ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ερμηνεία κατ' άρθρο
Δικαιώματα – Παραδεκτό – Δίκαιη ικανοποίηση – Εκτέλεση

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 90,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 90,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21142
Ακτύπης Σ. -Η., Ασημάκη Π., Αυδίκος Γ., Βογιατζής Π., Γκαγκάτση Α., Δεύτου Μ.- Λ., Καραβίας Μ., Καστανάς Η., Κωστοπούλου Μ. Α., Λαζανά Κ., Μίχα Ε., Μπολάνη Λ.- Μ., Πρέζας Ι., Σανσονέτης Ν., Σταυρινάκη Τ., Τραγγάλου Ε., Τρεκλή Σ., Τσίρλη Μ.
Ροζάκης Χρ.
Σισιλιάνος Λ. Α.
  • Εκδοση: 3η 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 1160
  • ISBN: 978-618-08-0579-6

Η 3η έκδοση του θεμελιώδους έργου «Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) – Ερμηνεία κατ’ άρθρο» είναι ενημερωμένη και εμπλουτισμένη με αναφορές σε πάνω από 1.000 αυστηρά επιλεγμένες αποφάσεις των ετών 2017-2025 καθιστώντας έτσι επικαιροποιημένη την ερμηνεία κάθε άρθρου ως προς όλες τις αναφορές του.

Η ΕΣΔΑ διεισδύει σε όλους τους επιμέρους κλάδους του εθνικού δικαίου και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της τρέχουσας δικαστηριακής και δικηγορικής ύλης. Στο πλαίσιο αυτό το έργο και στην 3η έκδοση του αποτελεί την κατάληξη της συλλογικής προσπάθειας 18 καταξιωμένων επιστημόνων, με ιδιαίτερη εξοικείωση με την ΕΣΔΑ είτε διότι υπηρετούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είτε διότι έχουν επικεντρώσει την επιστημονική και επαγγελματική τους δραστηριότητα στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, υπό τη διεύθυνση έκδοσης του κ. Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, π. Προέδρου του ΕΔΔΑ, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ για τον αναλυτικό σχολιασμό όλων των ουσιαστικών διατάξεων που προστατεύει το σύστημα της ΕΣΔΑ, καθώς και των διατάξεων που αφορούν στην πορεία των ατομικών προσφυγών (προϋποθέσεις του παραδεκτού, δίκαιη ικανοποίηση, εκτέλεση).

Στόχος της τρίτης ενημερωμένης και εμπλουτισμένης έκδοσης του έργου είναι αφενός να ενημερώσει για όλες τις εξελίξεις στην νομολογία του Δικαστηρίου τα τελευταία χρόνια καλύπτοντας ταυτόχρονα τους σχολιασμούς των άρθρων εκείνων που κυρίως χρησιμεύουν στους δικαστές, στους δικηγόρους, καθώς και στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και να αποτελέσει έτσι ένα σημαντικό και χρηστικό εργαλείο για τον Έλληνα νομικό, συμβάλλοντας στην καλύτερη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και την εξοικείωση με αυτήν.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. Ο συνεχής εμπλουτισμός του κανονιστικού πλαισίου 2

Α. Η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλα 2

Β. Οι άλλες πηγές έμπνευσης 4

Γ. Η τελεολογική ερμηνεία της ΕΣΔΑ και η διεύρυνση της προστασίας 5

Δ. Η εξελικτική ερμηνεία της ΕΣΔΑ 9

α) Η ανάδυση και το εύρος της εξελικτικής ερμηνείας 9

β) Η ουσιαστική συμβολή της εξελικτικής ερμηνείας 11

γ) Τα όρια της εξελικτικής ερμηνείας 15

ΙΙ. Η διαρκής μετεξέλιξη του θεσμικού πλαισίου 19

Α. Τα πρώτα διστακτικά βήματα 19

Β. Οι τομές του 11ου Πρωτοκόλλου και η ανάπτυξη του εποπτικού ρόλου
της Επιτροπής Υπουργών 20

Γ. Η έκρηξη των ατομικών προσφυγών και οι περιπέτειες του 14ου Πρωτοκόλλου 22

Δ. Η διαδικασία του Interlaken και η υιοθέτηση των Πρωτοκόλλων 15 και 16 23

Ε. Η μετεξέλιξη των μεθόδων εργασίας του ΕΔΔΑ και το μέλλον του συστήματος 25

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ)

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων
του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
[ΠΔ 76/2022 (ΦΕΚ Α΄ 205)]

Προοίμιο

Ι. Εισαγωγή 32

ΙΙ. Η Οικουμενική Διακήρυξη ως πηγή έμπνευσης της ΕΣΔΑ 33

ΙΙΙ. Το ιδεολογικό στίγμα της ΕΣΔΑ 35

 

ΙV. Το θεσμικό πλαίσιο της ΕΣΔΑ 39

Α. Η οργανική σχέση της ΕΣΔΑ με το Συμβούλιο της Ευρώπης 39

Β. Η συλλογική εγγύηση των προστατευομένων δικαιωμάτων 41

V. Η αρχή της επικουρικότητας και το περιθώριο εκτίμησης των Κρατών 46

VI. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 48

■ Άρθρο 1 – Υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου

I. Εισαγωγικά 50

IΙ. Η έννοια της «δικαιοδοσίας» του Κράτους στην πάγια διεθνή νομολογία 52

Α. Η δικαιοδοσία ratione personae 52

Β. Η δικαιοδοσία ratione loci 55

1. Η παλαιότερη νομολογία των οργάνων της ΕΣΔΑ 56

2. Η νομολογία των οργάνων της ΑΣΔΑ 58

3. Η νομολογία και η πρακτική των οργάνων των Ηνωμένων Εθνών 59

IIΙ. Οι παλινδρομήσεις της πιο πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ 63

Α. Η υπόθεση Bankovic: μια συγκυριακή απόκλιση; 63

Β. Η επιστροφή στην «ορθοδοξία» 67

Γ. Η επέκταση της εξωεδαφικής εφαρμογής της ΕΣΔΑ 72

1. Η ύπαρξη «δικαιοδοτικού συνδέσμου» 73

2. Η ύπαρξη «ειδικών περιστάσεων» 74

IV. «Δικαιοδοσία» και καταλογισμός 76

Α. Ο καταλογισμός στα Κράτη συνάπτεται με τη «δικαιοδοσία» τους 76

Β. Η «δικαιοδοσία» ως προϋπόθεση της ευθύνης για συμπεριφορά
που καταλογίζεται στο Κράτος 79

1. Το τεκμήριο δικαιοδοσίας στο σύνολο της επικράτειας 79

2. Το κριτήριο του ελέγχου 81

3. Διασυνοριακές δραστηριότητες 83

Γ. Ο καταλογισμός σε διεθνείς οργανισμούς και ο αποκλεισμός της «δικαιοδοσίας» 84

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 87

ΤΙΤΛΟΣ Ι

Δικαιώματα και ελευθερίες

■ Άρθρο 2 – Το δικαίωμα στη ζωή

I. Εισαγωγή 91

IΙ. Αρνητική ουσιαστική υποχρέωση 92

 

Α. Η απαγόρευση αυθαίρετης αφαίρεσης της ζωής 92

Β. Ο θάνατος του άμεσου θύματος ως προϋπόθεση ή όχι εφαρμογής του άρθρου 2 99

Γ. Η κατάργηση της θανατικής ποινής 102

Δ. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου 2 105

1. «για την υπεράσπιση οποιουδήποτε προσώπου από παράνομη βία» 108

2. «για την πραγματοποίηση νόμιμης σύλληψης ή την παρεμπόδιση
απόδρασης προσώπου που κρατείται νόμιμα» 110

3. «για την καταστολή, σύμφωνα με τον νόμο, στάσης ή ανταρσίας» 112

IΙΙ. Θετικές ουσιαστικές υποχρεώσεις 112

Α. Υιοθέτηση και εφαρμογή κατάλληλου νομικού και διοικητικού πλαισίου 113

Β. Προληπτικά μέτρα 117

1. Δραστηριότητες, εγκληματικές ή όχι, τρίτου 118

2. Πράξεις ή παραλείψεις του κράτους 122

3. Πράξεις του ίδιου του φορέα του δικαιώματος 124

4. Φυσικές καταστροφές και επικίνδυνες δραστηριότητες 125

Γ. Οργάνωση και σχεδιασμός των επιχειρήσεων της αστυνομίας
και επιχειρήσεων διάσωσης 126

Δ. Άρθρο 2 και κοινωνικά δικαιώματα 129

ΙV. Διαδικαστική υποχρέωση 135

Α. Η υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας γενικά 135

1. Πεδίο εφαρμογής, σκοπός και τύπος 136

2. Δικαιώματα κοινού και οικογένειας θύματος 138

3. Εμβέλεια 140

4. Αποτελεσματικότητα 142

Β. Η διαδικαστική υποχρέωση σε ειδικές περιπτώσεις 147

1. Η σχέση της διαδικαστικής υποχρέωσης του άρθρου 2 και του άρθρου 13 147

2. Ρατσιστικό κίνητρο παραβίασης της ουσιαστικής υποχρέωσης 148

3. Το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 2 σε δύσκολες συνθήκες ασφαλείας 149

4. Αναγκαστικές εξαφανίσεις προσώπων 151

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 153

■ Άρθρο 3 – Απαγόρευση των βασανιστηρίων

I. Γενικές αρχές 156

A. Απόλυτη απαγόρευση 156

B. Διπλή υποχρέωση 156

Γ. Ελάχιστος βαθμός σοβαρότητας 157

Δ. Έμμεση οριζόντια ισχύς 158

 

Ε. Απόδειξη 160

II. Ορισμοί 161

Α. Βασανιστήρια 161

Β. Απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία 163

III. Ουσιαστικό σκέλος 166

Α. Βία από κρατικά όργανα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, ελέγχων, συλλήψεων
και σε χώρους κράτησης 166

Β. Συνθήκες κράτησης 168

Οι ελληνικές υποθέσεις 170

Γ. Συνθήκες διαβίωσης σε Κέντρα Υποδοχής των Αιτούντων Άσυλο 173

Δ. Πειθαρχικά μέτρα και μέτρα ασφαλείας 177

Ε. Ιατρική φροντίδα των κρατουμένων κι άλλα ζητήματα ιατρικής παρέμβασης 179

ΣΤ. Στρατιωτική θητεία 185

IV. Διαδικαστικό σκέλος 185

V. Προληπτική προστασία 189

Α. Μέτρα απομάκρυνσης αλλοδαπών 189

1. Κίνδυνος κακομεταχείρισης 189

2. Ιατρικοί λόγοι 197

Β. Ασφαλιστικά μέτρα 198

VΙ. Καταληκτικές σκέψεις 200

■ Άρθρο 4 – Απαγόρευση της δουλείας και της αναγκαστικής εργασίας

Ι. Εισαγωγή 202

ΙΙ. Το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων (trafficking) 203

ΙΙΙ. Δουλεία 204

ΙV. Ειλωτεία 205

V. Η αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία 206

VI. Οριοθέτηση της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας 209

Α. Εργασία κρατουμένων 209

Β. Υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως 210

Γ. Υπηρεσία σε περίπτωση κρίσεως ή θεομηνίας 211

Δ. Υπηρεσία που απορρέει από τα καθήκοντα του ατόμου ως πολίτη 211

VΙI. Θετικές Υποχρεώσεις 212

Α. Θέσπιση του κατάλληλου νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου 212

 

Β. Λήψη επιχειρησιακών μέτρων 213

Γ. Αποτελεσματική διερεύνηση 214

VΙΙΙ. Συμπέρασμα 216

■ Άρθρο 5 – Το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια

Ι. Εισαγωγή 219

ΙΙ. Η διαφορά μεταξύ στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας 221

ΙΙΙ. Η νομιμότητα της στέρησης της ελευθερίας 225

Α. Η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο 225

Β. Η ποιότητα του νόμου 228

Γ. Η απαγόρευση της αυθαιρεσίας 229

ΙV. Οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση στέρησης της ελευθερίας 231

Α. Κράτηση κατόπιν καταδίκης 231

Β. Κράτηση λόγω μη εκπλήρωσης νόμιμης υποχρέωσης 234

Γ. Κράτηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών 237

Δ. Κράτηση ανηλίκου 242

Ε. Κράτηση ειδικών κατηγοριών προσώπων 244

ΣΤ. Κράτηση αλλοδαπών σχετικά με την είσοδό τους και ενόψει απέλασης ή έκδοσης 247

