ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17915
Κουβαράς Η.
Βλαχόπουλος Σ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Λαζαράτος Π., Πρεβεδούρου Ε.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 344
  • ISBN: 978-960-654-205-3
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο «Οι συνέπειες της δικαστικής απόφασης ως θεμέλιο των νομικών κρίσεων» εξετάζουν το κανονιστικό περιεχόμενο, τις πτυχές και τη λειτουργία της προβλεπόμενης στο άρθρο 93 παρ. 3 Συντ. υποχρέωσης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων. Η μελέτη εξετάζει σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν οι ειδικότερες πτυχές του καθήκοντος θεμελίωσης, όπως προβλέπεται από τη συνταγματική διάταξη. Το έργο συνδυάζει τη στέρεη θεωρητική κατάρτιση με την πολύτιμη πρακτική εμπειρία του δικαστικού λειτουργού.

Σελ. 1

Εισαγωγή

Έναυσμα για τη συγγραφή της παρούσας μονογραφίας στάθηκε η προσωπική μου δικαιοδοτική εμπειρία. Στις σύνθετες και αμφίρροπες υποθέσεις, τόσο κατά την μονήρη επεξεργασία όσο και στις διασκέψεις των πολυμελών σχηματισμών, ο δικαστικός συλλογισμός έρχεται κάποια κρίσιμη στιγμή αντιμέτωπος με τις πιθανολογούμενες συνέπειες από την έκβαση της υπόθεσης. Η διανοητική αυτή προβολή είναι μάλλον αυτόματη και σχεδόν αναπόφευκτη, στο μέτρο που, προκειμένου να συγκροτήσει τον υπαγωγικό συλλογισμό και να επιλύσει τη διαφορά, ο δικαστής οφείλει να έχει ήδη εμπλακεί σε ικανό βάθος με τις παραστάσεις του πραγματικού της. Τούτο διότι η κατανόηση της υπό διάγνωση ή και διαμόρφωση έννομης σχέσης προϋποθέτει και διέρχεται μέσα από την κατανόηση του τρόπου που αυτή υφίσταται και του τρόπου που οφείλει να διαμορφωθεί, εκκινεί δηλαδή από μια πραγματική εκτίμηση και έχει ως κατάληξη τις επιδιωκόμενες συνέπειες στην έννομη σχέση. Στις δυσχερείς λοίπον ως προς την επίλυσή τους υποθέσεις, το περιεχόμενο των συνεπειών της απόφασης και τελικά το αποδιδόμενο σε αυτές πρόσημο παρίσταται ενίοτε καθοριστικό για την πορεία που θα ακολουθήσει η υπόθεση στο ερμηνευτικό σταυροδρόμι που αντιμετωπίζει. Εξάλλου, αν και δεν συνθέτουν την καθημερινότητα του δικαστικού έργου, οι υποθέσεις αυτές αποτελούν προκλήσεις για το δικαστή καθώς συνιστούν πεδίο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις αυτός διαθέτει, ενώ συχνά έχουν ως αντικείμενο μείζονα διακυβεύματα.

Τα ανωτέρω όμως ανάγονται στο στάδιο της διερεύνησης, της αναζήτησης από τον εφαρμοστή του δικαίου της ορθής ερμηνευτικής λύσης. Στη συνέχεια, όταν έρχεται η ώρα να διαστρωθεί η αιτιολογία της απόφασης, η παράμετρος των συνεπειών υποβαθμίζεται και ενίοτε μάλιστα αποσιωπάται. Μια αμηχανία εγείρεται ως προς το κατά πόσο το ερμηνευτικό αυτό κριτήριο μπορεί με κάποιον τρόπο να θεμελιώσει τη λύση που προκρίθηκε. Ο δικαστής αποστασιοποιείται και αναζητεί ασφάλεια στο γράμμα ή την τελεολογία της διάταξης για να συγκροτήσει μια συνεπή και σύμφωνη με τα κριτήρια του θετικού δικαίου αιτιολογία. Οτιδήποτε πέρα από το τελευταίο, και ας είναι αυτός τελικά που, κατά μία τουλάχιστον άποψη, θα προσδιορίσει το περιεχόμενό του, παρίσταται έωλο για να στηρίξει τη κρίση του. Η προαναφερθείσα διαδρομή έχει τελικά ως αποτέλεσμα ένα μέρος -και ενδεχομένως μάλιστα το πλέον καθοριστικό- από τον προσωπικό στοχασμό του δικαστή πάνω στην υπόθεση ή τις ζυμώσεις της διάσκεψης, τα οποία και οδήγησαν στη συγκεκριμένη ερμηνευτική λύση, να μην αποτυπώνεται στην

Σελ. 2

αιτιολογία της απόφασης ή να παρατίθεται υπό επικουρική εκδοχή, υποβαθμισμένα και άνευρα. Καταλείπεται τότε στον ερευνητή της νομολογίας και ακόμα περισσότερο στον ηττημένο διάδικο -τον οποίο και οφείλει να έχει ως νοητό αποδέκτη η αιτιολογία της απόφασης- η αίσθηση ότι το πραγματικό διακύβευμά της ουδέποτε αντιμετωπίστηκε ευθέως από τον εφαρμοστή του δικαίου ή, ακόμα και αν εξετάσθηκε, τελικά αποκρύφτηκε πίσω από το δήθεν σαφές γράμμα των εφαρμοζόμενων διατάξεων. Άλλες πάλι φορές το θεμέλιο της υιοθετήθεισας λύσης εγκιβωτίζεται ελλειπτικά σε μια φράση, συνήθως το δημόσιο συμφέρον, χωρίς καμία έκθεση και ανάπτυξη της συναφούς επιχειρηματολογίας. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν φαντάζει αβάσιμη η κριτική νομικών της πράξης ότι οι δικαστικές αποφάσεις εξαντλούνται ενίοτε σε μια πολυσέλιδη έκθεση νομοθετικών διατάξεων και αναπαραγωγή των πορισμάτων της νομολογίας, ενώ η υπαγωγική τους κρίση περιορίζεται σε 5-6 γραμμές ενός επιδερμικού και εν πολλοίς ταυτολογικού συλλογισμού, χωρίς εμβάθυνση πάνω στα ουσιαστικά ζητήματα που θίγονται.

