ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Συγκριτική μελέτη ελληνικού και γερμανικού δικαίου

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 26€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 60,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18621
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 608
  • ISBN: 978-960-654-713-3

Αντικείμενο του έργου «Το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία» αποτελεί η εξέταση του διαδικαστικού δικαιώματος της προηγουμένης ακρόασης στο πεδίο της φορολογικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο του σύγχρονου φορολογικού κράτους το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αναδεικνύεται σε θεμελιώδη θεσμό της φορολογικής διαδικασίας, όχι μόνο διότι αυτό αποτελεί λειτουργική προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς, συστατικό εκ των ων ουκ άνευ του φορολογικού κράτους, αλλά κυρίως χάριν της ουσιώδους συμβολής του στην εξατομίκευση της φορολογικής οφειλής, ώστε αυτή να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της νομιμότητας του φόρου και της ισότητας κατά την επιβολή του.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια του έργου εξετάζεται το αντικείμενο και η πορεία της έρευνας, η έννοια και το περιεχόμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στον χαρακτηρισμό του δικαιώματος ακρόασης ως αρχής, διότι στην παραδοχή αυτή θα βασιστεί όλη η περαιτέρω συλλογιστική και ανάπτυξη της έρευνας καθώς και στη διαδικαστική φύση του δικαιώματος σε συνάρτηση με τις λειτουργίες του στη φορολογική διαδικασία. Στα επόμενα κεφάλαια, μεταξύ άλλων αναλύονται ζητήματα όπως:
• οι αρχές που την διέπουν τη φορολογική διαδικασία και οι σκοποί που επιδιώκει να καλύψει
• το υποκείμενο και το αντικείμενο αντιστοίχως του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στη φορολογική διαδικασία
• οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες ταυτόχρονα αποτελούν και διαδικαστικές εγγυήσεις του θεσμού της προηγούμενης ακρόασης
• η αντιμετώπιση του θεσμού της προηγούμενης ακρόασης υπό το πρίσμα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου
• το μεθοδολογικό ζήτημα των προϋποθέσεων και εξαιρέσεων από το δικαίωμα ακρόασης
• η σχέση της προηγούμενης ακρόασης και της ενδικοφανούς διαδικασίας
• οι δικονομικοί περιορισμοί του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (Ν 3900/2010) οι οποίοι αφορούν αποκλειστικά στις φορολογικές διαφορές
• η στοιχειοθέτηση αξίωσης αποζημίωσης του φορέα του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης εξαιτίας παράλειψης άσκησής του
Η ανάπτυξη του ζητήματος στην ελληνική και στη γερμανική έννομη τάξη είναι κατά βάση παράλληλη, με τον κύριο όγκο των γερμανικών παραπομπών να παρατίθεται στις υποσημειώσεις κυρίως για λόγους εξυπηρέτησης της αναγνωστικής ευελιξίας.
To βιβλίο απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο νομικό που θέλει να εμβαθύνει στη διαδικαστική αυταξία των ουσιωδών τύπων και στη διαδικαστική και δικονομική αντιμετώπιση του θεμελιώδους διαδικαστικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στο επεμβατικό πεδίο της φορολογικής διαδικασίας. Προσφέρει μία εκτεταμένη ανάλυση του εύρους εφαρμογής του υπό το καθεστώς του ισχύοντος ΚΦΔ και παράλληλα αποτελεί εξαντλητική συγκριτική επισκόπηση της κατοχύρωσης του στον χώρο της ελληνικής και της γερμανικής έννομης τάξης.

Πρόλογος IX

Προλογικό σημείωμα συγγραφέα XIII

Συντομογραφίες XXV

Κεφάλαιο 1ο

Εισαγωγή

§ 1. Το σύγχρονο κράτος ως φορολογικό κράτος 1

§ 2. Το φορολογικό δίκαιο ως ειδικός χειραφετημένος κλάδος
του διοικητικού δικαίου 8

§ 3. Το δικαίωμα ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία 14

Κεφάλαιο 2ο

Έννοια και περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως

Ι. Μεθοδολογική αντιμετώπιση του ζητήματος 19

1. Γραμματική προσέγγιση του δικαιώματος προηγούμενης
ακροάσεως. Ορισμός και βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά 19

2. Τελολογική προσέγγιση 26

α. Ατομικές λειτουργίες ακροάσεως 27

β. Αντικειμενικές λειτουργίες ακροάσεως 30

ΙΙ. Nομική φύση του δικαιώματος ακροάσεως 32

1. Η προηγούμενη ακρόαση ως αρχή 32

2. H προηγούμενη ακρόαση ως ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα 38

3. H διαδικαστική φύση του δικαιώματος ακροάσεως 41

ΙΙΙ. Η ακρόαση ως δικαίωμα παραιτητό 45

IV. Θετικοποίηση του δικαιώματος ακροάσεως
στη φορολογική διαδικασία 49

1. Το άρθρο 20 § 2 του Συντάγματος 49

2. Το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας 50

3. Το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως στον ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) 53

4. To δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως στο δίκαιο της ΕΕ 59

α. Θεμελίωση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως
στο δίκαιο της ΕΕ 59

