ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Μια νομική ανάλυση

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.3€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 32,30 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18778
Αμανιός Ε., Αυγητίδης Κ., Κουτσογιαννάκη Ε., Κριαρή Α., Μπάμνιος Ι., Παπαδόπουλος Δ.
Αντωνόπουλος Κ.
Πεφτίνας Α.
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνόπουλος Κ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 280
  • ISBN: 978-618-08-0026-5

Οι θαλάσσιες διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία είχαν ανέκαθεν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον ελληνικό λαό. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών αναζωπύρωσαν σημαντικά τη συζήτηση και την επανάφεραν στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Μολονότι οι ποικίλες πολιτικές, στρατηγικές και άλλες προσεγγίσεις φωτίζουν διαφορετικές διαστάσεις αυτών των ζητημάτων, τείνουν να συγχέουν ή να παραγνωρίζουν την αφετηριακή τους νομική διάσταση. Στόχος της ανά χείρας μελέτης είναι να αποδώσει μια σύντομη αλλά ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη νομική προσέγγιση

Στη μελέτη δίνονται απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με: 

  • Το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα
  • Το καθεστώς του εναέριου χώρου και των παραβιάσεών του
  • Τις αιτιάσεις αποστρατιωτικοποίησης σειράς νήσων από την Τουρκία
  • Τη θεωρία περί ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο
  • Την ανακήρυξη και οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ
  • Τα δικαιώματα και τις προκλήσεις από τη χάραξη της ελληνικής υφαλοκρηπίδας 
  • Την επήρεια των νήσων σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα και την περίπτωση του συμπλέγματος Καστελόριζου. 

 

Το βιβλίο, προσφέροντας μια ολόπλευρη και τεκμηριωμένη σύνοψη του θέματος, απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη που επιθυμεί να παρακολουθήσει με απλό αλλά νομικά ακριβή τρόπο τη σύγχρονη σχετική συζήτηση των Ελληνοτουρκικών διαφορών.

Περιεχόμενα

Πρόλογος V

Διεύθυνση και Επιμέλεια VII

Συνεργάτες του Έργου IX

Συντομογραφίες και Αρκτικόλεξα XI

Εισαγωγή 1

Μέρος Α

Αιγιαλίτιδα Ζώνη 7

Κεφάλαιο Ι. Ιστορική Εξέλιξη και Νομικό Καθεστώς

1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού 9

α. Η Σύμβαση για την αιγιαλίτιδα και τη συνορεύουσα ζώνη (1958) 11

β. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) 13

γ. Το εθιμικό Διεθνές Δίκαιο που διέπει την αιγιαλίτιδα ζώνη 15

2. Νομική φύση και καθεστώς 20

α. Εδαφική κυριαρχία 22

β. Το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης 23

γ. Δικαιοδοσία σε ξένα πλοία 28

Κεφάλαιο ΙΙ. Οριοθέτηση Αιγιαλίτιδας Ζώνης

1. Γραμμές βάσης 31

α. Κανονικές γραμμές βάσης 32

β. Ευθείες γραμμές βάσης 33

γ. Ελληνικές και τουρκικές γραμμές βάσης 36

δ. Ευθείες αρχιπελαγικές γραμμές βάσης και Ελλάδα 39

2. Κανόνες και πρακτικές οριοθέτησης 40

α. Το άρθρο 15 ΣΔΘ 40

β. Γραμμή ίσης απόστασης και ειδικές περιστάσεις 41

γ. Αρχή ευθυδικίας και σχετικές περιστάσεις 45

δ. Η αιγιαλίτιδα ζώνη στα νησιά 48

3. Ζητήματα επέκτασης ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης 49

α. Ισχύον καθεστώς 49

β. Δυνατότητα επέκτασης 50

γ. Πιθανά προβλήματα στη διεθνή ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο από τη δυνητική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ν. μ. 51

4. Τα επιχειρήματα της Τουρκίας 53

α. Γιατί αρνείται η Τουρκία την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας
στα 12 ν. μ. με βάση το διεθνές δίκαιο; 53

β. Είναι νομικά βάσιμα τα επιχειρήματα της Τουρκίας ως προς την επέκταση
της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν. μ.; 54

γ. Η ελληνική επέκταση ως casus belli 56

δ. Ειδικές περιστάσεις του Αιγαίου 57

ε. Κατάχρηση δικαιώματος 60

στ. Συμπεράσματα 60

5. Εναέριος χώρος 61

α. Ισχύον καθεστώς 61

β. Τουρκικές αντιδράσεις 61

γ. Ελληνικά επιχειρήματα 62

δ. FIR Αθηνών 64

ε. Συμπεράσματα 65

Κεφάλαιο IΙΙ. Καθεστώς ελληνικών νήσων

1. Η θεωρία «γκρίζων ζωνών» 67

α. Οι τουρκικές θέσεις 67

β. Ελληνικές θέσεις και αντίκρουση 69

γ. Αποτίμηση 69

2. Η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου 70

α. Οι θέσεις των δύο κρατών 70

β. Το νομικό καθεστώς της στρατιωτικοποίησης ή μη των ελληνικών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου 73

i. Το καθεστώς των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης 73

ii. Το καθεστώς των νήσων Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας 75

iii. Το νομικό καθεστώς των νήσων τού Νοτιοανατολικού Αιγαίου (Δωδεκάνησα) 75

γ. Ο ισχυρισμός της Ελλάδας περί άσκησης του δικαιώματος νόμιμης άμυνας 76

δ. Αποστρατιωτικοποίηση και αμφισβήτηση κυριαρχίας 82

ε. Αποτίμηση και συμπεράσματα 84

Καταληκτικές Παρατηρήσεις 86

Μέρος Β

Συνορεύουσα Ζώνη 87

Κεφάλαιο Ι. Ιστορική Εξέλιξη και Νομικό Καθεστώς

1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού 89

α. Η Σύμβαση για την αιγιαλίτιδα και τη συνορεύουσα ζώνη (1958) 90

β. Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) 91

2. Νομική φύση και δικαιώματα 94

α. Νομική φύση και καθεστώς 94

β. Δικαιώματα επί της συνορεύουσας ζώνης 95

Καταληκτικές Παρατηρήσεις 98

Μέρος Γ

Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 99

Κεφάλαιο Ι. Ιστορική Εξέλιξη και Νομικό Καθεστώς

1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού 101

α. Η ιστορική διαμόρφωση της ΑΟΖ 101

β. Ιστορία του θεσμού στην Ελλάδα και σύγκριση αλιευτικής ζώνης με ΑΟΖ 102

2. Νομική φύση και καθεστώς της ΑΟΖ 103

α. Κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην ΑΟΖ 104

β. Η δικαιοδοσία ως αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους 106

i. Τοποθέτηση και κατασκευή τεχνητών νησιών και εγκαταστάσεων 108

ii. Ζώνες ασφαλείας και το καθεστώς διάσωσης στο Αιγαίο 108

γ. Θαλάσσια επιστημονική έρευνα και προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος 109

3. Δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων κρατών στην ΑΟΖ 111

α. Δικαιώματα των τρίτων κρατών 111

β. Υποχρεώσεις τρίτων κρατών 114

Κεφάλαιο IΙ. Ανακήρυξη και Οριοθέτηση της ΑΟΖ

1. Ανακήρυξη AOZ - Ενσωμάτωση διατάξεων ΣΔΘ στην ελληνική έννομη τάξη 117

2. Γενικά: Οριοθέτηση ΑΟΖ 119

α. Πώς γίνεται η οριοθέτηση; 119

β. Η χάραξη του ενιαίου θαλάσσιου συνόρου 124

γ. Ευθυδικία ή μέση γραμμή για την ΑΟΖ; 126

3. Η επίλυση των διαφορών στην περίπτωση αδυναμίας οριοθέτησης
της ΑΟΖ 129

4. Ειδικά: Οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας των νήσων 130

α. Η έννοια της «επήρειας» των νήσων 130

β. Η διεθνής νομολογία: Πριν τη θέση της ΣΔΘ σε ισχύ 132

i. Η υπόθεση της Οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας της Μάγχης (1977) 133

ii. Η υπόθεση της Οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης (1984) 134

iii. Η υπόθεση της Οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας (1985) 136

iv. Η υπόθεση της Οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών των νήσων
Saint Pierre και Miquelon (1992) 138

v. Η υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης στην Περιοχή
μεταξύ Γροιλανδίας και Jan Mayen (1993) 140

γ. Η διεθνής νομολογία: Μετά τη θέση της ΣΔΘ σε ισχύ 142

i. Η υπόθεση της Εδαφικής Κυριαρχίας και Θαλάσσιας Οριοθέτησης
στην Ερυθρά Θάλασσα μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης (1999) 142

ii. Η υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης και Εδαφικών Ζητημάτων
μεταξύ του Κατάρ και του Μπαχρέιν (2001) 143

iii. Η υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης στη Μαύρη Θάλασσα (2009). 145

iv. Η Υπόθεση για την οριοθέτηση θαλασσίου συνόρου
μεταξύ Μπαγκλαντές και Μυανμάρ στον Κόλπο της Βεγγάλης (2012) 153

v. Η υπόθεση της Εδαφικής Διαφοράς και Θαλάσσιας Οριοθέτησης
μεταξύ Νικαράγουας και Κολομβίας (2012) 156

vi. Η υπόθεση ανάμεσα στην Ινδία και το Μπαγκλαντές (2014) 158

vii. Η υπόθεση οριοθέτησης μεταξύ Κόστα Ρίκα και Νικαράγουας (2018) 160

5. Η οριοθέτηση της Ελλάδας και η επήρεια των νήσων 162

α. Οι συμφωνίες οριοθέτησης της Ελλάδας 162

β. Η περίπτωση του Καστελόριζου 166

6. Αποτίμηση του δικαίου της οριοθέτησης 170

Κεφάλαιο ΙΙΙ. Η Ελληνική ΑΟΖ και οι Προοπτικές της

1. Οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας 175

2. Η σημασία της ΑΟΖ για την Ελλάδα και η συμφωνία EastMed 184

3. Η προοπτική ανακήρυξης μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής ΑΟΖ 188

Καταληκτικές Παρατηρήσεις 191

Μέρος Δ

Υφαλοκρηπίδα 193

Κεφάλαιο Ι. Ιστορική Εξέλιξη, Νομικό Καθεστώς Και Σημασία

1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού 195

α. Ο διαχωρισμός γεωλογικής και νομικής έννοιας του θεσμού 195

β. Ιστορική διαμόρφωση της νομικής έννοιας της υφαλοκρηπίδας 196

γ. Η ιστορική εξέλιξη της υφαλοκρηπίδας στην Ελλάδα 202

2. Νομική φύση και καθεστώς υφαλοκρηπίδας 207

α. Η ΣΔΘ 207

β. Το εθνικό δίκαιο 209

3. Τα δικαιώματα των κρατών στην υφαλοκρηπίδα 213

α. Δικαιώματα του παράκτιου κράτους και εθιμικό δίκαιο 213

β. Δικαιώματα τρίτων κρατών στην υφαλοκρηπίδα 216

γ. Σύγκριση ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας 218

4. Οικονομική, πολιτική και γεωστρατηγική σημασία για την Ελλάδα 221

Κεφάλαιο IΙ. Η Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και η Ελληνοτουρκική Διαφορά

1. Οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας 225

α. Βασικά στοιχεία οριοθέτησης 225

β. Αναδρομή της σχετικής νομολογίας 227

2. Η ελληνοτουρκική διαφορά της υφαλοκρηπίδας 230

α. Ιστορική Αναδρομή 230

β. Οι θέσεις της Ελλάδας 235

γ. Οι θέσεις της Τουρκίας 236

Καταληκτικές Παρατηρήσεις 238

Αποτίμηση 241

Βιβλιογραφία 243

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 2 61

1

Εισαγωγή

Αφετηρία και στόχος της μελέτης

Οι θαλάσσιες διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία είχαν ανέκαθεν μια ξεχωριστή θέση στο κοινό ενδιαφέρον του ελληνικού λαού. Ζητήματα κυριαρχίας, κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων επί των θαλάσσιων ζωνών αντιμετωπίζονται εύλογα ως εθνικά θέματα των οποίων η εμβέλεια δεν περιορίζεται στη νομική τους διάσταση, αλλά διευρύνεται στα πεδία της γεωστρατηγικής, της πολιτικής και της οικονομίας. Η διεύρυνση αυτή κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητη είναι, καθώς το περιεχόμενο αυτών των δικαιωμάτων μπορεί να λειτουργήσει πολυδιάστατα και να αναβαθμίσει (ή υποβαθμίσει) τη σημασία μιας χώρας. Είναι, επομένως, καθόλα ευνόητο τα ζητήματα αυτά να ελκύουν το ενδιαφέρον από αναλυτές διαφορετικού υποβάθρου, όπου ο καθένας προσπαθεί να υπερτονίσει τη σημασία και τον αντίκτυπο των ζητημάτων αυτών από τη δική του προσέγγιση. Μολονότι η συζήτηση που κατ’ αυτόν τον τρόπο εκτυλίσσεται είναι θεμιτή, συχνά οδηγεί σε σύγχυση μεταξύ της νομικής προσέγγισης και των άλλων προσεγγίσεων. Η αντίληψή μας είναι ότι ο παράλληλος αυτός διάλογος έχει ως ένα βαθμό θολώσει τη νομική διάσταση στην κοινή γνώμη, κατά τρόπο ώστε να μην είναι πλέον ξεκάθαρος ο βαθμός στον οποίο το Διεθνές Δίκαιο είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται, αλλά και ποιες είναι οι απαντήσεις αυτές.

Στόχος της ανά χείρας μελέτης είναι να συμβάλει στην εναργέστερη κατανόηση των ζητημάτων κατ’ αρχήν επί της νομικής τους βάσης. Απευθύνεται αφενός στον μη-νομικό, που επιθυμεί να παρακολουθήσει με απλό αλλά νομικά ακριβή τρόπο τη σύγχρονη σχετική συζήτηση που άπτεται των ζητημάτων των ελληνοτουρκικών (θαλάσσιων) διαφορών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου στον νομικό που αποζητά μια εμπεριστατωμένη και ολόπλευρη σύνοψη του θέματος. Στόχος της μελέτης δεν είναι να υποστηρίξει οπωσδήποτε την ελληνική επιχειρηματολογία έναντι της Τουρκικής, αλλά ούτε και να παρουσιάσει και την κάθε πλευρά κατά τρόπο δημοσιογραφικό, δίχως να λαμβάνει θέση και να αναλύει τη βασιμότητα των αξιώσεων που προβάλλονται. Αντιθέτως, η στόχευση ήταν να αποδοθεί μια κατά το δυνατόν αμερόληπτη προσέγγιση, ούτως ώστε να είναι σε θέση ο αναγνώστης να αντιληφθεί και την εκτιμώμενη αντιμετώπιση που θα είχε περί τον ζητημάτων αυτών ένα υποθετικό δικαιοδοτικό όργανο που θα επιλαμβανόταν της υπόθεσης.

Τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η συγγραφή ενός επιστημονικού έργου κατά τρόπο προσιτό στο μη ειδικό κοινό συνιστά πάντοτε μια πρόκληση. Όλες οι νομικές έννοιες που εισάγονται στη μελέτη εξηγούνται κατά

2

όσο το δυνατόν μη τεχνικό τρόπο. Για την κατανόηση όμως του γενικότερου νομικού και δικανικού πλαισίου, είναι απαραίτητες τρεις προκαταρκτικές σημειώσεις.

Πρώτον, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός ο διαχωρισμός μεταξύ του Δικαίου της Θάλασσας και της Σύμβασης του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΣΔΘ). Με τον όρο Δίκαιο της Θάλασσας αναφερόμαστε σε όλους τους κανόνες δικαίου που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών στις θαλάσσιες ζώνες. Το μεγαλύτερο μέρος των κανόνων αυτών παρέχεται σήμερα από τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, που υπογράφηκε το 1982, τέθηκε σε ισχύ το 1994 και αριθμεί σήμερα 168 κράτη. Εκεί συναντούμε διατάξεις που ορίζουν τα όσα ισχύουν σήμερα για την ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα την αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα ζώνη και τα όσα σχετίζονται με αυτές. Το Διεθνές Δίκαιο όμως, και άρα και το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι από τη μια του πλευρά δίκαιο συμβατικό, δηλαδή τα κράτη αντλούν δικαιώματα και υποχρεώσεις με βάση τις συμβάσεις που υπογράφουν με άλλα κράτη. Κράτος που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε μια σύμβαση κατ’ αρχήν δεν αντλεί ούτε δικαιώματα αλλά ούτε και υποχρεώσεις από αυτήν τη σύμβαση. Κατ’ εξαίρεση, ένα κράτος μπορεί να δεσμεύεται από μια σύμβαση, αν κάποιες ή όλες από τις διατάξεις της έχουν καταστεί «διεθνές έθιμο», δηλαδή μια συνεπής και γενικευμένη πρακτική των κρατών που τα ίδια τα κράτη αναγνωρίζουν ως ένα κανόνα διεθνούς δικαίου. Αν ένας κανόνας αναγνωρίζεται ως εθιμικός, τότε δεσμεύει όλα τα κράτη, ανεξαρτήτως του αν μετέχουν ή όχι στην πρακτική ή αν έχουν υπογράψει κάποια σύμβαση, με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις που θα αναφερθούν στη μελέτη.

Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επομένως, μεγάλο μέρος της συζήτησης μετατοπίζεται στο ερώτημα του κατά πόσο η Σύμβαση αντανακλά κανόνες του εθιμικού δικαίου, καθώς μόνο έτσι μπορεί να γίνει λόγος για δέσμευση της Τουρκίας. Κάποιοι κανόνες που ίσχυαν και πριν τη σύμβαση γνωρίζουμε ότι έχουν εθιμική ισχύ, γιατί η Σύμβαση απλώς τους κωδικοποίησε. Άλλοι προϋπήρχαν μεν της σύμβασης αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, και άλλοι, τέλος, εισήχθησαν για πρώτη φορά με τη Σύμβαση. Σημαντικό προαπαιτούμενο για να κατανοήσουμε τις αιτιάσεις της Τουρκίας είναι να έχουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία επικαλείται ότι δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις της Σύμβασης και άρα δεν οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες που ορίζουν την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), κ.ο.κ. Κατά πόσο τέτοιοι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι αναλύεται στην παρούσα έρευνα.

