ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ - ΓΕΝΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Πρακτικά Θέματα Εξετάσεων
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 256
- ISBN: 978-960-654-812-3
Το βιβλίο «Εθνική Σχολή Δικαστών – Γενική Νομική Παιδεία – Πρακτικά θέματα εξετάσεων» έχει συγγραφεί βάσει των απαιτήσεων των εξετάσεων στο αντικείμενο της Γενικής Παιδείας της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Παρέχει ένα εύχρηστο και ευσύνοπτο θεωρητικό υλικό και εισαγωγικό «λεξικό» συγγραφής της παραγωγής λόγου. Είναι προσανατολισμένο στη θεματολογία των δοθέντων θεμάτων, με «χαρτογράφηση» και κατηγοριοποίηση αυτών σε θεματικές ενότητες, προσαρμοσμένες στην ύλη του μαθήματος, καθώς και με επιπρόσθετες αναπτύξεις κειμενικού τύπου, ώστε να μπορούν οι υποψήφιοι να αποκτήσουν μια σφαιρική εικόνα για την ανάπτυξη πιθανών θεμάτων.
Αναλύονται θέματα όπως:
-Οι αρχές και προϋποθέσεις της Δικαιοσύνης ως έννοια και πράξη
-Ευρυθμία και ευνομία
-Τα ηθικά και πνευματικά εφόδια του Δικαστή
-Η ανεξαρτησία του Δικαστή και απροσωπόληπτη κρίση
-ΜΜΕ και σχηματισμός δικανικής πεποίθησης
-Οι σχέσεις δικαστών και δικηγόρων –
-Η ενασχόληση του Δικαστή με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Θετικές και αρνητικές επιπτώσεις
-Αυτοκριτική και Δίκαιο - Άδικο - Αυστηρότητα και επιείκεια.
Δίνεται έμφαση:
- Στη μεθοδολογία ανάλυσης θεμάτων γενικής παιδείας
- Στις αναπτύξεις παλαιότερων θεμάτων
Περιλαμβάνονται:
- Ενδεικτικές εκθέσεις δοκιμιακού, κυρίως, τύπου, ως υποδείγματα γραφής, έκφρασης, δομής και περιεχομένου
- Αποφάσεις του ΕΔΔΑ, για την καλύτερη νομική θεμελίωση των στηριζόμενων απόψεων
Η εμπεριστατωμένη ανάπτυξη των τεθέντων και επιπρόσθετων θεμάτων του μαθήματος της Γενικής Παιδείας αποτελεί ένα σημαντικό και χρηστικό εργαλείο για τους υποψήφιους σπουδαστές της ΕΣΔΙ για μια ολοκληρωμένη προετοιμασία προκειμένου να εξοπλιστούν επαρκώς με τα απαραίτητα εφόδια για τον γραπτό διαγωνισμό και να αντεπεξέλθουν με επιτυχία τη γραπτή δοκιμασία του εν λόγω μαθήματος.
1
Πρόλογος IX
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
EΙΣΑΓΩΓΗ -
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Ι. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ 1
ΙΙ. Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 2
ΙΙΙ. Η «ΤΕΧΝΗ» ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΗΣ 4
ΙV. Ο «ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΗΣ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΑΣΤΟΧΙΩΝ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ 5
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΣΔΙ 7
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
I. ΔΙΚΑΙΟ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ 7
A. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 7
B. ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
- ΕΥΡΥΘΜΙΑ ΚΑΙ ΕΥΝΟΜΙΑ - ΗΘΙΚΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ -
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΗ ΚΡΙΣΗ -
ΜΜΕ & ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗΣ 15
Γ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 16
ΙΙ. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ -
ΟΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΔΙΚΑΝΙΚΗ
ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 23
A. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΝΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ. ΔΙΚΑΣΤΗΣ:
ΟΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΜΕ 24
1. ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗ 28
2. ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 33
3. Ο ΔΙΚΑΙΟΠΛΑΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ - ΟΡΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ 37
4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΟΡΘΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ- ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 42
III. ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ 61
A. ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ: ΑΙΤΙΑ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ - ΑΝΑΣΧΕΣΗ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ 61
B. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 69
ΙV. ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ 75
V. ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΑ 79
VI. ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ 87
VII. ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΔΙΚΟ - ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ 89
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
I. ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ - ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ 94
IΙ. ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 104
ΙΙΙ. ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
ΚΑΙ Ο ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΣ 109
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2: ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
I. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: ΕΝΝΟΙΑ, ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ, ΘΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ - ΣΥΝΕΚΦΟΡΑ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ 114
Α. Η ΕΝΝΟΙΑ, ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ 115
II. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ - ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ & ΙΣΟΤΗΤΑ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ - ΕΥΘΥΝΗ - ΚΑΘΗΚΟΝ- ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΔΙΑΦΘΟΡΑ
ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ 127
A. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ -
ΚΡΙΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ 128
B. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ 138
Γ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ - ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ - ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ 140
Δ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΙΚΑ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ 144
Ε. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ - ΛΥΣΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ:
ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ - ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ 147
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Ι. ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ - ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ 156
ΙΙ. ΒΙΑ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 165
ΙΙΙ. ΔΙΑΦΘΟΡΑ 177
ΙV. ΨΗΦΙΑΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ: ΟΦΕΛΗ - ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 187
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΘΝΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
I. ΕΘΝΙΣΜΟΣ - ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ -
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΛΑΩΝ - ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ 195
II. ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ - ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΦΩΝΑ 203
III. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 212
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 5: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
I. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ A΄ ΠΠ 215
ΙΙ. ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 217
III. Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 220
IV. Η ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 224
V. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 227
VI. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 228
VII. KΡΑTIKA ZHTHMATA ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΟΥ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 230
Βιβλιογραφία 233
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
EΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Ι. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Η συγγραφή και ανάπτυξη του θέματος της γενικής παιδείας των εξετάσεων της ΕΣΔΙ προϋποθέτει τον εξοπλισμό με το θεωρητικό πλαίσιο της παραγωγής λόγου, που θεμελιώνεται στη σύνταξη ενός κειμένου με διαπίστωση, ερμηνεία και αξιολόγηση φαινομένων και καταστάσεων που διατρέχουν τη σύγχρονη ζωή και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Το κείμενο που ζητείται να αναπτυχθεί, αφορά σε νομικά, κοινωνικά, πολιτικά, και κρατικά-διακρατικά ζητήματα ή και σε ζητήματα πολιτιστικού ενδιαφέροντος και στο πλαίσιο αυτό, καλούνται οι υποψήφιοι/ες να συνθέσουν τις απόψεις του και να αναλύσουν καίρια ζητήματα, φαινόμενα και προβλήματα. Αυτό το πόνημα της παραγωγής γραπτού λόγου απαιτεί προσεκτικά βήματα, που είναι τα εξής:
Κατανόηση της εκφώνησης του θέματος, προκειμένου να επιτευχθεί η σωστή ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται προσεκτική ανάγνωση του θέματος, ανίχνευση των βασικών εννοιών και επισήμανση του θεματικού άξονα, στον οποίο πρέπει να ενταχθεί. Αυτό σημαίνει πως είναι πολύ σημαντικό να εντοπιστεί η θεματική ενότητα, στην οποία ανήκει το θέμα προς ανάλυση, και θα αφορά είτε σε νομικό είτε σε πολιτικό είτε σε κοινωνικό είτε σε κρατικό/διακρατικό ζήτημα είτε, τέλος, σε ευρύτερο θέμα πολιτιστικού πεδίου. Η, δε, αναγνώριση του θεματικού κύκλου ενέχει πλεονεκτήματα, διότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να γίνει η προσέγγιση του θέματος, η άντληση του υλικού επιχειρηματολογίας και η επιλογή του κατάλληλου λεξιλογίου, που προσιδιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Καθορισμός δεδομένων και ζητουμένων, με στόχο την ισομερή ανάπτυξή τους στο τελικό κείμενο. Τα ερωτήματα που μπορεί να τεθούν διαμορφώνονται ως εξής: να κρίνουν, να σχολιάσουν ή να ανασκευάσουν μια άποψη, να παρουσιάσουν τα χαρακτηριστικά, τα αίτια, τις συνέπειες ή τους τρόπους αντιμετώπισης ενός φαινομένου.
Αποκωδικοποίηση των δεδομένων και ζητουμένων. Σε αυτό το στάδιο είναι σκόπιμο να γίνει η αποκωδικοποίηση των ερωτημάτων ή των απόψεων, που δίδονται προς ανάλυση. Τα ερωτήματα, όσον αφορά στα χαρακτηριστικά ενός φαινομένου, θα είναι, ενδεχομένως, διατυπωμένα υπό τη μορφή διαπίστωσης και επιβεβαίωσης των εκδηλώσεων και χαρακτηριστικών του φαινομένου ή ενός προβλήματος. Τα ερωτήματα σχετικά με τα αίτια δύναται να έχουν ποικίλες διατυπώσεις, όπως την εξήγηση της έξαρσης, τους παράγοντες που συντελούν στην εξάπλωση, για ποιους λόγους καθίσταται αναγκαία η επίλυση του προβλήματος και παρόμοια ερωτήματα. Οι, δε, συνέπειες μπορεί να ζητηθούν και ως η παρουσίαση της σημασίας του φαινομένου ή η επισήμανση των κινδύ-
Σελ. 2
νων ή η αναφορά σε λόγους προστασίας ενός αγαθού και άλλα παρεμφερή ερωτήματα. Τέλος, αν ζητούνται οι τρόποι αντιμετώπισης, μπορεί να διατυπωθούν και ως λύσεις, παρουσίαση δραστηριοτήτων και προτάσεων για την αλλαγή και διόρθωση μιας κατάστασης.
