ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - 1ος Τόμος
Επωφεληθείτε της Έκπτωσης 40% για τη συνδυαστική αγορά εντύπου & e-book και αποκτήστε όλα τα Υποδείγματα σε επεξεργάσιμα αρχεία
1ος τόμος - Κυκλοφορεί
2ος τόμος - Κυκλοφορεί
- Εκδοση: 2η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 784
- ISBN: 978-960-654-807-9
Το δίτομο έργο «Υποδείγματα Πολιτικής Δικονομίας» περιλαμβάνει τα βασικότερα υποδείγματα αγωγών, ανακοπών και διαφόρων αιτήσεων της πολιτικής δίκης, τα οποία είναι πλήρως ενημερωμένα με όλες τις νομοθετικές τροποποιήσεις, ιδίως μετά τις εκτενείς αλλαγές που επέφερε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ο Ν 4842/2021, καθώς επίσης και οι Ν 4855/2021, Ν 4912/2022, Ν 4937/2022 και Ν 4938/2022 που τον ακολούθησαν.
Ο 1ος τόμος περιλαμβάνει υποδείγματα που αφορούν τις εξής θεματικές ενότητες:
• Γενικές Διατάξεις
• Απόδειξη
• Μικροδιαφορές
• Λογοδοσία
• Διανομή
• Ένδικα Μέσα
• Ένδικα Βοηθήματα
• Ειδικές Διαδικασίες
• Ασφαλιστικά Μέτρα
Ο 2ος τόμος περιλαμβάνει υποδείγματα που αφορούν στην Εκούσια Δικαιοδοσία, τη Διαιτησία, την Αναγκαστική Εκτέλεση και τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών.
Τα υποδείγματα συνοδεύονται από ερμηνευτικά σχόλια, παρατηρήσεις, πρόσφατη νομολογία και πλούσια βιβλιογραφία, προσφέροντας, έτσι, στο δικηγόρο της πράξης τη δυνατότητα για περαιτέρω εμβάθυνση και ανάλυση των ειδικότερων ουσιαστικών και δικονομικών ζητημάτων της πολιτικής δίκης.
Το έργο αποτελεί ένα πολύτιμο και χρήσιμο βοήθημα για τον μαχόμενο δικηγόρο, αλλά και κάθε νομικό εν γένει που ασχολείται με τον κλάδο του Ιδιωτικού δικαίου.
Πρόλογος VII
Α. γενικο μεροσ
1. Γενικές Παρατηρήσεις επί των αγωγών [Ν. Μαματσοπούλου] 3
Παρατηρήσεις 7
2. Αίτηση παραπομπής από δικαστήριο σε δικαστήριο (ΚΠολΔ 48) [Ι. Ξυντάρα] 41
Παρατηρήσεις 43
3. Αίτηση εξαίρεσης δικαστή (ΚΠολΔ 58) [Ι. Ξυντάρα] 45
Παρατηρήσεις 47
4. Καταψηφιστική αγωγή - εμπράγματη (διεκδικητική αγωγή, ΑΚ 1094)
[Ηρ. Σταματάκη] 51
Παρατηρήσεις 54
5. Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας σύµβασης πώλησης (ΚΠολΔ 70) [Σ. Φωτέας] 63
Παρατηρήσεις 65
6. Αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης (ΚΠολΔ 70)
[Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 67
Παρατηρήσεις 71
7. Διαπλαστική αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης (ΚΠολΔ 71)
- Παυλιανή αγωγή [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 75
Παρατηρήσεις 79
8. Διαπλαστική αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω πλάνης (ΚΠολΔ 71)
[Σ. Φωτέας] 85
Παρατηρήσεις 87
9. Πλαγιαστική αγωγή (ΚΠολΔ 72) [Σ. Φωτέας] 89
Παρατηρήσεις 91
10. Κύρια παρέμβαση (ΚΠολΔ 79) [Ηρ. Σταματάκη] 93
Παρατηρήσεις 95
11. Πρόσθετη παρέμβαση (ΚΠολΔ 80) [Ηρ. Σταματάκη] 104
Παρατηρήσεις 107
12. Προσεπίκληση αναγκαίων ομοδίκων (ΚΠολΔ 86) [Ηρ. Σταματάκη] 124
Παρατηρήσεις 127
13. Προσεπίκληση αληθινού κυρίου ή νομέα (ΚΠολΔ 87) [Ηρ. Σταματάκη] 132
Παρατηρήσεις 134
X
14. Προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή (ΚΠολΔ 88) [Ηρ. Σταματάκη] 136
Παρατηρήσεις 139
15. Ανακοίνωση δίκης (ΚΠολΔ 91) [Ηρ. Σταματάκη] 147
Παρατηρήσεις 149
16. Αίτηση επαναφοράς πραγµάτων στην προηγούµενη κατάσταση (ΚΠολΔ 152 επ.)
[Σ. Φωτέας] 153
Παρατηρήσεις 156
17. Εκκαθάριση δικαστικών εξόδων - αμοιβής δικηγόρου (ΚΠολΔ 189, 622Α)
[Γ. Πιτσιρίκος] 162
Παρατηρήσεις 165
18. Ευεργέτημα πενίας (ΚΠολΔ 194-204) και παροχή νομικής βοήθειας (Ν 3226/2004)
[Γ. Πιτσιρίκος] 182
Παρατηρήσεις 184
19. Αγωγή με αντικειμενική σώρευση αιτημάτων (ΚΠολΔ 218)
[Ν. Μαματσοπούλου] 210
Παρατηρήσεις 213
20. Αγωγή με επικουρική σώρευση αιτημάτων (ΚΠολΔ 219) [Ν. Μαματσοπούλου] 221
Παρατηρήσεις 225
21. Αίτηση διαγραφής αγωγής από τα βιβλία διεκδικήσεων (ΚΠολΔ 220 παρ. 2)
[Γ. Πιτσιρίκος] 229
Παρατηρήσεις 231
22. Κλήση για συζήτηση (ΚΠολΔ 228) [Γ. Πιτσιρίκος] 236
Παρατηρήσεις 237
23. Προτάσεις σε μεταγενέστερη συζήτηση (ΚΠολΔ 240, 254) [Γ. Πιτσιρίκος] 244
Παρατηρήσεις 248
24. Ανταγωγή (ΚΠολΔ 268) [Ν. Μαματσοπούλου] 257
Παρατηρήσεις 260
25. Παρεμπίπτουσα αγωγή (ΚΠολΔ 283) [Γ. Πιτσιρίκος] 266
Παρατηρήσεις 272
26. Γνωστοποίηση λόγου διακοπής της δίκης (ΚΠολΔ 287) [Ι. Ξυντάρα] 279
Παρατηρήσεις 280
27. Αίτηση-Δήλωση επανάληψης διακοπείσας δίκης (ΚΠολΔ 290, 291) [Ι. Ξυντάρα] 284
Παρατηρήσεις 286
28. Αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης (ΚΠολΔ 309) [Ν. Μαματσοπούλου] 288
Παρατηρήσεις 290
XI
29. Αγωγή για την αναγνώριση ανύπαρκτης απόφασης (ΚΠολΔ 313) [Ι. Ξυντάρα] 295
Παρατηρήσεις 297
30. Αίτηση αναστολής επί αγωγής για την αναγνώριση ανύπαρκτης απόφασης
(ΚΠολΔ 314) [Ι. Ξυντάρα] 301
Παρατηρήσεις 303
31. Αγωγή για μεταρρύθμιση δεδικασμένου (ΚΠολΔ 334) [Ν. Μαματσοπούλου] 305
Παρατηρήσεις 307
32. Αγωγή κακοδικίας [Ι. Ξυντάρα] 312
Παρατηρήσεις 316
33. Αίτηση εγγραφής υποθήκης εκ του νόμου (ΑΚ 1262 αρ. 4) [Χρ. Ευθυμίου] 321
Παρατηρήσεις 323
B. ΑΠΟΔΕΙΞΗ
34. Αίτηση διενέργειας συντηρητικής απόδειξης (ΚΠολΔ 349) [Δ. Παπανικολάου] 331
Παρατηρήσεις 333
35. Αίτηση εξαίρεσης - αντικατάστασης πραγματογνώμονα (ΚΠολΔ 377)
[Δ. Παπανικολάου] 336
Παρατηρήσεις 338
36. Κλήση για ορκοδοσία πραγματογνώμονα (ΚΠολΔ 385) [Δ. Παπανικολάου] 339
Παρατηρήσεις 340
