Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΠΛΟΙΩΝ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 117,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 117,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17789
Σταυρακίδης Τ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - MARITIME LAW STUDIES
Αθανασίου Λ.
Η μελέτη «Η Σύγκρουση Πλοίων» πραγματεύεται μία κεντρική θεματική του ναυτικού δικαίου, η οποία δεν είχε αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο μονογραφίας. Αναπτύσσει το ειδικό θεσμικό πλαίσιο της σύγκρουσης, την εννοιολογική της οριοθέτηση, τις αιτίες, τον νόμιμο λόγο και τις προϋποθέσεις της ειδικής αστικής ευθύνης. Επανεξετάζει βασικούς θεσμούς του ναυτικού, διεθνούς δικονομικού και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υπό το πρίσμα των ζητημάτων που γεννά η εμπλοκή περισσοτέρων πλοίων, υπευθύνων και ζημιωθέντων, σε μία σύγκρουση και αναλύει την επίδραση της σύγκρουσης στην ομαλή εκτέλεση διαφόρων ειδών συμβάσεων. Το έργο απευθύνεται σε ερευνητές, δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και φορείς της αγοράς που ασχολούνται με το ναυτικό δίκαιο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελ. ΙΧ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Σελ. ΧΙΙΙ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Σελ. ΧΧV
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Το ενδιαφέρον της επιστημονικής επανεξέτασης Σελ. 1
α. Η επικαιρότητα του θέματος Σελ. 2
β. Η σύγκρουση πλοίων στον πυρήνα του διεθνούς ομοιόμορφου ναυτικού δικαίου Σελ. 7
Β. Το πλαίσιο της έρευνας, η ακολουθούμενη επιστημονική προσέγγιση και η διάρθρωση της ύλης Σελ. 9
α. Το πλαίσιο της έρευνας και η ακολουθούμενη επιστημονική προσέγγιση Σελ. 9
α.1. Η ολιστική προσέγγιση της θεματικής Σελ. 9
α.2. Οι ακολουθούμενες ερμηνευτικές μέθοδοι Σελ. 13
α.3. Η βαρύτητα των ιδιωτικοδιεθνολογικών πτυχών της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων Σελ. 17
α.4. Αξιοποίηση της συγκριτικής μεθόδου Σελ. 20
β. Η διάρθρωση της ύλης Σελ. 22
γ. Το ζήτημα της ορολογίας Σελ. 23
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
I. Η εννοιολογική οριοθέτηση της νομικής έννοιας της σύγκρουσης πλοίων
§1 Νομοθετικός πλουραλισμός Σελ. 28
Α. Ουσιαστικού δικαίου διατάξεις Σελ. 30
α. Η ΔΣ των Βρυξελλών του 1910 Σελ. 30
α.1. Ιστορική αναδρομή Σελ. 30
α.2. Η θέση σε ισχύ της ΔΣ του 1910 Σελ. 33
β. Εθνικές ρυθμίσεις Σελ. 37
β.1. Η ρύθμιση του ΚΙΝΔ Σελ. 37
β.2. Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση Σελ. 42
γ. Ιδιωτικές πρωτοβουλίες: Κανόνες της Λισαβόνας Σελ. 43
B. Λοιπά κείμενα Σελ. 47
α. Η ΔΣ του Λονδίνου του 1972 περί Διεθνών Κανονισμών προς Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα Σελ. 47
β. Οι ΔΣ του 1952 για την αστική και ποινική διεθνή δικαιοδοσία Σελ. 50
§2 Προϋποθέσεις ύπαρξης του ναυτικού ατυχήματος της σύγκρουσης πλοίων Σελ. 55
Α. Οι προϋποθέσεις ως προς τα υποκείμενα της σύγκρουσης Σελ. 57
α. Εμπλοκή δύο τουλάχιστον πλοίων Σελ. 58
α.1. Η έννοια του πλοίου στη ΔΣ 1910 Σελ. 58
i. Υιοθέτηση της επιστημονικής έννοιας του πλοίου Σελ. 58
ii. Περιορισμοί στην επιστημονική έννοια του πλοίου Σελ. 64
α.2. Η έννοια του πλοίου στο δωδέκατο κεφάλαιο του ΚΙΝΔ Σελ. 66
i. Νομοθετική έννοια του πλοίου και του πλωτού ναυπηγήματος Σελ. 66
ii. Ειδικότερα, τα ναυπηγήματα που χρησιμοποιούνται για ναυταθλητισμό και αναψυχή Σελ. 71
β. Ο απαιτούμενος βαθμός αλληλεπίδρασης μεταξύ των συγκρουσθέντων πλοίων Σελ. 75
β.1. Υλική επαφή μεταξύ των πλοίων Σελ. 75
β.2. Πρόκληση ζημίας λόγω αρνητικής επενέργειας του ενός πλοίου στο άλλο Σελ. 77
i. Η έννοια της έμμεσης σύγκρουσης Σελ. 77
ii. Ειδικές περιπτώσεις έμμεσης σύγκρουσης Σελ. 80
β.3. Το ενδεχόμενο της συρροής άμεσης και έμμεσης σύγκρουσης Σελ. 82
β.4. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ άμεσης και έμμεσης σύγκρουσης Σελ. 84
γ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα: η διασταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων σύγκρουσης και η ratio αυτής Σελ. 86
Β. Τα αίτια της σύγκρουσης Σελ. 87
α. Αίτια υποκειμενικά Σελ. 88
α.1. Η παράβαση κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας Σελ. 89
i. Κανόνες καθολικής εφαρμογής Σελ. 89
(1) Γενικοί κανόνες διαγωγής πλοίων Σελ. 91
1.1. Η υποχρέωση επιτήρησης του περιβάλλοντος το πλοίο χώρου Σελ. 91
1.2. Η υποχρέωση τήρησης ασφαλούς ταχύτητας Σελ. 96
1.3. Η συντηρητική εφαρμογή των γενικών κανόνων Σελ. 98
(2) Κανόνες διαγωγής των πλοίων ενόψει αλλήλων Σελ. 99
2.1. Η περίπτωση της προσπέρασης Σελ. 99
2.2. Η περίπτωση των αντίθετων πορειών Σελ. 100
2.3. Η περίπτωση της διασταύρωσης πορειών Σελ. 101
2.4. Οι κατευθυντήριες γραμμές υλοποίησης των κανόνων Σελ. 103
(3) Η τήρηση των ηχητικών και οπτικών προειδοποιήσεων και ενημέρωσης περί της θέσης του πλοίου Σελ. 104
(4) Το γενικό καθήκον ασφαλούς ναυσιπλοΐας και ναυτικής επιμέλειας Σελ. 106
ii. Ειδικοί κανόνες Σελ. 112
(1) Ειδικοί κανόνες σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας Σελ. 112
(2) Ειδικοί κανόνες σε περίπτωση πλοήγησης σε στενούς διαύλους ή κατά την τήρηση συστήματος διαχωρισμού της κυκλοφορίας Σελ. 112
(3) Ειδικοί κανόνες σε περίπτωση πλοήγησης εντός λιμένος Σελ. 116
(4) Οι Διεθνείς Κανονισμοί Ιστιοδρομιών της Διεθνούς Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας Σελ. 117
α.2. Η αναξιοπλοΐα του πλοίου Σελ. 119
i. Οι επιμέρους μορφές αξιοπλοΐας του πλοίου Σελ. 120
ii. Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη ναυτική καταλληλότητα ενός πλοίου Σελ. 122
(1) Η ΔΣ STCW 1978 Σελ. 123
(2) Ο Κώδικας ISM Σελ. 127
β. Αίτια αντικειμενικά Σελ. 130
II. Η ρύθμιση της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων
§1 Η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης Σελ. 132
Α. Ratione materiae οριοθέτηση Σελ. 132
α. Εξαίρεση των ζημιών προσώπων που «συνδέονται» με προϋπάρχουσα της σύγκρουσης σχέση με συγκρουσθέν πλοίο Σελ. 133
α.1. Εξαίρεση των ζημιών των ίδιων ενδιαφερόμενων Σελ. 134
i. Οι αξιώσεις των συγγενών των θυμάτων των επιβατών Σελ. 135
ii. Οι αξιώσεις προσώπων που κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ευρίσκονταν στο πλοίο χωρίς να έχουν συνάψει κάποια σύμβαση με «αυτό» Σελ. 136
iii. Η αξίωση αποζημίωσης που εγείρεται κατά του πραγματικού μεταφορέα Σελ. 139
α.2. Εξαίρεση των ζημιών των πλοίων που «συνδέονται» με προϋπάρχουσα της σύγκρουσης συμβατική σχέση Σελ. 145
i. Το είδος των εξαιρούμενων ζημιών Σελ. 145
ii. Το είδος των συμβατικών σχέσεων Σελ. 146
iii. Η κατανομή της αστικής ευθύνης με βάση τις ρήτρες Knock-for-Knock Σελ. 149
iv. Η περίπτωση της σύγκρουσης εντός συμβατικού πλαισίου που δεν έχει καταρτιστεί μεταξύ των συγκρουσθέντων πλοίων Σελ. 155
(1) Το πρόβλημα Σελ. 155
(2) Η νομολογία των νορβηγικών δικαστηρίων Σελ. 156
(3) Προσέγγιση υπό την έποψη του ελληνικού δικαίου Σελ. 158
v. Η σύγκρουση πλοίων στο πλαίσιο ρεγκάτας Σελ. 160
β. Εξαίρεση των ζημιών τρίτων προσώπων Σελ. 161
β.1. Γενικό πλαίσιο Σελ. 161
β.2. Ειδικότερα η περίπτωση των ζημιών των τρίτων ανυπαίτιων πλοίων Σελ. 165
i. Αδυναμία υπαγωγής στην ειδική ρύθμιση Σελ. 165
ii. Ρύθμιση με βάση το συμπληρωματικώς εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο Σελ. 168
Β. Ratione personae οριοθέτηση Σελ. 171
α. Προσδιορισμός του υποκειμένου της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων Σελ. 172
α.1. Το ασαφές περιεχόμενο της έννοιας της «ευθύνης του πλοίου» Σελ. 172
α.2. Η σύνδεση της ευθύνης με το πρόσωπο του εκμεταλλευόμενου το πλοίο Σελ. 173
α.3. Ο προσδιορισμός του προσώπου που εκμεταλλεύεται το πλοίο Σελ. 177
i. Όταν ο οικονομικός προορισμός του πλοίου είναι κερδοσκοπικός Σελ. 177
(1) Ναύλωση γυμνού σκάφους Σελ. 179
(2) Χρηματοδότηση της ναυτιλιακής επιχείρησης Σελ. 182
ii. Η ιδιαίτερη περίπτωση των σκαφών αναψυχής Σελ. 185
α.4. Ο φορέας της επιχείρησης που εκμεταλλεύεται το πλοίο Σελ. 189
β. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας της ρύθμισης Σελ. 193
β.1. Ευθύνη ρυθμιζόμενη αποκλειστικά από το δίκαιο της σύγκρουσης πλοίων Σελ. 193
β.2. Ευθύνη παράλληλη με αυτήν των υπαίτιων και υπεύθυνων για τη σύγκρουση προσώπων Σελ. 197
β.3. Η ρύθμιση της ευθύνης των υπαίτιων προσώπων με βάση τις γενικές διατάξεις Σελ. 203
Γ. Διαχείριση των στοιχείων αλλοδαπότητας Σελ. 208
α. Το πεδίο εφαρμογής της ΔΣ του 1910 Σελ. 209
α.1. Το επιλεχθέν κριτήριο: η σημαία των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση πλοίων Σελ. 209
α.2. Τα απορριφθέντα κριτήρια Σελ. 215
β. Κανόνες προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου Σελ. 219
β.1. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ πλοίων που «συνδέονται» συμβατικά Σελ. 222
β.2. Σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων σε εθνικά ύδατα Σελ. 223
i. Στο προ του ΚανΡώμη ΙΙ δίκαιο Σελ. 224
ii. Στο μετά τον ΚανΡώμη ΙΙ δίκαιο Σελ. 226
β.3. Σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων σε διεθνή ύδατα Σελ. 233
i. Η επικράτηση της lex fori στο προ του ΚανΡώμη ΙΙ δίκαιο Σελ. 234
(1) Στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 234
(2) Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση Σελ. 235
ii. Ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου στο πλαίσιο του ΚανΡώμη ΙΙ Σελ. 237
(1) Αξιοποίηση των διατάξεων της ΔΣ για το Δίκαιο της Θάλασσας Σελ. 238
(2) Η ένταξη της σύγκρουσης πλοίων σε διεθνή ύδατα στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΡώμη ΙΙ Σελ. 239
2.1. Η άποψη υπέρ της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογή του ΚανΡώμη ΙΙ Σελ. 239
2.2. Η άποψη υπέρ της επιστροφής στους εθνικούς κανόνες ιδ.δ.δ.. Σελ. 244
γ. Η σύγκρουση και ο συντονισμός της ΔΣ του 1910 με τους Κανονισμούς Ρώμη Ι και ΙΙ Σελ. 247
§2 Το περιεχόμενο της ρύθμισης Σελ. 252
Α. Η νομική βάση της ειδικής αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων Σελ. 252
α. Το «πταίσμα» του «πλοίου» ως νόμιμος λόγος της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων Σελ. 253
α.1. Το περιεχόμενο του όρου «πλοίο» και του όρου «πταίσμα» κατά την κατάστρωση του νόμιμου λόγου ευθύνης Σελ. 254
i. Το περιεχόμενο του όρου «πλοίο» Σελ. 254
ii. Το περιεχόμενο της έννοιας του «προσώπου που ίσταται στο ζημιογόνο πλοίο» Σελ. 256
(1) Οι προστηθέντες Σελ. 259
(2) Τα πρόσωπα που ευρίσκονται σε ενεργητική εγγύτητα με το πλοίο Σελ. 266
iii. Η περίπτωση της αδυναμίας προσδιορισμού του υπαίτιου προσώπου που ίσταται στο ζημιογόνο πλοίο Σελ. 272
iv. Το περιεχόμενο του όρου «πταίσμα» Σελ. 275
α.2. Η εξειδίκευση του λευκού κανόνα δικαίου των άρθρων 3 της ΔΣ 1910 και 236 εδ. α΄ ΚΙΝΔ Σελ. 284
i. Η παρανομία Σελ. 284
ii. Το πταίσμα Σελ. 288
β. Ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης και την επέλευση του ναυτικού ατυχήματος Σελ. 293
γ. Η κατανομή του βάρους και τα μέσα απόδειξης Σελ. 296
γ.1. Η κατανομή του βάρους απόδειξης Σελ. 296
i. Το βάρος απόδειξης στον ζημιωθέντα Σελ. 296
ii. Η απαγόρευση νομίμων τεκμηρίων Σελ. 297
iii. Η ειδικότερη περίπτωση της σύγκρουσης κατά το στάδιο της ρυμούλκησης Σελ. 298
iv. Το επιτρεπτό των δικαστικών τεκμηρίων Σελ. 300
v. Το διαφορετικό παράδειγμα του αμερικανικού δικαίου Σελ. 302
γ.2. Τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα Σελ. 305
Β. Η απαλλαγή από την ευθύνη Σελ. 311
α. Η απαλλαγή από την ευθύνη στο προ της ΔΣ του 1910 δίκαιο Σελ. 311
α.1. Ο κανόνας του συντρέχοντος πταίσματος Σελ. 311
α.2. Ο κανόνας της ισότιμης κατανομής της ζημίας Σελ. 312
α.3. Ο κανόνας της κατανομής της ζημίας με βάση τη βαρύτητα της επίμεμπτης συμπεριφοράς Σελ. 318
β. Η συνυπαίτια σύγκρουση και η κατανομή της ευθύνης μεταξύ των συγκρουσθέντων πλοίων Σελ. 320
β.1. Μερική απαλλαγή λόγω συντρέχοντος πταίσματος Σελ. 320
