ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 37,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 37,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17922
Αγγελόπουλος Ε., Μαρμάρου Β., Σχίζα Ε.
Ληξουριώτης Ι.
  • Εκδοση: 2η 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 264
  • ISBN: 978-960-654-211-4
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Οι «Ενστάσεις Εργατικού Δικαίου» έχουν ως αντικείμενο ζητήματα που αφορούν στα μέσα επίθεσης και άμυνας των διαδίκων σε εργατικές διαφορές και στην προβολή των σχετικών ενστάσεων, οι οποίες αναλύονται διεξοδικά. Πριν από κάθε θεματική ενότητα παρατίθεται η σχετική βιβλιογραφία, πίνακας περιεχομένων και αλφαβητικό ευρετήριο προς διευκόλυνση του αναγνώστη κατά την αναζήτηση του θέματος που τον ενδιαφέρει. Το έργο αποτελεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια όποιου ασχολείται με το Εργατικό Δίκαιο, σε θεωρητικό ή/και σε πρακτικό επίπεδο, με την ενεργό συμμετοχή του σε εργατικές δίκες.
Προλογικό σημείωμα Σελ. VII
[Α] ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ
I. Διάκριση άρνησης και ένστασης - Η έννοια της ένστασης Σελ. 3
ΙΙ. Είδη και μορφές ενστάσεων Σελ. 4
ΙΙΙ. Αντένσταση και επαντένσταση Σελ. 5
IV. Περιεχόμενο ένστασης Σελ. 5
V. Το αίτημα ως απαραίτητο στοιχείο της ένστασης Σελ. 5
VI. Χρόνος προβολής των ενστάσεων Σελ. 6
VII. Ανεπίτρεπτο πρότασης αντιφατικών ενστάσεων Σελ. 6
VIII. Χρόνος παραγραφής των ενστάσεων Σελ. 6
IX. Σελ. Εκκρεμοδικία και δεδικασμένο
1. Εκκρεμοδικία Σελ. 7
2. Δεδικασμένο Σελ. 7
X. Ενστάσεις και έφεση Σελ. 9
XI. Ενστάσεις και αναίρεση Σελ. 9
XII. Ενστάσεις και εργατικές διαφορές Σελ. 10
[B] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
I. Ένσταση ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης και αντένσταση επικύρωσης της άκυρης σύμβασης Σελ. 12
ΙΙ. Ένσταση ή αντένσταση καταχρηστικής επίκλησης της ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης Σελ. 19
ΙII. Ένσταση παραγραφής Σελ. 20
[Γ] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΠΟ ΕΓΚΥΡΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
I. Σελ. Ένσταση αοριστίας
1. Γενικώς δικονομικά ισχύοντα Σελ. 24
2. Επί αξίωσης αποδοχών βάσει ατομικής ή/και συλλογικής σύμβασης εργασίας Σελ. 26
3. Επί αξίωσης αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης ετήσιας άδειας αναψυχής Σελ. 33
4. Επί αξίωσης λόγω πρόσθετης εργασίας εντός νομίμου ωραρίου Σελ. 37
5. Επί αξιώσεων βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης Σελ. 40
ΙΙ. Ένσταση εξόφλησης (ή καταβολής) Σελ. 44
ΙΙΙ. Σελ. Ένσταση συμψηφισμού
1. Γενικώς δικονομικά ισχύοντα Σελ. 51
2. Ως προς την ένσταση καταλογισμού (συμψηφισμού) μισθολογικών αξιώσεων σε υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές Σελ. 54
ΙV. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος/αξίωσης Σελ. 60
V. Ένσταση παραγραφής Σελ. 67
VΙ. Ένσταση δεδικασμένου Σελ. 75
[Δ] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
Ι. Ένσταση αοριστίας επί των αξιούμενων μισθών υπερημερίας Σελ. 82
ΙΙ. Ένσταση συμψηφισμού των αποδοχών υπερημερίας που θα επιδικαστούν με την καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης Σελ. 87
ΙΙΙ. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης λήψεως μισθών από την υπερημερία του εργοδότη Σελ. 88
ΙV. Ένσταση αφαίρεσης της ωφέλειας που αποκτήθηκε κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη (ένσταση έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων) Σελ. 91
[Ε] Ενσταση παραιτHσεως
Ι. Παραίτηση του εργαζομένου από τα εκ της συμβάσεως εργασίας δικαιώματά του - Σύμβαση άφεσης χρέους κατ’ άρθρ. 454 ΑΚ Σελ. 96
ΙΙ. Παραίτηση του εργαζομένου από τα εκ της συμβάσεως εργασίας δικαιώματά του - Συμβιβασμός κατ’ άρθρ. 871 ΑΚ Σελ. 100
[ΣΤ] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ι. Σελ. Ένσταση αοριστίας επί αξιώσεων που προκύπτουν από την παροχή εργασίας πέραν των νομίμων χρονικών ορίων εργασίας
1. Επί αξιώσεων από την παροχή υπερεργασίας και από την υπερωριακή απασχόληση Σελ. 106
2. Επί αξιώσεων από την απασχόληση κατά τις Κυριακές ή αργίες και το Σάββατο (ως 6η ημέρα της εβδομάδας) Σελ. 111
ΙΙ. Ένσταση μη υπαγωγής στις νομοθετικές διατάξεις περί τήρησης των νομίμων χρονικών ορίων εργασίας (υπάλληλοι διεύθυνσης και εμπιστοσύνης, οικιακοί μισθωτοί) Σελ. 113
ΙΙΙ. Ένσταση συμψηφισμού των ωρών εργασίας λόγω εφαρμογής συστήματος διευθέτησης του χρόνου εργασίας Σελ. 117
ΙV. Ένσταση παραγραφής αξιώσεων για αμοιβές από υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας Σελ. 117
V. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης αξιώσεων που προκύπτουν από την υπερωριακή απασχόληση (281 ΑΚ) Σελ. 118
VΙ. Ένσταση ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης λόγω παράλληλης απασχόλησης πέραν του νομίμου ωραρίου εργασίας Σελ. 119
[Z] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ι. Έννοια Σελ. 126
ΙΙ. Περιπτωσιολογία Σελ. 132
ΙΙΙ. Δικαιώματα εργαζομένου σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του Σελ. 135
IV. Σελ. Η άμυνα του εναγομένου
IV. Σελ. Η άμυνα του εναγομένου
1. Ένσταση αοριστίας Σελ. 139
2. Ένσταση ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας Σελ. 140
3. Ένσταση παρέλευσης αποσβεστικών προθεσμιών άρθρ. 6 παρ. 1 και 2 Ν 3198/1955 Σελ. 140
4. Ένσταση αποδοχής της μεταβολής Σελ. 141
5. Ένσταση κατάχρησης δικαιώματος - αποδυνάμωσης δικαιώματος Σελ. 143
[H] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΛΕΨΗ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ
Ι. Εισαγωγικά Σελ. 148
ΙΙ. Ο δικαστικός έλεγχος των προαγωγών Σελ. 150
ΙΙΙ. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τις προαγωγικές κρίσεις υπαλλήλων που γίνονται από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη Σελ. 153
IV. Σελ. Η άμυνα του εναγομένου
1. Άρνηση της αγωγής Σελ. 156
2. Ένσταση αοριστίας Σελ. 157
3. Διακωλυτική ένσταση Σελ. 159
4. Ένσταση παραγραφής Σελ. 162
5. Ένσταση αποδυνάμωσης δικαιώματος Σελ. 164
[Θ] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
Ι. Ένσταση αοριστίας και ένσταση συντρέχουσας ειδικής αμέλειας (κατ’ άρθρο 16 Ν 551/1915) επί των αξιώσεων που απορρέουν από την αστική ευθύνη του εργοδότη εκ του Ν 551/1915 Σελ. 168
ΙΙ. Ένσταση αοριστίας επί αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (932 ΑΚ) Σελ. 173
III. Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (300 ΑΚ) Σελ. 183
IV. Ένσταση παραγραφής Σελ. 185
V. Ένσταση συμβιβασμού εκ του άρθρου 14 του Ν 551/1915 Σελ. 187
[Ι] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ι. Η δικονομική θέση εργαζομένου και εργοδότη στο πλαίσιο δίκης με αντικείμενο τις αξιώσεις του εργαζομένου που προκύπτουν από την λύση της εργασιακής του σχέσης. Βάρος απόδειξης. Ένσταση νομίμου λύσεως της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης δια καταγγελίας από μέρους του εργοδότη και αντένσταση ακυρότητας της γενομένης καταγγελίας Σελ. 193
1. Ακυρότητα της καταγγελίας λόγω μη επίδειξης πληρεξουσίου εγγράφου ή λόγω έλλειψης εξουσίας αντιπροσώπευσης Σελ. 200
2. Ακυρότητα της καταγγελίας λόγω έλλειψης του έγγραφου τύπου Σελ. 204
3. Ακυρότητα της καταγγελίας λόγω μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης Σελ. 205
4. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας (281 ΑΚ) Σελ. 210
ΙΙ. Ένσταση παραίτησης από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης Σελ. 224
ΙΙΙ. Ένσταση παραγραφής και αντένσταση διακοπής της παραγραφής Σελ. 226
[ΙΑ] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ι. Ένσταση αοριστίας Σελ. 232
ΙΙ. Ένσταση συνδρομής σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την πρόωρη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης ορισμένου χρόνου (672 ΑΚ) Σελ. 233
ΙΙΙ. Ένσταση ότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου κατέστη αορίστου χρόνου Σελ. 240

