ΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 424
- ISBN: 978-960-654-351-7
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η μονογραφία «Γενετικοί Πόροι στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος» είναι ένα πρωτότυπο, πλήρες και εμπεριστατωμένο έργο, που φιλοδοξεί να συμβάλει στη συζήτηση για την αξιοποίηση των γενετικών πόρων της Ελλάδας, ως χώρας-παρόχου τέτοιων πόρων χάρη στην πλούσια βιοποικιλότητα και του μεγάλου ενδημισμού της. Το βιβλίο προσεγγίζει κριτικά τη θέση των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος και μεταξύ άλλων, στην ύλη του περιλαμβάνει:
- Διεξοδική ανάλυση της νομική έννοιας των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης και πώς αυτές συνδέονται μεταξύ τους
- Τι ορίζεται ως «γενετικό υλικό» σύμφωνα με το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο
- Εξέταση της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (ΣΒΠ) – (ορισμοί, σκοποί, κ.τ.λ.) και του ρυθμιστικού πλαισίου της Πρόσβασης και του Καταμερισμού Οφελών (ΠΚΟ)
- Ανάλυση των επιπέδων διακυβέρνησης των γενετικών πόρων και των εμπλεκόμενων στην έρευνα και αξιοποίησή τους
- Μελέτη του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια και των αλλαγών που αυτό έφερε στο πεδίο του διεθνούς δικαίου του περιβάλλοντος
- Το ρυθμιστικό πλαίσιο της πρόσβασης στους γενετικούς πόρους από πλευράς ελληνικού δημοσίου δικαίου του περιβάλλοντος και Δικαίου της ΕΕ - Συμμόρφωση του εθνικού δικαίου με τις ενωσιακές και διεθνείς δεσμεύσεις
- Παρουσίαση της ισχύουσας κατάστασης του συστήματος ΠΚΟ, των προβλημάτων εφαρμογής του και σκιαγράφηση της πορείας προς το μέλλον
Το ιδιαίτερο αυτό έργο απευθύνεται στους νομικούς, οι οποίου ασχολούνται με το θέμα των γενετικών πόρων, στη διοίκηση, στους χρήστες και παρόχους γενετικών πόρων (πανεπιστήμια/ερευνητικά κέντρα, τράπεζες γενετικού υλικού, εταιρίες που παράγουν αγροτικά, φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα, τρόφιμα, καλλυντικά ή από τον χώρο της βιοτεχνολογίας, βιοενέργειας, κ.ά.).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ | Σελ. XIX |
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ | Σελ. XXIII |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Σελ. 1 |
Σκοπός και διάρθρωση της μονογραφίας | Σελ. 10 |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | |
Γενετικοί πόροι, παραδοσιακή γνώση και επίπεδα διακυβέρνησης | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ | |
1. Οι γενετικοί πόροι και η παραδοσιακή γνώση στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο ρόλος του δικαίου του περιβάλλοντος | Σελ. 19 |
2. Η ιστορική διαδρομή της ανακάλυψης, εκμετάλλευσης και αξιοποίησης των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης | Σελ. 20 |
2.1. Το δόγμα “terra nullius” της αποικιοκρατίας | Σελ. 20 |
2.2. Η αρχή της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας | Σελ. 22 |
2.3. Η αρχή της εθνικής κληρονομιάς | Σελ. 25 |
3. Η πορεία προς την ωρίμανση της νομικής ρύθμισης σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο. Ο ρόλος του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος | Σελ. 26 |
3.1. Η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα και το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια στο διεθνές στερέωμα - ο πυλώνας της Πρόσβασης και του Καταμερισμού Οφελών (ΠΚΟ) από τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων | Σελ. 26 |
3.2. Η Ευρωπαϊκή Ένωση για τους γενετικούς πόρους | Σελ. 29 |
3.3. Τα εθνικά δίκαια | Σελ. 31 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ | |
1. Η νομική έννοια των γενετικών πόρων | Σελ. 33 |
2. Οι διεπιστημονικές όψεις και η ιστορική εξέλιξη της νομικής έννοιας των γενετικών πόρων | Σελ. 34 |
2.1. Οι ορισμοί και οι σκοποί της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (ΣΒΠ) | Σελ. 37 |
2.2. Ο νομικός ορισμός των γενετικών πόρων και η σχέση του με το γενετικό υλικό | Σελ. 38 |
2.2.1. Ο ορισμός του “γενετικού υλικού” στο διεθνές και ενωσιακό δίκαιο: από τις λειτουργικές μονάδες κληρονομικότητας στις βιοχημικές ενώσεις και τα “παράγωγα” | Σελ. 41 |
2.2.2. Η διεύρυνση του νομικού ορισμού των γενετικών πόρων με την έννοια των “παραγώγων” στο Πρωτόκολλο της Ναγκόγια | Σελ. 44 |
2.3. Η αξία του γενετικού υλικού | Σελ. 45 |
2.4. Οι επιρροές από την εξέλιξη των τομέων της επιστήμης και της τεχνολογίας στον νομικό ορισμό των γενετικών πόρων | Σελ. 47 |
2.5. Οι νέες τάσεις στην επιστήμη και η νομική έννοια των γενετικών πόρων | Σελ. 53 |
2.5.1. Πληροφορία της Ψηφιακής Αλληλουχίας (ΠτΨΑ) | Σελ. 53 |
2.5.2. Κριτική προσέγγιση και ερμηνεία των νομικών ορισμών των γενετικών πόρων και του γενετικού υλικού υπό το πρίσμα της ΠτΨΑ | Σελ. 68 |
3. Συμπερασματικές σκέψεις για τη νομική έννοια των γενετικών πόρων και τη νομική φύση τους | Σελ. 71 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ | |
1. Η νομική έννοια της παραδοσιακής γνώσης που συνδέεται με τους γενετικούς πόρους | Σελ. 80 |
2. Η γεωγραφία της παραδοσιακής γνώσης | Σελ. 80 |
3. Η εξέλιξη της σύγχρονης νομικής έννοιας της παραδοσιακής γνώσης | Σελ. 81 |
3.1. Οι πρωτοβουλίες των διεθνών οργανισμών και η υιοθέτηση διεθνών Συμβάσεων | Σελ. 82 |
3.2. Το κίνημα του “ιθαγενισμού” | Σελ. 84 |
3.3. Η έννοια της παραδοσιακής γνώσης στα διεθνή κείμενα | Σελ. 86 |
3.3.1. Η περίπτωση της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (ΣΒΠ) | Σελ. 86 |
3.3.2. Τα μετά τη ΣΒΠ διεθνή κείμενα | Σελ. 94 |
3.3.3. Το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια | Σελ. 101 |
3.3.4. Το ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 108 |
4. Συμπερασματικές σκέψεις για τη νομική έννοια της παραδοσιακής γνώσης στο διεθνές και περιφερειακό επίπεδο | Σελ. 110 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ | |
1. Τα επίπεδα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων | Σελ. 112 |
1.1. Η βιολογική ποικιλότητα και οι γενετικοί πόροι ως “συμπλέγματα καθεστώτων” | Σελ. 113 |
1.2. Η διακυβέρνηση των γενετικών πόρων και τα επίπεδά της | Σελ. 114 |
1.3. Η ιστορική διαδρομή της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων | Σελ. 115 |
1.4. Η συνθετότητα των επιπέδων διακυβέρνησης των γενετικών πόρων | Σελ. 117 |
2. Οι δρώντες και τα εμπλεκόμενα μέρη στο ρυθμιστικό σύστημα της Πρόσβασης και του Καταμερισμού Οφελών (ΠΚΟ) από τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων | Σελ. 117 |
3. Η πολυπλοκότητα εφαρμογής του συστήματος ΠΚΟ | Σελ. 120 |
3.1. Οι εμπλεκόμενοι διεθνείς οργανισμοί και διαδικασίες | Σελ. 121 |
3.2. Ένα δυναμικό δίκτυο νομικών σχέσεων | Σελ. 123 |
3.3. Τα πολλαπλά επίδεδα διακυβέρνησης και οι διάφοροι πόλοι του ρυθμιστικού συστήματος ΠΚΟ | Σελ. 124 |
3.4. Τα αχαρτογράφητα ζητήματα | Σελ. 126 |
4. Η ειδική ορολογία και οι έννοιες-κλειδιά | Σελ. 127 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
Το ρυθμιστικό πλαίσιο των γενετικών πόρων στο διεθνές, ενωσιακό και εθνικό δίκαιο του περιβάλλοντος | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ | |
1. H ρυθμιστική καινοτομία του συστήματος ΠΚΟ και τα εργαλεία ρύθμισης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος | Σελ. 131 |
2. Η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (ΣΒΠ) | Σελ. 132 |
2.1. Oι σκοποί της Σύμβασης | Σελ. 134 |
2.2. Οι πυλώνες | Σελ. 135 |
2.3. Οι διατάξεις της ΣΒΠ για την ΠΚΟ | Σελ. 136 |
2.4. Η σχέση της ΣΒΠ με τη Συμφωνία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPs) | Σελ. 141 |
2.5. Κριτική προσέγγιση της ΣΒΠ | Σελ. 143 |
2.5.1. Οι καινοτομίες | Σελ. 144 |
2.5.2. Οι αιτιάσεις | Σελ. 145 |
2.6. Τα όργανα της ΣΒΠ και η πορεία προς το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια | Σελ. 150 |
2.6.1. Τα όργανα της ΣΒΠ | Σελ. 150 |
