Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΩΣ ΝΕΑ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ

Η μετεξέλιξη από εργαλείο οικονομικής ενοποίησης σε πολιτική

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 17€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 39,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18134
Κούρτης Ι.
Χριστιανός Β.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Χριστιανός Β.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 480
  • ISBN: 978-960-654-284-8
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Η «Η ισότητα ως νέα αυτόνομη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης» προσεγγίζει την ισότητα στην ενωσιακή έννομη τάξη ως μία πολιτική απονομής δικαιωμάτων που εκτείνεται στις σχέσεις α) φυσικών και νομικών προσώπων και β) κρατών μελών. Έμφαση δίνεται στις ρήτρες οριζόντιας εφαρμογής, στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο για την προστασία της ισότητας αλλά και σε ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τη εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Εξετάζει την εφαρμογή της ισότητας στο σύστημα επιβολής κυρώσεων κατά κρατών μελών αλλά και στο θεσμικό ενωσιακό σύστημα. Αποτελεί απαραίτητο βοήθημα για νομικούς που ασχολούνται με το ενωσιακό δίκαιο και το δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων.
Πρόλογος Σελ. VII
Σημείωμα συγγραφέα Σελ. IX
Πίνακας συντομογραφιών Σελ. XVII
Εισαγωγή
I. Αντικείμενο και διάρθρωση έρευνας Σελ. 1
II. Ιστορικά στοιχεία για την ισότητα στο διεθνές, εθνικό και ενωσιακό περιβάλλον Σελ. 6
III. Είδη της αρχής της ισότητας Σελ. 12
IV. Η σύνδεση της ισότητας με τις αρχές της δημοκρατίας, ελευθερίας και δικαιοσύνης Σελ. 18
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η μετεξέλιξη της ισότητας των ιδιωτών: από εργαλείο υλοποίησης των ενωσιακών σκοπών σε νέα αυτόνομη ενωσιακή πολιτική
Α΄ Κεφάλαιο
Η ισότητα των ιδιωτών στην ενοποιητική διαδικασία οικονομικού χαρακτήρα
I. Η αρχή της ισότητας ως εργαλείο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς Σελ. 25
1. Η εσωτερική αγορά ως κύριος ιδρυτικός σκοπός της Ένωσης Σελ. 25
2. Η ισότητα ως άγραφη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου Σελ. 32
α) Η νομολογιακή αναγνώριση της ισότητας ως γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου Σελ. 32
β) H αναγνώριση των ειδικότερων εκφάνσεων της ισότητας ως γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου Σελ. 36
γ) Η εννοιολογική οριοθέτηση του όρου «διάκριση» Σελ. 38
3. Η αρχή της ισότητας ως ρυθμιστικό εργαλείο της εσωτερικής αγοράς Σελ. 41
α) Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας Σελ. 44
i. Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας στις οικονομικές ελευθερίες Σελ. 46
ii. Η διασταλτική ερμηνεία του ΔΕΕ για τα προστατευόμενα πρόσωπα Σελ. 51
iii. Η διασταλτική ερμηνεία του ΔΕΕ για τους δεσμευόμενους φορείς Σελ. 56
β) Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στο πεδίο των δημόσιων συμβάσεων Σελ. 58
γ) Η αρχή της ισότητας στο πλαίσιο των ενωσιακών κανόνων για τον ανταγωνισμό Σελ. 62
δ) Η υποχρέωση ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων Σελ. 69
4. Γενικές επισημάνσεις για την ισότητα ως εργαλείο εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς Σελ. 73
II. Η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα των προσώπων ως μοχλός προώθησης της οικονομικής ενοποίησης Σελ. 75
1. Το γενικό πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα Σελ. 78
α) Η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων Σελ. 78
β) Οι επιτρεπτές εξαιρέσεις στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας Σελ. 83
γ) Οι έννομες συνέπειες από την παραβίαση του παράγωγου ενωσιακού δικαίου για την αρχή της ισότητας Σελ. 87
2. Η υποχρέωση ισότητας των εργαζομένων από το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο Σελ. 90
α) Η επίτευξη ισότητας στους όρους απασχόλησης των εργαζομένων Σελ. 90
β) Η ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης Σελ. 94
3. Η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα των φύλων σε οικονομικές δραστηριότητες Σελ. 100
4. Η ενωσιακή πολιτική για την αντιμετώπιση των αντίστροφων δυσμενών διακρίσεων Σελ. 106
5. Θετικά μέτρα ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα των φύλων Σελ. 117
6. Γενικές επισημάνσεις για την ενωσιακή πολιτική για την ισότητα Σελ. 123
Β΄ Κεφάλαιο
Η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα των ιδιωτών και η ενοποιητική διαδικασία πολιτικού χαρακτήρα
I. Η αρχή της ισότητας ως εργαλείο για την αποτελεσματική άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών Σελ. 126
1. Η ανάδειξη του πολιτικού χαρακτήρα της αρχής της ισότητας Σελ. 126
α) Η σύνδεση πολιτικών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών και της αρχής της ισότητας Σελ. 129
β) Η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας Σελ. 133
2. Η ισότητα ως δικαίωμα κάθε φυσικού προσώπου Σελ. 139
α) Η κατοχύρωση της ισότητας ως δικαιώματος και αρχής στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης Σελ. 140
β) Η διαφοροποίηση δικαιωμάτων ισότητας και αρχών για την ισότητα στο Χάρτη Σελ. 146
γ) Το προστατευτικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων του Χάρτη για την ισότητα Σελ. 152
δ) Η ερμηνευτική προσέγγιση της ισότητας ως δικαιώματος Σελ. 156
ε) Ο ερμηνευτικός ρόλος των διατάξεων του Χάρτη για την ισότητα Σελ. 159
3. Γενικές επισημάνσεις για το ρόλο της ισότητας ως εργαλείου για την προστασία των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών Σελ. 162
II. Η θεμελίωση της αυτόνομης ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα των προσώπων Σελ. 163
1. Οι ρήτρες οριζόντιας εφαρμογής της αρχής της ισότητας Σελ. 163
2. Η ενωσιακή πολιτική για τη διασφάλιση της ισότητας των φυσικών προσώπων στο πλαίσιο μέσω του παράγωγου ενωσιακού δικαίου Σελ. 169
α) Η γενική νομική βάση για την υιοθέτηση μέτρων προστασίας της ισότητας Σελ. 169
β) Τα παράγωγα μέτρα στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα Σελ. 170
γ) Η επέκταση της παρεχόμενης προστασίας από διακριτικές καταστάσεις Σελ. 176
