ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Πολιτική, ρύθμιση και ανταγωνισμός στις ενεργειακές αγορές

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 20€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 48,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18693
Πλιάκος Α.
Φαραντούρης Ν.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 488
  • ISBN: 978-960-654-878-9
Αποκτήστε τη συνδυαστική προσφορά

Το βιβλίο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας αποτελεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση των βασικών αρχών που διέπουν την εσωτερική αγορά ενέργειας και την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ σε αυτή. Συγκεκριμένα:

• Στην Εισαγωγή αναλύονται οι συνιστώσες της κοινής ενεργειακής πολιτικής, η οποία με άξονα την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αναπτύσσεται ταχύτατα, αλλάζοντας ριζικά τις εθνικές πολιτικές ενέργειας.
• Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, με αντικείμενο την εσωτερική αγορά ενέργειας, αναλύονται οι θεμελιώδεις αρχές που καθοδήγησαν την εγκαθίδρυσή της, ιδίως όσον αφορά τα όρια των κρατικών παρεμβάσεων στην αγορά, το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής, της πρόσβασης στα δίκτυα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου και τις αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας.
• Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζεται η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στις ενεργειακές αγορές. Παρ’ όλη ιδιοτυπία τους, (ασφάλεια εφοδιασμού, αγωγοί, καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής), οι κανόνες του ανταγωνισμού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ομαλή ενεργειακή μετάβαση, ιδίως ο τρόπος εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος, ενώ η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων για τις συμπράξεις, τις συγκεντρώσεις και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης συμβάλλουν αποφασιστικά στη μη επανασύσταση των πρώην κρατικών εμποδίων από τις επιχειρήσεις.

Το βιβλίο απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται να έχουν μια συνολική, συστηματική και κατανοητή γνώση του Ευρωπαϊκού Δικαίου Ενέργειας, κατ’ εξοχήν στους φοιτητές των νομικών, οικονομικών, πολυτεχνικών ή άλλων σχολών, στους νομικούς, δικηγόρους και δικαστές, καθώς και στα στελέχη της διοίκησης και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά ενέργειας.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ VII

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΑΡΤΙΚΟΛΕΞΑ IX

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ 1

Α. Οι δύο ενεργειακές κοινότητες 3

α) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα 3

β) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας 6

1. Βασικές ρυθμίσεις 7

2. Επιτεύγματα 8

3. Προοπτικές 10

Β. Η Συνθήκη για τη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) 11

α) Η εκπόνηση της πολιτικής ενέργειας σε πνεύμα αλληλεγγύης 12

1. Το ιστορικό της διαφοράς 12

2. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου 14

3. Η απόφαση του Δικαστηρίου 15

4. Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα 19

β) Η προστασία του περιβάλλοντος 23

γ) Οι συνιστώσες της πολιτικής ενέργειας της ΕΕ 30

1. Η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης 30

1.1. Η εξάρτηση 31

1.2. Τα μέτρα αντιμετώπισης 33

1.2.1. Η αγορά φυσικού αερίου 33

1.2.2. Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας 40

1.3. Τα ληπτέα μέτρα 42

1.3.1. Εσωτερική διάσταση 42

1.3.2. Εξωτερική διάσταση 44

 

2. Ενεργειακή απόδοση και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 49

2.1. Ενεργειακή απόδοση 49

2.2. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 52

2.2.1. Βασικές διατάξεις της οδηγίας 2009/28 52

2.2.2. Βασικές διατάξεις της οδηγίας 2018/2001 53

2.2.3. Προτάσεις τροποποίησης των οδηγιών 55

3. Διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων 57

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 65

ΤΜΗΜΑ Ι

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΛΕΕ 65

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ 65

Α. Γενικές επισημάνσεις 66

Β. Δασμοί και ενέργεια 70

α) Η απόφαση Essent Netwerk της 17.7.2008 70

1. Τα πραγματικά περιστατικά 70

2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 74

β) Η απόφαση FENS της 6.12.2018 78

1. Πραγματικά περιστατικά 78

2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 80

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ 84

A. Έννοια 84

Β. Εξαιρέσεις 88

α) Οι νομοθετικές εξαιρέσεις 88

β) Οι νομολογιακές εξαιρέσεις 91

γ) Θεμελιώδη δικαιώματα 93

Γ. Ποσοτικοί περιορισμοί και ενέργεια 96

α) Η απόφαση της 10.7.1984 Campus Oil 96

1. Ερμηνεία του άρθρου 34 ΣΛΕΕ 97

2. Ερμηνεία του άρθρου 36 ΣΛΕΕ 98

β) Η απόφαση Essent της 11.9.2014 101

γ) Η απόφαση της 17.9.2020 ANRE (εξαγωγή ενέργειας) 107

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΡΑΤΙΚΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ 112

Α. Έννοια 113

Β. Μονοπώλια που εξαιρούνται 114

Γ. Διαρρύθμιση 115

Δ. Η εξαίρεση του άρθρου 106 ΣΛΕΕ 115

Ε. Ενέργεια και κρατικά μονοπώλια 115

α) Η απόφαση της 15.7.1964, COSTA/ENEL 115

β) Η απόφαση της 13.12.1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας 117

1. Τα πραγματικά περιστατικά 117

2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 119

2.1. Μη διαρρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου 119

2.2. Δημόσια ασφάλεια 120

2.3. Σύστημα ποσοστώσεων και περιορισμοί 122

γ) Η απόφαση της 23.10.1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας 123

1. Η επίμαχη νομοθεσία 123

2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 123

2.1. Η παραβίαση του άρθρου 37 ΣΛΕΕ 124

2.2. Η επίδραση του άρθρου 106. 2 ΣΛΕΕ 124

2.3. Ως προς την αναγκαιότητα των αποκλειστικών δικαιωμάτων 126

2.4. Ως προς τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών 129

 

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 131

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ 131

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΠΡΩΤΗ ΔΕΣΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ 133

Α. Η οδηγία 96/92/ΕΚ 133

α) Η διάσπαση των εθνικών μονοπωλίων 133

β) Πρόσβαση στο δίκτυο και επιλέξιμοι πελάτες 136

γ) Άλλες σημαντικές ρυθμίσεις της οδηγίας 136

Β. Η οδηγία 98/30/ΕΚ 137

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΕΣΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ 139

Α. Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας 139

α) Η οδηγία 2003/54/ΕΚ για την εσωτερική αγορά ενέργειας 139

1. Λόγοι υιοθέτησης της οδηγίας 140

2. Νέοι κανόνες για την παραγωγή, μεταφορά και διανομή 140

3. Πρόσβαση στο δίκτυο 142

4. Ρυθμιστικές αρχές 142

5. Η έννομη προστασία 144

β) Ο κανονισμός 128/2003 για τις διασυνοριακές συναλλαγές 146

Β. Η αγορά φυσικού αερίου 147

α) Η οδηγία 2003/55/ΕΚ 147

β) Ο κανονισμός 1775/2005 περί όρων πρόσβασης
στα δίκτυα μεταφοράς 149

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΤΡΙΤΗ ΔΕΣΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ 150

Α. Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας 150

α) Η οδηγία 2009/72/ΕΚ 150

1. Προστασία καταναλωτών 151

2. Παραγωγή, μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας 153

3. Ρυθμιστικές αρχές 158

3.1. Η αρχή της θεσμικής αυτονομίας 158

3.2. Οι νέες αρμοδιότητες 160

β) Ο κανονισμός 714/2009 163

γ) Ο κανονισμός 713/2009 165

Β. Η αγορά του φυσικού αερίου 168

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ) ΠΑΚΕΤΟ 170

Α. Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας 170

α) Η οδηγία 2019/944 170

1. Ο ρόλος των καταναλωτών 172

2. Νέες διατάξεις για τα συστήματα διανομής και μεταφοράς 178

3. Νέα καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής 180

β) Ο κανονισμός 2019/943 180

1. Σκοπός 181

2. Αρχές λειτουργίας των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας 181

3. Δίκαιη μετάβαση 182

4. Ρύθμιση των χονδρεμπορικών αγορών 183

5. NEMO 185

6. Ενιαία νομοθετική πράξη 185

7. Ευρωπαϊκά δίκτυα διαχειριστών 186

8. Γραμμές διασύνδεσης 188

γ) Ο κανονισμός 2019/941 188

Β. Η αγορά φυσικού αερίου 189

α) Η οδηγία 2019/692 190

β) Οι νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες 190

Γ. Ο κανονισμός 2019/942 (ACER) 192

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 196

Α. Η απόφαση της 17.10.2019 (έννοια μεταφοράς και διανομής) 196

α) Τα πραγματικά περιστατικά 196

β) Νομική ανάλυση 198

Β. Η απόφαση της 2.9.2021 (διαχωρισμός δραστηριοτήτων
και θεμελιώδη δικαιώματα) 201

Γ. Η απόφαση της 3.12.2020 (διαχωρισμός δραστηριοτήτων
και ιδιοκτησία του συστήματος μεταφοράς) 205

Δ. Η απόφαση της 2.9.2021 (έννοια της κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης) 208

Ε. Η απόφαση της 22.10.2013 (δίκτυα διανομής και απαγόρευση ιδιωτικοποίησης) 216

α) Τα προδικαστικά ερωτήματα 217

β) Το θεμιτό της απαγόρευσης 218

γ) Ιδιωτικοποίηση και ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων 219

δ) Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος και δικαιολογημένα
εμπόδια 220

ΣΤ. Η απόφαση της 9.10.2008 (ελεύθερη και χωρίς διακρίσεις
πρόσβαση στο δίκτυο) 223