2.6.2. Τα προσαρτημένα στη ΣΒΠ Πρωτόκολλα | Σελ. 151 |
2.6.3. Η πορεία προς το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια | Σελ. 151 |
3. Το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια | Σελ. 154 |
3.1. Διάρθρωση του Πρωτοκόλλου | Σελ. 155 |
3.1.1. Το αναλυτικό προοίμιο | Σελ. 156 |
3.1.2. Ο στόχος | Σελ. 159 |
3.1.3. Ο σκοπός | Σελ. 161 |
3.1.4. Το πεδίο εφαρμογής | Σελ. 162 |
3.1.5. Η σχέση του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια με άλλα εργαλεία-Συμβάσεις | Σελ. 164 |
3.2. Οι διατάξεις των τριών πυλώνων του Πρωτοκόλλου | Σελ. 175 |
3.2.1. Η Πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και την παραδοσιακή γνώση | Σελ. 175 |
3.2.2. Ο Δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των οφελών | Σελ. 177 |
3.2.3. Η Συμμόρφωση | Σελ. 180 |
3.2.4. Οι παραδοσιακές γνώσεις | Σελ. 183 |
3.3. Άλλες διατάξεις του Πρωτοκόλλου | Σελ. 184 |
3.4. Οι καινοτομίες του Πρωτοκόλλου σε σχέση με τη ΣΒΠ | Σελ. 185 |
3.5. Η κριτική κατά του Πρωτοκόλλου | Σελ. 189 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ | |
1. Οι ρυθμίσεις για τους γενετικούς πόρους στο Δίκαιο της ΕΕ | Σελ. 193 |
2. Ο Κανονισμός 511/2014/ΕΕ (Κανονισμός ΠΚΟ) | Σελ. 196 |
2.1. Οι ορισμοί - Η εννοιολογική συμβολή του Κανονισμού | Σελ. 198 |
2.2. Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού : ο πυλώνας της συμμόρφωσης των χρηστών | Σελ. 201 |
2.2.1. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 202 |
2.2.2. Χρονικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 204 |
2.2.3. Η μη αναδρομική εφαρμογή του Κανονισμού | Σελ. 204 |
2.2.4. Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής | Σελ. 208 |
2.3. Βασικές αρχές του Κανονισμού, μηχανισμοί και εργαλεία | Σελ. 213 |
2.3.1. Υποχρεωτικοί μηχανισμοί διασφάλισης της συμμόρφωσης των χρηστών - Η υποχρέωση δέουσας επιμέλειας | Σελ. 213 |
2.3.2. Υποχρεωτικοί Μηχανισμοί παρακολούθησης της συμμόρφωσης των χρηστών – σημεία ελέγχου | Σελ. 218 |
2.3.3. Υποχρεωτικοί μηχανισμοί ελέγχου και επιβολής κυρώσεων | Σελ. 222 |
2.3.4. Τα εθελοντικά εργαλεία | Σελ. 224 |
2.4. Υποχρεώσεις κρατών-μελών | Σελ. 229 |
2.5. Οι λοιπές διατάξεις τους Κανονισμού | Σελ. 230 |
3. Εκτελεστικός Κανονισμός 2015/1866/ΕΕ | Σελ. 231 |
4. Τα πρώτα συμπεράσματα από την εφαρμογή του Κανονισμού ΠΚΟ. Η πρώτη έκθεση αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς του | Σελ. 232 |
5. Κριτική προσέγγιση του ενωσιακού πλαισίου εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια στην ΕΕ | Σελ. 234 |
5.1. Τα θετικά του ενωσιακού πλαισίου | Σελ. 234 |
5.2. Οι αιτιάσεις και οι ενστάσεις | Σελ. 236 |
5.3. Οι ελλείψεις και τα προβλήματα εφαρμογής | Σελ. 237 |
5.4. Η επίδραση του Κανονισμού ΠΚΟ στους ερευνητικούς οργανισμούς και τις ιδιωτικές εταιρείες | Σελ. 238 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ | |
1. Οι γενετικοί πόροι και το σύστημα της Πρόσβασης και του Καταμερισμού των Οφελών (ΠΚΟ) από τη χρησιμοποίησή τους στο ελληνικό δίκαιο του περιβάλλοντος | Σελ. 240 |
2. Η πρόσβαση στους γενετικούς πόρους στο ελληνικό δημόσιο δίκαιο του περιβάλλοντος | Σελ. 241 |
2.1. Οι πηγές της νομοθεσίας για την πρόσβαση στο πλαίσιο των δασικών ειδών, των μελισσοτροφικών φυτών και των πρώτων προστατευόμενων περιοχών | Σελ. 241 |
2.2. Το μετά το Σύνταγμα του 1975 νομοθετικό πλαίσιο - Η εξέλιξη στη νομοθεσία για την πρόσβαση | Σελ. 244 |
2.2.1. Η πρόσβαση στο πλαίσιο των προστατευόμενων ειδών χλωρίδας και πανίδας | Σελ. 245 |
2.2.2. Η πρόσβαση μέσα από την προστασία της φύσης και του τοπίου | Σελ. 248 |
2.2.3. Η πρόσβαση στο φυτικό γενετικό υλικό | Σελ. 251 |
2.2.4. Η πρόσβαση στους γενετικούς πόρους | Σελ. 253 |
2.2.5. Αξιολόγηση των ισχυουσών διατάξεων της μετά το Σύνταγμα 1975 περιόδου | Σελ. 257 |
3. Η συμμόρφωση του εθνικού δικαίου με τις ενωσιακές και διεθνείς δεσμεύσεις | Σελ. 258 |
3.1. Η ΚΥΑ εφαρμογής του Κανονισμού ΠΚΟ | Σελ. 259 |
3.1.1. Συμμόρφωση με το άρθρο 6 του Κανονισμού ΠΚΟ για τον ορισμό Αρμόδιας Εθνικής Αρχής | Σελ. 260 |
3.1.2. Συμμόρφωση με το άρθρο 11 του Κανονισμού ΠΚΟ για τις κυρώσεις παράβασης των διατάξεών του | Σελ. 262 |
3.2. Ο Κυρωτικός Νόμος 4617/2019 | Σελ. 264 |
3.2.1. Νομοτεχνική διάρθρωση - Η Αρμόδια Εθνική Αρχή | Σελ. 264 |
3.2.2. Οι εξουσιοδοτήσεις | Σελ. 265 |
4. Κριτική ανάγνωση της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους. Οι αδυναμίες και οι ελλείψεις | Σελ. 270 |
5. Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για την ελληνική έννομη τάξη | Σελ. 274 |
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ | |
Η ανατομία των πυλώνων ένταξης των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος και τα εγειρόμενα νομικά ζητήματα | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ | |
1. Οι τομείς ένταξης των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος | Σελ. 279 |
2. Η χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων για επιστημονική έρευνα ή/και εμπορική χρησιμοποίηση | Σελ. 279 |
2.1. Η περίπτωση της επιστημονικής έρευνας | Σελ. 281 |
2.1.1. Τι είναι “έρευνα και ανάπτυξη” των γενετικών πόρων ; | Σελ. 283 |
2.1.2. Τα προβλήματα των ερευνητών | Σελ. 284 |
2.2. Η περίπτωση της εμπορικής αξιοποίησης | Σελ. 285 |
3. Η πρόσβαση και ο δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των οφελών | Σελ. 286 |
3.1. Η πρόσβαση μέσω Προηγούμενης Συναίνεσης μετά από Πληροφόρηση (PIC) και Αμοιβαία Αποδεκτών Όρων (ΜΑΤ) | Σελ. 288 |
3.1.1. Ιστορικές καταβολές της έννοιας PIC | Σελ. 288 |
3.1.2. Η ρήτρα επιφύλαξης PIC στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια | Σελ. 290 |
3.1.3. Χώρα-πάροχος και PIC | Σελ. 293 |
3.1.4. Η σχέση μεταξύ PIC και MAT | Σελ. 294 |
3.1.5. H έγκριση και η συμμετοχή των αυτοχθόνων και τοπικών κοινοτήτων για την πρόσβαση σε γενετικούς πόρους ως νέα συνιστώσα PIC | Σελ. 295 |
3.1.6. Τα χαρακτηριστικά της εθνικής νομοθεσίας πρόσβασης | Σελ. 298 |
3.1.7. Ειδικά θέματα ΠΚΟ που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις εθνικές νομοθεσίες | Σελ. 303 |
3.2. Ο δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των οφελών - Οι κύριοι κανόνες | Σελ. 306 |
3.3. Η αλληλεπίδραση δημοσίου διεθνούς - ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στην ΠΚΟ | Σελ. 307 |
4. Η συμμόρφωση με τους κανόνες ΠΚΟ | Σελ. 311 |
4.1. Συμμόρφωση σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο | Σελ. 311 |
4.1.1. Ο διεθνής μηχανισμός συμμόρφωσης | Σελ. 313 |
4.1.2. Συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία | Σελ. 317 |
4.1.3. Τα εγχώρια μέτρα συμμόρφωσης | Σελ. 319 |
4.2. Παρακολούθηση της χρησιμοποίησης των γενετικών πόρων | Σελ. 322 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ | |
1. Τα εγειρόμενα νομικά ζητήματα οριζόντιας κλίμακας | Σελ. 324 |
1.2. Το ζήτημα της αναδρομικής ή μη εφαρμογής του ρυθμιστικού συστήματος ΠΚΟ | Σελ. 324 |
1.2.1. H στάση του διεθνούς δικαίου | Σελ. 325 |
1.2.2. H τοποθέτηση του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 328 |
1.2.3.Οι προτάσεις των εθνικών δικαίων | Σελ. 329 |
1.2.4. Η αναδρομική ή μη εφαρμογή του συστήματος ΠΚΟ στην περίπτωση των ex situ διατηρούμενων γενετικών πόρων | Σελ. 331 |
1.2.5. Οι αφετηρίες ως προς το χρονικό πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων ΠΚΟ | Σελ. 333 |
2. Η διατύπωση των ορισμών βάσης σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και η συμμόρφωση του ενωσιακού και των εθνικών δικαίων | Σελ. 334 |
2.1. Οι διατυπώσεις των ορισμών βάσης στη ΣΒΠ, το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια και τον Κανονισμό ΠΚΟ | Σελ. 335 |
2.2. Οι προτάσεις της θεωρίας | Σελ. 335 |
2.3. Η στάση των εθνικών δικαίων | Σελ. 336 |
3. Η νομική φύση των Αμοιβαία Αποδεκτών Όρων (ΜΑΤ) | Σελ. 340 |
