ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 904
- ISBN: 978-960-654-822-2
Αντικείμενο του έργου «Εγκληματολογία» είναι η επιστήμη και η προσέγγιση καίριων ζητημάτων στο σχετικό πεδίο.
Στο Α΄ Μέρος αναλύονται βασικά θέματα, όπως οι Σχολές της Εγκληματολογίας, η συγκριτική εγκληματολογική μέθοδος, τα κατ’ ιδίαν αντικείμενα της Εγκληματολογίας (: εγκληματίας / έγκλημα), οι θεωρίες για την αιτιολογία του εγκλήματος.
Στο Β΄ Μέρος παρουσιάζονται ειδικότερες θεματικές και συγκεκριμένα τα εγκλήματα βίας (κατ’ ιδίαν περιπτώσεις, ενδοοικογενειακή βία, αθλητική βία, σεξουαλική βία, συμμοριακή βία), το οικονομικό έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα, η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος.
Στόχος του βιβλίου είναι η παρουσίαση της ουσίας του κλάδου της Εγκληματολογίας και απευθύνεται στους φοιτητές Νομικών και Αστυνομικών Σχολών αλλά και σε όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν στην ουσία και τη σημασία της επιστήμης αυτής σε διαχρονικό και διατοπικό επίπεδο.
Πρόλογος VII
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Ο ορισµός της Εγκληµατολογίας 1
Β. Η επιστηµολογία της Εγκληµατολογίας
και η Εγκληµατολογία του καθηγητή Γ. Πανούση 13
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Η «εγκληµατολογία» πριν από την Εγκληµατολογία
Α. Η πλατωνική «εγκληµατολογία» 27
1. Νόµοι 27
2. Αδικία - Έγκληµα 32
Β. Η αριστοτελική «εγκληµατολογία» 34
1. Η εσωτερική κατάσταση του εγκληµατία - αδίκου 34
α. Η άδικη πράξη (η αδικία) ή έγκληµα 35
β. Η «ψυχή» του αδίκου (εγκληµατία) 37
2. Κατηγορίες αδικούντων (εγκληµατιών) 41
3. Τα «φυσιογνωµικά» του Αριστοτέλη 43
α. Γενικά 43
β. Τα «Φυσιογνωµικά» του Αριστοτέλη, ειδικότερα 46
Γ. Ο Κικέρων 51
Δ. Ο Hobbes 53
Ε. Ο Bentham 57
ΣΤ. Ο Kant 60
Ζ. Ο Hegel και το έγκληµα 63
Η. Ο Cesare Beccaria και το Έγκληµα 64
Θ. Ο Emile Durkheim 66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Η Επιστήµη της Εγκληµατολογίας - Αντικείµενο
Α. Γενικά 73
Β. Η φύση της Εγκληµατολογίας 73
Γ. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της Εγκληµατολογίας 78
Δ. Σύντοµη ιστορική εξέλιξη 87
Ε. Οι Σχολές της Εγκληµατολογίας 88
ΣΤ. Το πραγµατικό έγκληµα 90
Ζ. Η Αντεγκληµατική Πολιτική 97
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Η Θετικιστική Εγκληµατολογία
Α. Ο Auguste Comte και ο θετικισµός 101
Β. Η Θετικιστική εγκληµατολογική επιστήµη και το έγκληµα 104
1. Η Ιταλική Θετική Σχολή 105
α. Ο Lombroso 105
β. Ο Garofalo 106
γ. Ο Ferri 117
Γ. Ο Auguste Tarde 126
Δ. Η Νέα Κοινωνική Άµυνα 129
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Ο εγκληµατολογικός αντιθετικισµός
Α. Η αντιθετικιστική Εγκληµατολογία 135
Β. Ο Λειτουργισµός στην Εγκληµατολογία 139
Γ. Η Συµβολική διαντίδραση ως ερµηνεία
της εγκληµατικής συµπεριφοράς 140
Δ. Ο T. Parsons, η θεσµοποίηση
και η παρεκκλίνουσα συµπεριφορά 142
Ε. Η εγκληµατολογία της κοινωνικής αντίδρασης.
Χαρακτηρισµός ή ετικέτα 146
ΣΤ. Ο κοινωνικός έλεγχος του εγκλήµατος 151
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Κριτική ή Νέα Εγκληµατολογία - Καταργητισµός
Α. Τοποθέτηση του προβλήµατος 155
Β. Η προοπτική της κατάργησης ως κίνηση, θεωρία και µέθοδος 162
1. Οι καταργητικές κινήσεις 162
2. Η Θεωρία 168
α. Η διαδικασία της αποεγκληµατοποίησης 169
β. Η κατάργηση των φυλακών 170
γ. Η κατάργηση της (στερητικής της ελευθερίας) ποινής 170
δ. Η κατάργηση της πολιτικής του ποινικού δικαίου 171
Γ. Η Μέθοδος 177
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
Συγκρουσιακή, Μαρξιστική και Ριζοσπαστική Εγκληµατολογία
Α. Οι Marx και Engels για το έγκληµα 179
Β. Η µαρξιστική Εγκληµατολογία 187
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
Συγκριτική Εγκληµατολογία
Α. Γενικές παρατηρήσεις πάνω στη συγκριτική
µέθοδο της Εγκληµατολογίας 213
Β. Το αντικείµενο και η σηµασία της λεγόµενης
Συγκριτικής Εγκληµατολογίας 213
Γ. Η ιστορική εξέλιξη της συγκριτικής
εγκληµατολογικής µεθόδου 217
1. Η συνεισφορά της θετικιστικής παράδοσης 217
2. Η συγκριτική µέθοδος της εγκληµατολογίας
της κοινωνικής αντίδρασης 220
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
Τα κατ’ ιδίαν αντικείµενα της Εγκληµατολογίας –
Ο Εγκληµατίας
Α. Ο Εγκληµατίας και η Εγκληµατολογία 225
Β. Η επικινδυνότητα - έννοια και περιεχόµενο 239
1. Η επικινδυνότητα ως αντικείµενο ενδιαφέροντος
των ποινικών επιστηµών 240
α. Η έννοια του κινδύνου και της επικινδυνότητας
κατά την κλασική σχολή του ποινικού δικαίου 240
β. Η έννοια της επικινδυνότητας κατά την θετική σχολή 243
γ. Η έννοια της επικινδυνότητας κατά την εκλεκτική σχολή 246
δ. Η έννοια της επικινδυνότητας κατά τη Νέα Κοινωνική Άµυνα 247
ε. Κριτικές παρατηρήσεις 248
2. Εννοιολογικός προσδιορισµός της επικινδυνότητας 249
α. Συστηµατική ένταξη της έννοιας 249
β. Προσδιορισµός της έννοιας της επικινδυνότητας 250
1. Οι επί µέρους απόψεις 250
α. Απόψεις που θεωρούν την επικινδυνότητα ως οντολογικό στοιχείο 250
β. Απόψεις που θεωρούν την επικινδυνότητα ως αξιολογικό στοιχείο
µε οντολογική βάση 251
γ. Η άποψη που αµφισβητεί την έννοια της επικινδυνότητας 252
2. Κριτική θεώρηση 253
3. Η διάγνωση της επικινδυνότητας 254
α. Κλινική έρευνα της προσωπικότητας 254
β. Εγκληµατολογική διάγνωση 258
1. Η διάγνωση της εγκληµατικής ικανότητας 258
α. Τα στοιχεία της εγκληµατικής ικανότητας 258
β. Ο ατοµικός τύπος της εγκληµατικής ικανότητας 263
2. Η διάγνωση της κοινωνικής προσαρµοστικότητας 264
α. Τα στοιχεία της προσαρµοστικότητας 264
β. Ο ατοµικός τύπος της κοινωνικής προσαρµογής 265
4. Αιτιολογική διάγνωση της επικινδυνότητας 266
5. Οι απόψεις του Pinatel 268
Γ. Η προεγκληµατική επικινδυνότητα στο πλαίσιο
της Εγκληµατολογίας του περάσµατος στην πράξη 269
1. Τα χαρακτηριστικά της προεγκληµατικής επικινδυνότητας 269
α. Η θεωρητική εξέλιξή της 269
β. Ο ορισµός και η ένταξή της 272
2. Διακρίσεις των προεγκληµατικών καταστάσεων 273
3. Το πέρασµα στην πράξη από ένα άτοµο 274
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
Οι κατηγορίες των εγκληµατιών
Α. Οι ανήλικοι εγκληµατίες (και παραβάτες) 277
Β. Η θεωρητική ερµηνεία της εγκληµατικότητας των ανηλίκων 279
1. Οι θεωρίες του ατοµικού επιπέδου 279
2. Οι θεωρίες του οµαδικού επιπέδου 281
3. Οι θεωρίες του δοµικού πεδίου 284
Γ. Οι Γυναίκες Εγκληµατίες 285
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ
Το Έγκληµα
Α. Το (εγκληµατολογικό) έγκληµα 303
Β. Εννοιολογικά δεδοµένα για τη συγκρότηση
κι εξέλιξη της Κοινωνιολογίας του Εγκλήµατος 308
1. Γενικά 308
2. Ο Durkheim και το έγκληµα 311
3. Ο Merton και το έγκληµα 314
Γ. Η ανθρωπολογιστική προσέγγιση του εγκλήµατος 317
Δ. Η εγκληµατολογική φαινοµενολογία 323
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ
Η Εγκληµατικότητα 327
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII
Η αιτιολογία του εγκλήµατος
Α. Βιολογικές θεωρίες 341
1. Η θεωρία του Lombroso 341
2. Οι µετα-Λοµπροζιανοί Ερευνητές 344
Β. Ψυχολογικές - ψυχαναλυτικές θεωρίες 347
1. Ψυχανάλυση και Έγκληµα 347
2. Η έννοια της ψυχικής παρέκκλισης
στην Ψυχαναλυτική Θεωρία 349
α. Η αντίληψη του S. Freud για την ψυχική παρέκκλιση 349
β. Οι εκπρόσωποι των παραλλαγών του φροϋδικού προτύπου 355
γ. Η ψυχική παρέκκλιση στην Ατοµική Ψυχολογία 356
δ. Η ψυχική παρέκκλιση στην Αναλυτική Ψυχολογία 358
ε. Η έννοια της ψυχικής παρέκκλισης στον Μπηχεβιορισµό 359
1. Γενικές Παρατηρήσεις 359
2. Η προβληµατική της ψυχικής παρέκκλισης στον µπηχεβιορισµό
και η οριοθέτησή της 361
3. Οι επιµέρους θεωρίες 361
α. Η θεωρία του E.L. Thorndike (1874-1949) 362
β. Η άποψη του J.B. Watson (1878-1958) 362
γ. Η θέση του B.F. Skinner 362
στ. Η έννοια της ψυχικής «παρέκκλισης» στο πλαίσιο
της Μορφολογικής Ψυχολογίας 363
1. Η µορφολογική ψυχολογία και η θεωρία του πεδίου 363
2. Η ψυχική «παρέκκλιση» 365
ζ. Η ψυχική παρέκκλιση
στη στρουκτουραλιστική ψυχανάλυση 368
1. Η ψυχική παρέκκλιση στον M. Foucault 368
2. Η ψυχική παρέκκλιση στον J. Lacan 369
η. Η ψυχική «παρέκκλιση» ως αλλοτρίωση 372
Γ. Ψυχολογία και Εγκληµατικότητα 380
Δ. Η κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση 390
Ε. Κοινωνιολογικές θεωρίες 392
1. Η θεωρία της έντασης (strain theory) 392
2. Η θεωρία της σύγκρουσης κανόνων συµπεριφοράς 396
3. Η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισµού 398
4. Η θεωρία του ελέγχου (control theory) 400
5. Η θεωρία του χαρακτηρισµού (labeling theory) 402
6. Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης
(conflict theory) 403
ΣΤ. Η Βιοκοινωνική Εγκληµατολογία 408
1. Βιοκοινωνική θεωρία 410
α. Βιοχηµικοί όροι και Έγκληµα 410
β. Νευροφυσιολογικοί όροι και έγκληµα 412
2. Θεωρία της διέγερσης 414
3. Γενετική και έγκληµα 414
4. Εξελικτική θεωρία 415
ΜΕΡΟΣ Β΄
[1] ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΒΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Α. Tα εγκλήµατα βίας 421
1. Η απειλητική εµφάνιση του φαινόµενου της βίας 421
2. Πόλη και βία 422
3. Βία και µέσα µαζικής ενηµέρωσης 426
α. Εγκλήµατα βίας και Τύπος 427
β. Εγκλήµατα βίας - Κινηµατογραφία και Ραδιοτηλεόραση 438
4. Εγκλήµατα βίας και Διαδίκτυο 444
5. Τα ΜΜΕ και το έγκληµα υπό το φως
της πολιτιστικής εγκληµατολογίας 446
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Β. Τα εγκλήµατα βίας - τα βίαια εγκλήµατα
και τα εγκλήµατα βιαιοπραγίας 451
1. Τα εγκλήµατα βίας µε στενή έννοια 453
α. Εγκλήµατα µε απειλή βίας (εξαναγκασµός) 453
β. Εγκλήµατα παράνοµης κατακράτησης 453
γ. Εγκλήµατα βίας (σωµατικής ή ψυχολογικής) 453
δ. Τα βίαια εγκλήµατα 454
ε. Τα εγκλήµατα βιαιοπραγίας 454
2. Η βία στο Σωφρονιστικό Δίκαιο 454
3. Η βία στο Αστυνοµικό Δίκαιο 456
4. Η βία στα θυµατολογικά νοµοθετικά κείµενα 457
5. Η βία στον νέο Ποινικό Κώδικα 460
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Γ. Αιτιολογία των εγκληµάτων βίας 463
1. Βιολογία - κοινωνική βιολογία και βία 463
2. Ψυχαναλυτική και κλινική προσέγγιση της βίας 465
3. Κοινωνικο-πολιτιστική εξήγηση της βίας 467
4. Ορισµένα εγκλήµατα βίας και βιαιότητας 470
α. Η Ανθρωποκτονία 470
β. Η Αυτοκτονία 471
γ. Η Ληστεία 477
δ. Ο Βιασµός 479
ε. Τα Εγκλήµατα Μίσους 482
στ. Η Πολιτική Βία 483
ζ. Η Τροµοκρατία 485
1. Τυπολογία της Τροµοκρατίας και του Τροµοκράτη 488
2. Αιτιολογικές προσεγγίσεις της τροµοκρατίας 490
3. Οι νέοι τροµοκράτες 494
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Δ. Η Ενδοοικογενειακή Βία 501
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και διαχρονικό δίκαιο 501
2. Οι ρυθµίσεις του Ν 3500/2006 504
3. Η θεωρητική και εµπειρική έρευνα του φαινοµένου
της ενδοοικογενειακής βίας 507
4. Η σύγχρονη νοµοθετική αντιµετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας 513
α. Ενδοοικογενειακή σωµατική βλάβη 516
β. Ενδοοικογενειακή παράνοµη βία και απειλή 517
γ. Βιασµός και κατάχρηση σε ασέλγεια 517
δ. Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας 518
5. Η Ποινική Διαµεσολάβηση 518
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
Ε. Η Αθλητική Βία 521
ΣΤ. Σχολική Βία - Ηλεκτρονικός Εκφοβισµός -
Σεξουαλική και Ρατσιστική Βία 531
1. Σχολική Βία 532
2. Ο Ηλεκτρονικός Εκφοβισµός 533
3. Η Σεξουαλική Βία 534
4. Η Ρατσιστική Βία 536
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
Ζ. Το φαινόµενο της Συµµοριακής Βίας 539
Η. Οι Συµµορίες γενικά 547
Θ. Οι Συµµορίες ειδικότερα 552
[2] ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
Α. Το Έγκληµα του Λευκού Περιλαιµίου και το Οικονοµικό έγκληµα 561
1. Γενικά 561
2. Η έννοια του εγκλήµατος του Λευκού Περιλαιµίου 564
3. Οριοθέτηση του Εγκλήµατος του Λευκού Περιλαιµίου
από το Οικονοµικό Έγκληµα 575
Β. Το Παγκοσµιοποιηµένο Οικονοµικό Έγκληµα 585
1. Η παράνοµη αγορά 586
2. Η παράνοµη παγκόσµια αγορά 587
3. Παγκοσµιοποίηση και παράνοµη διακίνηση ανθρώπων 596
4. Παγκοσµιοποίηση και παράνοµη διακίνηση αγαθών
(ναρκωτικών, όπλων, τοξικών αποβλήτων, κ.ά.) 603
5. Παγκοσµιοποίηση και ξέπλυµα βρώµικου χρήµατος 611
6. Παγκοσµιοποίηση και διαφθορά 615
7. Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και οι συνέπειες
του παγκοσµιοποιηµένου εγκλήµατος 624
Γ. Η Οριοθέτηση του Παγκοσµιοποιηµένου Εγκλήµατος 625
1. Έναντι του εγκλήµατος του λευκού περιλαιµίου 625
2. Έναντι του οργανωµένου εγκλήµατος 627
3. Έναντι του διεθνικού εγκλήµατος 631
Δ. Η Γέφυρα: Έγκληµα Βίας, Οικονοµικό, Οργανωµένο
και Ηλεκτρονικό – Εµπορία και Πορνογραφία των Ανηλίκων 636
1. Παιδοφιλία - Πορνογραφία - Οργανωµένο έγκληµα 636
2. Η νοµοθετική αντιµετώπιση, αρχικά 645
α. Η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, γενικά 646
3. Εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
και εγκλήµατα οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής 649
4. Η πορνογραφία ανηλίκων 655
5. Η ποινική αντιµετώπιση: Το άρθρο 348Α ΠΚ
«Πορνογραφία ανηλίκων» 679
Ε. Το Ηλεκτρονικό Έγκληµα 681
[3] ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
Α. Το οργανωµένο έγκληµα 691
1. Εννοιολογικός προσδιορισµός 691
2. Σύντοµη ιστορική εξέλιξη 695
α. Η θεωρία της ξένης συνωµοσίας (Alien Conspiracy) -
Η Cosa Nostra 696
β. Η θεωρία του Μαφιόζικου µύθου 697
3. Διεθνής αντιµετώπιση του Οργανωµένου Εγκλήµατος 697
α. Η αντίδραση του ΟΗΕ 697
β. Η αντιµετώπιση του Διασυνοριακού Εγκλήµατος 699
γ. Η Λαθροµετανάστευση και η Λαθρεµπορία 702
δ. Το Συµβούλιο της Ευρώπης και το Οργανωµένο Έγκληµα 712
Β. Η εγκληµατολογική θεώρηση του οργανωµένου εγκλήµατος 717
Γ. Η ελληνική ποινική αντιµετώπιση της εγκληµατικής οργάνωσης 735
Δ. Εγκληµατολογικός χαρακτηρισµός της Τροµοκρατίας 742
Ε. Η νοµοθετική αντιµετώπιση του τροµοκρατικού φαινοµένου.