β. Περιεχόμενο και έκταση του δικαιώματος ακροάσεως 62

γ. Πολυεπίπεδη διοικητική διαδικασία 63

δ. Όργανα στα οποία απευθύνεται το δικαίωμα ακροάσεως 68

ε. Περιορισμοί στο δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως 72

i. Περιορισμός του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως
λόγω δημοσίου συμφέροντος 73

ii. Η περίπτωση της σχετικοποιήσεως των διαδικαστικών
σφαλμάτων 75

5. Δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως και άρ. 6 ΕΣΔΑ 76

6. Soft law και δικαίωμα ακροάσεως 84

α. Ρυθμίσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης 85

β. Έγγραφα του ΟΟΣΑ 87

V. Παρέκβαση: Νομική Ψυχολογία 88

1. Το ζήτημα 88

2. Το αποτέλεσμα της ακροάσεως 89

3. Διαστάσεις του αποτελέσματος της ακροάσεως 91

4. H εμπειρική αντιμετώπιση της μη εργαλειακής διαστάσεως 91

5. Η ανάπτυξη ενός σχεσιακού μηχανισμού 92

6. Το αίσθημα συγχύσεως 93

7. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 95

Κεφάλαιο 3ο

Φορολογική διαδικασία και θεμελιώδεις αρχές της - Υποκείμενο
και Αντικείμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως

Ι. Φορολογική διαδικασία και θεμελιώδεις αρχές της

1. Μεθοδολογικά προλεγόμενα 97

2. Ορισμός Φορολογικής Διαδικασίας 98

 

3. Σκοποί φορολογικής διαδικασίας 99

α. Υλοποίηση του ουσιαστικού δικαίου ως σκοπός της διαδικασίας -
Η εναρμόνιση του ουσιαστικού και διαδικαστικού φορολογικού δικαίου 99

β. Αποδοχή της διαδικασίας 100

γ. Ειρηνευτικό αποτέλεσμα της διαδικασίας 101

δ. Εισπρακτικός σκοπός - Επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους; 103

4. Αρχές που διέπουν τη διοικητική φορολογική διαδικασία 105

α. Αρχές του φόρου 105

i. H αρχή της νομιμότητας στη φορολογική διαδικασία 106

ii. H αρχή της ισότητας 109

iii. Ενδιάμεσο Συμπέρασμα 110

β. Ανακριτική αρχή 111

γ. Πραγματικά όρια στο καθήκον αναζητήσεως 112

δ. Aρχή της συνεργασίας 113

ε. Αρχή της προηγούμενης ακροάσεως 116

στ. H αρχή της αναλογικότητας ως όριο στη διερεύνηση
του πραγματικού 116

II. Υποκείμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως
στη φορολογική διαδικασία 117

III. Αντικείμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως
στη φορολογική διαδικασία 124

1. Πραγματικά περιστατικά 125

2. Αποδεικτικά στοιχεία 130

3. Νομικές απόψεις 132

Κεφάλαιο 4ο

Διαδικαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία

Ι. Η πρόσκληση προς ακρόαση 141

1.Τύπος της προσκλήσεως 141

2. Περιεχόμενο της προσκλήσεως 144

α. Πραγματικά δεδομένα 145

β. Νομικά δεδομένα 146

γ. Αποδεικτικά στοιχεία 150

ΙΙ. Η προθεσμία της κλήσεως προς ακρόαση 151

1. Ακρόαση εντός ιδιαίτερα σύντομης προθεσμίας 154

2. Αυθόρμητη ακρόαση 155

3. Αίτηση προς παράταση της προθεσμίας 156

4. Η κοινοποίηση κλήσεως προς ακρόαση 158

ΙΙΙ. Ο τύπος της ακροάσεως 160

IV. Τόπος ακροάσεως 164

V. Η Γλώσσα της ακροάσεως 165

VI. Ο χρόνος της ακροάσεως 166

1. Κρίσιμο χρονικό σημείο της κλήσεως προς ακρόαση 166

2. Αριθμός ακροάσεων και διάρκεια ακροάσεως 168

3. Χρονικό διάστημα μεταξύ ακροάσεως και εκδόσεως
της καταλογιστικής πράξεως 172

Κεφάλαιο 5ο

Οικονομολογική προσέγγιση του δημοσίου δικαίου θεσμού
της προηγούμενης ακροάσεως

Ι. Πρόλογος 175

ΙΙ. Η συμβολή της προηγούμενης ακροάσεως
στη φορολογική διαδικασία 179

ΙΙΙ. Οικονομική προσέγγιση των σκοπών της προηγούμενης
ακροάσεως 181

IV. Το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 20 § 2 Σ 186

V. Οικονομική προσέγγιση του μεθοδολογικού ζητήματος
των προϋποθέσεων και των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως 190

VI. Η οικονομολογική προσέγγιση των δικονομικών περιορισμών
του δικαιώματος ακροάσεως 193

VII. Η αρχή της αναλογικότητας 196

VIII. Αρχή βιωσιμότητας και προηγούμενη ακρόαση 199

IX. Επίλογος 199

Κεφάλαιο 6ο

Προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία

§ 1. Η δογματική αντιμετώπιση του ζητήματος των προϋποθέσεων
κατά την εφαρμογή του δικαιώματος προηγούμενης
ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία 201

