ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ

Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 16€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 36,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18057
Κωστοπούλου Μ. Α.
Σταθόπουλος Μ., Φουντεδάκη Κ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 392
  • ISBN: 978-960-654-267-1
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Η μονογραφία «ΕΣΔΑ και ίδρυση της συγγένειας» εξετάζει την επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ελληνικό δίκαιο ίδρυσης της συγγένειας. Το έργο αναλύει υπό το φως της ΕΣΔΑ τόσο τις παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις όσο και τα νεωτερικά οικογενειακά σχήματα και εντοπίζει τα σημεία σύμπλευσης ή τριβής με το ελληνικό δίκαιο. Το έργο αποτυπώνει για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία την εναρμονισμένη ερμηνεία του ελληνικού δικαίου ίδρυσης της συγγένειας προς τις γενικές αρχές και επιταγές της ΕΣΔΑ και αποτελεί χρήσιμο οδηγό για δικαστές, δικηγόρους και ακαδημαϊκούς.
Προλογικό σημείωμα (Μ. Σταθόπουλος) Σελ. VII
Πρόλογος (Κ. Φουντεδάκη) Σελ. XIII
Σημείωμα συγγραφέως Σελ. XVII
Κυριότερες συντομογραφίες Σελ. XXIX
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σελ. 1
§ 1. Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην εθνική έννομη τάξη Σελ. 2
§ 2. Επιλογή και οριοθέτηση θέματος Σελ. 5
§ 3. Μεθοδολογία της διατριβής Σελ. 7
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | Μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία του ΕΔΔΑ Σελ. 9
§1. Εργαλεία για τη διαπίστωση του κατά πόσον το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ είναι εφαρμοστέο Σελ. 9
I. Οι αυτόνομες έννοιες στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ Σελ. 9
Α. Η σημασία των αυτόνομων εννοιών Σελ. 11
Β. Οι αυτόνομες έννοιες ως ερμηνευτικά εργαλεία Σελ. 13
II. Η ιδιωτική και η οικογενειακή ζωή ως αυτόνομες έννοιες Σελ. 15
Α. Οι επιμέρους εκφάνσεις της «ιδιωτικής ζωής» στο άρθρο 8 Σελ. 16
Β. Από την «ιδιωτική» στην «οικογενειακή ζωή» Σελ. 18
III. «Ο πραγματικός ή αποτελεσματικός οικογενειακός δεσμός» ως στοιχείο της έννοιας της οικογενειακής ζωής Σελ. 19
Α. Από το τυπικό κριτήριο στο λειτουργικό κριτήριο Σελ. 19
Β. ... και πέραν αυτού: διορθωτικές παράμετροι Σελ. 21
§ 2. Εργαλεία και έννοιες για τη διαπίστωση της τήρησης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ Σελ. 23
I. Η λειτουργία της παραγράφου 2 του άρθρου 8 Σελ. 23
II. Οι θετικές υποχρεώσεις των κρατών Σελ. 25
Α. Η σημασία των θετικών υποχρεώσεων στην ΕΣΔΑ Σελ. 26
1. Η έννοια και η νομική βάση Σελ. 26
2. Ο σκοπός και οι επιπτώσεις Σελ. 28
Β. Οι θετικές υποχρεώσεις ως μηχανισμός προστασίας της οικογένειας Σελ. 29
III. Η σημασία του περιθωρίου εκτίμησης του κράτους Σελ. 31
Α. Η έννοια και η νομική βάση Σελ. 31
Β. Το εύρος και οι σχετικές παράμετροι Σελ. 35
IV. Η αρχή της αποτελεσματικότητας Σελ. 41
V. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού Σελ. 42
VI. Ειδικότερα η λειτουργία του άρθρου 8 σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση των διακρίσεων) Σελ. 44
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η μετεξέλιξη των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι | Η «εξασθένιση» της επίδρασης του γάμου στη θεμελίωση της συγγένειας Σελ. 48
§ 1. Η εξομοίωση έγγαμων και ανύπαντρων μητέρων ως προς τη θεμελίωση της μητρότητας Σελ. 48
I. Η ίδρυση συγγένειας με τη μητέρα στον ΑΚ Σελ. 49
ΙΙ. Διεθνή κείμενα για τις ανύπαντρες μητέρες Σελ. 51
ΙΙI. Η απόφαση του ΕΔΔΑ Marckx κατά Βελγίου Σελ. 52
ΙV. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 55
§ 2. Η άρση των διακρίσεων σε βάρος των παιδιών εκτός γάμου στο θέμα της πατρότητας Σελ. 57
I. Το καθεστώς των εκτός γάμου παιδιών πριν τον Ν. 1329/1983: οι βασικές επιλογές του νομοθέτη Σελ. 58
ΙΙ. Από το κοινωνικό στίγμα στη νομική εξομοίωση: η συμβολή της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 59
IΙI. Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 61
IV. Ρυθμιστικά κατάλοιπα στον ΑΚ και συσχετισμός τους με τη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 64
Α. Το επώνυμο του παιδιού Σελ. 64
Β. Η άσκηση της γονικής μέριμνας Σελ. 65
V. Ρυθμιστικά κατάλοιπα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες Σελ. 70
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ | Η αρχή της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού ως καταλύτης στα ζητήματα θεμελίωσης και προσβολής της πατρότητας Σελ. 74
§ 1. Παιδί με «νομικό πατέρα» Σελ. 74
I. Γενικές παρατηρήσεις για τη μεθοδολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 75
ΙΙ. Η προσβολή της πατρότητας από τον νομικό πατέρα Σελ. 78
Α. Το ζήτημα του άκαμπτου χαρακτήρα των προθεσμιών για την προσβολή της πατρότητας Σελ. 78
1. Οι προθεσμίες προσβολής της πατρότητας από τον νομικό πατέρα στον ΑΚ Σελ. 80
α. Η προθεσμία για την ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο Σελ. 80
β. Η προθεσμία για την ανατροπή της συγγένειας που θεμελιώθηκε σε εκούσια αναγνώριση Σελ. 83
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 86
3. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 89
α. Η προθεσμία για την ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο Σελ. 90
β. Η προθεσμία για την ανατροπή της συγγένειας που θεμελιώθηκε σε εκούσια αναγνώριση Σελ. 92
Β. Η αναψηλάφηση απόφασης που καθορίζει την πατρότητα λόγω μεταγενέστερης πραγματογνωμοσύνης DNA Σελ. 93
1. Οι διατάξεις του ΚΠολΔ Σελ. 94
α. Η δυνατότητα άσκησης αναψηλάφησης από τον νομικό πατέρα Σελ. 94
β. Η προβλεπόμενη προθεσμία (άρ. 598 ΚΠολΔ) Σελ. 97
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: εξέταση DNA και συμφέρον του παιδιού Σελ. 97
α. Η συνεκτίμηση της εξέτασης DNA Σελ. 98
β. Ο αποκλεισμός της εξέτασης DNA Σελ. 101
3. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 103
α. Η δυνατότητα άσκησης αναψηλάφησης από τον νομικό πατέρα υπό το φως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ Σελ. 103
β. Η προθεσμία της αναψηλάφησης (άρ. 598 ΚΠολΔ) υπό το φως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ Σελ. 105
IIΙ. Το δικαίωμα του βιολογικού πατέρα να προσβάλει την πατρότητα και να συνδεθεί νομικά με τον βιολογικό του απόγονο Σελ. 107
Α. Η έλλειψη κοινής συνισταμένης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο Σελ. 108
1. Οι νομοθεσίες που αποκλείουν τον φυσικό πατέρα από την προσβολή της πατρότητας Σελ. 108
2. Οι νομοθεσίες που προβλέπουν δικαίωμα προσβολής της πατρότητας από τον φυσικό πατέρα Σελ. 110
3. Ανομοιογένεια ρυθμίσεων και περιθώριο εκτίμησης κρατών στη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 112
Β. Η διαφορετική μεταχείριση της περίπτωσης προσβολής πατρότητας που ιδρύθηκε λόγω γάμου και εκείνης που ιδρύθηκε λόγω αναγνώρισης Σελ. 112
1. Οι διατάξεις στον ΑΚ και η ερμηνεία τους Σελ. 113
α. Η ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο Σελ. 113
β. Η αμφισβήτηση της εκούσιας αναγνώρισης Σελ. 118
γ. Η αντιφατική θέση των ελληνικών δικαστηρίων Σελ. 119
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 120
3. Επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 121
Γ. Η προσβολή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο και το συμφέρον του παιδιού Σελ. 123
1. Το καθεστώς στον ΑΚ Σελ. 123
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η αρχή της βιολογικής αλήθειας και το συμφέρον του παιδιού Σελ. 124
α. Η κυριαρχία της βιολογικής αλήθειας Σελ. 125
β. Ο περιορισμός της κυριαρχίας της βιολογικής αλήθειας Σελ. 128
γ. Η εφαρμογή της νομολογίας στην απόφαση Μαρίνης κατά Ελλάδας Σελ. 131
3. Η ερμηνεία των διατάξεων του ΑΚ υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 133
§ 2. Παιδί χωρίς «νομικό πατέρα» Σελ. 136
Ι. Το ζήτημα της προθεσμίας για τη δικαστική αναγνώριση που ζητά το παιδί Σελ. 136
Α. Η ελαστικοποίηση της προθεσμίας Σελ. 136
1. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 136
α. Η προθεσμία στην ΑΚ 1483 παρ. 1 β΄ Σελ. 137
β. Η υπόθεση Κωνσταντινίδης: τα πραγματικά περιστατικά και οι παραδοχές των ελληνικών δικαστηρίων Σελ. 139
2. Ο άκαμπτος χαρακτήρας των προθεσμιών για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας που ζητά το παιδί στη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 141
α. Η εκπνοή της προθεσμίας πριν την ενηλικίωση του παιδιού Σελ. 142
β. Η σημασία της γνώσης της βιολογικής αλήθειας από το παιδί Σελ. 143
γ. Η υπόθεση Κωνσταντινίδης στο ΕΔΔΑ Σελ. 145
3. Η δυνατότητα ελαστικοποίησης της προθεσμίας της ΑΚ 1483 υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 148
Β. Η ευνοϊκότερη μεταχείριση των παιδιών, οι γονείς των οποίων έχουν τελέσει επιγενόμενο γάμο, ως προς την προθεσμία αναγνώρισης πατρότητας Σελ. 149
1. Το απρόθεσμο της δικαστικής αναγνώρισης στην περίπτωση επιγενόμενου γάμου των γονέων κατά τον ΑΚ Σελ. 149
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 150
3. Η ερμηνεία των ΑΚ 1483 παρ. 2 εδ. β΄ και 1473 υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 151
II. Η μη πρόβλεψη υποχρέωσης υποβολής σε εξέταση DNA στη δίκη για την αναγνώριση της πατρότητας Σελ. 151
