ΕΠΙΤΟΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 176
- ISBN: 978-618-08-0430-0
Με το παρόν έργο «Επιτομή του Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου»επιχειρείται μία ευσύνοπτη και εύληπτη παρουσίαση των βασικών αρχών του κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου. Το βιβλίο αναφέρεται στον κυπριακό συνταγματισμό, στις πηγές δικαίου της κυπριακής έννομης τάξης, στην εισαγωγή του Δικαίου της Ανάγκης σε αυτήν και σε όσα αφορούν στα κρατικά όργανα της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας και στους ανεξάρτητους αξιωματούχους. Παρατίθεται, επίσης, μια σειρά σημαντικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για την καλύτερη εμπέδωση της ύλης, το τελευταίο Κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνει πενήντα (50) ασκήσεις/μικρά πρακτικά.
Το σύγγραμμα απευθύνεται τόσο σε πρωτοετείς, όσο και σε τελειόφοιτους φοιτητές των Νομικών Σχολών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε οι μεν πρώτοι να κατανοήσουν τις βασικές έννοιες και ρυθμίσεις του κυπριακού Συντάγματος, οι δε δεύτεροι να μπορούν να προχωρήσουν σε μία συνολική επισκόπηση και γρήγορη επανάληψη της ύλης του Συνταγματικού Δικαίου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Αντικείμενο μελέτης του Συνταγματικού Δικαίου 1
2. Ορισμός της έννοιας του «Συντάγματος» 2
α. Πολιτειακή ή θεσμική πρόσληψη της έννοιας του Συντάγματος 2
β. Νομική (κανονιστική ή δεοντική) πρόσληψη της έννοιας του Συντάγματος 3
3. Τρόπος παραγωγής του Συντάγματος 3
4. Τρόπος αναθεώρησης του Συντάγματος 4
5. Διακρίσεις του Συντάγματος 5
α. Γραπτό και Άγραφο Σύνταγμα 5
β. Αυστηρό και Ήπιο Σύνταγμα 6
γ. Τυπικό και Ουσιαστικό Σύνταγμα 7
δ. Κανονιστικό και Εικονικό Σύνταγμα 7
ε. Παραχωρημένο Σύνταγμα, Σύνταγμα-συνθήκη ή Σύνταγμα-αντάλλαγμα, Δημοκρατικό Σύνταγμα 8
6. Συνταγματισμός 8
7. Ορισμός της έννοιας του «Κράτους» 9
α. Η χώρα ή η επικράτεια 9
Β. Ο λαός 10
Γ. Η εξουσία / η κυριαρχία 12
8. Μορφές κρατών 13
α. Ενιαίο Κράτος 13
β. Ομοσπονδιακό Κράτος 13
9. Διακρίσεις πολιτευμάτων 14
10. Μορφές διακυβέρνησης 15
α. Κοινοβουλευτικό σύστημα 15
β. Προεδρικό σύστημα 16
γ. Ημι-προεδρικό σύστημα 16
δ. Σύστημα της κυβερνώσας Βουλής 17
11. Μορφές οργάνωσης της διοίκησης 18
12. Συνταγματικό Κράτος 18
Κεφάλαιο 1ο
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
1. Συνοπτική ιστορική αναδρομή μέχρι τη θέσπιση Συντάγματος
και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας 21
2. Θέσπιση Συντάγματος και ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας 23
α. Το κείμενο των Συμφωνιών 24
β. Βασικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος 27
3. Περίοδος εφαρμογής του Συντάγματος και τα σημεία τριβής 28
4. Προσπάθεια αναθεώρησης – Τα 13 σημεία του Μακάριου 32
5. Συνοπτική Ιστορική αναδρομή μετά τα γεγονότα του 1963 35
Κεφάλαιο 2ο
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 37
2 Δημοκρατική αρχή 38
α. Ορισμός 38
β. Ειδικότερα, στο κυπριακό Σύνταγμα 38
3. Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας 39
α. Ορισμός 39
β. Ειδικότερα, στο κυπριακό Σύνταγμα 40
4. Αντιπροσωπευτική αρχή 41
5. Αρχή του πολυκομματισμού 41
6. Κοινοβουλευτική αρχή 41
α. Ορισμός 41
β. Ειδικά στο κυπριακό Σύνταγμα 42
7. Αρχή διάκρισης εξουσιών 42
α. Ορισμός 42
β. Ειδικά στο κυπριακό Σύνταγμα 45
8. Αρχή του κράτους δικαίου 45
9. Αρχή του κοινωνικού κράτους 46
10. Δικοινοτική αρχή 47
Κεφάλαιο 3ο
ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗ ΤΟΥΣ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 51
2. Ενωσιακό δίκαιο 51
α. Ιστορική ανασκόπηση 51
β. Ιεραρχική βαθμίδα 53
3. Σύνταγμα 54
4. Διεθνείς συμβάσεις 54
5. Νόμοι 55
α. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 55
β. Διακρίσεις 56
γ. Δομικά χαρακτηριστικά 57
δ. Ιεραρχική βαθμίδα 58
6. Δευτερογενής νομοθεσία 58
α. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 58
β. Διακρίσεις 59
7. Νομολογία 60
Κεφάλαιο 4ο
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
1. Ορισμός 61
2. Εισαγωγή του Δικαίου της Ανάγκης στον κυπριακό συνταγματισμό 62
3. Επέκταση εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης στην κυπριακή
έννομη τάξη: 64
α. Στελέχωση του Δημοσίου 65
β. Λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας 70
γ. Λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας 70
δ. Λειτουργία του στρατού 71
ε. Λειτουργία των κοινοτικών συνελεύσεων 72
στ. Σύσταση εκλογικού σώματος 73
ζ. Δυνατότητα χρήσης της αγγλικής γλώσσας στις δικαστηριακές
διαδικασίες 73
η. Δυνατότητα τροποποίησης μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος 74
Κεφάλαιο 5ο
ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις – Ορισμός 79
2. Προσόντα του εκλέγειν 79
3. Εκλογικές αρχές 82
4. Εκλογικά συστήματα 85
Κεφάλαιο 6ο
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ/ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 87
2. Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα 89
3. Γενικός Ελεγκτής και Βοηθός Γενικού Ελεγκτή 91
4. Διοικητής και Υποδιοικητής της Εκδοτικής Τράπεζας 92
Κεφάλαιο 7ο
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις – Αρμόδιο όργανο 93
2. Συγκρότηση της Βουλής των Αντιπροσώπων – Θητεία 94
3. Σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων 94
4. Εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων 96
5. Λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων 96
6. Αρμοδιότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων 99
7. Εξουσία αυτοδιάλυσης της Βουλής των Αντιπροσώπων 102
8. Βουλευτική ιδιότητα 103
α. Υποψήφιος για βουλευτής και εκλεγμένος βουλευτής –
Προσόντα εκλέγεσθαι 103
β. Απόκτηση βουλευτικής ιδιότητας και ανάληψη βουλευτικών
καθηκόντων – Διαβεβαίωση 104
γ. Ελεύθερη εντολή 104
δ. Κενωθείσα θέση 104
ε. Μη καταληφθείσα θέση 106
στ. Ασυμβίβαστο 109
ζ. Ασυλία/ακαταδίωκτο/ακαταλόγιστο 109
Κεφάλαιο 8ο
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 111
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας 112
α. Υποψήφιος για Πρόεδρος της Δημοκρατίας – Προσόντα εκλέγεσθαι 112
β. Εγκατεστημένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας – Διαβεβαίωση 113
γ. Θητεία Προέδρου της Δημοκρατίας 114
δ. Λειτούργημα άνευ φορέα – Αναπληρωματική εκλογή 114
ε. Ασυμβίβαστο 115
στ. Ασυλία/ακαταδίωκτο Προέδρου της Δημοκρατίας 116
ζ. Αρμοδιότητες Προέδρου της Δημοκρατίας 116
2. Υπουργικό Συμβούλιο 119
α. Συγκρότηση 119
β. Σύνθεση 119
γ. Λειτουργία 120
δ. Αρμοδιότητες 120
4. Υπουργοί 120
α. Προσόντα διορισμού 120
β. Απόκτηση υπουργικής ιδιότητας – Διαβεβαίωση 121
γ. Θητεία Υπουργών 121
δ. Ασυμβίβαστο 122
ε. Αρμοδιότητες 122
Κεφάλαιο 9ο
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 123
2. Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμων 125
α. Ορισμοί 125
β. Αρχές που διέπουν τον προληπτικό και τον κατασταλτικό έλεγχο
της συνταγματικότητας των νόμων στην κυπριακή έννομη τάξη 127
γ. Κατασταλτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 128
δ. Προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 130
Κεφάλαιο 10ο
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΜΠΕΔΩΣΗΣ
Περιπτώσεις 1-50 133
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 153
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Αντικείμενο μελέτης του Συνταγματικού Δικαίου
Αντικείμενο μελέτης του Συνταγματικού Δικαίου είναι, αφενός, η ερμηνεία των θεμελιωδών αρχών και κανόνων που συγκροτούν, μορφοποιούν και περιορίζουν την κρατική εξουσία και, αφετέρου, η αποτύπωση της οργάνωσης, της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων των θεσμικών κρατικών οργάνων. Όλα τα παραπάνω εμπεριέχονται στο Σ κάθε κράτους.
Η ύλη του μαθήματος του Συνταγματικού Δικαίου διακρίνεται σε δύο μέρη:
Α) στο Συνταγματικό δίκαιο των εξουσιών, που περιλαμβάνει τους κανόνες οργάνωσης των συνταγματικών εξουσιών και των αρμοδιοτήτων των οργάνων του κράτους (οργανωτικό Συνταγματικό Δίκαιο),
Β) στο Συνταγματικό δίκαιο των δικαιωμάτων (ουσιαστικό Συνταγματικό Δίκαιο).
Σύμφωνα με την κλασική θεώρηση, το Συνταγματικό Δίκαιο αποτελεί κλάδο του Δημοσίου Δικαίου.
Σελ. 2
2. Ορισμός της έννοιας του «Συντάγματος»
Ο ορισμός της έννοιας του Σ συναντάται όχι μόνο στη νομική, αλλά και στην πολιτική επιστήμη. Χρήσιμη είναι, για λόγους κατανόησης, η εξέταση της πρόσληψης της έννοιας αυτής και από τις δύο επιστήμες.
α. Πολιτειακή ή θεσμική πρόσληψη της έννοιας του Συντάγματος
Με την πολιτική επιστήμη εισάγεται η πολιτειακή ή θεσμική πρόσληψη της έννοιας του Σ. Το Σ:
- Είτε συνιστά μια πράξη συντάσσουσα μια πολιτεία (ενεργητική σημασία του όρου) . Με το Σ συγκροτείται ένα κράτος, θεμελιώνεται μια έννομη τάξη (συστατική λειτουργία του Σ). Το Σ ταυτίζεται με το κράτος. Το κράτος δεν υπάρχει και δεν λειτουργεί παρά μόνο δια του Σ και χάρη σε αυτό. Το Σ λειτουργεί ως ληξιαρχική πράξη γέννησης, ως πιστοποιητικό συγκρότησης κάθε νεότευκτου κράτους, με το οποίο δηλώνει απέναντι στους πολίτες του και απέναντι σε όλο τον κόσμο ότι υπάρχει. Όταν το Σ, η καταστατική αυτή πράξη ενότητας και τάξης, καταλυθεί, καταργείται και το κράτος.
- Είτε απεικονίζει μία πολιτεία συντεταγμένη (παθητική σημασία του όρου). Αφού συγκροτήθηκε το κράτος με το Σ, το κράτος στηρίζεται στο Σ και με βάση αυτό οργανώνεται και λειτουργεί (οργανωτική λειτουργία του Σ). Το Σ ορίζει και μορφοποιεί την κυρίαρχη εξουσία, κατανέμει την άσκησή της σε διάφορα όργανα, απονέμει αρμοδιότητες και καθορίζει τις σχέσεις που διατηρούν οι εξουσίες μεταξύ τους. Το Σ ταυτίζεται με το πολίτευμα. Εν ολίγοις, το Σ ρυθμίζοντας, αφενός, τη μορφή του κράτους, δηλαδή τον συστηματικό τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η κρατική εξουσία και, αφετέρου, τη μορφή διακυβέρνησης, δηλαδή τον συστηματικό τρόπο με τον οποίο ασκείται η κρατική εξουσία, καθορίζει το πολίτευμα της χώρας.
Σελ. 3
β. Νομική (κανονιστική ή δεοντική) πρόσληψη της έννοιας του Συντάγματος
Με τη νομική επιστήμη εισάγεται η νομική (κανονιστική ή δεοντική) προσέγγιση της έννοιας του Σ. Το Σ, ως κείμενο, δεν αποτελεί απλά μια πράξη συστατική και οργανωτική του κράτους, αλλά και μια πράξη κανονιστική, που περιέχει κανόνες υποχρεωτικούς, δεσμευτικούς, «οι οποίοι απεικονίζουν ιδεατά και σχεδιάζουν επιτακτικά την οργάνωση ενός κράτους».
Το Σ υπό την νομική πρόσληψη της έννοιάς του είναι ο ανώτατος Ν ενός κράτους. Διαφοροποιείται από τους κοινούς Ν:
α) Ως προς την κανονιστική του ισχύ. Το Σ διαθέτει την ανώτατη τυπική ισχύ και τοποθετείται στην κορυφή της πυραμίδας των κανόνων δικαίου μίας έννομης τάξης. Επομένως, υπερισχύει έναντι όλων των άλλων Ν, οι οποίοι, αφενός, παράγονται όπως το ίδιο προβλέπει και, αφετέρου, δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτό.
