ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΣΔΑ
Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας και η εκτέλεσή τους
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 136
- ISBN: 978-618-08-0050-0
Το βιβλίο "Ελευθερία της έκφρασης και ΕΣΔΑ" αναλύει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία συντελεί δύο συγκλίνουσες λειτουργείες, ως ατομικό δικαίωμα, αλλά ταυτόχρονα και πυλώνα στήριξης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το αντικείμενο του βιβλίου είναι η ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας και η εκτέλεση των αποφάσεων αυτών. Παρέχει μια ακριβή εικόνα του συνόλου της σχετικής νομολογίας και εντοπίζει τις υποκείμενες αιτίες των παραβιάσεων που διαχρονικά έχει διαπιστώσει το ΕΔΔΑ. Συναφώς, εξετάζει τους τρόπους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να αποφευχθούν νέες παραβιάσεις.
Αναλύονται ειδικότερα :
- Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για την ελευθερία της έκφρασης (ομάδες υποθέσεων Βασιλάκης και Κατράμη)
- Οι υποκείμενες αιτίες των παραβιάσεων και οι σχετικές συμπερασματικές παρατηρήσεις
- Η πορεία της εκτέλεσης των ομάδων υποθέσεων Κατράμη και Βασιλάκης
- Η εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ σε άλλα Κράτη μέλη της ΕΣΔΑ για παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης
- Η γενική προσέγγιση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο ζήτημα της στάθμισης της ελευθερίας της έκφρασης με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή
- Προτάσεις για την αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων κατά της Ελλάδας
Το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε νομικό, δικαστή, μέλος του Ν.Σ.Κ., δικηγόρο, φοιτητή, ερευνητή και είναι ικανό να παρέχει μια αναλυτική και διεισδυτική εικόνα του παραπάνω δυσχερούς νομικού ζητήματος, το οποίο «ταλαιπωρεί» την Ελλάδα για περίπου είκοσι (20) χρόνια. Το ζήτημα αυτό έχει τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό ενδιαφέρον και απασχολεί τόσο τον ερευνητή όσο και τον νομικό της πράξης. Σε αυτό κάθε νομικός μπορεί να εντοπίσει (ανάλογα με την ιδιότητά του) τα εργαλεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να προσεγγίσει το ζήτημα αυτό κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.
XI
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 13
1. Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για την ελευθερία της έκφρασης
πριν τις υποθέσεις Βασιλάκης και Κατράμη και η εκτέλεση
των σχετικών αποφάσεων 13
2. Η ομάδα υποθέσεων Κατράμη 19
2.1. Η υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας 19
2.2. Η υπόθεση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδας 20
2.3. Η υπόθεση Κυδώνης κατά Ελλάδας 22
2.4. Η υπόθεση Μήκα κατά Ελλάδας 24
2.5. Η υπόθεση Αθανάσιος Μακρής κατά Ελλάδας 26
2.6. Η υπόθεση Παρασκευόπουλος κατά Ελλάδας 28
2.7. Η υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδας 31
2.8. Η υπόθεση Ματάλας κατά Ελλάδας 36
2.9. Η υπόθεση Κίτσος κατά Ελλάδας 40
3. Η ομάδα υποθέσεων Βασιλάκης 43
3.1. Η υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας 43
3.2. Η υπόθεση η Αυγή Εκδοτικός και Δημοσιογραφικός Οργανισμός Α.Ε.
και Καρής κατά Ελλάδας 46
3.3. Η υπόθεση Αλφαντάκης κατά Ελλάδας 49
3.4. Η υπόθεση Κουτσολιόντος και Πανταζής κατά Ελλάδας 51
3.5. Η υπόθεση Καψής και Δανίκας κατά Ελλάδας 54
3.6. Η υπόθεση Alpha Δορυφορική Τηλεόραση Ανώνυμη Εταιρεία
κατά Ελλάδας 58
3.7. Η υπόθεση Δημητρίου κατά Ελλάδας 60
3.8. Η υπόθεση Λυπαρής κατά Ελλάδας 64
XII
4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 71
1. Η μέχρι σήμερα πορεία της εκτέλεσης των ομάδων υποθέσεων
Κατράμη και Βασιλάκης 71
2. Η εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ σε άλλα Κράτη μέλη
της ΕΣΔΑ για παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης 76
3. Η γενική προσέγγιση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο ζήτημα
της στάθμισης της ελευθερίας της έκφρασης με το δικαίωμα
στην ιδιωτική ζωή 80
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 85
Προτάσεις για την αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων
κατά της Ελλάδας 85
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 95
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 97
Α. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΚ, ΤΟΥ ΠΚ ΚΑΙ
ΤΟΥ Ν. 1178/1981 ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 97
1. Σύνταγμα της Ελλάδας 97
2. Αστικός Κώδικας 98
3. Ποινικός Κώδικας 99
4 . Ν. 1178/1981 101
Β. ΑΡΘΡΟ 10 ΕΣΔΑ ΚΑΙ Η ΜΕ ΑΡ. 1577/2002 ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 105
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ 111
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 117
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε τις ανθρώπινες κοινωνίες ήδη από πολύ νωρίς και έχει αποτελέσει ζήτημα που οριοθετήθηκε στα πλαίσια του εκάστοτε εθνικού δικαίου (συνταγματικού και μη, π.χ. αστικού ή ποινικού) αλλά και αποτέλεσε αντικείμενο της επεξεργασίας μεγάλων διανοητών. Για παράδειγμα έχει διαδοθεί ιδιαίτερα η φράση «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να το λες». Η παραπάνω διάσημη φράση, η οποία έχει συνδεθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο με τον Βολταίρο (ο οποίος έζησε από το 1694 – 1778), δεν ανήκει, όπως είναι πλέον γνωστό, σε αυτόν αλλά στην βιογράφο του και αποδίδει αυτό που εκείνη θεωρούσε ότι ήταν η θέση του Βολταίρου. Η φράση όμως αυτή δεν παύει να συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο, όχι απαραίτητα το περιεχόμενο της σκέψης του Βολταίρου αλλά τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης στη σημερινή εποχή. Η ελευθερία της έκφρασης είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύοντα ρόλο. Όπως εύγλωττα έχει διατυπωθεί χωρίς μια ευρεία προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης δεν υπάρχει ελεύθερη χώρα, δεν υπάρχει δημοκρατία.