V. Δικαίωμα στην πληροφόρηση 252

VΙ. Τα δικαιώματα του προσώπου που συλλαμβάνεται ή κρατείται
στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών 254

Α. Το δικαίωμα σε σύντομη παραπομπή ενώπιον δικαστικού λειτουργού 254

Β. Το δικαίωμα σε δίκη σε εύλογο χρόνο ή σε απόλυση εκκρεμούσης της δίκης 258

1. Λόγοι «σχετικοί» και «επαρκείς» 259

2. «Προσήκουσα επιμέλεια» 262

Γ. Η υφ’ όρον απόλυση 262

VIΙ. Δικαίωμα προσφυγής κατά της νομιμότητας της κράτησης 264

Α. Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του δικαιώματος προσφυγής 264

Β. Τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά του δικαιώματος προσφυγής 269

Γ. Έκδοση απόφασης σε σύντομη προθεσμία 275

VIIΙ. Το δικαίωμα σε αποζημίωση 276

ΙΧ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 278

 

■ Άρθρο 6 – Δικαίωμα στη χρηστή απovoμή δικαιoσύvης

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ - ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
(άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ)

I. Εισαγωγικά 286

ΙI. Πεδίο εφαρμογής 289

Α. Αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις 289

1. Η «αστική φύση» των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 289

α) Η παλαιότερη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου 290

β) Ο χαρακτήρας και ιδίως η οικονομική διάσταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 291

γ) Δικαιώματα και υποχρεώσεις μη οικονομικού χαρακτήρα 294

δ) Δικαιώματα και υποχρεώσεις που εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 295

2. Η έννοια των «δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» 297

3. «Αμφισβητήσεις» επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 300

Β. Κατηγορίες ποινικής φύσης: τα κριτήρια Engel 304

1. Ο χαρακτηρισμός του αδικήματος στην εσωτερική έννομη τάξη 305

2. Η εγγενής φύση του αδικήματος 305

3. Η βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης 306

Γ. Η εφαρμογή του άρθρου 6 στις επιμέρους διαδικασίες 307

ΙII. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο 309

Α. Το περιεχόμενο του δικαιώματος 310

1. Ο πυρήνας του δικαιώματος 310

2. Η έγκαιρη εκτέλεση των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων 315

Β. Οι περιορισμοί του δικαιώματος 317

1. Περιορισμοί δικονομικού χαρακτήρα 317

2. Το ειδικότερο ζήτημα των δικαιοδοτικών ασυλιών 322

α) Βουλευτικές ασυλίες, ασυλία των Υπουργών και του Αρχηγού του Κράτους 323

β) Δικαιοδοτική ασυλία ξένων Κρατών και αλλοδαπών κρατικών οργάνων 324

γ) Δικαιοδοτική ασυλία των διεθνών οργανισμών 329

IV. «Ανεξάρτητο και αμερόληπτο» δικαστήριο που «λειτουργεί νόμιμα» 332

Α. Η ανεξαρτησία του δικαστηρίου 333

Β. Η αμεροληψία του δικαστηρίου 337

1. Η υποκειμενική αμεροληψία 337

2. Η αντικειμενική αμεροληψία 338

Γ. Η νόμιμη λειτουργία του δικαστηρίου 341

V. Η αρχή της δημοσιότητας της δίκης 343

 

VΙ. Ο εν γένει δίκαιος χαρακτήρας της δίκης 346

A. Η αρχή της ισοπλίας 346

B. Η αρχή της «αντιδικίας» (adversarial principle) 347

Γ. Η νομιμότητα των αποδεικτικών μέσων 351

Δ. Το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης 353

Ε. Η κεκαλυμμένη δράση των αστυνομικών και οι agents provocateurs 356

1. Ουσιαστικά κριτήρια 356

2. Διαδικαστικά κριτήρια 358

ΣΤ. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων 359

Ζ. Η ασφάλεια δικαίου 362

Η. Κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο εξωτερικό 363

VIΙ. Η εύλογη διάρκεια της δίκης 364

Α. Τα κριτήρια για την εκτίμηση του ευλόγου χρόνου 365

1. Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης 365

2. Η συμπεριφορά του προσφεύγοντος 366

3. Η συμπεριφορά των κρατικών αρχών 367

4. Το διακύβευμα της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα 369

Β. Ο προσμετρώμενος χρόνος 370

1. Dies a quo 370

2. Dies ad quem 371

Γ. Οι «πιλοτικές» αποφάσεις που αφορούν την Ελλάδα 372

VIIΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 374

ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
(άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ)

I. Εισαγωγικά 375

II. Το τεκμήριο αθωότητας όσο εκκρεμεί η ποινική διαδικασία 377

Α. Κατανομή του βάρους απόδειξης, νόμιμα και άλλα τεκμήρια 377

Β. Διατυπώσεις περί ενοχής από τις δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές
στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας 379

Γ. Κρίσεις περί ενοχής σε άλλες παράλληλες διαδικασίες, ποινικές ή μη 381

Δ. Διατυπώσεις περί ενοχής από μη δικαστικές αρχές 384

ΙΙΙ. Το τεκμήριο αθωότητας μετά την αθωωτική απόφαση
ή την εν γένει μη διάγνωση ενοχής 386

A. Η μετατροπή του τεκμηρίου σε αμάχητο και η μετενέργειά του 386

Β. Παρεπόμενες και συναφείς μεταγενέστερες διαδικασίες 388

IV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 390

 

ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
(άρθρο 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ)

I. Εισαγωγικά 392

II. Το δικαίωμα σε πληροφόρηση 393

Α. Το περιεχόμενο, η έκταση και ο τύπος της πληροφόρησης 393

Β. Η γλώσσα της πληροφόρησης 397

Γ. Η πληροφόρηση «το συντομότερο δυνατό» 397

III. Το δικαίωμα σε χρόνο και αναγκαίες ευκολίες 398

Α. Ο αναγκαίος χρόνος 399

Β. Οι αναγκαίες ευκολίες 400

IV. Το δικαίωμα υπεράσπισης με ή χωρίς συνήγορο 403

A. Το δικαίωμα σε αυτοπρόσωπη υπεράσπιση 403

B. Η παράσταση με συνήγορο 405

1. Η παράσταση με συνήγορο στο στάδιο της προδικασίας 406

2. Το δικαίωμα σε συνήγορο της επιλογής του κατηγορουμένου 409

Γ. Το δικαίωμα σε δωρεάν νομική συνδρομή 411

1. Οι προϋποθέσεις 411

α) Η οικονομική αδυναμία του κατηγορουμένου 411

β) Το συμφέρον της δικαιοσύνης 412

2. Η «πρακτική και αποτελεσματική» νομική συνδρομή 413

V. Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης 414

Α. Η έννοια του «μάρτυρα» 414

Β. Ο μάρτυρας κατηγορίας 416

1. Οι γενικές αρχές 416

2. Ο σοβαρός λόγος για την ανωνυμία ή τη μη εμφάνιση 417

3. Ο κανόνας περί «αποκλειστικού ή αποφασιστικού αποδεικτικού μέσου» 420

4. Η ύπαρξη αντισταθμιστικών παραγόντων 421

Γ. Ο μάρτυρας υπεράσπισης 423

VI. Το δικαίωμα σε διερμηνεία 424

VII. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 426

■ Άρθρο 7 – Μη επιβολή ποινής άνευ νόμου

I. Εισαγωγή 429

ΙΙ. Nullum crimen, nulla poena sine lege 430

A. Η πρόβλεψη του αδικήματος 430

 

Β. Η έννοια της «ποινής» 435

Η διάκριση μεταξύ πρόβλεψης και εκτέλεσης της ποινής 438

Γ. Αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου 440

Αναδρομική εφαρμογή ευνοϊκότερου ποινικού νόμου 442

ΙΙΙ. Ο ρόλος του διεθνούς δικαίου 443

ΙV. Η εξαίρεση των γενικών αρχών δικαίου των αναγνωρισμένων
από τα «πολιτισμένα έθνη» 445

V. Συμπερασματικές σκέψεις 446

■ Άρθρο 8 – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής

Ι. Εισαγωγή 451

Α. Η δομή της διάταξης 451

Β. Η φύση των υποχρεώσεων του Κράτους 451

ΙΙ. Tο κανονιστικό περιεχόμενο των προστατευόμενων συμφερόντων 454

Α. Ιδιωτική ζωή 454

1. Σωματική, ψυχική και ηθική ακεραιότητα 456

α) Θύματα βίας 456

β) Υγεία, περίθαλψη, ιατρικές διαδικασίες, διαδικασίες διαπίστωσης ανηλικότητας 458

γ) Αναπαραγωγικά δικαιώματα 461

δ) Σεξουαλικός προσανατολισμός 463

ε) Ψυχική ακεραιότητα και ψυχική υγεία 465

στ) Υποβοηθούμενη αυτοκτονία 465

ζ) Περιβαλλοντική προστασία και κλιματική αλλαγή 467

2. Tαυτότητα 469

α) Δικαίωμα στα στοιχεία της ταυτότητας – Σχέση γονέα με τέκνο 469

β) Όνομα και ταυτοποιητικά έγγραφα 471

γ) Ταυτότητα φύλου 473

δ) Εμφάνιση 475

3. Ιδιωτικότητα 475

α) Εικόνα 475

β) Προστασία της υπόληψης 478

4. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα 479

α) Πρόσβαση στα δεδομένα 481

β) Προσωπικά δεδομένα σχετικά με την υγεία 481

γ) Συλλογή και επεξεργασία δεδομένων από κρατικά όργανα,
συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ασφαλείας 482

δ) Διατήρηση βιολογικών και γενετικών δεδομένων 484

 

Β. Οικογενειακή ζωή 485

1. Το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος 485

2. Θετικές υποχρεώσεις των κρατών που απορρέουν από την υποχρέωση
σεβασμού της οικογενειακής ζωής 490

3. Αναγνώριση και προσβολή της πατρότητας 491

4. Yιοθεσία 493

5. Επιμέλεια και επικοινωνία με τέκνα 495

6. Διεθνής απαγωγή παιδιών 497

7. Μετανάστευση και οικογενειακή ζωή 500

Γ. Κατοικία 501

1. Το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος 501

2. Τα όρια του δικαιώματος 504

Δ. Αλληλογραφία 504

1. Το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος 504

2. Αλληλογραφία κρατουμένων 506

3. Υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων 507

4. Δικηγορικό Απόρρητο 508

5. Επικοινωνία στον χώρο εργασίας 509

ΙΙΙ. Νόμιμοι περιορισμοί του προστατευόμενου δικαιώματος 509

Α. Βάρος και μέτρο απόδειξης 510

Β. Η νομιμότητα της επέμβασης – Γενικές Παρατηρήσεις 511

1. Επέμβαση προβλεπόμενη «υπό του νόμου» 511

α) Χρήση κρυφών μέσων παρακολούθησης 513

β) Αλληλογραφία κρατουμένων 515

2. Η νομιμότητα του σκοπού της επέμβασης 515

3. Αναγκαιότητα της επέμβασης σε μία δημοκρατική κοινωνία 517

α) Δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή
και την αλληλογραφία κρατουμένων 519

β) Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 520

γ) Χρήση κρυφών μέσων παρακολούθησης 524

δ) Ζητήματα επιμέλειας τέκνου και επικοινωνίας 526

ε) Απέλαση και σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής 528

IV. Συμπέρασμα 532

■ Άρθρο 9 – Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας

I. Εισαγωγή 535

IΙ. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 536

IΙΙ. Ο ποινικός κολασμός του προσηλυτισμού 542

 

ΙV. Η απαίτηση προηγούμενης άδειας για την ίδρυση ευκτήριων οίκων και ναών 544

V. Σχέσεις Κράτους και πνευματικών ηγετών θρησκευτικών κοινοτήτων 546

VΙ. Νομική προσωπικότητα, αναγνώριση και διάλυση εκκλησιών
και θρησκευτικών κοινοτήτων 548

VΙI. Η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα 554

VIΙI. Η καταβολή εκκλησιαστικών φόρων, φορολόγηση των εκκλησιών,
φορολογικά προνόμια 556

IΧ. Η ορκοδοσία και η αρνητική πτυχή της θρησκευτικής ελευθερίας 557

Χ. Θρησκευτικές κοινότητες και απασχόληση 558

ΧΙ. Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των αντιρρησιών συνείδησης 559

ΧΙΙ. Απαγόρευση θρησκευτικών κομμάτων και αντιμετώπιση του φονταμενταλισμού 562

ΧΙΙΙ. Η αμφίεση ως εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων 563

ΧΙV. Η άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας στους χώρους εργασίας 568