β) Ως προς τη μορφή/διατύπωσή του. Το Σ συνιστά ένα κείμενο με συνοπτικό, αφαιρετικό και περιεκτικό περιεχόμενο, καθώς αποτελεί μόνον το πλαίσιο, εντός του οποίου κινείται η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, για να το εξειδικεύσει και να εφαρμόσει διαφορετικές πολιτικές επιλογές.
γ) Ως προς τον τρόπο και τη διαδικασία τροποποίησής/αναθεώρησής του. Στο ίδιο το κείμενο του Σ προβλέπεται ο τρόπος με τον οποίο αυτό τροποποιείται/αναθεωρείται. Στους κοινούς Ν δεν προβλέπεται κάποιος τρόπος τροποποίησής τους. Πρέπει να εκδοθεί νέος Ν, ο οποίος θα τροποποιεί ή θα καταργεί τον προγενέστερο Ν.
δ) Ως προς τον συντάκτη του. Το Σ αποτελεί το αποτέλεσμα της «συντακτικής εξουσίας», ενώ οι κοινοί Ν του κοινού νομοθέτη, ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δρα εντός του πλαισίου του Σ.
3. Τρόπος παραγωγής του Συντάγματος
Το Σ θεσπίζεται από μια ιδιαίτερη εξουσία, τη συντακτική εξουσία, η οποία δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις, ουσιαστικές ή διαδικαστικές. Διαμορφώνεται ελεύ-
Σελ. 4
θερα, στηριγμένο αποκλειστικά στην εθνική θέληση, ώστε να είναι, όσο το δυνατόν, ευρύτερης αποδοχής.
Η συντακτική εξουσία εμπεριέχει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας, δηλαδή την εξουσία να καθορίζει τις αρμοδιότητες όλων των κρατικών οργάνων.
Η άσκησή της είναι έκτακτη και περιορισμένης χρονικής διάρκειας, αφού με τη θέσπιση του Σ η εξουσία αυτή εξαντλεί τον προορισμό της και παύει να υφίσταται. Αφότου τίθεται σε ισχύ το Σ, υπάρχουν μόνο συντεταγμένες, δηλαδή προβλεπόμενες και οριοθετούμενες, από το συνταγματικό κείμενο, εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική).
Το Σ θεσπίζεται από τη συντακτική εξουσία, όταν έχουμε: Α) την ίδρυση ενός νέου κράτους, Β) το τέλος μιας περιόδου απολυταρχικής άσκησης της κρατικής εξουσίας, Γ) την κατάργηση του παλιού Σ και την αντικατάστασή του από άλλο.
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, η επανεμφάνιση της συντακτικής εξουσίας:
- συνιστά ποινικό αδίκημα της εσχάτης προδοσίας από την πλευρά της υφιστάμενης έννομης τάξης και σαφώς απορρίπτεται,
- συνιστά γενέθλια πράξη από την πλευρά της νέας έννομης τάξης.
Βάσει του φορέα της συντακτικής εξουσίας, γίνεται λόγος για παραχωρημένο Σ, για Σ-συνθήκη ή Σ-αντάλλαγμα ή για δημοκρατικό Σ.
4. Τρόπος αναθεώρησης του Συντάγματος
Αναθεώρηση του Σ είναι η μεταβολή του συνταγματικού κειμένου, με την κατάργηση ή την τροποποίηση ή την αντικατάσταση ή την αυθεντική ερμηνεία ή την προσθήκη διατάξεων που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ίδιου του κειμένου του Σ. Αναθεωρητική ή δευτερογενής συντακτική εξουσία είναι η αναγνωριζόμενη από το Σ αρμοδιότητα ορισμένου κρατικού οργάνου για την πραγματοποίηση της μεταβολής αυτής. Παρά το γεγονός ότι το υπό ρύθμιση αντικείμενο και της αναθεωρητικής εξουσίας και της συντακτικής
Σελ. 5
εξουσίας είναι το Σ, η αναθεωρητική εξουσία είναι συντεταγμένη εξουσία, όπως και η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική.
Το Σ μπορεί να προβλέπει ότι η αναθεώρηση δύναται να επέλθει με τους εξής περιορισμούς:
- με την οριοθέτηση ενός σκληρού πυρήνα μη αναθεωρητέων διατάξεων ή/και
- με τη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων σε σχέση με την κοινή νομοθετική διαδικασία για την αναθεώρηση διατάξεων:
α) με την παρεμβολή εκλογών μεταξύ της διαπίστωσης της ανάγκης για αναθεώρηση και της ολοκλήρωσης της αναθεώρησης από το νομοθετικό σώμα ή τα τυχόν δύο νομοθετικά σώματα,
β) με τη διενέργεια δημοψηφίσματος, υποχρεωτικά ή δυνητικά, μετά τη λήψη της απόφασης για αναθεώρηση από το νομοθετικό σώμα,
γ) με την ύπαρξη ειδικών πλειοψηφιών για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων από το νομοθετικό σώμα, ενδεχομένως και σε επανειλημμένες ψηφοφορίες με κάποια χρονική απόσταση μεταξύ τους.
Με τον τρόπο αυτό, η αναθεώρηση, αφενός, επιτρέπει την υπό προϋποθέσεις προσαρμογή του Σ στην ιστορική εξέλιξη και, αφετέρου, το προστατεύει ακριβώς με τις αυξημένες αυτές προϋποθέσεις απέναντι σε μεταβολές ευκαιριακές και επιπόλαιες.
5. Διακρίσεις του Συντάγματος
Έχουν επικρατήσει, στη θεωρία, οι εξής διακρίσεις του Σ:
α. Γραπτό και Άγραφο Σύνταγμα
Γραπτό ονομάζεται το ενιαίο κωδικοποιημένο Σύνταγμα (τυπικό Σύνταγμα) και έχει πανηγυρικό χαρακτήρα.
Άγραφο ονομάζεται το Σύνταγμα που δεν έχει αποτυπωθεί σε ένα γραπτό κείμενο, αλλά έχει διαμορφωθεί με τη διαδικασία παραγωγής του συνταγματικού εθίμου. Ως συνώνυμος όρος χρησιμοποιείται και το «εθιμικό σύνταγμα». Χώρες με εθιμικό Σ είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ.
Σελ. 6
β. Αυστηρό και Ήπιο Σύνταγμα
Αυστηρό ή άκαμπτο είναι το Σ, όταν δεν μπορεί να αναθεωρηθεί με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Οι διατάξεις του δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν παρά μόνον από ειδικό όργανο ή (και) με ειδική διαδικασία.