Ι. Μεθοδολογική προσέγγιση του ζητήματος 201

1. Η ενδεδειγμένη μέθοδος καλύψεως των συγκαλυμμένων κενών 209

2. Οι ανακύπτουσες δυσχέρειες πληρώσεως του συγκαλυμμένου
κενού 211

3. Η επιλογή του τέλους βάσεως της τελολογικής συστολής 214

§ 2. Το αυτεπάγγελτο της διοικητικής ενέργειας ή του μέτρου
και η θετική βλάβη του διοικούμενου 220

I. Προλεγόμενα 220

ΙI. Ακρόαση μέσω φορολογικής δηλώσεως 222

1. Η φορολογική δήλωση ως η κυρίαρχη μορφή συνεργασίας
στη φορολογική διαδικασία 222

2. Η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας 224

3. Φορολογική δήλωση και δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως 228

4. Περιπτωσιολογική αντιμετώπιση 234

α. Απόρριψη της υποβληθείσης φορολογικής δηλώσεως
επί τη βάσει δεδομένων κείμενων εκτός αυτής 235

β. Απόρριψη της υποβληθείσης φορολογικής δηλώσεως
επί τη βάσει των δεδομένων της 237

γ. Αποδοχή της υποβληθείσης φορολογικής δηλώσεως
από μέρους της διοικήσεως 241

δ. Το νέο καθεστώς του ΚΦΔ 243

ΙIΙ. H διενέργεια ελέγχου (έκδοση εντολής ελέγχου - σύνταξη
εκθέσεως ελέγχου) 249

Ακρόαση πριν ή μετά τον έλεγχο. Πριν ή μετά την σύνταξη
της εκθέσεως ελέγχου 249

§ 3. Η νομική μορφή του διοικητικού μέτρου ή της ενέργειας 254

Ι. Ακρόαση επί κανονιστικών πράξεων 254

ΙΙ. Η περίπτωση των γενικών διοικητικών πράξεων 259

ΙΙΙ. Υλικές πράξεις 261

ΙV. Η περίπτωση της προσβάσεως σε βιβλία και στοιχεία 264

V. Εσωτερικές πράξεις της διοικήσεως 266

§ 4. Η νομική μορφή της καταλογιστικής του φόρου
ή του προστίμου πράξεως 267

Ι. Η στάση του Συμβουλίου της Επικρατείας 267

ΙΙ. Η αυτονομία του φορολογικού δικαίου και η ακρόαση
στις δέσμιες και διακριτικής ευχέρειας πράξεις 272

ΙΙΙ. Η φύση της φορολογικής ενοχής 272

IV. H φορολογική πράξη 274

V. Πράξεις εκδιδόμενες κατά δέσμια αρμοδιότητα 279

VI. Πράξεις εκδιδόμενες κατά διακριτική ευχέρεια 283

1. Αόριστες αξιολογικές έννοιες 289

2. Πράξεις εκδιδόμενες επί τη βάσει αντικειμενικών δεδομένων 293

3. Η έννοια της επιείκειας 305

4. Η περίπτωση της μοναδικά ορθής λύσεως 310

Κεφάλαιο 7ο

Εξαιρέσεις από την εφαρμογή του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία

§ 1. Η δογματική αντιμετώπιση του ζητήματος των εξαιρέσεων
από την εφαρμογή του δικαιώματος προηγούμενης
ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία 313

I. Μεθοδολογική αντιμετώπιση του ζητήματος 313

II. Μέθοδοι σταθμίσεως των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών 318

1. Αρχή της αναλογικότητας 318

α. Αναγκαιότητα της κρατικής παρεμβάσεως 321

β. Καταλληλότητα του διοικητικού μέτρου 322

γ. Εν στενή εννοία αναλογικότητα της κρατικής παρεμβάσεως 324

2. Η αρχή της πρακτικής συμφωνίας 326

3. Η προστασία του ουσιώδους πυρήνα των συγκρουόμενων
αγαθών 327

ΙΙΙ. Η νομική φύση της εξαιρέσεως από το δικαίωμα ακροάσεως
και η ανάγκη αιτιολογίας 327

§ 2. Εξαίρεση από το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως
εξαιτίας συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος 333

I. Λόγοι επείγοντος και δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως 333

II. Η ανάγκη τηρήσεως μιας δεσμευτικής για την απόφαση
προθεσμίας 339

III. Το ζήτημα της συγκρούσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως με το δημόσιο συμφέρον στη φορολογική διαδικασία 342

