ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Ενημέρωση μέχρι τον Ν 5039/2023
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 12x17
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 784
- ISBN: 978-618-08-0296-2
Αναλυτικότερα, στη δεύτερη ενότητα περιέχονται οι διατάξεις του Ν 3959/2011 (όπως ισχύει μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν 5019/2023) καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το νέο άρθρο 1Α του Ν 3959/2011 σχετικά με το price signalling. Η ημεδαπή νομοθεσία του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού ολοκληρώνεται με τις διατάξεις του Ν 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης στο δίκαιο του ανταγωνισμού.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
I. ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
[1] Ν 146/1914
Περί αθεμίτου ανταγωνισμού
[Άρθρα 1-24] 1
IΙ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
[2] Ν 3959/2011
Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ [Άρθρα 1-11] 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ -
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ - ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΠΙΕΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ [Άρθρα 12-29Ζ] 44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΝΔΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ [Άρθρα 30-35] 136
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ - ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
[Άρθρα 36-37Α] 142
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ-
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
[Άρθρα 38-41Α] 145
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ [Άρθρo 42] 160
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ [Άρθρα 43-44] 162
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΤΕΛΗ [Άρθρο 45] 168
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 46-49] 169
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
[Άρθρα 50-55] 171
[3] Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού
Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή
του Άρθρου 1Α Ν 3959/2011 «Price Signalling»
178
[4] Ν 4529/2018
Αγωγές αποζημίωσης
[Άρθρα 1-16, 24] 225
[5] Συνθήκη για τη Λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΤΙΤΛΟΣ VΙΙ
KΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ,
ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ 1
ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ [Άρθρα 101-106] 245
ΤΜΗΜΑ 2
ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ [Άρθρα 107-109] 249
[6] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003
του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002
Αποκεντρωμένη εφαρμογή κανόνων ανταγωνισμού
Προοίμιο 253
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΡΧΕΣ [Άρθρα 1-3] 271
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ [Άρθρα 4-6] 273
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ [Άρθρα 7-10] 274
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ [Άρθρα 11-16] 276
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ [Άρθρα 17-22] 283
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΚΥΡΩΣΕΙΣ [Άρθρα 23-24] 290
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ [Άρθρα 25-26] 294
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΑΚΡΟΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ [Άρθρα 27-28] 296
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ [Άρθρο 29] 298
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 30-33] 299
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
[Άρθρα 34-45] 301
[7] Κανονισμός (ΕΕ) 2022/720 της Επιτροπής
της 10ης Μαΐου 2022
Κάθετες συμπράξεις
Προοίμιο 308
[Άρθρα 1-11] 317
[8] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004
του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2004
Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων
Προοίμιο 333
[Άρθρα 1-26] 351
[9] Κανονισμός (ΕΕ) 2022/1925
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022
Digital Markets Act - Ρύθμιση ανταγωνισμού
στην ψηφιακή οικονομία
Προοίμιο 394
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 1-2] 473
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΠΥΛΩΡΟΙ [Άρθρα 3-4] 481
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΠΥΛΩΡΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ
ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ Η ΕΙΝΑΙ ΑΘΕΜΙΤΕΣ [Άρθρα 5-15] 487
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ [Άρθρα 16-19] 514
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ, ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΚΑΙ
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ [Άρθρα 20-43] 520
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 44-54] 548
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 556
III. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
[10] Ν 2251/1994
Προστασία των καταναλωτών
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ - ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρο 1] 571
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ [Άρθρα 2-2Α] 576
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ [Άρθρα 3-4θ] 585
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ [Άρθρα 5-6] 632
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ [Άρθρα 7-7α] 638
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ [Άρθρο 8] 649
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ - ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
[Άρθρα 9-9θ] 650
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
ΕΝΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ, ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ, ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ [Άρθρα 10-13] 671
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ [Άρθρα 10α-10β] 671
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΝΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ [Άρθρα 10γ-10δ] 674
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΑΣΚΗΣΟΥΝ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ [Άρθρα 10ε-10ζ] 679
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ, ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ, ΜΕΤΡΑ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
[Άρθρα 10η-10ιγ] 683
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ,
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΥ [Άρθρα 10ιδ-13] 692
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ [Άρθρα 13α-15] 702
[11] Κοινή Υπουργική Απόφαση 70330οικ./2015
Εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών
Προοίμιο 723
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 1-5] 726
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ
ΣΕ ΦΟΡΕΙΣ ΕΕΔ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΕΔ [Άρθρα 6-11] 731
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ [Άρθρα 12-16] 740
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ [Άρθρα 17-18] 743
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 19-21] 748
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 751
Σελ. 1
I. ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Σελ. 3
[1] Ν 146/1914*
Περί αθεμίτου ανταγωνισμού
Άρθ. 1 Απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς, πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη.
Ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας.
Άρθ. 2 Υπό τον όρον «εμπορεύματα» κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου νοούνται και βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα, υπό τον όρον δε βιομηχανικαί εργασίαι νοούνται και αι εμπορικαί, βιοτεχνικαί και γεωργικαί.
Άρθ. 3 Απαγορεύεται εις δημοσία γινομένας γνωστοποιήσεις ή ανακοινώσεις, προοριζομένας δι' ευρύν κύκλον προσώπων, πάσα ανακριβής δήλωσις περί σχέσεων αναφερομένων εις τας κατά το άρθρον 1 συναλλαγάς, ιδία δε περί της ποιότητος, της αρχικής προελεύσεως, του τρόπου της κατασκευής ή της τιμολογήσεως των εμπορευμάτων ή βιομηχανικών εργασιών, περί του τρόπου ή της πηγής της προμηθείας, της κατοχής βραβείων ή άλλων τιμητικών διακρίσεων περί της αιτίας ή του σκοπού της πωλήσεως ή περί του ποσού των προς διάθεσιν εμπορευμάτων, ικανή να παραγάγη την εντύπωσιν ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν των ανακριβών δηλώσεων και ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας.
Άρθ. 4 Όστις, προς τον σκοπόν όπως παραγάγη την εντύπωσιν ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς, ποιείται υπό τους όρους του άρθρου 3 εν γνώσει αναληθείς δηλώσεις ικανάς να παραπλανήσουν
Σελ. 4
το κοινόν, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν μέχρι 3000 δραχμών ή με μίαν εκ των ποινών τούτων.
Εάν αι εν τω προηγουμένω εδαφίω αναφερόμεναι ανακριβείς δηλώσεις γίνωσι παρ' υπαλλήλου ή εντολοδόχου, τιμωρείται πλην του υπαλλήλου ή εντολοδόχου και ο κύριος ή διευθυντής της επιχειρήσεως, εάν η πράξις εγένετο εν γνώσει αυτού.
Άρθ. 5 Διά την εφαρμογήν των άρθρων 3 και 4, προς τας εν αυτοίς δηλώσεις εξομοιούνται αι δι' εικόνων παραστάσεις και άλλαι μέθοδοι, αίτινες σκοπούν και είναι ικαναί να αντικαταστήσουν αυτάς. Η χρήσις ονομάτων, άτινα εν συναλλαγαίς χρησιμεύουν προς ονομασίαν εμπορευμάτων ή βιομηχανικών εργασιών, χωρίς να σκοπούν τον προσδιορισμόν της προελεύσεως αυτών, δεν υπάγεται εις τας εν άρθροις 3 και 4 διατάξεις.
Άρθ. 6 Εάν διά δημοσία γινομένων γνωστοποιήσεων ή ανακοινώσεων, προοριζομένων δι' ευρύν κύκλον προσώπων, αναγγέλλεται η εκποίησης εμπορευμάτων, προερχομένων εκ πτωχεύσεως, αλλά μη ανηκόντων πλέον εις την πτώχευσιν, απαγορεύεται πάσα ανακοίνωσις της εκ πτωχεύσεως προελεύσεως αυτών, ο δε παραβάτης τιμωρείται με χρηματικήν ποινήν μέχρι 1500 δραχμών ή φυλάκισιν έως δύο μηνών ή με αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
Άρθ. 7 1. Απαγορεύεται η προς το κοινόν αναγγελία της εκποιήσεως εμπορευμάτων, ως αποτελούσης διάλυσιν του καταστήματος ή διάλυσιν ωρισμένου κλάδου αυτού.