Ένταξη του θέματος σε επικοινωνιακό πλαίσιο, άλλως τύπο κειμένου. Οι κειμενικοί τύποι, που είναι δυνατόν να ζητηθούν, είναι οι εξής: δοκίμιο, άρθρο, επιφυλλίδα, ομιλία - και εισήγηση ή διάλεξη-, επιστολή. Ανάλογα με τις περιστάσεις επικοινωνίας προσαρμόζεται το ύφος και η γλώσσα του γραπτού λόγου -ή προφορικά προσχεδιασμένου λόγου- και η, εν γένει, παρουσίαση του κειμένου που ζητείται να αναλυθεί.
Επισήμανση του τύπου του θέματος. Σε αυτό το στάδιο πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το θέμα θα αφορά σε ένα πρόβλημα, σε ένα φαινόμενο, σε μια αξία, κατάσταση ή γεγονός, σε έναν γενικότερο προβληματισμό, ανάπτυξη με βάση τη θέση κάποιου άλλου ή σε ένα θέμα ελεύθερης ανάπτυξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται τα παραπάνω βήματα με προσεκτικό εντοπισμό της επιχειρηματολογίας, που πρέπει να παρατεθεί. Επίσης, μπορεί να δοθεί ένα θέμα με δύο αντικρουόμενες απόψεις, οπότε, εν τοιαύτη περιπτώσει, είναι θεμιτό να παρατεθούν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, με υπέρ και κατά, διότι η μη ορθότητα μιας άποψης δεν ισχύει. Στην περίπτωση που η μια άποψη δεν είναι ορθή, τότε η ανάλυση θα επιχειρηθεί δίδοντας έμφαση στην άποψη που καταφανώς είναι ορθή.
Καταγραφή σχεδιαγράμματος. Το τελικό βήμα, πριν τη συγγραφή, είναι το σχεδιάγραμμα, ως το θεμέλιο για την ανάπτυξη, διότι θα αποτελέσει τη βάση για την πρόχειρη καταγραφή των ενοτήτων, παραγράφων και επιχειρημάτων, που θα εμπεριέχει το τελικό κείμενο. Με αυτόν τον τρόπο θα καταστρωθεί ένα αρχικό «σχέδιο», που θα αποτελέσει τη βάση για τη σύνθεση και ανάκληση του υλικού. Τα, δε, επιχειρήματα που θα καταγραφούν, εν είδει σημειώσεων, θα αντληθούν από τους τομείς επιχειρηματολογίας και, συγκεκριμένα, από τον ηθικό, πνευματικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, πολιτικό και διακρατικό τομέα. Μπορεί, επίσης, να αντληθούν από το ατομικό πεδίο και αυτό των φορέων και θεσμών (επιμερισμός με βάση το άτομο και τους κοινωνικούς φορείς). Η παραγραφοποίηση, είναι καλό να γίνει στο αρχικό κείμενο, γιατί θα βοηθήσει στον τρόπο οργάνωσης, ταξινόμησης και διάρθρωσης του υλικού και στη σωστή δόμηση του γραπτού κειμένου.
ΙΙ. Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το δεύτερο βήμα, μετά την κατανόηση του θέματος και την αρχική καταγραφή του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί, αποτελεί η οργάνωση του κειμένου με επιχειρήματα και η, εν γένει, δομή του. Εκτός της κλασικής τριχοτόμησης αυτού, σε πρόλογο, κύριο μέρος και επίλογο, είναι σημαντικό να δομηθεί το υλικό σε επιμέρους ενότητες και παραγράφους, λαμβάνοντας υπόψη τις κάτωθι παραμέτρους:
Το κείμενο πρέπει να διέπεται από σωστή και λογική διάρθρωση των σκέψεων, που πρακτικά δηλώνει την αρχιτεκτονική του κειμένου με την παράθεση των επιχειρημάτων,
Σελ. 3
με στόχο την επαρκή και ορθή τεκμηρίωση. Η καταγραφή και παράθεση αυτών πρέπει να γίνει με αλληλουχία, συνοχή, συνεκτικότητα, πειστική κατάταξη των επιχειρημάτων σε κλιμακωτή μορφή, αποτελεσματική διάκριση των παραγράφων, προοδευτική αποκάλυψη της προσωπικής θέσης.
Έμφαση δίδεται στα μέσα πειθούς: στην επιχειρηματολογία και στην τεκμηρίωση των απόψεων, που διέπονται από τους δείκτες της συγκεκριμένης επικοινωνιακής ανάγκης ή συνθήκης. Επίσης, η επιχειρηματολογία και η τεκμηρίωση των απόψεων ακολουθούν τις βασικές δομές του λόγου: Δομή κειμένου (πρόλογος, κύριο θέμα, επίλογος) και δομή παραγράφου (θεματική περίοδος, λεπτομέρειες, κατακλείδα). Σε αυτή τη λογική εδράζεται και ο τρόπος ανάπτυξης των παραγράφων (ορισμός, διαίρεση, αιτιολόγηση, αίτιο-αποτέλεσμα, σύγκριση- αντίθεση, παραδείγματα και αναλογία) και επιλέγεται ο προσφορότερος, που διευκολύνει την τεκμηρίωση της κατευθυντήριας ιδέας της θεματικής πρότασης.
Τα επιχειρήματα είναι λογικές προτάσεις, που, συνήθως, παρατίθενται σε κλιμακωτή σειρά για την απόδειξη μιας θέσης. Η διαδικασία ή η μέθοδος με την οποία καταστρώνεται ένα επιχείρημα λέγεται συλλογισμός. Το επιχείρημα θεωρείται έγκυρο, όταν οι προκείμενες οδηγούν με λογική αναγκαιότητα σε ένα βέβαιο συμπέρασμα και, όταν, επομένως, οι προκείμενες και το συμπέρασμα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, τότε τις θεωρούμε αληθείς κρίσεις ή προτάσεις.
Τα τεκμήρια είναι συγκεκριμένα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται με σκοπό να πιστοποιήσουν την αλήθεια και την αξία των επιχειρημάτων ή των απόψεων του γράφοντος. Για τον σκοπό αυτόν, επιστρατεύονται παραδείγματα από την καθημερινή πρακτική, από την ιστορική πραγματικότητα και από ευρύτερα πεδία, κοινωνικά και επιστημονικά. Επίσης, χρησιμοποιούνται αλήθειες, απόψεις, δηλαδή, κοινώς παραδεκτές ή/και αυθεντίες, που δεν μπορούν να αντικρουστούν. Ακόμη, στατιστικά στοιχεία και αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν.
Οι τρόποι- μέσα πειθούς, επίσης, που πρέπει να αξιοποιηθούν είναι: πρώτον, η επίκληση στη λογική, οπότε επιστρατεύονται ως μέσα τα επιχειρήματα και τα τεκμήρια, δεύτερον, η επίκληση στο συναίσθημα του δέκτη, καθώς ο πομπός επιδιώκει να διεγείρει τα συναισθήματα που απαιτούνται, για να συγκινήσει τον δέκτη -με την περιγραφή, την αφήγηση, το χιούμορ, την ειρωνεία και συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις ή φράσεις- και, τρίτον, η επίκληση σε κάποια αυθεντία, με την οποία παρουσιάζονται αξιόπιστες πηγές, όπως παράθεση απόψεων ενός ειδικού επιστήμονα, μελετητή και πνευματικού ανθρώπου. Τέταρτον, η επίκληση στο ήθος του πομπού, εξαίροντας τα προτερήματα και τις ικανότητές του, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του δέκτη. Πέμπτον, κάνει μια προσωπική επίθεση εναντίον του αντιπάλου, δηλαδή, ασκεί κριτική στο χαρακτήρα του και στην ιδιωτική του ζωή. Η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου συναντάται, κυρίως, στις συστατικές επιστολές, στον πολιτικό λόγο και, γενικότερα, στον προπαγανδιστικό λόγο.
Σελ. 4
ΙΙΙ. Η «ΤΕΧΝΗ» ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΗΣ
Επιπρόσθετα, σε επίπεδο γλωσσικής έκφρασης τα μορφοσυντακτικά φαινόμενα και οι λειτουργίες της γλώσσας αποτυπώνονται με την τεχνική των κειμενικών δεικτών: Σύνδεση προτάσεων (παρατακτική, υποτακτική σύνδεση, ασύνδετο σχήμα), μικροπερίοδος ή μακροπερίοδος λόγος, παθητική- ενεργητική σύνταξη, εγκλίσεις και ερωτήσεις εκφράζουν τη στάση του ομιλητή απέναντι στο λογικό νόημα. Σημεία στίξης, ρηματικά πρόσωπα, σχήματα λόγου, άλλως εκφραστικά μέσα (επαναλήψεις, αντιθέσεις, μεταφορές, προσωποποιήσεις, υπερβολές, κ.ά.) διανθίζουν το κείμενο και το εμπλουτίζουν νοηματικά ή και σε τεχνικό επίπεδο.
Για να καταστεί το κείμενο σαφές και εύληπτο, οφείλει ο πομπός να διαθέτει, εκτός των άλλων, που αφορούν στην ορθή οργάνωση του λόγου του και τεκμηρίωση επιχειρημάτων, καθαρότητα λόγου, σαφήνεια ιδεών κι απόψεων. Προσοχή απαιτείται στη χρήση της γλώσσας με ευστοχία, ακρίβεια, λεκτικό-εκφραστικό πλούτο, τήρηση των γραμματικοσυντακτικών κανόνων, σωστή χρήση των σημείων στίξης, μορφή και πρωτοτυπία. Η καταλληλότητα ύφους-αποτελεσματικότητα του κειμένου- επιτυγχάνεται με την επιλογή της κατάλληλης «γλώσσας», ανάλογα με την περίσταση και το είδος του κειμένου. Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την ικανότητα του γράφοντος να πετύχει τον σκοπό που επιδιώκει με το κείμενο, δηλαδή, να πείσει ή και να προκαλέσει τις επιθυμητές ενέργειες ή αντιδράσεις.
