ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ & ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
- Εκδοση: 2η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 712
- ISBN: 978-618-08-0378-5
ΠρΟλογος
ΚυριΟτερες συντοµογραφΙες
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ - ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
Εισαγωγή 3
KΕΦΑΛΑΙΟ I
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ 5
A. Πεδίο εφαρµογής “ratione materiae” 5
Β. Μέσα υλοποίησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων 7
1. Τελωνειακή Ένωση 7
2. Κατάργηση των φορολογικών διακρίσεων 12
3. Κατάργηση ποσοτικών περιορισµών και µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στις συναλλαγές µεταξύ των κρατών µελών 18
α) Μέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς
στις εισαγωγές: Έννοια και µορφές 18
β) Μέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς
στις εξαγωγές 28
γ) Δικαιολόγηση των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος µε βάση
το άρθρο 36 29
4. Διαρρύθµιση των κρατικών εµπορικών µονοπωλίων 33
KΕΦΑΛΑΙΟ IΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 36
Α. Πεδίο εφαρµογής “ratione personae” 36
Β. Πεδίο εφαρµογής “ratione materiae” 41
1. Έννοια - Περιεχόµενο του δικαιώµατος εγκατάστασης 41
α) Άσκηση µη µισθωτής οικονοµικής δραστηριότητας 41
β) Μόνιµος και διασυνοριακός χαρακτήρας της οικονοµικής δραστηριότητας 41
2. Μορφές εγκατάστασης 42
Γ. Ελεγχόµενοι περιορισµοί 44
1. Διακριτικές ρυθµίσεις 44
2. Αδιακρίτως εφαρµοζόµενες ρυθµίσεις 44
3. Ρυθµίσεις της χώρας προέλευσης και ρυθµίσεις θεσπιζόµενες
από Επαγγελµατικές Ενώσεις 45
4. Ρυθµίσεις που παρεµποδίζουν την αποτελεσµατική άσκηση
της ελευθερίας εγκατάστασης 46
Δ. Αναγκαιότητα εναρµόνισης των όρων άσκησης των µη µισθωτών δραστηριοτήτων 47
Ε. Νοµιµοποίηση των περιοριστικών ρυθµίσεων 49
1. Διακριτικές ρυθµίσεις 49
α) Δραστηριότητες συνδεόµενες µε την άσκηση δηµόσιας εξουσίας 49
β) Προστασία της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας ασφάλειας και της δηµόσιας υγείας 52
2. Αδιακρίτως εφαρµοζόµενες ρυθµίσεις: Επιτακτικοί λόγοι γενικού συµφέροντος 54
KΕΦΑΛΑΙΟ IΙI
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ 58
Α. Πεδίο εφαρµογής “ratione personae” 58
Β. Πεδίο εφαρµογής “ratione materiae” 58
1. Παροχή έναντι ανταλλάγµατος 59
2. Διασυνοριακός χαρακτήρας της παροχής 59
3. Προσωρινός χαρακτήρας της παροχής 60
Γ. Φύση των απαγορευµένων περιορισµών 61
Δ. Νοµιµοποίηση των εθνικών περιοριστικών ρυθµίσεων 63
KΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΩΝ 66
A. Πεδίο εφαρµογής του άρθρου 63 της ΣΛΕΕ 66
Β. Η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 65 της ΣΛΕΕ 70
1. Γενικά χαρακτηριστικά της διάταξης 71
2. Προϋποθέσεις εφαρµογής 72
3. Λόγοι εξαίρεσης - Συνοπτική παρουσίαση 73
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ 76
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Εισαγωγή 81
Α. Η “ratio” των σχετικών διατάξεων και η αναγκαία στάθµιση συµφερόντων
κατά την εφαρµογή τους 81
Β. Βασικά χαρακτηριστικά των σχετικών διατάξεων 84
KΕΦΑΛΑΙΟ I
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 101 ΚΑΙ 102 ΤΗΣ ΣΛΕΕ 87
Α. Αντικείµενο προστασίας 87
1. Νοµολογιακή οριοθέτηση του αντικειµένου προστασίας: “Workable competition” 87
2. Συνέπειες της επιλογής του µοντέλου του “workable competition”
ως αντικείµενου προστασίας των διατάξεων ανταγωνισµού της ΕΕ 89
3. Λειτουργίες (στόχοι) των κανόνων του ανταγωνισµού της ΕΕ 94
α) Γενική Λειτουργία 94
β) Ειδική Λειτουργία 95
Β. Πεδίο εφαρµογής 95
1. Πεδίο Εφαρµογής “ratione personae” 95
α) Συστατικά στοιχεία της έννοιας της επιχείρησης ως κριτηρίου οριοθέτησης του “ratione personae” πεδίου εφαρµογής των διατάξεων του ανταγωνισµού της ΕΕ 96
i. Λειτουργική - οικονοµική προσέγγιση της έννοιας της επιχείρησης 96
ii. Η αυτονοµία οικονοµικής δράσης 97
β) Ειδικές εφαρµογές 97
i. Κρατικοί Οργανισµοί και Φορείς 98
ii. Συµφωνίες εµπορικής αντιπροσωπείας 102
iii. Όµιλοι επιχειρήσεων στο δίκαιο του ανταγωνισµού της ΕΕ 104
iv. Δυνατότητα καταλογισμού στον δεσπόζοντα προμηθευτή της αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς που αυτός επιβάλλει στους ανεξάρτητους διανομείς του 108
2. Πεδίο εφαρµογής “ratione loci” - “Extraterritorial effect”
των διατάξεων του ανταγωνισµού της ΕΕ 109
KΕΦΑΛΑΙΟ II
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 101 ΠΑΡ. 1 ΤΗΣ ΣΛΕΕ 111
Α. Σύµπραξη: Έννοια και µορφές 111
1. Συµφωνία επιχειρήσεων 111
2. Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων 114
α) Προϋποθέσεις υπαγωγής στο πεδίο ελέγχου του άρθρου 101 παρ. 1 της Συνθήκης 114
β) Διάκριση της απόφασης ένωσης επιχειρήσεων από τα κρατικά µέτρα 115
3. Εναρµονισµένη πρακτική 118
α) Εννοιολογικά στοιχεία 118
β) Απόδειξη 119
4. Ενιαία και διαρκής παράβαση 120
Β. Περιορισµός του ανταγωνισµού 121
1. Κριτήρια προσδιορισµού της έννοιας του «περιορισµού»
του ανταγωνισµού 121
2. Καταλογισµός του περιορισµού του ανταγωνισµού στη σύµπραξη 124
3. Περιπτώσεις περιοριστικών- αντι-ανταγωνιστικών συµπράξεων 125
Γ. Επηρεασµός του εµπορίου µεταξύ των κρατών µελών 127
KΕΦΑΛΑΙΟ III
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ 131
Α. Οµαδική (κατά κατηγορίες) απαλλαγή 131
1. Περιγραφή του µηχανισµού - Φιλοσοφία των νέων κανονισµών απαλλαγής 131
2. Έννοµες συνέπειες των κανονισµών οµαδικής απαλλαγής 132
Β. Ατοµική απαλλαγή: Oυσιαστικές προϋποθέσεις ατοµικής απαλλαγής
των περιοριστικών συµπράξεων 134
KΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 102 ΤΗΣ ΣΛΕΕ 140
Α. Δεσπόζουσα θέση 140
1. Οριοθέτηση της σχετικής αγοράς 140
α) Οριοθέτηση της «σχετικής» αγοράς, κατά προϊόν ή υπηρεσία 141
β) Η οριοθέτηση, κατά τόπο, της σχετικής αγοράς (γεωγραφική οριοθέτηση) 146
2. Ορισµός, µορφές και κριτήρια διαπίστωσης της δεσπόζουσας θέσης 147
α) Ορισµός 147
β) Μορφές δεσπόζουσας θέσης 148
γ) Κριτήρια διαπίστωσης της δεσπόζουσας θέσης 150
i. Μερίδιο αγοράς της επιχείρησης 150
ii. Ποσοστό συµµετοχής άλλων ανταγωνιστών στην ίδια αγορά 150
iii. Νοµικά ή πραγµατικά εµπόδια εισόδου άλλων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά 151
iv. Συναλλακτική - Εµπορική πολιτική της δεσπόζουσας επιχείρησης 151
Β. Απαγορευµένη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης 152
1. Έννοια της κατάχρησης 152
2. Έννοια και σημασία του κριτήριου του εξ’ ίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή
(“the as efficient competitor test”) για την αξιολόγηση της κατάχρησης 153
3. Μορφές κατάχρησης 155
α) Επιβολή µη δίκαιων τιµών (αγοράς ή πώλησης) ή άλλων όρων συναλλαγής 155
β) Επιθετική τιµολόγηση (predatory pricing) - Πώληση κάτω του κόστους 156
γ) Πρακτική συµπίεσης περιθωρίων κέρδους (margin squeeze) 158
δ) Επιβολή διακριτικών τιµών και άλλων διακριτικών όρων συναλλαγής 159
ε) Μορφές καταχρηστικής εκπτωτικής πολιτικής της δεσπόζουσας επιχείρησης 161
στ) Άρνηση πώλησης ή συναλλαγής εν γένει 164
ζ) Ρήτρες αποκλειστικής προµήθειας από δεσπόζουσα επιχείρηση 172
η) Υποχρέωση αποδοχής ή εξώθηση αποδοχής και άλλων πρόσθετων
µη αναγκαίων προϊόντων ή υπηρεσιών (Tying - Bundling) 173
θ) Άλλες καταχρηστικές εµπορικές πρακτικές που εφαρµόζονται από
τη δεσπόζουσα επιχείρηση στο πλαίσιο της διανοµής των προϊόντων της 174
KΕΦΑΛΑΙΟ V
ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 101 & 102 ΤΗΣ ΣΛΕΕ 176
Α. Οµοιότητες και διαφορές των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης 176
Β. Συνδυασµένη εφαρµογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης 177
KΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΙΣ ΚΑΘΕΤΕΣ ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ 181
Α. Oρισµός και µορφές κάθετων συµπράξεων 181
Β. Γενικές αρχές αξιολόγησης των κάθετων συµπράξεων 182
Γ. Βασικά χαρακτηριστικά του κανονισµού οµαδικής απαλλαγής 720/2022 187
1. Πεδίο εφαρµογής του κανονισµού 187
2. Δοµή και βασικές ρυθµίσεις του κανονισµού 720/2022 191
Δ. Ατοµική αξιολόγηση των κάθετων συµπράξεων που δεν εµπίπτουν
στο πεδίο εφαρµογής του κανονισµού 720/2022 197
1. Εισαγωγικές σκέψεις 197
2. Ανάλυση συγκεκριµένων κάθετων περιορισµών 198
α) Ρήτρες καθορισµού τιµών µεταπώλησης και διαίρεσης των αγορών 198
β) Ρήτρες προώθησης συγκεκριµένου σήµατος
(υποχρέωση µη άσκησης ανταγωνισµού) 199
γ) Αποκλειστική διανοµή και αποκλειστική παραχώρηση πελατείας 201
δ) Συµφωνίες επιλεκτικής διανοµής 204
ε) Συµφωνίες δικαιόχρησης (franchising) 208
στ) Συµφωνίες αποκλειστικής προµήθειας 209
Ε. Κάθετες συµφωνίες στον τοµέα των αυτοκινήτων -
Κανονισµός απαλλαγής 461/2010 210
KΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΙΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ 214
A. Γενικές αρχές αξιολόγησης των οριζόντιων συµπράξεων 214
Β. Ανάλυση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου 218
1. Συµφωνίες έρευνας και ανάπτυξης (κανονισµός 1066/2023) 219
α) Πεδίο εφαρµογής 219
β) Προϋποθέσεις απαλλαγής 220
γ) Ρήτρες που αποκλείονται της απαλλαγής 223
δ) Ανάκληση του προνοµίου της απαλλαγής 223
2. Συµφωνίες εξειδίκευσης (κανονισµός 2023/1067) 223
α) Πεδίο εφαρµογής 223
β) Προϋποθέσεις απαλλαγής 224
γ) Ανάκληση του προνοµίου της απαλλαγής 225
KΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ 226
Α. Βασικές αρχές αξιολόγησης 226
1. Άδειες εκµετάλλευσης δικαιωµάτων ευρεσιτεχνίας 226
α) Αναγνώριση προστασίας του «ειδικού αντικειµένου» του δικαιώµατος 226
β) Μερική εφαρµογή της θεωρίας του “rule of reason” 228
2. Άδειες εκµετάλλευσης τεχνογνωσίας 229
Β. Ανάλυση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου: Κανονισµός 316/2014 230
1. Πεδίο Εφαρµογής του κανονισµού “ratione materiae” -
Γενικές προϋποθέσεις απαλλαγής 231
2. Ουσιαστικές διατάξεις του κανονισµού - Ειδικές προϋποθέσεις απαλλαγής 235
α) Περιορισµοί ιδιαίτερης σοβαρότητας που εµποδίζουν την απαλλαγή