ΧV. Επέμβαση του Κράτους σε τελετουργίες θρησκευτικών κοινοτήτων 570

ΧVΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 571

■ Άρθρο 10 – Ελευθερία έκφρασης

I. Εισαγωγή 574

II. Φορείς του δικαιώματος 574

ΙΙΙ. Περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής 576

IV. Τύπος 579

Α. Προστασία του Τύπου και των δημοσιογραφικών πηγών 579

Β. Υποχρεώσεις δημοσιογράφων και διάκριση μεταξύ γεγονότων
και αξιολογικών κρίσεων 583

V. Συστήματα ελέγχου και αδειοδότησης 587

A. Πολιτικός λόγος 590

B. Τέχνη 594

Γ. Εμπορική διαφήμιση 596

VI. Θετικές υποχρεώσεις 598

VII. Ρητορική του μίσους και υποκίνηση σε βία 601

Α. Ξενοφοβικός λόγος 602

Β. Ακραίος εθνικιστικός λόγος 604

Γ. Ιστορικός αναθεωρητισμός 605

 

Δ. Θρησκευτικό μίσος 607

Ε. Ομοφοβικός λόγος 608

ΣΤ. Υποχρεώσεις των τηλεοπτικών μέσων 608

Ζ. Σύμβολα στο πλαίσιο διαδηλώσεων και αντι-διαδηλώσεων 609

VIII. Νόμιμοι σκοποί περιορισμών 610

A. Εθνική ασφάλεια 610

B. Προάσπιση της τάξης και πρόληψη εγκλημάτων 611

Γ. Προστασία ηθών 614

Δ. Προστασία φήμης και υπόληψης τρίτων 617

Ε. Πρόληψη αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών 623

ΣΤ. Διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας 626

IΧ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 630

■ Άρθρο 11 – Ελευθερία τoυ συvέρχεσθαι και συvεταιρίζεσθαι

I. Εισαγωγή 633

IΙ. Η ελευθερία του συνέρχεσθαι 633

Α. Το δικαίωμα διοργάνωσης μιας ειρηνικής συνάθροισης 636

Β. Το δικαίωμα συμμετοχής σε ειρηνική συνάθροιση 642

IΙΙ. Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι 644

Α. Η προστασία των πολιτικών κομμάτων 645

Β. Η προστασία των λοιπών σωματείων και ενώσεων 651

Γ. Οι ειδικοί περιορισμοί του άρθρου 11 παρ. 2 658

IV. Η συνδικαλιστική ελευθερία 658

Α. Το πεδίο εφαρμογής της συνδικαλιστικής ελευθερίας 658

Β. Το δικαίωμα μη συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις 661

Γ. Το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και σύναψης συλλογικών
συμβάσεων εργασίας 663

Δ. Το δικαίωμα στην απεργία 664

Ε. Η συνδικαλιστική ελευθερία στον δημόσιο τομέα και σε θρησκευτικές κοινότητες 665

ΣΤ. Η εσωτερική αυτονομία των συνδικάτων 667

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 668

■ Άρθρο 12 – Δικαίωμα σύναψης γάμου

Ι. Εισαγωγή 669

ΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης 671

 

ΙΙΙ. Η σχέση των άρθρων 12 και 8 ΕΣΔΑ 676

IV. Η επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και το περιθώριο εκτίμησης των κρατών 679

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 683

■ Άρθρο 13 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής

Ι. Εισαγωγή: Η αναβίωση μίας ξεχασμένης προστασίας 684

ΙΙ. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 687

ΙΙΙ. Η αποτελεσματικότητα της προσφυγής 689

ΙV. Η σχέση του άρθρου 13 με τις υπόλοιπες ουσιαστικές ρυθμίσεις της ΕΣΔΑ 695

A. Η σχέση των άρθρων 13 και 6 695

Β. Η σχέση του άρθρου 13 με άλλες ουσιαστικές ρυθμίσεις 700

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 704

■ Άρθρο 14 – Απαγόρευση των διακρίσεων

Ι. Εισαγωγή 706

ΙΙ. Τα βασικά χαρακτηριστικά του άρθρου 14 706

ΙΙΙ. Η έννοια της διακριτικής μεταχείρισης 709

Α. Έμμεση Διάκριση 711

Β. Ζητήματα απόδειξης: Βάρος απόδειξης και αποδεικτικά στοιχεία 712

ΙV. Οι απαγορευόμενοι λόγοι διάκρισης 713

Α. Φύλο 713

Β. Σεξουαλικός προσανατολισμός 718

Γ. Ιθαγένεια 723

Δ. Θρησκεία 726

Ε. Φυλή και βίαιη συμπεριφορά λόγω φυλετικών διακρίσεων
ή σεξουαλικού προσανατολισμού 727

ΣΤ. Έμμεση διάκριση - πρόσωπα που ανήκουν σε «μειονότητα» 732

Ζ. Άλλοι λόγοι διάκρισης 736

V. To Δωδέκατο Πρωτόκολλο στην ΕΣΔΑ 742

VΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 745

■ Άρθρο 15 – Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

Ι. Εισαγωγή 746

ΙΙ. Η έννοια του δημοσίου κινδύνου 748

 

ΙΙΙ. Έλεγχος των μέτρων έκτακτης ανάγκης 753

ΙV. Συμβατότητα με τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο 756

V. Διαδικαστικές προϋποθέσεις: Ενημέρωση του Γενικού Γραμματέα
του Συμβουλίου της Ευρώπης 758

Α. Περιεχόμενο της υποχρέωσης ενημέρωσης 758

Β. Συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης ειδοποίησης 759

VI. Συμπερασματικές σκέψεις 760

■ Άρθρο 16 – Περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών 762

■ Άρθρο 17 – Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματoς

I. Εισαγωγή 765

II. Η εφαρμογή του άρθρου 17 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου 767

A. Το άρθρο 17 ως μοχλός έκπτωσης από το δικαίωμα 767

B. Το άρθρο 17 ως ερμηνευτικό εργαλείο 767

1. Η αναφορά στο άρθρο 17 767

2. Η απουσία ρητής ή έστω υπαινικτικής αναφοράς στο άρθρο 17 768

III. Η εφαρμογή του άρθρου 17 από το ΕΔΔΑ 768

IV. Άρθρο 17 και ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10) 770

V. Άρθρο 17 και ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) 775

VΙ. Άρθρο 17 και άλλα άρθρα της Σύμβασης 777

VIΙ. Συμπερασματικές σκέψεις 778

■ Άρθρο 18 – Όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα

Ι. Εισαγωγή 779

ΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης 780

Α. Ο επικουρικός χαρακτήρας της διάταξης 780

Β. Η έννοια των επιτρεπόμενων περιορισμών 781

Γ. Όροι εφαρμογής της διάταξης 782

Δ. Η έννοια του αλλότριου σκοπού (ulterior purpose) και η διαπίστωση συνδρομής του 782

ΙII. Βάρος και μέτρο απόδειξης 788

IV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 791

 

ΤΙΤΛΟΣ ΙI

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [...]

■ Άρθρο 34 – Ατομικές προσφυγές

Ι. Εισαγωγή 792

ΙΙ. Έννοια «θύματος παραβίασης» 794

Α. «Μη κυβερνητικός οργανισμός» 794

Β. Άμεσο θύμα παραβίασης 797

Γ. Θάνατος του προσφεύγοντα, «εν δυνάμει», «έμμεσο» θύμα, locus standi 798

1. Θάνατος του προσφεύγοντα 799

2. «Εν δυνάμει» θύμα 799

3. «Έμμεσο» θύμα 801

4. Locus standi 803

Δ. Απώλεια της ιδιότητας του θύματος 804

ΙΙΙ. Η υποχρέωση μη παρεμπόδισης της αποτελεσματικής άσκησης
του δικαιώματος ατομικής προσφυγής 805

IV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 807

■ Άρθρο 35 – Πρoϋπoθέσεις παραδεκτoύ

Ι. Εισαγωγή 809

ΙΙ. Εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων 810

A. Πρώτη φάση: το βάρος απόδειξης στο εγκαλούμενο κράτος 811

1. Διαθεσιμότητα (availability) του ενδίκου μέσου 812

2. Αποτελεσματικότητα (effectiveness) του ενδίκου μέσου 813

Β. Δεύτερη φάση: μεταφορά του βάρους απόδειξης στον προσφεύγοντα 817

ΙΙΙ. Τετράμηνη προθεσμία 822

Α. Αφετηρία της προθεσμίας 823

1. Μετά την άσκηση των εσωτερικών ενδίκων μέσων 823

2. Όταν δεν προβλέπονται εσωτερικά ένδικα μέσα 824

Β. Διακοπή της προθεσμίας 827

Γ. Λήξη της προθεσμίας 828

ΙV. Προσφυγή ανώνυμη ή όμοια με άλλη που έχει ήδη εξετασθεί 828

Α. Ανώνυμη προσφυγή 828

Β. Προσφυγή όμοια με άλλη που έχει ήδη εξετασθεί από το Δικαστήριο
ή άλλο διεθνές όργανο 829

V. Άλλες περιπτώσεις ασυμβιβάστου με τις διατάξεις της Σύμβασης 830

 

Α. Αρμοδιότητα ratione loci, temporis, materiae, personae 830

1. Αρμοδιότητα ratione temporis 831

2. Ειδικότερα ζητήματα αρμοδιότητας ratione personae ως προς το εγκαλούμενο κράτος 833

Β. Αιτίαση «προδήλως αβάσιμη» 833

Γ. Καταχρηστική άσκηση προσφυγής 834

VΙ. De minimis: Το κριτήριο της «μη σημαντικής βλάβης» 835

VII. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 837

■ Άρθρο 41 – Δίκαιη ικανοποίηση

Ι. Εισαγωγή 839

ΙΙ. Κατάθεση αιτήματος δίκαιης ικανοποίησης - Τυπικές προϋποθέσεις 841

ΙΙΙ. Κατάθεση αιτήματος δίκαιης ικανοποίησης - Ουσιαστικές προϋποθέσεις 842

IV. Υλική ζημία 843

V. Ηθική βλάβη 847

VI. Έξοδα 849

VII. Πληροφορίες σχετικά με την πληρωμή 851

VIII. Η συνδυαστική εφαρμογή του άρθρου 41 και του άρθρου 46 με σκοπό
τη restitutio in integrum 853

ΙΧ. Η επιδίκαση αποζημίωσης στις διακρατικές υποθέσεις 857

Χ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 858

■ Άρθρο 46 – Υπoχρεωτική ισχύς και εκτέλεση τωv απoφάσεωv

I. Εισαγωγή 861

ΙΙ. Υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ 861

Α. Νομική θεμελίωση 861

Β. Διάκριση του όρου «εκτέλεση» από την έννοια της «συμμόρφωσης» 867

Γ. Η θέση των εθνικών δικαστικών αρχών 868

Δ. Μηχανισμός παρακολούθησης της εκτέλεσης των αποφάσεων του Δικαστηρίου 871

1. Η Επιτροπή Υπουργών 871

2. Η εποπτεία επί των απαιτούμενων μέτρων εκτέλεσης 877

α) Ατομικά μέτρα εκτέλεσης 878

i. Η δίκαιη ικανοποίηση 879

ii. Η επανάληψη εθνικών διαδικασιών (reopening) 882

β) Γενικά μέτρα εκτέλεσης 884

3. Η πρακτική διάσταση 890

 

ΙII. Περαιτέρω μέτρα πίεσης στη διάθεση της Επιτροπής Υπουργών 891

A. Παραπομπή αποφάσεως στο Δικαστήριο προς ερμηνεία 891

B. Παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο ως προς τη (μη) συμμόρφωση
κράτους - μέλους: διαδικασία επί παραβάσει 892

Γ. Αρμοδιότητα εξέτασης μέτρων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης 894

IV. Συμπεράσματα 894

ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΣΤΗΝ ΕΣΔΑ

Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προάσπιση
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
[ΠΔ 76/2022 (ΦΕΚ Α’ 205)]

■ Άρθρο 1 – Πρoστασία της περιουσίας

Ι. Εισαγωγικά 902

ΙΙ. Πεδίο Εφαρμογής 903

Α. Ratione materiae: η έννοια της «περιουσίας» 903

Β. Ratione personae 907

ΙΙΙ. Θετικές υποχρεώσεις 909

IV. Δομή: οι τρεις κανόνες και η ενιαία προσέγγιση του Δικαστηρίου 911

V. Η αρχή της ειρηνικής απόλαυσης των αγαθών 915

A. Η επέμβαση στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών 915

B. Οι προϋποθέσεις επιτρεπτής επέμβασης στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών 918

1. Η πρόβλεψη από τον νόμο 918

2. Το δημόσιο συμφέρον 919

3. Η επίτευξη της δίκαιης ισορροπίας 919

α) Μείωση μισθών και συντάξεων 920

β) Αναδρομική αναγνώριση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων 922

