ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ

Υπο το πρίσμα του διεθνούς και ενωσιακού οικονομικού δικαίου

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18929
Χριστοφορίδου Σ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-618-08-0284-9
To έργο επιχειρεί να υπερβεί τη διάκριση μεταξύ εθνικού-εσωτερικού δικαίου έναντι ιδίως του διεθνούς δικαίου, αλλά ακόμη και του ενωσιακού. Με γνώμονα ότι το διεθνές οικονομικό δίκαιο, όπως και το δίκαιο της ΕΕ έχουν ως σκοπό την απελευθέρωση των αγορών, αναθεωρεί και εξετάζει τις συνταγματικές έννοιες της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, καθώς και της εθνικής οικονομίας.
 
Στο βιβλίο αναλύονται έννοιες όπως:
 
• Η  επιχειρηματική ελευθερία
• Η αρχή της μη διάκρισης
• Η ελεύθερη αγορά
 
Το έργο απευθύνεται σε ερευνητές και σπουδαστές, νομικούς και μη, όπου ιδίως για τους τελευταίους φιλοξενεί ένα εισαγωγικό κεφάλαιο των βασικών εννοιών, καθώς και παράρτημα με επιπλέον υλικό για την περαιτέρω μελέτη τους.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ IX

Εισαγωγή στις βασικές έννοιες

Ι. Κράτος και δίκαιο 1

1. Ο νόμος 4

2. Η σύμβαση 5

ΙΙ. Κράτος και οικονομία 11

1. Ρύθμιση και ελεύθερη αγορά 11

2. Άσκηση κρατικής εξουσίας και άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας 13

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Εθνική οικονομία και ελεύθερη οικονομία της αγοράς

Ι. Η διαρρύθμιση υπό το πρίσμα του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου 17

1. Το οικονομικό προφίλ του Συντάγματος 17

2. Μεταξύ υλοποίησης συνταγματικών επιταγών και διεθνών υποχρεώσεων 22

ΙΙ. Κράτος, κρατική κυριαρχία και παγκόσμια οικονομία 28

1. Το φορολογικό δίκαιο ως μέσο προσέλκυσης επενδύσεων 28

2. Το έδαφος του κράτους στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς 32

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ελεύθερη οικονομία και οικονομική ελευθερία

Ι. Η οικονομική και επιχειρηματική ελευθερία εντός
της πολλαπλότητας των εννόμων τάξεων 35

ΙΙ. Η αρχή της μη διάκρισης στο επιχειρηματικό περιβάλλον 41

Αντί συμπεράσματος 43

Συλλογή κειμένων

I. Διαφορές ενώπιον του ΠΟΕ 45

1. Περιβαλλοντικοί φόροι/δασμοί σε εισαγόμενα προϊόντα 45

2. Υγεία - Κατανάλωση κρέατος (Hormones case) 71

3. Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί 93

II. Επιλεγμένες Συμφωνίες και Αποφάσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ 94

1. Agreement on Technical Barriers to Trade 94

2. Agreement on Implementation of Article VI of the General
Agreement on Tariffs and Trade 1994 96

3. Decision on Trade in Services and the Environment 99

4. Decision on Negotiations on Movement of Natural Persons 99

5. Decision on Trade and Environment 100

III. Νομολογία ΔΕΕ 102

1. Φορολογική μεταχείριση 102

2. Πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση 104

3. Απαγόρευση διακρίσεων - Διάκριση με κριτήριο τον τόπο 107

4. Κρατικές ενισχύσεις 108

5. Γεωργικές δραστηριότητες - Περιοχή Natura 2000 -
Προστασία της ιδιοκτησίας και κρατικές ενισχύσεις 113

IV. Νομολογία ΕΔΔΑ 115

V. Νομολογία εθνικών δικαστηρίων 180

1. Βιώσιμη ανάπτυξη 180

2. Επιχειρηματική ελευθερία 180

3. Ισότητα 185

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 191

Σελ. 1

Εισαγωγή στις βασικές έννοιες

Ι. Κράτος και δίκαιο

Οι πηγές και η ιεραρχία των κανόνων δικαίου αποτελούν θεμελιώδες κεφάλαιο στη νομική επιστήμη. Καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο και θέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις. Μέσω αυτού καθορίζεται κάθε φορά ο εφαρμοστέος κανόνας για την επίλυση μιας διαφοράς. Για την κατανόηση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου συχνά χρησιμοποιείται η πυραμιδοειδής δομή που πρότεινε ο Κέλσεν. Στην πυραμίδα αυτή, κάθε κανόνας δύναται να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί από κανόνα ίσης ή υπέρτερης τυπικής ισχύος, όχι όμως από κανόνα που ανήκει σε υποδεέστερη βαθμίδα. Εξ αυτού του λόγου, για την επίλυση μιας διαφοράς γίνεται αναγωγή σε κανόνες που βρίσκονται υψηλότερα στη βαθμίδα, ώστε να ελεγχθεί εάν αυτοί τηρήθηκαν ή παρανόμως παραβιάστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο υποδεέστερος κάθε φορά κανόνας δικαίου θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες που βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία, το σύνολο των οποίων αποτελούν και τις πηγές του δικαίου, δηλαδή εκείνη τη δέσμη δικαιικών κανόνων που δεσμεύουν και ισχύουν στην έννομη τάξη. Στην εσωτερική έννομη τάξη, ως κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος καταρχάς θεωρείται το Σύνταγμα. Τούτο σημαίνει ότι οτιδήποτε προβλέπεται στο συνταγματικό κείμενο δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί από τον κοινό νόμο. Η αναθεώρηση του συνταγματικού κειμένου πραγματοποιείται βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο (άρθρο 110 Συντ.).

