύει αγαθά κατεξοχήν προσωπικά, αλλά και συλλογικό, ανήκει σε όλους και αποτελεί κοινό αγαθό. Το περιβάλλον είναι ένα υπερατομικό αγαθό. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρ. 25 παρ. 1 Σ τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν διοίκηση, νομοθέτη και δικαστή. Δεσμεύονται, λοιπόν, όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, η διοίκηση, τα ΝΠΔΔ κλπ. μέσω του άρθρ. 25 παρ. 1 εδάφ. γ΄, σύμφωνα με το οποίο: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν». Η τήρηση της συνταγματικής υποχρέωσης προστασίας του περιβάλλοντος αναφορικά με την κατ’ ουσιαστική κρίση επιλογή της προς θέσπιση ρυθμίσεως, υπόκειται στον οριακό έλεγχο του δικαστού, ο οποίος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να κρίνει, αν από εισαγόμενη νέα ρύθμιση υποβαθμίζεται ή όχι το περιβάλλον και οι συνθήκες διαβίωσης, οφείλει

Σελ. 3

να σταθμίσει τη συγκεκριμένη ρύθμιση αυτοτελώς, σε συνάρτηση προς το σύνολο του θεσπιζομένου νομοθετικού καθεστώτος.

Τέλος (και τούτο χρησιμεύει αδιαμφισβήτητα για την παρούσα μονογραφία), ο νομολογιακός χαρακτήρας του Δικαίου Περιβάλλοντος είναι αδιαμφισβήτητος: Πράγματι, η νομολογία ερμηνεύει, εφαρμόζει και προσαρμόζει εντέλει τους κανόνες περιβαλλοντικού δικαίου στην πολυσχιδή πραγματικότητα. Ο δικαστής αποτελεί «εγγυητή» της νομιμότητας, αλλά και ενίοτε καθίσταται «διαπλάθων» το δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, η διασφάλιση ενός «οικολογικού υπαρξιακού ελαχίστου» δέον να είναι ο στόχος της νομοθεσίας και του δικαστή.

2. Τα δάση, οι δασικές και οι αναδασωτέες εκτάσεις ως κατ’ ιδίαν προστατευόμενα περιβαλλοντικά αγαθά: Εισαγωγικά, αναγκαιότητα, ελληνική πρακτική

Η προστασία του περιβάλλοντος, όπως προαναλύθηκε, καλύπτει κάθε στοιχείο του, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων εκάστου και παρίσταται ιδιαιτέρως διευρυμένη, εισάγοντας για καθένα από αυτά ειδικούς κανόνες δικαίου. Ως πρακτικό παράδειγμα, αναφέρονται οι ειδικοί κανόνες για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρ. 24 παρ. 6 του ισχύοντος Συντάγματος), αφορώντες την προστασία των μνημείων, των διατηρητέων, των αρχαιολογικών χώρων κλπ., οι κανόνες για το δίκτυο Natura 2000, για τα ύδατα και τα ρέματα, αλλά και για το κατεξοχήν περιβαλλοντικό αγαθό (ιδίως για την Ελλάδα), ήτοι τα δάση και τις δασικές εκτάσεις (και συνακόλουθα και τις αναδασωτέες εκτάσεις).

Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και ως ολοκληρωμένα φυσικά οικοσυστήματα με αδιαμφισβήτητη οικολογική, αισθητική και οικονομική αξία, συνιστούν «εθνικό κεφάλαιο» και κοινωνικό αγαθό. Η δημιουργία ή η διατήρηση αλώβητων των δασών και δασικών εκτάσεων αποσκοπεί και στην αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής, για την οποία αφιερώνεται ξεχωριστή υποενότητα στην παρούσα μονογραφία. Η σημασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει εξαρθεί πολλάκις και από τη νομολογία, η οποία τα χαρακτήρισε ως «ευπαθή οικοσυστήματα», υπογραμμίζοντας εμφατικά στη συνέχεια την ανάγκη διαφύλαξης του δασικού

Σελ. 4

πλούτου από το συνεχώς επεκτεινόμενο οικολογικό πρόβλημα, για την οποία ο συντακτικός νομοθέτης «εισήγαγε ειδικές διατάξεις για την υπαγωγή όλων των εκτάσεων με βλάστηση τέτοιου είδους σε ένα αυστηρό προστατευτικό καθεστώς».

Το δικαίωμα στο δασικό περιβάλλον έχει μικτό και παραπληρωματικό χαρακτήρα, όπως και το δικαίωμα στο περιβάλλον, αποτελεί δε συγχρόνως αίτημα του πολίτη για ενεργό κρατική παρέμβαση με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα καθώς και έρεισμα συμμετοχής στη δασική πολιτική.

Στη χώρα μας το δασικό κεφάλαιο έχει μειωθεί σημαντικά (περίπου στο 18% της επιφάνειας του εδάφους) ενώ πριν δύο αιώνες (περίπου το 1821) ανερχόταν σε 45% της επιφάνειας του εδάφους και σαφώς οι κίνδυνοι που το απειλούν είναι ποικίλοι και προέρχονται από πληθώρα πηγών. Η επαπειλούμενη οικιστική εξάπλωση που αποτελεί χαρακτηριστική ελληνική παθογένεια και η δόμηση σε οποιοδήποτε σημείο του χώρου αποτελεί έναν υπαρκτό και συχνά μη αναστρέψιμο κίνδυνο για το δασικό κεφάλαιο, αφού συνεπάγεται την υλοτόμηση των δασών και την ένταξη του δάσους ή της δασικής έκτασης στο σχέδιο πόλεως.

Εξάλλου, οι πολλαπλές ελληνικές εμπειρίες από τις δασικές πυρκαγιές και τις ραγδαίες επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη υγεία (βλαβερές χημικές ουσίες), τη ζωή (πρόκληση θανάτων, ασθενειών), αλλά και την ιδιοκτησία (καταστροφή, υποβάθμιση οικιών), καθώς και πρωτίστως στο ίδιο το περιβάλλον (βλάβες στην πανίδα και στη χλωρίδα μιας περιοχής, μεταβολές στον υδρολογικό κύκλο, απώλεια παραγωγών οικοσυστήματος, μείωση του συνολικού οξυγόνου στην ατμόσφαιρα κλπ.) υπογραμμίζουν την ανάγκη διατήρησης στο ακέραιο και στο διηνεκές των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας.

