ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ
Η επίδρασή της στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 272
- ISBN: 978-618-08-0499-7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Αντικείμενο και διάρθρωση έρευνας 1
2. Η «νέα» ιδιότητα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας
στην έννομη τάξη της Ένωσης 3
3. Η σύνδεση της ιθαγένειας της Ένωσης με τις ενωσιακές
δημοκρατικές αρχές 8
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
1. Το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή
στα κράτη μέλη 23
i. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του δικαιώματος και
η αποσύνδεση από την εσωτερική αγορά 23
ii. Το ευρύ περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
στους Ευρωπαίους πολίτες 28
iii. Η συσταλτική ερμηνεία των περιορισμών του δικαιώματος
κυκλοφορίας και διαμονής 33
2. Η ενίσχυση της θέσης του Ευρωπαίου πολίτη μέσω
της παροχής δικαιωμάτων πολιτικής και διεθνούς φύσεως 39
i. Η προστασία των Ευρωπαίων από την Ένωση
με χαρακτηριστικά εθνικού κράτους 39
ii. Το δικαίωμα συμμετοχής του Ευρωπαίου πολίτη
σε εκλογικές διαδικασίες 43
iii. Ο συντονισμός και η συνεργασία των κρατών μελών
για την παροχή διπλωματικής και προξενικής προστασίας 49
iv. Ο Ευρωπαίος πολίτης εγγύτερα στην ενωσιακή
νομοθετική διαδικασία 55
3. Η ενίσχυση της κοινωνικής θέσης των Ευρωπαίων πολιτών
στην ενωσιακή έννομη τάξη 59
i. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ενωσιακής νομοθεσίας
για την κοινωνική προστασία 59
ii. Οι αρχές λειτουργίας του Κανονισμού 883/2004/ΕΚ
για την κοινωνική προστασία 65
4. Η προστασία του Ευρωπαίου πολίτη ως διοικούμενου 72
i. Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και η χρηστή
ενωσιακή διοίκηση 72
ii. Το δικαίωμα αναφοράς 81
Β΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
ΣΕ ΥΠΗΚΟΟΥΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
1. Η άμεση απονομή παρεπόμενων δικαιωμάτων
σε υπηκόους τρίτων χωρών από το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο 86
i. Η σχέση ΧΘΔΕΕ - παραγώγου ενωσιακού δικαίου και το παρεπόμενο δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών 86
ii. Το ευρύ περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
στους υπηκόους τρίτων χωρών 92
iii. Η αυτονόμηση του δικαιώματος διαμονής των υπηκόων
τρίτων χωρών 97
iv. Το παρεπόμενο δικαίωμα διπλωματικής και
προξενικής προστασίας 100
2. Η απονομή παρεπόμενων δικαιωμάτων σε υπηκόους
τρίτων χωρών από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο 101
i. Η παροχή παρεπόμενων δικαιωμάτων κυκλοφορίας και διαμονής
εκ του άρθρου 21 ΣΛΕΕ 101
ii. Η παροχή παρεπόμενων δικαιωμάτων από την ιθαγένεια
της Ένωσης και ο γενικός κανόνας της υπόθεσης Ruiz Zambrano 107
iii. Η νομολογιακή διάπλαση επιπροσθέτων όρων επί του γενικού κανόνα της υπόθεσης Ruiz Zambrano 113
iv. Η αναγκαία διαφοροποίηση μεταξύ ανήλικων και
ενηλίκων πολιτών της Ένωσης 125
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΠΙ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
1. Πολίτες της Ένωσης και πολίτες των κρατών μελών 133
i. Η βούληση των κρατών μελών κατά τη θέσπιση της ιθαγένειας
της Ένωσης 133
ii. Οι Δηλώσεις περί ιθαγένειας από το Ηνωμένο Βασίλειο 137
2. Η αυτονόμηση του πολίτη της Ένωσης από την άσκηση
οικονομικών δραστηριοτήτων 139
i. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια ως σύνδεσμος εφαρμογής
του ενωσιακού δικαίου 139
ii. Η προστασία του Ευρωπαίου πολίτη ως σπουδαστή 143
3. Ο λαός του κράτους μέλους, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 146
i. Η διείσδυση του ενωσιακού δικαίου στην οριοθέτηση
της έννοιας «υπήκοος κράτους μέλους» 146
ii. Οι Ευρωπαίοι πολίτες ως κάτοικοι Υπερπόντιων Χωρών
και Εδαφών 156
iii. Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στο δίκαιο των κρατών μελών αναφορικά με την ιθαγένεια και την άσκηση των συναφών
ενωσιακών δικαιωμάτων 160
Β΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΠΕΡΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
1. «Η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει
τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών» και
το ενδεχόμενο ύπαρξης εσωτερικής κατάστασης 170
2. Η επέκταση της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου
σε ζητήματα αφαίρεσης / αυτοδίκαιης απώλειας
της εθνικής ιθαγένειας κράτους μέλους 174
i. Η ανάγκη διάκρισης μεταξύ απονομής και αφαίρεσης/απώλειας
της εθνικής ιθαγένειας για την υποχρέωση τήρησης
του ενωσιακού δικαίου 174
ii. Η επέμβαση του ενωσιακού δικαίου σε περιπτώσεις αφαίρεσης
της εθνικής ιθαγένειας 175
iii. Η οικειοθελής απώλεια της εθνικής ιθαγένειας κράτους μέλους
με σκοπό την πολιτογράφηση σε άλλο κράτος μέλος 181
iv. Η επέμβαση του ενωσιακού δικαίου σε ζητήματα αυτοδίκαιης
απώλειας της εθνικής ιθαγένειας 183
3. Η επέκταση της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου
σε ζητήματα κτήσης και πιστοποίησης της κατοχής της εθνικής ιθαγένειας κράτους μέλους 195
i. Η αντίδραση της Ένωσης στην απονομή εθνικής ιθαγένειας
σε επενδυτές 196
ii. Η επέμβαση του ενωσιακού δικαίου σε ζητήματα πιστοποίησης της κατοχής της εθνικής ιθαγένειας: η απόφαση Pancharevo 199
iii. Η επιβεβαίωση της νομολογίας Pancharevo 214
4. Ενδεχόμενες μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα απονομής
και αφαίρεσης-απώλειας της εθνικής ιθαγένειας
των κρατών μελών 217
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 225
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 233
ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΣ
Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 243
Β. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 246
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 251
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Αντικείμενο και διάρθρωση έρευνας
Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η επίδραση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στην ενωσιακή έννομη τάξη αναφορικά με το ρόλο της ως μίας θεμελιώδους ιδιότητας των Ευρωπαίων πολιτών και η εξέταση της επίδρασης της θέσπισής της από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) στην εμβάθυνση της ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταρχάς θα παρουσιαστούν οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση μίας ρητής διάταξης στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο σχετικά με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, παρά το γεγονός ότι, έως τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η εν λόγω ιδιότητα δεν ήταν άγνωστη στο τότε κοινοτικό δίκαιο και τύγχανε προστασίας αναφορικά με τα δικαιώματα των διακινούμενων πολιτών των κρατών μελών. Επιπροσθέτως, θα εξεταστεί η σχέση της ιθαγένειας της Ένωσης και η σύνδεσή της με τις ενωσιακές δημοκρατικές αρχές (ισότητα, αντιπροσωπευτική και συμμετοχική δημοκρατία).
