ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ
Κατ ΄άρθρο ερμηνεία και νομολογία των ποινικών διατάξεων του Ν 3500/2006
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 256
- ISBN: 978-618-08-0548-2
Το έργο “Ενδοοικογενειακή βία. Κατ΄άρθρο ερμηνεία και νομολογία των ποινικών διατάξεων του Ν 3500/2006” προσφέρει την πρώτη ολοκληρωμένη, πλήρη και επικαιροποιημένη κατ’ άρθρο ερμηνεία του N. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία με όλες τις μέχρι σήμερα τροποποιήσεις, περιλαμβανομένης και αυτής του πρόσφατου Ν 5172/2025, ΦΕΚ Α΄10/29.1.2025. Επικεντρώνεται στις ποινικές διατάξεις και επιχειρεί να απαντήσει στα ερωτήματα:
- ποιοι αποτελούν την «οικογένεια»; Εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου οι πρώην σύζυγοι; Οι πρώην μόνιμοι σύντροφοι;
- πώς γίνεται η ηλεκτρονική καταγγελία των αξιόποινων πράξεων του Ν 3500/2006;
- σε ποιο σημείο φτάνει ο σωφρονισμός των ανηλίκων;
- τι συνιστά σωματική και ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων;
- τι συνιστά ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, παράνομη βία και απειλή;
- πώς προστατεύονται τα θύματα; Σε ποιους φορείς-υπηρεσίες μπορούν να ζητήσουν προστασία;
- πώς γίνεται η ποινική διαμεσολάβηση;
- πώς εκτιμά τις αποδείξεις ο ποινικός Δικαστής στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας;
- ποιοι είναι οι περιοριστικοί όροι που μπορούν να επιβληθούν στον δράστη;
Ο εφαρμοστής του δικαίου μπορεί να ανατρέξει εύκολα στην ερμηνεία των διατάξεων που τον ενδιαφέρουν, η οποία στηρίζεται από σύγχρονη νομολογία, ενώ προτείνονται λύσεις σε θέματα που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπισθεί στη δικαστηριακή πρακτική. Περιλαμβάνει παράρτημα υποδειγμάτων. Αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόρους.
Ν 3500/2006
ΦΕΚ Α΄ 232/24.10.2006
Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής
βίας και άλλες διατάξεις
[άρθρα 1-4, 6, 7, 9-13, 16-21, 23, 23Α]
Άρθρο 1. Ορισμοί 3
Α.2. Τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης 9
Α.3. Οι γονείς και συγγενείς α’ και β’ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας 11
Α.4. Η άσκηση επιτροπείας, η δικαστική συμπαράσταση και η αναδοχή 13
Α.5. Οι συνοικούντες συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι 4ου βαθμού 17
Α.7. Οι πρώην σύζυγοι, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί
και οι πρώην μόνιμοι σύντροφοι 22
Β. Υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας 24
Γ. Η έννοια της «ενδοοικογενειακής βίας» 27
Δ. Η έννοια του «θύματος ενδοοικογενειακής βίας» 31
Άρθρο 2. Απαγόρευση χρήσης βίας 39
Α. Η έννοια της απαγόρευσης χρήσης βίας 39
Β. Η από μέρους του ποινικού Δικαστή εκτίμηση των αποδείξεων
σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας 42
Γ. Δυνατότητα ηλεκτρονικής καταγγελίας των αξιόποινων πράξεων του ν. 3500/2006 46
Άρθρο 3. Η ενδοοικογενειακή βία ως τεκμήριο κλονισμού του γάμου 48
Άρθρο 4. Σωματική και ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων 52
Α. Η από μέρους των γονέων χρήση μέτρων σωφρονισμού προς τα ανήλικα τέκνα τους 52
Β. Ο καθορισμός της νομιμότητας του μέτρου σωφρονισμού 54
Άρθρο 6. Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη 56
Α. Η ενδοοικογενειακή απλή σωματική βλάβη (άρθρο 6§1) 58
Α.1. Η πρώτη περίπτωση ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης
(άρθρο 6§1 ημιεδ. α’) 60
A.2. Η δεύτερη περίπτωση ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης
(άρθρο 6§1 ημιεδ. β’) 67
Β. Οι διακεκριμένες παραλλαγές του άρθρου 6§2 70
Β.1. Η ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρο 6§2 εδ. α’). 70
Β.2. Η ενδοοικογενειακή εκ του αποτελέσματος διακεκριμένη βαριά σωματική βλάβη
(άρθρο 6§2 εδ. β’) 74
Γ. Η διάταξη του άρθρου 6§3 76
Δ. Η διάταξη του άρθρου 6§4 81
Ε. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 86
Άρθρο 7. Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή 98
Α. Ενδοοικογενειακή παράνομη βία (άρθρο 7§1) 98
Α.2. Σχέση μεταξύ της πράξης του άρθρου 7§1 του ν. 3500/2006
και του άρθρου 330§2 του ΠΚ 102
Β. Ενδοοικογενειακή απειλή (άρθρο 7§2) 105
Β.2. Σχέση μεταξύ της πράξης του άρθρου 7§2 του ν. 3500/2006 και
του άρθρου 333§2 του ΠΚ 114
Άρθρο 9. Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας 117
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 117
Β. Η περίπτωση του άρθρου 9§1 121
Γ. Η περίπτωση του άρθρου 9§2 123
Ε. Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας με κυβερνοπαρενόχληση 126
Άρθρο 10. Παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης 128
Α. Καθεστώς πριν το ν. 5172/2025 128
Άρθρο 10A. Ειδικές διατάξεις 133
Α. Αύξηση των ορίων ποινής 135
Α.1. Μη μετατροπή ή αναστολή της ποινής άνω των 2 ετών 135
Α.3. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 136
Β. Περιοριστικοί όροι κατά την κύρια ανάκριση 137
Γ. Αλλαγή τόπου εργασίας του υπαλλήλου-θύματος 139
Δ. Κατ’ εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρισης 141
Ε. Αυτόφωρο, παραπομπή και έλεγχος από Εισαγγελέα 143
Άρθρο 11. Προϋποθέσεις 144
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 145
Β. Εξάρτηση άσκησης ποινικής δίωξης από τη διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης 148
Γ. Προϋποθέσεις ενεργοποίησης της διαδικασίας Ποινικής Διαμεσολάβησης 150
Γ.2. Ιδιότητες προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη ενδοοικογενειακής βίας 151
Γ.3. Δήλωση του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η σχετική πράξη 153
Άρθρο 12. Διαδικασία 157
Α. Δικονομικό στάδιο που πραγματοποιείται η Ποινική Διαμεσολάβηση 158
Β.1. Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης 160
Β.2. Εισαγωγή υπόθεσης με τη διαδικασία αυτοφώρου 161
Β.3. Επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος 162
Γ. Σύμπτωση βούλησης δράστη-θύματος 162
Γ.3. Συνέπειες σύμπτωσης βούλησης φερόμενου δράστη και θύματος-
έκδοση διάταξης Εισαγγελέα 164
Δ.1. Ακυρώσιμη δήλωση βούλησης θύματος 164
Άρθρο 13. Ποινικές συνέπειες 167
Α. Καταχώρηση της Εισαγγελικής Διάταξης σε ειδική μερίδα
στο Δελτίο Ποινικού Μητρώου 167
Γ. Συμμόρφωση ή μη του δράστη 169
Γ.1. Συμμόρφωση του δράστη 169
Γ.2. Μη συμμόρφωση του δράστη-Ανάσυρση δικογραφίας από το Αρχείο
με Εισαγγελική Διάταξη 171
Άρθρο 16. Παραγραφή 175
Άρθρο 17. Ποινική δίωξη 177
Α. Η αυτεπάγγελτη δίωξη των αξιόποινων πράξεων της ενδοοικογενειακής βίας 177
Β. Η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε βάρος του υπαίτιου
ενδοοικογενειακής βίας 179
Άρθρο 18. Περιοριστικοί όροι 180
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 181
Β. Προϋποθέσεις επιβολής των περιοριστικών όρων του άρθρου 18 του ν. 3500/2006 183
Β.1. Να έχει διαπραχθεί αξιόποινη πράξη του ν. 3500/2006 183
Β.2. Η επιβολή των περιοριστικών όρων να κρίνεται απαραίτητη 183
Β.3. Σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας 184
Β.4. Οι διαθέσιμοι περιοριστικοί όροι του άρθρου 18 του ν. 3500/2006 185
Γ. Η Δικαστική Αρχή που επιβάλλει τους συγκεκριμένους περιοριστικούς όρους 185
