ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Γενικό Μέρος
- Εκδοση: 2η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 576
- ISBN: 978-960-654-507-8
- ISBN: 978-960-654-507-8
- Black friday εκδόσεις: 10%
Στη 2η ενημερωμένη έκδοση του έργου ««Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο» αναλύονται οι βασικές έννοιες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όπως οι θεμελιώδεις αρχές του, η γενική περί εγκλήματος θεωρία, η αιτιώδης συνάφεια, η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, το σύστημα των κυρώσεων και η επιμέτρηση της ποινής, τέλος, οι ειδικές εμφανίσεις του εγκλήματος (απόπειρες, συμμετοχή, συνωμοσία, συρροή). Το εγχειρίδιο περιλαμβάνει, επίσης, εκτενείς λίστες δικαστικών αποφάσεων και εργογραφίας και καθίσταται πολύτιμο εργαλείο κατανόησης του ιδιαίτερου εννοιολογικού πλαισίου εντός του οποίου απονέμεται η ποινική δικαιοσύνη στην Κύπρο για τον δικηγόρο, δικαστή, ερευνητή και φοιτητή.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Νικήτα Χατζημιχαήλ VII | |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Συγγραφέα XI | |
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | |
Κυπριακές XXV | |
ΕΔΔΑ, ΔΕΕ & Αλλοδαπές XLVII | |
Α. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΗ | |
Α. 1. Οριοθέτηση του Ποινικού Δικαίου και διακρίσεις του 1 | |
Α. 2. Πραγματικό και νομικό έγκλημα 3 | |
Α. 2. 1. Θεωρήσεις της πραγματικής έννοιας του εγκλήματος 3 | |
Α. 2. 2. Η νομική έννοια του εγκλήματος και η δικαιοϊστορική της εξέλιξη 11 | |
Α. 3. Έννομο Αγαθό/Συμφέρον 13 | |
Α. 3. 1. Ορισμός της έννοιας 14 | |
Α. 3. 2. Αρχές της βλάβης, της προσβολής, της εκμετάλλευσης. Χρησιμότητα της έννοιας του εννόμου αγαθού 15 | |
Α. 3. 3. Υλικό και νομικό αντικείμενο του εγκλήματος 19 | |
Α. 4. Η Ποινή 20 | |
Α. 4. 1. Ορισμός της ποινής ως κακού. Προστατευτική και εγγυητική αρχή 20 | |
Α. 4. 2. Η εριζόμενη αναγκαιότητα της ποινής. «Κοινωνική Άμυνα» και καταργητισμός 22 | |
Α. 4. 3. Οι σκοποί της ποινής 24 | |
Α. 4. 3. 1. Απόλυτες θεωρίες. Η ανταπόδοση 24 | |
Α. 4. 3. 2. Σχετικές θεωρίες. Η πρόληψη και οι περιπέτειές της 27 | |
Α. 4. 3. 2. α. Τα είδη της πρόληψης 27 | |
Α. 4. 3. 2. β. Εναλλακτικές του εγκλεισμού μορφές έκτισης 30 | |
Α. 4. 3. 2. γ. «Κοινοτική» αστυνόμευση; 31 | |
Α. 4. 3. 2. δ. Κοινωνική πρόληψη. Οι υπερβολές της πρόληψης 35 | |
Α. 4. 3. 2. ε. Μακροεγκληματικότητα 37 | |
Α. 4. 3. 2. στ. Ποινικό δίκαιο του «εχθρού» και «μηδενική ανοχή» 38 | |
Α. 4. 3. 3. Μικτές (ενωτικές) θεωρίες 42 | |
Α. 4. 3. 4. Αποκαταστατική δικαιοσύνη 44 | |
Α. 4. 3. 5. Οι σκοποί της ποινής στην κυπριακή έννομη τάξη 47 | |
Α. 4. 4. Η ποινή: δικαιοϊστορική αναδρομή 47 | |
Α. 4. 4. 1. «Αντιπεπονθός» 48 | |
Α. 4. 4. 2. Ανταπόδοση – Παραδειγματισμός 48 | |
Α. 4. 4. 3. Ο Διαφωτισμός 49 | |
Α. 4. 4. 4. Ο ποινολογικός θετικισμός 49 | |
Α. 4. 4. 5. Η «δίκαιη τιμωρία» 50 | |
Β. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΚ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ, ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ | |
Β. 1. Ιστορική αναδρομή στο κυπριακό νομικό σύστημα. Η σημασία του κοινοδικαίου 52 | |
Β. 2. Αρχές του κυπριακού ποινικού δικαίου 55 | |
Β. 2. 1. Αρχή της νομιμότητας 55 | |
Β. 2. 2. Αρχή της αποσπασματικότητας 60 | |
Β. 2. 3. Αρχή της αναλογικότητας εγκλήματος και ποινής 60 | |
Β. 2. 4. Αρχή του δεδικασμένου 61 | |
Β. 2. 5. Αρχή του έσχατου μέσου 63 | |
Β. 3. Τοπικά όρια ισχύος του κυπριακού ποινικού δικαίου 64 | |
Β. 3. 1. Εδαφικότητα 65 | |
Β. 3. 2. Ενεργητική προσωπικότητα 66 | |
Β. 3. 3. Η προστατευτική αρχή 66 | |
Β. 3. 4. Η παγκόσμια δικαιοσύνη 66 | |
Β. 3. 5. Παθητική προσωπικότητα 67 | |
Β. 3. 6. Συνεκτίμηση αλλοδαπών αποφάσεων 67 | |
Β. 4. Η διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου και τα προβλήματά της 67 | |
Γ. Η ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΦΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ | |
Γ. 1. Η έννοια της πράξης και οι σχετικές θεωρίες 72 | |
Γ. 1. 1. Η φυσιοκρατική θεωρία 72 | |
Γ. 1. 2. Η πράξη ως σκόπιμη δράση 73 | |
Γ. 1. 3. Η κοινωνική έννοια της πράξης 73 | |
Γ. 1. 4. Η «αρνητική» σύλληψη της πράξης 74 | |
Γ. 2. Ο ορισμός της πράξης ως εξωτερίκευσης της προσωπικότητας και οι συνέπειές του 74 | |
Γ. 3. Η υπόσταση του εγκλήματος 77 | |
Γ. 4. Η ικανότητα καταλογισμού 78 | |
Γ. 4. 1. Ανηλικότητα 79 | |
Γ. 4. 2. Φρενοπάθεια και «θόλωση» της συνείδησης 81 | |
Γ. 4. 3. Ελαττωμένη ικανότητα καταλογισμού 86 | |
Γ. 4. 4. Η μέθη 87 | |
Γ. 5. Πράξη «ελεύθερη στην αιτία της» 89 | |
Γ. 6. Το κανονιστικό δίλημμα μεταξύ αιτιοκρατίας και ελευθερίας επιλογής του δράστη 90 | |
Δ. ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ | |
Δ. 1. Κακουργήματα και Πλημμελήματα 91 | |
Δ. 2. Κοινά και Ιδιαίτερα Εγκλήματα 91 | |
Δ. 3. Τυπικά και Ουσιαστικά Εγκλήματα 92 | |
Δ. 4. Εγκλήματα βλάβης και διακινδύνευσης 94 | |
Δ. 5. Διαρκή και Στιγμιαία Εγκλήματα 96 | |
Δ. 6. Απλά και Σύνθετα Εγκλήματα 97 | |
Δ. 7. Απλότροπα και Πολύτροπα Εγκλήματα 97 | |
Δ. 8. Βασικά Εγκλήματα, Παραλλαγές τους και Ιδιώνυμα Εγκλήματα 98 | |
Δ. 9. Εγκλήματα ενέργειας και εγκλήματα παράλειψης 99 | |
Δ. 9. 1. Δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα 100 | |
Δ. 9. 2. Πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης 101 | |
Δ. 9. 2. 1. Ο νόμος, οι δικαστικές αποφάσεις και η σύμβαση 101 | |
Δ. 9. 2. 2. Ειδικές βιοτικές σχέσεις εμπιστοσύνης 102 | |
Δ. 9. 2. 3. Η εκούσια ανάληψη προστασίας 103 | |
Δ. 9. 2. 4. Προγενέστερη άδικη συμπεριφορά του δράστη 103 | |
Δ. 9. 3. Νομική υποχρέωση: Τυπική θεωρία ή (ουσιαστική) εγγυητική θέση; 104 | |
Ε. Ο ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ | |
E. 1. Αιτιώδης συνάφεια. Ορισμός 107 | |
Ε. 2. Οι θεωρίες περί αιτιώδους συναφείας 108 | |
Ε. 2. 1. Εξατομικεύουσες θεωρίες 108 | |
Ε. 2. 2. Η ισοδυναμία των όρων 108 | |
Ε. 2. 3. Η θεωρία του νομοτελούς όρου 113 | |
Ε. 2. 4. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας 113 | |
Ε. 2. 5. Η νομικά διαφέρουσα αιτιότητα 114 | |
Ε. 3. Ο αντικειμενικός καταλογισμός 114 | |
Ε. 3. 1. Η επίταση του κινδύνου 116 | |
Ε. 3. 2. Η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά 116 | |
Ε. 3. 3. Ο σκοπός του ποινικού κανόνα δικαίου 117 | |
Ε. 4. Η θεσμολειτουργική τομή 117 | |
Ε. 5. Κοινά γνωρίσματα των περί αντικειμενικού καταλογισμού θεωριών 119 | |
Ε. 5. 1. Η απαγόρευση αναδρομής 119 | |
Ε. 5. 2. Παρεπόμενες βλάβες 121 | |
ΣΤ. Η ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ (Ι). Ο ΔΟΛΟΣ | |
ΣΤ. 1. Ενοχή και υπαιτιότητα 123 | |
ΣΤ. 2. Δόλος. Η έννοια και τα στοιχεία της 126 | |
ΣΤ. 3. Είδη δόλου 129 | |
ΣΤ. 3. 1. Η επιδίωξη 129 | |
ΣΤ. 3. 2. Ο πλάγιος δόλος 130 | |
ΣΤ. 3. 3. Ο «ενδεχόμενος» δόλος και η οριακή του διάκριση από τη διακεκριμένη αμέλεια 130 | |
ΣΤ. 4. Νομικός χειρισμός των διαφόρων ειδών δόλου. Οι «υπερχειλείς» υποκειμενικές υποστάσεις 136 | |
ΣΤ. 5. Ειδικά θέματα δόλου 138 | |
ΣΤ. 5. 1. Αστόχημα βολής 138 | |
ΣΤ. 5. 2. Γενικός δόλος 139 | |
ΣΤ. 5. 3. Εναλλακτικός ή διαζευκτικός και σωρευτικός δόλος 140 | |
Ζ. Η ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ (ΙΙ). ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ | |
Ζ. 1. Αμέλεια. Η έννοια και τα στοιχεία της 141 | |
Ζ. 2. Εξωτερική αμέλεια 142 | |
Ζ. 3. Εσωτερική αμέλεια. Η διαθετικότητα της έννοιας 143 | |
