ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 448
- ISBN: 978-960-654-756-0
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ XI
ΠINAKAΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ XXVII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η εννοιολόγηση, οι NOMIKEΣ ΒΑΣΕΙΣ και τα θεμέλια
της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης
1. Εισαγωγικό ερώτημα: Γιατί μια περιβαλλοντική εκτίμηση
και αδειοδότηση; 1
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση στις έννομες τάξεις
της Ευρώπης και της Αμερικής 8
Γαλλία 8
Γερμανία 9
Ισπανία 9
Αγγλία 10
Ιταλία 10
Αμερική 11
Τουρκία 13
3. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση υπό το πρίσμα
των οικονομικών του περιβάλλοντος 14
Παγκοσμιοποίηση 15
Ελεύθερη αγορά-εμπόριο, κίνηση κεφαλαίων και προστατευτισμός 15
Εξωτερικότητες και συνεργασία (φαινόμενο NIMBY) 15
Ανισότητα, ασυμμετρίες του συστήματος 15
Σημεία τομής οικονομίας, δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος
στο υπό κρίση θέμα 16
Αρχή αναλογικότητας 16
Συζητήσεις με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη 17
Οικονομικά εργαλεία και αειφόρος ανάπτυξη στη σύγχρονη
μετα-νεωτερική εποχή 18
Άξονες της οικονομολογικής σκέψης και πιθανοί αναφυόμενοι κίνδυνοι 19
4. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση ως τμήμα
του ενωσιακού δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος 21
Πολιτική περιβάλλοντος σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο – η ώσμωση
πολιτικής και δικαίου στο πεδίο της εκτίμησης και αδειοδότησης 21
Πορεία ωρίμανσης της ενωσιακής πολιτικής και του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος 22
Ειδικώς η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση ως αναπόσπαστο
τμήμα της ενωσιακής πολιτικής για το περιβάλλον 24
Οι εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο 26
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal) 27
Η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή 28
Ο Κανονισμός για «τη Διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης
και της Δράσης για το Κλίμα» (2018/1899) 29
Το σύστημα εμπορεύσιμων δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (ΕTS) 30
H δέσμη Fit for 55 30
Η Σύνοδος Κορυφής COP26 – Το Σύμφωνο της Γλασκώβης 31
5. Η σχέση στις περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης με
στις ενωσιακές και διεθνείς αρχές περιβαλλοντικής προστασίας 31
Αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης 32
Αρχή υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος 34
Αρχή της πρόληψης 35
Αρχή της προφύλαξης 35
Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» 36
Αρχές/ρήτρες ευελιξίας 38
6. Απόπειρες εννοιολογικού ορισμού της περιβαλλοντικής εκτίμησης
και αδειοδότησης 39
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Περιβαλλοντική αδειοδότηση και εκτίμηση
κατά το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο
1. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση κατά το διεθνές
δίκαιο: αρχές και πηγές δικαίου 41
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση στην ενωσιακή δικαιοταξία 44
Οδηγία 2011/92/ΕΚ και Οδηγία 2014/52/ΕΕ (Οδηγία ΕΠΕ) 46
Απόφαση υπαγωγής (screening) 50
Θεματικό περιοεχόμενο (scoping) 51
Ανασκόπηση (review) 51
Οδηγία 2001/42 (Οδηγία ΣΠΕ) 52
Απόφαση υπαγωγής (screening) 53
Στάδιο εκτίμησης 53
Οδηγίες για την προστασία της Φύσης και περιβαλλοντική αδειοδότηση 56
Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και Οδηγία 2009/147/ΕΚ «περί διατηρήσεως
των αγρίων πτηνών» 57
Οδηγία 92/43/ΕΟΚ Natura 2000 «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων
και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» 58
Επιμέρους στάδια εφαρμογής της διαδικασίας του άρθρου 6 παρ. 3
της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ 62
Προκαταρκτική Εξέταση (Screening) 62
Δέουσα Εκτίμηση (Appropriate Assessment) 63
Οι εξαιρέσεις του άρθρου 6 παρ. 4 Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ 68
3. Ενωσιακή Νομολογία για τις Οδηγίες ΕΠΕ και ΣΠΕ 72
Ευρύτητα του πεδίου εφαρμογής και του σκοπού των Οδηγιών ΕΠΕ και ΣΠΕ 72
Κριτήρια για υπαγωγή ή μη στην ΕΠΕ – διακριτική ευχέρεια κρατών μελών 74
Ευρεία διακριτική ευχέρεια των κρατών για την υπαγωγή ή μη στην ΜΠΕ
και όρια αυτής 74
Αυτόνομη ερμηνεία ενωσιακού δικαίου στη διαδικασία ΕΠΕ 75
Προληπτική και έγκαιρη διαδικασία ΕΠΕ 75
Κατώφλια του screening στη διαδικασία ΕΠΕ 75
Κατάτμηση έργων 76
Ανανέωση άδειας 76
Έννοια «ενδιαφερόμενου κοινού» 76
Συνολικό περιεχόμενο και στόχευση της ΜΠΕ 77
Εξαιρέσεις από τη διαδικασία ΕΠΕ 78
Λήψη προσωρινής απόφασης περί διατάραξης
των προστατευόμενων ειδών 80
Σχέση περιβαλλοντικής εκτίμησης και άδειας λειτουργίας 80
Παραβίαση του ενωσιακού δικαίου, λόγω ανεπάρκειας αιτιολογίας
της εξαίρεσης από την ΕΠΕ 81
Έννοια του «ενδιαφερόμενου κοινού» (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ) 81
Υποχρεώσεις των «αρμόδιων αρχών» κράτους προς λήψη μέτρων διαπίστωσης συνεπειών έργου στο περιβάλλον 83
Έκταση και ένταση του δικαστικού ελέγχου στη δίκη της περιβαλλοντικής αδειοδότησης 83
Αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 84
Οδηγία ΕΠΕ και κόστος δικαστικής διαδικασίας για διαφορές
αφορώσες την περιβαλλοντική αδειοδότηση 84
Σχέση Οδηγίας ΕΠΕ και οικοδομικής άδειας 86
Συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και πρόσβαση
στη δικαιοσύνη – τεκμήριο γνώσης και ανάρτηση στο διαδίκτυο 87
Αυτονομία των κρατών μελών ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες
ένας ιδιώτης μπορεί να στηρίζεται σε παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ για να αμφισβητήσει την εγκυρότητα διοικητικών
αποφάσεων που εγκρίνουν ένα μεγάλο έργο υποδομής 89
«Ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη» 90
Locus standi των οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος
κατά το ενωσιακό δίκαιο 91
Αποζημιωτική ευθύνη λόγω μη διενέργειας ΕΠΕ 91
4. Η ενωσιακή νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 6
της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ 92
Στόχευση του άρθρου 6 παρ. 3 Οδηγίας 92/43/EOK,
σχέση της Δέουσας Εκτίμησης με την αρχή της προφύλαξης 92
Διασταλτική προσέγγιση της έννοιας του «σχεδίου» 96
Περιεχόμενο και ανάγκη πληρότητας Δέουσας Εκτίμησης 99
Η «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης» ως κριτήριο 99
Κρατικές ρυθμίσεις/υποχρεώσεις και Δέουσα Εκτίμηση 100
Ερμηνευτική προσπέλαση της παρ. 4 του άρθρου 6 της Οδηγίας
για τους οικοτόπους 101
Το μεταβατικό καθεστώς προστασίας των οικοτόπων
κατ’ εφαρμογή των παρ. 2-4 άρθρου 6 102
5. Η συνάρθρωση των ενωσιακών Οδηγιών: «παράλληλες» (;)
αδειοδοτήσεις 103
Η σωρευτική εφαρμογή των οδηγιών 2001/42 (Οδηγία ΣΠΕ) και 92/43 104
Η σωρευτική εφαρμογή των οδηγιών 2011/92 (Οδηγία ΕΠΕ) και 92/43 106
Τα διαδικαστικά περιβαλλοντικά δικαιώματα στη διαδικασία Εκτίμησης
και ο ρόλος της Σύμβασης Άαρχους 108
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Περιβαλλοντική αδειοδότηση στην Ελλάδα
σύμφωνα με το προγενέστερο καθεστώς
1. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση κατά τον Ν. 1650/1986 113
Γενική παρουσίαση Ν. 1650/1986 113
Ειδικώς η προέγκριση χωροθέτησης 114
Περιεχόμενο της ΜΠΕ με τον Ν. 1650/1986 116
Νομολογία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση με τον Ν. 1650/1986 118
Περιπτώσεις όπου απαιτείται ΕΠΟ 118
Οι κατηγορίες Α και Β: διαφορές 118
Πληρότητα της αιτιολογίας των πράξεων – δημοσιότητα 121
Έννοια και λειτουργία προέγκρισης χωροθέτησης 124
Θέματα αρμοδιότητας 125
Περιπτωσιολογία έργων 126
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση κατά τον Ν. 3010/2002 130
Γενική παρουσίαση Ν. 3010/2002: οι αλλαγές στον Ν. 1650/1986 130
Νομολογία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση με τον Ν. 3010/2002 134
Γενικά πορίσματα 134
Περιπτωσιολογία έργων 135