Χρησιμοποιείται γ, β’ ή α΄ ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο, ανάλογα με την περίσταση και το επικοινωνιακό πλαίσιο. Το κείμενο, βεβαίως, δεν πρέπει να έχει έντονο και υπερβολικά υποκειμενικό χαρακτήρα. Συνήθως ο πομπός δεν εκφράζει αποκλειστικά υποκειμενικές απόψεις, αλλά ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων, εκπροσωπώντας τα μέλη μιας κοινότητας και κοινωνίας.
Το ύφος επιβάλλεται να διαθέτει αμεσότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα. Ωστόσο, πρέπει να αποφεύγεται η πεζολογία και η χρήση ιδιωμάτων του προφορικού λόγου. Η ομιλία, ωστόσο, έχει πιο επίσημο ύφος από τη συζήτηση, όπως και η επιστολή σε δημόσιο φορέα, συγκριτικά με το άρθρο μιας εφημερίδας.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν σχήματα λόγου (ανάλογα με το είδος του επιστημονικού ή μη λόγου και τις μορφές πειθούς: επιστημονικός, δικανικός και διαφημιστικός λόγος). Ωστόσο, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι ρητορικές ερωτήσεις και τα άλλα σχήματα λόγου πρέπει να χρησιμοποιούνται με μέτρο, χωρίς υπερβολές. Με τα σχήματα αυτά αξιοποιείται η βιωματική χρήση της γλώσσας και γίνεται επίκληση στο συναίσθημα του δέκτη: χιούμορ, ειρωνεία, κολακεία, αίσθημα ευθύνης, χρέους, ευαισθητοποίηση κ.λ.π.
Η μετάβαση από τη λέξη στη φράση προϋποθέτει προσεκτική επιλογή λέξεων- με κυριολεκτική ή μεταφορική σημασία-, που θα συνθέσουν μια επαυξημένη πρόταση, για να προσδώσει στην περίοδο λόγου διαύγεια, ακρίβεια και βαρύνουσα σημασία στην επιχειρηματολογία. Ο προσδιορισμός των βασικών όρων της πρότασης με ονοματικούς και επιρρηματικούς προσδιορισμούς δίδει στον λόγο ένταση και βαρύτητα. Η σύνθεση
Σελ. 5
των περιόδων λόγου επιτυγχάνεται με συνοχή και συνεκτικότητα, που θα οικοδομήσει το κείμενο και θα το συνδέσει με άρρηκτο τρόπο.
ΙV. Ο «ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΗΣ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΑΣΤΟΧΙΩΝ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ
1. Η αδυναμία κατανόησης των ζητουμένων, κυρίως, αλλά και του είδους του επικοινωνιακού λόγου, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, οδηγούν σε σοβαρά λάθη της ανάπτυξης του κειμένου ή και σε ανισομερή ανάπτυξη του θέματος.
2. Η προβολή μιας φανερά παράλογης ή ακαθόριστης θέσης, άνευ πειστικής και τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας, και η έλλειψη προσπάθειας για λογική τεκμηρίωση μιας ορθής θέσης, καθιστούν το γραπτό κείμενο ασθενές και ελλιπές, ως προς το περιεχόμενο.
3. Η «άτακτη» διάρθρωση και παράθεση των σκέψεων, χωρίς ειρμό, λογική σύνδεση, οργάνωση- στο επίπεδο της παραγράφου και των θεματικών ενοτήτων, αλλά και η διαπλοκή ανομοιογενών επιχειρημάτων, αποδυναμώνει τον λόγο, που δεν εκφέρεται φυσικά και αβίαστα.
4. Η εκφραστική «ένδεια», που συχνά συνοδεύεται από τη μονότονη επανάληψη λέξεων και εκφράσεων, τη μη εναλλαγή των γλωσσικών λειτουργιών, αλλά και έλλειψη ποικιλίας εκφραστικών αποδόσεων.
5. Η απεραντολογία με επαναλήψεις νοημάτων, γλωσσική ακαμψία και ατέρμονη συσσώρευση πανομοιοτήτων εκφράσεων, που δεν συντελούν σε μια κλιμακωτή απόδειξη και παράθεση πειστικών μέσων.
6. Η εκφραστική ανομοιομορφία, η μη φυσική ροή της γλώσσας, η ακαμψία και δυσκαμψία, η φλυαρία, ο ρητορισμός, ο επιφανειακός εκφραστικός πλούτος, η ασάφεια, η ακυριολεξία, η αοριστολογία, η πεζολογία.
7. Η μη ορθή χρήση των σημείων στίξης, οι συχνές διαγραφές λέξεων, που αποδίδουν μια ακαλαίσθητη και δυσανάγνωστη εικόνα του γραπτού.
8. Η έλλειψη καθορισμένης πορείας και η άτακτη παράθεση των σκέψεων, δίχως οργάνωση με βαθμιαία απόδειξη, που θα οδηγήσει στην προθετικότητα του κειμένου.
9. Η κυκλική πορεία στην ανάπτυξη, που την επαναφέρει στο σημείο αφετηρίας, με επαναλήψεις και άσκοπες- ανεπιτυχείς προσπάθειες για πειθώ.
10. Εν κατακλείδι, η ασυμφωνία του λόγου με τις απαιτήσεις του κειμένου, η επιφανειακή ή επιδερμική προσέγγιση των ζητουμένων, η αυθαίρετη γενίκευση, η παρείσακτη παρείσφρηση στοιχείων άσχετων με την επιχειρηματολογία, στερούν το κείμενο από την αποδεικτική αξία και το αποδυναμώνουν, όσον αφορά στην πειστικότητα και στην ορθότητα.
Σελ. 6
Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΣΔΙ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
I. ΔΙΚΑΙΟ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
A. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τεθέν θέμα:
Η ασφάλεια δικαίου αποτελεί θεμέλιο της έννομης τάξης. Πώς συνδέεται με άλλες αρχές του δικαίου και πώς οριοθετεί τις κρατικές λειτουργίες;
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 2014)
Ανάπτυξη:
Στις μέρες μας, όπως και σε όλες τις ιστορικές περιόδους, πληθαίνουν οι συζητήσεις αναφορικά με το ρόλο του Δικαίου ως βασικό παράγοντα και ρυθμιστή των σχέσεων των πολιτών μεταξύ τους, αλλά και με την κρατική εξουσία, ως φύλακα και προστάτη των νόμων. Οι πολίτες οφείλουν σεβασμό, υπακοή και εμπιστοσύνη στον νόμο και στη δικαιοσύνη και αυτό επιτυγχάνεται, όταν οι νόμοι είναι, πρωτίστως σεβαστοί από την πολιτεία, σε όλες της τις εκφάνσεις και λειτουργίες, και αποσκοπούν στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, εντός του πλαισίου που θέτει η ευνομούμενη πολιτεία του Κράτους Δικαίου. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος των αρχών του δικαίου με την υπερθετική αξία της ασφάλειας δικαίου, τη σύνδεση και «διαπλεκόμενη ή διαλεκτική» παρουσία τους στο νομικό αξιακό σύστημα και την παρεπόμενη οριοθέτηση- συστολή των κρατικών λειτουργιών, με σημείο αναφοράς την εξασφάλιση και διαφύλαξη της πίστης των πολιτών σε αυτό που ονομάζεται ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου.
Η κυρίαρχη και βασικότερη λειτουργία, που επιτελεί το δίκαιο, είναι να ρυθμίζει την εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά σε όλους τους τομείς, όπως κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό. Για να επιτύχει αυτό τον στόχο, οφείλει, πρωτίστως να πληροί κάποια εσωτερικά γνωρίσματα, ορισμένες ουσιαστικές εσωτερικές προϋποθέσεις, προκειμένου η νομική του ισχύς να μπορεί εύκολα και ακώλυτα να μετατρέπεται σε πραγματική, δηλαδή, να είναι εφαρμόσιμο έχοντας στο επίκεντρο της ρυθμιστικής του ενέργειας τον άνθρωπο, ως μέλος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Σαφώς, λοιπόν, το δίκαιο κατακλύζεται από
Σελ. 8
«κανόνες», γενικές αρχές, με αφηρημένο και αόριστο χαρακτήρα, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων δικαίου- που προκύπτουν από τις νομικές διατάξεις. Αυτό συμβαίνει, διότι οι αρχές αυτές εκφράζουν και αποτυπώνουν βασικούς «δείκτες και οδηγούς» της κοινωνικής συμβίωσης, που είτε απορρέουν από συνταγματικές διατάξεις είτε ερείδονται σε αυτές.
Θεμελιώδης και βασική αρχή του συντάγματος -και ταυτοχρόνως πρωταρχική- είναι η αρχή του Κράτους Δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ), η οποία συνιστά νομικά δεσμευτική συνταγματική αρχή και αναγνωρίζεται ομόφωνα ως μία από τις θεμελιώδεις αρχές που είναι εγγενείς σε όλα τα συνταγματικά συστήματα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Συναγόμενες και παρεπόμενες αυτής της συνταγματικής αρχής, εμφανίζονται οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της διάκρισης των εξουσιών -και ως προϋπόθεση του κράτους δικαίου-, της νομιμότητας, της μη αναδρομικής ισχύος των κανόνων δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου. Όλες αυτές οι συντασσόμενες με την αρχή του Κράτους Δικαίου αρχές συνιστούν και συναρτούν το θεμελιώδες και κοινό ευρωπαϊκό πρότυπο, που καθοδηγεί και περιορίζει την άσκηση των δημοκρατικών εξουσιών, και ως εγγενές στοιχείο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, για τον σεβασμό του οποίου απαιτείται όλοι να αντιμετωπίζονται από τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων με αξιοπρέπεια. Επίσης, με ισότητα και λογική, σύμφωνα με τον νόμο και να έχουν τη δυνατότητα οι πολίτες να προσφεύγουν κατά αποφάσεων ενώπιον ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων. Εν κατακλείδι, το Κράτος Δικαίου θεμελιώνεται και οικοδομείται στη λογική της άσκησης των κρατικών εξουσιών, σύμφωνα με τους νόμους, οι οποίοι θα σέβονται τις ατομικές ελευθερίες και των οποίων η εφαρμογή θα υπόκειται στον έλεγχο των ανεξάρτητων δικαστηρίων.
Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως, και με βάση τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επισημαίνονται τα χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου, που εδράζεται σε μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή, μια εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη, που ακολουθεί οικουμενικές αρχές. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές, αρχικά, η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί παράγοντες είναι υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο. Κατόπιν, οι νόμοι είναι σαφείς, δημοσιοποιούνται και εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η ασφάλεια των ατόμων και των εννόμων αγαθών. Η διαδικασία με την οποία θεσπίζονται και επιβάλλονται οι νόμοι είναι προσβάσιμη, δίκαιη και αποτελεσματική. Τέλος, η δικαιοσύνη αποδίδεται έγκαιρα από ικανούς, ηθικούς, και ανεξάρτητους εκπροσώπους και διασφαλίζεται με την ανεξαρτησία, η οποία διέπει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων, που τους απονέμει το Σύνταγμα. Η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός οργάνων, όπως επιτάσσει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, εξασφαλίζει ότι πράγματι η εξουσία θα είναι θεσμικά αντισταθμισμένη, ενώ ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων, που θέτουν όρια στη δράση των
Σελ. 9
κρατικών οργάνων, αλλά και που, παράλληλα, κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εναπόκειται, κυρίως, στη δικαστική λειτουργία.
Βασικά σημεία αναφοράς και αφετηρίας του Κράτους Δικαίου, συνεπικουρούμενα των βασικών πυλώνων, συνιστούν η νομιμότητα, υπό την έννοια μιας διαφανούς, υπεύθυνης και δημοκρατικής διαδικασίας θέσπισης νόμων, η απαγόρευση της αυθαιρεσίας, η απρόσκοπτη και ακώλυτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ενώπιον ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων. Επίσης, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η απαγόρευση της εισαγωγής διακρίσεων, η ισότητα έναντι του νόμου και, καταληκτικά, η ασφάλεια δικαίου που αποτελεί τον καταλύτη εμπέδωσης και εδραίωσης της προστασίας, που απολαμβάνει ο πολίτης από την κρατική εξουσία με τη συνακόλουθη κατοχύρωση της ασφαλείας και της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει και δεν συνεπάγεται το αμετάβλητο του νομικού πλαισίου, που διέπει τις έννομες σχέσεις, αλλά ότι η τυχόν τροποποίηση των κανόνων δικαίου δεν οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση των πολιτών, οι οποίοι επέδειξαν δικαιολογημένα εμπιστοσύνη στην σταθερότητά του. Ως εκ τούτου, η διαλεκτική ανάμεσα στην προσαρμογή και τη σταθερότητα δεν είναι πάντοτε δυνατόν να οδηγεί σε σύνθεση, ήδη κατά το στάδιο της θεσπίσεως ενός κανόνα δικαίου, οπότε το έργο αυτό το αναλαμβάνει τις περισσότερες φορές η νομολογία με πρωταγωνιστή τον δικαστή. Με όπλο το νομικό πλαίσιο προσφεύγει στη χρήση του εύκαμπτου εργαλείου των γενικών αρχών του δικαίου, οι οποίες επιτρέπουν την ένταξη στο θετικό δίκαιο της ανάγκης προστασίας των υφισταμένων εννόμων σχέσεων μετά την αλλαγή του νομικού πλαισίου. Συνεπώς, ο συγκερασμός της ανάγκης προστασίας των υφισταμένων εννόμων καταστάσεων και της ευέλικτης προσαρμογής της έννομης τάξεως στις οικονομικές εξελίξεις, με την ταυτόχρονη προστασία του πολίτη, επιτυγχάνεται με την εφαρμογή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη και της ασφάλειας δικαίου.
Ως βασικός πυλώνας και άξονας αναφοράς, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η συνακόλουθη ή απορρέουσα αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως προαπαιτούμενο της ασφάλειας, αποτελούν παρεπόμενη συνέπεια της αρχής του κράτους δικαίου και συνεπάγονται, αδρομερώς, τη σαφήνεια των κανόνων δικαίου και τη σταθερότητα τωv εvvόμωv καταστάσεωv, αποκλείοντας από τo πεδίo εφαρμoγής τoυ δικαίoυ τov κίvδυvo αβεβαιότητας ως πρoς τo ισχύov δίκαιο ή απότoμης μεταβoλής στov τρόπo εφαρμoγής του. Δεδoμέvoυ ότι η βασική λειτoυργία τoυ δικαίoυ συvίσταται στηv παρoχή ασφαλείας στον πολίτη, δεv voείται δίκαιo χωρίς κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίoυ. Η παρατήρηση αυτή δηλώνει, όμως, και το υπερβολικό εύρος το οποίο χαρακτηρίζει αυτή την αρχή και αφoρά, κυρίως, στηv αvτικειμεvικότητα τωv καvόvωv δικαίoυ και, κατ’ επέκταση, αποσκοπεί στη συνεχή, συνεπή και σταθερή εξέλιξη του δικαίου, αποκλείοντας τις αιφνίδιες μεταβολές. Επίσης, η αρχή της ασφαλείας του δικαίoυ επιβάλλει σαφήvεια και ακρίβεια τωv καvόvωv δικαίoυ και τωv ατoμικώv ρυθμίσεωv, πoυ συγκρoτoύv, σε oρισμένη χρovική στιγμή, τo voμικό πλαίσιo, εvτός τoυ oπoίoυ ασκoύv τις αρμoδιότητές τoυς τα όργαvα και αvαπτύσσoυv τις δραστηριότητές τoυς oι ιδιώτες.
Σελ. 10
Η ασφάλεια δικαίου ή νομική ασφάλεια αναφέρεται στη βεβαιότητα των κυβερνούμενων, ότι τα δικαιώματά τους προστατεύονται από τους διαφορετικούς νόμους και τις αρχές τους, και σε περίπτωση που πρέπει να διεξαχθεί μια νομική διαδικασία, αυτή πραγματοποιείται, όπως ορίζεται στο νομικό πλαίσιο. Δηλαδή, η ασφάλεια δικαίου είναι η γνώση και η βεβαιότητα που έχουν οι πολίτες για τον ορισμό στον νόμο του επιτρεπτού ή απαγορευμένου και ποιες είναι οι διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, όπως ορίζονται στο Σύνταγμα και σε κανονισμούς, που αποτελούν το νομικό πλαίσιο μιας χώρας. Από την άλλη πλευρά, εάν παραβιαστεί το δικαίωμα οποιουδήποτε ατόμου, το κράτος πρέπει να εγγυηθεί την αποκατάσταση αυτής της κατάστασης. Για παράδειγμα, αν υπάρχει νομικός κανονισμός, που πρέπει να τηρείται σε ολόκληρη την επικράτεια, οι πολίτες, ενδεχομένως, χειρίζονται τις πληροφορίες, γνωρίζουν πώς να ενεργούν σε μια ειδική κατάσταση και τι να περιμένουν σύμφωνα με τα γεγονότα. Από αυτό το πνεύμα της αποδοχής της συγκρότησης μιας πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας εμφορείται το «Κοινωνικό συμβόλαιο» του John Locke, σύμφωνα με το οποίο ο λαός δίνει συναίνεση και συγκατάθεση στους κανόνες, που θεσπίζει η κρατική εξουσία νομιμοποιούμενη από τον ίδιο το λαό. Αυτή η αυτοδέσμευση υπακοής δίδεται υπό την εγγύηση και τα εχέγγυα εξασφάλισης φυσικών δικαιωμάτων, με στόχο την εύρυθμη κοινωνική συμβίωση και γενική ευημερία, γεγονός που προσδίδει στην εξουσία αξιοπιστία και εγκυρότητα και στον πολίτη εμπιστοσύνη, πίστη στο νόμο και ασφάλεια.
Ως εκ τούτου, η ασφάλεια δικαίου αναφέρεται στη βεβαιότητα του νόμου, δηλαδή, στην προβλεψιμότητα που διαθέτουν τα άτομα, όταν γνωρίζουν και κατανοούν ποιοι είναι οι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται και οι νομικές συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών τους στο πρόσωπο, τα υπάρχοντά τους ή τα δικαιώματά τους. Μέσω της βεβαιότητας του νόμου, πρόκειται για τον έλεγχο, από τη γνώση του λαού, της ελευθερίας δράσης που έχουν. Δηλαδή, θεωρείται ότι οι άνθρωποι, λαμβάνοντας υπόψη αυτό, που το νομικό πλαίσιο θεσπίζει ως καλό ή κακό, θα γνωρίζουν ποιες είναι οι συνέπειες των πράξεών τους και αυτός είναι ένας τρόπος ρύθμισης της ελευθερίας τους και βάση στο να ενεργούν σωστά, χωρίς να επηρεάζουν οι επιλογές τους άλλους κοινωνούς.