Ζ. 4. Κοινοδικαιικές διακρίσεις στην αμέλεια 147 | |
Ζ. 5. Η αδιαφορία (‘recklessness’) 147 | |
Η. ΑΥΣΤΗΡΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΜΟΡΦΕΣ | |
Η. 1. Η αυστηρή ευθύνη (‘strict liability’) 152 | |
Η. 2. Κριτήρια ανίχνευσης της αυστηρής ευθύνης 153 | |
Η. 3. Υπερασπίσεις στην αυστηρή ευθύνη 154 | |
Η. 4. Η καθ’ υποκατάσταση ευθύνη (‘vicarious liability’) 155 | |
Η. 5. Ειδικά θέματα στην υποκατάσταση ευθύνη 155 | |
Η. 6. Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων 156 | |
Θ. ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ (ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ Ι) | |
Θ. 1. Δικαιολόγηση και άρση της ενοχής 160 | |
Θ. 2. Το άδικο και τα είδη του 162 | |
Θ. 3. Διακρίσεις των λόγων άρσης του αδίκου 163 | |
Θ. 4. Υπάρχει ενιαίος λόγος νομιμοποίησης της δικαιολόγησης; 164 | |
Θ. 5. Τα υποκειμενικά στοιχεία της δικαιολόγησης 165 | |
Θ. 6. Η αυτοάμυνα 166 | |
Θ. 6. 1. Η κατάσταση άμυνας 167 | |
Θ. 6. 2. Η αμυντική πράξη 169 | |
Θ. 6. 3. Η υπέρβαση της νόμιμης άμυνας 173 | |
Θ. 6. 4. Η πρόθεση άμυνας 174 | |
Θ. 6. 5. Η υπαίτια κατάσταση άμυνας 175 | |
Θ. 7. Η κατάσταση ανάγκης 177 | |
Θ. 7. 1. Όροι της κατάστασης ανάγκης 177 | |
Θ. 7. 2. Δράση κρατικών οργάνων 181 | |
Θ. 8. Η σύγκρουση καθηκόντων 182 | |
Θ. 9. Η προσταγή 185 | |
Θ. 10. Η συναίνεση του παθόντος 186 | |
Θ. 11. Η κοινωνική προσφορότητα της πράξης 191 | |
Θ. 11. 1. Η επιτρεπτή διακινδύνευση 192 | |
Θ. 11. 2. Η αρχή της εμπιστοσύνης 192 | |
Θ. 11. 3. Ιατρικές επεμβάσεις 192 | |
Θ. 11. 4. Κριτική της κατασκευής της κοινωνικής προσφορότητας 194 | |
Θ. 12. Η επιτρεπτή άμβλωση 195 | |
Θ. 13. Ο «σωφρονισμός» ανηλίκων 196 | |
Θ. 14. Λοιποί λόγοι άρσης του αδίκου 197 | |
Ι. ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ (ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΙΙ) | |
Ι. 1. Ενοχή και συνείδηση του αδίκου 198 | |
Ι. 2. Η πραγματική πλάνη 198 | |
Ι. 2. 1. Περιπτώσεις συγγενείς με την πραγματική πλάνη 200 | |
Ι. 2. 2. Η αντίστροφη πραγματική πλάνη 202 | |
Ι. 3. Η νομική πλάνη 202 | |
Ι. 3. 1. Ειδικά ζητήματα νομικής πλάνης 205 | |
Ι. 3. 2. Η αντίστροφη νομική πλάνη 206 | |
Ι. 4. Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση 207 | |
Ι. 4. 1. Η ψυχική πίεση. Ιδίως ο εξαναγκασμός (‘duress’) 207 | |
Ι. 4. 2. Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση μεταξύ απόλυτης εξατομίκευσης και στερεοτύπου 209 | |
ΙΑ. ΤΟ ΤΙΜΩΡΗΤΟ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ, ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥΣ | |
ΙΑ. 1. Το τιμωρητό της πράξης και τα κωλύματά του 212 | |
ΙΑ. 2. Οι ποινές του κυπριακού ποινικού συστήματος. Οι πρόνοιες του ΠΚ 215 | |
ΙΑ. 3. Οι ποινές του κυπριακού ποινικού συστήματος. Ειδικές πρόνοιες 222 | |
ΙΑ. 4. Η επιμέτρηση της ποινής (‘sentencing’) και οι κανόνες της 225 | |
ΙΒ. ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 235 | |
ΙΓ. Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ | |
ΙΓ. 1. Η έννοια της απόπειρας 236 | |
ΙΓ. 2. Τα στοιχεία της απόπειρας 241 | |
ΙΓ. 2. 1. Η απόφαση τέλεσης του εγκλήματος 241 | |
ΙΓ. 2. 2. Η απόπειρα ως πλημμέλημα και ως κακούργημα 243 | |
ΙΓ. 2. 3. Απόπειρα στα τυπικά εγκλήματα 244 | |
ΙΓ. 2. 4. Απόπειρα στα εγκλήματα παράλειψης 244 | |
ΙΓ. 2. 5. Απόπειρα σε εγκλήματα με εξωτερικό όρο αξιοποίνου 245 | |
ΙΓ. 2. 6. Απόπειρα στα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα 246 | |
ΙΓ. 2. 7. Απόπειρα στα σύνθετα εγκλήματα 247 | |
ΙΓ. 2. 8. Απόπειρα σε πράξεις ελεύθερες στην αιτία τους 247 | |
ΙΓ. 2. 9. Απόπειρα απόπειρας; 247 | |
ΙΓ. 2. 10. Απόπειρα σε εγκλήματα φρονηματικού αδίκου 249 | |
ΙΓ. 2. 11. Απόπειρα σε εγκλήματα με υποκειμενικά στοιχεία αδίκου 249 | |
ΙΓ. 2. 12. Απόπειρα σε εγκλήματα σχέσης 249 | |
ΙΓ. 2. 13. Απόπειρα σε εγκλήματα υποκατάστατης ευθύνης 250 | |
ΙΓ. 3. Πρόσφορη και απρόσφορη απόπειρα 250 | |
ΙΓ. 4. Ο λόγος τιμώρησης της απόπειρας 255 | |
ΙΓ. 4. 1. Υποκειμενική θεωρία 255 | |
ΙΓ. 4. 2. Αντικειμενικές θεωρίες 256 | |
ΙΓ. 4. 2. 1. Ουσιαστική-αντικειμενική θεωρία 257 | |
ΙΓ. 4. 2. 2. Τυπική-αντικειμενική θεωρία 257 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. Βελτιωμένες αντικειμενικές θεωρίες 258 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. α. Τύπος του Frank 259 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. β. Θεωρία της εντύπωσης 260 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. γ. Θεωρία του φυσικού εγκλήματος 261 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. δ. Η αντικειμενική αξιολόγηση του σχεδίου του δράστη 262 | |
ΙΓ. 4. 2. 3. ε. Η θεωρία του νομοτυπικού ελλείμματος 263 | |
ΙΓ. 5. Η υπαναχώρηση από την απόπειρα 266 | |
ΙΓ. 5. 1. Το στοιχείο του «εκουσίου» 269 | |
ΙΓ. 5. 2. Η αποτυχημένη υπαναχώρηση 273 | |
ΙΓ. 5. 3. Αποτυχημένο έγκλημα και αδύνατη υπαναχώρηση 273 | |
ΙΔ. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ | |
ΙΔ. 1. Η έννοια της συμμετοχής 277 | |
ΙΔ. 2. Η διάκριση αυτουργού και συμμετόχου. Τα κριτήρια 277 | |
ΙΔ. 2. 1. Οι υποκειμενικές θεωρίες 277 | |
ΙΔ. 2. 2. Οι αντικειμενικές θεωρίες 278 | |
ΙΔ. 2. 3. Η θεωρία της «κυριαρχίας επί της πράξεως» 278 | |
ΙΔ. 2. 4. Η σχετικοποιημένη τυπική-αντικειμενική θεωρία 279 | |
ΙΔ. 3. Η κύρια πράξη και η εξάρτηση της συμμετοχής από αυτή 279 | |
ΙΔ. 3. 1. Τα είδη της εξάρτησης 280 | |
ΙΔ. 3. 2. Απαιτείται δόλος στην κύρια πράξη; 281 | |
ΙΔ. 3. 3. Παρακολουθηματικότητα και εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου 284 | |
ΙΔ. 3. 4. Παρακολουθηματικότητα και αντικειμενικός καταλογισμός 284 | |
ΙΔ. 4. Οι μορφές τεχνικής συμμετοχής και η μεταξύ τους σχέση 285 | |
ΙΔ. 4. 1. Ο φυσικός αυτουργός - Άμεση και έμμεση φυσική αυτουργία 286 | |
ΙΔ. 4. 2. Οι μορφές έμμεσης αυτουργίας 288 | |
ΙΔ. 4. 2. 1. Η «εμβαλωματική» έμμεση αυτουργία 288 | |
ΙΔ. 4. 2. 2. Η πρωτογενής έμμεση αυτουργία 290 | |
ΙΔ. 4. 2. 3. Οι «οργανωμένοι μηχανισμοί εξουσίασης» 293 | |
ΙΔ. 4. 2. 4. Πρόνοιες εμμεσοαυτουργικής δομής 295 | |
ΙΔ. 4. 3. Έμμεση αυτουργία με παράλειψη – Απόπειρα έμμεσης αυτουργίας 295 | |
ΙΔ. 5. Ο λόγος τιμώρησης της συμμετοχής 297 | |
ΙΔ. 5. 1. Η αποτροπή «διαφθοράς» του φυσικού αυτουργού 297 | |
ΙΔ. 5. 2. Η προστασία της κοινωνικής ειρήνης 297 | |
ΙΔ. 5. 3. Η καθαρή θεωρία της πρόκλησης 298 | |
ΙΔ. 5. 4. Η θεωρία της εξαρτημένης πρόκλησης 298 | |
ΙΔ. 5. 5. Μικτές θεωρίες 298 | |
ΙΔ. 5. 6. Το σχετικό πλεονέκτημα της θεωρίας της εξαρτημένης πρόκλησης 299 | |
ΙΔ. 6. Απόπειρα συμμετοχής και κόλουρη συμμετοχή 300 | |
ΙΔ. 7. Αναγκαία συμμετοχή 302 | |
ΙΔ. 7. 1. Συγκλίνουσα δράση 302 | |
ΙΔ. 7. 2. Συναντώμενη δράση 303 | |
ΙΔ. 7. 3. Προστασία θυμάτων στην αναγκαία συμμετοχή 303 | |
ΙΔ. 7. 4. «Συναρτώμενες» και «αναφερόμενες» (συμ)πράξεις 304 | |
ΙΔ. 8. Οι μορφές συμμετοχής κατ’ ιδίαν 305 | |
ΙΔ. 8. 1. Συναυτουργία stricto sensu και συναφείς μορφές ευθύνης 305 | |
ΙΔ. 8. 1. 1. Συναυτουργία: Η συνεκτέλεση 305 | |
ΙΔ. 8. 1. 2. Συναυτουργία: Η συναπόφαση, το «επίκοινο» της ευθύνης και η απόπειρα συναυτουργίας 306 | |
ΙΔ. 8. 1. 3. Ηθική συναυτουργία και έμμεση συμμετοχή 310 | |
ΙΔ. 8. 1. 4. Παραυτουργία 310 | |
ΙΔ. 8. 1. 5. «Από κοινού» εγκληματικές επιχειρήσεις (‘Joint Criminal Enterpises’ και ‘Joint Ventures’) 311 | |
ΙΔ. 8. 1. 6. Η συνωμοσία 315 | |
ΙΔ. 8. 1. 6. α. Στοιχεία 316 | |
ΙΔ. 8. 1. 6. β. Είδη 319 | |
ΙΔ. 8. 1. 7. Οι εγκληματικές οργανώσεις 322 | |
ΙΔ. 8. 1. 8. Ζητήματα θετέου δικαίου 327 | |
