ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
- Εκδοση: 3η 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 376
- ISBN: 978-960-654-144-5
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ VII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XIΧ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
1. Τύποι ερευνών 7
1.1. Ανάλογα με τη φύση της: πολυεπιστημονική και διεπιστημονική έρευνα 7
1.2. Ανάλογα με τον τομέα: βασική και εφαρμοσμένη έρευνα 7
1.3. Ανάλογα με τη διάρκεια: Μακρόχρονη και βραχύχρονη έρευνα 7
1.4. Ανάλογα με το χαρακτήρα: περιγραφική και πειραματική έρευνα 8
2. Μέθοδοι και τεχνικές 9
2.1. Ιστορική και συγκριτική προσέγγιση 9
2.2. Η παρατήρηση 13
2.3. Η μέθοδος της αναλυτικής επαγωγής 15
2.4. Η τυπολογική ανάλυση της εγκληματικότητας 17
2.5. Η μελέτη των ηλικιακών σειρών 18
2.6. Συνδυασμένες μέθοδοι 19
3. Επίπεδα ανάλυσης 20
4. Ηθική και δεοντολογία 21
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
1. Μεθολογικά εργαλεία 29
1.1. Οι στατιστικές 29
1.2. Οι έρευνες θυματοποίησης 33
1.3. Οι έρευνες (αυτο)ομολογούμενης ενοχής 42
2. Οι χρονολογικές διακυμάνσεις της εμφανούς εγκληματικότητας 44
2.1. Οι απώτεροι 44
2.2. Οι σύγχρονες τάσεις 47
2.3. Οι ερμηνευτικές προσπάθειες 73
3. Γεωγραφικές διακυμάνσεις της εγκληματικότητας 79
3.1. Οι πρόδρομοι 79
3.2. Σύγχρονες τεχνικές μελέτης της γεωγραφικής κατανομής
της εγκληματικότητας 81
3.3. Επίπεδα ανάλυσης 84
3.3.1. Μακρο-ανάλυση 84
3.3.2. Μεσο-ανάλυση 87
3.3.3. Μικρο-ανάλυση 89
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ
Ι. ΕΡΕΥΝΕΣ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ 91
1. Βιολογικοί παράγοντες 91
1.1. Η κληρονομικότητα 93
1.1.1. Τα χρωμοσώματα 93
1.1.2. Οι δίδυμοι 94
1.1.3. Οι υιοθεσίες 95
1.2. Οι εγκεφαλικές δυσλειτουργίες 96
2. Ψυχολογικοί παράγοντες 99
2.1. Οι ψυχικές διαταραχές 99
2.2. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας 105
2.3. Ο δείκτης ευφυίας (I.Q.) 110
3. Ο ρόλος του φύλου και της ηλικίας 112
3.1. Το φύλο 112
3.2. Η ηλικία 114
3.2.1. Η φαινομενολογία 114
3.2.2. Πρώιμη εμπλοκή στην εγκληματικότητα και υποτροπή 116
3.2.3. Σχέση ηλικίας και εγκληματικότητας 119
3.2.4. «Οι εγκληματικές σταδιοδρομίες» 122
3.2.5. «Τα περιστατικά ζωής» 130
ΙΙ. ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ 133
1. Οικονομικοί παράγοντες 133
1.1. Ο ρόλος της γενικής οικονομικής κατάστασης 134
1.2. Γεωγραφική κατανομή της εγκληματικότητας και οικονομικό επίπεδο 142
1.3. Η ατομική οικονομική κατάσταση 144
1.4. Το έγκλημα του «λευκού περιλαιμίου» 147
2. Πολιτισμικοί παράγοντες 151
2.1. Οι νεανικές συμμορίες 152
2.2. Η βίαιη υποκουλτούρα 154
2.3. Ο ρόλος της οικογένειας 157
2.4. Ο ρόλος των ΜΜΕ 164
3. Περιβαλλοντικοί παράγοντες 168
3.1. Οικολογικές εμπειρικές προσεγγίσεις 172
3.1.1. Η ανθρώπινη οικολογία 172
3.1.2. Ενδοαστεακή κατανομή της εγκληματικότητας 175
3.2. Εγκλήματα βίας και αστικοποίηση 180
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
1. Η Αστυνομία 187
1.1. Έρευνες για τη δομή και λειτουργία της αστυνομίας 188
1.1.1. Ερευνητικά πρότυπα για την εξήγηση των εισαγομένων (INPUT) 188
1.1.2. Ερευνητικά πρότυπα μελέτης της αποδοτικότητας (OUTPUT) 190
1.2. Έρευνες στάσεων 194
1.2.1. Σχέσεις κοινού - αστυνομίας 195
1.2.2. Ο συμφιλιωτικός ρόλος της αστυνομίας 203
2. Η Εισαγγελική αρχή 204
3. Τα Ποινικά Δικαστήρια 210
3.1. Έρευνες σταδίων 210
3.2. Νομικά και ‘εξωνομικά’ κριτήρια ποινικής αντιμετώπισης 216
3.2.1. Ο ρόλος της προσωπικότητας 216
3.2.2. Δικαστικές πρακτικές 218
4. Στάσεις του κοινού απέναντι στο σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης 221
4.1. Ο ρόλος των αναπαραστάσεων στη μελέτη του ποινικού συστήματος 221
4.1.1. Σφάλματα των ποσοτικών προσεγγίσεων 225
4.1.2. Δυσχέρειες των ποιοτικών προσεγγίσεων 227
4.1.3. Η μελέτη των αναπαραστάσεων 228
4.2. Εμπειρική διερεύνηση των στάσεων του κοινού 230
4.2.1. Η διεθνής εμπειρία 230
4.2.2 Η ελληνική εμπειρία 235
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
1. Η αποτελεσματικότητα των ποινικών κυρώσεων 239
1.1. Εκτιμητικές έρευνες 241
1.1.1. Έρευνες για τα προγράμματα εγκλεισμού και τις εναλλακτικές
ποινικές κυρώσεις 242
1.1.2. Προβλήματα των εκτιμητικών ερευνών 246
1.2. Ο ρόλος της φυλακής στην υποτροπή 247
1.2.1. Τα ερευνητικά πορίσματα 247
1.2.2. Η σύγχρονη ελληνική ερευνητική εμπειρία 249
2. Στιγματιστικές συνέπειες τις ποινής 253
2.1. Κριτήρια και επιλογές 253
2.1.1. Το κοινωνικο-οικονομικό κριτήριο 254
2.1.2. Η εθνική προέλευση 256
2.1.3. Ο ρόλος των ΜΜΕ 258
2.2. Οι συνέπειες του στιγματισμού 261
2.3. Η καταργητική πρόταση 262
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
1. Ο φόβος του εγκλήματος 265
1.1. Εξηγητικοί παράγοντες 267
1.2. Ο ρόλος των ΜΜΕ 295
2. Η διαμόρφωση τιμωρητικών στάσεων 300
3. Παράγοντες μη καταγγελίας των αξιόποινων πράξεων από τα θύματα 309
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 319
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 321
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 353
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Το έγκλημα δεν παρατηρείται μόνο στην πλειοψηφία των κοινωνιών της μιας ή της άλλης μορφής αλλά σε όλες τις κοινωνίες κάθε μορφής». Με τα λόγια αυτά ο E. Durkheim τοποθέτησε το έγκλημα μεταξύ των ‘κανονικών’ κοινωνικών φαινομένων, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη κοινωνία.
Η παγκοσμιότητα και η διαχρονικότητα του εγκληματικού φαινομένου, αν και αδιαμφισβήτητες, δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν παρά μόνο σε συνάρτηση με τη σχετικότητα της εννοιολογικής του οριοθέτησης, η οποία προκύπτει από το πλαίσιο εκδήλωσής του. Ταυτισμένο, αρχικά, με το θρησκευτικό αμάρτημα αντιμετωπίστηκε στη συνέχεια ως βιολογική ή ψυχική ανωμαλία, έως ότου προσεγγιστεί ως κοινωνικό φαινόμενο.