Η σημασία της προκύπτει ήδη από την ανάλυση της διττής φύσης. Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης κατοχυρώνεται ως ατομικό αλλά και ως πολιτικό δικαίωμα. Κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα θετικά καθώς αποτελεί μέσο για την αυτοπραγμάτωση του ατόμου αλλά παράλληλα κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα και αρνητικά έναντι του κράτους αλλά και κάθε μορφής εξουσίας. Από την άλλη, κατοχυρώνεται ως πολιτικό δικαίωμα καθώς είναι το αναγκαίο εκείνο προαπαιτούμενο που επιτρέπει τον ελεύθερο δημόσιο διάλογο και οδηγεί στον σχηματισμό της πολιτικής βούλησης των πολιτών. Ο διττός αυτός χαρακτήρα του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου, ως ατομικό και πολιτικό δικαίωμα, και η άμεση διασύνδεσή του με τη δημοκρατία, αναγνωρίζεται διεθνώς από ανώτατα και διεθνή δικαστήρια (βλ. Supreme
Σελ. 2
Court ΗΠΑ, BverGE, ΕΔΔΑ) αλλά και από τα εθνικά μας δικαστήρια. Απαραίτητος συνοδοιπόρος είναι πάντα η ελευθερία του Τύπου. Ο Τύπος δεν υπόκειται σε λογοκρισία, ούτε περιορίζεται in absracto στην άσκηση ακόμα και της πιο δριμείας κριτικής. Τα όρια της ελευθερίας του μετρώνται μόνο εκ των υστέρων και ad hoc.
Ιστορικά ξεκινά σαν απαίτηση ήδη από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρωμαϊκή εποχή και αποκρυσταλλώνεται στη βασική δομή των δικαιωμάτων αυτών κατά τον 18ο αιώνα στην Αγγλία και στις διακηρύξεις της Αμερικανικής και Γαλλικής επανάστασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη τροποποίηση του Αμερικάνικου Συντάγματος εισάγει ανεπιφύλακτη προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία δεν μπορεί να ρυθμιστεί διαφορετικά από το Κογκρέσο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κατά τον Σ. Τσακυράκη οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι εκείνη η χώρα εκείνη στην οποία «...ο λόγος όταν µπαίνει στη ζυγαριά µε άλλα δικαιώματα συχνά «κλέβει» στο ζύγι».
Είναι προφανές ότι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης απαντάται σε όλα τα σημαντικά διεθνή κείμενα όπως π.χ. το αρ. 19 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αρ. 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το αρ. 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αρ. 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. κ.α. Ως συνταγματικό δε δικαίωμα υπάρχει στα προϊσχύοντα ελληνικά Συντάγματα ήδη από τον 19 αιώνα.
Σελ. 3
Ασφαλώς η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου κατοχυρώνεται και στο ελληνικό Σύνταγμα και συγκεκριμένα στο άρθρο 14, στο οποίο ορίζεται ότι καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους. Η δομή του αρ. 14 του Συντάγματος προσιδιάζει πάντως περισσότερο σε εκτελεστικό νόμο παρά σε συνταγματική διάταξη και αυτό διότι έχει μακροσκελείς παραγράφους. Η παρ. 1 αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης και η παρ. 2 στην ελευθερία του τύπου. Στην παρ. 3 υπάρχει οριοθέτηση των περιπτώσεων του πότε είναι ανεκτή η κατάσχεση εφημερίδων και εντύπων. Οι υπόλοιπες παράγραφοι μοιάζουν να προσπαθούν να συγκεκριμενοποιήσουν τους νόμους των οποίων γίνεται επίκληση στην παρ. 1.
Ειδικότερα με το άρθρο 14 του Συντάγματος και το αρ. 10 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται, αφενός μεν, το δικαίωμα καθενός και δικαίωμα του τύπου (δυνάμει δε του άρθρου 15 του Συντάγματος και της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης) να διαδίδει ειδήσεις σχόλια, ιδέες και απόψεις κ.λπ. και να πληροφορεί το κοινό (δικαίωμα του πληροφορείν), αφετέρου δε, ενόψει και του άρθρου 5Α παρ. 1 του Συντάγματος, το δικαίωμα κάθε πολίτη να πληροφορείται και να ενημερώνεται τακτικά και ελεύθερα για κάθε πολιτικό και κοινωνικό εν γένει θέμα που τον ενδιαφέρει, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας των κρατικών αρχών και οργάνων (δικαίωμα στην πληροφόρηση). Ειδικότερα, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει τρεις ελευθερίες ως περιεχόμενο του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης: α) την ελευθερία της γνώμης, η οποία απολαμβάνει μιας απόλυτης προστασίας υπό την έννοια ότι οι περιορισμοί της παρ. 2 του άρθρου 10 δεν εφαρμόζονται σε αυτή, β) την ελευθερία λήψης και ιδεών πληροφοριών και γ) την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών. Όλα τα φυσικά πρόσωπα («Καθένας είναι ελεύθερος» κατά τη διατύπωση του αρ. 14 του Συντάγματος) αλλά και τα νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις προσώπων είναι φορείς του δικαιώματος. Το Δημόσιο (εν στενή και ευρεία εννοία) δεν είναι φορέας της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά αντίθετα, η δημόσια εξουσία και όσοι την ασκούν είναι καταρχήν αποδέκτες της ελευθερίας της έκφρασης. Ισχύει όμως και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει
Σελ. 4
(τριτενέργεια), όπως ρητά (από την αναθεώρηση του 2001 και έπειτα) προβλέπεται από τη διάταξη του αρ. 25 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος. Συναφώς στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, παρόλο που ο κύριος στόχος των διατάξεων της είναι η προστασία του ατόμου από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις εκ μέρους κρατικών αρχών, ωστόσο το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική προστασία κάποιων δικαιωμάτων συνεπάγεται για το Κράτος μέλος θετικές υποχρεώσεις, δηλαδή απαιτεί όχι απλώς το Κράτος να απέχει από τέτοιες παρεμβάσεις αλλά και να λαμβάνει θετικά μέτρα για να αποφευχθούν αυτές ακόμα και στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών.
Περαιτέρω, η ελευθερία της έκφρασης δεν περιέχει καταρχήν (ούτε υπό το αρ. 14 του Συντάγματος, ούτε υπό το αρ. 10 της ΕΣΔΑ) και το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής του forum στο οποίο αυτή ασκείται και συνεπώς δεν απορρέει από αυτή δικαίωμα εισόδου σε ιδιωτικά ή κυβερνητικά κτήρια για διαμαρτυρία, διανομή φυλλαδίων, πανό, πλην εξαιρέσεων (όπως π.χ. αυτές έχουν αποτυπωθεί στη νομολογία του ΕΔΔΑ) που η απαγόρευση εισόδου θα οδηγούσε στην πλήρη αποδυνάμωση του δικαιώματος.
