ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
- Εκδοση: 2η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 320
- ISBN: 978-618-08-0515-4
Το εργατικό ατύχημα αποτελεί μια σύνθετη και πολυδιάστατη θεματική με πληθώρα νομικών, κοινωνικών, αλλά και ηθικών προεκτάσεων. Δεν περιορίζεται σε μια προσωπική δοκιμασία του θιγομένου, αλλά λειτουργεί και ως καθρέφτης του επιπέδου ασφάλειας, της δικαιοσύνης και του αισθήματος ευθύνης που επικρατεί στον χώρο εργασίας. Μέσα από την παρούσα δεύτερη έκδοση του συγγράμματος επιχειρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος με στόχο την παροχή απαντήσεων σε κρίσιμα ερωτήματα. Παρουσιάζονται αναλυτικά το ισχύον εθνικό νομικό πλαίσιο, οι σημαντικότερες αποφάσεις της νομολογίας, καθώς και πρακτικές κατευθύνσεις για την κατανόηση των βασικών αρχών. Ειδικότερα αναλύονται ζητήματα όπως:
- η έννοια του εργατικού ατυχήματος
- ζητήματα ευθύνης και διεκδίκησης αποζημίωσης
- το ναυτεργατικό ατύχημα
- το τροχαίο ή καθ΄οδόν εργατικο ατύχημα
- οι επαγγελματικές ασθένειες
- ατύχημα με στοιχεία αλλοδαπότητας
Το έργο απευθύνεται σε νομικούς, δικαστικούς και επιστήμονες που ασχολούνται με το Εργατικό Δίκαιο, εργοδότες, εργαζόμενους, ερευνητές, φοιτητές, καθώς και σε όποιον επιθυμεί να γνωρίζει τα δικαιώματά του σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος. Αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο για την κατανόηση και τη βελτίωση της ασφάλειας στους χώρους εργασίας.
Προλογικό σημείωμα 2ης έκδοσης
ΙΙ. Η θέσπιση του Νόµου 551/1915 6
III. Συγκριτικό Δίκαιο- Διεθνές Εργατικό Δίκαιο - Κοινοτικό Δίκαιο 9
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 14
Ι. Ο Επαγγελµατικός Εργοδοτικός Κίνδυνος 14
IV. Ατύχηµα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής
(Γενικές Προϋποθέσεις) 39
V. Το τροχαίο ή «καθ’ οδόν» εργατικό ατύχηµα 48
VI. Το ναυτεργατικό ατύχηµα 58
VΙI. Ατύχηµα κατά την απεργία ή κατά την άσκηση συνδικαλιστικής δραστηριότητας 64
VΙIΙ. Οι Επαγγελµατικές Ασθένειες 68
Ι. Το πεδίο ισχύος του Ν 551/1915 74
ΙΙΙ. Ανήλικοι και µαθητευόµενοι εργαζόµενοι 88
ΙV. Υποχρέωση προς αποζηµίωση 91
V. Δικαιούχοι της αποζηµιώσεως 104
VI. Αποκλεισµός εφαρµογής του Ν 551/1915 λόγω ασφαλίσεως
του εργοδότη στο ΙΚΑ (ήδη e-ΕΦΚΑ) 108
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 122
Ι. Ένταση τραυµατισµού και έκταση αποζηµιώσεως 122
ΙΙΙ. Iατρικά νοσήλια - Μισθοί ασθενείας Ναυτικών 140
IV. Αποκλεισµός της αποζηµιώσεως 144
V. Περιορισµός της αποζηµιώσεως 146
VI. Οι επιπτώσεις του εργατικού ατυχήµατος στην εργασιακή σχέση 151
Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ 154
1ο ΜΕΡΟΣ: H AΓΩΓΗ ΤΟΥ Ν 551/1915 154
Ι. Στοιχεία ορισµένου αγωγής Ν 551/1915 - Ενστάσεις του εναγόµενου 154
ΙΙ. Σώρευση κονδυλίου ηθικής βλάβης άρθρου 932 ΑΚ µε Ν 551/1915 158
ΙΙI. Σώρευση κονδυλίου άρθρου 931 ΑΚ µε αγωγή Ν 551/1915 182
2ο ΜΕΡΟΣ: Η ΑΓΩΓΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ 186
Ι. Αξίωση πλήρους αποζηµιώσεως του µισθωτού έναντι του εργοδότη 186
ΙΙ. Στοιχεία αγωγής εις βάρος του εργοδότη µε το κοινό
αστικό δίκαιο - Άµυνα εναγοµένου 197
ΙΙI. Σώρευση αγωγών - Προσεπίκληση Ασφαλιστικής Εταιρίας 204
3ο ΜΕΡΟΣ: ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΥΠΑΙΤΙΟΥ 208
Ι. Αξιώσεις εις βάρος τρίτου προσώπου 208
ΙI. Έκταση πλήρους αποζηµιώσεως έναντι τρίτου υπαιτίου –
Στοιχεία δικογράφου αγωγής 213
ΙII. Συρροή αξιώσεων εις βάρος εργοδότη και τρίτου 222
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ - ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 224
Ι. Η υποχρέωση αναγγελίας του ατυχήµατος από τον εργοδότη 224
III. Σχέση αστικής και ποινικής δίκης 236
ΙV. Εγκυρότητα συµβιβασµού 238
V. Προστασία – Ανεκχώρητο της αξιώσεως 246
VΙ. Δικαστικό ένσηµο και ατέλειες 250
VΙΙ. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρµόδιο δικαστήριο 253
VIΙI. Προνοµιακή εξασφάλιση των απαιτήσεων από εργατικό ατύχηµα 255
ΑΤΥΧΗΜΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ 262
Ι. Εφαρµοστέο δίκαιο – Διεθνής δικαιοδοσία 262
ΙΙ. Ο όρος αµοιβαιότητας του Ν 551/1915 276
Διαγράμματα περιπτωσιολογίας αξιώσεων επί εργατικού ατυχήματος 293
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα εργατικό ατύχηµα µπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον ανώµαλη εξέλιξη στα πλαίσια µιας εργασιακής σχέσεως, καθώς δεν οφείλεται σε λόγους που σχετίζονται µε την επιθυµία των συµβαλλοµένων µερών, κοινή ή έστω µονοµερή, ή ακόµα και σε οικονοµοτεχνικά αίτια, αλλά σε αίτια ανεξάρτητα από τη βούλησή τους και συχνά εντελώς απρόβλεπτα. Επιπλέον, στις χώρες µε ανεπτυγµένο οικονοµικό επίπεδο και δίκτυο κοινωνικής προστασίας, το κόστος της ασφαλίσεως καθίσταται υπέρογκο. Μόνο για τη χώρα µας το ποσό που καλούνται να πληρώσουν τα ασφαλιστικά ταµεία από εργατικά ατυχήµατα και επαγγελµατικές ασθένειες υπερβαίνει το 1 δις Ευρώ. Σύµφωνα µε µελέτες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA) το συνολικό ετήσιο κόστος προς κάλυψη των εργατικών ατυχηµάτων και των επαγγελµατικών νόσων στην Ευρώπη, ανέρχεται στο 3,3% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Ακόµα όµως και στις πιο προηγµένες κοινωνικά χώρες οι ασφαλιστικές παροχές, που χορηγούνται για την αιτία αυτή κατά κανόνα υπολείπονται των πραγµατικών αναγκών του παθόντος και της οικογενείας του. Εξάλλου και το ψυχολογικό κόστος από την οριστική ή πολύχρονη αποξένωση του εργαζοµένου από τη συµµετοχή του στην παραγωγική διαδικασία είναι µεγάλο. Παρά τα όλο και αυστηρότερα µέτρα προστασίας που λαµβάνονται υπολογίζεται ότι στην Ευρώπη το 2021 πάνω από τρεις χιλιάδες άτοµα έχασαν τη ζωή τους, σε ατυχήµατα που σχετίζονται άµεσα ή έµµεσα µε την εργασία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ίδιο έτος υπολογίζεται ότι συνέβησαν περίπου 3.000.000 εργατικά ατυχήµατα ενώ εκτιμάται ότι το ποσοστό μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις αναγγελίας κυμαίνεται από 10-100% ανάλογα με το κράτος-μέλος. Κάθε 11΄΄ ένας εργαζόµενος εµπλέκεται σε εργατικό ατύχηµα, ενώ ένας πεθαίνει κάθε
Σελ. 2
τρεις ώρες απ΄ αυτήν την αιτία. Επίσης χάνονται κατά προσέγγιση 550 χιλιάδες ηµέρες εργασίας κάθε χρόνο από προβλήµατα υγείας στην εργασία και ατυχηµάτων. Πίσω από τους απρόσωπους αυτούς αριθµούς υπάρχει βέβαια και ο ανθρώπινος πόνος και ενίοτε σοβαρά οικογενειακά δράµατα.
