Η ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.1€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,10 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18950
Ντούσια Μ.
Λαδάς Δ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΚΠΑ
Λαδάς Δ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 136
  • ISBN: 978-618-08-0323-5

Η αδυναμία των εργαζομένων να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των όρων της σύμβασης εργασίας τους, ώστε να προστατεύσουν τα δικαιολογημένα συμφέροντά τους, αποτελεί συχνό φαινόμενο στη σύγχρονη συναλλακτική ζωή. Η παρούσα μονογραφία συνιστά μία ενδελεχή μελέτη των δογματικής αλλά και πρακτικής φύσεως ζητημάτων που αναφύονται από τη χρήση προδιατυπωμένων συμβάσεων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων.

Επιμέρους θεματικές αποτελούν:

  • Η λειτουργία της σύμβασης στο ιδιωτικό δίκαιο και η δομική συμβατική ανισότητα
  • Η προβληματική των προδιατυπωμένων συμβατικών όρων
  • Ο δικαστικός έλεγχος της προδιατυπωμένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
  • Περιπτωσιολογική ανάλυση της λειτουργίας και των προϋποθέσεων εγκυρότητας μονομερώς διατυπωμένων ρητρών σε συμβάσεις εργασίας

 

Το έργο αναλύει τις θέσεις της ελληνικής θεωρίας, αξιολογεί τις τάσεις της σύγχρονης νομολογίας και, παραμένοντας συστηματικά και τελολογικά συνεπές προς τις θεμελιώδεις αρχές του εργατικού δικαίου, αξιοποιεί τα νομικά εργαλεία που έχει εισφέρει στο σύστημα του ιδιωτικού δικαίου το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, προκειμένου να προτείνει λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν κατά την εξέταση των προϋποθέσεων εγκυρότητας ρητρών που προσαρτώνται συχνά σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, όπως ενδεικτικά οι ρήτρες μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας, οι ρήτρες επιστροφής εξόδων εκπαίδευσης, οι ποινικές ρήτρες κ.ά. Καθίσταται, έτσι, ένα χρήσιμο βοήθημα τόσο για κάθε νομικό που ασχολείται με το εργατικό δίκαιο, όσο και για επιχειρήσεις και εργαζομένους.

 

Πρόλογος Διευθυντή Σειράς V

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ vii

Εισαγωγή 1

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι

Η λειτουργία της σύμβασης στο ιδιωτικό δίκαιο

Α. Οι αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων 5

1. Εννοιολογική και λειτουργική προσέγγιση 5

2. Το «εχέγγυο ορθότητας» της σύμβασης και η αμφισβήτησή του 8

Β. Η δομική συμβατική ανισότητα 10

1. Εισαγωγικά 10

2. Η δομική ανισότητα στο πεδίο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας 12

3. Η δομική ανισότητα στο πεδίο των καταναλωτικών συμβάσεων 14

4. Η αντιμετώπιση της δομικής συμβατικής ανισότητας στην ελληνική έννομη τάξη 15

Γ. Ο ρόλος της συμβατικής ελευθερίας στο εργατικό δίκαιο 17

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 20

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙI

Η προβληματική των προδιατυπωμένων συμβατικών όρων

Α. Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών 23

1. Εισαγωγικά 23

2. Η λειτουργία των ΓΟΣ 24

3. Η νομική φύση των ΓΟΣ 27

4. Η νομοθετική ρύθμιση των ΓΟΣ 29

Β. Οι προδιατυπωμένες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας 30

1. Η ατομική σύμβαση εργασίας ως παράγοντας εξασφάλισης ευελιξίας 30

2. Η λειτουργία των προδιατυπωμένων συμβάσεων εργασίας 32

Γ. Το ζήτημα της επέκτασης της προστασίας του καταναλωτή από ΓΟΣ
στον εργαζόμενο 36

1. Η έννοια του καταναλωτή 37

2. Εργαζόμενος και καταναλωτής 40

i. Έμμεση εφαρμογή του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 στις εργασιακές σχέσεις 46

ii. Άμεση εφαρμογή του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 στις εργασιακές σχέσεις 48

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 50

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙII

Ο δικαστικός έλεγχος της προδιατυπωμένης
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας

Α. Έλεγχος της προδιατυπωμένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
μέσω του συστήματος του Αστικού Κώδικα 53

1. Οι γενικές διατάξεις των άρθρων 178 – 179 ΑΚ 54

2. Οι γενικές διατάξεις των άρθρων 288 και 281 ΑΚ 56

3. Οι γενικές διατάξεις των άρθρων 371 – 373 ΑΚ 60

4. Η αξιοποίηση των αρχών της αναλογικότητας και της διαφάνειας 60

Β. Έλεγχος της προδιατυπωμένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 61

1. Η ένταξη των ΓΟΣ στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 2 παρ. 1-2 Ν. 2251/1994) 62

2. Η ερμηνεία των ΓΟΣ (άρθρο 2 παρ. 4-5 Ν. 2251/1994) 66

3. Ο έλεγχος περιεχομένου των ΓΟΣ (άρθρο 2 παρ. 6-7 Ν. 2251/1994) 69

Γ. Έλεγχος των όρων συλλογικών ρυθμίσεων 72

1. Όροι κανονισμών εργασίας 72

2. Όροι συλλογικών συμβάσεων εργασίας 73

Δ. Οι συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας 75

Ε. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 78

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV

Περιπτωσιολογία μονομερώς διατυπωμένων ρητρών
σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας

Α. Ρήτρες διεύρυνσης του διευθυντικού δικαιώματος 83

1. Εισαγωγικά 83

2. Οι ρήτρες μονομερούς μεταβολής των αποδοχών 86

3. Οι ρήτρες μονομερούς μεταβολής του χρόνου εργασίας 92

4. Ο έλεγχος άσκησης δικαιώματος και η προστασία της θέσης εργασίας 96

Β. Ρήτρες συμψηφισμού 97

Γ. Ρήτρες εγγράφου τύπου 99

Δ. Ρήτρες επιστροφής εξόδων εκπαίδευσης 100

Ε. Ρήτρες επίτασης ευθύνης και απαλλακτικές ρήτρες 103

ΣΤ. Ποινικές ρήτρες 105

Ζ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 108

Τελικά συμπεράσματα 111

Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία 115

Αλφαβητικό Ευρετήριο 121

Σελ. 1

Εισαγωγή

Η συμμετοχή των υποκειμένων του δικαίου στην έννομη τάξη επιτυγχάνεται μέσω της ενοχικής σύμβασης, η οποία αποτελεί το μέσο πραγμάτωσης της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας. Σύμφωνα με τη συμβατική ελευθερία, που απορρέει άμεσα από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, τα υποκείμενα του δικαίου είναι, κατ’ οικονομία, ελεύθερα να διαμορφώνουν αυτόνομα τις μεταξύ τους σχέσεις, συνάπτοντας συμβάσεις. Στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, η ατομική σύμβαση εργασίας αποτελεί την τεχνητή πραγμάτωση ενός συνόλου ρυθμίσεων απασχόλησης σε μορφή συμβατικής συμφωνίας μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή του εργοδότη και του εργαζομένου. Για τον μισθωτό συγκεκριμένα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας συνιστά το μέσο εξασφάλισης της αξιοπρεπούς του διαβίωσης μέσα από την προσωπική του δράση, που έγκειται στην παροχή εργασίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τον εργοδότη. Αυτή είναι όμως ταυτόχρονα και η συνθήκη που εξ ορισμού καθηλώνει τον εργαζόμενο σε μία κατώτερη διαπραγματευτική θέση απέναντι στον εργοδότη.