Δ. Ανάκληση, τροποποίηση κλπ. των όρων του άρθρου 18 του ν. 3500/2006 186
Ε. Η αξιόποινη πράξη του άρθρου 18§4 εδ. δ’ του ν. 3500/2006 187
Ε.1. Αντικειμενική υπόσταση 187
Ε.2. Υποκειμενική υπόσταση 187
Ε.3. Λοιπές επιπτώσεις στο δράστη 188
Άρθρο 19. Εξέταση μαρτύρων 189
Α. Η χωρίς όρκο εξέταση των μελών της οικογένειας σε υποθέσεις
ενδοοικογενειακής βίας 189
Β. Η μαρτυρική κατάθεση του ανήλικου 190
Γ. Δυνατότητα του νόμιμα κλητευθέντος θύματος να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο 191
Άρθρο 20. Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας 193
Β. Η αξιόποινη πράξη του άρθρου 20§2 του ν. 3500/2006 194
Β.1. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 20§2 του ν. 3500/2006 194
Β.2. Υποκειμενική υπόσταση 195
Β.3. Παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας του δράστη
ή του θύματος ενδοοικογενειακής βίας 195
Άρθρο 21. Κοινωνική συμπαράσταση 197
Άρθρο 23. Υποχρεώσεις των επαγγελματιών 199
1. Κλητήριο θέσπισμα για ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη 209
2. Κλητήριο θέσπισμα για ενδοοικογενειακή παράνομη βία 211
3. Κλητήριο θέσπισμα για ενδοοικογενειακή απειλή 212
4. Κλητήριο θέσπισμα για ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας 213
5. Πρακτικό ποινικής διαμεσολάβησης ενώπιον Εισαγγελέα 214
6. Διάταξη θέσης δικογραφίας στο Αρχείο
του ν. 3500/2006 κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης 215
7. Διάταξη συνέχισης ποινικής διαδικασίας κατόπιν αποτυχίας
της ποινικής διαμεσολάβησης 220
Σελ. 1
Ν 3500/2006
ΦΕΚ Α΄ 232/24.10.2006
Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής
βίας και άλλες διατάξεις
[άρθρα 1-4, 6, 7, 9-13, 16-21, 23, 23Α]
Σελ. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1 Ορισμοί
Για τον παρόντα νόμο θεωρείται:
1. Ενδοοικογενειακή βία, η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας ή σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα.
2.α. Οικογένεια, η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωση ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους.
β. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια.
γ. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, στους πρώην συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους πρώην μόνιμους συντρόφους.
3. Θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παρ. 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.
[Όπως το άρθρο 1 τροποποιήθηκε από το άρθρο 117 του Ν 5090/2024, ΦΕΚ Α’ 30/23.02.2024. Έναρξη ισχύος από 1.5.2024: άρθρο 138 παρ. 1 Ν 5090/2024]
Α. Έννοια «οικογένειας»
1. Για τον προσδιορισμό του όρου «ενδοοικογενειακή βία», όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 1§1 του ν. 3500/2006, θα πρέπει, σε πρώτο επίπεδο, να διευκρινιστεί ο όρος της «οικογένειας». Θεωρητικά, έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις για τον ορισμό της ενδοοικογενειακής βίας: Κατά την πρώτη, διευρύνεται υπέρμετρα η έννοια της οικογένειας, περιλαμβάνοντας, ανεξάρτητα από τη συγκατοίκησή τους, συγγενείς β’ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Η προσέγγιση αυτή έχει δεχθεί κριτική με το επι-
Σελ. 4
χείρημα ότι η έννοια της οικογένειας θα έπρεπε να περιορίζεται σε ουσιαστικές έννομες σχέσεις. Κατά τη δεύτερη άποψη, θα έπρεπε να εμπίπτει στις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου κάθε οικογενειακός δεσμός στο πλαίσιο του οποίου αναπτύσσεται εξουσιαστική σχέση (πχ γονείς-παιδιά/επίτροπος-εκπαιδευόμενος κλπ), χωρίς να είναι απαραίτητη η ύπαρξη του στοιχείου της συνοίκησης. Το συγκεκριμένο στοιχείο θα έπρεπε να προσαπαιτείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν αναπτύσσεται τέτοιου είδους εξουσιαστική σχέση. Η έννοια της οικογένειας στο ν. 3500/2006 είναι διαφορετική από την έννοια των «οικείων» κατ’ άρθρο 13 του ΠΚ.
Στο άρθρο 4§2 του ν. 5172/2025 προσδιορίζεται η έννοια της «εξ οικείων βίας» ως «όλες οι πράξεις σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός της οικογένειας ή της οικιακής μονάδας ή του φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, ανεξάρτητα από βιολογικούς ή νομικούς οικογενειακούς δεσμούς, ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα από το αν ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιραστεί την ίδια κατοικία με το θύμα». Η «εξ οικείων βία» περιλαμβάνει όλες τις μορφές βίας, συμπεριλαμβανομένου και του καταναγκαστικού ελέγχου, όπου ο δράστης είναι συνήθως πρόσωπο γνωστό στο θύμα και το οποίο το θύμα θα μπορούσε να εμπιστευθεί, ανεξαρτήτως βιολογικών, νομικών ή οικογενειακών δεσμών. Η συγκεκριμένη μορφή βίας μπορεί να λάβει χώρα εντός της οικίας ή της οικιακής μονάδας (πχ κοινόβιο) ή του φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας (πχ δομές φιλοξενίας, ιδρύματα ανηλίκων, ξενώνες κακοποιημένων γυναικών). Επομένως, η έννοια της «οικογένειας» στο ν. 3500/2006 είναι ευρύτερη από την έννοια των «οικείων» του άρθρου 13 περ. β’ του ΠΚ και η έννοια των «οικείων» του άρθρου 4§2 του ν. 5172/2025 είναι ευρύτερη από αυτή της «οικογένειας» του ν. 3500/2006.
2. Σχετική διάταξη είναι και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (νδ 53/1974, το οποίο έχει υπερνοθετική ισχύ συμφώνως με το άρθρο 28§1 του Συντάγματος), κατά το οποίο: «Παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του». Το ΕΔΔΑ προσδιορίζει τις έννοιες της «οικογένειας» και της «οικογενειακής ζωής» ερευνώντας τους de facto οικογενειακούς δεσμούς, όπως το εάν τα άτομα συμβιώνουν, αν τους δένει βαθιά και σταθερή αγάπη και αφοσίωση, στην περίπτωση που ελλείπει νόμιμη αναγνώριση των δεσμών αυτών ή σε άλλη περίπτωση το μεγάλο χρόνο συμβίωσης και σχέσης ή σε περιπτώσεις ζευγαριών που δεν έχουν παντρευτεί νόμιμα, αν έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί, γεγονός που αποδεικνύει
Σελ. 5
την αμοιβαία αφοσίωσή τους και την πρόσθεσή τους να δημιουργήσουν εν τοις πράγμασι οικογένεια. Επομένως, βάσει του ΕΔΔΑ, η ύπαρξη ή μη της οικογένειας εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη, μεταξύ ατόμων που συμβιώνουν, πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών με αισθήματα αγάπης, σταθερής και έμπρακτης έκφρασης αφοσίωσης, στοργής, ενδιαφέροντος, φροντίδας, δηλαδή όλων εκείνων των εκδηλώσεων, συναισθημάτων και πράξεων, που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της οικογένειας, αλλά και το σκοπό αυτής. Επομένως, η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου δύο άτομα συμβιώνουν, χωρίς να έχουν τελέσει νόμιμο γάμο ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αν η συμβίωσή τους αυτή είναι το αποτέλεσμα αγάπης, αφοσίωσης και σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση. Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, γάμοι, ή περιπτώσεις συμβίωσης, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη κάποιου κράτους-μέλους, συνιστούν οικογένεια εάν και εφόσον πληρούν τα προαναφερόμενα κριτήρια της ύπαρξης πραγματικών οικογενειακών δεσμών, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν ανωτέρω.
