ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ 4ΟΣ

Αδικαιολόγητος πλουτισμός και γενικός επίλογος ενοχικού δικαίου.

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 23€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 60,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18765
Πολυβίου Π.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 392
  • ISBN: 978-960-654-989-2

Το παρόν έργο αποτελείται από τέσσερις τόμους: Γενική Εισαγωγή (Τόμος Πρώτος),  Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων (Τόμος Δεύτερος), Το Δίκαιο των Συμβάσεων (Τόμος Τρίτος), Αδικαιολόγητος Πλουτισμός & Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου (Τόμος Τέταρτος). Το έργο έχει ως αντικείμενο το Ενοχικό Δίκαιο (Law of Obligations), τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο. Ο συγγραφέας ασχολείται με το αντικείμενο της Μελέτης του τόσο από τη σκοπιά της θεωρίας όσο και στο πλαίσιο της μεθοδολογίας και της πρακτικής εφαρμογής του. Η Μελέτη καλύπτει όχι μόνο τη γενική θεωρία του Ενοχικού Δικαίου αλλά και συγκεκριμένα τις τρεις βασικές κατηγορίες αυτού, δηλαδή το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης.

Το τέταρτο βιβλίο πραγματεύεται καταρχάς το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και καταλήγει με Γενικό Επίλογο του Ενοχικού Δικαίου.

Το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού αναγνωρίστηκε αρχικά στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και εισήχθη στη συνέχεια στο Αγγλικό Δίκαιο, όχι με τρόπο οργανωμένο αλλά στο πλαίσιο της μεθοδολογίας του κοινοδικαίου, δηλαδή μέσω της νομολογίας των Δικαστηρίων.

Στη συνέχεια, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπήρξε στις χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο πρωτοφανής εξέλιξη του Δικαίου του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται όχι μόνο στη θεωρητική του βάση και την εμβέλειά του αλλά και στον συσχετισμό και στις διαφορές αυτού με τους άλλους δύο αναγνωρισμένους κλάδους δικαίου, δηλαδή το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων.

Παρά την ισχνή νομοθετική του βάση, ο τρόπος με τον οποίο το Κυπριακό νομικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει τα θέματα του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με τα Κυπριακά Δικαστήρια τα τελευταία κυρίως χρόνια να ασχολούνται σε σειρά σημαντικών αποφάσεων με την εν λόγω κατηγορία του ιδιωτικού δικαίου.

Ο συγγραφέας δεν εξετάζει μόνο τις θεωρητικές διαστάσεις, τις παραμέτρους και το περιεχόμενο του Δικαίου του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι σχετικές αρχές εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Τέλος, στον Γενικό Επίλογο του Ενοχικού Δικαίου, ο συγγραφέας παρουσιάζει διάφορες γενικές σκέψεις και απόψεις αναφορικά τόσο με την ουσία όσο και με τη μεθοδολογία του Ενοχικού Δικαίου στην Κύπρο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΟΜΟΥ xi

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1549

2. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ –
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΟΧΙ; 1555

3. ΟΡΟΛΟΓΙΑ 1573

4. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ 1577

5. ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 1593

6. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ 1609

Όφελος, κέρδος ή πλουτισμός 1609

Σχέση οφέλους και απώλειας 1613

Ο πλουτισμός πρέπει να είναι αθέμιτος 1616

Καταβολή ποσού εκ λάθους ή λόγω πλάνης 1627

Καταβολή ποσού λόγω εξαφάνισης ή ανυπαρξίας ανταλλάγματος (Consideration) 1631

Μεμπτή συμπεριφορά και αθέμιτος πλουτισμός 1631

Σύνοψη 1636

7. ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ (ULTRA VIRES) 1639

8. ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ 1649

9. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΔΟΧΗ (FREE ACCEPTANCE) 1661

10. QUANTUM MERUIT 1669

11. AKYΡΩΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 1679

12. AKYΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (RESCISSION) 1687

Όταν η αποκατάσταση του εναγομένου δεν είναι δυνατή 1689

Δικαιώματα τρίτων μερών 1691

Επιβεβαίωση (Affirmation) 1692

Καθυστέρηση 1693

13. ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 1695

Υπεράσπιση Μεταβολής Θέσης (Change of Position) 1695

Κώλυμα (Εstoppel) 1705

Παρανομία (Illegality) 1715

Μεταφορά της ζημιάς ή απώλειας (Passing on) 1718

Αντίστροφη αποκατάσταση (Counter-restitution) 1720

Υπεράσπιση καλόπιστου τρίτου αγοραστή 1722

Αντιπροσωπεία (Agency) 1723

Δημόσια πολιτική (Public policy) 1725

14. ΠΑΡΑΝΟΜIA (ILLEGALITY) 1727

15. ΑΝΑΓΚΗ (NECESSITY) 1741

16. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ 1747

17. ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ 1753

18. ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ 1761

19. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 1767

20. ΙΧΝΗΛΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ (TRACING) 1775

21. ΕΞ ΕΠΑΓΩΓΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑ (CONSTRUCTIVE TRUST) 1781

22. ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (SUBROGATION) 1787

23. BEΛΤΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 1799

24. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1809

Εισαγωγή 1809

Γενική θεωρία Κυπριακού Δικαίου για θέματα Aδικαιολόγητου Πλουτισμού και Αποκατάστασης 1811

Άρθρο 70 του Κυπριακού Νόμου 1814

Σύγχρονες εξελίξεις στο Κυπριακό Δίκαιο 1818

Σχέσεις που προσομοιάζουν με συμβατικές (Quasi-contract) 1833

Quantum meruit 1836

Ακυρώσιμες και άκυρες συμβάσεις 1840

Σύνοψη Κυπριακού Δικαίου 1854

25. EΠΙΛΟΓΟΣ 1857

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ENOXIΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ 1877

Κυπριακό Ενοχικό Δίκαιο 1877

Δίκαιο και Πραγματισμός 1879

Κατηγορίες Δικαίου – Συμβάσεις και Αστικά Αδικήματα 1890

Κατηγορίες Δικαίου – Σύμβαση και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός 1895

Σημασία Κατηγοριών ή Κλάδων Ενοχικού Δικαίου 1899

Δικαστική Μεθοδολογία 1904

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ [i]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ [III]

Σελ. 1549

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται όχι μόνο στη θεωρητική του βάση και την εμβέλειά του αλλά και στον συσχετισμό του (καθώς και στις διαφορές του) με άλλους κλάδους δικαίου, όπως το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων.

Θα μελετήσουμε στη συνέχεια τόσο τις θεωρητικές διαστάσεις όσο και την εμβέλεια και το περιεχόμενο του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ιδιαίτερα στο σύγχρονο δίκαιο που εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες βάσει του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας.

Ταυτόχρονα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο το Κυπριακό νομικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει το θέμα ή την αρχή ή τη νομική κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Δεν υπάρχει στο Κυπριακό δίκαιο Νόμος για αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε αντίθεση με το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ορισμένες πρόνοιες, που τώρα θεωρούνται μέρος του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή της αποκατάστασης, περιέχονται στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, αλλά ταυτόχρονα τα Δικαστήρια δεν έχουν περιοριστεί στις εν λόγω πρόνοιες ούτε θεωρούν ότι το δίκαιο και/ή η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελούν μέρος του δικαίου των συμβάσεων. Αντίθετα, τα Κυπριακά Δικαστήρια, με αυξημένο ζήλο, ακολουθούν τις

Σελ. 1550

σύγχρονες εξελίξεις στο κοινοδίκαιο, κυρίως όπως αυτό εφαρμόζεται στην Αγγλία, αναγνωρίζοντας ότι έχει διαμορφωθεί μια νέα κατηγορία δικαίου ή τουλάχιστον κάποια αρχή δικαίου υπό την ονομασία «αδικαιολόγητος πλουτισμός» και με πρωταρχική θεραπεία όχι την απόδοση αποζημιώσεων αλλά την αποκατάσταση (restitution).

