Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΤ’ ΕΓΚΛΗΣΗ ΔΙΩΞΗ ΤΗΣ

Ο προσδιορισμός του κύκλου των κρίσιμων περιουσιών

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 29,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18774
Κατσαούνης Γ.
Αποστολίδου Α.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 264
  • ISBN: 978-618-08-0009-8

Ένα από τα κεντρικότερα αδικήματα που κατατάσσονται μεταξύ των περιουσιακών εγκλημάτων, είναι διαχρονικά το έγκλημα της απιστίας. Οι κεφαλαιώδους σημασίας μεταρρυθμίσεις του Ν 4619/2019 στο έγκλημα αυτό, το σύνθετο τοπίο που έχει διαμορφωθεί από την επιλεκτική κατ’ έγκληση δίωξη της κακουργηματικής παραλλαγής της, όταν στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και η διάκριση μεταξύ του κύκλου των προστατευομένων περιουσιών συνιστούν τις θεματικές του έργου «Η απιστία στον νέο Ποινικό Κώδικα και η επιλεκτική κατ’ έγκληση δίωξή της».
Ειδικότερα, αναλύονται: 

| Το αντίστοιχο έγκλημα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του νέου ΠΚ 

| Ζητήματα που απορρέουν από τη διεύρυνση της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ρύθμιση που απασχόλησε τόσο τη νομολογία και τη θεωρία, όσο και τα ΜΜΕ 

| Η μεταρρύθμιση της ποινικής προστασίας της δημόσιας περιουσίας, με την κατάργηση του Ν 1608/1950 και του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία (άρ. 256 προϊσχ. ΠΚ), αλλά και την οριοθέτηση του εύρους αυτής, με τον νέο ΠΚ 

| Η εξομοίωση της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με εκείνη της δημόσιας περιουσίας και την αντίστοιχη τυποποίηση ιδιώνυμου αδικήματος απιστίας κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν με τον Ν 4689/2020 

Το παρόν έργο διακρίνεται για την καταγραφή των θεωρητικών και νομολογιακών παραδοχών, ιδίως ως προς τα επιμέρους ζητήματα που ερίζουν νομολογία και θεωρία, καθώς και για την προσπάθεια του συγγραφέα να συμβάλλει στην επιλογή της ορθότερης ερμηνευτικής εκδοχής. Το βιβλίο απευθύνεται στον δικηγόρο, τον δικαστή, τον ακαδημαϊκό και κάθε ενδιαφερόμενο για τα όρια της ποινικά ενδιαφέρουσας συμπεριφοράς των διαχειριστών δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσία.

XI

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ IX

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XV

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ι. Η έννοια της περιουσίας και τα εγκλήματα κατά αυτής -
Εισαγωγικά 5

Α. Η νομική θεωρία 5

Β. Η οικονομική θεωρία 7

Γ. Η νομικοοικονομική θεωρία 8

II. Ομαδοποίηση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας 10

III. Μία συνοπτική καταγραφή των μεταρρυθμίσεων του νέου ΠΚ
στα περιουσιακά εγκλήματα 12

Α. Η αλλαγή δικαιοπολιτικού μοντέλου προστασίας των εννόμων
αγαθών της ιδιοκτησίας και περιουσίας 16

Β. Η οριοθέτηση της έννοιας της δημόσιας περιουσίας 17

1. Η κατάργηση των μη γνησίων υπηρεσιακών εγκλημάτων 19

2. Παρέκβαση: Η εξομοίωση της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) με εκείνη του Ελληνικού Δημοσίου - Η πρόβλεψη
αδικήματος απιστίας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων
της Ε.Ε. 20

Γ. Η ενίσχυση του ατομικού χαρακτήρα του εννόμου αγαθού
της περιουσίας 21

1. Η διεύρυνση της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών
εγκλημάτων 21

2. Η διαμόρφωση ενός ευρύτατου λόγου απαλλαγής από
την ποινή, για τα περιουσιακά εγκλήματα που δεν εμπεριέχουν
χρήση βίας 22

3. Η παράλληλη ενίσχυση των θεσμών αποκαταστατικής
δικαιοσύνης στο νέο ΚΠΔ 24

XII

ΜΕΡΟΣ Α΄
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

Ι. Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 390 ΠΚ - Διαφοροποιήσεις
με την προϊσχύουσα διατύπωση, υπό το καθεστώς του ΠΚ 1950 31

II. Ιστορική προσέγγιση του εγκλήματος της απιστίας 34

III. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 38

IV. Κατάταξη της απιστίας στις επιμέρους κατηγορίες εγκλημάτων 40

V. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 43

Α. Η έννοια του διαχειριστή ή επιμελητή ξένης περιουσίας 45

Β. Οι πηγές της διαχειριστικής εξουσίας 49

Γ. Η αξιόποινη συμπεριφορά - Άπιστη διαχείριση 52

1. Ο εξωτερικός και δικαιοπρακτικός χαρακτήρας της άπιστης διαχείρισης 61

Δ. Η παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης 65

1. Διαχειριστικές πράξεις αυτοβλάβης 75

2. Αποφάσεις υπό συνθήκες αβεβαιότητας 76

Ε. Η επέλευση βέβαιης και οριστικής ζημίας 78

1. Η διακινδύνευση της περιουσίας 80

ΣΤ. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πλημμελούς διαχείρισης
και βέβαιης ζημίας 88

VI. H υποκειμενική υπόσταση 88

VII. Ειδικά ζητήματα 93

A. Απόπειρα 93

Β. Συμμετοχή 95

Γ. Συρροή 97

VIII. Η σχέση της διάταξης του άρ. 256 προϊσχ. ΠΚ
με εκείνη του άρ. 390 ΠΚ 103

Α. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 125

IX. Λοιπά ζητήματα 136

Α. Αποχή από την ποινική δίωξη - Ποινική συνδιαλλαγή 136

Β. Μέτρα επιείκειας 136

Γ. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 136

XIII

ΜΕΡΟΣ Β΄
Η ΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ
ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ

I. Η κατ’ έγκληση δίωξη των περιουσιακών εγκλημάτων -
Μια συνοπτική επισκόπηση στο ισχύον νομοθετικό καθεστώς 137

ΙΙ. Η αρχική διατήρηση της αυτεπάγγελτης δίωξης
της κακουργηματικής απιστίας στο νέο ΠΚ 140

III. Η επιλεκτική διεύρυνση της κατ’ έγκληση δίωξης
της κακουργηματικής απιστίας, όταν στρέφεται άμεσα
κατά πιστωτικού
ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων
του χρηματοπιστωτικού τομέα, μετά την
τροποποίηση
του άρθρου 405 παρ. 1 ΠΚ με το άρθρο
12 παρ. 3 Ν. 4637/2019 142

IV. Ζητήματα συνταγματικότητας 143

Α. Η θέση περί (τριπλής) αντισυνταγματικότητας που υποστηρίχθηκε
από ένα μέρος της νομολογίας 143

Β. Τα αντεπιχειρήματα της θεωρίας 146

Γ. Η επικύρωση της συνταγματικότητας του άρθρου 12 παρ. 3
Ν. 4637/2019 με τη ΣυμβΑΠ 158/2021 152

Δ. Κριτική 154

V. H δήλωση επιθυμίας προόδου της ποινικής διαδικασίας
του αρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019 157

Α. Απαιτείται η υποβολή της δήλωσης επιθυμίας προόδου της ποινικής διαδικασίας των άρθρων 464 ΠΚ και 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019,
όταν ο παθών έχει υποβάλλει έγκληση υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ,
χωρίς την τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας του αρ. 114 ΠΚ; 158

Β. Υποκαθιστούν η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής - δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας τη δήλωση επιθυμίας προόδου της ποινικής διαδικασίας των άρθρων 464 ΠΚ
και 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019; 160

Γ. Η προθεσμία υποβολής της δήλωσης προόδου του άρθρου 6 παρ. 2
Ν. 4637/2019 164

Δ. Ποινική ευθύνη λόγω μη υποβολής της δήλωσης
του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019 (;) 171