Σελ. 1

[Α] ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 262. – Γιακουμής, Η πολιτική δίκη - Η άμυνα του εναγομένου σε Απαλαγάκη (επιμ.), Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σελ. 420 επ. – Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Οι ενστάσεις στην πολιτική δίκη, Πρακτικά του 15ου Συνεδρίου, 1992. – Κατσιρούμπας (επιμ.), Ενστάσεις στην πολιτική δίκη, 2018. – Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 262. – Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, β΄ εκδ., 234 επ. – Ιδίου, Ουσιαστικόν Δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, passim. – Μακρίδου, Δικονομία εργατικών διαφορών, 2009. – Μητσόπουλος, Διαδικαστικαί πράξεις, Τιμ. τόμος Γ. Ράμμου, ΙΙ, 1979, σελ. 625 επ. – Μπέης, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 262, 1116. – Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987. – Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο. – Παπαδημητρίου, Διαδικασία εκδικάσεως εργατικών διαφορών, ΕΕργΔ 1978,660. – Ποδηματά, Δεδικασμένο: αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, 1995, passim. – Ράμμος, Περί κυρίας παρεμβάσεως, 1931. – Ιδίου, Παραδεκτόν προβολής ενστάσεως συμψηφισμού, ΕΕργΔ 15,353. – Ιδίου, Εργατικαί Διαφοραί, ΕΕργΔ 1980,305. – Ρήγας, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική και την ποινική δίκη και η απάντηση του δικαστηρίου, ΕΠολΔ 2008,10, ιδίως 18-19. – Ταμπάκης, Εργατική Δικονομία, 2007. – Ταραντίλης, Εργατικές Διαφορές, σε Ληξουριώτη (επιμ.), Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου, 2008, σελ. 865 επ. – Τριανταφυλλίδης, Δεδικασμένο - Δεδικασμένο επί των ενστάσεων, σε Απαλαγάκη (επιμ.), Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, σελ. 466-467.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ*