Τα λαμβανόμενα σε αυτή την περίπτωση από τις αρχές μέτρα διακρίνονται, πρώτον, σε προληπτικά που αποσκοπούν στην διαχείριση του κινδύνου της πυρκαγιάς, καθώς και στην προάσπιση του φυσικού περιβάλλοντος από αυτή, δεύτερον, σε «προκατασταλτικά» (χειρισμοί καυσίμων, διασπορά δυνάμεων κλπ.), τρίτον, σε κατασταλτικά που καθιστούν ευχερέστερο το έργο της πυρόσβεσης, και, τέταρτον σε μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών, αλλά και αποκατάστασης όλων των θιγέντων (π.χ. με καταβολή αποζημιώσεων στους πληγέντες) καθώς και του διαταραχθέντος φυσικού περιβάλλοντος, κυρίως με το μέτρο της αναδάσωσης. Μεταξύ των σκοπών που επιτελούνται είναι και η διαφύλαξη της επαπειλούμενης δασικής χλωρίδας και πανίδας. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποτελεί δικαίωμα αλλά και συνακόλουθη υποχρέωση των δασικών αρχών να εξασφαλίζουν την αδιάλειπτη, συνεχή και προσήκουσα επιτήρηση και αστυνόμευση

Σελ. 5

των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υποχρεούνται – κατασταλτικά πλέον – να προβαίνουν αυτεπαγγέλτως στην κατεδάφιση και καταστροφή των πάσης φύσεως κτισμάτων και έργων (περιφράξεων, δενδροφυτεύσεων κλπ.) που έχουν ανεγερθεί ή ανεγείρονται εντός εκτάσεων, οι οποίες έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες λόγω καταστροφής ή αποψίλωσης από πυρκαγιά. Η προσέγγιση μεταβαίνει λογικά στον επόμενο σταθμό της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της αναδάσωσης.

Η «αναδάσωση» (reforestation) αποτελείται ως λέξη σύνθετη από την πρόθεση «ανά» (ξανά) και τη λέξη «δάσωση» (<δάσος) και σύμφωνα με τα λεξικά είναι η «τεχνητή δημιουργία δάσους σε περιοχή όπου το δάσος είχε απογυμνωθεί ή καεί ή καταστραφεί με οιονδήποτε τρόπο με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά». Εξ αυτού συνάγεται ότι αποτελεί εκ των υστέρων δράση προς ανάκτηση της δασικής μορφής, καθώς και ο στενότατος σύνδεσμός της με το δάσος και την εννοιολόγησή του.

Η ελληνική εμπειρία της αναδάσωσης, όπως αυτή απορρέει αφενός από την πρακτική δεκαετιών και αφετέρου εν συγκρίσει με τα λοιπά (ιδίως μεσογειακά) ευρωπαϊκά κράτη ενδεικνύει εν γένει (αν και με την εξαίρεση του Υμηττού από την πλευρά της Καισαριανής) τη σημαντική (καθ)υστέρηση της ελληνικής Πολιτείας, υπό την έννοια ότι πολλάκις αυτή κηρύσσεται για λόγους επικοινωνιακούς, προσχηματικούς, άσχετους με τον νομοθετικό σκοπό, αλλά και με διαδικασίες πρόχειρες, χωρίς καθόλου ή με πλημμελή συνδρομή επιστημόνων ειδικευμένων και το κυριότερο, με εσφαλμένη αντίληψη των κατεστραμμένων εκτάσεων ως «οικοπέδων προς αξιοποίηση» και όχι προς αποκατάσταση και άρα με πλημμελή εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας. Η ατέρμονη γραφειοκρατία, η καθυστέρηση λήψης ορθών διοικητικών αποφάσεων, η πολυσχιδής δασική νομοθεσία, η οικονομική σκοπιμότητα, η μη ευαισθητοποίηση των πολιτών, οι αλλεπάλληλες δασικές πυρκαγιές, η τάση άμετρης οικοπεδοποίησης και σωρεία άλλων πρακτικών και παθογενειών συμβάλλουν στην πλημμελή, καθυστερημένη ή παντελή έλλειψη εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας περί αναδάσωσης.

 

Σελ. 6

ΜΕΡΟΣ Β

Από την προστασία του δάσους στην προστασία της αναδασωτέας έκτασης – Η καθεαυτή προστασία της αναδασωτέας έκτασης βάσει του Σ, του νόμου και της νομολογίας

1. Η δασική προστασία και η αναδάσωση ιστορικά(από το 1834 έως και πριν το Σύνταγμα του 1975/2001)

Η πολλαπλώς εξέχουσα σημασία των δασών τα κατέστησε ανέκαθεν αντικείμενο ενδιαφέροντος του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος αποσκοπεί στο να διατηρήσει και να προστατεύσει τόσο το δασικό κεφάλαιο, όσο και τη δασο-βιοποικιλότητα αλλά και το δασικό τοπίο. Η ιστορική εξέταση της δασικής νομοθεσίας αφής στιγμής η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος αποκαλύπτει ευκρινώς την εξαιρετική οικονομική αξία των δασών, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης και ξεδιαλύνει τη νομική αντιμετώπιση του ζητήματος του ορισμού του δάσους (ή της δασικής έκτασης) άρα και της αναδασωτέας, που είναι και το αντικείμενο της παρούσης.

Στον πολύ σημαντικό νόμο ΑΧΝ 1888 «Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», παρατηρούμε ότι περιέχεται ο πρώτος νομοθετικός ορισμός του δάσους, διαλαμβάνοντας ότι η έκταση που καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά (μορφολογικό κριτήριο) πρέπει να επιτελεί και το σκοπό παραγωγής ξυλείας ή δασοπονικών προϊόντων. Με βάση αυτό το «λειτουργικό κριτήριο» που άσκησε επιρροή και στην ψήφιση των νεότερων νόμων (π.χ. Ν. 998/1979), η νομική και οικονομική έννοια του δάσους συζευγνύονται αρμονικά υπό τον νόμο, αντιμετώπιση που δικαιολογείται από τον «αναπτυσσόμενο χαρακτήρα» της Ελλάδας της περιόδου.

Σελ. 7

Ύστερα στο Π.Δ. της 19.11.1928 αναφέρεται το αντικείμενο της διαχείρισης δασών και οι κατηγορίες που αυτή λαμβάνει. Η πλήρης απουσία στους νόμους αυτούς οιασδήποτε μνείας περί αναδάσωσης καταμαρτυρεί πως ο νομοθέτης αντιμετώπισε το πρόβλημα της αναδάσωσης με μία τρόπον τινά αδιαφορία, με την έννοια ότι ολιγώρησε στο να θεσπίσει ένα ειδικό καθεστώς σε επίπεδο έστω τυπικού νόμου, διότι έκρινε αφενός ότι η δασοκάλυψη της χώρας ήταν αρκετή και μη ευκόλως εξαντλούμενη και αφετέρου ότι ακόμη και αν ελαττωνόταν αυτή, και πάλι η χρησιμοποίηση της καμένης ή αποψιλωμένης έκτασης προς ένα σκοπό δημόσιου συμφέροντος με μεγάλη εθνική σημασία θα «ευλογούσε» τη θυσία της δασικής βλάστησης.

