ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 464
- ISBN: 978-960-654-182-7
- Black friday εκδόσεις: 10%
Εισαγωγή | Σελ. VΙΙ |
1.Ιστορία, έννοιες, θεωρία, νομοθεσία δικαίου ελευθέρου ανταγωνισμού | Σελ. 1 |
α. ΕΕ | Σελ. 1 |
β. Ελλάδα | Σελ. 32 |
γ. Κύπρος | Σελ. 40 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 41 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 44 |
2.Μονοπώλια, δυοπώλια, ολιγοπώλια, δεσπόζουσα θέση, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 58 |
α. ΕΕ | Σελ. 58 |
β. Ελλάδα | Σελ. 63 |
γ. Κύπρος | Σελ. 73 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 101 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 102 |
3.Επιθετική τιμολόγηση, βασικές διευκολύνσεις, ντάμπινγκ | Σελ. 114 |
α. ΕΕ | Σελ. 114 |
β. Ελλάδα | Σελ. 153 |
γ. Κύπρος | Σελ. 158 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 158 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 160 |
4.Οριζόντιες συμφωνίες, καρτέλ, επιείκεια | Σελ. 163 |
α. ΕΕ | Σελ. 163 |
β. Ελλάδα | Σελ. 179 |
γ. Κύπρος | Σελ. 181 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 182 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 183 |
5.Κάθετες συμφωνίες, διατήρηση τιμής μεταπώλησης | Σελ. 185 |
α. ΕΕ | Σελ. 185 |
β. Ελλάδα | Σελ. 189 |
γ. Κύπρος | Σελ. 192 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 194 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 195 |
6.Συγκεντρώσεις, εξαγορές | Σελ. 198 |
α. ΕΕ | Σελ. 198 |
β. Ελλάδα | Σελ. 201 |
γ. Κύπρος | Σελ. 202 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 202 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 203 |
7.Εξαιρέσεις από το δίκαιο του ανταγωνισμού και ρυθμιζόμενες αγορές όπως η ενέργεια, τα ΜΜΕ, τα αυτοκίνητα, ο αθλητισμός, οι μεταφορές | Σελ. 208 |
α. ΕΕ | Σελ. 208 |
β. Ελλάδα | Σελ. 227 |
γ. Κύπρος | Σελ. 239 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 242 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 243 |
8.Κρατικές ενισχύσεις, συνεργασία με τα δικαστήρια | Σελ. 249 |
α. ΕΕ | Σελ. 249 |
β. Ελλάδα | Σελ. 254 |
γ. Κύπρος | Σελ. 256 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 279 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 280 |
9.Δημόσια εφαρμογή, απελευθέρωση, νόθευση διαγωνισμών | Σελ. 282 |
α. ΕΕ | Σελ. 282 |
β. Ελλάδα | Σελ. 284 |
γ. Κύπρος | Σελ. 293 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 294 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 294 |
10.Ποινικά θέματα δικαίου ελευθέρου ανταγωνισμού | Σελ. 296 |
α. ΕΕ | Σελ. 296 |
β. Ελλάδα | Σελ. 296 |
γ. Κύπρος | Σελ. 311 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 312 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 313 |
11.Ιδιωτική εφαρμογή δικαίου ελευθέρου ανταγωνισμού, αγωγές αποζημίωσης | Σελ. 327 |
α. ΕΕ | Σελ. 327 |
β. Ελλάδα | Σελ. 329 |
γ. Κύπρος | Σελ. 336 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 336 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 337 |
12.Πολιτειακά δίκαια ανταγωνισμού στις ΗΠΑ | Σελ. 343 |
α. Καλιφόρνια | Σελ. 343 |
β. Νέα Υόρκη | Σελ. 354 |
γ. Ουϊσκόνσιν | Σελ. 365 |
δ. Πενσυλβάνια | Σελ. 370 |
ε. Τέξας | Σελ. 376 |
13.Εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού και δίκτυα συνεργασίας αυτών, ECN | Σελ. 383 |
α. ΕΕ και ECN | Σελ. 383 |
β. Ελλάδα | Σελ. 389 |
γ. Κύπρος | Σελ. 392 |
δ. Ηνωμένο Βασίλειο | Σελ. 394 |
ε. ΗΠΑ | Σελ. 395 |
14.Διεθνή θέματα δικαίου ελευθέρου ανταγωνισμού, η Συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, ICN (Διεθνές Δίκτυο Ανταγωνισμού) | Σελ. 396 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 421 |
Νομολογία | Σελ. 427 |
Αποφάσεις, ανακοινώσεις, γνωμοδοτήσεις και κατευθυντήριες γραμμές Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Επιτροπών Ανταγωνισμού | Σελ. 433 |
Πρακτικά προς επίλυση | Σελ. 437 |
Eυρετήριο | Σελ. 443 |
Σελ. 1
1. Ιστορία, έννοιες, θεωρία, νομοθεσία δικαίου ελευθέρου ανταγωνισμού
α. ΕΕ
Ο ανταγωνισμός υπήρξε ζητούμενο, έννομο αγαθό υπό προστασία, τόσο η απαγόρευση του αθέμιτου όσο και η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το πεδίο του αθέμιτου ανταγωνισμού κείται κατ’ αρχήν εκτός του πεδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, η προστασία του οποίου θα μας απασχολήσει εδώ.
Η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού υπήρξαν ο κανόνας στην Ευρώπη για πολλές δεκαετίες στους περισσότερους τομείς της οικονομίας. Ακόμη και σήμερα αυτές οι συμφωνίες ή οι πρακτικές των επιχειρήσεων γίνονται αποδεκτές για αρκετούς κλάδους της οικονομίας. Κύριος λόγος της ελεγχόμενης οικονομίας, στην οποία λειτουργούν μονοπώλια ή ολιγοπώλια είναι η ασφυκτική παρουσία του κράτους, το οποίο διαθέτει το μονοπώλιο αφ’ ενός μεν της κρατικής βίας αφ’ ετέρου δε της νομοθετικής, διοικητικής και δικαστικής ρύθμισης των εννόμων σχέσεων των υποκειμένων του δικαίου.
Το κράτος μονοπωλεί την εξουσία μέσω των τριών λειτουργιών του σε κάθε έννομη τάξη της Ευρώπης και ταυτόχρονα διαθέτει και οικονομικά μονοπώλια είτε μέσω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είτε μέσω νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλίου μέσω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα είναι η ίδρυση, η δομή και η λειτουργία πανεπιστημίων. Η ρητή απαγόρευση του άρθρου 16 του Συντάγματος για την ίδρυση και λειτουργία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από ιδιώτες αποτελεί σαφή απόδειξη ότι το κράτος αφ’ ενός μεν διαθέτει το μονοπώλιο της νομοθέτησης και αφ’ ετέρου το μονοπώλιο της παροχής ακαδημαϊκών υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ιδιώτες. Αυτή η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα της απελευθέρωσης των αγορών σήμερα.
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα οι αγορές απελευθερώνονται: για παράδειγμα, η παροχή υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπεται να πραγματοποιείται και από ιδιώτες. Σε όλα τα κράτη με τον ίδιο ρυθμό; Στην Κύπρο, για παράδειγμα, η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούσε μέχρι πρόσφατα (2017) κρατικό μονοπώλιο σε αντίθεση
Σελ. 2
με την Ελλάδα που η ΔΕΗ ΑΕ δεν διαθέτει πλέον το μονοπώλιο αυτό, δεδομένου ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει απελευθερωθεί και ιδιωτικές εταιρείες προσφέρουν στον καταναλωτή την δυνατότητα επιλογής ιδιωτικού παρόχου (ήδη από το 2009). Η σύναψη σύμβασης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ ενός ιδιώτη καταναλωτή (φυσικού ή νομικού προσώπου) και ενός ιδιώτη παρόχου διέπεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Ακόμα και για την ΔΕΗ που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (λειτουργεί δηλαδή στο πεδίο της ιδιωτικής οικονομίας, αλλά ελέγχεται από το κράτος), η σύναψη των συμβάσεων με τον ιδιώτη καταναλωτή γίνεται με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.
Η απελευθέρωση των αγορών, ωστόσο, δεν σημαίνει απόλυτη προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σε ρυθμιζόμενες αγορές, όπως αυτές που αναφέρονται στην αγροτική οικονομία, στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, στις μεταφορές, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης οι διατάξεις για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού είτε δεν εφαρμόζονται είτε εφαρμόζονται επιλεκτικά και περιορισμένα.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν αποτελεί δηλαδή το μοναδικό έννομο αγαθό που προστατεύεται. Άλλα έννομα αγαθά που προστατεύονται είναι η ελεύθερη οικονομία, το ελεύθερο εμπόριο, η αντίστοιχη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων, η προώθηση της οικονομικής ή τεχνικής προόδου με την ταυτόχρονη διασφάλιση για τον καταναλωτή δικαίου τμήματος από το όφελος που κάθε φορά προκύπτει.