3. Η έννοια της οικογένειας αποτυπώνεται στο ν. 3500/2006, μάλλον υπό την κοινωνιολογική, παρά τη νομική έννοια του όρου. Ο ex lege ορισμός του άρθρου 1§2 του ν. 3500/2006 περιλαμβάνει: (α) τους συζύγους, (β) τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, (γ) τους γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, (δ) τα εξ υιοθεσίας τέκνα των γονέων, (ε) τους συνοικούντες συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού, (στ) τα πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει οριστεί μέλος της οικογένειας και (ζ) κάθε ανήλικο που συνοικεί με την οικογένεια. Ως εκ τούτου, πυρήνας της έννοιας της «οικογένειας» κατά τους όρους του άρθρου 1 του ν. 3500/2006 γίνονται οι σύζυγοι ή οι γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Τα πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1§2 του ν. 3500/2006, αν βιαιοπραγήσουν, αντιμετωπίζονται με τις κοινές διατάξεις του ΠΚ. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις
Σελ. 6
του άρθρου 1§2 του ν. 3500/2006 αναφέρονται τα πρόσωπα που αποτελούν οικογένεια (και ειδικότερα στο άρθρο 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006 στην «οικογένεια με τη στενή έννοια του όρου» και στο άρθρο 1§2 περ. β’ του ν. 3500/2006 στην «οικογένεια εν ευρεία έννοια»), ενώ στην τρίτη περίπτωση δεν πρόκειται για οικογένεια, αλλά για εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3500/2006 και στα αναφερόμενα στη συγκεκριμένη διάταξη πρόσωπα.
4. Ο σκοπός του ν. 3500/2006 έγκειται στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας, με θύματα του φαινομένου αυτού να είναι πρωτίστως οι γυναίκες, οι ανήλικοι, οι υπερήλικοι και οι ανάπηροι. Στο πλαίσιο του σκοπού του συγκεκριμένου νόμου δεν εντάσσεται η εκ μέρους της πολιτείας άσκηση ορισμένης διαπλαστικής ή παρεμβατικής λειτουργίας στην οικογένεια, αλλά αντίθετα, αναγνωρίζεται ότι παρόμοιες αξίες και αρχές δεν θα πρέπει να θίγονται, χωρίς βέβαια οι συγκεκριμένες αξίες να αποτελούν το λόγο ατιμωρησίας του δράστη. Εξάλλου, με το συγκεκριμένο νόμο, ο νομοθέτης εστίασε στον κύκλο των οικογενειακών σχέσεων και απομόνωσε εκείνες που αφορούσαν περιστατικά άσκησης σωματικής, λεκτικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος ενός ευρύτερου κύκλου που εννόησε ως «οικογένεια»· άλλοι στόχοι, όπως η διάπλαση ή η παρέμβαση στο πλαίσιο της οικογένειας δεν ενδιαφέρουν.
Α.1. Οι σύζυγοι
5. Εν προκειμένω, απαιτείται να έχει λάβει χώρα γάμος (πολιτικός ή θρησκευτικός), κατά τις οικείες διατάξεις των άρθρων 1350επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1350 εδ. α’ του ΑΚ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 5089/2024, ΦΕΚ Α’ 27/16-2-2024), ο γάμος συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού ή ίδιου φύλου. Με το άρθρο 3 του ν. 5089/2024 θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη ο γάμος μεταξύ δύο προσώπων ανεξάρτητα από το φύλο τους, προκειμένου να επιτευχθεί η ισότητα στο γάμο και η νομική προστασία όλων των οικογενειών. Οίκοθεν
Σελ. 7
νοείται ότι η διάταξη που προβλέπει γάμο μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου αφορά στον πολιτικό γάμο και δεν παρεμβαίνει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή άλλων δογμάτων ή θρησκειών γνωστών στην Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1367 του ΑΚ, να καθορίσουν τις προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό με αυτή σύμφωνα με το τυπικό και τους κανόνες του δόγματος ή του θρησκεύματος κατά το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, ούτε περιορίζει την ελευθερία αυτή. Οι συμβαλλόμενοι στο γάμο διατηρούν την ιδιότητα του «συζύγου», ακόμη και εάν πρόκειται για άκυρο ή ακυρώσιμο γάμο λόγω πλάνης ή απειλής, η ακύρωση του οποίου δεν έχει ακόμη απαγγελθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (άρθρα 1376 και 1381 του ΑΚ), προκειμένου να αρθούν τα σχετικά αποτελέσματα ex tunc. Το πρόβλημα που αναφύεται εν προκειμένω έγκειται στο ότι μετά την ακύρωση του γάμου και την αναδρομική ισχύ των αποτελεσμάτων της ακύρωσης, τα πρόσωπα που τέλεσαν άκυρο ή ακυρώσιμο γάμο δεν θεωρούνται σύζυγοι και επομένως δεν μπορούν να υπαχθούν στην πρώτη περίπτωση του πρώτου άρθρου του νόμου, εάν και εφόσον δεν έχουν αποκτήσει τέκνα εξ αίματος ή μέσω υιοθεσίας. Μετά την ακύρωση του γάμου δεν υπάρχει καμία συγγένεια που να συνδέει τους τέως συζύγους, αλλά δεν υπάρχει και συζυγική σχέση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν «οικογένεια» κατά την έννοια του άρθρου 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006. Ωστόσο, δεν ανατρέπονται αναδρομικά και οι σχέσεις εξ αγχιστείας μεταξύ των συζύγων, έτσι ώστε οι συγγενείς εξ αίματος δεύτερου βαθμού του ενός να συνδέονται με σχέση συγγένειας με τον τέως σύζυγο. Σε περίπτωση, όμως, που έχουν αποκτήσει τέκνα, τα οποία, εάν ο γάμος είναι άκυρος, ανυπόστατος ή ακυρώσιμος και ακυρωθεί, λογίζονται ως τέκνα εντός γάμου, ή έχουν υιοθετήσει, τότε λογίζονται κατά το άρθρο 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006 ως γονείς με συγγενείς πρώτου βαθμού. Σε αυτή την περίπτωση υπάγονται στο ν. 3500/2006, ακόμη και αν ο γάμος τους έχει ακυρωθεί, με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται οι σχετικές διατάξεις του ν. 3500/2006 όταν ο ένας γονέας προσβάλλει έννομο αγαθό του άλλου μη συζύγου γονέα ή των συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αγχιστείας. Περίπτωση εξ’ υπαρχής άκυρου γάμου ήταν η τέλεση γάμου μεταξύ ομόφυλου ζεύγους, όπου κρίθηκε ότι η διαφορά φύλου αποτελούσε σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, καθώς επίσης και η αναγνώριση υιοθεσίας που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ομόφυλο ζεύγος, όπου κρίθηκε ότι τούτο προσκρούει στη δημόσια τάξη, διότι η υιοθεσία ανήλικου τέκνου
Σελ. 8
από ομόφυλο ζευγάρι ανδρών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, θεωρούταν αντίθετη σε κυριαρχικές κοινωνικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή είναι δυνατόν να προκαλέσουν βαθιά διαταραχή στην ελληνική έννομη τάξη. Σε περίπτωση ανυπόστατου γάμου, εφόσον τα τέκνα που έχουν γεννηθεί εντός ανυπόστατου γάμου εξομοιώνονται με τα εκτός γάμου τέκνα, ως γονέας λογίζεται μόνο η μητέρα, ο δε πατέρας μπορεί εκουσίως ή με δικαστική απόφαση να αναγνωριστεί πατέρας του τέκνου (βλ. και άρθρο 1475επ. του ΑΚ).