Ε. Δικαιούμενοι σε υποβολή εγκλήσεως-δήλωσης επιθυμίας προόδου
επί περιουσιακών εγκλημάτων κατά νομικού προσώπου 174

VI. Οι επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία
των
οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
του άρθρου 24 παρ. 4
Ν. 4689/2020 - Η αυτεπάγγελτη δίωξη
της απιστίας όταν στρέφεται κατά
των οικονομικών
συμφερόντων της Ε.Ε. ή συνδέεται με την
προσβολή αυτών 176

VII. Καταληκτικά συμπεράσματα 178

XIV

ΜΕΡΟΣ Γ΄
Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ

I. Εισαγωγή 185

II. H σταδιακή διαμόρφωση του προϊσχύοντος νομοθετικού
καθεστώτος - Η διαχρονική επιλογή της αυστηρότερης
τιμώρησης των προσβολών της δημόσιας περιουσίας 188

III. Οι τροποποιήσεις που υπέστη ο Ν. 1608/1950
και η μετεξέλιξη της έννοιας της δημόσιας
περιουσίας 193

Α. Η περιουσία των νομικών προσώπων του άρθρου 263Α ΠΚ
ως «δημόσια» περιουσία 196

Β. Η δημόσια περιουσία ειδικά στο έγκλημα της απιστίας
στην υπηρεσία (άρ. 256 ΠΚ) 204

IV. Οι μεταρρυθμίσεις του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) 207

Α. Η κατάργηση του Ν.1608/1950 και η προσθήκη ιδιαίτερα
διακεκριμένων παραλλαγών στα κρίσιμα αδικήματα του ΠΚ 207

Β. Η οριοθέτηση της έννοιας της δημόσιας περιουσίας ως αποκλειστικά περιλαμβάνουσα την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου,
των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ 208

Γ. Η κατάργηση των μη γνησίων υπηρεσιακών εγκλημάτων
και του άρ. 263Α ΠΚ 210

V. Η εξομοίωση της ποινικής προστασίας των οικονομικών
συμφερόντων της Ε.Ε. με εκείνη της περιουσίας
του Ελληνικού Δημοσίου με τον Ν. 4689/2020 213

Α. Εισαγωγικά-Προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς 213

Β. Ο Ν. 4689/2020 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης 218

Γ. Αυτεπάγγελτη δίωξη των πλημμεληματικών προσβολών
της δημόσιας περιουσίας, εφόσον συνδέονται με
την προσβολή των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων; 222

Δ. Ειδικά η απιστία σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων
της Ε.Ε. 225

VI. Καταληκτικά συμπεράσματα 228

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 235

Β. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 238

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 245

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Η οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας την τελευταία δεκαετία, αποδόθηκε ουκ ολίγες φορές σε μία σωρεία παραγόντων, όπως η κατασπατάληση και η κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος, η απροθυμία των πολιτών να συμβάλλουν στα φορολογικά βάρη που τους αναλογούν, καθώς και σε εν γένει φαινόμενα διαφθοράς, πολλές φορές υποκινούμενα και υποθαλπόμενα από πρόσωπα που ευρίσκονται στην κορυφή της κρατικής πυραμίδας.

Τα ανωτέρω φαινόμενα, ως ένα βαθμό υπαρκτά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους έως σήμερα, και ως ένα βαθμό «διογκωμένα» και θεωρούμενα ως οι αποκλειστικές ρίζες της σημερινής οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας, οδήγησαν σε δύο εντελώς αντιφατικές μεταξύ τους πραγματικότητες: από τη μία ο Έλληνας νομοθέτης να έχει διατηρήσει, μέχρι σχετικά πρόσφατα, και συγκεκριμένα μέχρι και την 1η Ιουλίου 2019, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του νέου ΠΚ, ένα υπέρμετρα αυστηρό ποινικό οπλοστάσιο για τον κολασμό των δραστών περιουσιακών εγκλημάτων κατά της -συχνά με πρόχειρες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, διογκωμένης και όχι πράγματι, σύμφωνα με τα τρέχοντα δεδομένα της οικονομικής ζωής- δημόσιας περιουσίας, το οποίο περιλάμβανε μέχρι και την απειλή της ποινής της ισοβίου καθείρξεως, και από την άλλη, μεγάλη μερίδα των πολιτών να δυσπιστεί απέναντι στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (και) σε αυτές τις περιπτώσεις, θεωρώντας ότι το ποινικό σύστημα της χώρας μας είναι ελαστικό και ευνοεί την ευδοκίμηση τέτοιων φαινομένων, παρέχοντας ασυλία σε πολιτικά και σε εν γένει υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, που ασκούν επιρροή στην οικονομική ζωή της χώρας.

Παρά τα ανωτέρω, από πλευράς ποινικής μεταχείρισης, η προστασία της περιουσίας, και ειδικά της δημόσιας, αποτελεί διαχρονική επιλογή του νομοθέτη, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Από τη θέση σε ισχύ του ΠΚ και του ΚΠΔ του 1950, την 1η Ιανουαρίου 1951, με την πρόβλεψη στο 23ο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και στο 24ο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, θεσπίστηκε ένα εν πολλοίς πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα ποινικής προστασίας των οικείων εννόμων αγαθών, το οποίο, με τις συνεχείς τροποποιήσεις του, οι οποίες δεν

Σελ. 2

υπήρξαν ομολογουμένως πάντοτε επιτυχείς, διατηρήθηκε σε ισχύ για περίπου 70 χρόνια. Αντίστοιχα, από την 1η Ιανουαρίου 1951, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε ισχύ οι ως άνω Κώδικες, ταυτόχρονα τέθηκε σε ισχύ και ο Ν. 1608/1950 «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου», ο οποίος, περιέχοντας τόσο ρυθμίσεις ουσιαστικού, όσο και δικονομικού ποινικού δικαίου δικαίου, επιδίωκε, ήδη από την αρχική του μορφή, με τρόπο ιδιαίτερα σκληρό την οξεία ποινική καταστολή των προσβολών της περιουσίας του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

Αναμφίβολα, ένα από τα κεντρικότερα αδικήματα που κατατάσσονται μεταξύ των περιουσιακών εγκλημάτων, είναι διαχρονικά το έγκλημα της απιστίας. Το εν λόγω έγκλημα, έχοντας εύστοχα χαρακτηρισθεί ως το κορυφαίο διαχειριστικό αδίκημα, εντάσσεται μεταξύ των κεντρικών διατάξεων του ειδικού μέρους του ΠΚ, που μεταξύ άλλων αποσκοπεί στην πάταξη της διαφθοράς του δημοσίου τομέα, έχοντας αναλάβει διαχρονικά το δυσχερές εγχείρημα της κάλυψης του κενού χώρου των υπολοίπων περιουσιακών εγκλημάτων, και της παγίδευσης των πλέον «κομψών» και συγκεκαλυμμένων προσβολών της περιουσίας, που τελούνται με την ένδοθεν κατάχρηση της νόμιμης διαχειριστικής εξουσίας. Η εφαρμογή των διατάξεων περί απιστίας, η οποία υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, τυποποιούνταν σε δύο αυτοτελείς διατάξεις, και συγκεκριμένα τόσο στο αρ. 256 ΠΚ, υπό το 12ο κεφάλαιο του προϊσχ. ΠΚ, στο οποίο κατατάσσονταν τα Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, όσο και στο άρθρο 390 ΠΚ, υπό το 24ο κεφάλαιο του ΠΚ, όπου κατατάσσονταν τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, είχε προκαλέσει σημαντικά ζητήματα, τα οποία απασχόλησαν τη θεωρία και τη νομολογία επί σειρά ετών,

Σελ. 3

ωστόσο επιλύθηκαν σε σημαντικό βαθμό, κατόπιν των ριζικών μεταρρυθμίσεων που επέφερε Ν. 4619/2019.

Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις του νέου ΠΚ στο αναθεωρημένο 23ο Κεφάλαιο του ΠΚ, με τίτλο «εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών», κατόπιν ενοποίησης του 23ου και 24ου κεφαλαίου του προϊσχύοντος ΠΚ (εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων αντίστοιχα) κατατάσσονται στις σημαντικότερες, σηματοδοτώντας την αλλαγή μοντέλου για την προστασία των εννόμων αγαθών της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Η κατάργηση των υπηρεσιακών διαχειριστικών αδικημάτων, η συρρίκνωση των εννοιών του δημοσίου υπαλλήλου και της δημόσιας περιουσίας, με την κατάργηση του δρακόντειου Ν. 1608/1950 καθώς και του άρθρου 263Α προϊσχύοντος ΠΚ, καθώς και η ευρεία εισαγωγή θεσμών «ιδιωτικοποίησης» της ποινικής δίκης σε σχέση με τα περιουσιακά αδικήματα, ιδίως με την πλέον κατά κανόνα κατ’ έγκληση δίωξή τους και την διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών της έμπρακτης μετάνοιας και της εντελούς ικανοποίησης, αποτελούν αναμφίβολα ριζικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μάλιστα συχνά προκάλεσαν αντιδράσεις και δέχθηκαν έντονη κριτική.

Οι ανωτέρω γενικότερες μεταρρυθμίσεις, που επέφερε ο Ν. 4619/2019 στα περιουσιακά εγκλήματα, είναι χαρακτηριστικές ιδίως στο αδίκημα της απιστίας. Τούτο διότι, ενώ ο εν γένει τρόπος δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, αποτέλεσε πεδίο ιδιαίτερου προβληματισμού και διχογνωμιών, συγκεκριμένα ο τρόπος δίωξης του εγκλήματος της απιστίας, έδωσε το έναυσμα για έναν ιδιαίτερα ζωηρό (δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως και «αιχμηρό»)διάλογο, μεταξύ της θεωρίας και ενός τμήματος της νομολογίας. Η ρύθμιση που ξεσήκωσε αντιδράσεις και αποτέλεσε το έναυσμα για τη διεξαγωγή του παραπάνω διαλόγου, ήταν η προσθήκη β΄ εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 405 ΠΚ, με τον «διορθωτικό» νόμο 4637/2019, στην οποία ορίζεται ότι: «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παρ. 1 εδ. β΄ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, απαιτείται έγκληση».

Σελ. 4

Η εν λόγω ρύθμιση ξεσήκωσε μία σειρά αντιδράσεων, τόσο από τα Μ.Μ.Ε., όσο και από ένα μεμονωμένο τμήμα της νομολογίας, το οποίο (παρά τις σταθερά αντίθετες εισηγήσεις της εισαγγελικής έδρας), έκρινε την προαναφερόμενη, νεοπαγή τότε, νομοθετική ρύθμιση ως αντισυνταγματική. Δεν έλειψε φυσικά ο επιστημονικός αντίλογος, ο οποίος, με καταλυτικά επιχειρήματα, συνέκλινε υπέρ της συνταγματικότητας της ρυθμίσεως, θέση η οποία γίνεται πλέον σταθερά δεκτή και στη νομολογία του Ακυρωτικού μας.

Ωστόσο, οι νομοθετικές εξελίξεις σχετικά με τον τρόπο δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων εν γένει, αλλά και το έγκλημα της απιστίας ειδικότερα, δεν εξαντλούνται στην προαναφερόμενη ρύθμιση. Η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των Οδηγιών (ΕΕ) 1017/5.7.2017 και 2198/28.7.2017 για την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον Ν. 4689/2020, ο οποίος κατήργησε παράλληλα τον προκάτοχο Ν. 2803/2000, συνεπάγεται επίσης μία σειρά από σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αναμένεται κατά την άποψη του γράφοντος, να απασχολήσουν μελλοντικά τόσο την πράξη, όσο και τη θεωρία.

Συνοψίζοντας το εισαγωγικό μέρος της παρούσας, οι κεφαλαιώδους σημασίας μεταρρυθμίσεις του Ν. 4619/2019 στο έγκλημα της απιστίας, το σύνθετο τοπίο που έχει διαμορφωθεί από την επιλεκτική κατ’ έγκλησή δίωξη της κακουργηματικής παραλλαγής της, όταν στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και η διάκριση μεταξύ του κύκλου των προστατευομένων περιουσιών, μετά την οριοθέτηση-συστολή της έννοιας της δημόσιας περιουσίας με το νέο ΠΚ, αλλά και την πρόσφατη εξομοίωση της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. με εκείνη του Ελληνικού Δημοσίου με τον Ν. 4689/2020, έχουν δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα σύνθετο και δαιδαλώδες νομοθετικό καθεστώς, για το οποίο υπάρχει διαρκής επιστημονική κίνηση (που αναμένεται να συνεχιστεί επί μακρόν), και απασχολεί ιδιαίτερα τη νομολογία.

Η συνολική εξέταση των ανωτέρω ζητημάτων, με τρόπο αναλυτικό και ενδελεχή, επιχειρείται σε τρία επιμέρους μέρη. Μετά την ολοκλήρωση του εισαγωγικού μέρους, ακολουθεί το Α΄ Μέρος, στο οποίο παρατίθεται ανάλυση των στοιχείων του εγκλήματος της απιστίας, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς. Στο Β΄ Μέρος, παρατίθενται τα ζητήματα που ανέκυψαν από τη νομοθετική επιλογή της επιλεκτικής κατ’ έγκληση δίωξη της κακουργηματικής απιστίας, όταν αυτή στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχει

Σελ. 5

ρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και η κριτική τους επισκόπηση, και τέλος, στο Γ΄ Μέρος, επιχειρείται η παράθεση και η διάκριση μεταξύ των προστατευομένων περιουσιών, με την σαφή πλέον διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, αλλά και την πρόσφατη εξομοίωση της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε., με εκείνη της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, με τον Ν. 4689/2020.

Ι. Η έννοια της περιουσίας και τα εγκλήματα κατά αυτής - Εισαγωγικά

Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ, το 23ο κεφάλαιο του προϊσχύοντος ΠΚ, στο οποίο προβλέπονταν τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, και το 24ο κεφάλαιο αυτού, στο οποίο προβλέπονταν τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, συγχωνεύτηκαν στο νέο, ενιαίο 23ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ΠΚ, που φέρει τον τίτλο «Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών». Στις διατάξεις της Ενότητας II του ανωτέρω, 23ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, τυποποιούνται τα εγκλήματα που προσβάλλουν με διάφορους τρόπους το έννομο αγαθό της περιουσίας.

Για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας της περιουσίας στο ποινικό δίκαιο, δεν υπάρχει ομοφωνία, καθώς έχουν υποστηριχθεί περισσότερες της μίας απόψεις. Οι σημαντικότερες από τις πλείονες θεωρίες που έχουν υποστηριχθεί, σχετικά με την οριοθέτηση της έννοιας της περιουσίας, είναι η νομική, η οικονομική και η νομικοοικονομική θεωρία. Ακολουθεί η παράθεση των βασικών χαρακτηριστικών των ανωτέρω θεωριών.

Α. Η νομική θεωρία

Σύμφωνα με τη νομική θεωρία, ως περιουσία νοείται το άθροισμα των περιουσιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του φορέα της περιουσίας, ανεξάρτητα από το εάν αυτά έχουν ή όχι οικονομική αξία. Συνακόλουθα, η περι-

Σελ. 6

ουσιακή βλάβη συνίσταται μόνον στην απώλεια δικαιώματος ή στην ανάληψη υποχρεώσεως.