Επέκταση και εκσυγχρονισμός υπαρχουσών εγκαταστάσεων και περιβαλλοντική αδειοδότηση – πολεοδομικό κεκτημένο 135
Ζώνες Παραγωγικών Δραστηριοτήτων – Ξενοδοχειακά καταλύματα 135
Λειτουργία βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων 135
Έργα ηλεκτρικής ενέργειας 138
Κεραίες και σταθμοί κινητής τηλεφωνίας και εκ των υστέρων περιβαλλοντική αδειοδότηση 138
Επέκταση λιμένα 142
Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος και αδειοδότηση 142
Προστασία παράκτιων ζωνών 145
Μονάδα εμφιαλωτηρίου νερού 145
Εξορυκτική δραστηριότητα 145
Σύμβαση για την Προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης και περιβαλλοντική αδειοδότηση 146
Αρμοδιότητα και αδειοδότηση για έργα δημοτικής/κοινοτικής οδοποιίας 147
Καταφύγια άγριας ζωής – ΧΥΤΥ 147
Φυσικό αέριο 148
Έργα ύδρευσης 148
Ζητήματα αρμοδιότητας ΕΠΟ πριν τον Ν. 4014/2011 148
Κατάργηση δίκης που άνοιξε με αίτηση ακυρώσεως κατά ΑΕΠΟ
εκδοθείσας προ της ισχύος του Ν. 4014/2011 και λήγουσας μετά
την έναρξη της ισχύος του και πριν τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης 149
Τεκμήριο πλήρους γνώσεως ΕΠΟ 149
Σχέση προϋφιστάμενων της έγκρισης του ΓΠΣ ειδικών πολεοδομικών
ρυθμίσεων (αδειοδοτήσεων) με τις πράξεις του επομένου σταδίου
πολεοδομικού σχεδιασμού 150
Συνολική αποτίμηση των ΜΠΕ, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς 150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Περιβαλλοντική αδειοδότηση στην Ελλάδα
σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς
1. Ερμηνευτική προσπέλαση Ν. 4014/2011 153
Κατ’ ιδίαν ρυθμίσεις του Ν. 4014/2011 154
Κατηγορίες Έργων/Δραστηριοτήτων και διαδικασία αδειοδότησης 154
Κατηγορία Α (άρθρο 2) 155
Έργα/δραστηριότητες κατηγορίας Α1 (άρθρο 3) 156
Έργα/δραστηριότητες κατηγορίας Α2 (άρθρο 4) 159
Κατηγορία Β (άρθρο 8) 160
Υφιστάμενα έργα και δραστηριότητες στερούμενα περιβαλλοντικών
όρων (άρθρο 9) 162
Περιβαλλοντική αδειοδότηση και δίκτυο Natura 2000 (άρθρο 10) 163
Εξαιρούμενα έργα (άρθρο 1) 165
Έργο εμπίπτον σε περισσότερες κατηγορίες (άρθρο 1 παρ. 5) 166
Πίνακας κατάταξης των έργων και δραστηριοτήτων στις κατηγορίες
του Ν. 4014/2011 166
Ενιαία εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων 166
Φύση, ισχύς και διάρκεια της ΑΕΠΟ, κατάργηση προγενέστερων αδειών 167
Πρόσθετοι όροι και ορισμοί στην άδεια 168
Ανανέωση ΑΕΠΟ (άρθρο 5) 170
Αναθεώρηση ΑΕΠΟ 172
Τροποποίηση ΑΕΠΟ (άρθρο 6) 173
Διαδικασία αξιολόγησης οριστικής μελέτης και μελέτης εφαρμογής
έργου ή δραστηριότητας (άρθρο 7) 174
Ανάρτηση ΑΕΠΟ στο Διαδίκτυο (άρθρο 19α) 175
Δημοσιοποίηση ΜΠΕ-ΑΕΠΟ, τεκμήριο γνώσης 176
Αρμοδιότητα – Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων 179
Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (άρθρο 14) 179
Έργα σε δάση (άρθρο 5 παρ. 2 κλπ.) 180
Ηλεκτρονική διαχείριση διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης
(άρθρο 18) 181
Ο έλεγχος της εφαρμογής της νομοθεσίας της περιβαλλοντικής
αδειοδότησης – Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις (άρθρο 20) 181
Ο θεσμός του Αξιολογητή ΜΠΕ – Ο ρόλος του ιδιώτη επαγγελματία
στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 183
Γνωμοδοτήσεις φορέων και δημόσια διαβούλευση (άρθρο 19) 183
Ελάχιστα περιεχόμενα φακέλου ΜΠΕ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Ν. 4014/2011) 184
Θέση προθεσμίας στη Διοίκηση για άρση των πλημμελειών 186
Λοιπές Γενικού Διοικητικού δικαίου ρυθμίσεις και έγκριση
περιβαλλοντικών όρων 186
Κανονιστικές πράξεις εκδοθείσες με έρεισμα τον Ν. 4014/2011 187
Έντυπα Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης 194
2. Περιβαλλοντική πληροφόρηση και περιβαλλοντική αδειοδότηση
στην ενωσιακή έννομη τάξη 195
3. Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) 202
Η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στην Ελλάδα 202
Ειδικότερες προϋποθέσεις και διαδικασίες ΣΠΕ στο ελληνικό δίκαιο 205
Ειδικά η συμμετοχή του κοινού στη ΣΠΕ κατά το ελληνικό δίκαιο 211
Η σχέση της ΣΠΕ με τον χωρικό σχεδιασμό 212
Συνολική και συνοπτική αποτίμηση της ΣΠΕ στην Ελλάδα 213
4. Η Δέουσα Εκτίμηση (άρθρο 6 παρ. 3, 4 Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) 214
Η αρχική ενσωμάτωση της Οδηγίας – η Δέουσα Εκτίμηση ως στόχος
της ελληνικής πολιτικής βιοποικιλότητας 214
Ο κεντρικός Ν. 4014/2011 και η κριτική του προσέγγιση σε σχέση
με το ενωσιακό πλαίσιο 216
Προδιαγραφές της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΦΕΚ 2436/Β/2013)
για έργα και δραστηριότητες της κατηγορίας Β του άρθρου 10
του Ν. 4014/2011 218
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο διάλογος θεωρίας, νομοθεσίας και νομολογίας
για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση
1. Κρίσιμα νομικά ζητήματα που απασχόλησαν τη νομολογία του ΣτΕ
– Η δίκη της «περιβαλλοντικής αδειοδότησης» 219
Έννομο συμφέρον αιτούντος 219
Το έννομο συμφέρον στην ελληνική έννομη τάξη κατ’ αντιπαραβολή
με την περίπτωση του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος 224
Εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης 226
Νομοθετικός καθορισμός περιβαλλοντικών όρων - Κύρωση ΑΕΠΟ διά νόμου 227
Σώρευση ΜΠΕ στο ίδιο έργο 229
Το πρόβλημα της κατάτμησης («σαλαμοποίησης») των έργων
στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 230
Διαφορετικότητα ΑΕΠΟ και λοιπών εγκρίσεων 231
Σώρευση ΑΕΠΟ στην ίδια πράξη για αυτοτελή έργα 231
Απαγόρευση παρεμπίπτοντος ελέγχου ΑΕΠΟ 232
Παράταση ΑΕΠΟ 232
Απαίτηση συνυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού Πολιτισμού
για έργα πλησίον προστατευόμενων μνημείων 233
Αντισυνταγματικότητα πρόβλεψης σύμφωνης γνώμης Δήμου
για την περιβαλλοντική αδειοδότηση 234
Δημοσιοποίηση της ΜΠΕ ως ουσιώδης τύπος της έκδοσης της ΑΕΠΟ,
το τεκμήριο (πλήρους) γνώσης 234
Αρχή χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διοικουμένου
στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 236
Εξέταση επιμέρους υποθετικών σεναρίων περιβαλλοντικής βλάβης
ως ανέλεγκτη κρίση 237
Ύπαρξη ή μη δεδικασμένου σε σχέση με τις προσβαλλόμενες πράξεις 238
Έρεισμα ανάκλησης ΑΕΠΟ 238
Διακριτική ευχέρεια υποβολής παρατηρήσεων από τη Διοίκηση
αναφορικά με τη ΜΠΕ 238
Επιρροή του Κτηριοδομικού Κανονισμού στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 238
Μεταβολή δεδομένων επί των οποίων βασίστηκε η ΑΕΠΟ 239
Ανάκληση γνώμης μετά την έκδοση ΑΕΠΟ 239
Ενδελεχής έρευνα ουσιωδών περιβαλλοντικών ζητημάτων με την ΑΕΠΟ 240
ΜΠΕ και εναλλακτικές λύσεις 240
Η ανάκληση θετικής γνώμης ως λόγος ανάκλησης της ΑΕΠΟ 242
Πρόσθετος όρος στην ΑΕΠΟ 242
Η συστοιχία της ΑΕΠΟ με την αρχή της αναλογικότητας 242
Σωρευτική/συνθετική/συνολική ΜΠΕ 243
Επιρροή συμπληρωματικής ΜΠΕ στην εκδοθείσα ΑΕΠΟ 244
Υπαγωγή σε ανώτερη κατηγορία έργου/δραστηριότητας 245
Φάκελος Συμμόρφωσης Τελικού Σχεδιασμού 245
Αποσύνδεση της ισχυρής οικοδομικής άδειας από την περιβαλλοντική αδειοδότηση 246
Υποβολή πλειόνων μελετών έργου αντί μίας ενιαίας: κριτήρια επιτρεπτού 246
Η επιρροή των αντιρρήσεων κατά τη διαβούλευση στη μετέπειτα
προσβολή της ΑΕΠΟ στο ΣτΕ 246
Απαλλαγή από την περιβαλλοντική αδειοδότηση – ιδίως τα φωτοβολταϊκά 247
Ανανέωση περιβαλλοντικών όρων 249
Εκ των υστέρων συμπλήρωση της ΜΠΕ 250
2. Νομολογιακές παραδοχές για τη Στρατηγική Μελέτη
Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) 250
Όροι εφαρμογής ΣΜΠΕ 250
Διεύρυνση της έννοιας του «σχεδίου» ή «προγράμματος» 250
Τυπικός νόμος εμπεριέχων «σχέδιο» ή «πρόγραμμα» 251
ΣΠΕ και διαβούλευση 252
Δικαστικός έλεγχος ΣΜΠΕ 253
Μη απαίτηση πρότερης ΣΠΕ 253
3. Νομολογιακές παραδοχές για τη Δέουσα Εκτίμηση
(άρθρο 6 παρ. 3, 4 Οδηγίας 92/43) 253
Πάγια νομολογία των δικαστηρίων, τάσεις και παρανοήσεις 254
Περιπτώσεις σημαινόντων έργων και Δέουσα Εκτίμηση κατά
τη νομολογία των δικαστηρίων 256
Ενεργειακά έργα – ΑΣΠΗΕ & Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού
και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ 256
Μεταλλεία Κασσάνδρας Χαλκιδικής 258
Χαρακτηρισμός Κυπαρισσιακού κόλπου ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης» 259