Τροµοκρατικές πράξεις – Τροµοκρατική οργάνωση 753
ΣΤ. Οργανωµένη εµπορία ανθρώπων 762
Ζ. Η Διαφθορά 778
1. Το εννοιολογικό πρόβληµα της διαφθοράς 784
2. Η διαφθορά στις συνθήκες της παγκοσµιοποίησης 794
3. Οι πρόσφατες Εκθέσεις αξιολόγησης της GRECO
για την Διαφθορά στην Ελλάδα 809
4. Η θεσµική διαφάνεια στη χώρα µας 813
5. Η νοµοθετική αντιµετώπιση της Διαφθοράς 815
Η. Το Ξέπλυµα βρώµικου χρήµατος 822
1. Το ξέπλυµα βρώµικου χρήµατος
και τα µέτρα για την καταπολέµηση της δωροδοκίας 827
2. Δράσεις που υποβοηθούν τις χώρες
στον αγώνα τους για την καταπολέµηση της εσωτερικής διαφθοράς 832
[4] ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX
Ο δρόµος του παρόντος
και του εγκληµατολογικού µέλλοντος
Α. Θεωρία για την παγκοσµιοποίηση και το έγκληµα 837
1. Ορισµένες αφετηριακές σκέψεις και συνθέσεις 838
2. Η Δοµή του Παγκοσµιοποιηµένου Εγκλήµατος 854
Β. Οι τοπικές διαστάσεις του παγκοσµιοποιηµένου εγκλήµατος 864
1. Οι θεωρίες της ευκαιρίας στην Εγκληµατολογία 865
2. Οι τοπικές ευκαιρίες του παγκοσµιοποιηµένου εγκλήµατος 867
3. Το παγκοσµιοποιηµένο έγκληµα ως επιλογή τρόπου ζωής 869
Παράρτηµα
Α. Το νοµικό έγκληµα 873
Β. Η Γυναικοκτονία 878
Ευρετήριο 881
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Ο ορισμός της Εγκληματολογίας
Ο όρος «Εγκληματολογία» - ως λόγος περί του εγκλήματος – επινοήθηκε πριν από τη γέννηση της προκειμένης επιστήμης και τον οποίον, οι – χρονικώς μετέπειτα – σκαπανείς και θιασώτες ή διάκονοί της, εγκολπώθηκαν αναντίλεκτα, ως τον μόνο παραδεκτό όρο, για την περιγραφή των σημαινόντων και σημαινομένων, αυτού του επιστημονικού κλάδου. Ενώ για τον δοθέντα όρο της Εγκληματολογίας – ποιος και πότε – δεν εγείρεται διαφωνία, αντίθετα, για το εννοιολογικό της περιεχόμενο, το εύρος των θεματικών της και τη συστηματική της ύλη, παρατηρείται μια ατέρμονη πολυφωνία και μια πανσπερμία οπτικών και παραδοχών. Το ίδιο διαπιστώνεται και με την επιστημολογική της πολυείδεια, η οποία διαφοροποιεί και κατατέμνει το επιστητό της, σε ποικίλα γνωστικά αντικείμενα, ανάλογα με το συγγραφέα εγκληματολόγο ή μη, για την Εγκληματολογία. Η Εγκληματολογία στη χώρα μας συγκροτήθηκε, το πρώτον, από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Γαρδίκα, ο οποίος κι έλεγε: «Η εγκληματολογία ανεπτύχθη εις αυτοτελήν επιστήμην κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας· σπουδάζει το έγκλημα ως πραγματικόν (ψυχικόν και φυσικόν) γεγονός και τα μέσα της κατ’ αυτού πάλης. Είναι δε η εγκληματολογία η συνισταμένη επιστημονικών ερευνών, αίτινες εγένοντο ανεξαρτήτως απ’ αλλήλων … Η επιστήμη της εγκληματολογίας … εξετάζει: α΄) τας αιτίας των εγκλημάτων, είτε β΄) την εξωτερικήν των εγκλημάτων εμφάνισιν και μορφήν, γ΄) κατατάσσει τους εγκληματίας εις διαφόρους τάξεις ή κατηγορίας αναλόγως της ψυχικής αυτών προσωπικότητος, μεθ’ ο δ΄) το και
Σελ. 2
πρακτικώς σπουδαιότερον, ασχολείται εις το πως θα θεραπεύσωμεν την κοινωνικήν ταύτην πληγήν· ερευνά δηλαδή τα σήμερον εν χρήσει μέσα θεραπείας, ήτοι τας ποινάς, κρίνει κατά πόσον τελεσφορούσι και τίνα μέτρα θα ήταν τελεσφορώτερα. Μέθοδον δε η εγκληματολογία χρησιμοποιεί την εμπειρικήν, δηλ. την αντικειμενικήν, παρατήρησιν … Επειδή δε τελικός σκοπός είναι η εκ των διδαγμάτων επιστημονικών κλάδων (διαφόρων) διαμόρφρωσις της νομικής εννοίας του εγκλήματος και της μεταχειρίσεως των εγκληματιών υπό του δικαίου, έπεται ότι η τελική επεξεργασία και κριτική τούτων, η εξ αυτών διαμόρφωσις της επιστήμης της εγκληματολογίας ανήκει εις τους νομικούς, άλλως τε και επειδή προς οριστικήν σύνθεσιν της εγκληματολογίας (ψυχολογίας των εγκληματιών) μεγαλυτέραν πείραν έχει ο νομικός εκ της εν τω δικαστηρίω, τη αστυνομία και ταις φυλακαίας καθολικωτέρας παρατηρήσεως των εγκληματιών. Εν Ελλάδι η εγκληματολογία διδάσκεται ως ειδικόν μάθημα εν τη νομική Σχολή Αθηνών από του 1930. Η έδρα της «εγκληματολογίας και σωφρονιστικής» είχεν ιδρυθή δια του Δ. 26.9.192 ως έκτακτος αυτοτελής, δια δε του Δ. 17/19.12.1938 κατέστη τακτική». Μολονότι συμφωνούμε με τη
Σελ. 3
διασύνδεση που επιχειρεί ο Γαρδίκας της Εγκληματολογίας, ευκρινέστερη, ωστόσο, θεωρούμε την επιστημονική προσέγγιση του καθηγητή Δημητρίου Καρανίκα, αναφορικά με την επιστημονική αυταξία της Εγκληματολογίας και την αντίστοιχη συστηματική της ένταξη στη χορεία των νομικών επιστημών, ήτοι: «Η εγκληματολογία, ήτις περιλαμβάνει την θεωρητικήν ή γενικήν εγκληματολογία και την εφηρμοσμένην ή πρακτικήν εγκληματολογία, εξετάζει τα αίτια της εγκληματικότητος και τα μέσα προς καταπολέμησιν αυτής, καθώς και όλους τους παράγοντες της ποινικής δίκης ουχί από νομικής σκοπιάς. Η εγκληματολογία είναι θετική επιστήμη εν αντιθέσει προς την επιστήμην της ερμηνείας του ποινικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού) την ποινικήν επιστήμην stricto sensu, ήτις είναι δογματική επιστήμη … η εγκληματολογία εκλαμβάνει το έγκλημα ως πραγματικόν γεγονός, ως εν βιολογικόν (ανθρωπολογικόν, ψυχολογικόν και κοινωνιολογικόν) γεγονός, ως εν αντικοινωνικόν φαινόμενον και προσπαθεί δια της μεθόδου των θετικών επιστημών, αίτινες στηριζονται εις το μέτρον και τα σταθμά, εις την παρατήρησιν (άμεσον θεώρησιν) και το πείραμα, να εξακριβώσει τα αίτια του αντικοινωνικού φαινομένου, του εγκλήματος. Προς τον σκοπόν τούτον η εγκληματολογία μελετά την ιστορίαν της εγκληματικότητος, δηλονότι την εξέλιξιν της εγκληματικότητος και των κατ’ αυτής μέτρων εις διαφόρους εποχάς και εις διαφόρους λαούς, περιγράφει τα χαρακτηριστικά εγκλήματα, συγκεντρώνει αριθμούς, σχετικώς προς την διακύμανσιν της εγκληματικότητος εις διαφόρους εποχάς ή κατανέμει τους αριθμούς αναλόγως του τόπου τελέσεως, του τόπου της καταγωγής, της ηλικίας, του φύλου κ.λ.π. του εγκληματίου, συγκρίνει την κίνησιν της εγκληματικότητος, την αυξομείωσιν αυτής, προς άλλα κοινωνικά φαινόμενα, εξετάζει αυτό τούτο το εγκληματήσαν άτομον και δη την όλην προσωπικότητά του από ανθρωπολογικής, βιολογικής, ψυχολογικής, ψυχοπαθολογικής και κοινωνιολογικής πλευράς και τέλος ερευνά τας αντιδράσεις των εγκληματιών προς τα κατ’ αυτών υπό της Πολιτείας λαμβανόμενα μέτρα, κρίνει την επιτυχίαν ή μη των μέτρων τούτων και προτείνει τα καταλληλότερα προς τούτο μέτρα … Ούτως η εγκληματολογία ασχολείται με την βαθυτέραν έρευναν του αντικοινωνικού φαινομένου της εγκληματικότητος και αποτελεί σήμερον την φιλοσοφίαν του ποινικού δικαίου και το επιστημονικόν βάθρον της συγχρόνου ποινικής επιστήμης. … Η εγκληματολογία αποτελεί ένα μεγάλον κλάδον της καθόλου ποινικής επιστήμης ή μάλλον της εγκληματολογικής επιστήμης. Η εγκληματολογική
Σελ. 4
επιστήμη … περιλαμβάνει εκτός της εγκληματολογίας, την δογματικήν ποινικήν επιστήμην και την σωφρονιστικήν. … Επειδή η εγκληματολογία αποτελεί … σύνθεσιν πολλών επί μέρους επιστημών, δέον να διδάσκηται αυτοτελώς και δη εις την νομικήν σχολήν, διότι προϋπόθεσις των εγκληματολογικών ερευνών είναι η γνώσις της δογματικής ποινικής επιστήμης. Η εγκληματολογία κατέστη ούτω ίδιος κλάδος της ποινικής επιστήμης και δεν είναι βοηθητική επιστήμη της δογματικής ποινικής επιστήμης».