4. Η προσέγγιση του συστήματος ΠΚΟ υπό το φως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Σελ. 342 |
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ | |
Αρχές νομικής μεταχείρισης και ρύθμισης των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος: Υφιστάμενη κατάσταση του συστήματος ΠΚΟ, προβλήματα εφαρμογής και πορεία προς το μέλλον | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ | |
1. Οι αρχές νομικής μεταχείρισης και ρύθμισης των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος | Σελ. 348 |
2. Χαρακτηριστικά στοιχεία της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων | Σελ. 350 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ | |
1. Υφιστάμενη κατάσταση του συστήματος ΠΚΟ | Σελ. 352 |
2. Προβλήματα εφαρμογής, θετικές εξελίξεις και προοπτικές | Σελ. 353 |
2.1. Προβλήματα εφαρμογής οριζόντιου χαρακτήρα | Σελ. 353 |
2.1.1. Κατακερματισμός των νομοθεσιών | Σελ. 353 |
2.1.2. Μη ενιαία χρήση όρων | Σελ. 354 |
2.1.3. Μη συνεκτικές και ενιαίες προσεγγίσεις | Σελ. 355 |
2.1.4. Μη σαφής διευκόλυνση της έρευνας για μη εμπορικούς σκοπούς | Σελ. 355 |
2.1.5. Πρόσθετες απαιτήσεις συμμόρφωσης | Σελ. 355 |
2.1.6. Διαφοροποιήσεις ως προς το χρονικό σημείο επέλευσης και εφαρμογής των δικαιωμάτων των παρόχων | Σελ. 355 |
2.1.7. Απουσία μέτρων συμμόρφωσης χρηστών στις παραδοσιακές χώρες - παρόχους | Σελ. 356 |
2.1.8. Απουσία ενιαίων διεθνών και ενωσιακών προτύπων | Σελ. 356 |
2.2. Οι θετικές εξελίξεις και οι προοπτικές | Σελ. 357 |
2.2.1. Νέες νομοθεσίες | Σελ. 357 |
2.2.2. Ευρεία αποδοχή του Πρωτοκόλλου της Ναγκόγια | Σελ. 357 |
2.2.3. Ορισμοί νέων όρων | Σελ. 357 |
2.2.4. Θετικές πρωτοβουλίες διευκόλυνσης της συμμόρφωσης με τους κανόνες ΠΚΟ του Πρωτοκόλλου | Σελ. 358 |
2.2.5. Μέτρα συμμόρφωσης χρηστών | Σελ. 358 |
2.2.6. Διαφοροποιημένη προσέγγιση για εμπορική και μη εμπορική έρευνα | Σελ. 358 |
2.2.7. Καθιέρωση αρμόδιων εθνικών αρχών και ορισμός των καθηκόντων τους | Σελ. 359 |
2.2.8. Ποικιλία προσεγγίσεων ως προς τους τρόπους καταμερισμού οφελών | Σελ. 359 |
2.3. Η πορεία προς το μέλλον | Σελ. 360 |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | Σελ. 363 |
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ | Σελ. 391 |
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Γη είναι ο μόνος πλανήτης στο γνωστό έως σήμερα τμήμα του Σύμπαντος με ιστορικό προέλευσης και εξέλιξης των μορφών ζωής. Το ζήτημα του τρόπου της δημιουργίας της ζωής στον πλανήτη μας παραμένει ένα μυστήριο, αν και απασχολεί τους επιστήμονες εδώ και αιώνες κι έχουν μεσολαβήσει πολλές δεκαετίες στοχευμένων ερευνών και διατυπώσεις πολλών θεωριών. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο σε σχέση με την εξέλιξη των μορφών ζωής στη Γη και των κινδύνων που αυτές διατρέχουν, τομείς για τους οποίους έχουν διατυπωθεί ευρέως αποδεκτά συμπεράσματα, έχοντας εκτεταμένα μελετηθεί επιστημονικά,.
Κατά την πρόσφατη ανθρώπινη ιστορία, η ζωή στη Γη, κατά κοινή παραδοχή, βαίνει διαρκώς απειλούμενη. Σημαντικές και πιθανώς μη αναστρέψιμες αλλαγές στον φυσικό κόσμο συμβαίνουν με ένταση. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σήμερα υπάρχει απώλεια άγριων ειδών στη φύση με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι σε οποιαδήποτε γεωλογική περίοδο από τότε που οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν, περίπου εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια πριν. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι οι οικοσυστημικές υπηρεσίες στο έδαφος, το νερό και τον αέρα υποβαθμίζονται σε ολόκληρο τον πλανήτη και απειλούν την ανθρώπινη υγεία, την προσφορά τροφίμων, την οικονομική ανάπτυξη, την επιστημο-
Σελ. 2
νική πρόοδο και την παγκόσμια ασφάλεια. Η ταχεία εμφάνιση της υπερθέρμανσης της Γης και το συναφές φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη τη διάσωση και διατήρηση των ιθαγενών φυτών, των ζώων και των οικοτόπων. Η ζωή βασίζεται στη βιολογική ποικιλότητα και τα ανθρώπινα όντα τη χρειάζονται για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν. Η δυναμική της περιφρούρηση είναι ζητούμενο, προεξάρχουσας σημασίας.
O όρος “βιολογική ποικιλότητα” ή “βιοποικιλότητα”, περιγράφει την ποικιλία της ζωής στον πλανήτη μας. Περιλαμβάνει κυριολεκτικά όλα τα εκατομμύρια των ζώων, των φυτών, των μυκήτων, των λειχήνων και των μικροοργανισμών. Ενσωματώνει την εξελικτική ποικιλία της ζωής, η οποία δημιουργήθηκε στα διάφορα δισεκατομμύρια χρόνια της ύπαρξης του πλανήτη – στο επίπεδο της γενετικής ποικιλότητας, των ειδών, των οικοσυστημάτων και των τοπίων. Επιπλέον, εμπεριέχει την εκπληκτική ποικιλία ειδών και φυσικών διεργασιών μεταξύ πολλών διαφορετικών οικολογικών περιφερειών. Εν ολίγοις, η βιοποικιλότητα είναι όλη η ζωή στη Γη.
Ο πλανήτης χάνει σήμερα την ποικιλία των ζωντανών μορφών του με εντεινόμενο ρυθμό. Η απώλεια της βιολογικής ποικιλότητας μπορεί να αποδοθεί συνοπτικά στις εξής κύριες αιτίες: την απώλεια και υποβάθμιση των οικοτόπων, τη βιοαναζήτηση (bioprospecting) γενετικών πόρων και τις συναφείς μορφές εμπορευματοποίησής τους, την κλιματική αλλαγή, την υπερεκμετάλλευση των πόρων, τις εκτεταμένες αλλαγές στις χρήσεις γης και τις ποικίλες μορφές ρύπανσης π.χ. ρύπανση υδάτων, εισβάλλοντα ξενικά είδη (invasive alien species), ρύποι θερμοκηπίου κ.ά.
Σελ. 3
Εκτός από τους πολλούς επιστημονικούς και ηθικούς λόγους για τη διάσωση της φύσης, οι οικονομολόγοι έχουν εκτιμήσει σε πολλά τρισεκατομμύρια δολλάρια τα οφέλη από μία υγιή ισορροπία της βιολογικής ποικιλότητας. Τα οφέλη αυτά αποδίδονται στον καθαρό αέρα και νερό, στα παραγωγικά εδάφη και τους υγροτόπους, στο βιοεμπόριο, στην αναψυχή, στον οικολογικό τουρισμό, στο κόστος υγείας κ.ά..
Η κρίση της βιοποικιλότητας, η οποία ήταν ήδη εμφανής πριν από τις εκδηλώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, επιταχύνεται τώρα, επειδή μεγάλες ποσότητες ρύπων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα επιδεινώνουν το κλιματικό σύστημα με τραγικές συνέπειες, που πιθανόν θα είναι εντελώς εκτός ελέγχου μας . Την ίδια στιγμή, πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το ότι η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε κλιματική κρίση και ότι γενικότερα η οικολογική και περιβαλλοντική κρίση οδηγούν και σε κρίση της δημόσιας υγείας. Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία από την πανδημία του κορωνοϊού SARS-CοV-2
Σελ. 4
(Severe Acute Respiratory Syndrome Coronavirus 2), έδωσε την ευκαιρία να επαναδιατυπωθούν πολλές τέτοιες επιστημονικές απόψεις, συνδέοντας την κλιματική κρίση, την κρίση της βιοποικιλότητας και την κρίση της δημόσιας υγείας. Μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας οδηγεί σε κρίση της ανθεκτικότητας των οικοσυστημάτων, από την υγιή κατάσταση των οποίων εξαρτάται ο ίδιος ο άνθρωπος, η υγεία του και εν τέλει η ζωή του και ότι γενικότερα η περιβαλλοντική κρίση ΄γέννησε΄ την κρίση στη δημόσια υγεία, άποψη που ήδη είχε διατυπωθεί πολλά χρόνια νωρίτερα. H πανδημία Covid-19 (Coronavirus Disease 2019) ανέδειξε με
Σελ. 5
τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη σχέση μεταξύ δυο πανανθρώπινων αγαθών, που χρήζουν προστασίας: του περιβάλλοντος και δη της βιολογικής ποικιλότητας και των γενετικών πόρων αφενός, και της δημόσιας υγείας, αφετέρου. Ένα δίπολο, που θέτει την προστασία του περιβάλλοντος υπό μία νέα οπτική με συνδετικό υλικό την εξασφάλιση και περιφρούρηση της δημόσιας υγείας και της ανθρώπινης ζωής, πάντοτε όμως με δίαυλο τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και την αειφόρο χρήση των συστατικών της προς όφελος όχι μόνον της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών, στο πλαίσιο μιας διαγενεακής ισότητας.