Ι. Διάκριση άρνησης και ένστασης – Η έννοια της ένστασης 1-3

ΙΙ. Είδη και μορφές ενστάσεων 4-5

ΙΙΙ. Aντένσταση και επαντένσταση 6

IV. Περιεχόμενο ένστασης 7

V. Το αίτημα ως απαραίτητο στοιχείο της ένστασης 8

VI. Χρόνος προβολής των ενστάσεων 9

VII. Ανεπίτρεπτο πρότασης αντιφατικών ενστάσεων 10

VIII. Χρόνος παραγραφής των ενστάσεων 11

IX. Εκκρεμοδικία και δεδικασμένο

1. Εκκρεμοδικία 12

2. Δεδικασμένο 13

X. Ενστάσεις και έφεση 14

XI. Ενστάσεις και αναίρεση 15

XII. Ενστάσεις και εργατικές διαφορές 16

 

Σελ. 2

* Οι παραπομπές γίνονται στους πλαγιάριθμους.

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ*

Αγωγή 1 επ.

– απόρριψη ως ουσία αβάσιμης 3

Άμυνα εναγομένου 1

Αναίρεση 15

Ανταγωγή 17

Αντένσταση 6

Αντέφεση 14

Άρνηση αγωγής

– αιτιολογημένη 1, 2

– αμφισβήτηση νομικής και ιστορικής βάσης 2

– απλή 1, 2

Βάρος απόδειξης 1, 8

Δεδικασμένο 13

Δίκη πολιτική 1

Ειρηνοδικεία 17

Εκκρεμοδικία 12

Ενστάσεις 1 επ.

– αίτημα 7, 8

– αμυντική διαδικαστική πράξη 3

– αναρμοδιότητας 5

– αντιφατικές 10

– αόριστη 14

– απαράγραπτο 11

– απαράδεκτο 9

– αποσβεστικής προθεσμίας 4

– αυτοτελείς 4, 11

– αυτοτελής ισχυρισμός 2

– γνήσιες 4, 7, 11, 13

– διεύρυνση (ή προσθήκη) αντικειμένου δίκης 3

– δικονομικές 3, 5

– έλλειψης εγγυοδοσίας 5

– εξαρτημένες 4

– εξώδικη προβολή 7

– επίσχεσης 4

– καταχρηστικές 4, 7, 11

– καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος 4, 9

– καταχώριση στα πρακτικά 17

– μη αυτοτελείς 4, 11

– μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης 5

– νέος ισχυρισμός 2

– ορισμός 3

– ουσιαστικές 3

– παραγραφής 15

– περιεχόμενο 7

– πλαστότητας αποδεικτικού εγγράφου 5

– προβολή 7, 8, 9, 14, 15, 17

– προφορική πρόταση 17

– προσεπίκλησης ομοδίκων ή υπόχρεων για αποζημίωση 5

– συμψηφισμού 12, 13, 17

– σχετικές με τα αποδεικτικά μέσα 5

– υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία 5

– ύπαρξης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας 5

– υπεράσπιση εναγομένου 3

– χρόνος προβολής 9

Επαντένσταση 6

Επίθεση ενάγοντος 1

Εργατικές διαφορές 17

Εργατικό δίκαιο 16

Έφεση 14

Ισχυρισμοί

– μη αυτοτελείς 2

– νέοι 2

– πραγματικοί 2

Καταγγελία σύμβασης εργασίας 2

Καταχρηστική απόλυση 2

Μονομελές πρωτοδικείο 17

Νομιμοποίηση διαδίκων 7

Παρέλκυση δίκης 10

Πράγματα (αναίρεση) 15

Προτάσεις 9, 17

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας 2

Σελ. 2

* Οι παραπομπές γίνονται στους πλαγιάριθμους.

Σελ. 3

1Η πολιτική δίκη έχει ως σημείο αφετηρίας την αγωγή. Η αγωγή συνιστά το μέσο «επίθεσης» του ενάγοντος. Τα κύρια μέσα «άμυνας» του εναγομένου είναι η άρνηση (απλή και αιτιολογημένη) και οι ενστάσεις. Επισημαίνεται ότι τα εννοιολογικά όρια μεταξύ άρνησης και ένστασης είναι συχνά δυσδιάκριτα, ιδίως όταν πρόκειται περί αιτιολογημένης άρνησης. Η βασική συνέπεια της διάκρισης μεταξύ άρνησης και ένστασης έγκειται στο βάρος απόδειξης: Στην περίπτωση της άρνησης δεν υφίσταται υποχρέωση του αρνούμενου-εναγόμενου να αποδείξει τους ισχυρισμούς του που στηρίζουν την άρνηση της αγωγής, ενώ στην περίπτωση της ένστασης το βάρος της απόδειξής της έχει ο ενιστάμενος-εναγόμενος.

