ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 184
- ISBN: 978-960-654-470-5
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο «Επιλεγμένα Πρακτικά Θέματα Συνταγματικών Δικαιωμάτων» παρουσιάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις πρακτικής εφαρμογής της δογματικής των επιμέρους συνταγματικών δικαιωμάτων, με αντίστοιχη θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία. Επιδιώκεται η συνθετική προσέγγιση των θεμάτων, ενώ δίνεται έμφαση και στη δυναμική του κλάδου με την ενσωμάτωση επίκαιρων και σύγχρονων ζητημάτων. Ο συνδυασμός αυτός της θεωρητικής και πρακτικής παρουσίασης των θεμάτων στοχεύει στην υποβοήθηση της νομικής έρευνας, της συγγραφής, της διδασκαλίας και της μελέτης του κλάδου τόσο για νομικούς όσο και για άλλους επιστήμονες.
Πρόλογος | Σελ. IX |
Προλογικό σημείωμα | Σελ. XI |
1o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ελευθερία της τέχνης, θρησκευτική ελευθερία, ΕΣΡ, προστασία περιβάλλοντος | Σελ. 3 |
2o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα Πρόσβασης στα Δημόσια Έγγραφα, περιβαλλοντική πληροφόρηση | Σελ. 7 |
3o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Οικογένεια, γάμος, ισότητα, ιδιωτική ζωή, διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τριτενέργεια δικαιώματος, αρχή αναλογικότητας | Σελ. 10 |
4o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
PSI, Οικονομική Ελευθερία, Ιδιοκτησία, Ισότητα | Σελ. 16 |
5o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στο περιβάλλον | Σελ. 21 |
6o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Κοινωνική ασφάλιση, ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία | Σελ. 24 |
7o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, δικαίωμα συνάθροισης, συλλογική αυτονομία | Σελ. 28 |
8o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στην εργασία | Σελ. 31 |
9o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Τηλεοπτικές άδειες καναλιών, ρόλος ΕΣΡ, δικαίωμα σε δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα; | Σελ. 33 |
10o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Διάλυση Σωματείου, δικαίωμα του Συνεταιρίζεσθαι | Σελ. 37 |
11o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Αναγκαστική απαλλοτρίωση | Σελ. 39 |
12o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Αξία ανθρώπου, ιδιωτική ζωή, προσωπική ελευθερία, προσωπικά δεδομένα | Σελ. 41 |
13o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ιδιωτική Ζωή, Υγεία, Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης | Σελ. 46 |
14o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας | Σελ. 49 |
15o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Θρησκευτική ελευθερία | Σελ. 52 |
16o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Θρησκευτική ελευθερία και αντιρρησίες συνείδησης | Σελ. 55 |
17o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Απόρρητο επικοινωνίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα | Σελ. 58 |
18o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Αρχή της αξιοκρατίας, δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια | Σελ. 61 |
19o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δικαίωμα αναφοράς | Σελ. 64 |
20o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα του συνέρχεσθαι και απαγόρευση συγκέντρωσης | Σελ. 66 |
21o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
3% όριο στις ευρωεκλογές | Σελ. 68 |
22o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο | Σελ. 70 |
23o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Προσωπικά Δεδομένα (Δικαίωμα στη Λήθη), Κοινή Γνώμη | Σελ. 73 |
24o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σώματα ασφαλείας, τατουάζ και αστυνομικοί | Σελ. 75 |
25o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στην εκπαίδευση | Σελ. 77 |
26o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Αθλητισμός, αθλητική συγκέντρωση, δίκαιο της πανδημίας & πρόσβαση αθλητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση | Σελ. 80 |
27o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Προνομιακή θέση Δημοσίου: Επιτόκιο υπερημερίας Δημοσίου, δημόσιο και ταμειακό συμφέρον | Σελ. 83 |
28o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δημόσια Επιχείρηση, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Υγεία | Σελ. 85 |
29o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στην εκπαίδευση, θρησκευτική ελευθερία | Σελ. 88 |
30o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η εύλογη διάρκεια δίκης | Σελ. 92 |
31o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Περιβάλλον και ιδιοκτησία | Σελ. 95 |
32o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Απεργία, δικαίωμα στην εργασία | Σελ. 100 |
33o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Εκλογικό δικαίωμα, ενεργητικό και παθητικό | Σελ. 105 |
34o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δίκαιη δίκη, τεκμήριο αθωότητας κατηγορουμένου | Σελ. 109 |
35o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στη ζωή και στην αξία του ανθρώπου, κατάρριψη επιβατηγού αεροπλάνου που τελεί υπό αεροπειρατεία | Σελ. 111 |
36o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ισότητα δύο φύλων, θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών | Σελ. 116 |
37o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Αυτοδιοίκητο σωματείων, δικαίωμα συνένωσης | Σελ. 118 |
38o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ελευθερία τύπου, στρατευμένη διαφήμιση (άμβλωση) | Σελ. 120 |
39o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στην εργασία, άτομα με αναπηρίες | Σελ. 122 |
40o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαστική προστασία, δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δίκαιη δίκη | Σελ. 129 |
41o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Οικονομική ελευθερία και πανδημία | Σελ. 134 |
42o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Βίντεο-παρακολούθηση στο χώρο εργασίας και προσωπικά δεδομένα | Σελ. 137 |
43o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Ανέπαφες συναλλαγές με κάρτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων | Σελ. 139 |
44o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ | |
Δικαίωμα στη στέγαση, δογματική των κοινωνικών δικαιωμάτων, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης | Σελ. 143 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 149 |
Ευρετήριο | Σελ. 163 |
Σελ. 1
ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
ΣΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Η ύλη των συνταγματικών δικαιωμάτων (ή, όπως συχνά συναντάται, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ή των συνταγματικών ελευθεριών κλπ.) πολλάκις εκλαμβάνεται ως δυσκόλως προσπελάσιμη ή δυσχερώς ερμηνεύσιμη, ενώ ενίοτε ερμηνεύεται ως ευχολόγιο και ως διακηρύξεις, στερούμενες νοήματος.
Η δυσκολία τους συνίσταται τόσο στη θεωρητική ζύμωση γύρω από τον κλάδο και στην πρωτοφανή ποικιλία των συναφών θεωριών, όσο και στη δυσκολία κατανόησης στην ευρύτητά τους των προβλημάτων.
Η επιτυχής επίλυση ενός πρακτικού ζητήματος συνιστά, ασφαλώς, απόρροια μίας δομημένης, συγκροτημένης νομικής σκέψης, που φέρει μεν τα γενικά γνωρίσματα ενός επιτυχημένου δικανικού συλλογισμού, αλλά ταυτοχρόνως λαμβάνει υπόψη τις βασικές ιδιαιτερότητες των δικαιωμάτων.