Ως προς το μέσο έκφρασης το περιεχόμενο του δικαιώματος είναι ευρύ και προστατεύει τόσο τον εκπεφρασμένο λόγο αλλά και τη διάδοση μέσω του τύπου, στην έννοια του οποίου τύπου υπάγονται όλες οι μορφές αποτύπωσης της τυπογραφίας ακόμα και σε μη παραδοσιακά μέσα (π.χ. μπλουζάκια, κονκάρδες κ.α.) και το διαδίκτυο και κάθε άλλο μέσο της επιλογής του ενδιαφερόμενου, ενώ προστατεύεται και η ηχητική αποτύπωση της φωνής εκτός αν αποτελεί μουσική οπότε προστατεύεται από το αρ. 15 του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, η απαρίθμηση των τρόπων εξωτερίκευσης στο Σύνταγμα είναι ενδεικτική, καθώς εξάλλου, το πεδίο αυτό ρητά διευρύνεται από διεθνή συμβατικά κείμενα (π.χ. αρ. 19 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ «..με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του…»), ενώ είναι άλλο ζήτημα αν αυτοί οι πολλοί τρόποι εξωτερίκευσης μπορούν να περιοριστούν και υπό ποιους όρους.
Σελ. 5
Η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης τελεί, όμως, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των γενικώς ισχυόντων κανόνων δικαίου της κείμενης νομοθεσίας, όπως προκύπτει τόσο από τη διατύπωση του αρ. 14 παρ. 1 («…τηρώντας τους νόμους του Κράτους), όσο και του αρ. 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ («μπορεί να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις…»). Ειδικότερα τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των γενικών ισχυόντων κανόνων δικαίου της κειμένης νομοθεσίας, στους οποίους περιλαμβάνονται και εκείνοι που κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες άλλων προσώπων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει την επιβολή των περιορισμών στην άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Τέτοιοι κανόνες δικαίου είναι π.χ. οι ποινικοί νόμοι για την εξύβριση ή αυτοί που ορίζουν τις προϋποθέσεις υπαίθριων ανακοινώσεων. Δηλαδή, δεν προστατεύονται συνταγματικά οι ψευδείς ισχυρισμοί γεγονότων και κατά συνέπεια είναι επιτρεπτή η θέσπιση διατάξεων (ποινικού, αστικού, διοικητικού δικαίου) που προβλέπουν ευθύνη για ψευδή ισχυρισμό γεγονότος, πλην όμως η παρουσίαση μιας είδησης ενδέχεται να συνδέεται με εσφαλμένες εκτίμηση και αξιολόγηση των γεγονότων, η οποία ως γνώμη προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης. Αυτή ακριβώς η προβληματική θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα στη συνέχεια. Η σύγκρουση δηλαδή από τη μια της ελευθερίας της έκφρασης και από την άλλη η προστασία της προσωπικότητας, η τιμή και η φήμη του προσώπου που δέχεται κριτική ή και διαδίδονται γι’ αυτό ισχυρισμοί.
Αυτό που είναι κρίσιμο να υπογραμμιστεί είναι ότι ο έλεγχος ενός περιορισμού στην ελευθερία της έκφρασης σε σχέση με τη συμφωνία του με το νόμο ή και το Σύνταγμα δεν εξαντλεί το πεδίο του σχετικού ελέγχου, καθώς ο τελευταίος οφείλει να επεκταθεί και στη συμβατότητα του περιορισμού αυτού με την ΕΣΔΑ, η οποία άλλωστε, όπως είναι γνωστό, κατισχύει των νόμων, ενώ παράλληλα οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν
Σελ. 6
υποχρεωτική ισχύ και οφείλουν να εκτελούνται από το εκάστοτε Κράτος μέλος αλλά και παράγουν το λεγόμενο «ερμηνευτικό δεδικασμένο». Εξάλλου, η υπέρτερη κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου ισχύς της ΕΣΔΑ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει ως άμεση συνέπεια (παράλληλα με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων) να λαμβάνει χώρα (ή τουλάχιστον να πρέπει να λαμβάνει χώρα) και ένας διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος – και μάλιστα αυτεπάγγελτος κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής ius novit curia- της συμβατότητας αυτών με την ΕΣΔΑ. Συνεπώς, η στάθμιση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο τον εθνικό νόμο αλλά και τα σχετικά κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
Συνοπτικά στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το γενικό περίγραμμα των θέσεων
Σελ. 7
της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης και αυτό διότι στη συνέχεια οι θέσεις αυτές θα εξεταστούν διεξοδικά κατά την ανάλυση των σχετικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας. Από το ΕΔΔΑ τονίζεται η ανάγκη για την προστασία του πλουραλισμού των απόψεων και του ανοικτού πνεύματος μέσα από μία ελευθερία της έκφρασης που πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τις απόψεις που είναι ευπρόσδεκτες ή ουδέτερες ή απλώς αδιάφορες αλλά και αυτές που είναι δυνατό να σοκάρουν και να δημιουργούν αντιδράσεις ή ακόμα και να μπορούν να θεωρηθούν προσβλητικές ή ενοχλητικές. Εντούτοις δεν προστατεύεται (καθώς αρνείται την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια) ο μισαλλόδοξος (ρητορική του μίσους) ή ρατσιστικός λόγος, η υποκίνηση σε βία καθώς και ο ιστορικός «αναθεωρητισμός», ο οποίος αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση μισαλλόδοξου λόγου. Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης επιτρέπονται μόνο υπό τον τριπλό έλεγχο που τους επιβάλει το Δικαστήριο, όταν δηλαδή αυτοί:
1. Προβλέπονται από τον νόμο (ο οποίος θα πρέπει να είναι προσβάσιμος και σαφής ως προς τις συνέπειες και κυρώσεις του),
Σελ. 8
2. Επιδιώκουν κάποιον από τους θεμιτούς σκοπούς που περιγράφονται με αποκλειστική απαρίθμηση στην παρ. 2 του άρθρου 10 που είναι στενά ερμηνευόμενοι και
3. Εφόσον είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός.