Στα θετικά πάντως σηµεία θα πρέπει να συγκαταλέγεται η παγκόσµια τάση µείωσης των εργατικών ατυχηµάτων µετά το 2001, καθώς και η σαφής µείωση των θανατηφόρων εργατικών ατυχηµάτων, που είχαν φτάσει στο απόγειό τους στη δεκαετία του 1960, µε τη µεγάλη αύξηση της βιοµηχανικής παράγωγης. Αλλά και η ύπαρξη ειδικής αναφοράς στη Συνθήκη της Λισαβόνας, ως προαπαιτούµενου της κοινωνικής πολιτικής, στη «βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος, ώστε να προστατεύεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζοµένων.
Στην Ελλάδα, η Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίαςκατέγραψε µόνο για το 2023, συνολικά 14.920 ατυχήµατα, εκ των οποίων 47 θανατηφόρα, µε συνεχόµενη αυξητική τάση σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2022, που καταγράφηκαν συνολικά 14.388 εργατικά ατυχήματα και για το 2021 που ο αντίστοιχος αριθμός ανήλθε στα 11.957. Σημειωτέον ότι τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα σημειώθηκαν στον κλάδο του Χονδρικού και Λιανικού Εμπορίου, Επισκευής Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Μοτοσυκλετών, ενώ ειδικότερα, τα περισσότερα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, στον κλάδο των Κατασκευών. Πάντως στα ατυχήµατα αυτά θα πρέπει να σηµειωθεί ότι δεν περιλαµβάνονται τα ατυχήµατα των ναυτικών, που αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ατυχηµάτων.
Σύµφωνα µε την πιο πρόσφατη σχετική µελέτη του ΙΚΑ (εντασσόμενου πλέον στον ενιαίο φορέα κοινωνικής ασφάλισης e-ΕΦΚΑ), το 2020 αναγγέλθηκαν 4.378 εργατικά ατυχήματα, εκ των οποίων 44 ήταν θανατηφόρα. Το 70,7% των θυμάτων αφορούσε σε άνδρες εργαζόμενους και το 91,2% σε εργαζομένους ελληνικής υπηκοότητας. Συνολικά υπολογίζεται ότι για το 2020 το ποσοστό των ασφαλισµένων που υπέστη εργατικό ατύχηµα ανέρχεται σε 2/1000, αν και µάλλον τα στοιχεία αυτά είναι υποτιµηµένα, αφού ένα µέρος των εργα-
Σελ. 3
τικών ατυχηµάτων δεν δηλώνεται, αλλά και λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος από ορισµένα Υποκατάστηµα να αποστείλουν στατιστικά στοιχεία. Το µεγαλύτερο ποσοστό των ατυχηµάτων εντοπίζεται στον τοµέα του Λιανικού και Χονδρικού Εμπορίου (29,7%), ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των παθόντων αφορά σε ανειδίκευτους εργάτες (33,6%). Η µεγαλύτερη αναλογικά συχνότητα ατυχηµάτων εντοπίζεται στις µικρές επιχειρήσεις, που απασχολούν έως 49 άτοµα..
Επιπροσθέτως, αναφορικά με τα ναυτεργατικά ατυχήµατα, σύµφωνα µε στοιχεία της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας, οι θάνατοι (Ελλήνων και ξένων) ναυτικών σε υπό ελληνική σηµαία πλοία ανήλθαν το έτος 2024 σε 6 και οι τραυµατισµοί σε 90, το 2023 σε 18 και 148 αντιστοίχως και το 2022 σε 9 και 111 αντιστοίχως. Ως γνωστόν όµως µεγάλος αριθµός ελληνόκτητου ή ελληνικών συµφερόντων εµπορικού στόλου βρίσκεται υπό ξένη σηµαία (Παναµά, Λιβερία, Μάλτα κ.λπ.).
Όπως θα αναλυθεί αναλυτικότερα στα επόµενα κεφάλαια, το εργατικό ατύχηµα µπορεί να είναι απότοκο τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας, σφάλµατος του ιδίου του εργαζοµένου, αµελούς ενέργειας ή παραλείψεως του εργοδότη ή προστηθέντος του, αλλά και τρίτου, άσχετου, προσώπου. Συχνά οφείλεται σε συνδυασµό ορισµένων από τις ανωτέρω αιτίες. Σπανιότερα µπορεί να οφείλεται σε δόλια ενέργεια του εργοδότη ή τρίτου, αλλά και σε εσκεµµένο αυτοτραυµατισµό του ίδιου του µισθωτού. Οπως είναι φυσικό, oι διαφοροποιήσεις αυτές επηρεάζουν το είδος και την έκταση της αποζηµιώσεως του παθόντος εργαζόµενου.
Σελ. 4
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. Προϊσχύσαν Δίκαιο
Το εργατικό δίκαιο από τα πρώτα κιόλας βήµατα της καθιερώσεώς του ως ειδικού κλάδου, έθεσε εξ αρχής ως αντικείµενό του τη ρύθµιση των κανόνων της συµβάσεως εξηρτηµένης εργασίας, ούτως ώστε αυτό να αποµακρυνθεί από τη γενική αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων (αρθ. 361 ΑΚ), καθώς από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι όσοι εργάζονται µε σύµβαση εξηρτηµένης εργασίας αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία εργαζοµένων, η οποία εµφανίζει µεγαλύτερη ανάγκη προστασίας από τους λοιπούς απασχολούµενους υπό άλλες νοµικές µορφές, όπως µε σύµβαση έργου, σύµβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών κ.λπ..
Από την προστασία της εργατικής νοµοθεσίας δεν θα µπορούσε να εξαιρεθεί η περίπτωση ενός ατυχήµατος κατά την εκτέλεση της εργασίας. Ειδική µέριµνα θα έπρεπε να ληφθεί, τόσο για την αποτροπή του εργατικού ατυχήµατος, µε τη θέσπιση µέτρων πρόνοιας από πλευράς εργοδότη, όσο και για την ενίσχυση των θυµάτων τέτοιου είδους ατυχηµάτων και των οικογενειών τους, µε τη θέσπιση ειδικών κανόνων δηµοσίας τάξεως. Τούτο δε διότι, ακόµα και µε την σχολαστικότερη εφαρµογή των κανόνων ασφαλείας, δεν πρόκειται ποτέ να εκλείψει η πιθανότητα του ανθρωπίνου λάθους ή ακόµα και του τυχαίου ή εντελώς απρόβλεπτου γεγονότος, ενώ το θύµα του εργατικού ατυχήµατος, έχοντας στερηθεί, πρόσκαιρα ή διαρκώς, την ικανότητά του προς παροχή εργασίας, είναι εντελώς αδύναµο να διαπραγµατευτεί οποιαδήποτε αξιοπρεπή συµφωνία µε το λήπτη της εργασίας (εργοδότη).