Το 1957 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Έκτοτε, ο ελεύθερος ανταγωνισμός προστατεύεται σε επίπεδο ευρωπαϊκής έννομης τάξης από το πρωτογενές δίκαιο. Η προστασία αυτή βασίζεται σήμερα στις διατάξεις των άρθρων 101-109 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιστορικά βασίστηκε στις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 81-89 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα άρθρα 85-94 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Οι διαφοροποιήσεις στην διατύπωση των άρθρων ιστορικά είναι ελάχιστες. Στην ουσία, οι διατάξεις των άρθρων αυτών έχουν διατηρήσει από το 1957 ως σήμερα (2020) την ίδια διάρθρωση, την ίδια δομή, το ίδιο περιεχόμενο, την ίδια ρύθμιση.
Το άρθρο 101 (πρώην άρθρο 81, πρώην άρθρο 85) παρ. 1 προβλέπει ότι: «είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή την νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:
(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
Σελ. 3
(β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων,
(γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
(δ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ελεύθερο ανταγωνισμό, ή
(ε) στην εξάρτηση συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
Το άρθρο 101 παρ. 2 προβλέπει ότι «οι απαγορευόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες».
Η αντίστοιχη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 81 ήταν πανομοιότυπη.
Στην αγγλική γλώσσα η διατύπωση του άρθρου 81 παρ. 1 είχε ως εξής.
“The following shall be prohibited as incompatible with the common market: all agreements between undertakings, decisions by associations of undertakings and concerted practices which may affect trade between Member States and which have as their object or effect the prevention, restriction or distortion of competition within the common market, and in particular those which:
(a) directly or indirectly fix purchase or selling prices or any other trading conditions;
(b) limit or control production, markets, technical development, or investment;
(c) share markets or sources of supply;
(d) apply dissimilar conditions to equivalent transactions with other trading parties, thereby placing them at a competitive disadvantage;
(e) make the conclusion of contracts subject to acceptance by the other parties of supplementary obligations which, by their nature or according to commercial usage, have no connection with the subject of such contracts.”
Όπως μάλιστα προβλέπει το στοιχείο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 της ΣυνθΛΕΕ η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στην θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Συνεπώς, η προστασία του ανταγωνισμού αναφέρεται σε δύο επίπεδα: σε επίπεδο διακρατικού εμπορίου μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε επίπεδο εθνικού εμπορίου εντός κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σελ. 4
Η ΕΕ ρυθμίζει αποκλειστικά το διακρατικό εμπόριο και την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στο επίπεδο αυτό της εσωτερικής αγοράς, ενώ κάθε κράτος μέλος θεσπίζει εθνικούς κανόνες προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού για το εμπόριο της εθνικής αγοράς.
Το πλέγμα των διατάξεων των κρατών μελών της ΕΕ για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού βασίζεται κυρίως στις διατάξεις του δικαίου της ΕΕ. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις οι διατάξεις των εθνικών δικαίων μεταφέρουν αυτούσια τις ρυθμίσεις του ευρωπαϊκού δικαίου στις εθνικές έννομες τάξεις. Πιο κάτω θα δούμε τα παραδείγματα της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ηνωμένου Βασιλείου πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (Brexit) που έλαβε χώρα στα τέλη του 2019 και ολοκληρώθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2020. Εξ άλλου, στην παράγραφο για τις ΗΠΑ θα εξετάσουμε τα σχετικά νομικά ζητήματα της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού με αναφορές στην ομοσπονδιακή και την πολιτειακή προστασία του.
Σημαντικές είναι οι διατάξεις της Ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1997 (C 372/5, 09/12/1997) για τον ορισμό της αγοράς (αγορά προϊόντος, γεωγραφική αγορά). Αφετηρία κάθε ελέγχου και κάθε θέματος για το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι ο ορισμός της αγοράς προϊόντος ή υπηρεσίας και η ο ορισμός της γεωγραφικής αγοράς, καθώς και η εκτίμηση των σχετικών ζητημάτων.
Ας δούμε τα κύρια σημεία της Ανακοίνωσης της Επιτροπής για τον ορισμό της σχετικής αγοράς.
«Η αγορά του προϊόντος ορίζεται ως εξής:
”Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται”».
8. Η σχετική γεωγραφική αγορά ορίζεται με τον ακόλουθο τρόπο:
«Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά».
9. Η σχετική αγορά στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εξετάζεται ένα συγκεκριμένο πρόβλημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό προσδιορίζεται, συνεπώς, με τον συνδυασμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της γεωγραφικής αγοράς. Η Επιτροπή ερμηνεύει τους ορισμούς που περιέχονται στα σημεία 7 και 8 (που αντικατοπτρίζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου καθώς και τη δική της πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων) σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που δίνονται στην παρούσα ανακοίνωση.
Σελ. 5
Η έννοια της σχετικής αγοράς και οι στόχοι της κοινοτικής πολιτικής
10. Η έννοια της σχετικής αγοράς συνδέεται στενά με τους επιδιωκόμενους στόχους στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων στην Κοινότητα, στόχος του ελέγχου των διαρθρωτικών μεταβολών που επηρεάζουν την προσφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας είναι να εμποδίσει τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τον αισθητό περιορισμό του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Βάσει των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η δεσπόζουσα θέση αποτελεί τη δυνατότητα, για μια ή περισσότερες επιχειρήσεις, να ενεργούν, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και, σε τελική ανάλυση, τους καταναλωτές (3). Η κατάσταση αυτή δημιουργείται όταν μια επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων εξασφαλίζει σημαντικό τμήμα της προσφοράς σε συγκεκριμένη αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι και άλλοι παράγοντες που εξετάζονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης (όπως η ύπαρξη φραγμών στην είσοδο, η ικανότητα αντίδρασης των καταναλωτών, κ.λπ.) οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση.
11. Την ίδια προσέγγιση ακολουθεί η Επιτροπή για την εφαρμογή του άρθρου 86 της συνθήκης στις επιχειρήσεις που κατέχουν, μεμονωμένα ή από κοινού, δεσπόζουσα θέση. Δυνάμει του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διεξαγάγει έρευνα και να θέσει τέρμα στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, η εκτίμηση της οποίας προϋποθέτει επίσης τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Ο ορισμός των αγορών ενδέχεται επίσης να είναι απαραίτητος για την εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης και συγκεκριμένα προκειμένου να προσδιοριστεί αν περιορίζεται αισθητά ο ανταγωνισμός ή για να επαληθευτεί ότι πληρούται ο όρος που προβλέπεται στο άρθρο 85 παράγραφος 3 στοιχείο β) για την απαλλαγή από την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1.
12. Τα κριτήρια για τον ορισμό της σχετικής αγοράς εφαρμόζονται γενικά για την ανάλυση ορισμένων συμπεριφορών στην αγορά ή αλλαγών στη δομή της προσφοράς των προϊόντων. Η μεθοδολογία αυτή μπορεί ωστόσο να έχει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τη φύση του προβλήματος που δημιουργείται όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς μπορεί να είναι διαφορετική στο πλαίσιο της εξέτασης μιας πράξης συγκέντρωσης, στην οποία η ανάλυση αφορά τις συνέπειες μιας μελλοντικής πράξης, απ’ ό,τι θα ήταν στο πλαίσιο της ανάλυσης μιας ενέργειας που έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν. Η διαφορετική χρονική διάσταση κάθε περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στον ορισμό διαφορετικών γεωγραφικών αγορών για τα ίδια προϊόντα, ανάλογα με το αν η Επιτροπή εξετάζει μια μεταβολή στη δομή της προσφοράς (όπως στην περίπτωση μιας συγκέντρωσης ή της δημιουργίας κοινής επιχείρησης με χαρακτήρα συνεργασίας) ή τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από ενέργειες που έχουν γίνει στο παρελθόν.