Η δομική ανισομέρεια των μερών της εργασιακής σχέσης έχει αναδείξει το εργατικό δίκαιο ως έναν τομέα του δικαίου όπου η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας αδυνατεί να εγγυηθεί στον κατά τεκμήριο αδύναμο συμβαλλόμενο την δυνατότητα να διαμορφώνει ελεύθερα, μέσω του συμβατικού μηχανισμού, τις έννομες σχέσεις του και να προασπίζει τα δικαιολογημένα συμφέροντά του. Η διαπίστωση αυτή έχει οδηγήσει στην αποδοχή μίας εκτεταμένης παρέμβασης της Πολιτείας στις εργασιακές σχέσεις, μέσω της θέσπισης ενός πλέγματος ειδικών προστατευτικών διατάξεων, οι οποίες καθορίζουν δεσμευτικά τη ροή της εργασιακής σχέσης, στοχεύοντας στην προστασία της θέσης εργασίας και τη δημιουργία θεσμών συλλογικής δράσης των εργαζομένων.

Ωστόσο, η θεσμική διαμόρφωση της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας, καίτοι έχει θέσει σημαντικούς περιορισμούς στην συμβατική ελευθερία του ισχυρότερου συμβαλλομένου, δηλ. του εργοδότη, δεν έχει εξοβελίσει εντελώς τη λειτουργία της ατομικής σύμβασης εργασίας ως παράγοντα διάπλασης της εργασιακής σχέσης. Αντιθέτως, η ατομική σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο

Σελ. 2

στη διαμόρφωση της εργασιακής σχέσης. Η προβληματική εν προκειμένω έγκειται στο ότι το σύγχρονο μοντέλο της ατομικής σύμβασης εν γένει απέχει πλέον σημαντικά από την αρχική αντίληψη της ως ενός μέσου αυτόνομης δέσμευσης δύο ισότιμων συμβαλλομένων.

Οι ταχείς ρυθμοί των σύγχρονων συναλλαγών έχουν δημιουργήσει αντίστοιχα την ανάγκη για την οικονομία κόστους και χρόνου κατά την περαίωση τους. Αυτό σήμερα επιτυγχάνεται μέσω της υποκατάστασης της διαδικασίας της ατομικής διαπραγμάτευσης των μερών, που αποτελεί βασικό πυλώνα της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, από τη διαδικασία προδιατύπωσης συμβολαίων από τον ένα συμβαλλόμενο και προσφοράς αυτών στον άλλο, ο οποίος καλείται είτε να αποδεχτεί τη σύμβαση αυτούσια, είτε να αρνηθεί εξ ολοκλήρου την πρόταση. Παρά την κατ’ αρχήν θεμιτή λειτουργία που επιτελεί αυτός ο μηχανισμός, οι τάσεις χρησιμοποίησής του τον έχουν αναδείξει ως μάλλον ένα εργαλείο στα χέρια του ισχυρότερου συμβαλλομένου, που του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνει μονομερώς τη σύμβαση με τρόπο ώστε να πετυχαίνει την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των δικών του κυριαρχικών συμφερόντων, έναντι των δικαιολογημένων συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου του.

Το φαινόμενο αυτό, πριν ακόμη καταδειχθεί έντονα στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, είχε αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης και νομοθετικής αντιμετώπισης στο πεδίο των καταναλωτικών συμβάσεων τόσο σε εθνικό, όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Η προστασία του επίσης κατά τεκμήριο αδύναμου μέρους της καταναλωτικής σύμβασης, δηλ. του καταναλωτή, επιτυγχάνεται σήμερα μέσω του Ν. 2251/1994, που εγκαθιδρύει ένα σύστημα κανόνων δικαίου που αντιμετωπίζουν συστηματικά το φαινόμενο της θεσμικής κατάχρησης της συμβατικής ελευθερίας, οριοθετώντας την ελευθερία του ισχυρότερου προμηθευτή να επεμβαίνει κυριαρχικά στη σύμβαση και να καθορίζει μονομερώς το περιεχόμενό της.

Η έλλειψη δε αντίστοιχου ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τον έλεγχο των προδιατυπωμένων συμβάσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη υποχώρηση της διάθεσης της Πολιτείας να επεμβαίνει ρυθμιστικά στις εργασιακές σχέσεις, έχει αφήσει τους εργαζομένους εκτεθειμένους απέναντι στον κίνδυνο της εις βάρος τους καταχρηστικής άσκησης της συμβατικής ελευθερίας εκ μέρους του εργοδότη.

Βασικοί στόχοι της παρούσας μελέτης αποτελούν, σε μία πρώτη φάση, η διερεύνηση του ρόλου που διαχρονικά επιτελεί η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας στο πλαίσιο ενός κατεξοχήν κοινωνικού δικαίου, όπως το εργατικό δίκαιο, αλλά και η κριτική προσέγγιση της σύγχρονης εργοδοτικής πρακτικής μονομερούς διάπλασης της «συμβατικής τάξης» που διέπει τη σχέση εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό και υπό το πρίσμα των νέων τροποποιήσεων του δικαίου προστασίας του καταναλωτή, κομβικό ερώτημα συνιστά το κατά πόσον ο εργαζόμενος μπορεί να υπαχθεί στο πραγματικό της έννοιας του καταναλωτή, έτσι ώστε να μπορεί να επικαλεστεί αυτούσιες τις διατάξεις του άρθρου 2 Ν.

Σελ. 3

2251/1994, οι οποίες θεωρούνται ως η κατεξοχήν νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου της δομικής συμβατικής ανισότητας.

Κατ’ αντιστοιχία προς την απόρριψη ή την αποδοχή της παραπάνω προοπτικής, ακολουθεί μία ανάλυση των δύο βασικών απόψεων που έχουν διαμορφωθεί στο χώρο της νομικής θεωρίας, καθώς και των δύο συστημάτων δικαστικής προστασίας που εκάστη εξ αυτών συνεπάγεται: αφενός το σύστημα του Αστικού Κώδικα, το οποίο επιστρατεύει γενικές ρήτρες και διατάξεις που έχουν τεθεί από το νομοθέτη για την επίτευξη της δίκαιης εξισορρόπησης συμφερόντων των συμβαλλομένων στο κλασικό δίκαιο των συμβάσεων, με παράλληλη όμως αξιοποίηση των αξιολογικών κριτηρίων και λύσεων του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, και αφετέρου το σύστημα του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 καθαυτό, που βρίσκει εφαρμογή κατ’ αρχήν στις καταναλωτικές συμβάσεις και συνιστά συστηματική εξειδίκευση των αρχών της καλής πίστης και της διαφάνειας.

Επιχειρείται, τέλος, μία αξιολόγηση του βαθμού ανταπόκρισης της ελληνικής νομολογίας στο αίτημα για επαρκή δικαστική προστασία των εργαζομένων απέναντι σε καταχρηστικούς συμβατικούς όρους εργασίας, τόσο σε μία γενικότερη κλίμακα, όσο και επ’ αφορμή ειδικότερων περιπτώσεων συμβατικών ρητρών που συχνά προσαρτώνται στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, χωρίς ωστόσο να έχουν αποτελέσει προηγουμένως αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης των μερών.