Τροποποίηση περιβαλλοντικών όρων έργου υδροδότησης της πόλης
του Ηρακλείου Κρήτης 259
Προστασία καταφυγίων άγριας ζωής 260
ΕΣΧΑΣΕ «Ίτανος Γαία» 260
Περιφερειακό Πάρκο Κόλπου Κυπαρισσίας 261
Έγκριση λειτουργίας πτηνοτροφικής μονάδας 262
Ειδικά ζητήματα και απαιτήσεις περιβαλλοντικής αδειοδότησης
στην ελληνική δικαιοταξία 262
Ειδικώς η ελληνική νομολογία της κρίσης και η Δέουσα Εκτίμηση 263
4. Νομοθεσία και νομολογία ανά κατηγορία έργου/δραστηριότητας 265
Σχεδιασμός διάθεσης/επεξεργασίας αποβλήτων:
Σύνθετη διοικητική ενέργεια 265
Αδειοδότηση για εγκαταστάσεις και δραστηριότητες
σχετιζόμενες με τα απόβλητα 268
Απόβλητα: ειδικώς οι ΧΥΤΑ, ΧΥΤΥ 269
Επεξεργασία και διάθεση λυμάτων 271
Εγκαταστάσεις με επικίνδυνες ουσίες – Οδηγία SEVESO III 272
Εκτέλεση έργων στον αιγιαλό/παραλία/θάλασσα 274
Βιώσιμη ανάπτυξη μικρών νησιών και παράκτιων οικοσυστημάτων 275
Επέκταση έργων λιμένα – χωροταξικές ρυθμίσεις – Η περίπτωση του ΟΛΠ ΑΕ 276
Αλιευτικός λιμένας 277
Ναυπηγεία 278
Υδατοδρόμια 278
Εξόρυξη σιδηρονικελίου 278
Επιχειρηματικά πάρκα και περιβαλλοντική αδειοδότηση 278
Διαχείριση υδατικών πόρων και περιβαλλοντική αδειοδότηση 279
ΑΕΠΟ και άδεια χρήσης νερού 281
Έργο υδρογεώτρησης, αγωγού μεταφοράς νερού και παροχής υπηρεσιών ύδρευσης 282
Προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης και περιβαλλοντική αδειοδότηση 283
Ιχθυοκαλλιέργειες/Υδατοκαλλιέργειες 284
(Υδατο)ρέματα: οριοθέτηση 287
Υδραυλικά έργα 288
Αμμοληψία 288
Έργα διευθέτησης ρέματος 288
Εκτροπή ρέματος 289
Μονάδα εφοδιαστικής αλυσίδας 290
Επεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα και περιβαλλοντική
αδειοδότηση – Ειδικά η περίπτωση των ΑΠΕ 291
Η νομολογία για τις ΑΠΕ και η ακτινοβολία της 297
Επιρροή των γνωμοδοτήσεων των Δασαρχείων στη ΜΠΕ και την ΑΕΠΟ 305
Δασική οδοποιία 305
Έργα αστικής ανάπλασης 306
Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό 307
Τουριστικοί λιμένες 307
Σύνθετα τουριστικά καταλύματα 309
Συγκροτήματα τουριστικών κατοικιών 310
Κύριο ξενοδοχειακό κατάλυμα 310
Έλεγχος χρήσεων γης 311
Μεταβολή χρήσης γης και περιβαλλοντική αδειοδότηση 312
Αιολικά πάρκα εκτός ΖΕΠ 313
Υδρογονάνθρακες 314
Σταθμός υπεραστικών λεωφορείων 315
Εξορύξεις – μεταλλεύματα και περιβαλλοντική αδειοδότηση 315
Κινηματογράφοι 318
Άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων 318
Συνεργεία συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων και μοτοσικλετών 321
Μονάδες Αιμοκάθαρσης 322
Κέντρο Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) 322
Πτηνο-κτηνοτροφική εγκατάσταση 323
Μηχανολογικές εγκαταστάσεις 324
Περιοχή Οργανωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) 324
ΕΣΧΑΣΕ «Ίτανος Γαία» 325
Στρατηγικές Επενδύσεις του Ν. 4864/2021 326
Επεμβάσεις σε προστατευόμενα μνημεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 329
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα κλιματικής αλλαγής
(Climate Change Litigation) – Ο εθνικός κλιματικός νόμος 329
Λιγνιτωρυχεία 332
Κεραίες και σταθμοί κινητής τηλεφωνίας 332
Οδικό δίκτυο, έργα οδοποιίας 337
Πρατήρια υγρών καυσίμων 338
Βιομάζα 339
Τα αδειοδοτικά στάδια ενός έργου ΑΠΕ σύμφωνα με τη ΡΑΕ 340
Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός – Υπεράκτιες ΑΠΕ – Πλωτά αιολικά
πάρκα/φωτοβολταϊκά 342
5. Κάποιοι κατ’ ιδίαν λόγοι ακύρωσης προβληθέντες στη νομολογία 343
6. Η προσωρινή δικαστική προστασία στο πεδίο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης 349
Μη χορήγηση αναστολής: αποφασιστικά κριτήρια 349
Χορήγηση αναστολής: αποφασιστικά κριτήρια 353
7. Περιβαλλοντική Αδειοδότηση και χωρικός
(πολεοδομικός/χωροταξικός) σχεδιασμός 356
Πολεοδομικό κεκτημένο 357
Χρήσεις γης 358
Συμμετοχή φορέων στη διαδικασία χωρικού
σχεδιασμού – κατάρτισης σχεδίων 358
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
η Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αδειοδότηση:
μια μεταβαλλόμενη γεωμετρία
1. Η αδιαμφισβήτητη περιβαλλοντική σημασία της περιβαλλοντικής
εκτίμησης και αδειοδότησης, η νομοθετική και νομολογιακή
θωράκισή της 361
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση ως «ιδεολογικώς»
και «αξιακώς» καθοριζόμενη και η συμβολή της στην
επανανοηματοδότηση του Δημοσίου Δικαίου 361
3. Το πρόβλημα της επιστημονικής πρωταρχίας στο δίκαιο
της εκτίμησης και αδειοδότησης 366
4. Οι προκλήσεις και η ανάγκη βελτιώσεων στη διαδικασία
εκτίμησης και αδειοδότησης – με το βλέμμα στο μέλλον 367
5. Ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστή στο δίκαιο της εκτίμησης
και αδειοδότησης 368
6. Η ώσμωση του εθνικού δικαίου στο ενωσιακό δίκαιο της εκτίμησης
και αδειοδότησης 371
7. Η σημασία της συμμετοχής του ιδιώτη-πολίτη στο δίκαιο
της εκτίμησης και αδειοδότησης 372
8. Η δυσκολία εκφοράς νομικής κρίσης στο δίκαιο της εκτίμησης
και αδειοδότησης 373
ΕΝΘΕΤΟ
ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ/ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ
1. Η ψήφιση του Εθνικού Κλιματικού Νόμου (Ν. 4936/2022) 375
2. Η διά νόμου περαιτέρω απλοποίηση της αδειοδότησης ΑΠΕ
(Ν. 4951/2022) 376
3. Το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ, “REPower EU” 376
4. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση κύριων τουριστικών καταλυμάτων (ξενοδοχείων) με νεότερη ευμενή νομοθετική ρύθμιση 376
5. Οι νομολογιακές εξελίξεις περί του αναγκαίου της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και περί της σχέσης της με τον χωρικό σχεδιασμό 377
6. Προώθηση της εγκατάστασης υπεράκτιων αιολικών πάρκων
και λοιπών ρυθμίσεων απλοποίησης της περιβαλλοντικής
αδειοδότησης (Ιούλιος 2022) 377
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ξενόγλωσση 379
Ελληνική 388
Κυριότερη νομοθεσία ενωσιακή, διεθνής και εθνική 396
Κανονιστικές πράξεις της περιβαλλοντικής αδειοδότησης 400
Νομολογία ενωσιακή και εθνική (με χρονολογική σειρά) 402
Νομολογία/κείμενα διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων/ΕΔΔΑ 402
Ενωσιακή νομολογία 402
Ελληνική νομολογία 407
Λοιποί σύνδεσμοι 412
Γενικές ιστοσελίδες έρευνας υλικού 412
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η εννοιολόγηση, οι NOMIKEΣ ΒΑΣΕΙΣ και τα θεμέλια της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης
1. Εισαγωγικό ερώτημα: Γιατί μια περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση;
Πρωταρχικό ερώτημα στο οποίο η παρούσα μονογραφία επιχειρεί να απαντήσει είναι το «γιατί μας είναι απαραίτητο ένα δίκαιο για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση»; Ποιο το ρυθμιστικό του πεδίο και ποια η αλληλεπίδρασή του με τους λοιπούς κλάδους της επιστήμης γενικώς, αλλά και του Δημοσίου Δικαίου; Το ερώτημα αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι αποκομμένο από τη φύση του ίδιου του Δικαίου Περιβάλλοντος.
Το Δίκαιο Περιβάλλοντος (ή, κατ’ άλλους, δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος ή περιβαλλοντικό δίκαιο) είναι ο κλάδος εκείνος της νομικής επιστήμης και πράξης που ασχολείται με την περιβαλλοντική προστασία στο δίκαιο, δηλ. τους τρόπους εκείνους με τους οποίου κινητοποιείται (προληπτικά ή κατασταλτικά) η προστασία που παρέχει η νομοθεσία για το περιβάλλον και τα στοιχεία του. Άλλως ειπείν, αποτελεί ένα σύνολο κανόνων δικαίου οι οποίοι βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και προστατευτικών μηχανισμών οριοθετούν την ανθρώπινη δράση (ατομική και συλλογική) και τίθενται για την ισορροπία της ανθρώπινης δράσης και του περιβάλλοντος. Ο εδώ τιθέμενος προσδιορισμός του κλάδου είναι σαφώς τελεολογικός. Ο ορισμός αυτός προσαρμόζει τον αναγνώστη για όσα θα προσεγγιστούν στο παρόν σύγγραμμα, γεννώντας του κάποιες προεισαγωγικές σκέψεις. Η αναγκαιότητα του δικαίου για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση σχετίζεται πρωτίστως με τη σύλληψη του περιβάλλοντος ως αγαθού που πρέπει να προστατεύεται από την έννομη τάξη, αγαθό που διέπεται από αξιοσημείωτη αμφισημία στον ορισμό.