ΙΔ. 8. 2. Ηθική αυτουργία 328 | |
ΙΔ. 8. 2. 1. Αποκλίσεις μεταξύ του περιεχομένου της ηθικής αυτουργίας και αυτού της κύριας πράξης 332 | |
ΙΔ. 8. 2. 2. Ο δόλος του ηθικού αυτουργού 334 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός και η προβληματική της παγίδευσης 335 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. α. Η παγίδευση στο χώρο του κοινοδικαίου 336 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. β. Η νομολογία του ΑΔ στην Κύπρο 339 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. γ. Παγίδευση και «δοκιμασίες αρετής» 341 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. δ. Συνέπειες της παγίδευσης και η απαίτηση «μη εξαιρετικότητάς» της 341 | |
ΙΔ. 8. 2. 3. ε. Απαγόρευση παγίδευσης και ανταπόδοση ως σκοπός της ποινής στο κοινοδίκαιο 344 | |
ΙΔ. 8. 3. Συνέργεια 345 | |
ΙΔ. 8. 3. 1. Το αιτιώδες της συνέργειας και η γνώση του φυσικού αυτουργού 347 | |
ΙΔ. 8. 3. 2. Οι μορφές της συνέργειας 349 | |
ΙΔ. 8. 3. 3. Αποθετική συνέργεια 350 | |
ΙΔ. 8. 3. 4. Χρόνος συνέργειας. Η συνέργεια μετά τη διάπραξη 352 | |
ΙΔ. 9. Οι μορφές συμμετοχής στο κοινοδίκαιο 354 | |
ΙΔ. 10. Ουδέτερες ενέργειες και συμμετοχικό άδικο 359 | |
ΙΔ. 11. Ειδικά ζητήματα συμμετοχής 361 | |
ΙΔ. 11. 1. Πλάνη του συμμετόχου 361 | |
ΙΔ. 11. 2. Συμμετοχή σε εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα 362 | |
ΙΔ. 11. 3. Προσωπικά στοιχεία συμπράξαντος 362 | |
ΙΕ. Η ΣΥΡΡΟΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ | |
ΙΕ. 1. Είδη συρροής 363 | |
ΙΕ. 2. Πλειάδα πράξεων και αποκλεισμός συρροής 365 | |
ΙΕ. 3. Κριτήρια πλειονότητας πράξεων 367 | |
ΙΕ. 4. Η λύση της φαινομένης συρροής 368 | |
ΙΕ. 4. 1. Κατ’ ιδέαν φαινομένη συρροή 368 | |
ΙΕ. 4. 2. Πραγματική φαινομένη συρροή 369 | |
ΙΕ. 4. 2. 1. Συντιμωρητή πρότερη πράξη 369 | |
ΙΕ. 4. 2. 2. Συντιμωρητή ύστερη πράξη 369 | |
ΙΕ. 4. 2. 3. Αναβίωση πρόνοιας που υποχώρησε 370 | |
ΙΕ. 5. Πολλαπλότητα κατηγοριών 371 | |
ΙΕ. 6. Συρροή ειδικών εμφανίσεων εγκλήματος και τέλεσης στο κοινοδίκαιο 375 | |
ΙΕ. 7. Ο «εκ κακουργήματος φόνος» (‘felony murder’) στο δίκαιο των ΗΠΑ 376 | |
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ | |
Διεθνής 381 | |
Ελληνόγλωσση 438 | |
Ελληνική 442 | |
ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 495 |
Σελ. 1
Α. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΗ
Α. 1. Οριοθέτηση του Ποινικού Δικαίου και διακρίσεις του
Το ποινικό δίκαιο είναι ένα δίκαιο ιδιόμορφο. Είναι εκείνο το δίκαιο με το οποίο γίνονται προνομιακά οι συνειρμοί περί δικαίου στην διαίσθηση του μη νομικού. Η «λαϊκή» περί δικαίου αντίληψη (από τις παραστάσεις του μέσου πολίτη έως την κουλτούρα του μαζικού αναγνώσματος ή θεάματος) ταυτίζει το δίκαιο με το «ποινικό» δίκαιο. Στο συλλογικό φαντασιακό οι φορείς του δικαίου είναι εκπρόσωποι του ποινικού δικαίου, είτε πρόκειται για τον αστυνομικό και τον δικαστή είτε πολύ προφανέστερα για τον δεσμοφύλακα ή τον δήμιο. Πρόκειται για ένα δίκαιο των «άκρων»: τόσο η συμπεριφορά είναι όχι απλώς «αποκλίνουσα» (‘deviant behaviour’) αλλά ιδιαζόντως σοβαρή και επιβλαβής, όσο και η κύρωσή της σκληρή και ιδιαζόντως δυσμενής. Ο μέσος εκπρόσωπος του «κοινού νου» διαισθάνεται τη διαφορά ανάμεσα στη φορολογική παράβαση ή την αστική ζημία αφ’ ενός και στη ληστεία ή τον φόνο αφ’ ετέρου. Ταυτόχρονα, ανάλογα εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ποινικό δίκαιο αφορά άμεσα την Πολιτεία που τιμωρεί, ότι δηλαδή η επιβολή ποινής δεν μπορεί να είναι ιδιωτική υπόθεση που μπορεί να επαφίεται στην ιδιωτική συμφωνία. Επίσης, ανάλογα ευχερής είναι και η διαφοροποίηση του ποινικού δικαίου από άλλους τομείς των ποινικών σπουδών που μελετούν το έγκλημα από άλλη, μη νομική σκοπιά, π.χ. από αυτήν των όρων γένεσής του, των κοινωνικών χαρακτηριστικών ή των προσωπικών ιδιοτήτων του δράστη ή των πολιτικοκοινωνικών οριζουσών εμφάνισης και ανάπτυξης της παραβατικότητας. Τέλος, είναι φανερό ότι το ποινικό δίκαιο είναι ένας πρωτίστως θεσμικός τρόπος άσκησης κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, διακριτός από την αδιαμεσολάβητη από το κράτος κοινωνική αντίδραση σε αυτό, όπως και ότι ως τέτοιο το ποινικό δίκαιο δεν εγκολπώνεται ορισμένο σύστημα φιλοσοφικής ηθικής ή διδασκαλίας, ούτε αποδέχεται πλήρως και άκριτα την κρατούσα ηθική. Το ποινικό δίκαιο είναι ένα αυτόνομο επιστημικό σύστημα νομικής γνώσης, αναλυόμενο στην νομική μεταχείριση του εγκλήματος και της ποινής εν γένει και κατ’ είδος (ουσιαστικό -γενικό και ειδικό- ποινικό δίκαιο) και στη διαδικασία διαγνώσεως της ενοχής και επιβολής της ποινής (ποινική δικονομία). Το γενικό μέρος του ουσιαστικού ποινικού δικαίου κατευθύνει το καθόλου σύστημα ποινικού δικαίου, ενώ το ειδικό μέρος εξειδικεύει τους γενικούς κανόνες ποινικού δικαίου και αναφέρεται πρώτιστα στον εφαρμοστή, δηλαδή το δικαστή.
Οριοθετώντας το ποινικό δίκαιο με βάση τα ανωτέρω μπορούμε συνεπώς να το αντιληφθούμε ως σύστημα γνώσης αυτόνομο από την ηθική, να το θεωρήσουμε ως τμήμα του θεσμικού κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, να το εντάξουμε στις νομικές ποινικές σπουδές (σε διάκριση από τις μη νομικές, όπως η εγκληματολογία, η φυσιογνωμική, η δικαστική ψυχολογία ή η κοινωνιολογία του εγκλήματος) και ειδικότερα στο δημόσιο δίκαιο, να το κατανοούμε δε ως ουσιαστικό δίκαιο (σε αντιδιαστολή προς το δικονομικό). Εντός του κυρωτικού δημοσίου δικαίου το ποινικό δίκαιο αφορά πάντοτε ό,τι μπορεί να θεωρείται με κριτήρια ουσιαστικής απαξίας και σοβαρότητας γνήσιο ποινικό άδικο, ώστε, ακόμη και όπου αυτό εντάσσεται σε σύστημα διοικητικών κυρώσεων, να πρέπει να εφαρ-
Σελ. 2
μόζονται οι βασικές αρχές του ποινικού δικαίου, χωρίς αυτό να αναιρεί πάντως και την πρόσθετη ανάγκη για διεύρυνση του μη κρατικού ποινικού ελέγχου του εγκλήματος, ούτε την αναγκαία μεταξύ τους συναρμογή της διοικητικής και της ποινικής όψης του κυρωτικού δικαίου για την προστασία μείζονος σπουδαιότητας αγαθών, όπως το περιβάλλον.
Η ακριβής οριοθέτηση του γνήσιου ποινικού αδίκου είναι θεμελιώδες και σε μεγάλο βαθμό στασιαζόμενο θέμα. Συμφωνία υπάρχει μόνο ως προς το ότι το γνήσιο άδικο είναι προϊόν διαλεκτικών συνθέσεων ανάμεσα στην αποκλίνουσα συμπεριφορά και πολιτικών-πολιτειακών αξιωμάτων, της έκτασης της φιλελεύθερης ουδετερότητας προς εναλλακτικές συμπεριφορές, της έκτασης της αρχής της αυτοδιάθεσης, κατά τη γενικότερη αρχή του δικαίου ‘volenti non fit injuria’ (περί της οποίας βλ. κατωτέρω υπό Θ.10) κλπ. Αυτό που ιδιαιτέρως συνεπάγεται, ας σημειωθεί, ο δημόσιος χαρακτήρας του ποινικού δικαίου, είναι η άμεση γειτνίαση του δικαιικού αυτού κλάδου με ζητήματα συνταγματικής αλλά και ευθέως πολιτικής νομιμοποίησης, στο πλαίσιο αναζήτησης της οποίας η πιο γνωστή θεωρητική αντιπαράθεση στην αγγλοσαξωνική παράδοση, είναι αυτή μεταξύ αφ’ ενός φιλελευθερισμού ή/και συμβολαιοκρατίας και αφ’ ετέρου είτε κοινοτισμού (σε επίπεδο περισσότερο κοινωνικής και φιλοσοφικής θεώρησης) είτε ρεπουμπλικανισμού (σε επίπεδο καθαρά πολιτικής θεωρίας).
Σελ. 3
Α. 2. Πραγματικό και νομικό έγκλημα
Ως τέτοιο που το περιγράψαμε, ασχολείται το ποινικό δίκαιο με το αντικείμενό του, το έγκλημα, υπό την έποψη της νομικής συλλήψεως της εννοίας του τελευταίου. Διότι απαντά και η λεγόμενη πραγματική έννοια του εγκλήματος, βάσει της οποίας εργάζονται για τη μελέτη του οι διάφορες εγκληματολογικές ή κοινωνιολογικές προσεγγίσεις.