Τα πράγματα ως προς τον ορισμό του δάσους παραμένουν ως έχουν και στο Ν.Δ. της 11.5.1929 «Περί Δασικού Κώδικος», αφού συνεχίζει να υφίσταται η προϋπόθεση οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά, σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο, τίθεται ως κριτήριο όχι ο «προορισμός παραγωγής δασοπονικών προϊόντων», αλλά η «δυνατότητα» παραγωγής τους, πράγμα που ερμηνεύεται ως ενίσχυση της προστασίας, αφού δεν προϋποτίθεται πραγματική παραγωγή, αλλά υποθετική δυνατότητα. Το ριζοσπαστικό σημείο του νόμου αυτού είναι πως στο 5ο μέρος του συναντάται μία σειρά διατάξεων που αφορά για πρώτη φορά τις αναδασώσεις. Η αναδάσωση, για την οποία δεν παρείχετο νομοθετικός ορισμός υπό το κράτος του νόμου, ήταν υποχρεωτική μετά την καταστροφή της βλάστησης και μόνο για ορισμένες κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων αναφερόμενων στο νόμο, π.χ. όσων είχαν προστατευτική σημασία για τους οικισμούς, για τους αρχαιολογικούς χώρους, για τα τεχνικά έργα ή για τα έχοντα κλίση μεγαλύτερη από 40% ή αποτελούσαν τη λεκάνη συγκέντρωσης μεγάλων χειμάρρων. Για τις άλλες περιπτώσεις συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι ήταν προαιρετική η κήρυξή της. Τούτο, ωστόσο, άφηνε εκτεθειμένες τις λοιπές περιπτώσεις, ενώ η σύνδεση της δασικής προστασίας με την προστασία των μνημείων ή των τεχνικών έργων αναδεικνύει την υπεροχή της ανθρωποκεντρικής εις βάρος της οικολογικής νοοτροπίας του νομοθέτη, πράγμα που συνιστά κοντόφθαλμη αντίληψη και προοπτική αλλά και συντελεί σε μία ελάσσονα δασοπροστασία έναντι της προστασίας των άλλων αγαθών του φυσικού αλλά και πολιτιστικού περιβάλλοντος, γεγονός, βέβαια, που δεν συνάδει με την πραγματική ελληνική κατάσταση και τις ιδιαιτερότητες του ελλαδικού χώρου.

Σελ. 8

Με τον Δασικό Κώδικα του 1969 (Ν.Δ. 86/69) εξακολουθεί να υφίσταται ο ίδιος ορισμός του δάσους. Αρχίζει, μολαταύτα, να διαφαίνεται ισχνά από κάποιες διατάξεις του η οικολογική αντίληψη του δάσους, π.χ. από τη διάταξη του άρθρ. 41 παρ. 1 παραχώρηση υπό τον όρο προστασίας και κανονικής εκμετάλλευσης. To Ν.Δ. εξακολουθεί να αναδεικνύει προεχόντως την οικονομική λειτουργία του δάσους, η οποία εξυπηρετεί μια κοινωνική ανάγκη. Βέβαια, επειδή ο νόμος αυτός ίσχυσε και εφαρμόστηκε για κάποια έτη και επειδή δεν περιελάμβανε διατάξεις ειδικές για το χαρακτηρισμό των δασών, δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει κώλυμα ούτε δέσμευση για κανένα όργανο (ή Επιτροπή) της σύγχρονης νομοθεσίας για τον χαρακτηρισμό δασών ή δασικών εκτάσεων βάσει των νεώτερων διατάξεων του Ν. 998/1979, αφού, εξάλλου, κρίθηκε ο αμιγώς πληροφοριακός χαρακτήρας της (τότε) ένδικης βεβαίωσης του Δ/ντή Δασών. Τέλος, το Ν.Δ. επαναλάμβανε τις ρυθμίσεις για υποχρεωτική αναδάσωση του προηγούμενου νόμου.

Όσον αφορά τη νομολογία του ΣτΕ, αυτή υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη πριν από τη θέση σε ισχύ το Συντάγματος του 1975 σε θέματα δασικού δικαίου, ιδίως δε σε θέματα προσδιορισμού της έννοιας του δάσους. Αυτή ελάμβανε χώρα κυρίως στο πλαίσιο ακυρωτικής αρμοδιότητας περί εκδίκασης αιτήσεων κατά πράξεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Έγινε δε νωρίς δεκτή η διάκριση δασών και δασικών εκτάσεων, ενώ τίθεται η διασφάλιση του ενιαίου χαρακτήρα του δασικού οικοσυστήματος ως πρωτεύων στόχος, αφού ακόμη «και καλλιεργήσιμα εδάφη ευρισκόμενα εντός δασών που στερούνται του αναγκαίου μεγέθους προς καλλιέργεια, θεωρούνται οιονεί δασικές εκτάσεις». Επίσης, χαρακτηριστική είναι η εμμονή του ακυρωτικού δικαστή στη σύνδεση της έννοιας του δάσους με την δυνατότητα οικονομικής, δασοπονικής εκμετάλλευσης και παραγωγής δασικών προϊόντων.

2. Η προστασία των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων και το Σ του 1975

Μπροστά στις απειλές των πραγματικών καταστάσεων που επέβαλαν ταχύτατη και αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων και δυσχερειών και υπό τη διαδοχή πολλαπλών νόμων που επ’ ευκαιρία πρακτικών αναγκών υπέθαλπαν την περιβαλλοντική ανομία και άμετρη υποβάθμιση, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 έδωσε με αποφασιστικότητα

Σελ. 9

τη λύση. Με τη μεταπολίτευση και τη θέσπιση του πρωτοπόρου Συντάγματος του 1975, έλαβε χώρα ένα γενναίο βήμα προς την κατεύθυνση του καλούμενου «περιβαλλοντικού Συντάγματος». Το Σύνταγμα έτυχε θερμότατης αποδοχής από όλα τα κόμματα, ενώ υπήρξε κλίμα συναίνεσης και συνεργασίας, όπως επέβαλε και η παγκόσμια κλίμακα εξελίξεων σε οικονομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο (πρβλ. τη συνδιάσκεψη Ο.Η.Ε. στη Στοκχόλμη το 1972). Το άρθρ. 24 που εισήχθη, εντάχθηκε στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος. Η εισαγωγή του, αρκετά πρωτοποριακή, αποτελεί σαφή ένδειξη νομοθετικής και πολιτικής ωριμότητας και πληρότητας, χαρακτηριστική δε ήταν η έμπνευσή του από ξένα Συντάγματα, ιδίως της Γιουγκοσλαβίας του 1974 και της Ιταλίας του 1948. Τέλος, όσον αφορά τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, για πρώτη φορά γίνεται μνεία σε αυτή την ειδικότερη έκφανση του φυσικού περιβάλλοντος.

Χαιρετίστηκε θετικά η αυξημένη συνταγματική προστασία των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, όπως αποδεικνύεται από την πανηγυρική τοποθέτηση των κομμάτων, επειδή έδωσε νέα πνοή και διάσταση στην περιβαλλοντική προστασία εν γένει αλλά και τη δασική προστασία ειδικότερα, αφού τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούσαν ανέκαθεν «γέφυρα επικοινωνίας» των ανθρωπογενών συστημάτων με τη φύση, όπως έχει επισημάνει χαρακτηριστικά ο Δεκλερής, αλλά δεν ετύγχαναν συνταγματικής προστασίας.