Α. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 152
Β. Η άρνηση υποβολής σε εξέταση DNA και η προστασία του παιδιού στη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 153
Γ. Η ερμηνεία του ελληνικού δικαίου υπό το φως της ΕΣΔΑ Σελ. 155
ΙΙΙ. Ειδικότερα ζητήματα στην εκούσια αναγνώριση Σελ. 156
A. Απουσία συναίνεσης της μητέρας και συμφέρον του παιδιού Σελ. 156
1. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 156
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 158
3. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 158
Β. Η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας του πατέρα Σελ. 159
1. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 159
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 160
3. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 161
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIΙ | Η υιοθεσία ανηλίκων από ετερόφυλα ζευγάρια και πρόσωπα χωρίς σύζυγο ή σύντροφο Σελ. 162
§ 1. Δικαίωμα στο υιοθετείν; Σελ. 163
Ι. Το παιδί και οι θετοί γονείς Σελ. 163
Α. Η φιλοσοφία του θεσμού της υιοθεσίας ανηλίκων στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 163
Β. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε σχέση προς την υιοθεσία Σελ. 166
Γ. Ηλικιακά όρια και συμφέρον του παιδιού Σελ. 169
1. Βασικές κατευθύνσεις του ελληνικού δικαίου Σελ. 170
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η απόφαση Schwizgebel κατά Ελβετίας Σελ. 172
α. Τα πραγματικά περιστατικά και οι παραδοχές των εθνικών δικαστηρίων Σελ. 172
β. Η ανυπαρξία κοινών αρχών στις επιμέρους ευρωπαϊκές νομοθεσίες Σελ. 173
γ. Οι παραδοχές του ΕΔΔΑ Σελ. 175
3. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 177
Δ. Το ζήτημα της (μη) αναγνώρισης υιοθεσίας που τελέστηκε στο εξωτερικό Σελ. 179
1. Το ελληνικό δίκαιο και η ερμηνεία του Σελ. 180
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η απόφαση Νεγρεπόντης-Γιαννίσης κατά Ελλάδας Σελ. 183
α. Τα πραγματικά περιστατικά και η κρίση των ελληνικών δικαστηρίων Σελ. 183
β. Οι παραδοχές του ΕΔΔΑ Σελ. 186
3. Η τάση για διεθνή αναγνώριση των υφισταμένων οικογενειακών καταστάσεων και η εφαρμογή της στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 187
ΙΙ. Το παιδί και οι φυσικοί γονείς Σελ. 189
Α. Βασικές επιλογές του Έλληνα νομοθέτη για τη συναίνεση των γονέων Σελ. 190
1. Έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας και έκπτωση από τη γονική μέριμνα Σελ. 190
2. Ανάκληση της συναίνεσης για υιοθεσία Σελ. 193
3. Συναίνεση του βιολογικού αλλά όχι νομικού γονέα Σελ. 194
4. Υιοθεσία από τον σύζυγο του ενός γονέα παρά τις αντιρρήσεις του άλλου νομικού γονέα Σελ. 195
Β. Η συμμετοχή των φυσικών γονέων στη διαδικασία της υιοθεσίας κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 196
1. Έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας και έκπτωση από τη γονική μέριμνα Σελ. 197
2. Ανάκληση της συναίνεσης για υιοθεσία Σελ. 199
3. Συναίνεση του βιολογικού αλλά όχι νομικού γονέα Σελ. 200
4. Υιοθεσία από τον σύζυγο του ενός γονέα παρά τις αντιρρήσεις του άλλου νομικού γονέα Σελ. 203
Γ. Η θέση των φυσικών γονέων στο ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 205
1. Έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας και έκπτωση από τη γονική μέριμνα: δικονομικές εγγυήσεις Σελ. 205
2. Ανάκληση της συναίνεσης για υιοθεσία Σελ. 206
3. Συναίνεση του βιολογικού αλλά όχι νομικού γονέα Σελ. 208
4. Υιοθεσία από τον σύζυγο του ενός γονέα παρά τις αντιρρήσεις του άλλου νομικού γονέα Σελ. 209
§ 2. Δικαιώματα του παιδιού που υιοθετείται Σελ. 210
Ι. Η συμμετοχή του παιδιού στη διαδικασία υιοθεσίας Σελ. 210
Α. Η συμμετοχή του παιδιού κατά το ελληνικό δίκαιο Σελ. 211
Β. Η κατοχύρωση της συμμετοχής του παιδιού σε διεθνή κείμενα Σελ. 213
Γ. Οι εγγυήσεις της συμμετοχής του παιδιού κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 214
Δ. Το ελληνικό δίκαιο για τη συμμετοχή του παιδιού στην υιοθεσία υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 218
IΙ. Η ένταξη του παιδιού στην οικογένεια του θετού γονέα Σελ. 219
A. Το καθεστώς του υιοθετημένου παιδιού στον ΑΚ Σελ. 219
Β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ για τη σχέση του θετού γονέα με το παιδί Σελ. 222
Γ. Το ελληνικό δίκαιο για την ένταξη του παιδιού στην οικογένεια του θετού γονέα υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 225
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αποδοχή των νεωτερικών οικογενειακών σχέσεων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I | Ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή από ετερόφυλα ζευγάρια και πρόσωπα χωρίς σύζυγο ή σύντροφο Σελ. 228
§1. Η εξωσωματική γονιμοποίηση Σελ. 230
I. Η ανάκληση της συναίνεσης για την υποβολή σε ΙΥΑ Σελ. 231
Α. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 231
Β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η απόφαση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου Σελ. 235
Γ. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 238
II. Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση Σελ. 241
Α. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 241
Β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η απόφαση Costa και Pavan κατά Ιταλίας Σελ. 244
Γ. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 246
III. Η διάθεση πλεονάζοντος γεννητικού υλικού για ερευνητικούς σκοπούς Σελ. 248
Α. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 250
Β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η απόφαση Parrillo κατά Ιταλίας Σελ. 251
1. Εξέταση της υπόθεσης υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ Σελ. 252
2. Εξέταση της υπόθεσης υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ Σελ. 253
Γ. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 253
IV. Η χρησιμοποίηση γεννητικού υλικού δότη Σελ. 255
Α. Η πρόβλεψη της ετερόλογης τεχνητής γονιμοποίησης στην Ελλάδα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο Σελ. 255
Β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: η υπόθεση S.H. και άλλοι κατά Αυστρίας Σελ. 256
Γ. Συσχετισμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ελληνικό δίκαιο Σελ. 259
§2. Το ειδικότερο ζήτημα της παρένθετης μητρότητας Σελ. 259
I. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 263
Α. Προϋποθέσεις παρένθετης μητρότητας στην Ελλάδα Σελ. 263
Β. Διαδικασίες παρένθετης μητρότητας στην αλλοδαπή Σελ. 265
II. Η νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 266
Α. Ύπαρξη βιολογικού δεσμού με τον κοινωνικό γονέα Σελ. 266
Β. Απουσία βιολογικού δεσμού με τον κοινωνικό γονέα Σελ. 271
Γ. Γνωμοδότηση ΕΔΔΑ και μεταγενέστερη νομολογία: τάση για διεθνή αναγνώριση των υφισταμένων οικογενειακών καταστάσεων; Σελ. 274
Δ. Σύνθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 277
III. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 278
Α. Ίδρυση της συγγένειας στην Ελλάδα Σελ. 278
Β. Ίδρυση της συγγένειας στην αλλοδαπή Σελ. 280
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ | Απόκτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια και άτομα με ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό Σελ. 281
§1. Το ιδιαίτερο καθεστώς των έγγαμων ζευγαριών στη νομολογία του ΕΔΔΑ Σελ. 281
§2. Υιοθεσία από πρόσωπα με ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό και από ομόφυλα ζευγάρια Σελ. 283
I. Το στοιχείο του σεξουαλικού προσανατολισμού στο ελληνικό δίκαιο υιοθεσίας Σελ. 284
ΙΙ. Συγκριτική επισκόπηση εθνικών νομοθεσιών και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών του 2008 Σελ. 286
Α. Συγκριτική επισκόπηση εθνικών νομοθεσιών σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης Σελ. 286
Β. Η αναθεωρημένη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών (2008) Σελ. 288
ΙΙΙ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ για τη διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού στην υιοθεσία: η πορεία προς την πρόσβαση στην υιοθεσία Σελ. 289
Α. Η μονογονεϊκή υιοθεσία από πρόσωπο με ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό Σελ. 289
Β. Η υιοθεσία παιδιού από τον ομόφυλο σύζυγο ή σύντροφο του γονέα του Σελ. 291
1. Η απόφαση Gas και Dubois κατά Γαλλίας Σελ. 292
2. Η απόφαση Χ. και άλλοι κατά Αυστρίας Σελ. 293
α. Τα δεδομένα της υπόθεσης Σελ. 293
β. Οι παραδοχές του ΕΔΔΑ Σελ. 294
γ. Κριτική Σελ. 297
Γ. Υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια Σελ. 299
IV. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ Σελ. 300
§3. Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή από ομόφυλα ζευγάρια Σελ. 301
Ι. Οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη Σελ. 302
Α. Πρόσβαση στην ΙΥΑ Σελ. 302
Β. Διαδικασίες ΙΥΑ στην αλλοδαπή Σελ. 305
ΙΙ. Η οπτική γωνία της ΕΣΔΑ Σελ. 306
Α. Εξέταση υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ Σελ. 308
Β. Εξέταση υπό το πρίσμα της απαγόρευσης των διακρίσεων (άρθρο 14 σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) Σελ. 309
III. Το ελληνικό δίκαιο υπό το φως της ΕΣΔΑ Σελ. 310
Συμπεράσματα Σελ. 313
Βιβλιογραφία Σελ. 321
Ευρετήριο αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και γνωμών Σελ. 343
Ευρετήριο κυριότερων λημμάτων Σελ. 357