i. Ο προσδιορισμός των κριτηρίων για το επιμερισμό της ευθύνης Σελ. 323
(1) Η ρύθμιση της ΔΣ του 1910 Σελ. 323
(2) Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων Σελ. 326
ii. Η περίπτωση της αδυναμίας καθορισμού της αναλογίας της υπαίτιας αιτιώδους συμβολής των πλοίων στην επέλευση της σύγκρουσης Σελ. 330
β.2. Μερική απαλλαγή λόγω πταίσματος του μεταφέροντος πλοίου Σελ. 332
i. Η επίκληση του πταίσματος του μεταφέροντος πλοίου έναντι του αλλότριου ενδιαφερόμενου Σελ. 333
(1) Η λειτουργία του κανόνα της διαιρετής ευθύνης Σελ. 333
(2) Το δικαιοπολιτικό θεμέλιο του κανόνα της διαιρετής ευθύνης Σελ. 338
(3) Οι τάσεις αμφισβήτησής του κανόνα της διαιρετής ευθύνης Σελ. 340
3.1. Η εξάλειψη του δικαιοπολιτικού θεμελίου της διαιρετής ευθύνης Σελ. 340
3.2. Η έλλειψη επαρκούς θεμελίωσης της διαιρετής ευθύνης για τις υλικές ζημίες των επιβατών Σελ. 343
3.3. Η αμφισβήτηση της διαιρετής ευθύνης στο δίκαιο των ΗΠΑ Σελ. 344
ii. Το πταίσμα ως νομική βάση του δικαιώματος αναγωγής Σελ. 347
(1) Η λειτουργία του κανόνα της εις ολόκληρον ευθύνης και του αναγωγικού δικαιώματος Σελ. 347
(2) Το περιεχόμενο της εις ολόκληρον ευθύνης και του αναγωγικού δικαιώματος: ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου Σελ. 352
γ. Η ανυπαίτια σύγκρουση και η απαλλαγή των εμπλεκόμενων πλοίων από την ευθύνη τους Σελ. 354
γ.1. Η περίπτωση της αδυναμίας προσδιορισμού των αιτιών Σελ. 357
γ.2. Η ανωτέρα βία Σελ. 360
γ.3. Το τυχερό γεγονός Σελ. 365
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΑΠΟ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΠΛΟΙΩΝ
I. Ναυτικές απαιτήσεις που υπάγονται στο δίκαιο της σύγκρουσης πλοίων
§1 Προσδιορισμός της προς αποκατάσταση ζημίας και οι εξασφαλίσεις της ναυτικής απαίτησης Σελ. 370
Α. Το περιεχόμενο της προς αποκατάσταση ζημίας Σελ. 370
α. Σε περίπτωση ολικής καταστροφής (απώλειας) του πλοίου Σελ. 377
β. Σε περίπτωση πρόκλησης βλαβών στο πλοίο Σελ. 380
β.1. Το οικονομικό κόστος της διάσωσης του πλοίου Σελ. 381
β.2. Το οικονομικό κόστος της προσωρινής απώλειας της χρήσης του πλοίου Σελ. 387
i. Δαπάνες κάλυψης Σελ. 387
(1) Η χρησιμοποίηση εφεδρικού πλοίου Σελ. 389
(2) Η χρησιμοποίηση αδελφού πλοίου Σελ. 391
(3) Η επιλογή της ναύλωσης μικρής διάρκειας Σελ. 393
ii. Διαφυγόντα κέρδη Σελ. 393
iii. Άσκοπες δαπάνες χρήσης Σελ. 398
γ. Σε κάθε περίπτωση Σελ. 399
Β. Οι εξασφαλίσεις της ναυτικής απαίτησης Σελ. 401
α. Η εξασφάλιση της αξίωσης δια της εκ του νόμου διεύρυνσης των παθητικώς ενεχόμενων προσώπων Σελ. 402
α.1. Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό Σελ. 402
α.2. Η ευθύνη του αποκτώντος την κυριότητα του πλοίου Σελ. 407
β. Η εμπράγματη εξασφάλιση της αξίωσης: αξίωση εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο επί του υπαίτιου πλοίου Σελ. 411
β.1. Οι κανόνες προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου Σελ. 411
β.2. Το περιεχόμενο και η έκταση του προνομίου με βάση το ελληνικό δίκαιο Σελ. 414
β.3. Η επίδραση της αφερεγγυότητας Σελ. 421
i. Σε περίπτωση σύγκρουσης προγενέστερης της πτώχευσης Σελ. 421
ii. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταγενέστερης της πτώχευσης Σελ. 423
γ. Η εξασφάλιση της αξίωσης δια της αναγνώρισης δυνατότητας συντηρητικής κατάσχεσης του ζημιώσαντος πλοίου Σελ. 424
γ.1. Η ναυτική απαίτηση του ζημιωθέντος ως θαλάσσια απαίτηση επιτρέπουσα τη συντηρητική κατάσχεση Σελ. 425
γ.2. Η κατάσχεση πλοίου μη ανήκοντος στον υπεύθυνο εκμεταλλευόμενο το ζημιώσαν πλοίο Σελ. 428
i. Κατάσχεση μεταβιβασθέντος πλοίου Σελ. 430
ii. Κατάσχεση ναυλωμένου πλοίου Σελ. 431
(1) Πριν τη λήξη ισχύος της σύμβασης ναύλωσης Σελ. 432
(2) Μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης ναύλωσης Σελ. 434
δ. Η ασφαλιστική κάλυψη της ναυτικής απαίτησης: Η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης και η δυνατότητα έγερσης ευθείας αξίωσης αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή Σελ. 435
δ.1. Το θεσμικό πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης Σελ. 440
δ.2. Η υποχρεωτική κάλυψη της ασφαλιστικής ευθύνης στην πράξη Σελ. 446
δ.3. Τρόποι ικανοποίησης της ναυτικής απαίτησης από την περιουσία του ασφαλιστή αστικής ευθύνης Σελ. 451
i. Η ευθεία αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή αστικής ευθύνης Σελ. 451
(1) Οι κανόνες προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου Σελ. 451
(2) Η ευθεία αξίωση στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 455
2.1. Το αποδεκτό της ευθείας αξίωσης Σελ. 455
2.2. Το περιεχόμενο της ευθείας αξίωσης Σελ. 459
ii. Συμβατική σωρευτική αναδοχή χρέους και αξίωση ελευθέρωσης Σελ. 463
iii. Πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή Σελ. 465
iv. Προσεπίκληση του ασφαλιστή από τον ασφαλισμένο ζημιώσαντα Σελ. 467
§2 Τα ουσιαστικά και δικονομικά όρια της προστασίας Σελ. 470
Α. Όρια χρονικά Σελ. 470
α. Σύμφωνα με τη ρύθμιση της ΔΣ του 1910 Σελ. 471
β. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 289 περ. 6 ΚΙΝΔ Σελ. 474
β.1. Η ερμηνεία της διάταξης Σελ. 474
β.2. Οι λόγοι αναστολής και διακοπής της παραγραφής Σελ. 479
Β. Όρια ποσοτικά Σελ. 482
α. Ο περιορίσιμος χαρακτήρας των ναυτικών απαιτήσεων Σελ. 483
β. Η εσωτερική ενότητα των ρυθμίσεων της αστικής ευθύνης και του περιορισμού αυτής Σελ. 488
β.1. Η έννοια του πλοίου στη ΔΣ LLMC 1976/1996 Σελ. 491
i. Ο γενικός κανόνας Σελ. 491
ii. Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις Σελ. 493
(1) Ρητές εξαιρέσεις Σελ. 493
(2) Ειδικότερα, η περίπτωση των πλοίων που δεν έχουν οικονομικό προορισμό Σελ. 494
β.2. Η εξατομίκευση του ναυτικού ατυχήματος ως παράμετρος υπολογισμού των ορίων ευθύνης Σελ. 499
i. Το ζήτημα Σελ. 499
ii. Η απάντηση των αυστραλιανών δικαστηρίων Σελ. 501
iii. Ίδια θέση Σελ. 503
γ. Τα μέσα επίτευξης της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας Σελ. 509
γ.1. Η μετατροπή της ευθύνης του εκμεταλλευόμενου το πλοίο σε απεριόριστη Σελ. 509
i. Η επίδειξη αδιαφορίας Σελ. 510
ii. Η επίγνωση της πιθανότητας επέλευσης της ζημίας Σελ. 511
iii. Οι υπόλοιπες προϋποθέσεις έκπτωσης από το δικαίωμα περιορισμού Σελ. 515
γ.2. Ο περιορισμός του ύψους της ναυτικής απαίτησης δια του συμψηφισμού Σελ. 521
Γ. Η διεθνής δικαιοδοσία επί της αξίωσης αποζημίωσης Σελ. 524
α. Οι βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 525
α.1. Τα καλούμενα σε εφαρμογή κείμενα Σελ. 525
α.2. Ο συντονισμός των ΔΣ του ναυτικού δικαίου με το δικονομικό ιδ.δ.δ. της Ε.Ε. Σελ. 526
i. Το άρθρο 71 του ΚανΒρυξ Ι (bis) Σελ. 526
ii. Η νομολογία του ΔικΕΕ Σελ. 529
iii. Η διαμόρφωση της σχέσης των ΔΣ με το ιδ.δ.δ. της Ε.Ε., με βάση τα σύγχρονα νομοθετικά δεδομένα Σελ. 535
iv. Η συμπληρωματική εφαρμογή των κανόνων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από ΔΣ Σελ. 539
α.3. Η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των ΔΣ και του ΚανΒρυξ Ι (bis) Σελ. 542
α.4. Οι υποδεικνυόμενοι κανόνες απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 547
i. Ο κανόνας της ιδιωτικής αυτονομίας Σελ. 547
(1) Ρήτρες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 548
(2) Ρήτρες διαιτησίας Σελ. 550
(3) Ρήτρες προβλεπόμενες σε συμβάσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης Σελ. 557
3.1. Ρήτρες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 557
3.2. Ρήτρες διαιτησίας Σελ. 561
ii. Το forum της έδρας του εναγομένου Σελ. 567
iii. Το forum actoris Σελ. 568
iv. Το forum arresti Σελ. 571
v. Τα δικαστήρια του κράτους της σημαίας του πλοίου Σελ. 574
vi. Το forum delicti Σελ. 575
(1) Το forum delicti με βάση τα εφαρμοζόμενα κείμενα Σελ. 575
(2) Η επιλογή του forum delicti ως forum conveniens Σελ. 582
vii. Δυνατότητες επέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρώτου χρονικά επιληφθέντος δικαστηρίου Σελ. 587
β. Η επίδραση της σύστασης κεφαλαίου περιορισμού στον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 588
β.1. Η απουσία ρύθμισης εντός της ΔΣ LLMC 1976/1996 Σελ. 589
β.2. Η προϋπόθεση της άσκησης προηγούμενης αγωγής Σελ. 590
β.3. Οι κανόνες προσδιορισμού των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 596
β.4. Το εύρος της δικαιοδοτικής εξουσίας του επιλαμβανόμενου της αίτησης σύστασης κεφαλαίου περιορισμού δικαστηρίου Σελ. 601
β.5. Ο συντονισμός των δύο παράλληλων διαδικασιών αίτησης σύστασης κεφαλαίου περιορισμού και κύριας αγωγής Σελ. 608
i. Απουσία εκκρεμοδικίας μεταξύ της κύριας δίκης και της διαδικασίας της σύστασης κεφαλαίου περιορισμού Σελ. 609
ii. Οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειες της σύστασης κεφαλαίου περιορισμού Σελ. 615
(1) Με βάση τους κανόνες της ΔΣ LLMC 1976/1996 Σελ. 615
(2) Η δυνητική επιρροή των κανόνων του ιδ.δ.δ. της Ε.Ε.. Σελ. 621
II. Ναυτικές απαιτήσεις που εκφεύγουν από το δίκαιο της σύγκρουσης πλοίων
§1 Ζημίες προκαλούμενες σε ίδιους ενδιαφερόμενους Σελ. 628
Α. Η επίδραση στην ομαλή εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης Σελ. 629
Β. Ζημίες προκαλούμενες σε ίδιους ενδιαφερόμενους, δικαιούχους φορτίου και επιβάτες Σελ. 636
α. Ζημίες σε δικαιούχους φορτίων Σελ. 636
α.1. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορά εμπορευμάτων Σελ. 636
α.2. Τα χαρακτηριστικά της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα και η απαλλαγή από αυτήν Σελ. 643
i. Ο νόμιμος λόγος και η νομική φύση της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα Σελ. 643
ii. Περιπτώσεις απαλλαγής από την ευθύνη Σελ. 649
(1) Η σύγκρουση πλοίων ως λόγος απαλλαγής από την ευθύνη Σελ. 649
(2) Περιπτώσεις μερικής απαλλαγής από την ευθύνη Σελ. 657
2.1. Η θεωρία της overriding obligation Σελ. 658
2.2. Η θεωρία της απαλλαγής λόγω συντρέχοντος πταίσματος Σελ. 660
2.3. Η κατανομή της ευθύνης ειδικά στην περίπτωση της σύγκρουσης πλοίων Σελ. 663
α.3. Οι καλυπτόμενες ζημίες Σελ. 667
α.4. Εξασφαλίσεις της ναυτικής απαίτησης Σελ. 673
α.5. Όρια χρονικά Σελ. 674
α.6. Όρια ποσοτικά Σελ. 679
α.7. Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας Σελ. 683
β. Ζημίες σε επιβάτες και στις αποσκευές τους Σελ. 686
β.1. Κατά την εκτέλεση σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς Σελ. 686
i. Το ρυθμιστικό πλαίσιο και το πεδίο εφαρμογής του Σελ. 686
ii. Οι καλυπτόμενες ζημίες Σελ. 691
iii. Το περίγραμμα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών Σελ. 695
β.2. Κατά την εκτέλεση σύμβασης θαλάσσιας περιήγησης Σελ. 705
i. Το θεσμικό πλαίσιο της σύμβασης θαλάσσιας περιήγησης Σελ. 705
ii. Η ρύθμιση της ευθύνης του διοργανωτή θαλάσσιας περιήγησης Σελ. 708
Γ. Η σύγκρουση πλοίων ως ναυτεργατικό ατύχημα Σελ. 715
α. Ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου Σελ. 716
β. Η αστική ευθύνη για την επέλευση ναυτεργατικού ατυχήματος Σελ. 717
§2 Ζημίες σε τρίτα μη εμπλεκόμενα στην ναυτική αποστολή πρόσωπα. Ειδικά οι ζημίες από θαλάσσια ρύπανση Σελ. 722
Α. Από διαρροή πετρελαίου κίνησης Σελ. 723
α. Η ευθύνη του πλοιοκτήτη για ζημίες από θαλάσσια ρύπανση λόγω διαρροής πετρελαίου κίνησης Σελ. 723
β. Ειδικά η ευθύνη στην περίπτωση της διαρροής πετρελαίου κίνησης λόγω σύγκρουσης πλοίων Σελ. 731
Β. Από διαρροή πετρελαίου από δεξαμενόπλοιο Σελ. 733
α. Οι βασικές πτυχές της ευθύνης Σελ. 733
β. Ειδικά η ευθύνη σε περίπτωση σύγκρουσης Σελ. 736
β.1. Σε περίπτωση σύγκρουσης δεξαμενόπλοιων Σελ. 736
β.2. Σε περίπτωση σύγκρουσης δεξαμενόπλοιου και πλοίου μη καλυπτόμενου από το πεδίο εφαρμογής της ΔΣ CLC 1992/2000 Σελ. 738
i. H υπαγωγή στο κοινό δίκαιο ii. Ειδικότερα ζητήματα γύρω από την ευθύνη του άλλου «πλοίου» Σελ. 739
γ. Οι περιπτώσεις μικτής θαλάσσιας ρύπανσης Σελ. 744
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 747
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. 799