Σελ. 5

Η λειτουργία της σύμβασης στο ιδιωτικό δίκαιο

Α. Οι αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων

1. Εννοιολογική και λειτουργική προσέγγιση

Βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων νομικών πολιτισμών είναι η κατάστρωση του ιδιωτικού δικαίου γύρω από την θεμελιώδη αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας. Η ανάδειξη της ιδεολογικής τάσης του φιλελευθερισμού αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για τον περιορισμό του κρατικού ετεροκαθορισμού στις ιδιωτικές συναλλαγές και την καθιέρωση της δικαιοηθικής αρχής του αυτοκαθορισμού. Σύμφωνα με αυτή, τα υποκείμενα του δικαίου αυτοκαθορίζονται ελεύθερα, χωρίς ετερόνομες παρεμβάσεις. Ήδη από τον 19 αιώνα, οι θεωρητικοί του δικαίου εξέλαβαν το πέρασμα από τον ετεροκαθορισμό στον αυτοκαθορισμό ως αφετηρία προόδου των κοινωνιών.

Σύμφωνα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, οι ιδιωτικές συναλλαγές διέπονται από το πρότυπο της ελεύθερης και ισότιμα προκύπτουσας σύμβασης μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου. Από αυτόν το θεμελιώδη κανόνα απορρέει άμεσα η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία συνοψίζεται στο δικαίωμα να επιλέγει κανείς αν θα συνάψει σύμβαση, να επιλέγει τον αντισυμβαλλόμενό του, να καθορίζει τους τύπους, το περιεχόμενο και τους όρους της συμφωνίας για προϊόντα ή υπηρεσίες καθώς και τους όρους της λύσης της σύμβασης.

Η γενική συμβατική ελευθερία ερείδεται τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στον Αστικό Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία, ο καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Κατά το δε άρθρο 361 του ΑΚ, «για τη σύσταση ή αλλοίωση

Σελ. 6

ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Μέσω της συμβατικής ελευθερίας, τα συμβαλλόμενα μέρη διαμορφώνουν αυτόνομα τις έννομες σχέσεις τους με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη και καθορίζουν τα ίδια την ισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων τους με βάση τις υποκειμενικές τους εκτιμήσεις και αξιολογήσεις.

Η συμμετοχή των υποκειμένων του δικαίου στην οικονομική, συναλλακτική ζωή επιτυγχάνεται λοιπόν μέσω ενός νομικού πλαισίου το οποίο τοποθετεί στο κέντρο ενδιαφέροντoς του την βούληση των μερών. Η απλή σύμπτωση της βούλησης των μερών, ο consensus, αναβαθμίζεται σε κατεξοχήν λόγο γένεσης, μεταβολής και κατάργησης ενοχών και δικαιωμάτων (solus consensus obligat). Η ελευθερία των συμβάσεων εξασφαλίζει στα μέρη τη δυνατότητα να διαπλάθουν την έννομη σχέση τους με κριτήριο τις δικές τους αξιολογήσεις, λειτουργώντας έτσι και ως μέσο ευελιξίας, κατά το μέτρο που τα μέρη προσαρμόζουν τις σχέσεις τους στις εκάστοτε μεταβολές των κοινωνικών, οικονομικών και τεχνικών συνθηκών.

Από την ιδιωτική αυτονομία απορρέει ο θεμελιώδης κανόνας του δικαίου των συμβάσεων, pacta sunt servanda, σύμφωνα με τον οποίο οι συμβάσεις παράγουν δέσμευση για τα μέρη τους. Στόχος του κανόνα pacta sunt servanda είναι η αποτροπή του ηθικού κινδύνου της υπονόμευσης της ασφάλειας των συναλλαγών και της διασάλευσης του οικονομικού βίου, μέσω της καθιέρωσης της υποχρεωτικότητας των συμφωνιών. Η συμβατική δέσμευση και οι απορρέουσες από αυτήν εύλογες προσδοκίες των μερών θα πρέπει να γίνονται κατ’αρχήν σεβαστές. Τυχόν δυνατότητα των οφειλετών να απαλλαγούν με ευκολία από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις θα αντανακλούταν αντίστοιχα στη διστακτικότητα των δανειστών να προχωρήσουν σε σύναψη σύμβασης, κάτι που τελικά θα διασάλευε τον συναλλακτικό οικονομικό βίο.

Η ιδιωτική αυτονομία και η ελευθερία των συμβάσεων έχουν εύστοχα χαρακτηριστεί ως πυλώνες της οικονομίας της αγοράς. Στο σύστημα αυτό, η αγορά αυτορυθμίζεται μέσω ενός καθεστώτος ελευθερίας και ισότητας των υποκειμένων της, χωρίς να χρειάζεται την ιδιαίτερη προστατευτική παρέμβαση του κράτους. Τα υποκείμενα της αγοράς, μέσω του μηχανισμού της σύμβασης, προσέρχονται σε διάλογο, ο οποίος φέρεται

Σελ. 7

ως κατ’ αρχήν απαλλαγμένος από νοητικά και βουλητικά ελαττώματα, και καταφέρνουν να εξισορροπήσουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους. Η συμβατική ελευθερία, λοιπόν, αποτελεί εγγύηση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Η έννομη τάξη περιορίζεται απλά στο να θέσει στις ιδιωτικές συναλλαγές ορισμένους κανόνες που καθορίζουν τις προϋποθέσεις της έγκυρης σύναψης μίας σύμβασης καθώς και την εφαρμογή της. Όσον αφορά δε στο ουσιαστικό περιεχόμενο της σύμβασης, η παρέμβαση της έννομης τάξης έγκειται στη θέση κάποιων ακραίων ορίων που υπαγορεύονται κυρίως από τα χρηστά ήθη (178, 179 ΑΚ) και, εφόσον αυτά τηρούνται, το κατά πόσον η σύμβαση διακρίνεται πράγματι από ουσιαστική ορθότητα δεν αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης. Πρόκειται για μία τυπική νομιμοποίηση του περιεχομένου της σύμβασης.

Η εκ μέρους του κράτους επιβολή φραγμών και περιορισμών στη δυνατότητα των μερών να καθορίζουν αυτόνομα τις μεταξύ τους σχέσεις πλήττει την ιδιωτική αυτονομία και τη συμβατική ελευθερία και νοθεύει το σύστημα της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Η θέση αυτή φαίνεται να διαπνέει και τον σχηματισμό του δικαίου των συμβάσεων από τον νομοθέτη. Στο κλασικό δίκαιο των συμβάσεων, οι ενδοτικοί κανόνες δικαίου αποτελούν τον κανόνα και το αναγκαστικό δίκαιο την εξαίρεση (minimum intervention principle). Ενώ το ενδοτικό δίκαιο διακρίνεται από ευελιξία και προσαρμοστικότητα, παράγοντες μείζονος σημασίας για το δίκαιο των συμβάσεων, το αναγκαστικό δίκαιο νοείται ως δίκαιο εξ ορισμού περιοριστικό της δυναμικής των συναλλαγών.

Οι σύγχρονες όμως τάσεις που επικρατούν σε ορισμένους τομείς του συναλλακτικού βίου έχουν καταστήσει τις έξωθεν επεμβάσεις στο περιεχόμενο της σύμβασης από τον νομοθέτη ή και τον δικαστή ολοένα και επιτακτικότερες. Το θεωρητικό σύστημα της ελευθερίας των συμβάσεων έχει σε πολλές περιπτώσεις ανατραπεί. Κάτι τέτοιο σημαίνει πρωτίστως ότι η θεμελίωση του ενδοτικού χαρακτήρα του δικαίου των συμβάσεων έχει πλέον απωλέσει την αξία της, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις το ενδοτικό δίκαιο να έχει αντικατασταθεί από το αναγκαστικό .