Από πλευράς λειτουργιών, η βιοποικιλότητα στηρίζει την ίδια την ύπαρξή μας παρέχοντας ταυτοχρόνως βασικές οικοσυστημικές και άλλες υπηρεσίες καθώς και αγαθά. Αποτελεί τη βάση της έρευνας και της καινοτομίας (επισιτιστικός-φαρμακευτικός τομέας) καθώς και της παραγωγής πολλών εμπορικών προϊόντων. Παράλληλα, συνιστά υπόβαθρο της κουλτούρας και του πολιτισμού και άρα της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου στη Γη.
Η καθοριστική σημασία της βιοποικιλότητας για την επιβίωση του πλανήτη, αλλά και της ανθρώπινης εξέλιξης καθώς και οι έντονες απειλές που δέχεται, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της αυταξίας της και τη συνακόλουθη ανάγκη προστασίας της. Αυτό επιτεύχθηκε με την αναγόρευσή της σε παγκόσμιο αγαθό ιδιαίτερης αξίας για τις παρούσες και μέλλουσες γενεές και την κατοχύρωσή της στο δίκαιο, με προεξάρχουσα την υπογραφή το 1992 της διεθνούς Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (εφεξής ΣΒΠ), γνωστής και ως CBD (Convention on Biological Diversity). Αντικείμενο της ΣΒΠ είναι η διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας per se, ενώ για πρώτη φορά συνδέεται αυτή με την αειφορική χρήση των συστατικών της και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων.
Οι γενετικοί πόροι αποτελούν ένα ιδιαίτερο επίπεδο της βιολογικής ποικιλότητας, που περιλαμβάνει την τεράστια ποικιλία φυτών, ζώων, ή μερών αυτών, μικροοργανισμών
Σελ. 6
κ.ά. που απαρτίζουν τα οικοσυστήματα παγκοσμίως και που είναι εν δυνάμει χρήσιμα για τον άνθρωπο και αξιοποιήσιμα από αυτόν.
Πιο συγκεκριμένα, οι γενετικοί πόροι είναι οποιοδήποτε υλικό βιολογικής προέλευσης ή οποιοδήποτε τμήμα του που φέρει γενετικό υλικό με εν δυνάμει αξία για τον άνθρωπο και που βρίσκεται στο έδαφος, στο νερό, στον αέρα και σε κάθε σημείο σε φυσικές συνθήκες ή/και σε εκτός τόπου συλλογές διατήρησης (λ.χ. Βοτανικοί Κήποι, Τράπεζες Γενετικού Υλικού όπως Τράπεζες Σπόρων, Συλλογές Μικροβίων κ.ά.). Ουσιαστικά, ο όρος “γενετικοί πόροι” περιλαμβάνει φυτά, ζώα ή μέρη αυτών όπως σπέρματα, σπόρια, αναπαραγωγικά κύτταρα ή και νεκρά τμήματα και μέρη αυτών όπως τα αποξηραμένα δείγματα φυτών κ.α. καθώς και ζυμομήκυτες, ιούς, βακτήρια και άλλα μικρόβια που φέρουν γενετικό υλικό εν δυνάμει χρήσιμο και αξιοποιήσιμο από τον άνθρωπο.
Οι γενετικοί πόροι συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο της βιολογικής ποικιλότητας, το ‘δομικό’ υλικό της ζωής στη Γη και συνδέονται με την πολιτισμική διαδρoμή του ανθρώπου, αλλά και με την υγεία του. Για πολλούς αιώνες, ιδιαίτερα οι φυτογενετικοί πόροι εξασφάλιζαν τροφή στην ανθρωπότητα, ενώ από πολύ νωρίς αναδύθηκαν και οι φαρμακευτικές ιδιότητες των γενετικών πόρων, με το πέρασμα δε του χρόνου πολλαπλασιάστηκαν οι χρήσεις τους με σαφή οφέλη για τον άνθρωπο. Μέσα από την παραδοσιακή γνώση για τις χρήσεις των γενετικών πόρων, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και συνδέει αυτόχθονες και τοπικές κοινότητες, οι γενετικοί πόροι αποκτούν προστιθέμενη αξία για τον άνθρωπο, την υγεία και την ευημερία του. Η αναζήτηση και η εξασφάλισή τους για αξιοποίηση εντατικοποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Οι γενετικοί πόροι αντιπροσωπεύουν σημαντικές πηγές για την ανθρώπινη ύπαρξη και την επιβίωση, λόγω των πραγματικών και εν δυνάμει εφαρμογών αξιοποίησής τους. Μάλιστα, μετά τα μέσα του 20ου αιώνα με τη σταδιακή κατοχύρωση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης σε διάφορες κατηγορίες γενετικών πόρων (δικαιώματα δημιουργών φυτικών ποικιλιών, ευρεσιτεχνία–πατέντες), αλλά κυρίως με την ανάπτυξη της σύγχρονης βιοτεχνολογίας, η αξία τους έχει ‘απογειωθεί΄, μέσω σημαντικής διεύρυνσης του πεδίου
Σελ. 7
εφαρμογών στη γεωργία, την ιατρική, τη χημική και φαρμακευτική βιομηχανία με συνακόλουθο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.
Χρησιμοποιούνται πλέον από ένα ευρύτατο φάσμα χρηστών τόσο για επιστημονική έρευνα, όσο και για εμπορική εκμετάλλευση (φαρμακευτικά και αγροτικά προϊόντα, βιοκαύσιμα, καλλυντικά, τρόφιμα, ποτά, εμβόλια κλπ), γεγονός που τους προσδίδει προστιθέμενη αξία όχι μόνον για τις παρούσες, αλλά και για τις μέλλουσες γενεές.
Οι γενετικοί πόροι είναι καθοριστικής σημασίας για την έρευνα των περισσότερων βιο-επιστημών και των εφαρμογών τους. Έχουν επίσης κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων της επισιτιστικής ασφάλειας, της βιώσιμης γεωργικής παραγωγής, της βιοενέργειας, της προσαρμογής και του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και των απειλών για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών.
Ο κρίσιμος ρόλος των γενετικών πόρων στην υποστήριξη της ανθρώπινης κοινωνίας συχνά παραβλέπεται ή και υποτιμάται, παρά το γεγονός ότι έχουν τεράστια πρακτική και ιστορική σημασία για την ανθρώπινη ζωή, όπως προαναφέρθηκε. Πέραν όμως του ότι υποστηρίζουν την καθημερινή μας επιβίωση, οι γενετικοί πόροι και η συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση είναι και υπεύθυνοι για τη δημιουργία ενός μεγάλου μέρους του πλούτου των Εθνών.
Εκλαμβανόμενοι οι γενετικοί πόροι ως νέα πηγή πλούτου, αναπόφευκτα ήρθαν στο προσκήνιο διαφωνίες, εντάσεις και συγκρούσεις, που συνδέονται με τη δημιουργία και τη διανομή αυτού του πλούτου. Και αυτό διότι σε μεγάλο βαθμό η εμφάνιση αυτής της νέας ΄ευκαιρίας΄ δημιουργίας πλούτου συνοδεύτηκε ταυτόχρονα από την ταχεία περιχαράκωσή του, μέσω της χρήσης εργαλείων πνευματικής ιδιοκτησίας (Ιntellectual Ρroperty) π.χ. διπλώματα ευρεσιτεχνίας για συγκεκριμένες ακολουθίες γονιδίων, ποικιλιών φυτών ή μικροοργανισμών κ.ά. Αυτή η διεργασία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κι αργότερα την εμβάθυνση μίας διχοτομικής προσέγγισης, ιδιαίτερα φορτισμένης, λόγω αφενός της εντοπισμένης αφθονίας των γενετικών πόρων στις αναπτυσσόμενες ή και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και αφετέρου της συγκέντρωσης της βιοτεχνολογίας και των σχετικών τίτλων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας στις αναπτυγμένες χώρες.