Η επίλυση αυτή αποτελεί φιλόδοξο, συνεπώς, εγχείρημα και προαπαιτεί στέρεο γνωστικό υπόβαθρο, συνθετική ικανότητα, αλλά και πρακτική σκέψη.
Το πρώτο βήμα στην επίλυση ενός τέτοιου πρακτικού θέματος θα μπορούσε να αποτελέσει η ορθή ανάγνωση του ιστορικού του. Είναι σαφής, στο σημείο αυτό, η διαφοροποίηση της θεωρητικής παράθεσης πραγματικών περιστατικών από τη νομική υπόθεση της πράξεως που άγεται ενώπιον του νομικού (π.χ. δικηγόρου, δικαστή κλπ.) και ζητά επίλυση.
Αφού κατανοηθούν τα πραγματικά περιστατικά, ο αναγνώστης καλείται να κατανοήσει τα ζητούμενα εκάστοτε, ήτοι τα ερωτήματα που τίθενται και οφείλει να απαντήσει, λ.χ. είναι συνταγματικά επιτρεπτή η τάδε πράξη της κρατικής εξουσίας;
Ύστερα, καλείται ο νομικός στην κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού, εκκινώντας από τη μείζονα πρόταση, τον κανόνα δικαίου, που εν προκειμένω είναι το Σύνταγμα ή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ είναι και το κρισιμότερο σημείο, όπου η γνωστική κατάρτιση σε συνδυασμό με την ερμηνεία με τις μεθόδους συνταγματικής ερμηνείας επιστρατεύονται προς υποβοήθηση του νομικού.
Ακολούθως, υπάγονται τα πραγματικά περιστατικά στους ως άνω κανόνες δικαίου. Εξετάζονται αυτά βήμα προς βήμα και ιδίως ως προς το αν εμπίπτουν στον κανόνα του δικαίου που έχουμε χρησιμοποιήσει. Ειδικότερα, ερμηνεύονται τα δικαιώματα, αλλά και οι τυχόν επιβαλλόμενοι περιορισμοί τους και αποπειράται ο νομικός να διερευνήσει τη συνταγματικότητα των περιορισμών κατά το άρθρο 25 του Συντάγματος. Αναλόγως με την ακολουθούμενη από αυτόν θεωρία, δίδεται και η αντίστοιχη απάντηση. Καμία άποψη δεν μπορεί αυτοτελώς να θεωρηθεί εσφαλμένη, όταν είναι νομικώς τεκμηριωμένη. Και σε αυτό συμβάλλει πρωτίστως η γνώση συναφούς σχετικής βιβλιογραφίας και νομολογίας, εφόσον υφίσταται για το θέμα, βεβαίως. Σε
Σελ. 2
αυτή, όμως την περίπτωση, ο νομικός δεν θα πρέπει να εφαρμόζει άκριτα τη νομολογία αυτή, αν δεν παρουσιάζει επαρκείς ομοιότητες με την περίπτωση που άγεται ενώπιόν του, οπότε είναι αρχικώς εξακριβώσιμη η ταυτότητα/ομοιότητα των τιθέμενων ζητημάτων με τις επιμέρους πτυχές της βιβλιογραφίας και νομολογίας.
Τέλος, η απάντηση δεν θα πρέπει να δίνεται κατά τρόπο απόλυτο, αποκλείοντα οποιαδήποτε συζήτηση και αντίθετη γνώμη επί του θέματος, το οποίο μάλιστα μπορεί να ερμηνευθεί και με άλλον τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, η τακτική προσφυγή στη νομική θεωρία αναδεικνύεται σε σύμμαχο του νομικού.
Σελ. 3
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
1o
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ελευθερία της τέχνης, θρησκευτική ελευθερία,
ΕΣΡ, προστασία περιβάλλοντος
Κατά τη διάρκεια πρωινής προβολής γνωστής παιδικής ταινίας σε τηλεοπτικό σταθμό, προβάλλονται σκηνές οι οποίες, αν και έχουν έρεισμα στην Ιαπωνική κουλτούρα, εντούτοις για όσα παιδιά είναι χριστιανοί θεωρείται ότι παραπέμπουν σε σατανιστικές/δαιμονικές λατρείες.
Ερωτάται:
α) Μπορεί μία παιδική σειρά να περιέχει αναφορές που εμμέσως παραπέμπουν σε σατανιστικές/δαιμονικές λατρείες;
β) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, σε τηλεοπτική εκπομπή αναφερόμενη σε εφήβους και στους κινδύνους της εφηβείας, μπορούν να προβάλλονται σκηνές όπου εικονίζονται συγκεκριμένοι έφηβοι παραβάτες που είναι, όμως, αναγνωρίσιμοι ευχερώς, ως εκ των χαρακτηριστικών τους;
γ) Έστω, κατά πλήρη παραλλαγή του ιστορικού, ότι δεν προβάλλονται οι ως άνω εικόνες/σκηνές στην τηλεόραση, αλλά ζωντανά σε υπαίθριο σινεμά εύκολα προσβάσιμο, ευρισκόμενο μάλιστα εντός χώρου πρασίνου ενός μικρού χωριού. Μάλιστα με συναφή απόφαση αρμοδίου οργάνου, αποχαρακτηρίζεται ο χώρος αυτός, προκειμένου να ανεγερθεί εκεί κέντρο «φίλων ιαπωνικής κουλτούρας». Η σχετική διοικητική πράξη προσβάλεται δικαστικώς και προβάλεται ως λόγος ακύρωσης η αντισυνταγματικότητά της. Κρίνετε τη νομιμότητα της τελευταίας.
Απάντηση:
α) Η ελευθερία της τέχνης σύμφωνα με το άρθρο 16§1 εδ. 1 Σ. περιέχει την ελευθερία δημιουργίας, κυκλοφορίας έργου τέχνης και την πρόσβαση του κοινού σε αυτή. Παρότι το ίδιο άρθρο δεν προβλέπει κάποιον ρητό περιορισμό, θεωρείται πως γενικά ο καλλιτέχνης υπόκειται στο γενικώς ισχύον δίκαιο.
Από τον συνδυασμό αυτής της διάταξης με τη διάταξη της §2 υπο§ 1 άρθρο 15 Σ, η ραδιοτηλεόραση κατά την επιλογή του προγράμματός της (όπως και το ΕΣΡ κατά
Σελ. 4
τον έλεγχο των σχετικών αποφάσεων) πρέπει να διατηρεί ένα minimum ποιοτικής στάθμης. Συνεπώς, εκπομπές μη ανταποκρινόμενες στη στάθμη αυτή, είναι ακάλυπτες από τη συνταγματική προστασία. Ταυτόχρονα, η προστασία της παιδικής ηλικίας από το Σ, το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως εκτίθεται και σε άλλο πρακτικό θέμα. Όμως, η ελάχιστη αυτή ποιοτική στάθμη πρέπει να κρίνεται – κατά τη γνώμη μας – in concreto, με αντικειμενικά μάλιστα κριτήρια που εδώ τηρούνται, αφού πρόκειται για συνήθεις σκηνές στην Ιαπωνία και στην εκεί κουλτούρα.