δ) Ο περιορισμός της επιτρεπόμενης δράσης των κρατών μελών Σελ. 184
ε) Η αναγνώριση νέων γενικών αρχών για την ισότητα στην ενωσιακή έννομη τάξη Σελ. 188
3. Η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα μέσω της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του δικαιώματος στην ισότητα Σελ. 192
α) Η προσφυγή ακύρωσης στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα Σελ. 195
β) Η αγωγή αποζημίωσης κατά της Ένωσης επί παραβίασης του δικαιώματος στην ισότητα ενός φυσικού προσώπου Σελ. 198
i. Παράνομη πράξη ή παράλειψη ενωσιακού οργάνου Σελ. 200
ii. Ύπαρξη ζημίας του φυσικού προσώπου Σελ. 207
iii. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρανομίας του ενωσιακού οργάνου και της ζημίας του ιδιώτη Σελ. 211
iv. Χρηματική ικανοποίηση ιδιώτη επί παραβίασης του δικαιώματος στην ισότητα Σελ. 213
γ) Η αγωγή αποζημίωσης κατά κράτους μέλους επί παραβίασης του δικαιώματος στην ισότητα ενός φυσικού προσώπου Σελ. 215
4. Γενικές επισημάνσεις για την ενωσιακή πολιτική για την ισότητα ως παράγοντα της ενοποιητικής διαδικασίας Σελ. 221
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Η ισότητα των κρατών – μελών ως θεμελιώδης υποχρέωση της Ένωσης
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ισότητα των κρατών – μελών στο σύστημα επιβολής κυρώσεων με οικονομικό χαρακτήρα
I. Η ισότητα των κρατών μελών στο συντονισμό των εθνικών οικονομικών πολιτικών τους Σελ. 229
1. Η δράση των κρατών μελών στο πλαίσιο του συντακτικού οικονομικού προτύπου Σελ. 229
2. Η ισότητα των κρατών μελών στους μηχανισμούς συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών Σελ. 236
α) Η ισότητα των κρατών μελών στο μηχανισμό της πολυμερούς εποπτείας Σελ. 251
β) Η ισότητα των κρατών μελών στο μηχανισμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας Σελ. 265
3. Γενικές επισημάνσεις σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των κρατών μελών στο συντονισμό των οικονομικών τους πολιτικών Σελ. 277
ΙΙ. Η ισότητα των κρατών μελών στο ενωσιακό σύστημα επιβολής οικονομικών κυρώσεων Σελ. 280
1. Η υποχρέωση τυπικής-αναλογικής ισότητας μεταξύ των κρατών μελών Σελ. 280
2. Η διαδικασία της προσφυγής λόγω παράβασης και η ισότητα των κρατών μελών Σελ. 285
α) Η ισότητα των κρατών μελών στη διαδικασία της προσφυγής λόγω παράβασης Σελ. 289
β) Οι απορρέουσες από την αρχή της ισότητας υποχρεώσεις των ενωσιακών οργάνων Σελ. 293
i. Η ευρεία διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων ενωσιακών οργάνων Σελ. 298
ii. Η σύγκρουση αρχής της ισότητας και αρχής της αναλογικότητας στον έλεγχο της δυσκολίας συμμόρφωσης του κράτους μέλους Σελ. 300
iii. Η σύγκρουση αρχής της ισότητας και αρχής της αναλογικότητας στον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος συμμόρφωσης του κράτους μέλους Σελ. 304
γ) Η υποχρέωση ίσης μεταχείρισης των κρατών μελών στον τρόπο επιμέτρησης των οικονομικών κυρώσεων Σελ. 308
i. Η ισότητα και το ενιαίο κατ’ αποκοπή ποσό Σελ. 309
ii. Η ισότητα και ο συντελεστής σοβαρότητας της παράβασης Σελ. 309
iii. Η ισότητα και ο συντελεστής διάρκειας της παράβασης Σελ. 315
iv. Η ισότητα και η ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους Σελ. 315
3. Γενικές επισημάνσεις για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των κρατών μελών στο σύστημα επιβολής οικονομικών κυρώσεων Σελ. 322
Β΄ Κεφάλαιο
Η ισότητα των κρατών – μελών στην ενωσιακή δημοκρατική διακυβέρνηση
I. Η ισότητα των κρατών μελών στο θεσμικό σύστημα της ενωσιακής έννομης τάξης Σελ. 326
1. Ο ρόλος της ισότητας των κρατών μελών στη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης Σελ. 326
2. Η ισότητα των κρατών μελών στη δομή των ενωσιακών οργάνων Σελ. 335
α) Η εκπροσώπηση των κρατών μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Σελ. 335
β) Η συμμετοχή των κρατών μελών στη σύνθεση του Συμβουλίου Σελ. 338
γ) Ο τρόπος καθορισμού των ευρωπαίων Επιτρόπων Σελ. 341
δ) Η ισότητα των κρατών μελών και ο τρόπος σύνθεσης του Κοινοβουλίου Σελ. 346
3. Η ισότητα των κρατών μελών στη λειτουργία των ενωσιακών οργάνων Σελ. 355
α) Η ίση συμμετοχή των κρατών μελών στη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σελ. 356
β) Η ανισότητα των κρατών μελών στη λειτουργία του Συμβουλίου Σελ. 358
γ) Τα κράτη μέλη και η θεσμική ισορροπία μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου Σελ. 364
δ) Η τυπική ισότητα των κρατών μελών στη λειτουργία της Επιτροπής Σελ. 366
4. Γενικές επισημάνσεις για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των κρατών μελών στο θεσμικό σύστημα της Ένωσης Σελ. 367
II. Η προστασία των ενωσιακών αξιών και η ισότητα των κρατών μελών Σελ. 371
1. Ο ρόλος των αξιών της Ένωσης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση Σελ. 371
2. Η διαδικασία ελέγχου του σεβασμού των ενωσιακών αξιών από τα κράτη μέλη Σελ. 378
3. Η ισότητα των κρατών μελών και ο μηχανισμός επιβολής πολιτικών κυρώσεων Σελ. 384
α) Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην τήρηση της ισότητας των κρατών μελών Σελ. 384
i. Ο διαρκής χαρακτήρας της παραβίασης των ενωσιακών αξιών Σελ. 386
ii. Η σοβαρότητα της παραβίασης των ενωσιακών αξιών Σελ. 388
iii. Η ισότητα των κρατών μελών στον τρόπο διαπίστωσης της ύπαρξης παραβίασης των ενωσιακών αξιών Σελ. 390
iv. Ο ρόλος του Κοινοβουλίου στην προστασία των ενωσιακών αξιών Σελ. 395
β) Ο ρόλος του Συμβουλίου στην τήρηση της ισότητας των κρατών μελών Σελ. 396
i. Η διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου και η απόφαση επιβολής κύρωσης Σελ. 397
ii. Η διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου στην επιλογή της επιβαλλόμενης κύρωσης Σελ. 399
iii. Η απαιτούμενη ειδική πλειοψηφία για τη λήψη της απόφασης επιβολής κύρωσης από το Συμβούλιο Σελ. 402
4. Γενικές επισημάνσεις για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των κρατών μελών στο μηχανισμό επιβολής πολιτικών κυρώσεων του άρθρου 7 ΣΕΕ Σελ. 403
Γενικές συμπερασματικές παρατηρήσεις Σελ. 407
Παράρτημα: Πίνακας αναφερόμενης νομολογίας δικαστηρίου Ένωσης ανά ημερομηνία απόφασης Σελ. 417
Πίνακας Βιβλιογραφίας - Αρθρογραφίας Σελ. 441
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 459