2Ως άρνηση, απλή ή αιτιολογημένη, θεωρείται η αμφισβήτηση της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΚΠολΔ, «κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση». Η άρνηση είναι ισχυρισμός νέος μεν, μη αυτοτελής δε, σε αντίθεση με την ένσταση η οποία συνιστά πάντοτε νέο και κυρίως αυτοτελή ισχυρισμό. Παράδειγμα άρνησης: Σε δίκη με αίτημα του ενάγοντος-μισθωτού να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον εργοδότη λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ), ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητεί είτε ότι απασχολούσε τον μισθωτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είτε ότι η απόλυσή του ήταν καταχρηστική. Σε αυτό το παράδειγμα, ο ενάγων μισθωτός και όχι ο αρνούμενος-εναγόμενος εργοδότης πρέπει να αποδείξει ότι αφενός απασχολείτο στον τελευταίο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αφετέρου ότι η απόλυσή του ήταν καταχρηστική.

3Η ένσταση είναι έννοια τόσο του ουσιαστικού δικαίου (ουσιαστικές ενστάσεις) όσο και του δικονομικού δικαίου (δικονομικές ενστάσεις). Κατά τον ορισμό του Μητσόπουλου, ένσταση είναι η κατά της επιθετικής πράξης αντιτασσόμενη αμυντική διαδικαστική πράξη, η επί ιδίας ουσιαστικής ή δικονομικής βάσης ερειδόμενη και αίτημα έχουσα την αναβολή επέλευσης ή την διά παντός άρση των διά της επιθετικής πράξης διωκομένων εννόμων συνεπειών. Σύμφωνα με τον Νικολόπουλο «με τον κοινό όρο

Σελ. 4

‘ένσταση’ δεν αποδίδεται μόνο το δικαίωμα εκείνο του ουσιαστικού δικαίου το αντίπαλο του βασικού, με το οποίο ο δικαιούχος αυτού αμυνόμενος ασκεί τούτο είτε εκτός δίκης είτε κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, αλλ’ ότι περιλαμβάνεται και κάθε μορφή υπερασπίσεως, που χωρίς να βρίσκεται σε αντίθεση με τα νομικά γεγονότα που αποτελούν την βάση της αγωγής, άλλως που τα προϋποθέτει, έχει ως έννομη συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν (ουσιαστικές ενστάσεις). Περιέχεται επίσης στον ίδιο όρο η υπεράσπιση εκείνη του εναγομένου η στηριζόμενη σε δικονομικούς κανόνες, η έννομη συνέπεια των οποίων συνίσταται όχι πλέον στην αποτροπή της καταδίκης του, αλλά στην επιρροή με οποιοδήποτε τρόπο επί της διαδικαστικής εξελίξεως (δικονομικές ενστάσεις)». Επισημαίνεται επίσης ότι η ένσταση δεν μπορεί, λόγω της αμυντικής της φύσης, να προκαλέσει ως δικονομική συνέπεια τη διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης ή την προσθήκη νέου.

ΙΙ. Είδη και μορφές ενστάσεων

4Οι ενστάσεις του ουσιαστικού δικαίου διακρίνονται σε γνήσιες και καταχρηστικές, οι δε γνήσιες πάλι διακρίνονται σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς ή εξαρτημένες. Στο πεδίο του εργατικού δικαίου, χαρακτηριστική καταχρηστική ένσταση είναι εκείνη του άρθρου 280 ΑΚ περί αποσβεστικής προθεσμίας (π.χ. η τρίμηνη προθεσμία έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955 για τις αξιώσεις μισθωτού που πηγάζουν από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας), ενώ χαρακτηριστική γνήσια –αυτοτελής- ένσταση είναι η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (281 ΑΚ) και γνήσια μη αυτοτελής ένσταση είναι η -επίσης σημαντική στην εργατική δίκη- ένσταση επίσχεσης (325 ΑΚ).

5Από την άλλη πλευρά, οι ενστάσεις δικονομικού δικαίου είναι μεταξύ άλλων οι προβλεπόμενες στο άρθρο 263 ΚΠολΔ [α) ένσταση αναρμοδιότητας, β) ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, γ) ένσταση έλλειψης εγγυοδοσίας, δ) ένσταση μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης, ε) ένσταση ύπαρξης προθεσμίας για την αποποίηση κληρονομίας, στ) ένσταση προσεπίκλησης ομοδίκων ή υπόχρεων για αποζημίωση], αλλά και οι ενστάσεις οι σχετικές με τα αποδεικτικά μέσα (π.χ. ένσταση πλαστότητας αποδεικτικού εγγράφου) κ.λπ.

 

Σελ. 5

ΙΙΙ. Αντένσταση και επαντένσταση

6Στην ένσταση του εναγομένου, ο ενάγων μπορεί να προτείνει αντένσταση, ενώ ο εναγόμενος μπορεί να αντιπροτείνει επαντένσταση κ.ο.κ. Σύμφωνα με τον Μπέη «ένας πραγματικός ισχυρισμός είναι αντένσταση όταν προϋποθέτει έστω και σιωπηρά, τη συνδρομή των γεγονότων που στηρίζουν την ένσταση του αντιδίκου, πλην εμποδίζει τη λειτουργία της, επειδή ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις ενός άλλου κανόνα, ο οποίος εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα που στηρίζει η ένσταση». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντένστασης στο εργατικό δίκαιο είναι ο ισχυρισμός του ενάγοντος μισθωτού ο οποίος ζητεί αποδοχές υπερημερίας, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που προτείνεται κατ’ ένσταση από τον εργοδότη, είναι άκυρη.