του συνόλου της συµφωνίας 235
i. Συµφωνίες µεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων 235
ii. Συµφωνίες µεταξύ µη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων 237
β) Ρήτρες µη δυνάµενες να τύχουν απαλλαγής 241
3. Ανάκληση του ευεργετήµατος της οµαδικής απαλλαγής 241
KΕΦΑΛΑΙΟ IX
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ
ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ 243
Α. Εφαρµογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ στον τραπεζικό τοµέα 243
1. Υπαγωγή των τραπεζικών δραστηριοτήτων στους κανόνες του ανταγωνισµού 243
2. Εφαρµογή του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ στις διατραπεζικές συµφωνίες
καθορισµού επιτοκίων 244
3. Διασυνοριακές µεταφορές πίστωσης και κανόνες του ανταγωνισµού 246
α) Γενικοί στόχοι της πολιτικής του ανταγωνισµού στο συγκεκριµένο τοµέα 246
β) Πρακτικές που συνδέονται µε την οργάνωση και λειτουργία
ενός συστήµατος πληρωµών 246
γ) Διατραπεζικές προµήθειες σε συστήµατα πληρωµής µε πιστωτικές κάρτες 248
Β. Η εφαρµογή των κανόνων του ανταγωνισµού στον τοµέα των ασφαλίσεων 249
1. Νοµολογιακή επιβεβαίωση της εφαρµογής των κανόνων
του ανταγωνισµού 249
2. Υπαγωγή των συµφωνιών στην αγορά ασφαλίσεων στο κοινό καθεστώς
των κατευθυντήριων γραµµών για τις οριζόντιες συµπράξεις 250
α) Κοινή κατάρτιση συλλογών στοιχείων, πινάκων και µελετών 250
β) Κοινή κάλυψη ορισµένων ειδών ασφαλιστικών κινδύνων 251
γ) Τυποποιηµένοι ασφαλιστικοί όροι 251
δ) Συµφωνίες για τον από κοινού ορισµό (τυποποίηση) τεχνικών προδιαγραφών 252
Γ. Το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων στον χρηµατοπιστωτικό τοµέα 253
KΕΦΑΛΑΙΟ X
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΑΝΤΙ-ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ:
ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 1/2003 255
Α. Από το σύστηµα της προηγούµενης έγκρισης, στο σύστηµα της εκ
του νόµου (αυτόµατης) εξαίρεσης 256
1. Εισαγωγή της αρχής της “ab initio” αυτόµατης απαλλαγής (εξαίρεσης)
των περιοριστικών συµπράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις
της παρ. 3 του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ 256
2. Συνέπειες της αρχής της “ab initio” αυτόµατης απαλλαγής 258
α) Αποκατάσταση της ενότητας στην εφαρµογή του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ 258
β) Επιπτώσεις στη νοµική ασφάλεια των επιχειρήσεων 259
Β. Ενίσχυση της αποκεντρωµένης εφαρµογής του ευρωπαϊκού
δικαίου του ανταγωνισµού 259
1. Κατανοµή αρµοδιοτήτων µεταξύ της Επιτροπής, των εθνικών
αρχών ανταγωνισµού και των εθνικών δικαστηρίων 260
α) Οι αρµοδιότητες των εθνικών αρχών ανταγωνισµού και των εθνικών δικαστηρίων 260
i. Οι αρµοδιότητες των εθνικών αρχών 260
ii. Οι αρµοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων 263
iii. Ο κανονισµός 1/2003 και η αρχή της διαδικαστικής και θεσµικής αυτονοµίας
των κρατών-µελών 265
β) Αρµοδιότητες της Επιτροπής 269
i. Αποκλειστική αρµοδιότητα της Επιτροπής για τη χάραξη και ανάπτυξη
της πολιτικής του ανταγωνισµού της ΕΕ 269
ii. Παράλληλη αρµοδιότητα της Επιτροπής για την εφαρµογή των διατάξεων
του ανταγωνισµού της ΕΕ 270
iii. Εξουσίες έρευνας και ελέγχου 273
iv. Εξουσία επιβολής κυρώσεων 274
2. Οι σχέσεις ανάµεσα στις αρµόδιες εθνικές αρχές, τα εθνικά δικαστήρια
και την Επιτροπή, κατά την εφαρµογή των κανόνων του ανταγωνισµού 277
α) Οι σχέσεις συνεργασίας στο πλαίσιο του Δικτύου (ήτοι ανάµεσα στην Επιτροπή
και τις εθνικές αρχές, καθώς και ανάµεσα στις εθνικές αρχές) 277
i. Παροχή πληροφοριών κατά την έναρξη της διαδικασίας -
Δυνατότητα παραποµπής της υπόθεσης 278
ii. Υποχρέωση ενηµέρωσης της Επιτροπής πριν από την έκδοση απόφασης 280
iii. Ανταλλαγή πληροφοριών µεταξύ των µελών του Δικτύου και χρήση
των πληροφοριών αυτών 280
iv. Συνδροµή σε επίπεδο έρευνας 282
β) Οι σχέσεις εξάρτησης 282
γ) Οι σχέσεις µεταξύ Επιτροπής και δικαστηρίων 286
i. Οι σχέσεις συνεργασίας 286
ii. Οι σχέσεις εξάρτησης 287
Γ. Οριοθέτηση της συντρέχουσας εφαρµογής των εθνικών διατάξεων
του ανταγωνισµού και των αντίστοιχων διατάξεων της ΣΛΕΕ 288
KΕΦΑΛΑΙΟ XI
ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 291
Α. Δικαίωµα άµυνας των εµπλεκοµένων και κύρια µέσα διασφάλισής του 291
1. Κοινοποίηση αιτιάσεων 291
2. Δικαίωµα πρόσβασης στο φάκελο 293
3. Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας µεταξύ δικηγόρων και πελατών 295
Β. Πρόγραµµα επιείκειας 297
1. Επιδιωκόµενος σκοπός 297
2. Προϋποθέσεις χορήγησης απαλλαγής από το πρόστιµο ή µείωσης του προστίµου 297
3. Διασφάλιση της αποτελεσµατικότητας της διαδικασίας επιείκειας 299
α) Οι ενωσιακές «ρυθµίσεις» 299
β) Η θέση της νοµολογίας ως προς την ανάγκη διασφάλισης
της αποτελεσµατικότητας των προγραµµάτων επιείκειας 301
Γ. Ανάληψη δεσµεύσεων 304
Δ. Η «παραγραφή» κατά τον κανονισµό 1/2003 306
1. Άρθρο 25 του κανονισµού 1/2003 306
α) Η προθεσµία «παραγραφής» του άρθρου 25 παρ. 1 306
β) Διακοπή και αναστολή της «παραγραφής» κατά το άρθρο 25
παρ. 3-6 του κανονισµού 307
2. Παραγραφή της εκτέλεσης των ποινών (άρθρο 26 του κανονισµού 1/2003) 311
KΕΦΑΛΑΙΟ XII
ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 313
Α. Η ακυρότητα 313
Β. Αξίωση αποζηµίωσης 314
1. Νοµική θεµελίωση στην έννοµη τάξη της Ένωσης 314
2. Το περιεχόµενο της αξίωσης και οι ουσιαστικές και δικονοµικές
προϋποθέσεις άσκησής της 316
KΕΦΑΛΑΙΟ XIII
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 325
Ι. Ανεπάρκεια των άρθρων 101 & 102 της ΣΛΕΕ για τον έλεγχο
των συγκεντρώσεων; 325
ΙΙ. Ανάλυση του κανονισµού 139/2004 του Συµβουλίου 327
Α. Πεδίο εφαρµογής του κανονισµού 139/2004 327
1. Έννοια και µορφές συγκέντρωσης σύµφωνα µε τον κανονισµό 328
α) Συγχώνευση µεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων 328
β) Απόκτηση ελέγχου 329
i. Έννοια του ελέγχου 329
ii. Ειδικές µορφές ελέγχου 331
iii. Εξαιρέσεις (άρθρο 3 παρ. 5 του κανονισµού) 333
γ) Δηµιουργία κοινών επιχειρήσεων (Joint Venture Companies) 334
2. «Κοινοτική διάσταση» της συγκέντρωσης 337
α) Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που συµµετέχουν στη συγκέντρωση,
κριτήριο για την εκτίµηση της «κοινοτικής διάστασης» της συγκέντρωσης 337
β) Περιπτώσεις συγκεντρώσεων µε «κοινοτική διάσταση» 339
i. Συγκεντρώσεις που πληρούν ορισµένες ποσοτικές προϋποθέσεις 339
ii. Συγκεντρώσεις µεταξύ επιχειρήσεων που πραγµατοποιούν έναν ελάχιστο
κύκλο εργασιών σε τρία τουλάχιστον κράτη-µέλη 340
γ) Συνέπειες της «κοινοτικής διάστασης» της συγκέντρωσης 341
i. Κανόνας: αποκλειστική υπαγωγή στο σύστηµα ελέγχου του κανονισµού 341
ii. Εξαιρέσεις 343
3. Υπαγωγή των λεγόµενων «παρεπόµενων» περιορισµών στον κανονισµό 345
α) Ρήτρες µη ανταγωνισµού 347
β) Άδειες εκµετάλλευσης δικαιωµάτων πνευµατικής, βιοµηχανικής, εµπορικής
ιδιοκτησίας και τεχνογνωσίας 347
γ) Συµφωνίες προµήθειας και διάθεσης αγαθών ή υπηρεσιών 348
Β. Έλεγχος της συµβατότητας των συγκεντρώσεων µε τον κανονισµό 348
1. Γενικοί κανόνες αξιολόγησης 348
2. Μέθοδος αξιολόγησης 350
α) Οριοθέτηση των σχετικών αγορών 351
β) Μερίδια αγοράς 352
γ) Αντισταθµιστική ισχύς πελατών, προµηθευτών - Εµπόδια εισόδου στη σχετική αγορά (Δυνητικός ανταγωνισµός) 353
δ) Βελτίωση της αποτελεσµατικότητας 353
στ) Συγκεντρώσεις που οδηγούν σε συντονισµένη συµπεριφορά 354
ζ) Βασικές αρχές αξιολόγησης των µη οριζόντιων συγκεντρώσεων 355
Γ. Διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων 357
1. Υποχρέωση κοινοποίησης της συγκέντρωσης - Έννοµες συνέπειες της κοινοποίησης 357
2. Περιγραφή των φάσεων της διαδικασίας ελέγχου -
Αποφασιστική αρµοδιότητα της Επιτροπής 361
α) Γενικό περίγραµµα 361
β) Ειδικά διαδικαστικά ζητήµατα: Διορθωτικά µέτρα 363
KΕΦΑΛΑΙΟ XIV
ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΕ 366
Α. Έλεγχος των κρατικών µέτρων που εξουδετερώνουν
την πρακτική αποτελεσµατικότητα των κανόνων του ανταγωνισµού 366
1. Διατύπωση του κανόνα - Διασφάλιση του «χρήσιµου»
αποτελέσµατος των κανόνων του ανταγωνισµού 366
2. Εύρος και συνέπειες εφαρµογής του κανόνα 367
α) Έλεγχος των κανονιστικών - κρατικών µέτρων επιβολής
αντι-ανταγωνιστικής συµπεριφοράς στις επιχειρήσεις 367
β) Σωρευτικός έλεγχος των κανονιστικών µέτρων που νοµιµοποιούν
αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές και των συναφών συνοδευτικών
αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών 368
γ) Έλεγχος των κανονιστικών - κρατικών µέτρων ανάθεσης σε επιχειρήσεις αρµοδιοτήτων παρέµβασης στην αγορά 369
δ) Η σύνδεση των κρατικών µέτρων µε συνοδευτική αντι-ανταγωνιστική πρακτική των επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ελέγχου των εν λόγω µέτρων; 369
Β. Δηµόσιες - Μονοπωλιακές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις που απολαµβάνουν
ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων: Ανάλυση του άρθρου 106 της ΣΛΕΕ 373
1. Προϋποθέσεις απαγόρευσης των κρατικών µέτρων: Άρθρο 106 παρ. 1 374
α) Επιχειρήσεις που υπάγονται στην παρ. 1 του άρθρου 106 374
i. Δηµόσιες επιχειρήσεις 374
ii. Επιχειρήσεις που απολαµβάνουν ειδικών ή µονοπωλιακών δικαιωµάτων 375
β) Κρατικά µέτρα υπαγόµενα στην παρ. 1 του άρθρου 106 375
2. Εξαίρεση από την απαγόρευση: Άρθρο 106 παρ. 2 378
α) Έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονοµικού συµφέροντος (ΥΓΟΣ) 379
β) Προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 106 παρ. 2 382
KΕΦΑΛΑΙΟ XV
KΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ 384
Α. Προϋποθέσεις απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων κατά
το άρθρο 107 παρ. 1 της ΣΛΕΕ 384
1. Η ύπαρξη ενίσχυσης: Εννοιολογικά στοιχεία και µορφές 384
α) Παροχή οικονοµικού - ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος 385
i. Εισαγωγικές σκέψεις 385
ii. Κρατική ενίσχυση και κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή-συναλλασσόµενου 387