Σελ. 1

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Α. Το ενδιαφέρον της επιστημονικής επανεξέτασης

1Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι μια έννοια κλασσική του ναυτικού δικαίου, το θαλάσσιο συμβεβηκός της σύγκρουσης πλοίων. Στη σύγκρουση πλοίων απαντώνται ορισμένα από τα χαρακτηριστικά εκείνα που κατά κανόνα συνοδεύουν τους βασικούς θεσμούς του ναυτικού δικαίου: ρίζες που ανάγονται στην αρχαιότητα, διαμόρφωση της σύγχρονης μορφής κατά τους νεότερους χρόνους (19 αιώνας και επέκεινα), ενιαία ρύθμιση των παραγόμενων από αυτήν εννόμων σχέσεων με κανόνες διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου (ΔΣ των Βρυξελλών 1910, η οποία εξακολουθεί και ισχύει αμετάβλητη μέχρι και σήμερα), και, τέλος, τακτική επιστημονική επανεξέταση της πρακτικής εφαρμογής του θεσμού, με σκοπό την αποτύπωση των νέων δεδομένων που δημιουργούνται από αυτήν.

2Και ενώ η εφαρμογή του ερευνώμενου θεσμού απασχολεί αδιάκοπα την εξωδικαστηριακή και δικαστηριακή πράξη, η επιστημονική επανεξέτασή του στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης είναι εξαιρετικά ισχνή, χωρίς, ωστόσο, αυτό να δικαιολογείται από το επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Στις αναπτύξεις που έπονται επιχειρείται η ερμηνευτική προσπέλαση των ζητημάτων που εγείρονται μέσα από τη διαχείριση της σύγκρουσης πλοίων.