Α. 2. 1. Θεωρήσεις της πραγματικής έννοιας του εγκλήματος
Όσον αφορά την τελευταία, διακρίνει π.χ. κανείς:
(α). Το φυσικό έγκλημα ως ανθρωπολογική σταθερά κατά το πνεύμα της Ιταλικής Σχολής του ύστερου 19ου αιώνα. Εδώ προεξάρχουν στοιχεία όπως η βιολογία, η κληρονομικότητα και η ανθρωπομετρία ως μέθοδος διακρίβωσης του εγκληματία που θεωρείται ότι παλινδρομεί προς πλέον πρωτόγονα στάδια φυλογενετικής ανάπτυξης ή εκφυλίζεται, σχηματίζοντας αυτό που επεκράτησε να ονομάζεται «εκ γενετής εγκληματίας», χωρίς να εκφεύγουν της ερευνητικής προσοχής και άλλοι «περιφερειακοί» εγκληματικοί τύποι, όπως οι εγκληματίες εκ περιστάσεως, εκ παραφροσύνης, επιληψίας, πάθους, κατά συνήθεια ή και κατ’ όνομα ή λανθανόντως εγκληματίες, όπως π.χ. οι αμελείς ή οι πολιτικοί (C. Lombroso). Σύμφωνα με άλλη σκοπιά στην ίδια Σχολή το ερευνητικό βλέμμα στρέφεται στις θεμελιώδεις ηθικοκοινωνικές «σταθερές» που θεωρείται ότι το έγκλημα προσβάλλει και δια της προσβολής τους αποκαλύπτει την «φυσική» ταυτότητά του. Πρόκειται εδώ για την προσβολή των κοινωνικών αισθημάτων στοιχειώδους φιλαλληλίας, όπως ο οίκτος ή ο σεβασμός προς τον άλλον (η ‘pietà’ και η ‘probità’: R. Garofalo). Τέλος, σύμφωνα με μια πιο συστηματική ματιά ταξινομούνται οι εγκληματίες σε παράφρονες, εκ γενετής, εκ πάθους, περιστασιακούς και κατά συνήθεια (E. Ferri). Κοινή πεποίθηση των Ιταλών θετικών εγκληματολόγων αποτελούσε η ανάγκη υποκατάστασης του κλασικού ποινικού δικαίου με μια διαφορική μεταχείριση του δράστη στηριγμένη στην επιστημονική του κατάταξη σε ανάλογη κατηγορία και αντικατοπτριζόμενη σε διαφοροποιημένες κατά περίπτωση κυρώσεις, π.χ. αυστηρότερες στους εκ γενετής ή καθ’ έξη, ηπιότερες στους περιστασιακούς δράστες. Μια σύγχρονη εκδοχή της αιτιοκρατικής αυτής προσέγγισης στο έγκλημα αποτελούν οι συμπεριφορικές μελέτες (‘behavioral studies’), που ερευνούν τις νευρο-γενετικές αλλά και περιβαλλοντικές επιδράσεις στην αποκλίνουσα συμπεριφορά. Στο πλαίσιό τους οι ανάλογοι παράγοντες εκτιμώνται αρκετά διαφορετικά, ενώ αναγνωρίζεται ότι η σύναψη των
Σελ. 4
επιστημών αυτών και των ποινικών σπουδών γίνεται όλο και στενή. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η σημασία των επιστημονικών συμπερασμάτων για την δικονομική αξιολόγηση συμπεριφορών πριν από τη δίωξη αλλά και για το μετριασμό της ποινής στην επιμέτρηση. Από την άλλη βέβαια πλευρά δεν πρέπει να παρασιωπάται και ορισμένος σκεπτικισμός ειδικά ως προς την αξία των σχετικών επιστημονικών πορισμάτων για τη νομική διάγνωση κανονιστικά διηθημένων εννοιών όπως η ευθύνη ή η υπαιτιότητα, ενώ επίσης αμφισβητείται η ταύτιση της εθιστικής συμπεριφοράς με την «αρρώστεια». Ορθά, τέλος, αποκρούεται επίσης η δυνατότητα μιας επιστημονικά επαρκούς αλλά κυρίως βιοηθικά υποφερτής συναγωγής κάποιου «γονιδίου του εγκλήματος» μέσω της (κατ’ αρχήν ίσως χρήσιμης) ανάλυσης αποθηκευμένων δειγμάτων γενετικού υλικού (DNA).
(β). Το έγκλημα ως προϊόν κοινωνικών νομοτελειών ή διεργασιών, που το αναδεικνύουν ως διάφορο της ατομικής ιδιοσυστασίας αυτοτελές κοινωνικό φαινόμενο. Έτσι π.χ. ο Edwin Sutherland μας εξηγεί πώς εγκληματούν «ουσιαστικά» οι υπερ-ατομικές οντότητες, όπως οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν εμπίπτουν στην λαβίδα του θετικού ποινικού νόμου (: «εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου», ‘white collar crimes’). Από τον Robert Merton μαθαίνουμε για τις δομικές διαστάσεις της ανομικής συμπεριφοράς, ειδικά δε ότι η παραβατικότητα είναι ένας παρεκκλίνων τρόπος επίτευξης αποδεκτών από το κοινωνικό σύστημα σκοπών και αγαθών, ενώ οι «τεχνικές ουδετεροποίησης» (‘neutralization techniques’) των Matza/Sykes εμφανίζουν την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ως στρατηγική «παρανάγνωσης» του πορώδους ηθικο-νομικού κώδικα της κοινωνίας. Μάλιστα, ορθά υποστηρίζεται ότι με τις τεχνικές αυτές επιχειρείται η δικαιολόγηση και συλλογικών ή κρατικών εγκλημάτων, ώστε η τελετουργική υπογράμμιση ιστορικών αληθειών ή εγκλημάτων (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) να παρίσταται ως αναγκαία ενδυνάμωση της ηθικής γνώσης. Οι σκοπιές αυτές διανοίγουν το
Σελ. 5
κριτικό βλέμμα προς συλλήψεις του πραγματικού εγκλήματος που παύουν πλέον να εστιάζουν επιστημολογικά στην οντολογική πρωταρχία μιας εξατομικευμένης διαπροσωπικής σχέσης δράστη και θύματος και αξιοθεωρητικά στην πρωταρχία της κατεστημένης κοινωνικής ηθικής και των αξιολογήσεών της. Μια πολύ κατατοπιστική εκδοχή αναστοχασμένου κοινωνιοκεντρισμού ως προς την παραβατικότητα συνιστά η εγκληματολογική προσέγγιση για τον «φορέα κοινωνικής δράσης» (‘acteur social’), που εμπλουτίζεται και από γνωστικά πεδία όπως η θεωρία των κοινωνικών διαντιδράσεων, η ψυχανάλυση, η μέθοδος της αποδόμησης κλπ.
Μόνο στο πλαίσιο αυτών των ορίων που χαράσσουν οι παραδοχές περί ατομικώς δρώντος και πρωτοκαθεδρίας της τρέχουσας επίσημης κοινωνικής ηθικής μπορούσε και εξακολουθεί να μπορεί η παραδοσιακή εγκληματολογική προσέγγιση του πραγματικού εγκλήματος να ανάγεται σε αυτό ως «επικίνδυνα αντικοινωνική δράση». Η επικινδυνότητα όμως είναι μια έννοια αμφίβολης αναλυτικής αξίας, δυσχερώς προγνώσιμη ακόμη και ατομικά-κλινικά (ουσιαστικά δε ανεπίδεκτη πρόγνωσης σε αφηρημένο-λογιστικό πλαίσιο) και δυνάμει αντικείμενη στο Σύνταγμα αλλά και στο ίδιο το δικαιοκρατικό και φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, νοούμενο ως δίκαιο πρώτιστα της πράξης και όχι του δράστη. Ως γενικευμένος στόχος της αντεγκληματικής πολιτικής προωθεί την ιδέα της ανάγκης προληπτικής ποινικοποίησης αντικοινωνικοτήτων και αταξιών (‘incivilities’), κάτι που μπορεί να ευνοεί ένα κατασταλτικό αυταρχισμό, στο πλαίσιο του οποίου το ποινικό σύστημα θα χρησιμεύει ως μοχλός άσκησης πολιτικής εν μέσω κενών πολιτικής νομιμοποίησης και έντονων κοινωνικών ανισοτήτων. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας εκτροπής της κοινωνιοκεντρικής θεώρησης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς αποτελεί η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας
Σελ. 6
των πολιτικών, η οποία συχνά αντί να αντιμετωπίζεται στις διαστάσεις της, προσφέρεται ως όχημα ενίσχυσης ενός επικίνδυνου «ποινικού λαϊκισμού». Από την άλλη πάλι πλευρά, η κοινωνική εστίαση στον περί πραγματικού εγκλήματος λόγο μπορεί να προσφέρει το έναυσμα για μια κοινωνιοκεντρική θεώρηση της ίδιας της θεσμικής αντίδρασης στο (νομικό) έγκλημα, επιτρέποντας έτσι κάποια αξιοποίηση του «δημοσίου αισθήματος» όπου αυτό θα ήταν χρήσιμο, όπως στην επιμέτρηση.
Στην κοινωνική μηχανική και τους κανόνες της στηρίζεται και το εξηγητικό μοντέλο του Charles Tittle περί «ισομέρειας ελέγχου» (‘Control Balance’). Κατ’ αυτό η απόκλιση είναι προϊόν διαταραχής αυτής της ισορροπίας ασκούμενου και υφιστάμενου ελέγχου, ώστε εντεύθεν κακείθεν ενός νοητού συνεχούς η αποκλίνουσα συμπεριφορά σηματοδοτείται ως προς τον δρώντα είτε ως καταπίεση συνεπεία ελλείμματος ελέγχου είτε ως αυτονομία συνεπεία πλεονάσματός του.
(γ). Το έγκλημα ως κοινωνική βλάβη (‘social harm’). Πρόκειται για μια κοινωνιολογική, πολιτικά ευαισθητοποιημένη προσέγγιση που, αξιοποιώντας τα πορίσματα της κριτικής εγκληματολογίας, αμφισβητεί τις κλασικές έννοιες περί εγκλήματος ως οντολογικού μεγέθους, την παραδοσιακή εγκληματολογία και την εστιάζουσα στο άτομο θεώρηση της παραβατικότητας. Χωρίς ούτε κατ’ ελάχιστον να μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει ήδη ένα ικανοποιητικά οριοθετημένο εννοιολογικό περίγραμμα του όρου, οι θεωρίες της «κοινωνικής βλάβης» επιχειρούν πάντως να αναδείξουν το κοινωνικό νόημα, την ένταση και την έκταση σωματικών, ψυχικών και πολιτισμικών προσβολών. Διευρύνοντας την έννοια της προσβολής αγαθών πέραν του νομικού εγκλήματος και της διαχείρισής του, επιχειρούν την υπέρβαση του λόγου του ποινικού δικαίου υιοθετώντας μια «ζημιολογική» (‘zemiology’) σκοπιά. Το κριτικό τους πνεύμα τις φέρνει κοντά στον καταργητισμό.