iii. Κρατική ενίσχυση και Υπηρεσίες Γενικού Οικονοµικού συµφέροντος (ΥΓΟΣ ) -
Θέση της νοµολογίας 388
β) Μεταφορά κρατικών πόρων - Επιβάρυνση κρατικού προϋπολογισµού 390
γ) Καταλογισµός του µέτρου στο κράτος 392
δ) Επιλεκτικός χαρακτήρας του µέτρου 394
2. Περιορισµός του ανταγωνισµού και προσβολή του εµπορίου
µεταξύ των κρατών µελών 396
Β. Ο κανόνας “de minimis”, όριο στην απαγόρευση του άρθρου 107
παρ. 1 της ΣΛΕΕ 398
1. Γενικός κανονισµός “de minimis” (2023/2831) 398
2. Ειδικός κανονισµός “de minimis” για επιχειρήσεις επιφορτισµένες µε ΥΓΟΣ 398
Γ. Εξαιρέσεις στην αρχή της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων 400
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 400
2. Αρχές που διέπουν την εξαίρεση-απαλλαγή των κρατικών ενισχύσεων 404
α) Συµβολή της ενίσχυσης στην ικανοποίηση του γενικού συµφέροντος της Ένωσης 404
β) Αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας της ενίσχυσης 405
γ) Αρχή της διαφάνειας 406
3. Ειδικές περιπτώσεις εξαιρέσεων 406
α) Περιφερειακές ενισχύσεις [107 παρ. 3 (α), 107 παρ. 3 (γ)] 406
β) Γενικές οριζόντιες ενισχύσεις [Άρθρο 107 παρ. 3 (β)] 408
γ) Τοµεακές Ενισχύσεις 408
δ) Ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονοµικού συµφέροντος 408
i. Κανόνες που τίθενται από την απόφαση 2012/21 της Επιτροπής σχετικά µε
τις ενισχύσεις για την αντιστάθµιση ΥΓΟΣ 409
ii. Κανόνες που διέπουν τη συµβατότητα µε το άρθρο 106 παρ. 2 της ΣΛΕΕ
ενισχύσεων για αντιστάθµιση ΥΓΟΣ, υποκείµενων σε κοινοποίηση,
κατά το άρθρο 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ 411
4. Απαλλαγή ενισχύσεων κατά κατηγορίες: Γενικός Κανονισµός Απαλλαγής 651/2014 415
α) Οι οριζόντιες ρυθµίσεις του κανονισµού 416
i. Πεδίο εφαρµογής 416
ii. Ορισµοί 417
iii. Διαφάνεια των ενισχύσεων 417
iv. Όρια κοινοποίησης µεµονωµένων ενισχύσεων 417
v. Σώρευση ενισχύσεων 418
vi. Χαρακτήρας κινήτρου της ενίσχυσης 418
vii. Διαφάνεια της διαδικασίας και εποπτεία 419
β) Έννοµες συνέπειες του κανονισµού 420
γ) Κριτική αξιολόγηση του κανονισµού 421
Δ. Διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων 423
1. Προληπτικός έλεγχος των νέων ενισχύσεων 423
α) Yποχρέωση κοινοποίησης στην Επιτροπή 423
β) Υποχρέωση αναστολής χορήγησης της ενίσχυσης 425
2. Διαρκής έλεγχος των υφιστάµενων ενισχύσεων 426
3. Αποφάσεις της Επιτροπής: Έννοµες συνέπειες - Δικαστικός Έλεγχος 427
4. Έννοµη προστασία επί παραβάσεως των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων 429
α) Ο ρόλος της Επιτροπής 429
i. Δικαίωµα καταγγελίας των ενδιαφεροµένων 429
ii. Αίτηση ασφαλιστικών µέτρων 431
β) Ο ρόλος του εθνικού δικαστή 432
i. Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων
του προληπτικού ελέγχου των ενισχύσεων 432
ii. Έννοµες συνέπειες που οφείλει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής επί παράβασης
των κανόνων του προληπτικού ελέγχου 434
iii. Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή επί απόφασης της Επιτροπής για ανάκτηση
των παράνοµων ενισχύσεων 436
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI
Καθεστώς ελέγχου ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν
την εσωτερική αγορά: Κανονισμός 2022/2560
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 438
Α. Tο ρυθμιστικό κενό για τον έλεγχο των ξένων επιδοτήσεων 438
Β. Κάλυψη του κενού από τον κανονισμό 2022/2560 439
Γ. Πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 439
Δ.Κριτήρια ουσιαστικής αξιολόγησης των ξένων επιδοτήσεων 440
Ε. Διαδικασίες ελέγχου των ξένων επιδοτήσεων 441
1. Αυτεπάγγελτος (ex officio) έλεγχος 441
2. Ο προληπτικός έλεγχος 441
α) Των επιδοτούμενων συγκεντρώσεων 441
i) Καλυπτόμενες επιδοτήσεις 441
ii) Συνέπειες της παράβασης της υποχρέωσης κοινοποίησης
της επιδοτούμενης συγκέντρωσης 442
iii) Ανάγκη συνεκτικής εφαρμογής του κανονισμού με άλλα μέσα ελέγχου 443
β) Προληπτικός έλεγχος των ξένων επιδοτήσεων στο πλαίσιο
των δημόσιων συμβάσεων 444
ΣΤ. Σύγκριση μηχανισμού ελέγχου των ξένων επιδοτήσεων με
τον μηχανισμό ελέγχου του κανονισμού 139/2004 και των κρατικών
ενισχύσεων , κατά τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, καθώς και με την διαδικασία
των δημόσιων συμβάσεων 444
Ζ. Ο κίνδυνος σύγκρουσης του κανονισμού για τον έλεγχο
των ξένων επιδοτήσεων με το δίκαιο του ΠΟΕ 445
Η. Συμπέρασμα 446
ΣυνοπτικΟ συμπΕρασμα δεΥτερου μΕρους 448
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΜΕΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ - ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΠΤΥΧΕΣ
Εισαγωγή 453
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ / ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ -
ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΕ 454
Α. Το αποκλίνον καθεστώς της ΣΛΕΕ στον τοµέα των µεταφορών 454
Β. Η χωρίς παρεκκλίσεις εφαρµογή στον τοµέα των µεταφορών
των γενικών αρχών και των διατάξεων της Συνθήκης περί
των λοιπών θεµελιωδών ελευθεριών 457
Γ. Το εύρος της απελευθέρωσης της παροχής υπηρεσιών
στον τοµέα των µεταφορών 459
1. Κανονιστικό πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών 459
α) Οδικές µεταφορές 459
β) Θαλάσσιες µεταφορές 460
γ) Αεροπορικές µεταφορές 462
2. Εύρος των ελεγχόµενων κρατικών ρυθµίσεων 462
3. Νόµιµες αποκλίσεις από την απελευθέρωση της παροχής υπηρεσιών µεταφοράς 466
α) Ασφάλεια οδική - ναυσιπλοΐας - αεροπλοΐας 466
β) Προστασία Περιβάλλοντος 468
γ) Διασφάλιση της δηµόσιας υπηρεσίας 469
i. Η έννοια της «δηµόσιας υπηρεσίας» στον τοµέα των µεταφορών 469
ii. Νόµιµοι τρόποι διασφάλισης της δηµόσιας υπηρεσίας 471
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ KAI ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 475
Α. Ρυθµιστικό πλαίσιο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και δικτύων 475
1. Πρόσβαση στο δηµόσιο δίκτυο 476
2. Αδειοδότηση 480
3. Διασφάλιση της καθολικής υπηρεσίας 481
α) Έννοια της καθολικής υπηρεσίας 481
β) Υπηρεσίες που εµπίπτουν στην έννοια της καθολικής υπηρεσίας 483
γ) Χρηµατοδότηση της καθολικής υπηρεσίας 484
4. Ρύθµιση και εποπτεία της αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών -
Θεσµοθέτηση ανεξάρτητων κανονιστικών αρχών 485
α) Η ανεξαρτησία των κανονιστικών αρχών 485
β) Στόχοι πολιτικής - Αρµοδιότητες 487
i. Προώθηση του ανταγωνισµού 487
ii. Ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς 487
iii. Προστασία των χρηστών των υπηρεσιών 488
iv. Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων των κανονιστικών αρχών 489
Β. Απελευθέρωση και ρύθµιση της αγοράς ταχυδροµικών υπηρεσιών 489
1. Εναρµόνιση του νοµοθετικού πλαισίου 490
2. Έκταση της απελευθέρωσης 490
3. Έννοια - Περιεχόµενο της καθολικής υπηρεσίας και τρόποι χρηµατοδότησής της 491
4. Αδειοδότηση και όροι πρόσβασης στην ταχυδροµική υποδοµή
ή στα στοιχεία της καθολικής υπηρεσίας 493
5. Έλεγχος και εποπτεία της ταχυδροµικής αγοράς - Επίλυση διαφορών 494
Γ. Απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας 495
1. Έκταση της απελευθέρωσης 496
α) Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 496
β) Προµήθεια ηλεκτρικής ενέργειας 497
2. Υποχρεώσεις κοινής ωφέλειας - Καθολική υπηρεσία -
Υποχρεώσεις προστασίας των καταναλωτών 497
3. Διαχωρισµός των Δικτύων από την παραγωγή και προµήθεια
ηλεκτρικής ενέργειας 499
α) Διαχωρισµός συστηµάτων µεταφοράς και διαχειριστών συστηµάτων µεταφοράς 500
β) Διαχωρισµός του συστήµατος διανοµής 501
4. Δικαίωµα πρόσβασης στο Σύστηµα µεταφοράς και στο Δίκτυο διανοµής 502
5. Ρυθµιστικές αρχές - Ανεξαρτησία - Αρµοδιότητες 503
α) Λειτουργική - προσωπική ανεξαρτησία και οικονοµική αυτοτέλεια 503
β) Καθήκοντα - Αρµοδιότητες 504
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Η ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ (“DIGITAL MARKETS ACT”) 506
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ 513
Α. Υπαγωγή των κανονιστικών περιοριστικών ρυθµίσεων
στις περί θεµελιωδών ελευθεριών διατάξεις 514
Β. Μορφές περιοριστικών κρατικών µέτρων 515
1. Περιορισµοί πρόσβασης στο ελεύθερο επάγγελµα 515
α) Μέτρο αξιολόγησης 515
β) Εφαρµογές 515
i. Ιθαγένεια, άδεια ασκήσεως επαγγέλµατος, εγγραφή σε επαγγελµατική ένωση 515
ii. Περιορισµοί ως προς τον ιδιοκτησιακό φορέα ή τη µετοχική σύνθεση
του παρόχου (φαρµακεία - εργαστήρια βιολογικών αναλύσεων) 516
iii. Ποσοτικοί περιορισµοί εισόδου (γεωγραφικά και πληθυσµιακά κριτήρια
για την αδειοδότηση των φαρµακείων) 518
2. Γεωγραφικοί περιορισµοί 519
3. Καθορισµός αµοιβών 520
Γ. Περιπτώσεις νόµιµων αποκλίσεων 521
1. Επιτακτικοί λόγοι δηµοσίου συµφέροντος 521
2. Διασφάλιση δηµοσίων αγαθών (ΥΓΟΣ) 522
ΣυνοπτικΟ συμπΕρασμα τρΙτου μΕρους 524
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 525
[I] Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 527
[II] Κανονισμός (ΕΕ) 2022/720 556
[ΙΙΙ] Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 569
[IV] Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2560 601
Βιβλιογραφια - Αρθρογραφια 657
I. ΒΙΒΛΙΑ 657
Α. Ελληνόγλωσσα 657
Β. Ξενόγλωσσα 661
II. ΑΡΘΡA 664
Α. Ελληνόγλωσσα 664
Β. Ξενόγλωσσα 668
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 677
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ -
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
Σελ. 3
Εισαγωγή
1Ο όρος «εσωτερική αγορά» εξειδικεύεται στο άρθρο 26 παρ. 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (στη συνέχεια ΣΛΕΕ). Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή, ως «εσωτερική αγορά» νοείται ένας χώρος «χωρίς εσωτερικά σύνορα, µέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων (…)». Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κοινό οικονοµικό χώρο, στο πλαίσιο του οποίου καταργείται αφ’ ενός µεν κάθε εµπόδιο στην απρόσκοπτη άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων και αφ’ ετέρου τα εσωτερικά τελωνειακά σύνορα και οι συνοριακοί έλεγχοι των φυσικών προσώπων.
2Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει, όχι µόνο την κατάργηση των κρατικής προέλευσης εµποδίων στην άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών, αλλά και τον έλεγχο των περιοριστικών του ανταγωνισµού πρακτικών των επιχειρήσεων, καθώς και τη διαµόρφωση κοινών πολιτικών και εναρµονισµένων ρυθµίσεων στους διαφόρους τοµείς της οικονοµικής δραστηριότητας µε σκοπό την διασφάλιση της ελευθερίας των συναλλαγών στο εσωτερικό αυτού του χώρου. Αυτή την ευρεία έννοια της εσωτερικής αγοράς (της κοινής αγοράς) επιβεβαίωσε και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δικαστήριο της ΕΕ) στην υπόθεση «Schul», όπου έκρινε ότι «… η έννοια της κοινής αγοράς… αποσκοπεί στην κατάργηση όλων των εµποδίων στις διακοινοτικές συναλλαγές µε σκοπό τη συγχώνευση των εθνικών αγορών σε µια ενιαία αγορά που θα δηµιουργήσει συνθήκες που θα προσεγγίζουν όσο το δυνατό περισσότερο τις συνθήκες µιας πραγµατικής εσωτερικής αγοράς...».
3Η ανάλυσή µας στο πλαίσιο του πρώτου µέρους εστιάζει στην παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών των θεµελιωδών ελευθεριών της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, της εγκατάστασης, της παροχής υπηρεσιών και της κίνησης των κεφαλαίων, οι οποίες αποτελούν και τα κύρια συστατικά στοιχεία της εσωτερικής αγοράς. Στόχος µας είναι να αναδείξουµε ορισµένες κοινές βασικές αρχές, οι οποίες διέπουν το σύνολο των εν λόγω ελευθεριών και θα µπορούσαν έτσι να θεωρηθούν και ως γενικές αρχές του δικαίου της εσωτερικής αγοράς. Δεν αποτελεί αντικείµενο αυτοτελούς ανάλυσης η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζοµένων, η οποία δεν συνδέεται άµεσα µε το γνωστικό αντικείµενο του δικαίου των συναλλαγών, το οποίο αφορά κυρίως την επιχειρηµατική δραστηριότητα και αποτελεί το αντικείµενο µελέτης του παρόντος συγγράµµατος. Σηµειώνεται, όµως, ότι τα βασικά στοιχεία της εν λόγω ελευθερίας, που καλύπτει την άσκηση µισθωτής-εξαρτηµένης εργασίας, ήτοι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ή άλλης µορφής συγκεκαλυµµένων διακρίσεων, καθώς και η ελεύθερη διασυνοριακή κυκλοφορία και διαµονή των προσώπων αναπτύσσονται στο πλαίσιο των ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, καθώς αποτελούν κοινά συστατικά στοιχεία και των ελευθεριών αυτών. Επίσης, τόσο η φύση των ελεγχόµενων ρυθµίσε-
Σελ. 4
ων (που όπως θα δούµε είναι όχι µόνο τα κρατικά µέτρα µε την στενή έννοια αλλά και κάθε ρύθµιση που µπορεί να καταλογισθεί στο κράτος, έστω και αν εφαρµόζεται από διακριτές οντότητες δηµοσίου ή ακόµα και ιδιωτικού δικαίου), όσο και οι επιτακτικοί λόγοι παρέκκλισης από τις λοιπές ελευθερίες ευρίσκουν έδαφος εφαρµογής και στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων.
Σελ. 5
KΕΦΑΛΑΙΟ I
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
4Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ που κατοχυρώνουν άµεσα την ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων είναι αυτές που θεσπίζουν την τελωνειακή ένωση (άρθρα 28 και 30), εκείνες που αναφέρονται στην απαγόρευση των ποσοτικών περιορισµών και των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στις εµπορευµατικές συναλλαγές µεταξύ των κρατών µελών (άρθρα 34 και επ.), καθώς και των φορολογικών διακρίσεων (άρθρα 110 και επ.) και τέλος εκείνες που επιβάλλουν τη διαρρύθµιση των κρατικών εµπορικών µονοπωλίων (άρθρο 37).
A. Πεδίο εφαρµογής “ratione materiae”
5Οι προαναφερόµενες διατάξεις της Συνθήκης που κατοχυρώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων εφαρµόζονται αποκλειστικά και µόνο στις συναλλαγές των εµπορευµάτων. Ως «εµπορεύµατα», µε την έννοια της Συνθήκης, νοούνται τα προϊόντα τα οποία µπορούν να αποτιµηθούν σε χρήµα «και σαν τέτοια να αποτελέσουν αντικείµενο εµπορικών συναλλαγών». Ο ορισµός του εµπορεύµατος είναι ιδιαίτερα ευρύς και καλύπτει κάθε προϊόν µε εµπορική αξία, ανεξάρτητα από τις ιδιότητές του ή τον προορισµό του.
6Η έννοια του εµπορεύµατος θα πρέπει να διακρίνεται από την έννοια της υπηρεσίας, η οποία έχει «άϋλο» χαρακτήρα και υπάγεται στο πεδίο εφαρµογής των διατάξεων για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Στην υπόθεση “Sacchi” το Δικαστήριο διέκρινε µεταξύ των τηλεοπτικών µηνυµάτων (περιλαµβανοµένων και αυτών που έχουν διαφηµιστικό χαρακτήρα), τα οποία αποτελούν υπηρεσίες µε την έννοια των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης, και όλων των υλικών, µηχανηµάτων κ.λπ., τα οποία, είτε αποτελούν το υλικό υπόστρωµα των τηλεοπτικών µηνυµάτων, είτε χρησιµεύουν για την εκποµπή τους και τα οποία θεωρούνται ως εµπορεύµατα, υπαγόµενα στις σχετικές περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων διατάξεις της Συνθήκης. Σε ορισµένες περιπτώσεις η εξεταζόµενη συναλλαγή ενσωµατώνεται υποχρεωτικά σε ένα αποδεικτικό έγγραφο, το οποίο αποτελεί την απόδειξη της αγοράς µιας υπηρεσίας και η κατοχή του οποίου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απόλαυση της συγκεκριµένης υπηρεσίας. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές το κυρίαρχο στοιχείο της συναλλαγής είναι η παροχή της σχετικής υπηρεσίας, αφού το σχετικό νοµιµοποιητικό έγγραφο δεν έχει καµία αυτοτελή αξία, εκτός της συγκεκριµένης συναλλαγής, την οποία απλώς και µόνο απο-
Σελ. 6
δεικνύει, και εποµένως η σχετική συναλλαγή διέπεται στο σύνολό της από τις σχετικές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
7Με ένα αντίστοιχο σκεπτικό το Δικαστήριο, στην υπόθεση “Van Schaik”, έκρινε ότι, στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών επισκευής αυτοκινήτων, η προµήθεια ανταλλακτικών είναι παρεπόµενη δραστηριότητα και εποµένως ακολουθεί την κύρια δραστηριότητα της επισκευής των αυτοκινήτων και ρυθµίζεται και αυτή από τις διατάξεις περί παροχής υπηρεσιών που διέπουν την κύρια δραστηριότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο το διαφηµιστικό υλικό που χρησιµεύει για την υλοποίηση µιας διαφηµιστικής καµπάνιας δεν έχει καµία ουσιαστική εµπορική αξία, ως χαρτί, αλλά ως αποτύπωση της διαφηµιστικής ιδέας η οποία αποτελεί την άυλη παροχή.
8Εποµένως η παρεµπόδιση εισαγωγής διαφηµιστικού υλικού από µια διαφηµιστική εταιρία, όταν το υλικό αυτό προορίζεται για την παροχή διαφηµιστικών υπηρεσιών, δεν µπορεί να ελεγχθεί παρά µόνο στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
9Η προαναφερόµενη µέθοδος χαρακτηρισµού µιας δραστηριότητας (συναλλαγής), η οποία εµφανίζει στοιχεία που την συνδέουν, τόσο µε την κυκλοφορία εµπορευµάτων, όσο και µε την παροχή υπηρεσιών, έχει προκριθεί από τη νοµολογία για την οριοθέτηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρµογής των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας εµπορευµάτων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Πράγµατι, από πάγια νοµολογία, προκύπτει ότι αποκλείεται η σωρευτική εφαρµογή των διατάξεων της Συνθήκης, περί ελεύθερης κυκλοφορίας εµπορευµάτων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ένα κρατικό µέτρο. Συνεπώς, όταν ένα κρατικό µέτρο συνδέεται, τόσο µε την ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων, όσο και µε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, πρέπει να εξετασθεί µε γνώµονα, µόνο µια από τις δύο αυτές θεµελιώδεις ελευθερίες, λαµβανοµένου υπόψη του στοιχείου που προέχει. Έτσι, όταν στην ρυθµιζόµενη δραστηριότητα η πτυχή της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων υπερισχύει σε σχέση µε αυτή της παροχής υπηρεσιών, η οποία είναι εντελώς δευτερεύουσα και συνδέεται µε την πρώτη, τότε η σχετική κρατική ρύθµιση υπάγεται αποκλειστικώς στο πεδίο ελέγχου της ελευθερίας κυκλοφορίας εµπορευµάτων. Αν ισχύει το αντίστροφο, αν δηλαδή η πτυχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων είναι εντελώς δευτερεύουσα, σε σχέση µε αυτή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και εφόσον δύναται να συνδεθεί µε εκείνη, τότε η επίµαχη ρύθµιση θα πρέπει να εξετασθεί µε γνώµονα µόνο την ελευθερία παροχής υπηρεσιών.
10Στην υπόθεση “Regina-Thomson”, το Δικαστήριο οριοθέτησε επίσης την έννοια του εµπορεύµατος, σε σχέση µε την έννοια του κεφαλαίου. Έτσι, τα νοµίσµατα αποτελούν µέσα πληρωµών και υπόκεινται στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, εφόσον «ευ-
Σελ. 7
ρίσκονται σε νόµιµη κυκλοφορία σε ένα κράτος µέλος». Αντίθετα, εφόσον αυτά τα νοµίσµατα έχουν παύσει να ευρίσκονται σε νόµιµη κυκλοφορία σε ένα κράτος µέλος, πρέπει να θεωρηθούν ως εµπορεύµατα, υπαγόµενα στις αντίστοιχες κοινοτικές διατάξεις.
11Οι προαναφερόµενες διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων εφαρµόζονται σε όλα τα εµπορεύµατα προελεύσεως κρατών µελών (δηλαδή είτε εξ ολοκλήρου κατασκευασθέντα σε κάποιο κράτος µέλος, είτε έχοντα υποστεί ουσιώδη µεταποίηση σε κάποιο κράτος µέλος) συµπεριλαµβανοµένων και των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη µέλη.
12Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η εφαρµογή στα εµπορεύµατα τρίτων χωρών, που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη µέλη, των διατάξεων που αναφέρονται στους δασµούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάµου αποτελέσµατος καθώς και εκείνων που απαγορεύουν τους ποσοτικούς περιορισµούς και τα µέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος προκύπτει ρητά από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 της Συνθήκης. Αντίθετα, το άρθρο 110 (πρώην 90) της Συνθήκης που απαγορεύει τις φορολογικές διακρίσεις και τους φόρους µε προστατευτικό χαρακτήρα δεν φαίνεται, τουλάχιστον από τη γραµµατική του διατύπωση, να καταλαµβάνει αυτή την κατηγορία των εµπορευµάτων. Όµως, όπως πολύ ορθά έκρινε το Δικαστήριο, η κοινότητα των στόχων που επιδιώκουν όλες οι προαναφερόµενες διατάξεις επιβάλλει και την οµοιόµορφη ερµηνεία τους διότι αλλιώς υπάρχει κίνδυνος στρέβλωσης των συνθηκών του ανταγωνισµού στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και κατά συνέπεια καταστρατήγησης του στόχου που επιδιώκεται και από τη διάταξη του άρθρου 110. Εποµένως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 110 καταλαµβάνει και τα εµπορεύµατα τα οποία ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ένωσης, κατά την προαναφερόµενη έννοια.
Β. Μέσα υλοποίησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων
1. Τελωνειακή Ένωση
13Ένα από τα µέσα υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς είναι η διασφάλιση τελωνειακής ένωσης µεταξύ των χωρών-µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύµφωνα µε το άρθρο 28 της ΣΛΕΕ,
Σελ. 8
η τελωνειακή ένωση προϋποθέτει, αφ’ ενός µεν την κατάργηση των δασµών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στις µεταξύ των κρατών µελών της ΕΕ εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών και, αφ’ ετέρου τη θέσπιση ενός ενιαίου-κοινού εξωτερικού δασµολογίου. Το Δικαστήριο, ορθά κατά την άποψή µας, έχει υιοθετήσει µια ευρύτερη έννοια της τελωνειακής ένωσης, θεωρώντας ότι αυτή καλύπτει, όχι µόνο την κατάργηση των δασµών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάµου αποτελέσµατος, αλλά και την εξάλειψη κάθε εµποδίου «χρηµατικού, διοικητικού ή άλλου χαρακτήρα», το οποίο αντιτίθεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών στο εσωτερικό της Ένωσης, είτε µε βάση την απαγόρευση που προβλέπουν οι ειδικές διατάξεις της Συνθήκης, είτε µε την θέσπιση κοινών εµπορικών, δασµολογικών και τελωνειακών ρυθµίσεων.