Η ως άνω θεωρία επικρίθηκε ως υπερβολικά στενή και υπερβολικά ευρεία ταυτόχρονα. Συγκεκριμένα, επικρίθηκε ως υπερβολικά ευρεία διότι εντάσσει στην έννοια της περιουσίας δικαιώματα που δεν έχουν καμία οικονομική, αλλά μόνον συναισθηματική αξία, π.χ. το δικαίωμα κατοχής μιας παλιάς φωτογραφίας ή μιας ερωτικής επιστολής ή μιας μπούκλας μαλλιών, αλλά και ως υπερβολικά στενή, διότι δεν περιλαμβάνει πραγματικές καταστάσεις με οικονομικό περιεχόμενο, οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί σε αντικείμενο δικαιώματος, όπως λ.χ. η πελατεία, η κατοχή, οι προσδοκίες, η εργατική δύναμη κ.λπ. Παράλληλα, επικρίθηκε διότι, η εφαρμογή της ανωτέρω θεωρίας, που εκλαμβάνει την περιουσία ως άθροισμα επιμέρους δικαιωμάτων και όχι ως οικονομικό σύνολο, δεν επιτρέπει τον συμψηφισμό της απώλειας δικαιώματος με το οικονομικό πλεονέκτημα που ενδεχομένως πηγάζει από την περιουσιακή διάθεση.

Στα μειονεκτήματα της εν λόγω θεωρίας, εντάσσεται και η εξάρτηση της ύπαρξης ζημίας από την υποκειμενική στάση του παθόντος (π.χ. από το αν προσδίδει συναισθηματική αξία στο πράγμα), μετατρέποντας τα πλέον κλασικά εγκλήματα κατά της περιουσίας (λ.χ. το έγκλημα της απάτης) σε εγκλήματα κατά της ελευθερίας διάθεσης, διευρύνοντας αφόρητα το αξιόποινό τους από τη μία, αλλά και αφήνοντας ορισμένες περιπτώσεις ακάλυπτες κατά τρόπο αδικαιολόγητο από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής.

Οι ανωτέρω εύλογες επικρίσεις, καταδεικνύουν εύστοχα τις αδυναμίες της ανωτέρω θεωρίας, προκειμένου να παρέχει έναν επαρκή ορισμό του εννόμου αγαθού της περιουσίας, με συνέπεια να μην υποστηρίζεται πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Σελ. 7

Β. Η οικονομική θεωρία

Στον αντίποδα της νομικής θεωρίας βρίσκεται η αμιγώς οικονομική θεωρία, σύμφωνα με την οποία περιουσία είναι το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου, δηλαδή των αγαθών εκείνων (πραγμάτων ή δικαιωμάτων) που έχουν εν τοις πράγμασι οικονομική-χρηματική αξία, δυνάμενη να διαπιστωθεί λογιστικά, αδιαφόρως του αν αυτά αναγνωρίζονται ή επιδοκιμάζονται από την έννομη τάξη.

Υπό το πρίσμα αυτό, περιουσιακή ζημία υφίσταται όποιος κατ’ αποτέλεσμα γίνεται πράγματι φτωχότερος, προστατεύεται δηλαδή η κάθε περιουσία, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή ο νόμιμος ή μη τρόπος απόκτησης των αγαθών, και σε αντίθεση με την αμιγώς νομική θεωρία, εδώ δεν ενδιαφέρουν μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά και πραγματικές καταστάσεις με περιουσιακή αξία (π.χ. η προσδοκία, η κατοχή, η εργασιακή δύναμη). Η ανωτέρω θεωρία αποτέλεσε και την επικρατήσασα στην ελληνική (αλλά και στη γερμανική) νομολογία επί σειρά ετών, αν και παρατηρείται σταδιακή μεταστροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου, προς την κατεύθυνση της αποδοχής της νομικοοικονομικής θεωρίας.

Η οικονομική θεωρία παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα έναντι της νομικής. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζει την περιουσία ως ενιαίο σύνολο, επιτρέπει το συμψηφισμό κέρδους και ζημίας από την ίδια συναλλαγή και αποκλείει από αυτήν τα αγαθά με αποκλειστικά συναισθηματική αξία, ενώ αναγνωρίζει ως περιουσιακά στοιχεία τις πραγματικές καταστάσεις όπως την κατοχή, τις προσδοκίες, την εργασιακή δύναμη, τις ατελείς ή φυσικές ενοχές (π.χ. από παίγνιο ή στοίχημα) και τις μη αγώγιμες (λόγω ακυρότητας ή ακυρωσίας) αξιώσεις, με αποτέλεσμα την πλήρωση αισθητών κενών στην αντεγκληματική

Σελ. 8

πολιτική. Ωστόσο, το βασικό μειονέκτημά της έγκειται στο ότι, με την ένταξη στην έννοια της περιουσίας και αγαθών ή σχέσεων που αποδοκιμάζονται από το δίκαιο, όπως λ.χ. η παράνομη κατοχή του κλοπιμαίου από τον δράστη της κλοπής, διασπά την ενότητα της έννομης τάξης, εμφανίζοντάς την να προστατεύει αυτό που η ίδια αποδοκιμάζει.

Γ. Η νομικοοικονομική θεωρία

Η νομικοοικονομική θεωρία, η οποία, συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματα της νομικής και της οικονομικής θεωρίας, προβάλλει ως η επικρατέστερη, προσδίδει στην έννοια της περιουσίας τον εξής ορισμό: Στην περιουσία ανήκουν όλα τα αγαθά ενός προσώπου που έχουν οικονομική αξία (μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα) και ταυτόχρονα προστατεύονται ή (τουλάχιστον) δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Υπό το πρίσμα αυτό, βλαπτόμενος είναι εκείνος που γίνεται φτωχότερος, επειδή χάνει άνευ ισάξιου ανταλλάγματος ένα χρηματικώς αποτιμήσιμο αγαθό, το οποίο δεν αποδοκιμάζεται δικαιϊκά.

Με τον ανωτέρω ορισμό της περιουσίας, υπάγονται σε αυτήν, εφόσον δεν αποδοκιμάζονται από το δίκαιο: δικαιώματα με οικονομική αξία, όπως κυριότητα, ενοχικές αξιώσεις, δικαίωμα διατροφής, δικαίωμα στα αποκτήματα, δικαίωμα υπαναχώρησης ή καταγγελίας σύμβασης, επιφύλαξη κυριότητας, προσδοκίες περιβαλλόμενες με σταθερότητα τέτοια, ώστε κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων η επίτευξη κέρδους να καθίσταται πολύ πιθανή, φυσικές ή ατελείς ενοχές από παίγνιο ή στοίχημα, παραγεγραμμένες αξιώσεις, άκυρες ή ακυρώσιμες αξιώσεις, τις οποίες όμως ο οφειλέτης είναι πρόθυμος να ικανοποιήσει και γι’ αυτό έχουν οικονομική αξία, π.χ. αξιώσεις από εταιρία εν τοις πράγμασι, εργασιακή δύναμη κ.λπ., πράγματα κινητά και ακίνητα εφόσον έχουν οικονομική αξία, κατοχή, πελατεία κλπ.

Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται αγαθά χωρίς οικονομική αξία (όπως ακριβώς συμβαίνει και στην οικονομική θεωρία) αλλά και οικονομικές σχέσεις που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, όπως αξιώσεις που πηγάζουν από ανήθικη ή παράνομη αιτία (όπως συμβαίνει και με τη νομική θεωρία, όχι όμως

Σελ. 9

και με την οικονομική, καθώς, σύμφωνα με την τελευταία, και αυτού του είδους οι οικονομικές σχέσεις εντάσσονται στην έννοια της περιουσίας).

Έτσι, με τη νομικοοικονομική θεωρία, την οποία ασπάζεται το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνική επιστήμης και της σύγχρονης νομολογίας, αξιοποιούνται τα πλεονεκτήματα της οικονομικής θεωρίας (δεν περιλαμβάνονται στην περιουσία αγαθά χωρίς οικονομική αξία, ο υπολογισμός της γίνεται στο σύνολο της, συμψηφίζοντας οφέλη και υποχρεώσεις, περιλαμβάνονται de facto οικονομικές σχέσεις), χωρίς όμως να προστατεύονται και αποδοκιμαζόμενες από την έννομη τάξη οικονομικές σχέσεις, λ.χ. ο έμπορος ναρκωτικών που πληρώνεται με πλαστά χαρτονομίσματα δεν προστατεύεται με τις διατάξεις περί απάτης διότι η αξίωσή του δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο αφού πηγάζει από παράνομη αιτία και γι’ αυτό είναι άκυρη (άρθρ. 174 ΑΚ).