γ) Οφειλόμενα ποσά από το Δημόσιο 923

δ) Προθεσμία παραγραφής αξιώσεων των υπαλλήλων του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. 925

ε) Αδρανείς τραπεζικοί λογαριασμοί 926

στ) Νομοθετική παρέμβαση σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου 926

ζ) Μη εκτέλεση αποφάσεων 926

η) Μακρόχρονη «δέσμευση» της περιουσίας 927

θ) Ζητήματα προστασίας της περιουσίας σε υποθέσεις διαδοχής Κρατών ή διενέξεων 927

ι) Εταιρικά ζητήματα 928

κ) Περιουσιακά δικαιώματα υπό την οπτική γωνία της απαγόρευσης των διακρίσεων 928

 

VI. Η στέρηση της περιουσίας 930

A. Η έννοια της στέρησης 930

B. Οι προϋποθέσεις επιτρεπτής στέρησης της περιουσίας 932

1. Η πρόβλεψη από τον νόμο 932

2. Η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας 933

3. Ο σεβασμός των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου 934

4. Η επίτευξη δίκαιης ισορροπίας 935

α) Η αποζημίωση ως σημαντικό στοιχείο της δίκαιης ισορροπίας 936

β) Το παράδειγμα της Ελλάδας 939

VΙΙ. Ο περιορισμός των περιουσιακών δικαιωμάτων 941

A. Η έννοια της «ρύθμισης της χρήσης» αγαθών 942

B. Η καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων 945

Γ. Οι προϋποθέσεις επιτρεπτού περιορισμού των περιουσιακών δικαιωμάτων 946

1. Η πρόβλεψη από τον νόμο 946

2. Η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος 946

3. Η επίτευξη της δίκαιης ισορροπίας 947

α) Ενδεικτικά κριτήρια 947

β) Ο ρόλος της αποζημίωσης 953

VIIΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 954

■ Άρθρο 2 – Δικαίωμα στηv εκπαίδευση

I. Εισαγωγή 957

ΙΙ. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση 957

Α. Η θετική υποχρέωση οργάνωσης και υποστήριξης εκπαιδευτικού συστήματος 960

Β. Απαγόρευση διακρίσεων 962

Γ. Μέτρα πειθαρχίας 966

III. Τα δικαιώματα των γονέων 967

Α. Θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις 968

Β. Η αρχή του πλουραλισμού στην εκπαίδευση 968

IV. Συμπερασματικές σκέψεις 972

■ Άρθρο 3 – Δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές

Ι. Εισαγωγικά 974

ΙΙ. Το δικαίωμα του εκλέγειν 975

Α. Η αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου των κρατουμένων 976

Β. Άλλες περιπτώσεις αφαίρεσης ή περιορισμού του δικαιώματος ψήφου 980

 

Γ. Το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων 981

ΙII. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι 982

Α. Περιορισμοί στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι πριν ή μετά την εκλογή σε αξίωμα 983

B. Εθνικές ιδιαιτερότητες, ιστορικό πλαίσιο και δικαίωμα του εκλέγεσθαι 986

Γ. Κάλυψη της προεκλογικής περιόδου 988

ΙV. Το εκλογικό σύστημα και η εκλογική νομοθεσία 989

V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 993

Έβδομο Πρωτόκολλο Της Σύμβασης για την Προάσπιση
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
[Ν 1705/1987 (ΦΕΚ Α΄ 89)]

■ Άρθρο 1 – Διαδικαστικές εγγυήσεις σε περίπτωση απέλασης αλλοδαπών

Ι. Εισαγωγή 994

ΙΙ. Πεδίο εφαρμογής 995

ΙΙΙ. Προϋποθέσεις για την απέλαση αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στη χώρα 997

ΙV. Απέλαση αλλοδαπού για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας 1000

V. Συμπέρασμα 1002

■ Άρθρο 2 – Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου

I. Εισαγωγή 1003

ΙΙ. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαιώματος 1005

ΙII. Εξαιρέσεις 1007

ΙV. Η εμβέλεια του δικαιώματος 1009

Α. Η οργάνωση του δικαστικού συστήματος επανεξέτασης 1009

Β. Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος 1011

V. Η συμβατότητα του άρθρου 32 του Ν 3346/2005 με το άρθρο 2
του Εβδόμου Πρωτοκόλλου 1013

VI. Συμπέρασμα 1014

■ Άρθρο 3 – Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης

I. Προϋποθέσεις για αποζημίωση λόγω δικαστικής πλάνης 1015

II. Καταβολή αποζημίωσης 1018

 

■ Άρθρο 4 – Δικαίωμα κάθε πρoσώπoυ να μη δικάζεται ή να τιμωρείται
δύo φoρές για τo ίδιo αδίκημα

Ι. Εισαγωγή 1021

ΙΙ. Οι έννοιες «ποινική» δίωξη ή καταδίκη και αθώωση ή καταδίκη «με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τoν νόμo και την πoινική δικoνoμία τoυ Κράτoυς αυτoύ» 1022

Α. Η αυτόνομη ερμηνεία των ως άνω εννοιών του άρθρου 4
του Έβδομου Πρωτοκόλλου 1023

Β. Τα όρια στην αυτόνομη ερμηνεία των ως άνω εννοιών του άρθρου 4
του Έβδομου Πρωτοκόλλου: σχετικές επιφυλάξεις και δηλώσεις 1025

ΙΙΙ. Η έννοια του idem: δίωξη ή καταδίκη δύο φορές για την ίδια «παράβαση» 1026

Α. Η ίδια «παράβαση» ως ταυτότητα νομικού χαρακτηρισμού 1026

Β. Η ίδια «παράβαση» ως παράβαση με τα «ίδια ουσιώδη στοιχεία» 1028

Γ. Η ίδια «παράβαση» ως ταυτότητα συμπεριφοράς (idem factum) 1029

ΙV. Η έννοια του bis 1030

V. «Αμετάκλητη απόφαση» και «επανάληψη της διαδικασίας» 1035

VI. Συμπέρασμα 1036

■ Άρθρο 5 – Ισότητα μεταξύ συζύγων

Ι. Εισαγωγή 1037

ΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 του Έβδομου Πρωτοκόλλου 1038

ΙΙΙ. Η σχέση των άρθρων 8 και 14 ΕΣΔΑ με το άρθρο 5 του Έβδομου Πρωτοκόλλου 1040

IV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 1041

ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΔΑ 1043

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΡΓΟΥ 1103

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 1111

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1 Είναι αναμφισβήτητο ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αποτελεί το κορυφαίο διεθνές κείμενο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ΕΣΔΑ δεσμεύει σήμερα και τα 46 Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η δέσμευση από τη Σύμβαση αποτέλεσε για δεκαετίες όρο εισδοχής στον Οργανισμό και συνιστά πλέον προϋπόθεση παραμονής στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όχι μόνο από πολιτική αλλά και από νομική άποψη. Πράγματι, η ΕΣΔΑ αποκρυσταλλώνει τις θεμελιώδεις αξίες οι οποίες συγκροτούν την «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη», αντικατοπτρίζοντας συγχρόνως βασικές αρχές του «πραγματικά δημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος», υπό την έννοια τόσο του προοιμίου της όσο και του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), «το δημοκρατικό πολίτευμα είναι το μόνο στο οποίο αποβλέπει η ΕΣΔΑ και, κατά συνέπεια, το μόνο συμβατό με αυτή». Με άλλα λόγια, η Σύμβαση δεν είναι ένα κείμενο πολιτικά ουδέτερο, αλλά έχει σαφές πολιτικό στίγμα και προσανατολισμό. Όπως απέδειξε η περίφημη Ελληνική υπόθεση, η ΕΣΔΑ είναι ασυμβίβαστη με δικτατορικά ή απολυταρχικά καθεστώτα. Η αποβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τον Οργανισμό, στις 16 Μαρτίου 2022, και ο συνακόλουθος τερματισμός της εφαρμογής της ΕΣΔΑ ως προς το Κράτος αυτό επιβεβαίωσαν την άρρηκτη σχέση μεταξύ της συμμετοχής στο Συμβούλιο της Ευρώπης και της δέσμευσης από τη Σύμβαση.

2 Επιπλέον, στο μέτρο που εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των διεθνών συμβάσεων «ανθρωπιστικού χαρακτήρα», η ΕΣΔΑ παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Πράγματι, όπως τόνισε το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ με αφορμή τη Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το Κράτος στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου (και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου) δεν θεμελιώνονται σε μια αντίστοιχη δέσμευση συναλλακτικού χαρακτήρα από τα άλλα συμβαλλόμενα Κράτη. Το κάθε Κράτος δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις επειδή βρίσκει ανταπόκριση από κάποιο άλλο. Οι σχετικές κρατικές υποχρεώσεις δεν είναι παράλληλες. Τα Κράτη δεσμεύονται κατά τρόπο «αντικειμενικό» προκειμένου να προωθήσουν εξω-κρατικά συμφέροντα και ιδεώδη, μετατρέποντας συγχρόνως τα απλά συμφέροντα των ατόμων σε πραγματικά δικαιώματα. Στην απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1961 ως προς την υπόθεση της Αυστρίας κατά

Σελ. 2

Ιταλίας, η πρώην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπογράμμισε ότι, συνάπτοντας την ΕΣΔΑ, τα Κράτη δεν θέλησαν να παραχωρήσουν αμοιβαίως δικαιώματα και υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων, «αλλά να πραγματώσουν τους σκοπούς και τα ιδεώδη του Συμβουλίου της Ευρώπης (...) και να εγκαθιδρύσουν μια κοινοτική δημόσια τάξη (ordre public communautaire) των ελευθέρων δημοκρατιών της Ευρώπης». Με βάση τις σκέψεις αυτές, η Επιτροπή τόνισε τον «αντικειμενικό χαρακτήρα» των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ΕΣΔΑ, στο μέτρο που αυτές αποβλέπουν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιδιωτών. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση της Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Πράγματι, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ΕΣΔΑ «ξεπερνά το πλαίσιο της απλής αμοιβαιότητας μεταξύ συμβαλλομένων Κρατών» και «δημιουργεί αντικειμενικές υποχρεώσεις οι οποίες (...) υπόκεινται σε συλλογική εγγύηση».

3 Συνοψίζοντας, οι διεθνείς υποχρεώσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου γενικά, και αυτές που απορρέουν από την ΕΣΔΑ ειδικότερα, παρουσιάζουν τέσσερις βασικές ιδιομορφίες: α) κατατείνουν στην προστασία μη κρατικών δρώντων, κυρίως δε φυσικών προσώπων, και όχι κρατικών συμφερόντων, β) δεν έχουν συναλλακτικό χαρακτήρα, γ) δεν υπόκεινται, κατ’ αρχήν, στον όρο της αμοιβαιότητας και δ) έχουν «αντικειμενικό χαρακτήρα». Εξάλλου, προκειμένου περί συμβάσεων που εγκαθιδρύουν διεθνή όργανα ελέγχου, όπως η ΕΣΔΑ, οι εν λόγω υποχρεώσεις υπόκεινται, επιπλέον, σε «συλλογική εγγύηση».