14Η έννοια του δασµού δεν θέτει ιδιαίτερα προβλήµατα, δεδοµένου ότι πρόκειται για χρηµατική επιβάρυνση, που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή ή και την εξαγωγή ενός αγαθού και αποτελεί συνήθως ένα ποσοστό επί της δασµολογητέας αξίας του εν λόγω αγαθού.
15Αντίθετα, χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης η «κοινοτική-ενωσιακή» έννοια της φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, η οποία αποτελεί συνήθη µορφή έµµεσου φορολογικού προστατευτισµού, µε σκοπό την παρεµπόδιση ή τη δυσχέρανση των εισαγωγών. Η οριοθέτηση της έννοιας αυτής, κυρίως σε σχέση µε την έννοια της εσωτερικής φορολογίας, είναι απολύτως αναγκαία, στο µέτρο που, σύµφωνα µε τη νοµολογία του Δικαστηρίου, η ίδια επιβάρυνση δεν µπορεί να ανήκει ταυτόχρονα στην κατηγορία των φόρων ισοδυνάµου µε δασµό αποτελέσµατος, κατά την έννοια των άρθρων 28 και 30 της συνθήκης και σε εκείνη της εσωτερικής φορολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης, γεγονός που αποκλείει βέβαια και τη δυνατότητα σωρευτικής εφαρµογής των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης στην ίδια χρηµατική επιβάρυνση.
16Κατά πάγια νοµολογία του Δικαστηρίου, κάθε χρηµατική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, «ανεξάρτητα από την ονοµασία και την τεχνική της επιβολής της, που επιβάλλεται µονοµερώς σε εµπορεύµατα, λόγω του γεγονότος ότι διασχίζουν τα σύνορα», όταν δεν αποτελεί κατά κυριολεξία δασµό, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάµου αποτελέσµατος, έστω και αν δεν εισπράττεται υπέρ του κράτους.
Σελ. 9
17Eποµένως τα κύρια εννοιολογικά στοιχεία της έννοιας της φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό είναι τα ακόλουθα: α) Μονοµερής επιβολή της σχετικής χρηµατικής επιβάρυνσης από το κράτος. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για εθνική φορολογία, η οποία θεσπίζεται από την εθνική νοµοθεσία. β) Η προβλεπόµενη τεχνική είσπραξης της σχετικής φορολογίας καθώς και ο προορισµός των σχετικών εσόδων είναι παντελώς αδιάφορα για τον χαρακτηρισµό της ως φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό. γ) Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισµα της φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, το οποίο την διακρίνει και από την εσωτερική φορολογία είναι ότι, κατά κανόνα, η γενεσιουργός αιτία της επιβολής της σε ένα αγαθό είναι η διέλευση των συνόρων και κατά τούτο πλήττει αποκλειστικά και µόνο τα εισαγόµενα και όχι τα εγχώρια προϊόντα. Θα πρέπει βέβαια να επισηµάνουµε ότι δεν απαιτείται η είσπραξη της συγκεκριµένης χρηµατικής επιβάρυνσης να γίνεται αµέσως µε τη διέλευση των συνόρων, αλλά µπορεί να λάβει χώρα και σε µεταγενέστερο στάδιο εµπορίας του εισαγοµένου αγαθού. δ) Τέλος, δεν είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται ο οποιοσδήποτε ποσοτικός περιορισµός του όγκου των εισαγωγών του πληττόµενου αγαθού, ως αποτέλεσµα της φορολογικής επιβάρυνσης, ή να διαπιστώνεται µείωση της ζήτησης του εισαγοµένου πληττόµενου αγαθού υπέρ των εγχώριων ανταγωνιστικών αγαθών. Αρκεί το γεγονός ότι η συγκεκριµένη επιβάρυνση αποτελεί εµπόδιο, το οποίο έχει ισοδύναµα αποτελέσµατα µε το δασµό και µπορεί δυνητικά να δυσχεράνει τις εισαγωγές. Μάλιστα θα πρέπει να τονισθεί ότι, ακόµη και στην περίπτωση της ανυπαρξίας εγχώριων, ανταγωνιστικών προς τα εισαγόµενα, αγαθών, ένα τέλος που πλήττει τα εισαγόµενα, αποκλειστικά και µόνο λόγω της διέλευσης των συνόρων, αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, µε την έννοια των σχετικών διατάξεων.
18Τα ίδια εννοιολογικά στοιχεία συνθέτουν mutatis-mutandis και την έννοια των εξαγωγικών δασµών που και αυτοί απαγορεύονται απολύτως από το άρθρο 30 της ΣΛΕΕ.
19Εάν ελλείπει το προαναφερόµενο υπό στοιχείο (γ) χαρακτηριστικό γνώρισµα και η φορολογική επιβάρυνση απορρέει από ένα γενικό σύστηµα εσωτερικών φόρων που πλήττει συστηµατικά και µε βάση ενιαία κριτήρια τόσο τα εγχώρια όσο και τα εισαγόµενα προϊόντα, τότε για το νοµικό χαρακτηρισµό της ενδέχεται να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο προορισµός του προϊόντος του φόρου. Αυτό δε γιατί, στην περίπτωση µιας φορολογικής επιβάρυνσης που είναι τυπικά ουδέτερη, όσον αφορά τη δοµή και τον τρόπο είσπραξής της, αυτή παρόλα αυτά µπορεί να ασκήσει εν τοις πράγµασι διαφορετική επίπτωση στις δύο κατηγορίες προϊόντων (εισαγόµενα και εγχώρια), ανάλογα µε τον προορισµό του φόρου.
Σελ. 10
20Θα πρέπει εν προκειµένω να διακρίνουµε τις εξής περιπτώσεις: i) Εάν το προϊόν του φόρου προορίζεται για τη χρηµατοδότηση δραστηριοτήτων που αποβαίνουν ειδικά προς όφελος µόνον των εγχωρίων προϊόντων και αντισταθµίζει εξ ολοκλήρου τη φορολογική επιβάρυνση που υφίσταται το εγχώριο προϊόν κατά τη διάθεσή του στο εµπόριο, τότε η χρηµατική επιβάρυνση, έστω και αν φαινοµενικά επιβάλλεται αδιακρίτως σε εγχώρια και εισαγόµενα προϊόντα, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό και θα πρέπει να θεωρηθεί εξ ολοκλήρου παράνοµη. Αυτό συµβαίνει επειδή το φορολογικό βάρος των εγχωρίων προϊόντων εξουδετερώνεται απολύτως, ενώ ο φόρος που βαρύνει µε ενιαία κριτήρια τα εισαγόµενα αποτελεί γι’ αυτά καθαρό φορολογικό βάρος. Όπως προκύπτει από τη νοµολογία, η εφαρµογή της αρχής της αντισταθµίσεως προϋποθέτει ότι το επιβαρυνόµενο προϊόν και το ευνοούµενο εγχώριο προϊόν είναι ένα και το αυτό. Για να εφαρµοσθεί µάλιστα το κριτήριο της αντισταθµίσεως κατά τρόπο πρόσφορο και ορθό θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι, κατά τη διάρκεια ορισµένης περιόδου αναφοράς, το συνολικό προϊόν του τέλους που εισπράττεται από τα εγχώρια προϊόντα και τα οφέλη, των οποίων τυγχάνουν αποκλειστικά τα προϊόντα αυτά, είναι χρηµατικά ισοδύναµα. ii) Εάν τα οφέλη που απορρέουν για την εγχώρια παραγωγή από το προϊόν του φόρου δεν αντισταθµίζουν εξ ολοκλήρου, αλλά µόνο µερικώς, την επιβάρυνση που αυτή υφίσταται, τότε δεν πρόκειται µεν για φορολογική επιβάρυνση εξοµοιούµενη µε δασµό (αφού πλήττεται και το εγχώριο προϊόν, έστω και µερικώς), αλλά για εσωτερική φορολογία, η οποία υπάγεται στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 110 της Συνθήκης και απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή, αφού ενέχει δυσµενή διάκριση εις βάρος των εισαγοµένων προϊόντων, τα οποία πλήττονται βαρύτερα από τα εγχώρια, στα οποία επιστρέφεται µερικώς η φορολογική επιβάρυνση. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται, κατ’ εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 110 της Συνθήκης η αναλογική µείωση του επιβαλλόµενου επί των εισαγοµένων προϊόντων τέλους µέχρι την πλήρη εξίσωση της επιβάρυνσής του µε εκείνη που ισχύει για τα οµοειδή εγχώρια προϊόντα. iii) Όταν οι χρηµατοδοτούµενες από το τέλος δραστηριότητες αποφέρουν µεν όφελος και στα εγχώρια και στα εισαγόµενα φορολογούµενα προϊόντα, τα πρώτα όµως αντλούν όφελος αναλογικά σηµαντικότερο, τότε το εξεταζόµενο τέλος συνιστά, κατά το µέτρο αυτό, επιβάρυνση ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό ή ενέχοντα διάκριση εσωτερικό φόρο, αναλόγως αν το αντλούµενο από τα εγχώρια προϊόντα αναλογικά µεγαλύτερο όφελος αντισταθµίζει εξ ολοκλήρου ή εν µέρει µόνον την επιβάρυνσή τους. iv) Τέλος, εάν το προϊόν του φόρου χρησιµεύει για τη χρηµατοδότηση δραστηριοτήτων από τις οποίες δεν αντλούν οφέλη, άµεσα και ειδικά, τα επιβαρυνόµενα µε το φόρο εγχώρια προϊόντα, τότε πρόκειται για εσωτερική φορολογία µε την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης, η οποία µάλιστα είναι και νόµιµη στο µέτρο που καθ’ υπόθεση πλήττει αδιάκριτα τα εισαγόµενα και τα εγχώρια αγαθά. Αυτό ασφαλώς ισχύει µε την επιφύλαξη ότι είναι και έτσι διαρθρωµένη η σχετική φορολογία που δεν εισάγει άλλης µορφής
Σελ. 11
δυσµενή διάκριση σε βάρος των εισαγοµένων προϊόντων (βλ. σχετικά αµέσως παρακάτω την οικεία ενότητα περί των φορολογικών διακρίσεων).
21Ολοκληρώνοντας την οριοθέτηση της έννοιας των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, είναι χρήσιµο να τονίσουµε ότι δεν εµπίπτει στην έννοια αυτή η χρηµατική επιβάρυνση, η οποία αποτελεί αντάλλαγµα υπηρεσίας που παρέχεται στον εισαγωγέα ή στον εξαγωγέα του προϊόντος. Αυτό προϋποθέτει όµως ότι υπάρχει ακριβής αντιστοιχία µεταξύ της αξίας της υπηρεσίας και της χρηµατικής επιβάρυνσης και ότι η παροχή της υπηρεσίας συνιστά ένα συγκεκριµένο, βέβαιο, ειδικό και ατοµικό πλεονέκτηµα για τον αποδέκτη και όχι γενικά για το κοινωνικό σύνολο.
22Έτσι, έχει κριθεί από το Δικαστήριο ότι ένα τέλος που προβλέπεται από την εθνική νοµοθεσία για τη διενέργεια φυτο-υγειονοµικών ελέγχων επί των εισαγοµένων προϊόντων αποτελεί απαγορευµένο φόρο ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, επειδή ακριβώς πρόκειται για υπηρεσία, η οποία πρωτίστως ικανοποιεί το γενικό συµφέρον και όχι αυτό του εισαγωγέα ή του εξαγωγέα, ο οποίος επιβαρύνεται µε το τέλος αυτό. Θα πρέπει µάλιστα να σηµειώσουµε ότι η ενδεχόµενη νοµιµότητα των υγειονοµικών ελέγχων των εισαγόµενων προϊόντων, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 36 της Συνθήκης (ΣΛΕΕ), δεν σηµαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι νόµιµο και το εισπραττόµενο τέλος για τη διενέργεια των ελέγχων αυτών. Η είσπραξη του εν λόγω τέλους, σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να θεωρεί αναπόσπαστα συνδεδεµένη και αναγκαία για την άσκηση, σύµφωνα µε το άρθρο 36, της αρµοδιότητας των κρατών µελών προς διασφάλιση της δηµόσιας υγείας.
