ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ / ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - FRANÇAIS-GREC / GREC-FRANÇAIS DICTIONNAIRE JURIDIQUE
- Έκδοση: 2020
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 1328
- ISBN: 978-960-562-154-4
- Black friday εκδόσεις: 30%
Το «Γαλλο-ελληνικό/Ελληνο-γαλλικό Λεξικό Νομικών όρων» αποτελεί την πληρέστερη προσπάθεια για τη δημιουργία ενός λεξικού ανταποκρινόμενου πλήρως στις ανάγκες του σύγχρονου νομικού/μεταφραστή για ορθή και ακριβή απόδοση, αλλά και κατανόηση νομικών όρων που δεν απαντώνται και στα δύο κράτη ή που απαντώνται αλλά με διαφορετικό περι¬εχόμενο. Είναι εμπλουτισμένο με όρους αγγλο-σαξωνικού δικαίου, λόγω της καθημερινής τους χρήσης από γαλλόφωνους νομικούς ιδίως στον χώρο των επιχειρήσεων, και πλήρως ενημερωμένο ως προς την ορολογία κάθε κλάδου δικαίου με παραπομπές σε κωδικοποιημένη νομοθεσία και επεξηγηματικές φράσεις. Το έργο απευθύνεται σε κάθε νομικό και μεταφραστή που ενδιαφέρεται για τη γαλλική νομική μετάφραση και ορολογία.
Περιεχόμενα | |
Preface | Σελ. V |
Πρόλογος δεύτερης έκδοσης | Σελ. VII |
Πρόλογος πρώτης έκδοσης | Σελ. XI |
Συνεργάτες Έργου / Liste des collaborateurs | Σελ. XIII |
Συντομογραφίες / Liste des abreviations | Σελ. XXIII |
Γαλλο-ελληνικό Λεξικό Νομικών Όρων | Σελ. 1 |
Ελληνο-γαλλικό Λεξικό Νομικών Όρων | Σελ. 937 |
Σελ. 1
ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΛΕΞΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
Σελ. 3
A a
abandon (ουσ. αρσ.), εγκατάλειψη, παραίτηση, abandon de créance (ou aux créanciers), εγκατάλειψη απαίτησης, abandon d’actif, εγκατάλειψη ενεργητικού, abandon des conclusions, παραίτηση από τις προτάσεις, abandon de défense, μη άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεως, abandon du domicile conjugal, εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, ( à séparation de fait), abandon de l’ emploi (ou de poste), εγκατάλειψη θέσης, abandon d’enfant, εγκατάλειψη τέκνου (γαλλΠΚ 223-3 επ., 227-1 επ.), abandon d’épave, εγκατάλειψη ναυαγισμένου πλοίου, abandon de famille, εγκατάλειψη οικογένειας (γαλλΠΚ 227-3 επ., η φυσική ενέργεια τόσο της εγκατάλειψης της οικογένειας από τον ένα από τους δύο γονείς όσο και της εγκατάλειψης της κυοφορούσης συζύγου από τον σύζυγό της έχουν αποποινικοποιηθεί στο γαλλικό δίκαιο από την 1η Μαρτίου 1994), χωρίς να αποκλείονται οι μορφές εγκατάλειψης που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο του γαλλΠΚ, abandon du foyer (ou du domicile conjugal), εγκατάλειψη οικογενειακής (ή συζυγικής) στέγης (γαλλΑΚ 238), abandon malicieux, κακόβουλη εγκατάλειψη, abandon du navire et du fret, παραχώρηση (σε πιστωτές) του πλοίου και του φορτίου, abandon de la plainte, παραίτηση από μήνυση, abandon de possession, εγκατάλειψη νομής, abandon de poste (ou de l’ emploi), εγκατάλειψη θέσης, abandon de procédure, εγκατάλειψη διαδικασίας, abandon de propriété, εγκατάλειψη κυριότητας, abandon des revendications, παραίτηση από τις αξιώσεις, abandon de terres, εγκατάλειψη γαιών, abandon de véhicule, εγκατάλειψη οχήματος, concordat par abandon, συμβιβασμός με εγκατάλειψη περιουσιακού στοιχείου (από πτωχεύσαντα σε πιστωτές), déclaration judiciaire d’abandon, διάταξη (του δικαστηρίου) περί εγκατάλειψης τέκνου, laissé à l’abandon, εγκαταλελειμμένος.
abandonnataire (ουσ. αρσ.), o επωφελούμενος της εγκατάλειψης.
abandonnateur, -trice (ουσ.), ο εγκαταλείπων την περιουσία του.
abandonnement (ουσ. αρσ.), εγκατάλειψη, παραχώρηση, abandonnement d’immeuble au conjoint, παραχώρηση ακινήτου σε σύζυγο, abandonnement des biens, εγκατάλειψη περιουσιακών αγαθών, contrat d’abandonnement, σύμβαση παραχώρησης περιουσίας.
abandonner (ρ.μ.) εγκαταλείπω, abandonner l’accusation, αποσύρω την κατηγορία, abandonner tout titre et droit de propriété, de possession et de dé
Σελ. 4
tention, απεκδύομαι από κάθε τίτλο και δικαίωμα κυριότητας, νομής ή κατοχής, chose (ou objet) abandonnée, εγκαταλελειμμένο πράγμα, enfant abandonné, έκθετο τέκνο, épouse abandonnée, εγκαταλελειμμένη σύζυγος από τον σύζυγό της, objet (ou chose) abandonnée, εγκαταλελειμμένο πράγμα (ή αντικείμενο), question de fait abandonnée à l’appréciation du juge saisi, ζήτημα που επαφίεται στην κρίση του επιληφθέντος δικαστηρίου.
abattage (ουσ. αρσ.), σφαγή, abattage rituel, σφαγή για θρησκευτικούς λόγους, méthodes d’abattage d’animaux, μέθοδοι σφαγής ζώων.
abattement (ουσ. αρσ.), έκπτωση, abattement à la base, έκπτωση επί της φορολογητέας ύλης, abattement d’impôt, έκπτωση φόρου, abattement pour enfants à charge, μείωση φόρου για (προστατευόμενα) τέκνα, abattement fiscal, φορολογική έκπτωση, abattement fiscal pour investissement, φορολογική απαλλαγή λόγω επενδύσεων, abattement forfaitaire, έκπτωση κατ’ αποκοπήν, πράξη κύριας αναχρηματοδότησης (στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος), abattement pour personnes âgées, μείωση φόρου για ηλικιωμένους, abattement pour personnes invalides, μείωση φόρου για άτομα με ειδικές ανάγκες, abattement sur le revenu imposable, έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα, abattement supplémentaire, πρόσθετη έκπτωση (ασφαλιστικών εισφορών).
abdicatif, -ive (επίθ.), παραιτούμενος, acte abdicatif, πράξη παραίτησης.
abdication (ουσ. θηλ.), παραίτηση, αποποίηση ανωτάτου αξιώματος της Πολιτείας.
abdiquer (ρ.μ.), παραιτούμαι, abdiquer la couronne, παραιτούμαι από το στέμμα, abdiquer le trône, παραιτούμαι από το θρόνο.
ab intestat (λατ.), εξ αδιαθέτου, succession ab intestat, διαδοχή εξ αδιαθέτου (γαλλΑΚ 721 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.).
ab irato (λατ.), εν βρασμώ ψυχής.
abolir (ρ.μ.), καταλύω, καταργώ, abolir la Constitution, καταλύω το Σύνταγμα, abolir la peine de mort, καταργώ τη θανατική ποινή.
abolitif, -ive (επίθ.), καταργητικός, που καταργεί, décret abolitif, καταργητικό διάταγμα.
abolition (ουσ. θηλ.), κατάργηση, κατάλυση, abolition de la Constitution, κατάλυση του Συντάγματος, abolition de la contrainte par corps, κατάργηση της προσωποκράτησης, abolition de toute discrimination, κατάργηση κάθε διακρίσεως, abolition de l’esclavage, κατάργηση της δουλείας, abolition du travail forcé, κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας, abolition de la torture, κατάργηση των βασανιστηρίων.
abolitionnisme (ουσ. αρσ.), καταργητισμός, abolitionnisme de l’esclavage, ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργησης της δουλείας, abolitionnisme de la peine de mort, ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής, abolitionnisme de la torture, ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργησης των βασανιστηρίων.
abolitionniste (ουσ. αρσ., επίθ.), υποστηρικτής του καταργητισμού, État abolitionniste, κράτος που υποστηρίζει το ιδεολογικό ρεύμα του καταργητισμού.
à bon droit (λατ.), δικαίως.