Πέραν των ανωτέρω θεωριών, οι οποίες είναι και οι σημαντικότερες μεταξύ των υποστηριχθεισών, έχουν υποστηριχθεί και άλλες, οι λεγόμενες προσωπικές θεωρίες. Η παράθεση των ανωτέρω θεωριών εκφεύγει των ορίων της παρούσας. Τα επιμέρους ζητήματα σχετικά με το έγκλημα της απιστίας, που παρατίθενται κατωτέρω, υπό το Α΄ Μέρος της παρούσας, εξετάζονται υπό το πρίσμα της κρατούσας στην ελληνική επιστήμη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, νομικο-οικονομικής θεωρίας.

Σελ. 10

II. Ομαδοποίηση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας

Στη θεωρία έχουν επιχειρηθεί ορισμένες επιμέρους ομαδοποιήσεις-διακρίσεις των περιουσιακών εγκλημάτων.

Κατά τη διάκριση που εισηγείται ο Χ. Μυλωνόπουλος, από τα τυποποιούμενα εγκλήματα κατά της περιουσίας, ορισμένα προσβάλλουν την περιουσία συγκεκριμένου φορέα ως σύνολο των οικονομικών αγαθών που την απαρτίζουν (όπως το έγκλημα της απάτης - αρ. 386 ΠΚ , της εκβίασης-αρ. 385 ΠΚ και της απιστίας – αρ. 390 ΠΚ), δηλ. η α.υ. των εγκλημάτων αυτών πληρούται σε οποιαδήποτε περίπτωση μείωσης της περιουσίας (απώλεια δικαιώματος, πράγματος, προσδοκίας κλπ). Αντιθέτως, άλλα περιουσιακά εγκλήματα, όπως η απάτη σχετικά με τις επιχορηγήσεις (αρ. 386Β ΠΚ) και η παρακώλυση συναγωνισμού (αρ. 395 ΠΚ) στρέφονται κατά ορισμένων μόνο περιουσιακών δικαιωμάτων. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, ιδιομορφία παρουσιάζει το έγκλημα της απάτης με υπολογιστή (αρ. 386Α ΠΚ), διότι προστατεύει την περιουσία ακόμα και όταν τα φυσικά πρόσωπα που υπέστησαν τη ζημία είναι άδηλα, δηλαδή χωρίς να συνδέει την τελευταία με συγκεκριμένο φορά, ενώ αντίστοιχα, το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (αρ. 394 ΠΚ), έχει ως υλικό αντικείμενο ατομικώς ορισμένα πράγματα.

Επιπλέον, τα περιουσιακά εγκλήματα διακρίνονται σε εγκλήματα περιουσιακής μετάθεσης, στα οποία τυποποιούνται συμπεριφορές στο πλαίσιο των οποίων ο δράστης πετυχαίνει την μετάθεση περιουσιακών στοιχείων από την περιουσία του παθόντος στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου, όπως η εκβίαση (αρ. 385 ΠΚ), η απάτη (αρ. 386 ΠΚ), η απάτη με υπολογιστή (αρ. 386Α ΠΚ), η απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις (αρ. 386Β ΠΚ) και η τοκογλυφία (αρ. 404 ΠΚ), και σε εγκλήματα απλής περιουσιακής προσβολής, όπου τυποποιούνται συμπεριφορές οι οποίες απλώς προσβάλλουν την περιουσία του παθόντος, χωρίς να κατευθύνονται και σε μετάθεση περιουσιακού στοιχείου του παθόντος. Στα εγκλήματα απλής περιουσιακής προσβολής, εντάσσονται, η απατηλή πρόκληση βλάβης (αρ. 389 ΠΚ), η απιστία (αρ. 390 ΠΚ), η παρακώλυση συναγωνισμού (αρ. 396 ΠΚ) και η καταδολίευση δανειστών (αρ. 397 ΠΚ).

Από την ανωτέρω διάκριση διαφοροποιείται εν μέρει ο Α. Παπαδαμάκης, ο οποίος αφενός εντάσσει την απιστία στα εγκλήματα περιουσιακής μετάθεσης, αφετέρου θεωρεί ότι στα εγκλήματα απλής περιουσιακής ζημίας ή προσβολής σήμερα εντάσσεται αποκλειστικά το έγκλημα της απατηλής πρόκλησης βλάβης (αρ. 389 ΠΚ), και αντίστοιχα, τα εγκλήματα της καταδολίευσης

Σελ. 11

δανειστών (αρ. 397 ΠΚ) και της παρακώλυσης συναγωνισμού (αρ. 396 ΠΚ), εντάσσονται σε μία διαφορετική υποκατηγορία, εκείνη των εγκλημάτων με μικτό χαρακτήρα.

Ωστόσο, θεωρούμε ότι, η ένταξη της απιστίας στα εγκλήματα περιουσιακής μετάθεσης δεν φαίνεται ορθή, διότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν προϋποθέτει περιουσιακή μετάθεση υπέρ του υπαιτίου ή τρίτου, όπως στα υπόλοιπα, «καθαρόαιμα» εγκλήματα αυτής της κατηγορίας. Επομένως, κατά τη θέση του γράφοντος, ορθότερο φαίνεται να γίνει δεκτό ότι, το έγκλημα της απιστίας, εντάσσεται στα εγκλήματα απλής περιουσιακής ζημίας, συμπέρασμα το οποίο είναι σύμφωνο και με την διαχρονικά τυποποιημένη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, κεντρικός άξονας του οποίου είναι η επαγωγή ζημίας στην υπό διαχείριση περιουσία, χωρίς να προϋποθέτει και τον προσπορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους στον δράστη- διαχειριστή ή σε τρίτο πρόσωπο.

Κατ’ άλλη, επιχειρούμενη στη θεωρία, επιμέρους ομαδοποίηση των περιουσιακών εγκλημάτων, με κριτήριο τη ratio της τυποποίησης των συγκεκριμένων συμπεριφορών ως εγκλημάτων, αυτά ομαδοποιούνται ως εξής:

α) Σε εξαναγκασμένες προσβολές (αρ. 385 ΠΚ).

β) Σε απατηλές προσβολές (αρ. 386, 389 ΠΚ).

γ) Σε εγκλήματα που τελούνται με την εκμετάλλευση της αδύναμης θέσης του θύματος (αρ. 404 ΠΚ).

δ) Σε εγκλήματα που τελούνται μέσω της εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης του δράστη (αρ. 390, 396, 397 ΠΚ). Στην εν λόγω επιμέρους υποομάδα εντάσσεται και η απιστία.

ε) Σε εγκλήματα που προσβάλλουν υπερατομικά έννομα αγαθά, και συγκεκριμένα του ελεύθερου συναγωνισμού, τόσο σε προκηρύξεις δημοσίων έργων ή προμήθειες του ελληνικού Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή ΟΤΑ, όσο και κατά τους πλειστηριασμούς, προσβολή η οποία συνεπάγεται κινδύνους για την περιουσία αόριστου αριθμού ατόμων (αρ. 395 ΠΚ).

Σελ. 12

στ) Αυτοτελώς κατατάσσεται το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (αρ. 394 ΠΚ), δοθείσας της ιδιαιτερότητας του εν λόγω αδικήματος, που συνήθως επιτείνει τη διακινδύνευση της ιδιοκτησίας, με την πλέον συχνή εμφάνισή του με τη μορφή της κλεπταποδοχής.