4 Από το 1950 έως σήμερα, τόσο οι ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ, αυτές δηλαδή που αναγνωρίζουν και προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όσο και ο μηχανισμός «συλλογικής εγγύησης» των εν λόγω δικαιωμάτων εξελίχθηκαν σημαντικά. Το μεν κανονιστικό πλαίσιο εμπλουτίστηκε μέσω της υιοθέτησης σχετικών Πρωτοκόλλων και της ερμηνείας των οργάνων της Σύμβασης, το δε θεσμικό πλαίσιο μετεξελίσσεται συνεχώς προκειμένου να ανταποκριθεί στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας και στις πολύπλευρες κρίσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Ι. Ο συνεχής εμπλουτισμός του κανονιστικού πλαισίου

Α. Η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλα

5 Το προοίμιο της ΕΣΔΑ αναδεικνύει το γεγονός ότι πηγή έμπνευσης της Σύμβασης ήταν η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 10ης Δεκεμβρίου 1948. Ωστόσο, το αρχικό κείμενο της Σύμβασης περιείχε μέρος μόνο των δικαιωμάτων που αναγνώριζε η Οικουμενική Διακήρυξη και ειδικότερα ορισμένα ατομικά δικαιώματα. Είναι γνωστό ότι ο εν

Σελ. 3

λόγω κατάλογος δικαιωμάτων συμπληρώθηκε με σειρά Πρωτοκόλλων, τα οποία εμπλούτισαν σημαντικά το αρχικό περιεχόμενο της Σύμβασης. Έτσι, εκτός από το δικαίωμα στη ζωή, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης, την απαγόρευση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας, το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και σειρά άλλων παραδοσιακών εγγυήσεων και ελευθεριών, το 1ο Πρωτόκολλο προσέθεσε την προστασία της περιουσίας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, καθώς και μία ελλειπτική, έστω, αναγνώριση των (πολιτικών) δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Το 4ο Πρωτόκολλο απαγορεύει τη φυλάκιση για ιδιωτικά χρέη, αναγνωρίζει την ελευθερία μετακίνησης και ελεύθερης επιλογής κατοικίας, απαγορεύοντας συγχρόνως τις μαζικές απελάσεις. Το 6ο και το 13ο Πρωτόκολλο οδήγησαν στην ολοσχερή κατάργηση της θανατικής ποινής, ακόμη και σε περίοδο ένοπλης σύρραξης, αποτελώντας μια σημαντική κατάκτηση του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανοίγοντας τον δρόμο για αντίστοιχα βήματα σε οικουμενικό επίπεδο. Το 7ο Πρωτόκολλο προσέθεσε ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις ως προς την απέλαση αλλοδαπών, το δικαίωμα σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας στο πεδίο του ποινικού δικαίου, το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, την αρχή ne bis in idem, καθώς και την αρχή της ισότητας μεταξύ των συζύγων σε όλο το φάσμα του ιδιωτικού δικαίου. Τέλος, το 12ο Πρωτόκολλο στην ΕΣΔΑ ενισχύει τη θεμελιώδη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, αποδεσμεύοντάς την από τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση και τα άλλα Πρωτόκολλα και επεκτείνοντάς την δραστικά σε όλο το πεδίο του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου.

6 Παρά τις διαδοχικές αυτές προσθήκες ουσιαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, το κανονιστικό πλαίσιο που θέτει η ΕΣΔΑ και τα προαναφερθέντα Πρωτόκολλα εξακολουθεί να υπολείπεται σε αρκετά σημεία σε σχέση προς αυτό του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ας σημειωθεί επίσης, ότι η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ), όπως εμπλουτίστηκε στη συνέχεια, συμπεριλαμβάνει και σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων. Πιο πρόσφατα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ περιέλαβε και αυτός, έστω και διστακτικά, ορισμένα κοινωνικά δικαιώματα, καθώς και σειρά άλλων που

Σελ. 4

συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια (άρθρα 39-46). Με άλλα λόγια, το σύστημα της ΕΣΔΑ δεν διακρίνεται για τον αριθμό των ουσιαστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει. Ωστόσο, η γενική διατύπωση των σχετικών διατάξεων, η χρήση «αυτόνομων εννοιών», αλλά πάνω απ’ όλα ο μεγάλος όγκος των (ατομικών και διακρατικών) προσφυγών, καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός αιτημάτων για γνωμοδότηση με βάση το Πρωτόκολλο 16 στην ΕΣΔΑ έδωσαν την ευκαιρία στα όργανα της Σύμβασης να επεξεργαστούν σε βάθος και να εμπλουτίσουν εντυπωσιακά το περιεχόμενο των προστατευομένων δικαιωμάτων.

Β. Οι άλλες πηγές έμπνευσης

7 Στο πλαίσιο αυτό, η π. Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κυρίως το ΕΔΔΑ απέφυγαν την εσωστρέφεια και ανέδειξαν τις δυνατότητες που προσφέρει το (γενικό) διεθνές δίκαιο. Πράγματι, με βάση την αρχή σύμφωνα με την οποία η ΕΣΔΑ δεν μπορεί να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί «εν κενώ», αλλά σε συνάρτηση και κατά τρόπο σύμφωνο προς τους σχετικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, το Δικαστήριο αντλεί ολοένα και συχνότερα από διάφορες πηγές προκειμένου να ερμηνεύσει, ως επί το πλείστον διασταλτικά, τα δικαιώματα που προστατεύουν η ΕΣΔΑ και τα προαναφερθέντα Πρωτόκολλα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο εμπνέεται πολλές φορές από άλλες συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου, είτε περιφερειακές είτε οικουμενικές, υπογραμμίζοντας έτσι το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και συμβάλλοντας σε μια συνεκτική ερμηνεία των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων των Κρατών. Ορισμένες από τις αποφάσεις σταθμούς – όπως, για παράδειγμα, η κλασική απόφαση Soering και στη συνέχεια οι αποφάσεις Rantsev, Chowdurry, και Χ. κατά Βουλγαρίας επηρεάστηκαν καθοριστικά από άλλα συμβατικά κείμενα για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Σελ. 5

8 Το Δικαστήριο αναφέρεται επίσης σε διεθνείς συμβάσεις που δεν εντάσσονται ευθέως στο corpus των δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε διατάξεις του δικαίου των διεθνών συνθηκών, στο εθιμικό διεθνές δίκαιο – ιδίως στο πεδίο της διεθνούς ευθύνης του Κράτους – στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, στη διεθνή νομολογία και την πρακτική άλλων διεθνών οργάνων ελέγχου, καθώς και σε πράξεις διεθνών οργανισμών που έχουν χαρακτήρα σύστασης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, επί προεδρίας του γράφοντος, το ΕΔΔΑ αποφάσισε να μεταβάλει, το 2019, την κλασική διμερή δομή των αποφάσεών του και να παρεμβάλει μεταξύ των «πραγματικών περιστατικών» και του «νομικού μέρους» μια ενότητα υπό τον τίτλο «συναφές νομικό πλαίσιο». Στην ενότητα αυτή, ακριβώς, τόσο τα Τμήματα, όσο, και κυρίως, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου αναφέρουν όλα τα διεθνή κείμενα και τις αποφάσεις που είναι συναφή προς την κρινόμενη υπόθεση και αποτελούν την πηγή έμπνευσης του ΕΔΔΑ. Οι ολοένα και πυκνότερες αυτές αναφορές αναδεικνύουν το γεγονός ότι η διεθνής δικαιοταξία συνιστά το νομικό υπόβαθρο για τη λειτουργία της Σύμβασης, καθώς και το ότι η ΕΣΔΑ – και γενικότερα η διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου – αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς δικαίου.

Γ. Η τελεολογική ερμηνεία της ΕΣΔΑ και η διεύρυνση της προστασίας

9 Όλες οι παραπάνω αναφορές του Δικαστηρίου εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης ερμηνευτικής του προσέγγισης. Πράγματι, το ΕΔΔΑ ακολουθεί παραδοσιακά μία δυναμική ερμηνεία των ουσιαστικών διατάξεων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων, εφαρμόζοντας, καταρχήν, τις ερμηνευτικές αρχές της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Είναι γεγονός ότι η κλασσική αυτή προσέγγιση του Δικαστηρίου δεν απαντάται μόνο σε παλαιότερες αποφάσεις του, αλλά και σε πολύ πιο πρόσφατες. Είναι αλήθεια επίσης ότι δεν λείπουν οι αποφάσεις εκείνες που με βάση τη γραμματική ερμηνεία ή την αναγωγή στις προπαρασκευαστικές εργασίες και την αναζήτηση της αρχικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών καταλήγουν σε συσταλτική ερμηνεία των αναγνωριζομένων δικαιωμάτων. Οι εν λόγω αποφάσεις δεν αποτυπώνουν, ωστόσο, την κυρίαρχη τάση της νομολογίας στο σύνολό της.

Σελ. 6

10 Κύριος γνώμονας της ερμηνευτικής προσέγγισης του Δικαστηρίου είναι η αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία των προστατευομένων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των αρχών του Κράτους δικαίου και της δημοκρατικής κοινωνίας. Με βάση τη γενική αυτή θεώρηση, τα όργανα της Σύμβασης και ειδικότερα το Δικαστήριο χρησιμοποιούν την τελεολογική ερμηνεία προκειμένου να διευρύνουν την παρεχόμενη προστασία. Η αναφορά στο αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, συνιστά καθοριστική επιλογή για την όλη ερμηνευτική προσέγγιση του Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως έχει τονίσει χαρακτηριστικά το ΕΔΔΑ, κάθε ερμηνεία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζει η Σύμβαση πρέπει να συμβαδίζει «με το γενικό πνεύμα της τελευταίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση και την προώθηση των ιδεωδών και των αξιών μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Η έννοια της «δημοκρατικής κοινωνίας» υφέρπει σε όλες τις ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων – συμπεριλαμβανομένων και αυτών στις οποίες δεν αναφέρεται ρητά –, αποτελώντας έτσι γενική ερμηνευτική αρχή. Στο πνεύμα αυτό, το ΕΔΔΑ έχει υπογραμμίσει επανειλημμένα ότι «η έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας (...) κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Σύμβαση». Κατά την ερμηνεία των επιμέρους άρθρων της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο αναφέρεται κατά κόρον στις αρχές του Κράτους δικαίου, στον πλουραλισμό και την ανεκτικότητα, ως έννοιες σύμφυτες με αυτή της δημοκρατικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί την τελεολογική μέθοδο κατά τρόπο πολύ δυναμικό, αναφερόμενο συγχρόνως στο προοίμιο της Σύμβασης και στο όλο ιδεολογικό πλαίσιο που κυριαρχεί στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προκειμένου να στηρίξει, κατά κανόνα, ευρεία ερμηνεία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύει η ΕΣΔΑ.

11 Πιο πρόσφατα, το ΕΔΔΑ προχώρησε σε τελεολογική ερμηνεία στο πλαίσιο της γνωμοδοτικής του λειτουργίας με βάση το 16ο Πρωτόκολλο στην ΕΣΔΑ. Πράγματι, η δεύτερη γνωμοδότη-

Σελ. 7

σή του αφορούσε ένα ιδιαιτέρως ακανθώδες ζήτημα εφαρμογής της θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege («κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο»), όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Η γνωμοδότηση του ΕΔΔΑ ζητήθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο της Αρμενίας σχετικά με τη χρήση της τεχνικής της «συνολικής αναφοράς» ή τη «νομοθεσία μέσω αναφοράς στο Σύνταγμα» στον ορισμό του αδικήματος. Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης ερωτήθηκε επίσης σχετικά με τη συνάρθρωση των διατάξεων ποινικού δικαίου που ίσχυαν τη στιγμή της διάπραξης του αδικήματος και των αντίστοιχων τροποποιητικών, οι οποίες, ωστόσο, περιλάμβαναν συγχρόνως ευνοϊκότερες αλλά και δυσμενέστερες ρυθμίσεις για τον κατηγορούμενο. Τα προβλήματα αυτά έθεταν δογματικά ζητήματα στο πεδίο του ποινικού αλλά και του συνταγματικού δικαίου. Η απάντηση στα ερωτήματα του συνταγματικού δικαστηρίου της Αρμενίας απαιτούσε την αναζήτηση της αρχικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της αρχής της μη αναδρομικότητας των νόμων, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την ομαλή λειτουργία του Κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία.