Αλλά και αργότερα, µετά τη θέσπιση ειδικής προστατευτικής εργατικής νοµοθεσίας περί εργατικών ατυχηµάτων, έγινε αντιληπτό ότι ο παθών από εργατικό ατύχηµα και η οικογένειά του, δεν µπορεί να εξαρτάται από την τυχόν οικονοµική φερεγγυότητα του παλαιού εργοδότη. Αυτό είχε ως συνέπεια να ενταχθεί µεγάλο τµήµα του δικαίου των εργατικών ατυχηµάτων στο δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς ωστόσο να χάσει ποτέ την αυτοτέλειά του ως ειδικότερος κλάδος του εργατικού δικαίου. Παρά την επέκταση της κοινωνικής ασφαλίσεως στο σύνολο σχεδόν των εργαζοµένων, σηµαντικός αριθµός αγωγών µε αξιώσεις από εργατικά ατυχήµατα εισάγεται και σήµερα προς εκδίκαση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
Κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωµαϊκό δίκαιο αυτός που είχε υποστεί στα πλαίσια της εργασίας του επαγγελµατικό (δηλαδή όχι µόνο εργατικό) ατύχηµα, θα έπρεπε, για να ευο-
Σελ. 5
δωθεί η αγωγή του, να αποδείξει ότι ο εναγόµενος διέπραξε πταίσµα («Ακουίλιον» ή εξωσυµβατικό πταίσµα) ή ότι ενήργησε εκ δόλου, σύµφωνα µε τις κοινές περί υπαιτιότητας διατάξεις. Η προσφυγή στο κοινό δίκαιο εµπεριείχε προφανώς µεγάλο ρίσκο. Ο εργαζόµενος κινδύνευε να βρεθεί στον «παράδεισο ή στην κόλαση», ανάλογα µε την επιτυχή ή µη έκβαση της δίκης του. Οι ευρωπαϊκές στατιστικές της εποχής όµως απεδείκνυαν ότι τα εργατικά ατυχήµατα µόνο σε ποσοστό 30% µπορούσαν να καταλογισθούν στον εργοδότη ή στους προστηθέντες του. Mε δεδοµένο µάλιστα ότι ο εργοδότης πολύ δύσκολα θα αποδεχόταν τη συνδροµή υπαιτιότητάς του στην επέλευση του ατυχήµατος, ώστε να αποδεχθεί εξαρχής την εξώδικη καταβολή της αποζηµιώσεως, η επιλογή της δικαστικής οδού για τη διεκδίκηση αποζηµιώσεως, συνεπήγετο αυτοµάτως τη ρήξη των σχέσεων των δύο µερών και τον προφανή κίνδυνο της απώλειας της θέσεως εργασίας για τον εργαζόµενο.
Αλλά και στο δικονοµικό πεδίο η θέση του εργαζόµενου ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής, αφού δύσκολα θα κατόρθωνε να αποδείξει την υποκειµενική πταισµατική ευθύνη του εργοδότη. Αν το ατύχηµα οφειλόταν σε δικό του πταίσµα (ακόµη και χάριν υπερβολικού του ζήλου ή αυτοθυσίας του προς προστασία της επιχειρήσεως) ή έστω σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, δεν εδικαιούτο αποζηµιώσεως. Η προσπάθεια της θεωρίας να µετριάσει τη δυσµενή θέση του εργαζοµένου, µε τη µετάθεση του βάρους αποδείξεως από τον τελευταίο στον εργοδότη, εκτός του ότι ήταν ανεπαρκής, εµπεριείχε προφανώς και νοµικούς ακροβατισµούς.
Η πρώτη εµφάνιση στη νεότερη Ελλάδα νοµοθετικής πρόνοιας για τα θύµατα εργατικών ατυχηµάτων, απαλλαγµένης από το στοιχείο της υπαιτιότητας, ανάγεται στον Εµπορικό Νόµο (ΒΔ της 19.4.1835), το οποίο στα άρθρα 262, 263 και 400 εδαφ. 6 αναγνώρισε στο παθόντα ναυτικό δικαίωµα αποζηµιώσεως, ανεξαρτήτως πταίσµατός του. Τα άρθρα αυτά, όπως άλλωστε ολόκληρο το Βιβλίο Δεύτερο «περί θαλασσίας εµπορίας», ήτοι τα άρθρα 226-524 ΕµπΝ, καταργήθηκαν µε το άρθρο 294 του ΚΙΝΔ, που κυρώθηκε µε το Ν 3816/1958 (ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 01.05.2023 από τον Ν. 5020/2023).
Σελ. 6
Ακολούθησαν δυο ειδικές ρυθµίσεις στους νόµους ΧΛΘ΄ της 20.6.1861 και X της 20.8.1861, περί «Ναυτικού Αποµαχικού Ταµείου» και «Ταµείου Μεταλλευτών» αντιστοίχως, όπου οι εργαζόµενοι των ειδικών αυτών κατηγοριών, προκειµένου να τύχουν αποζηµιώσεως από εργατικό ατύχηµα, αρκούσε (πέραν της βλάβης) να αποδείξουν ότι το ατύχηµα επισυνέβη κατά το χρόνο της εργασίας τους, χωρίς να υποχρεούνται να επικαλεστούν και να αποδείξουν πταίσµα του εργοδότη τους. Επίσης δεν ασκούσε επιρροή τυχόν ίδιον πταίσµα του παθόντος κατά την πρόκληση του ατυχήµατος, εκτός βέβαια από την περίπτωση που ο εργαζόµενος προκάλεσε σκοπίµως το ατύχηµα. Για πρώτη φορά δηλαδή η αξίωση του εργαζόµενου από ατύχηµα κατά το χρόνο της εργασίας του αποµακρύνθηκε από τη γενική αρχή ότι «ο εξ οικείου αµαρτήµατος ου δοκεί ζηµιούσθαι». Αποµίµηση των δύο ανωτέρω (ασφαλιστικού χαρακτήρα) διατάξεων υπήρξε και ο Νόµος ΓΣΚ 3220/19.7.1907 «περί Ταµείου συντάξεων του προσωπικού της εταιρίας των ΣΠΑΠ. Προστασία από εργατικό ατύχηµα προβλέφθηκε και µε το ΒΔ της 31.5.1882, ειδικά όµως µόνο για τους εργαζόµενους στα µεταλλεία Λαυρίου και Σερίφου.
ΙΙ. Η θέσπιση του Νόµου 551/1915
Τις ανωτέρω ειδικού χαρακτήρα διατάξεις ακολούθησε ο Ν 551/1915 «περί της ευθύνης προς αποζηµίωσιν των εξ ατυχήµατος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων». Η θέσπιση του Νόµου αυτού προκάλεσε τοµή στο χώρο της εργατικής νοµοθεσίας, τόσο λόγω της γενικότητας των ρυθµίσεών του, που κάλυψαν το σύνολο σχεδόν των εργαζοµένων, όσο και λόγω της αναλυτικής κατά περίπτωση αποζηµιώσεως που προέβλεψε, ανάλογα µε την έκταση του τραυµατισµού του εργαζόµενου και της επελθούσης ανικανότητάς του προς εργασία. Αποτελεί σε µεγάλο βαθµό αντιγραφή του αντίστοιχου Γαλλικού της 9.4.1898 «περί εργατικών ατυχηµάτων», στην προσπάθεια εκσυγχρονισµού της ελληνικής νοµοθεσίας, “ίνα µη η Ελλάς φαίνεται καθυστερούσα εν τη προόδω του πολιτισµού”, κατά το χαρακτηριστικό απόσπασµα της αγόρευσης του τότε Υπουργού Εθνικής Οικονοµίας Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, στα πλαίσια των µέτρων προστασίας (και προσεταιρισµού) της µικρής ακόµα, αλλά διαρκώς αυξανόµενης αριθµητικά, ελληνικής εργατικής τάξης, που ελήφθησαν κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας υπό την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Ν 551/1915 απετέλεσε αναµφισβήτητα σηµαντικό κοινωνικό επίτευγµα για την εποχή του. Αποδέσµευσε (έστω και όχι ολοκληρωτικά) την παροχή αποζηµιώσεως προς τον ερ-
Σελ. 7
γαζόµενο από ενδεχόµενο πταίσµα του, εξασφαλίζοντάς του ένα minimum αποζηµιώσεως, ιδιαίτερα σηµαντικό αν αναλογισθεί κάνεις τα οικονοµικά δεδοµένα της εποχής, χωρίς µάλιστα, για την καταβολή της αποζηµιώσεως, να βαρύνεται ο παθών µε το βάρος της απόδειξης ότι υπέστη συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία. Καθιερώθηκε έτσι µία ειδική ευθύνη προς αποζηµίωση χωρίς αδικοπραξία.
Ο Νόµος 551/1915 δεν κατήργησε τη δυνατότητα του µισθωτού να στραφεί κατά του εργοδότη του µε τις κοινές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ώστε να ζητήσει πλήρη αποζηµίωση, καθιέρωσε όµως ιδιαίτερες προς τούτο προϋποθέσεις (άρθρο 16). Ωστόσο εκρίθη ότι θα ήταν ιδιαιτέρως επαχθές για τον εργοδότη να επιβαρυνθεί αυτός µε πλήρη αποζηµίωση, χωρίς να συντρέχει δική του υπαιτιότητα, θέση που εξακολουθεί να ανταποκρίνεται σε µεγάλο βαθµό και στις σηµερινές κοινωνικοοικονοµικές αντιλήψεις.