Η διάταξη της παρ. 1 εδ. γ του άρθρ. 24 έτυχε της ανεπιφύλακτης αποδοχής όλων των κομμάτων, αφού με αυτή παρέχεται επιπρόσθετα, εξουσιοδότηση για να εκδοθούν τυπικοί νόμοι για τα δάση και δασικές εκτάσεις, λεπτομέρειες που δεν μπορούσαν να βαρύνουν έτι περαιτέρω το συνταγματικό κείμενο. Επιπρόσθετα, στο εισαχθέν άρθρ. 24 του Σ σε ό, τι αφορά τα δάση και τις δασικές εκτάσεις περιέχεται απαγόρευση πλέον της μεταβολής χρήσης που προβλεπόταν από τα προϊσχύσαντα καθεστώτα (π.χ. προς μεταλλεία, αγροτική χρήση) και συνιστούσε επωφελέστερη οικονομικά λύση. Η απαγόρευση του εδ. δ αφορούσε μόνο τα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις (με τροπολογία επεκτάθηκε και σε αυτές), παρότι στη διαβούλευση προτάθηκε να ισχύσει για όλα εν γένει τα δάση, δηλ. και τα ιδιωτικά. Ωστόσο, η εξαίρεση των ιδιωτικών δασών από την απαγόρευση μεταβολής προορισμού που εισήχθη με τροπολογία και αποτέλεσε διακύβευση της προστασίας τους έρχεται κατά μία γνώμη σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρ. 117 παρ. 3, 4, Σ, από τα οποία συνάγεται το αμετάβλητο της μορφής

Σελ. 10

όλων εν γένει των δασών και δασικών εκτάσεων, ενώ και η νομολογία συντάσσεται με αυτή τη θέση.

Το δεύτερο καίριο σημείο της θέσπισης του Συντάγματος του 1975 υπήρξε η συγκεκριμένη ειδική διάταξη, με την οποία ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να ρυθμίσει τις αναδασωτέες εκτάσεις. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 117 ορίζει ότι: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.» Η παραπληρωματική λειτουργία της διάταξης της παρ. 3 του άρθρ. 117 με το άρθρ. 24 καθίσταται ήδη από το σημείο τούτο της μονογραφίας ορατή, καθώς τα άρθρα τελούν σε διαλεκτική διαπλοκή και συνδυαστική σχέση και η μία διάταξη είναι συνέχεια της άλλης, κατατείνουσες και οι δύο στον ίδιο σκοπό (στην αποκατάσταση του δασικού πλούτου) και μόνο σε αυτόν, και κατ’ αποκλεισμό οιουδήποτε άλλου, αφού τίθεται τέρμα στη συνήθη διοικητική πρακτική της κήρυξης αναδάσωσης ως μέσου αποτροπής διακατοχικών πράξεων ιδιωτών επί εκτάσεων, των οποίων η κυριότητα αμφισβητούνταν από το Δημόσιο, γιατί ο νόμος προέβλεπε άλλα πιο προσήκοντα μέσα, όπως, έκδοση δασικής αστυνομικής διάταξης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, πρόστιμα, απομάκρυνση και κατεδάφιση αυθαιρέτων. Αυτή η ταυτότητα σκοπών οδηγεί στο αυτονόητο συμπέρασμα (και απορία!) πως οι δύο διατάξεις έπρεπε να βρίσκονται σε συνέχεια, συστεγασμένες υπό το ίδιο άρθρ. 24 Σ. Τυχαίο, άρα, σύμφωνα με τον συλλογισμό αυτό πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι το άρθρ. 117 εντάχθηκε στις μεταβατικές διατάξεις: Γιατί η παρ. 3 του άρθρ. 117 Σ (άρθρ. 111 κυβερνητικού σχεδίου) έφερε τον αριθμό 2 του άρθρ. 27 (άρθρ. 24 ισχύοντος Συντάγματος) και εκ παραδρομής των πρακτικογράφων δεν περιλήφθηκε στο διανεμηθέν σχέδιο του άρθρ. 27, άρα δεν μπορούσε να ψηφιστεί πλέον ως μέρος του, αλλά ως η παρ. 12 του άρθρ. 111 του κυβερνητικού σχεδίου. Στη συζήτηση στη Βουλή επεκράτησε έντονη διαφωνία ως προς τη διατύπωση: ο βουλευτής Α. Κατσαούνης πρότεινε να τεθεί γενική διάταξη περί αναδασωτέων δημόσιων και ιδιωτικών εκτάσεων (αφαιρώντας την αρμοδιότητα του δασάρχη να κρίνει ελεύθερα για τις ιδιωτικές), ενώ εκφράστηκε και η γνώμη ότι δεν χρειαζόταν καν τέτοια διάταξη, αφού εκτός από περιττή είναι και επικίνδυνη για την ιδιοκτησία ιδιωτικών δασών, αφού όταν θα κηρυχθούν αναδασωτέα θα δεσμεύονται στο διηνεκές (κάτι που συνιστά έμμεση δήμευση της ιδιοκτησίας). Επίσης, οι διαφωνίες εκφράστηκαν και για τα δημόσια δάση, αφού η διάταξη αποτελεί τρόπο παράκαμψης του 21, παρ.1 δ. Ο Α. Κατσαούνης υποστήριξε ότι επιβαλλόταν η θέσπιση της ρύθμισης αυτής λόγω της ανεπάρκειας του άρθρ. 27 του Κυβερνητικού Σχεδίου και συνέδεσε τη θέσπισή της με την

Σελ. 11

αδήριτη ανάγκη προφύλαξης των δασών που είχαν ήδη υποστεί καίριο πλήγμα. Η παρ. έφερε τελικά τον αριθμό 12 της μεταβατικής διάταξης του άρθρ. 111, με διατύπωση όπως η σημερινή. Τελικά, βέβαια, η διάταξη υπερψηφίστηκε και αντικρίστηκε με θετικό βλέμμα από αρκετά μέλη της Βουλής. Το άρθρ. 117 Σ περιλήφθηκε στις μεταβατικές διατάξεις του Σ, παρότι από άποψη περιεχομένου διαθέτει πάγιο χαρακτήρα και είναι συμπληρωματικό του άρθρ. 24 Σ, με το οποίο συναρτάται και έπρεπε να θεωρηθεί επωδός του.

Πάντως, η σύνδεση και σχέση του άρθρ. 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Σ παραμένει ένα αρκετά εριζόμενο και ακανθώδες ζήτημα τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία.