Και όμως, αυτή η πενία που μπορεί να χαρακτηρίζει το έργο της θεμελίωσης των νομικών κρίσεων αποτελεί ένα είδος ταμπού το οποίο η θεωρία φαίνεται απρόθυμη να θίξει, με θαρραλέες βεβαίως εξαιρέσεις. Θεωρητικά, η ποιότητα της θεμελίωσης των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί καταρχήν ζήτημα της μεθοδολογίας του δικαίου. Παράλληλα όμως αντικαθρεφτίζει το πεδίο και εύρος στοχασμού και ανάδειξης όλων των διαστάσεων του εκάστοτε δικαιϊκού κλάδου, μεταξύ των οποίων του δημοσίου δικαίου, με το οποίο και καταπιάνεται η παρούσα μονογραφία: Το εκάστοτε δίκαιο υποστασιοποιείται, λαμβάνει τελικά σάρκα και οστά στο πεδίο της δικαστικής αιτιολογίας. Στο προαναφερθέν πλαίσιο, ανύπαρκτη παρίσταται η θεωρητική έρευνα των διεργασιών και μεθόδων με τις οποίες οι συνέπειες της απόφασης λαμβάνονται υπόψη στο δικαιοδοτικό έργο.

Η προβληματική που θα αναπτυχθεί δεν είναι εύκολη. Η αναζήτηση απαντήσεων ανοίγει το κουτί της Πανδώρας, καθόσον πρέπει να διέλθει μέσα από δυσχερή ζητήματα, όπως οι τεχνικές δυνατότητες του δικαιοδοτικού έργου, τα θεσμικά όρια της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δικαστή, η φύση της απονομής της δικαιοσύνης ως λειτουργίας, το περιεχόμενο της νομικής επιχειρηματολογίας κ.ά. Εξάλλου, η λήψη θέσης πάνω στο ζήτημα του επιτρεπτού ή μη της προσμέτρησης των συνεπειών και των σχετικών όρων προς τούτο, αντανακλά και αποτυπώνει μια δικαιοπολιτική στην ουσία της επιλογή, από το φάσμα των προσεγγίσεων που αυτοπροσδιορίζονται από θετικιστικές έως αντιθετικιστικές και από φορμαλιστικές έως πραγματιστικές. Τέλος, το πρόβλημα της προσμέτρησης των συνεπειών της δικαστικής απόφασης από το δικαστή αφορά σε μεγάλο βαθμό και τη σχέση της νομικής με τις

Σελ. 3

κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες. Κατά τούτο συνιστά πρόκληση για διεπιστημονικό εμπλουτισμό, της θεωρίας του δημοσίου δικαίου, με τα πορίσματα της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας του δικαίου. Ας θυμηθούμε όμως στο σημείο αυτό τις σκέψεις του K. Engisch: «Αν παρ’ όλα αυτά θέλουμε να φτάσουμε σε μια απόφαση, γιατί είναι κατανοητή με το αίσθημα δικαίου ή γιατί ανταποκρίνεται στην «ιδέα» του δικαίου, τότε ανεβαίνουμε ένα νέο σκαλί στην κλίμακα της «προοδευτικής ανευρέσεως του δικαίου. Και μάλιστα, όχι μόνο γιατί συμπεριφερόμαστε απέναντι στο νόμο με τρόπο νέο και πολύ ριζοσπαστικό, που έχει ανάγκη από μια ιδιαίτερη θεμελίωση, αλλά και γιατί με την επίκληση της ιδέας του δικαίου εναντίον του νόμου κινδυνεύουμε να χάσουμε το καρποφόρο έδαφος της εμπειρίας κάτω από τα πόδια μας και να πλησιάσουμε στους «ψηλούς πύργους της (νομικής) μεταφυσικής»». Η διαχείριση και υπέρβαση των δυσκολιών αξίζει όμως πραγματικά τον κόπο, καθώς έχει ως ενδεχόμενο ορίζοντα και έπαθλο τη συμβολή στην επίτευξη ουσιαστικά ορθότερων δικαστικών κρίσεων, οι οποίες και αποτελούν τον πρώτιστο λόγο ύπαρξης της νομικής επιστήμης. Άλλωστε ακόμα και αν καταλήγει κανείς σε απόρριψη της δυνατότητας δικαστικής συνεκτίμησης των συνεπειών, η σχετική συζήτηση είναι ικανή να προσφέρει σημαντικούς καρπούς χάρη στην εμβάθυνση στο ζήτημα της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων. Η χρονική συγκυρία φαντάζει μάλλον ώριμη για έναν τέτοιο διάλογο, δεδομένων των διαρκών εξελίξεων στο δημόσιο δίκαιο κατά τα τελευταία έτη.

Τις τελευταίες δεκαετίες θα μπορούσε ίσως να παρατηρηθεί διεθνώς μια αλλαγή επιστημονικού υποδείγματος άλλως παραδείγματος στη νομική επιστήμη. Κάθε αλλαγή παραδείγματος υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις σύγχρονες προκλήσεις με τις οποίες αναμετριέται το δικαιοδοτικό έργο. Πρόσφατο παράδειγμα σε εγχώριο επίπεδο αποτελούν βεβαίως οι προκλήσεις

Σελ. 4

του δικαστικού ελέγχου στα χρόνια των μνημονίων, κατά τη διάρκεια των οποίων εισήχθησαν νομοθετικά καινοφανή εργαλεία, όπως η πρότυπη δίκη ή η δυνατότητα περιορισμού των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστή, τα οποία και μετέβαλαν δομικά τον τρόπο παροχής δικαστικής προστασίας. Παράλληλα, λιγότερο πανηγυρικές αλλά εξίσου ριζοσπαστικές μεταβολές λαμβάνουν χώρα εντός του δικανικού συλλογισμού σε ζητήματα που αφορούν ακόμα και την ίδια την δομική έννοια του εφαρμοστέου κανόνα. Όπως επισημαίνεται, ο διοικητικός δικαστής προβαίνει «σε μια εκτεταμένη ερμηνεία του ίδιου του συνταγματικού κειμένου με έκδηλα δημιουργικό χαρακτήρα, σε μια δικαιοπλασία με σταθμίσεις ανταγωνιστικών συμφερόντων, στόχων που η βασιμότητα τους θα κριθεί στο μέλλον, εκτιμήσεις καταστάσεων και αξιών που δεν εμφανίζουν τον βαθμό σαφήνειας και σταθερότητας που είχαν άλλοτε και σε μια στροφή στην έννομη σχέση και στις συνέπειες των αποφάσεων που εκδίδει, μέσα από πραγματιστικές προσεγγίσεις, που ενισχύονται από την ενσωμάτωση του ενωσιακού δικαίου και μια λογική αποτελεσματικότητας που νομιμοποιεί τον κανόνα δικαίου κατά την εφαρμογή του. Τα χαρακτηριστικά αυτά του δικαστικού ελέγχου, όσο γενικεύονται και ενισχύονται, τόσο εντονότερα επαναφέρουν το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης του δικαστή».