Σελ. 1

Εισαγωγή

I. Αντικείμενο και διάρθρωση έρευνας

Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η εξέταση της λειτουργίας και του ρόλου της ισότητας στην ενωσιακή έννομη τάξη, κυρίως μέσω της μετεξέλιξης της γενικής αυτής αρχής του ενωσιακού δικαίου από εργαλείο για την επίτευξη των θεμελιωδών ενωσιακών σκοπών σε μία αυτόνομη ενωσιακή πολιτική, που έχει ως κύριο σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της ισότητας στο σύνολο των ενωσιακών δράσεων και μέτρων. Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας κρίθηκε σκόπιμη η εξέταση της εφαρμογής της αρχής της ισότητας στις σχέσεις της Ένωσης με τα υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης και δη όσον αφορά τα κράτη μέλη και τους ιδιώτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα), προκειμένου να αναδειχθεί η δημιουργία μίας νέας και αυτόνομης ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα.

Αντίθετα, δεν πρόκειται να εξεταστεί η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, διότι το ζήτημα αυτό είναι ειδικότερο και αφορά αποκλειστικά και μόνο την οικονομική ενοποίηση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενώ η προστασία των εμπορευμάτων από καταστάσεις διακρίσεων δεν σχετίζεται με οποιονδήποτε τομέα πολιτικής ενοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας αναδεικνύεται, ιδίως, η θεμελίωση της ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα.

Η ενωσιακή πολιτική για την τήρηση της ισότητας στην ενωσιακή έννομη τάξη μπορεί να καταλαμβάνει την προστασία των προσώπων στο πλαίσιο συμμετοχής τους στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αλλά λειτουργεί και ανεξάρτητα από την άσκηση κάποιας οικονομικής δραστηριότητας ως πολιτών της Ένωσης που απολαμβάνουν συγκεκριμένων δικαιωμάτων εκ της ιδιότητάς τους αυτής τόσο από το δίκαιο των Συνθηκών όσο και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου ως δικαίωμα κάθε φυσικού προσώπου στην ενωσιακή έννομη τάξη. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντική για τη λειτουργία του θεσμικού συστήματος της Ένωσης είναι η διασφάλιση της ισότητας μεταξύ των κρατών μελών από τα ενωσιακά όργανα, η οποία ως υποχρέωση της Ένωσης απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ.

Καταρχάς, σημαντικός είναι ο ρόλος που επιτελεί η αρχή της ισότητας στην προώθηση της οικονομικής ενοποίησης ως ένα από τα εργαλεία για την υλοποίηση του ενωσιακού σκοπού, που προβλέπεται στο άρθρο 3 ΣΕΕ για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, σημαντική είναι η εξέταση

Σελ. 2

του ρυθμιστικού ρόλου που επιτελεί η ισότητα στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της εφαρμογής της ως οριζόντιας ρήτρας στο σύστημα των ενωσιακών οικονομικών ελευθεριών και του ελεύθερου ανταγωνισμού για τη διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης των οικονομικών παραγόντων μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να αναδειχθούν οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο της Ένωσης να αναγνωρίσει την ισότητα και τις ειδικότερες εκφάνσεις της ως άγραφες γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, που δεσμεύουν τη δράση της Ένωσης και των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Επίσης, είναι σημαντικός ο ρόλος της ισότητας ως εργαλείου προώθησης της πολιτικής ενοποίησης, προκειμένου να αναδειχθούν οι λόγοι για τους οποίους συνδέθηκε η αρχή της ισότητας με τα δικαιώματα πολιτικής φύσης των πολιτών της Ένωσης, τα οποία προβλέπονται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, όπως, π.χ., συνέβη με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, το οποίο μπορεί να ασκήσει αυτόνομα και ανεξάρτητα από την άσκηση οιασδήποτε οικονομικής ελευθερίας κάθε ευρωπαίος πολίτης υπό όρους ισότιμους με τους πολίτες του κράτους μέλους στο οποίο μετακινείται. Παράλληλα, αναδεικνύεται στο ενωσιακό σύστημα για την προστασία των φυσικών προσώπων – ιδιωτών η επενέργεια της κατοχύρωσης της ισότητας και των ειδικότερων εκφάνσεων αυτής στο ΧΘΔΕΕ ως θεμελιώδους δικαιώματος στην Ένωση.

Ο ανωτέρω επισημανθείς ρόλος που επιτελεί η ισότητα στην ενωσιακή έννομη τάξη πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τα κρατούντα στην επιστήμη και τη νομολογία είδη της αρχής της ισότητας, δηλαδή την τυπική (αριθμητική και αναλογική) και την ουσιαστική (ισότητα ευκαιριών και αποτελέσματος). Η εξέταση αυτή θα αναδείξει τον τρόπο διάπλασης από το Δικαστήριο της έννοιας της αρχής της ισότητας και των ειδικότερων εκφάνσεών της στο ενωσιακό δίκαιο (αρχές της ίσης μεταχείρισης και απαγόρευσης των διακρίσεων), τόσο ως εργαλείου οικονομικής ενοποίησης και προστασίας της εσωτερικής αγοράς, όσο και ως μέσου για την προώθηση της πολιτικής ενοποίησης.

Για το λόγο αυτό πρέπει να αναδειχθεί ο πολιτικός και κοινωνικός χαρακτήρας της ισότητας των προσώπων από τις Συνθήκες όσον αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω διαφόρων κριτηρίων (ιθαγένειας, φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, αναπηρίας, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού) και σε σχέση α) με τη θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, β) με τις οριζόντιες ρήτρες της ΣΕΕ και ΣΛΕΕ για την ανάγκη διασφάλισης της ισότητας στην ενωσιακή έννομη τάξη και γ) με την αναγνώριση από το Δικαστήριο ότι και ειδικότερες εκφάνσεις της ισότητας αποτελούν γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου.

Σελ. 3

Πέρα, όμως, από τη λειτουργία της αρχής της ισότητας ως εργαλείου για την υλοποίηση ορισμένων ενωσιακών σκοπών, που προβλέπονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, σημαντικό είναι να εξεταστεί εάν η ισότητα αποτελεί πλέον μία αυτόνομη ενωσιακή πολιτική, η οποία συμβάλλει αποφασιστικά στην προώθηση και εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας και εάν επηρεάζει, ταυτόχρονα, όλες τις υπόλοιπες ενωσιακές πολιτικές. Για το λόγο αυτό θα εξεταστούν τα μέτρα του παράγωγου δικαίου που έχουν υιοθετηθεί από την Ένωση με σκοπό την προστασία των φυσικών προσώπων από διακριτικές συμπεριφορές, που δύνανται να δημιουργηθούν ή να διατηρηθούν από τα κράτη μέλη, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται από την Ένωση να επέλθει η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών.

Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί εάν διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη λειτουργία μίας ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα εκείνες οι διατάξεις του Χάρτη, που κατοχυρώνουν την ισότητα ως δικαίωμα στην ενωσιακή έννομη τάξη, εφόσον είναι δυνατό για τα φυσικά πρόσωπα να αιτηθούν την παροχή δικαστικής προστασίας από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης και των κρατών μελών στην περίπτωση που έχουν γίνει αποδέκτες μίας διακριτικής συμπεριφοράς ζημιογόνας για τα έννομα συμφέροντά τους.

Παράλληλα, πρέπει να εξεταστεί εάν η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται και στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Ειδικότερα, είναι σημαντικό να διαγνωστεί ο χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ, που προβλέπει την υποχρέωση σεβασμού από την Ένωση της ισότητας των κρατών μελών. Εάν η εν λόγω διάταξη δεν έχει αμιγώς διακηρυκτικό χαρακτήρα τότε επιβάλλεται να διερευνηθεί η επενέργεια της αρχής της ισότητας στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, ιδίως σε σχέση με την οικονομική, δημοσιονομική και πολιτική ενωσιακή διακυβέρνηση, και ο τρόπος εφαρμογής της ισότητας στο θεσμικό σύστημα της Ένωσης, προκειμένου να αντιμετωπίζονται τα κράτη μέλη με ίσο τρόπο από τα ενωσιακά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και ειδικότερα κατά τις διαδικασίες επιβολής κυρώσεων (οικονομικών και πολιτικών) εις βάρος τους, όπου αναδεικνύεται με ιδιαίτερα έντονο τρόπο η δράση των θεσμικών ενωσιακών οργάνων για την τήρηση του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη.

