ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Από τη θεωρία των "executory contracts" σε ένα σύγχρονο πρότυπο διαχείρισης των εκκρεμών συμβάσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 544
- ISBN: 978-618-08-0305-1
Η μονογραφία «Εκκρεμείς Συμβάσεις στις Διαδικασίες Αφερεγγυότητας» ασχολείται με την προβληματική της διαχείρισης των εκκρεμών συμβάσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια συνολικής θεώρησης του ζητήματος σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.
Επιχειρεί να δώσει απαντήσεις, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα ερωτήματα:
- ποιο είναι το δογματικά επιβεβλημένο μέτρο επέμβασης των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις προγενέστερες συμβατικές σχέσεις
- ποιες συμβάσεις πρέπει να θεωρηθούν εκκρεμείς
- κατά πόσο ο σύνδικος μονοπωλεί την εξουσία λήψης αποφάσεων για την τύχη των συμβάσεων
- ποιο είναι το πρότυπο και ποια τα κριτήρια με βάση τα οποία θα αποφασιστεί η τύχη των συμβάσεων
- κατά πόσο, στη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών, μπορεί να συμβάλει και η διδασκαλία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου
- αν, για τον ίδιο σκοπό, θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των αντισυμβαλλόμενων του οφειλέτη
- αν οι συμβατικές παροχές συνεχίζουν να εκπληρώνονται κανονικά μέχρι να ληφθεί η σχετική απόφαση του συνδίκου
- ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της αποδοχής μιας σύμβασης, και ποιες οι συνέπειες της απόκρουσής της
- αν η σχετική συζήτηση τίθεται σε διαφορετική βάση όταν δεν έχει εκκινήσει πτώχευση, αλλά προληπτική αναδιάρθρωση του οφειλέτη-συμβαλλόμενου και
- αν κάποιες συμβάσεις, όπως οι συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα, ή εκείνες που συνάπτονται στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, πρέπει να αποτιμηθούν με διαφορετικά μέτρα και σταθμά σε σχέση με τις λοιπές, τις «κοινές» συμβάσεις.
Η μονογραφία διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, ως εξής:
- Στο πρώτο, τίθενται οι αναγκαίες δογματικές βάσεις.
- Στο δεύτερο, επιχειρείται δικαιοσυγκριτική μελέτη του ζητήματος.
- Στο τρίτο, διερευνάται το ζήτημα της τύχης των συμβάσεων στην πτώχευση.
- Στο τέταρτο η συζήτηση προσαρμόζεται στα δεδομένα της προληπτικής αναδιάρθρωσης.
- Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, εν είδει ανακεφαλαίωσης, εφαρμόζει τα συμπεράσματα των προηγούμενων κεφαλαίων στο παράδειγμα της άδειας χρήσης σήματος.
Απευθύνεται τόσο στον ερευνητή του Δικαίου της Αφερεγγυότητας, ο οποίος αναζητά δογματική τεκμηρίωση, όσο και στους δικαστές, στους διαχειριστές αφερεγγυότητας και στο νομικό της πράξης, που αντιμετωπίζουν καθημερινά ζητήματα που άπτονται των διαχείρισης συμβάσεων εντός των διαδικασιών αφερεγγυότητας.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XXVII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ 1
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 5
ΤΟ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ: ΔΥΟ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 5
Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ
ΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 5
ΙΙ. Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΙΣΕΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ UNCITRAL ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 9
1. Όσον αφορά τη διάδραση των κανόνων αφερεγγυότητας και
των κανόνων Αστικού Δικαίου για τις συμβάσεις 9
2. Όσον αφορά τα κριτήρια αποτίμησης των συμβάσεων προκειμένου να ενταχθούν στην «επιτηρούμενη» περιουσία του οφειλέτη 10
3. Όσον αφορά το μηχανισμό ένταξης των συμβάσεων
στην «υπό επιτήρηση» περιουσία του οφειλέτη 10
4. Όσον αφορά τη συνεκτίμηση-και εν τέλει την προστασία-
των συμφερόντων του τρίτου αντισυμβαλλόμενου στη σύμβαση 12
5. Όσον αφορά την ανάγκη-και τον τρόπο-ειδικής διαχείρισης
συγκεκριμένων κατηγοριών συμβάσεων 13
ΙΙΙ. Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
(Ν. 4738/2020) 13
IV. ΤΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/1023 14
1. Η αθέτηση των υποχρεώσεων του οφειλέτη από τη σύμβαση
ως απαραίτητο πραγματικό για την εφαρμογή της διάταξης
του άρθρου 7 παρ. 4 της Οδηγίας 15
2. Ο συσχετισμός της διαχείρισης των συμβάσεων με
την αναστολή των ατομικών διώξεων στην προληπτική αναδιάρθρωση 16
3. Η ελλειπτική οριοθέτηση της έννοιας των «ουσιωδών» συμβάσεων 16
4. Η απαγόρευση των συμβατικών ρητρών «αυτόματης επέλευσης συνεπειών» 17
5. Και η τύχη των συμβάσεων μετά το πέρας της αναστολής
των ατομικών διώξεων; 17
V. ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ 19
Α. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΟΔΙΚΑΙΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ 19
Ι. Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ
ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΙΣ ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ 20
1. Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις 20
2. Διαρκείς συμβάσεις 23
3. Συμβάσεις στις οποίες εκκρεμεί εν όλω ή εν μέρει,
η εκπλήρωση των παροχών 26
ΙΙ. ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ: Η ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΗ
ΤΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 26
ΙΙΙ. ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ INTRA PORTAS: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΙΝΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 28
1. Οι παραδοχές 28
2. Οι αρχές 30
3. Δικαιοσυγκριτική αναφορά: χάραξη των ορίων προϋφιστάμενων
δικαιωμάτων (“pre-bankruptcy entitlements») και Δικαίου
Αφερεγγυότητας 37
IV. ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΦΩΝΗΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ «ΙΔΙΩΤΙΚΗ» ΚΑΤΑΣΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
("PRIVATE ORDERING OF BANKRUPTCY") 39
1. H βασική θέση και τα όρια 39
2. Οι αντιρρήσεις 46
Β. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 47
Ι. Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ 48
ΙΙ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ 51
Γ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ VS. ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ, ΙΔΙΩΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 53
Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: ΟΙ ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΑΡΧΕΣ 53
ΙΙ. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΚΑΤΑ
ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 55
1. Η κατανομή των συναλλακτικών κινδύνων: συμβατική
και επεμβατική/διορθωτική 55
2. Μέτρο ανατροπής της σύμβασης και (ανεκτή από την έννομη τάξη) αποστασιοποίηση από την αρχή “pacta sunt servanda» 60
3. Συνεκτίμηση των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου 64
4. Οι έννομες συνέπειες και ο μηχανισμός της επεμβατικής/διορθωτικής κατανομής των συναλλακτικών κινδύνων 65
ΙΙΙ. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ: Η «ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ» ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 67
Δ. ΚΡΑΤΙΚΕΣ, ΙΔΙΩΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 69
Ε. ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 71
Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 71
ΙΙ. Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 72
ΙΙΙ. Η ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ 75
ΙV. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
ΣΕ ΑΓΡΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΠΩΦΕΛΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ 75
V. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ 77
ΣΤ. ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 79
Ι. ΤΡΕΧΟΥΣΑ VS. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ
ΤΗΣ «ΚΡΙΣΙΜΗΣ»/ «ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗΣ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 79
ΙΙ. ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΑΠΟΛΥΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ VS. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΤΗΣ «ΚΡΙΣΙΜΗΣ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 82
1. Κριτήριο με βάση το περιεχόμενο των δικαιωμάτων
(κριτήριο από την αστικοδικαική διδασκαλία) 82
2. Κριτήριο με βάση τη σειρά ικανοποίησης των συμβατικών δικαιωμάτων (κριτήριο από την αστικοδικαιική διδασκαλία) 83
3. Κριτήριο με βάση το «παθητικό» που απορρέει από τις συμβάσεις
(κριτήριο από την αστικοδικαιική διδασκαλία) 84
4. Κριτήριο με βάση το ευμετάβλητο της αξίας των συμβάσεων
(οικονομικό/λογιστικό κριτήριο) 84
ΙΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ «ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ» ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 85
ΙV. H ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ: Ο ΡΟΛΟΣ
ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 87
Ζ. ΣΥΜΜΕΤΡΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 90
Ζ1. Η ΣΥΜΜΕΤΡΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 91
Ι. Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ 91
1. Γενικά 91
2. Η άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων στο πλαίσιο
της αναστολής 92
3. «Επιτάχυνση» και «από-επιτάχυνση» δικαιωμάτων, απαιτήσεων
και αξιώσεων 94
ΙΙ. ΟΙ ΑΝΑΚΛΗΤΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 97
1. Γενικά 97
2. Ανάκληση και «κοινή» διαχείριση εκκρεμών συμβάσεων: ομοιότητες 97
2.1. Ανάκληση και διαχείριση εκκρεμών συμβάσεων προϋποθέτουν
τη διερεύνηση του περιουσιακού αποτυπώματος των συμβάσεων 97
2.2. Ανάκληση και διαχείριση ανήκουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων
των οργάνων της διαδικασίας αφερεγγυότητας 98
3. Ανάκληση vs. «κοινή» διαχείριση εκκρεμών συμβάσεων: διαφορές 98
3.1. Η ανάκληση καταλαμβάνει κυρίως συμβάσεις οι παροχές των οποίων
έχουν εκπληρωθεί, η διαχείριση καταλαμβάνει εκκρεμείς συμβάσεις 98
3.2. Ο περιουσιακός αντίκτυπος μιας σύμβασης που ανακαλείται κυρίως
ανατρέχει στο παρελθόν, ο αντίκτυπος εκείνης που αποτιμάται προς
αποδοχή ή απόκρουση κυρίως εκτείνεται στο μέλλον 98
3.3. Η ανάκληση θεμελιώνεται στον εγγενώς ζημιογόνο χαρακτήρα
της σύμβασης, η διαχείριση στη στάθμιση του κόστους και οφέλους που απορρέει από τη σύμβαση για την «κρίσιμη» περιουσία 99
3.4. Έννομη συνέπεια της ανάκλησης είναι η ανατροπή των αποτελεσμάτων