Ζ. Η απόφαση της 17.10.2019 (επιλογή συστήματος μεταφοράς
ή διανομής) 224

Η. Η απόφαση της 24.2.2022 (απευθείας σύνδεση στο σύστημα
μεταφοράς) 226

Θ. Η απόφαση της 16.7.2020 (καθορισμός τελών πρόσβασης
στο δίκτυο) 228

Ι. Η νομολογία για τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας 230

α) Ρυθμιστικές αρχές και προστασία της εθνικής συνταγματικής
ταυτότητας 231

1. Τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα των διαδίκων 232

2. Νομική ανάλυση 233

3. Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα G. Pitruzzella 236

4. Η απόφαση του Δικαστηρίου 241

β) Οι ρυθμιστικές αρχές ως αρχές εξωδικαστικής επίλυσης
των διαφορών 244

1. Έννοια του καταγγέλλοντος 244

2. Διαφορές μεταξύ οικιακών πελατών και διαχειριστών δικτύου 246

3. Το δεδικασμένο των ρυθμιστικών αρχών 250

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 253

ΤΜΗΜΑ Ι

ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 253

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ 254

Α. Η απόφαση της 14.10.2010, Deutsche Telekom AG κατά Επιτροπής 254

α) Ιστορικό 254

β) Η απόφαση του Δικαστηρίου 257

Β. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29.3.212, Ισπανία κατά Επιτροπής 262

α) Ιστορικό της διαφοράς 262

β) Η απόφαση του Δικαστηρίου 264

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 267

Α. Η απόφαση της 3.12.2020, Επιτροπή κατά Βελγίου 267

Β. Η απόφαση της 17.10.2017 (δίκτυο μεταφοράς και ανταγωνισμός) 271

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 274

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 275

Α. Γενικές επισημάνσεις 275

α) Σύμπραξη 276

β) Περιορισμός του ανταγωνισμού 277

γ) Περιορισμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών 281

δ) Το ανεφάρμοστο της απαγόρευσης 283

1. Βελτίωση οικονομικής αποτελεσματικότητας 283

2. Όφελος καταναλωτών 285

3. Αναλογικότητα των περιορισμών 286

4. Η μη κατάργηση του ανταγωνισμού 287

Β. Συμπράξεις και ενεργειακές αγορές 288

α) Η απόφαση της Επιτροπής της 26.10.2004 288

1. Το κανονιστικό πλαίσιο 289

2. Το συμβόλαιο μεταφοράς 289

3. Η δομή της αγοράς 289

4. Η εφαρμογή του άρθρου 101.1 ΣΛΕΕ 290

5. Η εφαρμογή του άρθρου 101.3 ΣΛΕΕ 291

6. Κυρώσεις 292

β) Η απόφαση της Επιτροπής της 14.7.2020 292

1. Η σχετική αγορά 292

2. Συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική 293

3. Ενιαία και συνεχής παραβίαση 294

4. Περιορισμός του ανταγωνισμού 294

5. Επηρεασμός εμπορίου μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ 296

6. Μη εφαρμογή του άρθρου 101.3. ΣΛΕΕ 296

7. Ευθύνη και κυρώσεις 296

γ) Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2.2.2022 297

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 299

Α. Γενικές επισημάνσεις 300

α) Σχετική αγορά 301

β) Σημαντικό τμήμα της εσωτερικής αγοράς 305

γ) Δεσπόζουσα θέση 305

δ) Συλλογική δεσπόζουσα θέση 308

ε) Κατάχρηση 310

Β. Αποφάσεις για τις ενεργειακές αγορές 314

α) Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από τη ΔΕΗ ΑΕ 314

1. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου 316

2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 317

β) Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από την ENEL SpA 319

1. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης 320

2. Τα προδικαστικά ερωτήματα 322

3. Η απόφαση του Δικαστηρίου 324

3.1. Σκοπός και απόδειξη της παραβίασης του άρθρου 102 ΣΛΕΕ 324

3.2. Κατάχρηση και στοιχεία απόδειξης 325

3.3. Αντικειμενικός και υποκειμενικός περιορισμός του ανταγωνισμού 326

3.4. Οι νόμιμες πρακτικές ως καταχρηστικές: περιοριστικά αποτελέσματα
και κριτήρια κανονικού/υγιούς ανταγωνισμού 327

3.4.1. Αυτονομία και υπεροχή του δικαίου του ανταγωνισμού 327

3.4.2. Κατάχρηση και αντι-ανταγωνιστικά αποτελέσματα 328

3.5. Κατανομή ευθύνης μεταξύ εταιρειών ομίλου 332

γ) Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από την Gazprom Α.Ε. 333

1. Τα πραγματικά περιστατικά 333

2. Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής 334

3. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου 336

3.1. Επί της διαδικασίας 336

3.2. Επί της ουσίας 337

3.3. Αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης και προώθηση της πολιτικής
ενέργειας της ΕΕ 341

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 343

Α. Γενικές επισημάνσεις 345

α) Ο κανονισμός 139/2004 346

1. Θεμελιώδεις διατάξεις 347

2. Σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού 349

β) Αξιολόγηση του κανονισμού 139/2004 351

Β. Εφαρμογή στις ενεργειακές αγορές: η συγκέντρωση RWE/E.ON 355

α) Τα συμβαλλόμενα μέρη 355

β) Η ενωσιακή διάσταση της συγκέντρωσης 356

γ) Ορισμός της σχετικής αγοράς 357

1. Παραγωγή και χονδρική προμήθεια ενέργειας 357

1.1. Ορισμός αγοράς προϊόντος 357

1.2. Ορισμός γεωγραφικής αγοράς 358

1.3. Μεταφορά ενέργειας 359

1.4. Προμήθεια ενέργειας στη λιανική αγορά 359

δ) Αξιολόγηση της επίδρασης στον ανταγωνισμό 360

1. Οριζόντιες επικαλύψεις 360

1.1. Παραγωγή και χονδρεμπορική προμήθεια ενέργειας στη Γερμανία 360

1.1.1. H δομή της αγοράς 360

1.1.2. Η προσαύξηση από τη συγκέντρωση 361

1.1.3. Το σχήμα επιχορήγησης για τις εγκαταστάσεις παραγωγής
ανανεώσιμης ενέργειας 361

1.1.4. Η θέση των συμβαλλόμενων μερών 362

1.1.5. Η αξιολόγηση της Επιτροπής 362

2. Απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής 362

3. Κάθετος σύνδεσμος με το διαχειριστή Amprion 364

ε) Συμπέρασμα 364

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΩΣ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΕΡΟΝΤΟΣ (ΥΓΟΣ) 364

Α. Όροι κρατικής παρέμβασης στην αγορά 366

α) Η αρχή της ουδετερότητας έναντι του καθεστώτος ιδιοκτησίας 367

β) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα 367

γ) Η οριοθέτηση του εθνικού δημόσιου οικονομικού τομέα 368

δ) Έννοια γενικού οικονομικού συμφέροντος 372

ε) Αδυναμία εκπλήρωσης της αποστολής 376

στ) Προστασία των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών 379

Β. Πράξεις οργάνων της ΕΕ για τις ΥΓΟΣ 380

α) Οι οδηγίες απελευθέρωσης 380

1. Η οδηγία 96/92/ΕΚ 380

2. Η οδηγία 2003/54/ΕΚ 383

3. Η οδηγία 2009/72/ΕΚ 387

4. Η οδηγία 2019/944 389

β) Όροι παροχής κρατικής χρηματοδότησης (αντιστάθμιση) 393

Γ. Η νομολογία για την παροχή ενέργειας ως ΥΓΟΣ 398

α) Η απόφαση Federutility (καθορισμός τιμής) 399

β) Η απόφαση Enel Produzione SpA (καθορισμός τιμής) 402

γ) Η απόφαση ANODE (καθορισμός τιμής) 405

δ) Η απόφαση Essent Belgium NV (εθνικοί μηχανισμοί στήριξης
παραγωγής πράσινης ενέργειας) 407

ε) Η απόφαση AB «Achema» 410

στ) Η απόφαση Engie Cartagena SL (εισφορά χρηματοδότησης σχεδίων
ενεργειακής αποδοτικότητας) 412

ζ) Η απόφαση «Оvergas Mrezhi» (υποχρέωση αποθήκευσης
φυσικού αερίου και μετακύλιση τιμής στους καταναλωτές) 414

η) Η απόφαση Viesgo Infraestructuras Energéticas SL
(μη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων και παροχή αντιστάθμισης) 416

θ) Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Achema AB 420

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 423

Α. Γενικές επισημάνσεις 423

α) Έννοια κρατικής ενίσχυσης 423

β) Εξαιρέσεις 428

Β. Ενέργεια και Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία 431

α) Νομοθετικές πρωτοβουλίες 431

β) Οι αποφάσεις της Επιτροπής 434

1. Ηλεκτροκίνηση και εξοικονόμηση ενέργειας 434

2. Στήριξη ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές 435

3. Ενεργειακός εφοδιασμός και μηχανισμοί ισχύος 437

γ) Αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ 438

1. Κρατικές ενισχύσεις και ΥΓΟΣ 438

2. Αγορά επάρκειας ισχύος 442

2.1. Τα πραγματικά περιστατικά 442

2.2. Η απόφαση του Δικαστηρίου 443

3. Κρατική ενίσχυση κατόπιν διαιτητικής απόφασης για την τιμή
προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος 445

3.1. Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία 445

3.2. Η απόφαση 447

4. Προτιμησιακό τιμολόγιο ως κρατική ενίσχυση 451

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΗ 453

ΙΙ. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 456

 