6. Ωστόσο, τίθενται τα ακόλουθα ζητήματα, αναφορικά με την έννοια των συζύγων σε περίπτωση άκυρου, ακυρώσιμου ή ανυπόστατου γάμου: Ο ανυπόστατος γάμος είναι αυτοδικαίως ανύπαρκτος και ως τέτοιος δεν αναδίδει καμία συνέπεια, χωρίς να απαιτείται για αυτό διαπλαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, οι σύζυγοι ανυπόστατου γάμου δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα ή υποχρέωση και τα τέκνα που γεννιούνται εξομοιώνονται με τα τέκνα εκτός γάμου των γονέων τους. Ο άκυρος γάμος επιφέρει τις συνέπειές του έως την ακύρωσή του με δικαστική απόφαση, γεγονός που σημαίνει ότι έχει τις συνέπειες του έγκυρου γάμου μέχρι τη δικαστική του ακύρωση με αμετάκλητη απόφαση. Ο ακυρώσιμος γάμος είναι αυτός που τελείται υπό καθεστώς πλάνης ή απειλής (άρθρα 1373 και 1374 του ΑΚ) και παράγει τα έννομα αποτελέσματά του έως την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Τα αποτελέσματα της ακύρωσης του άκυρου και του ακυρώσιμου γάμου έχουν αναδρομική ισχύ, εξαιρουμένης της ιδιότητας των τέκνων, που εξακολουθούν να διατηρούν την ιδιότητα των τέκνων γεννημένων σε γάμο (με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 1382-5 και 1464 εδ. β’ του ΑΚ). Εάν ο γάμος είναι άκυρος ή ακυρώσιμος, μέχρι τη δικαστική του ακύρωση τα πρόσωπα που τον τέλεσαν θα λογίζονται ως σύζυγοι, ενώ από τη στιγμή που ακυρωθεί, χάνουν αναδρομικά την ιδιότητα των συζύγων. Η ανωτέρω παραδοχή δημιουργεί το άτοπο, μέχρι την αναδρομική ακύρωση του άκυρου ή ακυρώσιμου γάμου, τα μέρη να τελούν τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο ν. 3500/2006, ενώ στη συνέχεια, από την αναδρομική ακύρωση και εφεξής να μην υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Έτσι, αναφύεται η αντίφαση, ενώ ο δράστης να τελεί μία πράξη ενδοοικογενειακής βίας με την ιδιότητα του συζύγου και με κάθε βαρύτητα που συνιστά η τέλεση μίας τέτοιας πράξης βίας στο στε-
Σελ. 9
νό πυρήνα της οικογένειας, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται, ενδεχόμενη δικαστική διάγνωση της ακυρότητας του γάμου να οδηγεί σε διαφορετική -ευμενέστερη- αντιμετώπιση του δράστη. Υπό την έννοια αυτή και προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των αδύναμων ατόμων εντός του πυρήνα της οικογένειας, θα μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να λάβει χώρα επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας από ενδοοικογενειακή βία σε βάρος συζύγου σε ενδοοικογενειακή βία σε βάρος μόνιμου συντρόφου. Εξάλλου, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους συζύγους και στους «μόνιμους συντρόφους» είναι ο νομικός μανδύας.
7. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 1472 του ΑΚ, το τέκνο χάνει την ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο, αναδρομικά από τη γέννησή του, μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή αυτής της ιδιότητάς του. Για να επέλθουν τα αποτελέσματα αναδρομικά, η απόφαση θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη. Επισημαίνεται ότι η απόφαση που δέχεται την αγωγή απώλειας ιδιότητας του τέκνου είναι διαπλαστική, ενώ η απόφαση με την οποία η σχετική αγωγή απορρίπτεται, είναι αναγνωριστική, εφόσον με αυτή αναγνωρίζεται μία υπάρχουσα κατάσταση. Κατά την έννοια του ν. 3500/2006, σημαίνει ότι η προσβολή της πατρότητας βάλλει κατά της σχέσης γονέα-τέκνου, ανατρέποντας αναδρομικά τη συγγενική σχέση πρώτου βαθμού του άρθρου 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006. Οικογενειακές σχέσεις δημιουργούνται στην περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης μεταξύ του ζευγαριού ή της γυναίκας μόνο που κίνησε τη διαδικασία απόκτησης τέκνου και του τέκνου που γεννιέται. Επ’ ουδενί δεν θεωρούνται γονείς τα τρίτα παρένθετα ή παρεμβαλλόμενα στην αναπαραγωγική διαδικασία άτομα.
Α.2. Τα πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης
8. Όπως έχει γίνει δεκτό νομολογιακά, «με το ν. 3719/2009 (“Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις”, ΦΕΚ Α’ 241/26-11-2008), εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης, ως εναλλακτική, σε σχέση με το γάμο, μορφή μόνιμης συμβίωσης ετεροφύλων προσώπων, θέτοντας ένα νομικό πλαίσιο και ρυθμίζοντας συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις
Σελ. 10
των συμβιούντων προσώπων. Σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, ελήφθη υπόψη, αφενός, ότι “η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο εμφανίζεται στις σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ότι συνέβαινε στο παρελθόν. […] Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος αποδοκίμαζαν την εξώγαμη συμβίωση. Αντίθετα, στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή, μορφή κοινής ζωής” και αφετέρου το ΕΔΔΑ, εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει την οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση, ενώ βαθμιαία μεταστροφή και εξέλιξη των κοινωνικών ηθών και των αντίστοιχων αντιλήψεων, οδήγησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι ρυθμίσεις του ως άνω νόμου έχουν ως αφετηρία την παραδοχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός της χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Ταυτόχρονα όμως, ο νόμος αυτός κατοχυρώνει την προστασία των τέκνων που γεννώνται από το ζεύγος των συντρόφων (πατρότητα, επώνυμο, γονική μέριμνα) και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου. Από την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης, προκύπτει με σαφήνεια ότι αποτελεί ένα καθεστώς διαφορετικό από το γάμο, δηλαδή πρόκειται για μία εναλλακτική, όπως προαναφέρθηκε, μορφή μόνιμης συμβίωσης, από την οποία δεν θίγεται, ούτε κλονίζεται στο ελάχιστο η αξία του γάμου ως θεσμού, ο οποίος εξακολουθεί να ενδιαφέρει το ίδιο σοβαρά την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο. Επακολούθησε ο ν. 4356/2015 (“Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις”, ΦΕΚ Α’ 181/24-12-2015), ο οποίος θεσπίστηκε μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ, με τον οποίο ο νομοθέτης επεδίωξε, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης προς δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός, την επέκταση της ισχύος του συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια, αφετέρου την ενίσχυση των συνεπειών του, με την αναγνώριση οικογενειακών δεσμών μεταξύ των μερών, διατηρουμένων όμως, των τριών βασικών χαρακτηριστικών, που επεσήμανε η αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008 ως προς το αρχικό σύμφωνο συμβίωσης: (α) του αμιγώς συμβατικού τύπου κατάρτισης του συμφώνου, (β) της δυνατότητας των μερών να ρυθμίσουν με μεγαλύτερη ελευθερία, σε σχέση με τον γάμο, τις περιουσιακές τους σχέσεις και (γ) του ελευθέρως και μονομερώς διαλυτού του συμφώνου, χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή άλλης αρχής. Με τις σημαντικές ρυθμίσεις του τελευταίου αυτού νόμου, οι οποίες κατατείνουν στην εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αναγνωρίζονται στα μέρη του συμφώνου συμβίωσης όλα τα δικαιώματα των συζύγων, που απορρέουν από διατάξεις εντασσόμενες σε διαφόρους κλάδους του δικαίου (ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, φορολογικό, εργατικό, δημοσιοϋπαλληλικό κ.ά.), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ρύθμιση ζητημάτων, τα οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα
Σελ. 11
στην οικεία αιτιολογική έκθεση, “αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα όχι μόνο τα ομόφυλα, αλλά και τα ετερόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τις διατάξεις του ν. 3719/2008”, τα οποία “[…] στερούνταν βασικών δικαιωμάτων σχετικών με την οικογενειακή ζωή (ΣτΕ 2003/2018, ΝΟΜΟΣ)”».