μιας σύμβασης, έννομη συνέπεια της διαχειριστικής απόφασης
του συνδίκου για μια εκκρεμή σύμβαση είναι η ένταξή της στην «κρίσιμη» περιουσία ή η απόκρουσή της 99
ΙΙΙ. ΟΙ ΡΗΤΡΕΣ ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΛΥΣΗΣ (“IPSO FACTO”) 100
1. Η τυπολογία των ρητρών αυτόματης λύσης 100
2. Οι αναλυτικές προσεγγίσεις: ρήτρες αυτόματης λύσης και Δίκαιο Αφερεγγυότητας 101
3. Η αφερεγγυότητα ως εκ νόμιμος λόγος λύσης και νόμιμος
λόγος καταγγελίας των συμβάσεων στο ελληνικό δίκαιο 105
3.1. Νόμιμος λόγος λύσης συμβάσεων 105
3.1.1. Σύμβαση εντολής (726 ΑΚ) 105
3.1.2. Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας 105
3.1.3. Σύμβαση αποκλειστικής διανομής 106
3.1.4. Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης 106
3.1.5. Σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου 106
3.2. Νόμιμος λόγος καταγγελίας συμβάσεων 106
3.2.1. Σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης 106
3.2.2. Ασφαλιστική σύβαση 107
IV. Η ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ «ΑΝΕΚΧΩΡΗΤΩΝ» ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ «ΚΡΙΣΙΜΗ»/«ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 107
1. Η προβληματική και η τυπολογία των «ανεκχώρητων» συμβάσεων 107
2. «Ανεκχώρητες» συμβάσεις και Δίκαιο Αφερεγγυότητας 111
Ζ2. Η ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 112
Ι. Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ «ΑΝΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥ» (ΕΚΚΡΕΜΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ)
ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 112
1. Η συνδρομή του «ανεκτέλεστου» των συμβάσεων ως παραμετροποίηση
και ως ιστορική και πρακτική αναγκαιότητα 112
1.1. Το «ανεκτέλεστο» ως παραμετροποίηση των συμβάσεων από
το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας 112
1.2. Η ιστορική διάσταση 114
1.3. Η δικαιοδογματική και η πρακτική διάσταση 115
2. Η απάμβλυνση και σχετικοποίηση του «ανεκτέλεστου» 118
2.1. Γενικά: το «ανεκτέλεστο» σε μετέωρη κατάσταση 118
2.2. Αφανής αμφιμερής εκκρεμότητα εκπλήρωσης 118
2.2.1. «Ανεκτέλεστο» (αμφιμερής εκκρεμότητα) μέχρι
την ενεργοποίηση της κύριας συμβατικής έννομης σχέσης 118
2.2.2. «Ανεκτέλεστο» (αμφιμερής εκκρεμότητα) μέχρι την γέννηση ή
την ενεργοποίηση κύριων, παρεπόμενων και δευτερογενών υποχρεώσεων του οφειλέτη 119
3. Η εφαρμογή του κριτηρίου της αμφιμερούς εκκρεμότητας
ως υπερβάλλουσα παραμετροποίηση 120
II. H ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΜΕ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗΣ, ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ ΜΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ 121
1. Συμβάσεις και δικαιώματα προαίρεσης 121
1.1. Υπερβάλλουσα παραμετροποίηση στην αμερικανική πρακτική 121
1.2. Η οπτική του ελληνικού δικαίου 122
2. Συμβατικές ρήτρες μη ανταγωνισμού 124
2.1. Υπερβάλλουσα παραμετροποίηση στην αμερικανική πρακτική 124
2.2. Η ελληνική οπτική 128
3. Εταιρικές συμμετοχές 128
3.1. Υπερβάλλουσα παραμετροποίηση στην αμερικανική πρακτική 128
3.2. Η ελληνική οπτική 129
Η. Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ
ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ 130
Ι. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ 130
ΙΙ. ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΕΝΤΟΣ ΕΕ 130
ΙΙΙ. ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΕΚΤΟΣ ΕΕ 132
Ι. ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 133
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 137
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 137
Β. ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 141
Ι. ΔΙΑΔΡΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 141
1. Δικαίωμα επιλογής του συνδίκου με ήσσονες επεμβάσεις
του Δικαίου της Αφερεγγυότητας στις σχέσεις ουσιαστικού δικαίου 141
2. Διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των διαιρετών (τμηματικών) παροχών,
πριν και μετά την εκκίνηση της διαδικασίας 146
ΙΙ. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 149
ΙΙΙ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ «ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 150
ΙV. ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ 152
V. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 153
1. Συμβάσεις ακριβόχρονης εκπλήρωσης, συμβάσεις με αντικείμενο χρηματοοικονομικές παροχές 153
2. Συμβάσεις μίσθωσης 154
3. Συμβάσεις εργασίας 155
Γ. ΓΑΛΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 155
Ι. ΔΙΑΔΡΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 155
1. Η οικονομική αξία των συμβάσεων ως στοιχείου
της «επιτηρούμενης» περιουσίας 155
2. Το φίλτρο της «εκκρεμότητας» των συμβάσεων 157
3. Η συνέχιση των συμβάσεων μετά την εκκίνηση της διαδικασίας ως «προεπιλεγμένος κανόνας» (“default rule”) στο σύνολο
των διαδικασιών αφερεγγυότητας 159
ΙΙ. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 168
ΙΙΙ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ «ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 169
ΙV. ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ 170
V. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 171
1. Συμβάσεις μίσθωσης 171
2. Συμβάσεις εργασίας 172
Δ. ΔΙΚΑΙΟ ΗΠΑ 173
Ι. ΔΙΑΔΡΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 173
1. Δικαίωμα επιλογής του συνδίκου με ήσσονες επεμβάσεις του Δικαίου
της Αφερεγγυότητας στις σχέσεις ουσιαστικού δικαίου: αποδοχή vs. απόκρουση 173
2. Οι συμβάσεις στην ενδιάμεση περίοδο πριν τη λήψη απόφασης
από το όργανο της διαδικασίας (“limbo”) 175
3. H μεταβίβαση των συμβατικών σχέσεων 177
4. Το φίλτρο της «εκκρεμότητας» των συμβάσεων 177
ΙΙ. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 178
ΙΙΙ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ «ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 179
ΙV. ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ 180
V. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 181
1. Συμβάσεις μίσθωσης 181
2. Συμβάσεις με αντικείμενο χρηματοοικονομικές παροχές 182
Ε. ΔΙΚΑΙΟ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΥΑΛΙΑΣ (ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ) 182
Ι. ΔΙΑΔΡΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 182
1. Η ένταξη των εκκρεμών συμβάσεων στην ευρεία έννοια
της «επιτηρούμενης» περιουσίας του αγγλικού δικαίου 182
2. Η ιδιωτική βούληση ως προεξάρχουσα συνισταμένη
της κατάστρωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας και
της διαχείρισης των εκκρεμών συμβάσεων 184
3. Η συνέχιση των συμβάσεων μετά την εκκίνηση της διαδικασίας ως «προεπιλεγμένος κανόνας» (“default rule”) στο σύνολο
των διαδικασιών αφερεγγυότητας 187
ΙΙ. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 189
ΙΙΙ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ «ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΗ» ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ 190
ΙV. ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ 190
V. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 191
1. Συμβάσεις με αντικείμενο χρηματοοικονομικές παροχές 191
2. Συμβάσεις πώλησης πράγματος, χρηματοδοτικής μίσθωσης και σύστασης εμπιστεύματος (trust), και η προστασία
της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των μερών 194
ΣΤ. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ 194
1. Όσον αφορά τη διάδραση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου
που διέπουν τις συμβατικές σχέσεις και του Δικαίου
της Αφερεγγυότητας 194
2. Όσον αφορά το μηχανισμό ένταξης των εκκρεμών συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία μετά την εκκίνηση
της διαδικασίας αφερεγγυότητας 196
3. Όσον αφορά τα κριτήρια αποτίμησης των προς ένταξη
στην «επιτηρούμενη» περιουσία εκκρεμών συμβάσεων 196
4. Όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων
των αντισυμβαλλομένων του αφερέγγυου οφειλέτη 197
5. Όσον αφορά την εξειδικευμένη μεταχείριση ιδιαίτερων συμβατικών
τύπων από το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας 197
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ 199
Α. ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ: ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΣΠΡΑΓΙΑΣ ΕΝΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 199
Β. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ:
ΤΑ ΑΚΡΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ 203
Ι. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ 203
II. Η «ΟΥΣΙΩΔΗΣ» ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΙΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑφ 208
ΙΙΙ. ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 215
1. Απόκλιση πρώτη: η πτώχευση ως ιδιάζον πραγματικό (=νόμιμη αιτία) αποδέσμευσης από τη σύμβαση, με ιδιάζουσες έννομες συνέπειες 215
2. Απόκλιση δεύτερη: υπολειμματική συνεκτίμηση των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου του αφερέγγυου οφειλέτη 218
3. Απόκλιση τρίτη: αποστέρηση του αντισυμβαλλόμενου από
την εξουσία πρόωρης αποδέσμευσης από τις εκκρεμείς συμβάσεις 219
4. Απόκλιση τέταρτη: αποκλειστικός μηχανισμός αποτίμησης
των εκκρεμών συμβάσεων και πρόωρης αποδέσμευσης από αυτές 220
Γ. EΝΤΑΞΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ:
ΜΕ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ή ΜΕ ΜΕΣΑ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ; 221
Ι. ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗ: ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ
ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ME BAΣΗ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ 221
ΙΙ. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΕ ΜΕΣΑ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 224
1. Επιχείρημα από τη νομική φύση και την αποστολή
της πτωχευτικής περιουσίας 224
2. Επιχείρημα (εξ αντιδιαστολής) από τις έννομες συνέπειες ένταξης των συμβάσεων στην πτωχευτική περιουσία 225
3. Επιχείρημα από το συσχετισμό της ένταξης των συμβάσεων
στην πτωχευτική περιουσία με την απαλλαγή του οφειλέτη από
τις συμβατικές του υποχρεώσεις 226
4. Επιχείρημα από τον (εν γένει) μηχανισμό ένταξης
των περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία 227
Δ. Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΩΣ ΚΟΜΒΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 230