Με βάση την αρχή της τριμερούς διάκρισης των λειτουργιών του κράτους (άρθρο 26 Συντ.), αρμόδιο όργανο για την έκδοση (τυπικών) νόμων είναι η Βουλή η οποία έχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει τόσο στην ίδια όσο

Σελ. 2

και στην Κυβέρνηση (άρθρο 73 παρ. 1 Συντ.). Προκειμένου ένας νόμος να τεθεί σε ισχύ θα πρέπει να ψηφιστεί, να εκδοθεί από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Οι νόμοι αυτοί ονομάζονται τυπικοί νόμοι. Οι τυπικοί νόμοι δεν είναι απαραίτητο να έχουν ως περιεχόμενο έναν κανόνα δικαίου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση του κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος κυρώνεται με νόμο που ψηφίζεται από τη Βουλή (άρθρο 79 παρ. 1 Συντ.), αλλά το περιεχόμενό του δεν αφορά στη ρύθμιση βιοτικής ύλης. Εφόσον ο νόμος περιέχει κανόνα δικαίου όμως, με βάση τη γενική αρχή της ισότητας, το περιεχόμενό του, δηλαδή η διατύπωση του κανόνα δικαίου θα πρέπει να γίνεται με τρόπο γενικό και αφηρημένο.

Οι τυπικοί νόμοι αντιδιαστέλλονται από τους ουσιαστικούς νόμους, οι οποίοι περιέχουν μεν κανόνες δικαίου, πλην δεν εκδίδονται από τη Βουλή, αλλά από όργανα που ανήκουν στην εκτελεστική λειτουργία, λχ από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (προεδρικό διάταγμα) ή από τον Υπουργό (Υπουργική απόφαση). Με εξαίρεση την περίπτωση της έκτακτης νομοθέτησης, προκειμένου τα όργανα αυτά να αποκτήσουν κανονιστική αρμοδιότητα και άρα, να εκδώσουν έναν ουσιαστικό νόμο επί ενός συγκεκριμένου ζητήματος, θα πρέπει προηγουμένως να τους έχει χορηγηθεί από τη Βουλή νομοθετική εξουσιοδότηση. Σχετικά με την εκτελεστική, σημειώνεται ότι τα όργανα αυτής έχουν κάθε φορά τις αρμοδιότητες που ρητά τους απονέμονται από τον νόμο και το Σύνταγμα και λειτουργούν εντός των ορίων που χαράσσει η αρχή της νομιμότητας.

Σελ. 3

Το άρθρο 28 του Συντάγματος αποτελεί τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της εσωτερικής/εθνικής έννομης τάξης και της διεθνούς έννομης τάξης. Το κυρίαρχο κράτος συμμετέχει στη διεθνή κοινότητα ως ισότιμο έναντι των υπολοίπων κρατών και αποφασίζει ελεύθερα εάν θα συμβληθεί με αυτά σε διάφορους τομείς (περιβάλλον, οικονομία, δικαιώματα) υπό τη μορφή της σύναψης διεθνών συνθηκών ή συμφωνιών ή προσχώρησης σε αυτές ή της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, ή εκχώρησης αρμοδιοτήτων σε αυτούς (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συμμετοχή στην ΕΕ). Με τον τρόπο αυτό το κράτος αναλαμβάνει διεθνείς υποχρεώσεις και γι’ αυτές υπέχει διεθνή ευθύνη. Στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπεται η συνταγματική υποχρέωση τέτοιου είδους διεθνείς συνθήκες, διμερείς ή πολυμερείς, που υπογράφηκαν από το ελληνικό κράτος να κυρωθούν με νόμο από τη Βουλή, βάσει του ανωτέρω άρθρου. Από τη στιγμή της κύρωσης και της θέσης τους σε ισχύ αποτελούν εσωτερικό δίκαιο, το οποίο απολαμβάνει αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι του κοινού νόμου. Τούτο σημαίνει ότι ένας κοινός νόμος, προγενέστερος ή μεταγενέστερος, δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει τους κανόνες αυτούς, άρα να είναι αντίθετος προς αυτούς. Βάσει του άρθρου αυτού και της ερμηνευτικής του δήλωσης η χώρα κατέστη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ενωσιακό δίκαιο δε, αποτελεί μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης, πρωτότυπο και παράγωγο (Κανονισμοί, Οδηγίες).

Με τον τρόπο αυτό, υφίσταται πολλαπλότητα των εννόμων τάξεων που ισχύουν στο εσωτερικό της χώρας. Το κύριο ζήτημα που γεννάται, αν και ανακύπτει στην πράξη σπάνια, είναι αυτό της «υπεροχής», δηλαδή του τι μέλλει γενέσθαι όταν κανόνες του διεθνούς ή ενωσιακού δικαίου έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, και άρα, ποιος από αυτούς θα πρέπει να επικρατήσει. Στην πράξη, αυτό που επιζητείται ερμηνευτικά είναι η πρακτική

Σελ. 4

τους εναρμόνιση. Από την πλευρά του ενωσιακού δικαίου, δεν τίθεται θέμα, ακόμα και αν πρόκειται για συνταγματική διάταξη, καθώς ο κανόνας που θα πρέπει να επικρατήσει είναι του ενωσιακού δικαίου.