Μέσα στο εξελικτικό αυτό πλαίσιο, οι κλασσικές μέθοδοι ερμηνείας επανεξετάζονται ως προς την επάρκεια τους για την επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν στην πράξη. Μελετητές της νομολογίας των συνταγματικών δικαστηρίων, όπως οι D. Grimm, L. Mengoni, N. Luhmann και D. Kennedy παρατηρούν μια αύξηση της χρήσης επιχειρημάτων που αναφέρονται στις συνέπειες της προκρινόμενης ερμηνευτικής επιλογής, την οποία αποδίδουν στην πολιτικοποίηση του σύγχρονου δικαίου. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 στην αλλοδαπή είχε παρατηρηθεί, ανεξαρτήτως της εγκυρότητάς της, η εκτεταμένη προσμέτρηση συνεπειών από το δικαστή ακόμα και σε χώρες

Σελ. 5

με αυστηρά θετικιστική παράδοση. Αλλά και στα εσωτερικά δρώμενα, διακεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί έχουν ομολογήσει τη δύναμη των τετελεσμένων στη δικαστική κρίση, αλλά και ότι ο δικανικός συλλογισμός διέρχεται από ένα τελικό φίλτρο που συνίσταται στο λογικό ή παράλογο του αποτελέσματος στο οποίο αυτός καταλήγει.

Η παρούσα μελέτη διακρίνεται, από άποψη διάρθρωσης, σε δύο μέρη: Στο Πρώτο η προβληματική εξετάζεται οντολογικά, καθώς διερευνώνται οι μορφές με τις οποίες λαμβάνει χώρα στη δικαιοδοτική πράξη η θεμελίωση των νομικών κρίσεων στις συνέπειες της ερμηνευτικής εκδοχής και συστηματοποιούνται οι τύποι υπό τους οποίους διατυπώνεται το συνεπειοκρατικό επιχείρημα. Η ίδια προβληματική προσεγγίζεται στο Δεύτερο Μέρος δεοντολογικά, ήτοι προεχόντως από μεθοδολογική, αλλά και δικαιοπολιτική σκοπιά. Καθένα από δύο αυτά Μέρη αποτελείται από δύο επιμέρους κεφάλαια.

Σελ. 6

Στο 1 κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους προσδιορίζεται η τυπολογία του επιχειρήματος που θεμελιώνεται στις συνέπειες της απόφασης, η σχέση του με τις κλασσικές μεθόδους ερμηνείας και επιχειρείται η διάκριση του από συναφείς έννοιες (υπό Α). Εν συνεχεία παρουσιάζεται η αντίληψη, όσον αφορά τη συνεκτίμηση των συνεπειών της απόφασης, στις αλλοδαπές έννομες τάξεις και παραδόσεις, προκειμένου, μέσα από τη σύγκριση και αντιδιαστολή με την εγχώρια, να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την αναλυτική εμβάθυνση στην προβληματική σε έναν επόμενο χρόνο (υπό Β). Στο 2ο κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους διερευνώνται οι μορφές που προσλαμβάνει η συνεκτίμηση των συνεπειών της δικαστικής απόφασης στην εγχώρια νομολογία. Η ρητή επίκληση, στο δικανικό συλλογισμό, των συνεπειών που συνεπάγεται η καθεμιά από τις εναλλακτικές ερμηνευτικές εκδοχές (υπό Α), διακρίνεται από τις κεκαλυμμένες συνεπειοκρατικές σταθμίσεις (υπό Β). Οι τελευταίες λαμβάνουν χώρα με όχημα αόριστες νομικές έννοιες, όπως το δημόσιο συμφέρον και οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αποτελούν όμως παράλληλα και διάσταση σημαντικών τεχνικών του δικαστικού ελέγχου, όπως η αρχή της αναλογικότητας, η πρακτική εναρμόνιση και στάθμιση, οι οποίες συχνά λειτουργούν κατ’ αποτέλεσμα ως εργαλεία στάθμισης των συνεπειών. Από τη συστηματοποίηση της συναφούς νομολογίας διαπιστώνεται ότι το συνεπειοκρατικό επιχείρημα επιτελεί, σε σχέση με τις λοιπές μεθόδους ερμηνείας, δύο ιδιαίτερες λειτουργίες στη δικαστική αιτιολογία: αφενός διαφυλάσσει τη συστηματική και τελεολογική ενότητα της έννομης τάξης και αφετέρου συμβάλλει στη σύνδεση της απόφασης με την πραγματικότητα. Για την παρουσίαση της συναφούς νομολογίας προκρίθηκε η διάκριση σε ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, με επίμετρο την πρόσφατη πανηγυρική αναγνώριση στο δικαστή της εξουσίας εκτίμησης των συνεπειών, με το άρθρο 22 του Ν. 4274/2014.

Περαιτέρω, στο 1ο κεφάλαιο του Δεύτερου Μέρους εξετάζεται η συμβατότητα της συνεπειοκρατικής ερμηνείας με τις παραδοχές της μεθοδολογίας του δικαίου. Ειδικότερα, σε ένα πρώτο στάδιο διερευνώνται, μέσα από τις διάφορες νοητικές διεργασίες της δικανικής κρίσης, η φύση της θεμελίωσης των νομικών κρίσεων, τα όρια αυτής και αναζητούνται τα χαρακτηριστικά του δικαιοδοτικού έργου μεταξύ εφαρμογής του κανόνα και δικαιοπλασίας (υπό Α). Οι αναζητήσεις αυτές, προσανατολισμένες βεβαίως στο αντικείμενο της προβληματικής, έχουν σημαντική πρακτική χρησιμότητα, καθόσον αποτελούν το αναγκαίο υπόβαθρο, κατ’ ουσίαν τη μείζονα πρόταση, για την εξέταση των ζητημάτων στα οποία θα αναζητηθούν απαντήσεις στο τελευταίο κεφάλαιο. Στη συνέχεια, και υπό το ανωτέρω συγκροτηθέν δογματικό πλαίσιο, αναπτύσσεται ένας εκτενής διάλογος με εκατέρωθεν επιχειρήματα όσον αφορά το επιτρεπτό αλλά και το σκόπιμο της χρήσης συνεπειοκρατικών