Ι. Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΩΣ ΚΟΜΒΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΟΥ 230
ΙΙ. ΤΑ (ΑΜΑΧΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΧΗΤΑ) ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 230
Ε. ΑΠΟΔΟΧΗ Ή ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ;
ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ 235
Ι. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 235
ΙΙ. ΤΑ ΑΚΡΑ ΟΡΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ 236
ΙΙΙ. Ο ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ ΟΡΙΩΝ:
ΑΒΕΒΑΙΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 239
IV. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ; 248
ΣΤ. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ
ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΟΥ (ΠΕΡΙΟΔΟΣ “LIMBO”) 250
Ι. ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ 250
ΙΙ. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΤΙΣΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ, ΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ
ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 252
III.ΤΑ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 254
Ζ. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ: ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΣΕ ΤΡΙΤΟ 264
Ι. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΕΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ 264
II. H ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 268
Η. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ Ο ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ «ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ» 274
Ι. ΓΕΝΙΚΑ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 274
ΙΙ. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 275
1. Ένταξη στο εκποιητικό πρότυπο του Κώδικα Αφερεγγυότητας 275
2. Κώδικας Αφερεγγυότητας και Πτωχευτικός Κώδικας 281
3. Η εκκρεμότητα των συμβάσεων 282
4. Έννομες συνέπειες για τη σύμβαση και τον αντισυμβαλλόμενο εξαιτίας
της απόκρουσης 283
5. Εξειδικευμένες ρυθμίσεις του Κώδικα Αφερεγγυότητας
για ορισμένους τύπους συμβάσεων 285
6. Η ευθύνη του συνδίκου 287
ΙΙΙ. ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟ «ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ» 288
Θ. ΟΙ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ: ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ, ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 291
Θ1. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ 291
Ι. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ 291
ΙΙ. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ 296
ΙΙΙ. ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ 299
Θ2. ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ 301
Ι. ΔΙΦΥΗΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ 301
ΙΙ. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΑΥΤΗΣ 305
Θ.3. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΤΩΧΕΥΣΗ: ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 307
Ι. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 307
ΙΙ. ΟΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 311
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ 315
Α. Η ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ: ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
ΣΤΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 315
Β. ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ:
Η ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 318
I. O ΣΤΟΧΟΣ 318
1. Συσχετισμός της διάσωσης με τα συστατικά στοιχεία
της προληπτικής αναδιάρθρωσης 318
2. Εργαλεία προάσπισης της διάσωσης: διαχείριση από τον οφειλέτη και στοιχειοθέτηση των προοπτικών βιωσιμότητας 321
ΙΙ. ΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΧΟΥ 324
1. Η αποκατάσταση του ελλείμματος συλλογικής δράσης
(πρόβλημα του “anti-commons”) 324
2. Η αποφυγή της «συντεταγμένης» (και βίαιης!) εκποίησης, ως αντι-παραδείγματος για τις εξυγιαντικές διαδικασίες 326
3. Η εφαρμογή του (ήπιου/υβριδικού) «συνεργατικού/δημοκρατικού»
προτύπου διακυβέρνησης της εξυγιαντικής διαδικασίας 327
ΙΙΙ. ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΕΣ: ΗΠΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ 332
1. ΗΠΑ 333
2. Γερμανία 338
Γ. ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΤΩΧΕΥΣΗ:
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 342
Ι. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ 342
1. Πτωχευτική απαλλοτρίωση vs. διατήρηση της διαχείρισης από
τον οφειλέτη 342
2. Αναστολή των ατομικών διώξεων vs. ελεύθερη άσκηση
των ατομικών διώξεων 344
II. EIΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 346
1. Αναφορικά με το μηχανισμό ανακατανομής των συμβατικών κινδύνων 346
2. Αναφορικά με τον τρόπο ένταξης των εκκρεμών συμβάσεων
στο «κρίσιμο» περιουσιακό σύνολο που αφιερώνεται στην εξυπηρέτηση
του σκοπού της διαδικασίας αφερεγγυότητας 347
3. Αναφορικά με τις προοπτικές «επιτάχυνσης»/«απο-επιτάχυνσης» (“acceleration”/“de-acceleration”) των εκκρεμών συμβάσεων 348
4. Αναφορικά με το περιεχόμενο των εκκρεμών συμβάσεων
που καταλαμβάνονται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας 348
5. Αναφορικά με τα κριτήρια προσδιορισμού του θετικού ή αρνητικού
προσήμου των εκκρεμών συμβάσεων 349
Δ. Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ «ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΩΞΕΩΝ»
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ 349
Ι. Η ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ 349
II. H ΕΘΝΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ 355
1. O KAφ 355
1.1. Η (αυτόματη) αναστολή 357
1.2. Τα δικαστικώς διατασσόμενα προληπτικά μέτρα 358
2. Η νομολογία 359
E. H ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΩΣ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 362
Ι. ΓΕΝΙΚΑ 362
ΙΙ. ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ 364
ΙΙΙ. Η ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ 368
IV. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 369
V. NOMΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ 370
ΣΤ. ΤΟ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ 373
1. H εφαρμογή κανόνων του κοινού δικαίου και οι αποκλίσεις 375
2. Η τυπολογία των συμβάσεων, ιδίως η εκκρεμότητα αυτών 377
3. Ουσιώδεις συμβάσεις 380
4. Συμβάσεις στις οποίες ο οφειλέτης αθέτησε τις συμβατικές
του υποχρεώσεις 383
5. Μέγιστο μέτρο επιτρεπτής παρέμβασης στις συμβατικές σχέσεις 384
6. Ρήτρες ipso facto 386
7. Χρονική εμβέλεια της επέμβασης στις συμβατικές σχέσεις
(«αναστολή ατομικών διώξεων») 389
8. Προστασία των συμφερόντων του αντισυμβαλλόμενου 390
9. Εξαίρεση από τους κανόνες της Οδηγίας για τις ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού 391
Ζ. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦ 393
Η. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 395
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΑΔΕΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ
ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ 397
Α. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ; 397
Β. ΣΗΜΑ ΚΑΙ ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ: ΣΥΜΒΟΛΗ
ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ 399
Ι.ΤΟ ΣΗΜΑ 399
ΙΙ. Η ΑΔΕΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ 403
1. Συναλλακτική λειτουργία 403
2. Νομική φύση 407
2.1. Γενικά 407
2.2. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της άδειας χρήσης 410
2.2.1. Διαρκής σύμβαση. 410
2.2.2. Αμφοτεροβαρής σύμβαση. 410
2.2.3. Ενοχική σύμβαση. 411
2.2.4. Σύμβαση προσωπικού χαρακτήρα. 414
Γ. ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ 416
Ι. Η ΑΜΦΙΜΕΡΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΤΙΣ ΑΔΕΙΕΣ
ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ 416
1. Πτώχευση 416
2. Ειδικότερα: η θέση της ελληνικής νομολογίας
(ΠΠρΑθ 87/2020 και ΤρΕφΑθ 909/2021) 422
3. Προληπτική αναδιάρθρωση 424
II. ΕΙΔΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ: ΣΥΝΕΧΙΣΗ
ΤΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΤΟΥ ΣΗΜΑΤΟΥΧΟΥ 424
1. Γενικά-και η εφαρμογή του καθολικού προτύπου αποτίμησης
των συμβάσεων 424
2. Ειδικότερα: η υποχρέωση εποπτείας και ελέγχου του σηματούχου 425
3. Οι αμερικανικές θέσεις 427
4. To ζήτημα της εποπτείας και του ελέγχου επί του αδειούχου
στο ελληνικό δίκαιο 433
5. Άδειες χρήσης στην πτώχευση του αδειούχου 436
6. Οι άδειες χρήσης στην προληπτική αναδιάρθρωση
του σηματούχου 437
Δ. ΛΟΙΠΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ
ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ 437
Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 440
ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 443
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 449
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 471
ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 505
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
“…behind the deceptively simple prescription of section 365 (a) [of the US Bankruptcy Code] lurks a hopelessly convoluted and contradictory jurisprudence, rendering this one of the most difficult areas of bankruptcy law”
«..πίσω από την παραπλανητικά απλή διατύπωση του άρθρου 365 (a) [του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ] ελλοχεύει μια, χωρίς ελπίδα διευθέτησης, περίπλοκη και αντιφατική νομολογία, που καθιστά τη διάταξη αυτή μια από τις πιο δύσβατες περιοχές του Πτωχευτικού Δικαίου»
Michael T. Andrew, Executory Contracts Revisited: Reply to Professor Westbrook, 62 Colo. L. Rev. 1, 2 (1991)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
Πίσω στο μακρινό έτος 1978, ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Ρόκας, στην δωδεκάτη έκδοση του εγχειριδίου του περί Πτωχευτικού Δικαίου, και υπό το κράτος ακόμη του Εμπορικού Νόμου, επεσήμαινε την απουσία εξειδικευμένης ρύθμισης για τις εκκρεμείς συμβάσεις στην πτώχευση:
«Εν αντιθέσει προς τας νεωτέρας νομοθεσίας [σσ. το γερμανικό και τον αυστριακό νόμο, όπως και το ιταλικό διάταγμα για την πτώχευση, καθώς και τον ελβετικό κώδικα ενοχών], ο ημέτερος νόμος δεν περιέχει γενικάς διατάξεις ρυθμιζούσας το θέμα της επιδράσεως της πτωχεύσεως επί των κατά τον χρόνον της κηρύξεως ταύτης εκκρεμών σχέσεων, ιδίᾳ δε επί των εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων».
