Η ΑΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΩΛΗΤΗ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΗ
Στο παράδειγμα της Σύμβασης της Βιέννης
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 520
- ISBN: 978-618-08-0018-0
Αντικείμενο του έργου «Η αθέτηση της ενοχής του πωλητή στη διεθνή εμπορική πώληση» αποτελεί η αθέτηση της ενοχής του πωλητή στο παράδειγμα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων του 1980, γνωστής ως Σύμβαση της Βιέννης.
Κατά την αθέτηση της ενοχής του πωλητή αναφύονται συχνά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τη διαπίστωση της αθέτησης και την αξιολόγηση της σοβαρότητάς της, καθώς επίσης και με τις διεξόδους και τα έννομα βοηθήματα στα οποία μπορεί, κατά περίπτωση, να προσφύγει ο αγοραστής. Η ποικιλία των περιστατικών που λαμβάνουν χώρα, σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες της διεθνούς -σε σύγκριση με την εγχώρια- πώληση, καθιστά τη διερεύνηση των ζητημάτων αυτών ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Σύμβαση της Βιέννης, μέσω της οποίας καθιερώνεται ομοιόμορφο δίκαιο στη διεθνή πώληση έχει κυρωθεί από 95 κράτη, αποτελεί δε πολύτιμο εργαλείο του ομοιόμορφου δικαίου στον χώρο του διεθνούς εμπορικού δικαίου, το οποίο έχει μάλιστα ασκήσει σημαντική επιρροή στο ενωσιακό δίκαιο της πώλησης, όπως σήμερα ισχύει.
Το βιβλίο αυτό απευθύνεται στους νομικούς που ασχολούνται είτε θεωρητικά είτε στην πράξη με τη διεθνή εμπορική πώληση αλλά και το δίκαιο της πώλησης εν γένει.
Περιεχόμενα
Προλογικό σημείωμα IX
Συντομογραφίες XXV
Μέρος πρώτο
Το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς της Σύμβασης της Βιέννης σχετικά με την αθέτηση της ενοχής του πωλητή 1
Κεφάλαιο πρώτο:
Εισαγωγή στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για
τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων
(Σύμβαση της Βιέννης) 3
Α. Οι προς εξυπηρέτηση ανάγκες στο πλαίσιο μιας διεθνούς πώλησης – συνοπτική αποτύπωση 3
1. Εισαγωγή στην προβληματική 3
2. Η προστιθέμενη αξία της εφαρμογής ομοιόμορφων κανόνων
στη διεθνή πώληση 6
2.1. Γενικά 6
2.2. Η εφαρμογή ομοιόμορφων κανόνων στη διεθνή πώληση 9
3. Η πορεία προς την υιοθέτηση της Σύμβασης της Βιέννης 11
3.1. Τα προηγούμενα εγχειρήματα ενοποίησης 11
3.2. Η υιοθέτηση της Σύμβασης της Βιέννης 14
4. Αξιολογικά στοιχεία 20
4.1. Αξιολόγηση της αποδοχής της Σύμβασης της Βιέννης με βάση
το σκοπό της
4.2. Πλεονεκτήματα και αδυναμίες 23
Β. Ο νομικός πλουραλισμός στη διεθνή πώληση 31
1. Κανόνες θετικού και ήπιου δικαίου 31
1.1. Κανόνες θετικού δικαίου διεθνούς προέλευσης εκτός
της Σύμβασης της Βιέννης
1.2. Κανόνες ήπιου δικαίου διεθνούς προέλευσης 34
1.3. Ειδικά οι Διεθνείς Εμπορικοί Όροι (Incoterms) 39
2. Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης της Βιέννης σχετικά με την προσφυγή
σε άλλες πηγές δικαίου 45
2.1. Η Σύμβαση της Βιέννης και άλλες διεθνείς συμφωνίες
2.2. Πλήρωση κενών
2.3. Ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της CISG και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν
Κεφάλαιο δεύτερο:
Οι βασικές αρχές ερμηνευτικής προσέγγισης της Σύμβασης
της Βιέννης και το πεδίο εφαρμογής 57
Α. Η προτεραιότητα της σύμβασης πώλησης και της αυτονομίας
των μερών - Η ερμηνεία της σύμβασης 57
1. Η ρυθμιστική ιεραρχία μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής ερμηνείας 57
2. Οι περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και το βάρος απόδειξης
σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8 CISG 63
Β. Η ερμηνεία της Σύμβασης της Βιέννης 67
1. Οι τρεις άξονες 67
2. Πρακτικά εργαλεία για την ομοιόμορφη ερμηνεία της Σύμβασης
της Βιέννης 72
2.1. Ο ρόλος της νομολογίας για την ερμηνεία της Σύμβασης
της Βιέννης
2.2. Η καταλυτική συμβολή των βάσεων δεδομένων 74
3. Οι δυνατότητες επιφύλαξης των συμβαλλόμενων κρατών 76
3.1. Οι επιφυλάξεις που μπορεί να διατυπωθούν από όλα
τα συμβαλλόμενα κράτη
3.2. Ειδικές περιπτώσεις 78
Γ. Το στοιχείο της πώλησης των κινητών πραγμάτων 82
1. Γενικά 82
1.1. Η αρχιτεκτονική των σχετικών διατάξεων 82
1.2. Η απουσία ορισμών και το εύρος των ρυθμιζόμενων θεμάτων 85
2. Η έννοια της «πώλησης» 87
2.1. Σύμβαση πώλησης 87
2.2. Συμβάσεις-πλαίσιο 89
2.3. Συμβάσεις προμήθειας κινητών πραγμάτων και «μεικτές» συμβάσεις 92
Δ. Εξαιρούμενες πωλήσεις κινητών πραγμάτων 96
1. Εξαίρεση με βάση το σκοπό της αγοράς 96
1.1. Το περιεχόμενο της εξαίρεσης 97
1.2. Η καθοριστική σημασία του είδους της χρήσης του πράγματος
για την εφαρμογή της CISG
1.3. Δυσχέρειες προσδιορισμού της χρήσης και περιπτώσεις μεικτής χρήσης 101
1.4. Νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ για την προβληματική
της μεικτής χρήσης
2. Εξαίρεση με βάση τις ειδικές περιστάσεις της συναλλαγής ή
το αντικείμενο της πώλησης 105
2.1. Ειδικές περιστάσεις της συναλλαγής 105
2.2. Αντικείμενο της πώλησης 107
Ε. Η έννοια των κινητών πραγμάτων και ο διεθνής χαρακτήρας
της CISG 110
1. Η έννοια των κινητών πραγμάτων 110
2. Ειδικά ζητήματα 111
3. Η προσέγγιση του ενωσιακού δικαίου για τα ψηφιακά αγαθά 114
4. Ο διεθνής χαρακτήρας 116
4.1. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης βάσει
του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής
4.2. Εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη 123
4.3. Υπόδειξη βάσει των κανόνων σύγκρουσης του ιδιωτικού διεθνούς
δικαίου ως εφαρμοστέου του δικαίου Συμβαλλόμενου Κράτους
Μέρος δεύτερο
Οι υποχρεώσεις του πωλητή 131
Κεφάλαιο πρώτο:
Οι πρωτογενείς υποχρεώσεις του πωλητή 133
Α. Η υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας των κινητών πραγμάτων 133
1. Το πλέγμα των υποχρεώσεων του πωλητή και η «ιδιαιτερότητα»
της ρύθμισης του άρθρου 30 CISG 133
2. Η υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας 135
3. Εφαρμοστέο δίκαιο του forum 136
Β. Η υποχρέωση παράδοσης των κινητών πραγμάτων 138
1. Γενικά 138
1.1. Έννοια της παράδοσης των κινητών πραγμάτων και αρχιτεκτονική
της ρύθμισής της
1.2. Διεθνής δωσιδικία και κανόνες ουσιαστικού δικαίου στο πλαίσιο
της CISG
2. Τόπος παράδοσης 147
2.1. Σύμβαση πώλησης στην οποία προβλέπεται μεταφορά των κινητών πραγμάτων - Τόπος παράδοσης: στον πρώτο μεταφορέα
2.1.1. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 31(α) CISG 147
2.1.2. Περιεχόμενο της υποχρέωσης παράδοσης στον πρώτο μεταφορέα 148
2.1.3. Υποχρεώσεις του πωλητή 151
2.2. Σύμβαση πώλησης στην οποία δεν προβλέπεται μεταφορά
των κινητών πραγμάτων - Τόπος παράδοσης: θέση στη διάθεση
του αγοραστή
3. Τόπος παράδοσης, εφόσον υπάρχει συμφωνία των μερών, με έμφαση
στους Incoterms 157
4. Χρόνος παράδοσης 160
4.1. Η σημασία του ορθού χρόνου παράδοσης 160
4.2. Επιμέρους διακρίσεις σε ό,τι αφορά τον χρόνο παράδοσης 162
4.2.1. Παράδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία 162
4.2.2. Παράδοση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας 163
4.2.3. Λοιπές περιπτώσεις 166
Γ. Η υποχρέωση εγχείρισης των σχετικών με τα κινητά πράγματα
εγγράφων 168
1. Περιεχόμενο της υποχρέωσης και φύση των εγγράφων 168
1.1. Περιεχόμενο της υποχρέωσης 168
1.2. Φύση των εγγράφων 169
2. Τόπος και χρόνος εγχείρισης των εγγράφων 171
2.1. Απουσία ρύθμισης 171
2.2. Εγχείριση των εγγράφων πριν ή μετά από το συμφωνηθέντα χρόνο 173
Δ. Η υποχρέωση παράδοσης των κινητών πραγμάτων ελεύθερων
από δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων 175
1. Ο γενικός κανόνας 175
1.1. Η εύλογα αναμενόμενη προσδοκία του αγοραστή 175
1.2. Καλυπτόμενες περιπτώσεις 177
1.3. Λοιπά ζητήματα 178
2. Ειδικά η υποχρέωση του πωλητή αναφορικά με το δικαίωμα ή αξίωση
τρίτου που θεμελιώνεται σε βιομηχανική ιδιοκτησία ή σε ιδιοκτησία
επί άλλων προϊόντων της διάνοιας 180
2.1. Σκοπός της καθιερούμενης ρύθμισης 180
2.2. Περιεχόμενο 182
2.3. Προϋποθέσεις απουσίας ευθύνης του πωλητή 186
2.4. Εξαιρέσεις 188
Κεφάλαιο δεύτερο:
Ειδικά η υποχρέωση ανταπόκρισης των κινητών πραγμάτων
στη σύμβαση 193
Α. Η υποχρέωση ανταπόκρισης βάσει της σύμβασης των μερών 193
1. Η αρχιτεκτονική των ρυθμίσεων της CISG 193
2. Οι κεντρικές επιλογές 195
2.1. Η υιοθέτηση της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης ανεξάρτητα
από υπαιτιότητα
2.2. Η προτεραιότητα της σύμβασης πώλησης 199
3. «Πρωτογενής» προσδιορισμός των κριτηρίων ανταπόκρισης 201
3.1. Ποσότητα και ποιότητα κινητού πράγματος 201
3.2. Περιγραφή κινητού πράγματος και τρόπος συσκευασίας ή αποστολής του 204
Β. «Δευτερογενής» προσδιορισμός των κριτηρίων ανταπόκρισης 207
1. Σκοπός της θέσπισης των κριτηρίων και διαφορετική συμφωνία
των μερών 207
2. Καταλληλότητα σκοπού 210
2.1. «Συνήθης» σκοπός χρήσης 210
2.2. Μέσος όρος και ειδικές περιστάσεις 214
2.3. Δημοσίου δικαίου πρότυπα και προδιαγραφές 216
3. Καταλληλότητα ειδικού σκοπού 221
3.1. Γενικά 221
3.2. Ειδικός σκοπός 221
3.3. Γνώση του πωλητή και στήριξη του αγοραστή
στις ειδικές ‘προδιαγραφές
4. Συμβατότητα με δείγμα ή υπόδειγμα 227
4.1. Ο γενικός κανόνας 227
4.2. Ιεραρχία σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των επιμέρους διατάξεων 230
5. Καταλληλότητα συσκευασίας 231
Γ. Ευθύνη του πωλητή για έλλειψη ανταπόκρισης και υποχρέωση γνωστοποίησης του αγοραστή 234
1. Οριοθέτηση της ευθύνης 234
1.1. Σημείο αναφοράς: το χρονικό σημείο μεταφοράς του κινδύνου
στον αγοραστή
1.2. Ευθύνη για μη εμφανές ελάττωμα κατά το κρίσιμο σημείο
της μετάθεσης του κινδύνου
1.3. Επέκταση της ευθύνης του πωλητή 237
2. Η υποχρέωση γνωστοποίησης του αγοραστή ως εξισορροπητικό στοιχείο
της ευθύνης του πωλητή 240
2.1. Ο σκοπός της γνωστοποίησης 240
2.2. Περιεχόμενο της γνωστοποίησης 243
2.3. Η έννοια της εύλογης προθεσμίας 245
2.4. Η καθιέρωση αποκλειστικής προθεσμίας χάριν της ασφάλειας
των συναλλαγών και εξαιρέσεις
Δ. Εξαιρέσεις για τον αγοραστή και τον πωλητή υπό προϋποθέσεις 252
1. Η καθιέρωση εξαιρέσεων σε σχέση με την υποχρέωση του αγοραστή να γνωστοποιήσει τη μη ανταπόκριση 252
1.1. Η γνώση ή η υπαίτια άγνοια του πωλητή περί μη ανταπόκρισης 252
1.2. Παράλειψη γνωστοποίησης του αγοραστή για εύλογη αιτία 257
1.3. Οι περιστάσεις που συνιστούν «εύλογη αιτία» 259
2. Εξαίρεση από την ευθύνη του πωλητή για τη μη ανταπόκριση
των κινητών πραγμάτων 263
2.1. Γνώση ή υπαίτια άγνοια του αγοραστή 263
2.2. Όρια της καθιερούμενης εξαίρεσης 265
3. Βάρος απόδειξης 267
Μέρος τρίτο
Έννομα βοηθήματα του πωλητή σε περίπτωση
αθέτησης της ενοχής του και απαλλαγή
του πωλητή από την ευθύνη του 271
Κεφάλαιο πρώτο:
Ουσιώδης αθέτηση της σύμβασης και έννομες συνέπειες
σε περίπτωση αθέτησης της ενοχής του πωλητή 273