Για την απάντηση στο ως άνω τεθέν πρωταρχικό ερώτημα, χρήσιμη είναι η αποσαφήνιση των χαρακτηριστικών που διέπουν ειδικώς το δίκαιο της αδειοδότησης ως τμήμα του Δικαίου Περιβάλλοντος. Ως χαρακτηριστικά του κλάδου που σχετίζονται με το θέμα μας θεωρούνται:
1. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση αποτελεί τμήμα του γενικού και ταυτόχρονα του ειδικού Δικαίου Περιβάλλοντος. Ως είθισται, παραδοσιακώς γίνεται διάκριση του Δικαίου Περιβάλλοντος σε γενικό και ειδικό. Το μεν γενικό εμπεριέχει
Σελ. 2
το σύνολο των κανόνων δικαίου που εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις περιβαλλοντικές υποθέσεις, το δε ειδικό εμπεριέχει το σύνολο της ειδικής (αχανούς, πράγματι!) περιβαλλοντικής νομοθεσίας, διακρινόμενης στην προστασία επιμέρους τομέων (π.χ. προστασία βιοποικιλότητας) ή στην προστασία από κινδύνους (π.χ. απόβλητα). Ο τομέας της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης και των ειδικών αδειοδοτήσεων, λ.χ. της ειδικής διαδικασίας της Δέουσας Εκτίμησης θα μπορούσε συστηματικώς να τοποθετηθεί τόσο στο γενικό Δίκαιο Περιβάλλοντος (ως ύλη που αφορά όλες τις περιβαλλοντικές υποθέσεις), όσο και στο ειδικό (ως ύλη που αφορά την κάθε κατηγορία έργου/υπόθεσης και την κάθε εν γένει υποδομή).
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση συνιστά ένα άμεσο μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας. Η περιβαλλοντική προστασία εμπλέκει την κρατική εξουσία σε διάδραση με την αγορά. Σκοπείται ο σχεδιασμός της περιβαλλοντικής δράσης, μέσω σταθμίσεων. Τα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας μπορούν σχηματικώς να διακριθούν σε μέτρα κρατικής ρύθμισης και σε μέτρα αυτορρύθμισης και η διάκριση αυτή σχετίζεται με την παραδοχή ότι αγορά χωρίς ρύθμιση δεν νοείται, ούτε μπορεί να εξελιχθεί. Ο αποτελεσματικός σχεδιασμός της περιβαλλοντικής δράσης διά της νομικής οδού συνεπάγεται ότι τα λαμβανόμενα νομικά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να είναι αποτελεσματικά, ελαστικά και αποδεκτά από τους πάντες. Είθισται να γίνεται η διάκριση των μέτρων κρατικής ρύθμισης σε άμεσα και έμμεσα:
α) Τα άμεσα μέτρα λειτουργούν μεμονωμένα στα πλαίσια της στρατηγικής περιβαλλοντικής προστασίας. Δεν απαιτούν τη συνέργεια του ρυθμιστικού τους υποκειμένου ή της υπό ρύθμιση κοινότητας. Ρυθμίζουν γενικές συνθήκες και περιγράφουν αναλυτικές συνθήκες στις μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι νομοθετικά ή διοικητικά. Κατά συναφή άποψη, τα άμεσα μέτρα θεωρούνται άμεσης παρέμβασης.
Σελ. 3
β) Τα έμμεσα μέτρα αλληλεπιδρούν στο πλαίσιο συνολικής οικονομικής και οικολογικής πολιτικής. Συναντώνται εδώ εργαλεία της αγοράς, δημοσιονομικά εργαλεία, οικονομικά εργαλεία κινήτρων κλπ. Τα χρηματοδοτικά οικονομικά εργαλεία προβλέπουν τη χρηματοδότηση προγραμμάτων. Εδώ εντάσσονται γενικώς: το πλαίσιο ευθύνης, οι περιβαλλοντικές εισφορές, τα συστήματα κινήτρων, οι μηχανισμοί οικονομικής στήριξης, η περιβαλλοντική πληροφόρηση, οι δημόσιες συμβάσεις, η διαχείριση κρατικής περιουσίας, που δεν αφορά το αντικείμενο της μελέτης αυτής. Κατά συναφή άποψη, τα έμμεσα μέτρα θεωρούνται έμμεσης ή ήπιας παρέμβασης. Η εκπόνηση ΜΠΕ, ΣΜΠΕ και περιβαλλοντικής μελέτης της Οδηγίας για τους οικοτόπους, η συμβολή των οποίων είναι αδιαμφισβήτητη στον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο της Διοίκησης θεωρούνται άμεσο μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας. Σαφώς τα όρια τείνουν σήμερα να είναι ρευστά, λαμβανομένης υπόψη και της τεχνολογικής έκρηξης, αλλά και των κοινωνικοικονομικών μεταλλαγών και της συνακόλουθης αβεβαιότητας.
3. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση φέρει δυναμικό και τεχνικό χαρακτήρα: Το Δίκαιο Περιβάλλοντος είναι κλάδος δυναμικός, προσαρμοζόμενος σε μία πλειάδα καταστάσεων και συνθηκών, αλλά και μεταβάλλεται με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας, της επιστήμης και της κοινωνίας. Η πολυπλοκότητα που το διέπει καθιστά επιβεβλημένη την πολυεπιστημονική και διεπιστημονική του πραγμάτευση. Το Δίκαιο Περιβάλλοντος «βλέπει στο μέλλον», μολονότι θεμελιώθηκε από μία σειρά γεγονότων του παρελθόντος, ήτοι τραυματικές οικολογικές καταστροφές. Η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον στοιχεί προς την επιδίωξη αποφυγής καταστρεπτικών γεγονότων για το περιβάλλον και για τους οικοτόπους που εξορισμού συνιστούν ευαίσθητα οικοσυστήματα.
4. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με την προστασία της υγείας και τη βιώσιμη ανάπτυξη: Η αναγκαιότητα για τη νομική
Σελ. 4
προστασία του περιβάλλοντος κατέστη εμφανής, όταν εμφανίστηκε η αντίληψη και η πραγματικότητα της βλάβης στην οικονομία λόγω βλάβης στο περιβάλλον. Το ίδιο κατέστη σαφές και με την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Η προστασία των πτηνών και των οικοτόπων, εκτός από την αδιαμφισβήτητη περιβαλλοντική-οικολογική της σφραγίδα, προασπίζει και την υγεία του ανθρώπου.
Ειδικά σε σχέση με την οικονομία, γίνεται σαφής η αλληλεπικάλυψη της προστασίας των οικοσυστημάτων και των οικοτόπων με την οικονομική ανάλυση αυτής. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας ή της αειφορίας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη, προφανώς) διατήρησή τους και προς χάριν των μελλουσών γενεών, βλ. Διάσκεψη ΟΗΕ στο Ρίο. Είναι μία σύγχρονη θεώρηση της ανάπτυξης η οποία – κατά τη θεωρία – επιβάλλει την απογραφή του διασωθέντος φυσικού κεφαλαίου, την ποιοτική πρόσληψη της ανάπτυξης έναντι της ποσοτικής, τον καθορισμό και ανάδειξη του φυσικού πλούτου της κάθε χώρας. Συστατικά αυτής της μορφής της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ανάδειξη των ικανοποιητικών συνθηκών διαβίωσης, η ορθολογική και βιώσιμη χρήση και διατήρηση των φυσικών πόρων και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας στις πολιτικές και τις αποφάσεις, αλλά και η ενδογενεακή και διαγενεακή ισότητα. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνει μια ισόρροπη στάθμιση. Ο συγκερασμός όλων των επιμέρους παραμέτρων αποτελεί τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Συγγενείς με αυτή αρχές είναι η αρχή της βιώσιμης δραστηριότητας ή του έργου, όπως και η αρχή της ήπιας ανάπτυξης στα ευπαθή οικοσυστήματα (π.χ. ακτές), όπως και ο σεβασμός
Σελ. 5
της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης/αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, όπως και η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Η Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η Στρατηγική Εκτίμηση και η Δέουσα Εκτίμηση λαμβάνουν υπόψη τους το ευπαθές των οικοσυστημάτων και τη φέρουσα ικανότητά τους, όταν αποτιμάται το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των σχεδίων/έργων. Περαιτέρω, στην ελληνική έννομη τάξη, η αρχή της αειφορίας ταυτίζεται με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αποτελούν στην πραγματικότητα απλώς παρεμφερείς, όχι πανομοιότυπες έννοιες. Πρέπει να γίνει η εξής ορολογική επισήμανση: η έννοια της βιωσιμότητας αναφέρεται σε γενικούς οικονομικούς δείκτες για την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων. Κατ’ άλλη θέση, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξισορροπεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικοικονομικής ανάπτυξης. Τους συσχετισμούς των συμφερόντων, καλείται εν μέρει να λάβει θέση η αδειοδότηση ως «εξισορροπητική διαδικασία».
5. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση διακρίνεται από το πολυσχιδές των ρυθμίσεών τους, σε νομοθετικό και υπερνομοθετικό επίπεδο, αλλά και φέρει πραγματολογικό χαρακτήρα: Το δίκαιο της αδειοδότησης, λόγω της εξαιρετικής πολυνομίας που το διέπει και η οποία συναρτάται με την τεχνολογική πρόοδο και συναφώς την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης πολυπλοκότητας των πραγματικών καταστάσεων που απασχολούν το δικαστήριο (ούσα και αδύνατη η πάντοτε ορθή υπαγωγή των περιστατικών στους κανόνες δικαίου), συνιστά έναν πολύπλοκο τομέα δικαίου, μια μεταβαλλόμενη «γεωμετρία» με όλη τη σημασία της λέξης. Η νομολογία αναδεικνύεται σε ρυθμιστή της κατάστασης. Σαφώς, εδώ παρεισφρέει και η αποσπασματικότητα και ο εμπειρισμός στον χειρισμό των περιβαλλοντικών υποθέσεων, αλλά αναφύεται και η ανάγκη ενίοτε να υπερβαθεί το θετικό δίκαιο, όταν το κοινό αίσθημα δικαίου παραγκωνίζεται επικίνδυνα ή τα νομικά αντανακλαστικά ενεργοποιούνται
Σελ. 6
(φυσικό δίκαιο). Το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων εξειδικεύεται με διοικητικές πράξεις και μη εκτελεστές πράξεις. Για τους λόγους τους, προτάθηκε η ανάγκη τους Κώδικα Περιβάλλοντος συνεκτικού και εύχρηστου, προκειμένου να απαλειφθεί η «κανονιστική ρύπανση» τους λέγεται χαρακτηριστικώς. Ο Κώδικας θα μπορούσε να περιλαμβάνει ρυθμίσεις και για την εκτίμηση και αδειοδότηση των επιπτώσεων, διακρίνοντας σαφώς τους επιμέρους διαδικασίες, τη ΣΠΕ, την ΕΠΕ και τη διαδικασία της Δέουσας Εκτίμησης.
6. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση διακρίνεται από νομολογιακό χαρακτήρα: Πράγματι, η νομολογία, όπως ως άνω ειπώθηκε, ερμηνεύει, εφαρμόζει και προσαρμόζει εντέλει τους κανόνες περιβαλλοντικού δικαίου στην πολυσχιδή πραγματικότητα. Ο δικαστής αποτελεί «εγγυητή» της νομιμότητας, αλλά και ενίοτε καθίσταται «διαπλάθων» το δίκαιο. Ένα μεγάλο τμήμα των παραδοχών για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση αντλείτο και αντλείται από την πλέον κρίσιμη μάζα της νομολογίας.
7. Στην περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση κυρίαρχο ρόλο φέρει το Δημόσιο Δίκαιο: Το Δημόσιο Δίκαιο που αφορά την οργάνωση και τη δομή του κράτους και τη νομική σχέση κράτους-πολίτη δεν μπορεί παρά να συνιστά το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εξουσία που απονέμεται στη Δημόσια Διοίκηση (μετατρεπόμενη σε αρμοδιότητα) εγγυάται την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης για την αντιμετώπιση των αναφυόμενων προβλημάτων του περιβάλλοντος, αλλά και την πρόληψη αυτών. Ακριβώς λόγω της σύνδεσής του με το Δημόσιο Δίκαιο, εξαίρεται και ο διαδικαστικός του χαρακτήρας, αφού συνδέεται με πολλαπλές διοικητικές διαδικασίες και αναπόφευκτα με γραφειοκρατία, η οποία μετριάζεται συν τω χρόνω, με την πρόοδο της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η ύπαρξη διοικητικού καθορισμού των επιμέρους θεμάτων που σχετίζονται με την αδειοδότηση και εκτίμηση έργων, δραστηριοτήτων, σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον οδηγεί και στον πρωτεύοντα ρόλο της Διοίκησης, ενώ η πολυνομία εξαίρει και τον ταυτόχρονο σημαντικό ρόλο του νομοθέτη. Η Διοίκηση είναι η υλοποιούσα την επιταγή της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης. Η σύνταξη ΜΠΕ δεν είναι μεν διοικητική πράξη, αλλά μελέτη που ανατίθεται σε εξειδικευμένους
Σελ. 7
επιστήμονες, αυτό δεν αναιρεί την κυριαρχία του Δημοσίου Δικαίου στην περιβαλλοντική προστασία. Κατά παρόμοιο τρόπο, το δίκαιο της ΕΠΕ, ΣΠΕ και της εν γένει περιβαλλοντικής αδειοδότησης συνιστά προεχόντως τμήμα του Ειδικού Διοικητικού Δικαίου. Αφορά δηλ. εξειδικευμένους νομικούς κανόνες (ευρωπαϊκού και εθνικού) διοικητικού δικαίου, που άλλοτε προσεγγίζουν τους γενικούς κανόνες του, ενώ άλλοτε αποτελούν εντελώς ειδικές εκφάνσεις τέτοιων κανόνων, εισάγοντας ειδικές ρυθμίσεις περί της διοικητικής διαδικασίας, περί δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, αλλά και δικονομικές ρυθμίσεις.
8. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση είναι διεπιστημονικός κλάδος: ο σύνθετος χαρακτήρας του κλάδου και η ειδικότητα των ρυθμίσεών του απαιτεί τη σύμπραξη επιστημόνων διαφόρων κλάδων (π.χ. μηχανικού – δικηγόρου κλπ.) για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών του. Αλλά και σε ένα θεωρητικότερο επίπεδο, η έρευνα και η εξαγωγή της γνώσης πρέπει να εντάσσεται σε ένα συνολικότερο επιστημονικό πλαίσιο, φωτιζόμενη από τα διδάγματα πλειόνων επιστημών, κυρίως των βιολογικών/θετικών επιστημών, αλλά και της μηχανικής. Κλάδοι που ασχολούνται με το Δίκαιο Περιβάλλοντος και δη εν προκειμένω με το δίκαιο της αδειοδότησης ιδίως στη χώρα μας είναι ενδεικτικώς: οι δασολόγοι, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι μηχανικοί περιβάλλοντος, οι περιβαλλοντολόγοι, οι βιολόγοι, οι χημικοί, οι χημικοί περιβάλλοντος, οι ζωολόγοι κλπ. Στη σύνταξη ΜΠΕ και της Δέουσας Εκτίμησης συμμετέχουν πολλοί και διαφορετικοί από τους ως άνω επιστήμονες.
9. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση φέρει προγραμματικό χαρακτήρα: το Δίκαιο Περιβάλλοντος «θέτει επί τάπητος» και «σχεδιάζει, προγραμματίζει» την πορεία των υποθέσεων που το αφορούν. Ο πυρήνας της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης και της Δέουσας Εκτίμησης είναι προγραμματικός, όπως θα αναλυθεί εκτενώς.
Η διάκριση του Δικαίου Περιβάλλοντος σε γενικό και ειδικό και η σημασία της διάκρισης για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση
Είθισται να γίνεται διάκριση του Δικαίου Περιβάλλοντος σε γενικό και ειδικό. Το μεν γενικό εμπεριέχει το σύνολο των κανόνων δικαίου που εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις
Σελ. 8
περιβαλλοντικές υποθέσεις, το δε ειδικό εμπεριέχει το σύνολο της ειδικής (αχανούς, πράγματι!) περιβαλλοντικής νομοθεσίας, διακρινόμενης στην προστασία επιμέρους τομέων (π.χ. προστασία βιοποικιλότητας) ή στην προστασία από κινδύνους (π.χ. απόβλητα).
Ο τομέας της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης θα εδύνατο συστηματικώς να τοποθετηθεί τόσο στο γενικό Δίκαιο Περιβάλλοντος (ως ύλη που αφορά όλες τις περιβαλλοντικές υποθέσεις), όσο και στο ειδικό (ως ύλη που αφορά την κάθε κατηγορία έργου/υπόθεσης και την κάθε εν γένει υποδομή).
Το δίκαιο της εκτίμησης και αδειοδότησης ως Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο
Το Δίκαιο Περιβάλλοντος εντάσσεται στο Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο, όπως λ.χ. είναι το Αστυνομικό Δίκαιο, το Δίκαιο Κοινωνικής Προστασίας, το Φορολογικό κλπ. Αφορά δηλ. εξειδικευμένους νομικούς κανόνες διοικητικού δικαίου, που άλλοτε προσεγγίζουν στους γενικούς κανόνες του, ενώ άλλοτε αποτελούν εντελώς ειδικές εκφάνσεις τέτοιων κανόνων, εισάγοντας ειδικές ρυθμίσεις περί της διοικητικής διαδικασίας, περί δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, αλλά και δικονομικές ρυθμίσεις.
Το δίκαιο της εκτίμησης και αδειοδότησης συνιστά προεχόντως τμήμα του Ειδικού Διοικητικού Δικαίου, ως αναπόσπαστο τμήμα του Δικαίου Περιβάλλοντος, υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου. Με τη σειρά του, το δίκαιο αυτό ανήκει στο Γενικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, το οποίο εμπεριέχει ρυθμίσεις για όλο το φάσμα του κλάδου.
2. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση στις έννομες τάξεις της Ευρώπης και της Αμερικής
H περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση, φέροντας συγχρόνως ισχυρή ευρωπαϊκή σφραγίδα, διέπεται πρωτίστως από τις ενωσιακές Οδηγίες που θα αναλυθούν κάτωθι.
Ωστόσο, στο παρόν σημείο πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι ανά κράτος μέλος, τα στοιχεία διαφοροποιούνται ως προς τον βαθμό ενσωμάτωσης της νομοθεσίας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και ως προς τη διαφοροποίηση των επιμέρους διαδικασιών αδειοδότησης καθεκάστου έργου και δραστηριότητας.
Ταυτόχρονα, είναι γεγονός πως η αδειοδότηση αποτελεί αμερικανικής εμπνεύσεως πρωτίστως θεσμό.
Θα εξεταστούν επιμέρους χώρες της ΕΕ, αλλά και η Αμερική και η Τουρκία, ως προς τον τρόπο ενσωμάτωσης των ενωσιακών προταγμάτων της αδειοδότησης και με έμφαση σε ορισμένες ιδιαιτερότητες των εννόμων τάξεών τους.
Γαλλία
Η Γαλλία είναι πιθανώς η χώρα όπου πραγματοποιούνται οι περισσότερες εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εξ ου και αναφέρεται πρώτη. Εκτιμάται ότι 5.000 έως
Σελ. 9
6.000 εκτιμήσεις πραγματοποιούνται ετησίως, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα έργων, αλλά όχι τομεακά σχέδια ή προγράμματα, δείγμα ίσως αποσπασματικότητας της διαδικασίας στη χώρα αυτή. Στο σημείο αυτό, παρατηρείται παρατηρείται πως εντούτοις η χώρα διαθέτει Κώδικα Περιβάλλοντος.
Αυτό το σημείο έχει επικριθεί έντονα από ορισμένους αναλυτές, ειδικά από περιβαλλοντολόγους και νομικούς. Τα κριτήρια για τα έργα που θα υποβληθούν στην ΕΠΕ αποτελούνται τόσο από τεχνικά όσο και από οικονομικά κατώτατα όρια, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας. Ο σχετικός νόμος είχε θεσπίσει αρνητικό κατάλογο (δηλαδή κατάλογο έργων που δεν απαιτούν υποβολή ΜΠΕ), αλλά ταυτόχρονα πρόσφατο σχετικό διάταγμα ορίζει, επίσης, έναν θετικό κατάλογο έργων που πρέπει πάντα να υποβάλλονται σε ΕΠΕ ανεξάρτητα από το μέγεθός τους και το ύψος της επένδυσης. Τέλος, ορισμένα είδη έργων που δεν υποβάλλονται σε ΕΠΕ υποβάλλονται σε απλοποιημένη και συντομότερη ΜΠΕ.