Η αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεύεται και μεταφράζεται -παρακολουθηματικά και συνεκδοχικά- με άλλες αρχές που αφορούν, καταρχάς, τις αρχές που συνθέτουν το πλέγμα του Κράτους Δικαίου. Η διαλεκτική της με τις άλλες αρχές είναι συνεχής και τελεί σε σχέση αλληλεξάρτησης, αλληλεπίδρασης και αμοιβαιότητας. Πρωτίστως, ερείδεται στο Σύνταγμα, το οποίο αναγορεύεται σε υπέρτατο κριτήριο αξιολόγησης των κρατικών πράξεων και, βάσει του άρθρου 93 παρ. 4 Σ, προβλέπεται ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Δευτερευόντως, η διάκριση των εξουσιών, η κατανομή των αρμοδιοτήτων και η αμοιβαιότητα ελέγχου διασφαλίζουν τη νομιμότητα και αποτρέπουν την κατάχρηση εξουσίας και την αυθαιρεσία. Εν συνεχεία, η αρχή της νομιμότητας κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου, καθώς ρυθμίζεται το πλαίσιο και καθορίζεται το πεδίο δράσης της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης, εντός του οποίου θα κινείται βάσει των επιταγών του νόμου και των ορίων του. Η αρχή αυτή απορρέει από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Σ), συνιστά θεμελιακό πυλώνα της εφαρμογής της
Σελ. 11
αρχής του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Σ) και διασφαλίζει τις κατοχυρωμένες συνταγματικώς θεμελιώδεις αρχές. Επιπλέον, τα κρατικά και διοικητικά όργανα έχουν πεπερασμένη και περιορισμένη δράση, διότι υπόκεινται σε οριοθέτηση και έλεγχο από τις επιταγές προϋφιστάμενων κανόνων δικαίου, που θεσμοθετούνται με νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας από τη λαϊκή κυριαρχία. Επομένως, με την υπαγωγή της δημόσιας διοίκησης στους κανόνες δικαίου, που ψηφίζονται από το όργανο που διαθέτει τη νομοθετική αρμοδιότητα, επιτυγχάνεται με έμμεσο τρόπο η υποταγή της δημόσιας διοίκησης στη βούληση του εκλογικού σώματος, στον λαό με τη στενή έννοια, ως φορέα της λαϊκής κυριαρχίας.
Ένα ακόμη σταθερό σημείο αναφοράς και σύνδεσης της ασφάλειας δικαίου είναι η αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του Κράτους Δικαίου, η οποία αναγνωρίζεται ρητά στο Σύνταγμα, στο άρθρο 25 §1, εδ. δ΄. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί την εξισορρόπηση μεταξύ της κρατικής εξουσίας και της προστασίας των ιδιωτών και «συμβιώνει» με την αρχή της αναγκαιότητας, της καταλληλότητας και της αναλογικότητας- εν στενή έννοια. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, προκειμένου να κριθούν ανεκτοί οι επιβαλλόμενοι σε ένα θεμελιώδες δικαίωμα περιορισμοί, στο πλαίσιο σύγκρουσης ατομικού και δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει να ανταποκρίνονται στους σκοπούς της νομοθετικής ή διοικητικής ρύθμισης και, πάντως, σε σκοπούς γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, το περιοριστικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται στην άσκηση ενός δικαιώματος, πρέπει να είναι αναγκαίο, για την εξυπηρέτησή τους και το λιγότερο επαχθές ή ηπιότερο δυνατό ως αντισταθμιστική αρχή. Επίσης, το μέτρο που επιλέγεται πρέπει να είναι κατάλληλο και πρόσφορο, για την εξυπηρέτηση των τιθέμενων σκοπών και να τελεί σε σχέση συνάφειας προς αυτούς, ενώ η ανάγκη εξυπηρέτησης του τιθέμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος να μην αποβαίνει προδήλως ασύμμετρη ή δυσανάλογη προς την ανάγκη προστασίας του προσβαλλόμενου δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την εξεύρεση του αναγκαίου μέτρου, κατά την επιβολή περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, για να μην παραβιάζεται στην πράξη, όπως, συχνά, παρατηρείται, το «τεκμήριο αθωότητας».
Στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, ερείδεται η απόφαση του ΕΔΔΑ Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, που αφορούσε στην εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας και στην προστασία και στον σεβασμό των ατόμων, όταν έχουν απαλλαχθεί από ποινικές κατηγορίες ή έχει παύσει ποινική δίωξη σε βάρος τους, που, κατ’ επέκταση, απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται άμεσα ή έμμεσα σε άλλες νέες μη ποινικές διαδικασίες σαν να είναι πράγματι ένοχοι. Ουσιαστικά, τα άρθρα 6 § 2 της ΕΣΔΑ και 14 § 2 του ΔΣΑΠΔ, που θεσπίζουν το τεκμήριο της αθωότητας, εξασφαλίζουν στο μέλλον και για πάντα το δικαίωμα του κατηγορουμένου περί αποδεδειγμένης μη ενοχής του για συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που δημιουργήθηκαν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, το οποίο παραβιάζεται από δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, που αφορούν ίδια πραγματικά περιστατικά στις πολιτικές δικαστικές αποφάσεις. Συνεπώς, αφενός μεν, η δικαιοσύνη προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, καθώς αποδίδεται και εφαρμόζεται το δίκαιο
Σελ. 12
και η ελευθερία ως ένα πολύτιμο αγαθό, με την παροχή εγγυήσεων προστασίας δικαιωμάτων και ελευθεριών, αφετέρου δε, ανταποκρίνεται στο χρέος της έναντι του κοινωνικού φορτίου, με βασική συνιστώσα και την αποκατάσταση της αδικίας και την ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος.
Ακόμη, σε σχέση αλληλένδετη τελεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, παραλλήλως, με την αρχή της καλής πίστης. Από τη συνταγματική προστασία της προσωπικότητας (άρθρο 5 §1 Σ), την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της ασφάλειας του δικαίου απορρέει η δικαιολογημένη- ή προστατευόμενη- εμπιστοσύνη του διοικούμενου. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και προβλεψιμότητας των πραγματικών και νομικών καταστάσεων, που έχουν διαμορφωθεί από τον νομοθέτη, ούτως ώστε να αξιώνει τη μη αιφνίδια και απρόβλεπτη μεταβολή τους. Εμπράκτως, αυτό σημαίνει την εμπιστοσύνη του πολίτη σε ειλικρινή, καλοπροαίρετη, έμπιστη και συνεπή Διοίκηση, ώστε να υπηρετεί -υπό τον όρο της δικαιοκρατικής εγγύησης- το κοινωνικό κράτος, περιβεβλημένη με το «πέπλο» της ηθικής και των χρηστών ηθών, που απαγορεύουν τον δόλο, την εξαπάτηση και την εκμετάλλευση.
Στο πλαίσιο της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εδράζεται η απόφαση του ΕΔΔΑ, Σινέ Τσαγκαράκη Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδας, η οποία αφορούσε αίτηση ακύρωσης εταιρείας κατά των αδειών οικοδομής και των αδειών λειτουργίας, που χορηγήθηκαν σε ανταγωνίστριες εταιρείες, για ένα συγκρότημα σε μια περιοχή που προορίζεται για ιδιωτικές κατοικίες, με τον ισχυρισμό ότι αυτές οι άδειες ήταν παράνομες και ότι η λειτουργία του ανταγωνιστικού πολυκαταστήματος θα δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνισμό. Το κεντρικό νομικό ζήτημα ήταν, εάν μπορούσε να επανεξεταστεί η νομιμότητα της οικοδομικής άδειας και η παρεπόμενη νομιμότητα και καταλληλότητα της έκδοσης της άδειας λειτουργίας, γεγονός που επέφερε νομολογιακή σύγκρουση μεταξύ του 4ου και του 5ου Τμήματος του ΣτΕ, η οποία συνεχίστηκε επί σειρά ετών και, μάλιστα, παρά την παρέμβαση της Ολομέλειας. Αυτό δημιούργησε μια κατάσταση νομικής αβεβαιότητας, επισημαίνοντας την αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού εναρμόνισης της νομολογίας. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι όροι, που έχει θέσει σε σχέση με την ασφάλεια δικαίου, δεν είχαν ικανοποιηθεί και ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και απαιτείται δίκαιη ικανοποίηση.
Άξια μνείας είναι η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνεκφερόμενη με την αρχή της μη αναδρομικότητας των κανόνων δικαίου. Σαφώς και ρητώς, καθιερώνεται φραγμός και περιορισμός στην αναδρομική δύναμη των νόμων ( άρθρο 7 Σ), η επιβολή ποινής κατόπιν δίκης με νόμο που να ισχύει, πριν την τέλεση της πράξης και, τέλος, βάσει του Αστικού Κώδικα προβλέπεται ότι δεν έχει αναδρομική ισχύ ο νόμος, εκτός αν είναι ηπιότερος για τον κατηγορούμενο.