Στο Α΄ Μέρος της παρούσας θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί η σημασία της πρόβλεψης δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένεια της Ένωσης και η σχέση αυτών με την ενοποιητική πορεία. Ειδικότερα, στο Α΄ Κεφάλαιο θα αναλυθεί η επίδραση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στην προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, καθώς και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Ειδικότερα, θα εξεταστεί ο ρόλος που διαδραμάτισε η ευρωπαϊκή ιθαγένεια κατά τη θέσπιση του παράγωγου ενωσιακού δικαίου για τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών και η συμβολή της παρεχόμενης προστασίας στην πολιτική πτυχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Συγκεκριμένα, θα ερευνηθεί ο τρόπος επίδρασης στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης, ενώ παράλληλα θα αναδειχθεί η ενίσχυση της θέσης του Ευρωπαίου πολίτη μέσω της παροχής δικαιωμάτων διεθνούς χαρακτήρα και πολιτικής φύσεως από την Ένωση αλλά και η κοινωνική προστασία των Ευρωπαίων πολιτών στην ενωσιακή έννομη τάξη. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση της θέσπισης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στη μετεξέλιξη της έννοιας του Ευρωπαίου πολίτη από τον πολίτη της αγοράς στον πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, έπειτα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, πραγματοποιήθηκε η αποσύνδεση από την υποχρέωση δράσης ενός προσώπου στην εσωτερική αγορά προκειμένου να απονεμηθούν δικαιώματα σε αυτό το πρόσωπο. Τούτο δε διότι πλέον απονέμονται δικαιώματα σε όλα τα πρόσωπα – υπηκόους των κρατών μελών στο πλαίσιο της ανάγκης εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης.
Σελ. 2
Στη συνέχεια, στο Β΄ Κεφάλαιο θα ερευνηθεί πώς επηρεάζεται η ενοποιητική πορεία από την απονομή ορισμένων εκ των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών σε υπηκόους τρίτων κρατών. Ειδικότερα, θα αναλυθεί ο λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκε από τον ενωσιακό νομοθέτη ένα διασταλτικό υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του παραγώγου ενωσιακού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής και περί διπλωματικής και προξενικής προστασίας, καθώς και οι συνέπειες της απονομής των εν λόγω δικαιωμάτων ως παρεπόμενων δικαιωμάτων σε υπηκόους τρίτων χωρών που είναι μέλη της οικογένειας ενός Ευρωπαίου πολίτη. Επιπλέον, θα εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο η νομολογία του Δικαστηρίου οδηγήθηκε στην κρίση περί εφαρμογής του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, και δη των άρθρων 20 και 21 ΣΛΕΕ, σε περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οικείου παραγώγου ενωσιακού δικαίου. Πρόκειται ενδεχομένως για μία ουσιώδη επέκταση της παρεχόμενης προστασίας προς πρόσωπα που δεν διαθέτουν μεν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, αλλά που κρίνεται σκόπιμο ότι πρέπει να τύχουν αποτελεσματικής προστασίας προκειμένου να επιτελεστούν ευρύτεροι ενωσιακοί σκοποί;
Στο Β΄ Μέρος, και δη στο Α΄ Κεφάλαιο αυτού, θα εξεταστεί η σχέση μεταξύ πολίτη κράτους μέλους και πολίτη της Ένωσης υπό την οπτική του ρόλου του ιδιώτη στην ενωσιακή έννομη τάξη. Τούτο δε σε συνάρτηση με την υπ΄ αριθμ. 2 Δήλωση των κρατών μελών για την ιθαγένεια του κράτους μέλους, που προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992). Η Δήλωση αυτή αποτυπώνει ιστορικά τη θέση των κρατών μελών αναφορικά με τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και την παρακράτηση από τα κράτη μέλη της αρμοδιότητας αναφορικά με την εθνική ιθαγένεια. Επιπλέον, θα αναδειχθούν ορισμένα σημαντικά ζητήματα που εγέρθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της ιθαγένειας της Ένωσης. Ειδικότερα, θα αναλυθεί η αποσύνδεση της απονομής δικαιωμάτων από το ενωσιακό δίκαιο σε υπηκόους των κρατών μελών από την υποχρέωση άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων λόγω ακριβώς της θέσπισης της θεμελιώδους ιδιότητας της ιθαγένειας της Ένωσης. Επίσης, θα εξεταστούν περιπτώσεις κρατών μελών που παλαιότερα αποτελούσαν αποικιακές δυνάμεις σε σχέση με την απονομή του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Παράλληλα στο Β΄ Κεφάλαιο του Β΄ Μέρους θα εξεταστούν τα όρια που έχουν τεθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τους τρόπους απώλειας-αφαίρεσης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και κατ΄ επέκταση αναφορικά με τους κανόνες των κρατών μελών για την εθνική τους ιθαγένεια. Η παρέμβαση του ενωσιακού δικαίου σε αμιγώς εθνικά ζητήματα δύναται να θεωρηθεί επιτρεπτή βάσει του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου ή υφίσταται, ενδεχομένως, υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που έχουν παραχωρηθεί στην Ένωση από τα κράτη μέλη αναφορικά με τη ρύθμιση των εν λόγω ζη-
Σελ. 3
τημάτων; Επιπλέον θα εξεταστεί η επέκταση της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου σε ζητήματα κτήσης και πιστοποίησης της κατοχής της εθνικής ιθαγένειας κράτους μέλους βάσει της οικείας νομολογίας του ΔΕΕ.