2. Κατ' εξαίρεσιν επιτρέπεται η κατά την προηγουμένην παράγραφον αναγγελία εκποιήσεως, μνημονευομένης εν τη αναγγελία και της αιτίας ταύτης και υπό τας κατά το παρόν άρθρον προϋποθέσεις, κατόπιν αδείας του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών ή επί Περιφερειών, ένθα δεν εδρεύει Πρωτοδικείον του αρμοδίου Ειρηνοδίκου.
Σελ. 5
3. Ο Πρόεδρος ή ο Ειρηνοδίκης δικάζων κατά την διαδικασίαν του άρθρ. 634 Πολ. Δικονομίας και επόμ. αιτήσει του ενδιαφερομένου, ερευνά την ύπαρξιν των προϋποθέσεων του παρόντος άρθρου και χορηγεί την άδειαν καθορίζων την αιτίαν και τον χρόνον ενάρξεως και λήξεως της εκποιήσεως. Αντίγραφον της αιτήσεως επιδίδεται εις τον Προέδρον του οικείου Εμπορικού Επιμελητηρίου δυναμένου να παρέμβη κατά την συζήτησιν της αιτήσεως. Εν τη αιτήσει περί χορηγήσεως της κατά τ' ανωτέρω αδείας επισυνάπτονται : α) Υπεύθυνος δήλωσις του αιτούντος, εν η αναφέρονται η αιτία της διαλύσεως, ο χρόνος ενάρξεως και η διεύθυνσις του καταστήματος διενεργείας αυτής και β) λεπτομερής πίναξ εις διπλούν απογραφής των υπό εκποίησιν εμπορευμάτων, εν ω εμφαίνονται αναλυτικώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών κατ' είδος, προέλευσιν και ποιότητα ως και αι ποσότητες εκάστου τούτων. Ο Πρόεδρος εξελέγχει δαπάναις του δηλούντος την ειλικρίνειαν της δηλώσεως και του πίνακος απογραφής, διά δύο πραγματογνωμόνων οριζομένων υπ' αυτού και εκλεγομένων εκ καταλόγου καταρτιζομένου υπό του Εμπορικού Επιμελητηρίου εντός του μηνός Δεκεμβρίου εκάστου έτους και ισχύοντος διά το επόμενον έτος ή εν ελλείψει τοιούτου διά δύο πραγματογνωμόνων της εκλογής του. Επί εκποιήσεως εντός της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης ο εις των άνω πραγματογνωμόνων ορίζεται υπό του Προέδρου Πρωτοδικών υποχρεωτικώς εκ του Σώματος Ορκωτών Λογιστών. Δι' αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου, δύναται η παρούσα διάταξις να επεκτείνηται και εις άλλας περιφερείας της Ελλάδος.
4. Η εκποίησις επιτρέπεται μόνον α) λόγω πραγματικής και οριστικής παύσεως των εργασιών ολοκλήρου της επιχειρήσεως, β) λόγω ουσιαστικής καταργήσεως κλάδου αυτής και ως προς τα είδη μόνον του κλάδου τούτου και γ) λόγω πτωχεύσεως του εμπόρου διά τελεσιδίκου αποφάσεως. Αποκλείεται η κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου εκποίησις εμπορευμάτων, κτηθέντων προς
Σελ. 6
μόνον τον σκοπόν πωλήσεως αυτών κατά την διάλυσιν ή κτηθέντων κατά το τελευταίον προ της υποβολής της αιτήσεως τρίμηνον.
5. Η διάρκεια της εκποιήσεως δεν δύναται να υπερβαίνη τους 4 μήνας. Ο Πρόεδρος όμως δύναται εκτιμών τας τυχόν εξαιρετικάς περιπτώσεις να χορηγή παράτασιν της άνω διαρκείας, πάντως ουχί πλέον των 4 εισέτι μηνών. Η εκποίησις επιτρέπεται να ενεργήται μόνον εντός του καταστήματος του αιτούντος.