1. Ο νόμος

Οι νόμοι παράγουν έννομες συνέπειες και ισχύουν έναντι πάντων. Η παραβίαση ενός νόμου επάγεται κυρώσεις, κυρίως ποινικής φύσης, αλλά ακόμη και αστικής εφόσον έχει τεθεί για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Έκφανση της εσωτερικής κυριαρχίας του κράτους είναι η υποχρέωση όλων όσοι βρίσκονται εντός της εδαφικής του επικράτειας να συμμορφώνονται με τους κανόνες δικαίου που έχει υιοθετήσει το ίδιο. Πολίτες που έχουν την ιθαγένεια του κράτους μπορεί να δεσμεύονται από δέσμη νομοθετικών ρυθμίσεων, ακόμη και αν δεν βρίσκονται στην επικράτειά του σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (στρατιωτικό καθήκον, φορολογικό καθήκον). Άτομα που κατοικούν εντός της εδαφικής επικράτειας του κράτους χωρίς να έχουν την ιθαγένεια αυτού, μπορεί να υπάγονται σε διαφορετική δέσμη νομοθετικών ρυθμίσεων σε σχέση με ό,τι ισχύει για τους πολίτες του κράτους. Ως μέσα κρατικού καταναγκασμού λογίζονται κατά κύριο λόγο η αστυνομία και τα δικαστήρια. Επιφορτισμένα με ελεγκτικό ρόλο προκειμένου για τη συμμόρφωση με κανόνες δικαίου που ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο τομέα μπορεί να είναι και όργανα της διοίκησης, όπως είναι το ΣΔΟΕ, ή ακόμη και οι Ανεξάρτητες Αρχές, π.χ. ΕΣΡ, οι οποίες συνήθως είναι και αυτές που θέτουν τους κανόνες με τους οποίους θα πρέπει να συμμορφώνονται οι διοικούμενοι. Συνοπτικά, ο κανόνας δικαίου διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο κανόνα, π.χ. κοινωνικό κανόνα, καθώς η παραβίασή του επάγεται νομικές συνέπειες.

Σελ. 5

2. Η σύμβαση

Νομική δεσμευτικότητα έχει και η δικαστική απόφαση, όπου σε αυτή την περίπτωση δεσμεύονται τα διάδικα μέρη, και η οποία στην ελληνική έννομη τάξη δεν συνιστά πηγή δικαίου. Επί επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, για παράδειγμα, όπου ισχύει το συζητητικό σύστημα, τα διάδικα μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να καταφύγουν στη δικαιοσύνη, από τη στιγμή που θα το κάνουν όμως, δεσμεύονται από την δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, ακόμη και αν δεν συμφωνούν με το περιεχόμενό της. Τούτο συνιστά μια από τις πολλές και θεμελιώδεις διαφορές, μεταξύ μιας δικαστικής απόφασης και μιας ιδιωτικής συμφωνίας. Μια συμφωνία, για παράδειγμα η κατάρτιση μιας ιδιωτικής σύμβασης, μεταξύ δύο ιδιωτών με την ελεύθερη βούλησή τους και εφόσον έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα παράγει έννομες συνέπειες για τα μέρη, ενώ, τα μέρη περαιτέρω, έχουν τη δυνατότητα να συνδιαμορφώσουν το περιεχόμενό της. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέρος της συμφωνίας, ιδίως στις περιπτώσεις εμπορικών συμφωνιών, μπορεί να αποτελεί και ο τρόπος επίλυσης των διαφορών που μπορεί να προκύψουν από τη συμφωνία, λχ το αρμόδιο δικαστήριο, το εφαρμοστέο δίκαιο (το οποίο μπορεί να είναι και αλλοδαπό), ή ακόμη και η προσφυγή σε διαιτησία ή διαμεσολάβηση.

Εφόσον και τα δύο μέρη είναι ιδιώτες, πρόκειται για μια ιδιωτική σύμβαση, δηλαδή για μια σύμβαση που διέπεται από τις διατάξεις του αστικού δικαίου, λχ σύμβαση αγοραπωλησίας. Εφόσον πρόκειται για εμπορική συναλλαγή, μια τέτοια συμφωνία υπόκειται στους κανόνες του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου εάν ένα από τα δύο μέρη είναι αλλοδαπό. Μια σύμβαση που ανήκει στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου δίνει την επιλογή στα μέρη να επιλέξουν αυτά το νόμισμα ή ακόμη και το εφαρμοστέο δίκαιο, όπως προελέχθη. Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να είναι είτε φυσικά πρόσωπα είτε νομικά πρόσωπα. Στον τομέα της οικονομίας και των επιχειρήσεων το συχνότερο είναι το νομικό πρόσωπο να έχει κάποιον από τους εταιρικούς τύπους που προβλέπονται από το δίκαιο των εταιριών. Σημειώνεται ότι

Σελ. 6

ένα νομικό πρόσωπο που διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) μπορεί να κριθεί δικαστικά ότι υπηρετεί δημόσιο σκοπό (διφυή νομικά πρόσωπα).

Εάν ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη είναι το κράτος, τότε πρόκειται για μια δημόσια σύμβαση. Το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων για την ανάθεση από το κράτος στους ιδι-

Σελ. 7

ώτες της παροχής υπηρεσιών προς αυτό ή κατασκευής ή παραχώρησης δημοσίων έργων κ.λπ., αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Οι επενδυτικές συμφωνίες προκειμένου να αναγνωριστούν ως τέτοιες από την σκοπιά του διεθνούς οικονομικού δικαίου προϋποθέτουν τη συμφωνία του κράτους με ξένο επενδυτή. Σημειώνεται ότι η ανάθεση δημόσιας σύμβασης διακρίνεται από την άμεση ξένη επένδυση (ΑΞΕ). Η τελευταία διέπεται από ιδιαί-

Σελ. 8

τερο νομοθετικό καθεστώς προερχόμενο τόσο από το διεθνές οικονομικό δίκαιο όσο και από το εθνικό δίκαιο των επενδύσεων με τον τρόπο που το τελευταίο έχει καθοριστεί στην επενδυτική συμφωνία. Η επενδυτική συμφωνία συνήθως κυρώνεται με νόμο και περιέχει ρήτρες που δεσμεύουν το κράτος (λχ απαγόρευση κρατικοποίησης). Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έργων, κυρίως υποδομής, μπορεί να θεωρηθούν από το διεθνές οικονομικό δίκαιο ως ΑΞΕ. Η έννοια των ξένων επενδύσεων δεν περιορίζεται μόνο στις συμφωνίες που συνάπτουν αλλοδαποί ιδιώτες με το κράτος αλλά και με ημεδαπούς ιδιώτες, αν και γενικά απλές διεθνείς εμπορικές συναλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών δεν γίνεται δεκτό ότι αποτελούν επενδύσεις.