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 459

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ

Τα ενεργειακά προϊόντα έχουν μεγάλη σημασία για τη σύγχρονη οικονομία και κοινωνία. Εξ ου και η ονομασία τους ως «στρατηγικά προϊόντα». Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνέπειες του στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας την αναδεικνύουν περίτρανα, όπως επίσης και το ότι ο τομέας αυτός για πολλές δεκαετίες είχε οργανωθεί κατά βάση με τη σύσταση εθνικών μονοπωλίων. Παράλληλα, η ειδική φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα, όπως και η ρύθμιση των τιμών, επιτείνουν τον κυρίαρχο ρόλο των κρατών στη διαχείρισή τους. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η πρώτη Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, με την επαναστατική, για τα μέχρι τότε δεδομένα της οργάνωσης των διεθνών σχέσεων των κρατών, υπερεθνική συγκρότησή της είχε ως αντικείμενο τη διαχείριση του άνθρακα, όπως και του χάλυβα. Η σημασία των ενεργειακών προϊόντων αναδείχτηκε επίσης με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, η οποία μαζί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, συνέθεταν το «κοινοτικό φαινόμενο», το οποίο εξελισσόμενο θεσμικά και πολιτικά προσέλαβε το όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η αρχική Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα δεν περιλάμβανε ρυθμίσεις για την ενέργεια, ούτε άλλωστε για το περιβάλλον. Η ανάγκη κοινής στάσης έγινε έκδηλη με τις πετρελαϊκές κρίσεις (1973 και 1978). Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) και η Συνθήκη το Μάαστριχτ (1992) κάνουν τα πρώτα βήματα λήψης ενεργειακών μέτρων, αναγνωρίζοντας στην Κοινότητα σχετική αρμοδιότητα. Η κατάσταση άλλαξε με τη Συνθήκη για τη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος και της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η ενέργεια εντάσσεται στους τομείς της συντρέχουσας αρμοδιότητας, με την προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας για δράση της Ένωσης να μην θέτει προβλήματα, λόγω της υπερεθνικής φύσης των ενεργειακών θεμάτων. Ωστόσο, τίτλος ΧΧΙ της ΣΛΕΕ με τίτλο «Ενέργεια» περιλαμβάνει μόνο το άρθρο 194 που ρυθμίζει την «πολιτική της Ένωσης στον τομέα της Ενέργειας». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο αυτό: «1.Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως στόχο: α)να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β)να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, και γ)να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δ)να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων». Παράλληλα, όσον αφορά τη διαδικασία, η ΣΛΕΕ αναγορεύει τον κανόνα την πλειοψηφίας σε αρχή, ενώ η ομοφωνία προβλέπεται μόνο κατ’

Σελ. 2

εξαίρεση. Πράγματι, εκτός από τη λήψη μέτρων φορολογικού χαρακτήρα, ρητά προβλέπεται ότι τα ενεργειακά μέτρα «δεν επηρεάζουν το δικαίωμα κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών του πόρων, την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού, με την επιφύλαξη του άρθρου 192, παράγραφος 2, στοιχείο γ)».

Η επιφύλαξη του άρθρου 192, παράγραφος 2, στοιχείο γ) εντάσσεται στο τίτλο ΧΧ της ΣΛΕΕ που αφορά το «περιβάλλον». «Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος» ρυθμίζεται από τα άρθρα 191-193 ΣΛΕΕ. Μεταξύ των στόχων που επιδιώκει η πολιτική αυτή είναι και η καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, επιδίωξη που έχει οδηγήσει τα όργανα της Ένωσης να λάβουν πολλά μέτρα αποτροπής της αλλαγής του κλίματος, καθώς και μετριασμού των αρνητικών επιπτώσεών της. Η διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την εκπόνηση δράσεων στον τομέα του περιβάλλοντος είναι η συνήθης νομοθετική διαδικασία, εκτός εξαιρέσεων. Μεταξύ των εξαιρέσεων, που υλοποιούνται ομόφωνα, είναι και «τα μέτρα που επηρεάζουν αισθητά την επιλογή ενός κράτους μέλους μεταξύ των διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού». Τυχόν διαφωνίες επί του δικαιώματος αυτού, εκδήλωση της εθνικής κυριαρχίας στον ενεργειακό τομέα, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της επιλογής ορθής νομικής βάσης, όπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει στην απόφασή του της 21.6.2018. Ειδικότερα, έκρινε ότι ο εξαιρετικός χαρακτήρας του επίμαχου άρθρου δεν επιτρέπει διασταλτική ερμηνεία, επειδή έτσι θα «θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο να αναχθεί σε γενικό κανόνα η χρήση μιας ειδικής νομοθετικής διαδικασίας».

Η πολιτική ενέργειας της Ένωσης εντάσσεται στη γενική δόμηση των Συνθηκών, αφενός της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), αφετέρου της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, οφείλει να εναρμονίζεται με τις υπερκείμενες αρχές της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι αξίες της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνονται οι γενικές αρχές του δικαίου που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως και τα δικαιώματα που αναφέρει ο Χάρτης προστασίας της Ένωσης. Παράλληλα, η πολιτική ενέργειας

Σελ. 3

της Ένωσης οφείλει να αναπτύσσεται κατ’ εναρμόνιση με τις «διατάξεις γενικής εφαρμογής» της ΣΛΕΕ, οι οποίες αφορούν μεταξύ άλλων την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, την τήρηση της αρχής της μη διάκρισης, την προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη, την προστασία των καταναλωτών, την προστασία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), την προώθηση της χρηστής διακυβέρνησης και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η απαίτηση προστασίας του περιβάλλοντος απορρέει επίσης από το προαναφερθέν άρθρο 194 ΣΛΕΕ, το οποίο συναρτά την πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνάρτηση που ταυτόχρονα περιλαμβάνει και μια ιεράρχηση, όπως εμμέσως πλην σαφώς αφήνει να εννοηθεί η επισήμανση της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος. Δεδομένης της μεγάλης σημασίας της εσωτερικής αγοράς, η σχέση της με την ενέργεια θα αναπτυχθεί χωριστά, στο πρώτο μέρος του παρόντος, ενώ στην εισαγωγή θα αναφερθούν γενικά οι κύριες διαστάσεις της πολιτικής ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 194 ΣΛΕΕ. Ως δεύτερο μέρος θα ακολουθήσει η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας, λόγω της στενής σχέσης που οι κανόνες αυτοί αναπτύσσουν με τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

Α. Οι δύο ενεργειακές κοινότητες

α) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) είχε ως αποστολή να εγκαθιδρύσει μια κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα, συνιστάμενη στην ελεύθερη κυκλοφορία του άνθρακα και του χάλυβα, καθώς και στην ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές παραγωγής. Ευρύτερα, δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις τα έξη αρχικά κράτη μέλη (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) να εξασφαλίσουν αυτά τα προϊόντα, μέσω μιας «ευρωπαϊκής ικανότητας παραγωγής». Η σημασία των εν λόγω προϊόντων, για την τότε εποχή, αντανακλάται στο άρθρο 2 της Συνθήκης που αναφέρεται στη συμβολή της ΕΚΑΧ στην οικονομική μεγέθυνση, στην ανάπτυξη της εργασίας και στη βελτίωση του επιπέδου ζωής. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων που είχε επιφορτιστεί η «Υψηλή Αρχή», πρώτη υπερεθνική αρχή στην Ευρώπη, ήταν η εποπτεία στη διασφάλιση της προμήθειας, στην ισότιμη πρόσβαση όλων των χρηστών στις πηγές παραγωγής, στη διαμόρφωση χαμηλών τιμών, στην προώθηση της ανάπτυξης των διεθνών συναλλαγών και στην προώθηση της κανονικής επέκτασης και εκσυγχρονισμού της παραγωγής των εν λόγω δύο προϊόντων. Ταυτόχρονα, δεν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εμπόδια στον ανταγωνισμό, να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις, να επιβάλλουν χρηματικές επιβαρύνσεις στην κυκλοφορία των προϊόντων και εν γένει να μην υιοθετούν μέτρα διάκρισης.

Η εφαρμογή των διατάξεως της Συνθήκης, στην αρχή, οδήγησε σε μέτρα κατάργησης των δασμολογικών εμποδίων και κάθε μορφής διακρίσεις, ιδίως στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών. Τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με τις πρώτες αποφάσεις

Σελ. 4

που έλαβε η «Υψηλή Αρχή», το 1953. Ωστόσο, στην πραγματική αγορά άνθρακα κυριαρχούσαν κρατικά μονοπώλια, που καθόριζαν τις τιμές, τους όρους παραγωγής και εισαγωγής. Τα γερμανικά καρτέλ, ιδιαιτέρως ισχυρά, ακολουθούσαν τη δική τους πολιτική, διαφορετική εκείνης της Αρχής, η πολιτική απελευθέρωσης της οποίας συναντούσε μεγάλες αντιδράσεις. Χρειάστηκαν για παράδειγμα δέκα έτη διαπραγματεύσεων μεταξύ της Αρχής και της γαλλικής κυβέρνησης για να μπορέσουν οι αγοραστές άνθρακα να μην τον προμηθεύονται αποκλειστικά από το γαλλικό κρατικό μονοπώλιο (ATIC), αλλά και να τον εισάγουν από άλλα κράτη (από το έτος 1961). Μια πρόσθετη και καθοριστική παράμετρος αξιολόγησης της λειτουργίας της ΕΚΑΧ ήταν ο τρόπος εφαρμογής του νόμου προσφοράς και ζήτησης άνθρακα, σε συνδυασμό ιδίως με την αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ και της διαρκώς και μεγαλύτερης ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου από τους χρήστες. Έτσι, ενώ το 1956, ένεκα ιδίως της ανάπτυξης της βιομηχανίας σιδήρου, η παραγωγή άνθρακα ανερχόταν στους 255, 4 εκατομμύρια τόνους, με την Αρχή να ζητάει την αύξηση της παραγωγής το 1957, εν συνεχεία παρατηρείται μια συνεχής μείωση ως ακολούθως: 253,3 το 1958, 240 το 1960, 223,2 το 1965. Η κατάσταση αυτή οδηγεί τη Γερμανία, Γαλλία και Βέλγιο, χώρες παραγωγούς άνθρακα, να ζητούν από την Ιταλία και Ολλανδία, χώρες καταναλώτριες, να περιορίσουν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, διαφωνία που δεν οδήγησε σε κοινή θέση, με αποτέλεσμα κάθε κράτος μέλος να υιοθετεί μονομερή μέτρα υπέρ της εθνικής βιομηχανίας σιδήρου.