H πιο πάνω προσέγγιση, που παρέχει αναγνώριση στις νέες αρχές και έννοιες του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, έχει καταστεί δυνατή ως αποτέλεσμα της όλης δομής του Κυπριακού νομικού συστήματος, το οποίο πέραν του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, επιτρέπει στα Κυπριακά Δικαστήρια να επικαλούνται και να εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (principles of equity), όπως το εν λόγω δίκαιο και οι εν λόγω αρχές ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα Αγγλικά Δικαστήρια, νοουμένου φυσικά ότι δεν υπάρχει ρητή και/ή τουλάχιστον σαφής αντίθεση μεταξύ αρχής ή εξέλιξης του σύγχρονου κοινοδικαίου και της επιείκειας αφενός και του περιεχομένου ή κειμένου του Κυπριακού Νόμου αφετέρου.

Φυσικά, όπως θα παρατηρήσουμε, με όποιον τρόπο και να διατυπωθεί το θέμα, το ιδιαίτερα πλούσιο σύγχρονο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού που έχουν επεξεργαστεί τα Δικαστήρια της Κοινοπολιτείας και κυρίως της Αγγλίας αφενός και οι πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφετέρου, δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα κοινά μεταξύ τους, με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου να αντιπροσωπεύουν και να αντανακλούν μια πολύ διαφορετική νομική κατάσταση πραγμάτων. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δυνατότητα του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας, που ακόμη αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται στην Κύπρο, να αποδώσουν πλουσιότερη νομολογία στο μέλλον, έστω και αν δεν υπάρχει μεταβολή ή τροποποίηση του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Περιττό να λεχθεί ότι θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει κατάλληλη τροποποίηση και βελτίωση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, αλλά έστω και όπως τώρα έχουν τα νομοθετικά πράγματα τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, με τρόπο που θα ήταν αδιανόητος πριν από λίγες δεκαετίες.

Προτού όμως προχωρήσουμε στην ουσία του πράγματος, πρέπει να ασχοληθούμε σε συντομία με τη δομή και ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που ακολουθούνται στην Κύπρο. Ήδη έχουν λεχθεί αρκετά για το θέμα, εφόσον η ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου που περιέχεται

Σελ. 1551

στο άρθρο 29 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 εφαρμόζεται και στην περίπτωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (και όχι μόνο σε σχέση με συμβάσεις και αστικά αδικήματα). Συνοπτικά, στην Κύπρο ακολουθούμε το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity), εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιονδήποτε Νόμο που εφαρμόζεται ή γίνεται με βάση το Σύνταγμα ή από οποιονδήποτε Νόμο διατηρήθηκε σε ισχύ, εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα.

Όσον αφορά το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η βασική νομοθετική πηγή δικαίου στην Κύπρο είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, ο οποίος θεσπίστηκε πριν από την ανεξαρτησία (1960), νοουμένου πάντα ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και νοουμένου ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες Νόμου που θεσπίστηκε μετά το 1960. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι μόνες νομοθετικές πρόνοιες αναφορικά με τα θέματα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης περιέχονται στον Νόμο αυτό, κυρίως διότι όταν ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε και/ή υιοθετήθηκε στην Κύπρο, η ισχύουσα θεωρία ήταν ότι δεν υπήρχε χωριστή κατηγορία ή αρχή αδικαιολόγητου πλουτισμού αλλά οι μόνες σχετικές αρχές και πρόνοιες θεωρούνταν μέρος του δικαίου των συμβάσεων και/ή των ευρύτερων συμβατικών και συναφών σχέσεων που καλύπτονται από το εν λόγω δίκαιο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πιο πάνω Νόμος, δηλαδή ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, συμπεριλαμβανομένων των προνοιών που τότε θεωρούνταν μέρος του διευρυμένου δικαίου των συμβάσεων αλλά τώρα αντιμετωπίζονται ως μέρος του δικαίου ή της κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχύει από το 1931 και διατηρεί σχεδόν την ίδια μορφή και το ίδιο περιεχόμενο από τότε που έγινε, με λίγες τροποποιήσεις. Ο Κυπριακός Νόμος ακολουθεί πολύ στενά τους νόμους που υιοθετήθηκαν στην Ινδία και είναι γνωστοί ως The Indian Contract and Specific Relief Acts, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, όταν δηλαδή οι εν λόγω Νόμοι υιοθετήθηκαν στην Ινδία.

Σελ. 1552

Όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος, ακολουθώντας τον αντίστοιχο Ινδικό, αναγνωρίζει ότι συνιστά κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου (ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών αυτού), με αποτέλεσμα η ερμηνεία των προνοιών του Νόμου να πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ανάλογων εννοιών του Αγγλικού δικαίου, νοουμένου φυσικά ότι δεν προνοείται διαφορετικά στον ίδιο τον Νόμο. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει μελέτη του Κυπριακού Νόμου αναφορικά με το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού χωρίς εξέταση του Αγγλικού δικαίου και ιδιαίτερα της Αγγλικής νομολογίας, καθώς και της νομολογίας άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας.

Οι βασικές αρχές ερμηνείας και εξέλιξης του δικαίου στην Κύπρο είναι οι ακόλουθες τρεις:

(i) Ο Νόμος δεν θεωρείται εξαντλητικός, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη και αναγνώριση άλλων αρχών και εξελίξεων στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων για τις οποίες δεν υφίσταται ρητή πρόνοια στον Νόμο και οι οποίες αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται με βάση το κοινοδίκαιο.

(ii) Δεν είναι επιτρεπτό να υιοθετείται ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου όταν στον ίδιο τον Νόμο «προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια». Εάν δηλαδή μια πρόνοια του Νόμου έχει συγκεκριμένη εμβέλεια, δεν επιτρέπεται να υιοθετείται κάποια άλλη, διαφορετική έννοια, με βάση τις αρχές του κοινοδικαίου ή της επιείκειας ή νομολογιακών εξελίξεων στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες που ακολουθούν το ίδιο σύστημα δικαίου.

(iii) Στην πράξη, εξαιρουμένων περιπτώσεων διαφορετικής νομοθετικής πρόνοιας και μάλιστα ρητής απαγόρευσης, τα Κυπριακά Δικαστήρια εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας σχεδόν όπως τα Αγγλικά Δικαστήρια και άλλα Δικαστήρια της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το Αγγλοσαξωνικό δίκαιο.

Το γενικό αποτέλεσμα των πιο πάνω αρχών έχει διατυπωθεί εύστοχα από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου Γεώργιο Πική:

Σελ. 1553

Το Αγγλικό δίκαιο εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς που δεν ρυθμίζονται ρητά από την νομοθεσία. Πέραν από αυτό, όπου ο νομοθέτης αποπειράται την κωδικοποίηση των αρχών του κοινού δικαίου, ο κώδικας δεν θεωρείται σαν εξαντλητικός των αρχών του στο συγκεκριμένο τομέα, αλλά απλώς ρυθμιστικός εκείνου του μέρους το οποίο ρητά πραγματεύεται. Πτυχές του Αγγλικού δικαίου, που δε ρυθμίζονται από τον κώδικα και δεν έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις πρόνοιές του, είναι το ίδιο ισχυρές όπως και οι αρχές που ρητά ενσωματώνονται.