IV. Διασύνδεση δημοσίου συμφέροντος με το χρονικό στοιχείο
του επείγοντος 347

V. Η βέλτιστη επιλογή της προσωρινής διοικητικής πράξεως 351

§ 3. Αυτοματοποιημένες διοικητικές πράξεις 357

Ι. Το δικαίωμα ακροάσεως στην αυτοματοποιημένη
φορολογική διαδικασία 357

ΙΙ. Εννοιολογική και ειδολογική οριοθέτηση των μορφών αυτοματοποιήσεως 362

ΙΙΙ. Περιπτωσιολογική ανάλυση 364

1. Έκδοση μεμονωμένων πράξεων με τη βοήθεια η/υ 364

2. Διαδικασία υποστηριζόμενη από τον αυτοματισμό 364

3. Μερικώς αυτοματοποιημένες διαδικασίες 365

4. Πλήρως αυτοματοποιημένες διαδικασίες 366

IV. Δικαιοπολιτική σημασία της ακροάσεως
στην αυτοματοποιημένη φορολογική διαδικασία 367

§ 4. Διοικητική εκτέλεση και προηγουμένη ακρόαση 375

Ι. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως προ της λήψεως
μέτρων διοικητικής εκτελέσεως 375

ΙΙ. Μέτρα διασφαλίσεως των οφειλών στο δημόσιο και δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως κατά το άρ. 46 ΚΦΔ 377

1. Προηγούμενη ακρόαση επί συντηρητικής κατασχέσεως -
άρ. 46 § 1 ΚΦΔ 378

2. Τα μέτρα διασφαλίσεως των συμφερόντων του δημοσίου
(άρ. 46 §§ 5-7 ΚΦΔ) 382

ΙΙΙ. Ατομική ειδοποίηση και προηγούμενη ακρόαση - άρ. 47 ΚΦΔ 391

IV. Ακρόαση λόγω λήψεως μέτρων σε περίπτωση υπόνοιας καταδολιεύσεως (άρθρο 49 ΚΦΔ) 396

V. Προηγούμενη ακρόαση στην περίπτωση της επεκτάσεως
των υποκειμενικών ορίων εκτελεστότητας - άρθρο 50 ΚΦΔ 400

Κεφάλαιο 8ο

Η σχέση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως και
της ενδικοφανούς προσφυγής στη φορολογική διαδικασία

§ 1. Η ενδικοφανής διαδικασία στο φορολογικό δίκαιο 405

Ι. O συμβιβασμός στο φορολογικό δίκαιο 405

ΙΙ. Το καθεστώς προ του ΚΦΔ 410

ΙΙΙ. Η στάση της νομολογίας 411

IV. Η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 63 ΚΦΔ και το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως 414

1. Ενόψει του προστατευτικού σκοπού της ακροάσεως 419

2. Ενόψει του ειρηνευτικού σκοπού της ακροάσεως 425

3. Ενόψει του νομιμοποιητικού σκοπού της προηγούμενης
ακροάσεως 426

V. H θεραπεία της προηγούμενης ακροάσεως από την ενδικοφανή προσφυγή 427

VI. Η τελολογικά συνεπής λύση 432

1. Αναστολή εκτελέσεως της αρχικής αποφάσεως 432

2. Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση 435

3. Η προβλεπόμενη στον ΚΦΔ δυνατότητα αναπομπής 436

Κεφάλαιο 9ο

To ζήτημα της λυσιτελούς προβολής λόγων παραβιάσεως
του δικαιώματος ακροάσεως

Ι. Η θεωρία της λυσιτέλειας 439

ΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 79 § 5 περ. β΄ ΚΔΔ 444

1. Η απαίτηση επικλήσεως βλάβης 445

2. Η απαίτηση αποδείξεως βλάβης 452

ΙΙΙ. Η λυσιτελής προβολή λόγων για παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως επί πράξεων δέσμιας αρμοδιότητας
και διακριτικής ευχέρειας 455

IV. Δικαιοκρατική αντιμετώπιση της θεωρίας της λυσιτέλειας 461

1. Ενόψει του άρθρου 20 § 1 Σ 461

2. Ενόψει της αρχής της ισότητας 464

3. Ενόψει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών 466

4. Ενόψει της αρχής της αναλογικότητας 468

Κεφάλαιο 10ο

Το ζήτημα της αυτεπάγγελτης λήψεως υπ’ όψιν από
τον δικαστή του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης
ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία 477

Κεφάλαιο 11ο

Αστική ευθύνη και αξίωση αποζημιώσεως εξαιτίας
διαδικαστικής παρανομίας 493

Κεφάλαιο 12ο

Συγκριτική επισκόπηση των άρθρων 28 § 1 ΚΦΔ, 62 § 4
και 6 ΚΔΔιαδ με τις §§ 91 ΑΟ και 28 VwVfG 503

 

Κεφάλαιο 13ο

Συμπερασματικές θέσεις

Κεφάλαιο 1ο 509

Κεφάλαιο 2ο 509

Κεφάλαιο 3ο 512

Κεφάλαιο 4ο 514

Κεφάλαιο 5ο 516

Κεφάλαιο 6ο 517

Κεφάλαιο 7ο 520

Κεφάλαιο 8ο 524

Κεφάλαιο 9ο 525

Κεφάλαιο 10ο 526

Κεφάλαιο 11ο 527

Κεφάλαιο 12ο 528

 

Βιβλιογραφία 529

Αλφαβητικό Ευρετήριο 569

1

Κεφάλαιο 1ο

Εισαγωγή

§ 1. Το σύγχρονο κράτος ως φορολογικό κράτος[1]