Σελ. 5
abondement (ουσ. αρσ.), πρόσθετη παροχή, si l’abondement est de 50%, cela veut dire que si l’employé épargne 1000 €, l’entreprise ajoute immédiatement 500 €, αν έχει συμφωνηθεί πρόσθετη παροχή κατά 50% αυτό σημαίνει ότι αν ο εργαζόμενος καταθέσει 1000 ευρώ, η επιχείρηση θα προσθέσει αμέσως 500 ευρώ.
abonnement (ουσ. αρσ.), συνδρομή, abonnement à l’électricité, σύμβαση για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, abonnement à une revue, συνδρομή σε ένα περιοδικό, abonnement gratuit, δωρεάν συνδρομή, payer par abonnement, πληρώνω με δόσεις.
abordage (ουσ. αρσ.), σύγκρουση πλοίων (γαλλΚΜεταφ L. 4131-1 επ., L. 5131-1 επ.), abordage en pleine mer, σύγκρουση πλοίων σε ανοικτή θάλασσα, abordage fautif, υπαίτια σύγκρουση πλοίων, abordage fluvial, σύγκρουση πλοίων σε ποτάμι, abordage fortuit, τυχαία σύγκρουση, clause d’ abordage, ρήτρα σύγκρουσης (ασφαλιστικό δίκαιο).
abornement (ουσ. αρσ.), οριοθέτηση, abornement de la frontière, οριοθέτηση συνόρου, abornement du terrain, καθορισμός ορίων οικοπέδου.
aborner (ρ.μ.), οριοθετώ, aborner une propriété foncière, οριοθετώ ακίνητη περιουσία.
aboutissants (ουσ. αρσ. πληθ.), όρια, les tenants et les aboutissants de la crise économique, οι παράμετροι της οικονομικής κρίσης.
abrégé (ουσ. αρσ.) περίληψη, en abrégé, περιληπτικά, συνοπτικά.
abrogatif, -ive (επίθ.), ακυρωτικός, clause abrogative, ακυρωτική ρήτρα.
abrogation (ουσ. θηλ.), κατάργηση, απόσυρση, εξάλειψη του αξιοποίνου (γαλλΠΚ 112-4), abrogation des actes administratifs, κατάργηση διοικητικών πράξεων, abrogation de la loi, κατάργηση του νόμου, abrogation du décret, κατάργηση του διατάγματος, abrogation expresse, ρητή κατάργηση, abrogation implicite, σιωπηρή, abrogation tacite, σιωπηρή κατάργηση, abrogation de visa, ανάκληση θεώρησης, abrogation volontaire, εκούσια κατάργηση.
abrogatoire (επίθ.), ακυρωτικός, clause abrogatoire, ακυρωτική ρήτρα, loi abrogatoire, ακυρωτικός νόμος.
abroger (ρ.μ.), ακυρώνω, καταργώ, abroger des dispositions, καταργώ διατάξεις, abroger un règlement, καταργώ ένα κανονισμό, abroger un traité international, καταργώ μία διεθνή συνθήκη, abroger la loi, καταργώ το νόμο.
abrupt, -e (επιθ.), απότομος, renvoi abrupt, άμεση επαγωγή της κληρονομίας στο Κράτος.
absence (ουσ. θηλ.), απουσία, αφάνεια (γαλλΑΚ 112 επ., γαλλΚΠολΔ 1062 επ., γαλλΝ αριθ 2019-222 άρθρο 9), absence de cause sérieuse, έλλειψη σπουδαίου λόγου, absence de faute, έλλειψη πταίσματος, absence de motivation, έλλειψη αιτιολογίας, absence du conjoint, αφάνεια συζύγου, absence sans autorisation, αδικαιολόγητη απουσία, autorisation d’absence, άδεια απουσίας, constater une absence, βεβαίωση απουσίας, déclaration d’absence, κήρυξη αφάνειας, en l’absence d’une politique communautaire, εν απουσία μίας κοινοτικής πολιτικής, présomption d’absence, τεκμήριο αφάνειας.
absent, -e (επίθ.), έχων κηρυχθεί σε αφάνεια, απών, absent réapparu, επανεμφανισθέν πρόσωπο που είχε κηρυχθεί
Σελ. 6
σε αφάνεια, membre absent, μέλος που απουσιάζει.
absentéisme (ουσ. αρσ.), απουσία κατ’ επανάληψη, absentéisme scolaire, η παράνομη απουσία κατ’ επανάληψη μαθητών (γαλλΚΕκπ L. 131-8), absentéisme au travail, απουσία κατ’ επανάληψη (νομίμως ή παρανόμως) των εργαζομένων από την εργασίαabsentéiste (επίθ.), o απουσιάζων από την εργασία κατ’ επανάληψη.
absolu, -e (επίθ.), απόλυτος, autorité absolue, απόλυτη εξουσία, autorité absolue de chose jugée, απόλυτη ισχύς του δεδικασμένου, d’une manière absolue, με απόλυτο τρόπο, monarchie absolue (à monarchie absolutiste), απόλυτη μοναρχία, nécessité absolue, απόλυτη ανάγκη, nullité absolue, απόλυτη ακυρότητα, pouvoir absolu, απόλυτη εξουσία.
absolution (ουσ. θηλ.), αθώωση, απαλλαγή, absolution judiciaire, αθώωση κατόπιν δικαστικής απόφασης, arrêt d’absolution, αθωωτική απόφαση.
absolutisme (ουσ. αρσ.), απολυταρχισμός, absolutisme royal, βασιλικός απολυταρχισμός.
absolutiste (επίθ.), απολυταρχικός, régime absolutiste, απολυταρχικό καθεστώς, monarchie absolutiste (à monarchie absolue), απόλυτη μοναρχία.
absolutoire (επίθ.), απαλλακτικός, arrêt absolutoire, απαλλακτική απόφαση, circonstances absolutoires, απαλλακτικές περιστάσεις, disposition absolutoire, απαλλακτική διάταξη, excuse absolutoire, απαλλακτικός λόγος.
absorber (ρ.μ.), απορροφώ, société absorbante, εταιρία που απορροφά, société absorbée, εταιρία που απορροφάται.
absorption (ουσ. θηλ.), απορρόφηση, capacité d’ absorption des pertes, ικανότητα απορρόφησης των ζημιών, fusion par absorption, συγχώνευση με απορρόφηση, scission par absorption, διάσπαση μέσω απορρόφησης.
absoudre (ρ.μ.), αθωώνω, απαλλάσσω, absoudre un accusé, απαλλάσσω τον κατηγορούμενο, absoudre une société de la responsabilité découlant des règles de concurrence, απαλλάσσω μία εταιρία από την ευθύνη για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, les personnes seront absoutes, τα άτομα θα αθωωθούν.
abstenir, s’ (ρ.μ.), απέχω, s’abstenir d’effectuer un contrôle, απέχω από τη διενέργεια ελέγχου, s’abstenir de prendre des mesures, απoφεύγω τη λήψη μέτρων.
abstention (ουσ. θηλ.), αποχή, παράλειψη, παράλειψη άσκησης δικαιώματος ή καθήκοντος (γαλλΑΚ 1241), abstention au scrutin, αποχή από την ψηφοφορία, abstention aux élections, αποχή από τις εκλογές, abstention constructive, εποικοδομητική αποχή (θετική αποχή), όταν η αποχή ενός κράτους μέλους στην ψηφοφορία δεν παρακωλύει την ομοφωνία στο πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ, abstention coupable, υπαίτια παράλειψη, abstention délictueuse, εγκληματική παράλειψη, παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας, abstention des électeurs, αποχή των ψηφοφόρων, abstention du juge dans le procès, αποχή του δικαστή στη δίκη (γαλλΚΠολΔ 339, γαλλΚΟργΔικ L. 111-7, γαλλΚΔΔ R. 721-1), abstention éléctorale, αποχή από τη ψηφοφορία στις εκλογές, abstention fautive, υπαίτια παράλειψη, liberté d’ abstention, δικαίωμα αποχής, taux d’abstention, ποσοστό αποχής, abstention
Σελ. 7
de porter secours à une personne en danger, παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής.
abstentionnisme (ουσ. αρσ.), αποχή, absence d’abstentionnisme, τακτική παρακολούθηση, abstentionnisme électoral, αποχή στις εκλογές.
abstentionniste (επίθ.), απέχων, élécteur abstentionniste, απέχων ψηφοφόρος.
abstracto (λατ.), αφηρημένος, caractère descriptif in abstracto du signe, αφηρημένος περιγραφικός χαρακτήρας του σήματος.
abstrait,-e (επίθ.), αφηρημένος, défini d’une manière générale et abstraite, ορισμένος κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, détermination des bénéficiaires dans l’abstrait, αφηρημένος προσδιορισμός δικαιούχων, opinion abstraite, κοινή γνώμη, promesse abstraite, αόριστη υπόσχεση, terme abstrait, αόριστη έννοια, titre abstrait, τίτλος κυριότητας ανεξάρτητος από τη νομική αιτία από την οποία αποκτήθηκε.
abstrat (ουσ. αρσ.), επικεφαλίδα, abstrat d’arrêt, επικεφαλίδα (ή περίληψη) δικαστικής απόφασης.