Σελ. 9

Στον χώρο του δημοσίου διεθνούς δικαίου, οι διεθνείς συμβάσεις συνάπτονται μεταξύ των κρατών μεταξύ τους ή και με διεθνείς οργανισμούς. Οι διεθνείς συμβάσεις μπορεί να είναι είτε διμερείς είτε πολυμερείς, να συνομολογούνται δηλαδή από περισσότερα από δύο κράτη. Στη διεθνή έννομη τάξη, τα κράτη είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, περίπου όπως αναλόγως στην εσωτερική έννομη τάξη τα φυσικά και νομικά πρόσωπα είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με μια από τις κυριότερες διαφορές ότι στη διεθνή έννομη τάξη τα κράτη αποφασίζουν κυριαρχικά εάν και κατά πόσο θα δεσμευτούν από τους διεθνείς κανόνες, π.χ. υπογράφοντας μια διεθνή συνθήκη. Στην εσωτερική έννομη τάξη, τα υποκείμενα του δικαίου υπάγονται στο εθνικό δίκαιο της χώρας, όπως ήδη αναλύθηκε, και έχουν ελευθερία επιλογής ως προς το εάν θα δεσμευθούν ή όχι μόνο στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων επί τη βάσει της ιδιωτικής αυτονομίας έκφανση της οποίας είναι και η ελευθερία των συμβάσεων. Στην πρώτη περίπτωση, όμως, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι παρά το γεγονός ότι τα υποκείμενα δικαίου δεν έχουν την επιλογή όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, διατηρούν, ωστόσο, την πολιτική τους αυτονομία στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μέσω της συμμετοχής τους στις δημοκρατικές διαδικασίες αντιπροσώπευσης συμμετέχουν και συνδιαμορφώνουν το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου που ισχύουν στην έννομη τάξη στην οποία υπόκεινται.

Προκειμένου να βρει εφαρμογή το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δηλαδή προκειμένου να ενταχθεί ένα ζήτημα στο ρυθμιστικό αντικείμενο των κανόνων του διεθνούς οικονομικού δικαίου, θα πρέπει να συμμετέχει στην οικονομική συμφωνία και συγκεκριμένα, στη σύμβαση που συνάπτεται, τουλάχιστον ένα κράτος μαζί με τον ιδιώτη ο οποίος θα πρέπει να είναι αλλοδαπός σε σχέση με το κράτος αυτό, ή περισσότερα κράτη μεταξύ τους. Τούτο σημαίνει ότι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ αλλοδαπών ιδιωτών δεν αποτελούν αντικείμενο του δημόσιου διεθνούς οικονομικού δικαίου, καθώς αποτελούν διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Παρότι σκοπός του δικαίου του ΠΟΕ και εν γένει του δημόσιου διεθνούς οικονομικού δικαίου είναι η διασφάλιση της ελευθερίας των εμπορικών συναλλαγών και εν γένει του εμπορίου στην παγκόσμια αγορά χωρίς εμπόδια που μπορεί να θέσουν τα κράτη για λόγους προστατευτισμού, στους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών ενώπιον του ΠΟΕ δεν μπορούν να προσφύγουν ιδιώτες, σε περίπτωση παράβασης κανόνων που έχουν συμφωνηθεί με αυτό. Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το δημόσιο διεθνές οικονομικό δίκαιο βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση διεθνών συμβάσεων με τις οποίες διαμορφώνονται διεθνείς οικονομικές σχέσεις μεταξύ κρατών ή κρατών και διεθνών οργανισμών. Στην περίπτωση σύμβασης ενός κράτους με έναν αλλο-

Σελ. 10

δαπό ιδιώτη εφαρμογή έχουν τόσο οι κανόνες του διεθνούς δικαίου όσο όμως και οι κανόνες του εθνικού δικαίου του κράτους το οποίο συμβάλλεται με τον αλλοδαπό ιδιώτη.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν πρόκειται για διεθνή συνθήκη, αλλά για κρατική σύμβαση στην οποία το κράτος συμπράττει τόσο ως συμβαλλόμενο μέρος, σαν να ήταν ιδιώτης, όσο όμως και ως ρυθμιστική αρχή που έχει την ικανότητα να νομοθετεί και να μεταβάλλει το δίκαιο. Τέτοιου είδους συμβάσεις συνάπτονται με επενδυτές προκειμένου να αναλάβουν την εκτέλεση δημοσίων έργων, όπως για παράδειγμα την κατασκευή υποδομών ή τη διαχείριση τέτοιων υποδομών. Οι κρατικές ή δημόσιες συμβάσεις ρυθμίζονται σε κάποιες περιπτώσεις, σε συγκεκριμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και υπό προϋποθέσεις, από το δίκαιο του ΠΟΕ. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως, ρυθμίζονται αναλυτικά από μία δέσμη Οδηγιών η οποία έχει ενσωματωθεί στη χώρα μας με τους ν. 4412/2016 και ν. 4413/2016. Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα σε: α) σε κράτος-μέλος της Ένωσης, β) σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), γ) σε τρίτες χώρες που έχουν υπογράψει και κυρώσει τη ΣΔΣ, στο βαθμό που η υπό ανάθεση δημόσια σύμβαση καλύπτεται από τα Παραρτήματα 1, 2, 4 και 5 και τις γενικές σημειώσεις του σχετικού με την Ένωση Προσαρτήματος I της ως άνω Συμφωνίας, καθώς και δ) σε τρίτες χώρες που δεν εμπίπτουν στην περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου και έχουν συνάψει διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με την Ένωση σε θέματα διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Με δεδομένο ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μέλος του ΠΟΕ, υπάρχει η πρόβλεψη ότι οι αναθέτουσες αρχές επιφυλάσσουν για τα έργα, τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τους οικονομικούς φορείς των χωρών που έχουν υπογράψει τις εν λόγω συμφωνίες μεταχείριση εξίσου ευνοϊκή με αυτήν που επιφυλάσσουν για τα έργα, τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τους οικονομικούς φορείς της Ένωσης. Η διαρρύθμιση της εφαρμογής των κανόνων μεταξύ διεθνούς και ενωσιακού οικονομικού δικαίου στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων γίνεται κατά βάση στο άρθρο 9 ν. 4412/2016.