Δεύτερον, είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας ότι οι διαφορές μας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο δεν αφορούν όλες μόνο το Δίκαιο της Θάλασσας. Ζητήματα όπως αυτά της αποστρατιωτικοποίησης, της άμυνας από επικείμενη επίθεση αλλά και της κυριαρχίας επί νήσων είναι θέματα που άπτονται πρωτίστως το Δίκαιο των Συνθηκών, το Δίκαιο Χρήσης Βίας αλλά και θέματα ευρύτερου Διεθνούς Δικαίου. Η έρευνα εστιάζει στο Δίκαιο της Θάλασσας, και η ύλη έχει κατανεμηθεί με βάση τις θαλάσσιες ζώνες με την οποία κάθε δι

3

αφορά σχετίζεται, ωστόσο δεν θα ήταν πλήρης η έρευνα αν δεν αναλύονταν και τα όσα ζητήματα εκφεύγουν το Δίκαιο της Θάλασσας αλλά τίθενται παρεμπιπτόντως.

Τρίτον, οι θέσεις που αναπτύσσονται στην έρευνα αφορούν τα ισχύοντα με βάση το Διεθνές Δίκαιο, αυτές δηλαδή που εκτιμώνται ως οι ορθότερες ερμηνείες των σχετικών κανόνων και που αναμένονται να είναι αυτές που θα υιοθετούσε το Διεθνές Δικαστήριο ή κάποιο άλλο δικαιοδοτικό όργανο που θα εξέταζε τις διαφορές αυτές. Αν αυτές είναι πολιτικά σκόπιμες ή εφικτές, ποιες είναι οι γεωστρατηγικές τους επεκτάσεις και αν οι διεθνείς συγκυρίες τις καθιστούν περισσότερο ή λιγότερο πραγματοποιήσιμες, είναι μια ξεχωριστή συζήτηση στην οποία μόνο παρεμπιπτόντως γίνεται αναφορά στην έρευνα. Επίσης, το Διεθνές Δίκαιο έχει κάποιες ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με το εσωτερικό δίκαιο: δεν είναι κατά τον ίδιο τρόπο εξαναγκαστό. Δεν υπάρχει μια κεντρική άσκηση εκτελεστικής εξουσίας, μια «διεθνής αστυνομία» ικανή να επιβάλει τους κανόνες, ούτε υφίσταται υποχρεωτική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Η προσφυγή σε ένα δικαιοδοτικό όργανο, ένα δικαστήριο, γίνεται μόνο κατόπιν αποδοχής της δικαιοδοσίας του από το ίδιο το κυρίαρχο κράτος. Διαφορετικά, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων, ακόμη και αν αυτή αποκλίνει περισσότερο ή λιγότερο από τα όσα ορίζει το διεθνές δίκαιο, είναι καθόλα εφικτή. Αυτή, άλλωστε, είναι κάποιες φορές και η στάση της Τουρκίας, που υποστηρίζει ότι οι διαφορές με την Ελλάδα πρέπει να επιλυθούν μέσω διμερών διαπραγματεύσεων για την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος, παρά μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο.

Μεθοδολογικά στοιχεία

Η μελέτη ακολουθεί τετραμερή διάκριση που αντιστοιχεί στις θαλάσσιες ζώνες που προβλέπονται στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών. Στα κεφάλαια του κάθε μέρους καλύπτεται αρχικά η ιστορική διάσταση της θαλάσσιας ζώνης και η εξέλιξή της στο Διεθνές Δίκαιο. Εν συνεχεία, αναλύεται σε επίπεδο αφηρημένο το νομικό της περιεχόμενο, ήτοι τα σχετικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αντλούνται από το ευρύτερο Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή τόσο εθιμικό όσο και το συμβατικό δίκαιο. Έπειτα από αυτήν την ανάπτυξη, αλλά ενίοτε και παρεμπιπτόντως αυτής, επιχειρείται η εξειδικευμένη προσέγγιση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων που άπτονται κάθε φορά την υπό συζήτηση θαλάσσια ζώνη. Η συσχέτιση βέβαια μεταξύ θαλάσσιας ζώνης και διαφοράς δεν είναι πάντοτε νομικά ακριβής αλλά γίνεται και με γνώμονα τη διευκόλυνση της κατάταξης της ύλης των ζητημάτων στην πλησιέστερη θαλάσσια ζώνη. Έτσι, επί παραδείγματι, μολονότι η θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» που επικαλείται η Τουρκία συνιστά αμφισβήτηση επί το καθεστώς κυριαρχίας των σχετικών νήσων, εντούτοις αναπτύσσεται στο πρώτο μέρος που αφορά την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, καθώς αφορά ζητήματα κυριαρχίας και επειδή είναι στο γενικότερο πλαίσιο αυτής της συζήτησης στο οποίο προβάλλεται η σχετική επιχειρηματολογία.

4

Αναφορικά με τη βιβλιογραφική μεθοδολογία που ακολουθείται, οι παραπομπές παρατίθενται σε συντετμημένη μορφή σε υποσημειώσεις επί του κυρίους κειμένου, ενώ οι πηγές παρατίθενται αναλυτικά σε βιβλιογραφικό κατάλογο στο τέλος της μελέτης. Η βιβλιογραφία ταξινομείται με βάση τη μορφή στην οποία δημοσιεύτηκε η πηγή. Έτσι, οι πηγές χωρίζονται σε εγχειρίδια/μονογραφίες, επιστημονικά περιοδικά, δικαστικές/διαιτητικές αποφάσεις, ιστοσελίδες (τύπο-λοιπές), διεθνείς συνθήκες, νομοθεσία και έγγραφα των Ηνωμένων Εθνών. Οι κατηγορίες αυτές διακρίνονται περαιτέρω σε ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες πηγές.

Δομή

Η μελέτη χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, που αντιστοιχούν στις τέσσερις θαλάσσιες ζώνες, ήτοι την αιγιαλίτιδα ζώνη, τη συνορεύουσα ζώνη, την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.