Ως γνωστόν, το 1967, οι τρεις εκτελεστικές αρχές των τριών Κοινοτήτων συγχωνεύτηκαν σε μία, την Επιτροπή, η οποία συνέχισε τις προσπάθειες διαμόρφωσης μιας κοινής πολιτικής άνθρακα. Ωστόσο, η μείωση της παραγωγής συνεχίστηκε αμείωτη, μεταξύ των ετών 1967 και 1973, διάστημα μέσα στο οποίο η Γαλλία πέρασε από τους 47 εκατομμύρια τόνους στους 25, το Βέλγιο από τους 16 στους 9 και η Γερμανία από τους 117 στους 104. Η μείωση αυτή αντικαθίσταται από τους υδρογονάνθρακες, ενώ στα κράτη που παράγουν άνθρακα η πολιτική εστιάζεται στη διαχείριση των κοινωνικών επιπτώσεων (ανεργία, κλείσιμο ανθρακωρυχείων, περιοχές σε οικονομικό μαρασμό). Η κατάσταση φάνηκε να αλλάζει με τις δύο κρίσεις πετρελαίου, αφενός το 1973 με το μποϊκοτάζ των αραβικών χωρών παραγωγής πετρελαίου, ως κύρωση κατά της κατάκτησης εδαφών από το Ισραήλ, και πέντε χρόνια αργότερα λόγω του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Η αύξηση τις τιμής του πετρελαίου καθιστά τον άνθρακα πιο ανταγωνιστικό, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί, οδηγεί σε πολιτικές απεξάρτησης, και με την εξοικονόμηση ενέργειας. Μάλιστα, με σχετική σύσταση της Επιτροπής, της 17.12.1974, τίθεται ως στόχος η μείωση, έως το 1985, της εισαγωγής ενέργειας από τις τρίτες χώρες από το 63% που ήταν το 1973 στο 50% και ει δυνατόν στο 40%. Ωστόσο, η ανάδειξη της ενεργειακής εξάρτησης δεν ωφέλησε την αύξηση της παραγωγής άνθρακα, αλλά οδήγησε στην αναζήτηση άλλων πηγών ενέργειας, όπως της πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία.

Σε αυτή την εξέλιξη βοήθησε καταλυτικά και η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρακας αντιπροσωπεύει το 28% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, παρ’ όλη τη χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών. Εξάλλου, οι διεθνείς δεσμεύεις της Ένωσης, όπως εξειδικεύτηκαν

Σελ. 5

με την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Κιότο, και η υιοθέτηση και ανάπτυξη μιας πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος, μετέτρεψαν τον άνθρακα, ως πηγή ενέργειας, σε πηγή δευτερεύουσας σημασίας και επικουρικού χαρακτήρα. Συνολικά, από τους 233 εκατομμύρια τόνους το 1962, η παραγωγή άνθρακα στην Ένωση έπεσε στους 99 εκ. τόνους το 1999, εκ των οποίων 44 εκ τόνοι προέρχονταν από τη Γερμανία, 36 από το Ηνωμένο Βασίλειο, 15 από την Ισπανία και μόνο 4 από τη Γαλλία. Στη χώρα αυτή άλλωστε παρατηρείται μια αλματώδης ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, δεδομένου ότι, κατά το έτος 1998, το 80% της ενέργειας προερχόταν από αυτήν.

Βέβαια, η ένταξη της Πολωνίας στη Ένωση, όπου το 70% της ενέργειας προέρχεται από τον άνθρακα, όπως και η περικοπή της ροής φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ως αντίποινα στις κυρώσεις που έλαβαν τα κράτη μέλη κατά της Ρωσίας, αναδεικνύουν ότι ο άνθρακας θα εξακολουθήσει να έχει κάποιο ρόλο στην ενεργειακή πολιτική της Ένωσης, έστω και σαφώς μεταβατικού και επικουρικού χαρακτήρα.

Ιστορικά, η Συνθήκη ΕΚΑΧ ολοκλήρωσε τυπικά τον κύκλο της, το 2002, λόγω της καταστατικής πρόβλεψης για διάρκεια ισχύος 50 έτη. Η πρώτη Ευρωπαϊκή Κοινότητα καταργείται. Το αντικείμενο της που είναι η διαχείριση του άνθρακα και χάλυβα εντάσσεται στις πολιτικές της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ένωσης. Ο άνθρακας, κύρια πηγή ενέργειας μετά τον πόλεμο, έπαυσε να έχει τον ίδιο ρόλο. Η διατήρηση του άνθρακα επί τόσες δεκαετίες οφείλεται στην κρατική υποστήριξη, κατ’ αντίθεση της Συνθήκης, λόγω της μειωμένης ανταγωνιστικότητας του τομέα, ιδίως έναντι του εισαγόμενου άνθρακα και των άλλων πηγών ενέργειας. Η αύξηση του αριθμού των κρατών μελών από τα έξη στα 15, επέτεινε τις δυσκολίες διαμόρφωσης μιας κοινής πολιτικής. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί σήμερα η Πολωνία που εμμένει σταθερά στην παραγωγή άνθρακα, παρ’ όλες τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Στο θεσμικό επίπεδο, τα κράτη μέλη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση του άνθρακα, με την Επιτροπή να τα ακολουθεί. Μια από τις αιτίες αποτυχίας είναι ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ εκπονήθηκε κατά την περίοδο αύξησης της ζήτησης, με έκδηλη την «εθνική επιλογή» των κρατών μελών (προς ενίσχυση της παραγωγής τους) κατά την περίοδο πτώσης της ζήτησης. Έντονα και ανεπίλυτα υπήρξαν τα προβλήματα υπερπαραγωγής και διαμόρφωσης κοινής πολιτικής περιορισμού της προσφοράς.

Αυτό βέβαια δεν υποβαθμίζει την ιστορική σημασία και συμβολή της Συνθήκης ΕΚΑΧ στην εξέλιξη και ανάπτυξη της διαδικασίας υπερεθνικής συνεργασίας. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε την πρώτη υπερεθνική Κοινότητα, η οποία, καίτοι ο ανομολόγητος στόχος ήταν, με τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα, να αδρανοποιηθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών στον τομέα των φυσικών πόρων, ιδίως στην περιοχή του Ruhr, σηματοδότησε μια νέα πορεία των κρατών, αυτή της ειρηνικής συνεργασίας σε επώδυνα ζητήματα. Το σχέδιο Schuman υπήρξε μεγαλοφυές: να προταχθεί η οικονομική ενοποίηση και να ακολουθήσει η πολιτική ενοποίηση. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι εκπόνησης της Συνθήκης ΕΚΑΧ ήταν ταυτόχρονα οικονομικοί και πολιτικοί. Οικονομικοί, επειδή η Συνθήκη είχε ως αντικείμενο δύο εξόχως στρατηγικού χαρακτήρα προϊόντα, όπως και σήμερα αφήνει να φανεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, και πολιτικοί λόγω της αναγκαστικής λειτουργικής συνύπαρξης της Γαλλίας

Σελ. 6

και της Γερμανίας. Μπορεί η ΕΚΑΧ να μην οδήγησε στην διαμόρφωση μιας υπερεθνικής ενεργειακής πολιτικής, λόγω της εμμονής των κρατών σε παλιές αντιλήψεις του εθνικού συμφέροντος, ωστόσο η συνέχιση της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης ανέδειξε με ενάργεια ότι τα κράτη μέλη χρειάζονται μια κοινή ενεργειακή πολιτική που να είναι και φιλική προς το περιβάλλον και ανεξάρτητη από τις εθνικές επιλογές των κρατών μελών.

β) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας

Η Συνθήκη που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) υπεγράφη στη Ρώμη, την 25.3.1957, ταυτόχρονα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Συνήφθη για απεριόριστη διάρκεια και περιορίζεται σε ένα ειδικό τομέα. Στις διατάξεις της προβλεπόταν είναι ειδικό καθεστώς για τα κράτη μέλη που θα επιδίωκαν να εξοπλιστούν με ατομικά όπλα, κατ’ αντίθεση της επιθυμίας των ΗΠΑ να δημιουργηθεί στην Ευρώπη μια αποπυρηνικοποιημένη ζώνη. Κύριος σκοπός της Συνθήκης ΕΚΑΕ ήταν να οργανωθεί μια νέα οικονομική δραστηριότητα, αυτή της ατομικής ενέργειας. Με την εξέλιξη της κοινής ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, τίθεται θέμα αξιοποίησης της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η οποία, λόγω ιδίως της αντίθεσης της Γαλλίας, δεν αναπτύχθηκε όπως θα μπορούσε. Πράγματι, όπως τόνισε η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το έτος 2016, το 27,5% της ενέργειας είναι πυρηνική ενέργεια. Υπάρχουν 129 πυρηνικοί αντιδραστήρες σε 14 κράτη μέλη, με συνολική δυναμικότητα 120 GWe και μέσο όρο ηλικίας κοντά στα 30 έτη. Σχεδιάζονται έργα κατασκευής νέων εγκαταστάσεων σε 10 κράτη μέλη, ενώ τέσσερις αντιδραστήρες βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή (Φινλανδία, Γαλλία, Σλοβακία). Σε διαδικασία αδειοδότησης βρίσκονται έργα κατασκευής αντιδραστήρων (Φινλανδία, Ουγγαρία και Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ γίνονται προπαρασκευαστικές συζητήσεις σε άλλες χώρες (Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία). Όπως φαίνεται η πυρηνική ενέργεια αναμένεται να παραμείνει σημαντικό συστατικό του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ με ορίζοντα το 2050, ιδίως μετά την απόφαση των οργάνων της Ένωσης να τη θεωρήσουν ως «πράσινη ενέργεια», η οποία επομένως θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τα κονδύλια της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία στις βασικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ, όπως και ιδίως στη χρησιμότητα που θα μπορούσε να έχει σε μια τέτοια προοπτική, προπάντων στο πως αντιμετωπίζεται το θέμα αποφυγής ατυχημάτων, όπως αυτών που συνέβησαν το 2006 (Τσερνόμπιλ) και το 2011 (Φουκουσίμα).