Ο καθηγητής Ιωάννης Παπαζαχαρίου, θεωρεί ότι η Γενική Εγκληματολογία αποτελεί μια βιοκοινωνική επιστήμη, η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα από την ποινική επιστήμη, αναφέροντας, σχετικά: «Πρωτοπόρος εν τω όλω δικαίω ή Ποινική Επιστήμη ήρξατο, πιεζομένη υπό της συνεχώς αυξανομένης κατά την διαδρομήν του παρελθόντος αιώνος εγκληματικότητος, ερευνώσα τα δύο βασικά αυτής προβλήματα, ήτοι την εγκληματικότητα (εγκλήματα και εγκληματίας) και την κατ’ αυτής πάλην (δια των ποινών ή ετέρων αντιεγκληματικών μέτρων) παρά το εννοιολογικόν δογματικόν και υπό το πρίσμα της βιολογικής και κοινωνικής πραγματικότητος … ειδικώτερον εν τω κύκλω της ποινικής επιστήμης ενεφανίσθησαν υπό το κύμα του ιδίως κατά τον 19ον αιώνα ακμάσαντος θετικισμού διάφοροι νέαι σχολαί, θετικαί, ως ιδίως η ιταλική ανθρωπολογική, η γαλλική κοινωνιολογική, η γερμανική κοινωνιολογική και η ελβετική, αίτινες ήρξαντο ερευνώσαι συστηματικώς την εγκληματικότητα και την καταπολέμησιν αυτής ουχί πλέον μόνον από δογματικής απόψεως, αλλά και υπό θετικόν πρίσμα, δηλονότι από απόψεως βιολογικής και κοινωνικής». Κατόπιν αυτών, ο Παπαζαχαρίου αντικρούει τις αντίθετες γνώμες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι: α) η Εγκληματολογία είναι μόνον η αιτιολογία της εγκληματικότητος, μη περιλαμβάνουσα φερ’ ειπείν θέματα πολιτικής κατά του εγκλήματος (Franz v. Liszt, Mezger, Χ. Τζωρτζόπουλος, Ν. Χωραφάς, Η. Γάφος, Δ. Καστόρχης), β) η Εγκληματολογία είναι μόνον η βιοκοινωνική σπουδή της εγκληματικότητας, όχι όμως και των κατ’ αυτής μέτρων, που είναι αντικείμενο της «Ποινολογίας» (ή της «Αμυνολογίας» ή της «Σωφρονιστικής»), γ) η Εγκληματολογία συνιστά
Σελ. 5
απλή βοηθητική επιστήμη της ποινικής επιστήμης (Χ. Τζωρτζόπουλος, Χρ. Κωνσταντάρας), δ) η Εγκληματολογία αποτελεί κλάδο της Ιατροδικαστικής, ε) η Εγκληματολογία εξαντλείται στην περιγραφή (λ.χ. Χωραφάς), που δεν αναφέρεται και στην επεξηγηματική εργασία ή στην πολιτική κατά του εγκλήματος, στ) η επιστήμη του ποινικού δικαίου δεν έχει λόγο ύπαρξης ως αυτοτελής επιστήμη, όταν απορροφάται από την «Εγκληματολογική Κοινωνιολογία», ζ) τέλος, η Εγκληματολογία αποτελούσα απλή επιστήμη γεγονότων δεν διδάσκει ούτε πως ο δικαστής πρέπει να μεταχειριστεί το έγκλημα, όπως η επιστήμη του ποινικού δικαίου, ούτε πως ο νομοθέτης πρέπει να ρυθμίσει τα της εγκληματικότητας και της κατ’ αυτής πάλης, όπως η αντιεγκληματική πολιτική. … Προς αντίκρουση αυτών των επιχειρημάτων, ο Παπαζαχαρίου, τονίζει ότι: α) Βεβαίως ο επί μέρους εγκληματίας ερευνάται όπως οι άλλες ανθρώπινες προσωπικότητες και το επί μέρους έγκλημα εξηγείται αιτιολογικώς, όπως οι άλλες ανθρώπινες πράξεις. Όχι λιγότερο όμως, η προκειμένη εφαρμογή της βιολογίας και της κοινωνιολογίας επί του εγκληματοπραγούντος ανθρώπου και της συμπεριφοράς του οδηγεί στη δημιουργία ειδικών προβλημάτων και γνώσεων, οι οποίες συνολικά, απαρτίζουν το συστηματικό περιεχόμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας. β) Άσχετα από την παραδοχή ή όχι της θεωρίας περί του «πραγματικού» ή «φυσικού εγκλήματος» (natürliches Verbrechen, Delitto nature), η έννοια του νομικού εγκλήματος καθορίζεται υπό του νομοθέτου όχι αυθαίρετα, αλλά στη βάση βιολογικών και κοινωνικών κριτηρίων (ουσιαστικό περιεχόμενο της εννοίας του εγκλήματος). Συνεπώς – κι από την άποψη αυτή – δημιουργείται η απαιτουμένη βιοκοινωνική ενότητα του περιεχομένου της Εγκληματολογίας. γ) Ανεξάρτητα από την αποδοχή ή μη της θεωρίας περί ενιαίου εγκληματολογικού χαρακτήρα (λ.χ. αντιλήψεις της ιταλικής θετικής ανθρωπολογικής σχολής του ποινικού δικαίου για τους εγκληματίες, οι οποίοι συνιστούν ιδιαίτερο species generis humani), πρέπει οι πολλοί εγκληματίες με αντιβιολογική και αντικοινωνική στάση, να εμφανίζουν χαρακτηρολογική βιοκοινωνική ενότητα, ενώ σε κάθε έννομη τάξη, μέγα μέρος των εγκληματιών παρουσιάζουν σωματικές και ψυχολογικές μειονεξίες. Ο Günther Kaiser, όρισε την Εγκληματολογία, ως
Σελ. 6
εξής: Εγκληματολογία είναι το σύνολο της εμπειρικής γνώσης για το έγκλημα, τον παραβάτη, την αρνητικά αποκλίνουσα συμπεριφορά και τον έλεγχο αυτής της συμπεριφοράς. Έτσι, το επιστημονικό της πεδίο χαρακτηρίζεται από τρεις βασικές έννοιες: έγκλημα, εγκληματίας και έλεγχος του εγκλήματος. Σ αυτές κατατάσσονται επίσης τα συμφέροντα του θύματος και η πρόληψη του εγκλήματος. Ο Hans Joachim Schneider θεωρεί πως η Εγκληματολογία είναι ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη, των ατομικών και κοινωνικών εγκληματοποιήσεων και της διαδικασίας
Σελ. 7
της από-εγκληματοποίησης, των εμπειρικών ερευνών και των πορισμάτων τους, που αποτελούν κατευθυντήριες αρχές για τον νομοθέτη. Στο πεδίο της υπάγεται η διαδικασία της ποινικοποίησης, η κατανόηση των παραβατικών συμπεριφορών, η πρόληψη και η καταστολή της εγκληματικότητας και των καθέκαστον εγκλημάτων, η έρευνα της προσωπικότητας των ποινικά παραβατών και της εγκληματικής τους σταδιοδρομίας, η εξέταση της προσωπικότητας των θυμάτων και της θυματολογικής σταδιοδρομίας τους, η επίσημη αντίδραση πάνω στην εγκληματικότητα (Z.B. durch die Praxis der Strafrechtspflege), ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος (Z.B. durch Familie und Schule) και η δευτερογενής κοινωνική παρέκκλιση κι εγκληματικότητα. Κατά τον Jean Pinatel, που επικαλούμενος τον Durkheim, ισχυρίζεται ότι «αποκαλούμε έγκλημα κάθε ποινικά τιμωρούμενη πράξη κι από το έγκλημα προσδιορίζουμε το αντικείμενο μιας ειδικής επιστήμης, την εγκληματολογία». Σύμφωνα με τους Stefani Levasseur, «εγκληματολογικές επιστήμες είναι αυτές οι οποίες μελετούν την παραβατικότητα (εγκληματικότητα) από έναν ερευνητή, αναφορικά με τις αιτίες, τη γένεση, τη διαδικασία και τις συνέπειές της». Οι R. Vouin και J. Leauté, προσδιορίζουν την εγκληματολογία, ως την επιστημονική μελέτη
Σελ. 8
του εγκληματικού φαινομένου. Ο E. Seelig, θεωρεί πως η εγκληματολογία είναι – όπως το όνομά της καταδεικνύει – η επιστήμη του εγκλήματος. Στον αγγλοσαξωνικό χώρο, σύντομα δημιουργήθηκε η διάσημη βρετανική παράδοση, η οποία διαθέτει ένα εντυπωσιακό χρονικό βάθος κι ένα εκτεταμένο ερευνητικό φάσμα, το οποίον εκκινεί από τις δοξασίες της συντηρητικής εγκληματολογίας κι εξικνείται έως τις ριζοσπαστικές και μετανεωτερικές παραδοχές για την, εκάστοτε, διαμορφούμενη «εγκληματολογική ύλη», γεγονός το οποίο δεν απαντάται, στο βαθμό αυτό, σε καμία άλλη «εθνική» Εγκληματολογία. Ο θεωρούμενος (ως) πατέρα της αμερικανικής Εγκληματολογίας Edwin H. Sutherland, διατείνεται ότι αντικείμενο έρευνας και μελέτης της Εγκληματολογίας είναι οι «διαδικασίες παρασκευής των νόμων, η παραβίασή τους και η αντίδραση ενάντια στην παραβίαση των νόμων» (the processes of making laws, of breaking laws, and of reacting toward the breaking of laws). Ως εκ τούτου, τρία είναι τα γνωστικά αντικείμενα της Εγκληματολογίας, ήτοι: το έγκλημα, εκείνοι (οι δράστες) οι οποίοι διαπράττουν το έγκλημα και τα συστήματα της ποινικής δικαιοσύνης και της σωφρονιστικής μεταχείρισης των κρατουμένων. Ο Sellin, ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει εγκληματολόγος που να είναι ειδικός επί όλων των επιστημονικών κλάδων, οι οποίοι συγκλίνουν προς τη μελέτη του εγκλήματος. Και τούτο προκύπτει αίφνης, από την πρόδηλη διαπίστωση πως εντός της Εγκληματολογίας χρησιμοποιούνται προσεγγίσεις πολλών επιστημών, για την ερμηνεία του εγκληματικού φαινομένου. Ο Garland ισχυρίζεται ότι η Εγκληματολογία είναι παράλληλα και ταυτόχρονα, εμπειρικά θεμελιωμένη κι επιστημονικά συστηματοποιημένη γνώση, μακράν των ηθικών και των νομικών παραμέτρων, ενώ η εστίασή της πάνω στο έγκλημα, τη διαφοροποιεί από άλλους, κοινωνικούς – επιστημονικούς κλάδους, όπως λ.