Ο βαθμός της αυστηρότητας ενός Σ ποικίλλει και, ως εκ τούτου, γίνεται λόγος για:
ι) απολύτως αυστηρά Σ, ήτοι τα Σ που δεν προβλέπουν ή και απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε αναθεώρηση,
ιι) σχετικά αυστηρά Σ, δηλ. τα Σ που δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση, πριν παρέλθει ορισμένος χρόνος από τη θέσπισή τους ή από την προηγούμενη αναθεώρησή τους ή όταν απαγορεύουν την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεών τους, που τις καθιστούν απολύτως άθικτες και απρόσβλητες από την αναθεωρητική εξουσία, επειδή τις θεωρούν θεμελιώδεις.
Συνέπεια του χαρακτηρισμού ενός Σ ως αυστηρού ή άκαμπτου είναι η τυπική υπεροχή των διατάξεών του Σ έναντι των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας. Το Σ τοποθετείται για τον λόγο αυτό στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου.
Το αυστηρό Σ παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις συγκυριακές πολιτικές βουλήσεις της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Ήπιο ή εύκαμπτο είναι το Σ, που οι διατάξεις του μπορούν να τροποποιηθούν με την κοινή νομοθετική διαδικασία, π.χ., το Σ του Ηνωμένου Βασιλείου.
Συνέπεια του χαρακτηρισμού ενός Σ ως ήπιου είναι η ίδια τυπική ισχύς των διατάξεων του Σ με τους κοινούς νόμους.
Το ήπιο Σ έχει το πλεονέκτημα ότι αναθεωρείται σχετικά εύκολα και άρα παρουσιάζει μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Εντούτοις, έχει το μειονέκτημα ότι οι ήπιες συνταγματικές διατάξεις είναι εκτεθειμένες στις πρόσκαιρες πολιτικές επιδιώξεις της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Σελ. 7
γ. Τυπικό και Ουσιαστικό Σύνταγμα
Ως τυπικό Σ νοείται ο γραπτός θεμελιώδης Ν που έχει αυξημένη τυπική ισχύ σε σχέση με τους άλλους κοινούς Ν και που δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά με έναν ειδικό, δυσκολότερο από ό,τι οι κοινοί Ν, τρόπο που το ίδιο έχει ορίσει μέσω των διατάξεων της αναθεώρησής του. Η τυπική έννοια του Σ αφορά στη μορφή, στον τύπο ή στην ισχύ των συνταγματικών διατάξεων και αγνοεί το περιεχόμενο ή το αντικείμενό τους. Το τυπικό Σ είναι γραπτό και κατά κανόνα αυστηρό.
Ουσιαστικό Σ συνιστά οποιαδήποτε νομική ρύθμιση, που ανεξάρτητα από την τυπική της ισχύ και την ενσωμάτωσή της ή μη στο τυπικό Σ, είτε καθορίζει την οργάνωση, τις λειτουργίες ή τις πολιτικές ενός συγκεκριμένου κράτους, είτε κατοχυρώνει θεμελιώδη δικαιώματα, είτε διέπει τη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων που προκύπτουν από την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, π.χ., κανονισμός της ΒτΑ, εκλογικός νόμος.
Το περιεχόμενο των εννοιών τυπικό και ουσιαστικό Σ δεν συμπίπτουν. Θα μπορούσαν να παρασταθούν γραφικά ως ενώσεις διάλληλες με δύο κύκλους που ο καθένας τους τέμνει και επικαλύπτει μερικά τον άλλο. Πράγματι, κατά κανόνα, οι διατάξεις του τυπικού Σ συνιστούν και διατάξεις του ουσιαστικού Σ. Εντούτοις, υπάρχουν ρυθμίσεις, οι οποίες ενώ αφορούν, π.χ., στην οργάνωση του κράτους, δεν περιέχονται στο κείμενο του τυπικού Σ, αλλά περιέχονται σε κοινούς νόμους. Επιπλέον, στο κείμενο του τυπικού Σ μπορεί να περιλαμβάνονται διατάξεις, οι οποίες δεν αφορούν άμεσα, π.χ., στην οργάνωση και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.
δ. Κανονιστικό και Εικονικό Σύνταγμα
Εικονικό ονομάζεται το Σ, το οποίο, αν και τυπικά ισχύει, στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζεται ή εφαρμόζεται μόνο στο μέτρο που η εφαρμογή του συμπίπτει με τη σκοπιμότητα που θέλει να υπηρετήσει η κρατική εξουσία. Το περιεχόμενό του συχνά έχει αφηγηματικό χαρακτήρα ή περιέχει κυρίως γενικές διατυπώσεις χωρίς επιτακτικό χαρακτήρα ή εντελώς αόριστες υποχρεώσεις προς τους πολίτες, και για αυτό επιδεκτικές αυθαίρετης εξειδίκευσης από τα όργανα μιας ολοκληρωτικής εξουσίας.
Έτσι, μπορεί να είναι:
Σελ. 8
- Εικονικό το Σ συνολικά. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται λόγος για «ψευδοσύνταγμα», και το κράτος δεν θεωρείται και δεν είναι συνταγματικό κράτος.
- Εικονικές ορισμένες διατάξεις του Σ. Η εικονικότητα αυτή μπορεί να προκύπτει όχι εξαρχής από τη θέσπιση του Σ, αλλά εκ των υστέρων, λόγω της αδρανοποίησής τους μέσω της σιωπηρής τους τροποποίησης ή και κατάργησης, χωρίς ρητή, τυπική αναθεώρησή τους.
Κανονιστικό ονομάζεται το Σ που διαθέτει, πράγματι, δεσμευτική δύναμη και αποτελείται από δεσμευτικούς κανόνες δικαίου.
ε. Παραχωρημένο Σύνταγμα, Σύνταγμα-συνθήκη ή Σύνταγμα-αντάλλαγμα, Δημοκρατικό Σύνταγμα
Παραχωρημένο Σ χαρακτηρίζεται το Σ, στην περίπτωση που αυτός που κατέχει την κρατική εξουσία και διαθέτει ικανότητα πραγματικής (βίαιης) επιβολής, συνήθως ένας απόλυτος μονάρχης, αποφασίζει να μοιραστεί την εξουσία με τους υπηκόους του και καταγράφει την παραχώρηση αυτή σε ένα Σ, θεσπιζόμενο μονομερώς από τον ίδιο.
Σ-συνθήκη ή Σ-αντάλλαγμα είναι το Σ που καταρτίζεται με τη σύμπραξη του κυρίαρχου μονάρχη και των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού, εκφράζοντας έτσι ένα συμβιβασμό μεταξύ της ως τότε απόλυτης μοναρχίας και των κοινωνικών δυνάμεων.
Δημοκρατικό Σ είναι το Σ που καταρτίζεται από συλλογικό αντιπροσωπευτικό σώμα, εκλεγμένο με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία από τον λαό, χωρίς να αποκλείεται και η άμεση συμμετοχή του τελευταίου.