IV. Περιεχόμενο ένστασης

7Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 ΚΠολΔ, που αφορά στο περιεχόμενο της ένστασης «1. Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Ο ενιστάμενος μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. 2. Ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Από τη στιγμή που ο ΚΠολΔ αξιώνει με την διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 την υποβολή αιτήματος, συνάγεται ότι η εξώδικη προβολή της ένστασης δεν παράγει δικονομικές συνέπειες, αλλά μόνον –ενδεχομένως- ουσιαστικές. Με την διάταξη του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ο κανόνας του ανεπίτρεπτου της προβολής γνήσιων ενστάσεων από δικαίωμα τρίτου, καθώς μια τέτοια δυνατότητα θα έθιγε τις θεμελιώδεις αρχές περί νομιμοποίησης των διαδίκων. Αντιθέτως, επιτρέπεται η προβολή καταχρηστικών ενστάσεων από τον εναγόμενο έστω και αν θεμελιώνονται σε ενέργεια ή παράλειψη τρίτου.

V. Το αίτημα ως απαραίτητο στοιχείο της ένστασης

8Απαραίτητο στοιχείο του παραδεκτού κάθε ένστασης (είτε γνήσιας είτε καταχρηστικής) είναι να συνοδεύεται από συγκεκριμένο αίτημα. Συνέπεια της μη συνοδείας της ένστασης από αίτημα είναι αφενός η μη δημιουργία βάρους αντίκρουσης αυτής από

Σελ. 6

τον αντίδικο του ενιστάμενου, αφετέρου η μη υποχρέωση του δικαστηρίου να την ερευνήσει κατ’ ουσία. Πάντως, το αίτημα δεν είναι απαραίτητο να υποβάλλεται κατά τρόπο πανηγυρικό, αρκεί να έχει γίνει επίκληση ισχυρισμού ενστάσεως.

VI. Χρόνος προβολής των ενστάσεων

9Τα μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 περ. γ’ οι προτάσεις στις ειδικές διαδικασίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εργατικές διαφορές ως μέρος των περιουσιακών διαφορών, κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας (δηλαδή οι ενστάσεις/αντενστάσεις) προτείνονται συνοπτικά και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζήτησης, διαφορετικά είναι απαράδεκτα (άρθρο 591 παρ. 1 περ. δ). Τέλος, ενστάσεις/αντενστάσεις μπορούν να προβληθούν και στο πλαίσιο της λεγόμενης προσθήκης/αντίκρουσης των προτάσεων που κατατίθεται έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρα από τη συζήτηση, αλλά μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν (άρθρο 591 παρ. 1 περ. στ’).

VII. Ανεπίτρεπτο πρότασης αντιφατικών ενστάσεων

10Από τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «οι διάδικοι…οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις», προκύπτει το ανεπίτρεπτο προτάσεως αντιφατικών ενστάσεων.

VIII. Χρόνος παραγραφής των ενστάσεων

11Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 273 ΑΚ, «οι ενστάσεις εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά δεν παραγράφονται». Με αυτήν την διάταξη καθιερώνεται το απαράγραπτο του εν γένει αμυντικού δικαιώματος του εκδηλούμενου με τις ενστάσεις και

Σελ. 7

όχι ειδικά των ενστάσεων με τις οποίες ασκείται και αξίωση, ως εκ τούτου στο απαράγραπτο υπάγονται όλες οι ουσιαστικού δικαίου ενστάσεις, είτε γνήσιες –αυτοτελείς ή μη- είτε καταχρηστικές.

IX. Εκκρεμοδικία και δεδικασμένο

1. Εκκρεμοδικία

12Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η προβολή ένστασης (ή αντένστασης κ.ο.κ.) δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία. Κατά τον Ράμμο, «διά της προτάσεως ενστάσεων δεν παράγεται κατά κανόνα εκκρεμοδικία, διότι διά τούτων, και όταν αυταί πηγάζουσιν εκ του ουσιαστικού δικαίου δεν εισάγεται προς διάγνωσιν νέον δικαίωμα ή νέα έννομος σχέσις, εκτός της διά της αγωγής ή της ανταγωγής προβληθείσης, αλλ’ απλώς αποκρούεται αυτή». Μόνη εξαίρεση εκείνη της διάταξης του άρθρου 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «εκκρεμοδικία συνεπάγεται […] και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού».