Αρκεί ο περιορισμός να μην ικανοποιεί ένα από τα παραπάνω κριτήρια για να κριθεί από το Δικαστήριο ότι υπάρχει παραβίαση. Κατά τον έλεγχο της υπόθεσης το ΕΔΔΑ εξετάζει αν οι αρχές εφάρμοσαν τις εγγυήσεις του άρθρου 10 και ότι βασίστηκαν σε μια αποδεκτή αποτίμηση των σχετικών γεγονότων. Ο έλεγχος δε, ειδικότερα του αν ο περιορισμός ήταν «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία» συνιστά στην ουσία ένα έλεγχο αναλογικότητας του περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού κατά τον οποίο το Δικαστήριο επιχειρεί να διαπιστώσει αν υπήρχε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» για την ύπαρξη του παραπάνω περιορισμού και εξετάζει κυρίως τις συνθήκες της δημοσίευσης, την ύπαρξη δημοσίου ενδιαφέροντος και τη βαρύτητα των κυρώσεων. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου υιοθετεί μια ευρεία προσέγγιση σε σχέση με το τι συνιστά περιορισμός, καθώς περιορισμός μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, μια ποινική κύρωση, η καταδίκη σε καταβολή αποζημίωσης, μια πειθαρχική κύρωση κ.α. Οι ποινικές κυρώσεις και ιδίως η φυλάκιση, αν και δεν είναι, καταρχάς, ασύμβατες με την ΕΣΔΑ, εντούτοις είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν ως προς την αναγκαιότητά τους. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία της υπόληψης τρίτων είναι ένας από τους πιο συχνούς επικαλούμενους θεμιτούς σκοπούς από τα Κράτη στο πλαίσιο αιτιολόγησης περιορισμών και σε αυτόν τον τομέα (στον οποίο κυρίως εστιάζει η παρούσα μελέτη) το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει αναπτύξει μια ευρεία νομολογία με την οποία παρέχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στην ελευθερία της έκφρασης και ιδίως αυτή του τύπου. Στο πλαίσιο αυτό της στάθ-
Σελ. 9
μισης μεταξύ των δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) το Δικαστήριο έχει ειδικότερα αναπτύξει επτά κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του: α) η συμβολή των επίμαχων ισχυρισμών σε µια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, β) το εύρος της δημοσιότητας που απολαμβάνει το πρόσωπο του οποίου η ιδιωτική ζωή φέρεται να θίγεται, γ) το αντικείμενο της επίμαχης πληροφορίας, δ) η προηγούμενη συμπεριφορά του προσώπου η ιδιωτική ζωή του οποίου φέρεται να θίγεται και ε) το περιεχόμενο, ο τρόπος δημοσίευσης και οι επιπτώσεις των επίμαχων πληροφοριών. Όταν εξετάζει προσφυγή που κατατέθηκε βάσει του άρθρου 10, το Δικαστήριο επίσης λαμβάνει υπόψη στ) τη μέθοδο απόκτησης των επίμαχων πληροφοριών και τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ζ) τη βαρύτητα της κύρωσης που επιβλήθηκε στους δημοσιογράφους ή εκδότες. Στον πολιτικό λόγο και σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος υπάρχει στενό περιθώριο για περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, αυτοί, δε, θα πρέπει να στηρίζονται σε ισχυρούς λόγους. Ένας βαθμός εχθρότητας και η πιθανή σοβαρότητα ορισμένων παρατηρήσεων δεν αναιρούν το παρεχόμενο υψηλό επίπεδο προστασίας, δεδομένης της ύπαρξης θέματος δημοσίου συμφέροντος. Αντίθετα το άρθρο 10 δεν προστατεύει εκφράσεις αμιγώς υβριστικές. Επιπλέον, η οριοθέτηση μεταξύ αξιολογικών κρίσεων και γεγονότων αποτελεί βασικό ζήτημα στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Οι αξιολογικές κρίσεις –σε αντίθεση με τα γεγονότα- δεν είναι δεκτικές απόδειξης. Όταν η έκφραση μιας άποψης ισοδυναμεί με αξιολογική κρίση, η εκτίμηση της αναλογικότητας μιας επέμβασης εξαρτάται και από το
Σελ. 10
αν αυτή συνοδεύεται από μια επαρκή πραγματική βάση. Αντίθετα, τα γεγονότα είναι εύλογο να αναμένεται (για την προστασία της προσωπικότητας των θιγόμενων προσώπων) να πρέπει να αποδειχθούν. Περαιτέρω, ο Τύπος διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σε αυτόν αναγνωρίζεται ένα περιθώριο υπερβολής ακόμα και προκλητικότητας προκειμένου αυτός να επιτελέσει τον ρόλο του. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνει ορισμένα όρια, ιδίως όσον αφορά τη φήμη και τα δικαιώματα άλλων, καθώς και την ανάγκη αποτροπής της αποκάλυψης πληροφοριών που λαμβάνονται εμπιστευτικά, καθήκον του είναι ωστόσο να μεταδίδει – κατά τρόπο συνεπή με τις υποχρεώσεις του και αρμοδιότητες – πληροφορίες και ιδέες για όλα τα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Πράγματι, η προστασία που παρέχει το άρθρο 10 της Σύμβασης στους δημοσιογράφους υπόκειται στην προϋπόθεση ότι ενεργούν καλόπιστα προκειμένου να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες σύμφωνα με τις αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Από την άλλη, όταν ένα δημοσιογραφικό άρθρο βασίζεται σε μια επαρκή πραγματική βάση και αφορά ένα θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, η γενόμενη στάθμιση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ελευθερία της έκφρασης, ακόμα και αν το ύφος του άρθρου είναι πολεμικό, εχθρικό ή ακόμα και προκλητικό. Τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της έκτασης οποιασδήποτε παρέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται από αυτό το άρθρο, ιδίως όταν πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ αντικρουόμενων ιδιωτικών συμφερόντων. Όταν οι εθνικές αρχές έχουν σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, απαιτούνται σοβαροί λόγοι για να κριθεί μη συμβατή με τη Σύμβαση η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων.
Από μια ευρύτερη επισκόπηση, πάντως, της νομολογίας του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης (συχνά ασύμβατος με τη Σύμβαση) δια μέσου της επιβολής πανικών κυρώσεων ή/και της καταδίκης σε καταβολή αποζημίωσης δεν είναι σπάνιο φαινόμενο μεταξύ των Κρατών μελών της ΕΣΔΑ.
Η προσεκτική ανάλυση του ζητήματος αυτού σε σχέση με την Ελλάδα και η σύνθεση των πιθανών τρόπων αντιμετώπισης του ζητήματος αποτελεί στόχο της παρούσας μελέτης. Το πεδίο της έρευνας της μελέτης αυτής εξαντλείται στα ζητήματα που έχουν
Σελ. 11
προκύψει από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και δεν επεκτείνεται σε άλλα τυχόν συναφή ζητήματα που μπορεί να εντάσσονται στο γενικότερο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα, καθώς στόχος της μελέτης είναι η προσεκτική ανάλυση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και της εκτέλεσης αυτών και όχι η σε ένα γενικότερο επίπεδο μελέτη του θέματος της ελευθερίας της έκφρασης.