Σελ. 1

Εισαγωγή

Είναι αναμφισβήτητο ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ ή Σύμβαση) συνιστά το κορυφαίο διεθνές κείμενο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το οποίο αποκρυσταλλώνει τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές που συγκροτούν την «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη». Η εμβέλεια της ΕΣΔΑ εκτείνεται σε 47 συμβαλλόμενα κράτη και μεταφράζεται στην προστασία των δικαιωμάτων περίπου 830 εκατομμυρίων προσώπων που αποτελούν τον πληθυσμό όλης της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Από το 1950 έως σήμερα, τόσο οι ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ, εκείνες δηλαδή που αναγνωρίζουν και προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όσο και ο μηχανισμός «συλλογικής εγγύησης» των δικαιωμάτων αυτών έχουν εξελιχθεί σημαντικά. Η συμβολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην ομογενοποίηση της ερμηνείας της Σύμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι καθοριστική.

Στο πεδίο των οικογενειακών σχέσεων ειδικότερα, με αφετηρία την απόφαση Marckx κατά Βελγίου του 1979, το Δικαστήριο του Στρασβούργου ανέπτυξε ιδιαίτερα σημαντική νομολογία, αποτελώντας τον μοχλό μεταβολών και εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Είναι αλήθεια ότι οι κανόνες του εθνικού οικογενειακού δικαίου συνδέονται συχνά με τα ήθη και τις αντιλήψεις που επικρατούν σε ένα λαό κατά τον χρόνο θέσπισης των ρυθμίσεων και αποκτούν, κατά κάποιον τρόπο, «εθνικό» χαρακτήρα. Το ΕΔΔΑ, όμως, πέτυχε, με την προοδευτικά εμπλουτιζόμενη νομολογία του στο πεδίο αυτό, να προσδώσει διεθνή φυσιογνωμία στη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της οικογένειας και απαγκιστρώνοντας αφενός τον εθνικό νομοθέτη από αναχρονιστικές αντιλήψεις, αφετέρου τον εθνικό δικαστή από ξεπερασμένες ερμηνείες και κοινωνικά απρόσφορες λύσεις.

Έτσι, τα κράτη δεν είναι ανέλεγκτα. Χωρίς να προβαίνει σε in abstracto κρίση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς την ΕΣΔΑ, μη θέλοντας να υποκαταστήσει τον εθνικό νομοθέτη, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επικεντρώνεται στα περιστατικά κάθε υπόθεσης και εξετάζει κατά πόσον οι εθνικές αρχές εξασφάλισαν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση τον σεβασμό του δικαιώματος στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων. Με άλλα λόγια, ο διεθνής δικαστής αξιολογεί τα μεγέθη

Σελ. 2

εκείνα που αξιακά αντιπαραβάλλονται και καταλήγει στον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται η δίκαιη εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων.

Η πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ έχει οδηγήσει σταδιακά στη μετεξέλιξη των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων, αλλά και στην αποδοχή νεωτερικών οικογενειακών σχηματισμών, που ενδυναμώνει το στοιχείο της ιδιωτικής αυτονομίας στο οικογενειακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αναζητά τη «χρυσή τομή», από την οπτική γωνία της ΕΣΔΑ, και προσφέρει λύσεις που αντανακλούν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές πολιτισμικές αξίες, εκσυγχρονίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η επίδραση αυτή της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο εσωτερικό δίκαιο συνιστά μια σύνθετη διαδικασία, η οποία συνάπτεται αφενός με τη θέση της ΕΣΔΑ στις εθνικές έννομες τάξεις, αφετέρου με τις έννομες συνέπειες των αποφάσεων του Δικαστηρίου, τόσο ως προς το εναγόμενο κράτος όσο και ως προς τα υπόλοιπα κράτη μέρη στη Σύμβαση.

§ 1. Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην εθνική έννομη τάξη

Στην Ελλάδα, η ΕΣΔΑ κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953. Ωστόσο, λόγω της αποχώρησης της χώρας μας από το Συμβούλιο της Ευρώπης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και της συνεπακόλουθης καταγγελίας της ΕΣΔΑ από το δικτατορικό καθεστώς, η Σύμβαση χρειάστηκε να κυρωθεί εκ νέου, πράγμα που έγινε με το ν.δ. 53/1974. Κατά συνέπεια, η ΕΣΔΑ δεν αποτελεί «αλλοδαπό δίκαιο», αλλά συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής έννομης τάξης και μάλιστα πρόκειται για νομοθετικό κείμενο με αυξημένη τυπική ισχύ. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος: «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου (...)». Η διάταξη αυτή προσφέρει ένα προηγμένο υπόδειγμα ενσωμάτωσης των κανόνων του διεθνούς δικαίου γενικά και της ΕΣΔΑ ειδικότερα στην εθνική έννομη τάξη.

Επιπλέον -και σε αντίθεση με πολλές διατάξεις άλλων διεθνών συμβάσεων- οι ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ (και των Πρωτοκόλλων που προσαρτήθηκαν σε αυτήν) είναι άμεσα εφαρμόσιμες (self-executing). Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται άλλο νομοθέτημα για την υλοποίηση και την εξειδίκευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις, δηλαδή εκείνες που προστατεύουν συγκεκριμένα δικαιώματα, μπορούν να γίνουν αντικείμενο επίκλησης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να εφαρμοστούν άμεσα από τα τελευταία.