2. Δεδικασμένο

13Όσον αφορά στην κάλυψη των ενστάσεων από τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, το ζήτημα ρυθμίζεται από την διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή». Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις είτε αφορά το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα), και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ’ αυτή. Η ένσταση που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της γεγονότα,

Σελ. 8

έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 856/2014, ΑΠ 1017/2001). Κατά τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 330 εδάφ. β’ του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Από τη τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι το δεδικασμένο δεν καλύπτει και τις μη προταθείσες γνήσιες ενστάσεις, που στηρίζονται σε δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο με κύρια αγωγή αλλά και ανεξάρτητα από τη δικαιολογητική σχέση, που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις. Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποια από τις μη προταθείσες ενστάσεις καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 1652/2007, ΑΠ 76/2006, ΑΠ 1570/2003). Στην κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων που, αν και δεν προτάθηκαν κατά τα ανωτέρω, καλύπτονται από το δεδικασμένο ανήκει η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) και η ένσταση εξάρτησης των αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία (άρθρο 207 ΑΚ). Συνεπώς, το δεδικασμένο δεν καλύπτει και τις μη προταθείσες γνήσιες ενστάσεις που στηρίζονται σε δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο με κύρια αγωγή αλλά και ανεξάρτητα από την δικαιολογική σχέση που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη και ως εκ τούτου για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μια γνήσια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη συνέπειά της να είναι ασυμβίβαστη με εκείνη που απαγγέλθηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 322 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί, μεταξύ άλλων, και με ένσταση συμψηφισμού. Αν προβλήθηκε ένσταση συμψηφισμού, η απόφαση που αποφαίνεται για την ύπαρξη ή όχι της ανταπαίτησης η οποία προτάθηκε σε συμψηφισμό αποτελεί δεδικασμένο μόνο έως το ποσό για το οποίο προβλήθηκε η ένσταση του συμψηφισμού, εκτός αν κρίθηκε ολόκληρο το ποσό της ανταπαίτησης, οπότε το δεδικασμένο εκτείνεται σε αυτό.

Σελ. 9

X. Ενστάσεις και έφεση

14Από το συνδυασμό των άρθρων 591 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι καταρχήν είναι απαράδεκτη η προβολή ενστάσεων ή αντενστάσεων (δηλ. νέων αυτοτελών ισχυρισμών) για πρώτη φορά με την έφεση ή την αντέφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εκτός αν αυτοί 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, το οποίο ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, και 6) αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αποδεικνύονται εγγράφως. Εξάλλου, το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάσει ένσταση που απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως αόριστη εκτός αν προσβάλλεται η σχετική κρίση της εκκαλουμένης.

XI. Ενστάσεις και αναίρεση

15Ως «πράγματα» θεωρούνται αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και τείνουν στην θεμελίωση ή την κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκηθέντος διά της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Συνεπώς, «πράγματα» είναι και οι ενστάσεις, ως αυτοτελείς ισχυρισμοί και ως εκ τούτου αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη ενστάσεις που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη ενστάσεις που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης επιτρέπεται αναίρεση κατ’ άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Δεν επιτρέπεται προβολή ενώπιον του Αρείου Πάγου ενστάσεων που στηρίζονται σε λόγους αποσβεστικούς της επίδικης απαίτησης, όπως είναι η ένσταση παραγραφής είτε αυτοί γεννήθηκαν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης είτε προϋπήρχαν αλλά δεν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας.

 

Σελ. 10

XII. Ενστάσεις και εργατικές διαφορές

16Η εργατική δίκη διεξάγεται με τους κανόνες των ειδικών διαδικασιών (άρθρα 591 επ. ΚΠολΔ), αποτελώντας ήδη μέρος των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ). Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών επηρεάζει και το ζήτημα των ενστάσεων στην εργατική δίκη, καθώς δεν ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 237 επ., αλλά οι διατάξεις των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 666 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών] ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εφαρμόζονται οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων. Από την προηγούμενη διάταξη συνάγεται ότι κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι ενστάσεις και αντενστάσεις προτείνονται προφορικώς, με καταχώρισή τους στα πρακτικά μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο. Με την μετά τη συζήτηση προσθήκη στις προτάσεις δεν μπορούν να προταθούν νέοι ισχυρισμοί, συνεπώς ούτε ενστάσεις, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε είναι πάντοτε νέοι ισχυρισμοί.

Σελ. 11

[B] ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Βαλμαντώνης Γ., Ο κανόνας της απαγόρευσης της καταχρηστικής ασκήσεως διαιώματος στο αστικό δικονομικό δίκαιο, ΕλλΔνη 2016, 995. – Γεωργιάδης Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002. – Γκούτος Χ., Βιβλιάριο υγείας και ακυρότητα της σύμβασης, ΔΕΝ 2012, 177. – Βλαστός Σ., Κατάχρηση δικαιώματος στις εργασιακές σχέσεις και δικονομική μεταχείριση, 1988. – Δαβερώνας Π./Μούτου Ε., Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 2012. – Ζερδελής Δ., Η αποδυνάμωση δικαιώματος στο εργατικό δίκαιο, 1992. – Ζερδελής Δ., Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2019. – Καρακατσάνης Αλ./Γαρδίκας Στ., Ατομικό εργατικό, 1995. – Λεβέντης Γ./Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό εργατικό δίκαιο, 2011. – Ληξουριώτης Ι., Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2017. – Μακρίδου Κ., Η διαδικασία των εργατικών διαφορών στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τις τροποποιήσεις του Ν 4335/2015, ΔΕΕ 2016, 449. – Μακρίδου Κ., Δικονομία εργατικών διαφορών, 2009. – Μάμμου Π., Ελεγχόμενη Οικονομική Μετανάστευση. Απασχόληση Αλλοδαπών, ΕΠΙΘ-ΙΚΑ 2016. – Ντάσιος Λ.Δ., Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 1999. – Παπανικολάου Π., Ζητήματα του δικαίου της παραγραφής, 2016. – Παπαστερίου Δ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2009. – Σιαμκούρης Ν., Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην πράξη, 2009. – Σιδέρης Δ., Παραγραφή αξιώσεων από άκυρη σύμβαση εργασίας, ΔΕΝ 2005, 737-742. – Τσιμπούκης Χ., Η διετής παραγραφή των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού και η συμβατότητά της με το Σύνταγμα και το Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., ΕΕργΔ 2011, 705. – Φίλιος Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2009.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ*