Ειδικότερα, η μελέτη αυτή οργανώνεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής παρουσιάζονται και αναλύονται διεξοδικά όλες οι σχετικές αποφάσεις που έχει εκδώσει το ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας, τόσο αυτές που εντάχθηκαν στις ομάδες υποθέσεων Κατράμη και Βασιλάκης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όσο και αυτές που προηγήθηκαν των δύο αυτών ομάδων υποθέσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις ελληνικές αυτές υποθέσεις δεν καινοτομούν ως προς την νομολογία του ΕΔΔΑ, ωστόσο είναι απαραίτητη η αναλυτική εξέτασή τους για τη διαπίστωση των επιμέρους αιτιών των παραβιάσεων στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, στο τμήμα αυτού με τον τίτλο «συμπερασματικές παρατηρήσεις» επιχειρείται μια σύνθεση αυτών που αποκομίζει κανείς από την μελέτη των παραπάνω αποφάσεων του ΕΔΔΑ, ιδίως ως προς τις υποκείμενες αιτίες των παραβιάσεων αλλά και τη συστηματοποίηση αυτών, καθώς και των σχετικών παρατηρήσεων του ΕΔΔΑ επί των κρίσιμων ζητημάτων που προκύπτουν. Στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται η ανάλυση της διαδικασίας εκτέλεσης των παραπάνω αποφάσεων του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας, με στόχο να αναδειχθούν συμπεράσματα για όσα έχουν ολοκληρωθεί στο πλαίσιο της εκτέλεσης αλλά και για όσα εκκρεμούν. Στη συνέχεια εξετάζονται παραδείγματα εκτέλεσης συναφών αποφάσεων σε άλλα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ώστε η συγκριτική αυτή προσέγγιση να γονιμοποιήσει την περαιτέρω εξέταση και ανάλυση των εκκρεμών ζητημάτων στο πλαίσιο εκτέλεσης των ελληνικών αποφάσεων. Στο τρίτο μέρος του κεφαλαίου αυτού, εξετάζεται πλέον η γενική προσέγγιση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο ζήτημα της στάθμισης της ελευθερίας της έκφρασης με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και αυτό με έμφαση στον Οδηγό για καλές πρακτικές κατά τη στάθμιση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης με άλλα δικαιώματα και ελευθερίες που συνέταξε η Συντονιστική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και στις σχετικές αποφάσεις άλλων οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως η Επιτροπή των Υπουργών, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση και ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο τρίτο κεφάλαιο, ως μια διαλεκτική σύνθεση όσων προηγήθηκαν, επιχειρείται η αποτύπωση κάποιων προτάσεων για την αποτελεσματική εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας και η ανάδειξη των προτερημάτων αλλά και των αδυναμιών των επιμέρους προτάσεων, καθώς και των σημείων που χρήζουν
Σελ. 12
προσοχής για να επιτευχθεί η αποτελεσματική εκτέλεση και η λήψη των κατάλληλων εκείνων γενικών μέτρων που θα επιτύχουν τον σκοπό της αποφυγής παρόμοιων παραβιάσεων της ΕΣΔΑ στο μέλλον. Η μελέτη ολοκληρώνεται με κάποιες επιλογικές-συμπερασματικές παρατηρήσεις.
Τέλος, αν και η ανάλυση της έννοιας της εκτέλεσης απαιτεί ειδική προσέγγιση και μελέτη, αξίζει εισαγωγικά να σημειώσουμε συνοπτικά ότι η έννοια της εκτέλεσης προβλέπεται κυρίως στο αρ. 46 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με αυτό, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι, ενώ η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή Υπουργών, η οποία εποπτεύει την εκτέλεσή της. Εκτέλεση μιας απόφασης σημαίνει πρακτικά ότι το Κράτος μέλος πρέπει, αφενός μεν, (σε επίπεδο ατομικών μέτρων) να τερματίσει την παράβαση που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ και να άρει τα αποτελέσματά της, ώστε να περιέλθει ο προσφεύγων, στο μέτρο του δυνατού, στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράβαση αυτή (restitutio in integrum), αφετέρου δε, (σε επίπεδο γενικών μέτρων) να λάβει τα κατάλληλα εκείνα μέτρα γενικού χαρακτήρα ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες παραβιάσεις της ΕΣΔΑ.
Σελ. 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1. Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για την ελευθερία της έκφρασης πριν τις υποθέσεις Βασιλάκης και Κατράμη και η εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων
Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας, η οποία είναι η πρώτη υπόθεση στην οποία παρουσιάστηκε το ζήτημα της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ με γενεσιουργό αιτία αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο αγωγών ή ποινικών διαδικασιών που αναφέρονται σε δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση, τα γεγονότα ανατρέχουν στην χρονική περίοδο 1995-2000 και η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύθηκε το 2004.
Είχε βέβαια προηγηθεί το 1997 άλλη μία καταδίκη της Ελλάδας στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (αρ. 10 ΕΣΔΑ), και συγκεκριμένα στην υπόθεση Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας (24348/94). Η απόφαση όμως αναφέρονταν σε ένα άλλο πλαίσιο και ειδικότερα στην παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ διότι η δίωξη και η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος για περιύβριση του στρατεύματος, ο οποίος υπηρετούσε ως δόκιμος έφεδρος αξιωματικός, για μια επιστολή προς τον διοικητή του, με έντονες παρατηρήσεις για τις ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν δημοσιεύθηκε, ούτε έγινε ευρύτερα γνωστό το περιεχόμενό της, δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, καθώς αφενός μεν, ο αντίκτυπος της στην στρατιωτική πειθαρχία ήταν ασήμαντος, αφετέρου δε, κατά τη γλαφυρή αποτύπωση του ΕΔΔΑ η ελευθερία της έκφρασης δεν σταματά στις πύλες των στρατώνων.