Γερμανία
Εμπειρογνώμονες σε ομοσπονδιακό επίπεδο έχουν καταρτίσει μη δεσμευτικές οδηγίες για τη διενέργεια περιβαλλοντικών εκτιμήσεων, σε συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία. Αυτές οι απλώς κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή και την ερμηνεία των νέων κανονισμών ΕΠΕ, τις στρατηγικές διαδικασίες περιβαλλοντικής εκτίμησης και τον έλεγχο (εξέταση κατά περίπτωση) που απαιτείται κατά τον καθορισμό του κατά πόσον πρέπει να διενεργηθεί ΕΠΕ για ένα συγκεκριμένο έργο. Ταυτόχρονα, η εθνική νομοθεσία δεν είναι εξαντλητική, ούτε απόλυτα λεπτομερής στον τομέα αυτό. Οι κανονισμοί που διέπουν την ΕΠΕ ορίζονται στον νόμο για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Gesetz über die Umweltverträglichkeitsprüfung – UVPG).
Ισπανία
Ο σχετικός νόμος περί περιβαλλοντικών επιπτώσεων ρυθμίζει τη διαδικασία για την ανάλυση, πρόγνωση και τη διόρθωση των επιπτώσεων ενός κατασκευαστικού έργου που είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω παραγόντων όπως η φύση, το μέγεθος ή η θέση του. Τέτοια έργα ενδέχεται – ζήτημα που κρίνεται in concreto – να απαιτούν εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από τη χορήγηση
Σελ. 10
της πολεοδομικής άδειας (βλ. ιδίως Article 11 of the Royal Decree Law 1 /2008 of January 11th).
Αγγλία
Πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, εφαρμοζόταν ο λεγόμενος νόμος του 2017 (The 2017 Regulations) για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Το συγκεκριμένο πλαίσιο θα επαναξιολογηθεί και ίσως μεταβληθεί μετά την εκπνοή του μεταβατικού διαστήματος. Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν μόνο για συγκεκριμένους τύπους έργων και δραστηριοτήτων. Μπορούν ακόμη και να εφαρμοστούν στη λεγόμενη «επιτρεπόμενη ανάπτυξη», ήτοι ανάπτυξη για την οποία δεν χρειάζεται να ληφθεί άδεια προγραμματισμού. Δεν ισχύουν για την ανάπτυξη έργων/δραστηριοτήτων βάσει άλλων καθεστώτων, που υπόκεινται σε ξεχωριστούς κανονισμούς εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. H αγγλική νομοθεσία χαρακτηρίζεται σαφώς ελλιπής και ανεπαρκής στον τομέα, όπου υπάρχει πλέον το Environmental Bill, μετά το Brexit.
Ιταλία
Στην Ιταλία, η συμμετοχή του κοινού ρυθμίζεται όχι μόνο από γενικές διατάξεις (νόμος για τις διοικητικές διαδικασίες, N. 241/1990), αλλά και από τομεακές περιβαλλοντικές διατάξεις, που περιλαμβάνουν αυστηρότερους κανόνες για τη συμμετοχή του κοινού σε σύγκριση με τους γενικούς. Ο Ιταλικός Περιβαλλοντικός Κώδικας περιλαμβάνει διατάξεις σε σχέση με τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις (ΕΠΕ/ΣΠΕ) και τις βιομηχανικές άδειες. Υπάρχουν άλλες τομεακές διατάξεις στη νομοθεσία για τα ύδατα και τη φύση, αλλά δεν εντοπίζεται γενική κανονιστική προσέγγιση για την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση.
Η Κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές, συνήθως, δεν χρησιμοποιούν διαδικασίες άλλες από αυτές που απαιτούνται από τη νομοθεσία για τη συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού που ενδιαφέρεται για περιβαλλοντικά ζητήματα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω των έντονων λαϊκών διαμαρτυριών, έχει συσταθεί Παρατηρητήριο στο οποίο
Σελ. 11
συμμετέχουν κυρίως οι τοπικές αρχές και μόνο έμμεσα οι πληγέντες πληθυσμοί καθεαυτοί.
Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης ενθαρρύνει τα τοπικά έργα για τη συμμετοχή των πολιτών στις διοικητικές αποφάσεις. Ειδικότερα, το Υπουργείο υποστηρίζει την αξιολόγηση των υπηρεσιών από τους πολίτες, προωθεί πρωτοβουλίες συμμετοχικής κατάρτισης προϋπολογισμού, ευνοεί τη συμπερίληψη των ενδιαφερομένων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, μεταξύ άλλων μέσω πρωτοβουλιών ψηφιακής δημοκρατίας. Τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου από το 2017 δείχνουν ότι στην Ιταλία, υπάρχει μια σχετικά ισχυρή συμφωνία (89% των ερωτηθέντων) ότι ένα άτομο μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος, κάτι που δεικνύει ελαφρά αύξηση σε σύγκριση με το 2014. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος υποβάλλει τακτικά προγραμματικά έγγραφα και προσχέδια νομοσχεδίων για δημόσια διαβούλευση, όπως για την Εθνική Στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη και για την κυκλική οικονομία το 2017 (αναφέρονται αλλού στην παρούσα έκθεση). Η Κυβέρνηση έχει προτείνει την περαιτέρω αύξηση της διαφάνειας και της συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αξιολόγησης, για παράδειγμα μέσω του έργου CReIAMO.
Η ισχύουσα νομοθεσία για το δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα (Ν. 241/1990, όπως τροποποιήθηκε) και στην περιβαλλοντική πληροφορία (Ν.Δ. 195/2005), εφαρμόζοντας εμπράκτως την αρχή της διαφάνειας, διασφαλίζει την ελευθερία πρόσβασης στα έγγραφα που κατέχει το Δημόσιο. Προβλέπεται διαβίβαση στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, στην περίπτωση περιβαλλοντικών πληροφοριών «σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα το ζητήσει». Η παρακολούθηση της διαδικασίας είναι δωρεάν και πρέπει να πραγματοποιείται στις εγκαταστάσεις του αρμόδιου καθεκάστου οργάνου της Δημόσιας Διοίκησης, κατόπιν ραντεβού με τα αρμόδια Γραφεία. Η εξαγωγή αντιγράφου αρχείων υπόκειται σε καταβολή τελών για την έκδοση και εξαγωγή αντιγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 241/1990, και με τον τρόπο που ορίζεται από τις επιμέρους Διοικήσεις. Το κόστος πρόσβασης στις διαδικασίες που διεξάγει η Διοίκηση ρυθμίζεται με την Υπουργική Απόφαση 121 της 28ης Ιουνίου 2012.
Αμερική
Κανονισμοί, Κατευθυντήριες γραμμές, Εμπειρία για την Εθνική Πράξη Περιβαλλοντικής Πολιτικής (NEPA).
Σελ. 12
H Εθνική Πράξη Περιβαλλοντικής Πολιτικής (NEPA) ως νομοθετική συμπαγής και καταστατική περιβαλλοντική δέσμη, θεσπίζει διοικητικές διαδικασίες για τις Ομοσπονδιακές υπηρεσίες για την αξιολόγηση/εξέταση των επιπτώσεων των έργων στο περιβάλλον, δημιουργεί Συμβούλιο για την Περιβαλλοντική Ποιότητα (CEQ) και χρησιμοποιεί όλα τα πρακτικά μέσα και μέτρα για τον συντονισμό σχεδίων/λειτουργιών/προγραμμάτων και πόρων.
Διαφοροποιείται η ΕΠΕ από τη ΜΠΕ: Η ΕΠΕ είναι συνήθως μια πιο λεπτομερής περιγραφή των ωφελειών και των συνεπειών των εικαζόμενων εξελίξεων, ενώ η ΜΠΕ είναι μια δήλωση των τρεχουσών συνθηκών στο ακίνητο. Κάθε φορά που σχεδιάζονται έργα ή προγράμματα, υπάρχουν πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Περαιτέρω, η EIS (Environmental Impact Statement) και η EA που προηγείται είναι μια εξειδικευμένη υπηρεσία που παρέχεται από All-Phase Environmental Consultants. Οι EIA και οι EIS είναι λεπτομερείς μελέτες για το πώς η ανάπτυξη του έργου/δραστηριότητας δύναται να επηρεάσει τη συγκεκριμένη χλωρίδα και πανίδα που βρίσκεται σε μια περιοχή, καθώς και να επιφέρει συγκεκριμένες και μακροπρόθεσμες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.
Κάθε φορά που σχεδιάζονται έργα ή προγράμματα, υπάρχουν πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Όταν αυτά τα προτεινόμενα έργα χρηματοδοτούνται από ομοσπονδιακό επίπεδο, τέτοιες επιπτώσεις γίνονται σχετικές με το κοινό. Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι επιπτώσεις και το μέγεθος της επίδρασής τους αναφέρονται στις Εκτιμήσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
Οι εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων απαιτούνται από την Ενότητα 102(2) (C) του Νόμου περί Εθνικής Περιβαλλοντικής Πολιτικής του 1969 (PL91-190) (NEPA), ο οποίος απαιτεί από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να εξετάζουν τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων και προγραμμάτων υπό τον έλεγχό τους. Οι μελέτες περιελάμβαναν τα εξής:
– Περιβαλλοντικές επιπτώσεις της προτεινόμενης δράσης
– Τυχόν δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις που δεν μπορούν να αποφευχθούν εάν εφαρμοστεί η πρόταση
– Εναλλακτικές λύσεις στην προτεινόμενη δράση
– Σχέση μεταξύ τοπικών βραχυπρόθεσμων χρήσεων του περιβάλλοντος του ανθρώπου και διατήρησης και ενίσχυσης της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας
Σελ. 13
– Τυχόν μη αναστρέψιμες δεσμεύσεις πόρων που θα εμπλέκονταν στην προτεινόμενη δράση σε περίπτωση εφαρμογής της.
Η Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ) είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων ενός έργου πριν από τη λήψη αποφάσεων. Στοχεύει στην πρόβλεψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε πρώιμο στάδιο του σχεδιασμού και της υλοποίησης του έργου, στην εξεύρεση τρόπων και μέσων μείωσης των δυσμενών επιπτώσεων, στη διαμόρφωση έργων ώστε να ταιριάζουν στο τοπικό περιβάλλον και στην παρουσίαση των προβλέψεων και των επιλογών στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων.