abus (ουσ. αρσ.), κατάχρηση, κακομεταχείριση, κακοποίηση, abus d’alcool, κατάχρηση οινοπνεύματος, abus d’autorité, κατάχρηση εξουσίας (γαλλΠΚ 432-1 επ.), abus des besoins, des passions, des faiblesses d’un mineur, αδίκημα της κατάχρησης των αναγκών, των επιθυμιών, των αδυναμιών ανηλίκου, abus de biens (ou de crédit) d’une société (οu sociaux), κατάχρηση εταιρικής περιουσίας (γαλλΕμπΚ L. 241-3-4o, L. 242-6-3o, L. 243-1, L. 244-1, L. 244-5), abus de blanc-seing, κατάχρηση εν λευκώ επιταγής, abus de confiance, κατάχρηση εμπιστοσύνης (γαλλΠΚ 314-1), abus de la dénomination sociale, καταχρηστική χρήση της εταιρικής επωνυμίας από τον εκπρόσωπο της εταιρίας για το προσωπικό του συμφέρον, abus de (l’état de) dépendance économique, κατάχρηση οικονομικής εξάρτησης (γαλλΕμπΚ L. 420-2), abus de domination, κατάχρηση οικονομικής δύναμης, abus de droit, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (γαλλΑΚ 384, 618 και 1240, γαλλΚΠολΔ 32-1, 550, 559, 581 και 628, γαλλΚΔιοικΔικαιοδ R. 741-12), abus d’égalité, καταχρηστική άσκηση εξουσίας εταίρου διμελούς εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που συμμετέχει κατά 50%, abus de l’état de dépendance (économique), κατάχρηση (οικονομικής) εξάρτησης, abus de faiblesse, κατάχρηση αδυναμίας (γαλλΑΚ 1143), abus de faiblesse d’un mineur, κατάχρηση αδυναμίας ανηλίκου, abus de faiblesse d’une personne vulnérable, κατάχρηση αδυναμίας ευάλωτου προσώπου (γαλλΑΚ 1143, γαλλΚΚαταν L. 121-8 επ., από L. 132-13 έως L. 132-15, γαλλΠΚ 223-15-2), abus de fonction, κατάχρηση καθήκοντος (ή εξουσίας) από δημόσιο λειτουργό, abus d’immunités, κατάχρηση της ασυλίας, abus d’ignorance, κατάχρηση άγνοιας, abus de majorité, καταχρηστική άσκηση εξουσίας πλειοψηφίας των εταίρων, abus de marché, κατάχρηση αγοράς (γαλλΝομΧρημΚ L. 465-1, κανονισμός (ΕΕ) 596/2014), abus en matière d’intérêt, τοκογλυφία, abus de minorité, καταχρηστική άσκηση εξουσίας μειοψηφίας των εταίρων, abus du monopole, κατάχρηση του μονοπωλίου, abus des paiements en espèces et du change d’espèces, καταχρηστική χρήση πληρωμών τοις μετρητοίς και συναλλαγών τοις μετρητοίς, abus de position dominante (ou de domination), κατάχρηση δεσπόζουσας
Σελ. 8
θέσης (γαλλΕμπΚ L. 420-2, ΣΛΕΕ 102), abus de pouvoir, κατάχρηση εξουσίας, abus de procédure (ou procédural), κατάχρηση διαδικασίας, abus de puissance (économique), καταχρηστική εκμετάλλευση (οικονομικής ισχύος), abus du régime propre au petit trafic frontalier, κατάχρηση του καθεστώτος τοπικής διασυνοριακής κυκλοφορίας, abus sexuel, σεξουαλική κακοποίηση, abus de vulnerabilité, κατάχρηση ευάλωτης κατάστασης υπό τη μορφή σεξουαλικής επιθετικότητας σε βάρος ανηλίκου 15 ετών με μειωμένη ικανότητα αντίληψης (γαλλΠΚ 222-22-1).
abuser (ρ.μ.), καταχρώμαι, ασκώ καταχρηστικά, abuser d’un droit, καταχρώμαι ενός δικαιώματος, abuser d’une femme, κατάχρηση γυναίκας.
abusif, -ive (επίθ.), καταχρηστικός, παράνομος, caractère abusif des clauses, καταχρηστικός χαρακτήρας διατάξεων, contenu abusif, καταχρηστικό περιεχόμενο, licenciement abusif, παράνομη, καταχρηστική απόλυση, recours abusif, καταχρηστική προσφυγή,signalement abusif, καταχρηστική καταγγελία, statut abusif, καταχρηστικό καθεστώς, usage abusif des données, παράνομη χρήση δεδομένων, usage abusif d’une faculté, καταχρηστική άσκηση μίας ευχέρειας, abusivement, καταχρηστικά, bénéficier abusivement, εκμεταλλεύομαι καταχρηστικά, porter abusivement atteinte à l’intérêt d’une autre personne, παρεμβαίνω καταχρηστικά στα συμφέροντα ενός άλλου προσώπου, se soustraire abusivement à une obligation légale, παραβιάζω καταχρηστικά μία νόμιμη υποχρέωση,utiliser abusivement, ασκώ καταχρηστικά.
abusus (λατ.), δικαίωμα διάθεσης, abusus non tollit usum, η κατάχρηση δεν αναιρεί τη χρήση, l’usufruitier ne possède que l’usus et le fructus et n’a pas l’abusus, ο επικαρπωτής έχει μόνον το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης και δεν έχει το δικαίωμα διάθεσης.
académie (ουσ. θηλ.), ακαδημία.
accaparer (ρ.μ.), παίρνω, συγκεντρώνω, ιδιοποιούμαι.
accaparement (ουσ. αρσ.), ιδιοποίηση, accaparement des terres, αρπαγή γαιών (γαλλΑγρΚ L. 143-15-1).
accéder (ρ.μ.), έχω πρόσβαση, προσχωρώ, accéder à la base des données, έχω πρόσβαση στη βάση δεδομένων, accéder aux documents, έχω πρόσβαση στα έγγραφα, accéder gratuitement au Journal Officiel de l’Union Εuropéenne, έχω δωρεάν πρόσβαση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, accéder à l’intégralité des textes, έχω πρόσβαση στο σύνολο των κειμένων, accédant à la propriété, μισθωτής που γίνεται κύριος της κατοικίας, accédant à une demande, ο απαντών θετικά σε ένα αίτημα, droit d’acceder à un tribunal impartial, δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τίτλος VI, άρθρο 47).
accedit (ουσ. αρσ.) σύσκεψη των πραγματογνωμόνων με την παρουσία και τη συμμετοχή των διαδίκων πριν την κατάθεση της έκθεσής τους στο δικαστήριο.
accélérer (ρ.μ.), επισπεύδω, επιταχύνω, accélerer la procédure, επισπεύδω τη διαδικασία, procédure accélérée, συνοπτική διαδικασία, ταχεία διαδικασία (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου της ΕΕ άρθρο 105), procédure accélérée
Σελ. 9
d’ examen de la demande d’asile, ταχεία διαδικασία εξέτασης αίτησης ασύλου (οδηγία 2005/85/ΕΚ άρθρο 23) .
accélération (ουσ. θηλ.), επίσπευση, επιτάχυνση, l’accélération du règlement des sinistres, επίσπευση του διακανονισμού των ασφαλιστικών περιπτώσεων.