Επομένως, με βάση τις ανωτέρω υποστηριχθείσες στη θεωρία, επιμέρους ομαδοποιήσεις των περιουσιακών εγκλημάτων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, το έγκλημα της απιστίας:

α) Με κριτήριο το εάν προστατεύεται η περιουσία ως σύνολο όλων των οικονομικών αγαθών που την απαρτίζουν ή ορισμένων μόνο περιουσιακών δικαιωμάτων, εντάσσεται στην υποκατηγορία εγκλημάτων που προστατεύουν την περιουσία ως σύνολο.

β) Αποτελεί έγκλημα απλής περιουσιακής προσβολής και όχι περιουσιακής μετάθεσης, διότι, διαχρονικός κεντρικός άξονας του αδικήματος είναι η επαγωγή ζημίας στην υπό διαχείριση περιουσία, χωρίς να απαιτείται και ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους στο δράστη ή τρίτο.

γ) Ως προς την επιμέρους ομαδοποίηση, με κριτήριο τη ratio της νομοθετικής επιλογής αναγωγής των συγκεκριμένων συμπεριφορών ως εγκλημάτων, ανήκει στα εγκλήματα εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης του δράστη, καθώς πράγματι, κεντρικό χαρακτηριστικό του αδικήματος είναι η κατάχρηση της νόμιμα θεμελιωμένης αντιπροσωπευτικής εξουσίας του διαχειριστή έναντι τρίτου.

III. Μία συνοπτική καταγραφή των μεταρρυθμίσεων του νέου ΠΚ στα περιουσιακά εγκλήματα

Οι μεταρρυθμίσεις του νέου ΠΚ στα περιουσιακά εγκλήματα, σύμφωνα με το οικείο αναλυτικό χωρίο της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4619/2019, αρχικά μπορούν να αποκωδικοποιηθούν σε τρεις κατευθύνσεις: α) στην τυποποίηση νέων εγκλημάτων, β) στην τροποποίηση και τον εξορθολογισμό των υφιστάμενων διατάξεων, και γ) στην κατάργηση διατάξεων του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα.

- Προς την κατεύθυνση της τυποποίησης νέων εγκλημάτων κατά της περιουσίας, συμπληρώθηκε η διάταξη του αρ. 386Α ΠΚ για την απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ επίσης προστέθηκε νέα διάταξη για την απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις, ώστε να καλυφθούν οι αντίστοιχες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς.

Σελ. 13

Αντίστοιχα, η πάλαι πότε «κοινή» απιστία του άρθρου 390 ΠΚ καταλαμβάνει πλέον και συμπεριφορές «άπιστης διαχείρισης» που στρέφονται κατά του Δημοσίου, οι οποίες υπό την ισχύ του προϊσχύοντος ΠΚ, κατά την κρατούσα άποψη, υπάγονταν στο μη γνήσιο υπηρεσιακό έγκλημα του άρθρου 256 ΠΚ. Η ανωτέρω μεταρρύθμιση έλαβε χώρα προς επίλυση των ζητημάτων ερμηνείας που είχαν ανακύψει από την πρακτική εφαρμογή των δύο διατάξεων, η οποία είχε προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στη νομολογία, αποτελώντας παράλληλα αντικείμενο διχογνωμίας στη θεωρία. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι και η ένταξη της δωροληψίας και δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα στα εγκλήματα κατά της περιουσίας.

Τέλος, αναδιαμορφώθηκε το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 386Α ΠΚ (απάτη με υπολογιστή) και προστέθηκε νέα παράγραφος 2, η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν αναγωγή προπαρασκευαστικών πράξεων απάτης με υπολογιστή σε ιδιώνυμο αυτοτελές έγκλημα. Επίσης διευρύνθηκε το ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμογής του αρ. 395 ΠΚ για την παρακώλυση συναγωνισμού, στο οποίο εντάχθηκαν και επιλήψιμες συμπεριφορές παρακώλυσης προκηρύξεων που αφορούν δημόσια έργα ή προμήθειες του ελληνικού κράτους.

- Προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού και της τροποποίησης των υφιστάμενων διατάξεων, η πρώτη αξιοσημείωτη μεταρρύθμιση έγκειται στον επαναπροσδιορισμό των κακουργηματικών μορφών των βασικών εγκλημάτων επί τη βάση ενιαίου ποσοτικού κριτηρίου (αξία του αντικειμένου ή ζημία άνω των 120.000 ευρώ).

Ειδικά για τις περιπτώσεις που τα ανωτέρω κακουργήματα στρέφονται κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή κατά του stricto sensu δημοσίου τομέα, διαμορφώνονται ιδιαίτερα διακεκριμένες παραλλαγές των εγκλημάτων, για τις οποίες προβλέπεται βαρύτερη ποινή (κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες). Όπως αναφέρεται σχετικά και στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, η απειλή αυξημένης ποινής, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής (είκοσι έτη αντί δεκαπέντε), εξασφαλίζει τη μείζονα προστασία της δημόσιας περιουσίας και καθιστά περιττό τον απαρχαιωμέ-

Σελ. 14

νο και άκρως προβληματικό N. 1608/50, ο οποίος και καταργήθηκε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 462 ΠΚ. Η ανωτέρω μεταρρύθμιση αποτελεί μάλλον και τη σπουδαιότερη του νέου ΠΚ, καθώς η κατάργηση του δρακόντειου Ν. 1608/50 αποτελούσε πάγιο αίτημα της νομικής επιστήμης, ενώ σε συνδυασμό με την εξίσου καταργημένη διάταξη του άρθρου 263Α προϊσχ. ΠΚ, είχε οδηγήσει σε άδικη και παραβιάζουσα την αρχή της αναλογικότητας μεταχείριση ενός ευρύτατου φάσματος αξιόποινων συμπεριφορών, πολλές εκ των οποίων σχετίζονταν ελάχιστα (ή και καθόλου) με την πραγματική ζημία του εν στενή εννοία Δημοσίου Τομέα.

Ακόμα, διευρύνθηκε η κατ’ έγκληση δίωξη για κάποια από τα εγκλήματα του εν λόγω κεφαλαίου «ενόψει του ατομικού χαρακτήρα των πληττόμενων εννόμων αγαθών» (αρ. 405 παρ. 1 ΠΚ). Υπό το σήμερα ισχύον νομοθετικό καθεστώς, τα βασικότερα οικονομικά εγκλήματα, όπως η υπεξαίρεση, η απάτη και η απιστία (η τελευταία έστω και εν μέρει) διώκονται πλέον κατ’ έγκληση. Σημειώνεται μάλιστα ότι, η διατήρηση αναλλοίωτης της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής, και μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ, υποδεικνύει την παγίωσή της.

Ειδικά για το έγκλημα της απιστίας, διατηρήθηκε αρχικά η αυτεπάγγελτη δίωξή της κακουργηματικής μορφής της (αρ. 390 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ), ωστόσο, με τον Ν. 4637/2019, επιλέχθηκε η κατ’ έγκληση δίωξή της, στις περιπτώσεις που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Σελ. 15

Τέλος, διευρύνθηκε η εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή κατόπιν της πλήρους ικανοποίησης του παθόντος (αρ. 381 παρ. 2 και 3 και 405 παρ. 2 και 3 ΠΚ). Η εν λόγω παρέμβαση έλαβε χώρα, με σκοπό τη διευκόλυνση της δυνατότητας συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος σε υποθέσεις με περιουσιακό αντικείμενο, σε εκείνες τις εγκληματικές μορφές που δεν εμπεριέχουν βία.