Επανερχόμενοι στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1995, η εφημερίδα Αδέσµευτος Τύπος δημοσίευσε ένα άρθρο µε την υπογραφή του δεύτερου προσφεύγοντος, µε τον τίτλο «Υπάρχουν κάποιοι εισαγγελείς στην Ήπειρο», το οποίο αναφέρονταν στην διαταχθείσα έρευνα για παράνομη συμπεριφορά εισαγγελέα στην πόλη της Πρέβεζας και κυρίως (μιας και η παραβίαση που διέγνωσε το ΕΔΔΑ συνδέεται με αυτόν) σε εισαγγελέα που υπηρετούσε στην Άρτα. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του
Σελ. 14
1997, ένας εκ των εισαγγελέων που αναφέρονταν στο άρθρο (ο Ι.Μ.) κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης µία αγωγή αποζημίωσης κατά των προσφευγόντων και της εφημερίδας για συκοφαντική δυσφήμηση, η οποία έγινε δεκτή και το δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 29.347 ευρώ (το ελάχιστο προβλεπόμενο σύμφωνα με το νόμο για παραβιάσεις δια του τύπου). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν κάποιοι ισχυρισμοί που ήταν αναληθείς και δεν αποδείχθηκαν από τους προσφεύγοντες και οι οποίοι ήταν ικανοί να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση και εν συνεχεία αναίρεση (βλ. ΑΠ 1313/2000, δημ. Νομοτέλεια), χωρίς όμως να επιτύχουν την ανατροπή της παραπάνω απόφασης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από την απόφαση του ΕΔΔΑ, το 2001, ο ενάγων παύθηκε από τα καθήκοντά του και παραπέμφθηκε σε δίκη για κατάχρηση εξουσίας σε πράξεις που τελέστηκαν σε μία άλλη πόλη μεταξύ 1999-2000. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε μεν ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες λόγω της εφαρμογής της ειδικής διαδικασίας για αδικήματα που διαπράττονται δια του τύπου, διαπίστωσε όμως, αντίθετα, ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 10, καθώς, όπως εκτίμησε, οι δύο φράσεις που χρησίμευσαν ως βάση για τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε βάρος των προσφευγόντων εν προκειμένω δεν υπερέβαιναν τα όρια του αποδεκτού σχολίου σε μία υπόθεση επικαιρότητας και συνεπώς ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αναμφισβήτητο συμφέρον του Ι.Μ. να προστατευθεί η φήμη του δεν υπερισχύει του κυρίαρχου γενικού συμφέροντος της πληροφόρησης του κοινού πάνω σε μία υπόθεση που αφορούσε την λειτουργία της δικαστικής εξουσίας και ως εκ τούτου δεν υπήρχε σχέση εύλογης αναλογικότητας μεταξύ των περιορισμών του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ελευθερία της έκφρασης και του διωκόμενου θεμιτού σκοπού.
Η επιτήρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής έληξε τον Σεπτέμβριο του 2011 με το Τελικό Ψήφισμα CM/ResDH(2011)117. Ο τερματισμός της επιτήρησης βασίστηκε, αφενός μεν, στο επίπεδο των αναγκαίων ατομικών μέτρων στην καταβολή του ποσού της δίκαιης ικανοποίησης που επιδίκασε το ΕΔΔΑ (32.179,00€ ), αφετέρου δε, στο επίπεδο των γενικών μέτρων στη διάχυση της απόφασης σε όλα τα σχετικά δικαστήρια της χώρας. Στο επίπεδο των γενικών μέτρων ήταν σαφές ήδη από τότε ότι απαιτού-
Σελ. 15
νταν περαιτέρω γενικά μέτρα συμμόρφωσης, καθώς ο τερματισμός της επιτήρησης βασίστηκε και στο γεγονός ότι τα υπόλοιπα γενικά μέτρα συμμόρφωσης θα εξακολουθούσαν να επιτηρούνται στο πλαίσιο της ομάδας υποθέσεων Κατράμη (19331/05).
Λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση της Ρίζος και Ντάσκας (2004) και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 2007 δημοσιεύθηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας. Στην απόφαση αυτή διαπιστώθηκαν δύο παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. Η πρώτη αφορούσε το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης και η δεύτερη αφορούσε την ελευθερία της έκφρασης (αρ. 10). Ως περιγραφή της υπόθεσης θα πρέπει να αναφέρουμε τα εξής: Ο προσφεύγων ήταν δημοσιογράφος και κατά τον χρόνο των γεγονότων (1999), ήταν παρουσιαστής ζωντανής ραδιοφωνικής εκπομπής στην ΕΡΤ. Τον Μάρτιο του 1999 προσκάλεσε τον Ε.Β., δημοσιογράφο, σε μία συνέντευξη για θέματα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και η συζήτηση περιστράφηκε, μεταξύ άλλων, και στην «υπόθεση Οτσαλάν», η οποία την εποχή εκείνη απασχολούσε έντονα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Ο Ε.Β. άσκησε κριτική για εκείνους οι οποίοι υιοθετούσαν μία «υπερπατριωτική» προσέγγιση όσον αφορά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, και, μεταξύ αυτών, για τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση Οτσαλάν. Δήλωσε, ειδικότερα, ότι το παρακράτος, πρέπει να διαλυθεί, ότι ο Ν., ο Λ., ο Φ.Κ., ο παρακρατικός Φ.Κ., δεν μπορούν να κυβερνούν τη χώρα, δεν είναι η Ελλάδα, ότι αυτοί είναι, όπως θα έλεγε και ο Β.Γ., οι φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου, και τώρα των ΜΜΕ, νευροπαθείς ψευδοπατριώτες, σήμερα όπως και τότε. Ο Β.Γ. ήταν δημοσιογράφος ο οποίος, το 1894, είχε χαρακτηρίσει τους οπαδούς της Μεγάλης Ιδέας ως «φωνασκούντες κακούργους του Τύπου» και «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες». Ο Φ.Κ. ήταν δικηγόρος. Κατά το παρελθόν ήταν υποψήφιος βουλευτής και ευρωβουλευτής. Ο Φ.Κ. ενεπλάκη ενεργά στην υπόθεση Οτσαλάν. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1999, ο Φ.Κ. κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή αποζημιώσεως για προσβολή της προσωπικότητάς του και συκοφαντική δυσφήμιση κατά του Ε.Β., του προσφεύγοντος, της ΕΡΤ και των δύο εκπροσώπων της. Ο Φ.Κ. ζητούσε συνολικά 150.000.000 δραχμές (440.000 ευρώ περίπου) για ηθική βλάβη. Στην αγωγή του, ο ενάγων ισχυριζόταν ότι οι επίμαχες εκφράσεις τον μείωναν και ότι έθιγαν την επαγγελματική και πολιτική του ακεραιότητα καθώς και την προσωπικότητά του. Τον Απρίλιο του 2001, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του Φ.Κ. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω εκφράσεις εμφανίζουν τον ενάγοντα ως μέλος παρακρατικής οργανώσεως, μέλος παρακρατικού δικτύου, συνωμότη, φωνασκούντα κακούργο, νευροπαθή, ψευδοπατριώτη, ο οποίος ενεργεί εναντίον των εθνικών συμφερόντων. Το δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι όλες αυτές οι εκφράσεις είναι υβριστικές και προσβλητικές για την προσωπικότητα του ενάγοντος, ότι θίγουν την τιμή και την
Σελ. 16