6. Καθ' άπασαν την διάρκειαν της εκποιήσεως και εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, ο τυχών αδείας υποχρεούται όπως υποβάλη εις το οικείον Εμπορικόν Επιμελητήριον εις διπλούν νέον πίνακα απογραφής περιέχοντα τα εκ του προηγουμένου πίνακος υπόλοιπα εμπορευμάτων κατά την τελευταίαν ημέραν του παρελθόντος μηνός, η ειλικρίνεια του οποίου ελέγχεται υπό των πραγματογνωμόνων. Οι πραγματογνώμονες δύνανται κατόπιν καταγγελίας ή και αυτεπαγγέλτως να προβαίνωσιν εις έκτακτον έλεγχον, ότε, επί παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος, υποβάλλουσιν έκθεσιν εις το Επιμελητήριον.
7. Εις ην περίπτωσιν εις τα υπό εκποίησιν εμπορεύματα αναγράφωνται δύο τιμαί, εξ ων η μία παριστά την κανονικήν τιμήν πωλήσεως του εμπορεύματος και η ετέρα την μετ' έκπτωσιν λόγω της διαλύσεως ισχύουσαν τοιαύτην, η πρώτη των δύο τούτων τιμών δέον να μη αφίσταται της πραγματικής αγοραίας τιμής του εμπορεύματος, εφαρμοζομένης άλλως της υπό του άρθρου 8 προβλεπομένης ποινής εις βάρος του υπευθύνου.
8. Ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών, κατ' αίτησιν του Επιμελητηρίου και παντός τρίτου επί παραβάσεων του εκποιούντος δύναται ν' ανακαλή εν όλω ή εν μέρει, ή τροποποιή την χορηγηθείσαν άδειαν. Επίσης εις περίπτωσιν ευλόγου αιτίας η άδεια δύναται ν' ανακληθή εν όλω ή εν μέρει ή ετροποποιηθή αναλόγως τη αιτήσει του ενδιαφερομένου.
Σελ. 7
9. Άδειαι εκποιήσεως υφιστάμεναι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος δύνανται εντός μηνός από ταύτης ν' ανανεωθώσιν επιμελεία του ενδιαφερομένου και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος, άλλως θωρούνται ως αρθείσαι αυτοδικαίως.
10. Επί εκποιήσεων υπό έκπτωσιν τιμών λόγω παρόδου της εποχής, αίτινες ως τοιαύται αναγγέλλονται και είναι εν χρήσει εν τω κανονικώ εμπορίω, δεν εφαρμόζονται αι κατωτέρω διατάξεις. Επιτρέπεται όμως, όπως διά Β.Δ. εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Εμπορίου, ορίζηται ο αριθμός κατ' έτος, ο χρόνος ενάρξεως και η διάρκεια των τοιούτων εκποιήσεων καθ' άπασαν την χώραν. Μέχρι της εκδόσεως των Διαταγμάτων τούτων ισχύει το από 24.1.1959 Β.Δ. «περί των επί εκπτώσει πωλήσεων υπό των εμπόρων λόγω παρόδου της εποχής».
11. Εκτός των περιπτώσεων της εκποιήσεως εμπορευμάτων περί ων το παρόν άρθρον, εν ουδεμία άλλη περιπτώσει, υπό οιανδήποτε μορφήν, ονομασίαν, δικαιολογίαν ή πρόσχημα επιτρέπονται αναγγελίαι περί πωλήσεων επί εκπτώσει.
12. Ως αντικειμένη ιδία εις τα χρηστά ήθη και τας συνθήκας συναλλαγής θεωρείται η πώλησις επί ειδική εκπτώσει τιμών δι' εν ή περιωρισμένον αριθμόν ειδών προς τον σκοπόν της συγκεντρώσεως του κοινού και της εκμεταλλεύσεως αυτού διά των εις τα άλλα είδη του καταστήματος τιμών εκτός εάν πρόκειται περί εκποιήσεως λόγω τέλους εποχής.
[Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ΝΔ 4181/1961 ΦΕΚ Α’ 144/02.09.1961]
Άρθ. 8 Ο παραβαίνων τας διατάξεις του άρθρου 7 ως και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδιδομένων Β.Δ. και Υπουργικών αποφάσεων, ιδία δε ο αναγγέλων εκποίησιν άνευ αδείας, ή άνευ μνείας της αιτίας ταύτης ή ποιούμενος εν γνώσει ανακριβή δήλωσιν και χρησιμοποιών εν γνώσει ανακριβή πίνακα απογραφής ή παραλείπων την
Σελ. 8
ενημέρωσιν τούτου ή πωλών εν τόπω ή χρόνω μη επιτρεπομένω ή εκθέτων προς πώλησιν εμπορεύματα αποκτηθέντα προς μόνον τον σκοπόν της εκποιήσεως αυτών κατά την διάλυσιν ή αποκτηθέντα κατά το τελευταίον προ της υποβολής της αιτήσεως τρίμηνον, ή μη περιλαμβανόμενα εις τον πίνακα, τιμωρείται κατά την διάταξιν του άρθρου 458 του ποινικού κώδικος. Κατά την αυτήν διάταξιν τιμωρείται και όστις εν γνώσει παραχωρεί προς τρίτον εμπορεύματα προς εκποίησιν κατά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 7.