Παρόμοια είναι η προσέγγιση στο πλαίσιο του Ινδικού δικαίου, με βάση τον Ινδικό Νόμο. Τα Δικαστήρια της Ινδίας χρησιμοποιούν και κατά κανόνα ακολουθούν την Αγγλική νομολογία, εκτός των περιπτώσεων όπου υπάρχει ρητή πρόνοια στον Νόμο εκείνο που υπαγορεύει συγκεκριμένη ρύθμιση. Έχει επίσης νομολογηθεί στην Ινδία ότι αφετηρία κάθε δικαστικής απόφασης σε σχέση με ζήτημα που αφορά το δίκαιο των συμβάσεων πρέπει να είναι η συγκεκριμένη διατύπωση των προνοιών του Ινδικού Νόμου. Όπου όμως δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στον Νόμο εκείνο, ή όπου η συγκεκριμένη πρόνοια είναι ασαφής ή ουσιαστικά αναφέρεται στο κοινοδίκαιο ή στις αρχές της επιείκειας, τότε είναι επιτρεπτό να εξετάζεται και να ακολουθείται η Αγγλική νομολογία επί του εγερθέντος θέματος, καθώς και η νομολογία των Δικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όπως έχει αναφερθεί, στην Κύπρο, τόσο όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων όσο και άλλους τομείς του παραδοσιακού δικαίου, στην πραγματικότητα εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, με τους επιμέρους Νόμους να αποτελούν απλώς το νομικό πλαίσιο εντός των παραμέτρων και/ή με βάση τις κατηγορίες και ταξινομήσεις του οποίου εμπεδώνονται και εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας. Έστω και αν δεν υπήρχαν τα επιμέρους νομοθετήματα, η εξέλιξη του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας στην Κύπρο θα ήταν περίπου η ίδια στον χώρο των παραδοσιακών τομέων, εφόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια σε πολλούς χώρους δικαίου ακολουθούν το εξελισσόμενο Αγγλικό δίκαιο (του οποίου οι δύο κλάδοι, το κοινοδίκαιο αφενός και οι αρχές της επιείκειας αφετέρου, έχουν στην πράξη συνενωθεί).

Σελ. 1554

Τα πιο πάνω φυσικά ισχύουν, και μάλιστα ιδιαίτερα ευδιάκριτα, και για το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που αρχίζει τη ζωή του στην Κύπρο ως μέρος του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και το οποίο, υπό την επίδραση των σύγχρονων εξελίξεων στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όπου εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, μεταμορφώνεται, έστω ατελώς, στο σύγχρονο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης (όποια και να είναι η ακριβής σχέση μεταξύ των δύο).

Όσον αφορά τα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, το Κυπριακό νομικό σύστημα έχει σημειώσει ιδιαίτερη εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες, από τη μια ουσιαστικά υιοθετώντας την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων σε πρόσφατες υποθέσεις και, από την άλλη, προσπαθώντας να διατηρήσει τη σχέση μεταξύ των εν λόγω σύγχρονων εξελίξεων και των ισχυουσών νομοθετικών προνοιών, δηλαδή των σχετικών άρθρων του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Στο μέλλον, είτε υπάρξει νομοθετική παρέμβαση μέσω της τροποποίησης του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και/ή με τη θέσπιση νέας νομοθεσίας αφιερωμένης αποκλειστικά στα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, είτε τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, αναμένονται και στην Κύπρο περαιτέρω ενδιαφέρουσες εξελίξεις στους νέους χώρους δικαίου που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας Μελέτης.

Σελ. 1555

2. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ – ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΟΧΙ;

Το πιο πάνω θέμα μάς έχει ήδη απασχολήσει. Η ιστορική εξέλιξη του δικαίου έχει ήδη δώσει καταφατική απάντηση, ότι δηλαδή το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρειάζεται. Είναι όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα το οποίο χρειάζεται περισσότερη μελέτη.

Η ισχύουσα προσέγγιση του σύγχρονου Αγγλοσαξωνικού δικαίου (ακολουθώντας τόσο το Ρωμαϊκό όσο και το Ηπειρωτικό δίκαιο) είναι ότι αυτή η κατηγορία δικαίου χρειάζεται, διότι κάθε νομικό σύστημα δεν μπορεί να εξαντλείται στις παραδοσιακές κατηγορίες του δικαίου, ιδιαίτερα προκειμένου περί του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών αδικημάτων. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που πρέπει να τύχουν αντιμετώπισης με την απόδοση της δέουσας θεραπείας, πρώτιστα υποθέσεις όπου ένα πρόσωπο αποκτά αθέμιτο όφελος ή πλούτο σε βάρος κάποιου άλλου προσώπου. Η κλασική περίπτωση είναι όταν κάποιο πρόσωπο καταβάλλει ένα ποσό σε άλλο πρόσωπο εκ λάθους και χωρίς να το οφείλει. Από τη Ρωμαϊκή εποχή, όπως και από τις αρχές του κοινοδικαίου, είναι αποδεκτό ότι το πρόσωπο που κατέβαλε το εν λόγω ποσό έχει τουλάχιστον το καταρχήν δικαίωμα να το ανακτήσει από το πρόσωπο στο οποίο τούτο καταβλήθηκε εκ λάθους, διότι δεν θεωρείται δίκαιο το δεύτερο πρόσωπο να διατηρήσει το εν λόγω ποσό (στο οποίο δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα). Η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε βάσει του δικαίου των συμβάσεων (παρά το ότι γίνεται κάποτε προσπάθεια να θεωρηθεί ότι υπάρχει οιονεί σύμβαση) ούτε βάσει του δικαίου των αστικών αδικημάτων (διότι ουδέν αστικό αδίκημα διεπράχθη). Επομένως, με βάση αυτό το παράδειγμα και άλλα παρόμοια, έχει διαμορφωθεί η προσέγγιση ότι χρειάζεται και τρίτη κατηγορία δικαίου, την οποία ορισμένοι αποκαλούν αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment) και άλλοι αποκατάσταση (restitution).

Με λίγα λόγια, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή της αποκατάστασης (restitution), όπως έχει εξελιχθεί, έχει ως σκοπό

Σελ. 1556

την επαναφορά μέσω αποκατάστασης της κοινωνικής και νομικής τάξης που έχει διαταραχθεί, με τη μέθοδο της αναστροφής (reversal) του πλούτου ο οποίος περιήλθε άδικα και χωρίς επαρκή δικαιολογία ή αιτία στον εναγόμενο. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι και οι άλλοι κλάδοι του ενοχικού δικαίου έχουν βασικά τον ίδιο σκοπό, αλλά με μια σημαντική διαφορά. Το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων αποσκοπούν στην αποκατάσταση της τάξης μέσω της επιδίκασης αποζημιώσεων για ζημιά, βλάβη ή απώλεια την οποία υπέστη ο ενάγων. Αντίθετα, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικεντρώνεται σε όφελος το οποίο απέκτησε αδικαιολόγητα και αθέμιτα ο εναγόμενος και έχει σαν σκοπό την απόσπαση αυτού του οφέλους από τον εναγόμενο και την επιστροφή του στον ενάγοντα.