(δ). Το έγκλημα ως κοινωνικό και πάλι φαινόμενο, αλλά τώρα ειδικότερα ως προϊόν συμβολικών διαντιδράσεων (‘symbolic interactionism’). Αυτές παράγουν ένα κυρίαρχο νόημα περί του τι οφείλουμε να κατανοούμε ως έγκλημα. Σύμφωνα με ορισμένη «νομιναλιστική»
Σελ. 7
σκοπιά στο πλαίσιο αυτής της θεωρήσεως του πράγματος, δεν «υπάρχει» το έγκλημα ως οντολογικό δεδομένο που υποτίθεται ότι εκ των υστέρων γνωρίζει και αναλύει ο επιστήμονας, αλλά «κατασκευάζεται» κοινωνικά με την πρόσδοση σε κοινωνικά μη αποδεκτά φαινόμενα, της «ετικέτας» του εγκλήματος (‘labeling approach’). Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο κινούνται και στάσεις που αποσκοπώντας στην αυθεντικότερη αντίληψη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς προβαίνουν σε φαινομενολογικής έμπνευσης αναστοχασικές θεωρήσεις της καθημερινότητας («εθνομεθοδολογία»). Γενικότερα μπορεί να ισχυριστεί πλέον κανείς, ότι η επιστημολογική πίστη της εγκληματολογίας σε διαπιστώσεις γεγονότων που μπορούν να ελέγχονται εμπειρικά έχει κλονιστεί και αντικατασταθεί από «λόγους» (‘discourses’) που διαπλάθουν εναλλακτικές μεταξύ τους αλήθειες. Από αυτό δεν συνάγεται πάντως ότι το έγκλημα δεν είναι υπαρκτό. Μια φαινομενολογική ανάλυση των διαδράσεων μεταξύ θανατοποινιτών και κοινού, που οι πρώτοι επιχειρούν για να ευαισθητοποιήσουν το δεύτερο, αποκαλύπτει μια αμφίσημη κατάσταση, όπου το ευάλωτο της θέσης τους συμπλέκεται με ορισμένη εκ μέρους τους μονομερή υποβάθμιση της οδύνης των θυμάτων τους.
(ε). Το έγκλημα ως αντικείμενο πολιτισμικών σπουδών. Σύμφωνα με τις ποικίλες θεωρίες του εν λόγω ερευνητικού πεδίου, το έγκλημα συλλαμβάνεται π.χ. είτε σε συνάρτηση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και δη κατά περίπτωση ως προσβολή τους ή από αυτό ή, αντίστροφα, από τις ευρείες ή κοινωνικά-ιστορικά αναντίστοιχες πλέον ποινικοποιήσεις συμπεριφορών (‘human rights violation’), είτε ως σύμπτωμα πολιτισμικής ποικιλομορφίας (‘diversity’). Παράδειγμα της τελευταίας θεώρησης αποτελεί η σύλληψη του εγκλήματος ως συμπτώματος της «βουλιμίας» (‘bulimia’) του σύγχρονου κοινωνικού συστήματος που προκαλείται από τον αποκλεισμό μέρους της κοινωνίας την οποία υποτίθεται ότι επιδιώκει να συμπεριλάβει χωρίς διακρίσεις στους κόλπους του. Το έγκλημα γίνεται έτσι λιγότερο εργαλειακό και περισσότερο «εκφραστικό» (‘expressivity thesis’), λιγότερο αποτέλεσμα δομικών αιτίων και περισσότερο τρόπος παραβίασης των ορίων (‘transgression’). Στο πνεύμα της πολιτισμικής σκοπιάς, ακόμη και η ίδια η εγκληματολογία καλείται να αναδείξει το έγκλημα και τον κοινωνικό έλεγχο ως «αισθητικά» ζητήματα, όπως και να διαπλάσει η ίδια
Σελ. 8
μια νέα αισθητική ως προς αυτά σε αντίθεση με αυτήν της παραδοσιακής εγκληματολογίας. Με τη μόσχευση και της ηθικοφιλοσοφικής διερώτησης εντός της εν λόγω προβληματικής, το έγκλημα μπορεί επίσης να νοείται ως «ηθική στάση» sui generis, όπου η προσβολή των κανονιστικών επιταγών βιώνεται από το δράστη ως άσκηση ελευθερίας, ή, έτι περαιτέρω, ως οριακός τρόπος υπαρκτικής κατάφασης της ζωής στο πνεύμα μιας π.χ. εμπνευσμένης από τον Deleuze θεώρησης των πραγμάτων.
Συμπληρωματικά, εδώ θα ενέτασσε κανείς επίσης ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, που αναδεικνύουν το έγκλημα ως εκδήλωση μιας κοινωνικής πολυμορφίας αναγόμενης στα βάθη ενός πλέγματος από κοινωνικά, κοινοτιστικά και φυλετικά στοιχεία (τα τελευταία νοούμενα υπό την έννοια της «πατριάς» [‘tribal’]). Συναφής είναι και η μελέτη της συνάρτησης του ποινικού συστήματος προς τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε «εθνικής ψυχολογίας» («εθνοψυχολογία»). Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται και η έννοια των λεγόμενων «πολιτισμικών εγκλημάτων» (‘cultural offences’), που ανθούν υπό τις συνθήκες του «πολυθεϊσμού των αξιών» της σύγχρονης «πολυ-πολιτισμικότητας». Πρόκειται περί πράξεων δηλαδή που από τη σκοπιά μιας μειονοτικής κουλτούρας θεωρούνται σύννομες ή ανεκτές συμπεριφορές, υπό αυτό όμως της δεσπόζουσας κουλτούρας θεωρούνται παραβατικές πράξεις, ώστε σε περιπτώσεις σύγκρουσης καθηκόντων λόγω υποκείμενης έντονης για το δράστη σύγκρουσης αντίθετων πολιτισμικών αξιών, να υποστηρίζεται και η εισαγωγή και αποδοχή αντίστοιχων υπερασπιστικών ισχυρισμών (‘cultural defences’). Η πολιτισμική-ανθρωπολογική προσέγγιση και αυτή μιας ηθικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχηματίζουν ένα δίπολο, όπου η εμπειρική ή φαινομενολογική κοινωνιολογική στάση που σχετικοποιεί τον κυρωτικό λόγο του δικαίου αντιδιαστέλλεται προς μια εστίαση στην (δυνάμει μεταφυσική) ηθική φιλοσοφία που χρωματίζει έντονα δεοντοκρατικά τον λόγο αυτόν. Από αυτή την σύγκρουση προκύπτουν ποινικές πρόνοιες ανάσχεσης αυτής της ανεξέλεγκτης σχετικοποίησης. Εδώ εντάσσεται π.χ. η θέσπιση ποινικής ευθύνης για «πολιτισμικά» υπαγορευόμενες απεχθείς πράξεις, όπως η κλειτοριδεκτομή, που τιμωρείται πλέον ρητά από το 2003 (άρθρο 233Α ΠΚ), όπως και η κατ’ άρθρο 19 (β) Ν 60(Ι)/2014 μη αναγνώριση υπερασπιστικού ισχυρισμού του κατηγορούμενου για εμπορία ανθρώπων, ότι το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται δεν τιμωρείται στο κράτος που τελέστηκε. Αντίθετης φοράς από τη θεώρηση των δικαιωμάτων ως αντικειμένων προσβολής από το έγκλημα είναι οι προσεγγίσεις των
Σελ. 9
ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την ποινική καταστολή που μεριμνούν για τα δικαιώματα του δράστη. Η ηθική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαδραματίζει εδώ ένα ευαίσθητο στις καταχρήσεις της εξουσίας κριτικό-αρνητικό ρόλο και πριμοδοτεί ένα «ελάχιστο ποινικό δίκαιο» στο όνομα της προστασίας του υπαγόμενου στην ποινική καταστολή προσώπου («εγγυητισμός»).
(στ). Το έγκλημα ως σύμπτωμα κοινωνικών παθολογιών ή υπορρήτων συγκρούσεων που η νομική «ιδεολογία» αποκρύπτει ή συσκοτίζει. Έτσι, το έγκλημα και η νομική αντίδραση σε αυτό γίνονται αντικείμενο κριτικού αναστοχασμού του ποινικού λόγου. Μιλούμε εδώ για ένα ευρύ φάσμα κριτικών απόψεων από την μαρξιστική παράδοση έως τις νεότερες κριτικές νομικές σπουδές (‘critical legal studies’). Σημαντικό ρεύμα σκέψης εν προκειμένω συνιστά το σύνολο των μεταδομιστικών και αποδομιστικών αναγνώσεων του κοινωνικού φαινομένου, στο πλαίσιο των οποίων το έγκλημα και η κατασκευή του ανανοηματοδοτούνται συνεχώς. Έτσι π.χ. το έγκλημα συλλαμβάνεται ως σύμπτωμα μιας υπερπραγματικότητας (‘hyper-reality’), κατά βάση εικονικής και «σημειωτικής», όπου τα μέσα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο. Στο ίδιο πλαίσιο, η κλασική (ποινική) δικαιοσύνη θεωρείται ότι πρέπει να ξεπεραστεί χάριν αιτημάτων δικαιοσύνης πέραν των καθιερωμένων ορίων, «υποδοχής της ετερότητας» και αποχαιρετισμού της επιταγής «καθαρών» αποφάσεων μακρυά από τις ενδεχομενικότητες του πραγματικού. Τον πολιτικό χαρακτήρα των εγκληματοποιήσεων και την ουσία του εγκλήματος ως προϊόντος κοινωνικών συγκρούσεων, υπογραμμίζουν ιδιαίτερα οι θεωρίες του «συγκρουσιακού ρεύματος» (‘conflict criminology’) στην κριτική εγκληματολογία. Εδώ πρέπει να εντάξουμε ακόμη την θεώρηση της εγκληματοποίησης ως μηχανισμού παραγωγής του αποκλεισμού της κοινωνικής, φυλετικής, εθνοτικής ή ταξικής διαφορετικότητας.
Σελ. 10
(ζ). Ιδιαίτερης υπόμνησης χρήζει εν προκειμένω το σύνολο των φεμινιστικών θεωριών περί δικαίου. Οι θεωρίες αυτές συχνότατα προσφέρουν εξαιρετικές διοράσεις για την «κρυφή» φύση ορισμένων εγκλημάτων και τους λόγους επιλεκτικής αντιμετώπισης δραστών και θυμάτων από τους θεσμούς εφαρμογής του νόμου. Οι θεωρίες δείχνουν αρκετά πειστικά ότι η διαφορική μεταχείριση πράξεων και εμπλεκομένων προσώπων (δραστών ή θυμάτων) είναι ανάλογη προς την έμφυλη θέση των συμμετεχόντων στη λειτουργία του δικαιικού συστήματος. Δείχνουν επίσης την κρυφή ανοχή ή και επικρότηση της έμφυλης βίας από την εμποτισμένη με ιδεώδη «αρρενωπότητας» και ομοφοβίας «κανονική» κοινωνία, όπως αποκαλύπτουν μεταξύ άλλων φαινόμενα όπως η παρενόχληση, η βία στην οικογένεια ή στο σχολείο κλπ. Τέλος, δείχνουν την ανδροκρατική προαντίληψη στην κατασκευή μορφών άρσης ή μείωσης της ποινικής ευθύνης, όπως η άμυνα, η κατάσταση ανάγκης ή ο βρασμός ψυχικής ορμής (βλ. αναλυτικότερα επ’ αυτών κατωτέρω υπό Θ. 6. 2. γ και Θ. 7. 1. ε). Η καθαρότητα της φεμινιστικής ματιάς έχει πάντως εν πολλοίς πλέον «θολώσει», καθώς από ελευθεριακές και μετανεωτερικές, ελλειμματικής ωστόσο επιχειρηματολογικής συνοχής, θέσεις, ασκείται μια επιθετική κριτική στον κλασικό ηθικο-πολιτικά στρατευμένο φεμινισμό, που καταλήγει π.χ. στην απενοχοποίηση φαινομένων όπως η πορνογραφία.