Σελ. 8

2. Το «εχέγγυο ορθότητας» της σύμβασης και η αμφισβήτησή του

Οι βασικές θέσεις της ελευθερίας των συμβάσεων περιστρέφονται γύρω από τη θεώρηση ότι η συμβατική ρύθμιση φέρει ένα εγγενές «εχέγγυο ορθότητας», άλλως ένα «τεκμήριο ορθότητας», το οποίο απορρέει από την ελεύθερη ενάσκηση της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Η έννομη τάξη, αναγνωρίζοντας στα μέρη τη συμβατική τους ελευθερία, εύλογα προσδοκά ότι το περιεχόμενο της σύμβασης που συνάπτουν αποτελεί προϊόν γνήσιας διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της οποίας προβάλλονται εκατέρωθεν διεκδικήσεις αλλά και υποχωρήσεις. Έτσι, η σύμβαση τεκμαίρεται κατ’ αρχήν ως λειτουργικά εγκαθιδρύουσα μία δίκαιη συμβατική τάξη, στο μέτρο που εμπεριέχει μία δίκαιη εξισορρόπηση συμφερόντων, διαμορφωθείσα από τα ίδια τα μέρη, χωρίς παρεμβάσεις τρίτων.

Η λειτουργικότητα της σύμβασης εντοπίζεται λοιπόν στη δυνατότητα της να εκφράσει την ελεύθερη βούληση των μερών. Οποιαδήποτε αμφίσημη αντίληψη περί «ορθότητας» ή «δικαιότητας» του συμβατικού περιεχομένου κατά κανόνα υποχωρεί ενώπιον της νομικά ισχυρής βούλησής τους. Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα να συμφωνούν ρυθμίσεις, οι οποίες για το ένα από αυτά μπορεί να είναι, κατά μία αντικειμενική αξιολόγηση, άδικες ή παράλογες. Δεν εμποδίζονται λοιπόν τα μέρη να συνάψουν μία σύμβαση με την οποία αποδέχονται ακόμη και μία προφανή ανισορροπία μεταξύ των ανταλλασσόμενων παροχών ή και να προβούν σε μία χαριστική συναλλαγή. Η σύμβαση εξοπλίζεται με νομική δεσμευτικότητα επειδή το θέλησαν τα συναλλασσόμενα μέρη και όχι γιατί είναι αντικειμενικά ορθή.

Παρότι λοιπόν οι θέσεις γύρω από το «εχέγγυο ορθότητας» των συμβάσεων συνάδουν λειτουργικά με την πραγμάτωση της συμβατικής ελευθερίας, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς ότι στηρίζονται σε μία αφηρημένη θεώρηση της σύμβασης. Τα μέρη φέρονται ως κατ’ αρχήν ώριμοι αντισυμβαλλόμενοι, ικανοί να μεριμνούν ισοδύναμα για τα συμφέροντά τους. Το μειονέκτημα όμως της θεώρησης αυτής έγκειται ακριβώς στο ότι φαίνεται να αγνοεί τις παθογένειες του πραγματικού συναλλακτικού βίου. Κρατάει μία στάση ίσης μεταχείρισης απέναντι στους συμβαλλόμενους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ιδιάζουσες περιπτώσεις οικονομικών συναλλαγών με έντονο κοινωνικό υπόβαθρο και αποτύπωμα.

Η ιδιωτική αυτονομία όμως θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως πλαστική έννοια, η οποία κατοχυρώνει ελευθερίες και κατανοείται πάντα σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες

Σελ. 9

και αναγκαιότητες. Μία αφηρημένη εξισωτική συμβατική δικαιοσύνη θα πρέπει να γίνει δεκτή μόνο σε περιπτώσεις ισοδύναμων αντισυμβαλλομένων. Οι αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων αναπτύσσουν απρόσκοπτα την ισχύ τους μόνο στο βαθμό που η ελευθερία σχηματισμού της δικαιοπρακτικής βούλησης και δέσμευσης είναι πραγματικά διασφαλισμένες. Όταν, αντίθετα, υφίσταται μία σοβαρή επιβάρυνση του ελεύθερου σχηματισμού της δικαιοπρακτικής αποφάσεως του ενός μέρους, η συμβατική ελευθερία αδυνατεί να λειτουργήσει σύμφωνα με τον σκοπό της, ήτοι τον αυτοκαθορισμό των συμβαλλομένων.

Όταν η συμβατική ελευθερία ασκείται χωρίς φραγμούς, ελλοχεύει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επιβολής και εκμετάλλευσης του ισχυρότερου συμβαλλομένου. Εξαίρεση λοιπόν από τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία γίνεται κατ’ αρχήν σεβαστή χωρεί στην περίπτωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου, ο οποίος συνίσταται στη δυνατότητα ενός μέρους της σύμβασης να αποδεσμευθεί από αυτήν, κατόπιν διαπίστωσης ότι η σύμβαση καταρτίσθηκε υπό συνθήκες απουσίας της γνήσιας συμβατικής ελευθερίας. Ο λόγος για τον οποίο η έξωθεν ρύθμιση της συμβατικής σχέσης από το κράτος -ως τρίτο πρόσωπο στη συμβατική σχέση- θα πρέπει να γίνεται ανεκτή έγκειται τόσο στη συστηματική διατάραξη της ρυθμιστικής λειτουργίας της συμβατικής ελευθερίας, όσο και στην ανάγκη προστασίας της συμβατικής ελευθερίας του έτερου συμβαλλομένου.

Είναι η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ), καθώς και οι συνταγματικοί περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ), που αποτελούν τη νομιμοποιητική βάση για την εισαγωγή ρυθμίσεων αναγκαστικού δικαίου που κατατείνουν στην εδραίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Γενικότεροι στόχοι των κανόνων αναγκαστικού δικαίου θεωρούνται η προστασία του ασθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους, η αποτροπή σοβαρών αδικιών, η προστασία τρίτων μη μετεχόντων στη σύμβαση, αλλά και η διασφάλιση των συμφερόντων της ολότητας. Παρατηρείται έτσι μία κοινωνική συστολή της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας που αντιπαρατίθεται προς την επικράτηση ενός άκρατου φιλελευθερισμού και πραγματώνει την ιδέα της justitia correctiva, η οποία επιτάσσει τη διορθωτική πα-

Σελ. 10

ρέμβαση της έννομης τάξης όταν η διαπραγματευτική ισορροπία των μερών ελλείπει. Η ιδέα της κοινωνικής συστολής της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας βασίζεται στη διαπίστωση ότι οι δικαιοπρακτούντες δεν ενεργούν σε ατομικό επίπεδο, αλλά εντός του πλαισίου μίας συγκεκριμένης έννομης τάξης. Δεν αυτοκαθορίζονται, δηλαδή, απόλυτα εις βάρος του αντισυμβαλλομένου, αλλά συγκαθορίζονται σε συνεργασία με αυτόν.

Σημειώνεται έτσι μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την απόλυτη στην ποιοτική ιδιωτική αυτονομία. Η κλασική συμβατική ελευθερία που κατοχυρώνει ο Αστικός Κώδικας φαίνεται να υποχωρεί όταν συγκρούεται με τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου, είτε στο μέτρο της ελαττωματικής διαμόρφωσης της βούλησής του, είτε με τα όρια που επιβάλλουν οι συναλλαγές λόγω αντίθεσης στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Το δίκαιο των συμβάσεων πλέον προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα και μεριμνά για την αφομοίωση εντός του συστήματός του στοιχείων εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης που προσανατολίζονται στο δόγμα της ισοτιμίας παροχής και αντιπαροχής στις ανταλλακτικές συμβάσεις.

Οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας μπορεί να αφορούν τόσο στην ελευθερία του ατόμου να συνάπτει συμβάσεις, όσο και στην ελευθερία του να καθορίζει το περιεχόμενό τους. Ενδεικτικά, περιοριστικά προς τη συμβατική ελευθερία λειτουργούν οι διατάξεις για τη δικαιοπρακτική ικανότητα (127 επ. ΑΚ) και την αναγκαστική σύμβαση, οι γενικές ρήτρες του Αστικού Κώδικα όπως η αρχή της αντικειμενικής καλής πίστης (288 ΑΚ), η απαγόρευση αντίθεσης στα χρηστά ήθη (178, 179 ΑΚ) και η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος (281 ΑΚ), οι οποίες, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο κατά τον έλεγχο του περιεχομένου της σύμβασης και, τέλος, οι ειδικότερες νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

Β. Η δομική συμβατική ανισότητα

1. Εισαγωγικά

Η κοινωνικότερη αντίληψη των θεσμών του ιδιωτικού δικαίου στην Ελλάδα τοποθετείται χρονικά στις αρχές του 20 αιώνα. Μεταξύ των προσώπων που συνέβαλαν σημαντικά στη συντέλεση της στροφής του ιδιωτικού δικαίου προς μία κοινωνικότερη προσέγγιση ήταν ο Α. Λιτζερόπουλος, ο οποίος άσκησε κριτική στην αντίληψη του «laisser faire, laisser passer» χαρακτηρίζοντάς την ως αυθαίρετη κατά το μέρος που αφήνει τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο στο έλεος του ισχυρότερου. Στη βάση αυτής

Σελ. 11

της σκέψης βρίσκεται η διαπίστωση ότι η ελευθερία των συμβάσεων προϋποθέτει οικονομική και κοινωνική ισοδυναμία των μερών, η οποία όμως στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανύπαρκτη. Η αναγνώριση αυτής της συνθήκης ως σημαντικής πτυχής της συναλλακτικής ζωής μας εισάγει στην προβληματική της διαπραγματευτικής, συμβατικής ανισότητας.

Η συμβατική ανισότητα συνιστά μία κατάσταση στην οποία υφίσταται διαφορά υπεροχής μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Όταν ο ένας συμβαλλόμενος διαθέτει μία τόσο σημαντική διαπραγματευτική υπεροπλία που του επιτρέπει να επιβάλλει τη δική του θέληση και τα δικά του συμφέροντα, καθορίζοντας μονομερώς το περιεχόμενο της σύμβασης, τότε η τελευταία αδυνατεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πραγμάτωσης της ιδιωτικής αυτονομίας και της συμβατικής ελευθερίας. Η υπό το πρίσμα της ιδιωτικής αυτονομίας θεώρηση της σύμβασης ως πράξης αυτοπροσδιορισμού των συμβαλλομένων με εχέγγυο ορθότητας διαστρεβλώνεται και η σύμβαση τελικά μετατρέπεται σε όργανο πλήρους ετεροκαθορισμού για το διαπραγματευτικά αδύναμο μέρος.

Η έννομη τάξη δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στην παθογένεια αυτή που αναπτύσσεται σε όλο το φάσμα των ιδιωτικών συναλλαγών. Εάν ο νομοθέτης επιχειρούσε να θεραπεύσει κάθε περίπτωση συμβατικής ανισότητας θα περιόριζε σημαντικά τη συμβατική ελευθερία και την ιδιωτική αυτονομία. Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου όμως αποτρέπει από τον εκ των υστέρων έλεγχο της σύμβασης από τα κρατικά όργανα, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου διαγιγνώσκονται στοιχεία διαπραγματευτικής ανισότητας. Εκτός αυτού, η διατάραξη της διαπραγματευτικής ισότητας εμφανίζεται σε διαφορετική ένταση ανά περίπτωση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί υπάρξει μία ολιστική αντιμετώπισή της. Άλλωστε, ασφαλή κριτήρια για τη διαπίστωση σε κάθε ατομική περίπτωση της διαπραγματευτικής ισχύος του εκάστοτε συμβαλλόμενου μέρους, δεν υφίστανται. Στο ευρύτερο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου, ιδιαίτερης αντιμετώπισης έχουν τύχει κάποιες σοβαρές περιπτώσεις συμβατικής ανισότητας σε ευρεία κλίμακα μέσω της συμπερίληψης ορισμένων στοιχείων εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης, που ανταποκρίνονται στο δόγμα της ισοτιμίας παροχής και αντιπαροχής στις ανταλλακτικές συμβάσεις. Ιδιαίτερης αποδοκιμασίας, λοιπόν, τυγχάνουν οι παράνομες (174 ΑΚ), οι ανήθικες (178 ΑΚ), οι καταπλεονεκτικές δικαιοπραξίες (179 ΑΚ), καθώς και εκείνες που διαπιστώνονται ως προϊόν πλάνης (140, 141 ΑΚ), απάτης (147 ΑΚ), ή απειλής (150 ΑΚ) του αντισυμβαλλομένου.

Σελ. 12

Έχουν εντοπιστεί, ωστόσο, ορισμένοι κλάδοι του δικαίου και ορισμένα είδη συμβάσεων όπου η συμβατική ανισότητα των συμβαλλομένων είναι συστηματική, άλλως «δομική». Σε ορισμένους τύπους συμβάσεων παρατηρείται η διατάραξη αυτής καθαυτής της ρυθμιστικής λειτουργίας της σύμβασης. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου οι προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τη λειτουργία της συμβατικής ελευθερίας ως μέσου αυτόνομης συνδιαμόρφωσης της έννομης σχέσης ελλείπουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά στην πράξη η συμβατική σχέση λειτουργεί ως ένα νομιμοποιητικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται σχέσεις υπεροχής και υποταγής, δηλαδή σχέσεις που προσιδιάζουν στην άσκηση εξουσίας από το ένα μέρος στον αντισυμβαλλόμενό του. Ο ένας συμβαλλόμενος έχει τη δυνατότητα επιβολής εις βάρος του αντισυμβαλλομένου του, κατά τέτοιο τρόπο ώστε τελικά η συμβατική ρύθμιση της έννομης σχέσης να ανταποκρίνεται πρωτίστως -αν όχι αποκλειστικά- στα δικά του συμφέροντα. Αυτές είναι έννομες σχέσεις οι οποίες κατεξοχήν διακρίνονται από το στοιχείο της δομικής ανισότητας των μερών τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το φαινόμενο της θεσμικής κατάχρησης της συμβατικής ελευθερίας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η διαπραγματευτική ανισότητα παρατηρείται ως εγγενές, δομικό στοιχείο μίας συμβατικής σχέσης αποτελούν οι σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και οι σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.

2. Η δομική ανισότητα στο πεδίο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας

Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συμβατικής σχέσης όπου παρατηρείται κατά τεκμήριο έλλειμμα της διαπραγματευτικής ισχύος των μερών. Ο μισθωτός συνάπτει τη σύμβαση εργασίας, έχοντας να διαθέσει μόνο την εργασιακή του δύναμη, με σκοπό να ικανοποιήσει μία βιοτική του ανάγκη: την εξασφάλιση της επιβίωσης του ιδίου, αλλά και της οικογενείας του. Κατά την εργασία του υπάγει την προσωπικότητά του σε ένα ρυθμιστικό καθεστώς που ελέγχεται κυρί-

Σελ. 13

ως από τον εργοδότη, συνθήκη που προκύπτει από τη στιγμή της ένταξής του στην εκμετάλλευση της οποίας η διεύθυνση ανήκει στον εργοδότη.