Ο Νόµος αυτός, που εξακολουθεί να ισχύει και µετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, έµελε να είναι ένας από τους µακροβιότερους στον ελληνικό δικαϊκό χώρο και πάρα το ότι, λόγω της επεκτάσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει µειωθεί σηµαντικά το εύρος ισχύος του, εξακολουθεί και σήµερα να εφαρµόζεται σε µεγάλο αριθµό εργαζοµένων, όπως στους ναυτικούς (αθρ. 186 ΚΙΝΔ), ενώ µέχρι τη θέσπιση του Ν 3655/2008 και τη συγχώνευση διαφόρων ασφαλιστικών ταµείων στο ΙΚΑ (αρθ. 1) εφαρµοζόταν και στους εργαζοµένους του ΟΤΕ και του ΟΣΕ. Εφαρµόζεται και στους ασφαλισµένους του ΤΣΑ, εφόσον οι τελευ-
Σελ. 8
ταίοι δεν είναι ασφαλισµένοι στο ΙΚΑ, ειδικά για την περίπτωση εργατικού ατυχήµατος. Δεν ισχύει πάντως για τη µεγάλη κατηγορία των µισθωτών, που ασφαλίζονται στο ΙΚΑ, όπως επίσης δεν εφαρµοζόταν και πριν τον Ν 3655/2008 στους εργαζοµένους του ΗΣΑΠ, ενώ αµφισβητούµενη παραμένει η εφαρµογή του στη ΔΕΗ. Περιέχει µονοµερώς αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, δηλαδή διατάξεις, οι οποίες µπορούν µεν να τροποποιηθούν κατόπιν κοινής συµφωνίας των συµβαλλοµένων, υπό την προϋπόθεση όµως ότι η συµφωνία περιέχει µεγαλύτερη προστασία προς το θύµα του ατυχήµατος, δηλαδή τον εργαζόµενο. Αυτό εξάλλου ορίζεται και στο άρθρο 14 του Νόµου. Επίσης ο ορισµός του περί της εννοίας του εργατικού ατυχήµατος εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση για τη θεµελίωση αγωγής από εργατικό ατύχηµα, ακόµη και αν οι αξιώσεις του ενάγοντος – παθόντος εδράζονται στις κοινές διατάξεις του ΑΚ (π.χ. 932 AK για ηθική βλάβη), ενώ παρόµοιο ορισµό υιοθέτησε αργότερα για τα εργατικά ατυχήµατα και η ασφαλιστική νοµοθεσία, αναφορικά µε την ασφαλιστική κάλυψη του παθόντος εργαζόµενου έναντι του ΙΚΑ.
Ο Νόµος 551/1915, κωδικοποιήθηκε µε το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 «περί κωδικοποιήσεως των νόµων περί ευθύνης προς αποζηµίωσιν των εξ ατυχήµατος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» και τροποποιήθηκε εν συνεχεία επανειληµµένως µε τα ΝΔ της 20/24.1.1923, της 25.7/15.8.1923, (ΝΔ) 408/1941, καθώς και τους Νόµους 4705/1930, 5241/1931, 6234/1934 και 1244/1944, χωρίς ωστόσο να µεταβληθεί ο βασικός του χαρακτήρας, ενώ επίσης το ύψος της παρεχοµένης στο θύµα αποζηµιώσεως αναπροσαρµόσθηκε σταδιακά δυνάµει Υπουργικών Αποφάσεων, χωρίς όµως δυστυχώς να ακολουθήσει την άνοδο του κόστους διαβίωσης. Περιέχει 19 άρθρα, κεφαλαιοποιηµένα σε πέντε
Σελ. 9
επί µέρους κεφάλαια, υπό τους εξής τίτλους: Ι Γενικαί προϋποθέσεις αποζηµιώσεως, ΙΙ Έκτασις αποζηµιώσεως, υπολογισµός δικαιούµενα πρόσωπα, ΙΙΙ ασφαλιστικά µέσα, IV Βεβαίωσις ατυχήµατος και V Γενικαί διατάξεις.
Σύµφωνα µε τον ορισµό, που δίνει το άρθρο 1 του Νόµου «ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος, επερχόµενο εις τον εργάτη ή υπάλληλο των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόµου δικαιούµενα πρόσωπα, δικαίωµα αποζηµιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν εις τον παθόντα εκ του ατυχήµατος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ηµερών, εξαιρουµένης µόνης της περιπτώσεως καθ’ ην ο παθών προέκαλεσε το επελθόν ατύχηµα». Οι προϋποθέσεις εποµένως εφαρµογής του Νόµου είναι: 1) «βίαιο συµβάν», εκ του οποίου να προήλθε το ατύχηµα, 2) κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, 3) µη σκόπιµη πρόκλησή του από τον εργαζόµενο και 4) προκληθείσα ανικανότητα προς εργασία άνω των τεσσάρων ηµερών. Με εξαίρεση ίσως την τελευταία υπ’ αρ. 4 προϋπόθεση, οι λοιπές τρεις χρήζουν αναλύσεως, εφόσον ο Νοµοθέτης δεν θέλησε να τις εξειδικεύσει και να επιβάλει ανελαστικούς κανόνες, αλλά άφησε το έργο αυτό στα Δικαστήρια.
III. Συγκριτικό Δίκαιο- Διεθνές Εργατικό Δίκαιο - Κοινοτικό Δίκαιο
Παρά τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των διατάξεων του Ν 551/1915, η χώρα µας υπήρξε µάλλον ουραγός, από χρονολογικής τουλάχιστον απόψεως, στη θέσπιση προστατευτικής για τα εργατικά ατυχήµατα νοµοθεσίας. Είχαν προηγηθεί αντίστοιχες νοµοθετικές ρυθµίσεις, άλλοτε κάτω από την αυξανόµενη επιρροή των εργατικών συνδικάτων και άλλοτε υπό το φόβο για την εξάπλωση κοινωνικών συγκρούσεων, στη Γερµανία το 1884, στην Αυστρία το 1887, στη Φιλανδία το 1895, στη Μεγάλη Βρετανία το 1897, σε Ιταλία, Γαλλία, Δανία το 1898, για να ακολουθήσουν η Ισπανία το 1900, η Ολλανδία (Κάτω Χώρες) και η Σουηδία το 1901, το Λουξεµβούργο το 1902, το Βέλγιο το 1903 και η Πορτογαλία το 1913. Έως τότε η µέριµνα για τους αναπήρους και τους αναξιοπαθούντες από ατυχήµατα εναπόκειτο στην ιδιωτική φιλανθρωπία και ελεηµοσύνη, στα πλαίσια κυρίως των δραστηριοτήτων της Εκκλησίας ή διαφόρων εκκλησιαστικών οργανώσεων. Η πολιτική
Σελ. 10
και ηθική νοµιµοποίηση της εισαγωγής ενός, πρωτοποριακού για τα δεδοµένα της εποχής, συστήµατος βασίσθηκε στην αναγκαιότητα ανταπόδοσης της συµβολής των εργαζοµένων στην κοινωνική και οικονοµική ανάπτυξη της χώρας, µε την παραγωγή εισοδήµατος και συνακόλουθα την καταβολή φόρων.
Μετά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο εγκαθιδρύθηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, βασισµένο στις αρχές του αµερικανικού «New Deal» του Θ. Ρούσβελτ, ένα σύστηµα µέτρων κοινωνικής προστασίας και ανακούφισης στις πιο ασθενείς κοινωνικά οµάδες, µεταξύ των οποίων ήταν (µαζί µε τους άνεργους, τους ηλικιωµένους, τις γυναίκες που βρίσκονταν σε εγκυµοσύνη ή λοχεία) και οι παθόντες από εργατικά ατυχήµατα ή οι πάσχοντες από επαγγελµατική ασθένεια. Η αρχική σύλληψη και εφαρµογή του καλούµενου και «ατλαντικού» αυτού µοντέλου έγινε το 1942 στη Μεγ. Βρετανία και πιστώνεται στον Λόρδο Beveridge, για να υιοθετηθεί στη συνέχεια µε διάφορες παραλλαγές από την Ιρλανδία, τη Δανία, την Ολλανδία και τέλος και την Ελλάδα, λόγω των πολιτικών και ιστορικών της δεσµών –ιδίως την εποχή εκείνη - µε τη Μεγάλη Βρετανία. Σ΄ αυτές τις χώρες δεν υπάρχει κάποιος ειδικός ασφαλιστικός Οργανισµός για την κάλυψη των εργατικών ατυχηµάτων, αλλά η κάλυψη αυτή αποτελεί τµήµα της υποχρεωτικής γενικής κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (της Κεντρικής κυρίως Ευρώπης) έχουν ιδρυθεί ειδικοί ασφαλιστικοί οργανισµοί για την ασφάλιση των εργατικών ατυχηµάτων και του εργοδοτικού επαγγελµατικού κινδύνου, όπως το ΙΝΑΙL στην Ιταλία, η AUVA στην Αυστρία και η AAA στο Λουξεµβούργο. Στη Γερµανία υπάρχει πλειάδα ασφαλιστικών οργανισµών, από τις Ενώσεις των Βιοµηχάνων ανά κλάδο επιχειρήσεων, το οµόσπονδο Ινστιτούτο Εργασίας, τα Oµόσπονδα «Κρατίδια» (Βundesländern), τους δήµους και τις δηµοτικές επιχειρήσεις και κοινοπραξίες. Επίσης σε έναν αριθµό κρατών, όπως στο Βέλγιο, τη Δανία, την Ολλανδία, τη Φιλανδία και την Πορτογαλία δραστηριοποιούνται ενεργά στο χώρο του εργατικού ατυχήµατος και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες (ή και απλοί ιδιώτες, όπως στην Πορτογαλία). Στις χώρες αυτές συνήθως υπάρχει ένα Κεφάλαιο κάλυψης για τα εργατικά ατυχήµατα, στο οποίο συµµετέχει υποχρεωτικά ο εργοδότης και το οποίο (κεφάλαιο) λειτουργεί ως εγγύηση και υποκατάσταση, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του τελευταίου.