 

Σελ. 2

α. Η επικαιρότητα του θέματος

3Τις τελευταίες δεκαετίες έχει θεσπισθεί και αναπτυχθεί σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο ένα πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων, κοινή συνισταμένη των οποίων είναι η βελτίωση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, ιδίως όσον αφορά την προστασία της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος, με σκοπό την πρόληψη του ναυτικού ατυχήματος, και, σε περίπτωση επέλευσής του, τον περιορισμό και την άμεση και ευχερή αποκατάσταση των επιζήμιων συνεπειών αυτού. Παρά τη λεπτομερειακή πληθωρικότητά του, η αποτελεσματικότητα του νομοθετικού οπλοστασίου της διεθνούς κοινότητας και της Ε.Ε. δεν είναι ικανοποιητική. Το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο σημειωτέον ενσαρκώνει τη στρατηγική πολιτική της θεσμικά ελεγχόμενης παγκοσμιοποίησης, παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι η εφαρμογή του επαφίεται στα κράτη, κάτι που εν πολλοίς θεωρείται ανασταλτικός παράγοντας για την ομοιόμορφη

Σελ. 3

και αποτελεσματική του εφαρμογή. Παράλληλα, η πλοιοκτησία υφίσταται ήδη αυξημένα ασφάλιστρα, καθώς οι δυνάμενες να προκληθούν ζημίες συνεπεία της σύγκρουσης μπορούν να έχουν μεγάλη έκταση, ενώ ο θεσμός της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης καλύπτει πλέον ένα μεγάλο τμήμα των ναυτικών απαιτήσεων που δημιουργούνται από τη λειτουργία του πλοίου. Με αυτό το δεδομένο, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο η πλοιοκτησία δύναται ή είναι διατεθειμένη να προβεί στη λήψη όλων των προτεινόμενων ατομικών προληπτικών μέτρων που συνεπάγονται αυξημένο κόστος, ενώ δεν αποκλείεται κάποια από αυτά να έχουν και αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα. Ως εκ τούτου, σε ατομικό επίπεδο και με κριτήρια οικονομικής ανάλυσης, η αποδοχή του φαινομένου και συνεπώς η διαιώνισή του είναι προτιμότερη από την αποφυγή ή την πάταξή του. Υπό αυτήν την άποψη, ο δραστικός περιορισμός των συγκρούσεων, πολλώ δε μάλλον, η αποφασιστική εξάλειψή τους είναι διαχρονικά, αλλά και με τα σημερινά δεδομένα, ένας στόχος ανέφικτος.

4Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη διαπίστωση ότι ο αριθμός των ναυτικών ατυχημάτων δεν έχει περιορισθεί, τουλάχιστον στον βαθμό που αναμενόταν. Τούτο καταδεικνύεται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που καταγράφονται από φορείς επιφορτισμένους με το καθήκον συλλογής τους. Σε επίπεδο Ε.Ε. τέτοιος φορέας είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Θαλάσσια Ασφάλεια (European Maritime Safety Agency –EMSA-), ο οποίος θεσπίσθηκε το 2002 στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων «Erika II», με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Τα σχετικά δεδομένα συλλέγονται από τους αρμόδιους μόνιμους φορείς των κρατών-μελών, που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της διεξαγωγής διερευνήσεων σε ναυτικά ατυχήματα ή ναυτικά περιστατικά, με βάση τα όσα προβλέπονται στην Οδηγία 2009/108/ΕΚ για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Η εν λόγω οδηγία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν 4033/2011. Στα δικά μας, αρμόδιος φορέας είναι η Ελληνική Υπηρεσία Διερευνήσεων Ναυτικών Ατυχημάτων και Συμβάντων -ΕΛΥΔΝΑ-. Από τον συνδυασμό των άρθρων 16 και 19 του Ν 4033/2011, συνάγεται η υποχρέωση των αρμόδιων κρατικών φορέων να δημοσιεύουν την έκθεση που συντάσσουν μετά από τη διενέργεια της έρευνας για τον προσδιορισμό των συνθηκών και των αιτιών επέλευσης του ναυτικού ατυχήματος και να εισάγουν τα σχετικά δεδομένα στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, που τηρείται

Σελ. 4

από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την «ευρωπαϊκή πλατφόρμα πληροφοριών ναυτικών ατυχημάτων».

5Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας ετήσιας έκθεσης του Οργανισμού για το έτος 2017, η σύγκρουση πλοίων είναι το ναυτικό ατύχημα που συμβαίνει συχνότερα, καθώς ½ ναυτικά ατυχήματα είναι συγκρούσεις. Αναφορικά με τον τύπο των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση πλοίων, διαπιστώνεται συχνή, σε ποσοστό σχεδόν 50%, εμπλοκή πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ενώ δεύτερα, σε ποσοστό 20%, έρχονται τα πλοία μεταφοράς επιβατών. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ναυτικών ατυχημάτων, σε ποσοστό 70%, λαμβάνει χώρα κατά τον χρόνο που τα πλοία κινούνται σε εσωτερικά ή χωρικά ύδατα του παράκτιου κράτους, προφανώς διότι κατά το στάδιο αυτό υπάρχει πυκνή κυκλοφορία πλοίων κάθε είδους και προορισμού, από αλιευτικά σκάφη και ιδιωτικά σκάφη αναψυχής μέχρι πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ή υδρογονανθράκων μεγάλων διαστάσεων. Οι πλέον επικίνδυνες θαλάσσιες περιοχές είναι η θάλασσα της Μάγχης, η Βόρεια Θάλασσα και ο θαλάσσιος χώρος της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η επικινδυνότητα των θαλασσών αυτών θα πρέπει να αποδοθεί και πάλι στην πυκνή κυκλοφορία, αλλά και τα έντονα και απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Στην Ελλάδα, ειδικά κατά την επταετία 2011-2017 έλαβαν χώρα 1.287 ναυτικά ατυχήματα, δηλαδή κάτι λιγότερο από 200 ναυτικά ατυχήματα ανά έτος.

6Επιπλέον, η έκθεση του Οργανισμού παρέχει ορισμένες κρίσιμες πληροφορίες σε σχέση με τους παράγοντες που οδηγούν στην επέλευση του ναυτικού ατυχήματος. Μεταξύ αυτών, στην πρώτη θέση κατατάσσεται το πλοηγικό σφάλμα, στο οποίο αποδίδονται σχεδόν 6/10 ναυτικά ατυχήματα, ενώ ακολουθούν κατά σειρά συχνότητας η ναυτική ακαταλληλότητα των πλοίων, οι περιβαλλοντικές συνθήκες και η επικίνδυνη φύση των μεταφερόμενων φορτίων. Η απόδοση της σύγκρουσης στο πλοηγικό σφάλμα επιρρωνύει το συμπέρασμα ότι η σύγκρουση πλοίων είναι δυσχερώς εξαλείψιμη, διότι η σύννομη πλοήγηση ανατίθεται αναπόδραστα στα μέλη του πληρώματος. Ακόμα και εάν υποτεθεί ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν επαρκή γνώση των κανονισμών αποφυγής, δεν μπορεί να διασφαλιστεί εκ των προτέρων ότι θα τους εφαρμόσουν αποτελεσματικά την κρίσιμη στιγμή της εκδήλωσης του θαλάσσιου κινδύνου.

7Η δε ναυπήγηση μη επανδρωμένων ή αυτόματων πλοίων δεν αναμένεται να αλλάξει την εικόνα αυτή. Πρώτον, διότι και στο μη επανδρωμένο πλοίο, η τήρηση των κανονισμών επαφίεται και πάλι στον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή στον τηλεχειριστή, ο οποίος μάλιστα δεν θα ευρίσκεται σε τοπική εγγύτητα με το πλοίο άρα και τις συνθήκες εκδήλωσης του θαλάσσιου κινδύνου. Η απαγκίστρωση της ναυσιπλοΐας από τον ανθρώπινο παράγοντα επιτυγχάνεται με τη ναυπήγηση αυτόματων πλοίων. Και εδώ όμως εγείρονται δισεπίλυτα προβλήματα γύρω από την ικανότητα αυτών των πλοίων να ανταποκρίνονται άμεσα και αποτελεσματικά σε συνθήκες αυξημένης επικινδυνότητας. Δεύτερον, διότι ακόμα και στο ενδεχόμενο που η αξιοποίηση

Σελ. 5

μη επανδρωμένων πλοίων αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, η επικράτηση αυτή δεν θα αφορά όλα τα πλοία, ανεξαρτήτως προορισμού. Αντίθετα, για ορισμένες θαλάσσιες δραστηριότητες, όπως η αλιεία και η αναψυχή, ο ανθρώπινος παράγοντας και το πλοηγικό σφάλμα θα εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο.

8Τέλος, και σε ό,τι αφορά τις ζημιογόνες συνέπειες του ναυτικού ατυχήματος, επισημαίνονται τα εξής: κατά τη χρονική περίοδο 2011-2017 έλαβαν χώρα 203 ολικές απώλειες πλοίων, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν αποτέλεσμα σύγκρουσης πλοίων. Η συνέπεια της απώλειας αφορά κατά κύριο λόγο τα αλιευτικά σκάφη, ενώ είναι σύνηθες φαινόμενο τόσο για πλοία μεταφοράς εμπορευμάτων, όσο και για τα πλοία που παρέχουν βοηθητικές υπηρεσίες (λ.χ. ρυμουλκά). Κατά τα λοιπά, το πλέον σύνηθες αποτέλεσμα είναι η πρόκληση υλικών ζημιών στα πλοία, ενώ η απώλεια ζωής και οι σωματικές βλάβες αφορούν ως επί το πλείστον τα μέλη του πληρώματος αλιευτικών σκαφών και πλοίων μεταφοράς εμπορευμάτων, και συνδέονται συχνά με σύγκρουση πλοίων.

9Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι η σύγκρουση πλοίων είναι φαινόμενο εγγενές του θαλάσσιου εμπόριου και θα υπάρχει, όσο υπάρχει θαλάσσια διαμετακόμιση προσώπων και εμπορευμάτων. Οι αιτίες είναι πολλές και ετερογενείς. Ανθρώπινος παράγοντας, κόστος συντήρησης, πρόσληψη χαμηλά αμειβόμενων ναυτικών κλπ. κυκλοφοριακή συμφόρηση στους μεγάλους εμπορικούς λιμένες του Ατλαντικού και της Νοτιοανατολικής Ασίας, έντονα απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Μάλιστα, δεν είναι πρόωρο να ειπωθεί ότι μία από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα είναι και η αύξηση των ναυτικών ατυχημάτων και συγκεκριμένα των συγκρούσεων πλοίων κατά τον χρόνο που αυτά ελλιμενίζονται. Ως εκ τούτου, η διαδεδομένη στην κοινή γνώμη πεποίθηση ότι η σύγκρουση πλοίων είναι ένα φαινόμενο ως ένα βαθμό ιστορικό, το οποίο, αν και γνώρισε έξαρση σε παλαιότερες εποχές, δεν ταλανίζει πλέον την εμπορική, και όχι μόνον, ναυτιλία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Παρά την πρόοδο της θαλάσσιας τεχνολογίας, την τεχνολογική πρόοδο που έχει παρατηρηθεί ως προς τη δορυφορική παρακολούθηση των πλοίων, αλλά και ως προς τα λοιπά συστήματα ναυσιπλοΐας, τις νέες μεθόδους εκπαίδευσης για τα πρόσωπα που συνδέονται στενά με τη λειτουργία του πλοίου, ο αριθμός των συγκρούσεων πλοίων συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των στατιστικών μελετών που καταγράφουν τα ετήσια στοιχεία σχετικά με τα ναυτικά ατυχήματα.