Διαμορφώθηκε έτσι, το εξής δίπολο : οι “χώρες-πάροχοι” (αναπτυσσόμενες χώρες ή και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες) από τη μία, με πλούσια βιοποικιλότητα αλλά με ελλιπή χρηματοδότηση της έρευνας και του τομέα της διατήρησης της βιοποικιλότητας και
Σελ. 8
οι “χώρες-χρήστες” (αναπτυγμένες χώρες) από την άλλη, με φτωχή βιοποικιλότητα μεν, αλλά με σημαντικούς οικονομικούς πόρους για έρευνα, ανάπτυξη, καινοτομία και εμπορική δραστηριοποίηση. Η ανισότητα αυτή καθώς και η ανυπαρξία κανόνων ως προς τη βιοαναζήτηση, την πρόσβαση, την απόκτηση και την αξιοποίηση των γενετικών πόρων αποτέλεσαν τις αιτίες δημιουργίας του φαινομένου, που ονομάστηκε “βιοπειρατεία” (biopiracy). Η “βιοπειρατεία” εν ολίγοις αναφέρεται στη “βιοαναζήτηση” (bio-prospecting) γενετικών πόρων από χώρες-χρήστες ή ιδιώτες χρήστες, συνήθως χωρίς προηγούμενη άδεια πρόσβασης σε αυτούς ή στη σχετική παραδοσιακή γνώση από τη χώρα-πάροχο, και στη συνέχεια στην κατοχύρωση μέσω ευρεσιτεχνιών των ιδιοτήτων των γενετικών αυτών πόρων και στην εμπορική εκμετάλλευσή τους, χωρίς την απόδοση οφελών στη χώρα-πάροχο. Ο όρος όμως “πειρατεία” χρησιμοποιήθηκε εν τέλει και από τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Οι αιτιάσεις και έντονες διαμαρτυρίες από τις χώρες-παρόχους για “βιοπειρατεία” επί των γενετικών πόρων τους και της σχετικής παραδοσιακής γνώσης ΄συναντήθηκε΄ με εκείνες από τις αναπτυγμένες χώρες-χρήστες για “πειρατεία” των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τους, σε μεγάλο βαθμό σχετικά με τα φαρμακευτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Και τούτο διότι οι χώρες-χρήστες υποστήριζαν ότι οι χώρες-πάροχοι δεν είχαν επιτύχει καμμία κατοχύρωση των δικαιωμάτων που επικαλούνταν σχετικά με την ιδιοκτησία τους επί των γενετικών πόρων και της σχετικής παραδοσιακής γνώσης και άρα και στα βασιζόμενα επ’ αυτών φαρμακευτικά προϊόντα. Το φαινόμενο της “βιοπειρατείας” είναι η πιο ανάγλυφη εκδήλωση του βάθους και του εύρους των πολιτικών εντάσεων και της έντονης δυσπιστίας μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών-παρόχων και αναπτυγμένων χωρών-χρηστών, που έχει τις ρίζες του στην αποικιοκρατία,
Σελ. 9
και ευρύτερα στην ιστορία της ανακάλυψης, εκμετάλλευσης και αξιοποίησης των γενετικών πόρων, που παρουσιάζεται στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της μονογραφίας.
Η ιδιαίτερη σημασία των γενετικών πόρων αποτυπώθηκε και σε νομικά κείμενα διεθνούς εμβέλειας, αρχής γενομένης το 1992 από τη ΣΒΠ, όπως ήδη αναφέρθηκε. Μάλιστα οι γενετικοί πόροι αναγορεύονται σε εθνική κληρονομιά επιφέροντας αλλαγή παραδείγματος στην έως τότε θεώρησή τους ως παγκόσμια κληρονομιά. Η πρόσβαση στους γενετικούς πόρους των κρατών υπόκειται έκτοτε σε προηγούμενη συναίνεση μετά από πληροφόρηση (PIC) και υπογραφή αμοιβαία αποδεκτών όρων (ΜΑΤ) για την αξιοποίηση των οφελών από τη χρησιμοποίησή τους. Στη συνέχεια υπογράφτηκε το 2010 το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια, που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στους γενετικούς πόρους και ειδικότερα στην Πρόσβαση και τον δίκαιο και ισότιμο Καταμερισμό των Οφελών από τη χρησιμοποίησή τους (ΠΚΟ), εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο για τους γενετικούς πόρους και τη νομική τους μεταχείριση. Σε περιφερειακό επίπεδο η ΕΕ επέδειξε σημαντική κινητικότητα για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου με την έκδοση του Κανονισμού 511/2014/ΕΕ, γνωστού και ως Κανονισμού ΠΚΟ, για τη συμμόρφωση των χρηστών γενετικών πόρων και συναφών παραδοσιακών γνώσεων στην επικράτειά της. Ιδιαίτερα έντονη είναι και η κινητικότητα που συναντάμε στο επίπεδο των εθνικών δικαίων ΠΚΟ.
Εξ ίσου σημαντικό αλλά και ιδιαίτερο είναι και το τοπίο της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων. Ως διακυβέρνηση των γενετικών πόρων νοείται μία σειρά από κανόνες, διαδικασίες, θεσμούς, μηχανισμούς και άλλες πρωτοβουλίες που έχουν προκύψει σχετικά με τους γενετικούς πόρους, δημιουργώντας ένα ποικίλο, πολύπλοκο και δυναμικό περιβάλλον σε τρεις αλληλένδετες κλίμακες: διεθνή, περιφερειακή και εθνική. Στο περιβάλλον αυτό συμμετέχουν και δρουν ποικίλοι φορείς και παράγοντες από κράτη και ιδιώτες, επιχειρήσεις, ερευνητές έως αυτόχθονες πληθυσμοί και τοπικές κοινότητες, ενώσεις και συλλογικοί φορείς αλλά και η εν γένει επιστημονική και ερευνητική κοινότητα.
Η διακυβέρνηση των γενετικών πόρων αποτελεί ένα ιδιάζον τοπίο διότι αποτυπώνει και συγχρόνως εκφράζει σε τρία επίπεδα την ομοίως ιδιάζουσα πολυπλοκότητα του ρυθμιστικού οικοδομήματος των γενετικών πόρων και τις μεταξύ τους συσχετίσεις.
Το ρυθμιστικό οικοδόμημα των γενετικών πόρων εμφανίζει μία ιδιάζουσα πολυπλοκότητα, που του προσδίδει χαρακτηριστικά ενός “συμπλέγματος καθεστώτων”. Ένα “σύμπλεγμα καθεστώτων” θα μπορούσε να οριστεί ως ένα δίκτυο τριών ή περισσότερων διεθνών καθεστώτων που σχετίζονται με ένα κοινό θέμα, παρουσιάζουν επικαλύψεις και δημιουργούν ουσιαστικές, κανονιστικές ή λειτουργικές αλληλεπιδράσεις που αναγνωρίζονται ως δυνητικά προβληματικές, ανεξάρτητα από το εάν διαχειρίζονται αποτελεσματικά.
Σελ. 10
Τα “συμπλέγματα καθεστώτων” είναι δομές, από θεσμούς, μέσα στους οποίους αλληλεπιδρούν τα κράτη και οι μη κρατικοί παράγοντες. Τέτοιας φύσης καθεστώτα συνιστούν μία νέα γενιά περιβαλλοντικών προκλήσεων, αντικείμενα διεπιστημονικής μελέτης και προσέγγισης από το δίκαιο του περιβάλλοντος και την περιβαλλοντική διακυβέρνηση.
Στην περίπτωση του συμπλέγματος καθεστώτων των γενετικών πόρων επιμέρους καθεστώτα όπως, εκείνα της βιοποικιλότητας, της διατροφής και της γεωργίας, της πνευματικής ιδιοκτησίας, της υγείας και του εμπορίου, των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών και τοπικών κοινοτήτων, εκφράζονται μέσα από αλληλοεπικαλυπτόμενους θεσμούς. Ταυτοχρόνως, διαφορετικοί Οργανισμοί, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), όσο και εργαλεία, όπως η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (CBD) και το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια καθώς και κράτη και μη κρατικοί παράγοντες, συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν.
Επομένως, οι γενετικοί πόροι συμπυκνώνουν μία πολύπλοκη σχέση, η οποία συνδέει το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου με τη διατροφική και επισιτιστική ασφάλεια, τη γεωργία, τη βιοενέργεια, τη φαρμακευτική βιομηχανία, την έρευνα και καινοτομία και το εμπόριο, τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών και τοπικών κοινοτήτων επί των γενετικών τους πόρων. Επιπρόσθετες και εξίσου σημαντικές είναι ωστόσο και οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της πολύπλοκης αυτής σχέσης και των περαιτέρω συσχετίσεων, προσθέτοντας έναν ακόμη βαθμό πολυπλοκότητας στο όλο οικοδόμημα.
Σκοπός και διάρθρωση της μονογραφίας
Το δίκαιο του περιβάλλοντος και η περιβαλλοντική διακυβέρνηση απευθύνονται στη νέα γενιά περιβαλλοντικών προβλημάτων του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα και στις προκλήσεις που αυτά θέτουν για την προστασία, τη διαχείριση και διακυβέρνησή τους σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Με επίκεντρο τις σχέσεις μεταξύ του περιβαλλοντικού δικαίου αφενός, και της εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά και της διακυβέρνησης αφετέρου, η μονογραφία διερευνά την έννοια και τη
Σελ. 11
θέση των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης στο δίκαιο του περιβάλλοντος. Επιπρόσθετα εξετάζει κριτικά τον ρόλο τόσο των διεθνών, περιφερειακών και εθνικών θεσμών και εργαλείων, όσο και των κρατικών φορέων, των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, των επιστημόνων, των ερευνητών, των αυτοχθόνων πληθυσμών και τοπικών κοινοτήτων αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, φιλοδοξώντας να προσεγγίσει σφαιρικά από τη σκοπιά του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος ένα από τα πιο επίκαιρα και διεπιστημονικά ζητήματα διεθνούς εμβέλειας: την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τη συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση καθώς και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών από τη χρησιμοποίησή τους δηλ. την πρόσβαση και την αξιοποίηση των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης.