6. Συνταγματισμός
Συνταγματισμός είναι το κίνημα διεκδίκησης της θέσπισης Σ. Το περιεχόμενο του αιτήματος του συνταγματισμού μεταβαλλόταν στην πορεία των αιώνων ανάλογα με τις ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Το κίνημα του συνταγματισμού και κατ’ επέκταση το αίτημά του διαμορφώθηκε ως εξής:
Σελ. 9
- Φιλελεύθερος συνταγματισμός (17ος -18ος αιώνας), που συνίσταται στη θέσπιση γραπτού Σ, στην καθιέρωση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και στην κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, ώστε να εγκαθιδρυθούν περιορισμοί, να τεθούν όρια και φραγμοί στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, έτσι ώστε να αποτρέπονται ή να περιστέλλονται οι κίνδυνοι κρατικών αυθαιρεσιών.
- Δημοκρατικός συνταγματισμός (18ος-19ος αιώνας): συνίσταται στην καθολική αντιπροσώπευση του λαού στην εξουσία, στη διοργάνωση περιοδικών εκλογών, στις οποίες νομιμοποιούνται να μετέχουν όλοι οι πολίτες ως φορείς ίσου ποσοστού πολιτικής κυριαρχίας.
- Κοινωνικός συνταγματισμός (τέλη 19ου αιώνα- 20ος αιώνας): συνίσταται στην πραγμάτωση της αρχής του κοινωνικού κράτους, ήτοι, π.χ., στην εξασφάλιση πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη, στην καταβολή επιδότησης ανεργίας, στην παροχή της δωρεάν και καθολικής εκπαίδευσης, κτλ.
7. Ορισμός της έννοιας του «Κράτους»
Σύμφωνα με το Georg Jellinek, κράτος είναι το με πρωτογενή εξουσιαστική ισχύ εξοπλισμένο νομικό πρόσωπο ενός λαού, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα.
Από τον ανωτέρω ορισμό, προκύπτουν τα τρία δομικά στοιχεία του κράτους, που είναι:
α. Η χώρα ή η επικράτεια
Χώρα ή επικράτεια καλείται η εδαφική έκταση ή ο χώρος, εντός του οποίου ασκείται η κρατική εξουσία επί των προσώπων που είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν σε αυτήν, ως πολίτες της ή ως αλλοδαποί. Χώρα ή επικράτεια χωρίς κράτος μπορεί να υπάρξει, κράτος χωρίς χώρα ή επικράτεια δεν νοείται.
Το κράτος προϋποθέτει και συνεπάγεται άρα μια περιοχή με σαφώς προσδιορισμένα σύνορα, τα οποία ορίζονται ή προκύπτουν συνήθως από διεθνείς συνθήκες. Στη χώρα περιλαμβάνεται ο χερσαίος, ο υδάτινος και ο εναέριος χώρος.
Σελ. 10
Οι βασικές αρχές που καθορίζουν τη σχέση της χώρας και της εξουσίας είναι α) η αρχή της εδαφικότητας, σύμφωνα με την οποία στην κρατική εξουσία και στις αποφάσεις της υπόκεινται όλα τα άτομα που συμβαίνει να βρίσκονται εντός της χώρας, ανεξάρτητα από τον δεσμό που τα συνδέει με αυτήν, και β) η αρχή της αποκλειστικότητας, βάσει της οποίας η κρατική δικαιοδοσία ασκείται στο σύνολο της επικράτειας κατά τρόπο αποκλειστικό.
Εντούτοις, στον χώρο της ίδιας επικράτειας μπορεί να συνυπάρχουν και να συμβιώνουν πολλές και διαφορετικές εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες ή μειονότητες. Η επιδίωξη πλήρους αντιστοιχίας μεταξύ της εδαφικής και της εθνικής ενότητας γίνεται πρόξενος εθνικών και κρατικών συγκρούσεων.
Β. Ο λαός
Ο λαός μπορεί να νοηθεί τόσο με την ευρεία έννοια, όσο και με στενή έννοια.
Λαός με την ευρεία έννοια είναι το σύνολο των ατόμων που είναι μόνιμα εγκατεστημένα σε μια ορισμένη χώρα και έχουν την ίδια ιθαγένεια.
Ο λαός με τη στενή έννοια ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα, το οποίο αποτελείται από τους ενεργούς πολίτες, που έχουν συμπληρώσει τη νόμιμη εκλογική ηλικία και έχουν τα προσόντα του εκλέγειν.
Η έννοια του λαού, με ευρεία και στενή έννοια, αντιπαραβάλλεται με την έννοια:
- Του πληθυσμού, καθώς περιλαμβάνει όλους τους κατοίκους μιας χώρας, ανεξάρτητα αν είναι πολίτες της ή όχι, αρκεί να υπόκεινται στην κρατική εξουσία. Ο πληθυσμός δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές προαπαιτούμενο για τον σχηματισμό του «λαού» ενός κράτους, λόγω της τυχαίας υπαγωγής ορισμένων προσώπων στους Ν μιας έννομης τάξης.
Σελ. 11
- Του έθνους, που αναφέρεται στην κοινότητα ατόμων που είναι εγκατεστημένη σε μια ορισμένη επικράτεια και υπόκειται στην ίδια εξουσία. Προεξάρχον στοιχείο για τη συσπείρωση των ανθρώπων αυτών είναι είτε το βουλητικό/συνειδησιακό στοιχείο για κοινή διαβίωση, είτε η συνδρομή αντικειμενικών κριτηρίων, προσδιοριστικών της εθνότητας.
Το έθνος διεκδικεί να αποτελέσει επαρκές κριτήριο για τον σχηματισμό του «λαού» ενός κράτους. Το κράτος συσχετίζεται με το έθνος με την εμφάνιση τον 17ο έως 19ο αιώνα της έννοιας του κράτους έθνους ή, αλλιώς, του εθνικού κράτους. Το κράτος προϋποθέτει το έθνος και το έθνος «χρειάζεται» το κράτος. Η ιδέα του έθνους προηγείται του κράτους και προετοιμάζει ιδεολογικά και πολιτικά την έλευση και τον σχηματισμό του. Το κράτος συνιστά το νομικό περίβλημα ή το θεσμικό επιστέγασμα του έθνους.
Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί και η αντίστροφη ιστορική πορεία, που ξεκινά από το κράτος και καταλήγει στο έθνος. Κατασκευάζεται, δηλαδή, από το κράτος μια συγκεκριμένη αντίληψη περί έθνους, μέσω της διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης και επιστρατεύεται στη συνέχεια η «φαντασιακή» αυτή κατασκευή, για να υπηρετήσει την κρατική ενότητα και την πολιτική ολοκλήρωση της κοινωνίας.
Όποια ιστορική εκδοχή και να υιοθετήσει τελικά κανείς, γεγονός είναι ότι το έθνος, και όταν δεν είναι δημιούργημα ή στήριγμα του κράτους, γαλβανίζεται από την ιδέα και την προοπτική του κράτους, ζει με την ελπίδα της πολιτικής απεικόνισής του. Η εθνική ιδέα ολοκληρώνεται όταν αποκρυσταλλωθεί στις δο-
Σελ. 12
μές και στους σκοπούς μιας κρατικά οργανωμένης κοινωνίας. Το κράτος, πάλι, ενισχύεται, όταν στηρίζεται στην εθνική ομοιογένεια και μπορεί να τη διατηρεί και να την αναπαράγει για τις δικές του ανάγκες.