Είναι, καταρχάς, προφανές ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 117 Σ είναι ειδικότερη της παρ. 1 άρθρ. 24 Σ, αφού αφορά ζήτημα ειδικότερο, αυτό των αναδασωτέων εκτάσεων, επομένως βάσει των γενικών κανόνων νομικής συλλογιστικής και μεθοδολογίας, κατισχύει αυτής. Παρόλα αυτά, επειδή οι διατάξεις παρότι έχουν διαφορετική αφετηρία, εντούτοις μοιράζονται κοινή κατάληξη και σκοπό, προέχει η συμπληρωματική και συνδυαστική ερμηνεία τους. Με αυτή, η οριοθετούμενη συνταγματική προστασία όλων των δασών και δασικών εκτάσεων παρίσταται ιδιαίτερα ενισχυμένη. Με συνδυαστική ερμηνεία προκύπτει το αμετάβλητο της δασικής μορφής και, κατά τρόπο συμπληρωματικό και παραπληρωματικό, η προστασία αυτή εμπλουτίζεται και αναβαθμίζεται. Η συνδυαστική αυτή λειτουργία υπογραμμίζεται τόσο από τη νομολογία που κάνει λόγο για «ιδιαίτερη νομική προστασία όλων των δασών» και παγίως εξάγει αυτή από το συνδυασμό των άρθρων 117 παρ. 3 και 24 παρ. 1 Σ, όσο και από τη θεωρία που επιμένει κυρίως στα ζητήματα της ρήτρας της εξαίρεσης του άρθρ. 24 παρ. 1 εδ. δ’ Σ, όπως ερμηνεύεται αυστηρά. Η αυστηρότητα με την οποία η νομολογία αντιμετώπισε τη ρήτρα του άρθρ. 24 παρ. δ Σ, αντανακλάται στην απαίτηση σπουδαίου δημόσιου συμφέροντος, σοβαρού, υπέρτερου, (όλως) εξαιρετικού, αλλά επίσης και στην επιταγή να είναι η θυσία της δασικής βλάστησης το μόνο πρόσφορο μέσο. Επίσης, ο χαρακτηρισμός ως αναδασωτέας δεν δύναται να αρθεί παρά μόνο σε συνδυασμό με επιτρεπτή μεταβολή προορισμού δάσους, βάσει του 6ου κεφ. Ν. 998/1979. Παράλληλα, από τη διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 1 ερμηνευόμενου συνδυαστικά με τη διάταξη

Σελ. 12

της παρ. 3 του άρθρ. 117 Σ απορρέει (με ρητό τρόπο) το συμπέρασμα ότι η δασική προστασία συνίσταται και στην αποκατάσταση αποψιλωθέντος ή υποβαθμισμένου δασικού περιβάλλοντος. Το 117 παρ. 3 Σ σε συνδυασμό με το άρθρ. 24 παρ. 1 Σ θεμελιώνουν ακόμη την άποψη ότι το δικαίωμα απόλαυσης του δασικού περιβάλλοντος τριτενεργεί, λειτουργώντας ως φρένο στην ατέρμονη προσπάθεια ιδιωτών να εκμεταλλευτούν το δασικό περιβάλλον, αξιοποιώντας τις οικονομικές δυνατότητες που απορρέουν από αυτό, επί κινδύνω της οικολογικής ισορροπίας και ανθρώπινης υγείας των συμπολιτών τους.

Έχει υποστηριχθεί, βέβαια, στη θεωρία ότι η ρήτρα του τελευταίου εδαφίου του άρθρ. 24 Σ έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 117 Σ («αν προέχει για την εθνική οικονομία ή αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον») που επιτάσσει το αμετάβλητο της μορφής δασών και δασικών εκτάσεων, κάνοντας ένα σαφές βήμα προς την απόλυτη προστασία και των δασών, αλλά ανιχνεύοντας ενδο-«συνταγματική» σύγκρουση. Μία τέτοια γνώμη παραγνωρίζει όχι μόνο το ρητό γράμμα του Σ, που εισάγει σαφή εξαίρεση μόνο για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις (και από το 2001 και για τις ιδιωτικές), αλλά και στην ευρύτερη τελεολογία και σύμπλεγμα σκοπών του άρθρ. 117 παρ. 3 Σ που αποσκοπεί στη διαφύλαξη των καταστραφεισών εκτάσεων και μόνο, ήτοι εκτάσεων που ήταν δάση ή δασικές εκτάσεις και προκειμένου να μην διατεθούν για άλλο σκοπό υπάγονται στην αναδασωτική προστασία. Η διαφοροποιημένη προστασία δασών και αναδασωτέων εκτάσεων τελικώς αναδεικνύεται σε λυδία λίθο του προβλήματος των επιτρεπτών επεμβάσεων σε καθεμία κατηγορία δασικού οικοσυστήματος. Από άλλους πάλι συγγραφείς γίνεται λόγος για «εσωτερική σύγκρουση» των άρθρων 24 και 117 Σ, όσον αφορά την τότε διαφοροποίηση στην προστασία δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Το ζήτημα ρυθμίστηκε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 2001, ο οποίος επεξέτεινε την προστασία αλλά και την εξαίρεση από αυτή και στα ιδιωτικά δάση. Δεν θα ήταν, εξάλλου, θεμιτό βάσει του Σ μία δημόσια δασική έκταση να προστατεύεται απολύτως, ενώ μία ιδιωτική να μπορεί κατά βούληση να διατεθεί ελεύθερα, ιδίως ενόψει και του άρθρ. 117 παρ. 3 Σ που επιβάλλει την κήρυξη της αναδάσωσης. Δηλαδή η αναδάσωση καθεαυτή αποτελεί πρόσκομμα στην ελεύθερη εκμετάλλευση της ιδιωτικής έκτασης, αλλά το αν κάτι τέτοιο συνιστά και σε τι έκταση περιορισμό της ιδιοκτησίας αποτελεί ζητούμενο που θα μας απασχολήσει παρακάτω.

Σελ. 13

3. Το πρόβλημα του ορισμού του δάσους και η σχέση του με τον όρο «αναδάσωση» και «αναδασωτέα έκταση»

Η σημερινή ελληνική έννομη τάξη χαρακτηρίζεται από μία αξιοσημείωτη πολυνομία και πολυπλοκότητα των σχετικών με τα δάση διατάξεων που προκαλούν ενίοτε σύγχυση στον νομικό της θεωρίας και τον εφαρμοστή του δικαίου, αλλά το σύνολο αυτών των νόμων μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό, παρά τις δυσκολίες ερμηνείας και εφαρμογής που ενίοτε παρατηρούνται. Στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος, εντοπίζονται διατάξεις που αναφέρονται στη δασική προστασία. Ήδη από το 1975, οπότε και ετέθη σε ισχύ , οι ρυθμίσεις για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ήτοι το άρθρ. 24 και το άρθρ. 117 παρ. 3 και 4 (για τις αναδασωτέες εκτάσεις) αποτέλεσαν αρκετά προοδευτική γραμμή για την εποχή τους, εν συγκρίσει και με άλλα ευρωπαϊκά συντάγματα.

Η ιστορική εξέλιξη της δασικής νομοθεσίας κατέδειξε την ευρύτερη σύγχυση γύρω από τις λειτουργίες που επιτελεί το δάσος, οι οποίες είναι αναπόσπαστα (εννοιολογικά) συνδεδεμένες με την έννοια του ίδιου του δάσους και της δασικής έκτασης. Προέχει, λοιπόν, η εξέταση του ορισμού του δάσους, ώστε να καταστούν εμφανείς και οι εννοιολογικές του ομοιότητες και διαφορές προς την έννοια της αναδασωτέας έκτασης.

Ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης περιεχόταν αρχικά στον νόμο (άρθρ. 3 Ν. 998/1979) και ήταν τεχνικός. Στον νόμο που εκδόθηκε κατά τη συνταγματική επιταγή, όπως πρωτοδιατυπώθηκε, ως δάσος θεωρούνταν η «έκταση αναγκαίας εδαφικής επιφάνειας που καλύπτεται από ξυλώδη φυτά που τελούν λόγω απόστασης και αλληλεπίδρασης σε οργανική ενότητα και που μπορεί να προσφέρει δασοπονικά προϊόντα ή να συμβάλει στη διατήρηση της ισορροπίας», ενώ η δασική έκταση απλώς διαφέρει ως προς το ποσοστό της κάλυψης, αφού απαιτείται «αραιή ή πενιχρή βλάστηση». Η νομολογία, ωστόσο, του ΣτΕ έχει ερμηνεύσει παλαιόθεν το άρθρο αυτό και έχει απομακρυνθεί σε κάποιο βαθμό από τα στοιχεία του ορισμού αυτού, δίνοντας έτσι έμφαση στη μοναδική αναγκαία προϋπόθεση, αυτή της οργανικής ενότητας της δασικής βλάστησης (δενδρώδους ή θαμνώδους που, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, προσδίδει στην έκταση την «ιδιαίτερη ταυτότητά της ως δασικού οικοσυστήματος», ενιαίου), ενώ τίθεται τέρμα στις νομολογιακές παλινωδίες του Αρείου Πάγου που έθεταν

Σελ. 14

ως αναγκαία τα στοιχεία της παραγωγής δασικών προϊόντων ή της υποβοήθησης της οικολογικής ισορροπίας ή της υγείας του ανθρώπου. Την ίδια στάση με το ΣτΕ υιοθέτησε προ πολλού και το ΑΕΔ.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε την ερμηνευτική δήλωση του άρθρ. 24 που θέτει την αναγκαία έκταση ως απαραίτητη προϋπόθεση της κατάφασης της ύπαρξης δάσους/δασικής έκτασης, ορίζοντας κατ’ ουσίαν έναν εννοιολογικό, ποιοτικό και επιστημονικό προσδιορισμό (και συνακόλουθα περιορισμό) στον ορισμό, αφιστάμενο έτσι σε ένα βαθμό από τον ορισμό του ΑΕΔ και του νόμου που απαιτούν «οργανική ενότητα», αλλά σε πλήρη συμβατότητα και με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η αναθεώρηση άφησε αμετάβλητο το άρθρ. 117 Σ.

Με τον Ν. 3208/2003, ο κοινός νομοθέτης επεχείρησε να επιλύσει πάγια δασικά προβλήματα, και υιοθετεί αυτολεξεί τον συνταγματικό ορισμό, τροποποιώντας το άρθρ. 3 Ν. 998/1979 αλλά (μη ορθώς) απαιτώντας ξανά την ύπαρξη δυνατότητας παραγωγής δασοπονικών προϊόντων (άρθρ. 1 παρ. 3 Ν. 3208/2003), ωστόσο, κάτι τέτοιο έρχεται σε ρήξη με όσα ειπώθηκαν προηγουμένως για την αμιγώς οικολογική αντίληψη του δάσους.

Ύστερα, ενόψει της αναθεώρησης του 2008, οι σταθμίσεις και τα ζητήματα δημόσιου συμφέροντος ανάπτυξης κατ’ αντιπαράθεση με την περιβαλλοντική προστασία ήρθαν για άλλη μία φορά στο προσκήνιο, αφού είχε προταθεί, μεταξύ άλλων, να γίνει αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 και 4 Σ., προς τον σκοπό της θέσης ενός χρονικού ορίου απόδειξης του δασικού χαρακτήρα (του έτους 1975), για να «αποφευχθούν ακραίες και ανεπιεικείς λύσεις» της νομολογίας, πράγμα που ερμηνεύθηκε από την αντιπολίτευση ως απόπειρα «θεσμικής απομείωσης της δασικής προστασίας

Σελ. 15

και υποβάθμισης του ρόλου του δικαστή». Όλα αυτά τέθηκαν, βεβαίως, σε έντονη κριτική, επειδή ενέσκηψαν στο μεταξύ και οι δασικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007 στη χώρα και, τελικά, απορρίφθηκε η πρόταση του κυβερνώντος κόμματος και τα εν λόγω άρθρα παρέμειναν ως είχαν πριν την αναθεώρηση.

Το ζήτημα του ορισμού του δάσους, όπως αυτός αναδιατυπώθηκε από τον Ν. 3208/2003, επανήλθε με σειρά αποφάσεων στο προσκήνιο για μία ακόμη φορά. Η πρώτη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξης αναδάσωσης (του ΓΓ Περιφέρειας) δασικής έκτασης. Ο ακυρωτικός δικαστής έχοντας αρκούσα ευρηματικότητα και συνδυάζοντας ερμηνευτικά το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο καταλήγει στην αναβολή εκδίκασης, αφού προέκυψε η ανάγκη αποστολής προδικαστικών ερωτημάτων στο (τότε) ΔΕΚ.

Σημειωτέον είναι ότι ο επίμαχος ευρωπαϊκός Κανονισμός 2152/2003 δεν διαλαμβάνει ρητώς περί αναδάσωσης, παρότι ειδικότερη γνώμη υποστήριξε ότι η αναδάσωση ως μέτρο ειδικό προστατευτικό των δασών προβλέπεται, εμμέσως πλην σαφώς, από τη διατύπωση του άρθρ. 3α) του Κανονισμού, κατά το οποίο περιλαμβάνονται στα δάση «οι περιοχές που κανονικά αποτελούν τμήμα δασικής περιοχής, αλλά προσωρινά δεν καλύπτονται από φυτά λόγω ανθρώπινης παρέμβασης ή φυσικών αιτιών, αναμένεται όμως να μετατραπούν και πάλι σε δάσος». Το ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης συνίσταται στον εννοιολογικό συσχετισμό δασών και αναδασωτέων εκτάσεων, αφού η υπόθεση ναι μεν αφορούσε αναδάσωση, αλλά αποτέλεσε «μοχλό» για να «εκμαιευθεί» με ενωσιακή σφραγίδα ο δασικός ορισμός, γι’ αυτό το προδικαστικό ερώτημα λειτούργησε ως «way out» (διέξοδος διαφυγής) από ένα κρίσιμο εθνικό θέμα. Στη δεύτερη απόφαση ανεβλήθη η εκδίκαση της υπόθεσης, δεδομένου ότι είχε ξεκινήσει άμεσος δικαστικός

Σελ. 16

διάλογος του εθνικού με το ενωσιακό δικαστήριο, με την αποστολή στο ΔΕΚ προδικαστικού ερωτήματος με την πρώτη απόφαση, αφού υποστηρίχθηκε το εσφαλμένο της διοικητικής κρίσης περί κήρυξης αναδάσωσης, διότι τίθεται ζήτημα συμφωνίας με το κοινοτικό δίκαιο, του εθνικού ορισμού του δάσους με τον (τότε ισχύοντα) κοινοτικό κανονισμό (ΕΚ) 2152/2003.