Α. Έννοια και προϋποθέσεις 273
1. Η ουσιώδης αθέτηση ως συνδετικός κρίκος των έννομων βοηθημάτων της Σύμβασης της Βιέννης 273
2. Αθέτηση της σύμβασης σε συνδυασμό με βλάβη του αντισυμβαλλομένου και αποστέρηση των προσδοκιών που είχε από τη σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος 277
2.1. Αθέτηση της σύμβασης 277
2.2. Βλάβη του αντισυμβαλλόμενου η οποία του αποστερεί ουσιαστικά
ό,τι αυτός εδικαιούτο να προσδοκά από τη σύμβαση
2.3. Προβλεψιμότητα της βλάβης από τον αθετούντα ή μη δυνατότητα
πρόβλεψής της από έναν συνετό συναλλασσόμενο της ίδιας
κατηγορίας και υπό τις ίδιες περιστάσεις 285
Β. Αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις ουσιώδους αθέτησης εκ μέρους
του πωλητή 289
1. Μη παράδοση, μερική ή καθυστερημένη παράδοση των κινητών πραγμάτων 289
2. Παράδοση κινητών πραγμάτων που δεν ανταποκρίνονται προς
τη σύμβαση 293
Γ. Έννομες συνέπειες σε περίπτωση αθέτησης της ενοχής
του πωλητή 301
1. Η αρχιτεκτονική του άρθρου 45 CISG 301
1.1. Η τυπολογία των έννομων βοηθημάτων του αγοραστή σε περίπτωση αθέτησης της ενοχής του πωλητή
1.2. Η διαφοροποίηση των έννομων βοηθημάτων ανάλογα με
το ‘ουσιώδες’ ή όχι της αθέτησης
2. Μη εκπλήρωση υποχρέωσης του πωλητή κατά την έννοια
του άρθρου 45(1) CISG 307
2.1. Οριοθέτηση 307
2.2. Παραβίαση υποχρεώσεων αναφορικά με την παράδοση
των κινητών πραγμάτων
2.3. Παραβίαση υποχρεώσεων αναφορικά με τον χρόνο παράδοσης
των κινητών πραγμάτων: εκπρόθεσμη παράδοση
2.4. Παραβίαση υποχρεώσεων αναφορικά με τον χρόνο παράδοσης:
παράδοση πριν από το συμφωνηθέντα χρόνο
Κεφάλαιο δεύτερο:
Προϋποθέσεις προσφυγής και περιεχόμενο των έννομων
βοηθημάτων του αγοραστή σε περίπτωση αθέτησης
της ενοχής του πωλητή 319
Α. Δικαίωμα αξίωσης αυτούσιας εκπλήρωσης
των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή 319
1. Αξίωση αυτούσιας εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων 319
2. Αξίωση αντικατάστασης 323
3. Αξίωση διόρθωσης 326
Β. Παροχή πρόσθετης προθεσμίας εκπλήρωσης από τον αγοραστή και δικαίωμα του πωλητή για θεραπεία του ελαττώματος 329
1. Παροχή πρόσθετης προθεσμίας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων
του πωλητή 329
2. Δικαίωμα του πωλητή για θεραπεία του ελαττώματος 332
2.1. Οι προϋποθέσεις 332
2.2. Η διάδραση με τον αγοραστή 336
Γ. Δικαίωμα μείωσης τιμήματος 338
1. Ratio και προϋποθέσεις 338
2. Λοιπά ζητήματα 342
Δ. Δικαίωμα υπαναχώρησης 345
1. Η προσφυγή στην υπαναχώρηση ως ultimum refugium 345
2. Υπαναχώρηση λόγω ουσιώδους αθέτησης της σύμβασης από
τον πωλητή 349
3. Οι χρονικοί περιορισμοί για την δήλωση υπαναχώρησης 352
3.1. Πεδίο εφαρμογής 352
3.2. Καθυστερημένη παράδοση ή άλλη αθέτηση 353
4. Υπαναχώρηση λόγω άπρακτης παρέλευσης της πρόσθετης περιόδου
εκπλήρωσης από τον πωλητή (Nachfrist) 357
Ε. Μερική παράδοση και μερική έλλειψη ανταπόκρισης 358
1. Δυνατότητα μερικής υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης 358
2. Προϋποθέσεις 360
ΣΤ. Δικαίωμα αποζημίωσης 364
1. Διάρθρωση των σχετικών διατάξεων και προϋποθέσεις 364
2. Οι αρχές της πλήρους αποζημίωσης και της προβλεψιμότητας
της ζημίας 367
2.1. Η αρχή της πλήρους αποζημίωσης 367
2.2. Η αρχή της προβλεψιμότητας 375
3. Βάση υπολογισμού αποζημίωσης σε περίπτωση υπαναχώρησης από
τη σύμβαση 379
3.1. Αφηρημένη μέθοδος υπολογισμού της ζημίας 379
3.2. Αποζημίωση σε περίπτωση υπαναχώρησης και σύναψης σύμβασης
κάλυψης
3.2.1. Οι προϋποθέσεις της δήλωσης υπαναχώρησης 382
3.2.2. Το ‘εύλογο’ του τρόπου και του χρόνου σύναψης σύμβασης κάλυψης 385
3.3. Αποζημίωση σε περίπτωση υπαναχώρησης χωρίς σύναψη σύμβασης κάλυψης 387
3.4. Υποχρέωση του ζημιωθέντος για περιορισμό της ζημίας που υφίσταται 391
3.4.1. Ratio και περιεχόμενο 391
3.4.2. ‘Πρόσφορα’ μέτρα 393
Κεφάλαιο τρίτο:
Έννομα βοηθήματα σε ειδικές περιπτώσεις αθέτησης και
απαλλαγή του πωλητή από την ευθύνη για μη εκπλήρωση
της σύμβασης πώλησης 397
Α. Πρόωρη παράδοση ή παράδοση μεγαλύτερης ποσότητας κινητών πραγμάτων από την προβλεπόμενη στη σύμβαση πώλησης 397
1. Έννομα βοηθήματα του αγοραστή σε περίπτωση πρόωρης παράδοσης 397
2. Έννομα βοηθήματα του αγοραστή σε περίπτωση παράδοσης μεγαλύτερης ποσότητας 400
Β. Η εκ των προτέρων αθέτηση της σύμβασης από την πλευρά
του πωλητή 402
1. Συνολική επισκόπηση των επιμέρους έννομων βοηθημάτων που είναι
στη διάθεση του αγοραστή 402
2. Δικαίωμα αναστολής της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων 404
2.1. Ratio και περιεχόμενο του δικαιώματος 404
2.2. Το προφανές της μελλοντικής μη εκπλήρωσης του ενός μέρους 406
2.3. Περιεχόμενο και λόγοι της μη εκπλήρωσης 410
2.4. Υποχρεώσεις του μέρους που ασκεί το δικαίωμα αναστολής
εκπλήρωσης και έννομες συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος
2.5. Υποχρέωση συνέχισης εκπλήρωσης 415
3. Δικαίωμα δήλωσης υπαναχώρησης σε περίπτωση εκ των προτέρων αθέτησης 417
3.1. Ratio και προϋποθέσεις 417
3.2. Η υποχρέωση γνωστοποίησης 419
Γ. Δικαίωμα δήλωσης υπαναχώρησης σε περίπτωση σύμβασης
για διαδοχικές τμηματικές παροχές 422
1. Η έννοια της σύμβασης για διαδοχικές τμηματικές παροχές 422
2. Δήλωση υπαναχώρησης ως προς μια από τις διαδοχικές τμηματικές παροχές 425
3. Δήλωση υπαναχώρησης σχετικά με μελλοντικές διαδοχικές τμηματικές