Εκ των πραγμάτων, τόσο σε συμβατικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ασθενέστερη διαπραγματευτική θέση απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του, τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτει συμβάσεις εργασίας κατ’ άσκηση της επιχειρηματικής του ελευθερίας και του διευθυντικού του δικαιώματος. Η δυνατότητα του εργοδότη να θέτει μονομερώς όρους εργασίας, να οργανώνει τον χρόνο εργασίας, να διαμορφώνει το εργασιακό περιβάλλον και να αναθέτει συγκεκριμένες εργασίες στους μισθωτούς του δημιουργεί μία κατάσταση δομικής υποταγής τους σε αυτόν.

Υπό αυτήν τη θεώρηση, συνάγει κανείς ένα συνεπές προς τη μαρξιστική θεωρία συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι μία εγγενώς ανελεύθερη συμβατική σχέση, στο μέτρο που εγκολπώνεται μία «απολυταρχική» κατασκευή, η σχέση της οποίας με τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας φαίνεται εξαιρετικά φορτισμένη.

Έτι περαιτέρω, η θεμελιώδης ιδέα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ως ενός νομικού πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα μία ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου θεωρείται πλέον μάλλον «αποκύημα της νομικής φαντασίας». Πολλές φορές στην πραγματικότητα ο εργοδότης, καταχρώμενος την οικονομική και άρα διαπραγματευτική του υπεροχή διαμορφώνει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα. Δημιουργεί έτσι για τον εργαζόμενο μία πύλη εισόδου σε μία «συμβατική τάξη» την οποία έχει διαμορφώσει ο ίδιος, χωρίς να λάβει υπόψιν τα δικαιολογημένα συμφέροντα του αντισυμβαλλόμενού του. Η δυνατότητα του εργαζομένου να συμμετάσχει στη διαμόρφωση της σύμβασης εργασίας και να επιδιώξει την ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων παραγκωνίζεται. Μη δυνάμενος να αντιδράσει, αφού οι κανόνες της αγοράς δεν του διασφαλίζουν κάποια δυνατότητα διαφυγής, αποδέχεται το συμβα-

Σελ. 14

τικό κατασκεύασμα του εργοδότη, υπακούοντας στον πρωτογενή κανόνα «take it or leave it». Η συμβατική ελευθερία διασαλεύεται γιατί οι συμβατικοί όροι παροχής εργασίας δεν αποτελούν προϊόν ατομικής, ελεύθερης, γνήσιας διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, αλλά έδαφος εκμετάλλευσης της διαπραγματευτικής ισχύος του ενός.

Σε όμοια κατάσταση τελούν και οι πάροχοι υπηρεσιών με έντονα στοιχεία οικονομικής εξάρτησης. Ο επί της αρχής αποκλεισμός των παρόχων ανεξάρτητων υπηρεσιών από το προστατευτικό εργατικό δίκαιο αποτελεί τον πρωταρχικό λόγο του διαρκούς εμπλουτισμού του «δικαίου της ευελιξίας», με την επινόηση νέων, ευέλικτων μορφών απασχόλησης που βρίσκονται σε μία γκρίζα ζώνη μεταξύ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι εσωτερικές σχέσεις των παραγόντων μίας επιχείρησης τείνουν τυπικά να μετατρέπονται σε πελατειακές, και η επιχείρηση από χώρο ενιαίας εξουσίας σε «σταυροδρόμι πολλαπλών συμβατικών συνεργασιών με επικαλυπτόμενους φορείς εξουσίας». Παρότι η συμβατική ελευθερία τεκμαίρεται γνήσια στο χώρο της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η εξάρτηση των παρόχων υπηρεσιών από την εργασία τους πολλές φορές δεν υπολείπεται εκείνης των μισθωτών, αφού διαπιστώνεται ότι, στην πραγματικότητα, εξαρτώνται οικονομικά και άρα υπαρξιακά από τον μοναδικό πελάτη τους, τον εργοδότη. Πρόκειται για πρόσωπα οικονομικά εξαρτημένα τα οποία ενόψει της τάσης απορρύθμισης του παραδοσιακού εργατικού δικαίου, χρήζουν όλο και δραστικότερης προστασίας από την έννομη τάξη.

3. Η δομική ανισότητα στο πεδίο των καταναλωτικών συμβάσεων

Όπως οι μισθωτοί, έτσι και οι καταναλωτές αποτελούν μία κοινωνική ομάδα που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της εξάρτησης από ισχυρά οικονομικά υποκείμενα. Κατά τη συμμετοχή τους στις μαζικές συναλλαγές οι καταναλωτές εκτίθενται στην οικονομική δύναμη των προμηθευτών, δηλαδή των υποκειμένων που διαθέτουν αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά. Εν αντιθέσει με τους καταναλωτές, οι προμηθευτές δεν ενδιαφέρονται για την αξία χρήσης, αλλά για την ανταλλακτική αξία των αγαθών που διαθέτουν, καθώς και για τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Γι’ αυτό συχνά επιχειρούν να μετακυλήσουν τους επιχειρηματικούς κινδύνους στους καταναλωτές υπαγορεύοντας το περιεχόμενο της σύμβασης με τη χρησιμοποίηση Γενικών Όρων Συναλλαγών,

Σελ. 15

όρων δηλαδή που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων κατά τρόπο γενικό και ενιαίο για να αποτελέσουν τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο απροσδιόριστου αριθμού μελλοντικών συμβάσεων.

Η δομική συμβατική ανισότητα στις καταναλωτικές συμβάσεις συνοψίζεται στην έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος, αλλά και στην κατάσταση της «πληροφοριακής ασυμμετρίας», την έλλειψη δηλαδή επαρκούς γνωστικού θεμελίου. Ως πληροφοριακή ασυμμετρία νοείται ειδικότερα κάθε κατάσταση όπου, κατά την κατάρτιση μίας σύμβασης, οι πληροφορίες για περιστάσεις που είναι σημαντικές για την ίδια την κατάρτιση και το περιεχόμενο της σύμβασης εμφανίζονται ανισομερώς κατανεμημένες μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα το ένα εξ αυτών να διαθέτει τελικά πρόδηλο πληροφοριακό προβάδισμα έναντι του άλλου. Εκτός αυτού, η υπαρξιακή εξάρτηση του καταναλωτή από τα προσφερόμενα αγαθά ή υπηρεσίες, τον εξωθεί να προσχωρεί σε συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί μονομερώς από τον προμηθευτή, ιδίως όταν ο τελευταίος ασκεί μονοπώλιο. Η μοναδική εναλλακτική του καταναλωτή συνίσταται στη μη σύναψη της σύμβασης, κάτι που συνεπάγεται τον αποκλεισμό του από την απόλαυση των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η συμβατική ελευθερία του περιορίζεται στην ελευθερία προσχώρησης στην προδιατυπωμένη σύμβαση.

Ο καταναλωτής λοιπόν είναι επίσης ένα υποκείμενο δικαίου που de facto υποτάσσεται στον πρωτογενή κανόνα «take it or leave it», κατάσταση που δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, αλλά αποτελεί πλήγμα κατά αυτής. Εάν οι προδιατυπωμένοι όροι των καταναλωτικών συναλλαγών υπηρετούν αποκλειστικά συμφέροντα του προμηθευτή, παραβλέποντας τα δικαιολογημένα συμφέροντα του καταναλωτή, οδηγούμαστε όχι σε χρήση, αλλά σε κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας με αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του καταναλωτή, αφού η εκπλήρωση της σύμβασης καθίσταται για αυτόν επαχθής.