υπόληψή του και ότι είναι περιφρονητικές. Επίσης, το δικαστήριο έκρινε ότι η πρόθεση (σκοπός) εξύβρισης του ενάγοντος αποδεικνύεται με τον τρόπο που ο πέμπτος εναγόμενος [Ε.Β.] εκφράσθηκε σε βάρος του ενάγοντος και ο τέταρτος εναγόμενος [ο προσφεύγων] επέτρεψε και ανέχθηκε την εκφορά των υβριστικών εκφράσεων, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ή να διακόψει τον συνομιλητή του. Περαιτέρω, αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, τον βαθμό προθέσεως του τετάρτου εναγομένου, την ψυχική ταλαιπωρία του ενάγοντος, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των εναγομένων, το δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη ύψους 50.000.000 δραχμών, ποσό το οποίο, εξ άλλου, αντιστοιχούσε στο ελάχιστο ποσό χρηματικής ικανοποίησης και θεωρήθηκε εύλογο από το δικαστήριο. Τον Απρίλιο του 2002, το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την προσβληθείσα απόφαση αυξάνοντας μάλιστα την αποζημίωση σε 55.000.000 δραχμές (161.408 ευρώ περίπου), ποσό το οποίο οι πέντε εναγόμενοι καταδικάσθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Τον Ιούλιο του 2002, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση αναίρεσης. Ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή από τα κατώτερα δικαστήρια του ελαχίστου ποσού χρηματικής αποζημιώσεως για συκοφαντική δυσφήμιση δια του ραδιοφώνου, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 2328/1995, καταστρατηγούσε το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, διάταξη με την οποία θεσπίζεται η αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 του Συντάγματος και αρ. 10 της Σύμβασης. Ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε, ειδικότερα, ότι το ποσό των 161.408 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε από το Εφετείο, ήταν υπερβολικό για ένα άτομο, διότι αντιστοιχούσε σε έξι ετών εισοδήματα ενός υψηλόμισθου στελέχους ή σε έξι ετών μισθώματα μισθωμένου διαμερίσματος στο κέντρο των Αθηνών. Τον Ιούνιο του 2004, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος. Προκειμένου, ειδικότερα, για τον λόγο αναίρεσης όσον αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ελαχίστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης, το ανώτατο δικαστήριο τον απέρριψε ως αόριστο, καθώς έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να αναφέρει σε ποιο βαθμό το Εφετείο είχε δεχθεί το αληθές των ισχυρισμών του όσον αφορά το μεγάλο ύψος του ποσού των 161.408 ευρώ (βλ. ΑΠ 772/2004, δημ. Νόμος).
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη του παραπάνω λόγου αναίρεσης υπήρξε φορμαλιστική και ότι αποτύπωνε ένα δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) ενόψει του γεγονότος ότι η αναφορά στα εισοδήματα ενός υψηλόμισθου στελέχους και στα μισθώματα μισθωμένου διαμερίσματος στο κέντρο των Αθηνών, δεν αποτελούσαν γεγονότα σχετικά προς την ουσία της υπόθεσης αλλά αντιθέτως, αυτά προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου ως στοιχεία της συνήθους πρακτικής, προκειμένου να ενισχυθεί η αιτίαση του ενδιαφερομένου, ότι το μεγάλο ύψος του «επιδικασθέντος» για ηθική βλάβη ποσού συνιστούσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως, οι αναφορές αυτές αποτελούσαν μέρος του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και δεν αποτελούσαν γεγονότα τα οποία έπρεπε προηγουμένως να αποδειχθούν ενώπιον του Εφετείου, ώστε να δύναται, στη συνέχεια, το ανώτατο δικαστήριο να ασκήσει τον αναιρε-
Σελ. 17
τικό έλεγχο. Εξάλλου, κατά το ΕΔΔΑ, η επίμαχη εφετειακή απόφαση είχε επισυναφθεί στο αναιρετήριο. Ο ανώτατος δικαστής ήταν, έτσι, σε θέση να μελετήσει με άνεση το κείμενο της προσβληθείσας απόφασης και να διαγνώσει την ακρίβεια κάθε αποδιδόμενης με το αναιρετήριο στο εφετείο αιτίασης, όσον αφορά τα γεγονότα.
Σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη φύση των επιδίκων εκφράσεων, τον τρόπο μετάδοσής τους, το αντικείμενο της πληροφορίας και την κατάστασή του και, τέλος, την αναλογικότητα της επιδικασθείσας αποζημίωσης. Όσον αφορά τη φύση των επίμαχων εκφράσεων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εκφράσεις «παρακράτος», «φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου» και «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες» είναι αξιολογικές κρίσεις οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυναμένων να αποδειχθούν. Εξάλλου, οι επίδικες εκφράσεις δεν στερούνταν παντελώς πραγματικής βάσης. Αντιθέτως μάλιστα, ο Φ.Κ. είχε συναντήσει τον κ. Οτσαλάν κατά την παραμονή του στην Κένυα, για να του παραδώσει μηνύματα και έγγραφα και, μετά τη σύλληψη του κ. Οτσαλάν από τις τουρκικές δυνάμεις, είχε παραχωρήσει πολλές συνεντεύξεις για το θέμα αυτό στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισμό μεταξύ «πραγματικών γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά εξέτασαν μόνον εάν οι χρησιμοποιηθείσες από τον Ε.Β. εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του μηνυτή. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι ο μηνυτής δεν ήταν απλός ιδιώτης αλλά δημόσιο πρόσωπο της και οι επίδικες εκφράσεις εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας συζήτησης εξαιρετικού δημοσίου ενδιαφέροντος. Όσον αφορά τη σχέση αναλογικότητας του επιδικασθέντος ποσού με την προσβολή της υπόληψης, το Δικαστήριο σημείωσε, ότι τα δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν στην οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και ότι η εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια «ενός ελαχίστου ποσού αποζημιώσεως» (βλ. αρ. μόνο ν. 1178/1981) αποστέρησε από τον προσφεύγοντα τη δυνα-
Σελ. 18
τότητα να αποδείξει ότι η ζημία την οποία υπέστη ο Φ.Κ. ήταν ενδεχομένως κατώτερη του ποσού αυτού. Ενόψει όλων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αστική καταδίκη του προσφεύγοντος σε καταβολή αποζημίωσης δεν εξυπηρετούσε μία «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» και επομένως διέγνωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσης.
Στο πεδίο της εκτέλεσης της απόφασης Λιοναράκης αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή ομαδοποιήθηκε στην ομάδα υποθέσεων Λιακοπούλου (20627/04), η οποία περιείχε αποφάσεις που αφορούσαν τον δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο, καθώς ο Άρειος Πάγος, εφαρμόζοντας μια αρχή που κατοχυρώνεται στη νομολογία του σχετικά με τον αόριστο χαρακτήρα των λόγων αναίρεσης απέρριψε αυτούς μεταξύ 2001 και 2005, με το σκεπτικό ότι δεν είχαν διευκρινίσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία τα Εφετεία στήριξαν τις αποφάσεις τους. Η επιτήρηση της εκτέλεσης αυτής της ομάδας αποφάσεων έληξε τον Ιούνιο του 2009 με το Τελικό Ψήφισμα CM/ResDH(2009)68. Η παραπάνω ομαδοποίηση της απόφασης φαίνεται να διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό της επιτήρησης αυτής, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι την ίδια εποχή ήδη εκκρεμούσαν οι υποθέσεις Κατράμη και Βασιλάκης, στο πλαίσιο των οποίων εξετάζονταν τα συναφή ζητήματα –εύλογα επομένως η εξέταση των κρίσιμων ζητημάτων για τις παραβιάσεις του αρ. 10 θα συνέχιζε στο πλαίσιο των παραπάνω αποφάσεων- και στις οποίες θα εστιάσουμε την προσοχή μας στη συνέχεια.