Τέλος, θα εξεταστεί εάν υφίσταται διεύρυνση της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου σε αμιγώς εθνικές καταστάσεις και ποια ενδέχεται να είναι τα επόμενα βήματα επί ζητημάτων ιθαγένειας, υπό την έννοια της δυνατότητας υιοθέτησης ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα αυτό μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, θα εξεταστούν οι ενδεχόμενες έννομες συνέπειες της σύναψης μία διεθνούς συνθήκης μεταξύ των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα, καθώς και οι προοπτικές της δράσης των κρατών μελών βάσει και της επίδρασης της συναφούς ενωσιακής νομολογίας.
Οι ως άνω προβληματισμοί, που αποτελούν και το ζητούμενο ερευνητικό ερώτημα, έχουν ως βάση τους την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ένωσης, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, καθώς και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο που έχει υιοθετηθεί για την προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, όπως τα εν λόγω δικαιώματα συνδέονται με τη θεμελιώδη ιδιότητα κάθε προσώπου να είναι Ευρωπαίος πολίτης εφόσον κατέχει την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους μέλους.
2. Η «νέα» ιδιότητα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας στην έννομη τάξη της Ένωσης
Ο Robert Schuman στη διακήρυξή του στις 9 Μαΐου 1950 δήλωσε ότι η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη με σκοπό τη συνένωση των ευρωπαϊκών εθνών. Η ενοποίηση της Ευρώπης αποτελεί μία διαδικασία που εκκίνησε από την ανάγκη σύμπλευσης των οικονομικών συμφερόντων των ιδρυτικών κρατών μελών, με σκοπό την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των υπηκόων τους μέσω της δημιουργίας και αποτελεσματικής λειτουργίας μίας εσωτερικής αγοράς στην Ένωση.
Σελ. 4
Σε ένα επόμενο στάδιο, ο κύριος στόχος ήταν η ενοποιητική διαδικασία να αποκτήσει ευρύτερο χαρακτήρα, καθώς, πέρα από τα οικονομικά ζητήματα, επιδιώχθηκε να ρυθμιστούν τομείς με πολιτικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης, ώστε να επέλθει όχι μόνο ενοποίηση κρατών μελών αλλά μία ουσιαστική και έμπρακτη συνένωση των ευρωπαϊκών λαών.
Ο ανωτέρω θεμελιώδης στόχος της συνένωσης των ευρωπαϊκών λαών και της δημιουργίας μίας κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα εάν ληφθούν υπόψη οι διαφορές στον πολιτισμό των κρατών μελών και τον τρόπο ζωής των υπηκόων τους, οι οποίες αναδείχθηκαν ιδιαίτερα το πρώτο μισό του 20 αιώνα μέσω και των δύο παγκόσμιων συρράξεων που κύριο πεδίο μάχης είχαν την Ευρώπη. Η διαφορετική αντίληψη για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η ενοποιητική διαδικασία δημιούργησε αρκετές προστριβές κατά τα διάφορα στάδια αυτής και αποτυπώθηκε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών κατά τη διαμόρφωση των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής αντίληψης για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η ενοποιητική διαδικασία αποτελεί, ήδη από τη δεκαετία του 1950 και σε ένα πρώιμο στάδιο, η αποτυχία του εγχειρήματος ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας λόγω της άρνησης της γαλλικής εθνοσυνέλευσης να επικυρώσει τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας και η συνακόλουθη αποτυχία της πρωτοβουλίας για την ίδρυση μίας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Τούτο δε οδήγησε, όπως είναι γνωστό, στον, καταρχήν, προσανατολισμό της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σε ρύθμιση ζητημάτων οικονομικής φύσης με απώτερο σκοπό την οικονομική και κοινωνική πρόοδο των κρατών μελών με αρμονική ανάπτυξη των οικονομιών τους, ώστε να υπάρξει σταθερή βελτίωση των όρων διαβίωσης και απασχόλησης των λαών τους.