Σελ. 12
2. Κατάργηση των φορολογικών διακρίσεων
23Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπενθυµίσουµε ότι το άρθρο 110 της Συνθήκης, στο σύνολό του, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων µεταξύ των κρατών-µελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισµού. Αυτό επιτυγχάνεται, αφ’ ενός µεν µε την απαγόρευση των εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσµενή διάκριση εις βάρος των εισαγοµένων, σε σχέση µε τα οµοειδή εγχώρια προϊόντα (110 παρ. 1) και αφ’ ετέρου µε την κατάργηση των ενεχόντων προστατευτικό χαρακτήρα φόρων και τη διασφάλιση έτσι της απόλυτης ουδετερότητας των εσωτερικών φόρων από πλευράς ανταγωνισµού µεταξύ εγχωρίων και εισαγοµένων προϊόντων (110 παρ. 2).
24Σηµειώνεται ότι και οι διατάξεις των άρθρων 111 και 112 της Συνθήκης στοχεύουν επίσης στη διασφάλιση της φορολογικής ουδετερότητας, προκειµένου να µην επηρεάζονται οι συναλλαγές µεταξύ των κρατών µελών. Ειδικά, ως προς την επιστροφή των εσωτερικών φόρων για τα προϊόντα που εξάγονται σε άλλες χώρες µέλη το άρθρο 111 απαγορεύει την επιστροφή υψηλότερων ποσών, από εκείνα που αποτελούν την πραγµατική φορολογική επιβάρυνση των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή. Η επιστροφή δε αυτή δεν είναι δυνατή, ως προς άλλους φόρους, πλην όσων αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 112, αλλά ούτε και η επιβολή εξισωτικών εισφορών κατά την εισαγωγή είναι δυνατή, προκειµένου να ακυρωθεί η τυχόν ευνοϊκότερη φορολογική τους µεταχείριση στην χώρα εξαγωγής, εκτός αν το Συµβούλιο παράσχει έγκριση για περιορισµένο χρονικό διάστηµα. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 113 αποτελεί τη νοµική βάση εναρµόνισης των έµµεσων φόρων, προκειµένου να διασφαλισθεί µε πιο αποτελεσµατικό τρόπο η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποτραπούν οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισµό από την διαφορετικότητα του ισχύοντος συστήµατος εµµέσων φόρων στα κράτη µέλη της Ένωσης.
25Στο σύστηµα της Συνθήκης, τα άρθρα 28 και 30 αφενός, και το άρθρο 110 αφετέρου, τα οποία θεσπίζουν, αντιστοίχως, την απαγόρευση επιβολής δασµών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάµου αποτελέσµατος καθώς και εσωτερικών φόρων, που εισάγουν δυσµενείς διακρίσεις, επιτελούν συµπληρωµατική λειτουργία και στόχους. Στοχεύουν στην απαγόρευση κάθε εθνικού φορολογικού µηχανισµού που είναι ικανός να εισαγάγει διάκριση σε βάρος προϊόντων που προέρχονται από ή προορίζονται για άλλα κράτη µέλη, παρεµποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Ένωσης υπό φυσιολογικούς όρους ανταγωνισµού.
26Βεβαίως, όπως αναφέραµε παραπάνω, η νοµολογία του Δικαστηρίου επανειληµµένα έχει τονίσει ότι οι διατάξεις αυτές δεν µπορούν να εφαρµοσθούν σωρευτικά. Στο πεδίο εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 110 της Συνθήκης εµπίπτουν οι φόροι που ανήκουν σε ένα γενικό σύστηµα εσωτερικών φόρων, οι οποίοι επιβάλλονται συστηµατικά και µε βάση ενιαία κριτήρια που δεν συνδέονται µε την προέλευση των προϊόντων, τόσο στα εγχώρια όσο
Σελ. 13
και στα εισαγόµενα. Κατά τούτο διαφοροποιούνται οι εσωτερικοί φόροι από τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό. Προκειµένου να προσδιοριστεί αν ένας φόρος επιδέχεται τον χαρακτηρισµό του φόρου ισοδυνάµου προς δασµό αποτελέσµατος, εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής των άρθρων 28 και 30 της Συνθήκης, ή του εσωτερικού φόρου, εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 110 της Συνθήκης, πρέπει αυτός να εκτιµηθεί σε σχέση µε τη γραµµατική διατύπωση των κειµένων που τον θεσπίζουν, καθώς και σε σχέση µε τον τρόπο που τον εφαρµόζει η διοίκηση (για τη σηµασία που έχει για τον χαρακτηρισµό αυτό ο προορισµός του προϊόντος του φόρου, βλ. αµέσως παραπάνω, υπό στοιχείο 1).
27Ωστόσο, πρέπει να τονίσουµε, ότι ο νοµικός χαρακτηρισµός δεν έχει πρακτική σηµασία στην περίπτωση που ο φόρος είναι ικανός να πλήξει τα εισαγόµενα προϊόντα ή ορισµένες κατηγορίες εξ αυτών, χωρίς να επιβαρύνει τα εγχώρια προϊόντα της ίδιας κατηγορίας, οπότε δεν συµβιβάζεται σε καµία περίπτωση µε τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, είτε πρόκειται για το άρθρο 30, είτε για το άρθρο 110 αυτής. Αντίθετα ο νοµικός χαρακτηρισµός του φόρου έχει πρακτική σηµασία, όταν δεν υπάρχουν οµοειδή των εισαγοµένων εγχώρια προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή εάν µεν πρόκειται για φόρο ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς δασµό, τότε αυτός, σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται. Αντίθετα εάν πρόκειται για εσωτερικό φόρο, µε την έννοια του άρθρου 110 της Συνθήκης, τότε θα κριθεί µη συµβατός µε τη Συνθήκη, µόνον εφόσον έχει ως αποτέλεσµα την προστασία εγχώριων ανταγωνιστικών προϊόντων, µε την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 110.
28Όπως ήδη αναφέραµε, το άρθρο 110 δεν καλύπτει παρά µόνο τους εσωτερικούς φόρους οι οποίοι πλήττουν άµεσα ή έµµεσα το προϊόν. Είναι εκτός του πεδίου εφαρµογής της διατάξεως αυτής οι φόροι που πλήττουν µια εµπορική ή παραγωγική δραστηριότητα, η οποία ενδεχοµένως συνδέεται και µε την παραγωγή ή την εµπορία του προϊόντος (π.χ. ο φόρος επί των διαφηµίσεων ή οι φόροι εγγραφής στα µητρώα εταιριών ή σε άλλα δηµόσια βιβλία κ.λπ.). Η διάταξη του άρθρου 110 δεν καλύπτει ούτε τους φόρους που πλήττουν τις υπηρεσίες (π.χ. τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών). Ανάλογες εθνικές ρυθµίσεις εµπίπτουν ενδεχοµένως στο πεδίο εφαρµογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
29Η παρ. 1 του άρθρου 110 της Συνθήκης ενδέχεται να παραβιάζεται όταν η φορολογική επιβάρυνση, όπως παραπάνω την ορίσαµε, πλήττει τα εγχώρια και τα εισαγόµενα οµοειδή προϊόντα µε διαφορετικό τρόπο, όσον αφορά τον συντελεστή, τη βάση επιβολής του φόρου ή τον
Σελ. 14
τρόπο της είσπραξής του, και ως εκ τούτου συνεπάγεται δυσµενή διάκριση σε βάρος των εισαγοµένων προϊόντων.
30Όπως πολύ ορθά έχει κρίνει το Δικαστήριο, ένα σύστηµα φορολογίας δεν συµβιβάζεται µε το άρθρο 110 «παρά µόνο αν είναι διαρρυθµισµένο κατά τρόπο που να αποκλείει σε κάθε περίπτωση τη βαρύτερη φορολογία των εισαγοµένων σε σχέση µε τα οµοειδή εγχώρια». Αυτό σηµαίνει, a contratrio, ότι για την εφαρµογή του άρθρου 110 παρ. 1 αρκεί η επίµαχη φορολογία να είναι διαρθρωµένη έτσι που δυνητικά να µπορεί να οδηγήσει σε δυσµενέστερη µεταχείριση των εισαγοµένων προϊόντων. Η δυνατότητα δυσµενούς διάκρισης σε βάρος των εισαγοµένων προϊόντων µπορεί να οφείλεται κυρίως, είτε στην προβλεπόµενη διαφορά του συντελεστή φορολόγησης, είτε στην προβλεπόµενη διαδικασία είσπραξης, είτε στον διαφορετικό προσδιορισµό της φορολογητέας αξίας ή αλλιώς της βάσης υπολογισµού του φόρου. Έτσι, για παράδειγµα, εάν τα στοιχεία υπολογισµού της φορολογητέας αξίας των εισαγοµένων προϊόντων οδηγούν στη διεύρυνσή της, σε σχέση µε τη φορολογητέα αξία των οµοειδών εγχωρίων προϊόντων, είτε µε την προσθήκη πρόσθετων εξόδων (όπως είναι τα έξοδα µεταφοράς, προµήθειας ή συσκευασίας), είτε µε τον µη ισοδύναµο υπολογισµό πιθανών εκπτώσεων, τότε το άρθρο 110 παρ. 1 ευρίσκει εφαρµογή. Επίσης, κατά πάγια νοµολογία του Δικαστηρίου, ένα πλεονέκτηµα που προβλέπεται αποκλειστικά και µόνο υπέρ της εγχώριας παραγωγής, υπό τη µορφή προθεσµιών ή άλλων ευκολιών πληρωµής, συνεπάγεται διαφορετική µεταχείριση σε βάρος των προϊόντων που εισάγονται από άλλα κράτη µέλη, κατά παράβαση της απαγορεύσεως που περιέχεται στο άρθρο 110 παρ. 1 της Συνθήκης.
31Η παρ. 1 του άρθρου 110 καλύπτει τις δυσµενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγοµένων, οµοειδών προς τα εγχώρια, προϊόντων. Η έννοια του οµοειδούς είναι οπωσδήποτε ευρύτερη από την έννοια της απόλυτης οµοιότητας ή και της ταύτισης των προϊόντων. Συντρέχει όταν τα προϊόντα παρουσιάζουν για τους καταναλωτές αντιστοιχία χαρακτηριστικών και συγκρισιµότητα χρήσης. Εν προκειµένω φαίνεται ότι υπάρχει αναµφισβήτητα συγγένεια της έννοιας του «οµοειδούς» µε την έννοια του «υποκατάστατου» προϊόντος, που χρησιµεύει για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς στα πλαίσια του δικαίου του ανταγωνισµού.
32Είναι χρήσιµο, στο σηµείο αυτό, να υπενθυµίσουµε τη νοµολογία του Δικαστηρίου, σχετικά µε την φορολόγηση των µεταχειρισµένων αυτοκινήτων. Το Δικαστήριο παγίως θεωρεί, ότι, έστω και αν ελλείπει εγχώρια παραγωγή αυτοκινήτων-οχηµάτων, τα εισαγόµενα και το πρώτον ταξινοµούµενα µε την εισαγωγή µεταχειρισµένα οχήµατα είναι οµοειδή µε τα εγχώρια
Σελ. 15
µεταχειρισµένα, τα οποία έχουν εισαχθεί και ταξινοµηθεί ως καινούργια και εν συνεχεία µεταπωλούνται ως µεταχειρισµένα στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς, ένας φόρος, που επιβάλλεται κατά την ταξινόµηση των µεταχειρισµένων οχηµάτων, θα πρέπει να είναι διαρθρωµένος έτσι που να αποκλείεται η όποια δυσµενής φορολογική µεταχείριση των εισαγοµένων µεταχειρισµένων, σε σχέση µε τα εγχώρια µεταχειρισµένα, τα οποία έχουν ήδη ταξινοµηθεί στη χώρα, ως καινούργια, και στη συνέχεια µεταπωλούνται ως µεταχειρισµένα στην εγχώρια αγορά. Για να επιτευχθεί η ουδετερότητα του φόρου αυτού θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για την διαµόρφωση της βάσης υπολογισµού του η πραγµατική αποµείωση της αξίας του µεταχειρισµένου οχήµατος, ούτως ώστε αυτή να αντιστοιχεί τελικά στην αξία του οµοειδούς εγχωρίου µεταχειρισµένου, που έχει ήδη ταξινοµηθεί στη χώρα και στην οποία αξία αποµένει ενσωµατωµένο ένα υπόλοιπο του φόρου ταξινόµησης που έχει καταβληθεί κατά την εισαγωγή του οχήµατος αυτού.