Το κράτος του Συντάγματος είναι φορολογικό.[2], [3] Χαρακτηρίζεται εκ πρώτοις από το ότι ο φόρος αποτελεί την τυπική πηγή εσόδων του.[4] Το φορολογικό κράτος είναι φορέας των σκοπών του φόρου. O τύπος βέβαια του φορολογικού κράτους δεν εξαρτάται από τον φορέα της εξουσίας (δημοκρατία, αριστοκρατία, μοναρχία) ούτε από τον σκοπό (πχ. κοινωνικό κράτος), όσο κυρίως από ένα συγκεκριμένο εργαλείο κυριαρχίας, τον φόρο. Από την άποψη αυτή το φορολογικό κράτος ομοιάζει προς το παροχικό κράτος, οι δύο δε αυτοί κρατικοί τύποι τελούν σε σχέση αντιστοιχίας, καθώς ό,τι εμφανίζει ο ένας στο σκέλος εσόδων, συνεπάγεται ο άλλος στο σκέλος των εξόδων.[5], [6]

Ωστόσο, ένας ορισμός του φορολογικού κράτους αρκούμενος στην ταυτολογία του, ως εκείνου του κράτους, το οποίο χρηματοδοτείται ουσιωδώς από τους φόρους, θα ήταν ελλιπής.[7] Το φορολογικό κράτος συνιστά ταυτόχρο

2

να αποτέλεσμα και αιτία μιας συγκεκριμένης, ιστορικά διαμορφωμένης τάξεως κράτους και οικονομίας.[8] Δομικό χαρακτηριστικό του είναι η απρόσωπη και αποστασιοποιημένη σχέση κράτους πολίτη, η οποία εξαντλείται στην χρηματική καταβολή του φόρου. Αντίκειται σε αυτό η χρησιμοποίηση υπηρεσιών και λοιπών παροχών από τους πολίτες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.[9] Για τον λόγο αυτό φέρνει σε πέρας τις υποχρεώσεις του με δικό του προσωπικό.[10] Έτσι η ιστορική ανάπτυξη του φορολογικού κράτους συμπίπτει με την εισαγωγή των θεσμών του τακτικού στρατού και των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς τα πάγια έξοδα προσωπικού απαιτούν και πάγια χρηματοδότηση.[11] Στο φορολογικό κράτος εκδηλώνεται η κυριαρχία του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, αφού αυτό -σε αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα- δεν εμφανίζεται ως ικέτης, όταν θέλει να καλύψει τις ανάγκες του, αλλά καθορίζει τις απαιτήσεις του μέσω κυριαρχικών, μονομερών, επιτακτικών εντολών.

Το φορολογικό κράτος, βασιζόμενο στο πρότυπο του “Laisser faire”, προϋποθέτει τον δυϊσμό του κράτους και της κοινωνίας.[12], [13] Ειδικότερα, το κράτος

3

νοείται ως οργανωμένος μηχανισμός κυριαρχίας και λήψεως αποφάσεων και η κοινωνία ως τον χώρο εντός του οποίου αναπτύσσονται οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Έτσι η οικονομία της αγοράς, ως συστατικό στοιχείο του φορολογικού κράτους, βασίζεται στις ελευθερίες των ατόμων. Στο κράτος ανήκει η εξουσία επιβολής φόρων, ενώ στις δυνάμεις της κοινωνίας η εξουσία διαθέσεως των φορολογικών αντικειμένων, η οποία είναι προϊόν δικαιωμάτων. Ιδεολογικό υπόβαθρο της δυαδικής συλλήψεως του φορολογικού κράτους και της κοινωνίας της οικονομίας είναι ο φιλελευθερισμός και μάλιστα τόσο κατά την οικονομική όσο και κατά την κρατική μορφή του.[14], [15] Ο φιλελεύθερος αυτός κρατικός τύπος χάνει την ύπαρξή του

4

όταν το κράτος, μέσω συλλήβδην σοσιαλιστικοποιήσεως των σημαντικότερων παραγόντων της οικονομίας, αποκτά την άμεση κυριαρχία επί των φορολογικών πηγών και κατ’ αυτόν τον τρόπο παραμερίζει τον δυϊσμό ανάμεσα στην κρατική φορολογική εξουσία και στην ελευθερία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.[16] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 § 1Σ, 25Σ και 106 §§1,2 Σ συνάγεται ότι η εθνική έννομη τάξη (όπως και η ενωσιακή) στηρίζεται σε ένα καθεστώς «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Πιο συγκεκριμένα, το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή η ευημερία κατά την οικονομική εναλλακτική του,[17] συναρτάται με ένα σύστημα ελεύθερης οικονομίας της

5

αγοράς.[18] Οι ανωτέρω διατάξεις επομένως συμβάλλουν στη δικαιοκρατική οριοθέτηση της οικονομικής πολιτικής, αφού αφενός τυποποιούν την κρατική παρέμβαση, αφετέρου καθορίζουν το σκοπό και τα όριά της.[19]