Προς την έννοια του πραγματικού εγκλήματος στοιχούνται οι εγκληματολογικές έννοιες της εγκληματικότητας, δηλαδή της εμπειρικά διαπιστώσιμης έκτασης των εγκλημάτων κατά τόπο, χρόνο και κοινωνικό πεδίο εκδήλωσης, αλλά και της διάκρισής της σε εμφανή, περιελθούσα στην επίσημη γνώση των αρχών από την εμπλοκή της με τους ποινικούς θεσμούς (και περαιτέρω υποδιαιρούμενη για τη στατιστική της μέτρηση σε διαπιστούμενη από τα δικαστικά αρχεία και σε δήλη, εξαγόμενη από τα αστυνομικά αρχεία) και σε αφανή εγκληματικότητα, μη εμφανιζόμενη σε επίσημα αρχεία λόγω μη αποκάλυψής της ή μη καταγγελίας της. Στόχος αυτών των εννοιών είναι η μέτρηση της εγκληματικότητας βάσει των αντίστροφα ανάλογων δεικτών της έκτασής της και του βαθμού της δημόσιας ασφάλειας από το έγκλημα, η αποτύπωση της οικονομικής βλαπτικότητας της εγκληματικότητας και η παροχή δυνατοτήτων επιστημονικής πιθανολόγησης της μελλοντικής εξέλιξής της.
Σελ. 11
Α. 2. 2. Η νομική έννοια του εγκλήματος και η δικαιοϊστορική της εξέλιξη
Ας εισέλθουμε τώρα στην νομική έννοια εγκλήματος. Πρόκειται εδώ για τη σύλληψη του νομοθέτη, δηλαδή για μια απολύτως τυπική και συμβατική σύλληψη. Ως στοιχεία της διακρίνουμε: 1) Την πλήρωση των όρων της εκάστοτε ειδικής υπόστασης του εγκλήματος, δηλαδή της εκάστοτε επί μέρους νομοτυπικής αποτύπωσής του σε πρόνοιες του Ειδικού Μέρους του ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων. Σχετικές είναι εδώ εν πολλοίς οι πρόνοιες του άρθρου 2(α), (β) και (στ) ΠΚ. Πρόκειται εδώ για την τυπική προσβολή της επιταγής της έννομης τάξης που συνιστά ό,τι ονομάζουμε αρχικό άδικο. 2) Την μη συνδρομή λόγων άρσης αδίκου, με την οποία προβαίνουμε στην ουσιαστική απαξιολόγηση της πράξης, με την οποία εγγίζουμε ό,τι αποκαλείται τελικό άδικο αυτής. 3) Τον καταλογισμό της πράξης σε ενοχή του δράστη, με την οποία εκφράζεται η προσωπική αποδοκιμασία του δράστη από την έννομη τάξη.
Δικαιοϊστορικά οι επί μέρους βαθμίδες της δομής της εννοίας του νομικού εγκλήματος αντιστοιχούν προς τις εξής εξελικτικές φάσεις:
1) Κλασική θεωρία: Εδώ διαχωρίζονται αυστηρά τα θεωρούμενα ως αντικειμενικά στοιχεία (ειδική υπόσταση, άδικο) από τα θεωρούμενα ως υποκειμενικά (συνείδηση του αδίκου, υπαιτιότητα). Προϊόν του Διαφωτισμού ως πνευματικού κινήματος στην Ευρώπη και στηριγμένος στο έργο μεγάλων θεωρητικών όπως ο Montesquieu, ο Beccaria, ο Bentham κ. ά., ο ποινικός κλασικισμός πρέσβευε την τυποκρατική θεώρηση του εγκλήματος για λόγους εγγυητικούς στοιχειωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στο πλαίσιο της θεώρησης αυτής βρήκε κυρίως έρεισμα η αρχή της νομιμότητας (‘nullum crimen sine lege’). Πρέσβευε επίσης την αρχή της ενοχής, σε αντίθεση με κάθε έννοια «αντικειμενικής», μη προσωπικής δηλαδή ποινικής ευθύνης, τέλος δε, προώθησε την αρχή της πρόληψης του εγκλήματος, θεωρώντας ότι ενδιέφερε περισσότερο η μελλοντική βελτίωση των πραγμάτων (‘quia ne peccetur’) παρά η εκ των υστέρων αντίδραση σε ό,τι έγινε πια (‘quia peccatum est’). Αυτό εναρμονιζόταν έξοχα με την στάση του διαφωτιστικού κινήματος υπέρ του ωφελιμισμού και του ορθολογισμού. Το πνεύμα της κλασικής Σχολής διατηρήθηκε εν μέρει και μετά την εμφάνιση του θετικισμού κατά το β’ ήμισυ του 19ου αιώνα, στο έργο του Franz von Liszt, ο οποίος επιχειρώντας να μετριάζει τις ακρότητες των Ιταλών
Σελ. 12
θετικιστών, αναζήτησε με το περιώνυμο «Μαρβούργειο Πρόγραμμά» του, μια μέση λύση: μεταξύ των προτάσεών τους για πλήρη υποκατάσταση των κλασικών ποινών με πιο «επιστημονικές» και λειτουργικές κυρώσεις (τα «μέτρα ασφαλείας») αφ’ ενός και της εμμονής στις κλασικές ποινές αφ’ ετέρου, πρότεινε ένα διπλό σύστημα κυρώσεων αποτελούμενο και από τις δύο αυτές συνιστώσες («διπολικό κυρωτικό σύστημα», ‘bifurcation’, ‘two-track system of punishments and measures’).
2) Νεοκλασική θεωρία: Εδώ αναδεικνύονται εντονότερα τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου (με αφορμή την απόπειρα, τα εγκλήματα σκοπού ή τα εγκλήματα υποκειμενικής τάσης, περί των οποίων βλ. κατωτέρω υπό ΣΤ. 4. [3]). Ήδη με τον von Liszt ο θετικισμός και η τυποκρατία του έπνεαν τα λοίσθια. Ως υπερβολικά στενή και άκαμπτη γινόταν πλέον αισθητή η στήριξη της περί αδίκου κρίσεως στο «παράνομο» της πράξης, το οποίο γινόταν αντιληπτό ως απλώς μη νομότυπο (δηλαδή αντίθετο στα στοιχεία της ειδικής υπόστασης), χωρίς προσφυγή σε οιαδήποτε ουσιαστικά αξιολογική θεώρηση. Αντ’ αυτής κυριαρχούσε ένα πνεύμα φυσιοκρατίας και μηχανικής αιτιότητας που καθιστούσε την όποια αξιολόγηση απόλυτα και ανελαστικά αντικειμενική. Η νεοκλασική λοιπόν αντίληψη αντιπρότεινε μια τελεολογική σκοπιά («τι επιδιώκει να προστατεύσει ο νόμος;»), ανέδειξε το δεοντολογικό στοιχείο του ποινικού κανόνα δικαίου και διαπότισε το ξηρό και στείρο νομότυπο του κλασικισμού με στοιχεία ουσιαστικού, μη τυπικού δηλαδή, αδίκου της πράξης. Μέτρο αξιολόγησης αποτελούσε κυρίως βέβαια το μέγεθος βλάβης του εννόμου αγαθού που η εκάστοτε πράξη προσέβαλλε. Κατά γενική ομολογία πάντως η στροφή προς το ουσιαστικό άδικο δεν ήταν ολοκληρωμένη. Η νεοκλασική Σχολή παρέμεινε δέσμια του φιλοσοφικού ρεύματος του νεοκαντιανισμού, ο οποίος μέσα από την σαφή διάκριση Όντος και Δέοντος, που στον Kant συνοδευόταν από την πρωταρχία του δεύτερου, ουσιαστικά αναπαρήγαγε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου το ερμηνευτικό μοντέλο του θετικισμού.
3) Θεωρία της πράξης ως σκόπιμης δράσης («φιναλισμός’): Με τη θεωρία του Γερμανού νομομαθούς και φιλοσόφου Hans Welzel (1904-1977) κορυφώνεται η εξέλιξη της επαναπροσέγγισης αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων στην έννοια του νομικού εγκλήματος. Τώρα πλέον, η πράξη δεν νοείται ως αιτιώδης όρος του αποτελέσματος τόσον, όσον ως «σκοποθετική» συμπεριφορά, με άλλα λόγια, ο δράστης του εγκλήματος κατανοείται ως πρωτίστως ενεργών προκαταλαμβάνοντας νοερά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του, ώστε με αυτό ως σκοπό να ενεργεί. Η θεωρία αυτή, βασισμένη στην έκρηξη της φιλοσοφικής
Σελ. 13
φαινομενολογίας της εποχής, που υπογράμμιζε την «προθετικότητα» και τον «προ-ληπτικό» χαρακτήρα της ανθρώπινης συνείδησης (‘intentionality’), συνεπαγόταν για τη θεωρία του ποινικού δικαίου τον επανακαθορισμό του παρανόμου από τη βούληση και της αντικειμενικής υπόστασης από τον ίδιο τον δόλο. Τα «υποκειμενικά» στοιχεία αντανακλώνται πλέον και στο αντικειμενικό επίπεδο της έννοιας του νομικού εγκλήματος, αποκτώντας έτσι διπλή, ας το πούμε, έδρα, καθώς νοούνται ως μετέχοντα τόσο της βαθμίδας του αδίκου, όσο και αυτής του καταλογισμού. Έτσι, ο δόλος νοείται και ως αντικειμενικό απαξιολογικό στίγμα της συμπεριφοράς και ως μορφή υπαιτιότητας, η αμέλεια τόσο ως «εξωτερική», όσο και ως «εσωτερική» τοιαύτη (περί των οποίων βλ. πιο κάτω υπό Ζ). Αυτή η υπερβολή αξιολογίας και υποκειμενισμού προκάλεσε ωστόσο, ακριβώς για την τιθάσευσή της, νέα προσφυγή στο νομικό θετικισμό.
Μπορούμε συνεπώς να αποστάξουμε από αυτή την δικαιοϊστορική περιδιάβαση, ότι, σχηματικά μιλώντας, ο κλασικισμός ταύτισε το νομικό έγκλημα με την προσβολή του νομοτύπου, η νεοκλασική Σχολή ουσιαστικοποίησε το ποινικά αξιόλογο άδικο, ενώ ο φιναλισμός συνέδεσε το άδικο με την ενοχή, καθιστώντας το καίρια προσωπικό. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνεται λόγος για την ουσιαστική απαξία του εγκλήματος, που πέρα από την τυποποίησή του στο νόμο, είναι η ορθή βάση για την αποδοκιμασία του ως έδρας και του νομικού εγκλήματος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αναβίωση της διάκρισης αντικειμενικών-υποκειμενικών στοιχείων μέσω της υποτιθέμενης διάκρισης των ποινικών κανόνων σε αυτούς που αφορούν το άδικο και απευθύνονται στον μέσο πολίτη (‘rules for the citizens’) και σε αυτούς που αφορούν την κατάγνωση της πράξης σε ενοχή του δράστη και αφορούν το δικαστή (‘rules for courts’), υποτιμά την πολυσύνθετη πλοκή των κανόνων αυτών.