Σε αυτό το σκεπτικό κινείται και συμπράττει η απόφαση του ΕΔΔΑ, Romeva κατά Βόρειας Μακεδονίας, που θέτει ως βάση την απαγόρευση αναδρομικής ανάκλησης σύνταξης και δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Συγκεκριμένα, στην προσφεύγουσα, μετά
Σελ. 13
από νόμιμες διαδικασίες, απονεμήθηκε σύνταξη γήρατος, αλλά το Ταμείο, επτά έτη μετά την συνταξιοδότηση, επανεξέτασε τα στοιχεία και ανακάλεσε αναδρομικά την σύνταξη, γιατί διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εργαστεί το νόμιμο ελάχιστο χρονικό διάστημα των 35 ετών, για να τη δικαιούται, αν και δεν ήταν η ίδια υπεύθυνη για την εσφαλμένη εκτίμηση από το Ταμείο της αίτησής της. Ενόψει των στοιχείων αυτών έκρινε, λοιπόν, το ΕΔΔΑ ότι δεν υπήρξε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, λόγω της στήριξης της απόφασης σε στοιχεία που αποτελούσαν τη βάση της διοικητικής απόφασης, και ότι η επιβάρυνση για την προσφεύγουσα ήταν υπερβολική και απεφάνθη για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Σε δεύτερη ερμηνευτική προσέγγιση και βάση αναζητείται η σχέση της ασφάλειας δικαίου με τις αρχές που θεμελιώνονται συνταγματικά και εμπεριέχονται στις αρχές που διέπουν και νομιμοποιούν τη δράση της Διοίκησης, οι οποίες καλούνται θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου. Όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση -ευλόγως και συμφώνως στην αρχή της ασφάλειας δικαίου- βασίζεται σε μια σειρά από αρχές, που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της νομολογίας, ενώ στο σύνολό τους διαθέτουν συνταγματικό έρεισμα. Η σημασία τους είναι καθοριστική για την ερμηνεία των κανόνων του διοικητικού δικαίου και την ενότητα της εφαρμογής τους, ενώ μια σειρά αρχών εμπεριέχεται στις γενικές αρχές του δικαίου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, όπως η αρχή της νομιμότητας της δημόσιας διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου ή της αρχής της αναλογικότητας. Βεβαίως, το φάσμα οριοθέτησης δεν σταματά, αλλά επεκτείνεται και στα ακόλουθα σημεία, που συνάδουν και εδραιώνονται στην αρχή της υπεροχής και της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της αμεροληψίας των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, της ισότητας και της αξιοκρατίας και στην αρχή της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης. Αυτές οι αρχές αποτελούν τα στεγανά και τις δικλείδες ασφαλείας, για αποφυγή αυθαιρεσιών, διακρίσεων των διαδίκων, αμεροληψίας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης με στόχο το βέλτιστο συμφέρον των πολιτών.
Καθίσταται σημαντική και προεξέχουσα η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 4 §1 Σ, που ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Η ισότητα αυτή, ωστόσο, γίνεται κατανοητή τόσο ως ισότητα εντός του νόμου όσο και ως ισότητα έναντι του νόμου. Η ισότητα εντός του νόμου δεσμεύει τον νομοθέτη, ο οποίος κατά τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων πρέπει να θεσπίζει κανόνες, που δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, ενώ η ισότητα έναντι του νόμου δεσμεύει τη διοίκηση και τα δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόζουν τον νόμο προστατεύοντας την ισότητα ανάμεσα στους πολίτες. Σε αυτή τη λογική συνδράμει και η αρχή της αξιοκρατίας που απορρέει από το άρθρο 5 Σ, κατοχυρώνοντας την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και συνδέεται με την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της ισότητας. Η αρχή της αξιοκρατίας επιτάσσει την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα, με κριτήρια συναπτόμενα με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Επομένως, η «συγκατοίκηση» αυτών των αρχών και στο πλαίσιο του Δημοσίου-Διοικητικού
Σελ. 14
επιβεβαιώνει και εδραιώνει τη βεβαιότητα της ασφάλειας, που απομακρύνει στο περιθώριο τη δυνατότητα αυθαίρετων και υποκειμενικών εκτιμήσεων για προσόντα των εν δυνάμει και εν ενεργεία διοικουμένων. Συμπαραστάτες στο πόνημα αυτό της αντικειμενικής αξιολόγησης και της απροσωποληψίας της Δημόσιας Διοίκησης επιτάσσονται αρχές, που ενέχουν τους όρους της χρηστής διοίκησης, της αμεροληψίας των οργάνων της δημόσιας διοίκησης και της διαφάνειας με στόχο, όσον το δυνατόν, την ορθότερη και δίκαιη ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος.
Πολύτιμος αρωγός αναδεικνύεται και η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του, που συνιστά κεντρική και θεμελιακή αρχή για την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και κατευθύνει τον στόχο των δημοσίων υπηρεσιών. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος αναγνωρίζεται συνταγματικά, είτε ως δημόσιο συμφέρον (άρθρο 24 §1 Σ) είτε ως δημόσια ωφέλεια (άρθρο 17 §2 Σ) είτε σε ειδικότερες πτυχές του, όπως η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της εθνικής οικονομίας (άρθρο 106 §2 Σ) και ως εθνικό συμφέρον (άρθρο 4 §3 Σ και 28 §2) και, κατά συνέπεια, η δημόσια διοίκηση δεν δύναται, μέσα από την επίκληση της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, να θεμελιώσει την απαλλαγή της από την αρχή της νομιμότητας. Επιπλέον, πυλώνας και άξονας αναφοράς τυγχάνει και η αρχή της χρηστής διοίκησης, που υποχρεώνει τα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους με βάση το, εν γένει, «περί δικαίου αίσθημα», με αναλογικότητα και επιείκεια και στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας, ούτως ώστε να αποφεύγονται άδικες για τον διοικούμενο λύσεις. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η δημόσια διοίκηση οφείλει να διευκολύνει τους διοικούμενους να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να απολαμβάνουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να ασκούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές τους, να λειτουργούν με διαφάνεια, να ενημερώνουν τον διοικούμενο για τα δικαιώματά του και να διασφαλίζουν την απόλαυση ποιοτικών υπηρεσιών από τους πολίτες.
Οι εγγυήσεις ασφάλειας δικαίου οριοθετούν, και, στεγανώς, παγιώνουν και «παγώνουν» την αυθαιρεσία των κρατικών λειτουργιών, παρέχοντας προστασία και εμπιστοσύνη στο δικαιϊκό σύστημα και στην, εν γένει, κρατική εξουσία. Αναφέρονται στο γεγονός ότι όλοι οι νόμοι ή οι κανονισμοί που θεσπίζονται για τη διαταγή, τον έλεγχο, την ορθή λειτουργία και τις ενέργειες των ατόμων, δεν περιλαμβάνονται σε ένα μόνο έγγραφο, όπως στο σύνταγμα, αλλά, καθώς είναι απαραίτητο, δύναται να βρεθούν και στους άλλους δικαστικούς κανονισμούς ή νομικά καταστατικά, προκειμένου να θεσπιστούν, ώστε να αποφεύγεται η αβεβαιότητα και να θεμελιώνεται η αξιοπιστία της διοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε όλους τους πολίτες, στους οποίους πρέπει να έχουν πρόσβαση και γνώση. Ακόμη, ο διοικούμενος αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και μια ενδεχόμενη ανατροπή, αυτής της σταθερής και προβλέψιμης από τον διοικούμενο πραγματικής ή νομικής κατάστασης, θα πρέπει να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, η οποία θα προβλέπεται για το μέλλον και δεν θα αντιφάσκει κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας προς το προγενέστερο πραγματικό ή νομοθετικό καθεστώς. Τέλος,
Σελ. 15
οι κρατικές λειτουργίες με προκαθορισμένες αρμοδιότητες και διαφορετικές εξουσίες αποτελούν την εγγύηση της αξιοκρατικής δράσης του Κράτους Δικαίου, καθώς η ύπαρξη Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων, προστατεύει το άτομο περιορίζοντας την ισχύ, για παράδειγμα, της εκτελεστικής εξουσίας. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι πράξεις της κρατικής διοίκησης ή οποιουδήποτε διαθέτει πολιτική εξουσία ή άλλης μορφής πολιτική ή οικονομική ισχύ, ελέγχονται από ανεξάρτητες δικαστικές αρχές. Κατά συνέπεια και απόρροια αυτών των θεσμικών κατοχυρώσεων, ο πολίτης είναι σε θέση να απολάβει την υπόσχεση για προστασία και διαφύλαξη της, εν γένει, ύπαρξής του.
Αυτή η ύψιστη μορφή της ασφάλειας δικαίου υπό τη νοηματοδότηση των θεωριών της διανεμητικής και ακριβοδίκαιης δικαιοσύνης με όρους αξιοκρατίας και ισότητας, συνάδει με τη φιλελεύθερη επιταγή του σεβασμού και της ανθρώπινης αξίας. Ο δρόμος της προάσπισης του δικαίου, με όρους αξιοκρατίας και ισότητας, οδηγεί σε εξεύρεση ασφαλών και δίκαιων τρόπων εξοσορρόπησης των όποιων προβλημάτων, που αναφύονται στο προσκήνιο, μέσω δημοκρατικά νομιμοποιούμενων διαδικασιών, θέτοντας τα θεμέλια και τις σταθερές για ευημερία, ευνομία, ασφάλεια και δίκαιη κοινωνική συμβίωση. Τα γραπτά κείμενα, συνεπώς, δεν αποτελούν τις μόνες πηγές κανόνων δικαίου, στους οποίους υπόκειται η Διοίκηση και, εν γένει, η κρατική εξουσία. Καθοριστικό ρόλο για τη ρύθμιση της δράσης της διαδραματίζουν οι γενικές αρχές του δικαίου, δηλαδή, οι άγραφοι κανόνες, που συνάγονται από το γράμμα και το πνεύμα του συνόλου της νομοθεσίας και οδηγούν, με πρόσθετη ενίσχυση, τον πολίτη στην ασφάλεια και βεβαιότητα του δικαίου.
B. ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ - ΕΥΡΥΘΜΙΑ ΚΑΙ ΕΥΝΟΜΙΑ - ΗΘΙΚΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ - ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΗ ΚΡΙΣΗ - ΜΜΕ & ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗΣ
Τεθέντα θέμα:
1. Αποτελεί καθολικό αίτημα, στο σύγχρονο κράτος, η δικαιοσύνη να είναι ακηδεμόνευτη, αμερόληπτη και αποτελεσματική. Προσδιορίστε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση της κοινωνικής αυτής απαίτησης.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 2003)
2. Ο Βολταίρος έχει πει πως η δικαιοσύνη είναι η ωραιότερη λειτουργία της ανθρωπότητας. Πάνω στη ρήση αυτή αναπτύξτε τις δικές σας σκέψεις και απόψεις.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 2007)
3. Η σημασία της εύρυθμης λειτουργίας της Δικαιοσύνης ως προϋπόθεσης για εδραίωση ευνομούμενης πολιτείας και όροι που θα πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να συντρέχουν για την επίτευξη εύρυθμης λειτουργίας.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 2009)
Σελ. 16
4. Το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ο ρόλος του δικαστή
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 1999)
5. Η ανεξαρτησία του Έλληνα δικαστή και μέσα ενίσχυσής της.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, 2001)
6. Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του Δικαστή ως προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ)
7. Απροσωπόληπτη κρίση του δικαστή και επιρροή των μέσων μαζικής επικοινωνίας στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ)
8. Η δικαιοσύνη ως έννοια και πράξη είναι αλήθεια. Να αναπτύξεις την επιχειρηματολογία σου.
(ΘΕΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΣΔΙ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ, 2021)
Γ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ανάπτυξη:
Η Δικαιοσύνη αποτελεί την πρωταρχική αρετή των κοινωνικών θεσμών, καθώς εγγυάται τα δικαιώματα, που δεν υποτάσσονται σε διαπραγματεύσεις και σε υπολογισμούς συμφερόντων. Εξισορροπεί την κοινωνική σύγκρουση, θέτοντας ως βάση την κοινωνική συμβίωση, που αποσκοπεί στη συνεργασία, στην ευταξία και προάγει το καλό των μελών της με μια κοινή οπτική γωνία και τη δημιουργία υγιών και συνεκτικών δεσμών «φιλίας». Κατά συνέπεια, προστατεύει τους θεσμούς και αποτρέπει από αυθαίρετες διακρίσεις, ανάμεσα σε πρόσωπα και κατανέμει δικαιώματα και υποχρεώσεις, ενώ οι κανόνες που τίθενται καθορίζουν μια ισορροπία ανάμεσα στις ανταγωνιστικές αξιώσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, απαιτούνται αρχές και προϋποθέσεις που θα επιφέρουν ευρυθμία και εδραίωση της ευνομίας.
Σαφώς η δικαιοσύνη, ως ιδέα και πράξη, είναι η ωραιότερη λειτουργία της ανθρωπότητας, διότι οι αρχές της ορίζουν, αλλά και προάγουν, τους βασικούς όρους δομής και λειτουργίας της κοινωνίας, αφού σε ένα πρώτο επίπεδο αφορούν στους βασικούς της θεσμούς. Κάθε κανόνας, λοιπόν, που ρυθμίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αποβλέπει στη ματαίωση και αποκατάσταση της αδικίας, στη διατήρηση της τάξης, στην ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος, στην αρμονική συμβίωση των κοινωνών, στην εδραίωση της προστασίας, της εμπιστοσύνης και στην αίσθηση ασφάλειας. Η Δικαιοσύνη, αφενός μεν, υψώνεται σε θεσμό υψίστης σημασίας ως εγγυητής της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ελευθερίας, αφετέρου δε, εξασφαλίζει την οριοθέτηση των ελευθεριών -με την απομάκρυνση της κατάχρησης και της ασυδοσίας- και την πειθαρχία, που
Σελ. 17
οδηγεί στην ευταξία και την ευρυθμία. Ο ρυθμιστικός ρόλος της Δικαιοσύνης την καθιστά φύλακα-άγγελο των νόμων και οδηγό υιοθέτησης νομιμόφρονης συμπεριφοράς, εκ μέρους των πολιτών και της κρατικής εξουσίας. Επιπλέον, το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης εφαρμόζει το «αντιπεπονθός» δίκαιο υπό την έννοια της επιβολής κυρώσεων- με όρους αναλογικότητας- στους παραβάτες του νόμου προς αποτροπή της αυτοδικίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.
Μια προσεκτική παρατήρηση, όμως, γενικότερα στη λειτουργία της, παρά τη διατήρηση, ακόμη, της αξιοπιστίας της σε υψηλό επίπεδο -γεγονός που οφείλεται στο υψηλό αίσθημα ευθύνης των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών κατά τη μεγάλη πλειονότητά τους- θα αναδείξει και θα εμφανίσει αισθητά προβλήματα λειτουργικότητας και τρωτά σημεία, που οδηγούν σε αναποτελεσματικότητα. Είναι ήδη εμφανή τα σημεία δυσλειτουργικότητας και αναποτελεσματικότητας, που επιδρούν σοβαρά στην εμπιστοσύνη των πολιτών στην απονεμόμενη δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ποινικής δίκης, όπου οι συχνές αναβολές και το περιορισμένο ωράριο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί μια χαρακτηριστική παθογένεια. Σημαντικό, λοιπόν, πρόβλημα αποτελεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης που σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία κατεδαφίζουν την ουσία του ίδιου του θεσμού και αφήνουν ακάλυπτους τους πολίτες. Αν και η καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης κλονίζει, ασφαλώς, την αποτελεσματικότητά της, δεν θα πρέπει, βέβαια, να παραγνωρίζεται η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων, που αποτελεί τον δεύτερο σημαντικό παράγοντα για μια αποτελεσματική και λειτουργική Δικαιοσύνη. Επίσης, παρατηρείται έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου αυτών των φαινομένων, από τα ελεγκτικά όργανα, και μη επιβολή κυρώσεων σε ράθυμους ή ανεπαρκείς δικαστικούς λειτουργούς, με αποτέλεσμα να επικρατεί μια δυσαρέσκεια σε άλλους ευσυνείδητους δικαστές, που αντιμετωπίζονται με την ίδια μεταχείριση ως προς τις προαγωγές. Είναι, επομένως, κοινή η πεποίθηση ότι η σημερινή κατάσταση δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό, αλλά απαιτεί εγρήγορση και προγραμματισμό, για τα κατάλληλα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν και, μάλιστα, εγκαίρως, ώστε να βελτιωθούν αισθητά οι συνθήκες απονομής της Δικαιοσύνης.
Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κρίνεται από την αποτελεσματικότητα του συστήματος, ως κύρια έκφανση της οποίας αποτελεί αναμφίβολα η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, από την ανεξαρτησία και, τέλος, την ποιότητα. Αυτά τα κριτήρια αποτελούν κύρια στοιχεία ενός ορθού, λειτουργικού και αποτελεσματικού, όπως αλλιώς λέγεται, συστήματος δικαιοσύνης και πρέπει να «διαβάζονται και να μεταφράζονται» συνδυαστικά, καθώς και τα τρία στοιχεία είναι απαραίτητα για την ορθή λειτουργία ενός συστήματος δικαιοσύνης και σε μεγάλο βαθμό τελούν σε μια σχέση εσωτερικής αλληλεπίδρασης. Επομένως, τυχόν πρωτοβουλίες με στόχο την αποσπασματική βελτίωση ενός μόνο εξ αυτών των στοιχείων, χωρίς να τηρείται ένα ελάχιστο επίπεδο εσωτερικής ισορροπίας με τις άλλες δύο όψεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας και προαγωγής των σκοπών του συντακτικού νομοθέτη, για τη διασφάλιση μιας δίκαιης δίκης. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επιτάχυνση της δίκης, υπερβολικά ή με τέτοια μέσα, που να αποβαίνει, καταφανώς
Σελ. 18
σε βάρος των στοιχειωδών εγγυήσεων ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ίδιο το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ συνδέει τις έννοιες της δίκαιης δίκης, αφενός, και της εύλογης διάρκειάς της ή ταχύτητας της δίκης, αφετέρου, ως επιμέρους συνιστώσες ενός ενιαίου συστήματος ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που παρέχει ένα ευρύ φάσμα εγγυήσεων. Τέτοιες εγγυήσεις είναι τόσο θεσμικές (ανεξαρτησίας, αμεροληψίας του δικαιοδοτικού οργάνου) και διαδικαστικές (εύλογης διάρκειας της δίκης, ισότητας των όπλων, δικαιωμάτων άμυνας, δημοσιότητας της συνεδρίασης, αιτιολογίας των αποφάσεων).
Σε αυτό το πλαίσιο της ορθής και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, και ειδικά στον εύλογο χρόνο, αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΔΑ. Στο άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης προβλέπεται ότι ένα δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ελέγχεται από το ΕΔΔΑ τυχόν παραβίαση και διερευνάται, αν η χρονική περίοδος είναι λογική ή υπερβολική με βάση την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, την ιδεολογία των εθνικών αρχών τη σημασία της ένδικης διαφοράς για τον προσφεύγοντα. Επίσης, επισημαίνει ότι η ταχύτητα απονομής της διαδικασίας δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά σε μια επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ταχύτητας και δίκαιης δίκης. Η απόφαση του ΕΔΔΑ Kovesi κατά Ρουμανίας επανέλαβε το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όταν η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, σε σχέση με την παύση της από τη θέση της Γενικής Εισαγγελέως της Διαφθοράς, επειδή άσκησε κριτική για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, με συνέπεια να απολυθεί.