Ειδικότερα, έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί ο τρόπος αντιμετώπισης των κρατών μελών από την Ένωση κατά την υιοθέτηση από τα ενωσιακά όργανα δυσμενών μέτρων κατά παραβατικών κρατών μελών υπό την άποψη εάν τηρείται η αρχή της ισότητας και τα κράτη μέλη αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο σε όμοιες καταστάσεις στις προβλεπόμενες ενωσιακές κυρωτικές διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό οι κυρωτικοί μηχανισμοί που προβλέπονται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο θα επιτελέσουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς τους,

Σελ. 4

που αφορούν τόσο την κύρωση για την παράνομη συμπεριφορά του κράτους μέλους όσο και την αποτροπή επανάληψής της στο μέλλον.

Επίσης, είναι ιδιαίτερα σημαντική η εξέταση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κράτη μέλη στον τομέα της ενωσιακής δημοσιονομικής πολιτικής σε σχέση με τις επιβαλλόμενες κυρώσεις στην περίπτωση μη τήρησης των σχετικών κανόνων που προβλέπονται από το πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, και τούτο προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν με αποτελεσματικό τρόπο οι ενωσιακοί μηχανισμοί για τη δημοσιονομική εποπτεία των κρατών μελών, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γενικότερη οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση.

Επιπροσθέτως, αναδύεται το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της ισότητας των κρατών μελών στη δομή και στη λειτουργία των θεσμικών ενωσιακών οργάνων, τα οποία συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων στην ενωσιακή έννομη τάξη, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο συγκρότησης του κάθε οργάνου και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, με στόχο την ανάδειξη της σημασίας της τήρησης της ισότητας των κρατών μελών για την ορθή λειτουργία του θεσμικού συστήματος της Ένωσης.

Στο σημείο αυτό παρίσταται αναγκαία η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η αρχή της ίσης μεταχείρισης των κρατών μελών συσχετίζεται με την προστασία των ενωσιακών αξιών, που προβλέπονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, καθώς και εάν υφίσταται ισότητα των κρατών μελών στη διαδικασία επιβολής κυρώσεων πολιτικού χαρακτήρα σε κάποιο κράτος μέλος σε περίπτωση παράβασης των ενωσιακών αξιών, όπως η διαδικασία αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7 ΣΕΕ. Έτσι θα μπορεί να συναχθεί εάν ο σεβασμός της ισότητας των κρατών μελών από την Ένωση, που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ δημιουργεί δεσμεύσεις για τα ενωσιακά όργανα, πέρα από το διακηρυκτικό χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.

Η παρούσα μελέτη είναι οργανωμένη σε ένα διμερές καρτεσιανό πλάνο. Έτσι, στο Α’ Μέρος θα εξεταστεί η μετεξέλιξη της ισότητας των προσώπων από εργαλείο για την υλοποίηση ορισμένων ενωσιακών σκοπών, όπως α) η εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς και β) η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών για τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης, σε μία αυτόνομη ενωσιακή πολιτική που επιδιώκει μέσω της παροχής αποτελεσματικής προστασίας από διακριτικές συμπεριφορές προς τα πρόσωπα και της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών να συμβάλει στην προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Στο Β’ Μέρος θα εξεταστεί η ισότητα των κρατών μελών ως θεμελιώδης υποχρέωση της Ένωσης, που θα πρέπει να δεσμεύει κάθε ενωσιακή δράση και πολιτική, η οποία υιοθετείται

Σελ. 5

από τα ενωσιακά όργανα, και που θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα στη γενικότερη λειτουργία του θεσμικού συστήματος της Ένωσης.

Ειδικότερα, το Α’ Μέρος αποτελείται από δύο (2) Κεφάλαια, στα οποία εξετάζεται η ισότητα των ιδιωτών στην ενοποιητική διαδικασία οικονομικού αφενός και πολιτικού αφετέρου χαρακτήρα. Στο Α’ Κεφάλαιο θα εξεταστεί ο τρόπος συμβολής της ισότητας των προσώπων στην οικονομική ενοποίηση, ιδίως α) ο ρόλος της ισότητας ως εργαλείου για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς και β) η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα των προσώπων και την προώθηση της οικονομικής ενοποίησης. Στο Β’ Κεφάλαιο θα ερευνηθεί ο ρόλος της ισότητας στην ενοποιητική διαδικασία πολιτικού χαρακτήρα, ιδίως α) ο τρόπος λειτουργίας της αρχής της ισότητας ως εργαλείου για την αποτελεσματική άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών, που προβλέπονται από το δίκαιο των Συνθηκών και το ΧΘΔΕΕ και β) η ενωσιακή πολιτική για την ισότητα των προσώπων στο πλαίσιο της πολιτικής ενοποίησης των κρατών μελών μέσω i) των ρητρών οριζόντιας εφαρμογής της αρχής της ισότητας, που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 10 ΣΛΕΕ, ii) του παράγωγου δικαίου που έχει υιοθετηθεί με αποκλειστικό σκοπό την καταπολέμηση των διακρίσεων στην Ένωση και iii) της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του δικαιώματος στην ισότητα, που κατοχυρώνεται στο ΧΘΔΕΕ, ως μέρος της ενωσιακής πολιτικής για την ισότητα.

Το Β’ Μέρος αποτελείται, επίσης, από δύο (2) Κεφάλαια, στα οποία εξετάζεται η ισότητα των κρατών μελών ως υποχρέωση της Ένωσης και των οργάνων αυτής και ο ρόλος που διαδραματίζει στην προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, στο Α’ Κεφάλαιο θα εξεταστεί η ισότητα των κρατών μελών στο ενωσιακό σύστημα επιβολής κυρώσεων με οικονομικό χαρακτήρα, ιδίως α) στο πλαίσιο του συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών τους και των κανόνων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών μελών και β) η ισότητα των κρατών μελών στο ενωσιακό σύστημα επιβολής οικονομικών κυρώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας της προσφυγής λόγω παράβασης των άρθρων 258-260 ΣΛΕΕ. Πρόκειται για δύο τομείς όπου πραγματοποιείται έλεγχος της δράσης των κρατών μελών από τα αρμόδια βάσει των Συνθηκών ενωσιακά όργανα και προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής κύρωσης στην περίπτωση που παρατηρηθεί παράνομη συμπεριφορά από οιοδήποτε κράτος μέλος. Στο Β’ Κεφάλαιο θα ερευνηθεί η ισότητα των κρατών στη δημοκρατική διακυβέρνηση της Ένωσης, ιδίως α) στο θεσμικό σύστημα της ενωσιακής έννομης τάξης (δομή και λειτουργία των θεσμικών ενωσιακών οργάνων) και β) στο πλαίσιο προστασίας των ενωσιακών αξιών και στο μηχανισμό του άρθρου 7 ΣΕΕ για την επιβολή κυρώσεων πολιτικού χαρακτήρα κατά των κρατών μελών, που παραβιάζουν τις αξίες της Ένωσης, που προβλέπονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ.

Σελ. 6

II. Ιστορικά στοιχεία για την ισότητα στο διεθνές, εθνικό και ενωσιακό περιβάλλον

Η θέση ότι η αρχή της ισότητας μεταξύ των προσώπων αποτελεί μία άγραφη και γενική αρχή του δικαίου διατυπώθηκε αρκετά πρώιμα, ήδη από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, ιδίως ύστερα από την επικράτηση της δημοκρατίας ως πολιτεύματος στην τότε πόλη-κράτος της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ.. Ο σοφιστής Πρωταγόρας, κατά τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, υποστήριζε ότι, επειδή όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν έμφυτο το αίσθημα του δικαίου, πρέπει όλοι ανεξαιρέτως να έχουν γνώμη για τα κοινά της πόλης-κράτους, με συνέπεια, σύμφωνα με τη θεωρία του, όλοι να συμμετέχουν με ισότιμο τρόπο στις πολιτικές διαδικασίες της πόλης-κράτους. Η αρχή της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, στο διεθνές περιβάλλον, αναγνωρίσθηκε και κατοχυρώθηκε σε γραπτά κείμενα-διακηρύξεις ύστερα από την αμερικανική και γαλλική επανάσταση κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., καθώς για πρώτη φορά τότε αναφέρεται η ισότητα σε συνταγματικής φύσης κείμενα.