Σελ. 6
Βασικές αρχές για τον καθορισμό της αγοράς
Περιορισμοί λόγω του ανταγωνισμού
13. Τρεις είναι κυρίως οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις λόγω του ανταγωνισμού: δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, δυνατότητα υποκατάστασης στο επίπεδο της προσφοράς και δυνητικός ανταγωνισμός. Από οικονομική άποψη, για τον καθορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος, η υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου των προμηθευτών ενός δεδομένου προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους για τον καθορισμό των τιμών. Μια επιχείρηση ή ένας όμιλος επιχειρήσεων δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τους υφιστάμενους όρους πώλησης, όπως οι τιμές, αν είναι εύκολο για τους πελάτες της να στραφούν σε άλλα προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού. Βασικά, ο καθορισμός της αγοράς συνίσταται στον εντοπισμό των πραγματικών εναλλακτικών πηγών προμήθειας για τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, τόσο από την άποψη των προϊόντων ή των υπηρεσιών όσο και από την άποψη της γεωγραφικής θέσης των προμηθευτών.
14. Οι περιορισμοί που προκύπτουν όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς, εκτός από αυτούς που περιγράφονται στα σημεία 20 έως 23 και από τον δυνητικό ανταγωνισμό είναι, κατά κανόνα, λιγότερο άμεσοι και απαιτούν την ανάλυση και άλλων παραγόντων. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί αυτοί λαμβάνονται υπ’ όψη στο στάδιο αξιολόγησης της ανάλυσης από την άποψη του ανταγωνισμού.
Υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης
15. Η εκτίμηση της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης συνεπάγεται καθορισμό του φάσματος των προϊόντων που ο καταναλωτής θεωρεί ως υποκατάστατα. Ένας τρόπος πραγματοποίησης του καθορισμού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα διανοητικό πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου υποθέτουμε μια μικρή αλλά διαρκή διακύμανση των σχετικών τιμών και αξιολογούμε τις πιθανές αντιδράσεις των πελατών. Ο ορισμός της αγοράς γίνεται κυρίως βάσει των τιμών για πρακτικούς λόγους και, πιο συγκεκριμένα, βάσει της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης την οποία ενδέχεται να επιφέρουν οι μικρές αλλά διαρκείς μεταβολές των σχετικών τιμών. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει σαφείς ενδείξεις όσον αφορά τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τον ορισμό των αγορών.
16. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει, αρχής γενομένης από το είδος των προϊόντων που οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πωλούν και την περιοχή στην οποία πωλούν τα προϊόντα αυτά, να συμπεριληφθούν στον ορισμό της αγοράς ή να αποκλεισθούν και άλλα προϊόντα και περιοχές, ανάλογα με το αν ο ανταγωνισμός που ασκείται από τα άλλα αυτά προϊόντα και περιοχές επηρεάζει ή περιορίζει αισθητά τη στρατηγική των μερών όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών βραχυπρόθεσμα.
Σελ. 7
17. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πελάτες των μερών θα στραφούν σε προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού, σε περίπτωση μικρής αλλά διαρκούς αύξησης (5 %-10 %), των σχετικών τιμών των προϊόντων στις υπό εξέταση περιοχές. Αν η υποκατάσταση καθιστά ανώφελη την αύξηση των τιμών, λόγω της μείωσης των πωλήσεων που αυτή συνεπάγεται, τα πρόσθετα προϊόντα υποκατάστασης και οι πρόσθετες περιοχές ενσωματώνονται στη σχετική αγορά μέχρις ότου το σύνολο προϊόντων και η γεωγραφική ζώνη είναι τέτοια που να καθιστούν αποδοτικές τις μικρές αλλά διαρκείς αυξήσεις των σχετικών τιμών. Ανάλογη είναι και η ανάλυση στις περιπτώσεις που αφορούν την συγκέντρωση της αγοραστικής δύναμης στις οποίες το σημείο εκκίνησης είναι ο προμηθευτής, και ο δοκιμαστικός έλεγχος των τιμών επιτρέπει τον προσδιορισμό των εναλλακτικών δικτύων διανομής ή σημείων πώλησης για τα προϊόντα του προμηθευτή. Κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών, θα πρέπει να λαμβάνονται προσεκτικά υπ’ όψη ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκτίθεται στα σημεία 56 και 58.
18. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του δοκιμαστικού αυτού ελέγχου μπορεί να δοθεί με την εφαρμογή του σε μια πράξη συγκέντρωσης, για παράδειγμα, δύο επιχειρήσεων εμφιάλωσης αναψυκτικών. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται σε μια περίπτωση του είδους αυτού είναι κατά πόσο μη οινοπνευματώδη αναψυκτικά διαφορετικής γεύσης μπορούν να ανήκουν στην ίδια αγορά. Στην πράξη, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι καταναλωτές του αναψυκτικού με γεύση Α είναι δυνατόν να στραφούν σε αναψυκτικά διαφορετικής γεύσης στην περίπτωση που η τιμή του αναψυκτικού γεύσης Α το οποίο συνήθως καταναλώνουν αυξάνεται διαρκώς κατά 5 % έως 10 %. Αν ο αριθμός των καταναλωτών που στρέφονται στο αναψυκτικό γεύσης Β, για παράδειγμα, είναι αρκετά μεγάλος ώστε να καταστήσει ανώφελη την αύξηση της τιμής του αναψυκτικού με γεύση Α, λαμβανομένης υπ’ όψη της μείωσης των πωλήσεων του προϊόντος αυτού, η αγορά θα περιελάμβανε τουλάχιστον τα αναψυκτικά γεύσης Α και Β. Η ίδια διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθεί για τα προϊόντα άλλων γεύσεων, μέχρις ότου βρεθεί ένα σύνολο προϊόντων για τα οποία η αύξηση της τιμής δεν θα επέφερε σημαντική υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης.
19. Κατά γενικό κανόνα, και ειδικότερα όσον αφορά την εξέταση συγκεντρώσεων, η τιμή που θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη είναι η επικρατούσα τιμή στην υπό εξέταση αγορά. Αυτό μπορεί να μην ισχύει στην περίπτωση που η επικρατούσα τιμή έχει καθοριστεί σε πλαίσιο μη επαρκούς ανταγωνισμού. Στις έρευνες που διεξάγει σχετικά με τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπ’ όψη της το γεγονός ότι η επικρατούσα τιμή μπορεί να έχει ήδη αυξηθεί σημαντικά.
Υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς
20. Η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να λαμβάνεται επίσης υπ’ όψη για τον καθορισμό των αγορών στις περιπτώσεις στις οποίες τα αποτελέσματα είναι ανάλογα με τα αποτελέσματα της υποκατάστασης από την πλευρά της
Σελ. 8
ζήτησης όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την αμεσότητα. Αυτό προϋποθέτει ότι οι προμηθευτές είναι σε θέση να μετατοπίζουν την παραγωγή τους στα σχετικά προϊόντα και να τα εμπορεύονται βραχυπρόθεσμα (4) χωρίς σημαντικό πρόσθετο κόστος και χωρίς να διατρέχουν σημαντικό επιπλέον κίνδυνο λόγω των μικρών αλλά διαρκών μεταβολών των σχετικών τιμών. Όταν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται, η πρόσθετη παραγωγή που διατίθεται στην αγορά θα επηρεάσει την ανταγωνιστική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις αυτές ισοδυναμούν, λόγω της αμεσότητας και της αποτελεσματικότητάς τους με τα αποτελέσματα της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης.
21. Αυτό συμβαίνει συχνά όταν οι επιχειρήσεις προσφέρουν μεγάλη ποιοτική ποικιλία για το ίδιο προϊόν. Ακόμη και αν για συγκεκριμένο τελικό καταναλωτή ή ομάδα καταναλωτών, δεν υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων ποιοτήτων, οι διάφορες αυτές ποιότητες συγκεντρώνονται σε μια αγορά προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι προμηθευτές είναι σε θέση να παράγουν και να πωλούν τις διάφορες ποιότητες άμεσα και χωρίς να αυξάνεται σημαντικά το κόστος τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που είναι δυνατόν να υποκαθίστανται αμοιβαία, τόσο από την άποψη της ζήτησης όσο και της προσφοράς, και οι πωλήσεις των προϊόντων αυτών κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου προστίθενται προκειμένου να υπολογιστεί η συνολική αξία ή ο συνολικός όγκος της αγοράς. Ο ίδιος συλλογισμός μπορεί να οδηγήσει στη συνάθροιση διαφόρων γεωγραφικών ζωνών.
22. Όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς και τον ορισμό των αγορών του σχετικού προϊόντος στο πλαίσιο αυτό, ο τομέας του χαρτιού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το χαρτί προσφέρεται συνήθως σε διάφορες ποιότητες, από το απλό χαρτί αλληλογραφίας μέχρι το χαρτί ανώτερης ποιότητας που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για την έκδοση βιβλίων τέχνης. Από την άποψη της ζήτησης, οι διάφορες ποιοτικές κατηγορίες χαρτιού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συγκεκριμένη χρήση. Για παράδειγμα, για ένα βιβλίο τέχνης ή μια έκδοση υψηλής ποιότητας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαρτί χαμηλής ποιότητας. Ωστόσο, οι χαρτοποιίες είναι σε θέση να παράγουν διάφορες ποιότητες χαρτιού και η παραγωγή μπορεί να προσαρμοστεί βραχυπρόθεσμα και με αμελητέο κόστος. Αν δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσχέρειες στο στάδιο της διανομής, οι χαρτοβιομηχανίες μπορούν να ασκούν μεταξύ τους ανταγωνισμό όσον αφορά τις παραγγελίες χαρτιού διαφόρων ποιοτήτων, ιδίως αν οι παραγγελίες αυτές δίνονται αρκετό χρόνο πριν έτσι ώστε να μπορεί να τροποποιηθεί το πρόγραμμα παραγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή δεν ορίζει χωριστή αγορά για κάθε ποιότητα χαρτιού και κάθε μια από τις χρήσεις τους. Οι διάφορες ποιότητες χαρτιού περιλαμβάνονται στη σχετική αγορά και οι πωλήσεις τους προστίθενται προκειμένου να εκτιμηθεί το συνολικό μέγεθος της αγοράς τόσο ως προς την αξία όσο και ως προς τον όγκο.
Σελ. 9
23. Όταν η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς προϋποθέτει σημαντική προσαρμογή των υφιστάμενων ενσώματων και άυλων στοιχείων του ενεργητικού, πρόσθετες επενδύσεις, στρατηγικές αποφάσεις ή καθυστερήσεις, δεν λαμβάνεται υπ’ όψη για την οριοθέτηση της αγοράς. Παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς δεν οδήγησε την Επιτροπή να διευρύνει τον ορισμό της αγοράς προσφέρει ο τομέας των καταναλωτικών προϊόντων και πιο συγκεκριμένα ο τομέας των ποτών αναγνωρισμένου σήματος. Παρόλο που τα εργοστάσια εμφιάλωσης μπορούν, καταρχήν, να εμφιαλώνουν διαφορετικά ποτά, απαιτείται αρκετός χρόνος και δαπάνες (για τη διαφήμιση, τη δοκιμή των προϊόντων και τη διανομή τους) μέχρις ότου πωληθούν στην αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, οι επιπτώσεις της δυνατότητας υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς και άλλες μορφές δυνητικού ανταγωνισμού θα εξετάζονται σε μεταγενέστερο στάδιο.
Δυνητικός ανταγωνισμός
24. Η τρίτη πηγή περιορισμών, ο δυνητικός ανταγωνισμός, δεν λαμβάνεται υπ’ όψη στον ορισμό των αγορών, εφ’ όσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο δυνητικός ανταγωνισμός μπορεί να αποτελέσει πραγματικό περιορισμό εξαρτώνται από την ανάλυση ορισμένων παραγόντων και περιστάσεων που συνδέονται με τις συνθήκες εισόδου στην αγορά. Η ανάλυση αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, διεξάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά κανόνα αφού προσδιοριστεί η θέση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά και φανεί ότι δημιουργούνται προβλήματα από την άποψη του ανταγωνισμού.
IΙΙ. Στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο ορισμός των σχετικών αγορώνΔιαδικασία που ακολουθείται για τον ορισμό της σχετικής αγοράς
Προϊόντα
25. Υπάρχει μια σειρά στοιχείων που επιτρέπουν να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί υποκατάσταση. Σε συγκεκριμένη περίπτωση, ορισμένα στοιχεία έχουν καθοριστική σημασία, λαμβανομένων ιδίως υπ’ όψη των χαρακτηριστικών και των ιδιομορφιών του υπό εξέταση τομέα και προϊόντων ή υπηρεσιών. Σε άλλες περιπτώσεις, τα ίδια στοιχεία μπορεί να μην παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η απόφαση πρέπει να ληφθεί βάσει ορισμένων κριτηρίων και διαφόρων στοιχείων αξιολόγησης. Η Επιτροπή στηρίζεται σε εμπειρικά στοιχεία και χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που μπορεί να είναι χρήσιμα για την εκτίμηση συγκεκριμένης περίπτωσης. Η Επιτροπή δεν χρησιμοποιεί αυστηρά μια σειρά πηγών πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων.
26. Η διαδικασία που ακολουθείται για τον ορισμό των σχετικών αγορών μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: βασιζόμενη στις πρώτες διαθέσιμες πληροφορίες ή σε πληροφορίες που της κοινοποιούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή
Σελ. 10
είναι συνήθως σε θέση να προσδιορίσει, σε γενικές γραμμές, τις πιθανές σχετικές αγορές εντός των οποίων θα πρέπει να εκτιμήσει, για παράδειγμα, μια συγκέντρωση ή ένα περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά κανόνα, και για πρακτικούς λόγους, όταν εξετάζει μεμονωμένες περιπτώσεις, πρέπει να αποφασίσει μεταξύ ενός μικρού αριθμού πιθανών σχετικών αγορών. Για παράδειγμα, το ερώτημα που τίθεται συχνά όσον αφορά τον ορισμό μιας αγοράς σχετικών προϊόντων είναι κατά πόσο ένα προϊόν Α και ένα προϊόν Β ανήκουν ή όχι ίδια αγορά σχετικού προϊόντος. Συχνά, αρκεί να συμπεριληφθεί το προϊόν Β στον ορισμό της αγοράς για να επιλυθεί κάθε πρόβλημα από την άποψη του ανταγωνισμού.
27. Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσο η αγορά περιλαμβάνει επίσης άλλα προϊόντα και να οριοθετηθεί οριστικά η αγορά σχετικού προϊόντος. Αν, λαμβάνοντας υπ’ όψη όλους τους δυνατούς ορισμούς της αγοράς, η εν λόγω πράξη δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από την άποψη του ανταγωνισμού, το θέμα του ορισμού της αγοράς μένει εκκρεμές, περιορίζοντας έτσι τον αριθμό των πληροφοριών που οφείλουν να παράσχουν οι επιχειρήσεις.
Γεωγραφική διάσταση
28. Η προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή για τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: σχηματίζει μια πρώτη εικόνα όσον αφορά την έκταση της γεωγραφικής αγοράς, βασιζόμενη σε διάφορες ενδείξεις όσον αφορά την κατανομή των μεριδίων αγοράς που κατέχουν τα μέρη και οι ανταγωνιστές τους καθώς και σε μια προκαταρκτική ανάλυση του καθορισμού των τιμών και των διαφορών μεταξύ των τιμών σε εθνικό επίπεδο καθώς και στο επίπεδο της ΕΕ ή του ΕΟΧ. Η αρχική αυτή εικόνα χρησιμοποιείται κατά βάση ως υπόθεση εργασίας η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή να επικεντρώσει τις έρευνές της προκειμένου να καταλήξει σε έναν ακριβή ορισμό της γεωγραφικής αγοράς.
29. Πρέπει να αναζητώνται οι λόγοι στους οποίους οφείλεται μια δεδομένη διαμόρφωση των τιμών και των μεριδίων αγοράς. Ορισμένες εταιρείες είναι δυνατόν να κατέχουν υψηλά μερίδια στις εγχώριες αγορές μόνο και μόνο επειδή έχουν ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα δραστηριότητες σ’ αυτές και, αντιστρόφως, η ομοιογενής παρουσία εταιρειών στο σύνολο του ΕΟΧ μπορεί να συμβιβάζεται με την ύπαρξη εθνικών ή περιφερειακών γεωγραφικών αγορών. Η αρχική υπόθεση εργασίας πρέπει, συνεπώς, να επαληθεύεται βάσει μιας ανάλυσης των χαρακτηριστικών της ζήτησης (σημασία των εθνικών ή τοπικών προτιμήσεων, αγοραστικές συνήθειες των πελατών, διαφοροποίηση των προϊόντων, εμπορικά σήματα, κ.λπ.),
προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσο εταιρείες εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές αποτελούν πράγματι εναλλακτική πηγή εφοδιασμού για τους καταναλωτές. Και στην περίπτωση αυτή, το κριτήριο που εφαρμόζεται είναι η υποκατάσταση στην οποία μπορεί να οδηγήσει η μεταβολή των σχετικών τιμών και το ερώτημα που τίθεται είναι και πάλι κατά πόσο οι πελάτες των μερών μπορούν να
Σελ. 11
στραφούν σε εταιρείες που είναι εγκατεστημένες αλλού, βραχυπρόθεσμα και με αμελητέο κόστος.