9. Οι έννομες συνέπειες του συμφώνου συμβίωσης παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) εάν συμφωνήσουν τα αντισυμβαλλόμενα μέρη στη λύση του συμφώνου συμβίωσης, η συμφωνία των οποίων περιβάλλεται με συμβολαιογραφικό τύπο, (β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εάν και εφόσον έχει προηγηθεί επίδοση με δικαστικό επιμελητή πρόσκλησης προς τον έτερο συμβαλλόμενο και έχουν παρέλθει 3 μήνες από τη σχετική επίδοση ή (γ) αυτοδικαίως, εάν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών (άρθρο 7§1 του ν. 4356/2015). Τυχόν ελαττώματα της δήλωσης βούλησης (πχ εάν αυτή είναι συνέπεια πλάνης, απάτης, απειλής κλπ), καθιστούν το σύμφωνο συμβίωσης ακυρώσιμο (άρθρο 3§2 του ν. 4356/2015). Αντίστοιχα, εικονικότητα, τυχόν ύπαρξη γάμου ενός από τους συμβαλλόμενους, σύναψη συμφώνου συμβίωσης μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι τον τέταρτο βαθμό και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή ανάμεσα στον υιοθετούντα και τον υιοθετούμενο, καθιστούν το σύμφωνο συμβίωσης άκυρο (άρθρο 2 §§ 2 και 3 του ν. 4356/2015). Για την κήρυξη της ακυρότητας ή της ακυρωσίας του συμφώνου συμβίωσης, απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία παράγει αναδρομικά τα αποτελέσματά της (άρθρο 3 §§ 1 εδ. α’ και 3 του ν. 4356/2015).
Α.3. Οι γονείς και συγγενείς α’ και β’ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας
10. Η διάταξη του άρθρου 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006 παραπέμπει σιωπηρά στα άρθρα 1461 και 1462 του ΑΚ. Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ ενηλίκων δεν εμπεριέχουν αυτονόητες και αυταπόδεικτες οικογενειακές σχέσεις, ώστε οι αξιόποινες πράξεις να υπάγονται, σε κάθε περίπτωση, στις διατάξεις του ν. 3500/2006. Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 1§2 του ν. 3500/2006 δημιουργείται σύγχυση, υπό την έννοια του εάν η «οικογένεια» περιλαμβάνει ούτως ή άλλως όλους του συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας πρώτου και δεύτερου βαθμού, ή εάν για να υπαχθούν τα πρόσωπα αυτά στην έννοια της οικογένειας πρέπει να συνδέονται με κάποιον τρόπο με τους συζύγους. Νομολογιακά προκρίνεται η δεύτερη άπο-
Σελ. 12
ψη, με τις ακόλουθες σκέψεις: Για τον καθορισμό των συγγενών που υπάγονται στη συγκεκριμένη κατηγορία, λαμβάνονται ως κέντρο οι γονείς και οι σύζυγοι. Έχοντας ως βάση τους γονείς, ως πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας λογίζονται σε κατιούσα γραμμή τα κοινά τέκνα και τα εγγόνια των γονέων και τα τέκνα και εγγόνια του ενός συζύγου ως προς τον άλλο σύζυγο και σε ανιούσα γραμμή οι «γονείς» και οι «παππούδες» στο γενεαλογικό δέντρο έκαστου των γονέων και συζύγων. Αποκλείονται από την κατηγορία αυτή συγγενείς δευτέρου βαθμού, όπως είναι τα αδέρφια, καθώς στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον αριθμό των γεννήσεων που μεσολαβούν, ως κεντρικός πυρήνας λογίζεται ο αδερφός, δηλαδή το τέκνο των γονέων, από όπου υπολογίζονται οι δύο γεννήσεις. Επομένως, η πρώτη κατηγορία περιορίζεται μεταξύ των γονέων και των απώτερων ανιόντων και κατιόντων αυτών μέχρι δευτέρου βαθμού.
11. Ενόψει τούτων, έχει γίνει δεκτό ότι η από μέρους του δράστη διατύπωση απειλητικών φράσεων σε βάρος της πεθεράς του (συνοικούσας μαζί με τη σύζυγό του, η οποία δεν διέμενε με τον κατηγορούμενο), εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 3500/2006. Αντίστοιχα, εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 3500/2006 ο έφηβος που επισκέπτεται τη γιαγιά του και απειλεί ότι θα τη σκοτώσει, χωρίς να πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη απειλή του. Επίσης, ενδοοικογενειακή βία τελείται από το σύζυγο σε βάρος του αδελφού της συζύγου του, ασχέτως της ύπαρξης του στοιχείου της συνοίκησης.
12. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα αφορά την εφαρμογή του ν. 3500/2006 σε περίπτωση που δράστης και θύμα έχουν τις ιδιότητες του τέκνου και του γονέα, αντίστοιχα. Έχει νομολογηθεί ότι, τόσο από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2§1 περ. α’ του ν. 3500/2006, που δίνει ένα πρώτο ορισμό της έννοιας της οικογένειας, σε σχέση με τα στοιχεία β’ και γ’ που διευρύνουν την έννοιά της, όσο και την τελολογική, διαμέσου των μελετών και στοχασμών επί του νομοθετικού πλαισίου προστασίας, που εγκαθίδρυσε η πολιτεία για να προστατεύσει τα μέλη της οικογένειας, προκύπτει ότι στο δίπολο των προσώπων πατέρας (παθών)-υιός (δράστης), η έννοια της οικογένειας και η συνακόλουθη υπαγωγή της στο νόμο υπερβαίνει το κριτήριο της συνοίκησης. Έτσι, η επίθεση από τον κατηγορούμενο σε βάρος της μητέρας του, με την οποία δεν
Σελ. 13
συνοικούν και η πρόκληση στην παθούσα κάκωσης κεφαλής και κακώσεων κοιλιάς και θώρακα, αποτελεί ενδοοικογενειακή απλή σωματική βλάβη.