Συγκεκριμένα, η εν λόγω αρχή περιλαμβάνεται στην Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (04-07-1776), όπου ορίζεται ρητά ότι «οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι» («all men are created equal»). Επίσης, ενσωματώθηκε

Σελ. 7

και στη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (26-08-1789), η οποία όριζε ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα. Κοινωνικές διακρίσεις γίνονται μόνο με γνώμονα το κοινό συμφέρον». Στον ελληνικό χώρο, την αρχή της ισότητας διακήρυξε πρώτος ο Ρήγας Φεραίος στο σχέδιο συντάγματός του, το 1797, ήδη πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους (03-02-1830), ενώ τη θεμελιώδη αυτή αρχή περιέλαβε και το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου (01-01-1822). Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος (1975/1986/2001/2008) κατοχυρώνει τη γενική αρχή της ισότητας στο άρθρο 4 παρ. 1 αυτού, όπου ορίζεται ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».

Στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης, η αρχή της ισότητας επιτέλεσε διαχρονικά ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην εξελικτική πορεία της ενοποίησης, ήδη από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ιδιαίτερη σημασία της γενικής αυτής αρχής καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι η εξέλιξη της σχετικής έννοιας συμβαδίζει στενά με την εξελικτική πορεία της ίδιας της Ένωσης ως νομικής οντότητας. Όπως είναι γνωστό, η ευρωπαϊκή συνεργασία ξεκίνησε με την ίδρυση της ΕΚΑΧ από τη Συνθήκη των Παρισίων (18-04-1951), με την οποία υλοποιήθηκε η πρόταση του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών Robert Schuman (09-05-1950) για συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στον οικονομικό τομέα, ιδίως στον τομέα της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, προκειμένου μέσω της συνεργασίας και της αλληλεγγύης να εξαλειφθούν

Σελ. 8

οι αντιθέσεις και εχθρότητες που οδήγησαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνεργασία των έξι ιδρυτικών κρατών της ΕΚΑΧ επεκτάθηκε αργότερα σε ολόκληρο σχεδόν τον οικονομικό τομέα με την υπογραφή στη Ρώμη (25-03-1957) της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΟΚ και της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΚΑΕ.

Η Συνθήκη ΕΟΚ είχε, μεταξύ άλλων, ως κύριο στόχο τη δημιουργία μίας κοινής αγοράς μεταξύ των ιδρυτικών κρατών μελών της, ενώ παράλληλα, θεσπιζόταν η ταυτόχρονη υποχρέωση κατάργησης όλων των εμποδίων και διακρίσεων που υπήρχαν ή που μπορούσαν να δημιουργηθούν στις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες (ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων), προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς αυτής. Ο στόχος δημιουργίας μίας κοινής αγοράς στην τότε ΕΟΚ, σε ένα πρώτο στάδιο, αποσκοπούσε στο να καταστεί δυνατή η συνεχής αναπτυξιακή πορεία των κρατών μελών, μέσω της ανάπτυξης των μεταξύ τους σχέσεων οικονομικής συνεργασίας. Εκτός όμως από το βασικό αυτό στόχο, κύρια επιδίωξη ήταν επίσης η προσέγγιση των κρατών μελών σε διάφορους ειδικότερους τομείς της οικονομικής πολιτικής (π.χ. ανταγωνισμό, μεταφορές, εμπορική πολιτική), καθώς η αρχική οικονομική συνεργασία απέβλεπε, σε ένα επόμενο στάδιο, να εξελιχθεί σε πολιτική συνεργασία σε διάφορους τομείς, ενώ παράλληλα και η λήψη των οικονομικών αποφάσεων αποκτούσε σταδιακά πιο έντονο πολιτικό χαρακτήρα.

Η γενική αρχή της ισότητας, κατά το στάδιο αυτό ενοποίησης της Ένωσης, είχε αμιγώς οικονομικό χαρακτήρα και ρύθμιζε μόνο ορισμένα ειδικότερα ζητήματα, που άπτονταν της λειτουργίας της αγοράς. Καταρχάς, α) στο άρθρο 7 ΣΕΟΚ θεσπίστηκε με γενικό τρόπο και ως ειδικότερη έκφανση της ισότητας,

Σελ. 9

η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το κριτήριο της ιθαγένειας κάθε φυσικού προσώπου, η οποία σε επί μέρους τομείς εξειδικευόταν από τις διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης σχετικά με τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες και ιδίως σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των διακινούμενων στην ενωσιακή έννομη τάξη εργαζομένων και ανεξάρτητων επαγγελματιών, που ήταν πολίτες των κρατών μελών. Επίσης, β) με το άρθρο 119 ΣΕΟΚ κατοχυρώθηκε η ειδικότερη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το κριτήριο του φύλου, η οποία αφορούσε την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών εργαζομένων μόνο, όμως, όσον αφορά το ζήτημα της ίσης αμοιβής για παροχή όμοιας εργασίας, προκειμένου να προστατευθεί η αποτελεσματική και ανόθευτη λειτουργία του ανταγωνισμού.

Αντίθετα, το πρωτογενές δίκαιο στο στάδιο των Κοινοτήτων δεν περιείχε καμία γενική διάταξη σχετική είτε με την αρχή της ισότητας είτε γενικότερα με την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το κενό αυτό ρύθμισης μπορεί να δικαιολογηθεί είτε α) από το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η ΕΟΚ είχε, καταρχήν, ως κύριο στόχο την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και τη δημιουργία μίας κοινής μεταξύ τους ενιαίας αγοράς και επομένως, πιθανότατα δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να περιληφθούν στις Ιδρυτικές Συνθήκες διατάξεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε β) από το γεγονός ότι τα ιδρυτικά κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν ήδη προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ,

Σελ. 10

η οποία είχε δημιουργήσει ένα πλήρες πλαίσιο κατοχύρωσης και προστασίας των δικαιωμάτων κάθε προσώπου, με συνέπεια να μην κριθεί απαραίτητο να δεσμευθούν και στο οικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των Κοινοτήτων.

Στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, για την εξέλιξη εφαρμογής της αρχής της ισότητας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι Συνθήκες Μάαστριχτ, Άμστερνταμ και Λισαβόνας, οι οποίες εισήγαγαν νέες ρυθμίσεις που ενίσχυσαν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας σε διάφορους τομείς, χωρίς την ανάγκη τροποποίησης των ήδη υφιστάμενων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης για την αρχή της ισότητας και το ρόλο της στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.

Σε ένα πρώτο στάδιο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με τη θέσπιση της «ιθαγένειας της Ένωσης», οδήγησε από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικώς δρώντων ατόμων στην Ένωση στην ίση μεταχείριση όλων των ευρωπαίων πολιτών, δηλαδή ατόμων που παρότι δεν είναι οικονομικά ενεργοί, εντούτοις απολαμβάνουν ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στα κράτη μέλη. Η εξέλιξη αυτή στο πεδίο της ισότητας συνδέεται με τη γενικότερη εξέλιξη στο ενωσιακό δίκαιο και τη μετάβαση από την ΕΟΚ στην ΕΚ, δηλαδή με την εν μέρει απομάκρυνση από την αποκλειστική οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και τη σταδιακή μετάβασή τους προς μία πολιτική ένωση.