30. Ανάλογα με την περίπτωση, εξετάζονται επίσης οι παράγοντες που συνδέονται με την προσφορά, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές περιοχές δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια στην περίπτωση που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πωλήσεις τους, με ανταγωνιστικούς όρους, στο σύνολο της γεωγραφικής αγοράς. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει εξέταση όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την εγκατάσταση στην περιοχή, με στόχο την πραγματοποίηση πωλήσεων στην περιοχή αυτή, των όρων πρόσβασης στα δίκτυα διανομής, του κόστους δημιουργίας δικτύου διανομής και της ύπαρξης ή απουσίας κανονιστικών φραγμών που συνδέονται με τις δημόσιες συμβάσεις, ρυθμίσεων όσον αφορά τις τιμές, ποσοστώσεων και δασμών που περιορίζουν το εμπόριο ή την παραγωγή, τεχνικών προτύπων, μονοπωλίων, της ελευθερίας εγκατάστασης, των απαιτήσεων για τη χορήγηση αδειών, των ρυθμίσεων σχετικά με τη συσκευασία, κ.λπ. Με λίγα λόγια, η Επιτροπή θα εντοπίζει τα ενδεχόμενα εμπόδια και φραγμούς που απομονώνουν τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε δεδομένη περιοχή από τις ανταγωνιστικές πιέσεις εταιρειών που είναι εγκατεστημένες εκτός της περιοχής αυτής, έτσι ώστε να προσδιορίζει με ακρίβεια το βαθμό διεισδυτικότητας των αγορών μεταξύ τους σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο.
31. Η διάρθρωση και η εξέλιξη των ροών των συναλλαγών προσφέρει χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά την οικονομική σημασία καθενός από τους προαναφερθέντες παράγοντες που συνδέονται με τη ζήτηση ή την προσφορά και το βαθμό στον οποίο μπορούν ή όχι να αποτελέσουν πραγματικά εμπόδια, οδηγώντας στη δημιουργία ξεχωριστών γεωγραφικών αγορών. Κατά την ανάλυση των ροών των συναλλαγών εξετάζεται συνήθως το θέμα του κόστους μεταφοράς και του βαθμού στον οποίο το κόστος αυτό μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις συναλλαγές μεταξύ διαφορετικών περιοχών, λαμβανομένης υπ’ όψη της θέσης των μονάδων παραγωγής, του κόστους παραγωγής και του ύψους των σχετικών τιμών.
Ολοκλήρωση των αγορών στην Κοινότητα
32. Τέλος, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπ’ όψη της, για τον ορισμό των γεωγραφικών αγορών, τη συνεχή διαδικασία ολοκλήρωσης της αγοράς στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως την περίπτωση των συγκεντρώσεων και των επιχειρήσεων διαρθρωτικού χαρακτήρα. Είναι αδύνατον να αγνοηθούν, κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκέντρωσης ή μιας κοινής επιχείρησης διαρθρωτικού χαρακτήρα στον ανταγωνισμό, τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί και εφαρμοστεί στο πλαίσιο του προγράμματος για την εσωτερική αγορά προκειμένου να καταργηθούν τα εμπόδια στις συναλλαγές και να συνεχιστεί η ολοκλήρωση των αγορών
Σελ. 12
της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις τεχνητής απομόνωσης των εθνικών αγορών λόγω της ύπαρξης νομοθετικών φραγμών, οι οποίοι έχουν σήμερα καταργηθεί, θα πρέπει κατά κανόνα να εξετάζονται προσεκτικά όλα τα στοιχεία όσον αφορά τις τιμές, τα μερίδια αγοράς ή τη διάρθρωση των συναλλαγών κατά το παρελθόν. Ο ορισμός μιας γεωγραφικής αγοράς για τους σκοπούς της αξιολόγησης συγκεντρώσεων και κοινών επιχειρήσεων μπορεί, συνεπώς, να λαμβάνει υπ’ όψη του τη διαδικασία ολοκλήρωσης των αγορών η οποία θα οδηγήσει, βραχυπρόθεσμα, σε επέκταση των σχετικών γεωγραφικών αγορών».
Εξ άλλου, αναφερθήκαμε προηγουμένως στις εξαιρέσεις του άρθρου 101 παρ. 3 ΣυνθΛΕΕ. Ο ενωσιακός νομοθέτης εξαιρεί κλάδους της οικονομίας από την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, επιτρέπει δηλαδή τα μονοπώλια ή τα ολιγοπώλια προς προστασία άλλων έννομων αγαθών, όπως είναι το ελεύθερο εμπόριο ή το κρατικό μονοπώλιο. Το ελεύθερο εμπόριο ενδέχεται να οδηγήσει σε μονοπώληση ή ολιγοπώληση των αγορών. Κυρίως όμως το κρατικό μονοπώλιο ενδέχεται να λειτουργεί κατά μία άποψη υπέρ των καταναλωτών και επιλέγεται από τον ενωσιακό ή τον εθνικό νομοθέτη ως η βέλτιστη λύση κατά την στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων.
Με τον όρο ολιγοψώνιο χαρακτηρίζεται η αγορά, στην οποία υπάρχουν ελάχιστοι σε αριθμό αγοραστές με μεγάλη ισχύ για ένα προϊόν ή µια υπηρεσία και πολλοί πωλητές που έχουν αντίστοιχα περιορισμένη ισχύ έναντι των ολίγων αγοραστών. Σε αυτές τις συνθήκες οι ολίγοι και ισχυροί αγοραστές ασκούν έντονο έλεγχο επί των πολλών και ανισχύρων πωλητών και µπορούν να πετύχουν αποτελεσματική µείωση στην τιµή του προϊόντος (σημαντικός βαθμός ελέγχου της τιμής από τους λίγους αγοραστές που είναι ισχυροί συγκριτικά με τους πωλητές που είναι πολλοί σε αριθμό). Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει υψηλός βαθµός αλληλεξάρτησης, επειδή η συμπεριφορά του ενός αγοραστή επηρεάζει την συµπεριφορά των άλλων. Το ολιγοψώνιο, κατά συνέπεια, αποτελεί το αντίστοιχο του ολιγοπωλίου από την πλευρά της ζήτησης. Συχνά το ολιγοψώνιο συνδυάζεται με ολιγοπώλιο. Τότε η επίδραση του ολιγοπωλίου-ολιγοψωνίου στην διαφορά (spread) λιανικής τιμής και τιμής παραγωγού είναι μεγαλύτερη όσο πιο ανελαστικές είναι οι ελαστικότητες ζήτησης και προσφοράς και όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Ελαστικότητα ζήτησης (E), καλείται η ποσοστιαία μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας, ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, η οποία προκαλείται μετά από μια δεδομένη μεταβολή σε
Σελ. 13
κάποια από τις ανεξάρτητες μεταβλητές της συνάρτησης ζήτησης. Η ελαστικότητα της ζήτησης σχετίζεται με το εισόδημα του καταναλωτή ή ως προς την τιμή του αγαθού. Πάντως, θεωρούμε ότι οι λοιποί παράγοντες και φυσικά η τιμή, παραμένουν αμετάβλητοι (Ceteris paribus, χωρίς μεταβολή τα λοιπά δεδομένα). Σύμφωνα με τα παραπάνω η ελαστικότητα ζήτησης ως προς το εισόδημα, ή η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης, είναι το μέτρο της μεταβολής στην ζητούμενη ποσότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, η οποία καταγράφεται από μία δεδομένη μεταβολή στο εισόδημα του καταναλωτή.
Ο τύπος είναι: ΕΥ (ελαστικότητα ζήτησης ως προς το εισόδημα): ποσοστιαία μεταβολή ζητούμενης ποσότητας (Q)/ποσοστιαία μεταβολή εισοδήματος (Υ).
Αν η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης είναι θετική, αλλά μικρότερη της μονάδας [0 < ΕΥ < 1], τότε αναφερόμαστε σε συνήθη αγαθά πρώτης ανάγκης, όπου μία μεταβολή στο εισόδημα των καταναλωτών θα επιφέρει μικρότερη μεταβολή στις ζητούμενες ποσότητες αυτών.