37. Κλήση για συζήτηση μετά την πραγματογνωμοσύνη (ΚΠολΔ 383, 254)
[Δ. Παπανικολάου] 341
Παρατηρήσεις 342
38. Κλήση αντιδίκου για λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΚΠολΔ 422) [Δ. Παπανικολάου] 346
Παρατηρήσεις 347
39. Αγωγή επίδειξης εγγράφων (ΚΠολΔ 451, ΑΚ 902) [Δ. Παπανικολάου] 350
Παρατηρήσεις 356
Γ. ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΕΣ
40. Αγωγή μικροδιαφοράς (ΚΠολΔ 466-471) [Γ. Πιτσιρίκος] 363
Παρατηρήσεις 368
Δ. ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ
41. Αγωγή λογοδοσίας (ΚΠολΔ 473) [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 393
Παρατηρήσεις 396
42. Κλήση για συζήτηση μετά την κατάθεση λογαριασμού ή καταλόγου (ΚΠολΔ 475)
[Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 397
Παρατηρήσεις 398
Ε. ΔΙΑΝΟΜΗ
43. Αγωγή για αυτούσια διανοµή (ΚΠολΔ 480) [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 405
Παρατηρήσεις 414
44. Αγωγή διανομής με σύσταση κάθετης ή και οριζόντιας ιδιοκτησίας (ΚΠολΔ 480Α)
[Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 417
Παρατηρήσεις 421
45. Αγωγή για διανομή επιχειρήσεων (ΚΠολΔ 483) [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 423
Παρατηρήσεις 427
46. Αγωγή ανέφικτης ή ασύμφορης διανομής - πώληση με πλειστηριασμό
(ΚΠολΔ 484) [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 428
Παρατηρήσεις 431
47. Προσεπίκληση τρίτων (ΚΠολΔ 491) [Α.-Π. Σιβιτανίδης/Κ. Καλούτσα] 432
Παρατηρήσεις 434
ΣΤ. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
48. Ανακοπή ερημοδικίας για λόγο ανωτέρας βίας (ΚΠολΔ 764 παρ. 3, 501 επ.
σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 437
Παρατηρήσεις 442
49. Έφεση κατά απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 761, 511 επ.
σε συνδ. με 741, 764) [Χρ. Ευθυμίου] 444
Παρατηρήσεις 449
50. Προτάσεις εκκαλούντος και εφεσιβλήτου (ΚΠολΔ 764 παρ. 1) 457
Α. Προτάσεις εκκαλούντος - Πρόσθετοι λόγοι έφεσης (ΚΠολΔ 764 παρ. 1)
[Χρ. Ευθυμίου] 457
Β. Προτάσεις εφεσιβλήτου (ΚΠολΔ 764 παρ. 1) [Χρ. Ευθυμίου] 461
Παρατηρήσεις 466
51. Αίτηση αναψηλάφησης - Λόγοι (ΚΠολΔ 767, 538 επ. σε συνδ. με 741)
[Χρ. Ευθυμίου] 468
Παρατηρήσεις 471
52. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης και εν γένει «ισχύος» απόφασης της εκούσιας
δικαιοδοσίας ένεκα ασκηθείσας αίτησης αναψηλάφησης κατ’ αυτής
(ΚΠολΔ 546 σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 474
Παρατηρήσεις 479
XIII
53. Πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης (ΚΠολΔ 547 σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 481
Παρατηρήσεις 483
54. Αίτηση αναίρεσης (ΚΠολΔ 769, 552 επ. σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 485
Παρατηρήσεις 493
55. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης και εν γένει αναστολής «ισχύος» απόφασης
της εκούσιας δικαιοδοσίας ένεκα ασκηθείσας αναίρεσης κατ’ αυτής
(ΚΠολΔ 770, 565 παρ. 2 σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 496
Παρατηρήσεις 499
56. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης (ΚΠολΔ 569 σε συνδ. με 741) [Χρ. Ευθυμίου] 501
Παρατηρήσεις 504
57. Προτάσεις αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου (ΚΠολΔ 570) 508
Α. Προτάσεις αναιρεσείοντος (ΚΠολΔ 570) [Χρ. Ευθυμίου] 508
Β. Προτάσεις αναιρεσιβλήτου (ΚΠολΔ 570) [Χρ. Ευθυμίου] 510
Παρατηρήσεις 512
58. Κλήση μετά την αναίρεση της απόφασης (ΚΠολΔ 580 σε συνδ. με 741)
[Χρ. Ευθυμίου] 514
Παρατηρήσεις 516
Ζ. ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
59. Ανακοπή (ΚΠολΔ 583 επ.) [Ι. Ξυντάρα] 521
Παρατηρήσεις 524
60. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής (ΚΠολΔ 585 παρ. 2) [Ι. Ξυντάρα] 527
Παρατηρήσεις 530
61. Τριτανακοπή (ΚΠολΔ 586 επ.) [Ι. Ξυντάρα] 533
Παρατηρήσεις 536
62. Αναστολή επί τριτανακοπής (ΚΠολΔ 589 σε συνδ. με 686 επ.) [Ι. Ξυντάρα] 542
Παρατηρήσεις 547
Η. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
63. Διαφορές από πιστωτικούς τίτλους (ΚΠολΔ 622Β) [Γ. Κόντης] 551
Παρατηρήσεις 553
64. Αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 623, 626) 557
Α. Αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 623 επ.) [Γ. Κόντης] 557
Β. Αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής για οφειλή από πιστωτική κάρτα
(ΚΠολΔ 623) [Γ. Κόντης] 563
XIV
Γ. Αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 636Α) [Γ. Κόντης] 565
Παρατηρήσεις 567
65. Διαταγή πληρωµής (ΚΠολΔ 630) [Γ. Κόντης] 577
Παρατηρήσεις 581
66. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής (ΚΠολΔ 632) [Γ. Κόντης] 589
Παρατηρήσεις 591
67. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά διαταγής πληρωµής (ΚΠολΔ 632 παρ. 3)
[Γ. Κόντης] 610
Παρατηρήσεις 612
68. Αίτηση έκδοσης διαταγής απόδοσης του µισθίου (ΚΠολΔ 637, 639) [Γ. Κόντης] 618
Παρατηρήσεις 621
69. Διαταγή απόδοσης χρήσης µισθίου ακινήτου (ΚΠολΔ 640, 641) [Γ. Κόντης] 624
Παρατηρήσεις 627
70. Ανακοπή κατά διαταγής απόδοσης του µισθίου (ΚΠολΔ 642) [Γ. Κόντης] 628
Παρατηρήσεις 632
71. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης διαταγής απόδοσης του µισθίου (ΚΠολΔ 643)
[Γ. Κόντης] 634
Παρατηρήσεις 636
72. Αγωγή διαχειριστή για καταβολή δαπανών κοινοχρήστων (ΚΠολΔ 614 αρ. 2)
[Γ. Κόντης] 637
Παρατηρήσεις 639