Συμπαρατασσόμενος ο γράφων με τη μειοψηφούσα γνώμη, η πράξη κήρυξης αναδάσωσης θα πρέπει να στηριχθεί στον ορισμό της δασικής έκτασης που δίνεται με το αντικατασταθέν άρθρ. 3 του Ν 998/1979, διότι η δίδουσα διαφορετικό ορισμό του δάσους και της δασικής εκτάσεως διάταξη του άρθρ. 3α) και β) του Κανονισμού δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, επειδή ο Κανονισμός έχει πολύ συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Το αυτό βεβαίως κρίθηκε στην υπόθεση του ΔΕΚ. C-82/09, κατόπιν του προδικαστικού ερωτήματος, τονίζοντας ότι εν προκειμένω ο Κανονισμός ρύθμιζε αποκλειστικά την παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως και των συνεπειών της καθώς και την παρακολούθηση και πρόληψη των πυρκαγιών στα δάση, ενώ η διαφορά της κύριας δίκης αναγόταν στο όλως διαφορετικό ζήτημα της αναδάσωσης. Τελικά, με την απόφαση 32/2013 (και 33/2013) της ΟλΣτΕ έγινε δεκτό ότι είναι αντίθετες προς το άρθρ. 24 του Συντάγματος και την ερμηνευτική δήλωση και συνεπώς ανίσχυρες, οι ρυθμίσεις του άρθρ. 3 του Ν. 998/1979 (όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο) που διελάμβαναν περί δασοπονικών προϊόντων, ελάχιστου εμβαδού, και συγκόμωσης. Η παγίωση αυτής της νομολογίας επιβεβαιώθηκε και κατά την επεξεργασία

Σελ. 17

Π.Δ. από το ΣτΕ, με το οποίο επιχειρείται εξειδίκευση του νομικού ορισμού του δάσους και της δασικής έκτασης με τη θέσπιση συγκεκριμένων επιστημονικών και αριθμητικών κριτηρίων, αλλά και συμπληρωματικών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, πράγμα που δεν κωλύεται από την ύπαρξη του συνταγματικού ορισμού που αφορά μόνο στην υπαγωγή εκτάσεων στη δασική νομοθεσία και όχι την εκμετάλλευση ή διαχείρισή τους.

4. Κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων κατά την κείμενη νομοθεσία (άρθρ. 4 Ν. 998/1979)

Κατά το νυν ισχύον άρθρ. 4 Ν. 998/1979, «τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, για την αποτελεσματική και διαρκή προστασία τους, διακρίνονται αναλόγως προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίας τις οποίες εξυπηρετούν ως ακολούθως:

α) Δάση και δασικές εκτάσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο επιστημονικό, αισθητικό, οικολογικό και γεωμορφολογικό ενδιαφέρον ή περιλαμβάνονται σε ειδικές ζώνες διατήρησης και ζώνες ειδικής προστασίας (εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση, υγροβιότοποι, διατηρητέα μνημεία της φύσης, δίκτυα και περιοχές προστατευόμενα από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, αρχαιολογικοί χώροι, το άμεσο περιβάλλον μνημείων και ιστορικοί τόποι).

β) Δάση και δασικές εκτάσεις, οι οποίες ασκούν ιδιαίτερη προστατευτική επίδραση επί των εδαφών και των υπογείων υδάτων, όπως οι κείμενες εντός λεκανών απορροής χειμάρρων, οι υπερκείμενες πόλεων, χωρίων ή οικισμών, οι ασκούσες προστασία επί παρακειμένων φυσικών ή πολιτιστικών μνημείων ή σημαντικών τεχνικών έργων (προστατευτικά δάση και δασικές εκτάσεις).

γ) Δάση και δασικές εκτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαιτέρα σημασία εξ απόψεως παραγωγής δασικών προϊόντων ή άλλων αγαθών πρωτογενούς παραγωγής (εκμεταλλεύσιμα ή παραγωγικά δάση και δασικές εκτάσεις).

Σελ. 18

δ) Δάση και δασικές εκτάσεις προσφερόμενες για την αναψυχή του πληθυσμού ή αποτελούσες παράγοντα συνθηκών διαβιώσεως αυτού εν τη περιοχή ή της τουριστικής αναπτύξεως ταύτης (δάση και δασικές εκτάσεις αναψυχής).

ε) Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, που δεν εμπίπτουν σε οιανδήποτε των κατηγοριών α` έως και δ`.

Η τυπολογία αυτή είναι τελεολογικά οργανωμένη, αφού διακρίνει τους εκάστοτε σκοπούς των δασών, χωρίς, όμως, να διολισθαίνει στις ως άνω επισημανθείσες αντισυνταγματικές απολήξεις.

Εξ απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρώπινης εγκαταστάσεως και δραστηριότητας, διακρίνονται:

α) Πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών.

β) Δάση και δασικές εκτάσεις κείμενες επί ζώνης πλάτους χιλίων (1.000) μέτρων από της θαλάσσης, για όλες τις παρακτίους περιοχές της Χώρας (παραλιακά δάση), πεντακοσίων μέτρων γύρω από την όχθη των λιμνών (παραλίμνια δάση) και διακοσίων (200) μέτρων εκατέρωθεν της όχθης των ποταμών.

γ) Δάση και δασικές εκτάσεις κείμενες εντός ζώνης πλάτους χιλίων (1.000) μέτρων εκατέρωθεν των εθνικών οδών και διακοσίων (200) μέτρων εκατέρωθεν επαρχιακών οδών.

δ) Δάση και δασικές εκτάσεις κείμενες εντός ή πέριξ τουριστικών περιοχών ή λουτροπόλεων και σε ακτίνα τριών χιλιάδων (3.000) μέτρων από του κέντρου τούτων.

ε) Δάση και δασικές εκτάσεις που βρίσκονται γύρω από αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους, ή μνημεία ή παραδοσιακούς οικισμούς και σε ακτίνα τριών χιλιάδων (3.000) μέτρων από το κέντρο αυτών.

στ) Δάση και δασικές εκτάσεις κείμενες εντός βιομηχανικών ζωνών ή στις παρυφές βιομηχανικών περιοχών και εντός ζώνης χιλίων (1.000) μέτρων από της περιφερείας αυτών.

ζ) Δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις κείμενες εντός της περιφερείας του νομού Αττικής.

Η πρακτική σημασία του άρθρου αυτού περί κατηγοριών δασών/δασικών εκτάσεων είναι ότι ποικίλει το είδος και η ένταση προστασίας τους, καθώς υφίστανται στη δασική νομοθεσία πολλαπλοί ειδικοί νόμοι, π.χ. άρθρ. 2 παρ. 1 Ν. 1512/1985 (για τις περ. γ, δ, ε της παρ. 1), άρθρ. 9 παρ. 1-4 Ν. 1878/1990 (για τις περ. γ-ε της παρ. 1)».

Περαιτέρω, τα δασικά οικοσυστήματα διακρίνονται εκ φύσεως μεταξύ τους ανάλογα με τη σημασία τους για το φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο.