Αντιθέτως, αν έχουμε [ΕΥ > 1], δηλαδή εισοδηματική ελαστικότητα μεγαλύτερη της μονάδας, τότε αναφερόμαστε σε αγαθά και υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται ως πολυτελή, υπό την έννοια ότι οι καταναλωτές δεν αισθάνονται ιδιαίτερη πίεση για την αγορά και κατανάλωσή τους (πχ το χαβιάρι). Ακολούθως αν η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης λαμβάνει αρνητική τιμή [ΕΥ < 0], αναφερόμαστε σε ασυνήθη ή κατώτερα αγαθά που η ζήτησή τους μειώνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα των καταναλωτών. Η περίπτωση αυτή αφορά αγαθά ή υπηρεσίες, τα οποία αποφεύγει να αγοράσει ο καταναλωτής όταν αυξάνεται το εισόδημά του, επειδή στρέφεται σε ακριβότερα υποκατάστατα (π.χ. το φθηνό αλκοόλ). Στη συνέχεια, αν η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς το εισόδημα, είναι ίση με το μηδέν [ΕΥ = 0], σημαίνει ότι ουδεμία μεταβολή καταγράφεται στη ζήτηση όσο και αν μεταβληθεί το εισόδημα. Τέλος, αν η εισοδηματική ελαστικότητα είναι ίση με την μονάδα [ΕΥ = 1], καταγράφεται η θεωρητική περίπτωση, κατά την οποία μία ποσοστιαία μεταβολή στο εισόδημα, θα οδηγήσει σε ισόποση μεταβολή στη ζήτηση. Συνεπώς, τα συνήθη αγαθά ή υπηρεσίες, δηλαδή αυτά που αποκαλούνται είδη πρώτης ανάγκης, χαρακτηρίζονται από μικρή ελαστικότητα ως προς το εισόδημα, υπό την έννοια ότι οι καταναλωτές «πιέζονται» για την κατανάλωσή τους, αφού πρέπει να καλύψουν βασικές τους ανάγκες, ενώ τα είδη πολυτελείας χαρακτηρίζονται από μεγάλη ελαστικότητα, αφού οι καταναλωτές αισθάνονται ότι δεν είναι απαραίτητο να τα αποκτήσουν (κυρίως δε όταν έχουν χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα).
Παράδειγμα:
Καταναλωτής με διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ, ζητά για επίσης μηνιαία κατανάλωση 500 λίτρα βενζίνης.
Αν το εισόδημα αυξηθεί σε 11.000 ευρώ, η ζητούμενη ποσότητα της βενζίνης θα γίνει 550 λίτρα.
Σελ. 14
Η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης για την βενζίνη και τον συγκεκριμένο καταναλωτή, είναι: (50/1.000) Χ (10.000/500) = 0,05Χ20=1.
Συνεπώς, οδηγεί σε ισόποση μεταβολή.
Αν η ζητούμενη ποσότητα δεν μεταβαλλόταν, η τιμή της ελαστικότητας θα ήταν μηδέν, οπότε αυτό δείχνει ότι δεν «αντιδρά» ο καταναλωτής για το συγκεκριμένο αγαθό, αν καταγραφεί στο εισόδημά του αυτή η αύξηση.
Το ζήτημα είναι βέβαια, σε πρακτικό επίπεδο, ποιος αριθμός καταναλωτών, σε ένα εκτεταμένο δείγμα, επηρεάζεται θετικά και αποφασίζει να αυξήσει την κατανάλωση του συγκεκριμένου καυσίμου, όταν αυξάνεται το εισόδημά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνεται ως μέτρο της εισοδηματικής ελαστικότητας, ο μέσος όρος των επί μέρους τιμών για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, αν τελικά έχουμε μικρή ή μεγαλύτερη ελαστικότητα, σε αντίστοιχη μεταβολή του εισοδήματος. Το μέτρο της εισοδηματικής ελαστικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία για τις επιχειρήσεις, κυρίως όταν αποφασίζουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε νέα προϊόντα ή υπηρεσίες, σε σχέση με τις καταναλωτικές ομάδες στις οποίες απευθύνονται και το ύψος του εισοδήματός τους. Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων πρέπει να γνωρίζουν αν τα αγαθά που διακινούν, ή τα προϊόντα που παράγουν, ή οι υπηρεσίες που παρέχουν απευθύνονται σε καταναλωτές με σχετικά υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα, κυρίως δε τα τελευταία χρόνια που στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε αρνητικές μεταβολές των εισοδημάτων. Είναι σαφές ότι όταν έχουμε αρνητικές οικονομικές διακυμάνσεις, η ζήτηση περιορίζεται σε είδη με σχετικά χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα (Σγουρινάκης).
Σταυροειδής είναι η ελαστικότητα της ζήτησης μεταξύ δύο προϊόντων, π.χ. Α και Β, που διατίθενται λ.χ. συνδυασμένα (π.χ. με σύζευξη παροχών που απαγορεύεται από τα άρθρα 101 και 102 ΣυνθΛΕΕ και το αντίστοιχα άρθρα 1 και 2 του Ν 3959/2011), και ειδικότερα η μεταβολή της ζήτησης ή της τιμής του ενός προϊόντος (Α) σε σχέση με το άλλο προϊόν (Β), και διακρίνεται σε αρνητική και θετική ή και μηδενική. Αν η ζήτηση για το προϊόν Α μειώνεται, όταν αυξάνεται η τιμή του προϊόντος Β, τότε πρόκειται για αρνητική σταυροειδή ελαστικότητα της τιμής και της ζήτησης. Αντίστροφο αποτέλεσμα ισχύει στα υποκατάστατα προϊόντα, όπου η αύξηση της τιμής για το προϊόν Α οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για το υποκατάστατο Β. Τότε η σταυροειδής ελαστικότητα της τιμής ή της ζήτησης είναι θετική. Για τα ανεξάρτητα προϊόντα η σταυροειδής ελαστικότητα της τιμής είναι μηδενική, αφού οι μεταβολές στην τιμή του προϊόντος Α δεν επηρεάζουν την ζήτηση του προϊόντος Β. Από την σταυροειδή ελαστικότητα της ζήτησης πρέπει να διακρίνονται άλλες έννοιες, όπως η σταυροειδής επιδότηση (ΔΕφΑθ 752/2010), η σταυροειδής αθέτηση (Μαστρομανώλης), η σταυροειδής ελαστικότητα επιτοκίου
Σελ. 15
(Αλεξάκης, Παπαδάκης) και η σταυροειδής αδειοδότηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ολομ) 263/IV/2004).
Για να επανέλθουμε με ένα παράδειγμα στο ζήτημα του ολιγοψωνίου, ένα συγκεντρωμένο ολιγοψώνιο με ηγεσία είναι η Αμερικανική βιομηχανία γρήγορου πρόχειρου φαγητού, στην οποία ένας μικρός αριθμός µεγάλων αγοραστών (δηλαδή McDonald’s, Burger King, Wendy’s, KFC) ελέγχει την αγορά κρέατος στις ΗΠΑ. Ο έλεγχος αυτός επιτρέπει σε αυτές τις μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού, να υπαγορεύουν την τιµή που καταβάλλουν στους αγρότες για το κρέας, και, επιπλέον, να επηρεάζουν τις συνθήκες καλής διαβίωσης των ζώων και τα πρότυπα εργασίας. Άλλο παράδειγμα ολιγοψωνίου είναι τα σούπερ μάρκετς για την ζήτηση λαχανικών και φρούτων ή η ζήτηση αγοράς χωρητικότητας δεξαμενόπλοιων. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες και οι εταιρείες πετρελαιοειδών είναι λίγες, οπότε λίγοι είναι οι αγοραστές χωρητικότητας δεξαμενόπλοιων (για την μεταφορά του πετρελαίου από χώρες εξαγωγής πετρελαίου προς χώρες εισαγωγής πετρελαίου). Οι χώρες και οι εταιρείες επιδιώκουν να εγκαταστήσουν δικές τους ναυτιλιακές επιχειρήσεις με ιδιόκτητους στόλους. Αντίστοιχα, οι πωλητές χωρητικότητας δεξαμενόπλοιων είναι πολλοί και περιλαμβάνουν κυρίως τους πλοιοκτήτες δεξαμενόπλοιων (πρώτοι στον κόσμο οι Έλληνες) ή τους ναυλωτές δεξαμενόπλοιων. Σχετική νομολογία: ΔΕΚ C-89,104,114,116,117,125-129/85, Ahlström Osakeyhtiö and others v Commission of the European Communities (“Wood Pulp”).