Τουρκία
Ο κανονισμός για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων («Κανονισμός ΕΠΕ») που νομοθετήθηκε για την εφαρμογή της ΜΠΕ στην πράξη τέθηκε σε ισχύ μετά από 10ετή καθυστέρηση, στις 7 Φεβρουαρίου 1993. Παρόλο που υπήρχε νομική βάση για την ΕΠΕ σε αυτή την περίοδο των πρώτων 10 ετών (1983 -1993), η εφαρμογή της ΜΠΕ ανεστάλη στην πράξη στην Τουρκία.
Η Τουρκία εφαρμόζει τον κανονισμό ΕΠΕ από το 1993. Η Τουρκία έγινε επίσημη υποψήφια για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1999 και εκκίνησε η εναρμόνιση της Οδηγίας ΕΠΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την αξιολόγηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων επιπτώσεων και ιδιωτικά έργα για το περιβάλλον) και οι μελέτες ξεκίνησαν στις αρχές του 2001. Τα προγράμματα MATRA που χρηματοδοτούνται από τις Κάτω Χώρες έχουν εφαρμοστεί στην Τουρκία. Το έργο «Προσέγγιση και εφαρμογή της Οδηγίας ΕΠΕ στην Τουρκία» εφαρμόστηκε μεταξύ 2001 και 2002. Το έργο «Ίδρυση Κέντρου Εκπαίδευσης και Πληροφόρησης ΕΠΕ» εφαρμόστηκε μεταξύ 2004 και 2006. Ακολούθως, εισήχθησαν το εγχειρίδιο ΕΠΕ και οι Τομεακές Κατευθυντήριες Γραμμές ΕΠΕ για 12 τομείς (τομεακή ρύθμιση). Το έργο Τομεακής Στρατηγικής Προσέγγισης εφαρμόστηκε για το Υπουργείο Περιβάλλοντος και έχουν καθοριστεί στόχοι για κάθε τομέα.
Σελ. 14
3. Η περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση υπό το πρίσμα των οικονομικών του περιβάλλοντος
Τα οικονομικά του περιβάλλοντος ουδέποτε υπήρξαν κλάδος μονοδιάστατος και περιχαρακωμένος. Αντιθέτως, η «διάτρητη» φύση του αντικειμένου τους εκπορεύεται από πληθώρα παραγόντων που εισχωρούν τρόπον τινά ανταγωνιστικά και ως τέτοιος εξωγενής παράγων μείζονος σημασίας προβάλλει και η πρόσφατη πανδημία που μετέβαλε άρδην βεβαιότητες. Κατά τούτο, επιμέρους πτυχές του περιβαλλοντικού αγαθού φαίνεται, επίσης, πως διακυβεύονται από τις νέες αυξημένες προκλήσεις (π.χ. οξείες δασικές πυρκαγιές καλοκαιριού 2021, ενεργειακή κρίση).
Ταυτόχρονα, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή αναδείχθηκαν σε μείζον θέμα για τη χώρα μας σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Η ολοένα αυξανόμενη σχετική εμπειρική βιβλιογραφία δεν υποτιμά τις συνέπειες της φυσικής κρίσης (με την αποψίλωση των δασών, την τρώση της στιβάδας του όζοντος, τις πλημμύρες κλπ.) στην πολιτική οικονομία και τα οικονομικά του περιβάλλοντος, αλλά αντιθέτως συμφύρει αυτές με επιμέρους άλλες πτυχές της ακολουθούμενης (ή ακολουθητέας) πολιτικής σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, ήτοι στους στόχους, τις οραματικές της πρωτοβουλίες, τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες αυτής, αλλά και στην αξιολόγηση ex post των ωφελημάτων της για το περιβάλλον και την οικονομία, αλλά και για τη βιώσιμη συλλήβδην ανάπτυξη, όπως θα διαφανεί κάτωθι.
Τα νομικά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να είναι αποτελεσματικά, ελαστικά και αποδεκτά από τους πάντες, όπως έγινε ανέκαθεν δεκτό, προκειμένου να επέλθει το αναμενόμενο όφελος. Είθισται, δε επιπρόσθετα, η διάκριση των μέτρων κρατικής ρύθμισης σε άμεσα (π.χ. επενδύσεις στα καμένα δασικά εδάφη) και έμμεσα (περιβαλλοντικής πολιτικής, πρόληψης, με ελάχιστη παρέμβαση στην οικονομική διαδικασία), όπως έχουμε ήδη επισημάνει.
Η παγκόσμια διάσταση των φυσικών καταστροφών (που αφορούν εξίσου, αν και όχι στην ίδια ένταση όλες τις χώρες) αποτελεί τη «λυδία λίθο» των ερμηνειών στις οποίες προβαίνουν οι οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και αφορά και το πεδίο της εκτίμησης και αδειοδότησης.
Οι κάτωθι έννοιες είναι κρίσιμες για τη θεωρητική διαπλοκή οικονομίας με την περιβαλλοντική προστασία, στο νέο παγκόσμιο κάδρο της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών:
Σελ. 15
Παγκοσμιοποίηση
Με την «παγκοσμιοποίηση» του μεγάλου κεφαλαίου περί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, το στοιχείο της επικράτειας είναι εκείνο από τα στοιχεία του παραδοσιακού αστικού κράτους που «σχετικοποιείται» περισσότερο. Και στα οικονομικά του περιβάλλοντος, ωστόσο, η έννοια της επικράτειας σχετικοποιείται. Το ίδιο και στο πεδίο της αδειοδότησης, η επικράτεια τείνει να απωλέσει προοδευτικά το περιοριστικό της πρόσωπο, ιδίως λόγω των διασυνοριακών αδειοδοτήσεων.
Ελεύθερη αγορά-εμπόριο, κίνηση κεφαλαίων και προστατευτισμός
Η πιθανή εσωστρέφεια της τωρινής κρατικής πολιτικής, δικαιολογημένη (λίγο ή πολύ) από την ανάγκη αντιμετώπισης των πάσης φύσεως κρίσεων (πυρκαγιών, πανδημίας), πρέπει μελλοντικά να αντικατασταθεί από μία ολιστική θεώρηση της ανάπτυξης, στο πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία διαπερνά οριζόντια όλες τις πολιτικές, άρα και την αδειοδότηση.
Εξωτερικότητες και συνεργασία (φαινόμενο NIMBY)
Η πανδημική κρίση υπενθύμισε ότι οι παγκόσμιες εξωτερικότητες (ήτοι ιδίως η μείωση του δασικού κεφαλαίου, η κλιματική αλλαγή, οι ασθένειες κλπ.) είναι αντιμετωπίσιμες πληρέστερα από κοινού, προκειμένου να αποφευχθεί το «φαινόμενο του λαθρεπιβάτη» (φαινόμενο NIMBY). Η αναδειχθείσα διάσταση της συνεργασίας στην εκτίμηση και αδειοδότηση για τον μετριασμό των συνεπειών των φαινομένων αυτών επιβάλλει τη λήψη μέτρων από κοινού στο μέλλον, χωρίς να επιβάλλονται οριζόντια μέτρα άνευ διαβουλεύσεων. Η υλοποίηση της αδειοδότησης δεν πρέπει να θεωρείται μέτρο «τιμωρητικό» για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες.
Ανισότητα, ασυμμετρίες του συστήματος
Για τους ελευθεριστές θεωρητικούς, δίκαιο είναι ό,τι διασφαλίζει στα άτομα να κάνουν τις επιλογές τους στην ελεύθερη αγορά με ελάχιστη έως ανύπαρκτη, κρατική παρέμβαση. Ο ελευθερισμός, ωστόσο, είναι τρωτός, αφής στιγμής δεν εξασφαλίζει σε όλους επαρκή μέσα για να απόλαυση των βασικών ελευθεριών τους, και αυτό επιτρέπει τις
Σελ. 16
υπερβολικές ανισότητες όσον αφορά την κατοχή πλούτου και την άσκηση εξουσίας. Αν υιοθετηθεί αυτή η προσέγγιση στα οικονομικά του περιβάλλοντος εν προκειμένω, η πράσινη ανάπτυξη μετά την κρίση δεν πρόκειται να επέλθει, με την ελάχιστη κρατική παρέμβαση.
Σημεία τομής οικονομίας, δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος στο υπό κρίση θέμα
Η ανάλυση θα έμενε ελλιπής, αν δεν προέβαινε στη συνεξέταση οικονομίας – δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος υπό το πρίσμα των κάτωθι εννοιών:
Αρχή αναλογικότητας
Σύμφωνα με τη συνταγματικής περιωπής αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Αναγκαίο σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Κατάλληλο είναι το μέτρο όταν είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από το νόμο σκοπού. Τέλος, η αναλογικότητα stricto sensu προϋποθέτει ότι επιτυγχάνεται εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής. Τα λαμβανόμενα μέτρα οικονομικής πολιτικής (π.χ. φόροι, αδειοδοτήσεις βλ. κάτωθι) και άρα και τυχόν περιορισμοί της επιχειρηματικής ελευθερίας ανάπτυξης έργου/δραστηριότητας θα πρέπει να είναι αναγκαία απολύτως στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατάλληλη για την άσκηση περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και αναλογικά stricto sensu. Κατά λογική αναγκαιότητα, de facto λίγα μέτρα θα κατορθώσουν να περάσουν το κατώφλι του «τεστ» αναλογικότητας, π.χ. η τυχόν επιβολή επιπλέον περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα προς εδραίωση και επίρρωση της περιβαλλοντικής προστασίας στη μετά-covid εποχή και μία πιθανή επιβολή υποχρέωσης σε ρυπογόνες εγκαταστάσεις ή φθείρουσες το οικοσύστημα να αναλάβουν το κόστος απορρύπανσης.
Ταυτόχρονα, όταν το δίπολο ανάκαμψη-άνθρωπος τίθεται σε πρώτο πλάνο, το περιβάλλον ως δικαίωμα κοινωνικό (που αξιώνεται από το Κράτος) τίθεται αν όχι εν αμφιβόλω,
Σελ. 17
πάντως σε επόμενο στάδιο σκέψης. Και πόσο μάλλον όταν δεν θεωρείται – εν προκειμένω αυστηρά! – ότι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας διασφαλίζει άμεσα και απροϋπόθετα την ανθρώπινη υγεία, εκτός ολίγων εξαιρέσεων. Η «σύγκρουση» αυτή δικαιωμάτων αφορά άμεσα στην οικονομία που απ’ αυτή την άποψη διαδραματίζει ρόλο «ενδιάμεσου».