Σελ. 5
Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί η αποτυχία, πολλά έτη μετά τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), της επικύρωσης της Συνθήκης για τη θέσπιση του Συντάγματος της Ευρώπης, η οποία, παρότι είχε εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (18.06.2004) και υπογραφεί στη Ρώμη στα τέλη του έτους 2004, εντούτοις δεν επικυρώθηκε στη συνέχεια από τη Γαλλία (29.05.2005) και τις Κάτω Χώρες (01.06.2005) δια των αντίστοιχων εθνικών δημοψηφισμάτων τους, με συνέπεια να ματαιωθεί το εν λόγω εγχείρημα. Η αποτυχία θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος λόγω της μη υπερψήφισης αυτού από τους λαούς δύο κρατών μελών, χωρίς μάλιστα να ληφθεί υπόψη ότι δεν υπήρξε έκφραση δια εθνικών δημοψηφισμάτων της βούλησης και των υπολοίπων λαών της Ένωσης, καταδεικνύει την έλλειψη μίας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας υπό την έννοια ότι έλειπε το αναγκαίο εκείνο στοιχείο για την περαιτέρω εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης στην Ένωση.
Εκ των ανωτέρω, ιδίως δε αν ληφθεί υπόψη ότι η Συνθήκη για το Σύνταγμα της Ευρώπης δεν επικυρώθηκε από δύο ιδρυτικά κράτη μέλη της Ένωσης, συνάγεται η δυσκολία του εγχειρήματος δημιουργίας μίας συναντίληψης των Ευρωπαίων πολιτών για το ρόλο της Ένωσης και για τους σκοπούς που οφείλει να επιτελέσει. Τούτο, όμως, αποτελεί το κύριο ζητούμενο, προκειμένου η ενοποιητική διαδικασία να προωθηθεί με αποτελεσματικό τρόπο, καθώς χωρίς την αποδοχή από τους ευρωπαϊκούς λαούς του εν γένει ενωσιακού οικοδομήματος και των μέτρων αυτού, όπως εκφράζονται κυρίως από το πρωτογενές και το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, δεν θα καταστεί εφικτή η ολοκλήρωση του ενωσιακού εγχειρήματος και η εν τέλει επίτευξη του οράματος του Robert Schuman για μια πραγματική αλληλεγγύη και συνένωση των ευρωπαϊκών εθνών μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το χάσμα μεταξύ οικονομικού και πολιτικού ενοποιητικού χώρου μπορεί μεν καλύπτεται σταδιακά μέσω των τροποποιητικών Συνθηκών της Ένωσης, ωστόσο η πλήρης γεφύρωσή του απέχει ακόμα, καθώς πρέπει να καμφθούν οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται από μερίδα κρατών μελών αναφορικά με την περαιτέρω παραχώρηση αρμοδιοτήτων στην Ένωση πέραν αυτών που έχουν ήδη παρασχεθεί. Όσον αφορά σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, οι όποιες επιφυλάξεις έχει διαφανεί ότι είναι ευκολότερο να εκλείψουν λόγω της συναντίληψης μεταξύ των κρατών μελών για την ανάγκη επίτευξης ενιαίας οικονομικής ευμάρειας και ανάπτυξης, ώστε να προωθηθούν τα επιμέρους οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών μέσω της επίτευξης ενός κοινού συλλογικού οικονομικού συμφέροντος, όπως τούτο προωθείται από την ενωσιακή έννομη τάξη με ιδιαίτερα επιτυχημένο τρόπο ήδη από τα πρώτα στάδια λειτουργίας της Ένωσης.
Ωστόσο, αναφορικά με το πολιτικό σκέλος του ενοποιητικού εγχειρήματος, η πορεία αυτού έως σήμερα έχει αναδείξει ότι συνεχίζουν και παραμένουν αρκε-
Σελ. 6
τές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις εκ μέρους των κρατών μελών σε σχέση με την προώθηση της πολιτικής ενοποίησης στην Ένωση. Μία από τις αιτίες για την περιορισμένη έκταση που έχει λάβει έως σήμερα η πολιτική ενοποίηση αποτελεί η έλλειψη νομιμοποίησής της από τους ευρωπαϊκούς λαούς, καθώς, όπως έχει αναδειχθεί από την ιστορική διαδρομή της Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι πιο δεκτικά στην παραχώρηση στην Ένωση αρμοδιοτήτων που άπτονται του οικονομικού τομέα παρά στην ενιαία ενωσιακή ρύθμιση ζητημάτων που άπτονται της πολιτικής διακυβέρνησης, η πλειονότητα ρύθμισης των οποίων έχει παρακρατηθεί από τα κράτη μέλη και εντάσσεται στο στενό πυρήνα των εθνικών αρμοδιοτήτων τους.
Για τους ανωτέρω λόγους, καθίσταται σαφής ο ιδιαίτερος ρόλος, που δύναται να διαδραματίσει για την προώθηση της πολιτικής ενοποίησης στην Ένωση, η δημιουργία μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών, ώστε να δοθεί η απαραίτητη νομιμοποίηση για τη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων από τα κράτη μέλη για την παραχώρηση των σχετικών αρμοδιοτήτων στην Ένωση. Ένα σημαντικό βήμα για τη συνένωση των ευρωπαϊκών εθνών και τη δημιουργία μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης αποτέλεσε η θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σημειώνεται ότι η ιδιαίτερη σημασία της θέσπισης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας για την ενίσχυση και την προαγωγή μίας κοινής ταυτότητας μεταξύ των λαών της Ευρώπης είχε επισημανθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρκετά πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήδη από το στάδιο λειτουργίας της ΕΟΚ.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας, που εκκίνησε με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για μία στενότερη ένωση και συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, απαιτούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να εισέλθει σε νέα πεδία ενωσιακής δράσης. Για το λόγο αυτό, από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και στο εξής, έχει τεθεί ήδη από το προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η βούληση των κρατών μελών «να θεσπίσουν μια κοινή ιθαγένεια για τους υπηκόους των
Σελ. 7
χωρών τους». Δια της θεσπίσεως της ιθαγένειας της Ένωσης, τα κράτη μέλη επεδίωξαν να συνεχιστεί η κοινή πορεία συνεργασίας τους προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης. Η δε διάταξη του άρθρου 8 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ), όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όριζε ότι «Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη».