Φυσικά, η αναγνώριση ότι μια τέτοια κατηγορία χρειάζεται οδηγεί σε διάφορα προβλήματα. Ποια είναι η θεωρητική βάση της εν λόγω κατηγορίας; Ποια είναι η εμβέλειά της; Υπάρχει συνοχή και συνάφεια μεταξύ όλων των υποθέσεων ή περιπτώσεων που καλύπτονται από αυτήν; Ποια είναι τα κριτήρια μέσω των οποίων εφαρμόζονται οι αρχές της ούτω καλούμενης τρίτης κατηγορίας δικαίου; Στο παράδειγμα που αναφέρεται πιο πάνω, δηλαδή αυτό της εκ λάθους καταβολής κάποιου ποσού, το υπό κρίση ποσό μετακινήθηκε από τον Α στον Β χωρίς επαρκή δικαιολογία. Είναι καθαρή περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι ο Β έχει αποκτήσει εκ λάθους κάποιο ποσό που στην πραγματικότητα ανήκει στον Α. Επομένως, πρέπει το δίκαιο να προνοήσει για την επιστροφή του εν λόγω ποσού από τον Β στον Α. Τι συμβαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει μεταφορά ή μετακίνηση πλούτου αλλά όπου ο Β απέκτησε κάποιο αθέμιτο όφελος αλλά όχι σε βάρος του Α;

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια σύμβαση μεταξύ Α και Β και αυτή προνοεί ότι δεν μπορεί ο Β να προβεί σε κάποια ενέργεια, π.χ. να κοινοποιήσει μυστικά ή εμπιστευτικές πληροφορίες που ανήκουν στον Α. Ο Β παραβιάζει τη σύμβαση και ως αποτέλεσμα αποκτά ένα σοβαρό όφελος, αλλά δεν μπορεί εύκολα να λεχθεί ότι ο Α έχει απολέσει το συγκεκριμένο ποσό ή όφελος, όπως γίνεται στην περίπτωση της εκ λάθους καταβολής κάποιου ποσού. Είναι αυτό αποκλειστικά θέμα του δικαίου των συμβάσεων παρά το ότι υπάρχει κάποια διαφοροποίηση στην επιδίκαση αποζημιώσεων;

Σελ. 1557

Ή ανήκει αυτή η δεύτερη υπόθεση στην κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ή πρέπει ο αδικαιολόγητος πλουτισμός να περιοριστεί σε περιπτώσεις όπου το υπό κρίση ποσό ανήκει στον Α αλλά έχει τώρα βρεθεί στην κατοχή του Β χωρίς επαρκή δικαιολογία ή νόμιμη βάση; Τι γίνεται στην περίπτωση όπου ο Α κατέχει κάποιο περιουσιακό στοιχείο το οποίο βρέθηκε στην κατοχή του Β και μεταγενέστερα μεταβιβάστηκε στον Γ; Φαίνεται ότι ο Α έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε ιχνηλάτηση και εντοπισμό του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, εν μέρει επί τη βάσει του ότι ούτε ο Β ούτε ο Γ έχουν δικαίωμα να κατακρατήσουν το περιουσιακό στοιχείο ή εμπράγματο δικαίωμα που ως θέμα δικαίου και δικαιοσύνης ανήκει στον Α. Και στην περίπτωση αυτή το νομικό σύστημα μεριμνά για να αναγνωριστεί το συνεχιζόμενο δικαίωμα του Α επί του υπό κρίση περιουσιακού στοιχείου, παρά το ότι αυτό μετακινήθηκε σε άλλα πρόσωπα και έστω και αν το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο έχει μεταλλαχθεί και είναι τώρα κάτι ολότελα διαφορετικό από ό,τι ήταν αρχικά. Πώς κατατάσσεται αυτή η υπόθεση, ιδιαίτερα σε σχέση με την κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού; Υπάρχει σχέση μεταξύ των περιπτώσεων που αναφέρονται πιο πάνω ή πρόκειται για χωριστές κατηγορίες υποθέσεων, που πρέπει να έχουν διαφορετικό χειρισμό;

Η βασική θέση που ισχύει τώρα, τόσο σε χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο όσο και ευρύτερα, είναι ότι χρειάζεται νομική κατηγορία υπό την επωνυμία «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός», όποια και αν είναι η ακριβής εμβέλειά της.

Από την άλλη, είναι δυνατό να υιοθετηθεί μια ολότελα διαφορετική προσέγγιση, η οποία δεν θεωρεί ότι χρειάζεται η αναγνώριση ή η οικοδόμηση νέας κατηγορίας αστικού δικαίου, ακριβώς διότι οποιαδήποτε νέα κατηγορία δεν μπορεί να καθοριστεί με τον τρόπο με τον οποίο έχουν καθιερωθεί το δίκαιο των συμβάσεων αφενός και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων αφετέρου, καθώς επίσης διότι η αναγνώριση νέας κατηγορίας ουσιαστικού δικαίου συνεπάγεται κίνδυνο σύγχυσης και αβεβαιότητας. Αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αποδίδεται κάποια θεραπεία, αλλά οι εν λόγω περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των παραδοσιακών αρχών δικαίου (είτε του κοινοδικαίου είτε του δικαίου της επιείκειας) χωρίς την αναγνώριση νέου κλάδου ή κατηγορίας δικαίου η οποία θα συνεπάγεται αναστάτωση στο δίκαιο και σύγχυση μεταξύ νομικών αρχών σε διάφορους τομείς απονομής της δικαιοσύνης.

Μεταξύ εκείνων που υιοθετούν αυτή την προσέγγιση είναι το Ανώτατο

Σελ. 1558

Δικαστήριο της Αυστραλίας. Το Δικαστήριο αυτό δεν θεωρεί ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή την αναγνώριση ξεχωριστής κατηγορίας δικαίου υπό την ονομασία «αδικαιολόγητος πλουτισμός». Μια τέτοια εξέλιξη, για τους Δικαστές της Αυστραλίας, θα δημιουργήσει περιττές περιπλοκές στην ανάλυση του δικαίου, ενώ ορισμένες δύσκολες περιπτώσεις μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης μέσω υφιστάμενων κατηγοριών δικαίου ή επιμέρους κανόνων, όπως π.χ. ότι πρόσωπα που εύλογα εναποθέτουν εμπιστοσύνη σε κάποιο άλλο πρόσωπο πρέπει να τύχουν προστασίας όσον αφορά τις εύλογες προσδοκίες τους και ότι δεν επιτρέπεται αθέμιτη συμπεριφορά η οποία προκαλεί ζημιά σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Πιο συγκεκριμένα, για το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας υπάρχουν διάφορες υποθέσεις όπου το Δικαστήριο προβαίνει σε απόδοση της θεραπείας της αποκατάστασης βάσει της εναπόθεσης εύλογης εμπιστοσύνης (reasonable reliance) στα λόγια ή στη συμπεριφορά κάποιου προσώπου. Εάν δηλαδή ο Α καταβάλει εκ λάθους κάποιο ποσό στον Β, ο Α έχει το δικαίωμα να διαμορφώσει την εύλογη εντύπωση ότι το ποσό αυτό θα του επιστραφεί. Συνεπώς, τουλάχιστον για ορισμένους, η εκ λάθους καταβολή κάποιου ποσού συνιστά γεγονός (όπως η συνομολόγηση σύμβασης ή η διάπραξη κάποιου αστικού αδικήματος) που παρέχει έρεισμα για τη δημιουργία υποχρέωσης εκ μέρους του Β προς τον Α, συνήθως μέσω της μεθοδολογίας της δημιουργίας εύλογης εντύπωσης ή προσδοκίας. Μια άλλη θεώρηση είναι αυτή της αθέμιτης συμπεριφοράς (unconscionability), ότι δηλαδή σε διάφορες περιπτώσεις αποδίδεται η θεραπεία της αποκατάστασης για να μην επιβραβευθεί η αθέμιτη συμπεριφορά. Επομένως, σύμφωνα με ορισμένους Μελετητές αλλά και Δικαστές, υπάρχουν ολιγότερο δραστικές λύσεις από τη δημιουργία νέας κατηγορίας δικαίου. Όμως η μεγάλη πλειοψηφία Δικαστών και ακαδημαϊκών θεωρεί ότι ούτε η μια προσέγγιση (εναπόθεση εμπιστοσύνης) ευσταθεί ούτε η άλλη (αθέμιτη συμπεριφορά), τουλάχιστον σε σύγκριση με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment). Εντούτοις, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, ένα ιδιαίτερα σοβαρό και αξιόπιστο Δικαστήριο της Κοινοπολιτείας, όπου εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο,

Σελ. 1559

όχι μόνο έχει ουσιαστικά προτιμήσει το γενικό σκεπτικό της αθέμιτης συμπεριφοράς (unconscionability) ως επεξήγηση των υποθέσεων και περιπτώσεων που αντιμετωπίζονται συνήθως στο πλαίσιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει εκφράσει και σοβαρές αμφιβολίες για την ίδια την κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, προτιμώντας άλλες προσεγγίσεις που συνήθως προκύπτουν από το δίκαιο της επιείκειας.