Συζητήσεις με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη
Η μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καταδεικνύει ακριβώς την πρόοδο στον τομέα της επίτευξης του στόχου της συμφωνίας των Παρισίων, όπως και τα κάτωθι μέτρα της ΕΕ να περιοριστεί η θέρμανση στους 1,5 oC. Τούτου παρέπεται ότι η συζήτηση για την ανάπτυξη παραμένει ζωηρή, με το κίνημα του degrowth να δικαιώνεται. Αναζητώντας, πάντως, παγκοσμίως μία νέα πράσινη συμφωνία, τονίζεται ότι η απλή αύξηση της κατανάλωσης ως μέρος οποιουδήποτε σχεδίου τόνωσης της οικονομίας είναι πιθανό να επιδεινώσει την υπάρχουσα κατάσταση ως προς τα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Τα κριτήρια επιλογής των μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας στον άξονα της επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης είναι:
1. Νομικά: βάσει ιδίως του ενωσιακού δικαίου, αξιολογούνται τα μέτρα και οι πολιτικές ιδίως ως προς τη συμβατότητά τους με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και την αρχή της αναλογικότητας, όπως και τις επιμέρους περιβαλλοντικές ενωσιακές αρχές.
2. Οικονομικά: αυτά δεν αρκεί να συνάδουν με το Σύνταγμα, αλλά πρέπει να συνάδουν και με τις αρχές της οικονομικής απόδοσης, της ανταγωνιστικότητας, της προσφορότητας, της αποτελεσματικότητας. Πρέπει να συνεκτιμάται το διοικητικό κόστος και η αποδοχή από την αγορά. Η αποτελεσματικότητα ενός μέτρου εκτιμάται βάσει της προστασίας του περιβάλλοντος και της ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων, της εκτίμησης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων/δραστηριοτήτων, αλλά και των δυνατοτήτων διασυνοριακής αδειοδότησης.
Σελ. 18
3. Κοινωνικά: ένα μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας οφείλει να συνάδει με την κοινωνική πολιτική, την κοινωνική συνοχή και την απονομή της δικαιοσύνης. Αυτό ιδίως στο εδώ ενδιαφέρον πεδίο καθίσταται πρωτεύον αλλά και αμφιλεγόμενο, γιατί δεν είναι διόλου σαφές ποιος και με ποιο κριτήριο θα κρίνει το επωφελές κοινωνικά μέτρο. Η διαβούλευση στην περιβαλλοντική αδειοδότηση, ως ανοικτή και συμμετοχική διαδικασία αποσκοπεί ακριβώς στην ανάδειξη της κοινωνικής εκπροσώπησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολούνται οι τεχνοκράτες από την περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Οικονομικά εργαλεία και αειφόρος ανάπτυξη στη σύγχρονη μετα-νεωτερική εποχή
Στα οικονομικά συστήματα, προέχον είναι το στοιχείο των επιθυμιών ή αναγκών των πολιτών, ενώ πληθώρα διαμαχών των οικονομολόγων στα οικονομικά συστήματα σχετίζονται με το ζήτημα της αποτελεσματικότητας και της δημοκρατικότητας της οικονομίας.
Για τη συμβατική οικονομική θεωρία, στοιχεία της επιτυχίας θεωρούνται η συλλογή πληροφοριών για τη διαμόρφωση του κοινωνικού στόχου και η διοχέτευση της ατομικής δράσης προς τον κοινωνικό στόχο με αποτελεσματικότητα. Οι οικονομικοί θεσμοί ορώνται ως εργαλεία δράσης. Η αγορά αποστέλλει «πληροφορίες» για τη ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών. Οι αγορές για πολλούς έχουν αδυναμίες διαχείρισης των φυσικών πόρων, ενώ το δημόσιο αγαθό κινδυνεύει να μείνει απροστάτευτο. Η συμβατική οικονομική θεωρία υπάγει φυσικούς πόρους και περιβάλλον σε ταυτόσημη λογική με όλα τα αντικείμενα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις του κόσμου; διερωτάται. Αν ναι, το σύστημα θα ήταν ευαίσθητο στις επιθυμίες όλων. Οι κρατικές υπηρεσίες αναπληρώνουν το κενό με «εντολές».
Είναι προφανής, άρρηκτη και άμεση η σύνδεση αυτών των προβληματισμών με το κρίσιμο πεδίο. Η συζήτηση αυτή για τη θέση των συμβατικών οικονομικών θεωριών αναφορικά με το περιβάλλον καθίσταται δραματικά επίκαιρη και άμεσα εφαρμόσιμη στο πεδίο της περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης. Αν επιβληθούν επιπλέον και οριζόντιοι περιορισμοί και μέτρα στις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν έργα/δραστηριότητες, ενδέχεται να προκληθούν «παράπλευρες» απώλειες. Αν πάλι αφεθούν οι πραγματικές καταστάσεις χωρίς νομική ρύθμιση, τότε δύνανται να οδηγήσουν σε άμετρη
Σελ. 19
εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, χωρίς ορίζοντα μεταβολών προς την πράσινη μετάβαση στο εγγύς μέλλον.
Έξυπνοι και ευέλικτοι τρόποι, λοιπόν, θεωρούνται η λήψη υπόψη των καταναλωτικών προτιμήσεων και η επιλογή του πλέον φτηνού τρόπου αντιμετώπισης της ρύπανσης, αλλά και η αρχή της συνεκτίμησης των ήδη διενεργηθεισών αδειοδοτήσεων και της αξιοποίησης των περιβαλλοντικών πληροφοριών που έχουν συλλεγεί πανταχόθεν, χωρίς να προκαλείται ανάχωμα στην επενδυτική δραστηριότητα. Τα οικονομικά εργαλεία συνιστούν υποκατηγορία θεσμών κατάλληλων για την περιβαλλοντική διαχείριση. Αλλά δεν υπάρχουν a priori σωστοί θεσμοί διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Άξονες της οικονομολογικής σκέψης και πιθανοί αναφυόμενοι κίνδυνοι
Τα ήδη εξαχθέντα ερευνητικά πορίσματα τυποποιήθηκαν βιβλιογραφικώς στα κάτωθι πορίσματα για τον οικονομολόγο του περιβάλλοντος, τα οποία αφενός συνιστούν πάγιες γραμμές σκέψης του, αφετέρου ταυτοχρόνως υπάγουν αυτές στις σημερινές απαιτήσεις. Ο οικονομολόγος, λοιπόν, του περιβάλλοντος, όταν καταστρώνει μέτρα που αφορούν και την περιβαλλοντική εκτίμηση και αδειοδότηση, κρίνεται σκόπιμο:
1. Να ακροβατεί ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, στο βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο αναφορικά με την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά εντός του περιβάλλοντος (ανθρωποκεντρική, πλην όχι άμετρη θεώρηση). Η εκτίμηση και αδειοδότηση δεν πρέπει να αποτελεί αμιγώς ανθρωποκεντρικό μέτρο, αλλά και φυσιο-κεντρικό.
2. Να λαμβάνει υπόψη τα αντιμαχόμενα εκάστοτε συμφέροντα (περιβάλλον και ιδιοκτησία).
3. Η μακροοικονομική συζήτηση να εστιάζει στο εάν οποιαδήποτε επένδυση είναι πληθωριστική ή εάν η κρίση θα προκαλέσει μια περίοδο αποπληθωριστικής πίεσης
Σελ. 20
όταν οι κυβερνήσεις παρίστανται ικανές να συνεχίσουν με τη διαδικασία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους τους με μικρή συνέπεια.
4. Να εκμεταλλεύεται την πληθώρα των οικονομολογικών τεχνικών (π.χ. οικονομετρία κλπ.) ως ευκαιρία διαλόγου μεταξύ τους και όχι αλληλοαποκλεισμού.
5. Έμφαση πρέπει να δίδει μεν στην επανάκαμψη του εμπορίου και της ελεύθερης αγοράς, αλλά απαιτείται η «σωστή» οικονομική πολιτική για να επιτευχθούν οφέλη, ιδίως στην περίπτωση των εξωτερικοτήτων.
6. Να ερμηνεύει με ρεαλιστικό τρόπο τις όποιες ανησυχίες και φόβους αναφυούν στην πορεία, αλλά και να κατορθώσει να μετατρέψει τις όποιες στάσεις και ιδέες σε πραγματική κοινωνικοοικονομική αλλαγή.
7. Να αποπειράται να διαγνώσει το κοινωνικοοικονομικό κόστος μιας τέτοιας μετάβασης, ιδίως στο μεταίχμιο από την αντιμετώπιση της κρίσης στη μετέπειτα «κανονικότητα» (;) καθώς και να αποφανθεί για τον τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να σχεδιάσει την κατάλληλη μετάβαση που θα ελαχιστοποιούσε το κόστος.
Στη δόμηση της οικονομολογικής θεώρησής του, κρίσιμο ρόλο θα διαδραματίσουν οι ακόλουθες σκέψεις:
1. Τα κόστη που δαπανώνται για πράσινες επενδύσεις, αλλά και υλοποίηση έργων/δραστηριοτήτων με μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα (ερωτάται αν) παρέχουν οικονομικά οφέλη για να λειτουργήσουν ως γενικό κεϋνσιανό ερέθισμα.
2. Τα κόστη που δαπανώνται σε επενδύσεις για φυσικό αέριο/πετρέλαιο κλπ. σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του πετρελαίου επιδρούν αρνητικά στον ανταγωνισμό, επειδή οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακριβότερες και ασφαλώς προκαλούν την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών.
3. Οι πτωχές χώρες που ευθύνονται ελάχιστα για την κλιματική αλλαγή τελικώς επωμίζονται και το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος για την υλοποίηση των διαδικασιών.
4. Η διάσταση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων (δάση, αναδασωτέες εκτάσεις, ύδατα, ρέματα κλπ.) δεν πρέπει να παροράται από τον οικονομολόγο στη σταθμιστική του λογική.