Ι. Ένσταση ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης και αντένσταση επικύρωσης της άκυρης σύμβασης 1-5

ΙΙ. Ένσταση ή αντένσταση καταχρηστικής επίκλησης της ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης 6

ΙII. Ένσταση παραγραφής 7-9

* Οι παραπομπές γίνονται στους πλαγιάριθμους.

 

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ*

Αδικαιολόγητος πλουτισμός 3, 4, 7, 8

Απλή σχέση εργασίας 3

Αποδοχές αδείας 4, 8

Αποζημίωση απόλυσης 4

Βιβλιάριο υγείας 2

Δημόσια τάξη 2

Δημόσιο 9

Επαγγελματική άδεια 1

Επίδομα αδείας 4, 8

Επιδόματα εορτών 4, 8

Επικύρωση 5

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος 6

Παραγραφή 7, 8, 9

Παραίτηση 3, 4

Υπερημερία εργοδότη 3

Υπερωρία 4, 8

Σελ. 12

I. Ένσταση ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης και αντένσταση επικύρωσης της άκυρης σύμβασης

1Για την εγκυρότητα της εργασιακής σύμβασης απαιτείται να συντρέχουν κατά την σύναψη αυτής οι γενικές προϋποθέσεις κύρους των δικαιοπραξιών (127 ΑΚ επ.), όπως είναι η δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών (130 ΑΚ), η νόμιμη εκπροσώπηση αυτών (211 ΑΚ επ.), η τήρηση του τύπου (158 ΑΚ) στις περιπτώσεις εκείνες που ο τύπος ορίζεται ως συστατικός και η μη αντίθεση σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη (174, 178, 179 ΑΚ). Ιδίως, η σύναψη σύμβασης εργασίας είναι άκυρη, όταν ειδικές νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν για τον εργαζόμενο την απόκτηση επαγγελματικής άδειας άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος ή άλλων ειδικών αδειών

Σελ. 13

ή πιστοποιητικών προκειμένου να συνάπτει αυτός έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και παρά τις σχετικές νομοθετικές επιταγές η εργασιακή σύμβαση συνάπτεται και λειτουργεί χωρίς ο εργαζόμενος να είναι εφοδιασμένος με τα απαιτούμενα από το νόμο έγγραφα, άδειες ή πιστοποιητικά.

Σελ. 14

2Εάν συντρέχει λόγος ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης, ο εναγόμενος προβάλλει κατ’ ένσταση τον ισχυρισμό αυτόν (περί ακυρότητας) και οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα περιστατικά που τον θεμελιώνουν, ιδίως δε όσον αφορά στην έλλειψη βιβλιαρίου υγείας του εργαζομένου (ή ειδικής άδειας εργασίας), ως λόγος ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης, ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί ένσταση του εναγομένου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας και ο ενάγων εργαζόμενος φέρει το βάρος απόδειξης του θετικού γεγονότος ότι έχει το απαιτούμενο βιβλιάριο υγείας ή την ειδική άδεια εργασίας, η παραδοχή δε της ένστασης αυτής συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης και όχι ως αόριστης. Η εν λόγω ένσταση της ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το αρμόδιο δικαστήριο επειδή αφορά στη δημόσια τάξη, καθόσον η θέσπιση των οικείων νομοθετικών διατάξεων

Σελ. 15

περί έκδοσης και κατοχής από τον εργαζόμενο βιβλιαρίου υγείας, στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται, αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας.

3Σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας είναι εξ αρχής ή καταστεί μεταγενέστερα άκυρη, ο εργοδότης που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου δεν περιέρχεται σε υπερημερία και κατά συνέπεια δεν οφείλει αποδοχές υπερημερίας. Εφόσον ο εργαζόμενος παρέσχε την εργασία για την οποία προσλήφθηκε, η ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του, και η ωφέλεια που καθένας εξ αυτών αποκόμισε χωρίς νόμιμη αιτία (χωρίς δηλαδή την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας) αναζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ επ.). Ειδικότερα, ο εργαζόμενος δικαιούται για την εργασία που προσέφερε να αξιώσει κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (904 ΑΚ) την αμοιβή που ο εργοδότης θα κατέβαλλε δυνάμει έγκυρης σύμβασης εργασίας σε άλλον εργαζόμενο του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την ίδια εργασία, υπό τις επικρατούσες στον τόπο παροχής της εργασίας συνθήκες, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη οι προσαυξήσεις που θα εδικαιούτο αυτός (ο εργαζόμενος) εάν συνήπτε έγκυρη σύμβαση εργασίας, μη λαμβανομένων υπόψη των συντρεχουσών στο πρόσωπό του ιδιαιτέρων περιστάσεων, όπως η ύπαρξη γάμου,