παροχές 427
4. Δήλωση υπαναχώρησης ως προς αλληλεξαρτώμενες διαδοχικές τμηματικές παροχές 431
Δ. Η απαλλαγή του πωλητή από την ευθύνη για μη εκπλήρωση
της σύμβασης πώλησης 433
1. Συνοπτική επισκόπηση της ρύθμισης για την απαλλαγή του πωλητή από την ευθύνη του - Οριοθέτηση βασικών εννοιών 433
1.1. Συνοπτική επισκόπηση της ρύθμισης για την απαλλαγή
του πωλητή από την ευθύνη του
1.2. Η έννοια της μη εκπλήρωσης
1.3. Τα έννομα βοηθήματα του ζημιωθέντος στο πλαίσιο του άρθρου 79 CISG
2. Οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή από την ευθύνη μη εκπλήρωσης 442
2.1. Εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο ελέγχου του αθετούντος: γενική θεώρηση και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα
2.2. Η πανδημία του Covid-19 ως εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο
ελέγχου του αθετούντος
2.3. Εμπόδιο που δεν μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη από τον αθετούντα
κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης
2.4. Ο αθετών δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται να έχει αποφύγει
ή υπερβεί το εμπόδιο ή τις συνέπειές του
3. Λοιπά θέματα 458
3.1. Η μη εκπλήρωση από τρίτο πρόσωπο 458
3.1.1. Οι προϋποθέσεις απαλλαγής του πωλητή σε περίπτωση
μη εκπλήρωσης από τρίτο πρόσωπο 458
3.1.2. Η έννοια του «τρίτου» 460
3.2. Μεταβολή των συνθηκών 463
Καταληκτικές παρατηρήσεις 467
Βιβλιογραφία 475
Ευρετήριο 501
Σελ. 1
Μέρος πρώτο
Το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς της Σύμβασης της Βιέννης σχετικά με την αθέτηση της ενοχής του πωλητή
Σελ. 3
Κεφάλαιο πρώτο:
Εισαγωγή στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Σύμβαση της Βιέννης)
Α. Οι προς εξυπηρέτηση ανάγκες στο πλαίσιο μιας διεθνούς πώλησης – συνοπτική αποτύπωση
1. Εισαγωγή στην προβληματική
Οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου είναι πολλές και εκτείνονται σε περισσότερα επίπεδα, ποικίλλουν δε ανάλογα με το αντικείμενο της συναλλαγής. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενδιαφέρονται και αποσκοπούν πρωτίστως στην ομαλή εξέλιξη της συναλλαγής με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, στη διεθνή πώληση, το διαφορετικό ρυθμιστικό και νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει μεταξύ των επιμέρους εμπλεκόμενων δικαιοδοσιών και, συνακόλουθα, η διαφορετική προσέγγιση ως προς την έννοια της πώλησης ή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των μερών, η δυσπιστία που πιθανόν να υπάρχει μεταξύ των μερών ως προς την εκπλήρωση των αναλαμβανόμενων εκατέρωθεν υποχρεώσεων, θέματα μεταφοράς των αγαθών και ασφάλισης των κινδύνων που ανακύπτουν, η διαφορετική φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι εφαρμοζόμενες νομοθεσίες, η διασφάλιση ολοκλήρωσης της συναλλαγής είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που εμφανίζονται και τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν από τα μέρη.
Η ανάγκη αντιμετώπισης των ζητημάτων αυτών εξηγούν εν πολλοίς τα διάφορα κατά περιόδους εγχειρήματα δημιουργίας ομοιόμορφων κανόνων δικαίου με σκοπό την αποφυγή κατά το δυνατόν προσφυγής στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο για την αναζήτηση του εφαρμοστέου δικαίου, αναζήτηση η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ενέχει αβεβαιότητα και μπορεί να οδηγήσει σε ανα-
Σελ. 4
σφάλεια των μερών για το δίκαιο που διέπει τη συναλλαγή τους, το οποίο ενδέχεται να μην γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι οι συναλλασσόμενοι ούτε οι νομικοί παραστάτες τους. Παρά το γεγονός ότι στον πυρήνα της σύμβασης της διεθνούς πώλησης οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ο αγοραστής και ο πωλητής, τη σύμβαση αυτή πλαισιώνουν συχνά και πολλές άλλες συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται προς εξυπηρέτησή της, όπως συμβάσεις μεταφοράς, συμβάσεις ασφάλισης και χρηματοδοτικές συμβάσεις, οι οποίες διατηρούν μεν την αυτονομία τους, αποσκοπούν όμως στο ίδιο τελικό αποτέλεσμα και έχουν την ίδια ακριβώς στόχευση, δηλαδή το να φτάσουν τα αγαθά στον τελικό αγοραστή σε άριστη κατάσταση.
Μια συνοπτική και απλουστευμένη απεικόνιση των ανωτέρω σε ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η εξής: Έμπορος με εγκατάσταση στην Κίνα ενδιαφέρεται να αγοράσει μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου από την Ελλάδα, προκειμένου να το μεταπωλήσει στη συνέχεια στην Κίνα. Σε συνέχεια έρευνας αγοράς που πραγματοποιεί, απευθύνεται ηλεκτρονικά σε πωλητή ελαιόλαδου, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στον Νομό Ηλείας και του παραγγέλνει εκατό τόνους ελαιόλαδο της περιοχής του περιγράφοντας τις προϋποθέσεις που επιθυμεί να πληροί το εν λόγω προϊόν (ενδεικτικά, οξύτητα, οσμή, γεύση, χρώμα). Στη συναλλαγή αυτή η οποία θα αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης διεθνούς πώλησης, ο μεν αγοραστής ενδιαφέρεται να διασφαλίσει την παραλαβή του εμπορεύματος που έχει παραγγείλει στον χρόνο, τόπο, και με τα χαρακτηριστικά που έχει συμφωνήσει με τον αντισυμβαλλόμενό του, ο δε πωλητής επιθυμεί να εισπράξει το τίμημα το οποίο έχει συμφωνήσει με τον αγοραστή στον χρόνο και με τον τρόπο, που έχει συμφωνηθεί.