Υποστήριζε τότε ο Καθηγητής, κατά τη θέση που υιοθετείται και στην παρούσα μονογραφία, ότι η προβληματική των συμβάσεων στην πτώχευση αποκτά ενδιαφέρον μόνο όταν αυτές είναι, κατά την κήρυξή της, εκκρεμείς∙ ότι οι εκκρεμείς στιγμιαίες συμβάσεις δεν λύονται, παρά εκπληρώνονται από το σύνδικο κατά τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου, δηλαδή μόνο όσον αφορά τις χρηματικές παροχές τους, οι οποίες ικανοποιούνται ως πτωχευτικά πιστώματα∙ ότι το δικαίωμα του αντισυμβαλλόμενου του πτωχού να αποδεσμευτεί πρόωρα από τη σύμβασή του με τον πτωχεύσαντα αδρανεί· ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν δι-
Σελ. 2
καιούται όμως αποζημίωσης εξαιτίας της επέλευσης της πτώχευσης, και, κατ’ ακολουθίαν, της αδυναμίας εκπληρώσεως από το σύνδικο∙ ότι ο σύνδικος, αν κρίνει τη σύμβαση επωφελή για την ομάδα των πιστωτών, μπορεί παρά ταύτα να υποκαταστήσει την ομάδα σε αυτήν, οπότε η εκπλήρωση συνεχίζεται κανονικά και από τα δύο μέρη, ωσάν να μην είχε μεσολαβήσει η πτώχευση∙ ότι, προκειμένου να προστατευθεί ο αντισυμβαλλόμενος, πρέπει να του δοθεί η δυνατότητα να επισπεύσει την απόφαση του συνδίκου, άλλως διατηρεί το δικαίωμα υπαναχώρησης∙ και, ότι συμβατικές ρήτρες που επάγονται λύση της σύμβασης εξαιτίας της πτώχευσης (ρήτρες “ipso facto”), είναι ισχυρές∙ αντίθετα, ότι οι διαρκείς συμβάσεις λύονται μετά την πτώχευση. Εν ολίγοις, μετά την πτώχευση, οι στιγμιαίες συμβάσεις διατηρούνται είτε ατελώς, είτε πλήρως (κατά την επιλογή του συνδίκου), ενώ οι διαρκείς συμβάσεις λύονται, καθώς αναμένεται να επιβαρύνουν με δαπάνες την πτωχευτική περιουσία.
Tην ίδια περίπου περίοδο, ο Καθηγητής Vern Countryman της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Harvard έδινε το μνημειώδη ορισμό του περί της έννοιας της «εκκρεμότητας» των συμβάσεων, προκειμένου να διευκολυνθεί, αντίστροφα, ο προσδιορισμός του κύκλου των συμβάσεων που δεν χρειάζονται ιδιαίτερη αποτίμηση από το σύνδικο, και στη συνέχεια να καταστεί δυνατή η ποσοτικοποίηση των συμβατικών απαιτήσεων, πoυ αναγγέλονται σε αυτόν:
“[Executory is] a contract under which the obligation of both the bankrupt and the other party are so far underperformed that the failure of either to complete performance would constitute a material breach excusing performance of the other”.
Παράλληλα, η γερμανική έννομη τάξη ακολουθούσε και αυτή σημαντική εξελικτική πορεία, εκκινώντας από την ακραία νομολογιακή θέση περί διατήρησης όλων των συμβάσεων, παρά την πτώχευση, για να μεταπέσει στον αντίποδά της, που πρέσβευε την απόσβεση όλων των συμβατικών ενοχών (“Erlöschenstheorie”), και να καταλήξει, από το έτος 2002 και μετά, σε κάποια ενδιάμεση προσέγγιση του γερμανικού Ακυρωτικού. Σύμφωνα με αυτήν, μετά την πτώχευση ενός συμβαλλόμενου μέρους, η εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτού αναστέλλεται, όπως και η ικανοποίηση των απαιτήσεων του αντισυμβαλλόμενου και η έγερση των ενστάσεών του. Αυτή η λογική διατρέχει και την ισχύουσα ρύθμιση της Insolvenzordnung, που κατ’ ουσίαν δίνει στο σύνδικο τον απαραίτητο «χώρο» ώστε να ασκήσει την εξουσία του∙ και, είτε να αποδεχθεί τη σύμβαση, εντάσσοντάς την στην πτωχευτική περιουσία, είτε να την αποκρούσει, συρρικνώνοντας τις απαιτήσεις του αντισυμβαλλόμε-
Σελ. 3
νου του πτωχεύσαντος οφειλέτη, στην έκταση της σύμμετρης ικανοποίησης που ισχύει και για τους λοιπούς πτωχευτικούς πιστωτές.
Αυτά είναι κάποια μόνο από τα ερωτήματα που μπορούν να εγερθούν γύρω από την προβληματική των εκκρεμών συμβάσεων στην πτώχευση. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει στη συνέχεια ότι η προβληματική είναι πραγματικά πολυσχιδής. Μπορεί να τεθεί, για παράδειγμα, το ερώτημα, ποιο είναι το δογματικά επιβεβλημένο μέτρο επέμβασης των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις προγενέστερες της αφερεγγυότητας έννομες σχέσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι συμβατικές∙ κατά πόσο δηλαδή οι διαδικασίες αφερεγγυότητας πρέπει να έχουν ως έννομη συνέπεια την –για να χρησιμοποιηθεί η προσφιλής στην αμερικανική θεωρία ορολογία— «επιτάχυνση» (acceleration) ή, αντίθετα, την «απο-επιτάχυνσή» τους (“de-acceleration”), και σε ποια έκταση συμβαίνει αυτό∙ σε ποιο βαθμό διαφοροποιούνται οι συμβάσεις από τα λοιπά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας∙ αν η κατάσταση του πτωχεύσαντος μέρους προσεγγίζει εκείνη της αστικολογικής αδυναμίας παροχής ή της οικονομικής αδυναμίας εκπλήρωσης∙ αν η ένταξη των συμβάσεων στην πτωχευτική περιουσία θα πρέπει να γίνει με μέσα του Πτωχευτικού Δικαίου, ή με βάση τις κοινές διατάξεις∙ και, αν συμβεί το πρώτο, πώς η ένταξη αυτή διαφέρει από συγγενείς θεσμούς του Πτωχευτικού Δικαίου, όπως η πτωχευτική ανάκληση, και ποια η σχέση της με την αναστολή των ατομικών διώξεων∙ αν το όργανο της διαδικασίας μονοπωλεί την εξουσία λήψης αποφάσεων για την τύχη των εκκρεμών συμβάσεων∙ ποιο είναι το πρότυπο και ποια τα κριτήρια με βάση τα οποία θα λάβει την απόφαση για την τύχη της σύμβασης∙ αν, στη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών μπορεί να συμβάλει και η διδασκαλία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου∙ αν για το σκοπό αυτό θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των αντισυμβαλλόμενων∙ αν οι συμβατικές παροχές συνεχίζουν να εκπληρώνονται κανονικά μέχρι να ληφθεί η σχετική απόφαση∙ ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της αποδοχής μιας σύμβασης, και ποιες οι συνέπειες της απόκρουσής της∙ αν τα μέρη μπορούν να περιλάβουν στη σύμβαση (κατά τη σύναψή της) ρήτρες που προβλέπουν την αποδέσμευσή τους σε περίπτωση πτώχευσης του ενός από αυτά∙ αν η σχετική συζήτηση τίθεται σε διαφορετική βάση όταν το αφερέγγυο μέρος μιας σύμβασης δεν πτωχεύει, αλλά αναδιαρθρώνεται προκειμένου να συνεχίσει τη συναλλακτική του ζωή∙ και αν κάποιες συμβάσεις, όπως οι συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα, ή εκείνες που συνάπτονται στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, πρέπει να αποτιμηθούν με διαφορετικά μέτρα και σταθμά σε σχέση με τις λοιπές, τις «κοινές» συμβάσεις.
Σελ. 4
Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντώνται πάντα με συνέπεια, ακόμη και στην ίδια έννομη τάξη. Για την αποκρυστάλλωση των θέσεων απαιτήθηκαν δεκαετίες επιστημονικού διαλόγου και εξομάλυνσης των νομολογιακών αντιφάσεων. Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλέσει έκπληξη η αποστροφή της αμερικανικής θεωρίας ότι:
“…behind the deceptively simple prescription of section 365 (a) [of the US Bankruptcy Code] lurks a hopelessly convoluted and contradictory jurisprudence, rendering this one of the most difficult areas of bankruptcy law”.