Σελ. 11

ΙΙ. Κράτος και οικονομία

1. Ρύθμιση και ελεύθερη αγορά

Υπάρχουν δύο κύρια ρεύματα σκέψης αναφορικά με τη σχέση που θα πρέπει να διατηρεί το κράτος με την οικονομία. Το πρώτο αναφέρεται στο κράτος νυχτοφύλακα, το κράτος δηλαδή που δεν επεμβαίνει στην αγορά, δεν αναλαμβάνει το ίδιο επιχειρηματική δραστηριότητα, και διατηρεί ελάχιστες υπηρεσίες, οι οποίες συνδέονται με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, κυρίως δηλαδή, τα δικαστήρια, την αστυνομία και τον στρατό (το λεγόμενο ελάχιστο κράτος). Το δεύτερο είναι συνδεδεμένο με τη θεωρία του Κέυνς (το λεγόμενο κεϋνσιανό μοντέλο) το οποίο θεωρεί ότι η αύξηση των δαπανών του κράτους μπορεί να τονώσει την εθνική οικονομία και έτσι, να επέλθει η οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως, της ζώνης του ευρώ, θεωρήθηκε ότι το κεϋνσιανό μοντέλο δημιουργεί ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό και υποχρεώνει το κράτος να καταφύγει σε δημόσιο δανεισμό. Στις χώρες της ευρωζώνης πλέον προβλέπεται η υποχρέωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση των κρατών να ελαχιστοποιήσουν τις δαπάνες τους. Τούτο επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με την απόσυρση του κράτους από διάφορους τομείς της οικονομίας και την μέσω αυτού ελαχιστοποίηση των κρατικών δαπανών, και αποτυπώνεται στο δίκαιο κυρίως με τη μορφή των ιδιωτικοποιήσεων. Εφόσον πρόκειται για φυσικά μονοπώλια ή για τομείς οι-

Σελ. 12

κονομικής δραστηριότητας ευαίσθητους για το κοινωνικό σύνολο, το κράτος, ακόμη και εάν αποξενωθεί πλήρως από την άσκηση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί και οφείλει να διατηρήσει εποπτικό ρόλο, τον οποίο συνήθως ασκεί μέσω μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής.

Ο κρατικός παρεμβατισμός συνδέεται με την έννοια της ρύθμισης της αγοράς. Ως ρύθμιση νοείται η νομοθετική ρύθμιση, αυτή που προέρχεται από τον τυπικό νόμο, αλλά και από κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Μορφή κρατικής παρέμβασης μπορεί να θεωρηθεί κάθε μορφή προληπτικού ελέγχου που συνδέεται με την προηγούμενη αδειοδότηση προκειμένου να ασκηθεί μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Κλασικές όμως μορφές κρατικής παρέμβασης αποτελούν και η ρύθμιση των τιμών, το λεγόμενο πλαφόν, όπως και άλλες μορφές ποσοτικών ή ποιοτικών περιορισμών, όπως είναι για παράδειγμα ένας συγκεκριμένος αριθμός αδειών για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας. Αναφορικά με τη ρύθμιση των τιμών και της επέμβασης του κράτους στην αγορά με τον τρόπο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην εποχή που διανύουμε προκρίνεται έναντι αυτής είτε η οικονομική ενίσχυση των ευάλωτων νοικοκυριών προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις υψηλές τιμές, δηλαδή η τόνωση της καταναλωτικής δαπάνης, είτε η απευθείας χρηματοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι κάθε παρεμβατικό κράτος δεν είναι απαραίτητα και κοινωνικό κράτος, ενώ, περαιτέρω, ένα κοινωνικό κράτος προκειμένου να επιτελέσει τον σκοπό του μπορεί να χρειαστεί να λειτουργήσει το ίδιο σε έναν οικονομικό τομέα, έστω παράλληλα με την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία (λχ εκπαίδευση, υγεία).

Ως απορρύθμιση νοείται η κατάργηση νομικών εμποδίων για την άσκηση διαφόρων επαγγελματικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που επιβλήθηκαν για λόγους προστατευτισμού, η βιωσιμότητα των οποίων αφήνεται πλέον να λυθεί με βάση τους κανόνες της αγοράς. Η άρση ποσοτικών περιορισμών (λχ συγκεκριμένος αριθμός φαρμακείων σε μια περιοχή) αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, η οποία εφόσον συνοδεύεται και από τη δυνατότητα πρόσβασης και άσκησης της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας με όμοιους όρους και από αλλοδαπούς ιδιώτες θεωρείται ότι συνιστά και μορφή απελευθέρωσης

Σελ. 13

της αγοράς υπό την έννοια του ανοίγματος στη διεθνή αγορά και την άρση της προστασίας ημεδαπών επιχειρήσεων έναντι των αντίστοιχων αλλοδαπών. Μορφή απελευθέρωσης που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της άσκησης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, και συνακόλουθα επιτάχυνσης της πρόσβασης στη δραστηριότητα αυτή, χωρίς να αποσύρονται διατυπώσεις και προϋποθέσεις του νόμου που έχουν τεθεί για λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η δημόσια υγεία ή το περιβάλλον, αποτελεί και η μετατροπή του συστήματος προηγούμενης αδειοδότησης σε σύστημα κατασταλτικού ελέγχου που διενεργείται κατόπιν της αναγγελίας του ενδιαφερομένου ότι εκκινεί τη δραστηριότητα αυτή.