Γ. Η εξουσία / η κυριαρχία
Σύμφωνα με τον Α. Μάνεση, κρατική εξουσία είναι «η υπέρτατη ικανότητα επιβολής ωρισμένης θελήσεως επί άλλων θελήσεων κατά τρόπον ακαταγώνιστον, δηλαδή η υπέρτατη ικανότης του άρχειν, η οποία συνίσταται εις το επιτάσσειν και εξαναγκάζειν εις συμμόρφωσιν». Ως εκ τούτου, η εξουσία έχει τα εξής γνωρίσματα:
- Πρωτογενής, δηλαδή αυτοδημιούργητη. Δεν αντλεί τη δύναμη και την ισχύ της από άλλη δύναμη.
- Αυτοδύναμη, δηλαδή έχει την ικανότητα να επιβάλλεται με δικά της μέσα για την τήρηση των επιταγών της, εξαναγκάζοντας σε συμμόρφωση όλους αυτούς στους οποίους απευθύνεται η προσταγή της.
- Συγκεντρωτική και ενιαία.
- Ακαταγώνιστη, δηλαδή έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα επιβολής σε άλλη θέληση με τη χρήση καταναγκασμού ή βίας, καθώς είναι ανώτερη ή υπέρτερη σε σχέση με κάθε άλλη δύναμη στο εσωτερικό του κράτους.
- Οργανωμένη και διαρκής, δηλαδή είναι εξουσία θεσμοποιημένη. Η βούληση της κρατικής εξουσίας αποπροσωποποιείται, αποδεσμεύεται από τον φορέα της και εμφανίζεται ως απόφαση ή πράξη ενός απρόσωπου κρατικού οργάνου.
- Ανεξάρτητη, δηλαδή δεν εξαρτάται και δεν υπόκειται σε άλλη εξουσία.
Η κυριαρχία έχει δύο όψεις:
Σελ. 13
- Την εσωτερική: ως εσωτερική κυριαρχία νοείται η υπέρτατη δύναμη εξουσίασης που διαθέτει ένα κράτος στα όρια της επικράτειάς του και που εκδηλώνεται με την ικανότητα προσταγής και αποτελεσματικής επιβολής απέναντι σε όσους διαμένουν σε αυτήν. Ο εκάστοτε φορέας της κυριαρχίας διαθέτει το μονοπώλιο του καταναγκασμού και μια δύναμη μονομερούς προσταγής και επιβολής.
- Την εξωτερική: ως εξωτερική κυριαρχία νοείται η ανεξαρτησία του κυρίαρχου κράτους, η απουσία κάθε δεσμού εξάρτησης από άλλη δύναμη έξω από αυτήν την ίδια, καθώς και η έλλειψη υποταγής σε δύναμη ιεραρχικά ανώτερη.
Η εξωτερική κυριαρχία είναι σχετική, διότι είναι αναγκασμένη να συνυπάρχει με άλλες ισότιμες κρατικές κυριαρχίες. Η εσωτερική κυριαρχία εμφανίζεται απόλυτη, διότι δεν εξαρτάται, ούτε υπόκειται στη βούληση άλλου υποκειμένου.
8. Μορφές κρατών
α. Ενιαίο Κράτος
Συνιστά μία κρατική οντότητα διεθνώς ανεξάρτητης, ισότιμης προς τα άλλα κράτη, η οποία στο εσωτερικό κατέχει το μονοπώλιο άσκησης και πραγμάτωσης της ενιαίας και αδιαίρετης κρατικής εξουσίας. Το ενιαίο κράτος διαθέτει μία έννομη τάξη.
β. Ομοσπονδιακό Κράτος
Στo ομοσπονδιακό κράτος μετέχουν ισότιμα επιμέρους κρατίδια ως υποκείμενα σε μία ανώτερη κρατική εξουσία. Ιδρυτικό θεμέλιο του ομοσπονδιακού κράτους είναι πάντα το ομοσπονδιακό Σ κι όχι μία διεθνής συνθήκη μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Το ομοσπονδιακό Σ προσδιορίζει τις εξουσίες των ομόσπονδων κρατών και του ομοσπονδιακού κράτους, καθώς και τη σχέση μεταξύ αυτών.
Τόσο το ομοσπονδιακό, όσο και κάθε ομόσπονδο κράτος διαθέτουν ίδιο Σ και ίδια όργανα κρατικής εξουσίας, τα οποία χωρίζονται σε νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά. Διαμορφώνονται δύο έννομες τάξεις, οι οποίες όμως δεν τελούν σε σχέση ισοτιμίας. Η ομοσπονδιακή έννομη τάξη υπέρκειται πάντοτε των έννομων τάξεων των ομόσπονδων κρατών, με αποτέλεσμα να τίθενται εκποδών κανόνες δικαίου που θεσπίζονται σε επίπεδο ομόσπονδου κράτους και αντίκεινται στο ομοσπονδιακό Σ ή σε κανόνες της ομοσπονδιακής έννομης τάξης. Το ομοσπονδιακό κράτος φέρει την αποκλειστική νομοθετική αρμοδιότητα στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της εθνικής άμυνας και της νομισματικής πολιτικής, ενώ οι λοιποί τομείς νομοθέτησης εμπίμπτουν είτε στη συντρέχουσα
Σελ. 14
αρμοδιότητα του ομοσπονδιακού κράτους και των ομόσπονδων κρατών, είτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ομόσπονδου κράτους. Ως υποκείμενο, δε, του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων νοείται μόνον το ομοσπονδιακό κράτος και όχι τα ομόσπονδα κρατίδια. Παραδείγματα ομοσπονδιακών κρατών είναι οι Η.Π.Α. και η Γερμανία.
9. Διακρίσεις πολιτευμάτων
Πολίτευμα είναι ο τρόπος οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Τα πολιτεύματα, διακρίνονται σε:
α. Μοναρχικά, αυτά δηλαδή στα οποία είτε όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του μονάρχη (απόλυτη μοναρχία), είτε περιορίζονται από την ύπαρξη ενός Σ (Συνταγματική μοναρχία).
β. Ολιγαρχικά, αυτά στα οποία η εξουσία ασκείται από περιορισμένο αριθμό προσώπων. Σήμερα τα ολιγαρχικά πολιτεύματα εμφανίζονται συνήθως με τη μορφή των στρατιωτικών δικτατοριών.
γ. Δημοκρατικά είναι τα πολιτεύματα στα οποία πηγή εξουσίας και ανώτατο όργανο της Πολιτείας είναι ο λαός.