Από τον 19ο αιώνα, οπότε θεμελιώθηκε η επιστήμη της Εγκληματολογίας, έως και σήμερα, η θεωρητική και εμπειρική του διερεύνηση πέρασε μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης. Από τις ατομοκεντρικές προσεγγίσεις βάσει βιολογικών ή ψυχοδιανοητικών παραγόντων, φθάσαμε στη σφαιρική του θεώρηση, μέσα από την αλληλεξάρτηση και των τριών φάσεων του εγκληματικού φαινομένου: της καθιέρωσης των νόμων, της παράβασής τους και της κοινωνικής αντίδρασης σ’ αυτήν. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα προσδιορίσθηκε, άλλωστε, το αντικείμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας από τον Edwin Sutherland, ως «το σύνολο των γνώσεων που αφορούν το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο. Μέσα στο δικό της πεδίο εμπεριέχονται οι διαδικασίες δημιουργίας του νόμου. Αποσκοπεί στην ανάπτυξη ενός συνόλου γενικών και επαληθευμένων αρχών και άλλων ειδών γνώσεων που αφορούν αυτήν τη διαδικασία του νόμου, του εγκλήματος και της μεταχείρισης».
Βασικός συντελεστής προόδου της επιστήμης της Εγκληματολογίας υπήρξε η εμπειρική διερεύνηση του εγκλήματος, η οποία στήριξε και προώθησε τη θεωρητική του μελέτη. Παρά τη φαινομενική σαφήνεια των όρων ‘εμπειρική’ και ‘θεωρητική’, δεν είναι σπάνιες ορισμένες παρανοήσεις, οι οποίες οδηγούν στη λανθασμένη παραδοχή του διαχωρισμού των εννοιών αυτών στον επιστημονικό διάλογο και προς την κατεύθυνση άρσης αυτών των παρανοήσεων μπορεί να συμβάλει ο εννοιολογικός προσδιορισμός τους.
Η εμπειρική έρευνα συνίσταται στην επιβεβαίωση ή στη διάψευση μιας ή περισσοτέρων υποθέσεων μέσα από τη συστηματική εξέταση ενός συνόλου δεδομένων και στη
Σελ. 2
βάση μιας διαδικασίας μεθοδολογικά έγκυρης. Η θεωρητική έρευνα είναι η προσπάθεια ενσωμάτωσης των αποσπασματικών πορισμάτων της εμπειρικής έρευνας σε ένα λογικό εξηγητικό σχήμα το οποίο αναφέρεται σε ένα σύνολο φαινομένων.
Είναι προφανές ότι η θεωρητική έρευνα είναι απαραίτητη για τη δόμηση του ερευνητικού αντικειμένου -φάση η οποία προηγείται της εμπειρικής έρευνας- αλλά και για την τελική αναδόμησή του, δηλαδή, μετά την ολοκλήρωσή της, ενώ η εμπειρική έρευνα αποτελεί, με τη σειρά της, την απαραίτητη τροφοδοσία της θεωρητικής.
Ως εκ τούτου, η εμπειρική και η θεωρητική έρευνα είναι όχι απλά αλληλέγγυες αλλά και αδιαχώριστες.
Μία εξίσου σημαντική παρανόηση, απόρροια της θετικιστικής πλειοδοσίας, είναι η θεώρηση του εμπειρικού ως υποκατάστατου του πραγματικού και άρα η απόρριψη ως μη πραγματικού οιουδήποτε δεν είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο. Για το λόγο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο επιθετικός προσδιορισμός ‘εμπειρική’ δεν παραπέμπει σε κανενός είδους εμπειρισμό γιατί η εμπειρία δεν εκλαμβάνεται, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως μοναδική πηγή γνώσης.
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος ‘εμπειρική’ αποτελεί ‘αντιδάνειο’ από τη διεθνή βιβλιογραφία και κυρίως από τη Σχολή Εγκληματολογίας και το Κέντρο Συγκριτικής Εγκληματολογίας του Montréal (Canada), όπου το γνωστό ομότιτλο σύγγραμμα Traité de Criminologie Empirique που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1985, κυκλοφορεί πλέον σε τέταρτη και πλήρως αναθεωρημένη έκδοση μετά το 2010. Στο εν λόγω βιβλίο γίνεται επισήμανση σχετικά με τη χρήση του επιθέτου ‘εμπειρική’ και διευκρινίζεται ότι αντανακλά «την πρόθεση των συγγραφέων να μελετήσουν το εγκληματικό φαινόμενο μέσα από τη χρήση μεθόδων των επιστημών του ανθρώπου και εν γένει μέσα από τη χρήση επιστημονικών μεθόδων και όχι μέσα από τη θεωρητική ανάλυσή του».
Θα ήταν, όμως, απλουστευτικό να εξομοιώνουμε οποιαδήποτε εμπειρική προσπάθεια με την επιστημονική έρευνα. Προς αποφυγήν αυτής της αυθαίρετης ταύτισης λαμβάνονται υπ’ όψιν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αποτελούν τα ελάχιστα κριτήρια επιστημονικότητας. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, πρωταρχικό συστατικό στοιχείο μιας εμπειρικής προσέγγισης, η οποία επιθυμεί να χαρακτηρίζεται ως επιστημονική έρευ-
Σελ. 3
να, είναι η ύπαρξη επιστημονικής μεθόδου. Η ελληνική λέξη μέθοδος (μετά + ὁδός), την οποία έχουν δανειστεί οι περισσότερες ξένες γλώσσες (méthode, method), συνίσταται στην πράξη σε μια σαφή διαδικασία, η οποία συγκεκριμενοποιείται μέσα από τα παρακάτω απαραίτητα στάδια: τη διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων, τη συλλογή και την κριτική των δεδομένων, την επεξεργασία και την ανάλυσή τους και τη διαμόρφωση συμπερασμάτων.
Ένα άλλο σημαντικό κριτήριο αποτελεί η ανεξαρτησία της επιστημονικής έρευνας από άλλου είδους σκοπιμότητες (π.χ. πολιτικές, οικονομικές) και βέβαια, η δυνατότητά της να αξιοποιήσει τη γνώση που έχει ήδη παραχθεί σε σχέση με τα σύγχρονα εμπειρικά δεδομένα.
Εν κατακλείδι, η Εμπειρική Εγκληματολογία θα μπορούσε να οριστεί κατά τρόπο αντίστοιχο με εκείνον της Εμπειρικής Κοινωνιολογίας, οποία «χρησιμοποιεί τις έννοιες της καθαρής κοινωνιολογίας ως στοιχεία ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας που γίνεται αντιληπτή εμπειρικά». Στο πλαίσιο αυτό, η Εμπειρική Εγκληματολογία βασίζεται σε μεθόδους και στρατηγικές μελέτης της εγκληματικής πραγματικότητας ως κοινωνικού και ατομικού φαινομένου. Εν προκειμένω, η χρήση του όρου ‘εμπειρική’ παραπέμπει σε αυτό «που προκύπτει από την εμπειρία ή τον πειραματισμό (π.χ. ως αποτέλεσμα πειραμάτων, μετρήσεων)».
Η επιλογή του τίτλου του παρόντος συγγράμματος εγγράφεται στο παραπάνω σκεπτικό, το οποίο οριοθετεί και το ευρύ πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιολογούνται και επιλέγονται οι επιστημονικές έρευνες των οποίων επιχειρείται μια συστηματοποιημένη και κατά το δυνατόν κριτική ανάλυση. Αυτό δεν αφαιρεί, βέβαια, τίποτα από τη θεωρητική και μεθοδολογική συνθετότητα των διαφόρων εγχειρημάτων που συντελεί ιδιαίτερα θετικά προς τη συναγωγή εγκυρότερων επιστημονικών πορισμάτων. Σε καμία περίπτωση, επίσης, δεν επιλέγονται οι έρευνες αυτές στη βάση της ομοιομορφίας των συμπερασμάτων τους, εφόσον από την αντίθεση παράγεται, πολύ συχνά, η σύνθεση που οδηγεί στην σφαιρικότερη γνώση.