Για τους σκοπούς της ανά χείρας μονογραφίας, ο συγγραφέας προσέτρεξε κατεξοχήν στην αμερικανική έννομη τάξη. Όχι μόνο λόγω της συγκριτικά μεγαλύτερης εξοικείωσής του με τις ιδιαιτερότητές της, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι η αμερικανική θεωρία και νομολογία έχουν αντιμετωπίσει σχεδόν το σύνολο των ερωτημάτων γύρω από την προβληματική των συμβάσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, και έτσι διευκολύνουν τη διαμόρφωση ιδίων θέσεων. Σε καμία άλλη έννομη τάξη, για παράδειγμα, δεν έχουν αντιμετωπιστεί με τόση εμβρίθεια ζητήματα όπως εκείνο της διαχείρισης των εκκρεμών συμβάσεων εν αναμονή της απόφασης του οργάνου της πτώχευσης (“limbo period”), και εκείνο των κριτηρίων αποτίμησης της οικονομικής αξίας των συμβάσεων. Όμως και άλλες τάξεις, όπως η γερμανική, συνεισφέρουν με τη δογματική τους καθαρότητα και τη λιτή τους προσέγγιση στη διευθέτηση κρίσιμων ζητημάτων, όπως εκείνο της τύχης των συμβάσεων με διαιρετές παροχές, και μάλιστα κατά τρόπο οικείο στον εφαρμοστή του ελληνικού δικαίου.
Η μονογραφία διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο, τίθενται οι αναγκαίες δογματικές βάσεις. Στο δεύτερο, επιχειρείται δικαιοσυγκριτική μελέτη του ζητήματος. Στο τρίτο, διερευνάται το ζήτημα της τύχης των συμβάσεων στην πτώχευση, ενώ στο τέταρτο η συζήτηση προσαρμόζεται στα δεδομένα της προληπτικής αναδιάρθρωσης. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, εν είδει ανακεφαλαίωσης, εφαρμόζει τα συμπεράσματα στα οποία έχει ήδη καταλήξει ο συγγραφέας στα προηγούμενα κεφάλαια, στο παράδειγμα της άδειας χρήσης σήματος, μόνο και μόνο για να αναδειχθεί η αναγκαιότητα συνεκτίμησης της ιδιαίτερης νομικής φύσης της κάθε σύμβασης που «δοκιμάζεται» εντός της αφερεγγυότητας, όπως και των συναλλακτικών αναγκών που εξυπηρετεί.
Σε κάποια σημεία, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει επαναλήψεις και επικαλύψεις. Αυτές όμως κρίθηκαν αναγκαίες ώστε να διασφαλιστεί η καλύτερη κατανόησή του, που, εξαιτίας της ποικιλομορφίας της ύλης που πρέπει να τιθασευτεί, θα ήταν δυσχερέστερη αν προτιμώνταν οι «τηλεγραφικές» εσωτερικές παραπομπές.
Σελ. 5
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
ΤΟ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟ ΛΑΚΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ: ΔΥΟ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ι. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Νοείται συνύπαρξη εκκρεμών συμβάσεων και διαδικασιών αφερεγγυότητας; Διερευνώντας τα όρια των κανόνων του Δικαίου της Αφερεγγυότητας, έναντι εκείνων του Αστικού Δικαίου, ιδίως όσων ρυθμίζουν τη γένεση, τη φυσιολογία και την ομαλή εξέλιξη, την παθολογία και την ανώμαλη εξέλιξη, τέλος την απόσβεση των συμβατικών ενοχών, φαίνεται πρωθύστερη η πρόταξη τριών σχετικών νομοθετικών πηγών, με διαφορετική προέλευση η κάθε μία. Αντ’ αυτού θα ανέμενε κανείς, να δοθεί πρώτα απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι ενδεδειγμένη, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η δέσμια τήρηση των υποχρεώσεων και η απρόσκοπτη άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις συμβατικές σχέσεις του αφερέγγυου οφειλέτη, ή, αντίστροφα, αν είναι καταλληλότερη η προσαρμογή των εν λόγω σχέσεων στα νέα δεδομένα που επιβάλλει η αφερεγγυότητα ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη· και μόνο στη συνέχεια, με φόντο την ήδη αποκρυσταλλωμένη θεωρητική τεκμηρίωση, να αποτιμηθούν οι λύσεις που προκρίνονται από τις εν λόγω νομοθετικές πηγές. Η πρόταξη των πηγών αναδεικνύει όμως το "συγκρουσιακό" χαρακτήρα της προβληματικής.
Με επίγνωση της ιδιόμορφης αυτής αλληλουχίας, ο συγγραφέας ανοίγει τη συζήτηση, με εναρκτήριο λάκτισμα τις ακόλουθες τρεις νομοθετικές πηγές: πρώτον, το Νομοθετικό Οδηγό για το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του ΟΗΕ του έτους 2005, ιδίως τις παραγράφους 108-147 του Οδηγού και τις συστάσεις που τις ακολουθούν και την απαλλαγή από ανικα-
Σελ. 6
νότητες οφειλετών, όπου, μεταξύ άλλων, ο ενωσιακός νομοθέτης ρυθμίζει το ζήτημα των εκκρεμών συμβάσεων με συμβαλλόμενο τον υπό προληπτική αναδιάρθρωση οφειλέτη, και μάλιστα ως ειδική εκδήλωση της αναστολής των ατομικών διώξεων των πιστωτών του· και, τέλος, τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ του Δεύτερου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του τελευταίου ελληνικού νόμου περί αφερεγγυότητας (εν συντομία, «Κώδικας Αφερεγγυότητας», ή «ΚΑφ»), ο οποίος φιλοδοξεί να αναμορφώσει το πλαίσιο αντιμετώπισης της οικονομικής αδυναμίας, της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών και της απαλλαγής από χρέη οφειλετών (άρθρα 103-111 Ν. 4738/2020).
Η επιλογή των τριών πηγών δεν είναι τυχαία, για πολλούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με το κοινό τους αντικείμενο, καθώς και οι τρεις ρυθμίζουν το ζήτημα της διαχείρισης των συμβάσεων του οφειλέτη, όταν αυτός υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας· αγγίζουν δηλαδή τον πυρήνα της προβληματικής της παρούσας μονογραφίας. Εντοπίζει μάλιστα κανείς μια «παλέτα» ειδικότερων θεματικών (και προβληματικών), που προσεγγίζονται και από τις τρεις.
Οι θεματικές αυτές είναι οι ακόλουθες: ο «δυναμικός» ρόλος που διαδραματίζουν οι εκκρεμείς συμβάσεις στην μεγιστοποίηση της αξίας της περιουσίας του αφερέγγυου οφειλέτη αλλά και την παλινόρθωση της επιχείρησής του· το κριτήριο κατάταξης των συμβάσεων σε εκείνες για τις οποίες δεν απαιτείται στάθμιση της αναγκαιότητας διατήρησής τους μετά την εκκίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, και εκείνες για τις οποίες αντίθετα είναι αναγκαία τέτοια στάθμιση · για όσες συμβάσεις απαιτείται στάθμιση, η έκταση «επιβίωσης» των κανόνων αστικού δικαίου που διέπουν τη φυσιολογία και παθολογία των συμβάσεων μετά την εκκίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας· ο μηχανισμός καταγραφής των κρίσιμων συμβάσεων· η αξία της «εμμονής» στην αυτούσια εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφειλέτη, ακόμη και μετά την υπαγωγή του σε διαδικασία αφερεγγυότητας· η χρησιμότητα της πρόβλεψης αυτοματοποιημένης ένταξης των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη»/«κρίσιμη», για τους σκοπούς της οικείας διαδικασίας αφερεγγυότητας, ομάδα περιουσίας του οφειλέτη, ιδίως μετά την άπρακτη πάροδο των προβλεπόμενων από κανόνες «αναφοράς»/ενδοτικού δικαίου (“default rules”) ή από δεσμευτικούς κα-
Σελ. 7
νόνες αναγκαστικού δικαίου προθεσμιών, ή, αντίθετα, της αυτοματοποιημένης «απόρριψής» τους, και ο συνδυασμός των επιλογών αυτών με αντίστοιχα συστήματα "opt-in" και "opt-out" με πρωτοβουλία των οργάνων της διαδικασίας, ή, τέλος, η ανάθεση στα όργανα της διαδικασίας αφερεγγυότητας (πχ. διαχειριστής αφερεγγυότητας, πτωχευτικό δικαστήρια, κοκ) της κρίσιμης στάθμισης· η ανάγκη της διασφάλισης των συμφερόντων του αντισυμβαλλόμενου του οφειλέτη και μετά την εκκίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει ήδη αθετήσει τη σύμβασή του· ο εξοπλισμός του αντισυμβαλλόμενου με δικαίωμα επίσπευσης της απόφασης περί ένταξης ή μη της σύμβασης στην "κρίσιμη" περιουσία· η ένταξη των συμβάσεων στην περιουσία «cum onere», δηλαδή με το περιεχόμενο που είχαν πριν εκκινήσει η διαδικασία αφερεγγυότητας, ή, αντίθετα, η δυνατότητα επιλογής των ευνοϊκών για τον οφειλέτη συμβατικών ρητρών και τη διατήρηση σε ισχύ μόνο αυτών· η ανάγκη οριοθέτησης των έννομων συνεπειών της ένταξης ή μη της σύμβασης στην «επιτηρούμενη» περιουσία, τόσο για τον οφειλέτη, όσο και τον αντισυμβαλλόμενο (πχ. εξομοίωση της «απόρριψης» της σύμβασης με αθέτησή της, και μάλιστα αναδρομική, με καταγγελία της, κοκ)· η τύχη των απαιτήσεων του αντισυμβαλλομένου για το χρόνο που ακολουθεί την εκκίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας· η δυνατότητα μεταβίβασης των συμβατικών σχέσεων σε τρίτο, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας· η εγκυρότητα ρητρών αυτόματης λύσης των συμβάσεων με την εκκίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή με την απλή συνδρομή περιστατικών που σηματοδοτούν αφερεγγυότητα· η ανάγκη ειδικής ρύθμισης συγκεκριμένων κατηγοριών συμβάσεων, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες για την περιουσία του οφειλέτη, αλλά και βαρύτητα για τους αντισυμβαλλομένους αυτού (μισθώσεις, συμβάσεις εργασίας, κοκ)· η πιθανή εισαγωγή εξαίρεσης προκειμένου για τις συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα (“intuitu personae”), στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενος.