Το κράτος, το οποίο χρηματοδοτείται μέσω των φόρων, δεν δύναται να δρα σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και να επιδιώκει κερδοσκοπικούς σκοπούς. Ακόμα όμως και στην εξαιρετική αυτή περίπτωση δεν αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Δεν απαιτεί μονοπώλιο. Το φορολογικό κράτος ζει ως “παράσιτο” της ιδιωτικής οικονομίας.[20] Άρα, για λόγους αυτοσυντηρήσεως, πρέπει να “τροφοδοτεί” αυτόν τον “εγωισμό” της ιδιωτικής οικονομίας.[21] Κατά την παρασκηνιακά κινούμενη αρχή της επικουρικότητας,[22] η κρατική οικονομία οφείλει να μην κάνει, ό,τι μπορεί να κάνει η ιδιωτική πρωτοβουλία.[23] Συμμετέχει έμμεσα στην παραγωγή και στο κέρδος, έχοντας τη δυνατότητα επηρεασμού της ιδιωτικής οικονομίας μέσω ενός συστήματος κυρώσεων, μέσω όρων ρυθμίσεως της οικονομίας και ποικίλων μέσων προωθήσεως της αναπτύξεως.[24] Το φορολογικό κράτος συμμετέχει,

6

δεν δημεύει[25]. Aπέχει από την ανάληψη δραστηριοτήτων, οι οποίες καταλαμβάνονται από το προστατευτικό πεδίο ατομικών δικαιωμάτων και οι οποίες από το Σύνταγμα έχουν ανατεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, παρέχοντας στους πολίτες ένα optimum επιδιώξεως κέρδους.[26] Με την απελευθέρωση από την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών προς το κράτος διευρύνεται η ιδιωτική σφαίρα των πολιτών, ο δε φόρος συνιστά το τίμημα για την προστασία που παρέχει το κράτος και την θεσμική ασφάλεια, απαραίτητα συστατικά της ελεύθερης οικονομικής πρωτοβουλίας.[27] Στο σημείο αυτό εκδηλώνεται η «υστεροβουλία» του φορολογικού κράτους. Η ευρωστία του κράτους εξαρτάται από την ευημερία των πολιτών. Αλλά και όσο περισσότερα μέσα χρειάζεται το κράτος, τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε φορολογικό κράτος, τόσο περισσότερο βρίσκει το κράτος δικαίου στο φορολογικό κράτος την ουσιαστική έκφρασή του.[28]

Η φορολογική δικαιοσύνη είναι η ουσιωδέστερη συνιστώσα του φορολογικού κράτους, η οποία θρέφεται τόσο από την φορολογική ηθική του κράτους όσο και των πολιτών.[29],[30] H επέμβαση του φορολογικού κράτους όμως απαιτεί αφενός, όπως οι ισχύοντες φορολογικοί νόμοι σέβονται την αυτονομία των φορολογουμένων, αφετέρου τη δόμησή τους κατά το σχήμα «Όταν-Τότε», το οποίο σημαίνει ότι φορολογική ενοχή υφίσταται μόνο όταν πληρούται το πραγματικό ενός κανόνα δικαίου, το οποίο δικαιολογεί φοροδοτική ικανότητα.[31] Αν βέβαια πληρούνται οι όροι γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως εξαρτάται από τον φορολογούμενο, ο οποίος επιτρέπεται να διαμορφώνει έτσι τις βιοτικές και επαγγελματικές σχέσεις του, ώστε να καταβάλει

7

τον χαμηλότερο δυνατό φόρο.[32] Επιπλέον πρέπει να διατηρείται η ουσία των φορολογικών νόμων που είναι η ισότητα κατά την επιβολή του φόρου και η διατήρηση της φορολογικής πηγής.[33]

Τα ατομικά δικαιώματα ωστόσο είναι μεν λειτουργικές προϋποθέσεις του μηχανισμού της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, μέσο διαμορφώσεως της προσφοράς και της ζητήσεως, αλλά ταυτόχρονα και παράγοντες κινδύνου συγκεντρώσεως εξουσίας σε βάρος της ελευθερίας των αδύναμων, όροι δημιουργίας οικονομικής εξαρτήσεως και αιτία έντονων βιοτικών διαφορών. Γι’ αυτό το κράτος είναι συνυπεύθυνο τόσο για τον σεβασμό αυτών των λειτουργικών προϋποθέσεων όσο και για τη ρύθμιση των κινδύνων στην οικονομία της αγοράς. Χαράσσει μια “κοινωνική” πολιτική σχετικά με την οικονομία της αγοράς και συντέμνει την απόσταση μεταξύ κράτους και οικονομίας, χωρίς να αίρει την προστασία των λειτουργικών προϋποθέσεων.[34] Το σύγχρονο φορολογικό κράτος δεν αποσκοπεί μόνο στην κάλυψη δημοσιονομικών αναγκών, αλλά αποτελεί και εργαλείο κοινωνικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα αποδεικνύοντας την ζωντάνια και την αποδοτικότητά του.[35],[36] Το φορολογικό κράτος αποτελεί το συνταγματικό έρεισμα του κοινωνικού κράτους.[37] Καθώς η κρατική παροχική διοίκηση εξασφαλίζει τα μέσα της μέσω των φόρων, συνδέεται το κράτος πρόνοιας με το φορολογικό κράτος και αυτό με τη βιοτική πρόνοια.[38] To σύγχρονο κράτος δικαίου είναι κοινωνικό κράτος κυρίως μέσω της λειτουργίας του ως φορολογικό κράτος.[39] Tο κοινωνικό κράτος του Συντάγματος βρίσκει στο φόρο το κατάλληλο