12 Στην προέκταση της παραπάνω γενικής νομικο-πολιτικής ερμηνευτικής προσέγγισης, τα όργανα της ΕΣΔΑ χρησιμοποιούν συστηματικά σειρά επιμέρους ερμηνευτικών μεθόδων με στόχο τη διεύρυνση και την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης προστασίας. Μεταξύ αυτών, ξεχωριστή θέση κατέχει η μέθοδος του «χρησίμου αποτελέσματος» (effet utile). Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει αναφερθεί επανειλημμένα στην εν λόγω μέθοδο, είτε ρητά είτε έμμεσα. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Klass το ΕΔΔΑ επικαλέστηκε τη μέθοδο αυτή προκειμένου να κηρύξει παραδεκτή τη σχετική προσφυγή που αφορούσε μυστικά μέτρα, χωρίς να απαιτήσει από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι αυτά είχαν ληφθεί πράγματι εναντίον του. Στο ίδιο πνεύμα κινείται η περίφημη φράση της απόφασης Airey, η οποία έχει επαναληφθεί έκτοτε πάμπολλες φορές, σύμφωνα με την οποία: «Η Σύμβαση έχει ως σκοπό να προστατεύει δικαιώματα όχι θεωρητικά ή απατηλά, αλλά συγκεκριμένα και αποτελεσματικά». Χαρακτηριστική είναι επίσης η απόφαση στην υπόθεση Magyar Helsinki Bizottság κατά Ουγγαρίας, στην οποία το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης κλήθηκε να κρίνει εάν το δικαίωμα αναζήτησης πληροφοριών μπορεί να συναχθεί από την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Αναφερόμενο ρητά στο αντικείμενο και τον σκοπό της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ βασίστηκε στη μέθοδο του «χρησίμου αποτελέσματος» και έκρινε ότι:

13 «The object and purpose of the Convention, as an instrument for the protection of human rights, requires that its provisions must be interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective, not theoretical and illusory (...). As is clearly illustrated by the Court’s recent case-law and the rulings of other human-rights bodies, to hold that

Σελ. 8

the right of access to information may under no circumstances fall within the ambit of Article 10 of the Convention would lead to situations where the freedom to “receive and impart” information is impaired in such a manner and to such a degree that it would strike at the very substance of freedom of expression. For the Court, in circumstances where access to information is instrumental for the exercise of the applicant΄s right to receive and impart information, its denial may constitute an interference with that right. The principle of securing Convention rights in a practical and effective manner requires an applicant in such a situation to be able to rely on the protection of Article 10 of the Convention».

14 Εξάλλου, το ΕΔΔΑ έχει εντοπίσει κατά καιρούς σειρά αυτόνομων εννοιών στην ΕΣΔΑ. Πρόκειται για έννοιες στις οποίες το Δικαστήριο προσδίδει τη σημασία που θεωρεί σύμφωνη με το αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης, χωρίς να δεσμεύεται από τη σχετική ερμηνεία που δίνουν τα συμβαλλόμενα Κράτη. Τέτοιες έννοιες είναι, για παράδειγμα, οι «αμφισβητήσεις αστικής φύσης» και οι «κατηγορίες ποινικής φύσης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ), η «ιδιωτική και οικογενειακή ζωή», η «κατοικία» και η «αλληλογραφία» (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), η έννοια της «περιουσίας» (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου), η έννοια του «νόμου», η οποία απαντάται σε διάφορες διατάξεις (ιδίως στην παράγραφο 2 των άρθρων 8-11), η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων και των ποινών (άρθρο 7), κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει δώσει την τελεολογική εκείνη ερμηνεία η οποία εξασφαλίζει την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η ΕΣΔΑ και τα σχετικά Πρωτόκολλα.

15 Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται και η ανάδειξη των θετικών υποχρεώσεων των Κρατών στο πεδίο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Πράγματι, ενώ ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα οι εν λόγω υποχρεώσεις προκύπτουν αβίαστα από το γράμμα των σχετικών διατάξεων, οι συμβάσεις περί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων σιωπούν, ως επί το πλείστον, σε σχέση προς τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την προστασία των αναγνωριζομένων δικαιωμάτων. Ωστόσο, όπως και άλλα διεθνή όργανα ελέγχου, έτσι και το ΕΔΔΑ έχει ακολουθήσει την τελεολογική ερμηνεία προκειμένου να υπογραμμίσει την ύπαρξη θετικών υποχρεώσεων των Κρατών σε σχέση προς σειρά δικαιωμάτων που προστατεύει η ΕΣΔΑ και ιδίως ως προς τα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων), 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), και 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή).

Σελ. 9

16 Πάντοτε με βάση την τελεολογική ερμηνευτική μέθοδο, το ΕΔΔΑ έχει επεκτείνει την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε τομείς που δεν καλύπτονται ευθέως από τη Σύμβαση, όπως για παράδειγμα τα κοινωνικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο, κ.λπ. Εξάλλου, η διεύρυνση της έννοιας του «θύματος» παραβίασης και, κατ’ επέκταση, της ενεργητικής νομιμοποίησης, οδηγεί και αυτή στην αποτελεσματικότερη διεθνή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Γενικότερα, τα όργανα της ΕΣΔΑ αγγίζουν πολλές φορές τα ακραία όρια των δυνατοτήτων που τους προσφέρει η τελεολογική ερμηνεία προκειμένου να διευρύνουν την παρεχόμενη προστασία. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η μέθοδος της λεγόμενης «εξελικτικής ερμηνείας», η οποία βαίνει πέρα από το γράμμα των άρθρων 31-33 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.

Δ. Η εξελικτική ερμηνεία της ΕΣΔΑ

α) Η ανάδυση και το εύρος της εξελικτικής ερμηνείας

17 Η εξελικτική ερμηνεία (evolutive interpretation) είναι η μέθοδος εκείνη που αναδεικνύει εναργέστερα την ιδιάζουσα φύση των συμβατικών κειμένων για τα δικαιώματα του ανθρώπου, υπερκεράζοντας συγχρόνως τις μεθόδους που αναφέρει η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών. Στο μέτρο που τα δικαιώματα του ανθρώπου αντικατοπτρίζουν ένα σύστημα αξιών δεν μπορούν να παραμένουν «απολιθωμένα» στο πλαίσιο της αρχικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών και μόνον, αλλά εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Η ερμηνεία των συμβάσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να παραμένει εγκλωβισμένη στην αναζήτηση της ιστορικής βούλησης των συντακτών τους, αλλά θα πρέπει να στρέφεται στο παρόν και να αντανακλά τις σύγχρονες κοινωνικές και ιδεολογικές αντιλή-

Σελ. 10

ψεις. Είναι γεγονός ότι το άρθρο 31, παρ. 3, εδ. α΄ και β΄ της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει ότι για την ερμηνεία μιας διεθνούς συνθήκης θα πρέπει, υπό προϋποθέσεις, να ληφθούν υπόψη τυχόν μεταγενέστερες συμφωνίες και μεταγενέστερη πρακτική των Κρατών, δηλαδή στοιχεία που έπονται της σύναψης της συνθήκης. Κατά τούτο, η εξελικτική ερμηνεία δεν αντίκειται στο πνεύμα της εν λόγω διάταξης. Ωστόσο, το δόγμα του «ζωντανού κειμένου» (living instrument), όπως αναδεικνύεται ιδίως μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συνιστά προοδευτική εξέλιξη του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της ερμηνείας των διεθνών συνθηκών. Κατατείνει, ακριβώς, στο να διατηρήσει το ερμηνευόμενο κείμενο ζωντανό, προσαρμόζοντάς το συνεχώς στις εξελισσόμενες αντιλήψεις, ανάγκες και συνθήκες ζωής.

18 Από πρώτη άποψη, η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση θα μπορούσε να δημιουργήσει ανησυχίες. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι ακολουθώντας την εξελικτική ερμηνεία τα όργανα ελέγχου έχουν αποφύγει ερμηνευτικές ακρότητες και ιδίως contra legem ερμηνείες. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1970 το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι η ΕΣΔΑ είναι ένα «ζωντανό κείμενο» το οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει τις σημερινές συνθήκες. Ειδικότερα, σε σχέση προς την πρακτική του μαστιγώματος με βάση δικαστική απόφαση στη Νήσο του Ανθρώπου (Isle of Man), το ΕΔΔΑ δεν δέχθηκε συρρίκνωση του άρθρου 3 της Σύμβασης με επίκληση της λεγόμενης «αποικιοκρατικής ρήτρας» του άρθρου 56 (πρώην άρθρο 63), τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι:

19 «The Court must also recall that the Convention is a living instrument which (...) must be interpreted in the light of present-day conditions. In the case now before it, the Court cannot but be influenced by the developments and commonly accepted standards in the penal policy of the member States of the Council of Europe».

Σελ. 11

20 Στην περίφημη υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, το Δικαστήριο τόνισε ότι η εξελικτική μέθοδος ερμηνείας δεν αφορά μόνο τις ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης, αλλά και εκείνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία του ελεγκτικού μηχανισμού που εγκαθιδρύει η τελευταία:

21 «That the Convention is a living instrument which must be interpreted in the light of present-day conditions is firmly rooted in the Court’s case-law (...). Such an approach, in the Court’s view, is not confined to the substantive provisions of the Convention, but also applies to those provisions (...) which govern the operation of the Convention’s enforcement machinery. It follows that these provisions cannot be interpreted solely in accordance with the intentions of their authors as expressed more than forty years ago».

22 Η απόφανση αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο διότι οδήγησε στην απόρριψη μιας από τις κύριες προκαταρκτικές ενστάσεις της Τουρκίας στην εν λόγω ιστορική υπόθεση, αλλά και διότι επεξέτεινε τα όρια της εξελικτικής μεθόδου ερμηνείας στο σύνολο της ΕΣΔΑ, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών της διατάξεων, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία του προσφεύγοντος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η τελευταία φράση του παραπάνω παραθέματος, δεδομένου ότι υποβαθμίζει ρητά τη βούληση των συντακτών και, άρα, τη σημασία των προπαρασκευαστικών εργασιών ως μέσο ερμηνείας της ΕΣΔΑ. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση είναι, πλέον, βαθιά εμπεδωμένη στη νομολογία του ΕΔΔΑ.

β) Η ουσιαστική συμβολή της εξελικτικής ερμηνείας

23 Ειδικότερα, η μέθοδος της εξελικτικής ερμηνείας αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και, γενικότερα, του περιεχομένου των ουσιαστικών διατάξεων των συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου προκειμένου αυτές να συμπεριλάβουν νέους, συνεχώς αναδυόμενους, τύπους παραβιάσεων, ως αποτέλεσμα της συνακόλουθης εξέλιξης των κοινωνιών. Έτσι, όπως είναι φυσικό, η ερμηνεία των διεθνών κειμένων που μετρούν δεκαετίες ζωής εξελίσσεται με τρόπο που αν και παραμένει συμβατός με το πνεύμα τους, προσαρμόζει την παρεχόμενη προστασία στις σύγχρονες συνθήκες. Τέτοια εξελικτική ερμηνεία παρατηρείται σε τρείς, κυρίως, κατηγορίες υποθέσεων. Πρόκειται για υποθέσεις οι οποίες έχουν έντονο κοινωνικό αποτύπωμα, όπως αυτές που συνδέονται με τις έννοιες της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, για υποθέσεις που αφορούν το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή και, τέλος, για εκείνες που συμπλέκονται με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες υποθέσεων υπάρχει πιεστική ανάγκη προσαρμογής παλαιότερων δι-

Σελ. 12

εθνών κειμένων στα νεότερα δεδομένα και τις σύγχρονες προκλήσεις, διαφορετικά τα συμβατικά αυτά κείμενα θα κινδύνευαν να θεωρηθούν απαρχαιωμένα και ξεπερασμένα.

24 Ως προς την πρώτη κατηγορία υποθέσεων, το χαρακτηριστικότερο, κατά τη γνώμη μας, παράδειγμα εφαρμογής της εξελικτικής μεθόδου ερμηνείας και συνακόλουθης μεταστροφής της νομολογίας του ΕΔΔΑ εντοπίζεται στο πεδίο των δικαιωμάτων των διεμφυλικών (transsexuals) με βάση τα άρθρα 8 και 12 της ΕΣΔΑ (δικαιώματα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και τον γάμο αντίστοιχα). Ειδικότερα, στην υπόθεση Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το ΕΔΔΑ υπενθύμισε, κατ’ αρχήν, την προηγούμενη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία το εναγόμενο Κράτος δεν είχε τη θετική υποχρέωση να αναγνωρίσει το νέο νομικό καθεστώς ατόμων που είχαν υποβληθεί σε εγχειρήσεις αλλαγής φύλου και, κατά συνέπεια, η άρνηση των βρετανικών αρχών να τροποποιήσουν τις εγγραφές στα ληξιαρχεία και να χορηγήσουν νέα πιστοποιητικά γέννησης στα εν λόγω άτομα –εμφανίζοντάς τα ως θηλυκού φύλου– δεν συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ τόνισε την ανάγκη εξελικτικής ερμηνείας της ΕΣΔΑ, υπογραμμίζοντας ότι:

25 «since the Convention is first and foremost a system for the protection of human rights, the Court must have regard to the changing conditions within the respondent State and within Contracting States generally and respond, for example, to any evolving convergence as to the standards to be achieved. (...) It is of crucial importance that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective, not theoretical and illusory. A failure by the Court to maintain a dynamic and evolutive approach would indeed risk rendering it a bar to reform or improvement».