Δεύτερος λόγος της επιλογής των νομοθετικών πηγών αποτελεί η διαφορετική νομική φύση καθεμίας από αυτές. Ο Οδηγός της UNCITRAL, ειδικότερα, νομικό κείμενο μη δεσμευτικό για τις εθνικές έννομες τάξεις στις οποίες απευθύνεται, επιτελεί για τους εθνικούς νομοθέτες καθοδηγητική λειτουργία, όπως άλλωστε συνάγεται και από τον ίδιο τον τίτλο του. Η καθοδήγηση παρέχεται σε
Σελ. 8
τρία στάδια: καταρχήν, με την αποκωδικοποίηση των ειδικότερων πτυχών του ζητήματος της διαχείρισης των συμβάσεων του αφερέγγυου οφειλέτη, στη συνέχεια την παράθεση των αποκρίσεων που δίνουν σε αυτές οι κατιδίαν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, και, τέλος, την παράθεση συστάσεων, με απώτερο στόχο την ομογενοποίηση του ουσιαστικού Δικαίου της Αφερεγγυότητας των κρατών στα οποία απευθύνεται. Η Οδηγία πάλι επιδιώκει την υποχρεωτική ελάχιστη εναρμόνιση των ουσιαστικών ρυθμίσεων των Κρατών-Μελών της ΕΕ στο ζήτημα της προληπτικής αναδιάρθρωσης των αφερέγγυων οφειλετών. Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά τη διαφορετική νομική τους φύση (κατά σειρά, νομικό κείμενο καθοδηγητικού χαρακτήρα, στις παρυφές του ήπιου δικαίου, κανόνες εναρμόνισης, δεσμευτικοί εθνικοί κανόνες), αλλά και τη διαφορετική προέλευση και το διαφορετικό κύκλο αποδεκτών τους, και οι τρεις πηγές αφιερώνουν σημαντικό χώρο στο ζήτημα των εκκρεμών συμβάσεων, αναδεικνύοντάς το ως κομβική προβληματική του Δικαίου της Αφερεγγυότητας.
Τρίτο λόγο αποτελεί η χρονική απόσταση των πηγών αυτών. Ο μεν Οδηγός της UNCITRAL υιοθετήθηκε πανηγυρικά από τη Γενική Συνέλευσή της το 2004, και δημοσιεύτηκε το αμέσως επόμενο έτος, ενώ τόσο η Οδηγία (2019/1023) και ο Ν. 4738/2020 υπολείπονται χρονικά του Οδηγού κατά σχεδόν δύο δεκαετίες.
Σελ. 9
Παρά τη χρονική τους απόσταση, όμως, στο σύνολό τους οι πηγές επιβεβαιώνουν τη διαχρονική αξία της προβληματικής.
Τέταρτο και ίσως σημαντικότερο λόγο επίκλησης των τριών νομοθετικών πηγών αποτελεί η ως ένα σημείο απόκλιση των ρυθμίσεων ή των προτάσεών τους. Αυτή όμως η απόκλιση είναι που, μετά την πάροδο δεκαετιών από τις πρώτες νομοθετικές και νομολογιακές εμφανίσεις του, το διατηρούν πάντοτε επίκαιρο, και άξιο περαιτέρω επιστημονικής εμβάθυνσης και διερεύνησης.
Ακολουθεί συνοπτική αποτύπωση των θέσεων που ασπάζεται κάθε μία από τις τρεις νομοθετικές πηγές, και επισήμανση των μεταξύ τους διαφορών.
ΙΙ. Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΙΣΕΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ UNCITRAL ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
1. Όσον αφορά τη διάδραση των κανόνων αφερεγγυότητας και των κανόνων Αστικού Δικαίου για τις συμβάσεις
Ο Οδηγός εντοπίζει τη διάδραση του Δικαίου της Αφερεγγυότητας και του Αστικού Δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, ο Οδηγός διαπιστώνει «επέμβαση» των εθνικών Δικαίων Αφερεγγυότητας στις συμβάσεις, όταν κρίνουν ανίσχυρες τις ρήτρες που προβλέπουν την αυτόματη λύση των συμβάσεων, μόνο και μόνο εξαιτίας της υπαγωγής του οφειλέτη σε διαδικασία αφερεγγυότητας, ή της διάγνωσης των πρώ-
Σελ. 10
των ενδείξεων οικονομικής δυσπραγίας του οφειλέτη (ρήτρες “ipso facto”).
2. Όσον αφορά τα κριτήρια αποτίμησης των συμβάσεων προκειμένου να ενταχθούν στην «επιτηρούμενη» περιουσία του οφειλέτη
Παρότι κοινή συνισταμένη της αποτίμησης μιας σύμβασης αποτελεί η διαπίστωση της ωφέλειας (αξίας) που θα δημιουργήσει για την περιουσία του οφειλέτη, και ανάλογα με τους σκοπούς της εκάστοτε διαδικασίας αφερεγγυότητας, την ικανοποίηση των πιστωτών του, ή την επαναφορά του σε βιωσιμότητα, διακύμανση παρουσιάζουν, στις έννομες τάξεις των Κρατών-Μελών της UNCITRAL, τα ειδικότερα κριτήρια με βάση τα οποία διαπιστώνεται η εν λόγω ωφέλεια. Έτσι, άλλοτε γίνεται λόγος για διόγκωση του «κόστους εκπλήρωσης» για τον οφειλέτη, εξαιτίας της αφερεγγυότητας, σε σύγκριση με την αντιπαροχή που αναμένει από τον αντισυμβαλλόμενό του, και άλλοτε για σύγκριση του οικονομικού οφέλους από την εκπλήρωση της σύμβασης, σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά κατά το χρόνο της αποτίμησης της σύμβασης, τη δυνατότητα σύναψης περισσότερο επωφελών συμβάσεων, κοκ.
3. Όσον αφορά το μηχανισμό ένταξης των συμβάσεων στην «υπό επιτήρηση» περιουσία του οφειλέτη
Ακολούθως, τίθεται το ερώτημα, στο οποίο, σύμφωνα με τον Οδηγό, δίνουν διαφορετικές απαντήσεις οι έννομες τάξεις των Κρατών-Μελών της UNCITRAL και αφορά το μηχανισμό ένταξης των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία του οφειλέτη. Ερωτάται, δηλαδή αν θα είναι αυτόματη η ένταξη στην περιουσία, ιδίως κατά τη διάρκεια του «μεταβατικού» χρονικού διαστήματος που
Σελ. 11
εκτείνεται από την εκκίνηση της διαδικασίας μέχρι την απόφαση του αρμόδιου οργάνου ή δικαστηρίου για την τύχη των συμβάσεων. Στο μέτρο που η προβλεπόμενη από τους κανόνες του Δικαίου της Αφερεγγυότητας αποστέρηση του οφειλέτη από την εξουσία διαχείρισης της περιουσίας του και η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών καταλαμβάνει και τις συμβάσεις, δεν νοείται ένταξή τους στην «επιτηρούμενη» περιουσία, προτού αποφανθεί σχετικώς το επιφορτισμένο με το συναφές καθήκον πρόσωπο, όργανο ή δικαστήριο.
Και πάλι, όμως, τίθεται και ένας περαιτέρω προβληματισμός ο οποίος επιβάλλεται από τη διαφορετική φύση και στόχευση των κατιδίαν διαδικασιών αφερεγγυότητας. Παρατηρεί δηλαδή ο Οδηγός, ότι ο μηχανισμός ένταξης των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία δεν αποκλείεται να διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για εκκαθαριστική διαδικασία ή για προληπτική της αφερεγγυότητας διαδικασίαopt out”).
Ανοικτό επίσης παραμένει το ζήτημα του προσδιορισμού του αρμόδιου προσώπου, οργάνου ή φορέα, που αποφαίνεται υπέρ της ένταξης ή μη των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία. Το ζήτημα αυτό ανακύπτει κυρίως σε εκείνες τις έννομες τάξεις που απορρίπτουν την αυτοματοποιημένη διαχείριση των συμβάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Στην πλειονότητα πάντως των περιπτώσεων, αρμόδιο είναι το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η καθημερινή διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη εντός της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι η αποτίμηση της ωφέλειας αλλά και των δα-
Σελ. 12
πανών που απορρέουν από μια σύμβαση αποτελεί μέρος της καθημερινής αυτής διαχείρισης.
Παράλληλα, κατά τον Οδηγό, η ισόρροπη αποτίμηση των συμβάσεων του οφειλέτη ευλόγως μπορεί να διευκολυνθεί από την τήρηση συστήματος καταγραφής και παρακολούθησης του συνόλου των συμβάσεων οι οποίες παραμένουν πλήρως ή εν μέρει ανεκπλήρωτες κατά το χρόνο εκκίνησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Και τούτο χωρίς πληροφοριακά ελλείμματα, εξαιτίας των οποίων μπορεί να ληφθούν λανθασμένες αποφάσεις του οργάνου, του δικαστηρίου, κλπ.
Μια τελευταία παράμετρος που άπτεται του μηχανισμού ένταξης των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία αφορά το χρόνο επέλευσης των εννόμων συνεπειών της απόφασης περί ένταξης ή μη μιας σύμβασης στην «επιτηρούμενη» περιουσίαex tunc»). Στην τελευταία αυτή περίπτωση αίρεται η αβεβαιότητα ως προς την τύχη της σύμβασης από την εκκίνηση της διαδικασίας και μέχρι το χρόνο λήψης της απόφασης.