Γενικότερα, στο πλαίσιο της απορρύθμισης, στην πραγματικότητα δεν εκλείπουν οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την άσκηση μιας επιχείρησης, αλλά αυτές λειτουργούν με γνώμονα τη διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στην αγορά προς κάθε ενδιαφερόμενο. Από πλευράς διεθνούς οικονομικού δικαίου ως δίκαιο της απορρύθμισης ορίζεται η δέσμη νομοθετικών μέτρων που λαμβάνονται ώστε να αρθούν κάθε είδους μορφές κρατικού προστατευτισμού και άλλων νομικών εμποδίων προς την απελευθέρωση της αγοράς, και ταυτόχρονα ως δίκαιο ενοποίησης λογίζονται τα νομοθετικά μέτρα με τα οποία στην πραγματικότητα επαναθεσπίζονται κανόνες ρύθμισης της αγοράς με γνώμονα τα μέτρα αυτά να είναι κοινά με αυτά που ισχύουν σε άλλα κράτη. Από πλευράς ενωσιακού δικαίου, άρση του κρατικού προστατευτισμού επέρχεται, μεταξύ άλλων, και με την πρόβλεψη της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων (άρθρο 107επ. ΣΛΕΕ), η οποία έχει ως σκοπό να μεταχειριστεί ευνοϊκά ενισχύοντας κυρίως οικονομικά καθιστώντας τα ανταγωνιστικά προς τα αλλοδαπά ημεδαπά προϊόντα ή επιχειρήσεις γενικότερα.

2. Άσκηση κρατικής εξουσίας και άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας

Το κράτος συνιστά ένα σχετικά σύγχρονο θεσμό που εμφανίστηκε στην εποχή της νεωτερικότητας, και δομήθηκε στη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, και συγκεκριμένα, στη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η μεν ιδιωτική κοινωνία μπορεί να θέτει και να επιδιώκει τους δικούς της σκοπούς, το δε κράτος θα πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Τα όργανα του κράτους διακρίνονται σε άμεσα και έμμεσα. Άμεσα είναι τα όργανα που προβλέπονται ευθέως από το Σύνταγμα και δεν τελούν σε σχέση ιεραρχικής εξάρτησης από κανένα άλλο όργανο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ανώτατο όργανο του κράτους θεωρείται ο λαός, δηλαδή με τη στενή έννοια οι πολίτες που έχουν ενεργό εκλογικό δικαίωμα,

Σελ. 14

και άρα, έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο ηλικιακό όριο και δεν έχουν στερηθεί τα εκλογικά τους δικαιώματα (άρθρο 51 παρ. 3 Συντ.).

Από πλευράς διοικητικής οργάνωσης του κράτους, η Κυβέρνηση, δηλαδή ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί θεωρείται ότι ανήκουν στην κεντρική διοίκηση. Η κεντρική διοίκηση είναι αρμόδια για όλη την εδαφική επικράτεια, η αρμοδιότητά της δε, διακρίνεται ανά τομέα ή κλάδο (καθ’ ύλην αρμοδιότητα). Η αποκεντρωμένη διοίκηση, η οποία είναι αρμόδια για μια συγκεκριμένη περιφέρεια (κατά τόπο αρμοδιότητα), θεωρείται περιφερειακό όργανο της κεντρικής διοίκησης. Από αυτήν θα πρέπει να διακριθεί η τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία διακρίνεται σε πρώτου και δεύτερου βαθμού. Βασική διαφορά της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ότι τα όργανά της εκλέγονται από τους κατοίκους της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιφέρειας.

Μεταξύ κράτους και ιδιωτικού τομέα, υφίσταται μια ευρεία παλέτα εργαλείων μέσω των οποίων το κράτος μπορεί είτε να οργανώνει την άσκηση των δραστηριοτήτων του αξιοποιώντας νομικές μορφές του ιδιωτικού (ΝΠΙΔ) ή δημοσίου (ΝΠΔΔ) δικαίου (ευρύτερος δημόσιος τομέας), είτε να συμπράττει με τον ιδιωτικό τομέα για την επίτευξη των σκοπών του. Η ίδρυση ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή μιας ανώνυμης εταιρίας, επί του οποίου ασκείται έλεγχος από το κράτος καθώς ανήκει σε αυτό η πλειοψηφία του μετοχικού του κεφαλαίου, όπως επίσης η επιλογή των μελών του ΔΣ εξαρτάται από αυτό, συνιστά μια μορφή τυπικής ιδιωτικοποίησης, κατά την οποία το κράτος αξιοποιεί μεν εργαλεία του ιδιωτικού δικαίου για λόγους μεγαλύτερης ευελιξίας, πλην συνεχίζει να ελέγχει τη δραστηριότητα αυτή η οποία θεραπεύει δημόσιους σκοπούς. Ουσιαστική ιδιωτικοποίηση, από την άλλη, είναι η περίπτωση όπου το κράτος αποτραβιέται πλήρως, δηλαδή αποξενώνεται, από την δυνατότητα άσκησης ελέγχου από την εν λόγω δραστηριότητα, -π.χ. όταν μεταβιβάζει το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου ενός ΝΠΙΔ ή του πλειοψηφικού πακέτου σε ιδιώτες-, η οποία αφήνεται πλέον στους όρους και τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς. Συναφής είναι και η περίπτωση της άρσης των κρα-

Σελ. 15

τικών μονοπωλίων σε διάφορους τομείς της οικονομίας και των επιχειρήσεων, τα οποία αποτελούσαν μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας του κράτους σε παλαιότερες δεκαετίες. Σημειώνεται ότι τις περιόδους της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, το κράτος δεν ήταν απαραίτητο να δραστηριοποιείται οικονομικά προκειμένου να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά μπορούσε να λειτουργεί και ως fiscus.