Παράλληλα, δεν στοιχειοθετεί προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας (Σ 13) με μόνη την προβολή της ταινίας αυτής, την οποία έστω και εν μέρει συνειδητά και ηθελημένα επέλεξαν να δουν τα παιδιά, υπό τη συγκατάθεση ενδεχομένως και των γονέων των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα (ΑΚ 1510 επ.), εφόσον κιόλας επρόκειτο για «δημοφιλή ταινία» και επίσης καθόσον οι αναφορές είναι έμμεσες και τα παιδιά δεν μπορούν να τις κατανοήσουν σε αυτές τις ηλικίες και ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως πρόκειται για ιαπωνική παραγωγή. Κατά τη νομολογία, γίνεται δεκτό ότι η «ολοκληρωτική απαγόρευση του δημοσίου αντιθρησκευτικού λόγου μπορεί να γίνει κατ’ εξαίρεση αποδεκτή, όταν ο τρόπος του ομιλητή είναι τόσο βάναυσα περιφρονητικός, προκλητικός ή εξυβριστικός, ώστε να συνεπάγεται την άρνηση της θρησκευτικής ελευθερίας των άλλων, οπότε και χάνει το δικαίωμα στην ανοχή από μία δημοκρατική, πλουραλιστική κοινωνία με ανοιχτό πνεύμα, που δικαιούται τότε και είναι αναγκαίο να αμυνθεί έτσι με το έσχατο και δραστικότερο μέσο που διαθέτει, αφού κάθε ηπιότερο είναι απρόσφορο»
β) Σε συναφή απόφαση για την υπόθεση αυτή, κρίθηκε νόμιμη η αιτιολογία χρηματικού προστίμου του ΕΣΡ «εις βάρος τηλεοπτικού σταθμού που μετέδωσε σε δελτίο ειδήσεων φωτογραφίες εικονίζουσες πρόσωπο (φερόμενο να εμπλέκεται σε τρομακρατική οργάνωση) μαζί με τα αδέλφια του σε παιδική ηλικία», αφού εξάλλου και η μετάδοση φωτογραφιών ανηλίκων απαγορεύεται από το άρθρο 10§2 Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αυτό αποτελεί εξειδίκευση της συνταγματικής υποχρέωσης σεβασμού
Σελ. 5
της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και των απορρεόντων εξ αυτής δικαιωμάτων, π.χ. τιμή, υπόληψη, ιδιωτικός βίος κλπ..
γ) Η περίπτωση αυτή διαφέρει από το ιστορικό των προηγούμενων περιπτώσεων. Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα της διάδρασης της ελευθερίας της τέχνης με την προστασία του (οικιστικού) περιβάλλοντος, όπως απορρέει από το άρθρο 24 Σ. Καθώς στη συνέχεια του βιβλίου τίθεται αναλυτικά ειδικό πρακτικό ζήτημα για αυτή, εδώ θα αρκεστούμε σε κάποιες αδρομερείς παρατηρήσεις.
Έτσι, οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, που αποτελούνται από τμήματα διαμορφωμένου πρασίνου, ακάλυπτους χώρους και συστάδες, καθώς δεν συνιστούν ενιαίο οργανικό σύνολο, δεν υπάγονται στην § 1 αλλά στην § 2 του άρθρου 24 Σ. Παρά ταύτα δεν παύουν να αποτελούν πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και τη διαφύλαξη του οικιστικού περιβάλλοντος υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας. Είναι όμως αποχαρακτηρίσιμοι, υπό την αρχή της αντιστάθμισης/ανταλλαγής, ωστόσο, δηλ. έναντι αντίστοιχης βελτίωσης στο ίδιο οικιστικό σύνολο (κανόνας«πράσινο αντί πρασίνου»). Όπως επισημαίνει η νομολογία, «μεταξύ δε των διαφόρων παραγόντων του αστικού περιβάλλοντος, πρόδηλον ζωτικήν σημασίαν έχουν οι ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, οι οποίοι, προκειμένου ιδιαίτερα περί των συγχρόνων μεγαπόλεων, αποτελούν το εντελώς απαραίτητον διά την υγείαν των ανθρώπων υποκατάστατον του φυσικού περιβάλλοντος. Η ανάγκη δε προστασίας των χώρων αυτών καθίσταται συνεχώς επιτακτικωτέρα, καθ` ο μέτρον επιχειρείται, φανερώς ή συγκεκαλυμένως, φαλκίδευσις της εκτάσεως αυτών προς επιδίωξιν άλλων δημοσίων σκοπών ένεκεν του υπερόγκου κόστους των απαλλοτριώσεων στη σύγχρονη πόλη. Τοιουτοτρόπως η διατήρησις των χώρων αυτών αποτελεί πλέον υψίστην προτεραιότητα διά την προστασίαν της ποιότητος του αστικού περιβάλλοντος, εις τρόπον ώστε και ελαχίστης τοιαύτης εκτάσεως η απώλεια να λογίζεται ανεπίτρεπτος επιδείνωσις του οικιστικού περιβάλλοντος». Χρήσιμο είναι να εξεταστεί και η Γνωμ.ΝΣΚ 69/2017: «Οι κοινόχρηστοι χώροι που στο σχέδιο πόλεως δεν χαρακτηρίζονται ως “πάρκα” ή ”άλση”, ως ”κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου” ή γενικότερα ως ”αστικό πράσινο” ούτε
Σελ. 6
φέρουν άλλον ειδικότερο πολεοδομικό χαρακτηρισμό, αλλά έχουν “εν τοις πράγμασι” τέτοιο χαρακτήρα, δηλαδή φέρουν βλάστηση που μπορεί να δικαιολογήσει την εισαγωγή ρυμοτομικής ρύθμισης για τον χαρακτηρισμό τους ως “πάρκα” ή ”άλση”, αντιμετωπίζονται ως τέτοια και προστατεύονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, εφ’ όσον η σχετική διαπίστωση του ανωτέρω χαρακτήρα από την αρμόδια δασική υπηρεσία ανάγεται στον χρόνο ένταξής τους στο οικείο σχέδιο.».
Οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου δεν παύουν να αποτελούν πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και τη διαφύλαξη του οικιστικού περιβάλλοντος υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας. Είναι όμως αποχαρακτηρίσιμοι, υπό την αρχή της αντιστάθμισης/ανταλλαγής, ωστόσο, δηλ. έναντι αντίστοιχης βελτίωσης στο ίδιο οικιστικό σύνολο (κανόνας «πράσινο αντί πρασίνου»). Η περίπτωση αυτή είναι απολύτως διακριτή από τα αστικά πάρκα/άλση, γιατί η αυξημένη συνταγματική προστασία επεκτείνεται σε αυτά, ενώ ακόμα τα κοινόχρηστα άλση και πάρκα δεν γίνεται να μεταβληθούν κατά χρήση ή προορισμό, ακόμα και εντός σχεδίου, όταν καλύπτονται από δασική βλάστηση. Συνεπώς, ναι μεν δεν δύναται να γίνει αφηρημένη ιεράρχηση των αγαθών, αλλά θα πρέπει ο αποχαρακτηρισμός τέτοιου χώρου να συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση στο οικιστικό σύνολο αυτό. Η προστασία της τέχνης φαίνεται πως υποχωρεί στο πλαίσιο πάντοτε συγκεκριμένης στάθμισης. Συνεπώς, βασίμως προβάλλεται ο λόγος ακυρώσεως αυτός κατά της απόφασης αποχαρακτηρισμού.