Σκοπός λοιπόν της παρούσας μονογραφίας είναι πρωτίστως η ανάδειξη τόσο της έννοιας και της θέσης την οποία καταλαμβάνουν οι γενετικοί πόροι και η συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση, όσο και του ρόλου που αυτοί διαδραματίζουν στο δίκαιο του περιβάλλοντος και ειδικότερα στο δίκαιο της βιολογικής ποικιλότητας. Το όλο ζήτημα αναπτύσσεται με δίαυλο αφενός τη διεπιστημονικότητα της έννοιας των γενετικών πόρων και την επίδραση της εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας στον νομικό τους ορισμό και αφετέρου το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη διακυβέρνηση των γενετικών πόρων. Επειδή μάλιστα πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευρύ αντικείμενο που ως “σύμπλεγμα καθεστώτων”, όπως προαναφέρθηκε, τέμνεται με περισσότερες θεματικές, αναγκαία είναι η οριοθέτηση του αντικειμένου της παρούσας μονογραφίας. Υπ΄αυτή την έννοια η προσέγγιση της μονογραφίας είναι διττή:
α) αφενός επιχειρείται η κριτική παρουσίαση των νομικών εννοιών γενετικοί πόροι και συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση καθώς και του ρυθμιστικού πλαισίου των γενετικών πόρων. Η κριτική προσέγγιση επικεντρώνεται στον πυρήνα του πλαισίου αυτού και περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα “ποιος μπορεί να έχει πρόσβαση και να χρησιμοποιεί γενετικούς πόρους και τη συναφή με αυτούς παραδοσιακή γνώση, υπό ποιες συνθήκες και πώς καταμερίζονται τα οφέλη από τη χρησιμοποίησή τους”. Με απλά λόγια, η κριτική παρουσίαση του ρυθμιστικού πλαισίου (διεθνές, ενωσιακό και εθνικό) εστιάζει στους γενετικούς πόρους ως έκφανση της βιολογικής ποικιλότητας καθώς και στον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που προκύπτουν από τη χρησιμοποίησή τους, ως μηχανισμού και συστήματος πρόσβασης και καταμερισμού οφελών (ΠΚΟ). Επικεντρώνεται δηλ. στη ρυθμιστική καινοτομία του συστήματος ΠΚΟ, που θέτει το ζήτημα της διατήρησης και αξιοποίησης των γενετικών πόρων υπό μία άλλη οπτική. Ταυτοχρόνως, αναδεικνύονται κριτικά οι πυλώνες του καινοτόμου αυτού συστήματος ΠΚΟ καθώς και τα εγειρόμενα οικεία οριζόντια νομικά ζητήματα,
β) αφετέρου, επιχειρείται η ανάδειξη μίας σειράς από κανόνες, διαδικασίες και άλλες πρωτοβουλίες διακυβέρνησης που έχουν προκύψει γύρω από τους γενετικούς πόρους
Σελ. 12
και δημιουργούν ένα ποικίλο, πολύπλοκο και δυναμικό περιβάλλον διακυβέρνησης. Η μονογραφία εστιάζει στην τρέχουσα κατάσταση διακυβέρνησης των γενετικών πόρων, προσδιορίζοντας τους βασικούς κανόνες, τους θεσμούς, τα όργανα, τους παράγοντες και τις διαδικασίες που διέπουν τους γενετικούς πόρους και το πεδίο εφαρμογής τους.
Διευκρινίζεται ότι η μονογραφία δεν έχει ως σκοπό να προβεί σε ανάλυση όλου του φάσματος και των διαφόρων κατηγοριών γενετικών πόρων, όπως οι φυτογενετικοί πόροι ή οι θαλάσσιοι γενετικοί πόροι ή οι δασικοί γενετικοί πόροι ή οι μικροοργανισμοί, αλλά επικεντρώνεται στους γενετικούς πόρους ως έννοια περιεκτική και ολιστική, χωρίς να εξειδικεύεται σε επιμέρους διακρίσεις, αντικείμενα αυτοτελών μελετών. Ομοίως, η μονογραφία δεν αποσκοπεί στην προσέγγιση των νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή του δικαίου της ευρεσιτεχνίας στη βιοποικιλότητα και τους γενετικούς πόρους, παρά μόνον εστιάζει στα προβλήματα εκείνα που ανακύπτουν από την τομή και την παράλληλη λειτουργία τους και μόνον κατά το μέρος που επηρεάζουν την ΠΚΟ.
Γενικότερα, η μονογραφία επικεντρώνεται στο δημόσιο δίκαιο του περιβάλλοντος και υπό το πρίσμα αυτό υπεισέρχεται στα επιμέρους επίπεδα του διεθνούς, ενωσιακού και εθνικού δικαίου, χωρίς αναφορά στο ιδιωτικό δίκαιο. Ειδικότερα όσον αφορά στη θέση των γενετικών πόρων στο ελληνικό δίκαιο του περιβάλλοντος διευκρινίζεται ότι εξετάζεται κριτικά ο μηχανισμός ΠΚΟ από πλευράς δημοσίου δικαίου, ενώ ταυτοχρόνως αναδεικνύεται και η αντιμετώπιση των γενετικών πόρων από πλευράς διακυβέρνησής τους στην Ελλάδα. Ζητήματα που άπτονται της προστασίας των εθνικών γενετικών πόρων από το ιδιωτικό δίκαιο ή το ποινικό δίκαιο ή το δίκαιο ευρεσιτεχνιών εκφεύγουν των ορίων της παρούσας μονογραφίας καθόσον προϋποθέτουν διακριτή προσέγγιση. Ομοίως, εκφεύγει των ορίων της μονογραφίας και η αναλυτική προσέγγιση του ελληνικού ρυθμιστικού πλαισίου ειδικότερων διακρίσεων γενετικών πόρων, όπως των φυτογενετικών πόρων ή των δασικών γενετικών πόρων.
Στο πλαίσιο της παρούσας μονογραφίας αναδεικνύονται ερωτήματα, που αναπτύσσονται σε τέσσερα μέρη με επιμέρους κεφάλαια.
Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος: διακρίνεται σε τέσσερεις επιμέρους ενότητες, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα κεφάλαια: τους γενετικούς πόρους και τη συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση στην ιστορία της ανθρωπότητας και τον ρόλο του δικαίου του περιβάλλοντος (Κεφάλαιο Α΄), τη νομική έννοια των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Β΄), τη
Σελ. 13
νομική έννοια της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης (Κεφάλαιο Γ΄) και τα επίπεδα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Δ΄). Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι ιστορικές καταβολές και κυρίως το ιστορικό φόντο εξέλιξης των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης. Πρόκειται για το πλαίσιο της ιστορίας της ανθρωπότητας μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι τριβές, οι εντάσεις, οι αντιπαραθέσεις και τα αιτήματα που προέκυψαν από την ανακάλυψη, τη συνειδητοποίηση της αξίας τους, την αξιοποίηση και κυρίως από την εμπορική εκμετάλλευση των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης. Ταυτοχρόνως, ιχνηλατείται η πορεία συστηματοποίησης και αποκρυστάλλωσης του πυρήνα των νομικών ρυθμίσεων για τους γενετικούς πόρους και τη συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση καθώς και η πορεία προς την ωρίμανσή τους στο πλαίσιο του δικαίου του περιβάλλοντος, του οποίου ο ρόλος προσεγγίζεται.
Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο διατυπώνεται το κεντρικό ερώτημα με ποιόν τρόπο οι αντιθέσεις και τα διακυβεύματα από την ανακάλυψη και αξιοποίηση των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης, που αναδύθηκαν ανά τους αιώνες, επηρέασαν εν τέλει και τη διαμόρφωση του πυρήνα των σχετικών ρυθμίσεων στα τρία επίπεδα του διεθνούς, ενωσιακού και εθνικών δικαίων σε διαφορετικές χρονικές κλίμακες. Έμφαση δίνεται επίσης και σε νομικές εξελίξεις του 20ου αιώνα που όξυναν τις αντιθέσεις από την αξιοποίηση των γενετικών πόρων και επιτάχυναν τη νομική οριοθέτηση της πρόσβασης σε αυτούς και του καταμερισμού των οφελών από τη χρησιμοποίησή τους με όρους ισότητας και δικαιοσύνης. Επιπλέον, εντοπίζονται οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη σχετική νομοθετική κινητικότητα σε περιφερειακό επίπεδο στον 21ο αιώνα. Στην ενότητα των δύο επόμενων Κεφαλαίων (Β΄και Γ΄) τίθεται το ερώτημα του περιεχομένου της νομικής έννοιας των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης με φόντο το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού ΠΚΟ.
Αρχικά, στο δεύτερο κεφάλαιο, διατυπώνονται ερωτήματα σχετικά με την έννοια των γενετικών πόρων, όπως: ποια είναι η ιστορική διαδρομή του όρου και πότε διατυπώθηκε ο πρώτος νομικός ορισμός τους, ποιo είναι το εύρος του περιεχομένου του και από ποιες επιστήμες επηρεάζεται, ποιες είναι οι διεπιστημονικές του διαστάσεις, πώς επιδρούν στο περιεχόμενο του ορισμού των γενετικών πόρων οι πρόσφατες εξελίξεις στις επιστήμες της βιολογίας, της βιοτεχνολογίας και λοιπές βιοεπιστήμες καθώς και της τεχνολογίας εν γένει, εάν γεννώνται ερμηνευτικά ζητήματα και πως μπορούν να προσεγγιστούν, με ποιο τρόπο θα επιδράσουν τυχόν νέες εξελίξεις και πώς επηρεάζει τον νομικό ορισμό των γενετικών πόρων η εκρηκτική πρόοδος επιστημών, έρευνας και τεχνολογίας, και εν τέλει, ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού ΠΚΟ και πώς αυτό αναμένεται να τροποποιηθεί ή εξελιχθεί στο μέλλον, ενσωματώνοντας τις νέες προκλήσεις και τα επιτεύγματα.