4. Η αντιμετώπιση της δομικής συμβατικής ανισότητας στην ελληνική έννομη τάξη

Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας, οικοδομώντας το δίκαιο των συμβάσεων κατά το γερμανικό πρότυπο, φαίνεται κατ’ αρχήν να στηρίζεται στο αρχέτυπο της τυπικής ισότητας των συμβαλλόμενων μερών. Από μία συστηματική προσέγγιση των διατάξεων που

Σελ. 16

συναποτελούν το γενικό ενοχικό δίκαιο και εφαρμόζονται συλλήβδην στις ενοχικές σχέσεις, προκύπτει ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει τα συμβαλλόμενα μέρη ως κατ’αρχήν νομικά ισότιμα και ικανά να πετύχουν τη δίκαιη εξίσωση των επιδιωκόμενων συμφερόντων τους με τη σύμβαση, μέσω των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και αμοιβαίων υποχωρήσεων. Το σχήμα αυτό συντελεί στην πραγμάτωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Η αποδοχή της διδασκαλίας της ουσιαστικής ορθότητας της σύμβασης οδηγεί έτσι σε μία τυπική νομιμοποίηση του περιεχομένου της σύμβασης. Ο Αστικός Κώδικας περιορίζεται στη θέσπιση κάποιων ακραίων μόνο ορίων στη συμβατική ελευθερία μέσω γενικών ρητρών, όπως οι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ που αποσκοπούν στην τήρηση των χρηστών ηθών στις συναλλαγές. Τα όρια αυτά θεωρείται πως αποτελούν το «ηθικό ελάχιστο», την τήρηση του οποίου οφείλει να εγγυάται σε κάθε περίπτωση η έννομη τάξη. Εντός των ακραίων αυτών ορίων ανοχής, η συμβατική ελευθερία αναπτύσσεται στην πλήρη μορφή της, αφού το περιεχόμενο της σύμβασης είναι δεσμευτικό και η έννομη τάξη δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει διενεργώντας έλεγχο στο περιεχόμενό της. Στον ελληνικό Αστικό Κώδικα, επομένως, απουσιάζουν κανόνες για την αντιμετώπιση καταστάσεων όπου η ανισότητα των συμβαλλομένων στη διαμόρφωση της σύμβασης παρατηρείται κατά τρόπο γενικό και μόνιμο.

Η δομική συμβατική ανισότητα, ωστόσο, έχει αποτελέσει το εφαλτήριο για τη διορθωτική ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας κατά τρόπο ώστε αυτή να εγγυάται την προστασία του διαπραγματευτικά ασθενέστερου μέρους, μέσω ενός μηχανισμού ο οποίος θα βαίνει πέραν εκείνου που επιχειρείται με βάση τις γενικές ρήτρες των άρθρων 178 και 179 Α.Κ. Το ζητούμενο πλέον δεν έγκειται απλά στην εξασφάλιση ενός «ηθικού ελαχίστου» στις συναλλαγές, αλλά της κατά το δυνατόν δικαιότερης εξίσωσης των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών.

Αυτή τη λειτουργία υποστηρίζεται ότι μπορεί συνεπέστερα και αποτελεσματικότερα να επιτελέσει η αρχή της (αντικειμενικής) καλής πίστης, όπως εξειδικεύεται στα άρθρα 288 και 281 ΑΚ. Η αρχή αυτή αναπτύσσει μία έντονη κοινωνική λειτουργία: αποδοκιμάζει πλήρως την εγωιστική συναλλακτική συμπεριφορά και την καταχρηστική άσκηση της συμβατικής ελευθερίας και κηρύσσει άκυρες τις συμβατικές ρυθμίσεις που διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του διαπραγματευτι-

Σελ. 17

κά ασθενέστερου μέρους της σύμβασης. Στα πλαίσια του δικαίου του καταναλωτή, μάλιστα, οι γενικές αυτές ρήτρες έχουν εξειδικευθεί κανονιστικά στον Ν. 2251/1994, που αποτελεί το κατεξοχήν νομικό εργαλείο δικαστικού ελέγχου της συμβατικής ελευθερίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος του περιεχομένου της σύμβασης φαίνεται να υποκαθιστά το εχέγγυο ορθότητάς της, λειτουργώντας διορθωτικά έναντι της αφηρημένης εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες όπου, κατά τεκμήριο, η διαπραγματευτική ισότητα των μερών εμφανίζεται διαταραγμένη.

Γ. Ο ρόλος της συμβατικής ελευθερίας στο εργατικό δίκαιο

Κατά τα πρώτα χρόνια του νομικού φιλελευθερισμού, η εργασία δεν διακρινόταν από τα υλικά αντικείμενα συναλλαγής. Το κλασικό αστικό δίκαιο την αντιμετώπιζε ως εμπόρευμα, το οποίο μπορούσε να εκμισθωθεί σε έναν τρίτο στο πλαίσιο της ελευθερίας των ισότιμων συναλλασσόμενων, εξ ου και η ονομασία της ως «μίσθωσης εργασίας» στο αρχικό κείμενο του Αστικού Κώδικα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο εργαζόμενος ήταν ένας εκμισθωτής που εκμίσθωνε την εργασία του, όπως ένας εκμισθωτής πράγματος που εκμισθώνει το μισθίο. Η νομική μεταχείριση της εργασίας ήταν προϊόν της εποχής όπου κυριαρχούσε μία ατομικιστική αντίληψη των συμβατικών σχέσεων.

Η διαπίστωση της εγγενούς υπαρξιακής εξάρτησης του εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης οδήγησε σε μία νέα αντίληψη της εργασίας, η οποία αποστασιοποιήθηκε από παραδοσιακούς όρους του αστικού δικαίου. Το εργατικό δίκαιο αυτονομήθηκε και αναδείχθηκε ως ειδικό δίκαιο της προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου μέρους της σύμβασης εργασίας, δηλ. του εργαζομένου, ο οποίος μέχρι τότε αγνοείτο από το δίκαιο. Σε μία εκδήλωση της ιδέας της justitia correctiva, ο νομοθέτης πλέον θεσπίζει ένα πλήθος ειδικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, επιδιώκοντας την αποκατάσταση της δομικής συμβατικής ανισότητας των μερών της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Μέσω του νομοθετικού αυτού πλαισίου παράγονται οι δίκαιοι όροι εργασίας, οι οποίοι έχουν συνταγματική αναγωγή και συνδέονται με το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου (2 παρ. 1 Σ) και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του εργαζομένου. Οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν περιορισμούς και καθορίζουν

Σελ. 18

κατά τρόπο δεσμευτικό για τα μέρη τι θα ισχύει ως περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας, αλλά και αντίστοιχα τι απαγορεύεται να αποτελέσει όρο της σύμβασης. Εύστοχα λοιπόν το εργατικό δίκαιο έχει χαρακτηριστεί ως το κατεξοχήν κοινωνικό δίκαιο, αφού αποτελεί τον πιο ευαίσθητο κοινωνικά κλάδο του ιδιωτικού δικαίου, θέτοντας στο επίκεντρό του μία σύμβαση η οποία έχει επιπτώσεις όχι μόνο στη ζωή των εργαζομένων, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία. Αποτελεί έναν κλάδο όπου ο κανόνας είναι το αναγκαστικό δίκαιο και όχι το ενδοτικό. Στόχος είναι η θέσπιση ενός minimum προστασίας υπέρ του εργαζομένου.