Ευρύτερη και µε διαφορετική διάρθρωση από το Ν 551/1915 είναι η αποκατάσταση της ζηµίας των µισθωτών από εργατικό ατύχηµα, που προέβλεψε η 17η Διεθνής Σύµβαση Ερ-
Σελ. 11
γασίας (1925), που έχει κυρωθεί ήδη στη χώρα µας µε το Ν 2078/1952. Η σύµβαση αυτή έχει κυρωθεί συνολικά από 74 κράτη – µέλη της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ). Το πεδίο εφαρµογής της επεκτείνεται σε όλα τα είδη των επιχειρήσεων, µε εξαίρεση τους γεωργούς και τους ναυτεργάτες. Εξαιρούνται επίσης οι µισθωτοί που υπάγονται σε εξίσου ευνοϊκό ή ευνοϊκότερο σύστηµα αποζηµιώσεως απ’ αυτό της συµβάσεως (αρθ. 3 της ΔΣΕ). Τα εθνικά κράτη µπορούν να προβλέψουν εξαιρέσεις: α) για τα πρόσωπα, τα οποία εκτελούν εργασίες «παρεµπιπτούσης φύσεως», ξένες προς την επιχείρηση του εργοδότη, β) για τους κατ’ οίκον εργαζοµένους, γ) για τα µέλη της οικογενείας του εργοδότη, δ) για τους µη χειρώνακτες εργαζοµένους, των οποίων η αµοιβή «υπερβαίνει το υπό της εθνικής νοµοθεσίας, καθοριζόµενον όριον». Επίσης θέτει ως κανόνα, στη διαρκή ανικανότητα προς εργασία και στην περίπτωση του θανάτου του εργαζοµένου, την παροχή αποζηµιώσεων µε τη µορφή συντάξεως. Η 17η Διεθνής Σύµβαση Εργασίας, αν και έχει κυρωθεί ήδη από το 1952, δεν έχει ακόµα ενεργοποιηθεί µε τα κατάλληλα νοµοθετικά µέτρα, αφού δεν επακολούθησε η έκδοση του προβλεπόµενου εκτελεστικού βασιλικού (ήδη προεδρικού) διατάγµατος.
Το ζήτηµα της πρόληψης των εργατικών ατυχηµάτων απασχόλησε και τη ΔΟΕ µε την ειδική σύσταση 31/1929, η οποία υποδείκνυε τη λήψη σειράς µέτρων σχετικά µε τη βελτίωση της ασφάλειας, καθώς και την έρευνα για τα αίτια και τις συνθήκες των εργατικών ατυχηµάτων, την εξέλιξη του θεσµού της επιθεωρήσεως της εργασίας, τη συνεργασία εργαζοµένων και εργοδοτών, τη συλλογή και αντιπαραβολή στατιστικών στοιχείων για τα ατυχήµατα κ.λπ.. Τον Οκτώβριο του 1962 η ΔΟΕ υιοθέτησε ένα σύστηµα πολλαπλής ταξινόµησης των βιοµηχανικών ατυχηµάτων, σε αντικατάσταση του παλαιότερου του έτους 1923 (κατά το οποίο τα ατυχήµατα ταξινοµούντο µόνο µε βάση την αιτία προκλήσεως). Σύµφωνα µε το νεότερο σύστηµα, τα ατυχήµατα ταξινοµούνται στη βάση τεσσάρων διαφορετικών αιτίων και ειδικότερα: α) στο είδος του ατυχήµατος, β) στο είδος της επιχειρήσεως, όπου συνέβη το ατύχηµα, γ) στη φύση του τραύµατος, δ) και στο µέρος του σώµατος που επλήγη.
Μετά από µια σειρά σοβαρών εργατικών ατυχηµάτων, που συνέβησαν σε Μεγάλη Βρετανία (1974), Ιταλία (1976), Μεξικό (1984), Ινδία (1984) και ΗΠΑ (1989), αναπτύχθηκε έντονο διεθνές ενδιαφέρον για τον κίνδυνο εργατικών ατυχηµάτων, ιδίως σε µεγάλες ή υψηλού κινδύνου βιοµηχανικές εγκαταστάσεις, που οδήγησε αρχικά στην υιοθέτηση το 1990 από τη Διάσκεψη Εµπειρογνωµόνων της ΔΟΕ ενός Κώδικα Πρακτικής για την Πρόληψη των Σοβαρών Εργατικών Ατυχηµάτων και εν συνεχεία την υιοθέτηση από τη Συνδιάσκεψη του Οργανισµού της Διεθνούς Συµβάσεως 174/1993 µε το ίδιο αντικείµενο (την πρόληψη
Σελ. 12
των σοβαρών εργατικών ατυχηµάτων). Σύµφωνα µε την εν λόγω σύµβαση, κάθε συµβαλλόµενο κράτος θα εφαρµόζει και θα αναθεωρεί περιοδικά µια εθνική πολιτική για την προστασία των εργαζοµένων, των πολιτών και του περιβάλλοντος από τον κίνδυνο σοβαρών εργατικών ατυχηµάτων, ύστερα από συνεννόηση µε τις εργοδοτικές και επαγγελµατικές οργανώσεις και µε τη χρήση προληπτικών µέτρων στις εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου καθώς και µε την προώθηση της σύγχρονης τεχνολογίας ασφάλειας. Η σύµβαση 174/1993 δεν εφαρµόζεται πάντως σε πυρηνικές εγκαταστάσεις και εργοστάσια επεξεργασίας ραδιενεργών ουσιών, µε εξαίρεση ορισµένα τµήµατα, που επεξεργάζονται µη ραδιενεργείς ουσίες. Η σύµβαση αυτή έχει κυρωθεί από µικρό σχετικά αριθµό κρατών [19], µεταξύ των οποίων δεν συµπεριλαµβάνεται η Ελλάδα.
Σε γενικές πάντως γραµµές µπορεί να υποστηριχθεί ότι οι υποδείξεις της ΔΟΕ για νοµοθετική δράση στα θέµατα υγιεινής και ασφάλειας γίνονται πιο πρόθυµα αποδέκτες από τα µέλη – κράτη της ΔΟΕ σε σύγκριση µε άλλα ζητήµατα.