Σελ. 16

τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, δεδομένου ότι αυτές οι περιστάσεις δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του εργαζομένου που θα μπορούσε να προσληφθεί εγκύρως. Ωστόσο, η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι αντίστοιχες ΣΣΕ και ΔΑ, και σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων, η αμοιβή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας που είχε προσληφθεί για να παράσχει την ίδια εργασία με τους ίδιους όρους. Αν ο εργοδότης καταβάλλει στο προσωπικό του αυξημένες αποδοχές σε σχέση με τις προβλεπόμενες από το νόμο ή τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ, για τον προσδιορισμό της αποδοτέας ωφέλειας η αποζημίωση θα υπολογισθεί με βάση τις καταβαλλόμενες αυτές αποδοχές και όχι με βάση τα κατώτατα νομοθετικά όρια ή τα αντίστοιχα κατώτατα όρια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή των διαιτητικών αποφάσεων. Οι κατά τα ως άνω αξιώσεις του εργαζομένου επί τη βάσει του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω άκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αποσβέννυνται εγκύρως με παραίτηση του εργαζόμενου ή σύμβαση άφεσης χρέους.

Σελ. 17

4Οι αξιώσεις όμως του εργαζομένου επί άκυρης σύμβασης εργασίας σχετικές με την καταβολή των επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και των αποδοχών και του επιδόματος άδειας στηρίζονται ευθέως στις οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως και η προσαύξηση για την παροχή κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, και κατά συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία περί παραίτησης του εργαζομένου από τις εν λόγω μισθολογικές του αξιώσεις είναι άκυρη. Ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (ex lege) και όχι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (Ν 3198/1955) στην περίπτωση που καταγγελθεί από τον εργοδότη η άκυρη σύμβαση εργασίας.

Σελ. 18

5Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επικυρώσουν ρητά ή σιωπηρά την άκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (183 ΑΚ) και ο αντίστοιχος ισχυρισμός περί επικύρωσης της άκυρης σύμβασης αποτελεί αντένσταση του ενάγοντος εργαζομένου. Συγκεκριμένα, η επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει ως νέα κατάρτισή της (183 §1 ΑΚ), δηλαδή αποτελεί νέα δικαιοπραξία για την οποία απαιτείται η συνδρομή όλων των όρων για την εξ υπαρχής έγκυρη κατάρτιση αυτής, ενώ κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 183 §2 ΑΚ, αν οι συμβαλλόμενοι επικύρωσαν άκυρη σύμβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας, δημιουργείται αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε παροχή που θα όφειλαν αν η σύμβαση ήταν έγκυρη από την αρχή, δηλαδή, σε περίπτωση αμφιβολίας, η επικύρωση άκυρης ενοχικής σύμβασης έχει αναδρομικά αποτελέσματα. Συνεπώς, για την επικύρωση άκυρης σύμβασης απαιτείται νέα σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων μερών, τα οποία, με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν ή όχι στην επικύρωσή της. Η σχετική με την επικύρωση δήλωση βούλησης των συμβαλλόμενων μερών μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, στηριζόμενη σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα που εκφράζουν αντίστοιχη βούληση, τέτοια δε, ιδίως, σιωπηρή επικύρωση της εξ αρχής άκυρης σύμβασης εργασίας αποτελεί και η συνέχιση της αποδοχής όπως και προηγουμένως των υπηρεσιών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ο οποίος γνώριζε τόσο την έλλειψη του απαιτούμενου όρου του κύρους της δικαιοπραξίας κατά την κατάρτιση της συγκεκριμένης εργασιακής σύμβασης όσο και την μεταγενέστερη απόκτησή του. Αν όμως εκδηλωθεί βούληση του εργοδότη -και τούτο είναι πραγματικό ζήτημα, υποκείμενο στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας- περί αποκρούσεως των υπηρεσιών του εργαζομένου παρά την γνωστοποίηση σ’ αυτόν (στον εργοδότη) της απόκτησης/συνδρομής του ελλείποντος όρου εγκυρότητας της δικαιοπραξίας, τότε αποκλείεται η επικύρωση της άκυρης σύμβασης εργασίας.

Σελ. 19

ΙΙ. Ένσταση ή αντένσταση καταχρηστικής επίκλησης της ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης

6Το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης υπόκειται, όπως κάθε δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και αποκρούεται εφόσον υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του. Καταχρηστική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος υφίσταται και σε περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, όπου κατά την τελευταία, αν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η ένσταση ακυρότητας που επικαλείται ο εναγόμενος προβάλλεται καταχρηστικά (281 ΑΚ) αποτελεί αντένσταση και προκειμένου σε μια τέτοια περίπτωση να έχει έρεισμα στο νόμο ο περί καταχρηστικής προβολής της ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης ισχυρισμός, πρέπει ο διάδικος που

Σελ. 20

τον προτείνει να επικαλεσθεί περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, να καθιστούν τόσο επαχθείς για τον ίδιον τις συνέπειες από την ακυρότητα, ώστε οι συνέπειες αυτές, συγκρινόμενες με το όφελος που επιδιώκει ο αντίδικος (εναγόμενος) που προβάλλει την ακυρότητα, να στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της επέλευσης εννόμων συνεπειών από την αθέτηση επιτακτικής διάταξης αναγκαστικού δικαίου.

ΙII. Ένσταση παραγραφής

7Από τα άρθρα 904 εδ. α΄ και β΄ ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη», 908 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. 

Back to Top