acceptation (ουσ. θηλ.), αποδοχή, acceptation bénéficiaire (ou à concurrence de l’actif net ou de (la) succession sous bénéfice d’inventaire ou de l’héritage sous bénéfice d’inventaire), αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής (γαλλΑΚ 787 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.), acceptation du besoin, κατ’ανάγκην αποδοχή, acceptation en blanc, εν λευκώ αποδοχή, acceptation de la communauté, αποδοχή κοινοκτημοσύνης, acceptation à concurrence de l’actif net (ou bénéficiaire ou de (la) succession sous bénéfice d’inventaire ou de l’héritage sous bénéfice d’inventaire), αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής (γαλλΑΚ 787 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.), acceptation conditionnelle (ou sous conditions ou spécifiée), αποδοχή υπό όρους, acceptation sans conditions, αποδοχή χωρίς όρους, acceptation contre documents, αποδοχή έναντι φορτωτικών, acceptation de chèques, de lettres de change et d’autres modes de paiement, αποδοχή επιταγών, συναλλαγματικών και άλλων μορφών πληρωμής, acceptation d’un don (ou de donation), αποδοχή δωρεάς, acceptation de donation (ou d’un don), αποδοχή δωρεάς, acceptation de donation entre vifs, αποδοχή δωρεάς εν ζωή (γαλλΑΚ 932), acceptation expresse, ρητή αποδοχή, acceptation fictive, πλασματική αποδοχή, acceptation forcée, αναγκαστική αποδοχή, acceptation formelle, τυπική αποδοχή, acceptation générale (ou pure et simple), ανεπιφύλακτη αποδοχή (γαλλΑΚ 782 επ.), acceptation d’hérédité (ou d’héritage), αποδοχή κληρονομίας, acceptation de l’héritage sous bénéfice d’inventaire (ou bénéficiaire ou à concurrence de l’actif net ou de (la) succession sous bénéfice d’inventaire), αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής (γαλλΑΚ 787 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.), acceptation inconditionnelle, αποδοχή χωρίς όρους, acceptation par intervention, κατά παρέμβαση αποδοχή, acceptation de l’invitation à participer à un programme, αποδοχή της πρόσκλησης συμμετοχής σε ένα πρόγραμμα, acceptation de legs, αποδοχή κληροδοτήματος, acceptation légale, νόμιμη αποδοχή, acceptation d’une obligation, ανάληψη μίας υποχρέωσης, acceptation de l’offre, αποδοχή προσφοράς, acceptation provisoire, προσωρινή αποδοχή, acceptation pure et simple (ou générale), ανεπιφύλακτη αποδοχή (γαλλΑΚ 782 επ.), acceptation du recommandataire, κατ’ανάγκην αποδοχή, acceptation en réassurance, αποδοχή αντασφάλισης, (théorie de l’) acceptation des risques (à volenti non fit injuria), θεωρία της αποδοχής του κινδύνου (γαλλΑθλΚ L. 321-3-1), acceptation de succession, αποδοχή κληρονομίας (γαλλΑΚ 768), acceptation de (la) succession sous bénéfice d’inventaire (ou bénéficiaire ou à concurrence de l’actif net ou de l’héritage sous bénéfice d’inventaire), αποδοχή κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής (γαλλΑΚ 787 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.), acceptation tacite, σιωπηρή αποδοχή, acceptation d’une traite, αποδοχή συναλλαγματικής, banque d’acceptation, αποδέκτρια τράπεζα, contre acceptation, έναντι αποδοχής, crédit par
Σελ. 10
acceptation, πίστωση αποδοχής, décision d’acceptation, απόφαση αποδοχής, instruments de ratification, d’approbation ou d’acceptation d’un accord international, έγγραφα (ή όργανα) επικύρωσης, έγκρισης ή αποδοχής μίας διεθνούς συμφωνίας, par acceptation, με αποδοχή, pour acceptation, δεκτή (συναλλαγματική), sous réserve d’acceptation, υπό την επιφύλαξη της αποδοχής.
accepter (ρ.μ.), δέχομαι, αποδέχομαι, accepter d’un commun accord, δέχομαι από κοινού, συναποδέχομαι, accepter de fournir toutes les informations nécessaires et de se soumettre aux contrôles, δέχομαι να παράσχω οποιεσδήποτε πληροφορίες και να υποβληθώ στους ελέγχους, accepter une lettre de change, αποδέχομαι συναλλαγματική, accepter contre paiement, αποδέχομαι έναντι καταβολής, accepter en paiement, αποδέχομαι προς εξόφληση του τιμήματος, accepter purement et simplement, δέχομαι καθαρά και ανεπιφύλακτα, le pollicitant et l’acceptant peuvent être séparés par la distance, η απόσταση μπορεί να χωρίζει τον υποβάλλοντα την προσφορά και τον αποδέκτη της, protéger l’acceptant lorsqu’il est la partie faible au contrat, προστατεύω τον αποδέκτη της πρότασης όταν είναι το αδύναμο μέρος της σύμβασης, accepté par le débiteur, αποδοχή του πιστούχου, il a été convenu et accepté ce qui suit, συμφωνήθηκαν και αποφασίστηκαν τα εξής, divorce accepté, συναινετικό διαζύγιο (γαλλΑΚ 233), modification acceptée, τροποποίηση που έγινε αποδεκτή.
accepteur (ουσ. αρσ.) αποδέκτης, relation entre acquéreur et accepteur en matière d’instruments de paiement électronique, σχέση μεταξύ του αποδέκτη ηλεκτρονικών πληρωμών και της τράπεζάς του.
accès (ουσ. αρσ.), πρόσβαση, accès direct et gratuit au droit de l’Union Européenne, άμεση και δωρεάν πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, accès au document, πρόσβαση στο έγγραφο, accès au dossier accordé, πρόσβαση στο φάκελο της δικογραφίας που έγινε αποδεκτή, accès au dossier rejeté, πρόσβαση στο φάκελο της δικογραφίας που δεν έγινε αποδεκτή, accès à la justice par voie numerique, ψηφιακή πρόσβαση στη δικαιοσύνη (γαλλΝ αριθ. 2016-1547, άρθρο 3), accès à un juge, à droit d’ accès à un juge, accès au rivage, δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στον αιγιαλό (γαλλΚΠεριβ L. 321-9), autorisation d’accès, άδεια πρόσβασης, donner accès, παρέχω πρόσβαση, droit d’accès à la justice (ou droit d’ accès à un juge), δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, δικαίωμα σε δικαστή (γαλλΚΠολΔ 30), droit d’ accès à un juge (ou droit d’accès à la justice ), δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δικαιώμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, δικαίωμα σε δικαστή (γαλλΚΠολΔ 30), droit d’accès aux documents administratifs, δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα της διοίκησης .
accessibilité (ουσ. θηλ.), προσβασιμότητα, critères d’accessibilité aux marchés publics, κριτήρια προσβασιμότητας στις δημόσιες συμβάσεις.
accessio (λατ.), προσαύξηση, accessio temporis, προσαύξηση χρόνου.
accession (ουσ. θηλ.), προσχώρηση, προσκύρωση (γαλλΑΚ 546 επ., 712), άνοδος, accession à un accord, προσχώρηση σε μία συμφωνία, accession artificielle (ou industrielle), τεχνητή προσκύρωση, accession
Σελ. 11
au crédit foncier à taux réduit, δυνατότητα λήψης ευνοϊκών εγγείων πιστώσεων, accession d’un état à un traité international, προσχώρηση μίας χώρας σε μία διεθνή συνθήκη, accession par incorporation mobilière, προσκύρωση με ενσωμάτωση κινητού, accession immobilière, προσκύρωση ακινήτου, accession mobilière, προσκύρωση κινητού, accession naturelle, φυσική προσκύρωση, accession au pouvoir, άνοδος (ή ανέλιξη) στην εξουσία, accession par production, προσκύρωση με παραγωγή, accession à la propriété, δικαίωμα απόκτησης ιδιοκτησίας, accession à un traité, προσχώρηση σε μία σύμβαση, accession au trône, άνοδος στο θρόνο, accession de l’UE à la Convention Européenne des Droits de l’Ηomme, προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, droit d’accession, δικαίωμα προσκύρωσης.
accessoire (επίθ., ουσ. αρσ.), παρεπόμενος, παράρτημα, accessoire d’un immeuble, παράρτημα ενός ακινήτου, accessoire du salaire, επιδόματα, l’accessoire suit le principal, το παρεπόμενο ακολουθεί την τύχη του κύριου πράγματος, accessoires de prime, πρόσθετα έξοδα ασφαλίστρου, bâtiments accessoires, βοηθητικά κτίρια, bien accessoire, παρεπόμενο πράγμα, clause accessoire, παρεπόμενη ρήτρα,compétence accessoire, παρεπόμενη αρμοδιότητα, condition accessoire, παρεπόμενη προϋπόθεση, contrat accessoire, παρεπόμενο σύμφωνο, demande accessoire, παρεπόμενο αίτημα, droit accessoire, παρεπόμενο δικαίωμα, exercer une activité à titre accessoire, ασκώ μία δραστηριότητα ως δευτερεύον επάγγελμα, frais accessoires, παρεπόμενα έξοδα, gain (ou revenu) accessoire(s), έκτακτο συμπληρωματικό εισόδημα, intervenant accessoire, προσθέτως παρεμβαίνων, intervention accessoire, πρόσθετη παρέμβαση, la chose et ses accessoires, το πράγμα και τα παραρτήματά του, obligation accessoire, παρεπόμενη υποχρέωση, peine accessoire, παρεπόμενη ποινή, prestation accessoire, παρεπόμενη παροχή, principe de l’accessoire, αρχή του παρεπομένου, théorie de l’accessoire, θεωρία του παρεπομένου, accessoirement, παρεμπιπτόντως, ενίοτε.
accessorium (λατ.), παρεπόμενο, accessorium sequitur principale, το παρεπόμενο ακολουθεί την τύχη του κύριου πράγματος.