Οι σημαντικότερες εξελίξεις για την αρχή της ισότητας σημειώθηκαν από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, όπου εισήχθησαν νέες διατάξεις στο πρωτογενές

Σελ. 11

ενωσιακό δίκαιο με τις οποίες διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για τη λήψη μέτρων σχετικά με την εξάλειψη των διαφόρων διακριτικών συμπεριφορών. Καταρχάς, στη Συνθήκη ΕΚ, ορίσθηκε ότι αποτελεί στόχο της Ένωσης η προαγωγή της ισότητας των φύλων (άρθρο 2), ενώ παράλληλα, με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού, προβλέφθηκε ότι σε όλες τις δράσεις της Ένωσης πρέπει να επιδιώκεται η εξάλειψη των υφιστάμενων ανισοτήτων και να προάγεται η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (άρθρο 3 παρ. 2). Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, η ισότητα των φύλων αποτέλεσε ταυτόχρονα σκοπό και στόχο της Ένωσης, με συνέπεια να απολαμβάνει ο στόχος αυτός από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και εφεξής, ενός προνομιακού καθεστώτος στο ενωσιακό δίκαιο.

Παράλληλα, αναφορικά με την αρχή της ισότητας, ιδιαίτερα σημαντικές μεταρρυθμίσεις από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ήταν και οι εξής: α) η θέσπιση του άρθρου 13 ΣΕΚ, το οποίο αποτέλεσε την ειδική νομική βάση που παρείχε τη δυνατότητα ανάληψης δράσεων και υιοθέτησης μέτρων παράγωγου δικαίου από τα ενωσιακά όργανα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω διαφόρων κριτηρίων, όπως το φύλο, η φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, η θρησκεία, η αναπηρία, η ηλικία και ο γενετήσιος προσανατολισμός, και β) η θέσπιση του άρθρου 141 παρ. 3 ΣΕΚ, η οποία αποτέλεσε την ειδική νομική βάση για τη υιοθέτηση μέτρων παράγωγου ενωσιακού δικαίου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε διάφορα θέματα απασχόλησης, συμπεριλαμβανόμενης της ειδικότερης έκφανσης της αρχής της ισότητας που αφορά την ισότητα των αμοιβών για παροχή όμοιας εργασίας ή εργασίας της ίδιας αξίας.

Τέλος, η Συνθήκη της Λισαβόνας προσέδωσε νομικό κύρος πρωτογενούς δικαίου στο ΧΘΔΕΕ, ο οποίος προηγουμένως είχε καθαρά διακηρυκτικό χαρακτήρα, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ, η Ένωση αναγνωρίζει πλέον τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο ΧΘΔΕΕ, ο οποίος

Σελ. 12

έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Ο ΧΘΔΕΕ περιέχει ένα κεφάλαιο σχετικά με την ισότητα, θεσπίζοντας ως δικαιώματα κάθε προσώπου στην Ένωση: α) την ισότητα έναντι του νόμου (άρθρο 20), β) την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 21), γ) την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία (άρθρο 22), δ) την ισότητα γυναικών και ανδρών (άρθρο 23), ε) τα δικαιώματα του παιδιού (άρθρο 24), στ) τα δικαιώματα των ηλικιωμένων (άρθρο 25) και ζ) την ένταξη των ατόμων με αναπηρίες (άρθρο 26). Η παρεχόμενη προστασία της αρχής της ισότητας και των ανωτέρω ειδικότερων μορφών της ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, τόσο έναντι των ενωσιακών οργάνων, όσο και έναντι των κρατών μελών, όταν αυτά εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο.

III. Είδη της αρχής της ισότητας

Για την έννοια «ισότητα» και ειδικότερα για τις επιμέρους διακρίσεις της έννοιας αυτής, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει διχογνωμία στη θεωρία για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Σύμφωνα με μία πρώτη άποψη στη θεω-­

Σελ. 13

ρία, η ισότητα διακρίνεται σε δύο επιμέρους έννοιες: α) την τυπική - αριθμητική και β) την ουσιαστική – αναλογική. Η τυπική - αριθμητική ισότητα, σύμφωνα με την εν λόγω άποψη, συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή και εμφανίζεται κυρίως σε καταστάσεις, οι οποίες έχουν πολιτική φύση και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ανωτέρω έννοιας της «πολιτικής ισότητας» αποτελεί η ισότητα της ψήφου, ως ειδικότερο χαρακτηριστικό του δικαιώματος του εκλέγειν κάθε προσώπου, όπου η ψήφος κάθε εκλογέα, ανεξάρτητα από την προσωπική κατάσταση αυτού, έχει την ίδια ισχύ και ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του τελικού εκλογικού αποτελέσματος. Επομένως, με βάση την τυπική ισότητα, υπάρχει η πιθανότητα να ρυθμίζονται με όμοιο τρόπο ανόμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις, καθώς δεν επιτάσσεται η σύγκριση μεταξύ των ρυθμιζόμενων καταστάσεων, αφού προβλέπεται η παροχή των εν λόγω δικαιωμάτων ανεξάρτητα από την ατομική κατάσταση κάθε προσώπου.

Αντίθετα, η ουσιαστική – αναλογική μορφή της αρχής της ισότητας επιτάσσει την όμοια ρύθμιση από το νομοθέτη όμοιων μεταξύ τους καταστάσεων, συνακολούθως δε, την ανόμοια ρύθμιση ανόμοιων μεταξύ τους σχέσεων και καταστάσεων. Η ουσιαστική-αναλογική ισότητα, δηλαδή, εμφανίζει δύο ειδικότερες εκφάνσεις, οι οποίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Άλλωστε, η όμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων δεν θα αποτελούσε ίση ρύθμιση, αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την δημιουργία νέων διακρίσεων ή την ενίσχυση και διατήρηση των ήδη υφιστάμενων ανισοτήτων. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η ουσιαστική – αναλογική ισότητα συνδέεται

Σελ. 14

στενά με τη θεμελιώδη έννοια της δικαιοσύνης, διότι καλλιεργεί στα πρόσωπα ένα αίσθημα δίκαιης αντιμετώπισης, εφόσον αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο μόνο με εκείνα τα πρόσωπα, με τα οποία βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

Σύμφωνα, με μία δεύτερη άποψη στη θεωρία για τα θεμελιώδη δικαιώματα, η ισότητα διακρίνεται α) στην τυπική, που περιλαμβάνει, περαιτέρω, τη μαθηματική και την αναλογική ισότητα, και β) στην ουσιαστική, η οποία διακρίνεται στην ισότητα ευκαιριών και στην ισότητα αποτελέσματος. Με τον όρο «μαθηματική ισότητα» εννοείται ότι όλα τα άτομα απολαμβάνουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα από το νόμο, αλλά ταυτόχρονα υπέχουν και τις ίδιες υποχρεώσεις που πηγάζουν από το νόμο αυτό.

Όπως γίνεται δεκτό, η ειδικότερη αυτή μορφή της τυπικής ισότητας εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στις πολιτικές διαδικασίες και πιο συγκεκριμένα στο πολιτικό δικαίωμα της ψήφου, ως ισότητα στην ψήφο. Με βάση την αναλογική ισότητα, δημιουργείται η υποχρέωση κάθε νομοθέτη (εθνικού και ενωσιακού) να ρυθμίζει κατά τον ίδιο τρόπο όμοιες καταστάσεις και κατά διαφορετικό τρόπο τις ανόμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, η όμοια ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων τείνει να χαρακτηριστεί ως αριθμητική ισότητα, ενώ παράλληλα είναι δυνατό να προάγει τη δημιουργία και διατήρηση

Σελ. 15

καταστάσεων ανισότητας. Ταυτόχρονα, και η ανόμοια μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων είναι δυνατό να οδηγήσει στην εμφάνιση διακρίσεων.