Σελ. 3

Από την πλευρά του, το Δικαστήριο του Στρασβούργου καλείται να διασφαλίσει τον σεβασμό των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα κράτη από την ΕΣΔΑ (άρθρο 19 της ΕΣΔΑ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 32 της Σύμβασης, «[η] δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επεκτείνεται εφ’ όλων των θεμάτων που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της (...)». Από τον συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων προκύπτει ότι το ΕΔΔΑ προβαίνει σε αυθεντική ερμηνεία της ΕΣΔΑ και αναδεικνύει το πραγματικό νόημα των διατάξεών της, υπό το φως των συγκεκριμένων περιστατικών κάθε υπόθεσης και των «σύγχρονων συνθηκών ζωής». Η δυναμική και εξελικτική ερμηνεία της Σύμβασης που υιοθετεί διαχρονικά το Δικαστήριο μετασχηματίζει ένα διεθνές κείμενο γενικών αρχών σε ζωντανό εργαλείο που κατατείνει στην ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, τα κράτη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες είναι διάδικα μέρη. Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν υποχρεωτική ισχύ για το εναγόμενο κράτος. Έτσι, όταν το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπιστώνει την ύπαρξη παραβίασης της ΕΣΔΑ σε μια υπόθεση, την εποπτεία της συμμόρφωσης του εναγόμενου κράτους προς τη σχετική απόφαση αναλαμβάνει η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εξάλλου, η έννοια της «συμμόρφωσης» είναι ευρύτερη από εκείνη της εκτέλεσης των αποφάσεων. Ενώ η εκτέλεση περιορίζεται στη λήψη των μέτρων που απαιτούνται με βάση το διατακτικό της απόφασης και ιδίως στην έγκαιρη καταβολή του ποσού της δίκαιης ικανοποίησης που επιδικάστηκε, η συμμόρφωση μπορεί να αφορά επίσης τη λήψη άλλων ειδικών ή γενικών μέτρων. Ως ειδικά μέτρα νοούνται εκείνα που αφορούν τον συγκεκριμένο προσφεύγοντα και κατατείνουν ως επί το πλείστον στη restitutio in integrum. Ως γενικά μέτρα συμμόρφωσης νοούνται νομοθετικά, διοικητικά ή άλλης φύσης μέτρα (π.χ. αλλαγή δικαστηριακής πρακτικής) γενικής εφαρμογής που αποβλέπουν στην αποφυγή επανάληψης στο μέλλον αντίστοιχων παραβιάσεων με αυτών που έχουν διαπιστωθεί. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι ο εποπτικός αυτός μηχανισμός είναι ιδιαίτερα απαιτητικός και μπορεί να οδηγήσει σε ασφυκτική διπλωματική πίεση εφόσον το κράτος αρνείται να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Σελ. 4

Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν έχουν έννομες συνέπειες μόνον ως προς το εναγόμενο κράτος, αλλά αποκτούν γενικότερη εμβέλεια. Πρόκειται για τη λεγόμενη erga omnes ισχύ των αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω αποφάσεις δεν παράγουν μόνο δεδικασμένο έναντι των μερών (res judicata), αλλά και «ερμηνευτικό δεδικασμένο» (res interpretata). Ειδικότερα, ένα κράτος που δεν είναι «διάδικο μέρος» στην υπόθεση δεν δεσμεύεται απευθείας από το ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης. Ωστόσο, δεν δύναται να αγνοήσει την αυθεντική ερμηνεία των άρθρων της ΕΣΔΑ, στην οποία προβαίνει το ΕΔΔΑ. Η ουσιαστική συμμόρφωση προς τις επιταγές της Σύμβασης προϋποθέτει ότι τα κράτη μέρη θα λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Κατά τούτο, η επίδραση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ επεκτείνεται σε όλα τα κράτη μέρη στη Σύμβαση και μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Συγχρόνως, όμως, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν προβαίνει σε in abstracto κρίση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς την ΕΣΔΑ. Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις του δεν κρίνουν γενικά και αφηρημένα το κατά πόσον μια εθνική νομοθεσία είναι συμβατή ή όχι προς τη Σύμβαση. Μη θέλοντας να υποκαταστήσει τον εθνικό νομοθέτη, το Δικαστήριο επικεντρώνεται στα περιστατικά κάθε υπόθεσης και εξετάζει κατά πόσον οι εθνικές αρχές εξασφάλισαν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση τον σεβασμό των δικαιωμάτων των προσφευγόντων που αναγνωρίζονται από την ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του ΕΔΔΑ δεν συνίσταται στο να αποφανθεί εάν π.χ. μια συγκεκριμένη διάταξη του ΑΚ πληροί τις εγγυήσεις που θέτει η Σύμβαση, αλλά εάν στις συγκεκριμένες περιστάσεις η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς την ΕΣΔΑ.

Το δεδομένο αυτό οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις: αρχικά, η μη διαπίστωση ύπαρξης παραβίασης της ΕΣΔΑ σε μια υπόθεση, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι οι συναφείς εθνικές διατάξεις εναρμονίζονται απόλυτα προς τη Σύμβαση. Πράγματι, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της ίδιας διάταξης του εθνικού δικαίου υπό άλλες συνθήκες να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαπίστωση παραβίασης των αρχών της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, οι αιτιάσεις που περιέχονται στην προσφυγή προσδιορίζουν -και κατ’ ουσίαν περιορίζουν-

Σελ. 5

το αντικείμενο της δίκης στην εξέταση των επικαλούμενων παραβιάσεων. Έτσι, π.χ. αν ο προσφεύγων δεν έχει επικαλεστεί διακριτική μεταχείριση σε βάρος του, το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει αυτή την πτυχή ακόμη και αν μπορούσε να τεθεί τέτοιο ζήτημα. Περαιτέρω, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβίασης της ΕΣΔΑ, αυτή θα πρέπει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να εντοπισθούν με ακρίβεια τα σημεία που δημιουργούν ζητήματα ασυμβατότητας και να αποφευχθούν οι γενικεύσεις.

Για τους παραπάνω λόγους, προκειμένου να μπορούν να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα ως προς την επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο ίδρυσης της συγγένειας έχει ιδιαίτερη σημασία η προσεκτική και συνεκτική εξέταση της νομολογίας του ΕΔΔΑ.

§ 2. Επιλογή και οριοθέτηση θέματος

Η νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση προς την ίδρυση της συγγένειας συνιστά την αιχμή του δόρατος της εν γένει νομολογίας του Δικαστηρίου που περιστρέφεται γύρω από την έννοια της οικογένειας και τις οικογενειακές σχέσεις. Επιπλέον, η ίδρυση της συγγένειας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια οικογενειακού δικαίου και κατά κανόνα απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση και προστασία επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από την οικογενειακή ζωή. Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου είναι ιδιαίτερα πλούσια και συνεχώς εξελισσόμενη. Πράγματι, η ίδρυση της συγγένειας εντάσσεται στα κατεξοχήν πεδία του οικογενειακού δικαίου όπου παρατηρείται εναργέστερα η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στις εθνικές έννομες τάξεις.

Ο εξελικτικός χαρακτήρας της νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς την ίδρυση της συγγένειας μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες. Ο πρώτος από αυτούς φαίνεται να είναι η μετεξέλιξη των ηθών και των κοινωνικών αντιλήψεων. Από τον παράγοντα αυτόν απορρέει, σε μεγάλο βαθμό, και μια διευρυμένη αντίληψη της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Μορφές οικογενειακών σχέσεων που παλαιότερα είτε δεν αναγνωρίζονταν καν είτε παρήγαγαν περιορισμένα έννομα αποτελέσματα, σήμερα αναγνωρίζονται ως ισότιμες με άλλες, πιο παραδοσιακές, μορφές. Οι αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων αποτελούν κομβικό στοιχείο του δικανικού συλλογισμού των αποφάσεων του Δικαστηρίου εν προκειμένω. Ένας επιπλέον παράγοντας που εξηγεί την κινητικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ στα θέματα ίδρυσης συγγένειας είναι η θεαματική πρόοδος της τεχνολογίας, όπως για παράδειγμα η γενικευμένη πλέον χρήση των εξετάσεων DNA, καθώς και κυρίως η συνεχής βελτίωση των μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Από όλα αυτά προκύπτει ένα νομολογιακό κεκτημένο που αναδεικνύει σταδιακά μια νέα αντίληψη για τον θεσμό της οικογένειας, αντίληψη που διαφέρει ολοένα και ριζικότερα από τις θεωρήσεις του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος, όπως αυτές είχαν αποτυπωθεί στις εθνικές νομοθεσίες των δεκαετιών του 1970, του 1980 και σε ορισμένες περιπτώσεις του 1990. Οι εξελίξεις αυτές όχι μόνο δεν έχουν ολοκληρωθεί, αλλά συνεχίζονται με έντονους ρυθμούς έως σήμερα σε πολλά κράτη μέρη στην ΕΣΔΑ. Καταστάσεις τις οποίες ο ιστορικός διεθνής νομοθέτης ούτε καν είχε φανταστεί

Σελ. 6

αποτυπώνονται σήμερα ολοένα και συχνότερα στις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Υπό αυτή την έννοια, η προαναφερθείσα ρήση του τελευταίου, σύμφωνα με την οποία η ΕΣΔΑ είναι ένα «ζωντανό κείμενο» (living instrument) που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των σύγχρονων συνθηκών ζωής, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πεδίο της ίδρυσης της συγγένειας.