Το παρόν εγχείρημα δεν επιδιώκει το χαρακτηρισμό της ποσοτικής αντιπροσωπευτικότητας και γίνεται εν γνώσει της έκτασης που καλύπτουν οι υπάρχουσες εγκληματολογικές έρευνες τόσο ποσοτικά όσο και θεματικά. Η επιδιωκόμενη αντιπροσωπευτικότητά του εστιάζει στους κυριότερους επιστημονικούς τομείς τους οποίους καλύπτουν οι εγκληματολογικές εμπειρικές προσεγγίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι έρευνες που περιλαμβάνονται στο παρόν σύγγραμμα είναι αντιπροσωπευτικές των κυριότερων πεδίων επιστημονικής διερεύνησης και έχουν συμβάλει σημαντικά στην πρόοδο της επιστήμης της Εγκληματολογίας. Μία επιπλέον διάσταση που λαμβάνεται υπ’ όψιν για την επιλογή των ερευνών αυτών είναι και εκείνη του σεβασμού των κανόνων ηθικής και δεο-
Σελ. 4
ντολογίας. Καταβλήθηκε, επίσης, προσπάθεια ώστε να συμπεριληφθούν, στο πλαίσιο του εφικτού, σημαντικές ελληνικές έρευνες. Αν και το ‘δείγμα’ δεν είναι εξαντλητικό, πιστεύουμε ότι είναι ενδεικτικό των σοβαρών προσπαθειών που έχουν γίνει και οι οποίες αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας ότι έχουν τεθεί και στην Ελλάδα τα θεμέλια για την εμπειρική διερεύνηση του εγκληματικού φαινομένου και των ιδιαιτεροτήτων του.
Η κατανομή της ύλης ακολουθεί το διττό σχήμα, το οποίο απορρέει από την κρατούσα επιστημονική διάκριση στην Εγκληματολογία. Έτσι, οι επιστημονικές έρευνες κατατάσσονται σε δύο μέρη, ανάλογα με το γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται: στο πέρασμα στην πράξη και στην κοινωνική αντίδραση, ενώ το εισαγωγικό κεφάλαιο αφιερώνεται στις μεθόδους και τεχνικές των εγκληματολογικών ερευνών.
Σελ. 5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η επιστημονική διερεύνηση του εγκληματικού φαινομένου προϋποθέτει εμπεριστατωμένη έρευνα, βασισμένη σε πνευματικές διαδικασίες ικανές να οδηγήσουν στη διατύπωση έγκυρων και επαληθεύσιμων πορισμάτων. Προϋποθέτει, άρα, επιστημονική μέθοδο.
Η εγκληματολογική επιστήμη χρησιμοποιεί μεθόδους και τεχνικές οι οποίες εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Παρόλα αυτά, διαθέτει έναν αυτόνομο επιστημονικό χαρακτήρα, ο οποίος καθορίζει και τις μεθοδολογικές της ιδιαιτερότητες. Η χρήση, για παράδειγμα, της επαγωγικής μεθόδου αποτελεί βασικό μεθοδολογικό χαρακτηριστικό της Εγκληματολογίας και τη διαφοροποιεί από τις «δογματικές» επιστήμες, όπως είναι το ποινικό δίκαιο, οι οποίες χρησιμοποιούν την παραγωγική μέθοδο. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζεται ο ρόλος της τελευταίας ως συνθετικής διαδικασίας, που επιτρέπει την ανασύνθεση του αναλυθέντος αντικειμένου.
Η κατάταξη των μεθόδων σε κατηγορίες αναδεικνύει τον ουσιώδη ρόλο τους στη συνολική ερευνητική διαδικασία. Έτσι, η μέθοδος αποτελεί, κατ’ αρχήν, φιλοσοφική έννοια, στη βάση της οποίας προσδιορίζεται ως «το σύνολο των πνευματικών εκείνων διαδικασιών, με τη βοήθεια των οποίων κάθε επιστημονικός κλάδος επιχειρεί να φθάσει στις αλήθειες που αναζητεί, να τις αποδείξει και να τις επαληθεύσει». Έχει, όμως, και την έννοια της μεθόδου, ως συγκεκριμένης στάσης απέναντι στο αντικείμενο, η οποία υπαγορεύει πλήρεις και συστηματοποιημένες μορφές οργάνωσης της έρευνας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι μέθοδοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως τεχνικές, εφόσον το κύριο χαρακτηριστικό της τεχνικής είναι ο περιορισμός της στο επίπεδο του συγκεκριμένου και του πρακτικού. Η τρίτη βασική έννοια της μεθόδου είναι εκείνη της στρατηγικής, όταν ως ερμηνευτική κατηγορία εντάσσεται σε μια φιλοσοφική θεώρηση και μπορεί να επηρεάσει κάποια ερευνητικά στάδια. Αυτής της μορφής είναι η διαλεκτική ή η λειτουργική μέθοδος. Η μέθοδος, τέλος, συνδέεται με το εκάστοτε επιστημονικό αντικείμενο (ιστορική, ψυχαναλυτική) και ως εκ τούτου συγχέεται καταχρηστικά με τη θεωρία. Για να διακρίνονται οι δύο αυτές έννοιες, επισημαίνεται ότι το ερώτημα στο οποίο απαντάει η θεωρία είναι «τι;» ενώ εκείνο στο οποίο απαντάει η μέθοδος είναι «πώς;»
Σελ. 6
Σύμφωνα με τα παραπάνω, έχει υποστηριχθεί ότι οι μέθοδοι δεν είναι αποκλειστικά θεωρητικά ουδέτερα ερευνητικά εργαλεία αλλά -ως λογικές διαδικασίες για την ανεύρεση της αλήθειας- μετέχουν, λιγότερο ή περισσότερο, κάποιων θεωρητικών παραδοχών. Καίριο είναι το ζήτημα του ρόλου της ιδεολογίας στην επιστημονική έρευνα, για το οποίο έχουν θεμελιωθεί δύο θεμελιώδεις θεωρήσεις (Key Propositions: KP Ι & KP ΙΙ), οι οποίες σύμφωνα με τον A. Bottoms, διατυπώνονται ως εξής:
KP Ι: Πάντα βλέπουμε τον κόσμο μέσα από θεωρητικούς φακούς που μπορούμε να αποκαλέσουμε ερμηνείες ή κατασκευές. Η θεώρηση αυτή δημιούργησε μια προσέγγιση στην κοινωνική επιστήμη που αποκαλείται κονστρουκτιβισμός (constructivism) και η οποία συνδέεται σε επιστημολογικό επίπεδο με το σχετικισμό. Όπως αναφέρει ο Bottoms, όταν γίνεται αποδεκτός ο επιστημολογικός αυτός σχετικισμός τότε δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθεί κανείς με την κοινωνική επιστήμη συνολικά.
KP ΙΙ: Υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος, διαθέσιμος για παρατήρηση, τον οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και μπορούμε να παρατηρήσουμε με περισσότερη ή λιγότερη ορθότητα.
Σε κάθε περίπτωση, ορθά υποστηρίζεται ότι υπάρχει η δυνατότητα μιας σωρευτικής γνώσης στην Εγκληματολογία που επιτρέπει την προσέγγιση της πραγματικότητας «μέσω προσεκτικής εμπειρικής έρευνας και οξυδερκούς θεωρητικοποίησης που σταδιακά θα οδηγήσει στο να κατανοήσουμε περισσότερα γι’ αυτόν τον κόσμο». Βασική προϋπόθεση αποτελεί η δόκιμη μεθοδολογία σε κάθε στάδιο της έρευνας, από τη διατύπωση του ερευνητικού αντικειμένου και τη διεξαγωγή της έρευνας έως την ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων.
Εκτός από τα υποκειμενικά επιστημονικά κριτήρια του ερευνητή, η επιλογή των ερευνητικών μεθόδων γίνεται, επίσης, στη βάση των εκάστοτε αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλά και των ιδιαιτεροτήτων του ερευνητικού αντικειμένου.
Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στις κυριότερες μεθόδους και τεχνικές της εγκληματολογικής έρευνας, ενώ στα κατ’ ιδίαν μεθοδολογικά εργαλεία (στατιστικές, ερωτηματολόγια, αναλύσεις περιεχομένου κ.λπ.), γίνεται εκτενέστερη αναφορά στα κεφάλαια των αντίστοιχων ερευνών. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθούμε εν συντομία στην τελευταία παράμετρο, δηλαδή στο είδος του ερευνητικού αντικειμένου, το οποίο προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη μεθοδολογική προσέγγιση η οποία θα ακολουθηθεί.