Αντίθετα, σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή άποψη, με την έννοια «ουσιαστική ισότητα» εννοείται αφενός μεν η υποχρέωση κάθε νομοθέτη να παραχωρεί τις ίδιες ευκαιρίες σε όλους τους ανθρώπους για πρόσβαση σε δικαιώματα και αγαθά (ισότητα ευκαιριών), αφετέρου δε, πρέπει κατ’ αποτέλεσμα κάθε άτομο να γίνεται κοινωνός των διανεμητικών δικαιωμάτων και ωφελημάτων που παραχωρεί η εκάστοτε έννομη τάξη στους πολίτες της (ισότητα αποτελέσματος). Η ουσιαστική ισότητα αποσκοπεί στη δημιουργία των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την ισότιμη ένταξη των προσώπων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή κάθε έννομης τάξης, είτε μέσω της παροχής διαφόρων ευεργετημάτων σε εκείνα τα πρόσωπα που βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση, είτε μέσω της κατ’ αποτέλεσμα απόλαυσης των ίδιων ωφελημάτων. Παράλληλα, με βάση την ουσιαστική ισότητα, η οποία αποτελεί μία έννοια με θετικό χαρακτήρα, καθιερώνεται η υποχρέωση κάθε έννομης τάξης να υιοθετεί θετικές δράσεις, με απώτερο σκοπό την εν τέλει εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των ατόμων και την κατάργηση των μεταξύ τους διακρίσεων.

Από την παράθεση των ανωτέρω δύο απόψεων της θεωρίας για τις ειδικότερες μορφές της ισότητας, γίνεται αντιληπτό ότι διχογνωμία υφίσταται μόνο για την κατάταξη της αναλογικής ισότητας είτε α) στην τυπική, είτε β) στην ουσιαστική ισότητα. Αντίθετα, γίνεται ομόφωνα δεκτό ότι η αριθμητική ισότητα αποτελεί κλασσική μορφή της τυπικής ισότητας, ενώ η ισότητα ευκαιριών και αποτελεσμάτων ανήκει στο πεδίο της ουσιαστικής ισότητας. Πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να γίνει δεκτό ότι η αναλογική ισότητα ανήκει στην κατηγορία της τυπικής ισότητας, διότι, όπως θα αναλυθεί ευθύς κατωτέρω, φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τυπικής, ενώ αντίθετα δεν ομοιάζει με την ουσιαστική. Η θέση αυτή προκύπτει, εάν εξεταστεί τόσο από την άποψη της τυπικής, όσο και από την άποψη της ουσιαστικής ισότητας, το κριτήριο του τρόπου εφαρμογής των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών μέτρων, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται για την επίτευξη της ίσης μεταχείρισης, σε συνάρτηση

Σελ. 16

και με το στόχο που πρέπει να επιτύχουν τα μέτρα αυτά και το αποτέλεσμα στο οποίο εν τέλει οδηγούν.

Ειδικότερα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της τυπικής ισότητας και ο στόχος, στον οποίο εν τέλει αποβλέπει, είναι η συνέπεια, με την οποία θα επιτευχθεί ενός είδους διαδικαστική δικαιοσύνη από την εκάστοτε ρύθμιση. Παράλληλα, η τυπική ισότητα α) προάγει την ατομική δικαιοσύνη, η οποία αποτελεί τη βάση μίας ηθικής αξίωσης στην αρετή, β) βασίζεται στην ιδέα ότι η δικαιοσύνη απαιτεί τη συνεπή ίση μεταχείριση και γ) επιτάσσει να χρησιμοποιούνται τυπικά κριτήρια σύγκρισης, προκειμένου τα ληφθέντα μέτρα να είναι συνεπή.

Επομένως, πρέπει οι εκάστοτε νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις να εφαρμόζονται με συνέπεια και σε κάθε ad hoc περίπτωση πρέπει οι ρυθμίσεις αυτές να είναι γενικές και αντικειμενικές, να μην απορρέουν από αξιολογικές κρίσεις και να στοχεύουν είτε σε μη εμφάνιση νέων διακριτικών συμπεριφορών, είτε στην εξάλειψη των ήδη υπαρχουσών. Το κριτήριο αυτό πληρούται σε κάθε περίπτωση από την αναλογική ισότητα, η οποία, επιτάσσοντας την όμοια ρύθμιση των όμοιων περιπτώσεων, χρησιμοποιεί ένα αντικειμενικά ουδέτερο και αόριστο τυπικό κριτήριο, το οποίο πρέπει να περιέχει το εκάστοτε υιοθετούμενο μέτρο.

Η τυπική ισότητα απαιτεί η εκτέλεση των συναφών νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων να επιτυγχάνει ισότητα των προσώπων ενώπιον του νόμου, προκειμένου το ειδικότερο αυτό είδος της ισότητας να λειτουργεί με αποτελεσματικό τρόπο και να επιτυγχάνει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Συνακολούθως, η συνέπεια, την οποία επιτάσσει η τυπική ισότητα κατά την εφαρμογή του νόμου και των κανονιστικών ρυθμίσεων από τις εκάστοτε δημόσιες αρχές, οδηγεί εν τέλει στο αποτέλεσμα τα πρόσωπα, που τελούν σε όμοια κατάσταση, να αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο. Παράλληλα και στην αναλογική ισότητα έχει θεμελιώδη σημασία και εξετάζεται το αποτέλεσμα της επίμαχης σε κάθε περίπτωση ρύθμισης, έτσι ώστε να διαπιστώνεται εάν εξασφαλίζεται η συνεπής ίση μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων και εάν εν τέλει δημιουργείται ένα αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ των προσώπων.

Σελ. 17

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, παρότι η αναλογική ισότητα επιτάσσει την αντικειμενικότητα και ουδετερότητα των ληφθέντων μέτρων και οδηγεί σε ίση μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων, αυτή δεν αντιμετωπίζει με πλήρη τρόπο όλα τα φαινόμενα διακρίσεων και δεν οδηγεί πάντοτε στην εξάλειψη των ανισοτήτων όλων των μορφών. Ειδικότερα, κατά τη λήψη των σχετικών αναλογικών μέτρων, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως παραδείγματος χάριν οι μειονότητες, εξαιτίας των παλαιότερων υφιστάμενων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, αντιμετώπιζαν εμπόδια με διάφορες προεκτάσεις, όπως κατά την πρόσβαση στον τομέα της εκπαίδευσης και της εργασίας, με συνέπεια να μην μπορούν να θεωρηθούν όμοια με τα πρόσωπα που δεν αντιμετώπιζαν τις εν λόγω δυσχέρειες. Δηλαδή, με βάση την αναλογική ισότητα, δεν εξετάζονται τα γενικότερα αποτελέσματα των ληφθέντων μέτρων, με συνέπεια να υφίσταται το ενδεχόμενο, παρότι ο σχετικός κανόνας ορίζει ότι όμοια πρόσωπα ή καταστάσεις αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο, εντούτοις να εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες και διακρίσεις.