Σελ. 7

επιχειρημάτων (υπό Β). Ειδικότερα, συστηματοποιούνται από τη μία οι βασικές δικαιολογητικές βάσεις στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί η συνεπειοκρατική ερμηνεία και από την άλλη οι βασικές δικαιοπολιτικές και πρακτικές επιφυλάξεις έναντι αυτής. Το τελευταίο, 2ο κεφάλαιο του Δεύτερου Μέρους αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός ενδεικτικού μεθοδολογικού μοντέλου για τη συνεκτίμηση των συνεπειών. Οι συστηματοποιηθείσες έναντι αυτής ενστάσεις αναδιατυπώνονται σε προϋποθέσεις υπό τις οποίες, η θεμελίωση μιας νομικής κρίσης (και) στις συνέπειές της, καθίσταται όχι μόνο εφικτή αλλά και δικαιοκρατικά ορθή (υπό Α). Εν κατακλείδι, αποκρυσταλλώνεται μια σειρά από μεθοδολογικούς κανόνες οι οποίοι οφείλουν να διέπουν τη συνεπειοκρατική ερμηνεία (υπό Β).

Κάθε ολοκληρωμένη ανάλυση γύρω από τη δικαστική αιτιολογία οφείλει για την πληρότητά της να συνδυάζει προσεγγίσεις όχι μόνο της νομικής, αλλά και άλλων επιστημών, καθώς και της αναλυτικής φιλοσοφίας. Η παρούσα μονογραφία θα επιχειρήσει πάντως να αναμετρηθεί με ευθύτητα με το θέμα που θέτει, παρά τις δογματικές δυσκολίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και με επίγνωση των κινδύνων που ενέχει κατά τη διερεύνηση της εγχώριας νομολογίας η εκφορά κρίσης περί αληθών αν και άδηλων θεμελίων των δικαστικών αποφάσεων.

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Ι

Η συνεπειοκρατική θεμελίωση των νομικών κρίσεων στη δικαιοδοτική πράξη

 

Σελ. 11

Κεφάλαιο Ι

Το επιχείρημα βάσει των συνεπειών της ερμηνευτικής λύσης

A. Η τυπολογία του επιχειρήματος

1. Η επίκληση του συνεπειοκρατικού επιχειρήματος στο δικανικό συλλογισμό

α) Ο συνεπειοκρατικός συλλογισμός ως διάσταση της δικαιοδοτικής πράξης

Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων στη διοικητική δικαιοσύνη δεν ακολουθεί ένα σαφώς προσδιορισμένο μεθοδολογικό πρότυπο. Οι κανόνες με βάση τους οποίους αιτιολογείται μια δικαστική απόφαση δεν είναι στατικοί, αλλά αποτελούν αντικείμενο συνεχούς αναδιαμόρφωσης κυρίως από τη δικαιοδοτική πράξη, σπανιότερα και από το θετικό δίκαιο, με τη θέσπιση δικονομικών κανόνων.

Η ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα επιτυγχάνεται καταρχάς με τις τέσσερις κλασικές μεθόδους ερμηνείας: γραμματική, ιστορική, τελεολογική και συστηματική. Σε αρκετές, όμως, δικαστικές αποφάσεις, ο μελετητής της νομολογίας διαπιστώνει ότι κατά την κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού γίνεται επίκληση επιχειρημάτων τα οποία είναι δύσκολο να καταταχθούν σε ορισμένη από τις πιο πάνω μεθόδους ερμηνείας. Χαρακτηριστικά, στη γνωστή απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 460/2013 για τον καθορισμό των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, πέραν των λοιπών επιχειρημάτων συστηματικής φύσεως, το Δικαστήριο θεμελίωσε την απαίτησή του να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία, και στις νομικές και πραγματικές συνέπειες που θα είχε η εκδοχή της γραμματικής ερμηνείας της κριθείσας τελικά ως αντισυνταγματικής διάταξης: «Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης […] μπορούσε να τον αγνοήσει και

Σελ. 12

να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής[…]». Συναφώς, με τις πολυσυζητημένες ΣτΕ Ολ 3500/2009 και 3921/2010, η οριστική εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που προέβλεπαν οι διατάξεις του Ν. 1337/1983 θεωρήθηκε επιτρεπτή μόνο υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι θα έχει προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδομικό σχέδιο, «διότι διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασμό». Τέλος, με την ΣτΕ Ολ 1375/2013 κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η κατά νόμο αδυναμία άσκησης ενδίκου μέσου από πτωχεύσαντα δεν μπορεί να καλυφθεί εάν μετά την άσκηση και πριν από τη συζήτηση του ενδίκου μέσου μεσολάβησε παύση των εργασιών της πτώχευσης. Κατόπιν γραμματικής, συστηματικής και τελεολογικής προσέγγισης του ζητήματος, η πλειοψηφία επεσήμανε ότι: «Αντίθετη εκδοχή, […], θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί απαράδεκτη ως δεύτερη, η τυχόν, σε χρόνο μεταγενέστερο της εφέσεως του πτωχού, αλλά πριν από την παύση των εργασιών, άσκηση εμπρόθεσμης εφέσεως από τον σύνδικο […], θα προκαλείτο δε αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου για τα συμφέροντα της πτωχεύσεως, αλλά και τις συναλλαγές γενικότερα, αφού ο πτωχός θα νομιμοποιούταν ενεργητικώς για υποθέσεις της πτωχευτικής του περιουσίας, της οποίας όμως δεν έχει την εξουσία της διαχειρίσεως το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως».