4. Όσον αφορά τη συνεκτίμηση-και εν τέλει την προστασία- των συμφερόντων του τρίτου αντισυμβαλλόμενου στη σύμβαση
Αν και ζήτημα μη ευθέως απτόμενο του Δικαίου της Αφερεγγυότητας, η συνεκτίμηση των συμφερόντων του αντισυμβαλλόμενου του οφειλέτη παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των αστικοδικαιικών διατάξεων για τις συμβάσεις. Οι κανόνες των εθνικών εννόμων τάξεων άλλοτε δεν ανταποκρίνονται στο αίτημα αυτό, άλλοτε πάλι ανταποκρίνονται μεν, αλλά με ποικιλόμορφες ρυθμίσεις, δηλαδή: είτε εξοπλίζοντας τον αντισυμβαλλόμενο με τη διαδικαστική δυνατότητα επίσπευσης της λήψης αποφάσεων για την τύχη των συμβάσεων· είτε μεριμνώντας για την απαιτήσεις του που γεννώνται
Σελ. 13
κατά το μεσοδιάστημα από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μέχρι τη λήψη της απόφασης για την τύχη της σύμβασης.
5. Όσον αφορά την ανάγκη-και τον τρόπο-ειδικής διαχείρισης συγκεκριμένων κατηγοριών συμβάσεων
Τέλος, στο Οδηγό γίνεται αποδεκτό ότι ο αφερέγγυος οφειλέτης συχνά δεσμεύεται στο πλαίσιο ένα «μωσαϊκού» συμβάσεων.
ΙΙΙ. Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ (Ν. 4738/2020)
Η αναφορά στην τελευταία τροποποίηση του εθνικών κανόνων για την αφερεγγυότητας έχει αυτοτελή αξία και μόνο για το λόγο ότι η τροποποίηση αυτή σηματοδοτεί τη μεταστροφή από το σύστημα της αυτόματης διατήρησης των διαρκών εκκρεμών συμβάσεων του προϊσχύσαντος Πτωχευτικού Κώδικα. Έτσι όμως επιβεβαιώνεται, και μάλιστα πανηγυρικά, ότι
Σελ. 14
η απάντηση στην προβληματική της ένταξης ή μη των συμβάσεων στην «επιτηρούμενη» περιουσία του οφειλέτη κάθε άλλο παρά προφανής είναι. Σύμφωνα με τον ΚΑφ (άρθρο 103 παρ. 1 και παρ. 3), η εξαίρεση από τον κανόνα της αυτόματης λύσης των διαρκών συμβάσεων πρέπει να θεμελιώνεται σε συγκεκριμένους λόγους (βελτίωση της αξίας ρευστοποίησης της αξίας του ενεργητικού, εκποίηση του συνόλου της επιχείρησης του οφειλέτη ή λειτουργικών συνόλων αυτής), οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης οφέλους λόγω της διατήρησής τους σε ισχύ. Και βέβαια, ναι μεν η «αντεστραμμένη», σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο, αυτοματοποίηση που εισάγει η τελευταία ελληνική νομοθεσία παρουσιάζει διαδικαστικά πλεονεκτήματα, δεν αποκλείεται όμως να υπολείπεται σε ουσιαστική πληρότητα έναντι της εξατομικευμένης αποτίμησης των εκκρεμών συμβάσεων. Αντίθετα ισχύουν στην περίπτωση που η περιουσία του οφειλέτη εκποιείται ως επιχείρηση ή ως λειτουργικά σύνολα.
Όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων του αντισυμβαλλομένου του οφειλέτη, προβληματισμό δημιουργεί η πρόβλεψη περί αζήμιας λύσης των συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 1 ΚΑφ. Επιπροσθέτως, στα θετικά σημεία του νόμου συγκαταλέγεται η δυνατότητα του αντισυμβαλλομένου να θέτει προθεσμία στο σύνδικο προκειμένου ο τελευταίος να επισπεύσει την απόφασή του περί αποδοχής ή απόκρουσης της εκκρεμούς σύμβασης (άρθρο 104 παρ. 2 ΚΑφ).
Όσον αφορά τέλος την ειδική μεταχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών συμβάσεων, άξια μνείας είναι η διάταξη για τις συμβάσεις εργασίας (άρθρο 109 ΚΑφ), τις χρηματοοικονομικές συμβάσεις (άρθρο 106 παρ. 1 εδ. β ΚΑφ), τις συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 106 παρ. 2 ΚΑφ) και την πώληση με παρακράτηση κυριότητας (άρθρο 110 ΚΑφ). Ο νόμος όμως σιωπά αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη των συμβατικών ρητρών ipso facto.
IV. ΤΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/1023
Tελευταίος σταθμός στην παρούσα πρώιμη περιήγηση είναι η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 για την προληπτική αναδιάρθρωση και την απαλλαγή από χρέη οφειλετών. Εκκινώντας από τη διαφορετική, σε σχέση με τις διαδικασίες εκκαθάρισης, στόχευση των διαδικασιών προληπτικής αναδιάρθρωσης που επιτρέπει συγκριτικά μεγαλύτερη ελευθερία διαμόρφωσης των εννόμων σχέσεων του οφειλέτη, των πιστωτών και των αντισυμβαλλομένων του, ο ενωσιακός νο-
Σελ. 15
μοθέτης καταλείπει πεδίο διακριτικής ευχέρειας στους νομοθέτες των Κρατών-Μελών για την ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας στις κατιδίαν εθνικές έννομες τάξεις. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια εκτείνεται και στη διαχείριση των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενος. Ταυτόχρονα όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη συμβολή της, η ενωσιακή ρύθμιση για τις συμβάσεις, όσον αφορά ειδικότερες πτυχές της, μπορεί να χαρακτηριστεί άλλοτε άστοχη (υπό στοιχ. 1), άλλοτε ως αμφίσημη (υπό στοιχ. 3), και άλλοτε ως (εσκεμμένως;) ατελής (υπό στοιχ. 5).
1. Η αθέτηση των υποχρεώσεων του οφειλέτη από τη σύμβαση ως απαραίτητο πραγματικό για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 4 της Οδηγίας
Από το λεκτικό της Οδηγίας (άρθρο 7 παρ. 4 εδ. α). Από
Σελ. 16
τα ως άνω συνάγεται ότι η προστατευτική εμβέλεια της Οδηγίας όσον αφορά τις εκκρεμείς συμβάσεις του οφειλέτη, είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη.
2. Ο συσχετισμός της διαχείρισης των συμβάσεων με την αναστολή των ατομικών διώξεων στην προληπτική αναδιάρθρωση
Από τη στιγμή που η συζητούμενη ρύθμιση της Οδηγίας τοποθετεί το κέντρο βάρους της στην αθέτηση των συμβατικών των χρηματικών υποχρεώσεων του οφειλέτη και μόνο, ο αντισυμβαλλόμενός του εξομοιώνεται με πιστωτή, στον οποίο προσήκει η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους (κατά κύριο λόγο ανέγγυους) πιστωτές του οφειλέτη. Κατ’ ακολουθία, η τύχη των συμβάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών προληπτικής αναδιάρθρωσης εκλαμβάνεται ως ειδικότερη έκφραση, της αναστολής των ατομικών διώξεων (άρθρο 6 της Οδηγίας). Για την ταυτότητα του λόγου, η διάρκειά της ταυτίζεται με τη διάρκεια της ως άνω αναστολής.
3. Η ελλειπτική οριοθέτηση της έννοιας των «ουσιωδών» συμβάσεων
Επιπρόσθετα προβλήματα δημιουργεί η αναφορά του άρθρου 7 παρ. 4 σε «ουσιώδεις εκτελεστικές συμβάσεις», οι οποίες καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής του. Ειδικότερα, με βάση το λεκτικό της διάταξης, θα πρόκειται
Σελ. 17
για συμβάσεις απαραίτητες για τη συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη, κατά δε συμπληρωματική ερμηνεία που έχει προταθεί από τη θεωρία, συμβάσεις στις οποίες η μονομερής παρέμβαση του αντισυμβαλλόμενου θα οδηγούσε στην αύξηση του «κόστους εισροών» του οφειλέτη. Η ελλειπτική οριοθέτηση της έννοιας του "ουσιώδους" δημιουργεί ερωτηματικά και επιπλοκές.
4. Η απαγόρευση των συμβατικών ρητρών «αυτόματης επέλευσης συνεπειών»
Συνεπής με τη γενικώς αποδεκτή θεωρητική θέση, η Οδηγία κρίνει ως ανίσχυρες συμβατικές ρήτρες που επιφέρουν αυτόματη επέλευση συνεπειών, δυσμενών για τον οφειλέτη και την επιτυχία της αναδιάρθρωσής του, όταν συντρέξουν περιστατικά όπως η υποβολή αίτησης για έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης, η εκκίνηση της διαδικασίας αυτής, η υποβολή αιτήματος ατομικών διώξεων κλπ. Σύμφωνα μάλιστα με το Προοίμιο της Οδηγίας, ο κατάλογος των γεγονότων που καταλαμβάνονται από την απαγόρευση μπορεί να είναι ευρύτερος και να ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας διαδικαστικών πράξεων με αντικείμενο την εκκίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας (πχ. έναρξη των διαπραγματεύσεων του οφειλέτη με τους πιστωτές του για τη σύναψη σύμβασης διακανονισμού των οφειλών, κλπ.).