Παρά το έντονο ενδιαφέρον που έχουν προκαλέσει κατά καιρούς συγκεκριμένες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ούτε η διεθνής ούτε η ελληνική βιβλιογραφία έχουν επιχειρήσει να μελετήσουν σε βάθος και κατά τρόπο σφαιρικό τη συμβολή της πλούσιας αυτής νομολογίας στο πεδίο της ίδρυσης της συγγένειας και κατ’ επέκταση τη σημασία της για τη θεώρηση του θεσμού της οικογένειας στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και ειδικότερα στην ελληνική. Μη έχοντας τη συνολική εικόνα, οι σχολιαστές επιμέρους αποφάσεων σπεύδουν να καταλήξουν σε συμπεράσματα τα οποία φαίνεται να διαψεύδονται λίγο αργότερα, δεδομένου ότι απουσιάζει από τις αναλύσεις αυτές η ανάδειξη γενικών αρχών και ιδεών που εμφανίζονται διαχρονικά ως leitmotiv στη νομολογία και αναδύονται πολλές φορές μόνο μετά από δεύτερη ανάγνωση του σχετικού νομολογιακού υλικού σε βάθος χρόνου.

Προκειμένου να υπογραμμιστεί η συμβολή αυτή της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στη ίδρυση της συγγένειας με την τεχνική και αυστηρή έννοια του όρου, δηλαδή στη δημιουργία συγγενικού δεσμού μεταξύ γονέων και παιδιών. Κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αντικείμενο εξέτασης οι συγγενικοί δεσμοί δεύτερου ή μεγαλύτερου βαθμού, σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου ούτε, κατά μείζονα λόγο, οι σχέσεις εξ αγχιστείας. Επιπλέον, η μελέτη επικεντρώνεται στην ίδρυση της συγγένειας, ως τέτοια. Εκφεύγουν, έτσι, του πεδίου της ζητήματα που αφορούν την άσκηση ειδικότερων δικαιωμάτων που απορρέουν από τις οικογενειακές σχέσεις -όπως π.χ. η άσκηση γονικής μέριμνας και επιμέλειας, η επικοινωνία με τα παιδιά- εκτός εάν και στο μέτρο που συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο ίδρυσης της συγγένειας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και περιστάσεις. Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους δεν εξετάζεται το ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα της διεθνούς απαγωγής παιδιών.

Η παραπάνω οριοθέτηση του θέματος συγκαθορίζει και τη μεθοδολογία που ακολουθείται σε όλη την έκταση της μελέτης.

Σελ. 7

§ 3. Μεθοδολογία της διατριβής

Όπως γίνεται κατανοητό, σκοπός της παρούσας μελέτης δεν είναι η ανάλυση των διατάξεων του ελληνικού οικογενειακού δικαίου για την ίδρυση συγγένειας, ως τέτοιων. Αντίθετα, εκείνο που επιδιώκεται είναι η «ανάγνωση» των διατάξεων αυτών υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ και ο εντοπισμός των σημείων σύμπλευσης ή τριβής με τις επιταγές της ΕΣΔΑ.

Για την ουσιαστικότερη μελέτη της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο επελέγησαν οι ειδικότερες πτυχές ίδρυσης συγγένειας για τις οποίες υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου ή για τις οποίες μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την ερμηνεία της ΕΣΔΑ. Με άλλα λόγια, δεν αναλύονται όλες οι όψεις του ζητήματος ίδρυσης της συγγένειας γιατί πολύ απλά η έλλειψη νομολογίας και άρα τοποθέτησης του ΕΔΔΑ για το προκείμενο θα μπορούσε να οδηγήσει σε επισφαλή συμπεράσματα ή σκέψεις. Αντίθετα, εντοπίστηκαν οι ειδικότερες θεματικές της ίδρυσης συγγένειας που μπορούν να αναδείξουν τη μετεξέλιξη της έννοιας της οικογένειας μέσω της επίδρασης της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

Για όλες τις θεματικές ακολουθείται η εξής μεθοδολογία: αρχικά εξετάζονται οι βασικές κατευθύνσεις, οι νομοθετικές επιλογές, καθώς και οι γενικές αρχές του ελληνικού δικαίου. Αν και δεν παραβλέπεται η θέση της θεωρίας στα εξεταζόμενα ζητήματα, η ανάλυση επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στις εφαρμοστέες διατάξεις και στον τρόπο που αυτές ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια. Στο μέτρο που η συμμόρφωση προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας δεν θα κριθεί με βάση τις τοποθετήσεις της θεωρίας, αλλά σε σχέση προς τις πράξεις ή παραλείψεις των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων και κατεξοχήν των ελληνικών δικαστηρίων, η προσέγγιση αυτή, που επικεντρώνεται στις νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως αυτές ερμηνεύονται στη δικαστηριακή πρακτική, κρίνεται η καταλληλότερη προκειμένου να αναδειχθεί εναργέστερα ο όλος μηχανισμός της επίδρασης στην ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη.

Στη συνέχεια, αναλύεται σε βάθος η συναφής νομολογία του ΕΔΔΑ και αναδεικνύονται οι επιταγές της ΕΣΔΑ. Προσδιορίζονται, δηλαδή, οι υποχρεώσεις των εθνικών αρχών -και η έκτασή τους- για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ρυθμίζουν τα κρινόμενα θέματα. Για να την ουσιαστικότερη συνδυαστική ανάλυση και σύνθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ διεξάχθηκε πρωτογενής έρευνα και σχετικά εξετάστηκαν περίπου 500 αποφάσεις που αφορούν τα εξεταζόμενα ζητήματα. Παράλληλα, σε σειρά ζητημάτων που αναλύονται, διενεργήθηκε πρωτότυπη συγκριτική έρευνα των εθνικών νομοθεσιών κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης με σκοπό να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή απουσία κοινού παρονομαστή. Η εν λόγω συγκριτική επισκόπηση και ανάλυση αναδεικνύει κατά πόσον οι επιλογές του Έλληνα νομοθέτη αντανακλούν τις υφιστάμενες τάσεις και τοποθετεί εναργέστερα την Ελλάδα στον Ευρωπαϊκό δικαιϊκό χάρτη. Επιπλέον, η ύπαρξη ή ανυπαρξία κοινού παρονομαστή μπορεί να επηρεάσει το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη για τη ρύθμιση

Σελ. 8

συγκεκριμένου ζητήματος και κατά αυτόν τον τρόπο οριοθετεί τον χώρο στον οποίο μπορεί να κινηθεί το εθνικό δίκαιο.

Ακολούθως, σε ένα τρίτο στάδιο, επιχειρείται η σύγκριση και ο συσχετισμός του ελληνικού δικαίου με τις επιταγές της ΕΣΔΑ. Στο σημείο αυτό, διαπιστώνεται άλλοτε ότι το ελληνικό δίκαιο (ή η νομολογία του ελληνικών δικαστηρίων) συμπλέει προς τις αρχές της Σύμβασης και άλλοτε ότι δεν εναρμονίζεται προς αυτές. Στην τελευταία περίπτωση, πραγματοποιείται εναρμονισμένη προς την ΕΣΔΑ ερμηνεία των διατάξεων του ΑΚ έτσι ώστε να δοθούν λύσεις που να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση της χώρας προς τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Η εν λόγω ερμηνεία αποτελεί έκφανση της συστηματικής ερμηνείας και χρησιμεύει στην αποκάλυψη του νοήματος ενός κανόνα δικαίου μέσω της έρευνας της θέσης και της λειτουργίας του μέσα στο όλο σύστημα, στο οποίο ανήκει. Ο κανόνας δικαίου δεν είναι ανεξάρτητος ή απομονωμένος και για αυτό πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τους λοιπούς κανόνες δικαίου του συστήματος. Έτσι, η σύμφωνη προς την ΕΣΔΑ ερμηνεία των διατάξεων του ΑΚ που πραγματοποιείται στην παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην εναρμόνιση διατάξεων της κοινής νομοθεσίας με διατάξεις που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ, προς αποφυγή ενδοσυστημικών αντινομιών στο ευρύτερο αξιακό σύστημα της έννομης τάξης.

Στο πλαίσιο αυτό, στο Εισαγωγικό κεφάλαιο αναλύονται τα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία του ΕΔΔΑ, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για την κατανόηση της νομολογίας του Δικαστηρίου στο ζήτημα της ίδρυσης της συγγένειας. Στη συνέχεια, η ανάλυση του θέματος γίνεται υπό δύο οπτικές γωνίες: Αρχικά, η μελέτη προσεγγίζει τις παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις και επιχειρεί να αναδείξει τη σταδιακή εξέλιξή τους, η οποία παρότι τις μεταλλάσσει δεν διαρρηγνύει τα ενδογενή αξιακά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά (Μέρος Πρώτο). Περαιτέρω, εξετάζονται οι νεωτερικές μορφές ίδρυσης της συγγένειας, δηλαδή εκείνες που αποτελούν αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου ή/και της αποδοχής εναλλακτικών οικογενειακών σχέσεων (Μέρος Δεύτερο).