Σελ. 7
2o
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα Πρόσβασης στα Δημόσια Έγγραφα,
περιβαλλοντική πληροφόρηση
Ι. Ο Α με αίτησή του στη Διοίκηση ζήτησε πρόσβαση α) σε έγγραφα σχετικά με οικογενειακή ζωή του Β, β) στα πρακτικά της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, γ) σε εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή διατάξεων νόμου για τη χορήγηση συντάξεων, και δ) σε προσχέδιο εγγράφου της Πολεοδομικής Αρχής το οποίο δεν έχει υπογραφεί τελικώς. Η Διοίκηση απέρριψε όλα τα αιτήματα του Α και αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα.
ΙΙ. Παράλληλα, σε μία αδειοδοτική διαδικασία έργου υποδομής, ο αρμόδιος φορέας Φ που ενδιαφέρεται να δημιουργήσει επιχείρηση ξυλείας προκειμένου να δρομολογήσει τις περαιτέρω του ενέργειες, χρειάζεται να λάβει γνώση μερικών σημαντικών για την υπόθεσή του εγγράφων. Πρώτον, την ιδιωτική μελέτη του μηχανικού περιβάλλοντος που κρίνει το έδαφος που θέλει να εγκαταστήσει την επιχείρησή του ως ακατάλληλο, δεύτερον, έγγραφο που αφορά την οικογενειακή επιχείρηση του Χ, στο οποίο αναγράφεται η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών του, ανάλογα με τα προσόντα τους, αναφορικά με τη λειτουργία της επιχείρησης και το οποίο έγγραφο είχε ζητήσει η Διοίκηση παλιότερα, γιατί η κατανομή αυτή επηρέαζε και τη νομιμότητα χορήγησης της άδειας και τώρα διατηρεί στον φάκελο του Χ. Η Διοίκηση επιμένει να αρνείται.
Ερωτάται:
Είναι νόμιμη η άρνηση της Διοίκησης;
Απάντηση:
Ι. Το Σύνταγμα, στα άρθρα 5Α και 10§3, θεσπίζει το ατομικό δικαίωμα γνώσης των δημοσίων εγγράφων, το οποίο εξειδικεύεται με το άρθρο 5 του Ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) και σκοπεί στην εξασφάλιση διαφάνειας της διοικητικής δράσης και της προστασίας του διοικουμένου από την αυθαιρεσία της Διοίκησης.
Τα δημόσια έγγραφα διακρίνονται στα διοικητικά και τα ιδιωτικά. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΚΔΔιαδ., «ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις» (πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση). Ο νόμος δεν περιέχει ορισμό των ιδιωτικών εγγράφων, συνεπώς
Σελ. 8
συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι ιδιωτικό είναι κάθε έγγραφο που δεν εμπίπτει στην έννοια του διοικητικού εγγράφου.
Για την πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα απαιτείται συνδρομή ευλόγου ενδιαφέροντος από τον διοικούμενο. Σύμφωνα με το ΣτΕ «εύλογο ενδιαφέρον δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτου για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της υπηρεσίας και την τήρηση των νόμων, αλλά εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, προσωπικής εννόμου σχέσεως συνδεομένης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση».
Για την πρόσβαση στα ιδιωτικά δεν αρκεί το εύλογο ενδιαφέρον αλλά απαιτείται ειδικό έννομο συμφέρον του αιτούντος, τα έγγραφα δε πρέπει και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Διοίκησης ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτή.
α) Το άρθρο 5§3 εδ. α΄ του ΚΔΔιαδ προβλέπει απόλυτους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, βάσει των οποίων το δικαίωμα δεν ικανοποιείται αν το αιτηθέν έγγραφο αφορά στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου. Συνεπώς, ορθώς η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα του Α.
β) Ομοίως, το άρθρο 5§3 εδ. β’ του ΚΔΔιαδ προβλέπει σχετικούς περιορισμούς οι οποίοι παρέχουν διακριτική ευχέρεια στη Διοίκηση να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος. Σύμφωνα με το άρθρο 4§7 του Νόμου 4622/2019 «τα επίσημα πρακτικά είναι και παραμένουν απόρρητα για τριάντα (30) χρόνια». Και πάλι, λοιπόν, η Διοίκηση απέρριψε ορθώς το αίτημα του Α.
γ) Παρανόμως η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα του Α για πρόσβαση στην εγκύκλιο, καθώς οι εγκύκλιοι αποτελούν διοικητικά έγγραφα όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 5§1 του ΚΔΔιαδ.
δ) Ως έγγραφο, για την άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ, «νοείται μόνο εκείνο του οποίου έχει περαιωθεί η διαδικασία της έκδοσης. Για την ολοκλήρωση διοικητικού εγγράφου, απαιτείται αυτό να έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί, οπότε και απαγορεύεται κάθε επέμβαση, προς αλλοίωση του περιεχομένου του». Άρα, νομίμως απερρίφθη το αίτημα του Α.
Σελ. 9
Σημειώνεται ότι η άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα πρόσβασης στα έγγραφα αποτελεί εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και μπορεί να προβληθεί με αίτηση ακύρωσης.