Ωστόσο, το τι νοείται για παράδειγμα ως εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων εξαρτάται από το δίκαιο το οποίο θα επιλέξουν τα μέρη ή εάν δεν επιλέξουν το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβασή τους, από το εφαρμοστέο δί-
Σελ. 5
καιο με βάση του κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Για να αποφασίσουν τα μέρη με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων το δίκαιο που θα εφαρμόζεται στη σύμβασή τους, είναι εύλογο να λάβουν υπόψη και να επιθυμούν το καθένα από την πλευρά του να εφαρμοστεί το δίκαιο το οποίο γνωρίζουν ή τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν (στην περίπτωσή μας ο πωλητής το πιθανότερο είναι ότι θα επιθυμεί την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, ενώ ο αγοραστής του κινεζικού δικαίου, αντίστοιχα) ή, σε κάθε περίπτωση, το δίκαιο με το οποίο αισθάνονται πιο μεγάλη εξοικείωση και ασφάλεια ότι εάν υπάρξει κάποιο πρόβλημα θα μπορέσουν να το επιλύσουν αποτελεσματικά για το καθένα από αυτά.
Από την άλλη πλευρά, όπως καταδεικνύεται από μελέτες που έχουν γίνει, τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη σε διεθνείς πωλήσεις δεν ενδιαφέρονται γενικά για το νομικό καθεστώς που διέπει τις συμβάσεις τους. Αυτό αποδίδεται σύμφωνα με μια άποψη στο γεγονός ότι τα μέρη συνήθως δεν γνωρίζουν ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της ίδιας της σύμβασής τους ή ότι μπορεί να περιέχει προεπιλεγμένους κανόνες που μπορεί να ικανοποιούν ή όχι τις ανάγκες της συναλλαγής τους και τις επιθυμίες τους, καθώς αντιμετωπίζουν το δίκαιο αποκλειστικά ως μηχανισμό για την επίλυση των διαφορών τους. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, συχνά περιλαμβάνουν ρήτρα δικαιοδοσίας στις συμβάσεις τους, αλλά δεν προβλέπουν το εφαρμοστέο δίκαιο, καθώς θεωρούν ότι το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβασή τους θα καθοριστεί από το δικαστήριο και, συνεπώς, δεν έχει σημασία να το καθορίσουν κατά το στάδιο σύναψης της σύμβασης.
Σε κάθε περίπτωση, στο προαναφερθέν παράδειγμα, ο έμπορος που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα και ο αντισυμβαλλόμενός του που είναι εγκατεστημένος στην Κίνα ή/και οι νομικοί παραστάτες τους δεν οφείλουν να γνωρίζουν τι είδους προστασία παρέχεται και με ποιον τρόπο ρυθμίζεται το δίκαιο της πώλησης βάσει του κινεζικού ή του ελληνικού δικαίου, αντίστοιχα, εφόσον επιλεγεί ένα από τα δύο να διέπει τη μεταξύ τους σύμβαση. Αντίθετα, η εφαρμογή στη σύμβαση κανόνων που απορρέουν από μια διεθνή σύμβαση που ρυθμίζει τη διεθνή πώληση, η οποία έχει κυρωθεί και από τα δύο αυτά κράτη και είναι προσβάσιμη και για τα δύο μέρη (ή τουλάχιστον με τις ίδιες προϋποθέσεις), θα μπορούσε να δημιουργήσει σε αυτά μια ασφάλεια ότι οι δι-
Σελ. 6
ατάξεις της επειδή ακριβώς αποσκοπούν στην ρύθμιση της διεθνούς πώλησης θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά και «ουδέτερα» και για τα δύο μέρη. Χωρίς αμφιβολία άλλωστε, οι διαφορές που παρουσιάζει το εθνικό δίκαιο των μερών που είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικές δικαιοδοσίες, δεν λειτουργούν ενθαρρυντικά για την προώθηση διασυνοριακών συναλλαγών. Υπό αυτήν την έννοια, η δυνατότητα εφαρμογής ομοιόμορφων κανόνων αποτελεί δυνητικά μια πιο ελκυστική επιλογή για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επίσης, όπως συμβαίνει συχνά στις διεθνείς συναλλαγές, καθώς τα δύο μέρη, τουλάχιστον κατά την έναρξη της συναλλακτικής τους σχέσης, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους ο μεν αγοραστής είναι διστακτικός σε ό,τι αφορά την καταβολή του τιμήματος πριν από την παραλαβή των αγαθών, ο δε πωλητής είναι επίσης διστακτικός από την πλευρά του να αποστείλει τα αγαθά εάν δεν έχει διασφαλίσει πρώτα την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διασφαλιστεί η μεταφορά του αγαθού από την Ελλάδα στην Κίνα, ενώ θα πρέπει πιθανότατα να συναφθεί μια σύμβαση ασφάλισης για το μεταφερόμενο αγαθό. Τα ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν είναι συνεπώς πολλά, ενώ ιδιαίτερα κρίσιμο είναι, πέραν της ρύθμισης της τυχόν μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της ενοχής, να ρυθμιστούν συμβατικά θέματα που μπορεί να ανακύψουν στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση διεθνούς πώλησης, όπως ενδεικτικά, η τυχόν διαρροή ή αλλοίωση του ελαιόλαδου λόγω ελαττωματικής φύλαξης, ή η αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής στην προθεσμία που έχει συμφωνηθεί λόγω απρόβλεπτων γεγονότων που έλαβαν χώρα. Η μέτρηση και η κατανομή του κινδύνου αποτελούν καθοριστικά στοιχεία για την υιοθέτηση σαφών κανόνων σχετικά που θα ρυθμίζουν με «δίκαιο» και αποτελεσματικό τρόπο τη συναλλαγή.
2. Η προστιθέμενη αξία της εφαρμογής ομοιόμορφων κανόνων στη διεθνή πώληση
2.1. Γενικά
Στο σύνθετο περιβάλλον που διαμορφώνεται κατά την κατάρτιση και έως την ολοκλήρωση μιας διεθνούς συναλλαγής, η ύπαρξη ενός σταθερού σημείου αναφοράς ως προς τη διάρθρωση και τους όρους εκπλήρωσης της μεταξύ των
Σελ. 7
μερών σύμβασης δεν μπορεί παρά να διευκολύνει τα μέρη και να συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία της σύμβασης. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επιλογή για παράδειγμα από τα μέρη της εφαρμογής στη σύμβασή τους ενός δικαίου για το οποίο υπάρχει μακρόχρονη παράδοση στις συγκεκριμένες, κατά περίπτωση, συναλλαγές (π.χ. εφαρμογή του Αγγλικού δικαίου, το οποίο βασίζεται στο κοινοδίκαιο και στην UK Sale of Goods Act 1979). Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί όμως εναλλακτικά να επιτευχθεί με την προσφυγή σε ομοιόμορφους και γενικά αποδεκτούς κανόνες σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου να αποφευχθεί η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που μπορεί να δημιουργηθεί σε ό,τι αφορά το εφαρμοστέο κατά περίπτωση δίκαιο με βάση τους κανόνες σύγκρουσης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εάν τα μέρη δεν έχουν επιλέξει το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβασή τους.