Εξ άλλου, μονοπώλιο σημαίνει πώληση από έναν και έλεγχος της προσφοράς, όλης ή της συντριπτικής πλειονότητας, από μία δεσπόζουσα επιχείρηση, οπότε δεν υπάρχουν ανταλλάξιμα προϊόντα για τους αγοραστές, ενώ ολιγοπώλιο σημαίνει πώληση από λίγους που ελέγχουν όλη ή την συντριπτική πλειονότητα της προσφοράς του προϊόντος ή της υπηρεσίας σε μία αγορά, οπότε κατά κανόνα κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση. Ας δούμε όμως τις έννοιες της πώλησης στο ενοχικό δίκαιο και στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Πώληση, ειδικότερα, κατά τον ορισμό του ενοχικού δικαίου, είναι η μεταξύ προσώπων (φυσικών ή νομικών) σύμβαση, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων (πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει, αντί συμφωνημένου τιμήματος, στον έτερο (αγοραστή), ορισμένο πράγμα, αγαθό, ή δικαίωμα
Σελ. 16
ή υπηρεσία, και ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου, ενώ ο αγοραστής την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα. Οι επιμέρους δικαιοπραξίες (ενοχικές υποσχετικές για την μεταβίβαση πράγματος και χρημάτων, και εμπράγματες μεταβίβασης κυριότητας πράγματος και χρημάτων) συναποτελούν την ολοκληρωμένη πώληση ή αγοραπωλησία. Η διεθνής πώληση διέπεται από την Σύμβαση της Βιέννης 1980.
Η πώληση στο δίκαιο του ανταγωνισμού λαμβάνει ειδικά νοήματα, όταν προσδιορίζεται ως «ενεργητική πώληση» ή ως «παθητική πώληση».
Ως «ενεργητική» πώληση νοείται: (1) η ενεργητική προσέγγιση μεμονωμένων πελατών εντός της αποκλειστικής περιοχής ή εντός της αποκλειστικής ομάδας πελατών ενός άλλου διανομέα, για παράδειγμα με απ’ ευθείας ταχυδρομικές αποστολές ή επισκέψεις, ή (2) η ενεργητική προσέγγιση μιας συγκεκριμένης ομάδας πελατών ή πελατών σε μια συγκεκριμένη περιοχή που έχει παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα σε άλλο διανομέα, μέσω διαφημίσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή άλλων ενεργειών προώθησης που στοχεύουν ειδικά σ’ αυτή την ομάδα πελατών ή σε πελάτες που βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιοχή, ή (3) η εγκατάσταση αποθηκών ή πρατηρίου διανομής στην αποκλειστική περιοχή ενός άλλου διανομέα. Οι διαδικτυακές διαφημίσεις που απευθύνονται ειδικά σε ορισμένους πελάτες συνιστούν μορφή ενεργητικής πώλησης προς τους πελάτες αυτούς. Παραδείγματος χάρη, η χρησιμοποίηση διαφημιστικών πινακίδων που απευθύνονται σε μια περιοχή και τοποθετούνται σε διαδικτυακούς τόπους τρίτων αποτελεί μορφή ενεργητικών πωλήσεων στην γεωγραφική περιοχή όπου εμφανίζονται οι συγκεκριμένες διαφημιστικές πινακίδες. Γενικώς, οι προσπάθειες πώλησης που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε μια ορισμένη ομάδα πελατών θεωρούνται ως ενεργητική πώληση στην εν λόγω περιοχή ή πελατειακή ομάδα. Έτσι, η πληρωμή μηχανής αναζήτησης ή διαδικτυακού διαφημιστή για την προβολή διαφημιστικού μηνύματος απευθυνόμενου ειδικά στους χρήστες μιας συγκεκριμένης περιοχής αποτελεί μορφή ενεργητικών πωλήσεων στην περιοχή αυτή (άρθρο 4β Κανονισμού 330/2010). Βλ. σημείωση 17 των Προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση ΔΕΚ C-439/09.
Σε ορισμένες περιπτώσεις καθέτων περιορισμών η ιεραρχικά «ανώτερη» επιχείρηση (ο αντιπροσωπευόμενος) ζητεί από τον διανομέα-αντιπρόσωπο να μην προβαίνει σε ενεργητικές ή παθητικές πωλήσεις (το οποίο μπορεί να ελεγχθεί ως νόθευση του ανταγωνισμού, βλ. π.χ. Κεφάλαιο 5, β., απόφαση Επιτροπής Ανταγωνισμού 663/2018, ΕΛΑΪΣ).
Ως «παθητική» πώληση νοείται η ανταπόκριση στην ζήτηση που εκφράζεται αυτοβούλως από μεμονωμένους πελάτες, περιλαμβανομένης της διανομής αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών σ’ αυτούς. Η γενική διαφήμιση ή η προώθηση με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή μέσω του διαδικτύου, που προσεγγίζει πελάτες που βρίσκονται στις αποκλειστικές περιοχές ή που ανήκουν στις ομάδες πελατών άλλων διανομέων αλλά που αποτελεί εύλογο τρόπο για την προσέγγιση πελατών εκτός αυτών των περιοχών ή ομάδων πελατών, για παράδειγμα για την προσέγγιση πελατών σε μη αποκλειστικές περιοχές ή στην περιοχή του ίδιου του διαφημιζόμενου, αποτελούν παθητικές πωλήσεις. Πώληση προς
Σελ. 17
μεμονωμένους πελάτες που εμφανίζονται οικειοθελώς και περιλαμβάνει την παράδοση προϊόντων ή υπηρεσιών στους εν λόγω πελάτες. Παθητική πώληση θεωρείται αυτή που οφείλεται σε γενική διαφήμιση ή προώθηση στο διαδίκτυο. Οι περιορισμοί στις παθητικές πωλήσεις που περιλαμβάνονται σε κάθετες συμφωνίες αποτελούν βασικούς περιορισμούς και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού της Επιτροπής για την απαλλαγή κατά κατηγορία όσον αφορά στους κάθετους περιορισμούς.
Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης, δηλαδή της μονοπωλιακής θέσης ή της ολιγοπωλιακής θέσης, όπως προβλέπει το άρθρο 102 ΣυνθΛΕΕ, κατάχρηση η οποία συνίσταται στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό της παραγωγής, στην εφαρμογή ανίσων όρων, στην εξάρτηση σύναψης σύμβασης από την αποδοχή πρόσθετων όρων (δηλαδή όσα απαγορεύονται και από το άρθρο 101 ΣυνθΛΕΕ με την κατανομή των αγορών εδώ να μην προβλέπεται). Ακόμα και στις περιπτώσεις που η ΕΕ ή το κράτος μέλος εξαιρούν από το δίκαιο του ανταγωνισμού επιχειρήσεις ή τομείς της οικονομίας, πάντως η κατάχρηση των μονοπωλητών ή ολιγοπωλητών δεν είναι ανεκτή. Αυτό που αποτελεί απώτατο όριο για το μονοπώλιο, το δυοπώλιο ή το ολιγοπώλιο είναι η κατάχρηση, η καταχρηστική εκμετάλλευση της μονοπωλιακής, δυοπωλιακής ή ολιγοπωλιακής ισχύος (κατάχρηση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης).
Η εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, όταν είναι το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, απόφασης ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ και που εν τέλει έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, την νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ενώ τα όμοια ισχύουν εντός του κάθε κράτους μέλους της ΕΕ, όπως π.χ. στην Ελλάδα (Ν 3959/2011).
Εξ άλλου, η καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης με επιβολή αυθαιρέτων όρων συναλλαγής, με εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή με αιφνίδια ή και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων απαγορεύεται και ως αθέμιτη εμπορική πρακτική.
Ειδικότερα, στο άρθρο 18α παρ. 1 του Ν 146/1914 που προστέθηκε με το άρθρ. 22 παρ. 1 του Ν 3784/2009, ορίζονται τα ακόλουθα:
«Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως
Σελ. 18
προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.»
Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
Παρόμοιο περιεχόμενο με αυτό της ανωτέρω διάταξης είχε το άρθρο 2α του Ν 703/1977 (το όποιο έχει καταργηθεί με το άρθρο 1 του Ν 3784/2009) και ως εκ τούτου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 18α του Ν 146/1914 ισχύουν όσα είχαν κριθεί νομολογιακά σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2α του Ν 703/1977.