Σε τέτοιες, όμως, περιπτώσεις το κενό, που δημιουργείται επειδή η τυπική - αναλογική ισότητα επιτάσσει τη συνέπεια εφαρμογής των τιθέμενων κανόνων και χρησιμοποιεί ένα τυπικό – αντικειμενικό κριτήριο, καλύπτεται σύμφωνα με τη θεωρία για την ουσιαστική ισότητα, δηλαδή μέσω της παροχής στα πρόσωπα είτε της ισότητας ευκαιριών, είτε της ισότητας αποτελέσματος, είτε μέσω της ανάληψης θετικών νομοθετικών και διοικητικών δράσεων για την εξάλειψη των προγενέστερων υφιστάμενων διακρίσεων με την παροχή διαφόρων πλεονεκτημάτων στα μειονεκτούντα πρόσωπα. Έτσι, για να επιτευχθεί ουσιαστική ισότητα μεταξύ δύο καταστάσεων ή προσώπων, τα μέτρα, τα οποία λαμβάνονται, μπορεί κατά τα φαινόμενα να εισάγουν διακρίσεις, στην πραγματικότητα, όμως, σε ένα γενικότερο πλαίσιο αποσκοπούν στην εξάλειψη ή μείωση των ανισοτήτων, που εν τοις πράγμασι υφίστανται στην κοινωνική και οικονομική ζωή.

Επίσης, με βάση την ουσιαστική ισότητα, δεν εξετάζεται στενά το συγκεκριμένο αποτέλεσμα που επιτυγχάνουν τα ληφθέντα μέτρα, αλλά το γενικότερο αποτέλεσμα αυτών, με απώτερο σκοπό την επίτευξη ενός είδους αναδιανεμητικής

Σελ. 18

κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν αρκεί, δηλαδή, το εκάστοτε ληφθέν μέτρο να ρυθμίζει όμοιες καταστάσεις με ίδιο τρόπο, όπως επιτάσσει η αναλογική ισότητα, αλλά πρέπει να οδηγεί σε μία εν τοις πράγμασι πραγματική – ουσιαστική ισότητα για να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες και τα στερεότυπα που δημιουργούν φαινόμενα διακρίσεων. Για το σκοπό αυτό απαιτείται ο προηγούμενος έλεγχος και η εξέταση της θέσης που έχουν στην έννομη τάξη διάφορα μειονεκτούντα πρόσωπα, προκειμένου να επιλεγούν τα κατάλληλα εκείνα μέτρα που θα οδηγήσουν στην εξάλειψη των υφιστάμενων ανισοτήτων. Το περιεχόμενο των μέτρων επίτευξης ουσιαστικής ισότητας δεν ομοιάζει με εκείνο των μέτρων για την αναλογική ισότητα, διότι η ουσιαστική ισότητα επιβάλλει την εισαγωγή ρυθμίσεων για την ενίσχυση της θέσης συγκεκριμένων ομάδων, που εν τοις πράγμασι αντιμετωπίζουν φαινόμενα διακρίσεων και ανισοτήτων, με συνέπεια να είναι πιθανό τα εν λόγω μέτρα να αντιμετωπίζουν είτε με ανόμοιο τρόπο όμοιες μεταξύ τους καταστάσεις είτε με όμοιο ανόμοιες καταστάσεις.

IV. Η σύνδεση της ισότητας με τις αρχές της δημοκρατίας, ελευθερίας και δικαιοσύνης

Η γενική αρχή της ισότητας συνδέεται στενά με τις έτερες θεμελιώδεις αρχές α) της δημοκρατίας, β) της ελευθερίας και γ) της δικαιοσύνης. Εξάλλου, όπως, ορθά, έχει σημειώσει ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «η ισότητα είναι στοιχείο της έννοιας της δημοκρατίας, όσο και της έννοιας της δικαιοσύνης». Τούτο συνάγεται εάν ληφθεί υπόψη ο ρόλος που επιτελεί η πολιτική πτυχή της ισότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο μπορεί να συμμετέχει ισότιμα στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων σε πολιτικό επίπεδο είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω των δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων του, παρότι όλα τα πρόσωπα δεν βρίσκονται σε όμοια κατάσταση. Ειδικότερα:

Σελ. 19

α) Δημοκρατικό είναι το πολίτευμα ενός κράτους στην περίπτωση που η κρατική εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται υπέρ αυτού. Στα σύγχρονα συστήματα πολιτικής διακυβέρνησης έχουν επικρατήσει τα δημοκρατικά πολιτεύματα, που είναι αντιπροσωπευτικά, υπό την έννοια ότι ο λαός συμμετέχει στη θέσπιση των νόμων δια των εκλεγμένων αντιπροσώπων του, οι οποίοι συνήθως απαρτίζουν ένα πολυμελές συλλογικό όργανο, που ασκεί τη νομοθετική εξουσία και ονομάζεται Κοινοβούλιο. Συνεπώς, για να έχει ένα αντιπροσωπευτικό πολίτευμα δημοκρατικό χαρακτήρα, πρέπει στους πολίτες της έννομης αυτής τάξης να αναγνωρίζεται το πολιτικό δικαίωμα με την ψήφο τους να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους στο Κοινοβούλιο. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ψήφου είναι η αρχή της ισότητας αυτής, η οποία έχει, μεταξύ άλλων, την έννοια ότι κάθε πολίτης-εκλογέας έχει μία και μόνο ψήφο, ενώ παράλληλα απαγορεύεται να χορηγηθεί πολλαπλή ψήφος σε ορισμένες κατηγορίες πολιτών. Επομένως, η σχέση μεταξύ της αρχής της δημοκρατίας και της αρχής της ισότητας εκφράζεται κατά κύριο λόγο μέσω της παροχής πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία παραχωρούνται στα δημοκρατικά, κατά κύριο λόγο, συστήματα στους πολίτες. Όπως, συναφώς, παρατήρησε ο Π. Δ. Δαγτόγλου, «η ισότητα αποτελεί το θεμέλιο και την ουσία της δημοκρατίας, αφού αυτή βασίζεται στην πολιτική ισότητα των πολιτών».

Στην ενωσιακή έννομη τάξη, η δημοκρατία και η ισότητα αναγνωρίζονται ως βασικές αξίες της Ένωσης με βάση το άρθρο 2 ΣΕΕ, η τήρηση των οποίων αποτελεί υποχρέωση τόσο των ενωσιακών οργάνων, όσο και των κρατών μελών

Σελ. 20

της. Μάλιστα, στις διατάξεις των άρθρων 9-12 ΣΕΕ για τις δημοκρατικές αρχές της Ένωσης, κεντρική θέση κατέχει ο σεβασμός της αρχής της ισότητας των πολιτών της Ένωσης από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς αυτής με βάση το άρθρο 9 ΣΕΕ στο πλαίσιο και της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και οι πολίτες στην ενωσιακή έννομη τάξη εκπροσωπούνται άμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Έτσι, για το σκοπό αυτό παραχωρήθηκε σε όλους τους πολίτες της Ένωσης το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με βάση τα άρθρα 22 ΣΛΕΕ και 39 ΧΘΔΕΕ. Κύριο χαρακτηριστικό των εκλογών αυτών είναι ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης απολαμβάνει του σχετικού δικαιώματος και μπορεί να συμμετέχει διαθέτοντας μία και μόνο ψήφο στη σχετική ψηφοφορία, με συνέπεια, από τα ανωτέρω, να αναδεικνύεται η «δημοκρατική ισότητα» μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών.

β) Ελευθερία και ισότητα φαινομενικά αλληλοσυγκρούονται Είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για να εξαλείψουν τις διακρίσεις και να προάγουν την τυπική ισότητα, όπως π.χ. η αναλογική φορολογική ίση μεταχείριση ή ακόμη περισσότερο μέτρα επίτευξης ουσιαστικής ισότητας, όπως π.χ. η παροχή διαφόρων κοινωνικών πλεονεκτημάτων σε μειονεκτούντα πρόσωπα, δεν συμβαδίζουν με τις αντιλήψεις για την ελευθερία, η οποία επιτάσσει ο καθένας να λαμβάνει και να πράττει κατά το δοκούν χωρίς δεσμεύσεις.

Back to Top