Τα ως άνω εγκλήματα εκδικάζονται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 417 - 425 Κ.Π.Δ.
[Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ΝΔ 4181/1961 ΦΕΚ Α΄ 144/02.09.1961]
Άρθ. 9 Διά Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας μετ' απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται να ορισθή, όπως η κατ' επάγγελμα λειανική πώλησις ωρισμένων εμπορευμάτων γίνηται μόνον εις ωρισμένας μονάδας αριθμού, μέτρου ή βάρους ή μόνον εάν φέρωνται σημειωμένα επ' αυτών, του περικαλύματος ή του δοχείου, ο αριθμός, το μέτρον το βάρος, ο τόπος της κατασκευής ή της προελεύσεως αυτών.
[Επίσης διά Διατάγματος δύναται ο Υπουργός των Εσωτερικών δι’ είδη πρώτης ανάγκης διά τα οποία ισχύει διατίμησις να απαγορεύση την πώλησιν αυτών εις τιμήν κατωτέραν της ορισθείσης υπό της αρμοδίας επιτροπής Διατιμήσεων της Αγορανομίας.]** Ο παραβάτης των ορισμών των Διαταγμάτων του προηγουμένου εδαφίου τιμωρείται με χρηματικήν ποινήν μέχρι τριακοσίων δραχμών και με φυλάκισιν μέχρι δύο μηνών, ή με μίαν των ποινών τούτων.
Σελ. 9
Άρθ. 10 Των εις τα άρθρα 1 και 3 προβλεπομένων πράξεων την παράλειψιν δύναται ν' αξιώση πας επαγγελματίας, όστις παράγει ή εμπορεύεται όμοια ή συγγενή είδη, καθώς επίσης και τα Εμπορικά και Βιομηχανικά Επιμελητήρια, οι Εμπορικοί και Βιομηχανικοί η εν γένει επαγγελματικοί σύλλογοι. Ομοίως οι άνω επαγγελματίαι, τα Επιμελητήρια και οι σύλλογοι έχουσιν έννομον αξίωσιν επί παραλείψεων των κατά παράβασιν των άρθρων 6, 8, και 9 επιχειρουμένων πράξεων ως και της κατά το άρθρον 7 αναγγελίας προς το κοινόν άνευ της προς τον αρμόδιον πρόεδρον των Πρωτοδικών ή τον ειρηνοδίκην δηλώσεως.
Εις ανόρθωσιν της κατά παράβασιν των διατάξεων του νόμου τούτου προερχομένης ζημίας υποχρεούται:
α΄) Όστις εις την περίπτωσιν του άρθρου 3 εγνώριζε ή ώφειλε να γνωρίζη το αναληθές των παρ' αυτού γενομένων διαφημίσεων.
Κατά συντακτών, εκδοτών, τυπογράφων, πρακτόρων εφημερίδων ή περιοδικών χωρεί τότε μόνον αξίωσις επί αποζημιώσει, εάν εγνώριζον το αναληθές των ανακοινώσεων.
β΄) Όστις εκ προθέσεως ή αμελείας παραβαίνει τα εις τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 οριζόμενα.
Προς παύσιν των κατά παράβασιν των άρθρων 1, 3, 6, 8 και 9, ως και της κατά το άρθρον 7 αναγγελίας προς το κοινόν, γινομένων υπό τινος υπαλλήλου ή αντιπροσώπου επιχειρήσεως ή καταστήματος πράξεων, υποχρεούται και δύναται να εναχθή και ο κύριος ή ο διευθυντής.