Ομοίως, για την παραδοσιακή γνώση που συνδέεται με τους γενετικούς πόρους διατυπώνονται στο τρίτο κεφάλαιο παρόμοια ερωτήματα, όπως: ποια είναι η γεωγραφία της
Σελ. 14
έννοιας αυτής, ποιά είναι η εξέλιξη της σύγχρονης νομικής της έννοιας, ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, υφίσταται νομικός ορισμός της, πώς ενσωματώνεται στη ΣΒΠ, σε άλλες διεθνείς συμβάσεις και στο Πρωτόκολλο της Ναγκόγια και πώς επηρεάζει κι αυτή με τη σειρά της το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού ΠΚΟ.
Στην ενότητα του τετάρτου κεφαλαίου παρουσιάζονται οι θεσμοί, τα όργανα, οι διαδικασίες, τα εμπλεκόμενα μέρη, οι αποδέκτες, οι συντελεστές, τα επίπεδα και οι οντότητες που συμμετέχουν και συνθέτουν το οικοδόμημα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων και του μηχανισμού της ΠΚΟ. Εδώ διατυπώνονται τα εξής ερωτήματα: ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του οικοδομήματος και του μηχανισμού, ποιες δυσκολίες διαφαίνονται, εάν πρόκειται για ένα απλό ή ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό σύστημα. Το τέταρτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των κομβικών εννοιών, που συνθέτουν το ρυθμιστικό οικοδόμημα του μηχανισμού ΠΚΟ.
Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στη νομική μεταχείριση των γενετικών πόρων per se στο πλαίσιο του δικαίου του περιβάλλοντος και του δικαίου της βιολογικής ποικιλότητας ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζεται η ιστορική αναγκαιότητα μέριμνας του δικαίου στα τρία επίπεδα: διεθνές, ενωσιακό και εθνικό. Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται οι ρυθμιστικές καινοτομίες και τα εργαλεία ρύθμισης που πλαισιώνουν τον μηχανισμό της ΠΚΟ, εστιάζοντας στην ενσωμάτωσή του στο διεθνές, το ενωσιακό και τα εθνικά δίκαια του περιβάλλοντος, τα οποία αναπτύσσονται σε τρία επιμέρους κεφάλαια. Ειδικότερα, πρωτίστως παρουσιάζεται κριτικά το διεθνές ρυθμιστικό οικοδόμημα με έμφαση στη Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα και το Πρωτόκολλο της Ναγκόγια, με επικέντρωση στη ρυθμιστική καινοτομία του μηχανισμού ΠΚΟ (Κεφάλαιο Α΄). Το επόμενο κεφάλαιο αφιερώνεται στο ενωσιακό ρυθμιστικό πλαίσιο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (Κεφάλαιο Β΄), ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο διερευνάται η θέση των γενετικών πόρων στο ελληνικό δίκαιο του περιβάλλοντος μέσα από μία ιστορική προσέγγιση, με παράλληλη ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του εθνικού πλαισίου. Παρουσιάζεται κριτικά η συμμόρφωση με τις διεθνείς και ενωσιακές απαιτήσεις, ενώ εντοπίζονται οι αδυναμίες και οι ελλείψεις της εθνικής νομοθεσίας, διατυπώνονται δε οι προκλήσεις, οι ευκαιρίες αλλά και προτάσεις διαμόρφωσης ενός σύγχρονου εθνικού συστήματος ΠΚΟ (Κεφάλαιο Γ΄).
Στο τρίτο μέρος επιχειρείται η ανατομία των πυλώνων, πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε από πλευράς διεθνούς δικαίου η ένταξη των γενετικών πόρων στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος και ειδικότερα στο δίκαιο προστασίας της βιολογικής ποικιλότητας, ως ειδικότερης έκφανσής της και συστατικού στοιχείου της. Πρόκειται για τους πυλώνες της χρησιμοποίησης των γενετικών πόρων, του καινοτόμου συστήματος-μηχανισμού ΠΚΟ καθώς και του πυλώνα της συμμόρφωσης και παρακολούθησης. Ο σκοπός του μέρους αυτού είναι διττός και αναπτύσσεται σε ισάριθμα κεφάλαια (Κεφάλαιο Α΄και Κεφάλαιο Β΄), συμβάλλοντας παράλληλα και στην ανάδειξη οριζόντιων νομικών ζητημάτων (κυρίως ερμηνευτικών), ερωτημάτων και προβληματισμών που χρήζουν αναλυτικότερης
Σελ. 15
προσέγγισης. Η μονογραφία δεν προβαίνει σε εξαντληντική παρουσίαση των οριζόντιων νομικών ερμηνευτικών ζητημάτων, αλλά εστιάζει στα ζητήματα εκείνα που από πλευράς ενδιαφερομένων μερών αποτέλεσαν και αποτελούν αιτήματα των χωρών-παρόχων, ενδιαφέρουν δε ιδιαίτερα την Ελλάδα που διαθέτει τέτοιο προφίλ.
Η μονογραφία ολοκληρώνεται με το τέταρτο μέρος, το οποίο αντί συμπερασμάτων περιλαμβάνει την ανακεφαλαιωτική και συνοπτική διατύπωση αρχών, που απορρέουν από τη νομική μεταχείριση, τη ρύθμιση και τη διακυβέρνηση των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Α΄). Επιπρόσθετα περιλαμβάνει τη διατύπωση των υφιστάμενων προβλημάτων εφαρμογής του συστήματος ΠΚΟ καθώς και τις θετικές εξελίξεις και προοπτικές που ανοίγονται για το σύστημα ΠΚΟ και το Πρωτόκολλο, ιχνηλατώντας την πορεία τους στο μέλλον (Κεφάλαιο Β΄).
Η μονογραφία φιλοδοξεί να αποτελέσει το έναυσμα για την έναρξη ενός γόνιμου διεπιστημονικού διαλόγου για μία ουσιώδη συνιστώσα του εθνικού κεφαλαίου της Ελλάδας, τους γενετικούς της πόρους. Υπ’ αυτή την έννοια απευθύνεται όχι μόνον στον νομικό κόσμο αλλά και στην ευρύτερη επιστημονική και ερευνητική κοινότητα, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα καθώς και σε όσους εμπλέκονται στις ποικίλες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας (γεωργία, διατροφή, φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα, βιοκαύσιμα, καλλυντικά κ.α.), στους χώρους δηλαδή εκείνους οι οποίοι επηρεάζονται καταλυτικά από το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη διακυβέρνηση των γενετικών πόρων. Επιπρόσθετα, η μονογραφία μπορεί να φανεί χρήσιμη τόσο στη Διοίκηση, η οποία καλείται να λάβει αποφάσεις και να εφαρμόσει το ισχύον πλαίσιο, όσο και στις ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αξιοποίηση και εμπορική εκμετάλλευση των γενετικών πόρων αλλά και στις τοπικές κοινότητες και τις ΜΚΟ και εν γένει σε κάθε ενδιαφερόμενο για την πρόσβαση και αξιοποίηση των γενετικών πόρων.
Τέλος, έχει ιδιαίτερη σημασία να διευκρινιστεί ότι στο πλαίσιο της παρούσας μονογραφίας χρησιμοποιείται μία ενιαία ορολογία, η οποία και τη διατρέχει σε σχέση με τους όρους βάσης της θεματολογίας. Οι όροι αυτοί αποδίδονται στην ελληνική γλώσσα και σε παρένθεση δίνεται η συντομογραφία τους. Ειδικότερα όμως σε δύο περιπτώσεις όρων, επειδή πρόκειται για όλως εξειδικευμένη και τεχνική νομική ορολογία, της οποίας η απόδοση στην ελληνική γλώσσα ποικίλει, ανάλογα με το νομοθετικό κείμενο που αποδίδεται στην ελληνική (διαφοροποίηση μάλιστα που επίσης εντοπίζεται και για τα αντίστοιχα κείμενα των Κανονισμών της ΕΕ), για την ενότητα του κειμένου και προκειμένου αυτό να καταστεί πιο εύληπτο και προσιτό στον αναγνώστη, χρησιμοποιείται η συντομογραφία των δύο αυτών όρων σύμφωνα με την αγγλική γλώσσα. Η επιλογή αυτή γίνεται αφενός επειδή οι όροι αυτοί επαναλαμβάνονται συχνότατα στο κείμενο και με τον σκοπό να το αποφορτίσουν και να το καταστήσουν πιο λιτό και αφετέρου διότι οι συντομογραφίες αυτές, που αναφέρονται παρακάτω, έχουν επικρατήσει σε όλο το φάσμα της διεθνούς βιβλιογραφίας,
Σελ. 16
προσφέροντας μία κοινή ορολογία επικοινωνίας καθώς και εξοικείωση στον αναγνώστη.
Πιο συγκεκριμένα, οι δύο όροι που έχουν επικρατήσει διεθνώς και θα χρησιμοποιούνται εφεξής με την αγγλική συντομογραφία τους είναι : ο όρος “Προηγούμενη Συναίνεση μετά από Ενημέρωση” ή “Προηγούμενη Συναίνεση μετά από Πληροφόρηση” (Prior Informed Consent) ως συντομογραφία PIC και ο όρος “Αμοιβαία Συμφωνηθέντες Όροι” ή “Αμοιβαία Αποδεκτοί Όροι” (Mutual Agreed Terms) ως συντομογραφία ΜΑΤ.
Ομοίως χρησιμοποιείται και η εξής συντομογραφία στην αγγλική γλώσσα των τριών παρακάτω περιπτώσεων: Διάσκεψη των Συμβαλλομένων Μερών της ΣΒΠ (Conference of the Parties) ως COP, Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization) ως FAO, και Συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου σχετικά με τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights) ως TRIPs.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι όπου γίνεται αναφορά στην Πρόσβαση και τον Καταμερισμό Οφελών (ΠΚΟ) αυτή νοείται ως πρόσβαση και δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός οφελών από τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων.