10Η επίκαιρη διάσταση του ζητήματος προκύπτει με ευκρίνεια και από τη μελέτη των νομολογιακών δεδομένων, όχι μόνον της ελληνικής, αλλά και αλλοδαπών εννόμων τάξεων, ενώ αναδεικνύεται τόσο στον οικονομικό, όσο και στον νομικό τύπο. Χωρίς

Σελ. 6

να μπορεί να διατυπωθεί με ασφάλεια εκτίμηση περί του αριθμού των υποθέσεων σύγκρουσης που άγονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είναι σαφές από την επισκόπηση των, ελληνικών και αλλοδαπών, νομικών περιοδικών, για το γνωστικό αντικείμενο του ναυτικού δικαίου ότι οι επιζήμιες συνέπειες της σύγκρουσης απασχολούν συχνά τις δικαιοδοτικές αρχές. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την εξέταση των νομολογιακών δεδομένων είναι ότι τα εθνικά δικαστήρια έρχονται συχνά αντιμέτωπα με υποθέσεις σύγκρουσης, οι οποίες έχουν λάβει χώρα σε εθνικά ύδατα άλλων κρατών. Τούτο αποδίδεται στην πληθώρα των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται τόσο σε διεθνές όσο και σε ενωσιακό επίπεδο για τις αξιώσεις αποζημίωσης από σύγκρουση πλοίων και τίθενται στη διάθεση των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση προσώπων. Μάλιστα, οι διαθέσιμες βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας πολλαπλασιάζονται εάν προ της εξέτασης της κύριας αγωγής έχει προηγηθεί συντηρητική κατάσχεση του πλοίου ή σύσταση κεφαλαίου περιορισμού. Η πολλαπλότητα των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας και κυρίως η συνύπαρξη της γενικής και των ειδικών συντρεχουσών δικαιοδοτικών βάσεων παρέχει στον ενάγοντα την ευχέρεια να επιλέξει εκείνο το δικαστήριο, που θεωρεί ως το πλέον κατάλληλο για την εκδίκαση του ένδικου βοηθήματός του, με σκοπό να αποκομίσει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, τα οποία θεωρεί σημαντικά. Έτσι ο ενάγων είναι δυνατόν να επιδιώκει την εκδίκαση του ένδικου βοηθήματός του από το δικαστήριο, που βρίσκεται εγγύτερα στον τόπο της εγκατάστασής του, αφού με τον τρόπο αυτό θα αποφύγει ένα δικαστικό αγώνα στο εξωτερικό, σε ξένη γλώσσα και χωρίς τη συνδρομή των έμπιστων νομικών παραστατών του, ενώ παράλληλα θα τον επιβαρύνει επιπρόσθετα με σημαντικές δαπάνες ή από δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα του εξασφαλιστεί η εφαρμογή συγκεκριμένων δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων δικαίου. Όλα αυτά καταδεικνύουν όχι μόνον την επικαιρότητα του θέματος, αλλά και την αναγκαιότητα για ετοιμότητα των εθνικών δικαστηρίων να εξετάσουν με αποτελεσματικότητα υποθέσεις σύγκρουσης πλοίων. Η ετοιμότητα αυτή μπορεί να αφορά

Σελ. 7

σε μια μεγάλη γκάμα ζητημάτων που εκτείνονται από το εφαρμοστέο δίκαιο έως και τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα.

β. Η σύγκρουση πλοίων στον πυρήνα του διεθνούς ομοιόμορφου ναυτικού δικαίου

11Εν συνεχεία, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί παρουσιάζει ιδιαιτερότητες η σύγκρουση μεταξύ δύο πλοίων, ώστε να χρήζει αυτοτελούς μελέτης, σε σχέση, λόγου χάρη, με τη σύγκρουση δύο επίγειων ή εναέριων μέσων μεταφοράς. Η απάντηση βρίσκεται στη δομή και την οργάνωση του διεθνούς ναυτικού δικαίου, δημόσιου και ιδιωτικού. Το δίκαιο αυτό απαρτίζεται από πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες διακρίνονται τόσο από τον αριθμό των συμβαλλόμενων κρατών, όσο και από την πληθώρα των ζητημάτων που ρυθμίζουν, διαμορφώνοντας ένα ξεχωριστό σύνολο κανόνων δικαίου. Σε επίπεδο δημόσιου ναυτικού δικαίου, υφίσταται, όπως ήδη ελέχθη, ένα εκτεταμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις, οι οποίες έχουν σαν κύριο ή παρεμπίπτοντα σκοπό την αποφυγή του ναυτικού ατυχήματος, και συγκεκριμένα την αποφυγή της σύγκρουσης πλοίων. Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικής σημασίας είναι οι Διεθνείς Κανονισμοί προς Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα, οι οποίοι εμπεριέχουν όλους τους χειρισμούς που οφείλουν να τηρούν τα πλοία, ανεξαρτήτως του σταδίου του πλου ή του θαλάσσιου χώρου, στον οποίο κινούνται, συνιστώντας έναν πραγματικό κώδικα θαλάσσιας κυκλοφορίας. Σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου, ο διεθνής νομοθέτης έχει οργανώσει, κυρίως μέσω κανόνων διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, ξεχωριστούς και αυτόνομους μηχανισμούς για τη θεμελίωση και την κατανομή της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων, αλλά

Σελ. 8

και για τη θωράκιση, εξασφάλιση και ικανοποίηση των ναυτικών απαιτήσεων αποζημίωσης που απορρέουν από αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για τους κανόνες απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, αστικής και ποινικής. Ως εκ τούτου, μπορεί μεν να υποστηρίζεται ότι ο σύγχρονος επιστημονικός διάλογος στο πεδίο του ναυτικού δικαίου λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της πλήρους απορρόφησης του ιδιωτικού ναυτικού δικαίου από γενικό ιδιωτικό δίκαιο, με την έννοια της ένταξης του πρώτου στο ρυθμιστικό πλαίσιο του δεύτερου. Ωστόσο, το ναυτικό δίκαιο, διατηρεί, κυρίως λόγω της διεθνούς του διάστασης και της αυτόνομης ιστορικής του πορείας, την αυτοτέλειά του έναντι του γενικού δικαίου και προστρέχει σε αυτό, μόνον εφόσον ανακύψει ρυθμιστικό κενό. Ως εκ τούτου, οι ρυθμίσεις του ναυτικού δικαίου διατηρούν την εσωτερική τους συνοχή, τη ρυθμιστική και, κυρίως, την ερμηνευτική τους αυτονομία.

12Ενδεχόμενη ένταξη της σύγκρουσης πλοίων σε μια ευρύτερη θεματική ατυχημάτων μεταξύ μεταφορικών μέσων θα είχε σαν επακόλουθο την αδικαιολόγητη παράκαμψη των ειδικών ρυθμίσεων και κατ’επέκταση της ίδιας της ιδιαιτερότητας του ναυτικού δικαίου. Παράλληλα, θα δημιουργούσε συνθήκες αποδυνάμωσης της ουσιαστικής ενοποίησης του ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, αφού θα οδηγούσε στην ερμηνευτική απήχηση διδαγμάτων των εθνικών εννόμων τάξεων στις ερμηνευόμενες ρυθμίσεις του.

13Τέλος, δεν πρέπει να παραθεωρείται το ότι σε πολλές έννομες τάξεις, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, η εσωτερική αυτή συστημική ενότητα υποστηρίζεται από ειδικά δικαστήρια ή ειδικά δικαστικά τμήματα και διακριτές δικονομικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, έχει συσταθεί με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 Ν 2172/1993 στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ειδικό τμήμα (τμήμα ναυτικών διαφορών). Για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρη την περιφέρεια Αττικής. Μάλιστα, η κατά τόπον αρμοδιότητα του εν λόγω τμήματος διευρύνθηκε πρόσφατα, καθώς για τις λοιπές εκτός περιφέρειας Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα. Η θέσπιση του εν λόγω ειδικού τμήματος αποβλέπει προφανώς στην προάσπιση του ειδικού χαρακτήρα του ναυτικού δικαίου, και στη προαγωγή της σύμφωνης με το πνεύμα των ΔΣ ερμηνείας.

14Παρ’όλα αυτά στην ελληνική νομική φιλολογία ελάχιστες είναι οι προσπάθειες επιστημονικής προσέγγισης των ζητημάτων που συνέχονται με τη σύγκρουση πλοίων. Για να βρει δε κανείς τέτοιες προσπάθειες, όχι μόνο σε επίπεδο μονογραφίας αλλά και σε επίπεδο αρθρογραφίας, θα πρέπει να ανατρέξει τουλάχιστον πολλά χρόνια

Σελ. 9

πίσω, διαπίστωση που δεν συνάδει ούτε με το επιστημονικό ενδιαφέρον ούτε με την πρακτική διάσταση της εξεταζόμενης θεματικής. Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό ότι ούτε τα εγχειρίδια γενικής ύλης του ναυτικού δικαίου επιδίδονται σε παρουσίαση του ζητήματος, και όταν το πράττουν οι σχετικές με αυτό μνείες έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα της γενικής αναφοράς και καθόλου τον χαρακτήρα της ανάλυσης.

Β. Το πλαίσιο της έρευνας, η ακολουθούμενη επιστημονική προσέγγιση και η διάρθρωση της ύλης

α. Το πλαίσιο της έρευνας και η ακολουθούμενη επιστημονική προσέγγιση

α.1. Η ολιστική προσέγγιση της θεματικής

15Η έτσι κι αλλιώς περιορισμένη επιστημονική επεξεργασία της σύγκρουσης πλοίων διακατέχεται από ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Περιορίζει την εμβέλειά της σε ζητήματα που περιστρέφονται γύρω από τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της εξωσυμβατικής αστικής ευθύνης (παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά). Τούτο είναι εκ πρώτης όψεως εύλογο, διότι η προσέγγιση αυτή προσανατολίζεται στον ειδικό χαρακτήρα της ρύθμισης της αστικής ευθύνης, παραλείποντας την εξέταση άλλων πυλώνων της θεματικής, οι οποίοι δορυφορούν τον κεντρικό της πυρήνα. Η επιλογή αυτή δεν υιοθετείται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, αλλά επιλέγεται μια ολιστική προσέγγιση των ζητημάτων που εγείρονται συνεπεία της σύγκρουσης πλοίων. Στόχος είναι καλυφθεί όλη η ύλη της σύγκρουσης πλοίων, όπως αυτή αποτυπώνεται νομοθετικά. Συνακόλουθα, ο νόμιμος λόγος και η νομική φύση της αστικής ευθύνης καλύπτούν ένα σημαντικό τμήμα της μελέτης, αλλά αποτελούν ένα μόνον από τα ζητηματα που εξετάζονται στο πλαίσιο αυτής. Επί της ουσίας πρόκειται για υιοθέτηση και εφαρμογή της συστηματικής ερμηνείας του νόμου, η οποία δικαιολογεί να μην ερμηνεύονται οι διατάξεις νόμου ως απομονωμένες ρυθμίσεις, αλλά ως ενταγμένες σε ένα σύνολο που έχει εσωτερική συνοχή και φωτιζόμενες και από τη συσχέτισή τους με άλλους συγγενείς, ιδίως κατά τον σκοπό τους κανόνες.

16Η έκταση αλλά και η δυσχέρεια κατανομής της ύλης καθιστούν αναγκαία την προσφυγή σε κατηγοριοποιήσεις, ώστε αυτή να συστηματοποιηθεί και να παρουσιαστεί

Σελ. 10

κατά τρόπο εύληπτο. Εξ επόψεως συγκρούσεως πλοίων, η υπάρχουσα εξεταζόμενη νομοθεσία δομείται γύρω από τους ακόλουθους άξονες: πρώτον, μέτρα πρόληψης που οφείλουν να λαμβάνουν τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την ασφαλή λειτουργία του πλοίου, δεύτερον, μέτρα και λοιπές ενέργειες μετά την επέλευση της σύγκρουσης πλοίων, τρίτον, αποκατάσταση των ζημιών ένεκα της σύγκρουσης, τέταρτον, ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.