Στο πρώτο μέρος γίνεται αρχικά με το πρώτο κεφάλαιο μια σύντομη ιστορική αναδρομή της εξέλιξης του θεσμού της αιγιαλίτιδας ζώνης από τη Σύμβαση για την Αιγιαλίτιδα και τη Συνορεύουσα Ζώνη του 1958, τη θέση σε ισχύ της ΣΔΘ το 1982 και την εξέλιξή της έκτοτε έως και σήμερα, και αναπτύσσονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις επ’ αυτής τόσο του παράκτιου όσο και των τρίτων κρατών. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο προσεγγίζονται, πρώτα σε γενικό επίπεδο και έπειτα στο ελληνοτουρκικό επίπεδο, τα καίρια ζητήματα της οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης, όπου αναλύονται ένα προς ένα νομικά τα επιχειρήματα της κάθε χώρας. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται οι επίκαιροι ισχυρισμοί της Τουρκίας περί ύπαρξης «γκρίζων ζωνών», καθώς και περί αποστρατικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Το δεύτερο μέρος άπτεται της συνορεύουσας ζώνης, η οποία καθώς δεν απασχόλησε στις ελληνοτουρκικές διαφορές έχει και τη συντομότερη ανάπτυξη στη μελέτη. Σκιαγραφείται η ιστορική της εξέλιξη και το νομικό της καθεστώς, μέσα από το οποίο αντλούνται εν μέρει συμπεράσματα για τον παραγκωνισμό της εν συγκρίσει με τις λοιπές θαλάσσιες ζώνες.

Το τρίτο μέρος πραγματεύεται το πολυσυζητημένο για τα ελληνικά δεδομένα θέμα της ΑΟΖ. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η ιστορική εξέλιξη και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απολαμβάνουν και δεσμεύουν τα κράτη επί της ΑΟΖ, που λόγω της μεγάλης οικονομικής τους αξίας γίνεται φανερή η σημασία της. Στο δεύτερο κεφάλαιο προσεγγίζεται το πολύπλοκο νομικό ζήτημα της ανακήρυξης και οριοθέτησης της ΑΟΖ (και εν ταυτώ και της υφαλοκρηπίδας), με ιδιαίτερη αναφορά στη διεθνή νομολογία για τον τρόπο οριοθέτησης σε περίπτωση ύπαρξης νήσων. Αναλύονται έτσι οι ελληνικές πτυχές του ζητήματος, με ειδική αναφορά στην περίπτωση του Καστελόριζου. Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο συζητείται η σημασία και οι προοπτικές από την ανακήρυξη και οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ.

5

Το τέταρτο μέρος προσεγγίζει το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Το πρώτο κεφάλαιο ακολουθεί τη μεθοδολογική προσέγγιση των υπολοίπων ξεκαθαρίζοντας πρώτα την ιστορική εξέλιξη και το νομικό καθεστώς της υφαλοκρηπίδας, διακρίνοντας τη νομική από τη γεωλογική έννοια και συγκρίνοντας την υφαλοκρηπίδα από την ΑΟΖ. Τα ζητήματα της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας είναι κοινά, και ως εκ τούτου δεν επαναλαμβάνεται η ανάπτυξη που έχει ήδη γίνει στο σχετικό κεφάλαιο της ΑΟΖ. Αντ΄ αυτού, στο δεύτερο κεφάλαιο ανακεφαλαιώνονται τα όσα ισχύουν ιδιαίτερα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ειδικότερα προσεγγίζονται νομικά οι θέσεις που διατυπώνονται από τις δύο χώρες ως προς τα δικαιώματα και την οριοθέτησή τους.

Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια σύντομη αποτίμηση της σημασίας της νομικής ανάλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών που ερευνήθηκαν στο παρόν έργο, και ακολουθεί η αναλυτική βιβλιογραφία.

Ευχαριστίες

Με το παρόν έργο συνεχίζεται η δραστήρια παραγωγή επιστημονικού έργου του Εργαστηρίου Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων «Κρατερός Ιωάννου» του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ιδιαίτερες ευχαριστίες πρέπει να αποδοθούν στον Διευθυντή του Εργαστηρίου και Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, με τις πρωτοβουλίες και τη στήριξη του οποίου καθίσταται η παρούσα έκδοση εφικτή.

Αθανάσιος Πεφτίνας
Υποψήφιος Διδάκτωρ Νομικής,
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Παρατηρήσεις και προτάσεις για την έρευνα είναι ευπρόσδεκτες στη διεύθυνση athanasios.peftinas@gmail.com

6

7

Μέρος Α

Αιγιαλίτιδα Ζώνη

9

Κεφάλαιο Ι. Ιστορική Εξέλιξη και Νομικό Καθεστώς

1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού

Το ζήτημα μιας θαλάσσιας ζώνης επί της οποίας το παράκτιο κράτος θα ασκούσε όλα τα κυριαρχικά του δικαιώματα απασχόλησε αρκετά νωρίς τα κράτη και για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε στην διεθνή σκηνή έντονη διχογνωμία σχετικά με το εύρος αυτής της ζώνης. Μεγάλη σύγχυση επικρατούσε, επίσης, στην πρακτική των κρατών αλλά και στην θεωρία σχετικά με τη λειτουργική δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών επί της ζώνης αυτής, η οποία σταδιακά επικράτησε να ονομάζεται αιγιαλίτιδα ζώνη (territorial sea)1.

Ήδη από τον 16ο αιώνα τα περισσότερα κράτη ενστερνίζονταν την ιδέα της επέκτασης των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και στα τμήματα της θάλασσας που ήταν κοντά στις ακτές τους προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους2. Για πρώτη φορά, όμως, το 1610 οι Ολλανδοί ισχυρίστηκαν ότι η εξουσία ενός παράκτιου κράτους επί της θάλασσας εκτείνεται σε μήκος ίσο με το βεληνεκές της βολής ενός κανονιού από την ακτή ενώ αργότερα επικράτησε στην πρακτική των κρατών και ο κανόνας της «γραμμής ορατότητας» από την ακτή. Αυτές οι ευέλικτες πρακτικές είχαν ως επακόλουθο τον ισχυρισμό κυριαρχικών ζωνών από πλευράς των παράκτιων κρατών διαφορετικής έκτασης υπό τον άξονα της εξυπηρέτησης των εκάστοτε κρατικών συμφερόντων.