accident (ουσ. αρσ.), ατύχημα, δυστύχημα, accident bénin, ατύχημα που δεν επιφέρει άδεια από την εργασία ή υγειονομική περίθαλψη (γαλλΚΚοινΑσφ L. 441-4), accident caractérisé, χαρακτηρισμένο ατύχημα, accident en chaîne, αλυσίδα ατυχημάτων, accident de la circulation, τροχαίο ατύχημα ή δυστύχημα (γαλλΝ αριθ. 85-677), accident collectif, ατύχημα ευρείας κλίμακας (γαλλΚΠΔ 706-176 έως 706-182), accident corporel (grave), (σοβαρός) τραυματισμός από ατύχημα, accident intentionnel, ατύχημα εκ προθέσεως, accident de marin (ou de mer ou survenu en mer), ναυτεργατικό ατύχημα, accident matériel, υλικό ατύχημα, accident de mission, ατύχημα κατά τη μετάβαση σε μη συνήθη χώρο εργασίας (γαλλΚΚοινΑσφ L. 411-1), accident mortel, θανατηφόρο δυστύχημα, accident nucléaire, πυρηνικό ατύχημα, accident professionnel, επαγγελματικό ατύχημα, accident de la route, τροχαίο ατύχημα, accident de service, ατύχημα εν υπηρεσία, accident de trajet, ατύχημα κατά τη μετάβαση από (ή προς) τον
Σελ. 12
τόπο εργασίας (γαλλΚΚοινΑσφ L. 411-2), accident du travail, εργατικό ατύχημα (γαλλΚΚοινΑσφ L. 411-1, L. 455-1-1), accident de voiture, αυτοκινητικό ατύχημα (ή δυστύχημα), constat amiable d’accident, φιλική δήλωση τροχαίου, déclaration d’accident, δήλωση ατυχήματος, prévention des accidents, πρόληψη ατυχημάτων.
accidentalia negotii (λατ.), τυχαία ή πρόσθετα στοιχεία της δικαιοπραξίας.
accidentalité (ουσ. θηλ.), τυχαίος χαρακτήρας.
accidenté (επίθ.), τραυματισμένος, accidenté du travail, o τραυματισμένος εξαιτίας εργατικού ατυχήματος.
accidentel, -le (επίθ.), τυχαίος, délinquant accidentel, περιστασιακός παραβάτης, délit accidentel, περιστασιακή παράβαση, mort accidentel, τυχαίος θάνατος.
accipiens (λατ.), ο αποδέκτης της εκπλήρωσης της παροχής, ο δικαιούχος, (ή γενικότερα) ο πιστωτής (ή ο δανειστής).
accises (ουσ. θηλ. πληθ.), ειδικοί φόροι, accises sur les boissons alcoolisées, ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των οινοπνευματωδών, accises sur les carburants, ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των καυσίμων, accises sur les cigarettes et les produits du tabac, ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί του τσιγάρου και των προϊόντων καπνού, droit d’accises, ειδικοί φόροι κατανάλωσης, fraude en matière des droits d’accises, απάτη στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, taux d’accises, συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
acclamation (ουσ. θηλ.) βοή, élection par acclamation, εκλογή δια βοής, voter par acclamation, ψηφίζω δια βοής.
accommodement (ουσ. αρσ.), συμβιβασμός, διευθέτηση, accommodement à l’amiable, φιλικός συμβιβασμός, accommodement raisonnable, εύλογος συμβιβασμός, éventuelle solution d’accommodement, πιθανή συμβιβαστική λύση, par voie d’accommodement, με συμβιβασμό.
accommoder (ρ.μ.), διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω διαφορά, accommoder une affaire à l’amiable, διευθετώ φιλικά μια υπόθεση, s’ accommoder, συμβιβάζομαι
accompagnement (ουσ. αρσ.), συνοδεία, accompagnement du majeur en matière sociale ou budgétaire, κοινωνική ή εισοδηματική υποστήριξη ενηλίκων, accompagnement individuel, εξατομικευμενη υποστήριξη, accompagnement parental, γονική εποπτεία (γαλλΚΚοινΠρονΟικ L. 141-2), accompagnement social, κοινωνική υποστήριξη, mesure d’accompagnement social personnalisé (MASP), διοικητικό μέτρο (μη δεσμευτικό) που επιτρέπει στον ενήλικο δικαιούχο να διαχειρίζεται εκ νέου τις κοινωνικές παροχές με αυτόνομο τρόπο, mesure d’accompagnement judiciaire (MAJ), δικαστικό (δεσμευτικό) μέτρο με το οποίο ένας εντολοδόχος διαχειρίζεται μέρος ή όλες τις κοινωνικές παροχές ενός ενηλίκου με σκοπό να αποκαταστήσει την αυτονομία του στη διαχείριση των παροχών αυτών, mesures d’accompagnement, συνοδευτικά μέτρα, étranger mineur non accompagné, ασυνόδευτος αλλοδαπός ανήλικος.
accomplir (ρ.μ.), εκπληρώνω, ολοκληρώνω, εκτελώ, accomplir un acte, τελώ μία πράξη, accomplir des efforts, καταβάλλω προσπάθειες, accomplir un nombre réduit d’heures de travail par semaine, εργάζoμαι για περιορισμένο
Σελ. 13
αριθμό ωρών την εβδομάδα, accomplir une obligation contractuelle, εκπληρώνω μία συμβατική υποχρέωση, accomplir des prestations, παρέχω υπηρεσίες, accomplir les tâches, εκτελώ καθήκοντα, s’abstenir d’accomplir un acte, απέχω από την τέλεση μίας πράξης, fait accompli, τετελεσμένο γεγονός, formation professionnelle accomplie, ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση, période d’assurance accomplie, πραγματοποιηθείσα περίοδος ασφάλισης, prescription accomplie, συμπληρωθείσα παραγραφή.
accomplissement (ουσ. αρσ.), εκπλήρωση, τέλεση, accomplissement d’un acte, τέλεση πράξης, accomplissement d’une condition résolutoire, πλήρωση διαλυτικής αίρεσης, accomplissement d’une condition suspensive, πλήρωση αναβλητικής αίρεσης, dans l’accomplissement de ses devoirs, κατά την επλήρωση των καθηκόντων του, accomplissement des formalités, εκπλήρωση διατυπώσεων, accomplissement d’une infraction, τέλεση αδικήματος, accomplissement de la majorité, συμπλήρωση της ενηλικίωσης, accomplissement d’une mission, ολοκλήρωση μιας αποστολής, accomplissement de la prescription, συμπλήρωση της παραγραφής, accomplissement de la procédure, συμπλήρωση της διαδικασίας, accomplissement du service national, εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, accomplissement des tâches confiées, εκπλήρωση των ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων, non-accomplissement, μη τέλεση, μη εκπλήρωση.
accon (ουσ. αρσ.), φορτηγίδα.
acconage (ουσ. αρσ.), φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων σε φορτηγίδα.
acconier (ουσ. αρσ.), φορτοεκφορτωτής εμπορευμάτων σε φορτηγίδες.
accord (ουσ. αρσ.), συμφωνία, σύμφωνο, συγκατάθεση, accord (à l’) amiable, συμβιβασμός, accord anticoncurrentiel, συμφωνία που θίγει τον ανταγωνισμό, accord d’arbitrage, συμφωνία διαιτησίας, accord d’armistice, συμφωνία εκεχειρίας, accord d’association entre l’UE et un pays tiers, συμφωνία σύνδεσης μεταξύ ΕΕ και τρίτης χώρας (ΣΛΕΕ άρθρο 217), accord atypique, ανεπίσημη συλλογική συμφωνία εργατικού δικαίου, accord autoexécutoire, συμφωνία αυτοδύναμης εφαρμογής, accord bilatéral, διμερής συμφωνία, accord de branche (étendu), κλαδική σύμβαση (επεκτεινόμενη), accord-cadre, συμφωνία-πλαίσιο, accord de clearing, συμφωνία συμψηφισμού, accord collatéral, συμφωνία με την οποία τα αποτελέσματα μίας συνθήκης επεκτείνονται σε ένα τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό, accord collectif (ou du travail), συλλογική σύμβαση εργασίας, accord commercial, εμπορική συμφωνία, accord de compensation, αντισταθμιστική συμφωνία, accord complémentaire, συμπληρωματική συμφωνία, accord compromissoire, συμβιβαστική συμφωνία, accord de consolidation de dettes, συμφωνία παγιοποίησης δανειακών οφειλών, accord de coopération, συμφωνία συνεργασίας, accord dérogatoire, συμφωνία απόκλισης (γαλλΕργΚ L. 2252-1, L. 2253-2, L. 3122-9 επ.), accord par écrit, έγγραφη συμφωνία, accord d’entreprise, επιχειρησιακή σύμβαση, accord explicite, ρητή συμφωνία, accord ferme, οριστική συμφωνία, accord de fidélité, συμφωνία πίστεως, accord en forme simplifiée, συμφωνία απλοποιημένης μορφής, εκτελεστική συμφωνία, accord sous forme d’échange de lettres, συμφωνία υπό τη μορφή ανταλλαγής επιστολών,
Σελ. 14