χ. είναι η κοινωνιολογία της παρέκκλισης και του (κοινωνικού) ελέγχου, της οποίας τα αντικείμενα μελέτης είναι ευρύτερα και δεν ορίζονται από το ποινικό δίκαιο. Ο David Downes περιέγραψε την Εγκληματολογία ως ένα «rendezvous subject», ενώ ο Lacey ισχυρίζεται ότι η Εγκληματολογία μεριμνά για τις ατομικές και κοινωνικές προελεύσεις του εγκλήματος και για την φύση τούτου, ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Οι μελέτες για την ποινική δικαιοσύνη εξετάζουν τις ειδικές θεσμικές μορφές της κοινωνικής κατασκευής του εγκλήματος. Οι Hillyard και Tomps, απομακρύνονται από την έρευνα του εγκλήματος «καθαυτού» και στρέφονται προς το «κοινωνικό κακό» (social harm) που εκείνο παράγει. Έτσι, διατυπώνουν τέσσερες μεγάλες κριτικές οδηγίες, ήτοι: α) Το έγκλημα δεν έχει οντολογική πραγματικότητα, δηλ. δεν διαθέτει πραγματικότητα
Σελ. 9
πέραν την εφαρμογής του όρου αυτού σε συγκεκριμένες πράξεις, καθώς οι εν λόγω πράξεις δεν είναι ενδογενώς εγκληματικές. β) Η Εγκληματολογία διαιωνίζει τον μύθο του εγκλήματος, το οποίο δεν είναι «unproblematic», αλλά υπόκειται συνεχώς στην εξήγηση των αιτιών και των παραγόντων, που το διευκρινίζουν. γ) Το έγκλημα συνίσταται από πολλά ευτελή (ασήμαντα) γεγονότα, καθώς οι περισσότερες «criminal acts», προκαλούν μικρό φυσικό ή οικονομικό κακό (βλάβη, κίνδυνο) και συχνά, δεν εμπλέκουν κάποιο θύμα. δ) Το έγκλημα εμποδίζει κι αποτρέπει πολλά σοβαρά δεινά. Έτσι, πολλά πράγματα, τα οποία προξενούν ευμέγεθες κακό, δεν αντιμετωπίζονται από το ποινικό δίκαιο και δεν μεταχειρίζονται κάποιον, οπωσδήποτε, ως «εγκληματία». Κατά τον Tim Newburn, το βασικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας είναι το έγκλημα, το οποίο σημαίνεται πολύπλευρα, γεγονός που καθιστά την προκειμένη επιστήμη, άγνωστη και σύνθετη. Γι’ αυτό, συνεργάζονται φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, νομικοί, ιστορικοί, γεωγράφοι κ.ά., προκειμένου να υπηρετήσουν, αποτελεσματικότερα, τις μέριμνες της Εγκληματολογίας και τη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης. Ο L. Siegel, θεωρεί ότι η Εγκληματολογία είναι το σώμα γνώσεων που αναφέρονται στο έγκλημα, ως κοινωνικό φαινόμενο και στις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, από κανόνες, αξίες και πεποιθήσεις. Στο πλαίσιο των deviant acts περιλαμβάνονται συμπεριφορές, οι οποίες ξεκινούν από τα βίαια εγκλήματα έως τις ευτελείς στάσεις. Τα δύο πεδία αυτά είναι – μεταξύ τους – ανεξάρτητα, επειδή μπορούν να γίνουν σημαντικές διακρίσεις του εγκλήματος από την παρέκκλιση, καθώς πολλά εγκλήματα δεν είναι ασυνήθη ή παρεκκλιτικά και πολλές παρεκκλίνουσες πράξεις δεν είναι παράνομες ή εγκληματικές. Ως προς την χώρα μας, ο ομότ. Καθ. Στέργιος
Σελ. 10
Αλεξιάδης υποστηρίζει ότι «η Εγκληματολογία είναι ο κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο έρευνας και μελέτης το έγκλημα και την εγκληματικότητα, τους πρωταγωνιστές του εγκλήματος (δηλ. τον εγκληματία και το θύμα) και τα μέτρα προς καταπολέμησή του». Πρόκειται για έναν ορισμό του λογικού θετικισμού, αφού αποδέχεται το εγκληματικό ζεύγος – όταν υπάρχουν, ωστόσο, εγκλήματα χωρίς θύματα – αλλά καλύπτει – με ουδέτερο τρόπο – όλες τις ανάγκες, προσεγγίσεις και παραδοχές της επιστήμης της Εγκληματολογίας και κατά τούτο ενέχει – δυνάμει – γενική αξία κι αξιώνει καθολική αποδοχή. Ο ορισμός αυτός, υπερβαίνει – το πρώτον – την αντίστοιχη θεώρηση του καθ. Γαρδίκα, αφού αφίσταται της βεβαρημένης παράδοσης του αιτιολογικού προτύπου και θεμελιώνει τη νέα επιστημονική διάσταση της Εγκληματολογίας. Ο ομότ. Καθηγητής Γιάννης Πανούσης, δεν εστιάζει τόσο στον ορισμό – αυτόν καθεαυτόν – της Εγκληματολογίας, όσο περισσότερο, την χαρακτηρίζει και την οριοθετεί, με βάση την εκάστοτε οπτική του εγκληματολόγου. Κατά τον ομότ. Καθηγητή Πανούση, το «τί είναι η Εγκληματολογία», η απάντηση είναι εύκολη, παραδοσιακή, σχεδόν κλασική.
Η Εγκληματολογία είναι η επιστήμη του εγκλήματος, του εγκληματία, της εγκληματικότητας και της αντεγκληματικής πολιτικής. Ο καθ. Πανούσης, εύστοχα, επισημαίνει: «Παρά τον «θετικιστικό ιμπεριαλισμό» των ποινικολόγων, την υπεργενικευμένη θεωρία περί ανομίας των κοινωνιολόγων ή και τον επιστημονικοφανή αποκρυφισμό ή κρυφοβιολογισμό των ψυχολόγων η Εγκληματολογία βρήκε το δικό της πεδίο έρευνας, διδασκαλίας, θεωρητικών αναζητήσεων. Μπορεί ίσως η Εγκληματολογία να στερείται μιας Εγκληματολογικής Φιλοσοφίας, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει πλέον παγκοσμίως κατακτήσει μια θέση αυτοτελούς επιστήμης. Στην παραπάνω «εύκολη» απάντηση υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά που αναφέρεται στο «τι δεν είναι η Εγκληματολογία». Οποιαδήποτε αφετηρία κι αν έχει κάποιος δεν μπορεί να (απο)δεχτεί μια Εγκληματολογία των σαλονιών, των δημοσίων σχέσεων και της γενικής φλυαρίας περί της ευθύνης της (άρρωστης) κοινωνίας ή μια Εγκληματολογία των θεραπευτών και της μηχανικής/χημικής παρέμβασης επί του σώματος/ψυχής του εγκληματία. … Τέλος ουδείς θα ήταν ευχαριστημένος από μια
Σελ. 11
ψευδοπολύχρωμη Εγκληματολογία των ειδήσεων ή από μια μονόχρωμη Εγκληματολογία (συχνά με άχρωμους Εγκληματολόγους) των στατιστικών. Υπάρχει βέβαια και η δύσκολη απάντηση, που σχετίζεται με την πεποίθηση ότι την Εγκληματολογία μπορείς να την προσεγγίσεις οριζοντίως και καθέτως, πολλές φορές και διαγωνίως, καταλήγοντας ίσως στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά από διαφορετικές επιστημονολογικές θεωρήσεις. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο sudoku όπου οι συνδυασμοί είναι πολλοί, αλλά το output συχνά είναι κοινό» … (από το, Πανούση, Τα έσχατα όρια της Εγκληματολογίας, κ.λπ.): «1. Η Εγκληματολογία είναι «εξ αίματος συγγενής» των χαρακτηρισμών του ποινικού δικαίου. 2. Η Εγκληματολογία είναι εξ αγχιστείας συγγενής» των μεθόδων άσκησης της εξουσίας. 3. Η Εγκληματολογία είναι ετεροθαλής αδελφή της Κοινωνιολογίας, Ψυχολογίας, Πολιτικής Επιστήμης γιατί έχουν κοινή μητέρα την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά ο πατέρας – πατριός αλλάζει: από το Κράτος μέχρι το Υπέρ-Εγώ. 4. Η Εγκληματολογία είναι το νόθο παιδί της μυθολογίας, της μαγείας, της παραψυχολογίας». … (Από το έργο του, Εγκληματολογικοί ανα-στοχασμοί, σελ. 13 επ.): «Η Εγκληματολογία ως επιστήμη (των πιθανοτήτων) της εγκληματογένεσης και (των τεχνικών) της διαχείρισης της εγκληματικότητας δεν μπορεί να ορίσει την ουσία του εγκλήματος και γι’ αυτό αρκείται στο να περιγράφει, ν’ απαριθμεί, να ετικετάρει και ν’ ασχολείται με την Νέα Ασφάλεια ή τους γενικευμένους κινδύνους κι επικίνδυνους εχθρούς. … (υποσ. Ι, σελ. 14-15 του αυτού έργου): «Ακόμη κι αν η Εγκληματολογία παίζει ζάρια, το άθροισμα των αβεβαιοτήτων γύρω από το έγκλημα συγκροτεί ένα τόσο δυναμικό ασταθές σύστημα που κάθε μεταβολή έχει επιπτώσεις» (ρήση που αναλογεί στον Αϊνστάιν για το Θεό).