26 Με βάση την προσέγγιση αυτή και αφού έλαβε υπόψη την κατάσταση του προσφεύγοντος ατόμου ως διεμφυλικού (transsexual), σειρά επιστημονικών και ιατρικών δεδομένων, σχετικές νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις εντός και εκτός Ευρώπης, καθώς και τις επιπτώσεις της απόφασης στο βρετανικό δίκαιο, το Δικαστήριο αναζήτησε την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου. Σταθμίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι εύλογο να απαιτήσει κανείς από την κοινωνία να ανεχθεί κάποιες αρνητικές επιπτώσεις, ούτως ώστε να επιτραπεί στα άτομα να ζήσουν με αξιοπρέπεια και σεβασμό, σύμφωνα με τη σεξουαλική ταυτότητα που επέλεξαν με μεγάλη προσωπική ταλαιπωρία και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

27 Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν η αιτιολογία του Δικαστηρίου ως προς το άρθρο 12 για το δικαίωμα σε γάμο. Το ΕΔΔΑ δεν περιορίστηκε στο γράμμα της διάταξης –«ο άντρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο (...)»– ούτε έδωσε βαρύτητα στη βούληση των συντακτών, αλλά τόνισε τις «μείζονες κοινωνικές αλλαγές ως προς τον θεσμό του γάμου» και τις «δραματικές αλλαγές» που επέφεραν οι επιστημονικές εξελίξεις. Με βάση τα στοιχεία αυτά, το Δικαστήριο θεώρησε ότι μπορεί να παρακάμψει τα «αμιγώς βιολογικά κριτήρια» ως προς τον

Σελ. 13

καθορισμό του φύλου. Είναι προφανές ότι εάν ελάμβανε υπόψη, έστω και επικουρικά, την αρχική βούληση των συμβαλλομένων μερών, όπως αυτή αποτυπώνεται στις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, το ΕΔΔΑ δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε μια τέτοια ερμηνεία. Είναι βέβαιο ότι με τα δεδομένα της δεκαετίας 1940-1950, η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση θα θεωρούνταν, χωρίς καμία υπερβολή, ως προϊόν επιστημονικής φαντασίας. Έκτοτε, το ΕΔΔΑ έχει ερμηνεύσει εξίσου δυναμικά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του ώστε να προστατεύσει πληρέστερα τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής τους και επαναλαμβάνοντας ότι ένα ομόφυλο ζευγάρι που ζει σε σταθερή σχέση εμπίπτει στην έννοια της οικογενειακής ζωής, όπως ένα ετεροφυλόφιλο ζευγάρι.

28 Εξελικτική όμως ερμηνεία των συνθηκών ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί και η εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή, δεδομένου ότι κανένα νομικά δεσμευτικό κείμενο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν περιέχει ρητά ένα αυτόνομο δικαίωμα σε υγιές περιβάλλον. Έτσι, στο πλαίσιο του συστήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το ΕΔΔΑ έχει οδηγηθεί σε εξελικτική ερμηνεία σειράς άρθρων της ΕΣΔΑ, και ιδίως του άρθρου 8 για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της κατοικίας, προκειμένου να κρίνει τις ολοένα και περισσότερες προσφυγές που κατατίθενται ενώπιον του και αφορούν ζητήματα ρύπανσης του περιβάλλοντος, ηχορύπανσης, κλπ. Η περιβαλλοντική νομολογία του ΕΔΔΑ έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Lόpez Ostra κατά Ισπανίας του 1994, όπου αποφάνθη-

Σελ. 14

κε ότι η σοβαρή περιβαλλοντική ρύπανση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευημερία των ατόμων και να τους εμποδίσει να απολαμβάνουν την κατοικία τους, συνιστώντας έτσι προσβολή του δικαιώματος σε σεβασμό της κατοικίας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Αξιοσημείωτη συμβολή στο σημείο αυτό αποτελεί και η πολύκροτη απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην υπόθεση KlimaSeniorinnen κατά Ελβετίας, με την οποία το Δικαστήριο καταδίκασε το εναγόμενο Κράτος για την ανεπάρκεια των μέτρων μετριασμού των αποτελεσμάτων της κλιματικής αλλαγής και για τον δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο στο εν λόγω πεδίο.

29 Μια άλλη κατηγορία υποθέσεων που έχει οδηγήσει σε εξελικτική ερμηνεία είναι εκείνη που σχετίζεται με τη χρήση νέων τεχνολογιών. Ο καταιγιστικός ρυθμός με τον οποίον οι τεχνολογικές εξελίξεις επιδρούν στην ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αφενός, και της ελευθερίας της έκφρασης, αφετέρου. Έτσι, οι προσβολές προσωπικών δεδομένων, οι τηλεφωνικές υποκλοπές και οι μαζικές παρακολουθήσεις πολιτών με τεχνολογικά μέσα αιχμής, καθώς και η εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) έφεραν ενώπιον των δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεγάλο όγκο υποθέσεων που απαιτούσε τον επαναπροσδιορισμό των αυτόνομων εννοιών της «ιδιωτικής ζωής», της «αλληλογραφίας», αλλά και του περιεχομένου του δικαιώματος λήψης και διάδοσης πληροφοριών. Η νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο έχει ασχοληθεί επανειλημμένως με ζητήματα νέων τεχνολογιών, έχει οδηγήσει στην προσαρμογή των σχετικών δικαιωμάτων στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα πιο καίρια ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Το ίδιο ισχύει mutatis mutandis και για άλλα όργανα ελέγχου, όπως η Επιτροπή Lanzarote, η οποία ερμηνεύει δυναμικά τη Σύμβαση για την προστασία των παιδιών κατά της σεξουαλικής εκμε-

Σελ. 15

τάλλευσης και της σεξουαλικής κακοποίησης έτσι ώστε να καλύπτει και περιπτώσεις όπου η εν λόγω κακοποίηση διευκολύνεται μέσω της χρήσης σύγχρονων τεχνολογικών μέσων.

30 Καθίσταται σαφές, επομένως, ότι η εξελικτική ερμηνεία σχετικοποιεί την αρχική βούληση των συμβαλλομένων μερών. Κατά τούτο, η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος μπορεί να αφίσταται, ανάλογα με τις περιστάσεις, όχι μόνον από το άρθρο 32 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, το οποίο αναφέρεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες, αλλά και από το άρθρο 31 παρ. 4, σύμφωνα με το οποίο: «Ειδική έννοια δύναται να δοθή εις έναν όρον εάν προκύπτη ότι αυτή ήτο η πρόθεσις των συμβαλλομένων μερών». Πράγματι, είναι περίπου βέβαιο ότι οι συντάκτες της ΕΣΔΑ ούτε καν είχαν φανταστεί ότι οι όροι «άντρας» και «γυναίκα», ο όρος «οικογένεια», ο όρος «κατοικία» ή «αλληλογραφία» θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με έναν τρόπο τόσο διαφορετικό από τις κρατούσες αντιλήψεις της δεκαετίας του 1950. Επιπλέον, εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες υποθέσεων που ήδη αναφέρθηκαν, εξελικτική ερμηνεία και η συνακόλουθη τάση περιθωριοποίησης της αρχικής βούλησης των μερών παρατηρείται και σε άλλες αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

γ) Τα όρια της εξελικτικής ερμηνείας

31 Από την άλλη πλευρά, η εξελικτική ερμηνεία έχει τα όριά της. Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος δεν επιτρέπει ακρότητες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως λευκή επιταγή στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Κάτι τέτοιο θα κινδύνευε να πλήξει την ασφάλεια δικαίου και να κλονίσει την εμπιστοσύνη των Κρατών στα διεθνή συστήματα ελέγχου. Η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος πρέπει να πληροί σωρευτικά, κατά την άποψή μας, τα εξής τρία κριτήρια: να μην έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα της ερμηνευόμενης διάταξης, να είναι σύμφωνη με το αντικείμενο και τον σκοπό της συνθήκης και να αντικατοπτρίζει τις σημερινές, όχι τις μελλοντικές, συνθήκες ζωής.

Σελ. 16

32 Ειδικότερα, η εξελικτική μέθοδος δεν πρέπει να οδηγεί σε ερμηνεία contra legem. Πράγματι, το ΕΔΔΑ, παρότι έχει εφαρμόσει κατά κόρον, όπως είδαμε, την ερμηνευτική αυτή μέθοδο, έχει αποφύγει συστηματικά να υιοθετήσει ερμηνείες που θα έρχονταν σε αντίθεση με το γράμμα των σχετικών διατάξεων. Έτσι, για παράδειγμα, στην απόφαση Johnston κ.ά. κατά Ιρλανδίας το Δικαστήριο αρνήθηκε να συναγάγει δικαίωμα στο διαζύγιο ερμηνεύοντας το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα στον γάμο. Ομοίως, στην απόφαση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου το Δικαστήριο έκρινε ότι από το δικαίωμα στη ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να συναχθεί και το αντίθετό του, δηλαδή το δικαίωμα στον θάνατο. Στο πνεύμα αυτό, η απόφαση Magyar Helsinki Bizottság κατά Ουγγαρίας αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα praeter, αλλά όχι contra legem ερμηνείας του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Ερμηνεύοντας διασταλτικά το τελευταίο, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών περιλαμβάνει το δικαίωμα να αναζητήσει κανείς τέτοιες πληροφορίες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ερμηνεία αυτή λειτουργεί συμπληρωματικά, χωρίς να αντιβαίνει στο γράμμα της διάταξης.

33 Το δεύτερο κριτήριο που οριοθετεί τη μέθοδο της εξελικτικής ερμηνείας είναι η συμβατότητα της ερμηνείας αυτής με τον σκοπό και το αντικείμενο της συνθήκης. Πρόκειται για γενική ερμηνευτική αρχή η οποία εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη μέθοδο. Πράγματι, δεν νοείται ερμηνεία η οποία να αντιβαίνει στην ratio legis. Το γεγονός ότι η εξελικτική ερμηνεία σχετικοποιεί την αρχική βούληση των μερών δεν σημαίνει ότι μπορεί να υποσκάπτει το όλο συμβατικό πλαίσιο. Η όποια προσαρμογή του κειμένου μιας διεθνούς σύμβασης στις σύγχρονες συνθήκες ζωής θα πρέπει να εντάσσεται και να υπηρετεί το εν λόγω πλαίσιο. Η εξελικτική ερμηνεία διακρίνεται από την τελεολογική στο μέτρο που η τελευταία αναζητά την βούληση των μερών ενώ η πρώτη την περιθωριοποιεί. Ωστόσο, και οι δύο κατατείνουν στην ενίσχυση της raison d’être της ερμηνευόμενης σύμβασης. Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι το ΕΔΔΑ αναφέρεται ρητά στο αντικείμενο και τον σκοπό της ΕΣΔΑ όταν προβαίνει σε εξελικτική ερμηνεία της τελευταίας.

34 Τέλος, η εξελικτική ερμηνεία θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις σύγχρονες συνθήκες ζωής, όχι τις αντιλήψεις που θα επικρατήσουν ενδεχομένως στο μέλλον. Όπως επισημάνθηκε στη διαφωνούσα γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και ο γράφων, στην απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης Χ κ.ά. κατά Αυστρίας:

35 «the point of evolutive interpretation, as conceived by the Court, is to accompany and even channel change (...); it is not to anticipate change, still less to try to impose it».

Σελ. 17

36 Τυχόν αντίθετη προσέγγιση θα ήταν ασυμβίβαστη με τον ρόλο ενός δικαστικού οργάνου, αλλά και με την αρχή της επικουρικότητας η οποία αποκτά κομβική σημασία στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Άλλωστε, στο πλαίσιο της αρχής αυτής, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει υιοθετήσει το δόγμα του περιθωρίου εκτίμησης, αναγνωρίζοντας στα Κράτη μια σχετική ευελιξία ως προς τα καταλληλότερα μέτρα για την ορθή εφαρμογή της Σύμβασης σε εθνικό επίπεδο. Για να αποφασίσει σχετικά με την έκταση του περιθωρίου εκτίμησης, το Δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη ή μη consensus με βάση την πραγματική κατάσταση που επικρατεί κάθε φορά στα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη ως προς το επίδικο ζήτημα. Η αναζήτηση του consensus αποβλέπει ακριβώς στην καταγραφή των σύγχρονων αντιλήψεων και συνθηκών ζωής και συνιστά ιδιαιτέρως απαιτητική διαδικασία που προϋποθέτει εκτεταμένη συγκριτική έρευνα εκ μέρους του Δικαστηρίου. Έτσι, στην περίπτωση που το ΕΔΔΑ διαπιστώσει την ύπαρξη consensus μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, το περιθώριο εκτίμησης των Κρατών είναι περιορισμένο. Αντίθετα, εάν δεν υπάρχει consensus, το περιθώριο εκτίμησης διευρύνεται σημαντικά.