Α. 3. Έννομο Αγαθό/Συμφέρον
Βασική παράμετρο της προστασίας που παρέχει το ποινικό δίκαιο αποτελεί η έννοια του εννόμου αγαθού. Ως τέτοιο θα ορίζουμε την κοινωνικοηθική αξία που ο ποινικός νομοθέτης επιλέγει εκάστοτε να διαπλάσει ως προστατευτέα με τα μέσα της ποινικής καταστολής, με την επιβολή δηλαδή ποινικών κυρώσεων για την περίπτωση της προσβολής της. Το έννομο αγαθό (οφείλει να) αποτελεί συνεπώς τον κατά τεκμήριο «σκληρό πυρήνα» της ευρύτερης εκάστοτε κοινωνικοηθικής αξίας. Στην παράδοση του κοινοδικαίου η έννοια,
Σελ. 14
χωρίς να είναι ασφαλώς άγνωστη, δεν απαντά τόσο υπό την ονομασία «αγαθό», αλλά, σε συνέπεια προς την ωφελιμιστική-εμπειριστική σκοπιά της παράδοσης αυτής, υπό την έννοια «συμφέρον» ή και (γενικότερα) «δικαίωμα». Η απόκλιση στην ορολογία απηχεί βαθύτερες διαφοροποιήσεις σε επίπεδο θεωρίας και φιλοσοφίας δικαίου, που δεν θα μας απασχολήσουν περισσότερο εν προκειμένω, αφού για τις ανάγκες πρακτικής εφαρμογής του ποινικού δικαίου νοείται κατ’ ουσίαν το ίδιο πράγμα.
Α. 3. 1. Ορισμός της έννοιας
Ως προς τον περαιτέρω ορισμό του εννόμου αγαθού, μπορεί κανείς να διακρίνει δύο βασικές σχολές σκέψης, αν παραβλέψουμε όλους όσους δεν θεωρούν την έννοια του εννόμου αγαθού δόκιμη ή χρήσιμη και ανάγονται αλλού, όπως στις καθιερωμένες κοινωνικές ή πολιτισμικές αξίες, στο «καθήκον» γενικώς, στο Σύνταγμα, στα ατομικά δικαιώματα ή στο κύρος του κανόνα δικαίου. Αφ’ ενός μπορεί με τον όρο αυτό να νοεί κανείς αφηρημένες αξίες, μη υποκείμενες σε εμπειρικό έλεγχο ως προς την ουσία ή τον χαρακτήρα τους. Πρόκειται για αντιλήψεις που απηχούν το κλίμα μιας αφηρημένης δεοντοκρατίας, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην φιλοσοφική παράδοση του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού. Αφ’ ετέρου και σε αντίθεση προς τις ιδεαλιστικές υπερβολές της πρώτης σχολής σκέψης, αναπτύχθηκαν απόψεις που επιδιώκουν να προσδέσουν την έννοια του εννόμου αγαθού προς τα απτά δεδομένα της εμπειρικής πραγματικότητας. Πρόκειται για φυσιοκρατικές-εμπειριστικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες το έννομο αγαθό/συμφέρον μπορεί να ανιχνευθεί γνωσιολογικά σε σώματα ή εν γένει υλικές μορφές της εμπειρίας (ανθρώπινο σώμα, ζωή, υγεία, έγγραφο, περιουσία κλπ.), επαγγελλόμενο την ασφάλεια και ακεραιότητά τους με την απειλή ποινής.
Ωστόσο, όπως εύλογα αντιτείνεται, η τέτοια πρόσληψη του εννόμου αγαθού δεν αναιρεί την σχετικότητα της αξίας του, καθώς πειστικά μπορεί να γίνεται λόγος π.χ. για «άυλα αγαθά», όπως π.χ. είναι: (α) όψεις της προσωπικότητας όπως η τιμή ή η υπόληψη, που πάντως στην παράδοση του κοινοδικαίου προστατεύονται κατά βάση δια μέσου του δικαίου των αδικοπραξιών (‘torts’), των σχετικών προσβολών θεωρουμένων ως «λιβέλων», (β) διάφορες αξίες υπερ-ατομικού χαρακτήρα, όπως π.χ. η δημόσια τάξη, το πολίτευμα, η δημόσια υπηρεσία ή το περιβάλλον ή ακόμη (γ) όψεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προσβολή των
Σελ. 15
οποίων δεν ανέχεται πλέον το σύγχρονο ποινικό δίκαιο, ακόμη και όταν δεν θίγει η πράξη κάποιο υλικό αντικείμενο (εγκλήματα φραστικού μίσους, προσβολές συλλογικής μνήμης, όπως ο «αρνητισμός» σε σχέση με αδιαμφισβήτητα οικουμενικά εγκλήματα, όπως το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί [‘Shoah’] κλπ.), τέλος, (δ) ειδικές μορφές εμφάνισης του εγκλήματος που εξ ορισμού μπορεί να μην προσβάλλουν υλικά σώματα, όπως είναι οι απόπειρες πάσης φύσεως, γενικότερα οι πράξεις που συνιστούν «κόλουρα» εγκλήματα (‘inchoate crimes’). Δεν είναι μάλιστα άστοχη η άποψη ότι κάθε έννομο αγαθό (και αν ακόμη είναι ατομικό) συμπαραδηλώνει με την παρουσία του στο ποινικό σύστημα την «κοινοτική» του διάσταση, ώστε την προσβολή του να μοιράζεται το θύμα με την ευρύτερη κοινότητά του (‘shared wrongs’). Αγαθό και προσβολή του είναι συνεπώς κυρίως «επίκοινα» ζητήματα και λιγότερο φυσικο-επιστημονικές κρίσεις.
Α. 3. 2. Αρχές της βλάβης, της προσβολής, της εκμετάλλευσης.Χρησιμότητα της έννοιας του εννόμου αγαθού
Από αυτά συνάγεται η ανάγκη διεύρυνσης της (ασφαλώς αναγκαίας και θεμελιώδους) αρχής της βλάβης (‘harm principle’) με την αρχή της προσβολής (‘offenc[s]e principle’), ώστε να καλύπτονται και αυτές οι περιπτώσεις όπου ο ποινικός έλεγχος υπερβαίνει την κύρωση πράξεων με, υπό στενή έννοια, «υλικό» αποτέλεσμα. Άλλωστε, η βλάβη μπορεί να νοείται ως κορύφωση μιας ευρύτερης έννοιας αδικηματικής συμπεριφοράς (‘harm v. wrong’), η διαπίστωσή της είναι συχνά οριακή (π.χ. στην προσβολή μνήμης τεθνεώτος, στην προστασία του εμβρύου κλπ), οφείλει δε να διαμεσολαβείται αξιολογικά με διάφορους τρόπους, όπως η σημαντικότητά της ή μη, το επίμεπτο της προσβολής ή μη κλπ. Αλλά και η αρχή της προσβολής, κλασικό πεδίο εφαρμογής της οποίας είναι στο κοινοδίκαιο οι οχληρίες, είναι αξιολογικά διαμεσολαβημένη από τη σοβαρότητα της προσβολής και σταθμίσεις βάσει του κριτηρίου του «ευλόγου» ή των απαιτήσεων του πολιτιστικού πλουραλισμού, ώστε να αποσταχθεί το νομιμοποιημένο αξιόποινο ενός αδικήματος χωρίς βλάβη. Και εδώ όμως επιβάλλονται διαφοροποιήσεις: όταν η προσβολή είναι «βαθειά»
Σελ. 16
(‘profound’), όπως στο δημόσια εκφερόμενο ρατσιστικό λόγο, νομιμοποιείται η επίκληση της αρχής. Αντίθετα, τέτοια επίκληση είναι λιγότερο νομιμοποιημένη στην περίπτωση ηθικιστικών ή πατερναλιστικών ρυθμίσεων, όπως είναι π.χ. το αξιόποινο περί την άσεμνη συμπεριφορά, ώστε η προσβλητική συμπεριφορά να πρέπει να είναι εμμέσως συνδέσιμη με τη βλάβη, να είναι δηλαδή οπωσδήποτε «αλόγιστη ή απρεπής» (‘inconsiderate or disrespectful’), όπως π.χ. η επιθετική επαιτεία ή να συνίσταται σε εξ αντιδράσεως βλάβες (‘reactive harms’), όπως όταν προς αποφυγή αντιμετώπισης μιας απρεπούς συμπεριφοράς το θύμα περιορίζει μόνο του τις ελευθερίες του (δεν παίρνει π.χ. μέσο μαζικής μεταφοράς ορισμένης γραμμής, επειδή την τελευταία φορά παρέστη μάρτυς πράξης επιδειξιομανούς), γενικώς δε να υπερβαίνονται τα έσχατα όρια κοινωνικής ανοχής χωρίς να παρέχεται δυνατότητα αποφυγής της άμεσα τελούμενης επίψογης συμπεριφοράς. Τέλος, αν και καθαρώς ηθικά αγαθά δεν πρέπει να θωρακίζονται με ποινή, το αξιόποινο μπορεί αυτοτελώς να νομιμοποείται ηθικά και από την ανάγκη αποτροπής της καταχρηστικής εκμετάλλευσης του ευάλωτου του θύματος (‘exploitation principle’). Έτσι π.χ. μπορεί πληρέστερα να δικαιολογείται η ποινικοποίηση της εκβίασης.
Ώστε λοιπόν καταλήγουμε, ότι η αξία της έννοιας του εννόμου αγαθού δεν είναι τόσο η παροχή απόλυτης οντολογικής γνώσης, όσο μάλλον η παροχή ενός εργαλείου με μεγάλη ευρετική-ερμηνευτική χρησιμότητα. Εναλλακτικά, μπορεί να υποστηριχθεί και η άποψη, ότι η επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος δεν οφείλει να αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο της αρχής της βλάβης, ότι μπορεί για την τελευταία να αρκεί και η δυνατότητα πρόκλησης βλάβης, ώστε πλέον η διάκριση προς την αρχή της προσβολής παύει να είναι τόσο σαφής όσο φαίνεται. Τούτο συμβαίνει σε όλα τα εγκλήματα που δεν εμπεριέχουν στην υπόστασή τους την επέλευση της βλάβης, χωρίς να «χάνουν» την σύνδεση με αυτήν ως λόγο τιμώρησης (απόπειρες, αλόγιστη οδήγηση κλπ.: ‘non-constitutive offences’). Το έννομο αγαθό προσφέρει λοιπόν το ιστορικά πρόσφορο πλαίσιο έκτασης του ποινικού ελέγχου, όπως αυτό νοηματοδοτείται κοινωνικοηθικά, προσφέρει με άλλα λόγια το κρίσιμο όριο της ποινικοποίησης,
Σελ. 17
δηλαδή το σημείο, πέραν του οποίου ο ποινικός νομοθέτης προβαίνει σε προβλέψεις ποινικής τιμωρίας που παύουν πλέον να είναι ηθικοπολιτικά νομιμοποιημένες και κατά τεκμήριο θα είναι αντισυνταγματικές. Με τον τρόπο αυτό επιλύεται και το κλασικό δίλημμα, που οξύνθηκε κατά την δεκαετία του ’80 στην ηπειρωτική θεωρητική συζήτηση, περί του εάν η ποινική δογματική οφείλει να χωρίζεται στεγανά από τις προτεραιότητες της αντεγκληματικής πολιτικής (‘criminal policy’) ή πρέπει να επιτρέψει ορισμένως στην τελευταία να την επικαθορίζει, αν όχι καθ’ ολοκληρία, τουλάχιστον σε κάποιο έστω βαθμό. Επρόκειτο δηλαδή για το κατά πόσον ίσχυε ακόμη η διάγνωση του von Liszt, κατά την οποία το ποινικό δίκαιο αποτελεί το «ανυπέρβατο όριο της αντεγκληματικής πολιτικής».