Πρέπει να επισημανθεί ότι η ιθαγένεια ως έννοια αντικατοπτρίζει τον δημοσίου δικαίου δεσμό ενός ατόμου με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει. Επομένως, χρησιμοποιείται αναφορικά με την εθνική ιθαγένεια των κρατών μελών. Αντίθετα, ως έννοια «η ιθαγένεια της Ένωσης», λόγω της ιδιάζουσας νομικής φύσης και του χαρακτήρα της Ένωσης, χρησιμοποιείται με καταχρηστικό τρόπο, καθώς δεν πρόκειται για απονομή ιθαγένειας ενός κράτους - πολιτείας, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί με οιονδήποτε τρόπο κρατική οντότητα όμοια με εκείνη ενός κράτους. Συνεπώς, δεν υφίσταται ο απαιτούμενος δε-
Σελ. 8
σμός δημοσίου δικαίου κάθε φυσικού προσώπου ως Ευρωπαίου πολίτη με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτεία. Για το λόγο αυτό, η ιθαγένεια της Ένωσης και κατ΄ επέκταση ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης είναι μία δευτερογενής ιδιότητα, που εξαρτάται από το δίκαιο ιθαγένειας κάθε κράτους μέλους, καθώς είναι μία ιθαγένεια παράγωγη και επικουρική της εθνικής ιθαγένειας των κρατών μελών.
3. Η σύνδεση της ιθαγένειας της Ένωσης με τις ενωσιακές δημοκρατικές αρχές
Ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται να διαδραματίσει στην προώθηση του ενοποιητικού εγχειρήματος η ρητή πρόβλεψη περί ιθαγένειας της Ένωσης στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, μάλιστα δε σε διατάξεις τόσο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκύπτει με σαφήνεια αν ληφθεί υπόψη η συστηματική κατάταξη των διατάξεων περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας στις Συνθήκες. Καταρχάς, η διάταξη του άρθρου 9 ΣΕΕ εντάσσεται συστηματικά στις διατάξεις των Συνθηκών για τις δημοκρατικές αρχές που αποτελούν τη βάση λειτουργίας της Ένωσης, δηλαδή η ευρωπαϊκή ιθαγένεια συνδέεται με α) την αρχή της ισότητας (άρθρο 9 ΣΕΕ), β) την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (άρθρο 10 παρ. 1 ΣΕΕ) και γ) την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας (άρθρο 11 ΣΕΕ).
Εκ της συστηματικής του κατάταξης προκύπτει ότι το άρθρο 9 ΣΕΕ ανήκει στις ενωσιακές διατάξεις για τις δημοκρατικές αρχές της Ένωσης, γεγονός που τονίζει την θεμελιώδη σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας για τη δομή και λειτουργία όλων των ενωσιακών θεσμών. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αναδεικνύεται έτσι ως μία ουσιώδης ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς η θεώρηση των Ευρωπαίων πολιτών ως αυτόνομων υποκειμένων της ενωσιακής έννομης τάξης και η αναγνώριση σε αυτούς κοινών πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπέδωση της κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης και την περαιτέρω
Σελ. 9
εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία απαιτείται για να λειτουργήσει τόσο η αντιπροσωπευτική όσο και η συμμετοχική δημοκρατία στην Ένωση.
Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια συνδέεται με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (άρθρο 10 παρ. 1 ΣΕΕ), που αποτελεί το σύστημα διακυβέρνησης της ενωσιακής έννομης τάξης. Όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες διαθέτουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρα 39 ΧΘΔΕΕ και 22 παρ. 2 ΣΛΕΕ), το οποίο αποτελεί το θεσμικό ενωσιακό όργανο που τους εκπροσωπεί και το οποίο συμμετέχει ισότιμα με το Συμβούλιο στη νομοθετική διαδικασία. Τα πολιτικά κόμματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρατάξεις στα κράτη μέλη και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης. Τα κόμματα αυτά προωθούν τις ενωσιακές πολιτικές και αποφάσεις στο όνομα των Ευρωπαίων πολιτών και ανεξάρτητα από τη βούληση του εκάστοτε κράτους μέλους. Τούτο δύναται να διασφαλίσει ότι η λειτουργία της Ένωσης θα θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Συνεπώς, απαιτείται η όσο το δυνατό ευρύτερη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να διασφαλιστεί η ευρύτατη εκπροσώπησή τους στο όργανο αυτό.
Παράλληλα, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης συνδέεται με την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας υπό την έννοια ότι πρέπει να δημιουργηθούν και να
Σελ. 10
ενεργοποιηθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να έχουν το δικαίωμα αμεσότερης συμμετοχής στη λειτουργία του θεσμικού ενωσιακού συστήματος. Ο στόχος δημιουργίας μηχανισμών συμμετοχικής δημοκρατίας στην Ένωση έχει υλοποιηθεί μέσω της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 4 ΣΕΕ, που προβλέπει τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης, ώστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει στην υποβολή κατάλληλων προτάσεων σε θέματα όπου απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.
Ωστόσο, ο ανωτέρω μηχανισμός πρωτοβουλίας των Ευρωπαίων πολιτών, που προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ. 4 ΣΕΕ, δεν έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό έως και σήμερα. Το εν λόγω γεγονός αναδεικνύει, πέραν των όποιων διαδικαστικών ζητημάτων, την απουσία συναντίληψης μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών, ώστε να μπορέσουν να οργανωθούν και να προκαλέσουν την ενεργοποίηση του μηχανισμού πρωτοβουλίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ΣΕΕ. Εκ των ανωτέρω, και επειδή η συμμετοχική δημοκρατία απαιτεί την όσον το δυνατό ευρύτερη και αμεσότερη εμπλοκή των Ευρωπαίων πολιτών στην ενωσιακή διακυβέρνηση και στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων στην ενωσιακή έννομη τάξη, αναδεικνύεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η ευρωπαϊκή ιθαγένεια για την επίτευξη του στόχου της εμπέδωσης μίας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης, ώστε στη συνέχεια να προωθηθεί περαιτέρω και η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης μεταξύ των κρατών μελών.