Όπως όμως έχει ορθά σημειωθεί από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, όποια και αν είναι η προσέγγιση του εν λόγω Δικαστηρίου, το κοινοδίκαιο, κυρίως στην Αγγλία όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, έχει ακολουθήσει τελείως διαφορετική πορεία, αναγνωρίζοντας δηλαδή ως αυτόνομη κατηγορία δικαίου τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, παρόλο που υπάρχουν έντονες διαφωνίες όσον αφορά την εμβέλεια και το περιεχόμενο της νέας κατηγορίας δικαίου.

Ταυτόχρονα όμως, και παρά την έντονη διαφωνία Άγγλων Δικαστών και Μελετητών του θέματος με τη γενικότερη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, δεν πρέπει να υποτιμάται η έννοια της «αθέμιτης συμπεριφοράς». Μπορεί να μην πρέπει να αποφασίζονται υποθέσεις επί τη βάσει μόνο της αρχής της «αθέμιτης συμπεριφοράς», χωρίς την αναγνώριση τουλάχιστον πιο συγκεκριμένων κριτηρίων και κατηγοριών, αλλά δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η αρχή της «αθέμιτης συμπεριφοράς» (unconscionability) είναι ιδιαίτερα σημαντική και συνιστά βασικό στοιχείο του συστήματος των αρχών της επιείκειας, με το δίκαιο της επιείκειας να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορους τομείς δικαίου. Επίσης, στο δίκαιο των συμβάσεων, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αθέμιτη συμπεριφορά από τον Α προς τον Β παρέχει έρεισμα για ακύρωση σύμβασης ή άλλης συναλλαγής. Περαιτέρω, η έννοια της «αθέμιτης συμπεριφοράς» αποτελεί στοιχείο της κατηγορίας δικαίου που τώρα αποκαλούμε «αδικαιολόγητο πλουτισμό». Μάλιστα, στην ιδιαίτερα σημαντική απόφασή του στην υπόθεση Fibrosa, o Δικαστής Wright ανέφερε ότι σκοπός οποιουδήποτε συστήματος αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι να εμποδίσει την κατακράτηση από κάποιο πρόσωπο οφέλους το οποίο το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί να κρατήσει διότι θα ήταν ενάντια «στη

Σελ. 1560

συνείδησή του». Με άλλα λόγια, η κατακράτηση του εν λόγω οφέλους θα συνιστούσε «αθέμιτη συμπεριφορά». Για τον Δικαστή Wright, σκοπός του συστήματος αθέμιτου και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι

[...] to prevent a man from retaining the money of or some benefit derived from another which it is against conscience that he should keep.

Μελέτη της εξέλιξης του δικαίου στον χώρο του αδικαιολόγητου πλουτισμού καταδεικνύει τη στενή σχέση της έννοιας της «αθέμιτης συμπεριφοράς» με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ο οποίος μάλιστα συχνά χαρακτηρίζεται και «αθέμιτος») και της συνδεδεμένης θεραπείας της αποκατάστασης. Για τον παρόντα συγγραφέα, η συνάφεια των θεμάτων είναι προφανής.

Για ορισμένους Μελετητές, αντί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός να θεωρείται νέο σύστημα ή τομέας δικαίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί κλάδος της έννοιας της «αθέμιτης συμπεριφοράς» και της «καλής πίστης», που προκύπτουν ιστορικά από το δίκαιο της επιείκειας αλλά στην εποχή μας έχουν οπωσδήποτε ευρύτερη εμβέλεια.

Από την άλλη όμως υπάρχουν και διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις στη χρησιμοποίηση της «αθέμιτης συμπεριφοράς» είτε ως βασικού ερείσματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού είτε ακόμα και ως στοιχείου που διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στον νέο τομέα δικαίου. Λέχθηκε χαρακτηριστικά σε μια σημαντική απόφαση από το Εφετείο της Σιγκαπούρης:

Given the myriad circumstances in which the concept of unconscionability is used to express the justification or conclusion of the tests and doctrines applied, we are unable to find that unconscionability can be used as a “catch-all” doctrine which grounds and determines the application of unjust enrichment. Unconscionability is, at best, an overarching rationale which attaches to equitable doctrines, including (where applicable) that of unjust enrichment (which, however, is a doctrine that is recognised in both common law and equity); however, the two are not equivalent. Unjust enrichment has acquired its own shape through the development in the case law, and contains distinct elements which must be met before a claim in unjust enrichment can be established.

Σελ. 1561

Η πιο πάνω παρατήρηση είναι φυσικά ορθή, ιδιαίτερα ως προς το ότι η στοιχειοθέτηση αξίωσης για αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συναφώς, όπως έχει πολλές φορές αναφερθεί, η επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στο σύγχρονο δίκαιο δεν συνεπάγεται υποκειμενική εφαρμογή τού τι είναι δίκαιο και τι αθέμιτο, αλλά συνιστά εφαρμογή του δικαίου, βάσει τού τι έχει καθοριστεί ως νομικά θεμιτό. Όπως ανέφερε ο Δικαστής Goff στη Lipkin Gorman:

I accept that the solicitors’ claim in the present case is founded upon the unjust enrichment of the club, and can only succeed if, in accordance with the principles of the law of restitution, the club was indeed unjustly enriched at the expense of the solicitors. The claim for money had and received is not, as I have previously mentioned, founded upon any wrong committed by the club against the solicitors. But it does not, in my opinion, follow that the court has carte blanche to reject the solicitors’ claim simply because it thinks it unfair or unjust in the circumstances to grant recovery. The recovery of money in restitution is not, as a general rule, a matter of discretion for the court. A claim to recover money at common law is made as a matter of right; and even though the underlying principle of recovery is the principle of unjust enrichment, nevertheless, where recovery is denied, it is denied on the basis of legal principle.

Παρόμοια ήταν η παρατήρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας σε μια σημαντική υπόθεση:

[W]hether enrichment is unjust is not determined by reference to a subjective evaluation of what is unfair or unconscionable: recovery rather depends on the existence of a qualifying or vitiating factor [i.e. the unjust factor in element [98 (c)] above] falling into some particular category.

Καταληκτικά, είναι τώρα ευρέως αποδεκτό, τόσο στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο όσο και στο Ηπειρωτικό δίκαιο, ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά ξεχωριστή κατηγορία δικαίου, με ρίζες στις αρχές της επανορθωτικής δικαιοσύνης, της αποτροπής αθέμιτης συμπεριφοράς και της κοινωνικής ευαισθησίας. Ανεξάρτητα από τις ρίζες της εν λόγω κατη

Σελ. 1562

γορίας δικαίου και τις αρχές που τη διαπνέουν, αυτό που εφαρμόζουν τα Δικαστήρια είναι κάποιο συγκεκριμένο σώμα δικαίου, με δικές του προϋποθέσεις και κριτήρια, που ανήκει μεν στη γενική έννομη τάξη αλλά διαφοροποιείται ευκρινώς από τις άλλες πιο παραδοσιακές κατηγορίες δικαίου.

Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας τρίτης κατηγορίας έχουν διατυπωθεί ιδιαίτερα εύστοχα από τον Καθηγητή Birks:

Three great advantages flow from the secure recognition of the independence of the law of unjust enrichment. First and most obviously, a large body of causes becomes intelligible because, in place of distorting fictions, it acquires its own honest explanation. Secondly, a clearer picture of the law as a whole emerges because it becomes possible to see the complete series of causative events from which rights arise – consent, wrongs, unjust enrichments, and miscellaneous others, and that series of causative events can then be confidently related to other series which answer other questions, above all to the division between obligations and property which distinguishes between rights according to their exigibility. In short, a system with an independent law of unjust enrichment improves its rationality overall because it acquires a better grip on the map of the law. Thirdly, the internal rationality of the overworked consent-based categories is itself immediately improved by the removal of alien non-consensual matter to the law of unjust enrichment or to the fourth category of miscellaneous other events.

Συνοπτικά, από τη στιγμή που αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν πολλές υποθέσεις που είτε έχουν αποφασιστεί στο παρελθόν είτε άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου για κρίση και απόφαση, καθώς και άλλες περιπτώσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των παραδοσιακών κατηγοριών δικαίου, τότε εγείρεται το θέμα πώς θα αντιμετωπιστούν οι εν λόγω υποθέσεις και περιπτώσεις: ως εξαιρετικές και ιδιότυπες περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη κατηγορία δικαίου, ή ως περιπτώσεις που πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο υφιστάμενων γενικών αρχών δικαίου, όπως π.χ. ότι δεν επιτρέπεται αθέμιτη και κακόπιστη συμπεριφορά; Ή, αντίθετα, κατά πόσον πρέπει να γίνει προσπάθεια να εντοπιστούν τα κοινά στοιχεία αυτών των υποθέσεων και περιπτώσεων και να αναγνωριστεί νέα κατηγορία δικαίου, αυτή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μαζί

Σελ. 1563

με ορισμένους συναφείς τομείς δικαίου, υπό τη γενική επωνυμία «δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης»; Είναι σαφές ότι, ως θέμα αρχής, τα Δικαστήρια επέλεξαν την τρίτη προσέγγιση, κάτι ιδιαίτερα ευεργετικό όχι μόνο για τις συγκεκριμένες υποθέσεις αλλά και για τη χαρτογράφηση και εξέλιξη του δικαίου γενικότερα.

Ταυτόχρονα, φαίνεται να υπάρχει γενική συμφωνία, ιδιαίτερα στην Αυστραλία και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι μια ιδιότυπη κατηγορία δικαίου που πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή και όχι ισοπεδωτικά. Ειδικά στην Αυστραλία, σε διάφορες υποθέσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν συνιστά ενιαίο σώμα δικαίου αλλά καλύπτει αριθμό διαφορετικών περιπτώσεων όπου ο εναγόμενος έχει αποκτήσει κάποιο όφελος ή πλεονέκτημα σε βάρος του ενάγοντα. Δεν υπάρχει άρνηση της ύπαρξης της κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά θεωρείται ότι κατάσταση αδικαιολόγητου πλουτισμού χωρίς συγκεκριμενοποίηση δεν δημιουργεί από μόνη της αγώγιμο δικαίωμα για ανάκτηση κάποιου αθέμιτου οφέλους το οποίο απέκτησε ο εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντα. Όπως αναφέρθηκε σε μια σημαντική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά είτε μια αρχή δικαίου είτε μια κατηγορία διαφόρων περιπτώσεων και καταστάσεων, όταν το νομικό σύστημα αναγνωρίζει την ανάγκη έκδοσης θεραπείας αποκατάστασης εκεί όπου ο εναγόμενος απέκτησε κάποιο αθέμιτο όφελος σε βάρος του ενάγοντα. Με άλλα λόγια, όπως ανέφερε ο Δικαστής Deane, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά

a unifying legal concept which explains why the law recognizes, in a variety of distinct categories of case, an obligation on the part of a defendant to make fair and just restitution for a benefit derived at the expense of a plaintiff and which assists in the determination, by the ordinary processes of legal reasoning, of the question whether the law should, in justice, recognize such an obligation in a new or developing category of case.

Συνοπτικά, αρκετοί Δικαστές στην Αυστραλία θεωρούν ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν συνιστά συγκεκριμένο αδίκημα ή κατάσταση που δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα, αλλά μια ευρύτερη αρχή ή κατηγορία

Σελ. 1564

δικαίου που επεξηγεί και συνθέτει. Γι’ αυτούς, η επικέντρωση είναι και πρέπει να παραμείνει στην κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση του δικαίου, αντί στα συγκεκριμένα προαπαιτούμενα αγώγιμου δικαιώματος. Όπως αναφέρθηκε σε μια υπόθεση:

The concept of unjust enrichment is, in Australia, limited to this taxonomic function. It has been emphasised on numerous occasions that unjust enrichment is not a “definitive legal principle”, and does not supply “a sufficient premise for direct application in a particular case”. In this sense, unjust enrichment is not the direct basis of restitutionary relief in Australian law. A comparison might be drawn with the category of torts. A plaintiff cannot plead that a defendant is liable for having committed a “tort”. “Torts” decribes the category not the action (which might be assault, battery, conversion etc). At an even higher level of theory, the ultimate basis of restitutionary liability was expressed by the joint judgment in Australian Financial Services as depending upon whether retention is against “conscience”. Their Honours explained that “conscience” does not invite subjective evaluation. Instead, it is “a construct of values and standards against which the conduct of ‘suitors’ – not only defendants – is to be judged.”

Παρατηρούμε ότι το όλο θέμα της κατηγοριοποίησης και του ρόλου του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν είναι μόνο θέμα ουσίας αλλά και ορολογίας και οργάνωσης του νομικού συστήματος. Πολλά εξαρτώνται από την προσέγγιση σε κάποια νομική έννοια ή κατηγορία, και ειδικά από την ευρύτητα με την οποία αντιμετωπίζεται αυτή. Το δίλημμα εδώ είναι το ακόλουθο: Όσο ευρύτερη είναι μια κατηγορία δικαίου, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη διαμόρφωσης πιο συγκεκριμένων κριτηρίων και μεθόδων για την εφαρμογή της στην πράξη. Από την άλλη, υπερβολικά περιοριστικός καθορισμός κάποιας έννοιας ή κατηγορίας δικαίου υποσκάπτει τη χρησιμότητα της εν λόγω έννοιας ή κατηγορίας. Για τον λόγο αυτό, όπως πρεσβεύει ο συγγραφέας, η ίδια νομική κατηγορία, αυτή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι δυνατό να χρησιμοποιείται όχι με μία μόνο έννοια αλλά με περισσότερες, π.χ. την αυστηρή και περιορισμένη (όταν χρησιμοποιείται ως μια κατάσταση πραγμάτων και γεγονότων από την οποία προκύπτει συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα) και την ευρύτερη, η οποία καλύπτει όχι μόνο συγκεκριμένες αξιώσεις αλλά και συναφείς χώρους δικαίου (και όπου χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως μια γενική αρχή ή θεώρηση).

Σελ. 1565

Μια χρήσιμη ανακεφαλαίωση του ρόλου του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η ακόλουθη:

Provided that unjust enrichment is not applied as a direct source of liability, in Australia the taxonomic category of unjust enrichment has served a useful function and might continue to do so. Like the category of ‘torts’ the category of unjust enrichment assists in understanding even though it is not a direct source of liability. The category directs attention to a common legal foundation shared by a number of instances of liability formerly concealed within the forms of action or within bills in equity. The common features of actions within the ‘label’, ‘concept’, or ‘notion’ of unjust enrichment has generally been thought to be that, subject to defences, a plaintiff can prove its entitlement to restitution of the value of a benefit derived at the plaintiff’s expense, if the Court is satisfied that the plaintiff has succeeded on any issues falling within three broad enquiries:

(i) The defendant must be enriched. 