ΙΙ. Το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (ενεργητική ή παθητική) θεμελιώνεται στον συλλογικό χαρακτήρα του δικαιώματος στο περιβάλλον και απορρέει από την αρχή της πρόληψης. Κατοχυρώνεται δε στο Σύνταγμα (άρθρο 10§3 Σ) και στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αλλά και διεθνώς στη Διακήρυξη του Ρίο και στη Συνθήκη του Άαρχους. Ως περαιτέρω νομικά κείμενα που προβλέπουν και εξειδικεύουν το δικαίωμα προβάλλεται η ΚΥΑ 77921/1440/1995 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 90/313/ΕΟΚ που νυν αντικαταστάθηκαν από νεότερες διατάξεις σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία: Υπόχρεες να παράσχουν πληροφορίες είναι όλες οι διοικητικές αρχές, δικαιούχος είναι κάθε φπ/νπ χωρίς τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος, πληροφορία είναι κάθε γραπτή/οπτική κλπ. που αφορά την κατάσταση του περιβάλλοντος ή δραστηριότητες οχλούσες, οι περιορισμοί είναι όλοι σχετικοί και η διοίκηση υποχρεούται να απαντήσει εντός ενός μηνός στο αίτημα. Σημαντική είναι και η νυν ισχύουσα Οδηγία 2003/4/ΕΚ που ενσωματώθηκε με την ΚΥΑ Η.Π. 11764/653 (του 2006) (έμφαση στη δυνατότητα παροχής δικαστικής προστασίας, καθιερώνοντας δυνατότητα προσφυγής για επανεξέταση πράξεων/παραλείψεων της οικείας δημόσιας αρχής). Αναφέρεται και το ισχύον σήμερα ΠΔ. Εν προκειμένω, για το πρώτο έγγραφο σαφώς μπορεί σαφώς να λάβει γνώση, αφού αφορά γενικώς την ποιότητα του εδάφους. Για το δεύτερο τίθεται το θέμα κατά πόσον εμπίπτει στην εξαίρεση της προστασίας της οικογενειακής ζωής, ενώ φαίνεται πως δεν αφορά απόλυτα περιβαλλοντικό θέμα, αλλά θέμα διοικητικό καταρχήν άσχετο με το περιβάλλον. Μόνο στην έκταση που επηρεάζει η κατανομή δραστηριοτήτων το περιβάλλον, έχει υποχρέωση η διοίκηση να δώσει πρόσβαση στον ενδιαφερόμενο. Συνεπώς, βάσει του συλλογισμού τούτου, δίδεται η απάντηση.
Σελ. 10
3o
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Οικογένεια, γάμος, ισότητα, ιδιωτική ζωή, διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τριτενέργεια δικαιώματος, αρχή αναλογικότητας
Ο Α επιθυμεί αφενός να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον σύντροφό του Β, με τον οποίο ζει μαζί εδώ και κάποια χρόνια. Για τον σκοπό αυτό, επισκέπτονται και οι δύο έναν συμβολαιογράφο και του ζητούν να τους προετοιμάσει το σύμφωνο συμβίωσης προκειμένου να το υπογράψουν. Ωστόσο, εκείνος αρνείται και οι Α και Β προσφεύγουν δικαστικά εναντίον του. Ο Α αφετέρου επιδιώκει να καταρτίσει σύμβαση ασφάλισης υγείας, επειδή εργάζεται σε ένα επισφαλές για την υγεία του επάγγελμα, αλλά η ασφαλιστική εταιρία αρνείται, με τον ισχυρισμό ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Ερωτάται:
α) Νομίμως αρνήθηκε ο συμβολαιογράφος;
β) Νομίμως αρνήθηκε ο ασφαλιστής Γ να ασφαλίσει τον Α; Αλλάζει η απάντηση αν ο Α είχε δικό του παιδί τον Δ με την πρώην σύζυγο του Ε (από προηγούμενο γάμο του που έληξε με διαζύγιο);
γ) Αν, κατά παραλλαγή όλου του ως άνω ιστορικού, ο Α και ο Β που έχουν επισκεφτεί τη μπυραρία του Ζ, φιληθούν και αποπεμφθούν από τον Ζ, είναι νόμιμη αυτή η αποπομπή;
δ) Νόμος που ψηφίζεται από το Κοινοβούλιο προβλέπει ακολούθως ότι:
1. Επιτρέπεται ο πολιτικός γάμος ατόμων, ανεξάρτητα από το φύλο τους.
2. Σε υιοθεσία μπορούν να προβαίνουν μόνο ετερόφυλα ζεύγη που έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης.
Είναι συνταγματικός ο νόμος;
Απάντηση:
α) Σύμφωνα με το άρθρο 25§1 του Σ τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν διοίκηση, νομοθέτη και δικαστή. Ανακύπτει πρωτίστως το ζήτημα της τριτενέργειας ατομικού δικαιώματος (δηλ. έκταση της προστασίας του ιδιώτη όχι μόνο έναντι του Κράτους, αλλά και έναντι άλλων ιδιωτών), αφού ναι μεν τα δικαιώματα ισχύουν καταρχήν έναντι της κρατικής εξουσίας, όμως, καθώς σήμερα παρατηρείται μια ολοένα και αυξανόμενη
Σελ. 11
συμμετοχή του ιδιώτη στην καθημερινή ζωή, σε όλο και περισσότερες εκφάνσεις. Δεκτή, ωστόσο, γίνεται μόνο η έμμεση τριτενέργεια, αφού γίνεται δεκτή η «προσδιοριστική ενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων κατά την ερμηνεία αορίστων νομικών εννοιών ή γενικών ρητρών-διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου (ΑΚ κλπ.)». Ειδάλλως, θα φαλκιδευόταν (με άμεση τριτενέργεια) η ελευθερία κατάρτισης ή μη σύμβασης.
Βέβαια, ο ρόλος που επιφυλάσσει ο νόμος στον Συμβολαιογράφο οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η άρνηση παροχής υπηρεσίας από τον συμβολαιογράφο, αφού – άλλωστε – σύμφωνα με τον Κώδικα Συμβολαιογράφων όπως ισχύει (άρθρο 1) «Ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα…», συνεπώς ο ίδιος ο νόμος τον επιφορτίζει με υποχρεώσεις δημοσίου λειτουργού, ενώ ο ίδιος νόμος (άρθρο 5) του δίνει την ευχέρεια να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Το σύμφωνο συμβίωσης, όμως, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ούτε στα χρηστά ήθη, όπως κρίθηκε από την απόφαση ΣτΕ 2003/2018 για τη συνταγματικότητα του συμφώνου συμβίωσης.
Στο σημείο αυτό αναφέρεται η συναφής, πλην όχι ταυτόσημη περίπτωση καταδίκης για διακρίσεις στο Κολοράντο, όπου οι ιδιοκτήτες ζαχαροπλαστείου απέρριψαν λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων την παραγγελία για τούρτα με σλόγκαν υπέρ του γκέι γάμου και εντέλει δικαιώθηκαν από το δικαστήριο.
β) Αναφορικά με το πρόβλημα αυτό που αναφύεται συχνά στην πράξη, ισχύουν τα ως άνω ρηθέντα. Η έμμεση τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων επιβάλλει τη συνταγματική «διαφώτιση» του ΑΚ. Ασφαλώς, ισχύει η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας που στην ειδικότερη μορφή της αναφέρεται στην επιλογή του αντισυμβαλλομένου. Αλλά, μία τέτοια άρνηση θα συνιστούσε κατά πάσα πιθανότητα κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281 και Σ 25 § 1), αφού το δικαίωμα θα ασκούνταν αντίθετα στα χρηστά ήθη, αφού και μόνο ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ατόμου δεν αντιτίθεται επ’ ουδενί στα χρηστά ήθη. Πρόκειται δε για ευθεία, αντισυνταγματική και παράνομη διάκριση. Άλλο
Σελ. 12
το αν το άτομο έπασχε από κάποιο νόσημα, το οποίο θα ήταν μια διακριτή περίπτωση κατά τον νόμο, πάλι εξεταζομένη υπό το φως του Συντάγματος.