33Για τον σκοπό αυτό πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα πλέον πρόσφορα και αντικειµενικά κριτήρια, ήτοι η παλαιότητα του οχήµατος, τα διανυθέντα χιλιόµετρα, η γενική κατάσταση του οχήµατος, το σήµα, ο τύπος του κ.λπ. Τα κριτήρια αυτά δεν είναι αναγκαίο να λαµβάνονται υπόψη σωρευτικά, πλην όµως κατά τη νοµολογία κρίσιµα και αναγκαία είναι τα κριτήρια της παλαιότητας και των διανυθέντων χιλιοµέτρων. Η αποµείωση της φορολογητέας αξίας των ταξινοµούµενων µεταχειρισµένων οχηµάτων µάλιστα, αφενός µεν δεν θα πρέπει να είναι γραµµική, σε σχέση µε την παλαιότητα (αλλά να αυξάνει ο συντελεστής αποµείωσης προοδευτικά µε τα χρόνια παλαιότητας), και αφετέρου δεν θα πρέπει να υπάρχει πλαφόν (ανώτατο όριο) αποµείωσης. Μόνο έτσι διασφαλίζεται ουδετερότητα στη φορολογική µεταχείριση των εισαγοµένων, σε σχέση µε τα εγχώρια µεταχειρισµένα, στην τιµή µεταπώλησης των οποίων είναι ενσωµατωµένο το υπόλοιπο του φόρου που έχει καταβληθεί κατά την εισαγωγή και ταξινόµησή τους, ως καινούργιων, και το οποίο (υπόλοιπο) τελικώς διαµορφώνεται, µε βάση την εναποµένουσα αξία τους, η οποία είναι συνάρτηση των ως άνω αντικειµενικών παραµέτρων.
34Όλα τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση ενός περιβαλλοντικού φόρου που πλήττει τα οχήµατα, κατά την πρώτη ταξινόµησή τους σε εθνικό έδαφος, όταν ο φόρος αυτός είναι έτσι διαρθρωµένος, που εισάγει διακρίσεις, µεταξύ των εισαγοµένων και των εγχωρίων µεταχειρισµένων οµοειδών οχηµάτων. Αυτό θα συµβαίνει, στην περίπτωση, που ο εν λόγω φόρος, ενώ επιβάλλεται στα εισαγόµενα που ταξινοµούνται, το πρώτον, µετά την έναρξη της ισχύος του στο εθνικό έδαφος (µειωµένος βέβαια, ανάλογα µε την παλαιότητα και τα χαρακτηριστικά του οχήµατος), δεν πλήττει καθόλου τα εγχώρια µεταχειρισµένα, που έχουν ταξινοµηθεί στη χώρα, πριν από την έναρξη της ισχύος του. Εν προκειµένω, πρέπει να σηµειωθεί, ότι δεν αµφισβητείται η αρµοδιότητα των κρατών µελών να εισαγάγουν νέους εσωτερικούς φόρους ή να τροποποιήσουν το ισχύον φορολογικό καθεστώς. Όµως, κατά την άσκηση της αρµοδιότητάς τους αυτής, θα πρέπει να λαµβάνουν όλα τα αναγκαία µέτρα για την αποφυγή της όποιας δυσµενούς φορολογικής µεταχείρισης των εισαγοµένων, σε σχέση µε τα εγχώρια
Σελ. 16
προϊόντα, προβλέποντας, για παράδειγµα στην περίπτωση των οχηµάτων, ότι ο θεσπιζόµενος φόρος θα πλήττει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα εισαγόµενα κατά την πρώτη ταξινόµησή τους στο εθνικό έδαφος, αλλά και τα ήδη ταξινοµηθέντα οµοειδή εγχώρια µεταχειρισµένα οχήµατα, εφόσον ασφαλώς αυτά µεταβιβάζονται, µετά την έναρξη της ισχύος του, στην εγχώρια αγορά.
35Σηµειώνεται περαιτέρω, ότι λόγοι γενικού συµφέροντος αναγόµενοι στην προστασία του περιβάλλοντος ή ακόµα και άλλων ζωτικών συµφερόντων της χώρας εισαγωγής δεν δύνανται να δικαιολογήσουν παρόµοιες δυσµενείς φορολογικές διακρίσεις, αφού, εκτός του ότι δεν προβλέπεται παρόµοια δυνατότητα στις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, παρόµοια διάκριση δεν θεωρείται πρόσφορη και ικανή να διασφαλίσει µε συνέπεια και συνοχή τους στόχους αυτούς. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, η δυσµενής φορολογική µεταχείριση των εισαγοµένων ρυπογόνων οχηµάτων δεν είναι πρόσφορη να προασπίσει το περιβάλλον, όταν τα εξ ίσου ρυπογόνα εγχώρια µεταχειρισµένα οχήµατα εξαιρούνται της σχετικής φορολογικής επιβάρυνσης.
36Αναφορικά µε τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 110 της Συνθήκης, πρέπει να τονίσουµε ότι η λειτουργία της είναι συµπληρωµατική, µε την έννοια ότι «καταλαµβάνει κάθε εκδήλωση έµµεσου φορολογικού προστατευτισµού στην περίπτωση εισαγοµένων προϊόντων τα οποία, χωρίς να είναι οµοειδή, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, µε εγχώρια προϊόντα, βρίσκονται ωστόσο, ως προς ορισµένα από αυτά σε σχέση ανταγωνισµού, έστω και µερική, έµµεση ή δυνητική». Είναι προφανές ότι η έννοια του «ανταγωνιστικού» προϊόντος, στην οποία αναφέρεται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 110, είναι ευρύτερη από την έννοια του «υποκατάστατου» προϊόντος, η οποία χρησιµεύει για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισµού. Πράγµατι, σύµφωνα µε την πρακτική της Επιτροπής και τη νοµολογία του Δικαστηρίου ΕΕ, για την ένταξη δύο προϊόντων στην ίδια σχετική αγορά δεν αρκεί η δυνατότητα µερικής ή έµµεσης υποκατάστασης, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται επαρκής (σηµαντικός) βαθµός υποκατάστασης. Αντίθετα, για την εφαρµογή του άρθρου 110 παρ. 2 αρκεί τα εισαγόµενα να αποτελούν µια εναλλακτική επιλογή για τους καταναλωτές και να ευρίσκονται σε σχέση, έστω και µερικού, ανταγωνισµού. Έτσι, ενώ για τις ανάγκες εφαρµογής της εξεταζόµενης διάταξης οι µπανάνες θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ως µερικώς ανταγωνιστικές προς τα τοπικά ιταλικά επιτραπέζια φρούτα, στο πλαίσιο της οριοθέτησης της σχετικής αγοράς για τις ανάγκες της εφαρµογής του άρθρου 82 (ήδη 102) της Συνθήκης θεωρήθηκε ότι τα προϊόντα αυτά (δηλαδή οι µπανάνες και τα άλλα επιτραπέζια φρούτα) δεν ανήκουν στην ίδια αγορά, καθόσον δεν εµφανίζουν επαρκή βαθµό υποκατάστασης για
Σελ. 17
τους καταναλωτές. Η δυνατότητα µερικής ή οριακής υποκατάστασής τους, δεν θεωρήθηκε επαρκής για την ένταξή τους στην ίδια σχετική αγορά.
37Για την απόδειξη του προστατευτικού αποτελέσµατος ενός φορολογικού συστήµατος είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί ότι η σχετική φορολογική επιβάρυνση µπορεί να επηρεάσει τη σχετική αγορά, «προκαλώντας µείωση της ενδεχόµενης κατανάλωσης των εισαγοµένων προϊόντων υπέρ των ανταγωνιστικών τους εγχωρίων». Χρήσιµα κριτήρια για την εκτίµηση αυτή είναι το ύψος του συντελεστή του φόρου και οι άλλοι όροι εφαρµογής του.
38Κατά τούτο διαφοροποιείται η παρ. 2 της παρ. 1 του άρθρου 110 της Συνθήκης. Δεν αρκεί, δηλαδή, για την εφαρµογή της παρ. 2 η απλή διαπίστωση της διαφοροποίησης του συντελεστή, της βάσης υπολογισµού ή των άλλων όρων είσπραξης του φόρου που επιβάλλεται σε εισαγόµενα και ανταγωνιστικά εγχώρια προϊόντα, αλλά απαιτείται επιπλέον ανάλυση της σχετικής αγοράς, προκειµένου να αξιολογηθούν οι συνθήκες ανταγωνισµού και ο επηρεασµός που αυτές υφίστανται σε µια συγκεκριµένη αντιπροσωπευτική περίοδο από την εφαρµογή του φόρου.
39Το Δικαστήριο επανέλαβε και επιβεβαίωσε τους παραπάνω κανόνες στην υπόθεση που αφορούσε στη συµβατότητα µε τη Συνθήκη του καθεστώτος της διαφορετικής φορολόγησης µε βάση τη Σουηδική νοµοθεσία, του ζύθου (εγχώριας κυρίως παραγωγής) και του οίνου (που εισάγεται κυρίως από άλλα κράτη µέλη). Το Δικαστήριο υπενθύµισε στην υπόθεση αυτή, ότι ορισµένες κατηγορίες οίνων (ελαφρείς και φθηνοί), που είναι προσιτοί στο κοινό, µπορούν να συνιστούν εναλλακτική επιλογή για τον καταναλωτή, µε τον λεγόµενο «ενισχυµένο» ζύθο, καθώς παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά µε αυτόν και έτσι υφίσταται µεταξύ των προϊόντων αυτών ορισµένος βαθµός υποκατάστασης, επαρκής κατά την έννοια του άρθρου 110 παρ. 2 της Συνθήκης. Πλην, όµως, έκρινε ότι η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση του οίνου (κατά 20% περίπου), σε σχέση µε την επιβάρυνση του ζύθου, δεν µπορούσε να επηρεάσει τη σχετική αγορά και δεν είχε ως αποτέλεσµα την έµµεση προστασία του Σουηδικού ζύθου. Στη συγκεκριµένη υπόθεση, την κρίση του το Δικαστήριο στήριξε κυρίως στο γεγονός ότι η υφιστάµενη διαφορά της τιµής µεταξύ των δύο προϊόντων (διπλάσια η τιµή του οίνου τρέχουσας κατανάλωσης από την τιµή του ενισχυµένου ζύθου) παρέµενε σχεδόν αµετάβλητη, πριν και µετά την φορολόγηση. Συνεπώς, η διαφορετική φορολογική τους µεταχείριση δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την επιλογή του καταναλωτή.
40Θεωρούµε βεβαίως, ότι το αποτέλεσµα θα ήταν διαφορετικό, είτε στην περίπτωση που η διαφορά της φορολογικής επιβάρυνσης των δύο «ανταγωνιστικών» προϊόντων ήταν πολύ µεγαλύτερη του 20%, είτε αν οι τιµές των δύο προϊόντων ήσαν εξ αρχής συγκρίσιµες, µε αποτέλεσµα και η, κατά µικρό έστω ποσοστό, υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση του ενός προϊόντος, σε σχέση µε την φορολογική επιβάρυνση του άλλου, θα ήταν ικανή να µεταστρέ-
Σελ. 18
ψει τη ζήτηση του καταναλωτή στο λιγότερο βαρυνόµενο φορολογικά προϊόν. Εν κατακλείδι θεωρούµε επίσης, ότι, όσο µεγαλύτερος είναι ο βαθµός υποκατάστασης µεταξύ των δύο εξεταζόµενων προϊόντων, ιδίως λόγω της οµοιότητας των χαρακτηριστικών και της χρήσης για την οποία προορίζονται, τόσο πιο πιθανή θα είναι και η απαγόρευση, δυνάµει της παρ. 2 του άρθρου 110 της Συνθήκης, της έστω και µικρής φορολογικής επιβάρυνσης του ενός προϊόντος (το οποίο τυγχάνει να είναι εισαγόµενο κυρίως), σε σχέση µε το άλλο ( το οποίο τυγχάνει να είναι εγχώριο κυρίως), καθώς, η έστω και µικρή επιβάρυνση της τιµής του ενός θα είναι ικανή να επηρεάσει τη ζήτηση του καταναλωτή.
3. Κατάργηση ποσοτικών περιορισµών και µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στις συναλλαγές µεταξύ των κρατών µελών
41Τα άρθρα 34 και 35 (πρώην 28 και 29) της ΣΛΕΕ απαγορεύουν τους ποσοτικούς περιορισµούς στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές µεταξύ των κρατών µελών, καθώς και τα µέτρα που έχουν ισοδύναµα αποτελέσµατα µε τους ποσοτικούς περιορισµούς. Οι διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται από πάγια νοµολογία του Δικαστηρίου ότι έχουν άµεση εφαρµογή, ήτοι παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώµατα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προασπίζουν. Οι ποσοτικοί περιορισµοί (ποσοστώσεις στις εισαγωγές ή τις εξαγωγές), µε την κυριολεκτική έννοια του όρου, δεν παρουσιάζουν καµία δυσκολία στην οριοθέτηση και τον χαρακτηρισµό τους και συνεπώς δεν χρήζουν ιδιαίτερης ανάπτυξης. Θα περιορισθούµε συνεπώς, στo πλαίσιo του παρόντος, στην ανάλυση, κυρίως µέσα από την νοµολογία του Δικαστηρίου, της έννοιας των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς στις εισαγωγές (παρακάτω, υπό στοιχείο α). Εν συνεχεία θα εκθέσουµε συνοπτικά το νοµικό καθεστώς των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς στις εξαγωγές (παρακάτω, υπό στοιχείο β). Και τέλος θα αναλύσουµε σε αδρές γραµµές το περιεχόµενο και τις προϋποθέσεις εφαρµογής της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 36 (πρώην 30) της Συνθήκης (παρακάτω, υπό στοιχείο γ).
α) Μέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς στις εισαγωγές: Έννοια και µορφές
42Tο Δικαστήριο όρισε για πρώτη φορά την έννοια των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στην υπόθεση “Dassonville”, όπου αποφάνθηκε ότι αποτελεί µέτρο ισοδυνάµου αποτελέσµατος «κάθε εµπορική ρύθµιση των κρατών µελών, η οποία είναι ικανή να εµποδίσει άµεσα ή έµµεσα, στο παρόν ή στο µέλλον το ενδοκοινοτικό εµπόριο...». Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο προέκρινε µια διασταλτική ερµηνεία, η οποία ευνοεί περισσότερο την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης και απετέλεσε τη βάση της διαµόρφωσης και εξέλιξης της µεταγενέστερης σχετικής νοµολογίας του.
43Τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία του ορισµού που έδωσε το Δικαστήριο είναι τα ακόλουθα:
Σελ. 19
44i. Κατ’ αρχήν πρόκειται για κρατικά µέτρα, δηλαδή για πράξεις και πρακτικές που έχουν υιοθετηθεί από δηµόσια αρχή ή που οφείλονται ουσιαστικά σε αυτή, έστω και αν έχουν τυπικά υιοθετηθεί από κάποια διακεκριµένη οντότητα. Αυτό συµβαίνει όταν, για παράδειγµα, είναι αρµοδιότητα της δηµόσιας αρχής να αποφασίσει ή να προτείνει τον διορισµό ή την παύση των µελών του αποφασιστικού οργάνου της διακεκριµένης οντότητας ή όταν απαιτείται η προέγκριση της δηµόσιας αρχής για την έκδοση της σχετικής πράξης. Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι, ακόµα και δηλώσεις ενός δηµοσίου υπαλλήλου καταλογίζονται στο κράτος και εξοµοιώνονται συνεπώς µε κρατικά µέτρα, όταν γίνονται στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του και δεν διαψεύδονται, εκλαµβάνονται δε από τους αποδέκτες τους, ως επίσηµες κρατικές θέσεις.
45Ως δηµόσια µέτρα, που καταλογίζονται στα κράτη µέλη µπορεί επίσης να θεωρηθούν τα µέτρα που λαµβάνονται από νοµικά πρόσωπα, οργανωµένα κατά το ιδιωτικό δίκαιο, τα οποία όµως υπόκεινται στον άµεσο ή έµµεσο έλεγχο του κράτους. Επίσης οι σχετικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων (όπως συµβαίνει εν γένει στο πεδίο των θεµελιωδών ελευθεριών) αναπτύσσουν δεσµευτικά αποτελέσµατα, άλλως τριτενεργούν και έναντι των ιδιωτών ή οργανισµών ιδιωτικού δικαίου, στους οποίους έχει αναγνωρισθεί από το κράτος σαφώς προσδιορισµένη ρυθµιστική αρµοδιότητα για ρύθµιση ζητηµάτων αγοράς (όπως λ.χ. σε ζητήµατα τυποποίησης των προϊόντων).
46ii. Tα πιθανά περιοριστικά αποτελέσµατα του µέτρου επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών είναι το δεύτερο εννοιολογικό στοιχείο της έννοιας των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος στις εισαγωγές. Δεν είναι απαραίτητο να µπορούν να υπολογισθούν εκ των προτέρων τα περιοριστικά αποτελέσµατα, αλλά ούτε και να είναι αισθητά. Επίσης θα πρέπει να τονίσουµε ότι στον ορισµό του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισµό ενός κρατικού µέτρου ως µέτρου ισοδυνάµου αποτελέσµατος το διακριτικό του αποτέλεσµα σε βάρος των εισαγοµένων προϊόντων.
47iii. Τα κρατικά µέτρα που θεσπίζουν χρηµατικές επιβαρύνσεις δεν ελέγχονται, κατά κανόνα, ως µέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικούς περιορισµούς επί των εισαγωγών ή επί των εξαγωγών. Τα µέτρα αυτά ελέγχονται πρωτίστως από τις διατάξεις των άρθρων 28, 30 ή 110 της ΣΛΕΕ. Κατ’ εξαίρεση όµως, επί ελλείψεως παρεµφερούς εγχώριας παραγωγής, είναι δυνατόν ένας εσωτερικός φόρος, που εκφεύγει του ελέγχου του άρθρου 110, να χάνει τον χαρακτήρα του αυτό και να µπορεί να χαρακτηρισθεί ως µέτρο ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικό περιορισµό επί των εισαγωγών, όταν αποδεικνύεται ότι, υπό τις συγκεκριµένες περιστάσεις, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τις εισαγωγές του προϊόντος. Χρειάζεται όµως ανάλυση της αγοράς και απόδειξη µε αριθµητικά στοιχεία ότι το ύψος του συγκεκριµένου φό-
Σελ. 20
ρου έχει επηρεάσει σηµαντικά τον όγκο των εισαγωγών του συγκεκριµένου προϊόντος σε µια χρονική περίοδο αναφοράς.
48Για την καλύτερη κατανόηση της έννοιας των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος είναι χρήσιµο να διακρίνουµε τις εξής κατηγορίες, ορισµένες µάλιστα εκ των οποίων αποτέλεσαν αντικείµενο ακραίων, αλλά και εν πολλοίς αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων.
49Η πρώτη κατηγορία µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος είναι οι εθνικές διατάξεις που έχουν άµεσα και φανερά διακριτικά αποτελέσµατα, στο µέτρο που επιβάλλουν όρους, οι οποίοι πλήττουν αποκλειστικά τα εισαγόµενα και ως εκ τούτου είναι ικανοί να καταστήσουν την εισαγωγή, την πώληση ή τη χρησιµοποίηση των προϊόντων αυτών αδύνατη ή δυσχερέστερη. Τα µέτρα αυτής της κατηγορίας πλήττουν, εξ ορισµού, ευθέως τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, τις οποίες ακριβώς και ρυθµίζουν. Ως παράδειγµα τέτοιων µέτρων θα µπορούσαν να αναφερθούν η γενικευµένη απαίτηση άδειας εισαγωγής για τη διακίνηση εµπορευµάτων µεταξύ των κρατών µελών, η απαγόρευση ή ο περιορισµός των παράλληλων εισαγωγών, οι διαφηµιστικές εκστρατείες, που αποσκοπούν να αποθαρρύνουν την αγορά προϊόντων άλλων κρατών ή υποτιµούν τα προϊόντα άλλων κρατών µελών στα µάτια των καταναλωτών ή τους συµβουλεύουν να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα µόνο για λόγους εθνικής καταγωγής κ.ο.κ.
50Η δεύτερη κατηγορία µέτρων είναι τα λεγόµενα αδιακρίτως εφαρµοζόµενα µέτρα σε εισαγόµενα και εγχώρια εµπορεύµατα. Στην κατηγορία αυτή εµπίπτουν όλα τα κρατικά µέτρα, τα οποία δεν αποσκοπούν στη ρύθµιση της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων µεταξύ των κρατών µελών αλλά είναι έτσι διατυπωµένα, ώστε να έχουν εφαρµογή τόσο στα εισαγόµενα όσο και στα εγχώρια. Πλην όµως θέτουν εµπόδια ή παρακωλύουν ή καθιστούν δυσχερέστερη, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά κράτους µέλους των προϊόντων προέλευσης άλλων κρατών µελών.
51Ακολουθώντας, για λόγους µεθοδολογίας κυρίως, την κατηγοριοποίηση των αδιακρίτως εφαρµοζοµένων µέτρων στην οποία το ίδιο το Δικαστήριο προέβη στην υπόθεση “Keck και Mithouard” µπορούµε να κατατάξουµε τα µέτρα αυτά στις εξής υποκατηγορίες:
52Κατ’ αρχάς, στην κατηγορία των αδιακρίτως εφαρµοζοµένων µέτρων υπάγονται οι εθνικές εκείνες ρυθµίσεις που καθορίζουν τις «τεχνικές» προδιαγραφές, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, προκειµένου να µπορούν να αποτελέσουν νόµιµα αντικείµενο εµπορίας στο έδαφος ενός κράτους µέλους. Οι ρυθµίσεις αυτές αναφέρονται, µεταξύ άλλων, στη σύνθεση, στις διαστάσεις, στο βάρος, στο χρώµα, στη συσκευασία, στην ονοµασία, στη σήµανση και εν γένει στις τεχνικές προδιαγραφές των προϊόντων.
Σελ. 21
53Οι εθνικές αυτές ρυθµίσεις, αν και τυπικά εφαρµόζονται αδιακρίτως σε εγχώρια και εισαγόµενα προϊόντα, εν τούτοις, λόγω ακριβώς της διαφορετικότητάς τους από χώρα σε χώρα, προκαλούν περιορισµούς στο εµπόριο µεταξύ των κρατών µελών, στο µέτρο που επιβάλλουν στα εισαγόµενα προσαρµογές για τη συµµόρφωσή τους προς τις προδιαγραφές της χώρας εισαγωγής και εποµένως καθιστούν τις εισαγωγές, είτε αδύνατες, είτε οπωσδήποτε δυσχερέστερες ή δαπανηρότερες από τη διάθεση της εγχώριας παραγωγής. Ως ριζικό µέσο επίλυσης του προβλήµατος αυτού εµφανιζόταν η εναρµόνιση των εθνικών τεχνικών προδιαγραφών και προτύπων µε την έκδοση οδηγιών εναρµόνισης. Το Δικαστήριο, όµως, στην υπόθεση “Cassis de Dijon”, µε µια απόφαση-σταθµό για την πορεία ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, συνέβαλλε στην de facto εναρµόνιση των εθνικών νοµοθεσιών, µε την καθιέρωση της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών. Η αρχή αυτή, η οποία κατέχει κεντρική θέση στο σύστηµα λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, επιτρέπει τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, χωρίς να είναι απαραίτητη η εναρµόνιση των εθνικών τεχνικών προδιαγραφών στο επίπεδο της Ένωσης.
54Σύµφωνα λοιπόν µε την αρχή αυτή, ένα κράτος µέλος δεν µπορεί να απαγορεύσει την εισαγωγή και πώληση στο έδαφός του ενός προϊόντος, το οποίο έχει νόµιµα κατασκευασθεί και αποτελέσει αντικείµενο εµπορίας σε ένα άλλο κράτος µέλος, έστω και αν το προϊόν αυτό έχει κατασκευασθεί σύµφωνα µε τεχνικές ή ποιοτικές προδιαγραφές, οι οποίες διαφέρουν από αυτές που ισχύουν στο έδαφός του. Η εφαρµογή της αρχής αυτής ανταποκρίνεται πλήρως στη φιλοσοφία της εσωτερικής αγοράς σύµφωνα µε την οποία συνήθως θα πρέπει να υπερέχουν οι κανόνες του κράτους προέλευσης. Ταυτόχρονα όµως εντάσσεται και στην προοπτική της δυναµικής εφαρµογής της αρχής της επικουρικότητας, αφού δεν είναι πλέον αναγκαία η συστηµατική λεπτοµερής εναρµόνιση των τεχνικών προδιαγραφών στο επίπεδο της Ένωσης και έτσι διασφαλίζεται ένας µεγαλύτερος σεβασµός των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών παραδόσεων και ιδιαιτεροτήτων οι οποίες ασφαλώς αντανακλούν και στη διαφορετικότητα των προϊόντων.
55Το κράτος εισαγωγής δεν µπορεί να αποκλίνει από την παραπάνω αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης και να εµποδίσει τις εισαγωγές παρά µόνο εφ’ όσον αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση επιτακτικών απαιτήσεων γενικού συµφέροντος µεταξύ των οποίων ενδεικτικά περιλαµβάνονται η αποτελεσµατικότητα των φορολογικών ελέγχων, η προστασία της δηµόσιας υγείας και του καταναλωτή και η νοµιµότητα των εµπορικών συναλλαγών. Η νοµολογιακή απαρίθµηση των νόµιµων λόγων γενικού συµφέροντος δεν είναι περιοριστική, αλλά ενδεικτική, µε την έννοια ότι µπορούν τα κράτη µέλη να επικαλεσθούν και άλλα γενικά συµφέροντα (π.χ. διασφάλιση της πολυφωνίας του τύπου, προστασία περιβάλλοντος, κοινωνικο-πολιτιστικούς στόχους κ.ο.κ ), προκειµένου να δικαιολογήσουν ένα κρατικό µέτρο και να αποτρέψουν έτσι την εφαρµογή του άρθρου 34 της Συνθήκης.