Θ. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
73. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
(ΚΠολΔ 696 παρ. 1) [Π. Ρεντούλης] 643
Παρατηρήσεις 647
74. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 696 παρ. 3)
[Π. Ρεντούλης] 649
Παρατηρήσεις 654
75. Υποχρεωτική ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 698)
[Π. Ρεντούλης] 658
Παρατηρήσεις 660
76. Εγγυοδοσία και αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης (ΚΠολΔ 707) [Π. Ρεντούλης] 662
Παρατηρήσεις 667
77. Αίτηση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και απόφαση για εγγραφή
προσημείωσης υποθήκης (ΚΠολΔ 706) [Π. Ρεντούλης] 675
Παρατηρήσεις 681
XV
78. Αίτηση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης - συντηρητικής κατάσχεσης
και περίληψη (ΚΠολΔ 724) [Π. Ρεντούλης] 685
Παρατηρήσεις 687
79. Αίτηση για την αναστολή απόφασης για εγγραφή προσημείωσης
υποθήκης - συντηρητικής κατάσχεσης (ΚΠολΔ 724) [Π. Ρεντούλης] 689
Παρατηρήσεις 691
80. Αίτηση για δικαστική μεσεγγύηση (ΚΠολΔ 725) [Π. Ρεντούλης] 693
Παρατηρήσεις 697
81. Αίτηση για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (ΚΠολΔ 728) [Π. Ρεντούλης] 700
Παρατηρήσεις 705
82. Αίτηση για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (ΚΠολΔ 731) [Π. Ρεντούλης] 709
Παρατηρήσεις 716
83. Αίτηση για την προστασία νομής ή κατοχής (ΚΠολΔ 733) [Π. Ρεντούλης] 718
Παρατηρήσεις 721
84. Έφεση κατά απόφασης Ειρηνοδικείου επί αίτησης νομής ή κατοχής
(ΚΠολΔ 734) [Π. Ρεντούλης] 724
Παρατηρήσεις 732
85. Αίτηση για τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων (ΚΠολΔ 735) [Π. Ρεντούλης] 734
Παρατηρήσεις 742
86. Αίτηση για σφράγιση, αποσφράγιση, απογραφή (ΚΠολΔ 737) [Π. Ρεντούλης] 744
Παρατηρήσεις 746
87. Αίτηση διαγραφής βάρους επί της επικαρπίας λόγω θανάτου
του επικαρπωτή [Α. Σταύρου] 748
Παρατηρήσεις 752
Πίνακας αντιστοιχίας άρθρων ΚΠολΔ και υποδειγμάτων 1ου τόμου 755
Αλφαβητικό Ευρετήριο 759
Σελ. 1
Α. γενικο μεροσ
Σελ. 1
Γενικές Παρατηρήσεις επί των αγωγών
Σελ. 3
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ............
(τακτική διαδικασία)
ΑΓΩΓΗ
Τ …………. (άρθρ. 118 και 119 ΚΠολΔ)
ΚΑΤΑ
Τ …………. (άρθρ. 118 και 119 ΚΠολΔ)
—
Η ενάγουσα είναι εταιρία διανομής, παραγωγής και συσκευασίας τυροκομικών προϊόντων με καταξιωμένη επαγγελματική πορεία και αναγνώριση τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Η ενάγουσα εταιρία συνεργάζεται με τον εναγόμενο, παραγωγό τυροκομικών προϊόντων, ήδη από το έτος 2015. Βάσει της λειτουργίας της συνεργασίας, ο εναγόμενος πωλούσε στην ενάγουσα εταιρία τυροκομικά προϊόντα (ήτοι Γραβιέρα Τύπου Α σε ποσοστό 35%, Κεφαλοτύρι Τύπου Β σε ποσοστό 15%, κλπ.), προς το σκοπό μεταπώλησης αυτών από την ενάγουσα σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ, μπακάλικων και καταστημάτων τοπικών προϊόντων ανά την Ελλάδα. Τα πωλούμενα προϊόντα έδει να είναι άριστης ποιότητας, κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα, να πληρούν τις προϋποθέσεις του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, κάθε άλλης συναφούς νομοθετικής πρόβλεψης, και να φέρουν τα ισχύοντα πιστοποιητικά ποιότητας και ασφάλειας (ISO 9001, ISO 22000, IFS, BRC, FSSC 22000). Η δε συμφωνηθείσα τιμή ανά κιλό για τα έτη 2017 έως 2021 διαφοροποιούντο ανά είδος προϊόντος ως εξής: α) Για Γραβιέρα Τύπου Α 7,80 ευρώ ανά κιλό, β) για Κεφαλοτύρι Τύπου Β 9,50 ευρώ ανά κιλό κλπ.
Βάσει των συμφωνηθέντων μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας και του εναγομένου παραγωγού, η ενάγουσα χρηματοδοτούσε την παραγωγή των προϊόντων από τον εναγόμενο, καταβάλλοντας προκαταβολικά, είτε σε μετρητά είτε με επιταγές είτε με τραπεζική μεταφορά, το εκάστοτε ποσό, το οποίο αντιστοιχούσε στο τίμημα αγοράς (από την ενάγουσα) των προϊόντων, προκειμένου ο εναγόμενος να προμηθεύεται άριστης ποιότητας πρώτες ύλες, και να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες εργασίες για να παρασκευάσει το τελικό προϊόν και να παραδώσει αυτό εν τέλει στην ενάγουσα. Και ενώ η μεταξύ των μερών συνεργασία λειτουργούσε ομαλά, ο εναγόμενος άρχισε σταδιακά να μειώνει τις ποσότητες των προϊόντων που παρέδιδε στην ενάγουσα, ήδη δε από τις 25.04.2017 δεν είχε προβεί σε καμία απολύτως παράδοση προϊόντος προς την ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε ήδη καταβάλει προς αυτόν σημαντικά ποσά ως προκαταβολή τιμήματος, συμμορφούμενη προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της.
Σελ. 4
Ειδικότερα, για το διάστημα από τις 01.01.2015, οπότε ξεκίνησε η συνεργασία των μερών, ο εναγόμενος έλαβε από την ενάγουσα τις κάτωθι προκαταβολές:
1. την 17.01.2015 το ποσό των 67.890,00 ευρώ δια της υπ’ αριθ. 666726422-9 επιταγής της Τράπεζας ΒΗΤΑ ΜΠΑΝΚ με ημερομηνία 17.01.2015, η οποία πληρώθηκε την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό εξόφλησης της ίδιας Τράπεζας.
2. την 06.03.2015 το ποσό των 4.980,00 ευρώ σε μετρητά.
3. την 08.06.2015 το ποσό των 7.890,00 ευρώ δια της υπ’ αριθ. 698986472-9 επιταγής της Τράπεζας ΒΗΤΑ ΜΠΑΝΚ με ημερομηνία 08.06.2015, η οποία πληρώθηκε την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό εξόφλησης της ίδιας Τράπεζας.
4. την 18.10.2015 το ποσό των 52.980,00 ευρώ σε μετρητά.