Σελ. 7
1. Τύποι ερευνών
Οι εγκληματολογικές έρευνες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη μορφή τους, τον τομέα στον οποίο εντάσσονται, τη διάρκειά τους και το χαρακτήρα τους. Παραθέτουμε, λοιπόν, αντίστοιχα τους παρακάτω τύπους εγκληματολογικών ερευνών, σύμφωνα με την κατάταξη του J. Pinatel:
1.1. Ανάλογα με τη φύση της: πολυεπιστημονική και διεπιστημονική έρευνα
Τόσο η πολυεπιστημονική όσο και η διεπιστημονική έρευνα διεξάγονται από επιστήμονες περισσότερων ειδικοτήτων (νομικούς, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, γιατρούς κ.ά.). Η διαφοροποίησή τους συνίσταται στη μέθοδο ανάλυσης και στον τρόπο συνεργασίας της ομάδας. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μιας πολυεπιστημονικής έρευνας, η εργασία κατανέμεται στους ερευνητές ανάλογα με την ειδικότητά τους και το κοινό αντικείμενο διερεύνησης προσεγγίζεται διαδοχικά από διαφορετική επιστημονική σκοπιά κάθε φορά. Στη διεπιστημονική έρευνα, αντίθετα, οι διάφοροι αυτοί ειδικοί αποδέχονται κοινές υποθέσεις εργασίας και κοινές ερευνητικές μεθόδους και καταλήγουν στην παρουσίαση κοινών ερευνητικών πορισμάτων.
Από άποψη πρακτικών δυσκολιών η πρώτη μορφή έρευνας είναι σημαντικά απλούστερη ενώ η δεύτερη απαιτεί περισσότερο διευρυμένες επιστημονικές γνώσεις καθώς και μεγαλύτερες δυνατότητες συνεργασίας. Τα αποτελέσματα της διεπιστημονικής έρευνας αξιολογούνται ως ουσιωδέστερα λόγω του εμβαθυντικού και σφαιρικού χαρακτήρα τους.
1.2. Ανάλογα με τον τομέα: βασική και εφαρμοσμένη έρευνα
Η βασική έρευνα είναι η ‘γνήσια’ έρευνα, απαλλαγμένη από οικονομικές ή άλλες πρακτικής φύσης σκοπιμότητες. Είναι η ‘απόλυτη’ έρευνα, η οποία δίχως να εστιάζει σε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, αναφέρεται όμως στα τρέχοντα εγκληματολογικά ζητήματα.
Η εφαρμοσμένη έρευνα έχει ως στόχο την επίλυση κάποιων συγκεκριμένων πρακτικών προβλημάτων, η ύπαρξη των οποίων προκαλεί την πραγματοποίησή της. Ευρύτερη εφαρμογή βρίσκει σε θέματα ποινικής αντιμετώπισης και συνδυάζεται συχνά με την πειραματική έρευνα.
1.3. Ανάλογα με τη διάρκεια: Μακρόχρονη και βραχύχρονη έρευνα
Υπάρχουν ερευνητικά προγράμματα μεγάλης χρονικής διάρκειας, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένονται μετά από δέκα, είκοσι χρόνια ή σε απροσδιόριστη χρονική
Σελ. 8
διάρκεια. Στις βραχύχρονες έρευνες, αντίθετα, τα αποτελέσματα αναμένονται σε σύντομο και προκαθορισμένο χρόνο. Συνήθως μετά από ένα, δύο ή τρία χρόνια.
Η μελέτη του ρόλου της ηλικίας στην εγκληματική συμπεριφορά καθώς και η μελέτη των «εγκληματικών σταδιοδρομιών» αποτελούν κλασικά παραδείγματα μακρόχρονων ερευνών. Αντίθετα, οι έρευνες στάσεων εντάσσονται στην κατηγορία των βραχύχρονων ερευνών.
1.4. Ανάλογα με το χαρακτήρα: περιγραφική και πειραματική έρευνα
Οι περιγραφικές έρευνες μελετούν ένα πρόβλημα δίχως να προσπαθούν να το επηρεάσουν ταυτόχρονα (μετρήσεις εγκληματικότητας, εγκληματικότητα ανάλογα με το είδος εγκλήματος και τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος ή των δραστών κ.λπ.). Η πειραματική έρευνα συνδυάζεται συχνά με την εφαρμοσμένη έρευνα και προσεγγίζει ένα πρόβλημα μέσα από τον πειραματισμό.
Συνίσταται, συγκεκριμένα, στη σύγκριση μεταξύ δύο ομάδων ατόμων, της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου. Στην πρώτη ομάδα ελέγχεται η δράση ενός παράγοντα, με τον οποίο δεν έχουν επαφή τα μέλη της δεύτερης ομάδας. Όταν, για παράδειγμα, δύο ομάδες νεαρών παραβατών με τα ίδια χαρακτηριστικά προσωπικότητας, περιβάλλοντος και διαπραχθέντος αδικήματος, υποβάλλονται σε διαφορετική ποινική μεταχείριση ώστε να αξιολογηθεί στην πράξη η αποτελεσματικότητα της βραχύχρονης φυλάκισης σε σχέση με την επιτηρούμενη εκπαίδευση, πρόκειται για εφαρμοσμένη-πειραματική έρευνα.
Ωστόσο, έχουν τεθεί ενίοτε ζητήματα δεοντολογικού χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση των γνωστών «πειραμάτων» του Zimbardo, αναφορικά με τη μορφή της ενημερωμένης συναίνεσης των συμμετεχόντων που δεν αρκεί να εξασφαλισθεί άπαξ αλλά να είναι δυναμική και συνεχόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας.
Είναι γεγονός ότι η έρευνα στον τομέα της Εγκληματολογίας βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με την έλλειψη κανόνων αντίστοιχων εκείνων των θετικών επιστημών. Παρόλα αυτά, έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη βελτίωση των μεθόδων και τεχνικών σε σημείο ώστε, και με τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, να έχουν παραμεριστεί αρκετά από τα μεθοδολογικά προβλήματα των εγκληματολογικών ερευνών, με σεβασμό παράλληλα των κανόνων ηθικής και δεοντολογίας.
Σελ. 9
2. Μέθοδοι και τεχνικές
2.1. Ιστορική και συγκριτική προσέγγιση
Στην πρώτη περίπτωση εξετάζεται το έγκλημα σε μια δεδομένη κοινωνία μέσα από μια ιστορική προοπτική ώστε να καταγραφούν οι διαφοροποιήσεις του στις διάφορες χρονικές στιγμές και να αναλυθούν σε σχέση με τη γενικότερη εξέλιξη αυτής της κοινωνίας. Οι σχετικές έρευνες πραγματοποιούνται με την τεχνική της έμμεσης παρατήρησης, χρησιμοποιώντας στοιχεία στα οποία έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη των ερευνώμενων φαινομένων, όπως: ποσοτικά δεδομένα (επίσημες στατιστικές), γραπτά κείμενα (νόμοι, ιστορικά αρχεία κτλ.) καθώς και πολιτιστικά τεκμήρια.
Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι οι έρευνες αυτές όταν αναφέρονται σε εποχές για τις οποίες δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία καταγραφής της εγκληματικότητας. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται οποιαδήποτε δεδομένα διαφωτιστικά για τη μορφή της εγκληματικότητας, όπως πρακτικά δικαστηρίων, νομοθετικά κείμενα, σχολιασμοί και μονογραφίες. Με βάση αυτά τα στοιχεία οι εγκληματολόγοι-ιστορικοί έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν μια αρκετά σαφή εικόνα του εγκλήματος στο παρελθόν. Σημαντική είναι η συνεισφορά τους πάνω στα χαρακτηριστικά των καταδικασθέντων αλλά κύρια πάνω στην εξέλιξη του ίδιου του ποινικού νόμου και, κατ’ επέκταση, του ποινικού συστήματος στις διάφορες χρονικές περιόδους.
Αντιπροσωπευτική ιστορικο-εγκληματολογική έρευνα είναι εκείνη του J.J. Tobbias, για την εξέλιξη της εγκληματικότητας στην Αγγλία τον 19ο αιώνα. Ο Tobbias κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της εγκληματικότητας στις αρχές αυτού του αιώνα ήταν απόρροια των γενικότερων κοινωνικών αλλαγών, τις οποίες γνώριζε η χώρα δίχως να είναι κατάλληλα προετοιμασμένη γι’ αυτές. Η μεγάλη πληθυσμιακή ροή προς τα αστικά κέντρα συνδυάστηκε με τις περιορισμένες δυνατότητες στέγασης και εργασίας. Η εσωτερική μετανάστευση επηρέασε τόσο το μέγεθος όσο και τη μορφή των πόλεων. Οι ευκαιρίες για διάπραξη εγκλημάτων και οι δυνατότητες διαφυγής των δραστών ήταν περισσότερες στις πόλεις. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αγγλική κοινωνία προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες έχοντας τη δυνατότητα να προσφέρει και περισσότερες θέσεις εργασίας και περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες. Το γεγονός αυτό καθώς και οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη βελτίωση του ποινικού συστήματος, θεωρήθηκαν ως η εξήγηση της μείωσης της εγκληματικότητας προς το τέλος πλέον του αιώνα αυτού.