accord de fourniture, συμφωνία προμήθειας, accord de garantie, εγγυητική συμφωνία, Accord Général sur les Tarifs Douaniers et le Commerce (GATT), Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο, accord gouvernemental, κυβερνητική συμφωνία, accord informel, άτυπη συμφωνία, accord interétatique, διακρατική συμφωνία, accord intergouvernemental, διακυβερνητική συμφωνία, accord intérimaire de commerce et d’union douanière, ενδιάμεση συμφωνία εμπορίου και τελωνειακής ένωσης, accord interinstitutionnel, διοργανική συμφωνία, accord international, διεθνής συμφωνία (à traité international), accord interprofessionnel, διεπαγγελματική σύμβαση, accord de libre-échange, συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών, accord de méthode, συμφωνία για τη διαδικασία απολύσεων, accord mixte, μικτή συμφωνία, accord de modulation, συμφωνία διαφοροποίησης ωραρίου, accord multilatéral, πολυμερής συμφωνία, accord parapluie, συμφωνία ομπρέλα, accord de Paris (sur le climat), Συμφωνία του Παρισιού (για την Κλιματική Αλλαγή), accord de partenariat, συμφωνία εταιρικής σχέσης, accord partiel, μερική συμφωνία, accord préalable, συναίνεση, προηγούμενη συγκατάθεση, accord de performance collective, συμφωνία συλλογικής αποδοτικότητας (γαλλΕργΚ L. 2254-2 επ.), accord de préférence (ou préférentiel), συμφωνία προτίμησης, accord de principe, συμφωνία αρχής, accord procédural, συμφωνία για τη (διεθνή) δικαιοδοσία, accord provisoire, προσωρινή συμφωνία, accord de réciprocité, συμφωνία αμοιβαιότητας, accord régional, τοπική συμφωνία, accord salarial, συμφωνία περί του μισθού, accord de siège, συμφωνία για την εγκατάσταση της εταιρικής έδρας, accord statutaire, καταστατική συμφωνία, accord tacite, σιωπηρή συμφωνία, accord tarifaire, συμφωνία περί των δασμών, accord transactionnel, συμφωνία διακανονισμού, accord du travail (ou collectif), συλλογική σύμβαση εργασίας, accord tripartite, τριμερής συμφωνία, accord de troc, συμφωνία ανταλλαγής, accord de tutelle, συμφωνία για την κηδεμονία, accord unanime, oμοφωνία, accord de volonté (à ad idem), συμφωνία δηλώσεων βούλησης, les accords de Schengen, συμφωνίες του Σένγκεν, les accords de Yalta, συμφωνίες της Γιάλτας, aboutir à un accord, καταλήγω σε συμφωνία, adhérer à un accord, προσχωρώ σε μία συμφωνία, d’un commun accord, βάσει κοινής συμφωνίας, conclure un accord, συνάπτω μία συμφωνία, conclusion d’un accord, σύναψη συμφωνίας, déshonorer un accord, δεν τηρώ μία συμφωνία, donner son accord, συμφωνώ, en (parfait) accord avec, με τη(ν) (πλήρη) συμφωνία, être ou se mettre d’accord, συμφωνώ, faute d’accord, ελλείψει συμφωνίας, honorer un accord, τηρώ μία συμφωνία, il a été convenu et accepté d’un commun accord ce qui suit, συμφωνήθηκαν και αποφασίστηκαν από κοινού τα εξής, négocier un accord, διαπραγματεύομαι τη σύναψη μίας συμφωνίας, ordonnance rendue sur la base d’un accord, διαταγή εκδοθείσα κατόπιν συμφωνίας, passer un accord, κλείνω μία συμφωνία, signer un accord, υπογράφω μία συμφωνία, sous reserve de son accord, με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης του, tentative d’accord, απόπειρα φιλικού διακανονισμού.
accordailles (ουσ. θηλ.), αρραβώνες.
accorder (ρ.μ.) παρέχω, απονέμω, χορηγώ, accorder l’accès à des données,
Σελ. 15
παρέχω πρόσβαση σε δεδομένα, accorder des aides, παρέχω βοήθεια, accorder une autorisation, χορηγώ (ή παρέχω) άδεια, accorder un crédit, χορηγώ δάνειο, accorder un délai, χορηγώ προθεσμία, accorder des dommages intérêts, επιδικάζω αποζημίωση, accorder des prêts (personnels), χορηγώ (προσωπικά) δάνεια, accorder des subventions, παρέχω επιδοτήσεις, accorder un visa, χορηγώ θεώρηση, s’accorder avec, είμαι σύμφωνος με, s’accorder sur les principes, συμφωνώ επί των αρχών, s’accorder sur une réglementation au niveau européen, συμφωνώ σχετικά με τους κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, s’accorder sur la solution du litige, συμφωνώ για τη λύση της διαφοράς, les comparants s’accordent et conviennent sur ce point, οι παριστάμενοι συμφωνούν και συνομολογούν στο σημείο αυτό, incapacité de s’accorder sur la portée du terme, αδυναμία να υπάρξει συμφωνία για το πεδίο εφαρμογής του όρου.
accostage (ουσ. αρσ.), προσόρμιση, rétroviseurs extérieurs d’accostage, εξωτερικά κάτοπτρα άμεσης εγγύτητας, accostage en voiture, προσέλκυση υπηρεσιών εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων.
accouchement (ουσ. αρσ.), τοκετός, accouchement sous X ou accouchement secret, τοκετός χωρίς δήλωση ταυτότητας (γαλλΑΚ 62-1, 326, γαλλΚΚοινΠρονΟικ L. 222-6, L. 223-7, L. 224-6), congé de maternité avant ou après l’accouchement, άδεια μητρότητας πριν ή μετά τον τοκετό, congé d’accouchement, άδεια κυήσεως.
accoutumé (επίθ.), σύνηθες, κανονικό, à l’accoutumé, ως συνήθως.
accréditation (ουσ. θηλ.), διαπίστευση, titulaires de cartes d’accréditation délivrées par le ministère des affaires étrangères, δικαιούχοι καρτών διαπίστευσης που διατίθενται από τον υπουργό εξωτερικών.
accréditer (ρ.μ.), διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, accréditer quelqu’un auprès d’une banque, συστήνω κάποιον σε τράπεζα, accréditer le personnel administratif et technique auprès d’organismes internationaux ou de bureaux de l’Union européenne, διαπιστεύω το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό στους διεθνείς οργανισμούς και τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, accréditer un ambassadeur, διαπιστεύω πρέσβη, ambassadeur accrédité, διαπιστευμένος πρέσβης, Chef de Délégation accrédité auprès du Chef de l’État, αρχηγός της αποστολής διαπιστευμένος στον αρχηγό του κράτους, fournisseur de services accrédité comme étant conforme aux exigences de la norme ISO, πάροχος υπηρεσιών που διαθέτει διαπίστευση ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του ISO, journaliste accrédité, διαπιστευμένος δημοσιογράφος, laboratoire accrédité, διαπιστευμένο εργαστήριο, personnel diplomatique accrédité, διαπιστευμένο διπλωματικό προσωπικό, état accréditeur, διαπιστεύον κράτος.
accréditif (ουσ. αρσ.), πιστωτική επιστολή, accréditif irrévocable, ανέκκλητη πιστωτική επιστολή, accréditif révocable, ανακλητή πιστωτική επιστολή, respect des prescriptions de l’accréditif, τήρηση των όρων πιστωτικής επιστολής, loger un accréditif, ανοίγω τραπεζική πίστωση.
accroissement (ουσ. αρσ.), αύξηση, προσαύξηση, πρόσχωση (γαλλΑΚ 556), accroissement des biens héréditaires (ou de la succession), επαύξηση των κληρονομιαίων,
Σελ. 16
accroissement de la compétitivité, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, accroissement de legs, προσαύξηση κληροδοσίας, accroissement de la part successorale (ou successoral), προσαύξηση κληρονομικής μερίδας (γαλλΑΚ 805 εδ. 2, 1044), accroissement des responsabilités, μεγαλύτερες ευθύνες, accroissement du soutien financier, αυξημένη οικονομική στήριξη, accroissement de la succession (ou des biens héréditaires), επαύξηση των κληρονομιαίων, accroissement successoral (ou de la part successorale), προσαύξηση κληρονομικής μερίδας (γαλλΑΚ 805 εδ. 2, 1044), clause d’accroissement (à tontine ou pacte tontinier, ius accrescendi), ρήτρα προσαύξησης (ρήτρα σύμφωνα με την οποία τα κοινά περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον τελευταίο μεταξύ περισσότερων προσώπων επιζώντα), droit d’ accroissement, δικαίωμα προσαύξησης.
accueil (ουσ. αρσ.), υποδοχή, αποδοχή, accueil des prétentions, αποδοχή αξιώσεων, conditions d’accueil des demandeurs d’asile, προϋποθέσεις για την υποδοχή αιτούντων άσυλο, accueil d’embryon (ou embryonnaire), λήψη εμβρύου από άλλο ζευγάρι (γαλλΚωδΔημΥγL. 2141-2 έως L. 2141-13), état d’accueil, κράτος υποδοχής, famille d’accueil, οικογένεια υποδοχής, ανάδοχη οικογένεια, page d’accueil, αρχική σελίδα (σε διαδικτυακό τόπο).