Μετά την είσοδο της χώρας µας στην ΕΟΚ (ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση) η επιρροή των Συστάσεων και Συµβάσεων της ΔΟΕ έχει ατονήσει, αφού στα πλαίσια της Ενώσεως έχει εκδοθεί πλήθος Οδηγιών, που αποσκοπούν κυρίως στην πρόληψη και αποφυγή των εργατικών ατυχηµάτων και στην καθιέρωση συνθηκών Υγιεινής και στην εναρµόνιση της νοµοθεσίας των κρατών µελών της Ε.Ε., µε την θέσπιση άλλοτε γενικών κατευθυντήριων γραµµών και άλλοτε εξειδικευµένων κανόνων ασφαλείας υπέρ των εργαζοµένων, όπως: α) η Οδηγία πλαίσιο 89/391/ΕΟΚ, για την εφαρµογή των µέσων προς βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία, που αποτελεί και την κυριότερη κοινοτική Οδηγία στον τοµέα της ασφάλειας υπέρ των εργαζοµένων, β) η Οδηγία 2006/25/EK, της 5ης Απριλίου 2006, περί των ελαχίστων προδιαγραφών υγείας και ασφάλειας όσον αφορά στην έκθεση των εργαζοµένων σε κινδύνους προερχόµενους από φυσικούς παράγοντες (τεχνητή οπτική ακτινοβολία), γ) η Οδηγία 2004/40/ΕΚ Οδηγία της 29ης Απριλίου 2004 περί των ελαχίστων προδιαγραφών υγείας και ασφάλειας, όσον αφορά στην έκθεση των εργαζοµένων σε κινδύνους από φυσικούς παράγοντες (ηλεκτροµαγνητικά πεδία), δ) η Οδηγία 2003/18/ΕΚ, της 27ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση της προγενέστερης Οδηγίας 83/477/ΕΟΚ για την προστασία των εργαζοµένων από τους κινδύνους που οφείλονται στην έκθεσή τους στον αµίαντο, ε) η Οδηγία 2002/44/ΕΚ της 25ης Ιουνίου 2002, περί των ελαχίστων προδιαγραφών υγείας και ασφαλείας όσον αφορά την έκθεση των εργαζοµένων σε κινδύνους προ-
Σελ. 13
ερχόµενους από φυσικούς παράγοντες (κραδασµούς), στ) η Οδηγία 2001/45/ΕΚ της 27ης Ιουνίου 2001, για την τροποποίηση της προγενέστερης Οδηγίας 89/655/ΕΟΚ σχετικά µε τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιµοποίηση εξοπλισµού εργασίας από τους εργαζοµένους, ζ) η Οδηγία 2000/54/ΕΚ, της 18ης Σεπτεµβρίου 2000, για την προστασία των εργαζοµένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες, η) η Οδηγία 1998/24/ΕΚ της 7ης Απριλίου 1998 για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζοµένων από κινδύνους οφειλόµενους σε χηµικούς παράγοντες, θ) η Οδηγία 2013/59/Ευρατόµ της 5ης Δεκεμβρίου 2013 για τον καθορισµό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζοµένων και του πληθυσµού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες, ι) η Οδηγία 1992/91/ΕΟΚ της 3ης Νοεµβρίου 1992 περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζοµένων στις εξορυκτικές διά γεωτρήσεων βιοµηχανίες, ια) η Οδηγία 2009/104/ΕΚ, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τη χρήση του επαγγελματικού εξοπλισμού κ.λπ..
Η υποχρεωτική υπαγωγή σε ασφαλιστικό φορέα για τις περιπτώσεις εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών ιδίως για επικίνδυνες κατηγορίες επαγγελµάτων, δεν αντίκειται στο δίκαιο της Ε.Ε.. Πρόβλεψη πάντως για καταβολή αποζηµιώσεως υπέρ των παθόντων δεν προβλέπεται στις κοινοτικές Οδηγίες και εναπόκειται στα επιµέρους κράτη – µέλη να υλοποιήσουν συγκεκριµένα µέτρα αρωγής των θυµάτων.
Με τo άρθρο 153 της ΣυνθΕΕ διευκρινίζεται ότι «Προκειµένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 151, η Ένωση υποστηρίζει και συµπληρώνει τη δράση των κρατών µελών στους ακόλουθους τοµείς: α) βελτίωση, ιδιαιτέρως, του περιβάλλοντος εργασίας, µε σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζοµένων...». Προβλέπεται µάλιστα ειδική πλειοψηφία στον τρόπο λήψης αποφάσεων (αντί της οµοφωνίας, που ίσχυε παλαιότερα), γεγονός που διευκολύνει τη θέσπιση κοινοτικού δικαίου στον τοµέα αυτό. Στην παρ. 4 του παραπάνω άρθρου γίνεται µνεία ότι δεν θίγεται η αρµοδιότητα των κρατών – µελών να νοµοθετούν αυτοτελώς και να θεσπίζουν αυστηρότερα µέτρα ασφαλείας, εφόσον συµβιβάζονται µε τη Συνθήκη.
Σελ. 14
B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ
Ι. Ο Επαγγελµατικός Εργοδοτικός Κίνδυνος
Η όλη ρύθµιση του Νόµου 551/1915, έχει εµπνευσθεί από τη δικαιοπολιτική ιδέα του επαγγελµατικού - επιχειρηµατικού κινδύνου του εργοδότη, τον οποίο ο Έλληνας νοµοµοθέτης σκόπευσε «να ρυθµίση (κατά τρόπον) σκοπιµώτερον και κοινωνικώτερον». Βέβαια η ρύθµιση αυτή δεν αποτέλεσε ελληνική πρωτοτυπία. Είχαν προηγηθεί, βασιζόµενοι επίσης στην ιδέα του επαγγελµατικού κινδύνου ο γαλλικός Νόµος της 9.4.1898 και ο αντίστοιχος ιταλικός Ν 80/17.3.1898, αντιγραφή των οποίων, σε µεγάλο βαθµό, υπήρξε ο ηµέτερος Ν 551/1915.
Το πέρασµα πάντως από την κοινή εκ πταίσµατος ευθύνη, στην ευθύνη από κίνδυνο ή αντικειµενική ευθύνη δεν ήταν αυτονόητο. Η έως τότε κρατούσα θεωρία του εξωσυµβατικού πταίσµατος, όπως και η µάλλον περιορισµένης απήχησης θεωρία της ενδοσυµβατικής ευθύνης (σύµφωνα µε την οποία µε τη σύναψη της συµβάσεως εργασίας ο εργοδότης εγγυόταν αυτονόητα την ασφάλεια και την σωµατική ακεραιότητα του µισθωτού, απαλλασσόµενος µόνο αν αποδείκνυε ότι ενήργησε µε την επιµέλεια του µέσου συνετού οικογενειάρχη, αποδείχθηκαν ουσιαστικά εντελώς αναποτελεσµατικές, αφού δεν µπορούσαν να εξασφαλίσουν τη στοιχειώδη προστασία στη µεγάλη πλειοψηφία των εργατικών ατυχηµάτων, που οφείλοντο σε τυχαίο γεγονός, ανωτέρα βία ή σε πταίσµα του ιδίου του εργαζόµε-
Σελ. 15
νου. Η αυξανόµενη µαζικοποίηση των εργατικών συνδικάτων (ιδίως σε Βρετανία, Γερµανία), η όλο και µεγαλύτερη απήχηση των σοσιαλιστικών ιδεών και ο φόβος κοινωνικών αναταραχών, συνετέλεσε στη κατανόηση και αποδοχή της ανάγκης λήψεως µέτρων ανακούφισης των παθόντων και µέριµνας για τις οικογένειές τους.
Μετά τη βιοµηχανική επανάσταση η βασική αρχή του Ρωµαϊκού δικαίου, ότι ο υπαίτιος του ατυχήµατος δεν δικαιούται αποζηµιώσεως, φανέρωσε µε δραµατικό τρόπο, την αδυναµία του να προσαρµοστεί και να δώσει απαντήσεις σε ένα νέο κοινωνικοοικονοµικό περιβάλλον, που δηµιουργήθηκε µε την ανάπτυξη της βιοµηχανίας και τη συνακόλουθη στατιστική αύξηση των εργατικών ατυχηµάτων. Τα εργατικά ατυχήµατα αποτέλεσαν αναµφισβήτητα το αναπόφευκτο παρεπόµενο της ανάπτυξης της βιοµηχανίας, µέσα σε ένα πλαίσιο ασφυκτικού πανευρωπαϊκού ανταγωνισµού, που προέκυψε ιδίως µετά τη Β΄ Βιοµηχανική Επανάσταση και την υιοθέτηση από πολλές µεγάλες βιοµηχανικές µονάδες του τεϊλορικού εργασιακού µοντέλου, που στηρίζεται στη µέγιστη αποδοτικότητα του εργατικού δυναµικού. Με βάση το µοντέλο αυτό ο εργαζόµενος ακολουθεί συνήθως ένα συγκεκριµένο εναλλασσόµενο πρόγραµµα κινήσεων, ως επί το πλείστον αυτοµατοποιηµένο, ώστε να αυξήσει την παραγωγικότητά του, γεγονός όµως που είχε συχνά ως συνέπεια την έλλειψη της αυτοσυγκέντρωσης των εργαζοµένων κατά την παραγωγή του προϊόντος.