5. Και η τύχη των συμβάσεων μετά το πέρας της αναστολής των ατομικών διώξεων;
Η ρύθμιση της Οδηγίας, η οποία, όπως ειπώθηκε, είναι προσανατολισμένη στην αναστολή των ατομικών διώξεων, σιωπά όσον αφορά τη τύχη των συμβάσεων μετά την πάροδο της αναστολής. Τι συμβαίνει όμως μετά, όταν οι αντισυμβαλλόμενοι του οφειλέτη, μη υποκείμενοι πλέον σε περιορισμούς, είναι σε θέση να αποστούν από μια σύμβαση, ακόμη και αν αυτή ανήκει στις «ουσιώδεις» κατά την ορολογία της Οδηγίας; Είναι εσκεμμένη η σιωπή της Οδηγίας και πρέπει να ερμηνευθεί ως σεβασμός στο προϋφιστάμενο της διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωση συμβατικό κεκτημένο, ή απλώς αποτελεί αστοχία, που πάντως μπορεί να αποβεί μοιραία για την επιτυχία της ίδιας της αποστολής της διαδικασίας; Μερίδα της θεωρίας επισημαίνει ότι θα ήταν ενδεδειγμένος ο εξοπλισμός του οφειλέτη με την εξουσία προστασίας όσων συμβάσεων είναι σημαντικές για την οικονομική του παλινόρθωση, ακόμη και αν τούτο δεν ανταποκρίνεται στη βούληση του αντισυμβαλλόμενού του.
Σελ. 18
V. ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Η πρώιμη αναφορά στις τρεις νομοθετικές πηγές αναδεικνύει την ποικιλομορφία και της πολυπλοκότητα της προβληματικής γύρω από την τύχη και διαχείριση των συμβάσεων του οφειλέτη εντός των διαδικασιών αφερεγγυότητας.
Οι θέσεις κατά τις πηγές αυτές κυμαίνονται από την εξατομικευμένη αποτίμηση κάθε εκκρεμούς κατά το χρόνο εκκίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμβασης (UNCITRAL) μέχρι την αυτοματοποιημένη απόκρουση των συμβάσεων, εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν για την διατήρηση τους σε ισχύ (ΚΑφ)∙ από την πρόβλεψη συνεκτικού χρονικού πλαισίου εντός του οποίου πρέπει, για λόγους διαδικαστικής ευρυθμίας, να λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις περί διατήρησης ή μη των συμβάσεων, από το αρμόδιο όργανο, δικαστήριο κλπ. (ΚΑφ), μέχρι την παντελή απουσία παρόμοιου πλαισίου (UNCITRAL)∙ από τη μονοσήμαντη σύνδεση της διαχείρισης των εκκρεμών συμβάσεων του οφειλέτη με την αθέτηση των υποχρεώσεων του (Οδηγία) μέχρι την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για τις συμβάσεις ανεξαρτήτως αθέτησης (UNCITRAL)∙ από την ex lege οριοθέτηση όσων συμβάσεων κρίνονται άξιες να ενταχθούν στην «επιτηρούμενη» περιουσία του οφειλέτη (όπως οι «ουσιώδεις συμβάσεις» της Οδηγίας) μέχρι την ελευθερία ένταξης στο ενεργητικό της περιουσίας κάθε σύμβασης που μπορεί να κριθεί ως ad hoc επωφελής (UNCITRAL, ΚΑφ)∙ από τη μέριμνα για την προστασία του αντισυμβαλλομένου (UNCITRAL) μέχρι την ένταξη των συμβάσεων στο ενεργητικό της περιουσίας cum onere (UNCITRAL) και, στο άλλο άκρο, την αζήμια για τον οφειλέτη λύση των συμβάσεων, προφανώς σε βάρος του αντισυμβαλλομένου (ΚΑφ)∙ από την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για συγκεκριμένες κατηγορίες συμβάσεων (ΚΑφ) μέχρι την υπαγωγή όλων των συμβάσεων σε ένα ενιαίο καθεστώς, χωρίς εξαιρέσεις (UNCITRAL)∙ και τέλος, από την αποδοχή του κύρους των συμβατικών ρητρών ipso facto (UNCITRAL) μέχρι την πλήρη απαγόρευσή των ρητρών αυτών (Οδηγία).
Σελ. 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ
Α. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΟΔΙΚΑΙΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
Στο παρόν τμήμα του εναρκτήριου κεφαλαίου της μονογραφίας, επιχειρείται η δογματική πλαισίωση της προβληματικής γύρω από τη διαχείριση των συμβάσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Διερευνάται, ειδικότερα, η κατανομή των πεδίων εφαρμογής και η έκταση της αλληλεπίδρασης του Δικαίου της Αφερεγγυότητας και του Αστικού Δικαίου όταν πρόκειται για συμβάσεις στις οποίες ένας τουλάχιστον από τους συμβαλλόμενους έχει υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας, και οι συμβατικές υποχρεώσεις των μερών δεν έχουν ακόμη εκπληρωθεί (εν όλω ή εν μέρει) κατά το χρόνο της εκκίνησης της διαδικασίας. Τρεις φαίνεται να είναι οι επιλογές. Πρώτον, η κατά χρόνο διακριτή εφαρμογή των δυο συστημάτων κανόνων, που έτσι δεν αλληλεπιδρούν (έτσι, πριν την εκκίνηση της διαδικασίας εφαρμόζεται το Αστικό Δίκαιο, και μετά από αυτήν το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας)· εναλλακτικώς, η ταυτόχρονη, και απεριόριστη, εφαρμογή των συστημάτων, χωρίς καμία μεταξύ τους αμοιβαία προσαρμογή, επιλογή όμως που προκαλεί συγκρούσεις και αβεβαιότητες· και τέλος, η επάλληλη εφαρμογή τους, με το ένα από τα συστήματα κατά περίπτωση να υποχωρεί έναντι των στόχων και των διαμορφώσεων που υπαγορεύει το δεύτερο. Αν όμως προκριθεί η τελευταία αυτή επιλογή, ανακύπτει το παραπέρα ζήτημα ποιο από τα συστήματα κανόνων, δηλαδή το Αστικό Δίκαιο ή το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας, «χρωματίζεται» από τη στοχοθεσία, τις δικαιοπολιτικές προτεραιότητες και την μεθοδολογική προσέγγιση του άλλου, και σε ποιες περιπτώσεις.
Αφετηρία της παρούσας ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να αποτελέσει η αστικολογική τυπολογία συμβάσεων που συνήθως απαντά στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, και μάλιστα εκείνη των αμφοτεροβαρών, των διαρκών και των εκκρεμών συμβάσεων, που κατ’ εξοχήν γεννά την ανάγκη δογματικά άρτιας οριοθέτησης των πεδίων εφαρμογής του Αστικού Δικαίου και του Δικαίου της Αφερεγγυότητας (Ι). Στη συνέχεια, η συζήτηση παρακολουθεί το ρυθμό εξέλιξης και ωρίμανσης της αφερεγγυότητας του συμβαλλομένου οφειλέτη. Όσο ο τελευταίος πλησιάζει προς την αφερεγγυότητα, τόσο περισσότερο προσήκουσα φαίνεται η εύλογη προσαρμογή της νομικής αποτίμησης των συνισταμένων της σύμβασης υπό το φως των νέων δεδομένων που έχουν στο μεταξύ διαμορφωθεί (ΙΙ). Όταν μάλιστα ο οφειλέτης διαβεί το κατώφλι μιας από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η σύμβαση μεταλλάσσεται πλέον σε ενεργητικό (οι συμβατι-
Σελ. 20
κές απαιτήσεις) και παθητικό (οι συμβατικές υποχρεώσεις) της «επιτηρούμενης» περιουσίας του συμβαλλόμενου οφειλέτη (ΙΙΙ), και ζητούμενο αποτελεί η εξεύρεση βέλτιστου ισορροπίας των δύο συστημάτων κανόνων, αφού προηγουμένως ληφθούν υπόψη οι δικαιοπολιτικοί στόχοι και οι αρχές καθενός από αυτά (IV). Η ανάλυση ολοκληρώνεται με την επιστράτευση της «αντίστροφης» προβληματικής που αφορά τη δυνατότητα οργάνωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας με γνώμονα την ιδιωτική βούληση. Η κατεύθυνση βέβαια είναι εδώ διαφορετική, καθώς ζητούμενο δεν είναι κατά πόσο το Δίκαιο της Αφερεγγυότητας εισχωρεί στο πεδίο του Αστικού Δικαίου, αλλά το αντίθετο∙ δηλαδή κατά πόσο το Αστικό Δίκαιο, κυρίως οι κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις, μπορούν να υποκαταστήσουν τους κανόνες του Δικαίου της Αφερεγγυότητας, με σκοπό τον εξορθολογισμό των συλλογικών διαδικασιών και την αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων τους (V).
Ι. Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΙΣ ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Με την επιφύλαξη των διαφορών στη νομική φύση και στο αντικείμενο των κατιδίαν συμβάσεων, η προβληματική της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής των αστικοδικαιικών κανόνων και των Δικαίου της Αφερεγγυότητας αναδεικνύεται συνηθέστερα σε όσες συμβάσεις εντάσσονται στους ακόλουθους γενικούς, και κλασικούς, κατά τη θεωρία του Ενοχικού Δικαίου, τύπους. Η τυπολογία αυτή προσδιορίζεται, κατά σειρά, από την αμοιβαιότητα των συμβατικών παροχών (οπότε γίνεται λόγος για αμφοτεροβαρείς συμβάσεις)· από το χρόνο της εκπλήρωσής τους (οπότε πρόκειται για διαρκείς συμβάσεις)· και τέλος, από τη εκκρεμότητα εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών κατά την εκκίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρα πρόκειται για εκκρεμείς συμβάσεις, δηλαδή συμβάσεις στις οποίες εκκρεμεί εν όλω ή εν μέρει, η εκπλήρωση των παροχών).
1. Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις
Σύμφωνα με την κλασική αστικολογική διδασκαλία, στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την εκπλήρωση παροχής προς τον άλλον. Στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών ανταλλάσσονται δύο ή περισσότερες παροχές, που συνεπάγονται αντίστοιχες περιουσιακές μετακινήσεις, κάθε μία από τις οποίες προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με την άλλη. Οι παροχές αυτές παρουσιάζουν αλληλεξάρτηση.