 

Σελ. 9

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | Μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία
                                                     του ΕΔΔΑ

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, έχει αναπτύξει τη δική του μεθοδολογία για την εξέταση των προσφυγών που υποβάλλονται ενώπιόν του. Από το 1959 έως σήμερα έχει αποκρυσταλλώσει συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία που κατατείνουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των ιδεωδών που εγγυάται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στο πεδίο των οικογενειακών σχέσεων, το ΕΔΔΑ εξετάζει τις σχετικές υποθέσεις κατά κύριο λόγο υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των προσώπων. Η μεθοδολογία που ακολουθεί το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει δύο στάδια: αρχικά ελέγχεται κατά πόσον η υπόθεση εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 8 της Σύμβασης, δηλαδή στην έννοια της «ιδιωτικής» ή «οικογενειακής ζωής». Στη συνέχεια ελέγχεται κατά πόσον οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση της ύπαρξης παραβίασης εκ μέρους των εθνικών αρχών του δικαιώματος σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του.

Για την καλύτερη κατανόηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ που αφορά την ίδρυση σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών, καθώς και του συλλογισμού του Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της ΕΣΔΑ σε αυτές τις υποθέσεις, κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση των μεθοδολογικών και ερμηνευτικών εργαλείων του Δικαστηρίου. Τα εν λόγω εργαλεία χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί κατά πόσον μια σχέση εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (§1), αλλά και για το κατά πόσον τηρήθηκε το άρθρο αυτό, από μόνο του ή σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τη διακριτική μεταχείριση (§2).

§1. Εργαλεία για τη διαπίστωση του κατά πόσον το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ είναι εφαρμοστέο

I. Οι αυτόνομες έννοιες στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ

Eν όψει των διαφορετικών κοινωνικών, ιδεολογικών και κυρίως νομικών αντιλήψεων και παραδόσεων, οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ένα διεθνές συμβατικό κείμενο μπορεί να αποκτούν διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο από κράτος σε κράτος. Ταυτότητα στην ορολογία δεν σημαίνει απαραίτητα και εννοιολογική ταυτότητα. Για τον

Σελ. 10

λόγο αυτό, το διεθνές όργανο που είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει αυθεντικά το εν λόγω κείμενο μπορεί να προβεί στην αυτόνομη ερμηνεία ορισμένων όρων. Πρόκειται για έννοιες οι οποίες δεν ερμηνεύονται με απλή αναφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών-μερών, αλλά με βάση τα κριτήρια που θέτει το αρμόδιο διεθνές όργανο. Οι έννοιες αυτές καλούνται «αυτόνομες» (notions autonomes, autonomous notions ή autonomous concepts).

Η αυτόνομη ερμηνεία εμφανίζεται τόσο στο διεθνές όσο και στο ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνον τα διεθνή ή υπερεθνικά κείμενα, αλλά παρατηρείται και στο πλαίσιο μιας και της αυτής έννομης τάξης. Ως προς την ελληνική έννομη τάξη, θα μπορούσε να σημειωθεί το παράδειγμα της έννοιας της «αμέλειας», η οποία δεν έχει ταυτόσημο περιεχόμενο στο αστικό και το ποινικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, ο ίδιος όρος μπορεί να αποκτά διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο ανάλογα με τον κλάδο δικαίου της σχετικής έννομης τάξης.

Στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, τόσο η (πρώην) Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕπιτροπήΔΑ) όσο και το ΕΔΔΑ έχουν αναδείξει, ήδη από τα πρώτα βήματα της λειτουργίας τους, την ύπαρξη αυτόνομων εννοιών. Έτσι, σε μία από τις πρώτες σχετικές αναφορές, το 1968, η ΕΕπιτροπήΔΑ τόνισε ότι οι όροι «κατηγορίες ποινικής φύσης» εναντίον του προσφεύγοντος ή «αμφισβητήσεις επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσης» που αναφέρονται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν μπορούν να ερμηνευθούν με απλή αναφορά στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών, αλλά συνιστούν έννοιες που θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτόνομο. Ωστόσο, οι γενικές αρχές που ισχύουν στα κράτη μέρη θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε αυτή την ερμηνεία. Έκτοτε, η παραπάνω νομολογία έχει επιβεβαιωθεί

Σελ. 11

επανειλημμένα. Παράλληλα, έχουν αναδειχθεί περισσότερες αυτόνομες έννοιες που περιλαμβάνονται τόσο στη Σύμβαση όσο και στα Πρωτόκολλά της.

Η συζήτηση γύρω από τις εν λόγω έννοιες διαρκεί δεκαετίες. Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται μία προοδευτική μετεξέλιξη των αντιλήψεων, που αφορά τον ίδιο τον χαρακτηρισμό μιας έννοιας ως «αυτόνομης», αλλά και το περιεχόμενο που αποκτά η τελευταία με την πάροδο του χρόνου. Με άλλα λόγια, με το πέρασμα των ετών, τα όργανα -και κυρίως το Δικαστήριο- του Στρασβούργου έχουν ακολουθήσει μια δυναμική πορεία, αναδεικνύοντας ολοένα και περισσότερες αυτόνομες έννοιες, στις οποίες προσδίδουν σταδιακά ευρύτερο περιεχόμενο. Παρακάτω θα εξετασθεί η παρακάτω πορεία, με έμφαση στη σημασία των αυτόνομων εννοιών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Στη συνέχεια, θα αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο οι αυτόνομες έννοιες, ως ερμηνευτικό εργαλείο, συμπλέκονται με τις πιο γνωστές μεθόδους ερμηνείας της ΕΣΔΑ, προκειμένου η τελευταία να εκπληρώσει τον ρόλο της, δηλαδή την πρακτική και αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Α. Η σημασία των αυτόνομων εννοιών

Αν και ο όρος «αυτόνομη έννοια» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε σχετικό ορισμό. Παράλληλα, στη θεωρία δύσκολα μπορεί να εντοπισθεί ορισμός που να μην αποτελεί ταυτολογία, να μη δίδεται αποκλειστικά μέσω παραδειγμάτων και να αντικατοπτρίζει το σύνολο της σχετικής νομολογίας των οργάνων του Στρασβούργου. Παρ’ όλα αυτά, το εγχείρημα δεν φαίνεται τόσο περίπλοκο. Πράγματι, από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι αυτόνομη έννοια είναι όρος της ΕΣΔΑ ή των Πρωτοκόλλων, τον οποίο το ΕΔΔΑ δεν ερμηνεύει απαραίτητα με τον ίδιο τρόπο που τον αντιλαμβάνεται η εθνική έννομη τάξη του εναγόμενου κράτους, αλλά με βάση δικά του κριτήρια, σύμφωνα με το αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης, προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιογενή εφαρμογή της ΕΣΔΑ σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Με άλλα λόγια, αυτόνομη είναι η έννοια η

Σελ. 12

οποία έχει ιδιαίτερη σημασία στο κανονιστικό σύστημα της Σύμβασης και δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τους ομώνυμους όρους της μίας ή της άλλης εθνικής έννομης τάξης. Ο αυτόνομος χαρακτήρας μιας έννοιας συνεπάγεται ότι το περιεχόμενό της θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο από τα όργανα που καλούνται να την ερμηνεύσουν και να την εφαρμόσουν και κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στο αντικείμενο και στον σκοπό της ΕΣΔΑ.

Από τα παραπάνω αναδεικνύονται τα τέσσερα χαρακτηριστικά της αυτόνομης έννοιας στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ. Πρώτον, η αυτόνομη έννοια δεν έχει αναγκαία το ίδιο νόημα και περιεχόμενο με τους ομόηχους όρους στα κράτη-μέρη στη Σύμβαση. Πράγματι, κάθε όρος που θεωρείται «αυτόνομη έννοια» αποκτά ένα καθεστώς «σημασιολογικής ανεξαρτησίας». Δεύτερον, το Δικαστήριο του Στρασβούργου ερμηνεύει την παραπάνω έννοια σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, τα οποία αποτελούν προϊόν νομολογιακής επεξεργασίας και δεν αρκείται σε απλή αναφορά στο εσωτερικό δίκαιο του εναγομένου κράτους. Τρίτον, η αυτονόμηση των εννοιών κατατείνει σε ερμηνεία της Σύμβασης σύμφωνη με το αντικείμενο και τον σκοπό της. Τέλος, μέσω της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των εννοιών αυτών επιτυγχάνεται ο βασικός σκοπός, που είναι η ομοιογένεια και, σε τελευταία ανάλυση, μια εναρμόνιση προστασίας, απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη της ολοκλήρωσης της Ευρώπης.