Σελ. 10
Η συγκριτική έρευνα έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ιστορική έρευνα, με την οποία συχνά συνδυάζεται. Σε μια συγκριτική προσέγγιση της εγκληματικότητας εξετάζονται οι συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν το εγκληματικό φαινόμενο συγχρονικά ή διαχρονικά, στο ίδιο γεωγραφικό και κοινωνικό πλαίσιο ή μεταξύ περισσοτέρων. Οι συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, εφόσον εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας σχετικά με τις διαφοροποιήσεις τόσο της εγκληματικότητας όσο και της ποινικής νομοθεσίας και της κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στο έγκλημα. Αντιμετωπίζουν, εντούτοις, σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα γιατί τα μεγέθη δεν είναι πάντοτε συγκρίσιμα λόγω αυτών ακριβώς των διαφοροποιήσεων ενώ η μελέτη των μεταβλητών γίνεται υπερβολικά δύσκολη λόγω της ποικιλίας και του μεγάλου αριθμού τους.
Και η πειραματική έρευνα αποτελεί μια μορφή συγκριτικής έρευνας, η οποία, όμως, ακολουθεί αυστηρότερους κανόνες. Μεγάλο πεδίο εφαρμογής βρίσκει η πειραματική έρευνα στον τομέα της πρόληψης της εγκληματικότητας, όπως για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες όταν τέθηκαν σε εφαρμογή σχετικά προγράμματα σε κοινοτικό πλαίσιο με αφετηρία την υπόθεση ότι περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες σημαίνει μικρότερη εγκληματικότητα. Σε ορισμένες περιοχές αυξήθηκαν οι υπηρεσίες αυτές ενώ σε άλλες παρέμειναν στα ίδια επίπεδα, ώστε να γίνει δυνατή η σύγκριση της αποτελεσματικότητας των προληπτικών αυτών μέτρων. Παρόμοιες έρευνες διεξήχθησαν στην Αγγλία έχοντας ως αφετηρία τον εγκληματοπροληπτικό ρόλο του σχολείου μέσα από τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, ενώ συχνά χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της υποτροπής.
Παρόλα αυτά η αποτελεσματικότητα όλων αυτών των ερευνών προσκρούει σε σημαντικά μεθοδολογικά εμπόδια. Η σημαντικότερη δυσκολία αυτής της μορφής είναι η απομόνωση και ο έλεγχος των μεταβλητών καθώς και η οργάνωση και λειτουργία της ερευνητικής ομάδας με τρόπο ώστε οι κοινές ιδέες και τεχνικές να χρησιμοποιηθούν μέσα από ένα ορθά δομημένο πλαίσιο συνεργασίας. Για το σκοπό αυτό ακολουθείται η τυχαιοποίηση του δείγματος (randomisation) για τη μείωση εξωγενών παραγόντων στην αναζητούμενη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται μέσω της εντελώς τυχαίας κατανομής των συμμετεχόντων στην πειραματική ομάδα και στην ομάδα ελέγχου, ώστε να μην επηρεαστεί το αποτέλεσμα από κάποιον σταθερό παράγοντα, όπως π.χ., ηλικία, ποινικό ιστορικό, εθνική προέλευση κτλ. Στις ομάδες αυτές πραγματοποιούνται ένα τεστ πριν από την πειραματική εφαρμογή και ένα μετά, για την τελική αξιολόγηση. Το συχνότερα χρησιμοποιούμενο μοντέλο αξιολόγησης είναι το παραδοσιακό μοντέλο ‘ΟΧΟ’, το οποίο αξιολογεί τα αποτελέσματα του προγράμματος που εφαρμόστηκε μέσα από τη σύγκρισή τους με την πρότερη της εφαρμογής του κατάσταση. Για το σκοπό αυτό, προβλέπεται η ύπαρξη πειραματικής ομάδας (στην
Σελ. 11
οποία εφαρμόζεται το υπό αξιολόγηση πρόγραμμα) και ομάδας ελέγχου. Το μοντέλο αυτό απεικονίζεται στο παρακάτω σχήμα:
Προ-εξέταση |
Εφαρμογή προγράμματος |
Μετα-εξέταση |
|
Πειραματική ομάδα |
01 |
Χ |
02 |
Ομάδα ελέγχου |
01 |
02 |
Υπάρχουν, επίσης, και οι λεγόμενες οιονεί πειραματικές έρευνες, οι οποίες αξιολογούν τη δράση ενός παράγοντα (π.χ., μιας νομοθετικής τροποποίησης) ενίοτε χωρίς καν ομάδα ελέγχου. Για τις έρευνες αυτές διατυπώνονται αρκετές επιφυλάξεις, δεδομένου ότι ο ερευνητής δεν ελέγχει τη διαδικασία αλλά απλώς αξιοποιεί εκ των υστέρων τα υπάρχοντα δεδομένα.
Στην κατηγορία των πειραματικών ερευνών κατατάσσεται και το γνωστό Bobo doll πείραμα του Bandura, το οποίο εξετάζει το ρόλο της μετάδοσης της επιθετικότητας μέσω μίμησης επιθετικών προτύπων. Συγκεκριμένα, 36 αγόρια και 36 κορίτσια από τον παιδικό σταθμό του πανεπιστημίου Stanford (με μέσο όρο ηλικίας 52 μηνών), κατανεμήθηκαν σε 8 πειραματικές ομάδες των 6 υποκειμένων και σε 1 ομάδα ελέγχου με 24 υποκείμενα. Οι μισοί συμμετέχοντες στις πειραματικές ομάδες εκτέθηκαν σε επιθετικά μοντέλα και οι άλλοι μισοί σε ήπια και μη επιθετικά. Το ρόλο του μοντέλου ανέλαβαν 2 ενήλικοι (ένας άνδρας και μία γυναίκα), ενώ το ρόλο του συντονιστή είχε μία άλλη ενήλικη γυναίκα. Στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, οι συμμετέχοντες μεταφέρθηκαν ατομικά σε ειδικό χώρο, στη μία γωνία του οποίου υπήρχαν μία κούκλα, ένα ξύλινο σφυρί και ένα παιχνίδι συναρμολογούμενο (tingertoy). Η συντονίστρια εξηγούσε σε κάθε παιδί ότι τα παιχνίδια είναι για να παίζει το μοντέλο και αποχωρούσε από το δωμάτιο. Το μοντέλο, στη συνέχεια, συναρμολογούσε με ήσυχο και ήπιο τρόπο το παιχνίδι αγνοώντας την κούκλα, στις μισές περιπτώσεις και στις άλλες μισές, λίγο αφού ξεκινούσε τη συναρμολόγηση του παιχνιδιού, φερόταν επιθετικά εναντίον της κούκλας. Οι συμμετέχοντες ελέγχθηκαν για τα αποτελέσματα του πειράματος σε ειδικό δωμάτιο, ενώ πριν από την έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης των αποτελεσμάτων όλα ανεξαιρέτως τα υποκείμενα υποβλήθηκαν σε ελαφριά διέγερση επιθετικότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά που συμμετείχαν στην ομάδα με τα επιθετικά πρότυπα κατέγραψαν
Σελ. 12
υψηλά ποσοστά επιθετικότητας συγκριτικά με τα υπόλοιπα, καθώς και έντονο μιμητισμό και πολύ λιγότερο αυτοέλεγχο.
Όσον αφορά, ειδικότερα, τις έρευνες με πειράματα αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός αναφορικά με ζητήματα δεοντολογικού χαρακτήρα. Από τις πιο γνωστές έρευνες αυτής της μορφής αναφέρονται στη βιβλιογραφία το πείραμα του Stanley Milgram και το πείραμα του Stanford του Zimbardo.