Άρθ. 11 Ο προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυναμένας να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστιν αυτού, υποχρε
Σελ. 10
ούται, εφ' όσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπον ευαπόδεικτον αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας. Ο αδικηθείς δύναται προς τούτοις ν' αξιώση την παράλειψιν της επαναλήψεως ή της περαιτέρω διαδόσεως των ανακριβειών.
Προκειμένου όμως περί εμπιστευτικής ανακοινώσεως, διά την οποίαν ο πληροφορών ή ο προς ον η πληροφορία έχει εύλογον συμφέρον, δύναται να ζητηθή η παράλειψις μόνον, εάν τ' ανακοινωθέντα είναι αναληθή.
Εάν δ' ο πληροφορών εγνώριζεν ή ώφειλε να γνωρίζη το αναληθές της ανακοινώσεως υποχρεούται και εις ανόρθωσιν της τυχόν προσγενόμενης ζημίας.
Η διάταξις του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 10 εφαρμόζεται αναλόγως.
Άρθ. 12 Ο εν γνώσει της αναληθείας ισχυριζόμενος ή διαδίδων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις, δυναμένας να βλάψωσι την επιχείρησιν, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών ή με μίαν των ποινών τούτων.
Διά της αυτής ποινής τιμωρείται και ο κύριος ή ο διευθυντής της επιχειρήσεως, εάν οι περί ων πρόκειται ισχυρισμοί ή διαδόσεις εγένοντο εν γνώσει αυτού παρά τινος των υπαλλήλων η των αντιπροσώπων του.
Άρθ. 13 Όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματός τινός, εμπορικής επωνυμίας, ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως, ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέση σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικό γνώρισμα, άτινα έτερος
Σελ. 11
νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθή υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Υποχρεούται δε προς τούτοις απέναντι του ζημιωθέντος εις ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας, εάν εγνώριζεν ή ώφειλε να γνωρίζει ότι διά της καταχρήσεως ταύτης ηδύνατο να προκληθή σύγχυσις.
Προς το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα εξομοιούνται και εκείνα εν γένει εκ των σημείων καταστήματος ή επιχειρήσεώς τινός, τα οποία θεωρούνται εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως ιδιαίτερα διακριτικά αυτών.
Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφ' όσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινος.
Η διάταξις του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 10 εφαρμόζεται αναλόγως.
Άρθ. 14 Όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται εν γνώσει και εκ προθέσεως χρήσιν ονόματός τινος, εμπορικής επωνυμίας, η ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως, ή εντύπου τινός προς τον σκοπόν όπως προκληθή σύγχυσις με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών ή με μίαν των ποινών τούτων.
Αι διατάξεις του παρόντος και του προηγουμένου άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήν προς προστασίαν των εμπορικών και βιομηχανικών σημάτων, ως προς α διατηρούνται εν ισχύι και εφαρμόζονται οι ιδιαίτεροι περί αυτών νόμιμοι ορισμοί.
Σελ. 12
Δεν αποκλείεται η εφαρμογή του παρόντος και του προηγουμένου άρθρου και εις τας περιπτώσεις, καθ' ας η χρήσις του ξένου ονόματος, της ξένης εμπορικής επωνυμίας ή του ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος γίνεται με μικράς παραλλαγάς, εφ' όσον αύται δεν αποκλείουν τον κίνδυνον της συγχύσεως.
Άρθ. 15 Εν περιπτώσει καταδίκης, κατά τα άρθρα 13 και 14, διατάσσεται υπό του δικαστηρίου, τη αιτήσει του αδικουμένου, η αφαίρεσις του διακριτικού γνωρίσματος.
Εάν η αφαίρεσις δεν είναι άλλως δυνατή, το δικαστήριον δύναται να διατάξη την καταστροφήν αυτών, αλλά μόνον εάν ο καταδικασθείς εγνώριζεν ή ώφειλε να γνωρίζη ότι έκαμε χρήσιν ξένου διακριτικού γνωρίσματος.
Το δικαστήριον δύναται κατά την κρίσιν του, και εν περιπτώσει αθωώσεως, να διατάξη την τοιαύτην αφαίρεσιν ή καταστροφήν.