Α.4. Η άσκηση επιτροπείας, η δικαστική συμπαράσταση και η αναδοχή
13. Η επιτροπεία προβλέπεται στις διατάξεις του δεκάτου τετάρτου κεφαλαίου του ΑΚ (άρθρα 1589 επ. του ΑΚ). Υπό επιτροπεία τελεί μόνο ανήλικος: (α) Όταν δεν υπάρχει γονική μέριμνα γιατί οι γονείς είναι άγνωστοι ή όταν έχει παύσει η άσκησή της ως προς αυτούς λόγω θανάτου, αφάνειας ή έκπτωσης ή όταν έχει λυθεί ή ακυρωθεί η υιοθεσία και δεν υπάρχουν εξ αίματος γονείς. (β) Όταν είναι αδύνατη η άσκηση της γονικής μέριμνας από τους δύο γονείς για λόγους πραγματικούς ή νομικούς. (γ) Όταν έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα και από τους δύο γονείς κατά τα άρθρα 1532 και 1535. (δ) Όταν το δικαστήριο, σε διαζύγιο, ακύρωση γάμου και διάστασης αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε τρίτο, σύμφωνα με τα άρθρα 1513-4 του ΑΚ. (ε) Όταν η πραγματική φροντίδα του ανηλίκου έχει ανατεθεί σε τρίτους (ανάδοχους γονείς). Η επιτροπεία αναφέρεται στους ανηλίκους και αναπληρώνει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας, όταν αυτή παύει, αφαιρείται ή αδρανεί για οποιονδήποτε λόγο στη διάρκεια της ανηλικότητας, προς το σκοπό προστασίας των συμφερόντων του ανηλίκου, ορίζεται πάντοτε από το δικαστήριο, εντάσσεται στις λεγόμενες «οιονεί» οικογένειες και επιδιώκει την υποκατάσταση της οικογένειας ως νομική αναγκαιότητα της δικαιοπρακτικής ανικανότητας των ανηλίκων. Χρήζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 1601 του ΑΚ, σε επείγουσες περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί να διορίσει προσωρινό επίτροπο με προσωρινή διαταγή, κατόπιν αίτησης των συγγενών, ή αυτεπάγγελτα. Η διάρκεια της θητείας του προσωρινού επιτρόπου εξαρτάται από το λόγο διορισμού του και λήγει με την παύση του λόγου διορισμού, με το διορισμό οριστικού δικαστικού επιτρόπου, ή με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων που του ανατέθη-
Σελ. 14
καν. Στην έννοια της οικογένειας υπάγεται, τόσο ο οριστικός, όσο και ο ειδικός και ο προσωρινός επίτροπος.
14. Επίτροπος κατ’ άρθρο 1592 περ. 1 του ΑΚ μπορεί να οριστεί και ο ενήλικος σύζυγος του ανηλίκου. Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει δύο ιδιότητες που τον εντάσσουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3500/2006. Αφενός, αυτή του συζύγου, που δεν απαιτεί τη συνοίκηση, αφετέρου, αυτή του επιτρόπου που απαιτεί τη συνοίκηση. Κατά την ορθότερη άποψη, η υπαγωγή του συζύγου-επιτρόπου του ανηλίκου στις διατάξεις του ν. 3500/2006 θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά και μόνο με την ιδιότητά του ως συζύγου του ανηλίκου. Ζήτημα τίθεται από τη διατύπωση στο άρθρο 1§2 περ. β’ του ν. 3500/2006 και δη η αναφορά περί του ότι ο επίτροπος «πρέπει να είναι μέλος της οικογένειας». Από τη γραμματική ερμηνεία του εδαφίου δεν προκύπτει ο σαφής προσδιορισμός της λέξης «οικογένεια», εφόσον δεν καθορίζεται εάν με αυτή ο νομοθέτης παραπέμπει στην έννοια της οικογένειας όπως αναφέρεται στο νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας ή στην αντίστοιχη ερμηνεία που ακολουθείται από το Αστικό Δίκαιο για την οικογένεια και την ίδρυση της συγγένειας (άρθρο 1463 του ΑΚ). Ορθότερη η άποψη της Στεφανίδου, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης, αναφερόμενος σε επίτροπο-μέλος της οικογένειας, είχε κατά νου το σύνολο των συγγενών από την μητρική ή πατρική γραμμή που συνδέονται με δεσμό αίματος ή νομική πράξη με ανήλικο. Η συγκεκριμένη άποψη συνηγορεί και προς το συμφέρον του ανηλίκου υπό επιτροπεία, καθώς το Δικαστήριο δύναται να διορίσει επίτροπό του από το σύνολο των συγγενών της μητρικής ή της πατρικής γραμμής, επιλέγοντας τον καταλληλότερο από τους κατάλληλους επιτρόπους, την ίδια στιγμή που ο ανήλικος προστατεύεται κατά τις οικείες διατάξεις του ν. 3500/2006 έναντι όλων των συγγενών που μπορεί να διοριστούν ως επίτροποι αυτού.
15. Ειδικά για τους ασυνόδευτους ανήλικους, ως τέτοιος, κατά την έννοια του πδ 220/2007 («Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (EEL 31/6-2-2003)», ΦΕΚ Α’ 251/13-11-2007), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του 2 του ν. 4540/2018
Σελ. 15
(«Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση L 180/96/29-6-2013) και άλλες διατάξεις Τροποποίηση του ν. 4251/2014 (Α’ 80) για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2014/66/ΕΕ της 15ης Μαΐου 2014 και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης Τροποποίηση διαδικασιών ασύλου και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ Α’ 91/22-5-2018), νοείται ο ανήλικος ο οποίος φτάνει στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύεται από πρόσωπο που ασκεί, κατά το ελληνικό δίκαιο, τη γονική του μέριμνα ή την επιμέλειά του ή από ενήλικο συγγενή που ασκεί στην πράξη τη φροντίδα του και για όσο χρόνο η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν έχει ανατεθεί σε κάποιο άλλο πρόσωπο σύμφωνα με το νόμο. Επίτροπος μπορεί να οριστεί και νομικό πρόσωπο, όπως ορφανοτροφείο.
16. Η άποψη που υποστηρίζεται ότι εάν η επιτροπεία ανατεθεί σε ίδρυμα, τυχόν τελεσθείσα αξιόποινη πράξη σε βάρος του ανηλίκου δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3500/2006, εφόσον δεν θα επρόκειτο για φυσικό πρόσωπο, δεν φαίνεται πειστική. Και τούτο διότι, ο μεν δράστης έχει ποινική ευθύνη, καθώς αυτός εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3500/2006, σύμφωνα με το άρθρο 1§1 του νόμου αυτού, το δε νομικό πρόσωπο έχει αστική ευθύνη για αποζημίωση στη βάση των διατάξεων των άρθρων 57, 59 και 932 του ΑΚ, εφόσον ο αυτουργός-δράστης είναι προστηθείς αυτού κατ’ άρθρο 922 του ΑΚ. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι ο ν. 3500/2006 περιλαμβάνει και περιπτώσεις οιονεί οικογενειακών σχέσεων. Νομολογιακά έχει γίνει δεκτή η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3500/2006 στην περίπτωση προσώπου στο οποίο έχει ανατεθεί η επιτροπεία, δυνάμει δικαστικής απόφασης, των πέντε ανηψιών του (ηλικίας 20, 19, 15, 9 και 21 ετών), όλων ατόμων με αναπηρία.
17. Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης προβλέπεται στο δέκατο έκτο κεφάλαιο του ΑΚ (άρθρα 1666 επ. του ΑΚ). Η δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση εκείνη στην οποία περιέρχεται με απόφαση του δικαστηρίου ένα πρόσωπο εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή σωματικής αναπηρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό καθίσταται ολικά ή μερικά ανίκανο για δικαιοπραξία και έχει την ανάγκη συναίνεσης του δικαστικού συμπαραστάτη για την έγκυρη ενέργεια όλων ή
Σελ. 16
ορισμένων δικαιοπραξιών. Επισημαίνεται ότι η διαταραχή θα πρέπει να έχει ως συνέπεια την ολική ή μερική αδυναμία του προσώπου να φροντίζει μόνο του τις προσωπικές ή τις περιουσιακές του υποθέσεις. Έτσι, οι ανάπηροι που είναι εκπαιδευμένοι για να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους δεν υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση. Ο συμπαραστατούμενος είναι καταρχήν ενήλικος και κατ’ εξαίρεση ανήλικος, με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα για τους ανήλικους μετατίθενται στο χρόνο ενηλικίωσής τους, που για το Αστικό Δίκαιο είναι το 18ο έτος της ηλικίας (άρθρο 127 του ΑΚ). Εφόσον ως δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να διοριστεί και ο σύζυγος, οι γονείς, οι συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή το θετό τέκνο του συμπαραστατούμενου, τότε ο συμπαραστατούμενος και ο δικαστικός συμπαραστάτης θεωρούνται οικογένεια κατά την έννοια του άρθρου 1§2 περ. α’ του ν. 3500/2006, επομένως στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνοίκηση για την ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων. Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου του συμπαραστατούμενου δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3500/2006.