- Στην τρίτη κατεύθυνση μεταρρυθμίσεων του νέου ΠΚ στα περιουσιακά εγκλήματα, τοποθετείται η κατάργηση των εγκλημάτων της απάτης σχετικής με τις ασφάλειες (αρ. 388 προϊσχ. ΠΚ), της αποφυγής πληρωμής εισιτηρίου (αρ. 391 προϊσχ. ΠΚ), της δόλιας αποδοχής παροχών (αρ. 392 προϊσχ. ΠΚ), της χρεοκοπίας (αρ. 398 προϊσχ. ΠΚ), της παρακώλυσης της άσκησης δικαιώματος (αρ. 399 προϊσχ. ΠΚ), της παράνομης αλιείας (αρ. 400 προϊσχ. ΠΚ), της αλιείας σε χωρικά ύδατα (αρ. 401 προϊσχ. ΠΚ), της παραπλάνησης ανηλίκων σε χρέη (αρ. 403 προϊσχ. ΠΚ), της αισχροκέρδειας (αρ. 405 προϊσχ. ΠΚ), και της παραπλάνησης σε χρηματιστηριακές πράξεις (αρ. 406 προϊσχ. ΠΚ). Η κατάργηση των ανωτέρω αδικημάτων έλαβε χώρα λόγω της μικρής πρακτικής σημασίας τους ή της κάλυψης της οικείας συμπεριφοράς από παράλληλα νομοθετήματα. Ωστόσο, με το άρ. 97 Ν. 4855/2021, προστέθηκε άρ. 398 στον ΠΚ, με τίτλο «Αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσωτερικά ύδατα», επαναφέροντας ουσιαστικά το έγκλημα του αρ. 401 προϊσχ. ΠΚ.

Ομοίως, προς την ίδια κατεύθυνση, εγκαταλείφθηκαν επιβαρυντικές περιστάσεις που οδηγούσαν στη διαμόρφωση διακεκριμένων παραλλαγών εγκλημάτων, οι οποίες, εμπεριέχουσες υποκειμενικά αξιολογικά στοιχεία, είχαν δημιουργήσει στην εφαρμογή τους σημαντικά ερμηνευτικά προβλήματα στη νομολογία, όπως οι περιπτώσεις της κακουργηματικής μορφής κλοπών που τελέστηκαν «κατ’ επάγγελμα» ή «κατά συνήθεια» (αρ. 374 περ. στ΄ παλαιού ΠΚ) ή της κακουργηματικής μορφής απάτης που τελέστηκε «κατ’ επάγγελμα» ή «κατά συνήθεια» με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία άνω των 30.000 ευρώ (αρ. 386 παρ. 3 περ. α΄ παλαιού ΠΚ). Υπό τη σήμερα ισχύον νομοθετικό καθεστώς, από τις ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις, η μεν «κατά συ-

Σελ. 16

νήθεια» τέλεση της πράξης δεν προβλέπεται πλέον στο άρθρο 13 ΠΚ, ενώ η «κατ’ επάγγελμα» τέλεση του εγκλήματος (ο νομοθετικός ορισμός της οποίας παρέμεινε στο άρθρο 13 περ. ε΄ του νέου ΠΚ) δεν οδηγεί πλέον στη διαμόρφωση ιδιαίτερα διακεκριμένων παραλλαγών στα περιουσιακά εγκλήματα, παρά λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και λειτουργεί σε βάρος του υπαιτίου, κατ’ άρθρο 79 παρ. 5 του νέου ΠΚ.

Α. Η αλλαγή δικαιοπολιτικού μοντέλου προστασίας των εννόμων αγαθών της ιδιοκτησίας και περιουσίας

Πέραν της ανωτέρω ταξινόμησης, οι μεταρρυθμίσεις του νέου ΠΚ στα περιουσιακά εγκλήματα μπορούν να διακριθούν κυρίως σε αλλαγές προεχόντως νομοτεχνικής οργάνωσης-οργανωτικής υφής, καθώς και σε αλλαγές που κατατείνουν στη δημιουργία ενός νέου δικαιοπολιτικού μοντέλου προστασίας των περιουσιακών εννόμων αγαθών.

Έτσι, κατά τον Θ. Παπακυριάκου, η συγχώνευση των δύο κεφαλαίων του παλαιού ΠΚ, ήτοι του 23ου που περιλάμβανε τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και του 24ου που περιλάμβανε τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, σε ένα νέο, ενιαίο κεφάλαιο με τον υπερτίτλο «Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών», δεν συνδέεται με σημαντικές δογματικές συνέπειες, διότι αφενός διατηρείται η συστηματική διάκριση των αγαθών της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, έστω και σε επίπεδο υποκεφαλαίων, αφετέρου γιατί δεν τροποποιήθηκε ουσιωδώς η νομοτυπική περιγραφή των σχετικών αδικημάτων. Ομοίως, κατά τον ίδιο συγγραφέα, η μείωση σε ορισμένες περιπτώσεις του αριθμού των διακεκριμένων παραλλαγών των επιμέρους περιουσιακών αδικημάτων (π.χ. στην κλοπή και την απάτη με την κατάργηση της διακεκριμένης παραλλαγής της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, ή στη ληστεία με την κατάργηση της διακεκριμένης παραλλαγής της χρήσης κουκούλας ή της οπλοφορίας ή της οπλοχρησίας) δεν συνιστά μεταβολή του μοντέλου ποινικής μεταχείρισης των περιουσιακών προσβολών, αλλά αντιθέτως, αποτελεί μεταβολή επιμέρους αξιολογικής στάθμισης του νομοθέτη.

Αντιθέτως, η συρρίκνωση-οριοθέτηση των εννοιών του δημοσίου υπαλλήλου και της δημόσιας περιουσίας, μέσω της κατάργησης του παλαιού αρ. 263Α ΠΚ και του Ν. 1608/1950, η κατάργηση των υπηρεσιακών διαχειριστικών αδικημάτων της απιστίας στην υπηρεσία (αρ. 256 προϊσχ. ΠΚ), της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (αρ. 258 προϊσχ. ΠΚ) και της εκμετάλλευσης εμπιστευμένων (αρ. 257 προϊσχ. ΠΚ), καθώς και η ευρεία εισαγωγή θεσμών «ιδιωτικοποίη-

Σελ. 17

σης» των περιουσιακών αδικημάτων (κατ’ έγκληση δίωξη-διεύρυνση πεδίου εφαρμογής έμπρακτης μετάνοιας και εντελούς ικανοποίησης), αποτελούν βαρύνουσας σημασίας δικαιοπολιτικές αλλαγές που επέφερε ο νέος ΠΚ, που πράγματι σηματοδοτούν την αλλαγή δικαιοπολιτικού μοντέλου στην προστασία των περιουσιακών εννόμων αγαθών.

Οι ανωτέρω, κεφαλαιώδεις μεταρρυθμίσεις του νέου ΠΚ, εξετάζονται εισαγωγικώς αμέσως κατωτέρω.

Β. Η οριοθέτηση της έννοιας της δημόσιας περιουσίας

Η προστασία της δημόσιας περιουσίας μέσω ενός αυστηρού πλέγματος ποινικών διατάξεων υπήρξε διαχρονική επιλογή του εθνικού νομοθέτη.

Ο Ν. 1608/1950 «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του Δημοσίου», αποτέλεσε για περίπου 70 έτη το κεντρικό νομοθέτημα, που αποσκοπούσε στην καταστολή των προσβολών της περιουσίας του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, μέσω ουσιαστικών και δικονομικών ρυθμίσεων. Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρότι ο Ν. 1608/1950 χαρακτηρίστηκε εξαρχής ως ένα δρακόντειο νομοθέτημα, εντούτοις, στην αρχική του μορφή, είχε περιορισμένη έκταση από άποψη αποδεκτών της εγκληματικής προσβολής (δημόσιο-νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), προβλέποντας δηλαδή αυξημένες κυρώσεις για τους δράστες των οικείων απαριθμούμενων εγκλημάτων, όταν αυτά στρέφονταν κατά της stricto sensu δημόσιας περιουσίας.

Παρ’ όλα αυτά, κατόπιν αλλεπάλληλων νομοθετικών τροποποιήσεων, η έννοια της δημόσιας περιουσίας σταδιακά διευρύνθηκε. Μεταξύ αυτών, με τα άρθρα 4 παρ. 5 Ν. 1738/1987 και 2 Ν. 1877/1990, αξιόποινη κατά τη διακεκριμένη διάσταση του Ν. 1608/1950 κατέστη και κάθε εγκληματική συμπεριφορά, μεταξύ των απαριθμούμενων στο αρ. 1 Ν. 1608/1950, που στρέφεται πέραν του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ και «κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα».