Σελ. 13

Στις αποφάσεις αυτές, όπως και σε πολλές άλλες, η τεκμηρίωση της υιοθετηθείσας λύσης θα μπορούσε, καταρχήν, να θεωρηθεί επαρκής, εκ μόνης της αναγωγής στις κλασσικές μεθόδους ερμηνείας. Πράγματι, της διατύπωσης επιχειρημάτων όπως αυτά που προαναφέρθηκαν προηγείται συχνά στην πράξη η διαδοχική ή και επάλληλη παράθεση επιχειρημάτων που αντλούνται από το γράμμα, την αιτιολογική έκθεση, το σκοπό και τη συστηματική ένταξη του εφαρμοστέου κανόνα. Όμως για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, στις αποφάσεις αυτές κρίθηκε σκόπιμη η προσφυγή στην εκτίμηση των συνεπειών που θα είχε η υιοθέτηση κάθε μίας από τις εναλλακτικά υποστηριζόμενες ερμηνευτικές λύσεις. Το γεγονός δε ότι η επίκληση τέτοιων επιχειρημάτων εντοπίζεται επιλογικά, ήτοι στο τέλος του αιτιολογικού συλλογισμού, δεν θα πρέπει, όπως θα υποστηριχθεί κατωτέρω, να αποδοθεί απαραίτητα στην ήσσονα βαρύτητα ή σημασία τους. Τι είδους όμως επιχείρημα είναι αυτό που αναφέρεται στις συνέπειες της υπό εξέταση ερμηνευτικής εκδοχής; Παρίσταται έγκυρο και ορθό από μεθοδολογική άποψη; Και ποια η φύση των επιχειρημάτων αυτών; Πρόκειται για ανάπτυξη του τελεολογικού επιχειρήματος που ενίοτε προηγείται μιας τέτοιας σκέψης ή για aliud;

Στα εγχώρια εγχειρίδια μεθοδολογίας του δικαίου θα δυσκολευτεί κανείς να βρει εμπεριστατωμένες απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα. Αν και για σεβαστή μερίδα της θεωρίας, η εκτίμηση και αξιολόγηση των συνεπειών καθεμιάς από τις ερμηνευτικές λύσεις που καταρχήν εμφανίζονται ως δυνατές, φαίνεται (όχι απαραίτητα με πανηγυρικό τρόπο) να συνιστά πτυχή του έργου του εφαρμοστή, ο μόνος στοχευμένος προβληματισμός σχετικά με την εκτίμηση των συνεπειών της δικαστικής απόφασης ως παράμετρο στο δικανικό συλλογισμό παρέμενε για αρκετά χρόνια μια σύντομη αλλά περιεκτική αναφορά στο κλασσικό πλέον έργο του Καθηγητή Σταμάτη «Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων». Σε πρόσφατο έργο του, ο Καθηγητής Βλαχόπουλος εξετάζει τις συνέπειες από την εφαρμογή των προγενέστερων αποφάσεων ως δικαιολογητική βάση για τη μεταβολή της νομολογίας και τάσσεται υπέρ της αξιολόγησης από το δικαστή (και) των συνεπειών της

Σελ. 14

απόφασής του κάνοντας λόγο, σε μια τέτοια περίπτωση, για «ρεαλιστική» ερμηνεία. Αντίθετα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η εν λόγω προβληματική έχει απασχολήσει σημαντικά, αυτοτελώς και ποικιλοτρόπως την αλλοδαπή μεθοδολογία και φιλοσοφία του δικαίου. Οι αγγλοσαξονικοί όροι «consequentialist reasoning», «argument from consequences» ή «argument referring consequences»και οι αντίστοιχοι γερμανικοί «Folgenorientierung», «Folgenerwägung», «Folgenabschätzung» ή «Folgenbeurteilung», μπορούν σε γενικές γραμμές να αποδοθούν στην ελληνική γλώσσα ως συνεπειοκρατική αιτιολογία, συνεπειοκρατικό επιχείρημα ή επιχείρημα αναφερόμενο/προσανατολιζόμενο στις συνέπειες.

Τα επιχειρήματα αυτά ανάγονται σε συγκριτική εκτίμηση των συνεπειών που θα έχει η τυχόν υιοθέτηση της κάθε μίας από τις εναλλακτικά υποστηρίξιμες ερμηνευτικές εκδοχές. Γενικότερα, συνεπειοκρατικό είναι «το επιχείρημα για την αποδοχή της αλήθειας ή του εσφαλμένου μιας θέσης που αναφέρεται στις συνέπειες της αποδοχής αυτής της θέσης (ή της μη αποδοχής της)». Ευρύτερα, κατά τη συνεπειοκρατική ερμηνεία λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες που παράγει μια δικαστική λύση ως παράμετρος προκειμένου αυτή να υιοθετηθεί ή να απορριφθεί και, κατ’ ακολουθίαν, η δικαστική απόφαση θεμελιώνεται (τουλάχιστον εν μέρει) στην αξιολόγηση των συνεπειών της. Αναμφίβολα, τα επιχειρήματα από τις συνέπειες ανήκουν σε εκείνα που προτάσσουν

Σελ. 15

την ουσιαστική έναντι της τυπικής ορθότητας και αναπτύσσονται στην επικράτεια της εμπειρικής και πρακτικής επιχειρηματολογίας. Εξ’ ου και αρκετοί θεωρητικοί υιοθετούν τον όρο πραγματιστικό («pragmatic») επιχείρημα. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει αντίστροφα ότι κάθε πρακτική αιτιολογία ή κάθε ουσιαστικός λόγος θεμελίωσης υπάγεται στην κατηγορία της συνεπειοκρατικής αιτιολογίας.

Ποια θέση όμως διαδραματίζουν οι συνέπειες της απόφασης στην εγχώρια νομική κουλτούρα; Η παραδοχή ως αποδεκτής ερμηνευτικής μεθόδου μιας ερμηνείας που θα συνεκτιμά της συνέπειες της απόφασης ίσως εγείρει σε πολλούς ενστικτώδεις επιφυλάξεις, δεδομένης της κρατούσας (φαινομενικά τουλάχιστον) θετικιστικής παράδοσης. Ο πρώτος ενδεχομένως ενδοιασμός που ανακύπτει αφορά την έκπτωση, την εκτροπή της νομικής θεμελίωσης σε υποκειμενικές κρίσεις, με αποτέλεσμα την υπονόμευση του θετικού δικαίου και την διακινδύνευση πληθώρας δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Το συνεπειοκρατικό επιχείρημα χαρακτηρίζεται από ορισμένους ως κατά βάση εξωνομικό ή τουλάχιστον μεικτό, λόγω της πολιτικο-οικονομικής του διάστασης. Ενώ η λήψη νομοθετικών και διοικητικών μέτρων διενεργείται ή τουλάχιστον οφείλει να διενεργείται κατά κανόνα στη βάση εκτενούς ελέγχου των συνεπειών (“regulatory impact analysis”), κατά την κοινή αντίληψη, η χρήση στο δικαιοδοτικό έργο επιχειρημάτων με βάση τις συνέπειες, αντιμετωπίζεται ως μάλλον εξαιρετική. Τούτο φαινομενικά δικαιολογημένα αποδίδεται αφενός μεν στην έλλειψη λογοδοσίας των δικαστών για τις συνέπειες των αποφάσεων τους ακόμα και όταν οι τελευταίες είναι μεγάλης κλίμακας και άμεσες, και αφετέρου, στη λειτουργική

Σελ. 16

αυτονομία που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα νομικά συστήματα, υπό την έννοια ότι οι πραγματικές (ιδίως) συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων αποτελούν εξωτερικό προς αυτά στοιχείο. Εξάλλου, κατά την ίδια αντίληψη υφιστάμενες αρχές εκπορευόμενες από κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος δεν δύνανται να υποχωρήσουν επί τη βάση ενός συνεπειοκρατικού συλλογισμού.