37 Η μεθοδολογία αυτή του Δικαστηρίου βρίσκεται σε αρμονία με τους ερμηνευτικούς κανόνες της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των συνθηκών, καθώς η τελευταία προβλέπει ρητά τη χρήση μεταγενέστερων συμφωνιών, μεταγενέστερης πρακτικής ή άλλων συναφών κανόνων

Σελ. 18

για την ορθή ερμηνεία μιας συνθήκης (άρθρο 31, παρ. 3). Με άλλα λόγια, η Σύμβαση της Βιέννης καλεί τον ερμηνευτή να μην μείνει προσκολλημένος στην αρχική βούληση των μερών, αλλά να λάβει υπόψη του μεταγενέστερα στοιχεία.

38 Προκειμένου να γίνει κατανοητή η μεθοδολογική προσέγγιση του ΕΔΔΑ, αξίζει να αναφερθεί τελείως ενδεικτικά η απόφαση Vallianatos κατά Ελλάδος όπου το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης κλήθηκε να κρίνει κατά πόσον ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης συνιστούσε ή όχι διακριτική μεταχείριση σε βάρος των τελευταίων. Για να κρίνει το εν λόγω ζήτημα, το Δικαστήριο αναζήτησε την πρακτική των Κρατών και την ύπαρξη ή μη consensus. Από τη σχετική συγκριτική έρευνα προέκυψε ότι από τα 21 συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ που προέβλεπαν τότε μια «αστική ένωση» (civil union) μόνο ένα δεν την επεξέτεινε στα ομόφυλα ζευγάρια. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν υπήρχε συναίνεση ως προς τον ίδιο τον θεσμό της «αστικής ένωσης». Κατά συνέπεια, τα κράτη είχαν ευρύ περιθώριο εκτίμησης σχετικά με την αναγνώριση ή μη του θεσμού αυτού στην εθνική έννομη τάξη. Ωστόσο, από τη στιγμή που ένα κράτος αποφάσιζε να προβλέψει τέτοια «αστική ένωση» στο εσωτερικό του δίκαιο - όπως έκανε η Ελλάδα, στο παράδειγμά μας - τότε υπήρχε συναίνεση ότι ο εν λόγω θεσμός θα έπρεπε να αφορά και ομόφυλα ζευγάρια. Με βάση το πόρισμα αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε με ευρεία πλειοψηφία παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής).

39 Αντίστοιχη μεθοδολογία ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Μugemangango κατά Βελγίου που αφορούσε τον έλεγχο τυχόν παρατυπιών κατά την εκλογική διαδικασία. Tο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, μετά από συγκριτική ανάλυση προκειμένου να διακριβωθεί εάν προβλέπεται στις έννομες τάξεις των συμβαλλόμενων μερών στη ΕΣΔΑ δικαστικός έλεγχος για τέτοιες παρατυπίες διαπίστωσε ότι από τα 38 συμβαλλόμενα μέρη που εξετάστηκαν, τα 32 προβλέπουν αυτή τη μορφή ελέγχου, αλλά τα λοιπά όχι. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη πρόβλεψης επαρκών εγγυήσεων για δίκαιη, αντικειμενική και αιτιολογημένη απόφαση κατά τη μετεκλογική φάση. Ωστόσο, απέφυγε να αποφανθεί ότι η παροχή δικαστικής προστασίας αποτελεί νομική υποχρέωση των κρατών βάσει του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο αποτύπωσε τη σύγχρονη πρακτική και τις σημερινές αντιλήψεις, χωρίς να επιχειρήσει να επιβάλει μια προωθημένη ερμηνεία που δεν αντικατοπτρίζει, όμως, τη γενικευμένη πρακτική των συμβαλλομένων μερών.

40 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η εξελικτική μέθοδος ερμηνείας συνιστά, κατά την άποψή μας, ένα πολύτιμο εργαλείο για τον εμπλουτισμό των ουσιαστικών διατάξεων της ΕΣΔΑ και την προσαρμογή της στις σύγχρονες αντιλήψεις. Εξίσου σημαντικές είναι, όμως, και οι εξελίξεις που παρατηρούνται από το 1950 έως σήμερα ως προς το θεσμικό πλαίσιο που εγκαθιδρύει η Σύμβαση και συγκεκριμένα ως προς τον μηχανισμό ελέγχου και τις σχετικές δικονομικές διατάξεις.

Σελ. 19

ΙΙ. Η διαρκής μετεξέλιξη του θεσμικού πλαισίου

Α. Τα πρώτα διστακτικά βήματα

41 Το αρχικό κείμενο της Σύμβασης υιοθέτησε ένα μάλλον πολύπλοκο σύστημα ελέγχου με αρκετές αδυναμίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δεν ήταν παρά ένα οιονεί-δικαιοδοτικό όργανο που εξέδιδε απλές «γνώμες» (opinions), καθαρά διαπιστωτικού χαρακτήρα, χωρίς δεσμευτική ισχύ. Επιπλέον, η εν λόγω Επιτροπή τελούσε υπό την «κηδεμονία» της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πράγματι, το κατ’ εξοχήν πολιτικό αυτό όργανο είχε και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες με βάση το άρθρο 32 του αρχικού κειμένου της Σύμβασης, αποφαινόμενο κατά τρόπο δεσμευτικό ως προς τον μεγάλο όγκο των προσφυγών, δηλαδή ως προς όλες εκείνες που δεν παραπέμπονταν στο Δικαστήριο. Η τύχη των τριών πρώτων προσφυγών της Κύπρου κατά της Τουρκίας αρκεί για να καταδείξει τον ολέθριο ρόλο αυτής της προφανούς σύγχυσης εξουσιών. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα, αλλά συνιστούσε ένα μάλλον «πολυτελές» όργανο που επιλαμβανόταν μικρού αριθμού προσφυγών.

42 Είναι γεγονός, ότι η ΕΣΔΑ υπήρξε το πρώτο διεθνές συμβατικό κείμενο που αναγνώρισε τον θεσμό της ατομικής προσφυγής. Κατά τούτο, η Σύμβαση ήταν πρωτοποριακή για την εποχή της. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό τελούσε υπό την αίρεση της αποδοχής του από τα Κράτη μέρη με σχετική μονομερή δήλωση, η οποία μπορούσε να έχει συγκεκριμένη διάρκεια και – θεωρητικά τουλάχιστον – να μην ανανεωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα, μετά την περιπέτεια της στρατιωτικής δικτατορίας και την εκ νέου δέσμευσή της από τη Σύμβαση, το 1974, αναγνώρισε το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής μόλις το 1985 με σχετική δήλωση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, Καθηγητή Γ.-Α. Μαγκάκη. Όπως είναι γνωστό, η πρώτη καταδικαστική απόφαση για την Ελλάδα εκδόθηκε από το ΕΔΔΑ το 1991 στην υπόθεση Φίλης. Έως τότε, η ΕΣΔΑ ήταν περίπου άγνωστη στην Ελλάδα. Αντιλαμβάνεται κανείς, επομένως, το γεγονός ότι η προαναφερθείσα πρόβλεψη περί μονομερούς δήλωσης συνιστούσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στην αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης.

43 Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι αντίστοιχη δήλωση ήταν απαραίτητη για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάζει ατομικές προσφυγές. Επιπλέον, στο Δικαστήριο μπορούσαν να απευθυνθούν μόνον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα ενδιαφερόμενα Κράτη, με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 44 και επόμενα του αρχικού κειμένου της ΕΣΔΑ. Τα ίδια τα «θύματα» παραβίασης δεν είχαν την ιδιότητα του διαδίκου ενώπιον του ΕΔΔΑ. Στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεσή του έφθανε να εκδικαστεί από το ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων δεν είχε locus standi επί ίσοις όροις προς το Κράτος και μπορούσε να ακουστεί μόνον εάν το επέτρεπε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, οι συντάκτες της ΕΣΔΑ είχαν προβλέψει μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες που πρόδιδαν τη διστακτικότητά τους ως προς τον θεσμό της ατομικής προσφυγής και υπέβαλαν το σύνολο της διαδικασίας ενώπιον των οργάνων της Σύμβασης σε διάφορες μορφές κρατικού ελέγχου.

Σελ. 20

44 Ωστόσο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, το θεσμικό αυτό πλαίσιο ανέπτυξε ισχυρότατη δυναμική και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το δικαίωμα ατομικής προσφυγής είχε γίνει πλέον αποδεκτό από το σύνολο των συμβαλλομένων Κρατών στην ΕΣΔΑ, αποτελώντας το επιστέγασμα του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επιπλέον, η επικύρωση της Σύμβασης, συνοδευόμενη από τη μονομερή δήλωση αναγνώρισης του εν λόγω δικαιώματος, συνιστούσε σημαντικό όρο για την εισδοχή νέων Κρατών μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης κατά την περίοδο της εντυπωσιακής και ταχείας διεύρυνσης του Οργανισμού. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα ατομικής προσφυγής γενικεύθηκε και ενισχύθηκε de facto πριν καν καταργηθούν de jure όλοι οι παραπάνω περιορισμοί και προϋποθέσεις με το 11ο Πρωτόκολλο στην ΕΣΔΑ.

Β. Οι τομές του 11ου Πρωτοκόλλου και η ανάπτυξη του εποπτικού ρόλου της Επιτροπής Υπουργών

45 Είναι γεγονός ότι η σημαντικότερη μεταβολή στο παραπάνω θεσμικό πλαίσιο επήλθε με το 11ο Πρωτόκολλο. Το Πρωτόκολλο αυτό κατήργησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθώς και τον δικαιοδοτικό ρόλο της Επιτροπής Υπουργών, αναβάθμισε δραστικά τον ρόλο του ΕΔΔΑ και κατέστησε την ατομική προσφυγή πραγματικό δικονομικό δικαίωμα απαλλαγμένο από κάθε αίρεση ή άλλο όρο. Ο ρόλος του ατόμου στην όλη διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου απέκτησε νέα διάσταση, στο μέτρο που η αρχή της ισοπλίας με το εναγόμενο Κράτος αποτελεί πλέον κεκτημένο.

46 Παράλληλα με τις σημαντικές αυτές τροποποιήσεις εξελίσσεται και η πρακτική της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ως προς την επίβλεψη της συμμόρφωσης των Κρατών προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Ο εποπτικός αυτός ρόλος της Επιτροπής προσιδιάζει προς τη φύση του εν λόγω οργάνου δεδομένου ότι έχει πολιτικό/διπλωματικό χαρακτήρα. Όταν η Επιτροπή Υπουργών ασκούσε και δικαιοδοτικά καθήκοντα με βάση το άρθρο 32 του αρχικού κειμένου της ΕΣΔΑ, επέβλεπε συγχρόνως τη συμμόρφωση προς τις (λίγες) αποφάσεις του «παλαιού» Δικαστηρίου, καθώς επίσης την εκτέλεση των δικών της αποφάσεων. Με άλλα λόγια, το ίδιο όργανο λειτουργούσε υπό δύο μορφές: τη δικαιοδοτική και την πολιτική/διπλωματική.

47 Μετά την κατάργηση της δικαιοδοτικής της λειτουργίας, η Επιτροπή Υπουργών επικεντρώθηκε στην επίβλεψη της εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ εμπλουτίζοντας δραστικά τη σχετική πρακτική της. Πράγματι, ενώ στο παρελθόν η εν λόγω Επιτροπή απέδιδε ιδιαίτερη έμφαση στην εκτέλεση του διατακτικού των αποφάσεων επί της ουσίας και ειδικότερα στην καταβολή των ποσών της δίκαιης ικανοποίησης, στην πιο πρόσφατη πρακτική της απαιτεί από τα Κράτη τη λήψη και άλλων μέτρων για την ουσιαστική συμμόρφωση προς το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, η Επιτροπή Υπουργών ζητά την υιοθέτηση ατομικών μέτρων, δηλαδή μέτρων που αφορούν τον προσφεύγοντα και κατατείνουν στην αποτελεσματικότερη ικανοποίησή του, πέραν της καταβολής του ποσού της δίκαιης ικανοποίησης, με βάση την αρχή της restitutio in integrum. Ακόμη σημαντικότερη είναι η επιμονή της Επιτροπής Υπουργών ως προς την υιοθέτηση γενικών μέτρων, δηλαδή νομοθετικών τροποποιήσεων, αλλαγών στη διοικητική πρακτική ή νομολογιακών μεταστροφών.

Back to Top