Παράλληλα με την πρακτική έντονος διάλογος αναπτύχθηκε και ανάμεσα σε μεγάλους θεωρητικούς του Διεθνούς Δικαίου της εποχής. Χαρακτηριστικά ο Grotius, αν και υπέρμαχος της ελευθερίας των θαλασσών δεν υποστήριζε ότι όλες οι θάλασσες θα έπρεπε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται από όλους χωρίς περιορισμούς αλλά τον προβλημάτιζε το γεγονός ότι αν καθιερώνονταν κρατική δικαιοδοσία στη θάλασσα αυτός ίσως να καθιστούσε αναγκαία και την εγκαθίδρυση ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε αυτήν κατ’ αναλογία με μία διάκριση που είχε κάνει ο Baldus τον 14ο αιώνα ανάμεσα σε ιδιοκτησιακά και δικαιοδοτικά δικαιώματα επί των θαλάσσιων εκτάσεων3. Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε μέχρι τουλάχιστον και τις αρχές του εικοστού αιώνα οπότε και αποφασίστηκε η οριοθέτηση μιας αιγιαλίτιδας ζώνης 3 ν.μ. ως σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο4.

Στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας η πρώτη προσπάθεια για να οριστεί το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης και να κατοχυρωθεί νομικά έγινε το 1930 στη Διεθνή Διάσκεψη της Χάγης υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία, όμως, δεν πέτυχε τον στόχο της.

10

Ωστόσο, παρ’ όλο που τα κράτη δεν συμφώνησαν ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου για την αιγιαλίτιδα ζώνη συνέτειναν προς την υιοθέτηση του δόγματος της κυριαρχίας όσον αφορά το νομικό καθεστώς της ζώνης. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Τσεχοσλοβακία υποστήριξαν αυτή την προοπτική αλλά άλλες όπως η Γαλλία και η Πολωνία τη θεώρησαν μη εφαρμόσιμη. Η Διεθνής Διάσκεψη της Χάγης είχε ως απότοκο να δοθεί ένας ορισμός ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη αλλά δεν κατέληξε λόγω της διαχέουσας σύγχυσης και ασυμφωνίας σε συμβατικό κείμενο5.

Η αντιπαράθεση σταδιακά κορυφωνόταν με μερικά κράτη να φτάνουν σε σημείο να ισχυρίζονται αιγιαλίτιδα ζώνη έκτασης ακόμα και 200 ν.μ., πράγμα το οποίο ανέγειρε σημαντικές ανησυχίες για την ελευθερία της διεθνούς ναυσιπλοΐας6. Τελικά, η ζώνη αυτή κατοχυρώθηκε και επίσημα στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 για την Αιγιαλίτιδα και τη Συνορεύουσα Ζώνη (1958) αλλά και αργότερα στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), ενώ το θέμα συζητήθηκε και στα πλαίσια του Συνεδρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας το 19607. Οι σαφείς αλλά όχι εξαντλητικοί ορισμοί που συμπεριλήφθηκαν στις δύο συμβάσεις οδήγησαν στον προσδιορισμό του εύρους και του νομικού καθεστώτος της αιγιαλίτιδας ζώνης, διασφαλίζοντας παράλληλα την εφαρμογή τους σε διεθνές επίπεδο8.

Ως προς το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, αρχικά, μόλις 25 κράτη επέμειναν στην κατοχύρωση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 3 ν.μ., 60 χώρες στα 12 ν.μ., 15 κράτη αιτούνταν εύρος από 4 έως 10 ν.μ. ενώ και 8 κράτη επέμειναν στην άποψη τους για αιγιαλίτιδα ζώνη εύρους 200 ν.μ.. Ευνόητο είναι ότι τα παράκτια και νησιωτικά κράτη με μικρή ναυτική δύναμη επιθυμούσαν την ενίσχυσή τους με την κατοχύρωση μεγάλων ζωνών κυριαρχίας ενώ κράτη με ισχυρή ναυτική δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, αντίθετα θα ευνοούνταν περισσότερο από τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους στην ανοιχτή θάλασσα. Ανάμεσα σε αυτά τα κράτη που ισχυρίζονταν ζώνη μεγαλύτερη των 12 ν.μ. ήταν το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ, το Περού, οι Φιλιππίνες, το Μπενίν, η Σομαλία και το Τόγκο. Την αντίθεση του σε αυτό τον ισχυρισμό εξέφρασαν την Γαλλία και το Βέλγιο υποστηρίζοντας ότι έκταση μεγαλύτερη των 12 ν.μ. θα αντιτίθεντο με το διεθνές εθιμικό δίκαιο και δεν θα συνάδουν με τους γενικούς κανόνες Διεθνούς Δικαίου9. Τελικά σε ένα κλίμα κοινής συναίνεσης επικράτησε η λύση των 12 ν.μ. για την αιγιαλίτιδα ζώνη εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί όλα τα κυριαρχικά του δικαιώματα, όπως και στο ηπειρωτικό έδαφος. Ανάλογο είναι και το καθεστώς για τον εναέριο χώρο.

11

Ωστόσο, δεν έχουν υιοθετήσει όλα τα κράτη αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. Ειδικότερα, υπάρχουν ακόμα και σήμερα κράτη που διεκδικούν αιγιαλίτιδα ζώνη μεγαλύτερη των 12 ν.μ., όπως η αιγιαλίτιδα ζώνη της Ιταλίας και Τυνησίας στα 13 ν.μ. ή του Ελ Σαλβαδόρ, της Σομαλίας, του Περού και του Μπενίν που αγγίζουν τα 200 ν.μ.! Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα και η Τουρκία στην περιοχή του Αιγαίου διατηρούν το μήκος των αιγιαλίτιδων ζωνών τους στα 6 ν.μ. για λόγους που συνδέονται με τις γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, αφού πρόκειται για ημίκλειστη θάλασσα ενώ και το νησιωτικό Παλάου έχει επιλέξει να έχει ακόμα μικρότερη αιγιαλίτιδα ζώνη στα 3 ν.μ.10 Και αυτά ακόμα διατηρούν όμως, σύμφωνα με τη σύμβαση το κυριαρχικό δικαίωμά της μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης τους μέχρι το όριο των 12 ν.μ.11.