Θεσμό εξέχουσας σημασίας στο εργατικό δίκαιο και βασική πηγή δίκαιων όρων εργασίας αποτελεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη συλλογική αυτονομία (άρθρο 22 παρ. 2 Σ), η οποία συνιστά αντιπρόταση της ιδιωτικής αυτονομίας. Η νομική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων να ρυθμίζουν, χωρίς παρεμβάσεις τρίτων, με συλλογικές συμβάσεις εργασίας τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μισθωτών, όπως και τις μεταξύ τους σχέσεις αντιπαρατίθεται στην ιδιωτική αυτονομία και στην κρατική κανονιστική αρμοδιότητα. Η συλλογική αυτονομία μεταφέρει τη ρύθμιση των ατομικών σχέσεων εργασίας από το επίπεδο εργοδότη και εργαζομένου σε συλλογικό επίπεδο. Η υφιστάμενη σε ατομικό επίπεδο διαπραγματευτική ανισότητα των μερών της ατομικής σύμβασης εργασίας αποκαθίσταται σε συλλογικό πλέον επίπεδο, μέσω της μαζικής συσπείρωσης και της συλλογικής διεκδίκησης. Η συλλογική αυτονομία διαδραματίζει λοιπόν καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση της δομικής συμβατικής ανισότητας της ατομικής σύμβασης εργασίας και τείνει αποτελεσματικότερα στην ουσιαστικοποίηση της ιδέας του αυτοπροσδιορισμού της κλασικής θεωρίας της ιδιωτικής αυτονομίας σε τομείς του συναλλακτικού βίου όπου η ελευθερία και η ισότητα αποτελούν πλάσματα δικαίου. Για τους παραπάνω λόγους, η συλλογική αυτονομία έχει χαρακτηριστεί και ως «συλλογική ιδιωτική αυτονομία», αφού η αυτοδύναμη προστασία των εργασιακών συμφερόντων σε συλλογικό επίπεδο είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκταση της ιδιωτικής αυτονομίας σε άλλο επίπεδο και με άλλα μέσα.

Η αυτοτέλεια όμως των επιμέρους κλάδων του δικαίου είναι σχετική, γιατί η έννομη τάξη έχει και πρέπει να έχει ενότητα. Η ιδιότυπη δυναμική που αναπτύσσει το εργα-

Σελ. 19

τικό δίκαιο δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι αρχές και οι μηχανισμοί του έχουν αποκοπεί από το αστικό δίκαιο. Αντίθετα, το εργατικό δίκαιο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο νομικό πλαίσιο από το οποίο επηρεάζεται, αλλά και το επηρεάζει.

Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων διαπνέει ολόκληρο το σύστημα του ιδιωτικού δικαίου και το εργατικό δίκαιο δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ενοχικής φύσεως σύμβαση εξακολουθεί να είναι το βασικό εργαλείο για τη συμμετοχή των υποκειμένων του δικαίου στην ιδιωτική έννομη τάξη. Όπως όλοι οι αυτοτελείς κλάδοι του ιδιωτικού δικαίου, έτσι και το εργατικό δίκαιο εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου των συμβάσεων, με αποτέλεσμα η ατομική σύμβαση εργασίας να διατηρεί την αξία της ως παράγοντας διαμόρφωσης των όρων εργασίας, ακόμη και εντός ενός αυστηρού προστατευτικού νομικού πλαισίου. Τα μέρη της μπορούν καταρχήν ελεύθερα να συμφωνήσουν τυχόν δικαιώματα και υποχρεώσεις που θα αφορούν στο σύνολο της εργασιακής σχέσης. Εκδηλώσεις της συμβατικής ελευθερίας στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αποτελούν λ.χ. η επιλογή του εργοδότη, του είδους της εργασίας και, ως ένα βαθμό, του περιεχομένου της σύμβασης.

Εύστοχα έχει υποστηριχθεί, ωστόσο, ότι το αστικό δίκαιο, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της σύμβασης, καταλήγει να εξυπηρετεί λειτουργικά την επιχειρηματική ελευθερία και να νομιμοποιεί καταστάσεις εργασιακής εκμετάλλευσης. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει και ο Α. Καζάκος, η ιδεολογία του Αστικού Κώδικα «εξυπηρετεί λειτουργικά τη συγκάλυψη του καταναγκασμού και την εκμαίευση της συναίνεσης των εξουσιαζόμενων». Παρά λοιπόν την επί της αρχής ένταξη του εργατικού δικαίου στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου των συμβάσεων, δεν θα πρέπει να λησμονούνται οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει στο πλαίσιο της ιδιωτικής έννομης τάξης. Η ατομική σύμβαση εργασίας αποτελεί μία διαρκή σύμβαση με έντονα προσωπικά στοιχεία, που καλλιεργεί μία σχέση υπεροχής και υποταγής μεταξύ δομικά άνισων συμβαλλομένων και είναι νομικά υποτελής στη συλλογική σύμβαση εργασίας. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αποβαίνουν τελικά καθοριστικές στο συσχετισμό του εργατικού με το αστικό δίκαιο.

Σελ. 20

Άλλωστε, το σύγχρονο μοντέλο της ατομικής σύμβασης εργασίας απέχει πλέον σημαντικά από την αρχική αντίληψη της ως ενός μέσου αυτόνομης δέσμευσης δύο ισότιμων συμβαλλομένων. Η αδυναμία της συμβατικής ελευθερίας να εγγυηθεί την ικανότητα του εργαζομένου να διαπραγματεύεται ισότιμα τους όρους εργασίας με τον εργοδότη και να διεκδικεί την ικανοποίηση των συμφερόντων του έχει οδηγήσει σε μία εύλογη δυσπιστία της έννομης τάξης απέναντι στη συμβατική ελευθερία γενικά και στα αποτελέσματα της σύμβασης εργασίας ειδικότερα. Οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση εργασίας παρουσιάζει τελικά ένα ιδιαίτερα περιορισμένο πεδίο ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της, καθότι λειτουργεί σε έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ συμφωνημένων ρυθμίσεων και επιβεβλημένων κανόνων αναγκαστικού δικαίου που καθορίζουν δεσμευτικά για τα μέρη τη ροή της εργασιακής σχέσης.

Αντίθετα, η αρχή της αυτονομίας της βούλησης αναπτύσσει την πλήρη ισχύ της όταν τα μέρη της σύμβασης εργασίας συμφωνούν ευνοϊκότερους όρους εργασίας σε σχέση με τα κατώτατα προστατευτικά όρια που θέτει το (μονομερώς) αναγκαστικό δίκαιο. Ένας περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας που θα έβαινε πέραν της προστασίας των συμφερόντων του εργαζομένου, θα έβαλε κατά του πυρήνα της συνταγματικά προστατευόμενης συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 5 Σ). Η δυνατότητα ευνοϊκότερης ρύθμισης των όρων εργασίας αναπτύσσεται χάριν στη θεμελιώδη αρχή του εργατικού δικαίου, την αρχή της εύνοιας.

Το εργατικό δίκαιο, επομένως, χαρακτηρίζεται από έναν διπλό μηχανισμό. Αφενός παρουσιάζει μία έντονη τάση εξασθένισης της αρχής της συμβατικής ελευθερίας και της ιδιωτικής αυτονομίας. Ο «ιμπεριαλισμός» της σύμβασης περιορίζεται μέσω δεσμευτικών κανόνων που θέτουν κατώτατα όρια προστασίας και αφορούν τόσο στη σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όσο και στη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Απόκλιση από αυτά γίνεται ανεκτή μόνο εφόσον βελτιώνει τη θέση του εργαζομένου. Αφετέρου απονέμει στους κατ’ ιδίαν εργαζομένους συλλογικά δικαιώματα τα οποία αναβαθμίζουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη σε συλλογικό επίπεδο, αποκαθιστώντας την εγγενή διαπραγματευτική ανισότητα που παρατηρείται στο ατομικό επίπεδο.

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Οι αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων αποτελούν τα θεμέλια του κλασικού δικαίου των συμβάσεων και εξοπλίζουν τα υποκείμενα του δικαίου με την ευχέρεια του αυτόνομου συγκαθορισμού των εννόμων σχέσεων τους.

Back to Top