Η εν λόγω σταχυολόγηση από το ευρύτατο, υψηλής επιστημονικής στάθμης κι ανατομίας και βαθύτατου στοχασμού ακαδημαϊκό – γιατί υπάρχει κι ένα άλλο σοβαρό
Σελ. 12
έργο εκτός πανεπιστημιακής παραγωγής – του ομότ. Καθ. Γιάννη Πανούση, αποσκοπούσε στην αυθεντική παρουσίασή του, αναφορικά με το γεγονοτικό status της Εγκληματολογίας. Ο ακαδημαϊκός μου δάσκαλος Γιάννης Πανούσης, αναδεικνύει το πολύπτυχο, πολυδύναμο και την πολυμερή φύση της Εγκληματολογίας, η οποία «κινείται ως εκκρεμές» από την Φιλοσοφία έως την Ποίηση, γεγονός που τον καθιστά ιδρυτή της Στοχαστικής Εγκληματολογίας, με ευρύτητα σκεπτικής, με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην προσέγγισή του στο επιστητό της προκειμένης Συστηματικής, με σεβασμό – και χωρίς τους αποκλεισμούς και περιφρονήσεις της ποταπότητας και της ψυχοπαθολογίας τινών που καμώνονται τους/τις σπουδαίους/ες, ερευνητές/τριες – προς το έργο των ομοτέχνων του και ιδίως, προς τους νέους ειδικούς, τους οποίους επαινεί, στηρίζει κι ενθαρρύνει. Στο έργο του «ο ρόλος των εγκληματολόγων» ή «Quo vadis criminologia», φρονώ ότι ο καθηγητής Πανούσης, γίνεται ο εγκληματολόγος καθηγητής, που διατέμνει κι αναδύει την ολιστική εγκληματολογία, με γόνιμη κριτική διάθεση κι επισκόπηση του ανθρώπου εγκληματία, ορίζοντας κι οριοθετώντας τον κύκλο των χαμένων εγκληματολόγων κι αναδεικνύοντας το «πεπρωμένο» της Εγκληματολογίας. Είναι περιττό να υπομνήσω ότι – ειδικά – την προκειμένη μελέτη του εγκληματολόγου καθηγητή Γιάννη Απ. Πανούση, προσυπογράφω ανεπιφύλακτα, συνιστώντας – τουλάχιστον στους φοιτητές μου της Νομικής, που υπηρετώ – να τη μελετήσουν, ως γραμματειακό οδηγό επιστημολογικής κι εγκληματολογικής σκέψης. Είναι φανερό, ότι μια αντίστοιχη εγκληματολογική – ουσιαστική προσέγγιση, προϋποθέτει τη συγγραφή – εκ μέρους μας – μιας άλλης, αυτοτελούς εργασίας, λόγω της σοβαρότητας, γνωσιακής επάρκειας και δυσχέρειας, που η απόπειρα αυτή ενέχει.
Κατόπιν αυτών, μπορούμε ν’ αναφέρουμε τα εξής:
Ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα, όπως είναι η ανά χείρας Εγκληματολογία, περιγράφει, αναπόφευκτα, το σώμα γνώσεων που διακινούνται κι ενυπάρχουν στο corpus αυτής της επιστήμης και περιθωριακά αναφέρεται στο τι είναι η Εγκληματολογία, κατά τον συγγραφέα. Στο πλαίσιο αυτής της δυνατότητας λοιπόν, η Εγκληματολογία είναι το σύνολο των παραδεκτών επιστημολογικών της κατευθύνσεων, στην ολότητά τους και στη διαχρονία τους. Το τι πρέπει να θεωρείται ως Εγκληματολογία, είναι θέμα αποδεξιμότητας – εκάστοτε – της πλειοψηφίας των ειδικών και της συγκατάθεσης των κοινωνών (παράδειγμα). Όμως, οι επιστήμες εξελίσσονται,
Σελ. 13
αλλάζουν παραδοχές – συνήθως από τους ανήσυχους και πρωτοπόρους της επιστήμης – κι αρχικά, δημιουργούνται «υποδείγματα», επέρχονται «γρίφοι» και «ρήξεις» στα κρατούντα, μέχρι να προκύψει ένας νέος άρχων Εγκληματολογικός Λόγος. Έτσι, κατά τη γνώμη μας, η Εγκληματολογία είναι η δυναμική, πολύμορφη και συνθετική συστηματική εκείνη, που διερευνά τον εγκληματία, το έγκλημα και της εγκληματικότητα. Το τρίπτυχο αυτό, συγκροτεί το εγκληματικό φαινόμενο, ως παραδεκτό επιστητό, άσχετα από τις μεθόδους επιστημονικής του ανάλυσης. Δεν εντάσσονται στην Εγκληματολογία, η Αντεγκληματική Πολιτική (κοινωνική πρόληψη, κυρωτική καταστολή) που διαθέτει επιστημονική αυτοτέλεια και αυτοδύναμο αντικείμενο. Το ίδιο ισχύει για τη Θυματολογία, επειδή υπάρχουν εγκλήματα χωρίς θύματα, το θύμα είναι ιδιαίτερη έννοια, είδος και προοπτική, που εξετάζονται στο πλαίσιο της Θυματολογίας, ενώ η Ποινολογία – Σωφρονιστική, αφορούν την κρατική αντίδραση, μετά.
Β. Η επιστημολογία της Εγκληματολογίας και η Εγκληματολογία του καθηγητή Γ. Πανούση
Πριν γίνει λόγος, για την οριοθέτηση της επιστημολογικής αυταξίας της Εγκληματολογικής Επιστήμης, από τους όμορους προς αυτήν, επιστημονικούς κλάδους, θα πρέπει να καθορίσουμε το συστηματικό εύρος της πρώτης. Εδώ, υπεισέρχεται η αντίληψη του ερευνητή για τη δεοντολογία – και συνεπώς, για την οντολογία – του περιεχομένου του κλάδου και για το πεδίο εφαρμογής του. Αρχικώς, οι ιδέες περί του εγκληματικού φαινομένου, ήταν συναινετικού χαρακτήρα, δηλ. εγκληματίας και έγκλημα θεωρούνταν ό,τι αντιλαμβανόταν η κυρίαρχη κοινωνική βούληση, μέσω της πολιτειακής νομοθέτησης (= εγκληματοποίησης/ποινικοποίησης), φυσικών προσώπων και ανθρώπινων κοινωνικών πράξεων ή παραλείψεων (Grotius, Rousseau, Montesqieu, Hume, Beccaria, Locke, Hegel κ.ά.), οι οποίες προβάλλονταν, κατά συμβολαιακό πλάσμα, στον (ποινικό) νόμο. Αναγκαία λοιπόν, επικρατούσε, τότε, το δόγμα του ideterminismus, η καταχρηστική άσκηση του οποίου,
Σελ. 14
επέφερε την ποινική τιμωρία και την κοινωνική αποδοκιμασία. Η διαπίστωση του γεγονότος όμως, ότι πολλά υποκείμενα δεν διέθεταν βουλητική επάρκεια κι αρτιότητα κατά τη δράση τους κι ότι διάφοροι αιτιογενείς (εξωτερικοί κυρίως, εγκληματογενείς κι εγκληματογόνοι) παράγοντες, επιδρούσαν αφόρητα στα (ασθενή, ατελή κ.ά.) πρόσωπα, εξουδετερώνοντας το βουλησιαρχικό στοιχείο τους, οδήγησε, σύντομα, στην παραδοχή αντίπαλων ιδεών θετικιστικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τη διάδοχη επικράτηση του determinismus (Lombroso, Ferri, Garofalo κ.ά.).
Ο θετικισμός - στην περίπτωση του ερευνητή – συνίσταται στην επαγωγική διαδικασία συναγωγής – αντίθετα προς την παραγωγική συμπερασματική λειτουργία – γενικών προτάσεων ισχύος της πραγματικότητας, μεταβαίνοντας από ένα πεπερασμένο σύνολο παρατηρησιακών δεδομένων σε μια αδιαπραγμάτευτη γενική παραδοχή. Δεδομένου ότι η – αυτοτελής ή η συμμετοχική – παρατήρηση βασίζεται αναγκαστικά σε ένα πλήθος παρατηρησιακών γεγονότων, έπεται πως η επαγωγή αναγορεύεται σε μια αξιόπιστη μεθοδολογία, η οποία επιδέχεται μόνο αναθεωρήσεις για την ανάδυση ενός νέου θεωρητικού προτύπου, διαρκώς κι εμπειρικώς, επαληθεύσιμου. Ο εν λόγω θετικισμός, είναι – εξ ορισμού – ορθολογιστικός κι εμπειριστικός, καθώς πηγή γνώσης είναι ο ανθρώπινος νους, στον οποίον όμως, προϋπάρχουν αλήθειες είτε ως τμήμα της αυτοσυνειδησίας του είτε τελούσες εν υπνώσει. Λόγου χάρη, η αρχή της αιτιότητας, η έννοια του χωροχρόνου ή η διασύνδεση αντικειμένων κι εννοιακών προκαθορισμών, αποτελούν ρασιοναλιστικές παραδοχές της πραγματικής γνώσης. Τούτο, δεν αποκλείει την εμπειρική πρόσβαση στο γνωσιακό είναι, καθώς η εμπειρία παραμένει μια παράλληλη πηγή γνώσης, η οποία επικουρεί στην αφύπνιση κι αποκάλυψη προϋπαρχουσών στο νου γενικών αληθειών. Όπως στον Leibniz, έτσι κι εδώ, τα γνώσιμα αντικείμενα δεν αποτελούν νοητικές κατασκευές, ανεξάρτητες από την εμπειρία, αλλά οντολογικές αναζητήσεις προς τις οποίες οφείλει αυτή να προσιδιασθεί. Ο Λογικοθετικισμός – λ.χ. Berkeley, Hume – δέχεται ότι οι καθολικές προτάσεις κωδικοποιούν προϋπάρχουσες φυσικές νομοτέλειες, οι οποίες μας αποκαλύπτονται μέσα από την παρατήρηση συγκεκριμένων φαινομένων, τα οποία ταξινομούνται με κριτήριο τις αναλογίες που εμφανίζουν, αρκεί να υπακούουν στις φρονηματικές προκαταλήψεις του παρατηρητή. Κατά τον Hume, η μόνη πηγή βεβαιότητας στο επίπεδο της εμπειρικής γνώσης, είναι η αισθητηριακή αντίληψη, δηλ. γενικεύσεις, οι οποίες προκύπτουν επαγωγικά, χωρίς να σημαίνει τούτο, οπωσδήποτε, ότι οι ανωτέρω παραδοχές είναι ανεξάρτητες από τον παρατηρητή. Ανακύπτει λοιπόν, στην πορεία, ένα εξαιρετικό
Σελ. 15
πρόβλημα, που αφορά την επαλήθευση, ιδίως όταν αυτή, δεν επιτυγχάνεται στον προσήκοντα βαθμό και δεν επικυρώνεται στην πραγματικότητα. Η εμπειριστική θεώρηση των Λογικοθετικιστών, επεχείρισε ν’ αποσαφηνίσει την φύση των πραγμάτων, επικαλούμενη τη διηνεκή επαληθευσιμότητά τους, γεγονός που κατέστη και η επαγωγική τους παγίδα. Δεδομένου λοιπόν, ότι τα υπό παρατήρηση φαινόμενα είναι κατ’ αριθμόν άπειρα και τα δυνάμενα να παρατηρηθούν, είναι πεπερασμένα, έπεται πως το χάσμα ανάμεσα στα δύο, πιθανοθεωρητικά, ουδέποτε θα περιορίζεται. Προς τούτο, ο Popper αντέστρεψε τον μεθοδολογικό έλεγχο των αποφάνσεων, μέσω την επαληθευσιμότητάς τους, με την εισαγωγή του επιστημολογικού μηχανισμού της διαψευσιμότητας των επαγωγικά συναγόμενων πορισμάτων. Οι εμπειρικές προτάσεις διαψεύδονται είτε γιατί είναι αφ’ εαυτών ενδεχομενικές είτε γιατί συνιστούν αναγωγές υπαρκτικών εννοήσεων των παρατηρητών – ερευνητών. Ο Popper, δεν συνδέει την ατομική θεώρηση με την θεωρητική γενίκευση, αν και πλήττεται η προσέγγισή του από το ζήτημα της επαγωγής, όπου η διασύνδεση του πεπερασμένα παρατηρήσιμου και της ακόλουθης γενίκευσης, πάσχει ως προς την απόλυτη συσχέτιση, έστω κι αν ο παρατηρών, είναι απόμακρος.