α. Η Σύμβαση για την αιγιαλίτιδα και τη συνορεύουσα ζώνη (1958)

H Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με το ψήφισμα 1105/1957 κάλεσε τα κράτη- μέλη της να συνεδριάσουν σχετικά με σοβαρά ζητήματα που ανέκυψαν και αφορούν το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Απότοκο αυτής της συνδιάσκεψης ήταν τέσσερις συμβάσεις και ένα πρωτόκολλο. Μία από αυτές ήταν και η Σύμβαση για την Αιγιαλίτιδα και την Συνορεύουσα ζώνη που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 και άρχισε να εφαρμόζεται στις 10 Σεπτεμβρίου 1964 ενώ οι άλλες αφορούσαν την αλιεία, την υφαλοκρηπίδα και την διατήρηση των έμβιων πόρων της ανοικτής θάλασσας ενώ το πρωτόκολλο αφορούσε την υποχρεωτική επίλυση διαφορών12.

Το συνέδριο ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα χωρικά ύδατα και τα κράτη φάνηκε να σημείωσαν αρκετή πρόοδο, όπως προκύπτει από τα σχέδια των άρθρων στα οποία φαίνεται να επιτυγχάνεται συμφωνία για διάφορα θέματα αναφορικά με το νομικό καθεστώς της χωρικής θάλασσας. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες του Συνεδρίου είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1949, όταν η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου θεωρώντας ότι οι συνθήκες πλέον ήταν αρκετά ώριμες για να γίνει μια προσπάθεια κωδικοποίησης του δικαίου της θάλασσας, όρισε σχετικό εισηγητή. Μέχρι το 1956 είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια τα οποία τελικά συσσωματώθηκαν σε έναν ενιαίο κορμό και κατατέθηκαν προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση το επόμενο έτος13.

Ωστόσο, τελικά, δεν επιτεύχθηκε στο πλαίσιο του Συνεδρίου η διαμόρφωση μιας ενιαίας Σύμβασης και έτσι τα αντικείμενα συζήτησης κατακερματίστηκαν σε επιμέρους συμβατικά κείμενα, αποφεύγοντας έτσι πιθανές επιφυλάξεις από πλευράς των κρατών και δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στα κράτη να συμβληθούν μόνο σε όποιες από τις Συμβάσεις τα

12

βρίσκουν σύμφωνα. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι η Σύμβαση για τη διαχείριση των ζώντων πόρων της ανοιχτής θάλασσας, όπως και το πρωτόκολλο συγκέντρωσαν ιδιαίτερα μικρό βαθμό επικυρώσεων σε αντίθεση με τα λοιπά συμβατικά κείμενα.

Τα κυριότερα άρθρα της Σύμβασης για την Αιγιαλίτιδα και την Συνορεύουσα Ζώνη14, τα οποία αφορούν την αιγιαλίτιδα ζώνη είναι τα ακόλουθα:

To άρ. 1 παρ. 1: «Η κυριαρχία ενός Κράτους εκτείνεται, πέρα από το έδαφος του και στα εσωτερικά του ύδατα, σε μια θαλάσσια ζώνη δίπλα στις ακτές, που περιγράφεται ως αιγιαλίτιδα ζώνη».

Το άρ. 2: «Ή κυριαρχία ενός παράκτιου κράτους εκτείνεται και στον εναέριο χώρο πάνω από την αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως και στο υπέδαφος και το βυθό.».

Το άρ. 3: «Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτά τα άρθρα, η κανονική γραμμή βάσης για τη μέτρηση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι η γραμμή της κατώτατης ρηχίας κατά μήκος της ακτής όπως σημειώνεται στους ναυτικούς χάρτες μεγάλης κλίμακας που αναγνωρίζονται επίσημα από το παράκτιο κράτος».

Το άρ. 6: «Το εξωτερικό όριο της χωρικής θάλασσας είναι η γραμμή της οποίας κάθε σημείο βρίσκεται σε τόση απόσταση από το πλησιέστερο σημείο της γραμμής βάσεως, όσο είναι το εύρος της χωρικής θάλασσας».

Γεγονός είναι ότι παράκτια κράτη, με παράδοση ως δυνάμεις στη θάλασσα επιθυμούσαν τη διατήρηση του μήκους της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 3 ν.μ. όχι μόνο για λόγους εθιμικού διεθνούς δικαίου αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν τη διεθνή ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα, αφού δεν επιτρέπονταν για παράδειγμα η υπέρπτηση πάνω από την αιγιαλίτιδα ζώνη χωρίς προηγούμενη συμφωνία με το παράκτιο κράτος (ή μόνο στα πλαίσια της Σύμβασης του 1944 για την Πολιτική Αεροπορία τουλάχιστον όσον αφορά τα συμβαλλόμενα μέρη). Πιο συγκεκριμένα σε περιοχές όπως η Μεσόγειος και ειδικότερα το Αιγαίο ή τη Βαλτική θάλασσα η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης των παρακείμενων σε αυτές παράκτιων κρατών θα σήμαινε ότι τα κράτη με πολεμικό ναυτικό και εμπορικούς στόλους μεγάλου βεληνεκούς θα ζημιώνονταν, αφού θα έπρεπε να ζητούν άδειες ή να υπογράφουν συμφωνίες με τα παράκτια κράτη κυριαρχίας των ζωνών ενώ ανά πάσα στιγμή θα ελλόχευε ο κίνδυνος ανυπέρβλητων καθυστερήσεων15.