8

εργαλείο για την πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς αφαιρεί από τα άτομα αγοραστική δύναμη κατά το μέτρο της αποδοτικής τους ικανότητας, ενώ το κοινωνικό κράτος τους την επιστρέφει κατά το μέτρο των αναγκών τους.[40]

Εξάλλου και άμεσα μέσω του φόρου επιτυγχάνονται κοινωνικοί σκοποί δεδομένου ότι η διαμόρφωση της φορολογικής ενοχής γίνεται κατά τέτοιο τρόπο (μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων ή προοδευτικών συντελεστών), ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές διαφορές και να επιδιώκεται η λείανσή τους.[41] O φόρος αίρει την σχέση εντάσεως ανάμεσα στο κοινωνικό κράτος -που επιδικώκει την ισοπέδωση των πραγματικών διαφορών- και σε θεσμούς του κράτους δικαίου με τους οποίους κατοχυρώνονται ατομικές ελευθερίες και συνεπώς διευκολύνουν την πραγματική ανισότητα. Το κοινωνικό κράτος είναι αποτελεσματικό μόνο ως κοινωνικό φορολογικό κράτος, διότι μόνο αυτό επιτρέπει τη συμβίωση του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου. Tέλος, το φορολογικό κράτος δεν αποτελεί μόνο τη βάση, αλλά και το όριο του κοινωνικού κράτους, καθώς οριοθετεί τον κοινωνικό ακτιβισμό αναλόγως της αποδοτικής ικανότητας των πολιτών και αυτό, διότι οι κυριαρχικές εξουσίες εντός του εξαρτώνται από το ύψος του εθνικού προϊόντος, τα δε οικονομικά όρια του φορολογικού κράτους θέτουν ταυτόχρονα και νομικά όρια στις αξιώσεις των ατόμων για κοινωνικές παροχές.[42]

§ 2. Το φορολογικό δίκαιο ως ειδικός χειραφετημένος κλάδος
του διοικητικού δικαίου

Tο φορολογικό δίκαιο αποτελούμενο από το σύνολο των κανόνων συνταγματικού, ουσιαστικού και δικονομικού διοικητικού δικαίου, της ειδικής φορολογικής νομοθεσίας και των κανόνων του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου που αφορούν το πολυσύνθετο φαινόμενο του φόρου[43] και ρυθμίζουν τα δικαιώματα

9

και τις υποχρεώσεις στην φορολογική έννομη σχέση ανήκει αναμφισβήτητα στο δημόσιο δίκαιο, διότι υπηρετεί το δημόσιο και όχι το ιδιωτικό συμφέρον,[44] ρυθμίζει σχέσεις νομικής υπεροχής του κράτους έναντι των πολιτών, υλοποιώντας τις επιταγές της διανεμητικής δικαιοσύνης,[45] και οι διατάξεις του ουσιαστικές και διαδικαστικές αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο, του οποίου την εφαρμογή δεν μπορεί να αποκλείσει η ιδιωτική βούληση.[46] Το φορολογικό δίκαιο είναι κατ’εξοχήν διοικητικό δίκαιο, τα θεμελιώδη ζητήματα του οποίου είναι διοικητικής φύσεως, τα οποία συχνά επιλύονται με βάση το συνταγματικό δίκαιο.[47]

H δράση της διοικήσεως στο πλαίσιο της μαζικής φορολογικής διαδικασίας[48] αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κυριαρχικής και ειδικότερα περιοριστικής

10

διοικήσεως, αφού επεμβαίνει στην περιουσιακής ή μη φύσεως ιδιωτική σφαίρα του ατόμου. Αποτελεί ωστόσο ιδιαίτερη μονάδα εντός του διοικητικού δικαίου, καθώς όχι μόνο προϋποθέτει λειτουργικά ένα φιλελεύθερο κράτος -σε αντίθεση με το γενικό διοικητικό δίκαιο, το οποίο λόγω της επιταχυνόμενης αναπτύξεως του κράτους σε κοινωνικό τείνει προς τον τύπο μιας κοινωνικά διαμορφωμένης διοικήσεως,[49] αλλά κυρίως διότι έχει αναπτύξει το δικό του θεμελιακό αξιακό σύστημα βασιζόμενο στην αρχή της νομιμότητας του φόρου (78§§1,4 Σ) και στην αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης (4§5Σ), οι οποίες συγκεκριμενοποιούν στον χώρο της φορολογίας την υπερκείμενη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου[50] και οι οποίες αναγκάζουν τον φορολογικό δανειστή σε επιβολή του φόρου ανάλογα με τις οικείες διατάξεις.[51] Είναι προφανές ότι η περιορισμένης εκτάσεως κανονιστική εξουσία, η περιορισμένη αναδρομικότητα των φορολογικών νόμων, η καταρχήν απουσία διακριτικής ευχέρειας των οργάνων της φορολογικής διοικήσεως ή η απαγόρευση ανακλήσεως των φορολογικών πράξεων συνιστούν αποκλίσεις από τα γενικώς ισχύοντα στο διοικητικό δίκαιο και ιδιαιτερότητα της φορολογικής επιβολής βασιζόμενη στις ανωτέρω αρχές.