5. την 06.05.2016 το ποσό των 75.490,00 ευρώ σε μετρητά.
6. την 05.01.2017 το ποσό των 78.980,00 ευρώ σε μετρητά.
7. την 18.09.2017 το ποσό των 89.069,00 ευρώ σε μετρητά.
Επομένως, από την έναρξη της συνεργασίας της ενάγουσας με τον εναγόμενο, η ενάγουσα κατέβαλε σε αυτόν ως προκαταβολές το συνολικό ποσό των 377.279 ευρώ.
Ο εναγόμενος σε εκτέλεση της σύμβασης με την ενάγουσα από τις αρχές της συνεργασίας τους το έτος 2015 έως και την 02.03.2018 (ημερομηνία τελευταίας παράδοσης τυροκομικών προϊόντων από τον εναγόμενο έως σήμερα), παρέδωσε συνολικά προϊόντα αξίας 45.890,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τα κάτωθι παραστατικά, τα οποία προσαρτώνται στην παρούσα αγωγή αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα αυτής: ………….
Επειδή, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, παρότι ο εναγόμενος έχει λάβει από την ενάγουσα το συνολικό ποσό των 377.279 ευρώ και όφειλε να έχει παραδώσει ίσης αξίας εμπόρευμα, ο εναγόμενος έχει παραδώσει εμπόρευμα συνολικής αξίας 45.890,00 ευρώ, ενώ από τις 02.03.2018 έχει πάψει να παραδίδει, ως όφειλε, προϊόντα στην ενάγουσα.
Επειδή ο τηρούμενος στην ενάγουσα εταιρία λογαριασμός του αντιδίκου είναι χρεωστικός, με αποτέλεσμα σήμερα να οφείλει να καταβάλει το συνολικό ποσό των τριακοσίων τριάντα ενός χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ (331.389 €) δυνάμει της συνεργασίας και του τηρουμένου μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου χρεωπιστωτικού λογαριασμού, το οποίο προέρχεται από προκαταβολές τις οποίες ο εναγόμενος έλαβε χωρίς να έχει παραδώσει προς την ενάγουσα, μέχρι σήμερα, τα συμφωνηθέντα ίσης αξίας τυροκομικά προϊόντα.
Επειδή ο αντίδικος έχει εγγράφως αναγνωρίσει την παραπάνω οφειλή του προς την ενάγουσα.
Επειδή παρά το γεγονός, ότι την 29.04.2018 επιδόθηκε στον εναγόμενο η από 26.04.2018 Εξώδικη Διαμαρτυρία-Πρόσκληση-Δήλωση, δια της οποίας η ενάγουσα καλούσε τον εναγόμενο να αρχίσει να παραδίδει ικανές ποσότητες από τυροκομικά προϊόντα, άλλως σε περίπτωση που δεν το πράξει, κλήθηκε ο ήδη εναγόμενος να καταβάλει το
Σελ. 5
ήδη τότε οφειλόμενο ποσό των 331.389,00 ευρώ, εκείνος εκώφευσε, ουδεμία ποσότητα εμπορεύματος παρέδωσε, ενώ ούτε καν απάντησε στην άνω εξώδικο διαμαρτυρία.
Επειδή η οφειλή του εναγομένου ποσού 331.389,00 ευρώ έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατόπιν της ως άνω όχλησης.
Επειδή ο αντίδικος έχει ήδη καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, τις οποίες είχε αναλάβει δυνάμει της εμπορικής συνεργασίας με την ενάγουσα εταιρία, για την προμήθεια γαλακτομικών προϊόντων, βάσει της οποίας όφειλε να παραδίδει εμπορεύματα, ιδίως τυροκομικά, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να έχει υποστεί ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 331.389,00 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις προκαταβολές τις οποίες έχει λάβει για το τίμημα των πωλήσεων που θα ακολουθούσαν, με τελευταία ημεροχρονολογία καταβολής προκαταβολής στον αντίδικο την 18.09.2017.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 383 ΑΚ «αν ο ένας από τους συμβαλλόμενους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή». Η προβλεπόμενη στο ως άνω άρθρο αποζημίωση περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, που μπορεί να περιλαμβάνει θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος.
Επειδή ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης των οφειλομένων προς την τελευταία παροχών (μη παράδοση των συμφωνηθέντων τυροκομικών προϊόντων), η οποία ανέρχεται στο ισόποσο των προκαταβολών τις οποίες ο εναγόμενος έχει λάβει από την ενάγουσα κατά τα ανωτέρω, ήτοι το συνολικό ποσό των τριακοσίων τριάντα ενός χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ (331.389 €) δυνάμει της μεταξύ των μερών προφορικής σύμβασης συνεργασίας και των άρθρων 383 επ. ΑΚ και τούτο νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της από 29.04.2018 εξωδίκου διαμαρτυρίας, άλλως από την επομένη της επίδοσης της παρούσης αγωγής πλέον του τόκου επιδικίας σύμφωνα με το άρθρο 346 ΑΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν 4055/2012 μέχρις εξοφλήσεως.
Επειδή -άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης ή λήξης της αιτίας της- ο αντίδικος έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, διότι έχει εισπράξει από την ενάγουσα ως προκαταβολή το ως άνω οφειλόμενο ποσό των των τριακοσίων τριάντα ενός χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ (331.389 €) προκειμένου να παραδώσει στην ενάγουσα τυροκομικά προϊόντα ίσης αξίας, το οποίο δεν έχει μέχρι σήμερα πράξει παρά το ότι έχει κληθεί και του έχει ταχθεί προθεσμία για να το πράξει, η οποία παρήλθε άπρακτη και πρέπει για το λόγο αυτό να υποχρεωθεί να αποδώσει στην ενάγουσα την ωφέλεια αυτή ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, η οποία σε κάθε περίπτωση σώζεται μέχρι σήμερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ.
Σελ. 6
Επειδή ο εναγόμενος ακόμα και σήμερα αρνούμενος να αποδώσει στην ενάγουσα το προαναφερθέν ποσό, πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο δια της εκδοθησομένης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατ’ άρθρο 908 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Επειδή το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, η παρούσα δε αγωγή είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
Επειδή όλους τους ισχυρισμούς θα αποδείξει η ενάγουσα με έγγραφα αλλά και με μάρτυρες.
Επειδή έχει εκδοθεί το υπ’ αριθμ. …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
και για όσους άλλους παραδεκτά κατά τη συζήτηση της παρούσας αγωγής θα προστεθούν
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή, σε όλα ανεξαιρέτως τα αιτήματά της.
Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα για τους ανωτέρω λόγους το ποσό τριακοσίων τριάντα ενός χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ (331.389,00 €) νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της από 29.04.2018 εξωδίκου διαμαρτυρίας άλλως από την επομένη της επίδοσης της παρούσης αγωγής πλέον του τόκου επιδικίας σύμφωνα με το άρθρο 346 ΑΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν 4055/2012 μέχρις εξοφλήσεως.
Να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου προσωρινά εκτελεστή και,
Να καταδικασθεί ο αντίδικος στην εν γένει δικαστική δαπάνη και αμοιβή του/της πληρεξουσίου/ας δικηγόρου της ενάγουσας.