Από το σημείο αυτό, ανακύπτει η μεθοδολογική ατέλεια κι αντινομία των Λογικοθετικιστών, που μας οδήγησε στην ανεπανάληπτη τρώση των μεγάλων αφηγήσεων και των μονίμως έγκυρων αληθειών και την επιστήμη, υποχρεωτικά, στην πρόοδο ή στην ανατροπή της ορθολογικότητας. Έτσι, όλες οι συναινετικές και οι αιτιολογικές – περί του εγκλήματος – εξηγήσεις, απέβησαν άκαρπες εικασίες (λ.χ. μονοπαραγοντικές – πολυπαραγοντικές προσεγγίσεις), κρατώντας ως «φύλλο συκής» τον αυτοπροσδιορισμό τους, ως «επιστημονική» Εγκληματολογία, λες και οι άλλες θεωρητικές επεξεργασίες, στερούνται επιστημοσύνης, ανεξαρτήτως, της φιλοσοφικής τους αναφοράς και συνέπειας.
Σελ. 16
Το αντίπαλο ρεύμα σκέψης είναι ο αντιθετικισμός, που στην ευρύτερη διάστασή του, εκλαμβάνει την αλήθεια ως προϊόν της σχέσης νόησης και πραγματικότητας, η οποία είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλ. σχετική και συγχρόνως, ιστορικά αντικειμενική, ως στιγμή του απόλυτου στον χρόνο. Η αντικειμενική πραγματικότητα, δεν είναι ενορατική ή αντανακλαστική στη συνείδηση, αλλά επιστημονική, από-ιδεολογικοποιημένη, διαλεκτικά συγκεκριμένη και συνολική. Η πρόσληψή της από τον ερευνητή είναι θεωρησιακά υπερβατική, καθώς συνθέτει τις νευροφυσιολογικές διεργασίες (αισθητηριακά δεδομένα) με τους κοινωνικούς καθορισμούς της γνώσης. Δεν περιπίπτει στον αγνωστικισμό (Hume), επειδή δεν αγνοεί τον ενεργητικό ρόλο της συνείδησης και καταργεί τον απλοϊκό εμπειρισμό, την πλάνη, το σφάλμα και τις φαντασιώσεις, επειδή συλλαμβάνει έγκυρα τους καθορισμούς της νόησης. Στον υλιστικά διαλεκτικό αντιθετικισμό, προωθούνται οι βαθμίδες αλήθειας ή κινητοποιούνται τα επίπεδα ιδιοποίησης της πραγματικότητας, με γνώμονα την εποπτική αλήθεια και όχι τον θετικιστικό υποκειμενισμό κι αναζητώντας τη διαλεκτική συνάρτηση των αντικειμενικών δομών και των σχέσεων εκείνων, που αντιστοιχούν στα αισθητηριακά δεδομένα. Η ιδεολογία δεν ταυτίζεται με την ψευδή συνείδηση ούτε η επιστήμη με την «καθαρή» αλήθεια, μέσω της υπέρβασης της εμπειρικής γνώσης – ως προβαθμίδας της επιστήμης – και της εκκένωσης της ιστορικότητας. Η επιστήμη προκύπτει από τη ρήξη, την υπέρβαση και τη συνέχεια και κατά τούτο, η εξελικτική αντίληψη του Thomas Kuhn περί «αλλαγής παραδείγματος» ως ζήτημα επιλογής της «επιστημονικής κοινότητας», είναι ανιστορική κι ανολοκλήρωτη, καθώς οι εν λόγω έννοιες, δεν ενσωματώνουν το όλον των ενδογενών κι εξωγενών όρων γένεσης και προόδου μιας επιστήμης. Η έννοια του παραδείγματος είναι τελικά στατική και οριακά υποκειμενική (δεν απαντά στο ερώτημα της ανωτερότητας ή μη του νέου παραδείγματος), η έννοια της επιστημολογικής κρίσης κι επανάστασης προσομοιάζουν με συνειδησιακή κρίση παρά με αντικειμενική ροή των πραγμάτων, ενώ εκτοπίζει τη γυμνή δυναμική του επιστημονικού γίγνεσθαι, από την έρευνα. Στην εξεταζόμενη προσέγγιση, η εξέλιξη δεν νοείται σωρευτικά (λογικός ορθολογισμός) και θετικιστικό πρότυπο ούτε γίνεται αντιληπτή
Σελ. 17
ως διαδικασία τομών και ασυνέχειας (Althusser, Basselard) ούτε ως φαινόμενο, καθοριζόμενο από τις προτιμήσεις της «επιστημονικής κοινότητας». Η αποδεικτική σύλληψη του Kant είναι αντιπαραγωγική, επειδή η νόηση είναι φαινομενολογική των πραγμάτων, που δεν μπορεί να συλλάβει τα νοούμενα, ήτοι, τα πράγματα καθαυτά. Γι’ αυτό, η «μεταφυσική» δεν μπορεί να θεμελιωθεί επιστημονικά, ενώ οι φιλοσοφικές προτάσεις – κατά τον θετικισμό – στερούνται νοήματος και δεν υπόκεινται σε εμπειρικό έλεγχο. Κατά τον Popper, επιστημονικές, είναι μόνον οι διαψεύσιμες προτάσεις και συνεπώς, οι φιλοσοφικές προτάσεις δεν είναι επιστημονικές. Στην μαρξιστική εκδοχή του αντιθετικισμού, επιστήμη και φιλοσοφία συγκροτούν μορφές κοινωνικής συνείδησης, είναι ιστορικά αξεδιάλυτες και γενικεύουν τα επιστημονικά δεδομένα, ενώ είναι, ερμηνευτικά, επιστημολογικά, διάφορες, ρεαλιστικές, περαιτέρω άτμητες και φυσικοκοινωνικά αλληλεπιδραστικές, ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο.
Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που οι συγκρουσιακές και οι ριζοσπαστικές θεωρήσεις της Εγκληματολογίας, είναι γενικευτικού χαρακτήρα, καθολικής αναφοράς, αλλά και συγκεκριμένης ισχύος. Στην προβληματική αυτή, δεν καταργείται ο ρόλος της νευροφυσιολογίας, του βιολογισμού, της ψυχοπαθολογίας και του κοινωνικού καθορισμού, αλλά αναδεικνύεται, εκάστοτε και διαλεκτικά, ο πυρήνας του θέματος, δηλ. η άρτια, αντικειμενική και αληθής ταυτότητα του ζητουμένου, εξηγώντας το εγκληματολογικό ζήτημα, χωρίς υποκειμενικούς προκαθορισμούς, φενακισμένη συνείδηση, επιφανειακές ενοράσεις, μετρητικές αποδόσεις δεδομένων αμφίβολης ερμηνευτικής δυνατότητας και έωλες δοξασίες που δεν αντέχουν σε επίρρωση ή απόρριψη. Η εξορία του υποκειμένου, που ανήκει στην οικονομίστικη και στρουκτουραλιστική παράδοση του μαρξισμού, δεν απηχεί την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία του πρώιμου Marx. Άλλωστε, εκείνο που, προτίστως, ενδιαφέρει – πέραν των γνωσιακών παραμέτρων του έργου του – είναι η διαλεκτική μεθοδολογία προσώπου – κοινωνίας και η διαλεκτική του συγκεκριμένου.