Σελ. 7

1. Βασικές ρυθμίσεις

Ήδη από το προοίμιο, τα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ως στόχους της ΕΚΑΕ: 1) την ανάπτυξη μιας ισχυρής πυρηνικής βιομηχανίας, που θα παρέχει εκτεταμένες πηγές ενέργειας, θα εκσυγχρονίζει την τεχνική και θα συμβάλλει με τις πολλαπλές άλλες εφαρμογές στην ευημερία των λαών τους, 2) τη δημιουργία συνθηκών ασφαλείας που αποκλείουν τους κινδύνους για τη ζωή και την υγεία των λαών και 3) τη συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με την ειρηνική ανάπτυξη της ατομικής ενέργειας.

Η επίτευξη μιας τέτοιας αποστολής οδηγούν τα κράτη μέλη να αναθέσουν στην ΕΚΑΕ τις εξής αρμοδιότητες: α) να αναπτύσσει την έρευνα και να εξασφαλίζει τη διάδοση των τεχνικών γνώσεων, β) να θεσπίζει ομοιόμορφους κανόνες ασφαλείας για την προστασία της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων και να μεριμνά για την εφαρμογή τους, γ) να διευκολύνει τις επενδύσεις, δ) να μεριμνά για τον τακτικό και δίκαιο εφοδιασμό όλων των καταναλωτών της Κοινότητας με μεταλλεύματα και πυρηνικά καύσιμα, ε) να εγγυάται, διά των καταλλήλων ελέγχων, ότι τα πυρηνικά υλικά δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφόρους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται, στ) να ασκεί το δικαίωμα κυριότητας, το οποίο της αναγνωρίζεται επί των ειδικών σχασίμων υλικών, ζ) να εξασφαλίζει ευρείες αγορές διαθέσεως και την πρόσβαση στα καλύτερα τεχνικά μέσα, διά της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς των ειδικών υλικών και εξοπλισμών, διά της ελευθέρας κυκλοφορίας των κεφαλαίων για πυρηνικές επενδύσεις και διά της ελευθέρας απασχολήσεως του ειδικευμένου δυναμικού εντός της Κοινότητας και η) να συνάπτει με τις άλλες χώρες και με τους διεθνείς οργανισμούς κάθε σχέση ικανή να προωθεί την πρόοδο κατά την ειρηνική χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργεια.

Ως μέσο επιδίωξης των ως άνω στόχων, τα κράτη μέλη επέλεξαν κατ’ αρχάς την εγκαθίδρυση μιας κοινής αγοράς, με την απαγόρευση όλων των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών ή των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθώς και όλων των ποσοτικών περιορισμών, τόσο κατά την εισαγωγή όσο και κατά την εξαγωγή.

Εν συνεχεία, προβλέπεται η δημιουργία μιας κοινής πολιτικής εφοδιασμού, η οποία να βασίζεται στην αρχή της ίσης προσβάσεως στις πηγές εφοδιασμού. Η εφαρμογή της πολιτικής ανατίθεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού Ευρατόμ που διαθέτει ιδία νομική προσωπικότητα, οικονομική αυτονομία και έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις προμήθειας των υλικών αυτών που προέρχονται από κράτη εντός ή εκτός της Κοινότητας. Παράλληλα, προβλέπεται ότι ο Οργανισμός Εφοδιασμού αποβλέπει στη γεωγραφική διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και σκοπεύει την αποφυγή της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μία και μόνη πηγή εφοδιασμού.

Ειδικές διατάξεις ορίζουν ως εξής το ρόλο των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξη της πυρηνικής βιομηχανίας εντός της

Σελ. 8

Κοινότητας, δύνανται να συγκροτούνται ως κοινές επιχειρήσεις. Η σύσταση πραγματοποιείται δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου. Πλεονεκτήματα που δύνανται να παρασχεθούν στις κοινές επιχειρήσεις: α) αναγνώριση του χαρακτήρα δημοσίας ωφελείας σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες για την απόκτηση ακινήτων, αναγκαίων για την εγκατάσταση των κοινών επιχειρήσεων, β) απαλλοτριώσεις για λόγους δημοσίας ωφελείας και γ) απαλλαγή από όλους τους δασμούς και φόρους ισοδυνάμου αποτελέσματος και από κάθε απαγόρευση και περιορισμό εισαγωγών ή εξαγωγών, οικονομικής και ταμιευτικής φύσεως (εξοπλισμός, ουσίες προς επεξεργασία).

Τέλος, ιδιαίτερης σημασίας είναι η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα της ΕΕ αποφασίζει μόνη της εάν θα συμπεριλάβει την πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό της μείγμα.

2. Επιτεύγματα

Σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια, ιδίως μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011, η ΕΕ τροποποίησε την οδηγία για την πυρηνική ασφάλεια, υιοθετώντας την οδηγία 2014/87. Η Επιτροπή στην έκθεσή της, της 21.4.2022, σχετικά με την πρόοδο εφαρμογής των σχετικών ρυθμίσεων, επισημαίνει τα ακόλουθα: με τη δεύτερη οδηγία ενοποιήθηκαν οι υφιστάμενες διατάξεις και θεσπίστηκαν νέες απαιτήσεις, που εστιάζουν στη ρυθμιστική ανεξαρτησία και σε έναν υψηλού επιπέδου στόχο πυρηνικής ασφάλειας σε ολόκληρη την ΕΕ, που αποσκοπεί: α) στην ενίσχυση των εξουσιών και της ανεξαρτησίας των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών, για παράδειγμα, μέσω διατάξεων για επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους ή για την πρόληψη και την επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων και β) στην πρόληψη ατυχημάτων και, σε περίπτωση ατυχημάτων, στον μετριασμό των συνεπειών τους και την αποφυγή άμεσων και μεγάλων ραδιενεργών εκλύσεων. Επιπλέον, οι τροποποιήσεις καλύπτουν: 1) την αύξηση της διαφάνειας μέσω παροχής πληροφοριών στο κοινό από τις ρυθμιστικές αρχές και τους κατόχους αδειών σχετικά με τις κανονικές συνθήκες λειτουργίας, τα συμβάντα και τα ατυχήματα, καθώς και ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των ρυθμιστικών φορέων· 2) την παροχή ευκαιριών για συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αδειοδότηση πυρηνικών εγκαταστάσεων· 3) την επίτευξη του στόχου πυρηνικής ασφάλειας μέσω άμυνας σε βάθος και μέτρων για την προαγωγή και την ενίσχυση μιας αποτελεσματικής νοοτροπίας πυρηνικής ασφάλειας· 4) τη διενέργεια αρχικής αποτίμησης για συγκεκριμένη εγκατάσταση, η οποία συμπληρώνεται με περιοδικές αξιολογήσεις ασφάλειας, τουλάχιστον ανά δεκαετία· 5) τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων για τη διαχείριση ατυχημάτων και την εντός των εγκαταστάσεων ετοιμότητα και αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης και 6) τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος θεματικών αξιολογήσεων από «ομοτίμους» που θα διενεργούνται τουλάχιστον ανά εξαετία.

Η οδηγία απαιτούσε από τα κράτη μέλη να υποβάλουν στην Επιτροπή τον δεύτερο και τελικό γύρο των εθνικών εκθέσεων έως τις 22 Ιουλίου 2020· Όλα τα κράτη μέλη εκπλήρωσαν

Σελ. 9

αυτήν την υποχρέωση έως το τέλος του 2020. Στην έκθεση της Επιτροπής, ενώ αναγνωρίζεται η πρόοδος που σημείωσαν τα κράτη μέλη, όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας, προτείνονται περαιτέρω βελτιώσεις, με τη μορφή συστάσεων που είναι οι ακόλουθες: 1) ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών έναντι αθέμιτου επηρεασμού κατά τη λήψη των ρυθμιστικών αποφάσεών τους, με την εκπόνηση ενός συνόλου κοινών κατευθυντήριων αρχών που θα αποτελέσουν τη βάση για ουσιώδη χαρακτηριστικά, 2) ενίσχυση των ικανοτήτων των κατόχων αδειών για την εκπλήρωση της πρωταρχικής τους ευθύνης όσον αφορά την πυρηνική ασφάλεια, με την εκπόνηση ενός συνόλου κοινών κατευθυντήριων αρχών που θα αποτελέσουν τη βάση για ουσιώδη χαρακτηριστικά, 3) προώθηση και ενίσχυση αποτελεσματικής νοοτροπίας πυρηνικής ασφάλειας μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις εθνικές πολιτικές και ρυθμίσεις, καθώς και μέσω της ανάπτυξης βέλτιστων πρακτικών, ιδίως όσον αφορά τη νοοτροπία ασφάλειας και τα συστήματα διαχείρισης των ίδιων των ρυθμιστικών φορέων, 4) ενίσχυση της διαφάνειας με την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για την αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά τα σχετικά στάδια του κύκλου ζωής των πυρηνικών εγκαταστάσεων, από την άποψη της πυρηνικής ασφάλειας και 5) υποστήριξη της επίτευξης του στόχου πυρηνικής ασφάλειας με την ανάπτυξη κοινής αντίληψης σχετικά με την υποκείμενη τεχνική βάση και την εφαρμογή της στην πράξη, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, προσεγγίσεων εφαρμογής για την αποφυγή «άμεσων» και «μεγάλων» ραδιενεργών εκλύσεων, καθώς και καθορισμού εύλογα εφικτών βελτιώσεων της ασφάλειας για υπάρχουσες εγκαταστάσεις, οι οποίες εντοπίζονται ολοένα και περισσότερο σε σχέση με τη μακροπρόθεσμη λειτουργία.