Τα δημοκρατικά πολιτεύματα διακρίνονται:
- Σε πολιτεύματα άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας: είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός ασκεί άμεσα και απευθείας την εξουσία (Αρχαίες Ελληνικές πόλεις - κράτη, πρώτες Αμερικανικές κοινότητες του 18ου αιώνα). Σήμερα στα σύγχρονα κράτη, η άμεση δημοκρατία με αυτήν τη μορφή δεν είναι εφικτή. Ωστόσο, τα Σ των περισσοτέρων σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων προβλέπουν στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, όπως το δημοψήφισμα και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Παράλληλα, διαμορφώνονται προγράμματα συμμετοχής του λαού στη λήψη αποφάσεων μέσω του διαδικτύου (ηλεκτρονική δημοκρατία).
Σελ. 15
- Σε πολιτεύματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: είναι το πολίτευμα στο οποίο πηγή εξουσίας είναι ο λαός, ο οποίος, όμως, ασκεί την εξουσία μέσω των αντιπροσώπων του, των βουλευτών. Αυτοί αναλαμβάνουν να «εκπροσωπήσουν» τα συμφέροντα ή τις απόψεις του. Τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα είναι αντιπροσωπευτικά, διαφέρουν, παρά ταύτα, στον τρόπο εκλογής και στις αρμοδιότητες των πολιτειακών τους οργάνων και του αρχηγού του κράτους. Οι σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες διακρίνονται σε:
• Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Η κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό λαμβάνει τις πολιτικές αποφάσεις. Ο βασιλιάς είναι ο αρχηγός του κράτους και μάλιστα κληρονομικός με συμβολικό ρόλο, ενώ πολιτικά είναι ανεύθυνος, δηλαδή δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες (Μ. Βρετανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ισπανία).
• Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία: Και σε αυτή την περίπτωση η εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο ΠτΔ, είναι αιρετός, εκλέγεται δηλαδή από τη Βουλή και δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. (Ελλάδα, Ιταλία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας).
• Προεδρική Δημοκρατία: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι και αρχηγός του κράτους και Πρόεδρος της Κυβέρνησης, η οποία δεν εκλέγεται από το λαό, αλλά σχηματίζεται από τον ΠτΔ. Ο ΠτΔ εκλέγεται είτε άμεσα από το λαό, είτε από ειδικό σώμα εκλεκτόρων (Η.Π.Α., Κύπρος, Ρωσία).
10. Μορφές διακυβέρνησης
α. Κοινοβουλευτικό σύστημα
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή, η οποία μπορεί να αποτελείται από ένα (Ελλάδα) ή δύο νομοθετικά σώματα (Ηνωμένο Βασίλειο, με τη Βουλή των Λόρδων και τη ΒτΑ).
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση. Για την ανάδειξη και διατήρησή της στην εξουσία, ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση χρειάζονται την εμπιστοσύνη της Βουλής (κοινοβουλευτική αρχή). Ο πρωθυπουργός είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων. Οι υπουργοί είναι μέλη του ΥπΣ, αλλά και μονοπρόσωπα διοικητικά όργανα. Ταυτόχρονα μπορεί να έχουν και τη βουλευτική ιδιότητα.
Σελ. 16
Ο ΠτΔ είναι ο αρχηγός του κράτους και μπορεί να είναι αιρετός με εκλογή έμμεση από τον λαό (προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία) ή κληρονομικός (βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία). Οι αρμοδιότητές του είναι να διορίζει και να παύει την Κυβέρνηση που έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής και να διαλύει τη Βουλή με υπόδειξη της Κυβέρνησης. Ο ρόλος του είναι περισσότερο συμβολικός, είναι εγγυητής των θεσμών και θεωρείται ρυθμιστής του πολιτεύματος. Οι πράξεις του χρήζουν υπουργικής προσυπογραφής μέσω της οποίας μετακυλίεται η ευθύνη του στην υπεύθυνη Κυβέρνηση και έτσι καθίσταται πολιτικά ανεύθυνος ενώπιον της Βουλής.
β. Προεδρικό σύστημα
Το προεδρικό σύστημα ή το σύστημα της ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας έχει αφετηρία το αμερικανικό ομοσπονδιακό Σύνταγμα του 1787.
Η εκτελεστική εξουσία στις Η.Π.Α. ανήκει στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος είναι ένα μονοπρόσωπο όργανο, και η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο, το οποίο απαρτίζεται από δύο νομοθετικά όργανα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.
Η εκλογή του Προέδρου γίνεται από τον λαό έμμεσα, μέσω ενός σώματος εκλεκτόρων για τετραετή θητεία, μέχρι 2 φορές. Μαζί με αυτόν εκλέγεται και ένας Αντιπρόεδρος.
Η Γερουσία εκλέγεται για εξαετή θητεία με τμηματική ανανέωση των μελών της κατά 1/3 κάθε 2 χρόνια και η Βουλή των Αντιπροσώπων για διετή θητεία.
Ο Πρόεδρος επικουρείται από υπουργούς, οι οποίοι δεν είναι μέλη ενός συλλογικού οργάνου, αλλά είναι απλοί βοηθοί του. Οι υπουργοί δεν είναι μέλη του Κογκρέσου, ούτε μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του. Ο Πρόεδρος και οι υπουργοί του δεν υπέχουν πολιτική ευθύνη έναντι του Κογκρέσου, δεν λαμβάνουν ψήφο εμπιστοσύνης, ούτε δυσπιστίας. Συνεπώς, δεν είναι εφικτή η πρόωρη προεδρική εκλογή, ούτε η διάλυση του Κογκρέσου από τον Πρόεδρο και η εκλογή νέου.
γ. Ημι-προεδρικό σύστημα
Είναι κατά βάση κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά δανείζεται στοιχεία του προεδρικού συστήματος. Παράδειγμα χώρας που διαθέτει ημι-προεδρικό σύστημα είναι η Γαλλία και η Ουκρανία.
Σελ. 17
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία, ενώ η εκτελεστική εξουσία από τον ΠτΔ και την Κυβέρνηση.
Η εκλογή του ΠτΔ είναι άμεση από το λαό με απόλυτη πλειοψηφία σε δύο γύρους. Η θητεία του είναι πενταετής και μπορεί να εκλεγεί μόνο για δύο συνεχόμενες φορές.
Η λειτουργία της Κυβέρνησης δεν διαφέρει απ’ ό,τι στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Ο πρωθυπουργός θα πρέπει να έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η Κυβέρνησή του να εξαρτάται από τη Βουλή.