Είναι γεγονός ότι το κείμενο της ΕΣΔΑ δεν ορίζει ρητά ποιες είναι οι αυτόνομες έννοιες, αλλά οι τελευταίες έχουν αναδειχθεί μέσω της ερμηνείας της Σύμβασης από το ΕΔΔΑ. Πολλές φορές το Δικαστήριο του Στρασβούργου καταφεύγει στην «αυτόνομηση» των εννοιών της Σύμβασης όταν υφίσταται σύγκρουση με το εναγόμενο κράτος ως προς εννοιολογικό προσδιορισμό ο οποίος καθορίζει την εφαρμοσιμότητα ενός δικαιώματος που εγγυάται η Σύμβαση. Επιπλέον, το Δικαστήριο υπαινίσσεται,

Σελ. 13

εμμέσως πλην σαφώς, τον αυτόνομο χαρακτήρα μιας έννοιας χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ», «υπό το φως της ΕΣΔΑ», «για τους σκοπούς ερμηνείας της παρούσας Σύμβασης», «υπό την έννοια της ΕΣΔΑ», κλπ. Οι εκφράσεις αυτές υποδηλώνουν ότι ο όρος στον οποίο αναφέρονται ερμηνεύεται με βάση τα κριτήρια που ανταποκρίνονται, κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, στο αντικείμενο και το σκοπό της Σύμβασης και όχι υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα ως προς την «οικογενειακή ζωή» (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), ενώ παλαιότερα ο χαρακτηρισμός της ως αυτόνομης έννοιας προέκυπτε από τα συμφραζόμενα, σε μεταγενέστερη απόφασή του το Δικαστήριο προέβη ρητά στον εν λόγω χαρακτηρισμό.

Β. Οι αυτόνομες έννοιες ως ερμηνευτικά εργαλεία

Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι οι αυτόνομες έννοιες λειτουργούν ως σημαντικά ερμηνευτικά εργαλεία στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα από τα συστατικά στοιχεία του ορισμού των αυτονόμων εννοιών είναι το γεγονός ότι μέσω αυτών το Δικαστήριο επιχειρεί να προβεί σε ερμηνεία σύμφωνη με το αντικείμενο και τον σκοπό της ΕΣΔΑ. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι μια τέτοια τελεολογική ερμηνεία συνδέεται στενά με το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η Σύμβαση. Πράγματι, όπως αναφέρεται στο Προοίμιο, η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών συνδέεται άρρηκτα με ένα πολίτευμα «αληθινά δημοκρατικό», καθώς και την εμπέδωση του κράτους δικαίου.

Το ιδεολογικό αυτό στίγμα έχει σφραγίσει κατά καιρούς τη σημασία την οποία προσδίδει το Δικαστήριο σε σειρά δικαιωμάτων και συναφών αυτονόμων εννοιών, όπως

Σελ. 14

η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Αυτό εμφαίνεται, για παράδειγμα, στην πλειάδα αποφάσεων του ΕΔΔΑ που τονίζει ότι η ελευθερία έκφρασης προστατεύει τη διάδοση ιδεών που σοκάρουν ή ενοχλούν, υπογραμμίζοντας συγχρόνως τον «πλουραλισμό», την «ανεκτικότητα» και την «ευρύτητα πνεύματος» που πρέπει να διακρίνουν μια δημοκρατική κοινωνία. Αντίστοιχα, παρότι το άρθρο 11 (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) αναφέρεται ρητά μόνο σε συνδικάτα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ίδρυση και λειτουργία πολιτικών κομμάτων εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου αυτού. Προκειμένου να φτάσει στο εν λόγω συμπέρασμα, το Δικαστήριο τονίζει ότι η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα το οποίο είναι συμβατό με την ΕΣΔΑ.

Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα εντάσσεται, όπως θα καταδειχθεί αναλυτικότερα στη συνέχεια, η προοδευτική διεύρυνση των αυτονόμων εννοιών του άρθρου 8 και ειδικότερα της οικογενειακής ζωής. Πράγματι, η εν γένει φιλελεύθερη προσέγγιση του Δικαστηρίου σε πλαίσιο «ανεκτικότητας» και «ευρύτητας πνεύματος» είναι εκείνη που οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε μία καινούργια αντίληψη περί οικογενειακής ζωής στην οποία εντάσσονται και οι νεωτερικές μορφές της, πέρα από την προστασία της παραδοσιακής οικογένειας. Γενικότερα, η αυτονόμηση των εννοιών λειτουργεί έτσι ώστε το Δικαστήριο να προσδώσει «χρήσιμο αποτέλεσμα» (effet utile) στους επιμέρους όρους της Σύμβασης, κατατείνοντας στην αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Στην παραπάνω ιδιάζουσα φύση της ΕΣΔΑ ανταποκρίνεται και η λεγόμενη εξελικτική ερμηνεία. Πρόκειται για ιδιότυπη ερμηνευτική μέθοδο η οποία συνιστά εφεύρημα των διεθνών οργάνων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ιδίως του ΕΔΔΑ. Πράγματι, η εν λόγω μέθοδος δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών μεθόδων ερμηνείας εν γένει και ειδικότερα των παραδοσιακών μεθόδων ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων. Η μέθοδος της εξελικτικής ερμηνείας βασίζεται στην παραδοχή ότι «στο μέτρο που τα δικαιώματα του ανθρώπου αντικατοπτρίζουν ένα σύστημα αξιών, δεν μπορούν να παραμένουν “απολιθωμένα” στο πλαίσιο της αρχικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών, αλλά εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου».

Σελ. 15

Ήδη από το 1978, το ΕΔΔΑ είχε τονίσει ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί ένα «ζωντανό κείμενο», το οποίο ερμηνεύεται υπό το φως των «σημερινών συνθηκών ζωής». Πράγματι, η ερμηνεία μιας σύμβασης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η ΕΣΔΑ, δεν είναι δυνατόν να παραμένει αγκυλωμένη στην αναζήτηση της ιστορικής βούλησης των συντακτών της, αλλά θα πρέπει να στρέφεται στο παρόν αποτυπώνοντας τις σύγχρονες ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις.

Οι αυτόνομες έννοιες τελούν σε σχέση διαρκούς ανάδρασης με την εξελικτική ερμηνεία. Από τη μία πλευρά, οι αυτόνομες έννοιες αποτελούν το όχημα της εξελικτικής ερμηνείας. Πράγματι, η τελευταία δεν πραγματοποιείται εν κενώ, αλλά αποκτά σάρκα και οστά με την ερμηνεία των όρων της Σύμβασης. Ωστόσο, όπως γίνεται αντιληπτό, η εξελικτική ερμηνεία αφορά κατεξοχήν τις αυτόνομες έννοιες, δηλαδή εκείνες που ερμηνεύονται σύμφωνα με τα κριτήρια του ίδιου του ΕΔΔΑ. Από την άλλη πλευρά, η εξελικτική ερμηνεία είναι εκείνη η οποία προσδίδει ένα προοδευτικά διευρυνόμενο περιεχόμενο στις αυτόνομες έννοιες. Με άλλα λόγια, το νόημα και το περιεχόμενο των αυτονόμων εννοιών εξελίσσεται χάρη στην αναζήτηση των σύγχρονων συνθηκών ζωής. Σε αυτή την εξέλιξη σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η ύπαρξη ευρωπαϊκής συναίνεσης των κρατών ως προς τη ρύθμιση ενός θέματος. Αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ των εννόμων τάξεων των συμβαλλομένων μερών ως προς το επίδικο ζήτημα προκειμένου να ερμηνεύσει την ΕΣΔΑ (και τους όρους της) κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει την τρέχουσα πραγματικότητα.

II. Η ιδιωτική και η οικογενειακή ζωή ως αυτόνομες έννοιες

Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. - 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».

Σελ. 16

Όπως γίνεται αντιληπτό, η εν λόγω διάταξη προστατεύει τέσσερα έννομα αγαθά: την ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία. Αν και τα αγαθά αυτά απαριθμούνται κατά τρόπο διακριτό στη ρύθμιση, στην πράξη συχνά αλληλοκαλύπτονται, στο μέτρο που κοινός παρονομαστής τους είναι η προστασία της ιδιωτικότητας του ατόμου. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές στις οποίες το ΕΔΔΑ έχει εξετάσει μια υπόθεση υπό το φως περισσότερων προστατευόμενων δικαιωμάτων του άρθρου 8.