Τα ραδιενεργά απόβλητα προέρχονται από πυρηνικές δραστηριότητες, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η ιατρική και η έρευνα. Η οδηγία της ΕΕ 2011/70 για τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου καυσίμου καθορίζει κανόνες για την ασφαλή διάθεση χρησιμοποιημένων ραδιενεργών υλικών. Η ΕΕ έχει θεσπίσει νομοθεσία για την προστασία της ανθρώπινης υγείας από τους κινδύνους, θέτοντας κανόνες που εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας για το κοινό, τους εργαζόμενους και τους ασθενείς. Επιπλέον, η ΕΕ απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρακολουθούν τη ραδιενέργεια στον αέρα, το νερό, το έδαφος και τα τρόφιμα. Τα όργανά της ΕΕ διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ακτινοβολίες, ιδίως σε περίπτωση πυρηνικής έκτακτης ανάγκης.

Το κλείσιμο και ο παροπλισμός ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο τέλος του κύκλου ζωής του είναι μια μακρά και δαπανηρή διαδικασία. Η οδηγία για τα απόβλητα απαιτεί τη δημιουργία σχεδίων για τη χρηματοδότηση της ασφαλούς διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων κατά τη διάρκεια του παροπλισμού. Η ΕΕ έχει καταρτίσει προγράμματα βοήθειας για παροπλισμό παλαιών αντιδραστήρων σοβιετικού τύπου στη Βουλγαρία, στη Λιθουανία και τη Σλοβακία. Πρόσφατα, εκδόθηκε ο κανονισμός 2021/100 του Συμβουλίου για τη θέσπιση ειδικού χρηματοδοτικού προγράμματος

Σελ. 10

για τον παροπλισμό πυρηνικών εγκαταστάσεων και τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων. Σύμφωνα με το άρθρο 1, η Ένωση στηρίζει: α)τον ασφαλή παροπλισμό των μονάδων 1 έως 4 του πυρηνικού σταθμού Kozloduy στη Βουλγαρία και των μονάδων 1 και 2 του πυρηνικού σταθμού Bohunice V1 στη Σλοβακία, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων, σύμφωνα με τις ανάγκες που διαπιστώθηκαν στο αντίστοιχο σχέδιο παροπλισμού, και β)την εφαρμογή της διαδικασίας παροπλισμού και της διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων των πυρηνικών εγκαταστάσεων της Επιτροπής στις τοποθεσίες του Κοινού Κέντρου Ερευνών («JRC»), ήτοι το JRC-Geel στο Βέλγιο, το JRC-Karlsruhe στη Γερμανία, το JRC-Ispra στην Ιταλία και το JRC-Petten στις Κάτω Χώρες.

Στον τομέα των διεθνών σχέσεων, η ΕΕ υπέγραψε συμφωνίες συνεργασίας αναφορικά με τις χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, με μεγάλο αριθμό τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων προμηθευτών στον εν λόγω τομέα: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αργεντινή, το Ουζμπεκιστάν, την Ουκρανία, την Ιαπωνία και το Καζακστάν. Συμφωνίες σε θέματα έρευνας έχουν υπογραφεί με τη Ρωσία, την Ουκρανία, το Καζακστάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κοινότητα έχει εκφράσει επίσης τη σαφή δέσμευσή της σε διεθνές επίπεδο, καθιστάμενη συμβαλλόμενο μέρος στις κυριότερες διεθνείς συμφωνίες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας: τη σύμβαση για τη φυσική προστασία των πυρηνικών υλικών (1991), τη σύμβαση για την πυρηνική ασφάλεια (2000), την κοινή σύμβαση για την ασφάλεια διαχείρισης του αναλωμένου καυσίμου και την ασφάλεια διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων (2006), καθώς και τη σύμβαση για την παροχή βοήθειας σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος ή σε περίπτωση έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες (2006). Καθιερώθηκε στενή συνεργασία με τα όργανα της διεθνούς επιτροπής ακτινοπροστασίας, του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), της επιστημονικής επιτροπής για τις επιδράσεις των ιοντιζουσών ακτινοβολιών, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ή ακόμη της Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ.

Στο πλαίσιο της συνθήκης για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, της 1ης Ιουλίου 1968, υπεγράφησαν τριμερείς συνθήκες αφενός μεταξύ των κρατών μελών που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, της ΕΚΑΕ και του ΔΟΑΕ, και αφετέρου, μεταξύ ενός εκάστου των δύο κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο και των ιδίων οργανισμών. Οι ανωτέρω τρεις τριμερείς συμφωνίες επιτρέπουν το συντονισμό του ρόλου της Ευρατόμ στον εν λόγω τομέα και εκείνου που παρέχεται στον ΔΟΑΕ βάσει της συνθήκης για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Οι συμφωνίες αυτές τροποποιήθηκαν και ενισχύθηκαν το 1998 με συμπληρωματικά πρωτόκολλα.

3. Προοπτικές

Η Συνθήκη επέτρεψε στην ΕΕ να αναλάβει σημαντικές δράσεις σε έναν τομέα στρατηγικής σημασίας, κυρίως στον τομέα της έρευνας, της προστασίας της υγείας, του ελέγχου, της ειρηνικής χρήσης των πυρηνικών υλών και των διεθνών σχέσεων. Χάρη στη Συνθήκη Ευρατόμ, η ΕΕ συμβάλει στην επιστημονική πρόοδο, με τη στήριξη που προσφέρει

Σελ. 11

στην έρευνα και την καινοτομία. Εξασφαλίζει την εφαρμογή υψηλών προτύπων για την προστασία των πολιτών από την ακτινοβολία και στηρίζει τις νέες πρωτοβουλίες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Παρέχει μια σφαιρική προσέγγιση έναντι των επενδύσεων στον εν λόγω τομέα. Μεριμνά για τον τακτικό και ισότιμο εφοδιασμό των χρηστών πυρηνικών υλών στην ΕΕ και επιβλέπει αυστηρά την ειρηνική χρήση των πυρηνικών υλών. Έχει καταστεί διεθνής παράγοντας στον τομέα αυτό.

Η Συνθήκη Ευρατόμ επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλαμβάνει δράση στον εν λόγω τομέα. Ακόμη και αν είναι ατελής, η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη και οι πολίτες έχουν ανάγκη από τη συνθήκη αυτή. Η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να συμβάλει στην πλαισίωση της ανάπτυξης της πυρηνικής βιομηχανίας και στην εγγύηση της τήρησης, σε όλες τις χρήσεις της ραδιενέργειας, των υψηλότερων δυνατών προτύπων σε θέματα ακτινοπροστασίας, ασφάλειας και διασφαλίσεων, ανεξάρτητα από τις ενεργειακές επιλογές κάθε κράτους, και πέρα από τα σύνορα της Ένωσης, σε συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς.

Β. Η Συνθήκη για τη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)

Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας έχει ως στόχο: α) να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β) να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, γ) να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και δ) να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Ο στόχος αυτός πρέπει να επιδιώκεται «σε πνεύμα αλληλεγγύης» και στο «πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον». Προέχει, επομένως, στην εκπόνηση και ανάπτυξη της ενωσιακής πολιτικής ενέργειας, η προστασία της εσωτερικής αγοράς και του περιβάλλοντος, ενώ το σύνολο των επιδιώξεων υπόκειται στην αρχή της αλληλεγγύης. Κατωτέρω θα αναπτυχθούν εν συντομία,

Σελ. 12

λόγω της φύσεως του παρόντος, πρώτον η έννοια και η επίδραση της αρχής της αλληλεγγύης, όπως και της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, στην διαμόρφωση της πολιτικής της ενέργειας, και δεύτερον ο επιδιωκόμενος από αυτήν στόχος, πλην της πτυχής που αφορά την εσωτερική αγορά ενέργειας, η οποία λόγω της σημασίας, όπως ήδη επισημάνθηκε, θα αναπτυχθεί στο πρώτο μέρος του παρόντος.

α) Η εκπόνηση της πολιτικής ενέργειας σε πνεύμα αλληλεγγύης

Η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης αναλύθηκε για πρώτη φορά νομολογιακά από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε την 10.9.2019.