Η προστιθέμενη ωστόσο αξία των ομοιόμορφων κανόνων έγκειται στη διέξοδο την οποία παρέχουν σε περίπτωση που τα μέρη εμμένουν στην εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου. Τα μέρη τα οποία προέρχονται από δικαιοδοσίες που ανήκουν σε διαφορετικές νομικές οικογένειες (ενδεικτικά, αγγλοσαξονική ή κεντροευρωπαϊκή έννομη τάξη) ενδέχεται να μην αισθάνονται ασφάλεια αναφορικά με την εφαρμογή νομοθετικών κανόνων με τους οποίους δεν είναι εξοικειωμένοι ή τους οποίους δεν γνωρίζουν, ενδεχόμενο το οποίο μπορεί να συναντάται εν γένει στην περίπτωση που εμπλέκονται περισσότερες εθνικές νομοθεσίες, διαφορετικές μεταξύ τους, ακόμη και εάν ανήκουν στην ίδια νομική οικογένεια. Οι έμποροι πολύ συχνά δεν γνωρίζουν καν το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο, ενώ οι νομικοί τους παραστάτες μπορεί επίσης να μην γνωρίζουν το αλλοδαπό δίκαιο. Ως εκ τούτου, εάν τα μέρη δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, μπορούν ενδεχομένως πιο εύκολα να αποδεχθούν την εφαρμογή ενός «ουδέτερου» ομοιόμορφου δικαίου, το οποίο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί επίσης να τυγχάνει εφαρμογής εάν δεν προβλέψουν στη σύμβασή τους το εφαρμοστέο δίκαιο.
Περαιτέρω, από πρακτική άποψη, εφόσον ένα συγκεκριμένο θέμα ρυθμίζεται από μια διεθνή σύμβαση με την οποία καθιερώνονται κανόνες διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, το δικαστήριο οδηγείται άμεσα σε μια ουσιαστική λύση, ενώ
Σελ. 8
η προσφυγή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο απαιτεί μια προσέγγιση δύο σταδίων, δηλαδή τον προσδιορισμό του κατά περίπτωση εφαρμοστέου δικαίου και την εφαρμογή των κανόνων του.
Σε κάθε περίπτωση, το διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο καταρτίζεται με μοναδικό γνώμονα τις διεθνείς συναλλαγές σε σύγκριση με τους εθνικούς νόμους ο προσανατολισμός των οποίων είναι κατ’αρχήν οι συναλλαγές που διενεργούνται εγχωρίως. Από την άλλη πλευρά, με την εφαρμογή του διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου δεν σημαίνει ότι αποφεύγεται το υψηλό κόστος συναλλαγών που συνδέεται με τις διαφορές μεταξύ των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου που ισχύουν στις επιμέρους δικαιοδοσίες, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ζητούμενο. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι συχνά μέσω των διεθνών ομοιόμορφων κανόνων δεν ρυθμίζονται όλα, αλλά ορισμένα μόνο από τα ζητήματα που μπορεί να σχετίζονται με μια διεθνή συναλλαγή.
Επίσης, η υιοθέτηση ομοιόμορφων κανόνων και η ενοποίηση του δικαίου μέσω κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία η επιτυχία της οποίας «κρίνεται» και αξιολογείται όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο των ίδιων των υιοθετούμενων κανόνων, αλλά και με βάση,
Σελ. 9
εφόσον πρόκειται για διεθνείς συμβάσεις, την κύρωσή τους στη συνέχεια από επαρκή αριθμό κρατών ή/και κράτη με μεγάλη και ισχυρή παρουσία στις διεθνείς συναλλαγές εάν πρόκειται για κανόνες του διεθνούς εμπορίου, ώστε να διασφαλιστεί η ευρεία εφαρμογή τους ή έστω η εφαρμογή τους από χώρες με σημαντική παρουσία και ισχύ στο διεθνές εμπόριο. Η θεσμοθέτηση ωστόσο διεθνών ομοιόμορφων κανόνων και η ευρεία αποδοχή τους μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη διευκόλυνση της αποτελεσματικότητας των συναλλαγών.
2.2. Η εφαρμογή ομοιόμορφων κανόνων στη διεθνή πώληση
Η σύμβαση πώλησης, ένας θεσμός που ανάγεται στη μακρινή αρχαιότητα και με το πέρασμα των χρόνων εξελίχθηκε στο πρότυπο μιας σύμβασης, διμερούς και συναινετικής, αποτελεί φυσικό σημείο εκκίνησης της προσπάθειας θεσμοθέτησης ομοιόμορφων κανόνων διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα, η πώληση αποτελεί τον πιο διαδεδομένο συμβατικό τύπο και το μεγαλύτερο βοήθημα για την ανταλλαγή αγαθών στην εθνική και διεθνή οικονομία. Από την άλλη πλευρά, όπως πολύ εύστοχα έχει επισημανθεί «la vente internationale de marchandises offre à l’ unification du droit un terrain à la fois idéal et diabolique». Το έδαφος για την ενοποίηση των κανόνων δικαίου στη διεθνή εμπορική πώληση είναι μεν ιδεατό στο μέτρο που πρόκειται για μια καθολική σύμβαση, είναι όμως ταυτόχρονα και διαβολικό, καθώς λαμβανομένου υπόψη του καθολικού χαρακτήρα και της πολύ μεγάλης ιστορίας της, η πώληση έχει καταστεί για κάθε εθνικό δίκαιο κομμάτι της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του και αναπόσπαστο μέρος του με βαθιές ρίζες και παράδοση.
Η υπαγωγή των συμβάσεων πώλησης σε ένα ενιαίο σύνολο νομικών κανόνων ενέχει τουλάχιστον τρεις κινδύνους: Ο πρώτος κίνδυνος είναι ότι μια ομοιόμορφη ρύθμιση μπορεί να αυξήσει τον αντίκτυπο των αναποτελεσματικών κανόνων, υπό την έννοια ότι η αναποτελεσματική ομοιομορφία αυξά-
Σελ. 10
νει το κόστος των συμβάσεων στην κατηγορία των επηρεαζόμενων συναλλαγών, ενώ το αναποτελεσματικό εθνικό δίκαιο επηρεάζει δυνητικά λιγότερες συναλλαγές, επειδή δεν επηρεάζει τις συναλλαγές που υπόκεινται σε ρύθμιση από άλλο εθνικό δίκαιο. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η ύπαρξη ομοιόμορφων κανόνων δεν αρκεί για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο από τα επιμέρους εθνικά ή διαιτητικά δικαστήρια με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο σοβαρών αποκλίσεων κατά την εφαρμογή τους σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Ο τρίτος κίνδυνος από την άλλη πλευρά είναι ότι εφόσον υπάρχουν στοιχεία καινοτομίας στον κανόνα του διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, ενυπάρχει ανασφάλεια αναφορικά με την ερμηνεία του κανόνα. Αυτό συμβαίνει λόγω της απουσίας πληροφοριών και δεδομένων στα οποία μπορούν να βασιστούν αξιόπιστες εκτιμήσεις σχετικά με τα μελλοντικά αποτελέσματα του κανόνα, στοιχείο το οποίο μπορεί να λειτουργήσει αποθαρρυντικά ως προς την επιλογή από τους συναλλασσόμενους της εφαρμογής του σχετικού κανόνα.
Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων του 1980 (εφεξής Σύμβαση της Βιέννης ή CISG) αποτελεί μια πολύ σημαντική προσπάθεια προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου στην πώληση, καθώς έχει κυρωθεί από έναν πολύ μεγάλο αριθμό κρατών, συμπεριλαμβανομένων κρατών με πολύ μεγάλη και ισχυρή παρουσία στο διεθνές εμπόριο και σημαντική οικονομική παρουσία, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Αυστραλία, ο Καναδάς, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, στη διεθνή πώληση ισχύουν και εφαρμόζονται -ιδίως εφόσον παραπέμπουν σε αυτούς τα μέρη- οι Διεθνείς Εμπορικοί Όροι (Incoterms), οι οποίοι υιοθετούνται από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC) και αναθεωρούνται αρκετά συχνά προσαρμοζόμενοι στις ανάγκες των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, καθώς επίσης και οι «Ομοιόμορφες Συνήθειες και Πρακτική για τις Ενέγγυες Πιστώσεις» του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου σε ό,τι αφορά την χρηματοδότηση της διεθνούς πώλησης.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι ομοιόμορφοι ουσιαστικοί κανόνες της Σύμβασης της Βιέννης ‘καταργούν’ την ανάγκη προσφυγής στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, καθώς η ίδια η Σύμβαση παραπέμπει σε τουλάχιστον δύο άρθρα της στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και, συγκεκριμένα στο άρθρο
Σελ. 11
1(1)(β) και στο άρθρο 7(2) CISG. Άλλωστε, από το πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται αναφορά στους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αναδεικνύεται η σημαντικότητά τους σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές που διέπονται από τη Σύμβαση της Βιέννης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1(1)(β) CISG εξαρτά την εφαρμογή των διατάξεών της όταν η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται αυτοτελώς βάσει του άρθρου 1(1)(α) από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, ενώ βάσει του άρθρου 7(2) σε ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, εφαρμόζεται, εφόσον δεν υπάρχουν γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η Σύμβαση, το εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου δίκαιο.
3. Η πορεία προς την υιοθέτηση της Σύμβασης της Βιέννης
3.1. Τα προηγούμενα εγχειρήματα ενοποίησης
Η Σύμβαση της Βιέννης, η οποία υπογράφηκε στις 11.4.1980 υπό την αιγίδα της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL), αποτελεί την πιο πρόσφατη και πιο επιτυχημένη προσπάθεια
Σελ. 12
διεθνούς ενοποίησης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, που διέπουν τη διεθνή πώληση.
Απόπειρες ενοποίησης των κανόνων για τη διεθνή πώληση είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1930 υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου (UNIDROIT) οι οποίες, ωστόσο, διεκόπησαν το 1939 λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν αρκετά χρόνια αργότερα, το 1951, για να καταλήξουν το 1963 σε ένα σχέδιο Σύμβασης διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγ-
Σελ. 13
μάτων, γνωστής ως Uniform Law on the International Sale of Goods (ULIS), η οποία ρύθμιζε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, που απορρέουν από τη σύμβαση διεθνούς πώλησης. Παράλληλα, εκπονήθηκε ένα σχέδιο Σύμβασης ομοιόμορφου δικαίου, που ρύθμιζε την κατάρτιση συμβάσεων διεθνούς πώλησης κινητών πραγμάτων, γνωστής ως Uniform Law on the Formation of Contracts for the International Sale of Goods (ULFC). Και οι δύο Συμβάσεις υιοθετήθηκαν από την UNIDROIT το 1964 και αναφέρονται συχνά ως Συμβάσεις της Χάγης του 1964.
Οι εν λόγω διεθνείς Συμβάσεις τέθηκαν σε ισχύ τον Αύγουστο του 1972, δεν κυρώθηκαν ωστόσο στη συνέχεια από πολλά κράτη. Παρά την εκτετα
Σελ. 14
μένη και επιτυχή εφαρμογή των δύο Συμβάσεων στην ηπειρωτική Ευρώπη, η μειωμένη ευρύτερα «αποδοχή» τους αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, έναν από τους λόγους για την περαιτέρω εξέταση του θέματος αυτή τη φορά από την UNCITRAL. Ειδικότερα, στην πρώτη συνεδρίαση της UNCITRAL το 1968, τέθηκε το ζήτημα της διερεύνησης των προθέσεων των κρατών μελών να κυρώσουν τις δύο Συμβάσεις της Χάγης. Οι απαντήσεις που δόθηκαν από τα κράτη στο ερωτηματολόγιο που τους εστάλη σχετικά ανέδειξαν τη μη ευρεία αποδοχή από πολλά κράτη των δύο Συμβάσεων για διάφορους λόγους, όπως το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία τη κατάρτισής τους είχαν εμπλακεί μόνο είκοσι οκτώ (28) κράτη με ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς, και, συνεπώς, δεν ελήφθησαν υπόψη επαρκώς τα χαρακτηριστικά και οι ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών και των κρατών που είχαν, εκείνη την χρονική περίοδο, σοσιαλιστική οικονομία. Άλλα ζητήματα, που τονίστηκαν περιελάμβαναν το ευρύ πεδίο εφαρμογής των δύο Συμβάσεων και την απουσία διατάξεων αναφορικά με την ανάμειξη υπερατλαντικών θαλάσσιων μεταφορών.
3.2. Η υιοθέτηση της Σύμβασης της Βιέννης
Λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη αποδοχή των δύο Συμβάσεων της Χάγης και την μη διαφαινόμενη βούληση κύρωσής της από έναν ικανό αριθμό κρατών λόγω των προαναφερθέντων προβλημάτων, η UNCTIRAL αποφάσισε
Σελ. 15
τη συγκρότηση μιας ομάδας εργασίας προκειμένου να μελετήσει, είτε τις τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν στα υφιστάμενα κείμενα ώστε να γίνουν ευρύτερα αποδεκτά, είτε εάν θα ήταν αναγκαία η θέσπιση ενός νέου κειμένου Σύμβασης με το ίδιο αντικείμενο. Στην ομάδα εργασίας συμμετείχαν εκπρόσωποι από πολλές χώρες (σαφώς περισσότερες από αυτές που εκπροσωπήθηκαν για την εκπόνηση των δύο προηγούμενων Συμβάσεων), ώστε να διασφαλιστεί η εκπροσώπηση ενός ευρέος γεωγραφικού, πολιτικού και πολιτισμικού φάσματος χωρών.
Μέχρι το 1975, ο αριθμός των τροποποιήσεων στις οποίες προέβη η ομάδα εργασίας τόσο στη ULIS όσο και στην ULFC ήταν πολύ μεγάλος, γεγονός που υποδείκνυε ότι η UNCITRAL θα έπρεπε να υιοθετήσει τα αναθεωρημένα κείμενα ως δικές της Συμβάσεις. Κατά την τελευταία σύνοδο της UNCITRAL πριν από τη διπλωματική διάσκεψη, αποφασίστηκε επίσης η συγχώνευση των αναθεωρημένων κειμένων της ULIS και της ULFC σε ένα ενιαίο κείμενο, με την ταυτόχρονη πρόβλεψη της δυνατότητας ενός κράτους να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το ένα από τα δύο τμήματα της ενιαίας πλέον Σύμβασης.