Πέρα από τη σύνδεση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας με τις αρχές της αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας, πρέπει να σημειωθεί ο ιδιαίτερα έντονος σύνδεσμος μεταξύ της ιθαγένειας της Ένωσης και της αρχής της ισότητας. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Grzelczyk, η οποία αποτελεί μία από τις πρώιμες αποφάσεις του
Σελ. 11
Δικαστηρίου αναφορικά με ζητήματα που αφορούν την ιθαγένεια της Ένωσης, «η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών η οποία εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητά προβλεπόμενων εξαιρέσεων».
Σημειώνεται ότι η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου επηρέασε, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, την ερμηνεία και εφαρμογή των συναφών διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (άρθρο 21 ΣΛΕΕ), η ερμηνεία του οποίου ήταν το αντικείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Grzelczyk σε συνδυασμό με την εφαρμογή της ειδικότερης έκφανσης της αρχής της ισότητας περί απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 ΣΛΕΕ, «οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες». Οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να απολαμβάνουν υπό όμοιους όρους όλα τα ειδικότερα δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, ενώ από την πλευρά τους τα κράτη μέλη οφείλουν να υιοθετούν και να διατηρούν ρυθμίσεις, οι οποίες δεν θα διακρίνουν μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών. Επίσης, η ως άνω διάταξη δεν διακρίνει τα παρεχόμενα προς τους Ευρωπαίους πολίτες δικαιώματα ανάλογα με το χαρακτήρα τους, με συνέπεια οι πολίτες της Ένωσης να έχουν το δικαίωμα να απολαμβάνουν, υπό όμοιους όρους, τα δικαιώματα που προβλέπονται εκ του ενωσιακού δικαίου ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του εκάστοτε δικαιώματος.
Τα παραπάνω έγιναν δεκτά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου λίγα χρόνια έπειτα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης. Στις 12.05.1998 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Martinez Sala, όπου κρίθηκε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Ευρωπαίοι πολίτες λόγω της κατοχής εκ μέρους της ιθαγένειας της Ένωσης έχουν, μεταξύ άλλων,
Σελ. 12
το προβλεπόμενο από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ δικαίωμα να μην υφίστανται άνιση μεταχείριση εξαιτίας της ιθαγένειάς τους στο πλαίσιο του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Συνδέθηκε, ουσιαστικά, δια της νομολογίας μία γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, η απαγόρευση των διακρίσεων, με την προσφάτως θεσπισθείσα ιθαγένεια της Ένωσης αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι η νέα αυτή ιδιότητα επρόκειτο να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στην ενωσιακή έννομη τάξη καθώς δεν αποτελούσε μία ρύθμιση με αμιγώς διακηρυκτικό χαρακτήρα.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας εφαρμόζεται επί όλων των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, που κατά γενικό τρόπο απονέμονται στους Ευρωπαίους πολίτες βάσει της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 ΣΛΕΕ, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η προστασία τους. Το Δικαστήριο στην υπόθεση Martinez Sala ορθά έκρινε ότι κάθε πολίτης της Ένωσης, ο οποίος διαμένει νομίμως εντός σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της ιθαγένειάς του, μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σε όλες τις έννομες σχέσεις του με το κράτος της διαμονής του, αρκεί οι σχέσεις αυτές να εμπίπτουν στο καθ΄ ύλην πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.
Όσον αφορά στη σύνδεση της ιθαγένειας της Ένωσης με την αρχή της ισότητας πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί η κοινή πρόβλεψή τους στη διάταξη του άρθρου 9 ΣΕΕ. Με την εν λόγω διάταξη προσδόθηκε πολιτικός χαρακτήρας στην αρχή της ισότητας μέσω της πρόβλεψης της υποχρέωσης σεβασμού της ισότητας μεταξύ των πολιτών της Ένωσης, δηλαδή μεταξύ των φυσικών προσώπων που θα θεωρούνται ευρωπαίοι πολίτες βάσει του άρθρου 9 ΣΕΕ. Η υποχρέωση σεβασμού της ισότητας μεταξύ όλων των Ευρωπαίων πολιτών αποτελεί μία υποχρέωση της Ένωσης που καλύπτει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της, υπό την έννοια ότι πρέπει να επιτυγχάνεται η ισότητα σε όλες τις δραστηριότητες των θεσμικών και λοιπών ενωσιακών οργάνων και οργανισμών.
Σελ. 13
Ουσιαστικά, η εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών συντελεί στην προώθηση της πολιτικής ενοποίησης, καθώς δημιουργείται ένα συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων που διαθέτουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, μέσω της ίσης μεταχείρισης όμοιων μεταξύ τους καταστάσεων. Τούτο δε έγινε δεκτό και από το Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης εξασφαλίζει όμοια νομική μεταχείριση σε όσους βρίσκονται σε όμοια κατάσταση. Απώτερος στόχος της σύνδεσης της αρχής της ισότητας με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι η δημιουργία μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών λόγω της απονομής στα εν λόγω πρόσωπα της ιθαγένειας της Ένωσης.