Άρθ. 16 Με φυλάκισιν μέχρι εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών, ή με μίαν των ποινών τούτων τιμωρείται όστις, ως υπάλληλος, εργάτης ή μαθητευόμενος παρά τινί εμπορικώ ή βιομηχανικώ καταστήματι ή επιχειρήσει, ανακοινώνει άνευ δικαιώματος εις τρίτους, κατά το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας του, απόρρητα του καταστήματος ή της επιχειρήσεως εμπεπιστευμένα αυτώ ως εκ της υπηρεσίας του, ή άλλως περιελθόντα εις την αντίληψίν του, προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ή επί τη προθέσει βλάβης του κυρίου το καταστήματος ή της επιχειρήσεως.
Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται και ο χρησιμοποιών ή ανακοινών εις τρίτους, άνευ δικαιώματος, προς τον σκοπόν ανταγωνισμού, τα τοιαύτα απόρρητα, ων έλαβεν γνώσιν διά τινος των εν τω προηγουμένω εδαφίω ανακοινώσεως ή δι' ιδίας αυτού πράξεως αντικειμένης εις τους νόμους ή τα χρηστά ήθη.
Σελ. 13
Άρθ. 17 Με την ποινήν του προηγουμένου άρθρου τιμωρείται ο άνευ δικαιώματος χρησιμοποιών ή ανακοινών εις τρίτους τα εμπιστευθέντα αυτώ κατά τας συναλλαγάς σχέδια ή κανόνας τεχνικής φύσεως, ιδία δε σχεδιάσματα, πρότυπα, τύπους, υποδείγματα, οδηγίας.
Άρθ. 18 Αι παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 γεννώσι προς τούτοις και υποχρέωσιν προς αποκατάστασιν της προξενηθείσης ζημίας.
Με τας εν τω άρθρω 16 ποινάς, ηλαττωμένας εις το ήμισυ, τιμωρείται και όστις επιχειρεί επί σκοπώ ανταγωνισμού να εξωθήση άλλον εις πράξιν αντικειμένην εις τας διατάξεις του άρθρου 16 εδάφ. 1 και άρθρου 17.
Άρθ. 18α 1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
2. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει άρση και παράλειψη της παράβασης και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υποστεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
3. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες
Σελ. 14
(50.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.
[Όπως προστέθηκε από το άρθρο 29 παρ. 1 Ν 3784/2009 ΦΕΚ Α’ 137/07.08.2009]
Άρθ. 19 Αι εκ των διατάξεων του νόμου τούτου πηγάζουσαι αξιώσεις επί παραλείψει ή επί αποζημιώσει εισάγονται ως εμπορικαί υποθέσεις ενώπιον του αρμοδίου Πρωτοδικείου, παραγράφονται δε μετά δεκαοκτώ μήνας από του χρονικού σημείου, καθ' ο ο έχων την αξίωσιν έλαβε γνώσιν της πράξεως και του υπευθύνου προσώπου, πάντως δε μετά πενταετίαν αφ' ης εγένετο η πράξις. [Όπως το εδ. πρώτο είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 29 παρ. 2 Ν 3784/2009 ΦΕΚ Α’ 137/07.08.2009, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 29 παρ. 2 Ν 3784/2009 ΦΕΚ Α’ 137/07.08.2009]
Διά τας επί αποζημιώσει αξιώσεις ουδέποτε άρχεται η παραγραφή προ του χρονικού σημείου, καθ' ο επροξενήθη η βλάβη.
Άρθ. 20 Ο έχων αξίωσιν επί παραλείψει πράξεως αντικειμένης εις τους ορισμούς του παρόντος νόμου δύναται να ζητήση και την λήψιν προσωρινών μέτρων παρά του αρμοδίου προέδρου των Πρωτοδικών, ή, διά την περίπτωσιν του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 7, παρά του αρμοδίου ειρηνοδίκου, εφαρμοζομένων αντιστοίχως όλων των διατάξεων του νόμου ΓΨΙΖ’ (3797) «περί προσωρινών μέτρων εν ταις περί διακατοχής διαφοραίς».