Το φορολογικό δίκαιο κατά την φορολογική επιβολή δεσμεύεται από τις εγγενείς αρχές του, όπως ανεύρει την δίκαιη βάση υπολογισμού του φόρου και

11

των συντελεστών του κατά την εξατομίκευση της φορολογικής οφειλής.[52] O σκοπός του φορολογικού νόμου όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον σκοπό του φόρου. Ο τελευταίος, συνιστάμενος στον πορισμό εσόδων αποτελεί μόνο το κίνητρο για τη δημιουργία των φορολογικών νόμων, όχι τον σκοπό καθεαυτό[53]. Έτσι η επικράτηση της ratio legis οδηγεί στην αυτονομία του φορολογικού δικαίου, η οποία αντανακλά την ανάπτυξη ιδιαίτερων δομών και ορολογίας, δηλώνοντας την έλλειψη δεσμεύσεως του φορολογικού δικαίου από τις αξιολογήσεις και την τυπολογία άλλων κλάδων δικαίου και ιδιαίτερα του ιδιωτικού δικαίου.[54] Εκφάνσεις της αυτονομίας

12

του,[55] όπως η μετάπλαση νομικών εννοιών και τύπων, ο ρεαλισμός (και ο αμοραλισμός) του φορολογικού δικαίου, κάθε ένα από τα οποία αποβλέπει στην ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών με σκοπό την υπαγωγή τους στο πραγματικό των φορολογικών κανόνων δικαίου σε περίπτωση διαστάσεως της νομικής και οικονομικής πραγματικότητας, αποτελούν -παρά την μεθοδολογική υπόδειξη της κρατούσας στην ελληνική θεωρία και νομολογία θέσεως περί στενής ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων-[56], τελολογική μέθοδο για την ανεύρεση του αληθούς και αντικειμενικού σκοπού της φορολογικής νομοθεσίας που συνίσταται στη σύλληψη με ομοιόμορφο τρόπο της οικονομικής φοροδοτικής ικανότητας, υλοποιώντας με τον τρόπο αυτό την ανωτέρω αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και επιτάσσοντας την ίση φορολογική μεταχείριση ομοίων καταστάσεων και όχι ομοίων νομικών τύπων.[57] Τα παραπάνω ισχύουν και όσον αφορά στην ερμηνεία των διαδικαστικών

13

διατάξεων καθώς η αυτονομία του φορολογικού δικαίου έχει τις αντίστοιχες εκδηλώσεις της και στο πεδίο της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας.[58]

Οι ως άνω παράγοντες προσδίδουν στο φορολογικό δίκαιο από την άποψη της κανονιστικής, τελολογικής, συστηματικής και εννοιολογικής ταυτότητας το χαρακτήρα ενός ενιαίου και ολοκληρωμένoυ δικαιϊκού υποσυστήματος. Παρουσιάζοντας ελάχιστα κοινά με τους κλάδους του ειδικού διοικητικού δικαίου,[59] δεν αποτελεί έναν απομονωμένο «αυτάρκη βιότοπο»,[60] αλλά συνιστά σύστημα κανόνων δικαίου το οποίο προϋπήρχε ιστορικά και στην ουσία προσεταιρίστηκε τη δογματική και τις διαδικασίες του διοικητικού δικαίου,[61] δικαίως δε, ενόψει των ανωτέρω, δεν αποτελεί τμήμα του ειδικού διοικητικού δικαίου, αλλά εντάσσεται συστηματικά στο διοικητικό δίκαιο ως «χειραφετημένος»[62] κλάδος του και στο δημόσιο δίκαιο ως αυτοτελής

14

κλάδος.[63] Η εξόχως σημαντική λειτουργία του ως ιδανικού και απαραίτητου «πεδίου αναφοράς»[64] διοικητικής διαδικασίας, ενόψει της φύσεώς του ως περιοριστικού δικαίου και του χαρακτήρα της φορολογικής διοικήσεως[65] ως μαζικής περιοριστικής διοικήσεως, εντείνει τη σχέση αμοιβαίας γονιμοπoιήσεως των δύο ανωτέρω δικαιϊκών κλάδων.

§ 3. Το δικαίωμα ακροάσεως στη φορολογική διαδικασία

Αντικείμενο του υπό έρευνα τόπου αποτελεί το εύρος της ασκήσεως του θεμελιώδους διαδικαστικού δικαιώματος της προηγουμένης ακροάσεως στο πεδίο της φορολογικής διαδικασίας. Η επεμβατική δράση της φορολογικής διοικήσεως, η οποία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα μαζικότητας και τυποποιήσεως, συνεπάγεται την ανάγκη της in concreto εφαρμογής του φορολογικού νόμου. Είναι αφενός αυτός ο χαρακτηρισμός της φορολογικής διοικήσεως, ως περιοριστικής διοικήσεως, και αφετέρου της φορολογίας, ως μίας από τις κλασικές μορφές εξάρσεως της κρατικής εξουσίας, οι οποίες κατατάσσουν μεν το φορολογικό δίκαιο στον χώρο του «περιοριστικού δικαίου»

15

Back to Top