Επί των ανωτέρω είναι χαρακτηριστική η κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Runevič-Vardyn και Wardyn: το ΔΕΕ δέχθηκε ότι, επειδή η ευρωπαϊκή ιθαγένεια εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση στους Ευρωπαίους πολίτες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν το ενωσιακό δίκαιο και να σέβονται την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος τους. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να επικαλεστεί ο Ευρωπαίος πολίτης ακόμα και έναντι του κράτους μέλους της ιθαγένειάς του, αφού έχει προηγουμένως ασκήσει, υπό την ιδιότητά του ως πολίτη της Ένωσης, το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Συνεπώς, κρίθηκε ότι εκ του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, που προβλέπεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται γενικώς οι δυσμενείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας.
Πέρα από τη συστηματική σύνδεση στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και της αρχής της ισότητας λόγω της πρόβλεψής τους στο άρθρο 9 ΣΕΕ, πρέπει να επισημανθεί και η συστηματική σύνδεσή τους στη
Σελ. 14
Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 20 ΣΛΕΕ προβλέπει, ομοίως όπως το άρθρο 9 ΣΕΕ, τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης και το άρθρο 18 ΣΛΕΕ κατοχυρώνει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της ισότητας. Οι δύο ανωτέρω διατάξεις (18 και 20 ΣΛΕΕ) ανήκουν στο Δεύτερο Μέρος της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απαγόρευση των διακρίσεων και ιθαγένεια της Ένωσης».
Έως τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η αρχή της ισότητας είχε αμιγώς οικονομικό χαρακτήρα και ρύθμιζε μόνο ορισμένα ειδικότερα ζητήματα που άπτονταν της λειτουργίας της αγοράς. Επίσης, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το κριτήριο της ιθαγένειας, που ρυθμιζόταν στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, θεσπίστηκε με γενικό τρόπο ως ειδικότερη έκφανση της ισότητας, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των οικονομικής φύσης δικαιωμάτων των διακινούμενων στην ενωσιακή (τότε κοινοτική) έννομη τάξη εργαζομένων και ανεξάρτητων επαγγελματιών ως πολιτών των κρατών μελών και όχι υπό την ιδιότητά τους ως ευρωπαίων πολιτών που κατέχουν την ιθαγένεια της Ένωσης.
Σελ. 15
Έπειτα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η αρχή της ισότητας υπό την ειδικότερη έκφανση της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καλείται να επιτελέσει σημαντικό ρόλο για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως, η προστασία από καταστάσεις ανεπίτρεπτων διακρίσεων καταλαμβάνει, πέρα από οικονομικής φύσης δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών, και δικαιώματα με πολιτικό χαρακτήρα, όπως αυτά που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 20-24 ΣΛΕΕ, όπως θα καταδειχθεί και στο Α΄ Μέρος της παρούσας.
Πλέον στο ενωσιακό δίκαιο είναι πάγια η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με τη στενή σύνδεση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης με την αρχή της ισότητας, με συνέπεια να μην χρειάζεται η διαπίστωση της σύνδεσης κάθε Ευρωπαίου πολίτη με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τις οικονομικές ελευθερίες, προκειμένου να κριθεί εάν εφαρμόζονται οι ενωσιακοί κανόνες δικαίου περί ισότητας και απαγόρευσης των διακρίσεων. Στην υπόθεση Grzelczyk, τα κράτη μέλη που συμμετείχαν στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου υποστήριξαν τη θέση ότι η ιθαγένεια της Ένωσης δεν συνεπάγεται ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες αποκτούν νέα δικαιώματα, ευρύτερα από αυτά που απέρρεαν ήδη από τη Συνθήκη ΕΚ και από το παράγωγο δίκαιο, υπό την έννοια ότι η ιθαγένεια της Ένωσης δεν έχει αυτόνομο περιεχόμενο, αλλά σχετίζεται αποκλειστικά με τις υπόλοιπες διατάξεις του τότε κοινοτικού δικαίου. Στην υπόθεση αυτή
Σελ. 16
ο προσφεύγων δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του τότε ισχύοντος παραγώγου δικαίου, ήτοι δεν μπορούσε να θεωρηθεί εργαζόμενος υπό την ενωσιακή έννοια της εν λόγω ιδιότητας, ώστε να εφαρμοστεί ο Κανονισμός 1612/68/ΕΟΚ, που προέβλεπε συγκεκριμένα δικαιώματα υπέρ των διακινούμενων μεταξύ των κρατών μελών εργαζομένων, καθώς επρόκειτο για σπουδαστή.
Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, κατόπιν της θέσπισης στη Συνθήκη ΕΚ της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, δεν μπορεί να νοηθεί στέρηση δικαιωμάτων πολιτών της Ένωσης που είναι σπουδαστές και μετακινούνται σε άλλο κράτος μέλος για να σπουδάσουν. Το Δικαστήριο έκρινε πως το γεγονός ότι ένας Ευρωπαίος πολίτης διακινήθηκε, κατοικεί νόμιμα και σπουδάζει σε πανεπιστήμιο κράτους μέλους, δεν μπορεί να του στερήσει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, όπως προβλέπεται στο πρωτογενές δίκαιο. Τούτο δε διότι το κράτος μέλος υποδοχής εξαρτούσε τη χορήγηση ενός δικαιώματος σε κοινωνική παροχή από την προϋπόθεση να εμπίπτουν οι Ευρωπαίοι πολίτες στο πεδίο εφαρμογής του παράγωγου δικαίου (και δη του Κανονισμού 1612/68/ΕΟΚ), ενώ παρόμοια προϋπόθεση δεν ίσχυε για τους υπηκόους του.
Το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Grzelczyk δέχθηκε ότι, έπειτα από τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, υφίσταται μία γενική αξίωση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των Ευρωπαίων πολιτών με βάση το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, το οποίο προβλέπεται για κάθε πολίτη της Ένωσης με βάση τα άρθρα 20 παρ. 2 στοιχ. α΄ και 21 ΣΛΕΕ, χωρίς να υπάρχει ανάγκη επίκλησης και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για τις οικονομικές ελευθερίες.