Συνεπώς, κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα και τον περιορισμό της ισχύος του πολεμικού ναυτικού και του εμπορικού στόλου ιδιαίτερα κρατών, όπως οι ΗΠΑ. Παράλληλα κατά την περίοδο εκείνη του Ψυχρού Πολέμου φαινόταν ότι κάτι τέτοιο θα ευνοούσε και κράτη όπως η ΕΣΣΔ με σημαντικό αριθμό υποβρυχίων. Συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ ότι τα εχθρικά υποβρύχια σπάνια πλησιάζουν τις ακτές σε απόσταση τριών ναυτικών

13

μιλίων. Από τα 3 όμως έως τα 12 ν.μ. θα μπορούσαν πιο εύκολα να ενεργούν χωρίς να είναι ανιχνεύσιμα. Δεν ισχύει, βέβαια, το ίδιο και για τα πλοία επιφάνειας τα οποία αν τυχόν ανίχνευαν τα εχθρικά υποβρύχια εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης 12 ν.μ. ουδέτερου κατά τον Ψυχρό Πόλεμο κράτους δεν θα μπορούσαν να επέμβουν χωρίς να κατηγορηθούν ότι παραβιάζουν την ουδετερότητα του παράκτιου κράτους.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα μια ευρεία αντιπαράθεση, αλλεπάλληλες εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου και φυσικά ένας πλήθος ψηφισμάτων τα οποία όμως δεν συγκέντρωναν ποτέ την απαραίτητη πλειοψηφία προκειμένου να κατοχυρωθεί και επίσημα στη Σύμβαση του 1958 το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης16.

β. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982)

Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας υπογράφηκε στις 1 Δεκεμβρίου του 1982 στο Montego Bay της Τζαμάικα και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιανουαρίου του 1994 σύμφωνα με το άρ. 308 (1), δηλαδή έναν χρόνο μετά τη συμπλήρωση των εξήντα κυρώσεων. Συμβαλλόμενα μέρη σε αυτή είναι σήμερα 168 κράτη17, ανάμεσά τους και η Ελλάδα και β ΕΕ αλλά όχι και η Τουρκία18.

Η ΣΔΘ είναι αυτή τη στιγμή το πιο σημαντικό συμβατικό κείμενο όσον αφορά το νομικό καθεστώς της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αρχικά, στη ΣΔΘ για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε επίσημα ότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν μπορεί να ξεπερνά τα 12 ν.μ. (άρ. 3). Επακολούθως, καθορίστηκαν τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επ’ αυτής. Το ζήτημα αυτό ήταν και είναι υψίστης σημασίας για τα παράκτια κράτη, αφού η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι η μόνη θαλάσσια ζώνη επί της οποίας το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, όπως ακριβώς και στο ηπειρωτικό έδαφος του19. Η κυριαρχία δε αυτή επεκτείνεται και στα αντίστοιχα με την αιγιαλίτιδα ζώνη τμήματα του εναέριου χώρου20, του υπεδάφους και του βυθού (άρ. 2) και ασκείται πάντα λαμβανομένων υπόψη των αντίστοιχων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου αλλά και άλλων επιφυλάξεων της ΣΔΘ21.

Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο καθορισμός του μήκους της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι το ανώτατο όριο των 12 ν.μ. αποτελεί δικαίωμα του παράκτιου κράτους, του οποίου η άσκηση εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε κράτος μπο

14

ρεί να καθορίσει αιγιαλίτιδα ζώνη οποιουδήποτε μήκους μέχρι τα 12 ν.μ. λαμβανομένων υπόψη προφανώς γεωπολιτικών, οικονομικών, πολιτικών ή άλλων συμφερόντων χωρίς να υπάρχει υποχρέωση κάλυψης της πλήρους απόστασης. Το δικαίωμα αυτό ασκείται μονομερώς και ανά πάσα στιγμή και προϋποθέτει ενέργεια από πλευράς του παράκτιου κράτους. Δεν γίνεται δηλαδή να επεκτείνει το κράτος το μήκος της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα έξι στα 12ν.μ. σιωπηρά ή απλά ως αποτέλεσμα της πρακτικής, διότι είναι ευνόητο ότι αυτό θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα τόσο στις σχέσεις με τα όμορα κράτη όσο και στα τμήματα της ανοιχτής θάλασσας στην περιοχή22.

Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι πιθανή επέκταση μπορεί να γίνει με δήλωση του παράκτιου κράτους ανά πάσα στιγμή χωρίς να υπάρχει χρονικός περιορισμός23. Μπορεί δε η επέκταση αυτή να είναι και σταδιακή. Επίσης, νόμιμη είναι και διαμόρφωση διαφορετικού μήκους αιγιαλίτιδας ζώνης στα τμήματα της ακτογραμμής του κράτους ανάλογα με τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του κάθε σημείου της. Έτσι, μοναδική αρνητική προϋπόθεση για την επέκταση φαίνεται να αποτελεί η ύπαρξη αλληλοκαλυπτόμενων περιοχών χωρικών υδάτων ανάμεσα σε γειτονικά κράτη (απέναντι ή παρακείμενα). Σε αυτή την περίπτωση η οριοθέτηση ακολουθεί τον κανόνα της ίσης απόστασης του άρ. 15 της ΣΔΘ24.

Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντικό για την κατανόηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς σχετικά με την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο είναι και η εξέταση της στάσης και των θέσεων που υιοθέτησαν τα δύο γειτονικά κράτη ως προ τη Σύμβαση.

Η Ελλάδα κύρωσε τη ΣΔΘ με τον νόμο 2321/1995 . Η Ελλάδα ήδη από το 1936 όρισε την αιγιαλίτιδα ζώνη της στη θάλασσα στα 6 ν.μ. (Ν. 230/1936 και μεταγενέστερο Ν.Δ. 187/1973- προηγουμένως η αιγιαλίτιδα ζώνη της ήταν στα 3 ν.μ.) ενώ στον εναέριο χώρο στα 10 ν.μ. (Διάταγμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με τον νόμο 5017/1931). Αυτό επιβεβαιώθηκε και αργότερα το 1971 με νομοθετικό διάταγμα. Ωστόσο, η Ελλάδα βάσει του οικείου εθιμικού κανόνα, ο οποίος αργότερα ενσωματώθηκε και στη ΣΔΘ, διατήρησε κατά την κύρωση της Σύμβασης το 1995 την επιφύλαξη επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. σύμφωνα με το άρ. 3 της ΣΔΘ. Επίσης, η Ελλάδα κατά την επικύρωση της Σύμβασης κατέθεσε μία ερμηνευτική δήλωση που αναφερόταν στην άσκηση διαφόρων δοθέντων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων όποτε αυτή το αποφασίσει, καθώς επίσης και στην ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και την επίλυση των διαφορών που τυχόν θα προκύψουν από την εφαρμογή της Σύμβασης από το Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας.

15

Back to Top