Τόπος, Ημερομηνία
… Πληρεξούσι… Δικηγόρος
Σελ. 7
Παρατηρήσεις
1. Έννοια καταψηφιστικής αγωγής. Πρόκειται για την αγωγή με την οποία ο ενάγων επιδιώκει την καταδίκη του εναγομένου σε παροχή, δηλαδή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γι’ αυτό και θεωρείται ότι ως έννοια αντανακλά, σε δικονομικό επίπεδο, την αξίωση του αστικού δικαίου (ΑΚ 247). Συνιστά τον πλέον συνήθη τρόπο δικαστικής προστασίας, γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν «τυποποιείται» σε συγκεκριμένη δικονομική διάταξη. Ο χαρακτηρισμός μιας αγωγής ως καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής εξαρτάται αποκλειστικά και µόνο από το είδος της έννομης προστασίας που ζητείται µε αυτή, αν δηλαδή ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση του αγωγικού δικαιώματος ή αρκείται στην απλή αναγνώρισή του. Σε αυτόν δε προβαίνει το δικαστήριο, χωρίς να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που δίνει στην αγωγή ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος ούτε το αίτημα αυτής περιορίζει, ούτε την καθιστά αόριστη.
2. Άσκηση αγωγής. Η θεωρία χαρακτηρίζει την αγωγή ως σύνθετη διαδικαστική πράξη, συντελούμενη με τη διενέργεια δύο διαδικαστικών πράξεων, που συγκροτούν ενότητα, και συγκεκριμένα: α) της κατάθεσης δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται (η οποία μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα βάσει των ειδικότερων όρων περί της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων που προβλέπει το ΠΔ 25/2012, σε συνδ. με την πρόβλεψη στα άρθρα 215 παρ. 1 εδάφ. β’ και 119 παρ. 4 ΚΠολΔ), και β) της επίδοσης αντιγράφου της στον εναγόμενο (ΚΠολΔ 215 παρ. 1 εδάφ. α’).
α) Κατάθεση. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 ΚΠολΔ εδάφ. γ’-δ’, «Κάτω από το δικόγραφο που κατατέθηκε συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της κατάθεσης, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Η έκθεση μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 117. Αναφορά του δικογράφου της αγωγής που κατατέθηκε γίνεται χωρίς καθυστέρηση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο. Στο βιβλίο αυτό αναγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της διαφοράς. Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών». Δεν υφίσταται κατάθεση αν παραλειφθεί πλήρως η σύνταξη της έκθεσης. Αν αντίθετα από τη συνταχθείσα έκθεση κατάθεσης λείπει κάποιο από τα απαιτούµενα στοιχεία της, τότε, κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, η παράλειψη αυτή δεν
Σελ. 8
επηρεάζει το υποστατό της κατάθεσης και συνακόλουθα της άσκησης της αγωγής, ειδικά ως προς την έλλειψη της υπογραφής του συντάκτη της.
Όταν η αγωγή εισάγεται στην τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 237), ο γραμματέας, εκτός από την έκθεση, που συντάσσει κάτω από το πρωτότυπο, υποχρεώνεται ακόμη να σημειώνει ευδιάκριτα, τόσο στο πρωτότυπο όσο και στα αντίγραφα της αγωγής, την ακριβή καταληκτική ημεροχρονολογία (δεν αρκεί η αναγραφή των 100 ή 130 ημερών) κατάθεσης των προτάσεων, με την υπόμνηση ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη (βλ. ΚΠολΔ 226 παρ. 2 εδάφ. β’).
β) Επίδοση. Όσον αφορά στην Τακτική διαδικασία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παράγραφος 2 του Ν 4335/2015 - ΦΕΚ Α’ 87/23.07.2015, και ισχύει για τις κατατιθέμενες από 01.01.2016 αγωγές), «Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Στον εναγόμενο επιδίδεται πάντως μόνο αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο, και όχι κατά την κατάθεση της αγωγής. Συγκεκριμένα, ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο γίνονται αργότερα, εντός 15 ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων (βλ. άρθρο 237 παρ. 6 εδάφ. α’, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του Ν 4842/2021) με ορισμό δικασίμου σε προθεσμία εντός τριάντα ημερών ή εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 ΚΠολΔ. Η απόδειξη της εμπρόθεσμης επίδοσης της αγωγής γίνεται με την προσκομιδή του σχετικού αποδεικτικού επιδόσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ μαζί με τις προτάσεις και τα λοιπά αποδεικτικά ή και διαδικαστικά έγγραφα. Περαιτέρω, κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, «Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Στην Τακτική διαδικασία επομένως, παρέπεται ότι, υπό την ισχύ του Ν 4335/2015, ήδη δε του Ν 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021), η ανεπίδοτη αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Τούτο σημαίνει ότι η προθεσμία
Σελ. 9
επίδοσης της αγωγής, η οποία έως την εισαγωγή του Ν 4335/2015 θεωρούνταν προπαρασκευαστική, έχει καταστεί πλέον ενεργείας. Έτσι η έλλειψη επίδοσης, καθώς και τα κάθε είδους ελαττώματα της επίδοσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο, και δεν χωρεί θεραπεία της έλλειψης επίδοσης από την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγομένου στη διαδικασία (συντελούμενη με την προκατάθεση των προτάσεων), ή από την επιτυχή ή μη επίκληση δικονομικής αυτού βλάβης. Αντίστοιχα, σε περίπτωση επίδοσης σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής, η ελλιπής κατά το περιεχόμενο περίληψη του προς επίδοση δικογράφου, συνεπάγεται, στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα. Όταν η αγωγή στρέφεται κατά διαδίκου, που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της Ε.Ε., τότε, κατά μία τάση στη νομολογία, δεν αρκεί για την παραδεκτή άσκηση της αγωγής, κατ’ άρθρ. 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, η εμπρόθεσμη πλασματική επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα, κατά τα άρθρ. 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά απαιτείται να λάβει χώρα εμπρόθεσμη πραγματική επίδοση της αγωγή, η οποία αποδεικνύεται με την προσκόμιση της βεβαίωσης του άρθρου 19 του Κανονισμού 1393/2007, από τον ενάγοντα που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, εντός της προθεσμίας κατάθεσης των προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων. Η προθεσμία αυτή έχει θεωρηθεί από τη θεωρία ως ανεπαρκής, και για το λόγο αυτό προτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 148
Σελ. 10
ΚΠολΔ, ή η υποβολή αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Σύμφωνα, με αντίθετη ωστόσο τάση στη νομολογία, όταν ο εναγόμενος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. κρίσιμη είναι η ημερομηνία της διαβίβασης προς τον Εισαγγελέα και όχι εκείνη της πραγματικής επίδοσης, με συνέπεια να θεωρείται υποστατή η αγωγή που επιδόθηκε στον εισαγγελέα στην προθεσμία του άρθρου 215 ΚΠολΔ, έστω και αν η πραγματική επίδοση συντελέσθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο.
Στο πεδίο των Ειδικών διαδικασιών η αγωγή εξακολουθεί να ασκείται με κατάθεση και επίδοση τόσο του αντιγράφου της, όσο και κλήσης για συζήτηση εντός 30 ημερών πριν από την συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1 εδάφ. α’ ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής, για το πεδίο των Ειδικών Διαδικασιών, η προ της ισχύος του Ν 4335/2015 νομολογία, η οποία δεχόταν το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής εφόσον ο εναγόμενος παρέστη και δεν προέβαλε κατ’ ένσταση την έλλειψη επίδοσης και την επέλευση αντίστοιχης δικονομικής του βλάβης. Καθιερώνεται με τον τρόπο αυτό διαφορετικό, και δη διττό, αφετήριο χρονικό σημείο για τον υπολογισμό της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής που στη μεν Τακτική διαδικασία είναι η κατάθεση της αγωγής, στις δε Ειδικές διαδικασίες είναι η ημέρα της συζήτησης.