Σελ. 19

Ο Δασικός Κώδικας του 1969 προβλέπει σειρά δασικών οικοσυστημάτων, όπως και το άρθρ. 4 Ν. 998/1979.

5. Η αναδασωτέα έκταση ως έννοια συναφής του δάσους κατά τη δασική νομοθεσία

Η αναδασωτέα έκταση εμφανίζεται συναφής με τις εξής έννοιες στη νομοθεσία:

1. Το Δασικό έδαφος: η έννοια ανευρίσκεται στον ΑΧΝ/1888 και υιοθετείται από τον Δασικό Κώδικα του 1924. Κοινό στοιχείο αποτελεί η δυνατότητα εκμετάλλευσης της έκτασης.

2. Η δασική έκταση: χαρακτηριστικό της είναι η αραιή ή πενιχρή βλάστηση.

3. Η χορτολιβαδική έκταση: το χορτολιβαδικό έδαφος συναντάται στον ΑΝ 857/1937. Η βλάστηση στα εδάφη αυτά δεν είναι ξυλώδης, αλλά ποώδης ή φρυγανώδης και ευρίσκονται είτε εντός δασών είτε επί κορυφών ή κλιτύων ορέων, ενώ μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις είναι αυτές που καλύπτονται από αραιή και πενιχρή βλάστηση οποιασδήποτε δασικής διάπλασης. Η μερικώς δασοσκεπής καλύπτει τις έννοιες της δασικής έκτασης και δασικής βοσκής, ενώ η έννοια των χορτολιβαδικών εδαφών αυτή των δασικών εδαφών. Η χορτολιβαδική έκταση, ωστόσο, δεν ορίζεται στη δασική νομοθεσία, αφού εξαιρείται κιόλας από αυτή (άρθρ. 3 παρ. 3 Ν. 998/1979). Οι ιδιωτικές χορτολιβαδικές εκτάσεις διέπονται από την αγροτική και αστική νομοθεσία.

Ο ορισμός της αναδασωτέας έκτασης, σχετιζόμενος στενά με το δάσος, δεν διήλθε ωστόσο τον δύσβατο και συγκεχυμένο δρόμο εκείνο του ορισμού του δάσους, και διατηρήθηκε χωρίς νομοθετικές παλινωδίες και τούτο διότι – μεταξύ άλλων – και η διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 117 Σ παρέμεινε ως είχε από το 1975 έως σήμερα. Σε επίπεδο ορισμού (εννοιολογική ομοιότητα), η αναδασωτέα έκταση εμπεριέχει ως κύριο και αναγκαίο εννοιολογικό στοιχείο της την έννοια της δασικής βλάστησης ή απλούστερα, την έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, όπως έγινε αυτή κατανοητή μετά από νομοθετικές και νομολογιακές διακυμάνσεις και ισχύει σήμερα. Μέχρι του σημείου αυτού, συμπίπτει η νομική έννοια με την καθημερινή γλωσσική έννοια. Αναδασωτέα ή δασωτέα είναι τα εδάφη δασικού χαρακτήρα που χαρακτηρίζονται από την υποχρέωση αναδάσωσης ή δάσωσης αντίστοιχα λόγω καταστροφής της προϋπάρχουσας δασικής βλάστησης, άρα ο δασικός χαρακτήρας ανάγεται και στο παρελθόν και μάλιστα χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, όταν η μεταβολή του οφείλεται σε καταστροφή ή παράνομη εκχέρσωση . Με το άρθρ. 3 παρ. 5 Ν. 998/1979, διατυπώνεται ο πρώτος προσδιορισμός από τον κοινό νομοθέτη της προστασίας που τυγχάνουν

Σελ. 20

οι αναδασωτέες εκτάσεις, χωρίς ωστόσο να εμπεριέχεται ένας νομοθετικός ορισμός, αφού κρίνεται αυτονόητη και συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρ. 117 παρ. 3 και 24 παρ. 1 και την ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος η έννοιά τους. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, οι εκτάσεις αυτές υπάγονται (χαρακτηριστική είναι η χρήση του ενεστώτα από το νομοθέτη εδώ) στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και θεωρούνται υποχρεωτικά δασικές εκτάσεις ή δάση. Έτσι, από τη διάταξη καλύπτονται τυχόν εκτάσεις που είχαν αποψιλωθεί ή εκχερσωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 998/1979, αφού προστατεύεται όχι μόνο ό,τι τώρα είναι δάσος αλλά και ό,τι ήταν, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά την κυριαρχία της οικολογικής έναντι της οικονομικής αντίληψης του δάσους.

Ωστόσο, είναι σαφείς και οι διαφορές τους σε εννοιολογικό αρχικά επίπεδο. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 37 παρ. 1 Ν. 998/1979 η αναδάσωση αποτελεί αναδημιουργία της κατεστραμμένης ή υποβαθμισμένης με οιονδήποτε τρόπο της δασικής βλάστησης, με σκοπό την ανάκτηση του απολεσθέντος χαρακτήρα. Άρα, η αναδασωτέα έκταση στην παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη (σημερινή μεν) απουσία ή καταστροφή της δασικής βλάστησης, (η οποία όμως, όπως ειπώθηκε, συνδέεται άμεσα με ένα σημείο παρελθοντικό) σε αντίθεση με το δάσος ή τη δασική έκταση, στα οποία η όποια βλάστηση είναι παρούσα σε οργανική ενότητα, υπάρχει δηλ. σημερινή δασοκάλυψη. Δηλαδή, η συστέγαση στο ίδιο άρθρ. 3 Ν. 998/1979 δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων συνδέεται με το γεγονός πως θεωρούνται και οι αναδασωτέες εκτάσεις ως δάση/δασικές εκτάσεις, λόγω του προγενεστέρου και απολεσθέντος δασικού τους χαρακτήρα. Μάλιστα, προς επίρρωση τούτου, κρίθηκε ότι το γεγονός πως η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση δεν περικλείεται από δάσος δεν αποστερεί την προσβαλλομένη πράξη του νομίμου αιτιολογικού της ερείσματος, αφού πρόκειται για ουσιωδώς διαφορετικές εκτάσεις. Επίσης, η αναδάσωση περιλαμβάνει στο νομικό της περιεχόμενο και την έννοια της δάσωσης (άρθρ. 37 παρ. 2 Ν. 998/1979) δηλαδή της δημιουργίας δασικής βλάστησης σε εκτάσεις που δεν ήταν προηγουμένως δάση ή δασικές εκτάσεις. Ορθότερο θα ήταν να διευκρινίσουμε ότι η δάσωση υπάγεται στις νομικές ρυθμίσεις απλώς και όχι στην έννοια της αναδάσωσης. Διακρίνεται αυτή η έκταση από το δάσος. Σημασία έχει η διάκριση για την άρση της αναδάσωσης (άρθρ. 44 Ν. 998/1979). Αυτά τα στοιχεία (αναδημιουργία και δάσωση) απαντώνται στο Δασικό Κώδικα του 1929 (άρθρ. 140) όσο και σε αυτόν του 1969 (άρθρ. 188 – καταργηθέν με το άρθρ. 79 του Ν. 998/1979).

Back to Top