Είναι γνωστό ότι η εδραίωση του κράτους δικαίου και της κοινωνικής ειρήνης, αλλά και η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, δεν μπορεί να νοηθεί, χωρίς ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Στην πράξη απαιτείται η δίκαιη και ταχεία απονομή της, για να υλοποιηθεί το Δίκαιο «λόγω και έργω». Οι ιδέες περί δικαίου οφείλουν να εφαρμόζονται και να μετουσιώνονται στην πράξη της δικαστικής αίθουσας, για να δικαιώνουν την ύπαρξή τους, να αποδεικνύουν εμπράκτως την ισχύ τους και να διατηρούν ή να επαναφέρουν τη σταθερότητα των κανόνων, τη βεβαιότητα και την ασφάλεια δικαίου. Αποκαθίσταται με αυτό τον τρόπο η κοινωνική δικαιοσύνη και εδραιώνεται η αξιοπιστία της, ενώ αντιθέτως οι υπερβολικές καθυστερήσεις καθιστούν αναποτελεσματική τη δικαστική προστασία και οδηγούν, ουσιαστικά, σε αρνησιδικία. Η καθυστερημένη, λοιπόν, απονομή δικαιοσύνης κλονίζει, ασφαλώς, την αποτελεσματικότητά της.
Η Δικαιοσύνη «φλερτάρει» με το καθήκον και την υποχρέωση, με την ορθολογικότητα και τον άνθρωπο ως αυταξία και ως μέρος του κοινωνικού συνόλου. Το αίσθημα και το αγαθό της Δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αρχές «πλοήγησης», όπως ανεξαρτησία, αμεροληψία, αντικειμενικότητα, που θα συντελέσουν στην καταπολέμηση της αδικίας και στην εδραίωση της ευνομίας. Καταρχάς, η δικαστική εξουσία πρέπει να είναι ακηδεμόνευτη και ανεξάρτητη, όπως ορίζει το Σύνταγμα. Οι δικαστές οφείλουν να κρίνουν, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις και παρεμβάσεις από τις δύο άλλες κρατικές λειτουργίες,
Σελ. 19
αλλά οι αποφάσεις τους να στηρίζονται αυστηρά στον νόμο και στη συνείδηση απονομής του δικαίου. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ήδη και μόνο με την καθιέρωση διακεκριμένης δικαστικής λειτουργίας, στο άρθρο 26 του Συντάγματος, σηματοδοτείται και η ανεξαρτησία της, που επιφυλάσσει το προνόμιο ελεύθερης δράσης των δικαστικών λειτουργών με κριτή και ελεγκτή μόνο τη συνείδησή τους και τον όρκο να προασπίζουν το δίκαιο.
Η λειτουργική ανεξαρτησία σχετίζεται με τον τρόπο, με τον οποίο οι δικαστές καλούνται να επιτελέσουν τα δικαστικά τους καθήκοντα. Πυλώνες της ανεξαρτησίας, υπό τη λειτουργική της εκδοχή είναι, αφενός, η υποχρέωση των δικαστών να μην εφαρμόζουν νόμους, οι οποίοι αντίκεινται στο Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 Σ) και αφετέρου, η πρόβλεψη ότι οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 87 παρ. 2 Σ). Ο δικαστής, επομένως, απονέμει δικαιοσύνη, βασιζόμενος, αποκλειστικά, στο Σύνταγμα, τους νόμους και τη συνείδησή του, χωρίς να υποκύπτει σε πιέσεις ή να δέχεται οδηγίες από άλλα κρατικά όργανα ή ιεραρχικώς ανώτερα δικαστήρια, και οφείλει να αγνοεί υποδείξεις που προέρχονται από άλλες πηγές. Συνεπώς, δεν λογοδοτεί και δεν ελέγχεται από διάφορους πολιτικούς οργανισμούς και πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικές ομάδες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Με τον όρο προσωπική ανεξαρτησία γίνεται αναφορά στον ίδιο τον δικαστικό λειτουργό και εξετάζεται η προσωπική του κατάσταση και εξέλιξη. Η προσωπική ανεξαρτησία εξασφαλίζεται μέσω εγγυήσεων σχετικών με τις διαδικασίες επιλογής και διορισμού των δικαστών, τη διάρκεια της θητείας τους, τα ασυμβίβαστα, τις προαγωγές και μεταθέσεις, την επιθεώρηση των δικαστών, την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, τη μισθολογική κατάσταση. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνταγματικές εγγυήσεις είναι πολλαπλές. Προέχουν ο αδιάβλητος, βάσει προσόντων και μετά από διαγωνισμό και τη φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, διορισμός των δικαστών, η ισοβιότητά τους, η ανάθεση της επιθεώρησης των δικαστών αποκλειστικά σε συναδέλφους τους ανώτερου βαθμού, η επιφύλαξη στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του εκάστοτε δικαιοδοτικού κλάδου κάθε απόφασης σχετικής με την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών, καθώς και η ανάθεση του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια, που αποτελούνται μόνο από δικαστές. Ήδη τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι αυτό που χαρακτηρίζει το καθεστώς προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι η ευρύτατη αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, δηλαδή, η ρύθμιση της προσωπικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών από όργανα αμιγώς δικαστικά, χωρίς την παρεμβολή φορέων της νομοθετικής και, ιδίως, της εκτελεστικής εξουσίας.
Στη βάση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αναφέρεται η απόφαση του ΕΔΔΑ Kerman κατά Τουρκίας. Ο προσφεύγων δικάστηκε από στρατιωτικό δικαστήριο με σοβαρές ενδείξεις ενοχής, για κατάχρηση επιρροής, και με απόφαση εισαγγελέα αποφασίστηκε η κράτησή του, ενώ, εν συνεχεία, ισχυρίστηκε ότι έγινε παραβίαση του δικαιώματος άσκησης έφεσης και ότι η απόφαση εκδόθηκε από μη ανεξάρτητους δικαστές. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη
Σελ. 20
ότι η σύνθεση του Δικαστηρίου δεν απολάμβανε συνταγματικών εγγυήσεων, καθώς κάποια μέλη του διορίζονταν από την εκτελεστική εξουσία, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τους υπόλοιπους δικαστές και, συνεπώς, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 της Σύμβασης. Γι’ αυτό τον λόγο, καταδικάστηκε η Τουρκία σε καταβολή χρηματικού ποσού για ηθική βλάβη.
Επίσης, η αμεροληψία είναι βασική συνιστώσα για την εξασφάλιση της αντικειμενικότητας, που αγνοεί την ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό, τις υποκειμενικές προτιμήσεις και τις άνισες κρίσεις. Ο δικαστής οφείλει να σέβεται την «ισότητα των όπλων», που θα διαφυλαχτεί μέσω του δικαστικού ήθους και της δεοντολογίας, που δεν γνωρίζει την υπεροψία, τις εμπάθειες και τις κοινωνικές διασυνδέσεις. Ένα πολύ θεμελιακό στοιχείο αποτελεί η συναίσθηση του χρέους και της αποστολής της δικαστικής εξουσίας και η προσήλωση στο καθήκον, που δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα, αλλά λειτούργημα κοινωνικό και παιδευτικό. Συνεπώς, αυτές οι αρχές απαιτούν ευθυκρισία, ανιδιοτέλεια και παρρησία, για να συντελεστεί η πολιτική αρετή, η δικαστική προστασία και η κοινωνική ηθική.
Προς ενίσχυση και θωράκιση του δικαιϊκού συστήματος με άξονα αρχών είναι άξιο αναφοράς το αξιακό σύστημα του Αριστοτέλη. Διακρίνοντας τρία είδη δικαιοσύνης που είναι, καταρχάς, η διανεμητική, που απονέμεται με βάση την αξία του ανθρώπου και προϋποθέτει την ύπαρξη δημοσίων αρχών, που πρέπει να κυριαρχούνται από την ιδέα της δικαιοσύνης και τη θέληση να την κάνουν να επικρατήσει σε κάθε περίπτωση, δίνει ένα σαφές οριοθετικό πλαίσιο προστασίας και δράσης. Εν συνεχεία, αναφέρει τη διορθωτική, που απονέμεται με βάση την αρχή ότι όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους, την απαγόρευση της άνισης μεταχείρισης των ίσων και της ίσης μεταχείρισης των ανίσων. Τέλος, παραθέτει την αμοιβαιότητα, που οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της κοινωνίας και είναι, ιδιαίτερα, σημαντική, γιατί συντελεί στην ενότητά της. Συμφώνως με αυτή την έννοια, ο John Rawls παρουσιάζει τις δύο αρχές της δικαιοσύνης, οι οποίες έχουν ως πρωταρχικό υποκείμενο τη βασική δομή της κοινωνίας καθώς και τη διευθέτηση των κύριων κοινωνικών συνθηκών, μέσα από ένα σχήμα συνεργασίας με συνθήκες ακριβοδίκαιης ισότητας ευκαιριών και αμεροληψίας. Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου κατά τον Rawls και η ιδέα της συναίνεσης, που συνάγεται από αυτό, συνιστά ένα πλαίσιο για τη θεμελίωση του τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης και αποτελεί μια συμβολαιϊκή θεωρία με βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη βασική προϋπόθεση αφορά στην αμερόληπτη επιλογή και σύνταξη των βασικών αρχών της δικαιοσύνης, ενώ η δεύτερη προϋπόθεση δεν θα μπορούσε να μην σχετίζεται με ζητήματα ελευθερίας, ισότητας ευκαιριών και πολιτικής αυτονομίας των ατόμων, που θα συναποτελούν την κοινωνία αυτή. Η αναφορά σε αυτούς τους θεωρητικούς και στοχαστές προσφέρει ένα ισχυρό υπόβαθρο εκκίνησης και χάραξης γραμμών πλεύσης και συστήματος περιχαράκωσης του θεσμού.
Καθίσταται, ευλόγως αποδεκτό και σαφές, ότι η ευρυθμία της Δικαιοσύνης, με ό,τι συνεπάγεται και περικλείει αυτή η έννοια, βάσει και των αρχών που αναφέρθηκαν, θα λειτουργήσει ως προϋπόθεση για την εδραίωση μιας ευνομούμενης πολιτείας.