18. Η αναδοχή ανηλίκου περιγράφεται στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του ΑΚ (άρθρα 1655 επ. του ΑΚ). Ως αναδοχή ανηλίκου νοείται η ανάληψη της πραγματικής φροντίδας του ανηλίκου από τρίτους, χωρίς να μεταβάλλονται οι νομικές σχέσεις του με τη φυσική του οικογένεια ή τον επίτροπό του. Οι τρίτοι που αναλαμβάνουν το έργο αυτό καλούνται «ανάδοχοι γονείς» και η οικογένεια στην οποία εντάσσεται το τέκνο, μαζί με τα φυσικά τέκνα της οικογένειας καλείται «ανάδοχη οικογένεια». Η αναδοχή βρίσκεται σε λειτουργική σχέση με τη γονική μέριμνα ή την επιτροπεία και μπορεί να συσταθεί, είτε με σύμβαση, είτε με δικαστική απόφαση. Η ανάδοχη οικογένεια αναλαμβάνει την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου, αν ανατεθεί σε αυτήν από τους φυσικούς γονείς, το Δικαστήριο ή τον επίτροπο. Ο ανήλικος δεν εντάσσεται ως μέλος της ανάδοχης οικογένειας, εφόσον ο θεσμός της αναδοχής δεν επιφέρει μετα-
Σελ. 17
βολή στις έννομες σχέσεις μεταξύ του ανηλίκου και της φυσικής του οικογένειας ή του επιτρόπου του.
19. Απαραίτητη προϋπόθεση για να νοηθούν ως οικογένεια ο επίτροπος, ο δικαστικός παραστάτης και ο ανάδοχος γονέας με τα «υπό επιμέλεια» πρόσωπα είναι το στοιχείο της συνοίκησης.
Α.5. Οι συνοικούντες συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι 4ου βαθμού
20. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας γ’ και δ’ βαθμού. Ο καθορισμός του τέταρτου βαθμού συγγένειας ως ανώτατου βαθμού οικογενειακής σχέσης που εμπίπτει στη ρύθμιση του νόμου, επιβάλλεται εκ του λόγου ότι μέχρι τον τέταρτο βαθμό επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Έτσι, στην έννοια της οικογένειας κατ’ άρθρο 1§2 περ. β’ του ν. 3500/2006 εντάσσονται τα αδέλφια, τα ανήψια και τα τέκνα των ανηψιών, τα ξαδέλφια πρώτου βαθμού και τα τέκνα και εγγόνια των παππούδων και γιαγιάδων. Για την υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3500/2006 θα πρέπει να προσδιορίζεται η συγγένεια εκ πλαγίου που συνδέει το δράστη με το θύμα, ιδωμένη συνδυαστικά με τις αρχές της κληρονομικής διαδοχής. Τούτων δοθέντων, η απειλή με δράστη και θύμα πρώτα ξαδέλφια, εάν αυτά συνοικούν, θεωρείται ενδοοικογενειακή, ενώ η απειλή δισεγγόνου σε βάρος τέκνου του προπάππου δεν χαρακτηρίζεται ενδοοικογενειακή, εφόσον το τέκνο του προπάππου δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα απέναντι στο δισέγγονο, σύμφωνα με το άρθρο 1817 του ΑΚ. Εάν τα πρόσωπα αυτά δεν συνοικούν, παρά το ότι συνδέονται με συγγενικό δεσμό, τότε δεν υπάγονται στην έννοια της οικογένειας. Όσον αφορά την έννοια της «συνοίκησης», έχουν υποστηριχθεί οι ακόλουθες απόψεις:
Σελ. 18
21. (α) Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η έννοια της «συνοίκησης» συμπίπτει με την έννοια «ανήκει στο σπίτι του δράστη» που αναφερόταν στο άρθρο 312 του ΠροϊσχΠΚ και άρα περιλαμβάνει όλα εκείνα τα πρόσωπα που είναι μέλη της ίδιας οικιακής κοινότητας με το δράστη και ενδιαιτώνται υπό την αυτή στέγη. Έτσι, έχει κριθεί ότι τελεί πράξη υπαγόμενη στο ν. 3500/2006 ο εγγονός σε βάρος της σύνοικου γιαγιάς του. Υπό το πρίσμα αυτό, η «συνοίκηση» ταυτίζεται με την «κατοικία», δηλαδή το σταθερό νομικό δεσμό του προσώπου προς ορισμένη εδαφική περιοχή, η οποία καθίσταται συνδετικό στοιχείο των νομικών σχέσεών του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΑΚ, που ρυθμίζει την, ενδιαφέρουσα εν προκειμένω, εκούσια κατοικία, το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Για την απόκτηση της κατοικίας απαιτείται εκτός του πραγματικού στοιχείου της εγκαταστάσεως και το βουλητικό στοιχείο για την εγκατάσταση αυτή. Τούτων δοθέντων, οι διατάξεις του ν. 3500/2006 δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις αναγκαστικής συνοίκησης μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού (πχ εάν δύο πρώτα ξαδέλφια συνυπηρετούν στην ίδια στρατιωτική μονάδα ή είναι συγκρατούμενοι στο ίδιο κελί φυλακής κλπ.).
22. Η άποψη αυτή γίνεται δεκτή και από τη νομολογία, με την επισήμανση ότι ως «σύνοικοι», κατά την έννοια του συγκεκριμένου νόμου, θεωρούνται τα πρόσωπα εκείνα που διαμένουν στην ίδια οικία, και εάν πρόκειται για πολυκατοικία, στο ίδιο διαμέρισμα. Βιαιοπραγίες προσώπων που δεν θεωρούνται σύνοικοι με το δράστη αντιμετωπίζονται με τις κοινές διατάξεις του ΠΚ.
23. (β) Κατά μιαν άλλη άποψη, η έννοια της συνοίκησης ισοδυναμεί με έναν κοινό τόπο ο οποίος συνιστά μεν ένα σημείο αναφοράς, χωρίς να απαιτείται ολοήμερη και συνεχής συνοίκηση, αρκούντος του στοιχείου της μονιμότητας εγκατάστασης ως ενδιάθετης βούλησης των μερών.
Σελ. 19
Α.6. Οι μόνιμοι σύντροφοι
24. Ο όρος «μόνιμοι σύντροφοι», αν και απαντάται συχνά στη σύγχρονη κοινωνία, δεν προσδιορίζεται ρητά στο νόμο και συνεπώς προκαλεί ανασφάλεια δικαίου, εφόσον, ο όρος αυτός δεν περιέχεται, ούτε στο συγκεκριμένο νόμο, αλλά και ούτε σε άλλη διάταξη του θετικού δικαίου. Για τον τρόπο ερμηνείας του συγκεκριμένου όρου, έχει προταθεί ότι ο όρος «μόνιμος» ισοδυναμεί με την ύπαρξη απλώς και μόνο μιας σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας οι σύντροφοι συνοικούν, χωρίς να έχει σημασία η διάρκεια αυτής. Ειρήσθω ότι η αναφορά στην επίμαχη διάταξη του όρου «μόνιμος σύντροφος» έχει σαν συνέπεια, ήδη από την έναρξη ισχύος του νόμου, να διατυπωθούν δύο διαφορετικές απόψεις: κατά την πρώτη, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο ν. 3500/2006 προστατεύει την οικογένεια, συνακόλουθο είναι πως η μόνιμη συντροφική σχέση θα εξομοιώνεται κατά το μάλλον ή ήττον ως προς την ποιότητα, τη διάρκεια και την έντασή της με τη συζυγική σχέση στη συνηθισμένη της μορφή· εάν αντίθετα το ζήτημα μελετηθεί υπό το πρίσμα των σύγχρονων κοινωνικών δεδομένων, τότε θα μπορούσαν να υπαχθούν στην έννοια του «μόνιμου συντρόφου» και πιο πρόσκαιρες ή πιο χαλαρές σχέσεις, αρκεί να προκύπτει η βούληση των μερών κατά την επίμαχη περίοδο να συμβιώσουν. Συνεπώς, η συντροφική σχέση δεν συνδέεται κατά βάση με το υλικό, αλλά με το βουλητικό στοιχείο, το οποίο υφίσταται ακόμη και αν οι σύντροφοι δεν συνοικούν.