Το 1977 υιοθετήθηκε από την επιτροπή UNCITRAL το πρώτο σχέδιο Σύμβασης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων το οποίο υιοθετήθηκε στη συνέχεια από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1980 στη Βιέννη. Σύμφωνα με το άρθρο 99(1) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, ο απαιτούμενος, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ, αριθμός των δέκα κρατών που έπρεπε να την κυρώσουν συμπληρώθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1986 και ως εκ τούτου, η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1 Ιανουαρίου 1988. Σήμερα, ο αριθμός των κρατών που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Βιέννης ανέρχεται στα ενενήντα πέντε (95).
Σελ. 16
Από την Ελλάδα η Σύμβαση της Βιέννης κυρώθηκε με τον ν. 2532/1997, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 99(1) CISG, τέθηκε σε ισχύ την 1 Φεβρουαρίου 1999. Έκτοτε οι μεν εγχώριες πωλήσεις διέπονται από τον Αστικό Κώδικα και τις διατάξεις με τις οποίες έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο το ενωσιακό δίκαιο της πώλησης, οι δε διεθνείς πωλήσεις που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Βιέννης, διέπονται -εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία των μερών- από την τελευταία. Ως διεθνής Σύμβαση, αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, από την κύρωσή
Σελ. 17
της με νόμο και τη θέση της σε ισχύ, «αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου».
Το αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης είναι διαθέσιμο σε έξι γλώσσες, προβλέπεται δε ρητά ότι τα κείμενα του πρωτοτύπου στις εν λόγω έξι γλώσσες είναι εξίσου δεσμευτικά. Με αυτόν τον τρόπο, θεωρείται, μεταξύ άλλων, ότι προ-
Σελ. 18
ωθείται η ομοιόμορφη εφαρμογή της. Παράλληλα, μεταφράσεις της Σύμβασης υπάρχουν στην επίσημη γλώσσα κάθε συμβαλλόμενου κράτους, γεγονός το οποίο διευκολύνει την προσβασιμότητά της. Σε περίπτωση διάστασης μεταξύ αυθεντικού κειμένου και μετάφρασης, το αυθεντικό κείμενο επικρατεί.
Η Σύμβαση της Βιέννης χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο μέρος πρώτο (άρθρα 1-13) περιλαμβάνονται σε δύο κεφάλαια διατάξεις σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, καθώς επίσης και γενικές διατάξεις, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τις αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται για την ερμηνεία της Σύμβασης, τη δέσμευση των μερών από τις συναλλακτικές συνήθειες και τον τύπο της Σύμβασης. Στο μέρος δεύτερο (άρθρα 14-24) ρυθμίζεται η σύναψη της σύμβασης πώλησης (πρόταση, ανάκληση πρόταση, αποδοχή), η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη στιγμή που η αποδοχή της πρότασης παράγει αποτέλεσμα κατά τα προβλεπόμενα στη Σύμβαση. Το μέρος τρίτο (άρθρα 25-88) είναι το μεγαλύτερο σε έκταση μέρος της Σύμβασης και ρυθμίζει σε πέντε (5) κεφάλαια τον πυρήνα της σύμβασης πώλησης και, ειδικότερα, την αθέτηση των υποχρεώσεων από τα μέρη, τη δήλωση υπαναχώρησης, θέματα τροποποίησης και λύσης της σύμβασης, τις υποχρεώσεις του πωλητή και τα έννομα βοηθήματα του αγοραστή σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης από τον πωλητή, τις υποχρεώσεις του αγοραστή και τα έννομα βοηθήματα του πωλητή σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης από τον αγοραστή, τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή,
Σελ. 19
θέματα αποζημίωσης, τόκων, απαλλαγής και υπαναχώρησης. Τέλος, το μέρος τέταρτο (άρθρα 89-101) ρυθμίζει τις δηλώσεις στις οποίες μπορούν να προβούν τα Συμβαλλόμενα Κράτη σε ό,τι αφορά τις δεσμεύσεις από τη Σύμβαση της Βιέννης και τη θέση της σε ισχύ.
Η Σύμβαση της Βιέννης ως διεθνής Σύμβαση συγκαταλέγεται αναμφίβολα στους κανόνες θετικού δικαίου. Ειδικότερα, οι διατάξεις της αποτελούν νομικά εξαναγκαστούς κανόνες δικαίου και εφαρμόζονται αυτοδικαίως στις διεθνείς συμβάσεις πώλησης εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται σχετικά στη Σύμβαση και στο βαθμό και κατά την έκταση που τα μέρη δεν έχουν κάνει χρήση των δικαιωμάτων του άρθρου 6 CISG. Περαιτέρω, η Σύμβαση της Βιέννης μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε εθελοντική βάση είτε κατ’ επιλογήν των μερών εφόσον υπάρχει παραπομπή στη σύμβαση πώλησης, είτε υπό την θεώρησή της ως lex mercatoria, είτε υπό την θεώρηση των διατάξεών της ως εμπορικών συνηθειών στη διεθνή πώληση ή ακόμη και ως εθιμικό διεθνές εμπορικό
Σελ. 20
δίκαιο και υπό την έννοια αυτή, οι διαστάσεις ήπιου δικαίου της Σύμβασης της Βιέννης είναι επίσης αρκετά σημαντικές.
4. Αξιολογικά στοιχεία
4.1.Αξιολόγηση της αποδοχής της Σύμβασης της Βιέννης με βάση το σκοπό της
Σκοπός της Σύμβασης της Βιέννης είναι η δημιουργία για τα συμβαλλόμενα σε μια διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων μέρη ενός σύγχρονου και ομοιόμορφου πλαισίου για τη ρύθμιση των εν λόγω συναλλαγών με εξισορροπημένη προσέγγιση των συμφερόντων αμφότερων των συμβαλλομένων (αγοραστή και πωλητή), τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου στις μεταξύ τους συναλλαγές και τη μείωση του κόστους αυτών. Σαφής είναι επίσης η στόχευση της εξυπηρέτησης των ειδικών αναγκών του διεθνούς εμπορίου, σε σύγκριση με το εγχώριο εμπόριο, και της παροχής εναλλακτικών δυνατοτήτων στα μέρη με γνώμονα τη «διαφύλαξη» της σύμβασης και τη διευκόλυνση της επίλυσης των διαφορών που ενδεχομένως ανακύψουν.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο προοίμιό της, η Σύμβαση στοχεύει στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου επί τη βάσει της διασφάλισης της ισότητας και των αμοιβαίων ωφελημάτων των μερών, ώστε να προωθούνται τα οικονομικά συμφέροντα και οι οικονομικοί δεσμοί και, συνακόλουθα, οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Εργαλείο για την επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί η υιοθέτηση ομοιόμορφων κανόνων, που ρυθμίζουν τις συμβάσεις διεθνούς πώλησης κινητών πραγμάτων.