Το πείραμα του κοινωνικού ψυχολόγου Stanley Milgram, για την υποταγή στην εξουσία, πραγματοποιήθηκε τη χρονική περίοδο 1961-62, στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Yale. Οι συμμετέχοντες αποτελούνταν από 40 άνδρες, ηλικίας 20 έως 50 ετών, που αναζητήθηκαν μέσω αγγελίας σε εφημερίδα και οι οποίοι είχαν ενημερωθεί ότι θα συμμετάσχουν σε μια μελέτη για την επίδραση της τιμωρίας στη μνήμη. Για τη συμμετοχή τους προβλεπόταν η συμβολική αμοιβή 4 δολαρίων. Στο πείραμα είχαν συμπεριληφθεί επίσης πειραματικοί συνεργοί, που είχαν αναλάβει ρόλο συμμετέχοντα στη δοκιμασία. Κατά την έναρξη του πειράματος, για να είναι περισσότερο ρεαλιστικές οι συνθήκες, πραγματοποιήθηκε κλήρωση, αναθέτοντας το ρόλο του εκπαιδευτή στα πειραματικά υποκείμενα και το ρόλο του εκπαιδευόμενου στους πειραματικούς συνεργούς. Στο πλαίσιο των οδηγιών, ζητήθηκε από τους εκπαιδευτές να πραγματοποιήσουν μια δοκιμασία μνήμης στους εκπαιδευόμενους και σε κάθε περίπτωση που οι εκπαιδευόμενοι έκαναν κάποιο λάθος να τους χορηγούν αυξανόμενης έντασης ηλεκτροσόκ. Οι χορηγήσεις ηλεκτροσόκ ξεκινούσαν από τα 15 βολτ και έφταναν έως και τα 450 βολτ. Οι εκπαιδευόμενοι-πειραματικοί συνεργοί είχαν λάβει συγκεκριμένες οδηγίες ως προς τις αντιδράσεις τους στη χορήγηση ηλεκτροσόκ, ανάλογα με την ένταση. Από τους 40 συμμετέχοντες οι 26 προχώρησαν μέχρι και τη χορήγηση της μεγαλύτερης έντασης στην οποία υπήρχε η ένδειξη κίνδυνος, επιβεβαιώνοντας κατά τον Milgram, το ρόλο της υποταγής στην εξουσία στην εκδήλωση της συμπεριφοράς, ακόμη και όταν η συμπεριφορά είναι αντίθετη με τις αξίες τους.
Το πείραμα του Stanford πραγματοποιήθηκε το 1971, από τον Καθηγητή Ψυχολογίας του ίδιου πανεπιστημίου Philip Zimbardo. Αντικείμενο του πειράματος αποτέλεσε ο έλεγχος των ψυχολογικών και συμπεριφορικών συνεπειών της φυλάκισης στους κρατουμένους και το σωφρονιστικό προσωπικό. Κατά την αφετηρία του πειράματος δημιουργήθηκε ο χώρος που θα στέγαζε τις συνθήκες προσομοίωσης της φυλακής. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν υπόγειοι χώροι του πανεπιστημίου του Stanford, όπου έγιναν οι κατάλληλες τροποποιήσεις για να προσομοιάζουν τα δωμάτια με κελιά. Στους χώρους τοποθετήθηκαν, επίσης, συσκευές παρακολούθησης και μεγάφωνα για τις ανακοινώσεις της ερευνητικής ομάδας. Για τη συγκρότηση της ομάδας των
Σελ. 13
συμμετεχόντων στο πείραμα διενεργήθηκαν εκτενείς ψυχομετρικές αξιολογήσεις και διαγνωστικές συνεντεύξεις με 70 υποψηφίους, που είχαν απαντήσει στην αγγελία για συμμετοχή στο πείραμα που δημοσίευσε η ερευνητική ομάδα. Επρόκειτο για φοιτητές πανεπιστημίων των ΗΠΑ και του Καναδά που έτυχε να βρίσκονται στο Stanford για καλοκαίρι. Για τη συμμετοχή στο πείραμα προβλεπόταν αμοιβή 15 δολαρίων, ανά ημέρα. Από τις αξιολογήσεις, που διεξήχθησαν για τον αποκλεισμό υποψηφίων με ψυχικές διαταραχές, ιατρικά προβλήματα, ποινικό ιστορικό και χρήση ουσιών, προέκυψε το τελικό δείγμα των 24 συμμετεχόντων. Οι συμμετέχοντες μοιράστηκαν σε δυο ομάδες των 12 ατόμων, που αντιπροσώπευαν την ομάδα των κρατουμένων και την ομάδα των φυλάκων. Για την εισαγωγή των κρατουμένων στο χώρο προσομοίωσης της φυλακής, ακολουθήθηκε το ίδιο πρωτόκολλο που ακολουθείται στις φυλακές. Στους «κρατουμένους» χορηγήθηκαν ειδικές στολές και τοποθετήθηκαν αλυσίδες στα πόδια. Στους «φύλακες» δεν δόθηκαν οδηγίες για την επιβολή της τάξης στις συνθήκες προσομοίωσης της φυλακής, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι να πράξουν όπως οι ίδιοι θεωρούσαν. Με τις πρώτες αντιδράσεις της ομάδας των κρατουμένων, η ομάδα των φυλάκων αποφάσισε να απαντήσει με παρενοχλήσεις και εκφοβισμούς των κρατουμένων. Σταδιακά, οι συμπεριφορές επιβολής ελέγχου από τους φύλακες οξύνθηκαν, με το ένα τρίτο της ομάδας να εκδηλώνει ακραίες συμπεριφορές. Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στη διακοπή του πειράματος την έκτη μέρα. Κατά τους ερευνητές, η αξία του πειράματος του Stanford τοποθετείται στο γεγονός ότι καταδεικνύει πως οποιοσδήποτε άνθρωπος, μπορεί να ωθηθεί στην πρόκληση βλάβης σε άλλους ανθρώπους, σε συνθήκες όπου οι ρόλοι, οι κανόνες και οι νόρμες νομιμοποιούν την εκδήλωση της εν λόγω συμπεριφοράς. Παράλληλα, όπως και με το πείραμα του Milgram, αναδεικνύεται ο ρόλος των κοινωνικών συνθηκών στην εκδήλωση της επιθετικότητας.
2.2. Η παρατήρηση
Η μέθοδος αυτή, κοινή σε όλες τις επιστήμες, χρησιμοποιείται ευρύτατα στις περιπτωσιολογικές κοινωνιολογικές μελέτες (case studies). Η άμεση παρατήρηση ενδείκνυται για «τη διερεύνηση κοινωνικών ομάδων, πολιτισμικών ενοτήτων ή κοινοτήτων και κύρια για τη διερεύνηση μικρών ομάδων». Αντιπροσωπευτικότερη μορφή αποτελεί η συμμετοχική παρατήρηση, κατά την οποία ο ερευνητής συμμετέχει στην υπό έρευνα ομάδα ενώ δεν αποκλείεται η άμεση παρατήρηση να πραγματοποιείται και δειγματοληπτικά με συνεντεύξεις ή ερωτηματολόγια με μέλη της ομάδας αυτής. Ως μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παρατήρησης θεωρείται η άμεση καταγραφή της αυθόρμητης συμπεριφοράς. Επισημαίνονται, εντούτοις, τόσο οι συνθήκες οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά αυτή, όσο και τα ζητήματα δεοντολογίας που απορρέ-
Σελ. 14
ουν. Ως βασικές δυσχέρειες αναφέρονται η αξιολογική ουδετερότητα και η «ανάμειξη του εαυτού» του ερευνητή.
Η τυπολογία αναφορικά με τους ρόλους του ερευνητή στη συμμετοχική παρατήρηση διατυπώνεται από τον Gold (1958) ως εξής:
• Ο πλήρως συμμετέχων (the complete participant): αναλαμβάνει έναν εσωτερικό ρόλο, είναι πλήρως μέρος του σκηνικού και συχνά παρατηρεί συγκαλυμμένα.
• Ο συμμετέχων ως παρατηρητής (the participant as observer): ο ερευνητής αποκτά πρόσβαση σε ένα περιβάλλον λόγω του ότι έχει φυσικό και μη ερευνητικό λόγο για να είναι μέρος του περιβάλλοντος. Ως παρατηρητές, αποτελούν μέρος της ομάδας που μελετάται.
• Ο παρατηρητής ως συμμετέχων (the observer as participant): ο ερευνητής ή ο παρατηρητής έχει ελάχιστη συμμετοχή στο κοινωνικό περιβάλλον που μελετάται. Υπάρχει κάποια σύνδεση με το περιβάλλον, αλλά ο παρατηρητής δεν αποτελεί φυσικά και κανονικά μέρος του.
• Ο πλήρως παρατηρητής (the complete observer): ο ερευνητής δεν συμμετέχει καθόλου στο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα παράδειγμα πλήρους παρατήρησης θα μπο-
Σελ. 15
ρούσε να είναι η παρακολούθηση των παιδιών να παίζουν πίσω από έναν αμφίδρομο καθρέφτη.