Από την άλλη πλευρά, ήδη από τα τέλη του 19 αιώνα, ο Oliver Wendell Holmes στο δοκίμιό του «Το Μονοπάτι του νόμου» (1897), είχε υποστηρίξει σθεναρά την εξέταση των συνεπειών κατά την εφαρμογή του νόμου, αποστρεφόμενος τον άκαμπτο φορμαλισμό και υποστηρίζοντας την εξέταση των στόχων και την επιλογή των μέσων για την επίτευξη αυτών. Κατά την άποψή του «πίσω από τη λογική φόρμα βρίσκεται μια κρίση ως προς τη σχετική αξία και τη σημασία των ανταγωνιζομένων νομοθετικών λόγων, συχνά μια ασπόνδυλη και υποσυνείδητη κρίση, είναι αλήθεια, και ακόμα, η ίδια η ρίζα και το νεύρο της συνολικής διαδικασίας. Σε κάθε συμπέρασμα είναι δυνατόν να δοθεί μια λογική μορφή». Στην εγχώρια θεωρία, οι πρώτες δειλές και σίγουρα άγουρες συνεπειοκρατικές προσεγγίσεις της δικαστικής εξουσίας καταγράφονται ήδη από το μεσοπόλεμο. Σύμφωνα με τους θιασώτες της, η τελευταία «ενδείκνυται να καταλάβη εις το πλευρόν του νομοθέτη, μη εξερχομένη βεβαίως του γενικού πλαισίου το οποίον εχαράχθη από αυτόν- τη θέση σοβαρού αυτοτελούς παράγοντος καλυτέρας εξυπηρετήσεως των εκάστοτε προβαλλουσών αναγκών μιας κοινωνίας».

Σε κάθε περίπτωση, μια σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση της προβληματικής δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στο πραγματικό δεδομένο ότι ο συνεπειοκρατικός συλλογισμός αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της

Σελ. 17

σύγχρονης δικαιοδοτικής πράξης. Ακόμα και αν η πανηγυρική θεμελίωση μιας δικαστικής κρίσης αποκλειστικά στις συνέπειες της απόφασης λαμβάνει χώρα κατ’ εξαίρεση, η μελέτη των δικαστικών αιτιολογιών άγει στην εξής διαπίστωση: το διακύβευμα της εκάστοτε υπόθεσης δεν παρίσταται αδιάφορο για το δικαστή και διαδραματίζει συχνά σημαντικό ρόλο στην έκβαση της δίκης. Ποια όμως η πραγματική έκταση της προσμέτρησης των συνεπειών της δικαστικής απόφασης στην εγχώρια δικαιοδοτική πράξη; Σε επόμενο κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια συστηματοποίηση της τυπολογίας υπό την οποία επιχειρήματα που θεμελιώνονται στις συνέπειες της δικαστικής απόφασης απαντώνται στη νομολογία και να διευκρινιστεί το πλήρες εύρος της συνεκτίμησης των συνεπειών από το διοικητικό δικαστή.

β) Οι hard cases ως πρόσφορο πεδίο

Πότε καταφεύγει η δικαστική αιτιολογία σε επιχειρήματα που παραπέμπουν στις συνέπειές της; Στις εγχώριες δικαστικές αποφάσεις τα επιχειρήματα με βάση τις συνέπειες σπανίως συγκροτούν αυτοτελώς την αιτιολογία της προκρινόμενης ερμηνευτικής επιλογής. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές αποτελούν τμήμα μιας πιο σύνθετης επιχειρηματολογίας, όπου οι ανεπιθύμητες ή άτοπες συνέπειες συνδέονται με το σκοπό του νόμου. Συνήθως το επιχείρημα από τις συνέπειες λειτουργεί ως αιτιολογία δεύτερης τάξης, η οποία ακολουθεί τον επαγωγικό συλλογισμό (πρώτης τάξης αιτιολογία), όταν ο τελευταίος είναι ανεπαρκής για την επίλυση της υπόθεσης. Τούτο συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις

Σελ. 18

που η ερμηνευτική απόπειρα καταλήγει σε αδιέξοδο ή στην ύπαρξη δύο ή περισσότερων λύσεων εξίσου νόμιμων.

Η σημασία ωστόσο των επιχειρημάτων αυτών παρίσταται ιδιαίτερα υψηλή, όπως παρατηρεί και η αλλοδαπή θεωρία, λόγω της κατ’ εξοχήν επίκλησής τους στις πλέον αμφίρροπες και δυσχερείς για το δικαστή υποθέσεις, τις λεγόμενες hard cases, σε μείζονος σημασίας συνταγματικές υποθέσεις και σε αποφάσεις που αποτελούν ορόσημο για τη νομολογία(«landmark» cases). Ποιες όμως υποθέσεις θεωρούνται ως τέτοιες;

Όπως παρατηρείται, στην πλειονότητά των hard cases ο εφαρμοστέος κανόνας παρίσταται απροσδιόριστος («unsettled rule»), ενώ σπανιότερα απουσιάζει («no-rule»). Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, ως hard cases μπορούν να νοηθούν οι οριακές, δηλάδη οι υποθέσεις των οποίων η έκβαση υπέρ της μίας ή της άλλης ερμηνευτικής εκδοχής παρίσταται όλως αμφίρροπη, γεγονός που αποτυπώνεται στην ύπαρξη ισχυρής μειοψηφίας. Οι μειοψηφίες αυτές προσφεύγουν συχνά στην πράξη μετ’ επιτάσεως σε τέτοιου είδους επιχειρήματα προκείμενου να αναδείξουν τα άτοπα της πλειοψηφούσας τελικά γνώμης. Οι δύσκολες υποθέσεις διακρίνονται από τις απλές, κοινές, καθαρές ή εύκολες (plain, ordinary, clear, easy), στις οποίες η απόφαση που πρέπει να εκδοθεί είναι κατά το νομικό μέρος της προφανής.