Αν προέρχονται από κοινή κομματική βάση, στην πράξη ο ΠτΔ λειτουργεί ως πολιτικός ηγέτης της χώρας και ο πρωθυπουργός έχει ένα δευτερεύοντα ρόλο. Στην περίπτωση, όμως, που δεν έχουν κοινή κομματική προέλευση, τότε θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση:
Ειδικά στη Γαλλία, αν οι βουλευτικές εκλογές είναι μεταγενέστερες από την προεδρική εκλογή, ο ΠτΔ σέβεται τη νεότερη λαϊκή ετυμηγορία και ασκεί τις αρμοδιότητές του με περισσότερη σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Αυτή η πραγματική κατάσταση ονομάζεται συγκατοίκηση (cohabitation). Αν, όμως, ο λαός εκλέξει ΠτΔ από διαφορετικό κομματικό στρατόπεδο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τότε μπορεί να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές, ώστε να προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κατ’ επέκταση Κυβέρνηση που να ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη μ’ αυτόν. Προς αποφυγή της κομματικής ασυμφωνίας ανάμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τη «συγκατοίκησή» τους για ένα χρονικό διάστημα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, θεσπίστηκε το 2001 οργανικός νόμος, κατά τον οποίο οι εθνικές βουλευτικές εκλογές θα διεξάγονται μετά την προεδρική εκλογή.
δ. Σύστημα της κυβερνώσας Βουλής
Το σύστημα της Κυβερνώσας Βουλής σημαίνει ότι η Βουλή απορροφά την Κυβέρνηση ή, με άλλα λόγια, ότι η εκτελεστική εξουσία είναι πλήρως υποταγμένη στη Βουλή. Η διάκριση των εξουσιών είναι, αν όχι ανύπαρκτη, πάντως χαλαρότατη.
Τέτοια μορφή διακυβέρνησης συναντάται στην Ελβετία, όπου η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, την οποία αποτελούν δύο Βουλές, το Εθνικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Κρατών. Ανώτατο εκτελεστικό όργανο είναι το επταμελές Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Τα μέλη του εκλέ-
Σελ. 18
γονται το καθένα ξεχωριστά από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση για τέσσερα έτη και δεν ανακαλούνται.
11. Μορφές οργάνωσης της διοίκησης
Οι συντεταγμένες εξουσίες είναι η εκτελεστική εξουσία, η νομοθετική εξουσία και η δικαστική εξουσία. Κάθε εξουσία έχει τα δικά της όργανα. Η εκτελεστική εξουσία έχει τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ήτοι την Κυβέρνηση και τη Δημόσια Διοίκηση, η νομοθετική εξουσία έχει τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, ήτοι τη Βουλή, και η δικαστική εξουσία έχει τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, ήτοι τα δικαστήρια.
Όσον αφορά, ειδικότερα, στη Δημόσια Διοίκηση, αυτή αποτελείται από διοικητικά όργανα που ανήκουν είτε στο ΝΠ του κράτους, είτε σε άλλα ΝΠΔΔ και ημι-κρατικούς οργανισμούς, π.χ., οι Δήμοι.
Η δημόσια διοίκηση οργανώνεται με βάση:
1) Συγκεντρωτικό σύστημα
Αφορά αποκλειστικά στα διοικητικά όργανα του ΝΠ του κράτους, τα οποία ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε όλη την εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση αυτή, τα όργανα ονομάζονται κεντρικά, π.χ., τα Υπουργεία.
2) Αποκεντρωτικό σύστημα
Αφορά αποκλειστικά στα διοικητικά όργανα του ΝΠ του κράτους, τα οποία ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε τμήμα της εδαφικής επικράτειας. Στην περίπτωση αυτή τα όργανα ονομάζονται περιφερειακά, π.χ., οι Επαρχίες.
3) Σύστημα αυτοδιοίκησης
Αφορά αποκλειστικά στα διοικητικά όργανα του ΝΠΔΔ, που ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε τμήμα της εδαφικής επικράτειας, π.χ., οι Δήμοι.
12. Συνταγματικό κράτος
Ως συντακτική εξουσία μπορεί να νοηθεί σήμερα μόνο εκείνη η εξουσία που επιχειρεί τη θεμελίωση ενός συνταγματικού κράτους.
Το αρχέτυπο του συνταγματικού κράτους, ως αφηρημένο πρότυπο οργάνωσης της εξουσίας έχει τρία βασικά γνωρίσματα:
Α) μια οριοθετημένη κανονιστικά με προκαθορισμένους, καταστατικούς και πάγιους κανόνες και αντισταθμισμένη θεσμικά εξουσία,
Σελ. 19
Β) μια εξουσία δημοκρατική ή αντιπροσωπευτική, που αντλείται, δηλαδή, από τον λαό (αρχή της λαϊκής κυριαρχίας),
Γ) κεντρική θέση του ατόμου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων,
διαφορετικά δεν υφίσταται συνταγματικό κράτος. Κάθε κράτος που εμφανίζεται να διαθέτει τυπικό Σ δεν μπορεί να θεωρηθεί για αυτόν τον λόγο και μόνο ως συνταγματικό κράτος, αφού ενδέχεται να πρόκειται για κείμενο στερούμενο κανονιστικής δύναμης στην πράξη. Και αντίστροφα, δεν λείπουν κράτη όπου η συγκρότηση και οργάνωση της εξουσίας και η σχέση της με τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες δεν έχει τυποποιηθεί σε ένα γραπτό κείμενο, με χαρακτήρα θεμελιακό για την έννομη τάξη γενικά, αλλά τα κράτη αυτά μπορούν, παρά ταύτα, να χαρακτηρισθούν ως συνταγματικά.
Σελ. 21
Κεφάλαιο 1ο
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
1. Συνοπτική ιστορική αναδρομή μέχρι τη θέσπιση Συντάγματος και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας
1571 – 1878: Οθωμανική κυριαρχία
04.06.1878: Τερματισμός της Οθωμανικής και έναρξη Βρετανικής κυριαρχίας, με την υπογραφή της Συνθήκης της Αμυντικής Συμμαχίας μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
Με τη Συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε ότι, μεταξύ άλλων:
- η Οθωμανική αυτοκρατορία θα μεταβιβάσει την κατοχή (όχι την κυριότητα) της Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Ουσιαστικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι η οθωμανική αυτοκρατορία διατήρησε τη ψιλή κυριότητα επί της Κύπρου, ενώ η Βρετανία απέκτησε την επικαρπία επί της νήσου».
- το Ηνωμένο Βασίλειο, ως αντάλλαγμα, θα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στον σουλτάνο για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής και θα καταβάλλει ετήσιο ενοίκιο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το οποίο, όμως, στην πράξη δεν γινόταν, ένεκα της ασυνέπειας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να καταβάλλει τους τόκους δανείου που συνήψε το 1855 με εγγυητές το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.
Το Παράρτημα της Συνθήκης περιελάμβανε μια ρήτρα επαναφοράς στο status quo ante με τον τερματισμό της ισχύος της Συνθήκης, στην περίπτωση που η Ρωσία επέστρεφε στην Οθωμανική αυτοκρατορία συγκεκριμένες περιοχές (Καρς, Αρνταχάν και Βατούμ).