accueillir (ρ.μ.), δέχομαι, υποδέχομαι, αποδέχομαι, accueillir à bras ouverts, αποδέχομαι με ανοικτές αγκάλες, accueillir une requête (ou une demande) (d’injonction), αποδέχομαι την αίτηση (για έκδοση διαταγής πληρωμής), accueillir l’exception (d’ irrecevabilité), αποδέχομαι την ένσταση (απαραδέκτου), accueillir favorablement et soutenir une initiative, δέχομαι και υποστηρίζω μία πρωτοβουλία, accueillir au fond, κάνω δεκτό κατ’ουσίαν, accueillir majoritairement, αποδέχομαι πλειοψηφικά, accueillir le recours dans son ensemble, κάνω δεκτή την προσφυγή στο σύνολό της, accueillir des réfugiés et des personnes déplacées, υποδέχομαι πρόσφυγες και εκτοπισθέντες, accueillir totalement ou partiellement la requête αποδέχομαι την αίτηση εν όλω ή εν μέρει, la demande d’une partie ne peut être accueillie, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα διαδίκου, l’idée a été bien (ou mal) accueillie, η ιδέα έγινε ευνοϊκά δεκτή (ή δεν έγινε αποδεκτή), les moyens ne peuvent être accueillis, τα επιχειρήματα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.
accumulation (ουσ. θηλ.), σώρευση, συσσώρευση, accumulation de preuves (suffisantes) sur, σώρευση (επαρκών) αποδείξεων για, accumulation de stocks excédentaires, συσσώρευση πλεοναζόντων αποθεμάτων, processus d’accumulation d’acquis d’apprentissage, διαδικασία συσσώρευσης μαθησιακών αποτελεσμάτων, lutte contre l’accumulation déstabilisatrice des armes légères, καταπολέμηση της αποσταθεροποιητικής συσσώρευσης φορητών όπλων, Système européen de transfert et d’accumulation de crédits (ECTS), Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς και Σώρευσης Ακαδημαϊκών Μονάδων.
accusateur, -trice (ουσ. αρσ. και θηλ., επίθ.), κατήγορος, accusateur privé se substituant au ministère public, ιδιώτης που ασκεί δίωξη υποκαθιστώντας την εισαγγελική αρχή, accusateur public, δημόσιος κατήγορος, la Commission a endossé le rôle d’accusatrice en décidant de saisir la Cour, η Επιτροπή διαδραμάτισε
Σελ. 17
ρόλο κατηγόρου αποφασίζοντας να προσφύγει στο Δικαστήριο.
accusation (ουσ. θηλ.), κατηγορία, acte d’accusation, κατηγορητήριο, accusations graves quant à l’honorabilité professionnelle d’un fonctionnaire dans l’exercice de ses fonctions, σοβαρές αιτιάσεις για την επαγγελματική εντιμότητα ενός υπαλλήλου κατά την άσκηση των καθηκόντων του, bien-fondé de toute accusation en matière pénale, το βάσιμο της κατηγορίας ποινικής φύσης, chambre d’accusation (de la Cour d’ appel), ποινικό τμήμα (του Εφετείου), mise en accusation, απαγγελία κατηγορίας, soutenir l’accusation, υποστηρίζω, διατηρώ την κατηγορία.
accusatoire (επίθ.), κατηγορητικός, procédure (civile) accusatoire, αμφισβητούμενη διαδικασία (Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Σύμβαση του Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), procédure (pénale) accusatoire, κατηγορητική διαδικασία, système accusatoire (à système inquisitoire), κατηγορητικό (ή αντιπαραθετικό) σύστημα (ακολουθείται στο αγγλοσαξωνικό σύστημα διεξαγωγής των ποινικών δικών), théorème accusatoire, θεώρημα της κατηγορίας.
accuser (ρ.μ.), κατηγορώ, accuser qqn de qqch, κατηγορώ κάποιον για κάτι, accuser injustement, κατηγορώ άδικα, accuser réception, βεβαιώνω ότι παρέλαβα, un accusé de réception est envoyé au demandeur dès l’enregistrement de la demande, μόλις καταχωρισθεί η αίτηση αποστέλλεται στον αιτούντα απόδειξη παραλαβής, accusé, κατηγορούμενος (γαλλΚΠΔ 214 επ.), accusé contumax, φυγόδικος κατηγορούμενος, l’accusé est condamné en raison du non-respect d’une règle de droit, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε λόγω παραβίασης ενός κανόνα δικαίου, accusé de haute trahison, κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία, accusé de vol, κατηγορούμενος για κλοπή, accusé de vol et d’abus de confiance, κατηγορούμενος για κλοπή και κατάχρηση εμπιστοσύνης, acquitter un accusé, απαλλάσσω κατηγορούμενο, accusé de réception, βεβαίωση παραλαβής, banc d’accusé, εδώλιο του κατηγορουμένου, coaccusé, συγκατηγορούμενος, condamnation de l’accusé, καταδίκη του κατηγορουμένου, interrogatoire de l’accusé, εξέταση του κατηγορουμένου.
achalandage (ουσ. αρσ.), πελατεία, συνήθεια, céder la totalité de l’achalandage, μεταβιβάζω το δικαίωμα επί της φήμης και πελατείας όλων των επιχειρήσεων, la cession d’une enterprise porte non seulement sur des biens corporels mais aussi sur l’achalandage et la clientèle, η πώληση μιας επιχείρησης συνεπάγεται τη μεταβίβαση όχι μόνο των περιουσιακών στοιχείων αλλά επίσης και της φήμης και της πελατείας.
achalander (ρ.μ.), προμηθεύομαι, achalandé, που προσελκύει πελατεία.
achat (ουσ. αρσ.), αγορά, achat d’un acte sexuel, εξαγορά σχέσης σεξουαλικής φύσεως (à prostitution, γαλλΠΚ 225-12-1, 611-1), achat de biens, αγορά αγαθών, achat à crédit, αγορά επί πιστώσει, achat au comptant, αγορά τοις μετρητοίς, achat à terme, αγορά με διορία για την πληρωμή, achat en viager, αγορά ακινήτου όπου το συνολικό ή μερικό τίμημα συνίσταται σε πληρωμή ισόβιου ενοικίου
Σελ. 18
από τον αγοραστή (γαλλΑΚ άρθρα 1968 επ.), achat de voix, εξαγορά ψήφων, prix d’achat, τιμή αγοράς.
acheteur (ουσ. αρσ.), αγοραστής.
acompte (ουσ. αρσ.), προκαταβολή, acompte sur dividende, προσωρινό μέρισμα, acompte d’inscription, προκαταβολή εγγραφής, acompte sur loyer, προκαταβολή ενοικίου, l’acompte rend la vente ferme et définitive, η προκαταβολή καθιστά οριστική την πώληση, acompte versé au plus tard à la livraison, προκαταβολή που καταβάλλεται το αργότερο κατά την παράδοση, fixation de l’acompte, καθορισμός της προκαταβολής.
a contrario (λατ.), εξ αντιδιαστολής, déduire a contrario, εξάγω συμπερασμα εξ αντιδιαστολής.
ACPR (Αutorité de contrôle prudentiel et de résolution) (ακρων.), γαλλική ανεξάρτητη αρχή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού και του ασφαλιστικού τομέα (γαλλΝομΧρημΚ L. 612-1 επ.).
acquéreur (ουσ. αρσ.), αγοραστής, δικαιούχος, λήπτης της παροχής, acquéreur de bonne foi, καλόπιστος αγοραστής, acquéreur candidat, υποψήφιος αγοραστής, acquéreur éventuel, πιθανός αγοραστής, acquéreur de mauvaise foi, κακόπιστος αγοραστής, noms et adresses du fournisseur et de l’acquéreur, όνομα και διεύθυνση του προμηθευτή και του αγοραστή, sous-acquéreur, μεταγοραστής, tiers-acquéreur, τρίτος αποκτών, utilisation du programme par son acquéreur légal, χρήση του προγράμματος από τον νόμιμο αγοραστή του.
acquérir (ρ.μ.), αποκτώ, acquérir a domino, αποκτώ από κύριο, acquérir a non domino, αποκτώ από μη κύριο, acquérir la pleine propriété, αποκτώ την πλήρη κυριότητα, acquérir par contrat, αποκτώ με σύμβαση, acquérir des participations de contrôle, απόκτηση συμμετοχών ελέγχου, établir ou acquérir une société anonyme, ιδρύω ή εξαγοράζω ανώνυμη εταιρία, le jugement a acquis l’autorité de la chose jugée, η δικαστική απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, être acquis jour par jour, αποκτώμαι μέρα με την ημέρα, être habilité à acquérir tout droit, titre et intérêt portant sur une propriété intellectuelle, αποκτώ κάθε δικαίωμα, τίτλο και όφελος επί ενός προϊόντος της διανοίας, expérience acquise, πείρα που αποκτήθηκε, la garantie est acquise, η εγγύηση καταπίπτει, la prescription est acquise, επέρχεται η συμπλήρωση της παραγραφής, acquis communautaire (ou d l’ Union européenne), κοινοτικό (ή ενωσιακό) κεκτημένο, κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέει δεσμευτικά το σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, acquis de Schengen, κεκτημένο του Σένγκεν, droit acquis, κεκτημένο δικαίωμα, droit d’acquérir une marque communautaire (ou de l’Union européenne) δικαίωμα απόκτησης κοινοτικού σήματος (σήματος της ΕΕ).
acquêts (ουσ. αρσ. πληθ.), αποκτηθέντα περιουσιακά αγαθά, communauté réduite aux acquêts, κοινά αποκτήματα (σύστημα του οικογενειακού δικαίου κατά το οποίο κάθε σύζυγος διατηρεί την περιουσία που είχε πριν το γάμο και με τη λύση του γάμου ο καθένας αποκτά το ήμισυ των από κοινού αποκτηθέντων, γαλλΑΚ 1401 επ., 1498 επ.), participation aux acquêts, συμμετοχή στα αποκτήματα, société d’acquêts, κοινά αποκτήματα.