Φαίνεται πως η παρουσία του παιδιού (προστασία της ανηλικότητας κατά το Σ) δυσχεραίνει τη νομική κατάσταση, αφού και μόνο η συνταγματική του προστασία τίθεται από το Σύνταγμα σε πρωταρχική μοίρα. Τόσο η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν. 2101/92 που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση) όσο και ο Συνήγορος του Παιδιού, ορίζουν ότι το παιδί δικαιούται προστασίας από κάθε μορφής κακοποίηση, ρατσισμό κλπ. Γι’ αυτό και διάκριση ευθεία για το παιδί θα συνιστούσε η άρνηση ασφάλισής του.
γ) Τίθεται το ζήτημα της νομιμότητας άρνησης παροχής υπηρεσιών στο κοινό από μία επιχείρηση ανοικτή σε αυτό, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού που συνιστά ευθεία διάκριση, απαγορευμένη κατά τον νόμο, που εξειδικεύει την προσωπική ελευθερία και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Σ). Πάλι φυσικά τίθεται ζήτημα τριτενέργειας δικαιώματος, αλλά η συμπεριφορά του καταστηματάρχη Ζ συνιστά διάκριση αντικείμενη στο Σύνταγμα, παρότι δεν είχε καταρχήν υποχρέωση σύναψης της σχετικής σύμβασης, αλλά υποχρέωση μη άρνησης κατάρτισής της λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Σαφώς, βεβαίως, η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας περιορίζεται από την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος και των νόμων, του σεβασμού των δικαιωμάτων των τρίτων και της μη προσβολής των χρηστών ηθών. Όπως παγίως ερμηνεύονται, τα χρηστά ήθη εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής, οι οποίες ασφαλώς μεταβάλλονται. Με τη μεταβολή των κοινωνικών αντιλήψεων και την ομολογουμένως αυξανόμενη αποδοχή της διαφορετικότητας, η ομοφυλοφιλία ως έκφραση σεξουαλικού προσανατολισμού δεν θεωρείται αντίθετη στα χρηστά ήθη.
Στο πρακτικό θέμα, επίσης, ο δημόσιος ομοφυλόφιλος ερωτικός ασπασμός δεν συνιστά παράνομη πράξη, καθώς αυτό αποκλείεται, εξάλλου, ρητώς καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 353 νέου ΠΚ «Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα τη γενετήσια ευπρέπεια άλλου με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα που ενεργείται ενώπιον του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας», όροι που δεν πληρούνται εδώ.
Επιχείρημα αντλείται και από τη ΣτΕ 3490/2006, το δημόσιο φιλί μεταξύ ομοφυλοφίλων «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσδίδει στην επίμαχη τηλεοπτική ταινία την, απαγορευμένη από το Σύνταγμα, χαμηλή και υποβαθμισμένη ποιοτική στάθμη,
Σελ. 13
που την καθιστά επίμεμπτη. Με την παράσταση στην επίμαχη ενδιάμεση σκηνή της εκφράσεως ομοφυλόφιλης ερωτικής επιθυμίας, γίνεται παρουσίαση μιας υπαρκτής κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία σχετίζεται με μια κοινωνική ομάδα, μεταξύ των πολλών, οι οποίες συνθέτουν μια ανοικτή και σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία» για το θέμα της τηλεοπτικής προβολής ερωτικού ασπασμού ομοφυλοφίλων.
Σαφώς τίθεται και ζήτημα ορίων άσκησης του δικαιώματος, αλλά εν εκάστη περιπτώσει το δικαστήριο προβαίνει στην ανάλογη στάθμιση. Αυτονοήτως, πρέπει να προασπίζεται η ερωτική προτίμηση του καθενός, όπως απορρέει από τα άρθρα 2 και 5§1 Σ. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει και αποπομπή (δια λόγων) από το κατάστημα, δηλ. επέρχεται βίαια η λύση της (αστικής) σύμβασης μεταξύ του ιδιοκτήτη και του ζεύγους. Δεδομένου ότι ο ερωτικός ασπασμός αποτελεί συνταγματικό δικαίωμά τους, η λύση της σύμβασης με τον τρόπο που επήλθε αποτελεί προσβολή του δικαιώματος που επισύρει τις αντίστοιχες κυρώσεις της κοινής νομοθεσίας.
Σε συναφή, πλην μη ταυτόσημη υπόθεση, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει πως ομόφυλο ζευγάρι που ανήρτησε φωτογραφία του να φιλιέται σε κοινωνικό μέσο δεν προστατεύτηκε ισότιμα με ένα ετερόφυλο που θα έπραττε το ίδιο, ενώ υπέστη δυσμενή διάκριση, απαγορευμένη από την ΕΣΔΑ. Ακολούθως, καταδίκασε το κράτος (Λιθουανία), επειδή δεν είχε προβλέψει αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο «μέσο» για καταγγελίες περί ομοφυλικών διακρίσεων (που συνάγεται και από την παράνομη συμπεριφορά των Κρατικών Αρχών έναντι του ζεύγους, που τους συμπεριφέρθηκαν ως εκκεντρικούς, αναφέροντας την ασυμβατότητα της κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας με τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες) που υπέστη στο στο κοινωνικό δίκτυο το ζεύγος.
δ) Με τον Ν. 3719/2008, αρχικώς είχε κατοχυρωθεί νομικώς η ένωση προσώπων που δεν συνιστούν γάμο με το σύμφωνο συμβίωσης. Ωστόσο, υφίστατο σύγχυση ως προς την εννοιολόγηση και τον ρόλο του, αφού σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση, επικρατεί η ελευθερία βούλησης των μερών και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας του συμφώνου, όπως συμβαίνει λ.χ. με τη σύμβαση του γάμου. Πρόκειται για μία «εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης» που προσομοιάζει πιθανότατα με την εξίσου συγκεχυμένη έννοια του «χαλαρού γάμου». Ωστόσο, φαίνεται πως ο νομοθέτης απερίφραστα αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αναλογία του συμφώνου με τον γάμο, αφού κατά την άποψη της γράφουσας, ο γάμος διατηρεί το θεσμικό του βάρος, μη συγκρινόμενος με
Σελ. 14
κανέναν άλλο θεσμό που κατοχυρώνει μία προσωπική σχέση. Με τον Ν. 4356/2015 επεκτάθηκε, ως γνωστόν, το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζεύγη.