Υπό άλλη οπτική, εξίσου χρήσιμη για την υπό εξέταση προβληματική, ως δύσκολες μπορούν να χαρακτηρισθούν και οι υποθέσεις με εξαιρετικά σημαντικό διακύβευμα για τους διαδίκους ή το δημόσιο συμφέρον. Η δυσκολία

Σελ. 19

των συγκεκριμένων υποθέσεων δεν πηγάζει από τη συνθετότητα του ερμηνευτικού εγχειρήματος, αλλά από τις δυσχέρειες που γεννά η αποδοχή της υιοθετηθείσας λύσης από τους ενδιαφερόμενους. Ενδεικτικά, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά στις διαφορές από δημόσιες συμβάσεις, ο ανάδοχος δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημίωσης για τις εργασίες που εκτέλεσε και δεν προβλέπονταν ειδικώς από τη σύμβαση. Η απόρριψη ενός αιτήματος αποζημίωσης για τις εργασίες αυτές χρήζει ιδιαίτερα στιβαρής αιτιολογίας, δεδομένου ότι μπορεί να συνεπάγεται υπέρμετρες οικονομικές συνέπειες για τον ανάδοχο. Για το λόγο αυτό, μπορεί να εκτιμηθεί ότι η πάγια μείζονα της νομολογίας δεν αρκείται στην επίκληση των σχετικών διατάξεων, αλλά προκειμένου να δικαιολογηθεί η αδυναμία θεμελίωσης από τον ανάδοχο αξιώσεων επί των διατάξεων των άρθρων 200 και 288 του Αστικού Κώδικα σημειώνει επιπλέον ότι η: «[…]τροποποίηση ουσιωδών όρων της συμβάσεως κατά το στάδιο εκτελέσεως αυτής θα είχε και ως συνέπεια την, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, ανεπίτρεπτη, εκ των υστέρων, ανατροπή των όρων με βάση τους οποίους αναπτύχθηκε (κατά το προσυμβατικό στάδιο) ο ανταγωνισμός, διαμορφώθηκαν οι προσφορές των διαγωνιζομένων και ανακηρύχθηκε ο ανάδοχος, ενέχει δηλαδή τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού εις βάρος ήδη διαγωνισθέντων ή δυνητικών διαγωνιζομένων». Με τη σκέψη αυτή αναδεικνύεται η ασυμβατότητα της εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων προς τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.

Στις δύσκολες λοιπόν περιπτώσεις τα δικαστήρια επιδιώκουν να δικαιολογήσουν και να εμπεδώσουν τη σκοπιμότητα της υποδεικνυόμενης ερμηνευτικής λύσης πέραν της τελεολογικής ερμηνείας. Η αναγωγή στις συνέπειες αποτελεί ένδειξη ότι υφίσταται πράγματι ζήτημα αμφιλεγόμενης ερμηνείας, υπαγωγής ή απόδειξης, εξ ου και κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση της αιτιολογίας. Έτσι, στις δύσκολες υποθέσεις είναι που αναδεικνύεται ο διαπλαστικός ρόλος της δικαστικής ερμηνείας. Ακόμα και αν η διάκρισή σε δύσκολες και

Σελ. 20

απλές υποθέσεις μπορεί να επικριθεί, δεν μπορεί, πάντως, να αμφισβητηθεί ότι βρίσκει έρεισμα στην εμπειρική παρατήρηση της νομολογίας.

γ) Καρπός του ανταγωνισμού πλειοψηφίας-μειοψηφίας

Ο διάλογος πλειοψηφίας - μειοψηφίας στα πλαίσια της δικαστικής απόφασης οξύνει την υποχρέωση πλήρους αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων προκειμένου να πεισθούν οι διάδικοι, αλλά και γενικότερα η νομική κοινότητα και η κοινωνία. Η αντιπαράθεση των ερμηνευτικών προτάσεων χαρακτηρίζεται ως πόλεμος επιχειρημάτων, μια συνεχής διυποκειμενική διαβούλευση με σκοπό την ανεύρεση και επιβολή της ερμηνείας που παρίσταται ορθότερη με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις. Παρά τις, υπό μία οπτική, εύλογες επιφυλάξεις -λόγω της υπονόμευσης του κύρους που (πρέπει να) ενδύεται η κρατήσασα τελικά ερμηνευτική λύση-, ο ανταγωνισμός μειοψηφίας-πλειοψηφίας αναπτύσσει την επιχειρηματολογία στο μέγιστο δυνατό εύρος με όφελος για την ποιότητα της αιτιολογίας ως δικαιοκρατικής εγγύησης και αποκαλύπτει τελικά τα βαθύτερα θεμέλια της δικαστικής κρίσης. Επιπλεόν, μια πλήρης αιτιολογία συγκροτείται από επιχειρήματα που απαντούν στις ασκηθείσες από τους διαδίκους αιτιάσεις, αλλά και στην αναμενόμενη

Σελ. 21

κριτική. Εξάλλου, η εφαρμογή των μοτίβων αυτών επηρεάζεται από τις θεσμικές προϋποθέσεις της νομικής θεμελίωσης.

Το συνεπειοκρατικό επιχείρημα αποτελεί συχνά το οριακό σημείο καμπής κατά την κλιμάκωση της επιχειρηματολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Το ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η επίκληση του συνεπειοκρατικού επιχειρήματος λαμβάνει χώρα στο τέλος της επιχειρηματολογίας κάθε μιας από τις υποστηριζόμενες στην απόφαση γνώμες, δεν υποδηλώνει μειωμένη ή περιορισμένη αξία. Αντίθετα, μπορεί να αναγνωστεί σαν μια (ενίοτε πανηγυρική) αποκάλυψη από το δικαστή του λογικού ή πραγματικού θεμελίου της υποστηριζόμενης με την απόφαση λύσης.