Ως κλασικό παράδειγμα συμμετοχικής παρατήρησης αναφέρεται η μελέτη του Sutherland The Professional Thief (1937), κατά την οποία ο Chic Conwell, πηγή του συγγραφέα, περιέγραψε τον κόσμο του επαγγελματία κλέφτη.
Στην Εγκληματολογία σπάνια μια έρευνα βασίζεται στην τεχνική της άμεσης παρατήρησης -κυριολεκτικά μιλώντας- κατά τη διάπραξη ενός εγκλήματος και οι λόγοι είναι προφανείς. Αντίθετα, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται από τους ερευνητές για τη διαπίστωση του πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι συνθήκες εκείνες που πιθανόν να οδηγήσουν στο πέρασμα στην εγκληματική πράξη. Η παρατήρηση συνδυάζεται συχνά με τη μελέτη των πολιτισμικών προτύπων τα οποία ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς και με συνεντεύξεις ατόμων που συμμετέχουν με οποιοδήποτε ρόλο στη διάπραξη του εγκλήματος ή ατόμων από τον κοινωνικό περίγυρό τους.
Ευρύτερα διαδεδομένη είναι, αντίθετα, η έμμεση παρατήρηση η οποία συνίσταται στη χρήση στοιχείων «στα οποία έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη των υπό έρευνα κοινωνικών φαινομένων». Τέτοια στοιχεία αποτελούν, κατά κύριο λόγο:
– τα γραπτά τεκμήρια (οι νόμοι, τα ιστορικά αρχεία, λογοτεχνικά κείμενα ή εφημερίδες και περιοδικά)
– τα ποσοτικά τεκμήρια (επίσημες στατιστικές)
– πολιτιστικά τεκμήρια
– εικονογραφικά τεκμήρια.
Αντιπροσωπευτική μορφή έμμεσης παρατήρησης αποτελεί η ανάλυση περιεχομένου.
2.3. Η μέθοδος της αναλυτικής επαγωγής
Η επαγωγή συνίσταται στην επιστημονική αναλυτική μέθοδο συγκρότησης του γενικού από το μερικό, με βάση τη λογική αλληλουχία και την αλήθεια των ενδιάμεσων προτάσεων, σε αντίθεση με την απαγωγή ή παραγωγή που συμπεραίνει το μερικό από το γενικό και φτάνει στα ειδικά συμπεράσματα από τις γενικές και αφηρημένες θέσεις.
Σελ. 16
Αποτελεί τη βασική μέθοδο για το πέρασμα από την εμπειρία στην αφαίρεση καταλήγοντας στη διατύπωση μιας επιστημονικής πρότασης, η οποία είναι αληθινή έως ότου κάποια νέα εμπειρικά δεδομένα αποδείξουν το αντίθετο.
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται στην Εγκληματολογία για την εξήγηση μιας συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας και χαρακτηρίζεται από σαφείς ερευνητικές υποθέσεις. Η μελέτη αφορά περιορισμένες αριθμητικά περιπτώσεις αλλά τα αποτελέσματά της γενικεύονται. Χαρακτηρίζεται ως μέθοδος περιορισμένης περιπτωσιολογικής μελέτης και περιγράφεται ως μια εξελικτική έρευνα επτά σταδίων.
α) Διαμορφώνεται ένας πρόχειρος ορισμός της ερευνώμενης συμπεριφοράς.
β) Διαμορφώνεται μια υποθετική εξήγηση της συμπεριφοράς αυτής.
γ) Μελετάται μία περίπτωση με βάση την ερευνητική υπόθεση ώστε να κριθεί η καταλληλότητά της.
δ) Αν η υπόθεση κριθεί ακατάλληλη, κάτι που δεν είναι καθόλου σπάνιο, αναδιαμορφώνεται ο ορισμός της συμπεριφοράς ή η ερευνητική υπόθεση.
ε) Αφού εξετασθεί ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων, θεωρείται ότι έχει επιτευχθεί κάποια σχετική βεβαιότητα. Η ύπαρξη, όμως, έστω και μιας αρνητικής περίπτωσης δεν μας επιτρέπει τη γενίκευση των πορισμάτων.
στ) Αυτές οι αρνητικές περιπτώσεις θα ερευνηθούν κάτω από το πρίσμα αναδιαμόρφωσης του ορισμού της συμπεριφοράς ή της ερευνητικής υπόθεσης.
ζ) Τέλος, ερευνάται μία περίπτωση η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στον εννοιολογικό χώρο του ορισμού της ερευνώμενης συμπεριφοράς, ώστε να πιστοποιηθεί ότι η ερευνητική μας υπόθεση δεν εφαρμόζεται σ’ αυτή. Αυτή η περίπτωση παίζει το ρόλο ομάδας ελέγχου.
Ενδεικτική στον τομέα αυτής της μεθοδολογικής τεχνικής είναι η έρευνα του D. Cressey για τους καταχραστές. Η έρευνα ακολούθησε όλα τα προαναφερθέντα στάδια έως ότου καταλήξει στη διατύπωση μιας εξήγησης ισχυρής για όλες τις περιπτώσεις που μελέτησε.
Σελ. 17
2.4. Η τυπολογική ανάλυση της εγκληματικότητας
Η μέθοδος αυτή μελετά το εγκληματικό φαινόμενο μέσα από την ιδιαίτερη οργάνωση και δομή του και καταγράφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο των εγκληματικών πράξεων όσο και των ατόμων τα οποία εμπλέκονται σ’ αυτό είτε ως δράστες είτε ως θύματα. Ερευνώνται, επίσης, οι τοπικές/γεωγραφικές διαστάσεις του εγκλήματος καθώς και οι κοινωνικές δυναμικές που οδηγούν σ’ αυτό. Η τεχνική αυτή (patterns of crime) χρησιμοποιεί ευρύτατα τις εγκληματολογικές στατιστικές και κύρια τις αστυνομικές στατιστικές τις οποίες θεωρεί σημαντικές για την περιγραφή του εγκληματικού φαινομένου. Έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα σε μελέτες χωρικής κατανομής της εγκληματικότητας και γενικότερα σε μελέτες Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας.
Αντιπροσωπευτική αυτής της επιχειρησιακής τεχνικής, είναι η έρευνα του M. Wolfgang για την ανθρωποκτονία. Ο Wolfgang μελέτησε στατιστικά δεδομένα της αστυνομίας της Φιλαδέλφειας για τις ανθρωποκτονίες που διαπράχτηκαν το χρονικό διάστημα 1948-1952. Η μελέτη συμπεριλάμβανε την ανάλυση πολλών παραμέτρων όπως το φύλο, η ηλικία, η εθνική προέλευση των δραστών και των θυμάτων, οι χωροχρονικές συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, η χρήση αλκοόλ, το ποινικό μητρώο, τα κίνητρα καθώς και οι σχέσεις δράστη-θύματος. Αν και τα ερευνητικά πορίσματα δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικά για μια σφαιρική εξηγητική προσέγγιση της ανθρωποκτονίας, ήταν ωστόσο χρήσιμα για τη διατύπωση μιας σειράς ερευνητικών υποθέσεων αναφορικά με το ρόλο κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Ενδεικτικά όσα αναφέρονται για τον καθολικό ενδο-ομαδικό χαρακτήρα της, εφόσον ήταν λιγοστές οι περιπτώσεις όπου δράστης και θύμα ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Συνήθως ήταν συγγενείς ή φίλοι (αμφοτέρων των φύλων αλλά κυρίως νέοι άνδρες), γείτονες, κοινής εθνικής ή φυλετικής προέλευσης (κυρίως μαύροι), κατώτερης κοινωνικής τάξης. Και αυτό παραπέμπει στην υποκουλτούρα της βίας, σύμφωνα με τους συγγραφείς του ομότιτλου βιβλίου, οι οποίοι αναφέρονται συγκεκριμένα στο «περιορισμένο ρεπερτόριο» διεξόδων που διαθέτουν, στο οποίο «η βία, όχι μόνο είναι διαθέσιμη αλλά έχει ενσωματωθεί στη δομή της προσωπικότητας μέσα από την πειθαρχία που τους επιβαλλόταν κατά την παιδική ηλικία, έχει ενδυναμωθεί από την τριβή με συνομηλίκους και έχει καταξιωθεί στις στρατηγικές του δρόμου». Έτσι «η ‘ρουτίνα’ των συγκρούσεων στο προσωπικό τους περιβάλλον συνεχίζεται, επειδή η υποπολιτι-
Σελ. 18
σμική ομάδα στην οποία ανήκουν είναι προετοιμασμένη να χρησιμοποιήσει την ίδια βάση όπως και αυτοί».