Αναφορικά με τον γάμο, η δυνατότητα σύναψης γάμου από ομόφυλα ζευγάρια υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας ως συνάδουσα με το Σύνταγμα και τον ΑΚ, αφενός ως εκ του μη ρητώς αποκλείοντος αυτά γράμματος των διατάξεων αμφοτέρων, αφετέρου λόγω της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Φαίνεται, πάντως, πως παρά τις απόψεις αυτές, η κρατούσα γνώμη παραμένει η αναγκαιότητα διαφοράς του φύλου ως προϋπόθεση του υποστατού του γάμου. Το ΕΔΔΑ, εξάλλου, δέχεται πως η ελευθερία σύναψης γάμου (άρθρο 12 ΕΣΔΑ), η προστασία της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) και η απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ) δεν επιβάλλουν στο κράτος τη νομική υποχρέωση κατοχύρωσης γάμου ομοφύλων. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης δύναται μεν, αλλά δεν υποχρεούται να τον εντάξει στην ελληνική έννομη τάξη. Γιατί, όμως, απαιτείται χρειάζεται ρητή ρύθμιση; Διότι, όπως παρατηρείται, ένα τέτοιο ειδικό και αμφισβητούμενο ζήτημα δεν μπορεί να επαφεθεί στη δικαστική ερμηνεία και θα πρέπει να λυθεί εκ των προτέρων, από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη πλειοψηφία.
Η απουσία, μολαταύτα, οποιασδήποτε νομικής κατοχύρωσης της συμβίωσης ομοφύλων θα αντέβαινε στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ, όπως κιόλας έγινε σαφές με τις Schalk and Kopf κατά Αυστρίας και Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδος. Η καταδίκη της Ελλάδος στην υπόθεση αυτή επήλθε όχι λόγω αθέτησης κάποιας συμβατικής υποχρέωσης, αλλά λόγω ενός διαχωρισμού που συνιστούσε αρνητική διάκριση. Η διάκριση αυτή δεν ευρίσκει αντικειμενική και λογική θεμελίωση, αλλά και ούτε ανταποκρίνεται στα κατά το ΕΔΔΑ κριτήρια αναλογικότητας.
Οι ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου δεν αντίκεινται στην ΕΣΔΑ, γιατί δεν συνιστούν διάκριση ομοφύλων και ετεροφύλων ζευγαριών. Ούτε από την απόφαση Χ κ.ά. κατά Αυστρίας συνάγεται κάτι διαφορετικό: αυτή η απόφαση αφορούσε εξάλλου διαφορετικό του ελληνικού νομικό πλαίσιο.
Επίσης, είναι συμβατός με την ΕΣΔΑ ο αποκλεισμός των μη παντρεμένων ζευγαριών από την υιοθεσία κατά το ελληνικό δίκαιο. Όπως επισημαίνεται, για το ζήτημα της υιοθεσίας τίθεται ακόμα το σημαίνον κριτήριο του συμφέροντος του τέκνου και όχι απλώς της απαγόρευσης των διακρίσεων. Βέβαια, τυχόν κατοχύρωση του γάμου ομοφύλων στην ελληνική έννομη τάξη θα συνεπαγόταν και τη δυνατότητα υιοθεσίας τέκνου, αφού τυχόν αποκλεισμός της θα αντέβαινε στην πάγια νομολογία και πρακτική
Σελ. 15
του ΕΔΔΑ, αλλά και στο άρθρο 6 της παλιότερης ευρωπαΪκής σύμβασης για την υιοθεσία παιδιών του 1980 (Ν. 1409/1980). Μάλιστα, η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης ασφαλώς δεν επάγεται αλλαγή στη θεμελίωση συγγένειας του τέκνου με τους ομόφυλους γονείς του. Τέλος, αντιπαραβάλλοντας την υιοθεσία με την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, ευκόλως διαπιστώνεται – αναφορικά με το «συμφέρον του τέκνου» – πως, ενώ στην υιοθεσία μιλάμε για υπαρκτό παιδί, εντούτοις στην ιατρική υποβοήθηση μιλάμε για ένα τέκνο που το ζεύγος επιθυμεί να αποκτήσει, αλλά και τη συνακόλουθη αναγκαία νομική του κατοχύρωση, αφής στιγμής γεννηθεί, με βάση τη βιολογική, αλλά και την κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια.
Ωστόσο, στο εν λόγω πρακτικό, ο αποκλεισμός των έγγαμων ομόφυλων ζευγών από την υιοθεσία είναι, όπως αναλύθηκε ως άνω, αντίθετος στην ΕΣΔΑ, επειδή εισάγεται απαγορευμένη διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
Σελ. 16
4o
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
PSI, Οικονομική Ελευθερία, Ιδιοκτησία, Ισότητα
Στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, το ελληνικό κράτος άρχισε διαπραγματεύσεις με τους ιδιώτες πιστωτές του ώστε να ανταλλάξει χρεόγραφα (ομόλογα) έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέα χρεόγραφα μικρότερης ονομαστικής αξίας (εφεξής «τίτλοι»). Οι ιδιώτες επενδυτές Α και Β δεν συναίνεσαν στην ανταλλαγή, ωστόσο υποχρεώθηκαν – με βάση τη ρήτρα συλλογικής δράσης («ΡΣΔ») – να συμμετάσχουν σε αυτή καθώς η πλειοψηφία των ομολογιούχων αποδέχτηκε την προτεινόμενη ανταλλαγή. Η ΡΣΔ δεν είχε συμπεριληφθεί στους συμβατικούς όρους των αρχικώς εκδοθέντων τίτλων αλλά προστέθηκε με νόμο εκ των υστέρων έχοντας μάλιστα και αναδρομική ισχύ. Οι Α και Β προσφεύγουν στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της διοικητικής πράξης που ορίζει την ανταλλαγή, ισχυριζόμενοι πως αυτή παραβιάζει συνταγματικά τους δικαιώματά καθώς:
α) Οι συμβατικοί όροι των τίτλων (ονομαστική αξία, επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής κλπ) τροποποιήθηκαν μονομερώς από το ελληνικό κράτος χωρίς τη συναίνεσή τους.
β) Η ανταλλαγή των τίτλων με νέους μικρότερης ονομαστικής αξίας προκάλεσε περιουσιακή απώλεια και αποτελεί απαλλοτρίωση δικαιώματος περιουσιακής φύσεως η οποία δεν συνοδεύτηκε από χρηματική αποζημίωση ως έπρεπε και συνεπώς παραβιάζει το άρθρο 17§1, άρθρο 17§2 Σ. και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.
γ) Οι Α και Β είναι φυσικά πρόσωπα που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του αποταμιευτή και όχι του κερδοσκόπου των αγορών. Συνεπώς, το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να μεταχειριστεί διαφορετικά τις περιπτώσεις των «μικροομολογιούχων» από αυτές των κερδοσκοπικών επενδυτών.
Ερωτάται:
Ποια συνταγματικά δικαιώματά τους επικαλούνται οι Α και Β σε καθένα από τους παραπάνω ισχυρισμούς τους; Πώς πιστεύεται ότι θα τους αξιολογήσει το ΣτΕ;
Απάντηση:
Οικονομική Ελευθερία, Δικαιολογημένη Εμπιστοσύνη
Σελ. 17
α) Το ομόλογο αποτελεί μέσο συναλλαγής και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας και ως εκ τούτου τα δικαιώματα (ενοχικά) που απορρέουν από την κατοχή ομολόγου εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 5§1 Σ.