Κατά των αποφάσεων του Προέδρου Πρωτοδικών ή των Ειρηνοδικών επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του Προέδρου των Εφετών ή του Προέδρου των Πρωτοδικών κατά περίπτωσιν, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως μη παρατεινομένης λόγω αποστάσεως. [Όπως προστέθηκε από το άρθρο 2 ΝΔ 4181/1961 ΦΕΚ Α’ 144/02.09.1961]
Άρθ. 21 Η ποινική καταδίωξις, πλην των περιπτώσεων των άρθρων 6, 8 και 9, χωρεί μόνον κατ' έγκλησιν.
Σελ. 15
Εις την περίπτωσιν του άρθρου 4 δικαιούται εις έγκλησιν πας εκ των εν τω πρώτω εδαφίω του άρθρου 10 αναφερομένων επαγγελματιών, επιμελητηρίων ή συλλόγων.
Άρθ. 22 Εν περιπτώσει καταδίκης, επί τη βάσει των άρθρων 4, 6, 8 και 9, το δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως η απόφασις δημοσιευθή διά του τύπου, δαπάνη του καταδικασθέντος, εντός τασσομένης διορίας. Εάν ο καταδικασθείς δεν ενεργήση την δημοσίευσιν, κατά τους όρους τη αποφάσεως, προβαίνει εις ταύτην ο Εισαγγελεύς και η δαπάνη, βεβαιουμένη υπό του οικείου Εφόρου, εισπράττεται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εξόδων.
Εάν η καταδίκη επέλθη επί τη βάσει του άρθρου 12 και 14, εδάφιον πρώτον, το δικαστήριον δίδει πάντοτε την άδειαν εις τον αδικηθέντα, όπως δημοσιεύση εντός ωρισμένης προθεσμίας την απόφασιν δαπάνη του καταδικασθέντος.
Αιτήσει του αθωωθέντος δύναται το δικαστήριον να διατάξη την γνωστοποίησιν της αθωώσεως.
Τα έξοδα ταύτης καταλογίζονται εις βάρος του Δημοσίου εφ' όσον δεν καταλογίσθησαν εις βάρος του μηνυτού ή του πολιτικώς ενάγοντος.
Προκειμένου περί αγωγής επί παραλείψει, εγειρομένης επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου, δύναται το δικαστήριον εν τη αποφάσει του να δώση την άδειαν εις τον νικώντα, όπως δημοσιεύση εντός ωρισμένης προθεσμίας το διατακτικόν της αποφάσεως δαπάνη του ηττηθέντος.
Άρθ. 23 Ο μη διατηρών κύριον κατάστημα εν Ελλάδι δεν δύναται να επικαλεσθή την κατά τον παρόντα νόμον παρεχομένην προστασίαν ειμή εάν, εν τη χώρα, εν η ευρίσκεται το κύριον κατάστημα αυτού, αι ελληνικαί επιχειρήσεις απολαμβάνουσι της αυτής με τας εγχωρίους προστασίας.
Σελ. 16
Προς απόδειξιν της τοιαύτης εν τη αλλοδαπή προστασίας δύναται να χρησιμεύση και δήλωσις των Υπουργών επί των Εξωτερικών και επί της Εθνικής Οικονομίας, δημοσιευομένη διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθ. 24 Καταργείται το άρθρον 446 του Ποινικού Νόμου.
Διατηρείται εν ισχύι ο ειδικός ΒΜΕ΄ της 27 Ιουλίου 1892 νόμος περί ελέγχου του εμπορίου της σταφίδος.
Ο παρών νόμος, ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ' Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Σελ. 17
IΙ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Σελ. 19
[2] Ν 3959/2011
Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού*
(ΦΕΚ A΄ 93/20.4.2011)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
Άρθ. 1 Απαγορευμένες συμπράξεις. 1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:
α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων,
γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
Σελ. 20
δ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού,
ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
2. Συμφωνίες και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 και στις οποίες δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 3 είναι αυτοδικαίως άκυρες.
3. Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, που εμπίπτουν στην παράγραφο 1, δεν απαγορεύονται, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου,
β) εξασφαλίζουν συγχρόνως στους καταναλωτές εύλογο τμήμα από το όφελος που προκύπτει,
γ) δεν επιβάλλουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών και
δ) δεν παρέχουν τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού ή κατάργησης αυτού σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς.
4. Οι Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών (Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής) εφαρμόζονται αναλόγως για την υπαγωγή στην παράγραφο 3 συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που δεν είναι πιθανόν να επηρεά