Οι εργαζόµενοι πολύ συχνά, λόγω της φύσεως της εργασίας τους και των τεχνικών µέσων, που χρησιµοποιούν, είναι εκτεθειµένοι σε κίνδυνο της ζωής ή της σωµατικής τους ακεραιότητας και απώλειας συνακόλουθα της ικανότητάς τους για βιοποριστική εργασία. Επίσης σε πολλά επαγγέλµατα (ιδίως στην παραδοσιακή βιοµηχανία, οικοδοµικές εργασίες κ.λπ.) το εργατικό προσωπικό, λόγω της βαθµιαίας εξοικειώσεώς του µε τους σχετικούς κινδύνους, που είναι συνυφασµένοι µε τη λειτουργία της επιχειρήσεως, οδηγείται ασυναίσθητα σε παραµέληση των απαιτούµενων προστατευτικών µέτρων και προφυλάξεων, ακόµη και στην περίπτωση που έχει λάβει τις προβλεπόµενες οδηγίες και έχει υποστεί την κατάλληλη εκπαίδευση προς αποφυγή του ατυχήµατος. Για το λόγο αυτό εξάλλου δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι το ίδιο ατύχηµα που συµβαίνει σε ένα χώρο, στον οποίο άλλοι βρίσκονται λόγω της εργασίας τους και άλλοι για ιδιωτικό σκοπό, χαρακτηρίζεται ως εργατικό για τους πρώτους (και εφαρµόζεται σ΄ αυτούς η προστατευτική εργατική νοµοθε-
Σελ. 16
σία) και «κοινό» για τους τελευταίους, όπως π.χ. συµβαίνει στην περίπτωση του ατυχήµατος σε ένα συρµό τρένου ή σε άλλα µέσα µαζικής µεταφοράς.
Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλεφθεί ότι ο µισθωτός, σε αντίθεση µε τον ελεύθερο επαγγελµατία, ο οποίος διαµορφώνει ελεύθερα τη βιοποριστική του δραστηριότητα, παραιτείται προς όφελος του εργοδότη από την επαγγελµατική του ανεξαρτησία, παρέχοντας την εργασία του υπό τις εντολές του τελευταίου, ο οποίος διαµορφώνει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας για λογαριασµό και του εργαζοµένου. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και την ειδική προστασία, που του παρέχει η εργατική νοµοθεσία, όπως επίσης εξηγεί γιατί καθίσταται υπεύθυνος ο εργοδότης για την προστασία του εργαζοµένου. Αυτό που για τον ελεύθερο επαγγελµατία αποτελεί κοινό ρίσκο, που επιλέγεται ελεύθερα µέσα στα πλαίσια της ασκήσεως της επιχειρηµατικής του δραστηριότητας, για τον εργαζόµενο συνήθως αποτελεί απλά επιλογή ανάγκης. Στην πράξη, από τη στιγµή που ο µισθωτός αναλαµβάνει εργασία δεν υπάρχει δυνατότητα αποφυγής του κινδύνου, που αυτή συνεπάγεται.
Αντίθετα ο εργοδότης, που χρησιµοποιεί την παραγωγική δύναµη του εργαζοµένου προς ίδιον συµφέρον και προσπορίζεται ή στοχεύει στην αποκοµιδή κέρδους απ΄ αυτήν, πρέπει να επωµίζεται και τους κινδύνους, που σχετίζονται µε την παραγωγή της εργασίας, ανεξάρτητα από τυχόν υπαιτιότητά του. Εξάλλου, από τη στιγµή που ο ίδιος εισάγει, για δική του διευκόλυνση ή κέρδος, µηχανήµατα ή µέσα παραγωγής, τα οποία αποτελούν πηγή κινδύνου γι’ αυτόν που τα χειρίζεται (π.χ. ηλεκτρική «κορδέλα» στη θέση του παλιού παραδοσιακού πριονιού), είναι εύλογο να επιβαρύνεται ο ίδιος (εργοδότης) µε την ευθύνη των ατυχηµάτων, που συµβαίνουν από την εισαγωγή των µέσων αυτών, ακόµη και αν δεν έχει άµεση ευθύνη για την πρόκληση του συγκεκριµένου ατυχήµατος.
Ο εργοδότης, στα πλαίσια της υποχρεώσεως πρόνοιας που τον βαρύνει είναι εξάλλου υποχρεωµένος να ρυθµίζει τα θέµατα της εργασίας του µισθωτού κατά τρόπο που να προστατεύει την υγεία και τη ζωή του, αξίες που δεν µπορούν παρά να θεωρούνται ως αδιαπραγµάτευτες και ανεπίδεκτες εξαιρέσεων. Ο εργοδότης θα πρέπει να λαµβάνει όλα τα κατάλληλα µέτρα για την προστασία της ψυχοσωµατικής ακεραιότητας του µισθωτού και της εργασιακής του δραστηριότητας, ακόµα και αν τα µέτρα αυτά δεν επιβάλλονται ρητά
Σελ. 17
από κάποια διάταξη νόµου, αλλά κρίνονται απαραίτητα µε βάση την κοινή λογική και πρόνοια, σε συνάρτηση πάντα µε τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριµένης εργασίας και τους κινδύνους που αυτή εµπεριέχει.
Με την καθιέρωση της αντικειµενικής αυτής ευθύνης του εργοδότη, η διερεύνηση τυχόν ευθυνών του στην πρόκληση του ατυχήµατος κατέστη εφεξής σε µεγάλο βαθµό άνευ νοήµατος, διότι η ίδια η λειτουργία της σύγχρονης επιχείρησης καθιστά αναπόφευκτα τα λάθη και των δυο πλευρών, εργοδοτικής ή εργατικής. Συνεπώς, το ατύχηµα δεν είναι πλέον παρά ένα συχνό και προβλέψιµο ατυχές γεγονός, ένας αναπόφευκτος κίνδυνος που ενυπάρχει σε όλα τα επαγγέλµατα, ανάλογα βέβαια µε τη φύση και την επικινδυνότητα του καθενός ξεχωριστά.
Αν και η θεωρία του επαγγελµατικού κινδύνου αµφισβητήθηκε τόσο στα πρώτα στάδια εφαρµογής της προστατευτικής εργατικής ή ασφαλιστικής νοµοθεσίας, ως «εµπεριέχουσα δόσιν ανηθικότητος», διότι εµφανίζει το ατύχηµα ως αναπόφευκτη συνέπεια της λειτουργίας της επιχειρήσεως, µε αποτέλεσµα να οδηγεί στην έλλειψη της απαιτούµενης προσοχής και από τις δυο πλευρές, όσο και αργότερα ως ένα «ευχάριστο, αλλά προσωρινό τέχνασµα για να επιβληθεί τελικά στον εργοδότη ένα σύστηµα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης για τα εργατικά ατυχήµατα», η θεµελίωση της προστατευτικής για τα εργατικά ατυχήµατα νοµοθεσίας, στη βάση του επαγγελµατικού κινδύνου και ο µερικός εν τέλει αποκλεισµός της αστικής ευθύνης του εργοδότη, έχει, παρά την πάροδο του χρόνου,
Σελ. 18
διατηρήσει τη δυναµική και την αξία του, όχι µόνο στη χώρα µας, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
ΙI. Το βίαιο συµβάν
Στην ελληνική έννοµη τάξη ο Νόµος 551/1915 (αρθ. 1) δεν δίνει αναλυτικό ορισµό της έννοιας του εργατικού ατυχήµατος, αφήνοντας µεγαλύτερο πεδίο στα δικαστήρια να εξειδικεύσουν την έννοια αυτού, ανάλογα µε τις µεταβαλλόµενες κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες. Προσδιορίζει µόνο ότι «ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος ... εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει ... δικαίωµα αποζηµιώσεως». Παρόµοιο ορισµό επέλεξε και ο ασφαλιστικός Νόµος 1846/1951 (άρθρο 34 παρ. 1) του ΙΚΑ (ήδη e-ΕΦΚΑ), που κάνει λόγο για «βίαιον συµβάν επελθόν κατά την εκτέλεσιν της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής», µε αποτέλεσµα να υπάρχει κοινή αντιµετώπιση ως προς το βασικό αυτό σηµείο στο ατοµικό εργατικό δίκαιο και στο δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως.