Ιδίως με τη συγκεκριμένη προσθήκη, ο νομοθέτης, με έναν ομολογουμένως εφευρετικό τρόπο, μετατόπισε τον άξονα της διάταξης του άρθρου 263Α ΠΚ. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη, με την ομαλή ένταξή της στο κεφά-

Σελ. 18

λαιο των υπηρεσιακών εγκλημάτων, διεύρυνε την έννοια του υπαλλήλου, σε σχέση με εκείνη του άρθρου 13 περ. α΄ ΠΚ, που περιορίζεται στη λειτουργική έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, προς το πεδίο όπου ασκείται υπηρεσία εξυπηρέτησης δημοσίου συμφέροντος. Με τις ρυθμίσεις των άρθρων 4 παρ. 5 Ν. 1738/1987 και 2 Ν. 1877/1990, και την προσθήκη των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο αρ. 263Α ΠΚ στο ρυθμιστικό εύρος του Ν. 1608/1950, η διάταξη του αρ. 263Α ΠΚ μετατράπηκε για τις ειδικές ανάγκες του Ν. 1608/1950, ως προσδιοριστική της ευρύτερης πλέον δημόσιας περιουσίας. Έτσι, η αναθεωρημένη-τροποποιημένη εκδοχή του Ν. 1608/1950, είχε ως αποτέλεσμα την κυριολεκτική παραμόρφωση του δημοσίου τομέα και της δημόσιας περιουσίας, καθώς, στην τελευταία σταδιακά εντάχθηκαν και περιουσίες νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ουδόλως σχετίζονται με την εξυπηρέτηση της κοινωνίας μέσω του δημοσίου χρήματος, αλλά αντιθέτως, τελούσαν σε απολύτως ασθενή, απομακρυσμένη, ή και ανύπαρκτη σχέση με το Δημόσιο.

Μετά τις ανωτέρω νομοθετικές εξελίξεις, πάγιο αίτημα της νομικής επιστήμης, αποτέλεσε η συρρίκνωση της έννοιας της δημόσιας περιουσίας, και ο περιορισμός των αποδεκτών των εγκληματικών προσβολών που προβλέπονταν στον Ν. 1608/1950, αποκλειστικά στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, όπως άλλωστε ίσχυε ήδη για το έγκλημα του αρ. 256 προϊσχ. ΠΚ, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 24 παρ. 3 Ν. 2298/1995.

Πέραν των ανωτέρω, ο εμφανώς παραβιάζων την κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, κατασταλτικός χαρακτήρας του Ν. 1608/1950, είχε διαφανεί προ πολλού στη δικαστηριακή πρακτική, καταλήγοντας συχνά στην εξόφθαλμα ανεπιεική μεταχείριση αξιόποινων μεν συ-

Σελ. 19

μπεριφορών, όχι όμως τέτοιας διάστασης, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή τόσο υψηλών ποινών.

Με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 462 νέου ΠΚ καταργήθηκε ο Ν. 1608/1950, ενώ επίσης καταργήθηκε και το άρθρο 263Α προϊσχ. ΠΚ, με αποτέλεσμα η έννοια του υπαλλήλου, κατά το νέο ΠΚ να περιορίζεται αποκλειστικά στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 13 περ. α΄ ΠΚ (καθώς και στο άρθρο 237Β ΠΚ αποκλειστικά για τα αδικήματα των άρθρων 235, 236 ΠΚ), και η δημόσια περιουσία να περιλαμβάνει αποκλειστικά πλέον το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Αντίστοιχα, προκειμένου να διατηρηθεί, και μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4619/2019, η διαχρονική επιλογή της αυξημένης ποινικής προστασίας της δημόσιας περιουσίας από αξιόποινες προσβολές, τέθηκαν ιδιαίτερα διακεκριμένες παραλλαγές στα οικεία περιουσιακά εγκλήματα, όταν αυτά στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ.

Συνεπώς, μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4619/2019, η νομοθετική επιλογή της αυξημένης κυρωτικής προστασίας της δημόσιας περιουσίας διατηρήθηκε αναλλοίωτη, αφενός όμως κατόπιν εξορθολογισμού των απειλουμένων ποινών, αποφεύγοντας τις ακρότητες και το δυσανάλογο των ποινών του Ν. 1608/1950, αφετέρου κατόπιν οριοθέτησης και περιορισμού του δημοσίου τομέα. Έτσι, η έννοια της τελευταίας ορθά συρρικνώθηκε, αφήνοντας εκτός του πεδίου αυτής τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που είχαν άστοχα «βαπτισθεί» ως περιουσία του δημοσίου τομέα, παρότι ελάχιστη (ή και ανύπαρκτη) σχέση είχαν με αυτόν, δοθέντος ότι, στερούνταν εμφανώς του στοιχείου της έντονης κοινωνικής χρηστικότητας, που δικαιολογεί την αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των αντίστοιχων, στρεφόμενων κατά αυτού, αξιόποινων προσβολών.

1. Η κατάργηση των μη γνησίων υπηρεσιακών εγκλημάτων

Με τον νέο ΠΚ, καταργήθηκαν τα εγκλήματα της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία (αρ. 256 προϊσχ. ΠΚ), της εκμετάλλευσης εμπιστευμένων (αρ. 257 προϊσχ. ΠΚ) και της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (αρ. 258 προϊσχ. ΠΚ). Ως προς την κατάργηση του εγκλήματος της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, η διατήρησή της κρί-

Σελ. 20

θηκε περιττή, λόγω των ερμηνευτικών δυσχερειών που προέκυψαν κατά την οριοθέτησή της, έναντι της κοινής απιστίας, όπως καταδεικνύεται κατωτέρω.

2. Παρέκβαση: Η εξομοίωση της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) με εκείνη του Ελληνικού Δημοσίου - Η πρόβλεψη αδικήματος απιστίας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.

Με τον σχετικά πρόσφατο Ν. 4689/2020, ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι Οδηγίες (ΕΕ) 1017/5.7.2017 και 2198/28.7.2017 για την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταργώντας παράλληλα τον προγενέστερο Ν. 2803/2000 («Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων»), ο οποίος είχε θεσπιστεί σε εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26 Ιουλίου 1995, γνωστής ως Σύμβαση PIF.

Ο ανωτέρω νόμος εισάγει ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επηρεάζουν το συνολικό μοντέλο των περιουσιακών εγκλημάτων, με σημαντικότερες τις εξής:

- Την εξομοίωση της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με εκείνη της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 26 παρ. 4 Ν. 4689/2020, προστέθηκαν τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 4, 242 παρ. 5, 374 παρ. 2, 375 παρ. 3, 386 παρ. 2, 386Α παρ. 3 και 390 παρ. 2 ΠΚ. Έτσι, πέραν των ιδιαίτερα διακεκριμένων παραλλαγών που τυποποιούνται στα ανωτέρω αδικήματα, με αφενός ποσοτικό (ζημία ή αξία αντικειμένου άνω των 120.000 ευρώ) και αφετέρου ποιοτικό κριτήριο (στρέφονται άμεσα κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ), τυποποιούνται πλέον και ιδιαίτερα διακεκριμένες παραλλαγές, όταν τα εν λόγω αδικήματα, στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε., εφόσον φυσικά πληρούται και το αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο ποσοτικό κριτήριο.

- Με το άρθρο 24 του Ν. 4689/2020, εισάγονται ειδικές, ευρύτερης διατύπωσης διατάξεις, οι οποίες λειτουργούν επικουρικά, ως «διατάξεις αρπάγη», διαφοροποιούμενες από αυτές του Ποινικού Κώδικα, στις οποίες προσιδιάζουν, με σκοπό να συμπεριλάβουν προσβολές των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μη προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ΠΚ.

Back to Top