Σελ. 17
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Σελ. 19
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Η ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί μία ειδική νομική σχέση που συνδέει τους υπηκόους των κρατών μελών με την Ένωση και δημιουργεί ορισμένα δικαιώματα για τα πρόσωπα αυτά στην ενωσιακή έννομη τάξη. Κύριος στόχος της θέσπισης της εν λόγω ιδιότητας στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο υπέρ των φυσικών προσώπων, υπηκόων των κρατών μελών, ήταν η μετάβαση από τον πολίτη της εσωτερικής αγοράς στον πολίτη πλέον της Ένωσης, δηλαδή η μετάβαση από την προστασία του οικονομικού δρώντος ατόμου στην προστασία όλων των φυσικών προσώπων ανεξάρτητα, από το εάν ασκούν κάποια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.
Για το λόγο αυτό προβλέφθηκαν ορισμένα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες ως υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης και ως αυτόνομοι φορείς δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά, που προβλέπονται από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, έχουν περιοριστικό και κατά βάση πολιτικό χα-
Σελ. 20
ρακτήρα. Επιτάσσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες να είναι ίσοι ενώπιον του νόμου ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, εφόσον τελούν σε παρόμοια κατάσταση, και επιδιώκουν να γεφυρώσουν το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες και στο σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης της Ένωσης.
Ουσιαστικά, η μεταρρύθμιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ συνετέλεσε στη σημαντική πρόοδο της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης, καθώς η θέσπιση της «ιθαγένειας της Ένωσης» ανέδειξε την πρόθεση των κρατών μελών να αντισταθμίσουν τον οικονομικό και νομισματικό χαρακτήρα, που είχαν κατά κύριο λόγο οι μεταρρυθμίσεις που επέφερε αυτή η Συνθήκη, με την πρόβλεψη ορισμένων ειδικών ρυθμίσεων που αφορούσαν και ενίσχυαν την πορεία προς τη θεμελίωση της πολιτικής ένωσης μεταξύ των κρατών μελών. Εξάλλου, ο κύριος λόγος για τη θέσπιση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν η υλοποίηση του στόχου της προόδου και ευημερίας των ευρωπαϊκών λαών, έπειτα από τα δεινά που προκάλεσε στην Ευρώπη και τους λαούς της ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε μεταρρύθμιση, που ενισχύει την έννομη θέση των πολιτών των κρατών μελών στην ενωσιακή έννομη τάξη, ιδίως στο σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης, συντελεί στην υλοποίηση της περαιτέρω εμβάθυνσης της ενοποιητικής διαδικασίας.
Τα δικαιώματα, που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια ισχύουν έως σήμερα έπειτα και από τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας. Τα δικαιώματα αυτά έχουν περιοριστικό χαρακτήρα, δηλαδή είναι συγκεκριμένα και προβλέπονται από τις Συνθήκες και το ΧΘΔΕΕ, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι εξαρτώνται
Σελ. 21
σε κάθε περίπτωση άμεσα από την ιθαγένεια της Ένωσης, όπως αυτή έχει αναδειχθεί ως ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλους του υπηκόους των κρατών μελών. Ουσιαστικά, πρόκειται για δικαιώματα που έχουν παραχωρηθεί σε πρόσωπα λόγω του γεγονότος ότι κατέχουν την ιθαγένεια της Ένωσης, προκειμένου μέσω αυτών των δικαιωμάτων να επιτευχθούν ευρύτεροι ενωσιακοί σκοποί και να ενισχυθεί κατά κύριο λόγο η πολιτική πτυχή της ενοποίησης.
Τα δικαιώματα κάθε φυσικού προσώπου ως Ευρωπαίου πολίτη, τα οποία απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, είναι τα ακόλουθα:
1. Tο ατομικό δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των Ευρωπαίων πολιτών στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη όμως των περιορισμών και των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις Συνθήκες καθώς και από τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους (άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΧΘΔΕΕ).
2. Tο πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας των πολιτών της Ένωσης, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους, καθώς και του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρα 10 ΣΕΕ, 14 παρ. 2 ΣΛΕΕ, 22 ΣΛΕΕ, 39-40 ΧΘΔΕΕ).
3. Tο δικαίωμα για διπλωματική και προξενική προστασία, στο έδαφος τρίτων χωρών στις οποίες δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος της ιθαγένειας του πολίτη από κάθε άλλο κράτος μέλος, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και ως προς τους υπηκόους του κράτους αυτού (άρθρα 23 ΣΛΕΕ και 46 ΧΘΔΕΕ).
4. Tο δικαίωμα υποβολής αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πρόσβασης στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (άρθρα 24 ΣΛΕΕ και 43-44 ΧΘΔΕΕ).
5. Το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας των πολιτών της Ένωσης (άρθρα 11 παρ. 4 ΣΕΕ και 24 εδ. 1 ΣΛΕΕ).
6. Tο δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης (άρθρα 15 παρ. 3 ΣΛΕΕ και 42 ΧΘΔΕΕ) και το δικαίωμα χρηστής διοίκησης και διακυβέρνησης (άρθρα 15 παρ. 1 ΣΛΕΕ και 41 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ).
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ανωτέρω δικαιώματα, που προβλέπονται ρητά στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τον ατομικό και πολιτικό χαρακτήρα και είναι πλήρως αποσυνδεδεμένα από την υποχρέωση άσκησης οιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Κάθε φυσικό πρόσωπο που διαθέτει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια μπορεί να ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα, χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί και να αποδείξει οιοδήποτε σύνδεσμο με την εσωτερική αγορά.