17Η αναγκαιότητα της επιλογής αυτής επιβεβαιώνεται και εξ επόψεως της θεωρίας της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, οι αξιολογήσεις της οποίας όταν μεταφερθούν στο πεδίο της αδικοπρακτικής ευθύνης οδηγούν στην ανάλυση του κόστους των ατυχημάτων σε τρεις τύπους: α) το πρωτογενές κόστος, το οποίο καταλαμβάνει την προκληθείσα στον παθόντα ζημία και κατ’επέκταση τα μέσα εξασφάλισης της αποκατάστασής του, β) το δευτερογενές κόστος, το οποίο καταλαμβάνει τις μεθόδους κοινωνικοποίησης της ζημίας, κυριότερες εκ των οποίων στο πεδίο του ναυτικού δικαίου είναι η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης αλλά και η συμμετοχή του μεταφερόμενου φορτίου στην αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται από το ναυτικό ατύχημα και γ) το τριτογενές κόστος, που αποτελεί το διοικητικό κόστος εφαρμογής του δικαίου των αδικοπρακτικών ενοχών, εν προκειμένω της ενοχής αποζημίωσης λόγω σύγκρουσης πλοίων, το οποίο συνίσταται στο κόστος χρηματοδότησης των μέσων έρευνας των αιτιών του ναυτικού ατυχήματος, με απώτερο στόχο τη λήψη μέτρων περιορισμού και αποτροπής της επέλευσής τους.

18Ο ολιστικός χαρακτήρας της προσέγγισης δεν αφορά μόνον τα θιγόμενα ζητήματα που καλύπτονται οριζόντια, αλλά υιοθετείται και σε κάθετο επίπεδο, για καθένα από τους ερευνώμενους άξονες. Κατά συνέπεια, δεν επιδιώκεται απλά η επισήμανση μιας ρύθμισης, αλλά και η ανάλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από την πρακτική εφαρμογή της. Όπως είναι δε αναμενόμενο, το επιστημονικό ενδιαφέρον προσελκύει το ζήτημα της αποκατάστασης των προκαλούμενων ζημιών. Τούτο αποδίδεται σε τρεις λόγους:

19Πρώτον, οι επιζήμιες συνέπειες της σύγκρουσης είναι πιθανό να αποκτήσουν εξαιρετικές διαστάσεις, λόγω της εμπλοκής περισσότερων του ενός πλωτών κατασκευών. Τούτο ισχύει έτι περαιτέρω στην τωρινή πραγματικότητα, εάν ληφθεί υπόψη η μεταφορική ικανότητα των σύγχρονων πλοίων, τα οποία είναι πλέον σε θέση να μεταφέρουν φορτία οικονομικής αξίας πολλαπλάσιας της δικής τους. Αποδέκτες αυτών των επιζήμιων συνεπειών μπορεί να είναι υλικά αγαθά (συγκρουσθέντα πλοία, μεταφερόμενα εμπορεύματα, λιμενικές εγκαταστάσεις), πρόσωπα (επιβάτες και προσωπικό του πλοίου) ή και το ίδιο το θαλάσσιο περιβάλλον, κάτι που, πάντως, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση του μεταφερόμενου φορτίου. Ως εκ τούτου, το κόστος που μπορεί να προκληθεί από τη σύγκρουση πλοίων είναι τόσο ατομικό όσο και συλλογικό. Η ιδιωτικού δικαίου διάσταση της σύγκρουσης πλοίων συνδέεται ακριβώς με αυτό το κόστος αποκατάστασης, δηλαδή, με νομικούς όρους, με τις έννοιες της αστικής ευθύνης, της ζημίας και της αποζημίωσης. Στο ατομικό κόστος εντάσσονται

Σελ. 11

οι ζημίες που προκύπτουν από την ατομική εκμετάλλευση του πλοίου, στην οποία εμπλέκονται τέσσερις ομάδες συμφερόντων: οι κύριοι ή πλοιοκτήτες των συγκρουσθέντων πλοίων, οι εκμεταλλευόμενοι εμπορικά τα πλοία (εφοπλιστές ή χρονοναυλωτές), το φορτίο, και οι επιβαίνοντες στο πλοίο. Συνεπεία της σύγκρουσης, είναι, ως εκ τούτου, πιθανόν να προκύψουν αξιώσεις από ζημίες που έχουν υποστεί το πλοία, από ζημίες που έχουν προκληθεί στο φορτίο που μεταφέρεται από έκαστο των εμπλεκόμενων στη σύγκρουση πλοίων, από ζημίες που οφείλονται στη χρονοτριβή κατά την εκτέλεση των συμβάσεων που συνδέονται με την εκμετάλλευση του πλοίου (χρονοναύλωση, ναύλωση κατά ταξίδι, μεταφορά) ή και στην πρόωρη λύση των συμβάσεων αυτών, από προσωπικές σωματικές ζημίες που έχουν υποστεί πρόσωπα που επιβαίνουν στα πλοία. Δίπλα σε αυτές θα έπρεπε να τοποθετηθούν και οι αξιώσεις που προκύπτουν από την ανάγκη περιορισμού της έκτασης των ζημιών που προκαλούνται από τη σύγκρουση πλοίων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι αξιώσεις από την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, ή από την προκύπτουσα ανάγκη να ακολουθήσει ανέλκυση του προκληθέντος ναυαγίου. Πέρα από το ατομικό κόστος της σύγκρουσης πλοίων, το ενδιαφέρον εστιάζεται και στο συλλογικό κόστος. Στις ζημίες, δηλαδή, που προκαλούνται λόγω προσβολής δημόσιων εννόμων αγαθών, όπως λ.χ. αυτό της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τυχόν οικολογική καταστροφή που μπορεί να επέλθει στο πλαίσιο σύγκρουσης ενός πετρελαιοφόρου με ένα πλοίο μεταφοράς χημικών προϊόντων.

20Δεύτερον, η εκτεταμένη και διαχρονική μέριμνα του διεθνούς νομοθέτη να προσφέρει στους ναυτικούς δανειστές μέσα που θα διασφαλίσουν την ταχεία και ευχερή αποκατάσταση των ζημιών. Όλες οι ναυτικές απαιτήσεις συνοδεύονται από μια σειρά από εξασφαλίσεις (ναυτικά προνόμια, πραγματοπαγής ευθύνη του κυρίου του πλοίου, συντηρητική κατάσχεση πλοίου, ασφαλειοπάγια), οι οποίες στόχο έχουν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο μη εξόφλησης, που διατρέχουν κατά κανόνα οι ναυτικοί δανειστές∙ ένας κίνδυνος που είναι αναπόσπαστο συστατικό της όλης διάρθρωσης του ναυτικού δικαίου, αλλά και της έννοιας της ναυτικής απαίτησης. Εξάλλου, συνδέονται

Σελ. 12

αναπόσπαστα με το ευρύτερο ζήτημα του ακριβούς προσδιορισμού και του περιορισμού του ύψους της αποζημίωσης.

21Τρίτον, η ιδιαιτερότητα της σύγκρουσης πλοίων ως ναυτικού ατυχήματος, στο οποίο εμπλέκονται περισσότερα του ενός πλοία. Αυτό έχει σαν επακόλουθο η δημιουργούμενη ναυτική απαίτηση να δύναται να θεμελιωθεί σε περισσότερες της μίας νομικές βάσεις, ανάλογα με το είδος της σχέσης που συνδέει το θιγόμενο πρόσωπο με τον ενεχόμενο προς αποκατάσταση της ζημίας. Για παράδειγμα, η μεταχείριση της ναυτικής απαίτησης ενός δικαιούχου φορτίου διαφοροποιείται ουσιωδώς ανάλογα με το εάν η αξιοποιούμενη νομική βάση είναι η σύμβαση μεταφοράς ή η αδικοπραξία. Αυτό που αποτελεί νόμιμο λόγο της αδικοπρακτικής ευθύνης του εμπλεκόμενου στη σύγκρουση πλοίων (ναυτικό πταίσμα, ναυτική ακαταλληλότητα του πλοίου), στο πλαίσιο της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς συνιστά λόγο απαλλαγής από αυτήν.

22Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει εθνικό νομοθέτημα ή ΔΣ ναυτικού (υπό την ευρεία έννοια) δικαίου που να μην προβλέπει μια κάποια ειδική ρύθμιση για τη σύγκρουση πλοίων. Αυτό ισχύει τόσο για τα κείμενα που ρυθμίζουν εκφάνσεις της αστικής ευθύνης (είτε της ενδοσυμβατικής, είτε της αδικοπρακτικής) από τη λειτουργία του πλοίου, όσο και για αυτές που ρυθμίζουν τα μέσα εξασφάλισης των αξιώσεων των ναυτικών δανειστών. Εξ αυτής της απόψεως, λοιπόν, το ναυτικό ατύχημα της σύγκρουσης πλοίων παρίσταται και ως ένας τόπος συνάντησης των βασικών δομών του ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, γεγονός που αναμφισβήτητα αυξάνει γεωμετρικά το ενδιαφέρον της επιστημονικής ενασχόλησης. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η σύγκρουση πλοίων έχει αποτελέσει έναυσμα για τη νομολογιακή και επιστημονική εξέλιξη άλλων ενοτήτων του ναυτικού δικαίου. Για παράδειγμα, η σύγκρουση πλοίων αποτέλεσε αφορμή για νομολογιακή επεξεργασία των προϋποθέσεων

Σελ. 13

απώλειας του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, ένα από τα πλέον σημαντικά και ακανθώδη ζητήματα του ναυτικού δικαίου.

α.2. Οι ακολουθούμενες ερμηνευτικές μέθοδοι

23Το θεσμικό πλαίσιο της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων, ανεξαρτήτως της επικαλούμενης νομικής βάσης, ανεξαρτήτως, δηλαδή, του εάν ο ζημιώσας πλοιοκτήτης ενάγεται ως θαλάσσιος μεταφορέας ή αδικοπρακτικά, απαρτίζεται από πολυμερείς ΔΣ. Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις αποτελούν ένα σύνολο κανόνων δικαίου, αυτόνομο έναντι των εσωτερικών εννόμων τάξεων, το οποίο έχει αυτάρκεια και πληρότητα για τις ειδικές σχέσεις που ρυθμίζει. Ως εκ τούτου, ερμηνεύονται αυτοτελώς, με βάση κριτήρια και ερμηνευτικές μεθόδους που δεν ερείδονται στα εθνικά δίκαια. Τα κριτήρια αυτά οφείλουν να αναζητηθούν στη ΔΣ της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών. Βέβαια, η ΔΣ της Βιέννης δεν έχει αναδρομική ισχύ, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της σε ΔΣ που τέθηκαν σε ισχύ σε χρόνο προγενέστερο της υιοθέτησής της από το κράτος, τα δικαστήρια του οποίου καλούνται να την ερμηνεύσουν. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι οι κανόνες της ΔΣ της Βιέννης αποτυπώνουν διεθνές έθιμο, με την επίκληση του οποίου, υιοθετούνται ίδιες ερμηνευτικές μέθοδοι με αυτές που υπαγορεύονται από το κείμενό της.