Η άρση των κρατικών μονοπωλίων και το άνοιγμα ενός τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το κράτος εναποθέτει τη ρύθμιση αυτού στο αόρατο χέρι της αγοράς. Αναλόγως του τομέα, εάν συνδέεται για παράδειγμα με την εξυπηρέτηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ή και εάν εξαρτάται από κάποιο φυσικό μονοπώλιο, όπως θεωρούνται οι δημόσιες υποδομές, λχ δίκτυα ύδρευσης, το κράτος αναλαμβάνει εποπτικό ρόλο, ο οποίος ανατίθεται σε ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, κατά τα πρότυπα του ενωσιακού δικαίου.

Καίτοι τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα διέρχεται του κύματος των ιδιωτικοποιήσεων που σε άλλες χώρες του κόσμου είχε εκκινήσει πολύ πρωτύτερα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο συνταγματικό κείμενο (άρθρο 106 παρ. 3) προβλέπεται, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 107 Συντ., -και άρα, ερμηνευτικά, και υπό του διεθνούς οικονομικού δικαίου-, και η δυνατότητα κρατικοποίησης επιχειρήσεων ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή με κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο ή με χαρακτήρα μονοπωλίου. Ως προς την τελευταία περίπτωση, βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο μονοπωλιακός χαρακτήρας μιας επιχείρησης, εφόσον είναι αποτέ

Σελ. 16

λεσμα δικής της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, απαγορεύεται με βάση το ενωσιακό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού (άρθρα 101-102 ΣΛΕΕ). Συνεπώς, στην πράξη είναι μάλλον αδύνατο να ανακύψει πλέον μια τέτοια περίπτωση. Μπορεί όμως μία ιδιωτική επιχείρηση να έχει αποκτήσει αποκλειστικά δικαιώματα από το κράτος, τα οποία λογίζονται ως μονοπώλιο, υπό τους όρους και τις ειδικότερες προβλέψεις και εξαιρέσεις του άρθρου 106 ΣΛΕΕ. Σημειώνεται ότι η αντιμονοπωλιακή πολιτική της ΕΕ επιδέχεται εξαιρέσεων, με αποτέλεσμα, όπου προβλέπεται τουλάχιστον σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, να είναι δυνατή η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών και οδικών μεταφορών. Σε μια τέτοια περίπτωση κρατικοποίησης, η επιχείρηση θα καθίστατο δημόσια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 106 παρ. 1 ΣΛΕΕ, όπου σε αυτήν την περίπτωση, η λειτουργία της κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου δεν θα έπρεπε να αντιβαίνει στα άρθρα 101επ. ΣΛΕΕ. Με βάση δε, τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 106 παρ. 3 Συντ. και 106 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ, κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό εφόσον και στο μέρος που η επιχείρηση αυτή είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

Σελ. 17

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Εθνική οικονομία και ελεύθερη οικονομία της αγοράς

 

Ι. Η διαρρύθμιση υπό το πρίσμα του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου

1. Το οικονομικό προφίλ του Συντάγματος

Και μόνο η αναγνώριση και προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στο άρθρο 17 Συντ. αρκεί ώστε να καταφαθεί ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του Συντάγματος. Η αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν είναι αυτονόητη στα συνταγματικά κείμενα, ιδίως των σοσιαλιστικών κρατών, όπως είναι η Κίνα και ιδίως η Βόρεια Κορέα. Η τοποθέτηση του ελληνικού συνταγματικού κειμένου στη μεγάλη μερίδα των συνταγματικών κειμένων που υποδέχονται τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν αρκεί ωστόσο ώστε να γίνει δεκτό μια και για πάντα ότι είναι ανοιχτό προς κάθε μορφή φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, ακόμα και ακραία ελευθεριακού. Τούτο πολύ περισσότερο στη σύγχρονη εποχή που παράλληλα αναδύονται περισσότερες μορφές οικονομίας, όπως η οικονομία διαμοιρασμού, ή η συνεργατική οικονομία, κάποιες από τις οποίες σταδιακά ανευρίσκουν την δίοδο και αποτυπώνονται στα εθνικά συντάγματα. Για παράδειγμα το Σύνταγμα της Βολιβίας (2009) διακηρύσσει στο προοίμιό του «We have left the colonial, republican and neo-liberal State in the past. We take on the historic challenge of collectively constructing a Unified Social State of Pluri-National Communitarian law, which includes and articulates the goal of advancing toward a democratic, productive, peace-loving and peaceful Bolivia, committed to the full development and free determination of the peoples.». Με άλλα

Σελ. 18

λόγια, η αναγνώριση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του Συντάγματος δεν σημαίνει αυτόματα την αποδοχή της σημασίας που η έννοια έχει αποκτήσει στις μέρες μας και που περιλαμβάνει το άνοιγμα της εθνικής αγοράς στις διεθνείς αγορές. Θεωρητικά, ένα συνταγματικό κείμενο μπορεί να διατηρεί φιλελεύθερα οικονομικά στοιχεία για τους πολίτες του, και παράλληλα, να επιτρέπει στο κράτος να εμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά του αλλοδαπών οικονομικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, μπορεί και η ίδια η οικονομία να το ξεπεράσει, εμφανίζοντας νέες μορφές συναλλαγών, όπως είναι η οικονομία διαμοιρασμού. Έτσι, τα χαρακτηριστικά που τελικά θα λάβει η εθνική οικονομία είναι αποτέλεσμα ενός πλήθους παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η διεθνής παράσταση της χώρας και η ανάληψη από αυτήν διεθνών δεσμεύσεων, όπως είναι η σύναψη διεθνών συμβάσεων στο πλαίσιο του ΠΟΕ, και φυσικά η προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός το οποίο μετατρέπει την εθνική οικονομία σε μέρος της κοινής εσωτερικής αγοράς της ΕΕ.