Η αλλαγή των όρων της σύμβασης από το Ελληνικό Δημόσιο έπληξε την εύλογη προσδοκία των επενδυτών-αντισυμβαλλομένων ότι η συμβατική σχέση τους με το Δημόσιο θα παραμείνει σταθερή. Κατά συνέπεια, οι ενέργειες του ελληνικού κράτους περιόρισαν τα δικαιώματα της οικονομικής ελευθερίας/ελευθερίας των συμβάσεων (Σ.5§1), καθώς και τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, με σκοπό την επίτευξη υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνίστατο στην αντιμετώπιση της δυσχερούς δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους. Οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου αποτελούν ειδικές εκφάνσεις του Κράτους Δικαίου που κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 25§1 Σ.
Δέον λοιπόν να εξεταστεί αν ο περιορισμός αυτός θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων των άρθρων 5§1 και 25§1 Σ ή αν είναι θεμιτός σεβόμενος την αρχή της αναλογικότητας.
Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (Σ. 25§1), ο ιδιώτης αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και προβλεψιμότητας των πραγματικών και νομικών καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί και αξιώνει τη μη αιφνίδια και απρόβλεπτη μεταβολή τους. Εν προκειμένω, οι Α και Β αποσκοπούν στη σταθερότητα καταστάσεων και τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων (pacta sunt servanda) που απορρέουν από μια συναλλακτική σχέση (δανεισμός) με το Δημόσιο ως fiscus στον χώρο της αγοράς. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά κάμπτεται σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες καθιστούν την εφαρμογή των υποχρεώσεών τους ιδιαίτερα δύσκολη.
Σελ. 18
Η επένδυση σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους συνεπάγεται επενδυτικό κίνδυνο και τούτο διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους – εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας rebus sic standibus, η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου pacta sunt servanda.
Με βάση τα ως άνω, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των Α και Β δεν παραβιάζει τα άρθρα 5§1 και 25§1 Σ. καθώς ήταν αναγκαίος και πρόσφορος για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης με τα πλεονεκτήματα του μέτρου να είναι σαφώς πολλαπλά εξυπηρετώντας σκοπό δημοσίου συμφέροντος.
Ιδιοκτησία
β) Οι Α και Β ισχυρίζονται ότι η ανταλλαγή των τίτλων παραβιάζει το άρθρο 17§1 Σ, άρθρο 17§2 Σ και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Το κάθε άρθρο θα εξεταστεί ξεχωριστά.
Το άρθρο 17§1 Σ προβλέπει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Το ίδιο το Σύνταγμα λοιπόν αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να περιοριστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως πρέπει να εξετάσουμε αν η δυσμενής περιουσιακή μεταβολή των Α και Β συνιστά προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17§1 Σ, ή θεμιτό περιορισμό αυτού που πληροί τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Αναγκαίος σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Κατάλληλο είναι το μέτρο όταν είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από το νόμο σκοπού. Αναλογικότητα stricto sensu προϋποθέτει ότι επιτυγχάνεται εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής.
Εν προκειμένω, το ΣτΕ έκρινε ότι η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή. Ωστόσο, υπό τις δεδομένες όλως εξαιρετικές περιστάσεις, η ρύθμιση δεν εμφανίζεται ως μέτρο μη αναγκαίο ή απρόσφορο για την
Σελ. 19
επίτευξη του στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους. Και τούτο υπό την επιτακτική ανάγκη διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και, βεβαίως, θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν επενδύσει στο δημόσιο χρέος. Συνεπώς, σύμφωνα με το ΣτΕ, τα άρθρα 17§1, 25§1 Σ δεν παραβιάστηκαν.
Με το ίδιο σκεπτικό κρίθηκε ότι η ανταλλαγή δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, καθώς δεν συνιστά παραβίαση η μείωση της περιουσίας η οποία τηρεί την αρχή της δίκαιης ισορροπίας (“fair balance”) μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το σύνολο και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.
Αναφορικά, τέλος, με το άρθρο 17§2 Σ, το ΣτΕ σημείωσε τα εξής στην απόφασή του επί του PSI. Το άρθρο 17§2 ορίζει ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας είναι επιτρεπτή μόνο «όταν γίνεται με νόμιμο τρόπο και για δημόσια ωφέλεια αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση». Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι το άρθρο 17§2 εφαρμόζεται μόνο επί εμπράγματων δικαιωμάτων και όχι επί ενοχικών (σε αντίθεση με το άρθρο 17§1 που καλύπτει και τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαιώματα). Σύμφωνα πάντα με το ΣτΕ, τα ομόλογα και οι λοιποί τίτλοι, δεν έχουν στις συναλλαγές περιουσιακή αξία ως πράγματα καθ’ αυτά, αλλά ο ιδιοκτήτης τους χαίρει μόνο ενοχικών δικαιωμάτων τα οποία είναι συνδεδεμένα με την κτήση των τίτλων. Συνεπώς, η ακύρωση τίτλου δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17§2 Σ, ήτοι απαλλοτρίωση πράγματος που έχει περιουσιακή αξία καθ’ αυτό (εμπράγματο δικαίωμα), ώστε να εξαρτάται η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης από την καταβολή πλήρους χρηματικής αποζημίωσης.
Ισότητα
γ) Οι Α και Β ισχυρίζονται ότι η ανταλλαγή των τίτλων επεβλήθη σε όλους τους επενδυτές κατά τρόπο ενιαίο, παρότι οι επενδύσεις τους είχαν διαφορετικό χαρακτήρα (αποταμιευτικό έναντι κερδοσκοπικού χαρακτήρα). Κατά συνέπεια, παραβιάστηκε το άρθρο 4§1 Σ, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου.
Η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και απαγορεύει την αυθαίρετη εξομοίωση
Σελ. 20
διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά, συμπτωματικά, μη αξιολογικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, η κτήση άυλων τίτλων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου γεννά έναντι του εκδότη ενοχικά δικαιώματα αναιτιώδη και μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει προσωπικών στοιχείων. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους πιστωτές του επί τη βάσει των προσωπικών δεδομένων τους και συναφών υποκειμενικών στοιχείων. Τα φυσικά πρόσωπα δεν δικαιούνται προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου που αντλούν τα δικαιώματά τους από τις ίδιες διατάξεις, ακόμα και αν έχουν συμπεριφορά αποταμιευτών περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και προσδόκιμο χρόνο ζωής. Υπό τα δεδομένα αυτά η ανταλλαγή των τίτλων δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4§1 Σ.