24Οι ερμηνευτικές μέθοδοι υπαγορεύονται στα άρθρα 31-33 της ΔΣ της Βιέννης. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1, οι όροι μιας ΔΣ πρέπει να ερμηνεύονται με βάση με τη συνήθη έννοια που δίδεται σε αυτούς από το σύνολο των διατάξεών της και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της, πράγμα που σημαίνει ότι οι όροι δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί με τις έννοιες που επιφυλάσσουν σε αντίστοιχους ή παρεμφερείς

Σελ. 14

όρους με τις εθνικές νομοθεσίες. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ως ερμηνευτικές μεθόδους τη γραμματική, τη συστηματική, και την τελολογική. Συμπληρωματικά είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν οι προπαρασκευαστικές εργασίες της ΔΣ, όπως και οι συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή συνήφθη, α) προκειμένου να επιβεβαιωθεί η έννοια που δόθηκε σε συγκεκριμένο όρο με βάση τις παραπάνω ερμηνευτικές μεθόδους, ή β) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ερμηνευτικές μέθοδοι δεν είναι αποτελεσματικές, είτε διότι αφήνουν την ερμηνευόμενη έννοια ασαφή ή αφανή, είτε διότι οδηγούν σε αποτέλεσμα, το οποίο είναι προδήλως άτοπο ή παράλογο (άρθρο 32). Τέλος, δεδομένου ότι οι ΔΣ έχουν καταστεί αυθεντικές σε περισσότερες της μίας γλώσσες, διαφορετικές της ελληνικής, το κείμενο κάθε γλωσσικής απόδοσης είναι αυθεντικό (άρθρο 33 παρ. 1). Σε περίπτωση που η σύγκριση των αυθεντικών κειμένων αποκαλύπτει διαφορά ως προς την αποδιδόμενη έννοια στον ερμηνευόμενο όρο, θα πρέπει να πραγματοποιείται εκ νέου επίκληση των ερμηνευτικών μεθόδων των άρθρων 31 επ., και στο ενδεχόμενο που η ασάφεια δεν εκλείψει, θα πρέπει να υιοθετείται η έννοια που συμβιβάζει καλύτερα τα κείμενα, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της σύμβασης (άρθρο 33 παρ. 4). Έτσι λ.χ. στη ΔΣ του 1910, η οποία ευρίσκεται στο

Σελ. 15

επίκεντρο της παρούσας μελέτης, το γεγονός ότι ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε το γαλλικό κείμενο για να εισαγάγει τη ΔΣ στο ελληνικό δίκαιο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες και η συνδιάσκεψη για την κατάρτιση της Συμβάσεως έγιναν εν μέρει στη γαλλική και εν μέρει στην αγγλική, δίνουν στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης ένα προβάδισμα στο γαλλικό κείμενο. Με βάση τη συλλογιστική αυτή, μπορούμε να πούμε ότι, προκειμένου να αποσώσουμε τον σκοπό της ΔΣ και το αληθές νόημα της εφαρμοζόμενης κάθε φορά διατάξεως, επιβάλλεται να προσφύγουμε στο γαλλικό κείμενο. Δεν αποκλείεται, πάντως, προσφυγή και στο αγγλικό κείμενο (αυθεντικό επίσης) – που είναι μάλιστα ευκολότερα προσιτό στους Έλληνες εφαρμοστές του δικαίου – εφόσον αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έννοια που συμβιβάζεται καλύτερα με τον σκοπό και το αντικείμενο της ΔΣ.

25Περαιτέρω, ορισμένες από τις ιδιωτικού δικαίου ναυτιλιακές ΔΣ, έχουν διαμορφωθεί σε ένα οικονομικό και νομικό περιβάλλον τελείως διαφορετικό από αυτό που ισχύει σήμερα. Αυτό έχει συχνά σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην πράξη, η οποία καλείται να εναρμονίσει τις εφαρμοζόμενες πρακτικές με την ισχύουσα νομοθεσία. Διαπιστώνεται, δηλαδή, διάσταση μεταξύ του γραπτού και του εφαρμοζόμενου στην πράξη δικαίου, λόγω ατελειών του περιεχομένου του νόμου, οι οποίες ατέλειες οφείλονται στην αδυναμία προβλέψεως της μελλοντικής εξέλιξης των πραγμάτων. Για τα εν λόγω ερμηνευτικά προβλήματα, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης υιοθετείται η λεγόμενη θεωρία της εξελικτικής ερμηνείας των ΔΣ. Η εν λόγω μεθοδολογική προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην απόφαση της 13 Ιουλίου 2009 επί της υπόθεσης για τα δικαιώματα πλοήγησης και συγγενή δικαιώματα (Κόστα Ρίκα κατά Νικαράγουας). Για το Διεθνές Δικαστήριο, η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος ερείδεται στην ιδέα ότι η ερευνώμενη ΔΣ συνήφθη για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, χωρίς χρονικά όρια, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται η βούληση των συμβαλλόμενων κρατών να αποδώσουν στους χρησιμοποιούμενους όρους ένα περιεχόμενο προοδευτικό. Στο πεδίο των διεθνών ναυτικών συμβάσεων, το περιεχόμενο αυτό μπορεί να προσδιορίζεται από μεταγενέστερες ΔΣ, ακόμα κι όταν αυτές δεν έχουν τύχει ευρείας διεθνούς αναγνώρισης ή δεν έχουν τεθεί ακόμη σε ισχύ, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η εκάστοτε υιοθετούμενη λύση εξυπηρετεί τη στόχευση της εφαρμοζόμενης ρύθμισης.

26Το γεγονός ότι οι ΔΣ απαρτίζουν ένα αυτόνομο σύνολο κανόνων δικαίου δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραγκωνίζονται πλήρως οι εθνικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες

Σελ. 16

καλούνται σε εφαρμογή όταν η υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής της ΔΣ ή όταν το ερευνώμενο ζήτημα έχει καταληφθεί αρρύθμιστο. Στις εσωτερικού δικαίου διατάξεις, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο κατηγορίες κανόνων: αυτούς που επί της ουσίας αναπαράγουν στην εσωτερική έννομη τάξη ρυθμίσεις των ΔΣ, κατατείνοντας στην έμμεση διεύρυνση των ορίων του ομοιόμορφου διεθνούς δικαίου∙και αυτούς, που αποτελούν αμιγώς εσωτερικού δικαίου κανόνες, που είναι, δηλαδή, αυθυπόστατοι και πλήρως ανεξάρτητοι από το διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο. Και ενώ για τους δεύτερους είναι εύδηλο ότι θα πρέπει να προσφύγουμε στα ερμηνευτικά εργαλεία του εθνικού δικαίου, για τους πρώτους θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη το πνεύμα και ο σκοπός του διεθνούς κειμένου. Μολονότι, στο ελληνικό δίκαιο, και συγκεκριμένα στον ΚΙΝΔ, δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 2 παρ. 2 του Ισπανικού Ley 14/2014 για τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα, η οποία να ορίζει ρητά ότι κατά την ερμηνεία των εσωτερικού δικαίου διατάξεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για λόγους ομοιόμορφης ερμηνείας του ναυτικού δικαίου, το νόημα των ΔΣ, ορθότερο είναι η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος να υιοθετηθεί και στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι κατά κάποιον τρόπο ακολουθείται ήδη σε ορισμένα ειδικότερα πεδία του ναυτικού δικαίου, όπως σε αυτό της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα, όπου η ρύθμιση του ΚΙΝΔ στηρίχθηκε στο διεθνές πρότυπο των ρυθμίσεων της ΔΣ των Βρυξελλών του 1924 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί φορτωτικής», με αποτέλεσμα η ερμηνεία των τελευταίων να χρησιμοποιείται σαν ερμηνευτικός οδηγός κατά την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του ΚΙΝΔ. Το ίδιο ισχύει και για τη ΔΣ του 1926 για τα ναυτικά προνόμια.

Σελ. 17

α.3. Η βαρύτητα των ιδιωτικοδιεθνολογικών πτυχών της αστικής ευθύνης από σύγκρουση πλοίων

27Η σχέση του ιδ.δ.δ. με το ναυτικό δίκαιο είναι μια σχέση, της οποίας η δημιουργία χάνεται στα βάθη της ιστορίας του παγκόσμιου νομικού πολιτισμού. Είναι μια σχέση αμφίδρομη. Είναι λ.χ. η ανάπτυξη του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου που κάνει συχνές τις συγκρούσεις εφαρμοστέων δικαίων ήδη από τον 17 αιώνα στις έννομες τάξεις των μεγάλων εκείνη την εποχή ναυτικών δυνάμεων, όπως οι Κάτω Χώρες. Πραγματικά, ο διεθνής χαρακτήρας του ναυτικού δικαίου προσφέρει στις δικαιοδοτικές αρχές αλλά και στην Επιστήμη σημαντικές αυθεντικές ευκαιρίες για την πρωτογενή εξέταση παραμέτρων του ιδ.δ.δ. και τη διαμόρφωση λύσεων επί προβληματισμών που δεν έχουν προηγουμένως εντοπιστεί, προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς προβληματισμού.

28Ειδικά στο πεδίο της σύγκρουσης πλοίων, οι δημιουργούμενες έννομες σχέσεις χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από στοιχεία αλλοδαπότητας, με την έννοια ότι τα υποκείμενα, ή άλλα στοιχεία, της έννομης σχέσης δεν εντοπίζονται στο ίδιο κράτος. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα φανερώνουν, ήδη από την εισαγωγή, την πολυπλοκότητα και την πληθώρα των θεμάτων που ανακύπτουν:

– Στην υπόθεση της σύγκρουσης πλοίων Chitra και Khalijia 3, που εξέτασαν τα γαλλικά δικαστήρια, το μεταφερόμενο φορτίο αποτελούταν από κονσέρβες ανανά, οι οποίες είχαν παραχθεί από μια θυγατρική εταιρία που είχε την έδρα της στην Κένυα με τη μητρική της εταιρία να έχει την έδρα της στην Ελβετία. Το φορτίο πωλήθηκε σε μια γαλλική εταιρία και τοποθετήθηκε σε 4 εμπορευματοκιβώτια. Η μεταφορά εκτελέστηκε από το πλοίο MSC Chitra, με σημαία Παναμά, και είχε ως λιμένα αναχώρησης αυτόν της Μομπάσα (Κένυα) και ως λιμένα προορισμού αυτόν της Χάβρης (Γαλλία), με ενδιάμεσο σταθμό τον λιμένα της Βομβάης (Ινδία). Το πλοίο MSC Chitra εξερχόμενο από το λιμάνι της Βομβάης συγκρούστηκε με το πλοίο Khalijia 3, ένα πλοίο μεταφοράς χύδιν φορτίου, με σημαία Παναμά, με αποτέλεσμα ένα τμήμα του μεταφερόμενου φορτίου, μεταξύ του οποίου και αυτό των κονσερβών ανανά, να απολεσθεί. Εν συνεχεία, ο βρετανός ασφαλιστής του φορτίου, αφού υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της παραλήπτριας γαλλικής εταιρίας ήγειρε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του εμποροδικείου της Χάβρης κατά του θαλάσσιου μεταφορέα, δηλαδή της πλοιοκτήτριας εταιρίας MSC, η οποία έχει την έδρα της στην Ελβετία, του κυρίου του

Σελ. 18

Khalijia 3, μια εταιρία με έδρα στο Κουβέιτ, και του εφοπλιστή, μια εταιρία με έδρα στην Ινδία.