Συχνή είναι στην πράξη η επίκληση συνεπειοκρατικού επιχειρήματος από μειοψηφούσες γνώμες προκειμένου να αναδειχθούν άτοπα της υιοθετηθείσας από την πλειοψηφία ερμηνευτικής εκδοχής, ιδίως η ασυμβατότητά της προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην απόφαση ΣτΕ 1802/2014, με αντικείμενο την τακτοποίηση εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του παρελθόντος, η μειοψηφούσα γνώμη υποστήριξε ότι μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δεν έχουν πλέον πεδίο εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 2112/1920, αλλά ειδικώς το άρθρο 118 παρ. 7 του Συντάγματος και το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004. Τη θέση της αυτή στήριξε στο σκεπτικό ότι: «Τυχόν υιοθέτηση διαφορετικής εκδοχής θα είχε ως συνέπεια την ματαίωση, κατ’ ουσίαν, του σκοπού του συνταγματικού νομοθέτη που συνίσταται στην εξάλειψη του φαινομένου του διορισμού στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα προσώπων με την μετατροπή σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου σε αορίστου χρόνου, ήτοι χωρίς τήρηση των εγγυήσεων της ισότητας και της αξιοκρατίας». Στην ΣτΕ Ολ 2499/2012, η μειοψηφία επικρίνει την πλειοψηφούσα θέση περί συμβατότητας προς το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος νομοθετικών διατάξεων, με τις οποίες επετράπη η κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις. Βασική θέση της μειοψηφίας αποτελεί ότι contra legem ερμηνεία δεν είναι νοητή προκειμένου για συνταγματική διάταξη, ιδίως όταν αυτή θεσπίζει ρητή και απόλυτη απαγόρευση, ώστε να εναρμονισθεί προς διάταξη κοινού νόμου, κατώτερης δηλαδή αυτής τυπικής ισχύος. Η ομοβροντία επιχειρημάτων της μειοψηφίας από το γράμμα, το σκοπό και τη συστηματική τοποθέτηση της διάταξης, καταλήγει στην ιδιαίτερα αυστηρή κρίση με

Σελ. 22

αποδέκτη την πλειοψηφία ότι: «εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης δύναται, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να θεσπίζει εξαιρέσεις από ρητή και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, όπως η του άρθρου 117 παρ. 3, καθιστά αυτήν ανίσχυρη και ισοδυναμεί πράγματι με ανεπίτρεπτη άσκηση αναθεωρητικής εξουσίας».

Αντιπροσωπευτική της υπόκωφης μα συνάμα κρίσιμης εκτίμησης των συνεπειών είναι και η πρόσφατη ΣτΕ Ολ 1311/2019, με την οποία κρίθηκε ως συνταγματική η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας των δημοσίων υπαλλήλων. Στο συλλογισμό της μειοψηφούσας γνώμης διατυπώνεται εκτενής κρίση για την περιορισμένη έκταση των συνεπειών που θα είχε η υποστηριζόμενη από αυτήν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της ανωτέρω κατάργησης. Μολονότι, η εν λόγω κρίση εμφανίζεται να διατυπώνεται εκ περισσού («ανεξαρτήτως του ότι αναφέρεται σε στοιχεία δημόσιας πολιτικής μη κρίσιμα για την δικαστική κρίση»), είναι σαφές ότι αποτελεί τον αντίλογο της μειοψηφίας στη σιωπηρή συνεκτίμηση από την πλειοψηφία των δημοσιονομικών συνεπειών από την επαναφορά δια της δικαστικής οδού των επιδομάτων εορτών και αδείας, κατά μεταστροφή όσων είχαν γίνει δεκτά με τις παραπεμπτικές στην Ολομέλεια αποφάσεις.

Είναι γεγονός ότι ο διάλογος και τελικά ο ανταγωνισμός μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, όπως έχει προηγηθεί στη διάσκεψη και (εν μέρει) καταγράφεται στην αιτιολογία της απόφασης, ευνοεί την προσφυγή σε συνεπειοκρατικά επιχειρήματα. Χαρακτηριστική για την έκταση της προσφυγής σε τέτοια επιχειρήματα είναι και η ΣτΕ Ολ 2996/2014, με την οποία υποβλήθηκε στο ΔΕΕ μια σειρά από προδικαστικά ερωτήματα ως προς την έννοια της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Προκειμένου

Σελ. 23

να εμπεδώσουν τις θέσεις τους, η πλειοψηφία και οι μειοψηφίες της απόφασης διερευνούν τις συνέπειες των υποστηριζόμενων από την κάθε άποψη ερμηνευτικών εκδοχών. Η υποβολή με την απόφαση προδικαστικού ερωτήματος, καθιστά την τελευταία πρόσφορο πεδίο αντιπαράθεσης με αποδέκτη το ΔΕΕ.

Η αναγωγή σε συνεπειοκρατικά επιχειρήματα κρίνεται σε αρκετές περιπτώσεις σκόπιμη όταν, λόγω ανεπάρκειας της αιτιολογικής έκθεσης και λοιπών εγγράφων, η ιστορική ερμηνεία δεν διαθέτει αρκετά τεκμήρια για να διαγνωστεί η τελεολογία μιας διάταξης. Στις περιπτώσεις εκείνες ο ίδιος ο δικαστής θα πρέπει να εικάσει την τελεολογία ή να την ανασκευάσει, ερμηνεύοντας τις εφαρμοστέες διατάξεις σε συνδυασμό με άλλες. Ένα βήμα παραπέρα, η επίκληση συνεπειοκρατικού επιχειρήματος ενδέχεται να παρίσταται επιβεβλημένη για την κάλυψη ακούσιου νομοθετικού κενού ή

Σελ. 24

προκειμένου για την επέκταση της εφαρμογής μιας ρύθμισης και σε άλλες κατηγορίες περιπτώσεων που τελούν υπό ανάλογες συνθήκες.

2. Διάκριση από συναφείς έννοιες

α) Συνεπειοκρατική και τελεολογική ερμηνεία

Το πραγματιστικό επιχείρημα αποτελεί τις περισσότερες φορές τμήμα πιο σύνθετης επιχειρηματολογίας, όπου οι ανεπιθύμητες ή άτοπες συνέπειες της ερμηνείας συνδέονται με το σκοπό του νόμου. Αποτελεί σύνηθες σχήμα, κατά την αμοιβαία ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας από την πλειοψηφία και την μειοψηφία, τα τελεολογικά επιχειρήματα που προβάλλονται να κλιμακώνονται καταλήγοντας σε έλεγχο των συνεπειών των ερμηνευτικών εκδοχών του εφαρμοζόμενου κανόνα. Αντιπροσωπευτική η ΣτΕ Ολ 2307/2014, με την οποία κρίθηκε αντίθετη στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος μνημονιακών καταβολών ρύθμιση που όριζε ότι η προσφυγή στην διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών.

Back to Top