(ii) The enrichment must come at the expense of the plaintiff. 

(iii) The enrichment must be unjust.

Συμπερασματικά, με βάση την προσέγγιση πολλών Μελετητών και Δικαστών, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν είναι συγκεκριμένο αδίκημα ή κατάσταση που οδηγεί άμεσα στη δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος. Μάλλον αποτελεί τόσο κατηγορία δικαίου που έχει ως πρωταρχικό σκοπό την αποστέρηση του εναγομένου από αθέμιτο όφελος (μέσω της χρησιμοποίησης της θεραπείας της αποκατάστασης) όσο και βασική αρχή δικαίου, η οποία έλκει την καταγωγή όχι μόνο από το παραδοσιακό κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας αλλά και από ιδέες δικαιοσύνης που διαμορφώθηκαν στο Ρωμαϊκό δίκαιο.

Ταυτόχρονα όμως, τουλάχιστον για τον παρόντα συγγραφέα, η θεώρηση ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν συνιστά συγκεκριμένη κατάσταση από την οποία προκύπτει άμεσα αγώγιμο δικαίωμα δεν φαίνεται να εκφράζει, τουλάχιστον αποκλειστικά, την ορθή διάσταση της ισχύουσας νομολογίας και ακαδημαϊκής θεωρίας (χωρίς να αμφισβητούνται και οι άλλες γενικότερες θεωρήσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού) διότι φαίνεται να είναι αποδεκτό ότι σε περιπτώσεις όπου ικανοποιούνται οι

Σελ. 1566

βασικές προϋποθέσεις (πλουτισμός από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα, χωρίς εύλογη αιτία, απουσία υπεράσπισης) τότε προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα που δεν ανήκει ούτε στον χώρο των συμβάσεων ούτε στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Επομένως, από τα σχετικά γεγονότα (causative events) προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα το οποίο εμπεδώνεται και υλοποιείται με τη θεραπεία της αποκατάστασης.

Σίγουρα, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Κύπρος, όπου το κοινοδίκαιο συνδυάζεται με άλλες παραδόσεις και μεθοδολογίες δικαίου, σημασία έχει και το πώς αντιμετωπίζεται το θέμα από τη σκοπιά του Ηπειρωτικού δικαίου, και κυρίως του Ελληνικού. Αναφέρει σχετικά ο Σταθόπουλος:

Πάντως ο θεσμός διατηρεί κοινωνική ευαισθησία. Πρώτον, γιατί θεσμικές μεταβολές ή άλλη κοινωνική εξέλιξη έξω από το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (π.χ. η εξέλιξη του δικαίου των συμβάσεων χαρακτηριζόμενη από την παρεμβατική πολιτική στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, τη χαλάρωση της αρχής της σχετικότητας, κυρίως με τη δημιουργία τριμερών ή και πολυμερών ενοχικών σχέσεων κλπ.) έχουν επίπτωση και στις προϋποθέσεις και τα υποκείμενα της ενοχικής σχέσης αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και δεύτερον, γιατί οι εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις βρίσκουν έκφραση στο ισχύον δίκαιο μέσα από γενικές ρήτρες, όπως αυτή του άρθρου 904, και τις αόριστες νομικές έννοιες που αναγκαία χρησιμοποιούν οι γενικές ρήτρες (π.χ. νόμιμη αιτία). Η εγκατάλειψη της ενιαίας ρύθμισης του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε άλλες χώρες, επομένως και της γενικής ρήτρας στην οποία υπάγονται ενιαία όλες οι περιπτώσεις και η περιπτωσιολογική μόνο πρόβλεψη ειδικών αγωγών επιστροφής πλουτισμού σημαίνουν και περιορισμό αυτής της κοινωνικής ευαισθησίας. Ότι πάντως η ενιαία ρύθμιση δεν πλήττει την ασφάλεια δικαίου προκύπτει κυρίως από την παράθεση και εξειδίκευση των προϋποθέσεων της αξίωσης και ιδιαίτερα της νόμιμης αιτίας πλουτισμού.

Το κύριο σημείο του Σταθόπουλου, ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για το κοινοδίκαιο όσο και για το εξελισσόμενο Κυπριακό δίκαιο, είναι ότι το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού επιβάλλεται τόσο από κοινωνικές και συναφείς ανάγκες όσο και από τη βασική αρχή της εύρυθμης λειτουργίας του όλου νομικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της μη στρέβλωσης των άλλων κατηγοριών δικαίου, ιδιαίτερα του δικαίου

Σελ. 1567

των συμβάσεων. Περαιτέρω, πρέπει να υπάρχει μια ενιαία ρύθμιση υποθέσεων αδικαιολόγητου πλουτισμού (τουλάχιστον στο Ηπειρωτικό δίκαιο). Η διαφύλαξη της ασφάλειας του δικαίου δεν επιτυγχάνεται μέσω της διαμόρφωσης ποικίλων συστημάτων προστασίας από αδικαιολόγητο πλουτισμό αλλά με τη διατήρηση ενιαίας αξίωσης και με εξειδίκευση των προϋποθέσεων της εν λόγω αξίωσης για ανατροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ειδικά της προϋπόθεσης για «απουσία νόμιμης αιτίας». Το τελευταίο σημείο δεν ισχύει απόλυτα στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο, όπου η νομική σχέση στο πλαίσιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν είναι αποκλειστικά ενοχική (χωρίς δηλαδή εμπράγματη προστασία) αλλά κάποτε και in rem, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, σε αντίθεση με την Ηπειρωτική παράδοση, η οποία κατά κανόνα επιμένει στον αποκλειστικά ενοχικό χαρακτήρα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της σχέσης που προκύπτει από αυτόν. Ίσως γι’ αυτό, στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο, πρέπει ενδεχομένως να συνδυαστεί το ενιαίο της ρύθμισης προστασίας από αδικαιολόγητο πλουτισμό (υπό την παραδοσιακή έννοια) με συναφείς χώρους δικαίου όπου δεν υπάρχει κατ’ ανάγκη αντιστοιχία μεταξύ ζημιάς του ενάγοντα και οφέλους του εναγομένου, αλλά όπου το Δικαστήριο είτε θα διατάξει αποκατάσταση είτε θα προφυλάξει την ασφάλεια και την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων του ενάγοντα.

Καταληκτικά, ειδικά στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός αποτελεί μεν κατηγορία δικαίου (ειδικά εκεί όπου καλύπτει καταστάσεις πέραν αυτής που αναφέρεται πιο πάνω, δηλαδή της ικανοποίησης των βασικών και συγκεκριμένων προϋποθέσεων), καθώς και νομική αρχή η οποία είναι εμπεδωμένη σε διάφορους τομείς του δικαίου, αλλά όταν βασίζεται στα τρία ή τέσσερα κριτήρια και προϋποθέσεις της παραδοσιακής νομολογίας (π.χ. στην περίπτωση εσφαλμένης καταβολής μη οφειλόμενου ποσού στον εναγόμενο, όταν εγείρονται συγκεκριμένα ερωτήματα μεταφοράς πλούτου μεταξύ των διαδίκων, μη ύπαρξης επαρκούς αιτίας και έλλειψης υπεράσπισης) τότε δεν είναι εύκολο να προβληθεί η θέση ότι δεν προκύπτει άμεσο αγώγιμο δικαίωμα από την ικανοποίηση των εν λόγω προϋποθέσεων, το οποίο πρέπει να προστατευθεί με τον δέοντα τρόπο από το Δικαστήριο, συνήθως μέσω της θεραπείας της αποκατάστασης (restitution).