Α. Οι επιμέρους εκφάνσεις της «ιδιωτικής ζωής» στο άρθρο 8

Το ΕΔΔΑ έχει υπογραμμίσει ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής στο άρθρο 8 είναι ευρεία και δεν είναι δυνατό ή απαραίτητο να δοθεί εξαντλητικός ορισμός της. Ενδεικτικά, έχει κριθεί ότι η ιδιωτική ζωή συμπεριλαμβάνει τη σωματική, ψυχική ή ηθική ακεραιότητα, όψεις της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας, το όνομα και το επίθετο του ατόμου, την οικογενειακή κατάσταση ως αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας, το δικαίωμα στην προσωπική εικόνα και τις φωτογραφίες,

Σελ. 17

τη φήμη, την τιμή και την υπόληψη, την ταυτότητα φύλου (gender identity), τον γενετήσιο προσανατολισμό, τη γενετήσια ζωή, το δικαίωμα σύναψης και ανάπτυξης σχέσεων με άλλους και τον έξω κόσμο, τους συναισθηματικούς δεσμούς ατόμων του ίδιου φύλου, το δικαίωμα ενός ατόμου να αποφασίσει με ποιον τρόπο και πότε θα τελειώσει η ζωή του (υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να διαμορφώσει ελεύθερη βούληση ως προς αυτό και να ενεργήσει αντίστοιχα), το δικαίωμα για σεβασμό της επιλογής κάποιου να γίνει ή όχι γονέας (υπό τη γενετική έννοια του όρου), τις επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες και τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε κάποιο επάγγελμα ή εργασία, τα αρχεία ή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται και αποθηκεύονται από τις υπηρεσίες ασφαλείας ή άλλες κρατικές αρχές, κλπ. Περαιτέρω, πιθανές μορφές επέμβασης στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής μπορεί να αποτελούν η παρακολούθηση των επικοινωνιών και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η

Σελ. 18

αυθαίρετη άρνηση χορήγησης υπηκοότητας, η απαγόρευση των αμβλώσεων για λόγους υγείας, κλπ.

Αν και το άρθρο 8 εξασφαλίζει στο άτομο μια σφαίρα εντός της οποίας μπορεί να αναπτύσσει και να ολοκληρώνει την προσωπικότητά του, δεν περιορίζεται στα μέτρα που θίγουν το άτομο εντός της κατοικίας ή του προσωπικού του χώρου. Πράγματι, υφίσταται μία ζώνη αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός προσώπου και άλλων, η οποία μπορεί, ακόμη και σε ένα δημόσιο πλαίσιο, να εντάσσεται στην ιδιωτική ζωή. Με άλλα λόγια, θα ήταν υπέρμετρα στενός ένας ορισμός της έννοιας της ιδιωτικής ζωής που περιορίζεται σε ένα μικρό κύκλο μέσα στον οποίο ο ιδιώτης θα δικαιούται να ζει τη ζωή του κατά βούληση, αποκλείοντας εντελώς τον έξω κόσμο. Ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής πρέπει να περιλαμβάνει, ως ένα ορισμένο βαθμό, το δικαίωμα δημιουργίας και ανάπτυξης σχέσεων με άλλους ανθρώπους.

Β. Από την «ιδιωτική» στην «οικογενειακή ζωή»

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ιδιωτική ζωή μπορεί να επικαλύπτεται με τις άλλες έννοιες στο άρθρο 8. Το εν λόγω φαινόμενο καθίσταται εντονότερο σε σχέση προς την οικογενειακή ζωή, η οποία συμπλέκεται με την ιδιωτική σε σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να εντοπισθούν υποθέσεις τις οποίες το ΕΔΔΑ εξετάζει τόσο υπό την οπτική γωνία της ιδιωτικής όσο και από εκείνη της οικογενειακής ζωής. Εδώ εντάσσονται, για παράδειγμα, οι υποθέσεις που αφορούν ζευγάρια τα οποία επιθυμούν να καταφύγουν σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.

Περαιτέρω, λόγω της προοδευτικής διεύρυνσης της έννοιας της οικογένειας, παρατηρείται η ένταξη σε αυτήν ορισμένων σχέσεων που αρχικά ενέπιπταν μόνον στην έννοια της ιδιωτικής ζωής. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο έχει θεωρήσει ως «οικογένεια»

Σελ. 19

περιπτώσεις που αφορούσαν τη σύναψη ή ανάπτυξη σχέσεων με άλλους και που παραδοσιακά θεωρούνταν ως ανήκουσες στην ιδιωτική σφαίρα. Παράδειγμα της ανωτέρω πορείας της νομολογίας του ΕΔΔΑ αποτελεί ο χαρακτηρισμός της σχέσης προσώπων του ίδιου φύλου, καθώς και της σχέσης μεταξύ παιδιού με ομόφυλου συντρόφου του φυσικού γονέα. Εν προκειμένω διευρύνεται το περιεχόμενο της «οικογενειακής ζωής», χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτόματα τη συρρίκνωση της «ιδιωτικής ζωής».

Παρά τη συνεχή διεύρυνση του πεδίου των σχέσεων που εμπίπτουν στην οικογενειακή ζωή, το ΕΔΔΑ εξετάζει υπό το πρίσμα της ιδιωτικής ζωής ορισμένες υποθέσεις που παραδοσιακά ανήκουν στην ύλη του οικογενειακού δικαίου των κρατών μερών. Πρόκειται κυρίως για εκείνες που αφορούν τον αποκλεισμό του φερόμενου ως βιολογικού πατέρα από τη δυνατότητα άσκησης αγωγής αναγνώρισης ή προσβολής της πατρότητας. Οι λόγοι για τους οποίους οι εν λόγω περιπτώσεις εξετάζονται υπό το πρίσμα της ιδιωτικής ζωής, γίνονται καλύτερα κατανοητοί αν συλλογισθεί κανείς τα κριτήρια που απαιτούνται από το ΕΔΔΑ για να εντάξει μια σχέση στην έννοια της οικογενειακής ζωής, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από την έως σήμερα νομολογία, ζήτημα που αναλύεται ακολούθως.

III. «Ο πραγματικός ή αποτελεσματικός οικογενειακός δεσμός» ως στοιχείο της έννοιας της οικογενειακής ζωής

Α. Από το τυπικό κριτήριο στο λειτουργικό κριτήριο

Οι οικογενειακές σχέσεις που αναγνωρίζονται νομικά στο εσωτερικό δίκαιο οδηγούν κατά κανόνα το ΕΔΔΑ να κρίνει ότι υφίσταται οικογενειακή ζωή υπό το άρθρο 8 της Σύμβασης. Έτσι, η γέννηση ενός παιδιού εντός γάμου ή εντός συμφώνου συμβίωσης αρκεί για να θεωρηθεί ότι η σχέση του παιδιού αυτού με τους γονείς του εμπίπτει

Σελ. 20

στην οικογενειακή ζωή. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση υιοθεσίας ή εκούσιας ή δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας.

Ωστόσο, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει το ΕΔΔΑ, η Σύμβαση αποβλέπει στο να προστατεύει τα δικαιώματα που αναγνωρίζει κατά τρόπο πρακτικό και αποτελεσματικό και όχι θεωρητικό ή «απατηλό». Έτσι, προκειμένου να εντάξει μία σχέση στην έννοια της οικογενειακής ζωής (και κατ’ επέκταση της οικογένειας), το Δικαστήριο του Στρασβούργου προβαίνει σε εξέταση των πραγματικών δεσμών που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των υποκειμένων της εν λόγω σχέσης, χωρίς να προσκολλάται σε συγκεκριμένους τύπους ή κριτήρια. Με άλλα λόγια, καθοριστική είναι η συνδρομή ενός πραγματικού ή αποτελεσματικού συνδέσμου (effective family link), μιας «πραγματικής οικογενειακής ζωής» (real family life).

Ήδη από το 1986, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι τα ανύπανδρα ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν σε σταθερή σχέση συνιστούν επίσης οικογένεια. Περαιτέρω, ούτε η ύπαρξη γάμου ούτε η συμβίωση κρίνονται απαραίτητες στις σχέσεις γονέων και παιδιών, στο μέτρο που έχουν αναπτυχθεί συναισθηματικοί δεσμοί. Ο βιολογικός δεσμός μεταξύ γονέα και παιδιού οδηγεί κατά κανόνα, αλλά όχι ipso facto, στη διαπίστωση ότι η υπό κρίση σχέση συνιστά οικογένεια. Από την άλλη, η απουσία «δεσμών αίματος» δεν αποκλείει αυτόματα την ύπαρξη οικογενειακής ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Έτσι για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι η σχέση μεταξύ ενός διεμφυλικού άντρα, της συντρόφου του και του παιδιού που γεννήθηκε από τη σύντροφο κατόπιν ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με δότη σπέρματος συνιστούσε οικογενειακή ζωή. Το Δικαστήριο στήριξε τη διαπίστωσή του αυτή στο γεγονός ότι κατά τα άλλα η σχέση των παραπάνω δεν διέφερε από εκείνες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής οικογένειας, καθώς και στο ότι ο διεμφυλικός «συμμετείχε» στη διαδικασία της εξωσωματικής ως «πατέρας» του παιδιού.

Back to Top