Η έννοια του βιαίου συµβάντος αποτελεί τον πυρήνα του εργατικού ατυχήµατος, όχι µόνο στη χώρα µας, αλλά σε διεθνές επίπεδο. Το ατύχηµα πρέπει να είναι «εξωτερικό» (να µην προέρχεται δηλαδή από τον ενδογενή παθολογικά αίτια), έντονο και βίαιο και να προκάλεσε βλάβη ή ζηµία στον οργανισµό του εργαζοµένου. Αν οι επιπτώσεις του συµβάντος περιορίζονται µόνο σε ζηµίες σε κινητά πράγµατα του µισθωτού (ενδύµατα, τιµαλφή κ.λπ.), τότε δεν συντρέχουν οι όροι του εργατικού ατυχήµατος. Ο µισθωτός δικαιούται αποζηµιώσεως µόνο µε βάση το κοινό αστικό δίκαιο και υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης υπαιτιότητας από πλευράς εργοδότου. Το βίαιο συµβάν πάντως δεν είναι υποχρεωτικό να αφορά ευθέως τον οργανισµό του παθόντος, όπως π.χ. στην περίπτωση βλάβης ή καταστροφής τεχνητού µέλους του εργαζοµένου από ατύχηµα. Σηµασία έχει, αν το εξεταζόµενο συµβάν προκάλεσε ανικανότητα του εργαζοµένου προς εργασία.
Σύµφωνα µε τη στερεότυπη αιτιολογία της ελληνικής νοµολογίας ως ατύχηµα από βίαιο συµβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο, θεωρείται κάθε βλάβη του σώµατος ή της υγείας του εργαζοµένου, που είναι αποτέλεσµα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, το οποίο δεν ανάγεται αποκλειστικώς σε οργανική η παθολογική προδιάθεση του παθόντος και δεν θα συνέβαινε
Σελ. 19
χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από ορισµένες συνθήκες. Μπορεί να είναι και απλό φυσικό γεγονός άσχετο µε οποιοδήποτε ανθρώπινη συµπεριφορά ή να οφείλεται σε αθέµιτη ή και θεµιτή συµπεριφορά του εργοδότη ή των προσώπων, για τα οποία αυτός ευθύνεται.
Ο αιφνίδιος τρόπος επέλευσης των συνεπειών του εργατικού ατυχήµατος αποτελεί το βασικό κριτήριο διάκρισης, σε σχέση µε τη «συγγενή» περίπτωση της επαγγελµατικής ασθένειας, κατά την οποία το βλαπτικό γεγονός επενεργεί βραδέως. Ωστόσο το αιφνίδιο ή «βίαιο» γεγονός δεν απαιτείται να νοείται κυριολεκτικώς, ούτε χρειάζεται να επενεργεί άµεσα και στιγµιαία (π.χ. ο άµεσος τραυµατισµός του µισθωτού από έκρηξη ή από πτώση αντικειµένου στον εργασιακό χώρο), αλλά αρκεί να είναι βίαιη η επενέργειά του. Ετσι µπορεί να συνιστά βίαιο γεγονός και η απλή πρόκληση µικρής αµυχής στο σώµα του µισθωτού, η οποία όµως προοδευτικά µολύνεται και δηµιουργεί σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η περίπτωση του αργού ασφυκτικού θανάτου των ανθρακορύχων που εγκλωβίζονται σε στοές ανθρακωρυχείων. Το βίαιο συµβάν στην περίπτωση αυτή είναι µεν η άµεση κατάρρευση των προστατευτικών στηριγµάτων, που οδηγεί στον εγκλωβισµό των εργαζοµένων, ωστόσο οι βλαπτικές συνέπειες στον οργανισµό τους επέρχονται αργά, µε τη βαθµιαία έλλειψη του οξυγόνου.
Το στοιχείο της βίαιης επίδρασης του ζηµιογόνου συµβάντος (δηλαδή το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου επιδρά) ανάγεται στην εκτίµηση των πραγµατικών δεδοµένων σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση. Θα υπάρχει πάντως σχεδόν σε κάθε περίπτωση ένα συγκεκριµένο χρονικό σηµείο (puntctum temporis), στο οποίο θα προσδιορίζονται επακριβώς και οι βλαπτικές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισµό. Π.χ. στο αµέσως παραπάνω παράδειγµα του εγκλωβισµένων ανθρακορύχων, το χρονικό σηµείο που επέρχεται η νέκρωση των καρδιακών λειτουργιών του εγκλωβισµένου, στην περίπτωση της µικροβιακής µόλυνσης, η στιγµή της εισόδου του παθογενούς παράγοντα στον ανθρωπινό οργανισµό, στην περίπτωση του εµφράγµατος του µυοκαρδίου το χρονικό σηµείο της διάρρηξης του καρδιακού µυ κ.ο.κ..
Σελ. 20
Αν και το ατύχηµα πρέπει να είναι χρονικά περιορισµένο σε συνάρτηση µε το ωράριο εργασίας δεν απαιτείται κατ΄ ανάγκην η πάθηση του εργαζοµένου να εκδηλώνεται αµέσως ή σε πολύ σύντοµο χρόνο µετά το συµβάν, όπως π.χ. η βλάβη στην υγεία εργαζομένου υγειονομικού ιδρύματος, ο οποίος ασθένησε μετά από εμβολιασμό, ο οποίος ήταν υποχρεωτικός λόγω της φύσης της δουλειάς, ή η φρενοβλάβεια που εκδηλώθηκε µεταγενέστερα σε εργαζόµενο εργοστασίου, ο οποίος ήταν παρών σε έκρηξη, από την οποία σκοτώθηκαν ή τραυµατίστηκαν πολλοί συνάδελφοί του και κλονίσθηκε ανεπανόρθωτα η ψυχική του υγεία, ή σε ναυτικό, που επέζησε ναυαγίου, στο οποίο πνίγηκαν άλλοι ναυτικοί, µε τους οποίους συνδεόταν στενά.
Παραδοσιακά συγκαταλέγονται στην έννοια του βιαίου συµβάντος τα ατυχήµατα, που οφείλονται σε µηχανική, ηλεκτρική ή ηλεκτροµαγνητική ενέργεια, ατοµική και πυρηνική ενέργεια, θερµική ενέργεια, τα ατυχήµατα από τη χρήση χηµικών ουσιών, από µικροβιακή ή ιογενή λοίµωξη (εχινόκοκκος, τέτανος, λεπτοσπίρωση κ.λπ.), και υπό προϋποθέσεις και αυτά που οφείλονται σε ψυχικές διαταραχές, για τα οποία θα γίνει εκτενέστερα λόγος κατωτέρω.
Bίαιο συµβάν δεν είναι µόνο ο τραυµατισµός ή ο θάνατος, ο οποίος γίνεται εύκολα αντιληπτός µε τις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά ενδεχοµένως και η ασθένεια του µισθωτού, που έχει ως συνέπεια την ανικανότητα προς εργασία. Η ασθένεια όµως θα πρέπει να επήλθε, όχι από βαθµιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισµού του µισθωτού, έστω και αν αυτή οφείλεται στη φύση και το είδος της εργασίας της, αλλά από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ξένο προς τον οργανισµό του παθόντος, συνδεόµενο όµως προς την εργασία. Η περίπτωση αυτή συντρέχει, όταν το ατύχηµα δεν είναι άµεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, συνδέεται όµως µε αυτή µε σχέση «αιτίου και αποτελέσµατος», εφόσον, ειδικώς λόγω της εργασίας, δηµιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγµατικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν, χωρίς τη συγκεκριµένη εργασία.
Αντίθετα η φυσιολογική και βαθµιαία εξασθένηση του οργανισµού του εργαζοµένου που προκαλείται ή εντείνεται από τις, έστω και δυσµενείς, συνθήκες εργασίας του, που είναι σύµφυτες µε τη φύση της εργασίας δεν συνιστά εργατικό ατύχηµα, αλλά «επαγγελµατική ασθένεια», όπως π.χ. η πνευμονοκονίαση ελαιοχρωματιστή από εισπνοή αμιάντου, η απλή οσφυαλγία στους χειρώνακτες µεταφορείς, οι δερµατικές παθήσεις σε εργάτες βυρσοδεψείων και εργαστηρίων βαφής, η ψύξη ή τα κρυοπαγήµατα σε εργαζόµενους που λόγω της φύσεως της εργασίας τους εργάζονται σε ανοικτό χώρο, κ.ο.κ., ακόµη και η ανικανότητα προς εργασία, που επήλθε σε εργαζόµενο σε λιγνιτωρυχείο της ΔΕΗ από λοίµωξη του αναπνευστικού.