Από τα παραπάνω, προκύπτουν ως ενδιάμεσα συμπεράσματα τα εξής. Το ζήτημα της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ με γενεσιουργό αιτία αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο αγωγών ή ποινικών διαδικασιών που αναφέρονται σε δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση προϋπάρχει των ομάδων υποθέσεων Κατράμη και Βασιλάκης, καθώς αυτό εντοπίζεται ήδη από το 2004 στην απόφαση Ρίζος και Ντάσκας και στη συνέχεια το 2007 στην απόφαση Λιοναράκης. Επιπλέον, προκύπτει ότι ο τερματισμός της επιτήρησης των παραπάνω υποθέσεων δεν προήλθε εξαιτίας της εξέλιξης της ελληνικής νομολογίας στο ζήτημα αυτό ή τυχόν νομοθετικών παρεμβάσεων αλλά βασίστηκε κυρίως στην ύπαρξη ομοειδών υποθέσεων, στο πλαίσιο
Σελ. 19
των οποίων εξακολούθησε η επιτήρηση των σχετικών προβλημάτων. Υπό την έννοια αυτή, το ζήτημα που εντοπίστηκε το 2004 στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας φαίνεται να μην έχει επιλυθεί μέχρι σήμερα με κατάλληλα μέτρα γενικού χαρακτήρα.
Από την περίοδο του Μαρτίου-Απριλίου 2008 (όταν δηλαδή κατέστησαν οριστικές οι σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ Κατράμη και Βασιλάκης τις οποίες θα εξετάσουμε στη συνέχεια) και μέχρι σήμερα εκκρεμούν προς εκτέλεση οι ομάδες υποθέσεων Κατράμη (αρ. προσφ. 19331/05) και Βασιλάκης (25145/05). Στις ομάδες αυτές εντάχθηκαν μέχρι σήμερα συνολικά δεκαεφτά (17) αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
2. Η ομάδα υποθέσεων Κατράμη
Η ομάδα υποθέσεων Κατράμη αφορά παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης των προσφευγόντων εξαιτίας ποινικών κυρώσεων που τους επιβλήθηκαν για εξύβριση (άρθρο 361 ΠΚ), δυσφήμιση (άρθρο 362 ΠΚ) ή συκοφαντική δυσφήμιση (άρθρο 363 ΠΚ) που το ΕΔΔΑ έκρινε δυσανάλογες (παραβιάσεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ). Στην ομάδα αυτή εντάχθηκαν, για τις ανάγκες της επιτήρησης της εκτέλεσής τους, έκτοτε εννέα συνολικά σχετικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες συνοπτικά περιγράφονται στη συνέχεια.
2.1. Η υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας
Στην υπόθεση Κατράμη η προσφεύγουσα, η οποία ήταν δημοσιογράφος, το 2001 δημοσίευσε ένα άρθρο που αναφέρονταν σε παρατυπίες που, κατά τους ισχυρισμούς της, είχαν λάβει χώρα στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης που αφορούσε την αδερφή της. Στο άρθρο αυτό αποκάλεσε έναν ανακριτή δικαστή «καραγκιόζη» και «επίορκο». Ο τελευταίος κατέθεσε μήνυση κατά της προσφεύγουσας για συκοφαντική δυσφήμιση. Σε πρώτο βαθμό η προσφεύγουσα καταδικάσθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση σε ποινή φυλάκισης είκοσι μηνών με αναστολή. Στη συνέχεια, το Εφετείο αναγνώρισε μεν ότι τα γεγονότα στα οποία αναφέρονταν το δημοσίευμα δεν ήταν ψευδή και συνεπώς δεν θεμελιώνονταν το αδίκημα της δυσφήμησης, πλην όμως χαρακτήρισε εκ νέου τα γεγονότα και καταδίκασε την προσφεύγουσα για εξύβριση, δεχόμενο ότι οι εκφράσεις «επίορκος» και «καραγκιόζης» ήταν άκρως προσβλητικές και εκδήλωναν περιφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του μηνυτή. Η προσφεύγουσα καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή. Τον Οκτώβριο του 2004, ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 1843/2004, δημ. Νομοτέλεια) απέρριψε τη σχετική αίτηση αναίρεσης που έκανε η προσφεύγουσα.
Σελ. 20
Αντίθετα, τo ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι μία ποινή φυλάκισης η οποία επιβάλλεται για αδίκημα το οποίο τελέσθηκε στον τομέα του Τύπου, είναι συμβατή με την ελευθερία της δημοσιογραφικής έκφρασης, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της Σύμβασης, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, και ειδικότερα όταν έχουν βάναυσα θιγεί άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως, π.χ., στην περίπτωση λόγου ο οποίος προωθεί το μίσος ή τη βία . Στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι πράγματι το επίδικο δημοσίευμα περιείχε προκλητικές εκφράσεις οι οποίες εμπεριείχαν μία δόση υπερβολής, και ιδίως απέναντι σε ένα δικαστικό λειτουργό, οι οποίες μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την επαγγελματική εικόνα του αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το προφανές συμφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του δικαστικού λειτουργού και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συμφέρον δεν αρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφεύγουσας. Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου η υπόληψη του δικαστικού λειτουργού θα μπορούσε να εξασφαλισθεί στο πλαίσιο του αστικού δικαίου και μιας αγωγής αποζημίωσης. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εν λόγω εκφράσεις συνιστούν αξιολογικές κρίσεις που δεν επιδέχονται απόδειξης και ότι τα εθνικά δικαστήρια περιορίστηκαν να εξετάσουν εάν οι φράσεις που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα πρόσβαλαν την τιμή και την υπόληψη του δικαστή και δεν τις συνέδεσαν με το πλαίσιο της υπόθεσης, δηλαδή με τα αληθή γεγονότα στα οποία αναφέρονταν το δημοσίευμα που έθεταν σε αμφισβήτηση την ηθική και τις επαγγελματικές ικανότητες του μηνυτή. Εν όψει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε σχέση εύλογης αναλογικότητας ανάμεσα στον περιορισμό του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης και στον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και διέγνωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.