Σελ. 1568

Ανακεφαλαιώνοντας, στο στάδιο αυτό, μπορεί να λεχθεί ότι, όπως έχει εξελιχθεί, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι:

(i)χώρος δικαίου,

(ii)κατηγορία δικαίου, η οποία περιλαμβάνει διάφορες αξιώσεις και απαιτήσεις που σκοπό έχουν την ανατροπή μη δικαιολογημένης μεταφοράς πλούτου από ένα πρόσωπο σε άλλο,

(iii)αρχή δικαίου, και

(iv)ανεξάρτητο αγώγιμο δικαίωμα, νοουμένου πάντα ότι προκύπτει από την ικανοποίηση ορισμένων νομικών προϋποθέσεων, όπως καθορίζονται από τη νομολογία.

Η διαμόρφωση ανεξάρτητου και αυτοτελούς αγώγιμου δικαιώματος είναι αυτό που αναγνωρίζεται στο Ηπειρωτικό δίκαιο, με το οποίο τώρα προσομοιάζει και το Αγγλοσαξωνικό δίκαιο.

Εν πάση περιπτώσει, είμαστε τώρα σε θέση να προβούμε σε μια γενική σκιαγράφηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρώτιστα ως πηγής δικαιωμάτων και νομικών επιπτώσεων. Η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι μια γενική κατηγορία γεγονότων και/ή καταστάσεων και/ή περιπτώσεων απ’ όπου προκύπτει δικαίωμα αποκατάστασης (right to restitution) πλούτου που έχει αποκτηθεί και κατακρατείται αθέμιτα και αδικαιολόγητα από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα. Τα δικαιώματα που προκύπτουν από γεγονός, γεγονότα ή καταστάσεις που συνιστούν ή χαρακτηρίζονται ως αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι κατά κανόνα προσωπικά δικαιώματα (rights in personam) αλλά δεν αποκλείεται στην κατάλληλη περίπτωση να δημιουργούνται και εμπράγματα δικαιώματα (rights in rem).

Τα βασικά στοιχεία είναι ότι το νομικό σύστημα, μέσω των εξελίξεων των περασμένων δεκαετιών, έχει καταλήξει στα εξής συμπεράσματα: (α)

Σελ. 1569

ότι ως θέμα αρχής δεν επαρκούν οι δύο βασικές κατηγορίες του δικαίου, των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών αδικημάτων, για επεξήγηση των υποθέσεων και για οργάνωση του νομικού υλικού που έχει συσσωρευθεί στη διάρκεια των αιώνων, (β) ότι απαιτείται η αναγνώριση τρίτης κατηγορίας δικαίου, δηλαδή του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού, (γ) ότι σκοπός της νέας κατηγορίας δικαίου είναι η αναστροφή και η εξουδετέρωση του αδικαιολόγητου και αθέμιτου πλουτισμού και (δ) ότι ο εν λόγω πλουτισμός πρέπει να αναστρέφεται και/ή να εξουδετερώνεται όχι μέσω της θεραπείας της αποζημίωσης αλλά της αποκατάστασης, νοουμένου φυσικά ότι ικανοποιούνται οι νομικές προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλει η νομολογία.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να σημειωθεί το κοινό έδαφος μεταξύ των πιο πάνω συμπερασμάτων, που αντιπροσωπεύουν το σύγχρονο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο, με τις αντίστοιχες προσεγγίσεις του Ηπειρωτικού και ιδιαίτερα του Ελληνικού δικαίου. Έτσι, σε ένα γνωστό σύγγραμμα έχουν λεχθεί τα πιο κάτω:

Τρίτη βασική πηγή ενοχών, μετά τις συμβάσεις και τις αδικοπραξίες, είναι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. Οι ενοχές από αδικαιολόγητο πλουτισμό παράγονται, όπως και οι αδικοπρακτικές, απευθείας από τον νόμο, δεν στηρίζονται δηλαδή στην ιδιωτική βούληση. Λόγος της γένεσής τους είναι το γεγονός, ότι ένα πρόσωπο πλούτισε σε βάρος άλλου και ο πλουτισμός του δεν θεωρείται από τον νόμο δικαιολογημένος. Η συνέπεια είναι ότι ο νόμος επιβάλλει στον λήπτη (και κάτοχο) του πλουτισμού (οφειλέτη από αδικαιολόγητο πλουτισμό) την υποχρέωση να τον επιστρέψει στον ζημιωθέντα (δανειστή από αδικαιολόγητο πλουτισμό).

Ο θεσμός του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που ρυθμίζεται στα άρθρα 904-913 ΑΚ, προϋποθέτει περιουσιακή μετακίνηση (ακόμη γενικότερα, επαύξηση της περιουσίας ενός προσώπου σε βάρος κάποιου άλλου), την οποία η έννομη τάξη θεωρεί αδικαιολόγητη· αποβλέπει δε στην αποκατάσταση της αδικαιολόγητης αυτής περιουσιακής μεταβολής και στον παραμερισμό της αδικίας που αυτή εγκλείει, σύμφωνα με επιταγή της ηθικής και της επανορθωτικής δικαιοσύνης.

Εξάλλου η μνεία της ζημίας του ενάγοντος στην ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. 1 δεν πρέπει να παρασύρει στο συμπέρασμα ότι εδώ πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης, όπως π.χ. επί αδικοπρακτικής ευθύνης. Η ευθύνη του πλουτή-

Σελ. 1570

σαντος συνίσταται στην επιστροφή του πλουτισμού του και όχι στην αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος. Ο πλουτήσας πρέπει να επιστρέψει τον πλουτισμό του, αλλά όχι και να γίνει φτωχότερος από ό,τι ήταν πριν από τον πλουτισμό του. Και ο ενάγων θα ζητήσει όχι αποκατάσταση όλης της ζημίας, αλλά τον πλουτισμό του εναγομένου στο μέτρο που αυτός αποκτήθηκε σε βάρος του (του ενάγοντος). Οι ενοχές από την ΑΚ 904 αφενός και από την ΑΚ 914 αφετέρου έχουν διαφορετικό αντικείμενο, έστω και αν απορρέουν από το ίδιο περιστατικό ή αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πλουτισμός και αποζημίωση τυχαίνει να συμπίπτουν κατά την έκτασή τους. Οι προϋποθέσεις επίσης διαφέρουν.

Είναι πολύ σημαντικό ότι κοινά συμπεράσματα και προσεγγίσεις έχουν προκύψει και ακολουθούνται στα δύο πολύ διαφορετικά συστήματα δικαίου, το Ηπειρωτικό αφενός και το Αγγλοσαξωνικό αφετέρου.

Συνοπτικά, υπάρχει δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η νομική αυτή κατηγορία είναι ολότελα διαφορετική από τις παραδοσιακές κατηγορίες του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών αδικημάτων, η εν λόγω κατηγορία δικαίου έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου και όχι την κάλυψη της ζημιάς του ενάγοντα και η θεραπεία που χρησιμοποιείται για επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι η αποκατάσταση και όχι η αποζημίωση. Αυτά είναι κοινά στοιχεία των δύο ιστορικών συστημάτων δικαίου, του Αγγλοσαξωνικού και του Ηπειρωτικού.

Τι έχει οδηγήσει σε αυτή την αξιοσημείωτη προσέγγιση των δύο συστημάτων δικαίου; Φαίνεται ότι οι κύριοι λόγοι είναι οι πιο κάτω:

1. Πρώτος λόγος είναι σαφώς η κοινωνική ανάγκη για αναγνώριση της εν λόγω κατηγορίας δικαίου. Και τα δύο συστήματα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν εξυπηρετείται με την ύπαρξη μόνο δύο κατηγοριών δικαίου, του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών αδικημάτων, και ότι απαιτείται η αναγνώριση και εδραίωση νέου κλάδου δικαίου, αυτού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (του οποίου ο σκοπός είναι πολύ διαφορετικός από τις επιδιώξεις των παραδοσιακών κλάδων δικαίου).

Back to Top