1. Το ιστορικό της διαφοράς

Κατά το ιστορικό της διαφοράς, στις 13 Μαρτίου 2009, η γερμανική εθνική ρυθμιστική αρχή κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύο αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2009, οι οποίες εξαιρούσαν τη δυναμικότητα διασυνοριακής μεταφοράς του αγωγού φυσικού αερίου OPAL από την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων που προβλέπονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2003/55 και των τιμολογιακών κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 25, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας αυτής. Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL είναι το χερσαίο τμήμα, στα δυτικά, του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1, του οποίου το σημείο εισόδου βρίσκεται κοντά στην κωμόπολη Lubmin, πλησίον της πόλης Greifswald, στη Γερμανία, και το σημείο εξόδου στον οικισμό Brandov, στην Τσεχική Δημοκρατία. Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL ανήκει στη WIGA, η οποία κατέχει μερίδιο 80 % του εν λόγω αγωγού φυσικού αερίου, και στην E.ON Ruhrgas AG, η οποία κατέχει το 20 % του αγωγού αυτού. Η WIGA ελέγχεται από κοινού από τις Gazprom και BASF SE. Με την απόφαση C(2009) 4694 (αρχική απόφαση), της 12ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από την BNetzA, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/55 (νυν άρθρου 36, παράγραφος 9, της οδηγίας 2009/73), να τροποποιήσει τις αποφάσεις που εξέδωσε στις 25 Φεβρουαρίου 2009, προσθέτοντας ορισμένους όρους, τους οποίους έκανε αποδεκτούς η γερμανική ρυθμιστική αρχή, με αποτέλεσμα να χορηγήσει εξαίρεση από τους κανόνες για διάστημα 22 ετών. Ο αγωγός φυσικού αερίου OPAL τέθηκε σε λειτουργία στις 13 Ιουλίου 2011 και διαθέτει δυναμικότητα της τάξεως των 36,5 δισεκατομμυρίων m³/έτος επί του βόρειου τμήματός του, μεταξύ της πόλης Greifswald και του σημείου εισόδου του Groß-Köris στο Νότιο Βερολίνο (Γερμανία). Αντιθέτως, το νότιο τμήμα του αγωγού φυσικού αερίου OPAL, μεταξύ Groß-Köris και του σημείου εξόδου στον Brandov, έχει δυναμικότητα 32 δισεκατομμυρίων m3/έτος. Η διαφορά των 4,5 δισεκατομμυρίων m3/έτος προοριζόταν για πώληση εντός της ζώνης εμπορίου Gaspool, η οποία περιλαμβάνει τη Βόρεια και την Ανατολική Γερμανία. Με τις ως άνω αποφάσεις, η δυναμικότητα μεταφοράς του αγωγού OPAL εξαιρέθηκε εξ ολοκλήρου από την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων και από την τιμολογιακή ρύθμιση βάσει της οδηγίας 2003/55. Στις 12 Απριλίου 2013,

Σελ. 13

ζητήθηκε η τροποποίηση ορισμένων διατάξεων της χορηγηθείσας το 2009 εξαίρεσης. Στις 28 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή τις ενέκρινε, κατόπιν ορισμένων αλλαγών, βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 9, της οδηγίας 2009/73. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73 διαδικασία αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 22 της οδηγίας 2003/55, το οποίο αποτέλεσε τη νομική βάση της αρχικής απόφασης. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της Επιτροπής, στις 3 Ιανουαρίου 2017. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 2016, η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημερομηνία, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία απορρίφθηκε με διάταξη της 21ης Ιουλίου 2017, Πολωνία κατά Επιτροπής. Προς στήριξη της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει μεταξύ άλλων την παράβαση του άρθρου 36, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/73, σε συνδυασμό με το άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, καθώς και την παραβίαση της αρχής της αλληλεγγύης.

Κατά την Επιτροπή, η ενεργειακή αλληλεγγύη συνιστά πολιτική έννοια που απαντά στις ανακοινώσεις και στα έγγραφά της, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να πληροί τα νομικά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73. Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, όπως ορίζεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αφενός, απευθύνεται στον νομοθέτη και όχι στη Διοίκηση που εφαρμόζει τη νομοθεσία και, αφετέρου, αφορά μόνον καταστάσεις κρίσης στον εφοδιασμό ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, ενώ η οδηγία 2009/73 ορίζει τις αρχές που αφορούν την ομαλή λειτουργία της αγοράς αυτής. Εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο της βελτίωσης της ασφάλειας του εφοδιασμού, το οποίο θέτει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, και το οποίο η Επιτροπή εξέτασε με την προσβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να θεωρηθεί ότι λαμβάνει υπόψη την έννοια της ενεργειακής αλληλεγγύης. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 1 αποτελεί έργο αναγνωρισμένο ως έργο κοινού ενδιαφέροντος συνιστάμενο στην πραγματοποίηση ενός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος έργου προτεραιότητας, το οποίο προβλέφθηκε με την απόφαση 1364/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για καθορισμό προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενέργειας και την κατάργηση της απόφασης 96/391/ΕΚ και της απόφασης αριθ. 1229/2003/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 262, σ. 1), και ότι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθιστά δυνατή την αύξηση της χρήσης της υποδομής αυτής είναι σύμφωνο με το κοινό και με το ευρωπαϊκό συμφέρον.

 

Σελ. 14

2. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το «πνεύμα αλληλεγγύης» που μνημονεύεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποτελεί ειδικότερη έκφανση, στον εν λόγω τομέα, της γενικής αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, περί της οποίας γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ και στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 222 ΣΛΕΕ. Η αρχή αυτή συνιστά τη βάση του συνόλου του συστήματος της Ένωσης, σύμφωνα με τη δέσμευση που αναλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Όσον αφορά το περιεχόμενό της, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρχή της αλληλεγγύης συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις τόσο για την Ένωση όσο και για τα κράτη μέλη. Αφενός, η Ένωση υπέχει υποχρέωση αλληλεγγύης έναντι των κρατών μελών και, αφετέρου, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση αλληλεγγύης μεταξύ τους και όσον αφορά το κοινό συμφέρον της Ένωσης και των πολιτικών της. Στο πλαίσιο της πολιτικής στον τομέα της ενέργειας, αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση που, κατόπιν, για παράδειγμα, φυσικών καταστροφών ή τρομοκρατικών πράξεων, ένα κράτος μέλος βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όσον αφορά τον εφοδιασμό του με φυσικό αέριο. Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν περιορίζεται στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες εμπίπτουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης –αρμοδιότητα που ασκήθηκε στο παράγωγο δίκαιο με την έκδοση του κανονισμού 994/2010, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1938, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο. Αντίθετα, η αρχή της αλληλεγγύης συνεπάγεται και τη γενική υποχρέωση, εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών, στο πλαίσιο άσκησης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των λοιπών ενδιαφερομένων. Όσον αφορά ειδικότερα την πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, η πολιτική αυτή επιβάλλει στην Ένωση και στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προσπαθούν, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αντλούν από την πολιτική αυτή, να αποφεύγουν να λαμβάνουν μέτρα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της Ένωσης και των λοιπών κρατών μελών, όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, την οικονομική και πολιτική βιωσιμότητά της και τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού ή του εφοδιασμού, τούτο δε προκειμένου να αποδεχθούν την αλληλεξάρτηση και την εν τοις πράγμασι αλληλεγγύη τους. Στο πλαίσιο του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73, οι εκτιμήσεις αυτές εκδηλώνονται, μεταξύ άλλων, στις έννοιες της «αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου» και της «αποτελεσματικής λειτουργίας του διεπόμενου από ρυθμιστικές διατάξεις συστήματος με το οποίο συνδέεται η υποδομή», οι οποίες διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο, στοιχείο ε΄, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται στις έννοιες αυτές. Συναφώς, όπως επισήμανε ο νομοθέτης της Ένωσης στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΕ) 347/2013 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις

Σελ. 15

διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Φεβρουαρίου 2011 τόνισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και επέκτασης των ενεργειακών υποδομών της Ευρώπης και διασυνοριακής διασύνδεσης των δικτύων, για να υλοποιηθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, να προβλεφθούν εναλλακτικές οδοί εφοδιασμού και διαμετακόμισης και εναλλακτικές πηγές ενέργειας και να αναπτυχθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έναντι των παραδοσιακών. Τόνισε ότι κανένα κράτος μέλος δεν πρέπει να μείνει απομονωμένο από τα ευρωπαϊκά δίκτυα αερίου και ηλεκτρισμού μετά το 2015 ή να θέσει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλειά του επειδή δεν έχει τις κατάλληλες συνδέσεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, δεχόμενη ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73 θέτει σε εφαρμογή την αρχή της αλληλεγγύης που καθιερώνεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την αρχή αυτή απλώς και μόνο διότι εξέτασε τα προβλεπόμενα στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73 κριτήρια. Εντούτοις, η εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν σημαίνει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες για τα συγκεκριμένα συμφέροντα ενός κράτους μέλους στον τομέα της ενέργειας. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεκτιμούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής, τα συμφέροντα τόσο της Ένωσης όσο και των διαφόρων κρατών μελών και να σταθμίζουν τα συμφέροντα αυτά σε περίπτωση συγκρούσεων. Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω περιεχομένου της αρχής της αλληλεγγύης, η Επιτροπή όφειλε, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, να εκτιμήσει αν η τροποποίηση του συστήματος εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου OPAL, την οποία πρότεινε η γερμανική ρυθμιστική αρχή, μπορούσε να θίξει τα σχετικά με την ενέργεια συμφέροντα των λοιπών κρατών μελών και, στην περίπτωση που αυτό ίσχυε, να σταθμίσει τα συμφέροντα αυτά με το συμφέρον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και, ενδεχομένως, της Ένωσης ως προς την τροποποίηση αυτή.