Παρέπεται ότι η παράβαση των παραπάνω άρθρων συνιστά παράνομη συμπεριφορά, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, κατά τρόπο, ώστε, εφ’ όσον συντρέχουν και οι άλλοι όροι της διάταξης αυτής, ο τρίτος που ζημιώνεται να έχει αξίωση για αποζημίωση (ΑΠ 1522/2013, ΑΠ 1664/2014). Σχετική νομολογία: ΑΠ 403/2016.
Εξ άλλου τρεις βασικές αποφάσεις του ΔΕΚ αντιμετώπισαν το θέμα των πρόσθετων παροχών: οι αποφάσεις VTB Total (C-261/07 και 299/07), Plus (C-304/08) και Mediaprint (C-540/08). Και οι τρεις αποφάσεις διευκρινίζουν αυθεντικά μια σειρά ερωτημάτων για εξαιρετικά συνηθισμένες εμπορικές πρακτικές, όπως είναι η εξάρτηση της συμμετοχής σε διαγωνισμό ή παίγνιο από την αγορά συγκεκριμένων προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση Plus, Mediaprint) και γενικότερα για τις λεγόμενες πρόσθετες παροχές, όπου η αγορά της πρόσθετης παροχής, ανεξάρτητα από την φύση της και τα χαρακτηριστικά της προϋποθέτει την αγορά του κυρίου προϊόντος ή υπηρεσίας. Στην απόφαση Total το ∆ικαστήριο ήδη έθεσε τις βάσεις της νομολογίας του για την σύζευξη κυρίας και πρόσθετης παροχής, η οποία συμπληρούται και εμβαθύνεται με τις δύο ακόλουθες αποφάσεις Plus και Mediaprint. Οι πρακτικές αυτές (combined offers) εμπίπτουν αβίαστα την έννοια της εμπορικής πρακτικής που χρησιμοποιεί η Οδηγία 2005/29, εφ’ όσον «άμεσα συνδέονται με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (άρθρο 2 στοιχ. δ Οδηγίας 2005/29).
Οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος ή δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων
Σελ. 19
αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί (άρθρο 106 παρ. 2 ΣυνθΛΕΕ).
Ο ακόλουθος πίνακας απεικονίζει τα επίπεδα προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ΕΕ.
Πίνακας 1: Aπόλυτη, σχετική ή μη προστασία ελεύθερου ανταγωνισμού στην ΕΕ
Απόλυτη προστασία ελεύθερου ανταγωνισμού |
Σχετική προστασία ελεύθερου ανταγωνισμού |
Απόλυτη απαγόρευση ελεύθερου ανταγωνισμού |
Αγορές άρθρου 101 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ |
Αγορές άρθρου 101 παρ. 3 ΣυνθΛΕΕ |
Κρατική βία |
Αγορές άρθρου 101 παρ. 1 ή 101 παρ. 3 και καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣυνθΛΕΕ) |
Υπηρεσίες οικονομικού συμφέροντος ή δημοσιονομικού μονοπωλίου (άρθρο 106 παρ. 2 ΣυνθΛΕΕ) |
Κρατική μονοπώληση νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής λειτουργίας |
Απόλυτα ελεύθερες αγορές, π.χ. η αγορά ενδυμάτων, προϊόντων όπως τα κινητά τηλέφωνα και υπηρεσιών όπως η κινητή τηλεφωνία |
Απελευθερωμένες αγορές, π.χ. παροχή υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας (η ηλεκτρική ενέργεια ως δημόσιο και ιδιωτικό αγαθό) |
Κρατικά μονοπώλια π.χ. παροχή υπηρεσιών ύδρευσης (το νερό ως απόλυτο δημόσιο αγαθό) |
Αντίστοιχες εθνικές διατάξεις |
Αντίστοιχες εθνικές διατάξεις |
Αντίστοιχες εθνικές διατάξεις |
Περαιτέρω, οι κρατικές ενισχύσεις σχετικοποιούν την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επιτρεπόμενες κρατικές ενισχύσεις είναι πάντοτε οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα, οι ενισχύσεις επανόρθωσης ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή έκτακτα γεγονότα, π.χ. μία πανδημία, ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Γερμανίας (άρθρο 107 παρ. 2 ΣυνθΛΕΕ).
Η γεωγραφική αγορά καλύπτει κάθε περιοχή της ΕΕ, ακόμα και τις υπερπόντιες περιφέρειες.
Επιτρεπόμενες κρατικές ενισχύσεις ενδέχεται να είναι οι ενισχύσεις για τον πολιτισμό, για οικονομικές δραστηριότητες ή περιοχές με ταυτόχρονη προάσπιση του κοινού συμφέροντος και των όρων των συναλλαγών, για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, την προώθηση οικονομικής αναπτύξεως περιοχών χαμηλού βιοτικού επιπέδου, με σοβαρή υποαπασχόληση (ανεργία) ή των περιοχών που ανήκουν στην ΕΕ, αλλά βρίσκονται εκτός Ευρώπης, όπως είναι η Γουαδελούπη (περιφέρεια-υπερπόντιες
Σελ. 20
νήσοι της Γαλλίας που βρίσκονται στην Καραϊβική), η Γαλλική Γουιάνα, η Μαρτινίκα, η Ρεϋνιόν (υπερπόντιο τμήμα της Γαλλίας, département d’outre-mer, το οποίο είναι νησί που βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό πλησίον της Μαδαγασκάρης), ο Άγιος Βαρθολομαίος (Collectivité de Saint-Barthélemy, νήσος και νησίδες στην Καραϊβική που ανήκουν στην Γαλλία), ο Άγιος Μαρτίνος (υπερπόντια κοινότητα της Καραϊβικής που ανήκει στην Γαλλία), οι Αζόρες, η Μαδέρα, οι Κανάριες Νήσοι (άρθρο 107 παρ. 3 ΣυνθΛΕΕ).
Η Γαλλική Γουιάνα, για παράδειγμα, αποτελεί υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Νότιας Αμερικής και συνορεύει με την Βραζιλία και το Σουρινάμ. Ο πληθυσμός της είναι περίπου 300.000. Το 1946 από αποικία μετετράπη σε γαλλικό διαμέρισμα-περιφέρεια. Το 2010 με δημοψήφισμα απερρίφθη η πρόταση της Γαλλίας για αυξημένη αυτονομία της Γαλλικής Γουιάνας (στα πρότυπα της Νέας Καληδονίας), όπως συνέβη και στην Μαρτινίκα. Από το 1976 οι Αζόρες αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της Πορτογαλίας, νήσοι που βρίσκονται στον Ατλαντικό Ωκεανό (Região Autónoma dos Açores), η Μαδέρα είναι ομάδα νήσων και αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της Πορτογαλίας (Região Autónoma da Madeira) και βρίσκονται στον Ατλαντικό Ωκεανό, δυτικά της Αφρικής, όπως και οι Κανάριες Νήσοι (Αυτόνομη Κοινότητα επτά νήσων που ανήκουν στην Ισπανία).
Όλες αυτές οι περιοχές, οι περιφέρειες και οι κοινότητες είναι νησιά που ανήκουν στην Γαλλία, την Ισπανία ή την Πορτογαλία. Είναι εδάφη της ΕΕ και νόμισμά τους είναι το ευρώ. Λόγω του ότι είναι απομακρυσμένες περιοχές από την ηπειρωτική Ευρώπη ο ενωσιακός νομοθέτης προβλέπει κρατικές ενισχύσεις για την ανάπτυξη αυτών των περιοχών.
Κατά τα λοιπά, κρατικές ενισχύσεις που δεν εμπίπτουν στις πιο πάνω κατηγορίες και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά (άρθρο 107 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ). Αν διαπιστωθεί ότι έχουν χορηγηθεί, τότε διατάσσεται η επιστροφή τους από την επιχείρηση προς το κράτος. Τέτοια περίπτωση ήταν η χορήγηση παρανόμων κρατικών ενισχύσεων στις Κυπριακές Αερογραμμές από την Κυπριακή Δημοκρατία το 2015, όταν η αεροπορική επιχείρηση τελικά διατάχθηκε να επιστρέψει όλες τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις στο κράτος και ως αποτέλεσμα ανέκυψε η πτώχευση της επιχείρησης. Η ανάκτηση των παρανόμως χορηγηθέντων κρατικών ενισχύσεων αποκαθιστά, στο μέτρο του εφικτού και του δυνατού, τον ελεύθερο ανταγωνισμό είτε αυτός προστατεύεται απόλυτα (στις απόλυτα ελεύθερες αγορές) είτε προστατεύεται σχετικά (στις απελευθερωμένες αγορές).