Στην υπόθεση της σύγκρουσης Bright Shipping Ltd v Changhong Group (HK) Ltd (The “Crystal” and The “Sanchi”), η οποία εξετάστηκε από δικαιοδοτικές αρχές του Χογνκ Κονγκ, η σύγκρουση επήλθε σε διεθνή ύδατα μεταξύ του Crystal, ενός πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων (σιτηρών), πλοιοκτησίας εταιρίας με έδρα στο Χογνκ Κονγκ, διαχείρισης εταιρίας με έδρα στο Χογνκ Κονγκ, με σημαία Χογνκ Κονγκ, το οποίο ταξίδευε από τον λιμένα Κάλαμα, στις ΗΠΑ, στον λιμένα Μαχόνγκ στην Κίνα, και του δεξαμενόπλοιου Sanchi, πλοιοκτησίας εταιρίας με έδρα στο Μπελίζε, διαχείρισης εταιρίας με έδρα στο Ιράν, η οποία είχε αντιπρόσωπο στη Σαγκάη, με σημαία Παναμά, το οποίο κατά τη στιγμή της σύγκρουσης μετέφερε συμπυκνωμένο φυσικό αέριο από το Ιράν προς τη Νότια Κορέα. Συνεπεία της σύγκρουσης επήλθε έκρηξη επί του Sanchi, το οποίο εντέλει βυθίστηκε ολικά, ενώ δεν επιβίωσε κανένα από τα μέλη του πληρώματός του, εθνικότητας Ιρανικής και Μπαγκλαντεσιανής. Τέλος, εξαιτίας της σύγκρουσης, επήλθε θαλάσσια ρύπανση λόγω διαρροής πετρελαίου καύσιμου και συμπυκνωμένου φυσικού αερίου, μολύνοντας ακτές της Κίνας και της Ιαπωνίας. Λόγω της σύγκρουσης, ασκήθηκαν μια σειρά από ένδικα βοηθήματα: η πλοιοκτήτρια του Crystal άσκησε αγωγή κατά της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του Sanchi ενώπιον των δικαστηρίων της Σαγκάη. Μάλιστα ενώπιον των ίδιων δικαστηρίων συνέστησε δύο κεφάλαια περιορισμού της ευθύνης, ένα για τις σωματικές βλάβες και ένα για υλικές. Εν συνεχεία ήγειρε αγωγή και κατά του φορτωτή (εταιρία με έδρα στο Ιράν) και του παραλήπτη του φορτίου (εταιρία με έδρα στη Νότια Κορέα), που μεταφερόταν με το Sanchi. Αντίστοιχα, η πλοιοκτήτρια του Sanchi άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της πλοιοκτήτριας του Crystal ενώπιον όμως των δικαστηρίων του Χογνκ Κονγκ. Τέλος, οι ασφαλιστές του φορτίου του Crystal άσκησαν αγωγή ενώπιον των Δικαστηρίων της Σαγκάη κατά της πλοιοκτήτριας του Crystal, της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του Sanchi. Αργότερα αξιώσεις αποζημίωσης ασκήθηκαν και από πρόσωπα που ζημιώθηκαν από τη ρύπανση. Το κύρια ζήτημα που εξετάστηκε από τα δικαστήρια του Χογνκ Κονγκ, που επιλήφθηκαν της αξίωσης αποζημίωσης του Sanchi κατά του Crystal ήταν εάν έχουν διεθνή δικαιοδοσία.

29Με βάση τα όσα επισημάνθηκαν πιο πάνω, βασικό γνώρισμα του ναυτικού δικαίου είναι η διεθνικότητά του και ο υψηλός βαθμός ωρίμανσης αυτής. Αυτό σε νομοθετικό αποτέλεσμα εκφράζεται μέσα από τη διαμόρφωση ενός πλέγματος ρυθμίσεων ομοιόμορφου ουσιαστικού δικαίου αποτυπωμένου σε ΔΣ, οι οποίες σε πολλά, τα περισσότερα, ζητήματα έτυχαν ευρείας αποδοχής. Μάλιστα, το στοιχείο αυτό της διεθνικότητας δεν αποτελεί απλά τμήμα του παρελθόντος του ναυτικού δικαίου, αλλά και της σύγχρονης ιστορίας του, καθώς οι προσπάθειες παραγωγής ή και προσαρμογής

Σελ. 19

στα τρέχοντα δικαιοπολιτικά δεδομένα κανόνων ουσιαστικού ομοιόμορφου δικαίου είναι αδιάκοπες και διαρκώς επεκτεινόμενες και σε νέα πεδία. Η ύπαρξη ομοιόμορφου διεθνούς δικαίου συνεπάγεται την εξάλειψη της ανάγκης αναζήτησης κανόνα σύγκρουσης για τον προσδιορισμό του ουσιαστικού εφαρμοστέου δικαίου∙ παράλληλα μειώνει το ενδιαφέρον προσδιορισμού των εχόντων διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίων, καθώς το εφαρμοζόμενο δίκαιο δεν μεταβάλλεται, ανεξαρτήτως της επιλαμβανόμενης έννομης τάξης.

30Τα συμπεράσματα αυτά δεν στερούνται αλήθειας. Δεν είναι όμως και εξ ολοκλήρου ορθά, και τούτο για δύο λόγους: πρώτον, διότι δεν καλύπτονται όλα τα ζητήματα του ναυτικού δικαίου από κανόνες ομοιόμορφου δικαίου και, δεύτερον, διότι ο προσδιορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκτά σημασία για λόγους προστασίας των αδύναμων μερών (λ.χ. επιβατών), τα οποία δεν έχουν την οικονομική και νομοτεχνική δυνατότητα να εγείρουν τις αξιώσεις σε οιαδήποτε έννομη τάξη, όταν αυτή δεν βρίσκεται σε τοπική εγγύτητα με τον τόπο κατοικίας τους. Αποκτά, επίσης, σημασία και για λόγους ορθής απονομής δικαιοσύνης, καθώς η διερεύνηση των αιτιών της σύγκρουσης και η απονομή των ευθυνών (αστικών, ποινικών, διοικητικών) θα πρέπει να πραγματοποιείται από δικαστήρια που βρίσκονται σε τοπική εγγύτητα με τον τόπο του ατυχήματος, ενώ η συγκέντρωση όλων των αξιώσεων ενώπιον ενός, μοναδικού δικαστηρίου αποτρέπει εν τη γενέσει του το ενδεχόμενο να επιληφθούν του ίδιου βιοτικού περιστατικού δικαστήρια εδρεύοντα σε διαφορετικά κράτη. Τα δεδομένα αυτά αναγνώρισε εξάλλου και ο διεθνής νομοθέτης, υιοθετώντας ρυθμίσεις που κατατείνουν αφενός στο να περιστείλουν την ανάγκη αναζήτησης του κανόνα σύγκρουσης ή του εφαρμοστέου δικαίου και, αφετέρου, στο να προτείνουν κανόνες για την αποφυγή ή και την επίλυση της σύγκρουσης βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας υποδεικνύοντας ως forum, αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, εκείνο που επιδεικνύει συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά της σύγκρουσης. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές έχουν τεθεί σε ισχύ σε χρόνο προγενέστερο της ανάπτυξης του ιδ.δ.δ. της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα αρμονικής συνύπαρξης του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου με το αντίστοιχο ενωσιακό, τόσο περισσότερο που οι στοχεύσεις αυτών και, άρα, και η δικαιοπολιτική τους βάση διαφοροποιούνται αισθητά.

31Το ιδ.δ.δ. της Ε.Ε. παρουσιάζει σε σχέση με το κλασσικό ιδ.δ.δ., αυτό, δηλαδή, που προϋπήρξε της ευρείας νομοθετικής δραστηριότητας της Ε.Ε. και συνεχίζει να υπάρχει σε χώρες εκτός αυτής, μία ομοιότητα και μία διαφορά. Η ομοιότητα συνίσταται στο ότι ακολουθεί τη θεμελιώδη διάκριση των κανόνων του ιδ.δ.δ. σε αυτούς που διέπουν τη σύγκρουση εθνικών δικαίων (ουσιαστικό ιδ.δ.δ.) και σε αυτούς που διέπουν τη σύγκρουση εθνικών δικαιοδοσιών (δικονομικό ιδ.δ.δ.). Προχωρά δε ένα βήμα παραπέρα, εισάγοντας ως κατευθυντήρια της νομοθεσίας γραμμή, τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού όσο και σε επίπεδο δικονομικού ιδ.δ.δ., τη διάκριση μεταξύ ενδοσυμβατικών και εξωσυμβατικών σχέσεων, εισάγοντας για τη διάκριση αυτοτελή, ανεξάρτητα από τις εθνικές έννομες τάξεις, κριτήρια.

Σελ. 20

32Η διαφορά συνίσταται στο ότι οι κανόνες του ιδ.δ.δ. της Ε.Ε. καλούνται να υπηρετήσουν μια συγκεκριμένη στόχευση, αυτή της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς στο χώρο της απονομής δικαιοσύνης (πρβλ. άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ και ι΄ της ΣΛΕΕ) και τούτο συνιστά παράγοντα επηρεασμού του περιεχομένου τους. Εξού και η εκπόρευσή τους αποκλειστικά από Κανονισμούς. Ως εκ τούτου, οι Κανονισμοί δεν στοχεύουν στο να αποδώσουν δικαιοσύνη με βάση τα διδάγματα του γενικού μέρους του ιδ.δ.δ., αλλά στο να εξυπηρετήσουν την υπέρτατη αυτή στόχευση της προαγωγής της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Παράλληλα, οι Κανονισμοί αυτοί αποτελούν την επιβεβαίωση μιας οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία στοχεύει, εισάγοντας ισχυρά ερείσματα σε όλο το Ενωσιακό δίκαιο, στο να παράσχει συγκεκριμένες συλλογικές λύσεις, οι οποίες θεραπεύουν ανισότητες, πραγματικές ή τεκμαιρόμενες, μεταξύ των συμμετεχόντων στην ενιαία αγορά. Ως εκ τούτου, οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το ιδ.δ.δ. της Ε.Ε. είναι αυτός της εξυπηρέτησης της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και αυτός της προστασίας του αδύναμου μέρους. Η διαφορετικότητα των στοχεύσεων αυτών αφήνει ισχυρό το αποτύπωμά της κατά τη διαμόρφωση των κανόνων του ενωσιακού ιδ.δ.δ., εισάγοντας λύσεις, οι οποίες συνιστούν μεταβολή παραδείγματος σε σχέση με όσα γίνονταν δεκτά στο προϊσχύσαν δίκαιο. Η διαπίστωση αυτή αφορά τόσο τον προσδιορισμό των κανόνων σύγκρουσης, όσο και τον καθορισμό των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας. Όλα αυτά συνιστούν μια σημαντική παράμετρο της ερευνώμενης θεματικής, η οποία θα απασχολήσει την παρούσα μελέτη ποικιλοτρόπως.

 

α.4. Αξιοποίηση της συγκριτικής μεθόδου

33Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης αξιοποιείται η συγκριτική μέθοδος. Το εργαλείο του συγκριτικού δικαίου ήταν εδώ διπλά αναγκαίο:

Αφενός, από την πλευρά του διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, καθώς η ορθή εφαρμογή μιας ΔΣ προϋποθέτει την ανάγνωση του τρόπου, με τον οποίο αυτή προσεγγίζεται σε άλλες έννομες τάξεις που την έχουν υιοθετήσει. Στο πλαίσιο του διεθνούς ναυτικού δικαίου, τούτο καθίσταται επιτακτικό λόγω του ότι δεν υφίσταται σε διεθνές επίπεδο κάποιος μηχανισμός που να διασφαλίζει την ομοιόμορφη ερμηνεία των ΔΣ, αντίστοιχος με το ΔικΕΕ. 

Back to Top