Τα όσα προηγήθηκαν, αφορούν στην επιστημονική μεθοδολογία για την απόκτηση γνώσης του (εγκληματολογικού) αντικειμένου, από τις δύο βασικές κατευθύνσεις,
Σελ. 18
που κατατέμνουν επιστημολογικά, την μέχρι τούδε, εγκληματολογική έρευνα. Βέβαια, η γνώση αυτή, αναφέρεται στα γνωστικά αντικείμενα του εγκληματία και του εγκλήματος κι όχι σ’ εκείνο της εγκληματικότητας, του οποίου η γνώση αποκτάται μέσω της ποσοτικοποιημένης κοινωνικοέρευνας, που είναι συνήθως, η στατιστική. Επίσης, η μεθοδολογία αυτή υιοθετείται από τον παρατηρητή – ερευνητή και δεν αφορά στο πνεύμα εγκληματικής δράσης του παρατηρούμενου. Και στις δύο προσεγγίσεις, ο παρατηρητής ερευνά εξ αποστάσεως, όπου όμως, στη θετικιστική παρατήρηση ο ερευνών είναι προκατειλημμένος από φρονηματικές πεποιθήσεις και προσωπικές δοξασίες για το αντικείμενο έρευνας, ενώ στη δεύτερη, είναι πλήρως αποστασιοποιημένος, η λογική του διεργασία είναι εξωτερική κι αντικειμενική και τα όποια ερευνητικά πορίσματα συνάγονται με τη διαλεκτική μέθοδο σκέψης για το άτομο – δράστη και το έγκλημα του υποκειμένου και τα οποία, δύναται να έχουν ευρύτερη επιστημονική ρώμη και αξία. Μέσα στο παρατηρησιακό σύμπαν της δεύτερης λογικής αντίληψης, διαφοροποιούνται – κατά περίπτωση – τα ερευνητικά εργαλεία ανάλυσης. Έτσι, η διαντίδραση δεν ισούται με τον ειρηνικό διάλογο, γιατί τότε δεν θα μεσολαβούσε το έγκλημα, ενώ η κοινωνία θεάται στη συγκρουσιακή της διάσταση, η οποία μπορεί να είναι διατομική ή ομαδικά αντιπαραθετική. Στη ριζοσπαστική της προοπτική – μαρξιστικής υποκρούσεως – είναι έτι μάλλον συγκρουσιακή, δηλ. ταξικά ανταγωνιστική. Η εκδοχή αυτή, δεν αφορά τον εγκληματία, γιατί ο ταξικός αυτοκαθορισμός κι αυτογνωσία, προϋποθέτει την ύπαρξη ταξικής αυτεπίγνωσης, η οποία ως συνειδησιακή κατάσταση αρτιώνει την αλλοτρίωση, υπερβαίνει την φενακισμένη πεποίθηση και κατά τούτο, ακυρώνει – εκ προοιμίου – τον εγκληματία, ως ασύνειδο θύμα της κεφαλαιοκρατίας (ιστορική ερμηνεία του χωροχρονικού πλαισίου, εκδήλωσης του εγκληματικού φαινομένου). Ο εγκληματίας, είναι μια διαχρονική κατηγορία του αριστοτελικού αδίκου ατόμου – που
Σελ. 19
δεν είναι ο ενάρετος πολίτης – και που τελεί άδικες πράξεις που ενάγονται στη δικαιοσύνη (εγκλήματα, σήμερα). Δεν είναι λοιπόν, η έλλειψη – αυτή καθεαυτήν – των αρετών ή η φυσιογνωμονική του ατόμου, που οδηγούν το άτομο στο έγκλημα, αλλά, η έξωθεν ανάγνωση των ιδιοτήτων τούτων, που συνδιαμορφώνουν την χαρακτηριολογική φύση του αδίκου, στο μέτρο που το άτομο ενστερνίζεται την αντίδραση του άλλου. Ομοίως, οι βιολογικές ανωμαλίες και οι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις δεν επαρκούν καθεαυτές, για την μετάπτωση του ιδιότυπου προσώπου αυτού στο έγκλημα ή σε μια δυσαρμονική κοινωνική δράση, η οποία δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην και eo ipso τιμωτητέα συμπεριφορά. Άλλωστε, το πλήθος των ιδιοτήτων του είδους είναι άπειρο και μια πεπερασμένη στοιχειοθέτησή του, δεν άγει αξιόπιστα στην εγκληματική συμπερασματική. Μάλιστα, όσο κι αν η συνδρομή των παραγόντων αυτών είναι εγκληματογενής, τίποτα δεν αποκλείει την αναστολή ή την ματαίωση της εγκληματογόνου λειτουργίας τους, δηλ. την επιδραστική τους αποκλιμάκωση. Με αυτό, δεν υιοθετείται κάποια επιεικής στάση προς τον εγκληματία, αλλά παρεισφρέει η βαθύτερη και η λογικά συνεπέστερη, ερευνητική του επεξεργασία. Όπου ορισμένοι προβαίνουν στη διατύπωση αποδοκιμαστικών γνωμών, καθεδρικού τύπου αφορισμών και ειρωνικών σχολίων, είτε αγνοούν είτε παραποιούν το προκείμενο γνωσιακό είναι και γίγνεσθαι, τουλάχιστον στο επίπεδο της φιλοσοφίας, από την οποίαν προέρχονται όλες οι έγκυρα καθιδρυμένες επιστήμες. Τα βιολογικά και τα ψυχολογικά δεδομένα, είναι ιστορικώς ισόκυρες οντολογικές υποστάσεις και διαφοροποιούνται μόνον στο πλαίσιο των περιβαλλοντικών επιρροών κι επιδράσεων, στη δυναμική αλληλοσχέση τους. Στην ερευνητική διαλεκτική μέθοδο, οφείλουν να υπόκεινται όλες οι δυνατές ορίζουσες του γνωστικού αντικειμένου στην καθολικότητά τους, προκειμένου να ταυτοποιηθεί το οριζόμενο μέσα στο καθοριστικό χωροχρονικό του πλαίσιο. Εκεί κι a posteriori έχουν θέση, όλες οι δυνατές ερμηνείες, ακόμη και η υπαρξιστική γνωσιολογία, εφόσον οι εξηγητικές παράμετροι του επιστητού, δεν εξοβελίζονται και δη, χάριν προκαταλήψεων ή εμμονών. Αν για τη γνώση του εγκληματία-κοινωνικού ανθρώπου ισχύει η ανωτέρω ερμηνευτική σχετικότητα, για τη γνώση του εγκλήματος, η διαλεκτική του σύλληψη, είναι επιπλέον σχετικοποιημένη διεργασία, εφόσον το έγκλημα, πρέπει να προσλαμβάνεται ως τέτοιο από την ίδια την κοινωνία και από τον θεσμικό (ποινικό) της Λόγο. Πρόκειται δηλ. για μια αμιγώς εξωτερική έννοια, ως μια κοινωνική συμπεριφορά-εκδήλωση του δράστη, η οποία αξιολογείται ως έγκλημα κι αποδοκιμάζεται τιμωρητικά. Επειδή η κοινωνία είναι συγκρουσιακή, η κοινωνική πρόσληψη
Σελ. 20
ή ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των εγκλημάτων, δεν μπορεί, παρά να είναι αντιγνωμικός και λογικά σχετικός.
Τον δρόμο προς απελευθέρωση της Εγκληματολογίας από τα δεσμά των θεραπόντων της, άλλοτε ως θετική, άλλοτε ως λειτουργική, διαχειριστική, συντηρητική, περιβαλλοντική, συνθετική, μαρξιστική, ριζοσπαστική, μετανεωτερική και άλλα συναφή, διάνοιξε το πρώτον, ο ομότιμος καθηγητής Γιάννης Πανούσης, ο οποίος υπερέβη τις εν λόγω Εγκληματολογίες, συγγράφοντας και διδάσκοντας, πως η Εγκληματολογία είναι μία, ασφαλώς με κατευθύνσεις – θετικιστικές, αντιθετικιστικές και μετανεωτερικές – και αντίστοιχες κατακτήσεις. Στην ερμηνεία του γνωστικού της αντικειμένου (εγκληματίας, έγκλημα) – αφού όπως εξηγεί, η Εγκληματολογία ασχολείται με τους δράστες περισσότερο και με τις δράσεις λιγότερο – λαμβάνουν χώρα επιτρεπτά κι επιπλέον εξηγήσεις, μετα-επιστημονικής αναφοράς, που συνδέονται, αναπόφευκτα, με τη μαγεία, την φυσιογνωμία, το άδυτο του ψυχισμού, τη δυσεξήγητη ιδιορρυθμία του εγκληματία, που παράγει φόβο και γοητεία και θέτει σε αμηχανία κι ανασφάλεια τον ειδικό, ενώ καθιστά ανεπαρκή κι επισφαλή τον επιστημονικό Λόγο. Προφανώς, ο καθηγητής Πανούσης - ως κατ’ εξοχήν εγκληματολόγος του καιρού μας – αναφέρεται στον εγκληματία, που – κατά τη γνώμη μου, όμως – δεν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε εγκληματίας, αλλά ο ιδιόμορφος, ο παράξενος, ο παράλογος, ο μανιακός, ο βιωματικός εγκληματίας, ήτοι ο εν συνειδήσει άδικος. Από τη σκοπιά αυτή, ο καθ. Πανούσης, φωτίζει την αόρατη, εγγενή, ιδιότυπη, ανεπανάληπτη και πάσχουσα ύπαρξη του ανθρώπου-εγκληματία, στη διαχρονία και παντοτινότητά του, όπως υπέδειξαν οι Ντοστογιέφσκυ, Μπωντλέρ, Σάρτρ, Ζενέ, Καμύ κ.ά.
Η Εγκληματολογία και οι εγκληματολόγοι λοιπόν, καλούνται ν’ απαντήσουν σε δυσχερή και οριακά ζητήματα, γεγονός το οποίο καθιστά αναπότρεπτο και ομολογιακό, τον οφειλόμενο σεβασμό προς αυτούς, στο βαθμό, που έχουν κατανοήσει τη βαρύτητα του καθήκοντος και της αποστολής τους. Δυστυχώς όμως, η εν πολλοίς συντρέχουσα άγνοια, μωροφιλοδοξία και η ανάπηρη μέθεξη στο ζητούμενο του κλάδου, έχει οδηγήσει στους παντοειδείς εγκληματολογούντες στο όνομα της Εγκληματολογίας, φαιδροποιώντας την ουσιολογία της. Στο σώφρον απαιτητικό επίπεδο, είναι ορθολογικά αδύνατο, να «κάνει» κάποιος «Εγκληματολογία», χωρίς επαρκείς γνώσεις, στη Φιλοσοφία, Ιστορία, Γεωγραφία, Βιολογία, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Πολιτική Επιστήμη, Δίκαιο, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Εθνογραφία/Εθνολογία, Λογοτεχνία, Αστυνομική μυθοπλασία, Ποινικές Επιστήμες, Οικονομία