3. Η απόφαση του Δικαστηρίου

Κατά της αποφάσεως αυτής, η Γερμανία, και όχι η Επιτροπή, άσκησε αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 15.7.2021. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη νομική εκτίμηση της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, το Δικαστήριο τόνισε τα εξής: το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, έχει ως σκοπό να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και

Σελ. 16

την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Επομένως, το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, το οποίο μνημονεύεται στη διάταξη αυτή, αποτελεί ειδική έκφραση, στον τομέα της ενέργειας, της αρχής της αλληλεγγύης, η οποία αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, μία από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, πέραν του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πολλές διατάξεις των Συνθηκών παραπέμπουν στην αρχή της αλληλεγγύης. Όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΕ, στο προοίμιό της, τα κράτη μέλη δηλώνουν ότι, δημιουργώντας την Ένωση, επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους». Η αλληλεγγύη μνημονεύεται επίσης στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ως ένα από τα χαρακτηριστικά κοινωνίας που βασίζεται σε κοινές αξίες των κρατών μελών, και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση προάγει, μεταξύ άλλων, την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών. Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η αλληλεγγύη είναι επίσης μία από τις αρχές που διέπουν την εξωτερική δράση της Ένωσης και, κατά το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, η αλληλεγγύη μνημονεύεται στις διατάξεις περί κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας ως «αμοιβαία πολιτική αλληλεγγύη» των κρατών μελών. Όσον αφορά τη Συνθήκη ΛΕΕ, το άρθρο της 67, παράγραφος 2, μνημονεύει ρητώς την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, η δε εφαρμογή της εν λόγω αρχής στον τομέα αυτόν επιβεβαιώνεται στο άρθρο 80 ΣΛΕΕ. Στον τίτλο VIII του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ειδικά στο κεφάλαιο 1 που αφορά την οικονομική πολιτική, το άρθρο 122, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναφέρεται επίσης ρητώς στο πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, στο οποίο κάνει αναφορά επίσης το άρθρο 222 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού με πνεύμα αλληλεγγύης, όταν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από καταστροφή. Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί τη βάση του συνόλου του νομικού συστήματός της και συνδέεται στενά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και δυνάμει της οποίας η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αρχή αυτή δεν υποχρεώνει μόνον τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, αλλά επιβάλλει και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμοιβαίες υποχρεώσεις καλόπιστης συνεργασίας με τα κράτη μέλη. Όσον αφορά τον προβαλλόμενο αφηρημένο χαρακτήρα της αρχής της αλληλεγγύης, τον οποίο επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προκειμένου να υποστηρίξει ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των πράξεων της Επιτροπής, υπογραμμίζεται ότι το Δικαστήριο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών του, παρέπεμψε ρητώς στην αρχή της αλληλεγγύης που μνημονεύεται στο άρθρο

Σελ. 17

80 ΣΛΕΕ για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι, κατ’ ουσίαν, κράτη μέλη είχαν αθετήσει ορισμένες υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης σε θέματα συνοριακών ελέγχων, ασύλου και μετανάστευσης. Πάντως, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η αρχή της αλληλεγγύης του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Αντιθέτως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 76 και 77 των προτάσεών του, η αρχή αυτή, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα και τη δομή της ως άνω διατάξεως, διαπνέει όλους τους σκοπούς της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, συνδέοντάς τους και εξασφαλίζοντας τη συνοχή τους. Συνεπώς, ειδικότερα, οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης και βάσει της αρχής αυτής πρέπει να εκτιμάται η νομιμότητά τους. Συναφώς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης δεσμεύει το πολύ τον νομοθέτη της Ένωσης και όχι την Επιτροπή ως εκτελεστικό όργανο. Η αρχή αυτή, όπως και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί κριτήριο εκτιμήσεως της νομιμότητας των μέτρων που λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Επομένως, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73 συγκεκριμενοποιεί την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης στο παράγωγο δίκαιο και, κατά συνέπεια, είναι το μόνο άρθρο βάσει του οποίου πρέπει να ελεγχθεί η νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής αυτής σε θέματα πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας στο πλαίσιο της εγκαθιδρύσεως ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 76 και 104 των προτάσεών του, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί, εξάλλου, να εξομοιωθεί ή να περιοριστεί στην απαίτηση διαφυλάξεως της ασφάλειας εφοδιασμού που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73, η οποία αποτελεί μία μόνον από τις εκφάνσεις της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, δεδομένου ότι το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξαγγέλλει, στα στοιχεία α΄ έως δ΄, τέσσερις διαφορετικούς σκοπούς τους οποίους επιδιώκει, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιορίζει το περιεχόμενο της προβλεπόμενης στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης, η οποία, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, διέπει το σύνολο της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας. Επομένως, η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με την αρχή της

Σελ. 18

καλόπιστης συνεργασίας, επιβάλλει στην Επιτροπή να εξακριβώνει, κατά την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, αν υφίσταται κίνδυνος για τον εφοδιασμό με αέριο στις αγορές των κρατών μελών. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 116 των προτάσεών του, η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής, να προβαίνουν σε στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα τόσο των κρατών μελών όσο και του συνόλου της Ένωσης.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου: το γράμμα του άρθρου 194 ΣΛΕΕ δεν περιέχει καμία ένδειξη ότι, στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης περιορίζεται στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 222 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, το πνεύμα αλληλεγγύης στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να κατευθύνει κάθε δράση που αφορά την πολιτική της Ένωσης στον τομέα αυτόν. Το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 222 ΣΛΕΕ αφορούν διαφορετικές καταστάσεις και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Επομένως, τόσο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσο και τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, στο πλαίσιο της εγκαθιδρύσεως ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και, ιδίως, της αγοράς του φυσικού αερίου, την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ, μεριμνώντας ώστε να διασφαλίζεται ο ενεργειακός εφοδιασμός εντός της Ένωσης, πράγμα που συνεπάγεται όχι μόνον την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όταν αυτές δημιουργούνται, αλλά και τη λήψη μέτρων για την αποτροπή καταστάσεων κρίσης. Προς τούτο, είναι αναγκαίο να αξιολογηθεί η ύπαρξη κινδύνων για τα ενεργειακά συμφέροντα των κρατών μελών και της Ένωσης, και ιδίως για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η στάθμιση. Εξάλλου, όσον αφορά τον κανονισμό 2017/1938, τον οποίο επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι το καθήκον αρωγής πρέπει να ενεργοποιείται μόνον ως έσχατη λύση, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός αυτός προβλέπει δύο κατηγορίες μέτρων, ήτοι, αφενός, προληπτικά μέτρα με σκοπό την αποφυγή τυχόν καταστάσεων κρίσης και, αφετέρου, μέτρα έκτακτης ανάγκης τα οποία προβλέπονται σε περίπτωση κρίσης. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 71 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης συνεπάγεται γενική υποχρέωση της Ένωσης και των κρατών μελών, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδεχομένως εμπλεκομένων φορέων, αποφεύγοντας τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να θίξουν τα συμφέροντά τους, όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, την οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα και τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού, τούτο δε προκειμένου να αποδεχθούν την αλληλεξάρτηση και την

Σελ. 19

εν τοις πράγμασι αλληλεγγύη τους. Όσον αφορά το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι, αν η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης εφαρμοζόταν εκτός των καταστάσεων κρίσης, στην Ένωση και στα κράτη μέλη θα επιβαλλόταν «άνευ όρων πίστη», η οποία θα εμπόδιζε τη λήψη κάθε αποφάσεως εντός της Ένωσης, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας δεν βάλλει η αίτηση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν σημαίνει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τα ιδιαίτερα συμφέροντα κράτους μέλους στον τομέα αυτόν. Ωστόσο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεκτιμούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής, τα συμφέροντα τόσο της Ένωσης όσο και των διαφόρων κρατών μελών που ενδεχομένως επηρεάζονται και να σταθμίζουν τα συμφέροντα αυτά σε περίπτωση συγκρούσεων.

4. Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα

Οι πολλές παραπομπές της απόφασης του Δικαστηρίου στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA, της 18.3.2021, αναδεικνύουν τη μεγάλη χρησιμότητά τους στην αναγνώριση της ενεργειακής αλληλεγγύης ως γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ. Ορισμένες πρόσθετες επιλογές αφήνουν να φανεί η συμβολή τους:

Η επιβεβαίωση της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης θα μπορούσε, πέραν των λοιπών συνεπειών, είτε γεωπολιτικών (όσον αφορά τον εφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο από τη Ρωσία και την κρατική επιχείρησή της Gazprom), είτε οικονομικών (όσον αφορά τη χρήση των αγωγών φυσικού αερίου που εφοδιάζουν την Ευρώπη και τις επιχειρήσεις που τους εκμεταλλεύονται), να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης, ολοένα και πιο αλληλένδετης με την κλιματική πολιτική της.

Αν και δεν αφορούν άμεσα την έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι, εντούτοις, σκόπιμο να μνημονευθούν ορισμένα γεγονότα μεταγενέστερα της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη συμμόρφωση προς αυτή. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2019, η BNetzA προέβη σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης

Σελ. 20

απόφασης, με αποτέλεσμα να επανέλθουν οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί με την αρχική απόφαση του 2009 και να ανατραπεί η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο άμεσος αντίκτυπος του μέτρου αυτού φαίνεται να ήταν ότι η Gazprom έπαυσε να χρησιμοποιεί περί τα 12 ή 13 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετήσιας δυναμικότητας του αγωγού φυσικού αερίου OPAL, κάτι που αντιστάθμισε με αυξημένες ροές μέσω των αγωγών φυσικού αερίου που διέρχονται από την Ουκρανία. Η νομολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να έχει επίσης αντίκτυπο στις συνθήκες άλλων αγωγών φυσικού αερίου, όπως είναι ο Nord Stream 2 και η χερσαία προέκτασή του EUGA, καθώς και ο αγωγός φυσικού αερίου Turk Stream II. Εάν επικυρωθεί η θέση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, η Gazprom και οι συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες όσον αφορά την προσωρινή εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης (οι οποίοι επιβάλλουν την πλήρη ελευθέρωση των ροών φυσικού αερίου) του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ο οποίος αποτελεί επίσης αντικείμενο εκκρεμών δικών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Άλλο στοιχείο που ασκεί επιρροή στη διαμάχη σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου OPAL είναι η έκθεση της ειδικής ομάδας του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ) της 10ης Αυγούστου 2018, εκδοθείσα στο πλαίσιο διαφοράς κατά την οποία η Ρωσία αμφισβητούσε τη συμβατότητα με το δίκαιο του ΠΟΕ ορισμένων στοιχείων της νομοθεσίας της Ένωσης περί της εμπορίας φυσικού αερίου.

Back to Top