Χωρίς να υποβαθμίζεται λοιπόν η ανάγκη ενός μετασχηματισμού του σύγχρονου ποινικού δικαίου ώστε, εν όψει της πολυπλοκότητας της κοινωνικής οργάνωσης των ημερών μας, να μπορεί αυτό να αντιμετωπίζει προληπτικά-στρατηγικά τους πολυσχιδείς κοινωνικούς κινδύνους, δεν παύει το έννομο αγαθό μαζί με τις άλλες αρχές που διέπουν ένα δικαιοκρατικό και κατά βάση φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο να αποτελεί έσχατο ανάχωμα στην ολοσχερή εισβολή της πολιτικής στο χώρο του δικαίου, εισβολή που θα είχε ως αποτέλεσμα τόσο την χειραγώγηση του ποινικού δικαίου ως μοχλού επιτεύξεως πολιτικών σκοπιμοτήτων, κυρίως με την χρήση του για την πολιτικά αξιοποιήσιμη «επίδειξη» κρατικής ετοιμότητας έναντι του εγκλήματος (εκτρέποντας έτσι την ποινική νομοθεσία σε μια πολιτικά υποκινούμενη «συμβολική» λειτουργία), όσο και την (με αυτή τη χειραγώγηση άμεσα συνδεόμενη) άκρα επισφάλεια των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Δικαιοκρατικά «ύποπτη» είναι συνεπώς κατ’ αρχήν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που στο πνεύμα μιας υπερ-προληπτικής
Σελ. 18
στόχευσης, καθιερώνει το αξιόποινο προσταδίων της εγκληματικής συμπεριφοράς, συνεπώς προστασίας μεμακρυσμένων από την βλαπτική προσβολή συμφερόντων («προσώθηση της ποινικής προστασίας») ή εξασθενίζει τους υποκειμενικούς όρους της ποινικής ευθύνης, ανάλογους δε προβληματισμούς εγείρουν και τα, βρετανικής εμπνεύσεως, προληπτικά μέτρα προ-ποινικού χαρακτήρα υπό τη μορφή των «διαταγμάτων κατά της αντικοινωνικής συμπεριφοράς» (‘Preventive Orders against Anti-Social Behaviour’: ASBOs). Τα διατάγματα αυτά γενικεύουν, χάριν της «ελευθερίας από το φόβο» των θιγομένων από τις επίμαχες συμπεριφορές, ό,τι περιπτωσιολογικά προέβλεπαν πρόνοιες προστασίας από «παρενόχληση, πανικό ή δυσφορία» (‘harassment, alarm or distress’), ώστε να καλύπτονται, κατά μια σαφή επέκταση της αρχής της προσβολής, όχι μόνο αντικειμενικά, αλλά πλέον και υποκειμενικά συμφέροντα ασφαλείας. Σε επίπεδο δικαιοπολιτικό, τα διατάγματα αυτά αποτελούν σύμπτωμα παρακμής της αυθεντίας και των αξιών του φιλελεύθερου-δημοκρατικού κράτους, καθώς ο ενεργός πολίτης αντικαθίσταται από τον έμφοβο, ευάλωτο ή ενδεή άνθρωπο, η δε πολιτεία γίνεται δομικά ανασφαλής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η προστασία των ευάλωτων δεν είναι ένα πλήρες πάθους πολιτικό πρόταγμα, αλλά αποτέλεσμα πολιτικής και αξιακής «απο-στράτευσης» της κοινωνίας. Το κύριο νομικό πρόβλημα του δύο φάσεων αυτού θεσμού είναι ότι το έναυσμα για την επιβολή του διατάγματος δεν προϋποθέτει πάντα έγκλημα, η διαδικασία επιβολής του δεν έχει τα εχέγγυα της ποινικής διαδικασίας και η ποινή επί μη συμμορφώσει στο διάταγμα παύει πιά να αφορά το αρχικό άδικο. Όμοια οριακής νομιμοποίησης είναι η περίπτωση της ποινικοποίησης των λεγομένων «εγκλημάτων μίσους» (‘hate crimes’), όταν δεν μπορεί πειστικά να καταδειχθεί μια ουσιαστική συσχέτισή τους με την αρχή της βλάβης ή των ασέμνων συμπεριφορών (‘obscenity’). Τέλος, προβληματισμούς εγείρει εν πολλοίς και η θέσπιση αξιόποινων προσταδίων της βλαπτικής συμπεριφοράς που καθεαυτά δεν έχουν καμία ποινική απαξία,
Σελ. 19
όπως π.χ. η παραβίαση (και μόνον) διατάγματος αποκλεισμού στην ενδοοικογενειακή βία, θεωρούνται όμως ως συμπεριφορές «εγγύς κείμενες» στη γνήσια εγκληματική συμπεριφορά και λειτουργούν εφεδρικά ως προς αυτή (‘proxy crimes’).
Υπ’ αυτή την έποψη, το έννομο αγαθό μπορεί να παρέχει τα νομικά εκείνα επιχειρήματα που λείπουν σε μια πιο εγκληματολογικά προσανατολισμένη κριτική σκοπιά. Αυτή τη χρησιμότητα της έννοιας του εννόμου αγαθού διαβλέπει κανείς π.χ. σε συνάρτηση με την περισσότερο περιγραφική και πραγματιστική, εννοιολογικά λιγότερο πειθαρχημένη και μεθοδολογικά πιο «αναρχική» και «πολιτική» στάση της αυστραλιανής ποινικής θεωρίας και πράξης ως προς τη νομιμοποίηση των εκάστοτε ποινικοποιήσεων. Ανάλογα, είναι π.χ. νοητή μια κριτική της νομιμοποίησης της νομοθεσίας για τη συγκάλυψη/νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις (το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»), στηριγμένη στην έλλειψη μιας πειστικής έννοιας προσβολής εννόμου αγαθού, στο βαθμό που δεν μπορεί να ανάγεται σε «αγαθό» η απλή ασφάλεια συμφερόντων ή η ασφάλεια οικονομικών, πολιτικών και λοιπών (συνήθως υπερεθνικών) λειτουργικών συστημάτων. Η αλληλοτροφοδότηση ασφάλειας από κινδύνους και προσώθησης της ποινικής νομοθεσίας είναι μάλιστα πλέον δομικό χαρακτηριστικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα, οι τρόποι κριτικού ελέγχου δια μέσου της έννοιας του εννόμου αγαθού μπορεί να είναι στηριγμένοι περισσότερο στην επίκληση δικαιωμάτων ή να χρωματίζονται εντονότερα εμπειριστικά.
Παραδείγματα: Τιμώρηση της παραβίασης κανόνων κοινωνικής ευπρέπειας ή ποινικός περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης μήπως τυχόν προσβληθεί ορισμένη θρησκευτική πίστη ή λατρεία. Ή: Ποινική απαγόρευση συγγραφής υβριστικού κειμένου έστω και αν αυτό παραμένει στην ιδιωτική σφαίρα κλπ.
Α. 3. 3. Υλικό και νομικό αντικείμενο του εγκλήματος
Θεμελιώδης διάκριση σε σχέση με το έννομο αγαθό είναι αυτή μεταξύ του νομικού και υλικού αντικειμένου του εγκλήματος. Το έγκλημα προσβάλλει πάντα ένα νομικό αντικείμενο, όχι όμως οπωσδήποτε και ένα υλικό. Έτσι, π.χ., η ψευδορκία (άρθρο 110 ΠΚ) προσβάλλει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν έχει όμως υλικό αντικείμενο. Το έννομο αγαθό δεν ανάγεται δηλαδή στο υλικό αντικείμενο προσβολής, αλλά συνιστά την (ευρετική κατά τα
Σελ. 20
ανωτέρω) κατηγορία, υπό την οποία συλλέγονται σε συστηματικές ενότητες επί μέρους διακριτά αλλά (ως προς το προσβαλλόμενο αγαθό) ομοειδή εγκλήματα του Ειδικού Μέρους (π.χ. δημόσια τάξη, ιδιοκτησία, περιουσία και οι επί μέρους προσβολές κάθε μιας τους).
Α. 4. Η Ποινή
Και ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο βασικό θεμέλιο του ποινικού δικαίου, την ποινή. Η σημασία της είναι ισάξια της σημασίας του εγκλήματος για την κατανόηση της λογικής και της λειτουργίας του ποινικού δικαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο άλλωστε το δίκαιο που εξετάζουμε ονομάζεται πλέον κυρίως «ποινικό» (‘penal law’) και όχι αποκλειστικά «εγκληματικό» δίκαιο (‘criminal law’), όπως αρχικά συνηθιζόταν. Κατ’ ορισμένη μάλιστα πολύ αξιοσημείωτη άποψη, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το ποινικό δίκαιο παρά μόνο δια μέσου της εννοίας της ποινής ως πρωταρχικού επιστημικού μεγέθους, το οποίο οριοθετείται απλώς από την έννοια του νομικού εγκλήματος.
Α. 4. 1. Ορισμός της ποινής ως κακού. Προστατευτική και εγγυητική αρχή
Ποια είναι όμως τα στοιχεία ενός όσο το δυνατόν πλήρους ορισμού της ποινής; Πρώτιστα η ποινή είναι ένα κακό. Το ποινικό δίκαιο είναι ίσως το μόνο δίκαιο που θεσμοποιεί την επιβολή πόνου, που προβαίνει δηλαδή στην ηθικά βαρύνουσα επιλογή να χρησιμοποιήσει ως μέσον το ηθικό Κακό χάριν αξιέπαινων σκοπών. Η ποινή δεν είναι άρα αθέλητο δυσμενές επακόλουθο ενός αλλότριου σκοπού του δικαίου (όπως είναι π.χ. η αστική αποζημίωση που ασφαλώς βλάπτει τον καταδικασθέντα αλλά αποσκοπεί σε αποκατάσταση μιας ζημίας που αυτός υπαιτίως προξένησε), αλλά σκοπούμενη πρόκληση οδύνης για να εκφραστεί από την πολιτεία η ιδιάζουσα αποδοκιμασία της προς τον καταδικασθέντα. Η ποινή είναι ο στιγματισμός του και σε αυτόν έγκειται η «εκφραστικότητά» της. Η γνήσια ποινή λοιπόν διακρίνεται από άλλες μη γνήσιες κρατικές ποινές όπως οι διοικητικές ή οι πειθαρχικές κυρώσεις ή οι «ποινές τάξεως». Οι πρώτες επιδιώκουν τη συμμόρφωση του διοικουμένου προς τις επιταγές εύρυθμης ή σύννομης λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών των οποίων αυτός είναι χρήστης (πρόσθετοι φόροι, δασμοί και τέλη, πρόστιμα της εφορίας κλπ.), οι δεύτερες την τήρηση της ευρυθμίας και σύννομης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας από τους ίδιους τους λειτουργούς της (κατά τούτο το πειθαρχικό δίκαιο τείνει να προσομοιάζει εν πολλοίς προς το ποινικό), ενώ, τέλος, οι τρίτες αποσκοπούν στην ευόδωση της αστυνομικής εξουσίας του δικαστή για την ευρυθμία της ροής της ποινικής διαδικασίας (κυρώσεις κατά λιπομαρτύρων, θορυβούντων, απειθούντων κλπ.). Κοινό γνώρισμά τους είναι η μη επιβολή τους από δικαστή ή (στην τρίτη περίπτωση) η επιβολή τους μεν από δικαστή όχι όμως προς στιγματιστική αποδοκιμασία του καθού η κύρωση.