3. Περιεχόµενο αγωγής. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει:
α) Σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της. Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ιστορική βάση της αγωγής είναι ορισμένη όταν εκτίθενται με σαφήνεια, στο εισαγωγικό δικόγραφο, όλα τα γεγονότα που θεμελιώνουν, κατά νόμο, το αίτημα αυτής. Στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο γίνεται δεκτή η θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού, με την έννοια ότι η πληρότητα των γεγονότων που απαιτείται να αναφέρονται κρίνεται σε συνάρτηση προς ένα σιωπηρά επικαλούμενο κανόνα δικαίου, ώστε όσα γεγονότα θεμελιώνουν το πραγματικό κάποιου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συνιστούν ταυτόχρονα την ιστορική βάση της αγωγής, και θεμελιώνουν το αίτημα αυτής. Ωστόσο, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο της αγωγής ανήκουν μόνο τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα, ενώ η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου δεν είναι στοιχείο της αγωγής, ούτε και δεσμεύει το δικαστήριο ο νομικός
Σελ. 11
χαρακτηρισμός που δίδεται υπό του διαδίκου, διότι το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νόμο προσδίδοντας στην επικαλούμενη με την αγωγή έννομη σχέση τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και την υπάγει στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, με βάση την ιστορική βάση και το αίτημα της αγωγής. Απόκλιση από τη θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού παρατηρείται στη νομολογία αναφορικά με την αόριστη νομική έννοια της αμέλειας, και τη δυνατότητα διόρθωσης της ατελούς έκθεσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα του εναγομένου με τις προτάσεις του ενάγοντος κατ’ άρθρ. 224 ΚΠολΔ, ή με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την αποδεικτική διαδικασία.
Περιπτωσιολογία. Ενδεικτικά επί αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών είναι αναγκαίο να αναφέρεται ότι οι μεταβληθείσες, κατά τρόπο έκτακτο και απρόβλεπτο, συνθήκες αποτελούσαν το θεμέλιο για την κατάρτιση της, περί μισθώματος, συμφωνίας, επί αγωγής του εργαζομένου με την οποία ζητούνται μισθοί υπερημερίας και ως παρεπόμενο αίτημα τόκοι υπερημερίας από ορισμένο χρονικό σημείο (ΑΚ 341, 345 και 655), πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, το αίτημά της ως προς τους τόκους να είναι σαφές και ορισμένο και συγκεκριμένα να προσδιορίζεται στο δικόγραφό της το κεφάλαιο για το οποίο ζητούνται οι τόκοι υπερημερίας καθώς και ο ακριβής χρόνος από τον οποίο ζητούνται οι τόκοι αυτοί, επί αγωγής του πωλητή για την καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, πρέπει να αναφέρεται η κατάρτιση της οικείας σύμβασης, τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και η τιμή αυτών, επί αγωγής για την καταβολή της αμοιβής από σύμβαση έργου, ο εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου, επί αγωγής του κομιστή ακάλυπτης επιταγής για αποζημίωση κατ’ άρθρ. 914 ΑΚ απαιτείται να διαλαμβάνεται η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, η ύπαρξη ζημίας, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή, επί της κατ’ άρθρ. 702 ΑΚ αγωγής
Σελ. 12
με την οποία αξιώνονται από τον κύριο του έργου οι μισθοί εργάτη που χρησιμοποίησε ο εργολάβος στην εκτέλεση του έργου, απαιτείται η επίκληση των προαναφερόμενων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 702 ΑΚ και συγκεκριμένα της απασχόλησης του ενάγοντος ως εργάτη, συνδεόμενου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με τον εργολάβο στην κατασκευή οικοδομικού έργου ή ακίνητης εγκατάστασης, της ύπαρξης ληξιπρόθεσμης οφειλής του εργοδότη προς τον εργολάβο και τέλος, των απαιτήσεων, του εργάτη ενάγοντος από την παροχή της εργασίας του, επί αγωγής αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη, πρέπει να εκτίθενται τα συγκεκριμένα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, επί αγωγής με την οποία ζητείται καταβολή χρηματικής ικανοποίησης θα πρέπει όταν αυτή ασκείται από νομικό πρόσωπο να αναφέρεται η προσβολή της εμπορικής τους πίστης, της επαγγελματικής τους υπόληψης και γενικά του εμπορικού τους μέλλοντος. Αντιθέτως, δεν αποτελεί, ενδεικτικά, στοιχείο του ορισμένου της αγωγής εργατών κατά του εργοδότη, για τους μισθούς που τους οφείλει ο εργολάβος κατ’ άρθρ. 702 ΑΚ, η μνεία του ποσού της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής, του τρόπου καταβολής της, η περιγραφή του εκτελεσθέντος έργου και μνεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής του εργοδότη προς τον εργολάβο, επί αγωγής καταβολής αμοιβής εργολάβου, ο ακριβής χρόνος καταρτίσεως της εργολαβικής συμβάσεως δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής. Επί αγωγής αποζημίωσης λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν είναι αναγκαία η αναφορά της βεβαίωσης μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν 5960/1933 τρόπους. Ούτε αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της αγωγής αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών η αναφορά στην αγωγή και ότι ο ενάγων δεν εξοικονόμησε δαπάνη, ούτε απαιτείται να εξειδικεύονται τα προσδίδοντα τη δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους στοιχεία με αναφορά συγκεκριμένων συναλλαγών, προσώπων και παραστατικών, η αναφορά των νομίμων κρατήσεων που έγιναν ή έπρεπε να γίνουν, της αγωγής φορέων συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων δημιουργών για οριστικό καθορισμό εύλογης αμοιβής επί δημόσιας αναπαραγωγής πνευματικών έργων από ιδιοκτήτη ξενοδοχείου και καταβολής αυτής. Για περαιτέρω περιπτωσιολογία, βλ. για
Σελ. 13
το αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής για την καταβολή αμοιβής, αποζημιώσεων ή/και εξόδων δικηγόρου, για την καταβολή μεσιτικής αμοιβής, της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, της αγωγής του εκμισθωτή για αποζημίωση λόγω φθορών στο μίσθιο, της αγωγής αποζημίωσης ασφαλιστικής εταιρείας κατά ασφαλιστικού πράκτορα λόγω μη απόδοσης των, εισπραχθέντων από τον τελευταίο, ασφαλίστρων, της αγωγής αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη Ο.Ε. κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, της αγωγής καταβολής ανεξόφλητου ποσού λόγω καταγγελίας δανείου κατά του εγγυητή, της αγωγής προσώπου που είχε δικαίωμα να απαιτεί διατροφή από τον θανατωθέντα-θύμα της αδικοπραξίας, της αγωγής με την οποία ζητείται η απόδοση του εισπραχθέντος τιμήματος τιμολογίων σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, της αγωγής του εντολέα κατά του εντολοδόχου για απόδοση όσων ο τελευταίος απέκτησε κατά την εκτέλεση της εντολής.
β) Ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου, δεκτικού δικαστικής εκτιμήσεως, γι’ αυτό πρέπει όταν προβάλλεται αξίωση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, να καθορίζεται το ποσό αυτό, διαφορετικά το Δικαστήριο ευρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση σαφή και επιδεκτική εκτελέσεως. Επί χρηματικών απαιτήσεων δυνάμει του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να εξειδικεύονται επακριβώς τα κονδύλια που συνθέτουν το σύνολο της απαίτησης, του αιτούμενου δηλαδή ποσού, ώστε να µην καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ύψος των αξιώσεων αυτών και να είναι σε θέση ο εναγόμενος να αμυνθεί, το δε δικαστήριο, να τάξει τα απαραίτητα θέματα απόδειξης. Σε αντίθεση με την παρ. 1 του άρθρ. 216, η αναγραφή των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου δεν είναι υποχρεωτική. Εκ τούτου έπεται ότι η τυχόν µη αναφορά στην αγωγή της αξίας του αντικειµένου της διαφοράς δεν δημιουργεί πάντως αοριστία του δικογράφου, όταν η αγωγή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα συγκεκριμένου δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το
Σελ. 14
ύψος της αξίας του αντικειμένου. Αντιθέτως όταν η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου προσδιορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει, κατά τη σχετική διατύπωση του άρθρου 216 παρ. 2 ΚΠολΔ να αναφέρεται η αξία αυτού. Πρόκειται όμως για σχετική αοριστία σε περίπτωση παραλείψεως του στοιχείου αυτού της αξίας του, η οποία μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 227, 236, 245 και 254 ΚΠολΔ αλλά και από το Δικαστήριο με βάση την παρεχομένη από το άρθρο 8 ΚΠολΔ δικονομική ευχέρεια. Η ακριβής περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου. Επίσης είναι αναγκαία και για να καθορισθεί η ακριβής έκταση του δεδικασμένου που θα παραχθεί από την εκδοθησομένη απόφαση, καθόσον προϋπόθεση αυτού είναι και η ταυτότητα της διαφοράς (άρθρ. 324 ΚΠολΔ).
γ) Ορισμένο αίτημα. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1γ του ΚΠολΔ η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, και ορισμένο αίτημα. Πανηγυρική, πάντως , διατύπωση του αιτήματος δεν είναι αναγκαία, καθώς από το Νόμο δεν επιβάλλεται η σε ορισμένη θέση ή σειρά παράθεσή του στο δικόγραφο, μπορεί δε να περιέχεται οπουδήποτε στο δικόγραφο ακόμη και στο ιστορικό, αρκεί να είναι πλήρως ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει αντικειμενική αδυναμία του δικαστηρίου να εκδώσει σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης απόφαση. Σε κάθε περίπτωση ο δικαστής εκτιμά το συνολικό ιστορικό του δικογράφου, με γνώμονα δε το πνεύμα της αγωγής, ερμηνεύει το είδος και την έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας. Έτσι, ενδεικτικά, όταν το αίτημα της αγωγής αποτελείται από επιμέρους κονδύλια, τα οποία ενδέχεται να έχουν διαφορετική προέλευση και να οφείλονται για διαφορετική κάθε φορά αιτία, ο ενάγων έχει, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, την υποχρέωση να προσδιορίσει το ακριβές ύψος του κάθε επιμέρους κονδυλίου, καθώς και τον νόμιμο λόγο για τον οποίο ζητά να του επιδικασθεί, ειδάλλως ο μη προσδιορισμός του ύψους εκάστου κονδυλίου, και η γενική αναφορά στις διατάξεις περί κοινού λογαριασμού, περί εντολής, περί αδικοπραξίας και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθιστά αδύνατη την εξέταση της νομικής βασιμότητας της αγωγής εκ μέρους του Δικαστηρίου.
4. Αοριστία της αγωγής. Σύμφωνα με παγιωμένη αντίληψη στην επιστήμη, η έλλειψη από το δικόγραφο της αγωγής ενός ή περισσότερων στοιχείων, αναγκαίων κατά νόμο,
Σελ. 15
για τη θεμελίωση του αιτήματός της καθιστά την αγωγή αυτή αόριστη. Πρόκειται δε ακριβέστερα περί νομικής αοριστίας, και όχι πραγματικής, η οποία διακρίνεται ακολούθως σε ποσοτική και ποιοτική και ισοδυναμεί με την ελλιπή ή ασαφή έκθεση των -μνημονευόμενων πάντως- γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της. Η διάκριση αυτή έχει πάντως πρακτικές συνέπειες, και συγκεκριμένα:
α) Όσον αφορά στη δυνατότητα θεραπείας. Γίνεται πάγια δεκτό από τη νομολογία ότι ο ενάγων δύναται να συμπληρώσει με τις προτάσεις του (κατά μία δε θέση και με την προσθήκη που κατατίθεται πριν από τη συζήτηση, βλ. άρθρ. 237 παρ. 2, 591 παρ. 1στ’ ΚΠολΔ) την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (για τις παραδεκτές διευκρινίσεις, διορθώσεις, συμπληρώσεις βλ. κατωτ. άρθρ. 224). Για τη θεραπεία της αοριστίας δεν αρκεί πάντως παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή αποδεικτικά μέσα.
β) Όσον αφορά στον αναιρετικό έλεγχο, η νομολογία δέχεται πάγια ότι η νομική αοριστία της αγωγής ελέγχεται με επιστράτευση του υπ’ αριθ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος έκρινε την αγωγή αόριστη ενώ ήταν ορισμένη ή αν το δικαστήριο που αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής έκρινε αυτή ορισμένη ενώ ήταν αόριστη. Αντίθετα επί πραγματικής αοριστίας (είτε ποσοτικής είτε ποιοτικής) βρίσκει εφαρμογή ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 ή 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Η νομολογία πάντως θέτει αυξημένες απαιτήσεις για τον αναιρετικό έλεγχο της αοριστίας αξιώνοντας μνεία του ισχυρισμού στο δικαστήριο της ουσίας, καθώς ο περί αοριστίας ισχυρισμός δεν ανάγεται στη δημόσια τάξη (άρθρ. 562 παρ. 2γ’ ΚΠολΔ) [59], αναφορά
Σελ. 16
στο αναιρετήριο του ισχυρισμού περί αοριστίας, όπως προτάθηκε στο ουσιαστικό δικαστήριο, και παράθεση του περιεχομένου της αγωγής που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένη ή απορρίφθηκε ως αόριστη, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης.
5. Σημειώνεται τέλος ότι το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, όπως λ.χ. στην απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ασκηθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη, αγωγή, ήτοι αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη (αοριστία), το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Εάν όμως ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή.
6. Νοµιµοποίηση διαδίκων. Η νομιμοποίηση συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται επομένως αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, και συνίσταται στην εξουσία διεξαγωγής από το διάδικο συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, διακρίνεται δε σε κατά κανόνα ή συνήθη και κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για έννοια που καθορίζεται πρωταρχικά από το ουσιαστικό δίκαιο, βάσει του οποίου προκύπτει ο εκάστοτε φορέας του ουσιαστικού δικαιώματος ή της ουσιαστικής έννομης σχέσης.
7. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (άρθρ. 216 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ), θεμελιώνουν επομένως την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
Σελ. 17
των διαδίκων. Στην περίπτωση της συνήθους ή κατά κανόνα νομιμοποίησης αρκεί πάντως ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός ο ίδιος είναι ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, και ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, καθώς τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης γεγονότα ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής. Στην αναγνωριστική αγωγή πάντως, πρέπει να εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος. Ελλείψει δε πλήρους και σαφούς έκθεσης των στοιχείων αυτών, η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ενδεικτικά, για το ορισμένο της νομιμοποίησης του διαχειριστή πολυκατοικίας υπαγόμενης στο καθεστώς του Ν 3741/1929 κατά συνιδιοκτήτη προς καταβολή των κοινόχρηστων δαπανών θα πρέπει να αναφέρονται ότι ο ενάγων κατέστη διαχειριστής κατόπιν νόμιμης εκλογής ή διορισμού, η ύπαρξη συμβολαιογραφικής συμφωνίας ή κανονισμού, νόμιμα μεταγεγραμμένων, ο τίτλος κτήσης του εναγομένου, νόμιμα μεταγεγραμμένου. Αν ωστόσο προκύψει ότι ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος (ο οποίος προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο) είναι αναληθής, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη, και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης. Ενόψει δε της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησής του περιστατικών, συνιστούν όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης αλλά ανεπτυγμένη άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντα ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης, ο δε σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου δεν υπόκειται στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος ούτε και συνιστά πράγμα κατ’ άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν περιθώριο αμφισβητήσεως των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η ενεργητική νομιμοποίηση καταλείπεται, επομένως και στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητάς τους
Σελ. 18
ανακύπτει, μόνον όταν ο ισχυρισμός του ενάγοντος, αληθής υποτιθέμενος, προσδίδει πάντως στον εναγόμενο την ιδιότητα του υπόχρεου διαδίκου.
8. Ενδεικτικά, σε περίπτωση άσκησης αγωγής από νομικό πρόσωπο για αποκατάσταση της ζημίας που αυτό υπέστη νομιμοποιείται μόνο το ίδιο. Έτσι η κατά κανόνα νομιμοποίηση επιτρέπει μόνο στη Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) και όχι στους μετόχους της ή στα μέλη της διοίκησής της να επιδιώκει την εκπλήρωση συμβάσεων που καταρτίστηκαν στο όνομά της, την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας της ή της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη. Συνεπώς, αν η σχετική αγωγή ασκηθεί από το νόμιμο εκπρόσωπο της ΝΕΠΑ στο όνομά του (ή και στο όνομά του), η αγωγή θα απορριφθεί ως ανομιμοποίητη. Πάντως, όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως κατά νομικού προσώπου, δεν απαιτείται για το ορισμένο της παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου, αναφορά των φυσικών προσώπων που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο, κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή κατά την ενέργεια των πράξεων και παραλείψεων, ή και ότι αυτά ενήργησαν εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου.
9. Για τις περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης σε ορισμένα πρόσωπα παρότι δεν ισχυρίζονται ότι αποτελούν φορέα του επίδικου δικαιώματος. Στην περίπτωση δε της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, όταν δηλαδή ενάγουν ή ενάγονται μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι, θα πρέπει να αναφέρονται αυτοτελή γεγονότα, πρόσθετα εκείνων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από, ή κατά μη νομιμοποιούμενου διαδίκου. Ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις είναι εκείνες του πλαγιαστικώς ενάγοντος (άρθρ. 72 ΚΠολΔ), του διαδίκου που διέθεσε το επίδικο αντικείμενο κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρ. 225 ΚΠολΔ), του συνδίκου της πτώχευσης (άρθρ. 63 επ. ΠτΚ), του ΤΕΕ που ενάγει ως προς την αμοιβή μελών του μηχανικών, όχι μόνο για τη σύνταξη μελετών, αλλά, μετά την έναρξη ισχύος του ΠΔ 242/1984 (26.7.1984) και για την επίβλεψη. Συναφώς, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από
Σελ. 19
Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) στις οποίες ανατίθεται υποχρεωτικά από τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) η διαχείριση των από αυτές αποκτηθέντων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, δεν αποκτούν τις εν λόγω απαιτήσεις κατά κυριότητα και, συνεπώς, δεν καθίστανται ειδικοί κατά το ουσιαστικό δίκαιο διάδοχοι των εν λόγω ιδρυμάτων, νομιμοποιούνται δε όχι ως δικαιούχοι, αλλά ως μη δικαιούχοι διάδικοι (βλ. άρθρ. 2 παρ. 4 Ν 4354/2014) να διεξάγουν τις περί των διαχειριζόμενων απαιτήσεων δίκες και τις διαδικαστικές πράξεις εκτέλεσης για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενες, ωστόσο, έννομη προστασία στο όνομά τους, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, όχι, όμως, για ίδιο λογαριασμό.
10. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, της νομιμοποίησης των διαδίκων και της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίασή τους εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο με αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι στον αναιρετικό λόγο με αριθ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Παρότι ο ισχυρισμός περί νομιμοποίησης δεν είναι αυτοτελής, κρίθηκε ότι για να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης, η έλλειψη νομιμοποίησης πρέπει να έχει προταθεί στα δικαστήρια της ουσίας.
11. Αγωγή υπό αίρεση. Κατά το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, µπορεί όµως ο ενάγων, για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση της αγωγής, να την στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλλει άλλη αίτηση. Ο ΚΠολΔ προβλέπει τρία είδη σώρευσης αγωγών: α) την υποκειμενική ή συνηθέστερα ομοδικία (άρθρ. 74 επ. ΚΠολΔ), β) την αντικειμενική (άρθρ. 218 ΚΠολΔ) και γ) την επικουρική σώρευση (άρθρ. 219 ΚΠολΔ). Το δικαστήριο πάντως δεν δεσμεύεται από το νομικό χαρακτηρισμό του είδους της σώρευσης ως αντικειμενικής ή επικουρικής αλλά δύναται να προβεί το ίδιο στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του δικογράφου. Στην περίπτωση των άρθρων 218 και 219 ΚΠολΔ, υφίσταται πλειονότητα αντικειμένων δίκης είτε περισσότερων ιστορικών βάσεων είτε περισσότερων αιτημάτων.
Σελ. 20
12. Ειδικότερα, η αντικειμενική σώρευση αγωγών προβλέπεται στο άρθρο 218 ΚΠολΔ και συντρέχει όταν ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, δηλαδή αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται μόνο εφόσον πληρούνται οι κατά το άρθρο αυτό τασσόμενες προϋποθέσεις (βλ. κατωτ.), ενώ διαφέρει της από το ουσιαστικό δίκαιο συρροής αξιώσεων. Εξάλλου επί επικουρικής σώρευσης, η εξέταση της επικουρικής βάσης ή του επικουρικού αιτήματος τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αναβλητική αίρεση απόρριψης της κύριας βάσης ή του κύριου αιτήματος, υπό τον όρο ότι εκτίθενται σαφώς τα γεγονότα τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την επικουρική βάση. Συνήθης είναι εξάλλου η δικονομική σώρευση της αξίωσης από τη σύμβαση με εκείνη από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδάφ. α’ ΚΠολΔ τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης ή λήξεως ή ανατροπής της εννόμου σχέσεως όπως επί υπαναχωρήσεως, και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της εν λόγω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή λήξεως της εννόμου σχέσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα ή η αιτία της λήξεως της εννόμου σχέσεως. Συναφώς, επί επικουρικής σώρευσης της αγωγής από αδικοπραξία και εκείνης από αδικαιολόγητο πλουτισμό που ασκείται επικουρικά, για την περίπτωση που η αξίωση αδικοπραξίας έχει αποσβεσθεί, δεν απαιτείται μνεία και του λόγου απόσβεσης (λ.χ. παραγραφή) της κύριας αξίωσης.