Υπόψη ότι η έννοια του συντρόφου στο ν. 3500/2006 είναι διαφορετική από την έννοια του συντρόφου στο ν. 5172/2025. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 4§3 του ν. 5172/2025, ως «σύντροφος» ορίζεται «το πρόσωπο που τελεί σε σταθερή σχέση προσωπικής δέσμευσης, ανεξαρτήτως συγκατοίκησης ή μη, ο πρώην σύζυγος, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και ο πρώην σύντροφος». Αν και στην έννοια του συντρόφου κατά το ν. 5172/2025 περιλαμβάνονται περιπτώσεις που το βουλητικό στοιχείο δεν ενυπάρχει πλέον (πρώην σύζυγος, μέρη συμφώνου συμβί-
Σελ. 20
ωσης που έχει λυθεί, πρώην σύντροφος), για την οριοθέτηση της έννοιας αυτής, ώστε να παραμείνει εντός του κύκλου των de facto οικογενειακών σχέσεων λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2012/29 που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 4478/2017, της περ. β’ της Οδηγίας που ενσωματώνεται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο και της περ. β’ του άρθρου 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, την οποία η χώρα μας κύρωσε με το ν. 4531/2019, με τα ανωτέρω κείμενα να επισημαίνουν ότι δεν είναι απαραίτητη η συνοίκηση των συντρόφων.
25. Αντίθετα, η νομολογία και μέρος της θεωρίας δέχεται ότι για την ύπαρξη «μόνιμων συντρόφων» απαιτείται να υπάρχουν ενδείξεις μονιμότητας στη σχέση, όπως: (α) να υπάρχει συγκατοίκηση αυτών, χωρίς να αρκεί από μόνη της, (β) να υφίσταται εξακολουθητική εγκατάστασή τους, (γ) να υπάρχει κοινωνική εμφάνιση γάμου. Εξάλλου, η βούληση του νομοθέτη είναι να προστατεύονται και οι περιπτώσεις μόνιμων συντρόφων, οι οποίες προσιδιάζουν σε συζύγους, χωρίς ωστόσο να έχει συναφθεί γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ τους, δηλαδή το άρθρο 1§2 περ. γ’ του ν. 3500/2006 συνιστά μία οιονεί αναγνώριση της μόνιμης ή μακροχρόνιας αλλά σταθερής συμβίωσης εκτός του γάμου. Για να μπορεί να γίνει λόγος για «μόνιμους συντρόφους» θα πρέπει τα δύο πρόσωπα να θεωρούνται ζευγάρι και να ήταν σύζυγοι εάν υπήρχε μεταξύ τους γάμος ή συμβίοι εάν υπήρχε μεταξύ τους σύμφωνο συμβίωσης· «μονιμότητα» της σχέσης υπάρχει ακόμη και αν παρατηρούνται για διάφορους λόγους διακοπές της συμβίωσης (πχ ταξίδι μακράς διάρκειας, περίθαλψη σε νοσοκομείο, φυλάκιση, προσωρινή διάσταση κλπ). Αποκλειστικότητα στις ερωτικές συνευρέσεις του ζευγαριού δεν απαιτείται καθώς γίνεται δεκτό ότι μόνιμος σύντροφος άνδρα μπορεί να είναι και εκδιδόμενη (από τον ίδιο) γυναίκα. Στο πλαίσιο αυτό, έχει
Σελ. 21
γίνει δεκτό ότι η «μονιμότητα» δεν αναφέρεται μόνο στη διάρκεια της σχέσης, αλλά και στην ένταση ή την προοπτική της, με την έννοια πρόσθετων στοιχείων, όπως πχ την ύπαρξη συμβίωσης σε μία κατοικία, τη δήλωση της κατοικίας στις έννομες σχέσεις των συντρόφων με διοικητικές ή φορολογικές αρχές κλπ. Δεν υπάγονται στην έννοια των μόνιμων συντρόφων του άρθρου 1§2 περ. γ’ του ν. 3500/2006 οι σύντροφοι οι οποίοι διαμένουν σε διαφορετικές κατοικίες και που δεν διατηρούν κοινό ταμείο ή κοινό προγραμματισμό αγορών-εσόδων-εξόδων· προσέτι, η ανταλλαγή μηνυμάτων SMS στα οποία ο ένας σύντροφος εκδηλώνει το ενδιαφέρον και τα συναισθήματά του για τον άλλον δεν αρκεί για την κατάφαση ότι πρόκειται για «μόνιμους συντρόφους». Ωστόσο, το γεγονός ότι οι σύντροφοι δεν συνοικούν, δεν αρκεί, άνευ άλλου τινός, για την κατάφαση ότι δεν πρόκειται για μόνιμους συντρόφους, κατά την έννοια του άρθρου 1§2 περ. γ’ του ν. 3500/2006. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ΤριμΠλημΘεσ (Αυτοφ) 7180/2023, όπου κατά την άποψη της πλειοψηφίας ο κατηγορούμενος και το θύμα ήταν μόνιμοι σύντροφοι καθώς οι ίδιοι αυτοαποκαλέστηκαν μόνιμοι σύντροφοι, έδιναν προς τρίτους την εικόνα των μόνιμων συντρόφων (οι αστυνομικοί κλήθηκαν για επεισόδιο μεταξύ «ζεύγους»), χωρίς να αναιρείται η παραδοχή από την κατάθεση ότι «βρίσκονταν […] λίγες ημέρες το μήνα»· αντίθετα, η μειοψηφία έκρινε ότι δεν είναι αρκετή μία συγκατοίκηση ή μία σαρκική μόνο επαφή, ακόμη και αν αυτή έχει περιοδικό χαρακτήρα, διαπιστώνοντας ότι η παθούσα ήταν φίλη του κατηγορούμενου, τον επισκεπτόταν ανά διαστήματα, μένοντας σε αυτόν για ολιγοήμερα διαστήματα, με την ολιγοήμερη διαμονή να μην αρκεί για να θεμελιώσει συντροφική σχέση, εφόσον δεν υπήρχε επιθυμία κοινής ζωής και λειτουργίας ως ζεύγους ή σχετικές εξωτερικές δηλώσεις. Εξάλλου, η παθούσα ανέφερε ότι έχει «ελεύθερη σχέση» με τον κατηγορούμενο, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσιδιάζει σε γάμο, παρά τις περιοδικές ερωτικές επαφές. Επιλέχθηκε στην έννοια της «οικογένειας» κατ’ άρθρο 1 του ν. 3500/2006 να μην περιληφθούν οι συντροφικές σχέσεις με περιστασιακό χαρακτήρα. Η επιλογή αυτή φαίνεται να απηχεί μία αντίληψη για την επαύξηση της τιμωρίας που βασίζεται σε σχέσεις εξουσίας ή εξάρτησης, οι οποίες για να αναπτυχθούν απαιτούν κάποια επιπρόσθετα στοιχεία της περιστασιακής σεξουαλικής σχέσης. Εάν όμως το άδικο τοποθετηθεί στην κατάχρηση μίας στενής σχέσης, διαπιστώνεται ότι το στοιχείο αυτό μπορεί να είναι παρόν και σε πιο περιστασιακές σχέσεις. Συνεπώς, το ασφαλέστερο είναι κάθε περίπτωση συντρόφων να κρίνεται χωρίς φορμαλιστικά κριτήρια και να εξετάζεται εάν υπήρξε κάποια στενή σχέση μεταξύ των συντρόφων την οποία ο ένας καταχράστηκε.