Παρά τις πρωτοβουλίες αυτές που μπορούν να αναληφθούν από το κράτος, το συνταγματικό κείμενο επιφυλάσσεται ως προς τις ελευθερίες που αναγνωρίζει στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία θέτοντας ως όριο το να μην ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος (άρθρο 17 παρ. 1 Συντ.) ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας (άρθρο 106 παρ. 2 Συντ.) ή εις βάρος της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.) του καθένα (άρθρο 106 παρ. 2 Συντ.). Πρόκειται για επιφυλάξεις που θέτουν τα απώτατα όρια στο μείγμα του οικονομικού μοντέλου (φιλελεύθερου - σοσιαλιστικού) που μπορεί να υιοθετηθεί στο πλαίσιο άσκησης της εθνικής οικονομικής πολιτικής, και όχι απλώς για περιορισμούς στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας η οποία εδράζεται στα άρθρα 5 παρ. 1 Συντ. και 106 παρ. 2 Συντ. και άρα, υπόκειται και στο τρίπτυχο των περιορισμών του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. (δικαιώματα των άλλων, δημόσιο συμφέρον, χρηστά ήθη). Η διεθνής διάσταση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, το κατά πόσο δηλαδή μπορεί να προέρχεται από κεφάλαια εξωτερικού, εξαρτά-

Σελ. 19

ται και επικαθορίζεται από το άρθρο 28 Συντ. και το άρθρο 107 Συντ. Η ελευθερία του άρθρου 106 παρ. 2 Συντ. («εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας») δεν αναφέρεται μόνο στη γενική ελευθερία δράσης του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ., αλλά σε κάθε μορφή ελευθερίας που είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο (ιδιωτική αυτονομία, δικαίωμα αυτοκαθορισμού, ελευθερία κίνησης, κλπ). Θα πρέπει να θεωρηθεί δε, ότι περιλαμβάνει ευρύτερα την κοινωνία, εργαζόμενους, καταναλωτές κ.λπ., και εκτείνεται όχι μόνο στις συνέπειες από την άσκηση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, όπως αφήνει να νοηθεί η διατύπωση της συνταγματικής διάταξης, αλλά και στα μέσα που αυτή υιοθετεί για την άσκησή της, τα προϊόντα που παράγει ή τις υπηρεσίες που προσφέρει κλπ. Περιορισμούς, επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτουν και άλλα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στο περιβάλλον (άρθρο 24 Συντ.), στη δημόσια υγεία (άρθρο 21 παρ. 3 Συντ.), κ.λπ., πράγμα το οποίο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το οικονομικό μοντέλο που υιοθετείται θα πρέπει να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμο.

Αναφορικά με την επιχειρηματική συμπεριφορά, το άρθρο 14 παρ. 9 Συντ. απαγορεύει τη συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής, καθώς και τη συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής. Στην ίδια διάταξη εισάγεται απαγόρευση παράλληλης ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της ενημέρωσης και συναλλαγής με το δημόσιο στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Η τελευταία αυτή περίπτωση προσέκρουσε στο ενωσιακό δίκαιο με τον τρόπο που είχε καταστρωθεί. Πρόκειται, ωστόσο, συνολικά για συνταγματική ρύθμιση η οποία θέτει σαφή όρια στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό, με σκοπό τη διαφάνεια και την πολυφωνία στην ενημέρωση. Από αυτή την άποψη, δεν ρυθμίζει μόνο ζητήματα που αφορούν στην ελευθερία του ανταγωνισμού, αλλά γενικά στην οργάνωση της εθνικής οικονομίας και αγοράς ως θεσμού. Σύγκρουση με

Σελ. 20

το ενωσιακό δίκαιο υφίσταται και αναφορικά με την πρόβλεψη των διατάξεων των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 Συντ. οι οποίες απαγορεύουν την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η ρητή συνταγματική πρόβλεψη των διατάξεων αυτών πάντως, για όσο υφίσταται, δηλαδή μέχρι να αναθεωρηθεί, απαγορεύει στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία να επιχειρήσει στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος εναποτίθεται αποκλειστικά στο κράτος. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία επίσης καθορίζει και περιορίζει το οικονομικό μοντέλο που μπορεί να υιοθετηθεί, καθώς επιβάλλει την επέμβαση του κράτους και την αποκλειστική δραστηριοποίησή του σε έναν συγκεκριμένο τομέα, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Περαιτέρω, το συνταγματικό κείμενο επιφορτίζει το κράτος με την υποχρέωση να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας, της περιφερειακής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των δυσπρόσιτων γεωγραφικών περιοχών της χώρας (άρθρο 106 παρ. 1 Συντ.). Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί πάντα σκοπό της εθνικής οικονομίας, όπως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, και η προσέλκυση επενδύσεων και άρα, η ανάπτυξη ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και εκ μέρους των ξένων επενδυτών θεωρείται παραδοσιακά όχημα προς την επίτευξη του σκοπού αυτού. Έτσι, και το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 107 επιλέγει να διατηρήσει την αυξημένη τυπική ισχύ της νομοθεσίας για την προστασία των κεφαλαίων εξωτερικού. Ο εθνικός επενδυτικός κώδικας (νδ 2687/1953) «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» εκδόθηκε βάσει του άρθρου 112 του Συντάγματος του 1952 το οποίο προέβλεπε ότι νόμος εφάπαξ εκδιδόμενος θα ρυθμίσει την προστασία των κεφαλαίων εξωτερικού. Οι εγκριτικές πράξεις που εκδίδονται για την εισαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού μετά από αίτηση του ξένου επενδυτή θεωρείται ότι υποκρύπτουν στην πραγματικότητα κρατικές συμβάσεις υπό την σκοπιά του διεθνούς οικονομικού δικαίου. Το νομοθετικό αυτό κείμενο έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα πολλές φορές. Πρόκειται για ένα νομοθέτημα το οποίο προσφέρει αυξημένη προστασία στους ξένους επενδυτές. Προκειμένου όμως μια ξένη επένδυση να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί αίτηση εκ μέρους του επενδυτή και έγκρισή της. 

Back to Top