Σελ. 19
acquiescement (ουσ. αρσ.), συναίνεση, acquiescement à la demande, συναίνεση του καθού, acquiescement exprès, ρητή συναίνεση, acquiescement au jugement, αποδοχή της δικαστικής απόφασης και παραίτηση από το δικαίωμα έφεσης (γαλλΚΠολΔ. 408, 409), acquiescement implicite, σιωπηρή συγκατάθεση, acquiescement tacite, σιωπηρή συναίνεση, donnerexpressément son acquiescement à la nouvelle situation de fait, συναινώ ρητά στη νέα de facto κατάσταση.
acquiescer (ρ.μ.), αποδέχομαι, συναινώ, acquiescer à la demande, αποδέχομαι αίτηση, acquiescer au jugement, αποδέχομαι την απόφαση, acquiescer aux moyens invoqués par le requérant, συναινώ με τους ισχυρισμούς του αιτούντος.
acquisitif, -ive (επίθ.), κτητικός, préscription acquisitive (à usucapion), χρησικτησία.
acquisition (ουσ. θηλ.), κτήση, απόκτηση, απόκτημα, πρόσκτηση, acquisition à cause de mort, κτήση αιτία θανάτου, acquisition dérivée, παράγωγη κτήση, acquisition a domino, απόκτηση από κύριο, acquisition des fruits, κτήση καρπών, acquisition d’immeuble, κτήση ακινήτου, acquisition immobilière, κτήση ακινήτου, acquisition intégrale, πλήρης απόκτηση, acquisition intracommunautaire (ou intra-européenne) de biens effectuée à titre onéreux, εξ επαχθούς αιτίας ενδοκοινοτική (ή ενδοευρωπαϊκή) απόκτηση αγαθών, acquisition de meuble (ou mobilière), κτήση κινητού, acquisition de nationalité, κτήση ιθαγένειας, acquisition a non domino, κτήση από μη κύριο, acquisition originaire, πρωτότυπη κτήση, acquisition de propriété, κτήση κυριότητας, acquisition à tempérament, απόκτηση με δόσεις (τμηματική), acquisition de terres agricoles, απόκτηση γεωργικής γης, acquisition à titre gratuit, απόκτηση από χαριστική αιτία, acquisition à titre onéreux, απόκτηση από επαχθή αιτία, acquisition à titre particulier, κτήση σε δήλο πράγμα, acquisition à titre universel, κτήση κατά ποσοστό, acquisition entre vifs, κτήση εν ζωή, contrat portant sur l’acquisition d’un droit d’utilisation à temps partiel de biens immobiliers, σύμβαση σχετική με την κτήση δικαιώματος χρονομεριστικής χρήσης ακινήτων, contrôle de l’acquisition et de la détention d’armes, έλεγχος της απόκτησης και κατοχής όπλων, droit en cours d’acquisition, προσδοκία δικαιώματος, modalités d’acquisition ou de gestion des actions, διαδικασία απόκτησης ή διαχείρισης των μετοχών, offres publiques d’acquisition de titres d’une société, δημόσιες προσφορές για την απόκτηση τίτλων εταιρίας, prix d’acquisition, τιμή κτήσης, titre d’acquisition, τίτλος κτήσης.
acquit (ουσ. αρσ.), έκδοση απόδειξης, acquit-à-caution, έγγραφη εγγύηση που επιτρέπει τη διακίνηση εμπορευμάτων (οινοπνευματούχων κ.λπ.) υποκειμένων σε φόρο που δεν έχει ακόμη πληρωθεί, acquit de douane, απόδειξη πληρωμής στο τελωνείο, acquit libératoire, εξοφλητική απόδειξη, acquit de paiement, απόδειξη πληρωμής, acquit de sortie, απόδειξη εξόδου, acquit de transit, εξοφλητικό διαμετακόμισης, (bon) pour acquit, εξοφλήθηκε.
acquittement (ουσ. αρσ.), αθώωση, αθωωτική απόφαση (γαλλΚΠΔ 363), acquittement au bénéfice du doute, αθώωση λόγω αμφιβολιών, acquittement de l’accusé, αθώωση κατηγορουμένου, acquittement
Σελ. 20
des dettes, εξόφληση χρεών, acquittement des droits d’auteur, εκκαθάριση δικαιωμάτων δημιουργού, acquittement d’obligations fiscales, εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων.
acquitter (ρ.μ.), αθωώνω, εξοφλώ, acquitter l’accusé, αθωώνω τον κατηγορούμενο, acquitter la dette, εξοφλώ το χρέος, acquitter une facture, εξοφλώ τιμολόγιο.
acquitter, s’ (ρ.μ.), τηρώ, ανταποκρίνομαι, s’acquitter de ses engagements, ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις μου, s’acquitter de sa mission, ανταποκρίνομαι στην αποστολή μου, incapacité définitive des producteurs de s’acquitter de leur contribution au paiement du prélèvement dû, οριστική αδυναμία των παραγωγών να καταβάλουν το μερίδιό τους στην οφειλόμενη εισφορά.
ACPR (Αutorité de contrôle prudentiel et de résolution) (ακρων.), γαλλική ανεξάρτητη αρχή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού και του ασφαλιστικού τομέα (γαλλΝομΧρημΚ L. 612-1 επ.).
acte (ουσ. αρσ.), 1. Δικαιοπραξία (γαλλΑΚ 1100-1), (νομική) πράξη, μέτρο, 2. έγγραφο 1. acte abstrait, αναιτιώδης δικαιοπραξία, acte d’acceptation, πράξη αποδοχής, acte d’acquisition, πράξη κτήσης, acte d’acquittement, πράξη εξόφλησης, acte administratif (ou de l’administration), διοικητική πράξη, acte d’administration, πράξη διοίκησης στα πλαίσια κηδεμονίας ή επιτροπείας ανηλίκου (γαλλΑΚ 452, 496), acte d’administration judiciaire, μέτρο διοικητικής οργάνωσης των δικαστηρίων (γαλλΚΠολΔ 499, 537, 817 επ.) (à mesure d’administration judiciaire), acte d’agrément, εγκριτική πράξη, acte d’agression, επιθετική πράξη, acte annulable, ακυρώσιμη πράξη, acte annulé, άκυρη πράξη, acte d’approbation, εγκριτική πράξη, acte antidaté, προχρονολογημένη πράξη, acte apparent, φαινόμενη πράξη (γαλλΑΚ 1201), acte d’assignation (en justice), κλήση (στο δικαστήριο), actes d’autorité et de gestion, διοικητικές πράξεις διοικητικής αρχής και διαχείρισης (παλαιότερη διάκριση στο διοικητικό δίκαιο), acte non avenu, ανυπόστατη πράξη, acte d’avocat à avocat, διαδικαστική πράξη από αντίκλητο σε αντίκλητο (γαλλΚΠολΔ 671 έως 673), acte d’avoué à avoué, διαδικαστική πράξη από δικολάβο σε δικολάβο, acte bilatéral, διμερής δικαιοπραξία, acte à cause de mort, δικαιοπραξία αιτία θανάτου, acte civil, πράξη αστικού δικαίου, acte de commerce (objectif ou subjectif), εμπορική πράξη (αντικειμενική ή υποκειμενική, γαλλΕμπΚ L. 110-1, L. 110-2), acte complexe, σύνθετη ενέργεια, acte à communiquer, πράξη προς κοινοποίηση, acte de concession, παραχωρητήριο, acte-condition, πράξη-όρος, acte confirmatif, βεβαιωτική πράξη, acte consensuel, άτυπη δικαιοπραξία,πράξη συναίνεσης (γαλλΑΚ 1109, 1172), acte conservatoire, σύμβαση για την εξασφάλιση της παρούσας περιουσιακής κατάστασης ή ενός δικαιώματος (γαλλΑΚ 504, 815-2), acte de constatation, διαπιστωτική πράξη, acte constitutif, συστατική πράξη, ιδρυτική πράξη, συστατικό έγγραφο, acte constitutif de gage, σύσταση ενεχύρου, acte constitutif d’hypothèque, σύσταση υποθήκης, acte constitutif d’infraction (à actus reus), αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος, acte de contenu législatif, πράξη νομοθετικού περιεχομένου, acte contraignant, πράξη δεσμευτικού χαρακτήρα.