Οι έρευνες οι οποίες χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική έχουν το πλεονέκτημα ότι περιγράφουν αναλυτικά τις διαστάσεις του εγκληματικού φαινομένου και αν συνδυαστούν με κάποια άλλη τεχνική, η οποία να είναι περισσότερο διαφωτιστική ως προς τις εξηγήσεις της εγκληματικότητας, τότε προσφέρουν πολύ αξιόλογα επιστημονικά πορίσματα.
2.5. Η μελέτη των ηλικιακών σειρών
Η αναζήτηση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ομοιογένειας του δείγματος το οποίο εξετάζεται σε μια έρευνα οδήγησε στη χρησιμοποίηση αυτής της τεχνικής (cohort study). Το δείγμα εδώ αποτελείται από μια προκαθορισμένη ομάδα ατόμων, τα οποία χαρακτηρίζονται από κοινά δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, βιώνουν τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Οι ομάδες αυτές επιλέγονται, κύρια, στη βάση του χρόνου γέννησης των ατόμων και τα θέματα που εξετάζονται είναι, ενδεικτικά, τα παρακάτω:
– τα παιδικά χρόνια του ατόμου
– η μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, με έμφαση στη νεανική παραβατικότητα
– οι «ηλικιακές κορυφές» εγκληματικής δράσης ή θυματοποίησης
– η εγκληματική σταδιοδρομία και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες αρχίζει και τελειώνει
– η υποτροπή και, κατά κύριο λόγο, η χρόνια υποτροπή
– η «ειδίκευση» σε κάποια μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς καθώς και η εξέλιξη από απλούστερες σε συνθετότερες μορφές εγκλημάτων
– οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην υποτροπή
– η σχέση της εγκληματικότητας με τις επιγενόμενες κοινωνικές αλλαγές (π.χ. οικονομικές διακυμάνσεις, αντεγκληματικές πρακτικές κτλ).
Οι έρευνες οι οποίες χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική εντάσσονται στις μακρόχρονες έρευνες, εφόσον η παρατήρηση μιας ηλικιακής σειράς μπορεί να διαρκέσει 10-20 χρόνια. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι ερευνητές βρίσκονται σε επαφή με το δείγμα τους αλλά η έρευνά τους γίνεται σε ορισμένες χρονικές στιγμές, οι οποίες κρίνονται ως
Σελ. 19
σημαντικές για την εξέλιξη της ατομικής συμπεριφοράς (παιδική ηλικία, εφηβεία, ενηλικίωση). Τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι οι συνεντεύξεις, η μακρόχρονη παρακολούθηση (following-up) και η ανάλυση των επίσημων στοιχείων εγκληματικότητας.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η έρευνα των M.Wolfgang, R.Figlio, Th.Sellin, καθώς και οι περισσότερες έρευνες που μελετούν το ρόλο της ηλικίας στην εγκληματική συμπεριφορά. Βασικός στόχος των ερευνών αυτών είναι ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων της εγκληματικής σταδιοδρομίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης πρόληψής τους.
Οι έρευνες αυτές παραμερίζουν τις δυσκολίες της ύπαρξης ομάδας ελέγχου εφόσον το δείγμα επιτρέπει τη σύγκριση μεταξύ παραβατών και μη. Οι κριτικές τις οποίες δέχονται εντοπίζονται στο γενικευμένο χαρακτήρα που παίρνουν τα πορίσματά τους και διατυπώνεται η αντίρρηση σχετικά με την αμετάβλητη ή ποικίλη σχέση της ηλικίας με το έγκλημα. Ως σημαντικότερη ‘τεχνική’ δυσκολία θα αναφέραμε το μεγάλο οικονομικό κόστος των ερευνών αυτού του είδους, εφόσον για να χαρακτηριστούν τα πορίσματά της ως έγκυρα πρέπει να βασίζονται σε σχετικά μεγάλο αριθμητικό δείγμα ατόμων.
2.6. Συνδυασμένες μέθοδοι
Οι περισσότερες έρευνες δεν χρησιμοποιούν μια αμιγή επιχειρησιακή τεχνική αλλά ένα συνδυασμό τεχνικών, ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να βελτιώσουν την πιστότητα των πορισμάτων τους. Ήδη αναφερθήκαμε παραπάνω σε έρευνες οι οποίες αν και είναι αντιπροσωπευτικές μιας βασικής μεθοδολογικής στρατηγικής χρησιμοποιούν, παρόλα αυτά, κι άλλες μεθόδους (όπως για παράδειγμα o συνδυασμός παρατήρησης με συνεντεύξεις, μακρόχρονης παρακολούθησης με επίσημα εγκληματολογικά δεδομένα κτλ.).
Σελ. 20
Ως κλασικό παράδειγμα τέτοιας μεθοδολογίας αναφέρεται η έρευνα των Clifford Shaw και Henry McKay, Social Factors in Juvenile Delinquency, οι οποίοι θεμελίωσαν τη λεγόμενη οικολογική προσέγγιση του εγκλήματος. Οι Shaw και McKay συνδύασαν τα δεδομένα των ποινικών δικαστηρίων σχετικά με την κατανομή των ανήλικων δραστών ανάλογα με τον τόπο της κατοικίας τους, με μια εις βάθος περιπτωσιολογική έρευνα των ατομικών εγκληματικών σταδιοδρομιών των ανηλίκων, ώστε να οδηγηθούν στους κοινωνικούς παράγοντες της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η περιπτωσιολογική προσέγγισή τους συνίστατο στην εξέταση της προηγούμενης εγκληματικής τους δραστηριότητας μέσα από δικαστικά δεδομένα, σε συνεντεύξεις με τους ίδιους και το οικογενειακό ή φιλικό τους περιβάλλον και σε μια εκτεταμένη κλινική ανάλυση της ψυχικής και σωματικής τους υγείας καθώς και της κοινωνικής τους κατάστασης.
Μέσα από το συνδυασμό των δεδομένων αυτών κατέληξαν στη διαμόρφωση της θεωρίας της πολιτισμικής διάδοσης της εγκληματικότητας, τονίζοντας το σημαντικό ρόλο της εξασθένισης των κοινωνικών αξιών σε δεδομένο τοπικό πλαίσιο (στην προκειμένη περίπτωση, στη γειτονιά).
Ενδεικτική έρευνα συνδυασμένων τεχνικών είναι, επίσης, εκείνη του J.Conklin, Robbery and the Criminal Justice System. H έρευνα αυτή αποτελείται από τρία στάδια: Α) Προσεκτική εξέταση των αστυνομικών δεδομένων σχετικά με το αδίκημα της ληστείας στη Βοστώνη, το οποίο είχε αυξηθεί σημαντικά τη δεκαετία του 1960. Ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών των περιπτώσεων. Β) Παρακολούθηση περιπτώσεων ληστείας μέσα από τα στάδια απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Εξέταση των ιδιαιτεροτήτων τους σε σχέση με επιβληθείσες ποινές. Γ) Συνεντεύξεις με δράστες και θύματα ληστειών. Δίχως να διαμορφωθεί μια εξηγητική υπόθεση με τη μέθοδο της αναλυτικής επαγωγής, το στάδιο αυτό χρησίμευσε για την περιγραφή των περιστάσεων και των μεθόδων τέλεσης του εγκλήματος.
Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής των συνδυασμένων μεθόδων είναι ότι μειώνει τα μειονεκτήματα κάθε μεμονωμένης μεθόδου και προσδίδει ευρύτητα και σφαιρικότητα στα ερευνητικά αποτελέσματα.
3. Επίπεδα ανάλυσης
Τα επίπεδα ανάλυσης του ερευνητικού αντικειμένου βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση με τον τύπο της έρευνας και τη μεθοδολογική της προσέγγιση και είναι τα εξής:
α) Μικρο-επίπεδο: πρόκειται για το μεγαλύτερο σημείο ανάλυσης, εφόσον εστιάζει στο ατομικό φαινόμενο. Εδώ εντάσσονται, κύρια, οι έρευνες της κλινικής εγκληματολογίας.