Σελ. 17
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Γενετικοί πόροι, παραδοσιακή γνώση
και επίπεδα διακυβέρνησης
Το πρώτο μέρος της μονογραφίας καλύπτει το τρίπτυχο : γενετικοί πόροι, παραδοσιακή γνώση και επίπεδα διακυβέρνησης, έννοιες κομβικές που διατρέχουν όλα τα μέρη της. Παρουσιάζεται αρχικά, η εξέλιξη της έννοιας των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορίας της ανθρωπότητας και προσεγγίζεται ο ρόλος του δικαίου του περιβάλλοντος στη νομική τους οριοθέτηση. Η μονογραφία πραγματεύεται στο πρώτο της μέρος και στο Κεφάλαιο Α΄ τις ιστορικές καταβολές των εννοιών, αναδεικνύοντας τις συγκρούσεις και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ως προς την αξιοποίηση και εμπορική εκμετάλλευση των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης. Ιχνηλατεί επίσης την πορεία ωρίμανσης που είχε ως κατάληξη την ενσωμάτωση των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης σε εμβληματικά για τη διατήρησή τους νομικά κείμενα και ρυθμίσεις του διεθνούς, ενωσιακού και εθνικών δικαίων. Αμέσως μετά επικεντρώνεται στη νομική έννοια των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης καθώς και στα επίπεδα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων (Κεφάλαια Β΄, Γ΄και Δ΄, αντιστοίχως).
Για να γίνει μάλιστα κατανοητή η νομική διάσταση των εννοιών (νομικοί ορισμοί) και η εξέχουσα σημασία τους προηγείται το Κεφάλαιο Α΄, το οποίο λειτουργεί ως εισαγωγή και ως προς την ενότητα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Δ΄) ώστε να καταδειχθεί η εξέλιξή της αλλά κυρίως οι ρίζες της. Με βάση τα παραπάνω, το πρώτο μέρος της μονογραφίας διακρίνεται σε τέσσερα επιμέρους κεφάλαια, τα εξής : οι γενετικοί πόροι και η συνδεόμενη με αυτούς παραδοσιακή γνώση στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο ρόλος του δικαίου του περιβάλλοντος (Κεφάλαιο Α΄), η νομική έννοια των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Β΄), η νομική έννοια της συνδεόμενης με τους γενετικούς πόρους παραδοσιακής γνώσης (Κεφάλαιο Γ΄) και τα επίπεδα της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων (Κεφάλαιο Δ΄). Η βάση της μελέτης και της νομικής προσέγγισης των γενετικών πόρων στο δίκαιο του περιβάλλοντος διέρχεται μέσω των πυλών τόσο του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου και των ιστορικών συγκυριών της εξέλιξής τους, όσο και της εννοιολογικής συγκρότησης και αποκωδικοποίησης με νομικούς όρους των βασικών εννοιών των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης. Η ανάγνωση και κριτική προσέγγιση του θεσμικού οικοδομήματος των γενετικών πόρων και του μηχανισμού πρόσβασης και καταμερισμού οφελών (ΠΚΟ) δεν νοείται χωρίς την οριοθέτηση
Σελ. 18
των οικείων εννοιών βάσης, που εν τέλει προσδιορίζουν και το οικείο πεδίο εφαρμογής. Ομοίως, ο τομέας της διακυβέρνησης των γενετικών πόρων και των επιπέδων της έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά με εκείνον της εννοιολογικής συγκρότησης των εννοιών-βάσης του όλου οικοδομήματος, συμβάλλοντας στην κατανόηση του μηχανισμού ΠΚΟ, των χαρακτηριστικών του αλλά και όλων των συμμετεχόντων.
Σελ. 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
1. Οι γενετικοί πόροι και η παραδοσιακή γνώση στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο ρόλος του δικαίου του περιβάλλοντος
Οι γενετικοί πόροι και η συναφής με αυτούς παραδοσιακή γνώση ήταν πάντοτε πολύτιμοι για τον άνθρωπο, την υγεία του, τη ζωή του και την ευημερία του. Από πολύ νωρίς ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την αξία τους και τους ενέταξε στην καθημερινότητά του, κυρίως μέσω της τροφής και της χρήσης των φαρμακευτικών τους ιδιοτήτων. Η γνώση μάλιστα αυτή πέρασε από γενιά σε γενιά και διατρέχει όλο το φάσμα της ανθρώπινης ιστορίας, εξελίχθηκε δε σε παραδοσιακή γνώση. Έτσι, οι γενετικοί πόροι συνδέονται και με την πολιτιστική διαδρομή του ανθρώπου. Οι φυτογενετικοί πόροι αποτέλεσαν την αφετηρία των σχέσεων του ανθρώπου με τους γενετικούς πόρους. Η δυνατότητα μάλιστα των πόρων αυτών όχι μόνον να τρέφουν τους ανθρώπους αλλά και να αποδίδουν καρπούς και στο μέλλον οδήγησε τον άνθρωπο στην αποθήκευση καρπών και σπερμάτων ήδη από τη νεολιθική περίοδο, πριν 10.000 χρόνια περίπου. Πρόκειται για τις πρώτες πρακτικές διατήρησης, οι οποίες εντάθηκαν ως αποθηκευτικές πρακτικές όσο η γεωργία και οι πρακτικές της προόδευαν και εκσυγχρονίζονταν και όσο ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξανόταν. Η εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας και των χρήσεων των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης είναι “βίοι παράλληλοι” που ταυτοχρόνως συμπλέκονται, αξίζει δε να διαφωτιστούν, ενώ παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες συσχετίσεις με την πολιτική διαχείρισής τους. Και βέβαια όχι μόνον της διαχείρισής τους μέσω της διατήρησής τους αλλά κυρίως μέσω της αξιοποίησης και εμπορικής εκμετάλλευσής τους. Ο ρόλος μάλιστα του δικαίου του περιβάλλοντος στη διαρρύθμιση αυτών των σχέσεων είναι καταλυτικός, αποτέλεσμα και αυτός μιας ιστορικής διαδρομής που οδήγησε στην ωρίμανση ένταξής τους στους κόλπους του και στα εργαλεία νομικής ρύθμισης. Υπ΄αυτή την έννοια, η παρουσίαση του ιστορικού φόντου εξέλιξης των γενετικών πόρων, της παραδοσιακής γνώσης και των εντάσεων και αντικρουόμενων συμφερόντων που δημιουργήθηκαν λόγω της αξιοποίησής τους, αποτελεί το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο του πρώτου μέρους. Την ίδια στιγμή παρουσιάζεται η ιστορία της ένταξης των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης στα τρία επίπεδα νομικής ρύθμισής τους, το διεθνές το ενωσιακό και το εθνικό. Το πρώτο αυτό κεφάλαιο επιλέγεται διότι μέσα από τα διακυβευόμενα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις ανά τους αιώνες σχετικά με τους γενετικούς πόρους και την παραδοσιακή γνώση μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητή η μεγάλη αξία των νομικών ορισμών των εννοιών αυτών και η καταλυτική επίδρασή τους στην εφαρμογή του οικείου ρυθμιστικού πλαισίου. Επιπρόσθετα, εξηγούνται οι αιτίες και η αναγκαιότητα διατύπωσης των οικείων νομικών ορισμών και
Σελ. 20
αναδεικνύεται η σημασία και χρησιμότητά τους τόσο για τον νομικό κόσμο όσο και για όλους τους εμπλεκόμενους στη διατήρηση και αξιοποίηση των γενετικών πόρων.
2. Η ιστορική διαδρομή της ανακάλυψης, εκμετάλλευσης και αξιοποίησης των γενετικών πόρων και της παραδοσιακής γνώσης
Οι διεκδικήσεις επί των γενετικών πόρων και της συνδεόμενης με αυτούς παραδοσιακής γνώσης έχουν βαθειές ρίζες και συνδέονται με τη διαδρομή της ανακάλυψης και της συνειδητοποίησης της αξίας τους, της εκμετάλλευσης και της αξιοποίησής τους.
2.1. Το δόγμα “terra nullius” της αποικιοκρατίας
Είναι γνωστό ότι μια μία εντατική ροή γενετικών πόρων, σε μεγάλο βαθμό εξημερωμένων αλλά και άγριων φυτών, ξεκίνησε τον δέκατο πέμπτο αιώνα (15ο αι.) με αυτό που, με όρους της αποικιοκρατίας, ο Νότος αποκάλεσε “λεηλασία” και ο Βορράς, “ανακαλύψεις”. Η πατάτα μετακινήθηκε κατευθείαν από τη Νότια Αμερική στην Ευρώπη. Ο καφές, έμμεσα, από τη Βόρεια Αφρική στην Αραβική χερσόνησο, την Ευρώπη και στη συνέχεια την Αμερική. Το βαμβάκι, από την Κεντρική Ασία στην Ευρώπη και την Αφρική. Ο αραβόσιτος, από την Κεντρική Αμερική στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι, τα κατά τον χρόνο εκείνο ζητήματα ισότητας και δικαιοσύνης μεταξύ των βασιλείων και των κρατών και των εδαφών που ΄ανακαλύφθηκαν΄, σε σχέση με τις ανταλλαγές και τις ροές των βιολογικών πόρων και δειγμάτων είχαν ήδη δημιουργήσει εντάσεις αξιοσημείωτες, που εκδηλώθηκαν με διαφορετικό τρόπο. Οι πόλεμοι για τον έλεγχο του εμπορίου μπαχαρικών ανάγονται σε τουλάχιστον 4.000 χρόνια πριν και επεκτάθηκαν στη σύγχρονη εποχή, η δε εμφάνιση των βοτανικών κήπων στην Ευρώπη στον δέκατο έκτο (16ο αι.) και δέκατο έβδομο αιώνα (17ο αι.) δεν ήταν μόνον για επιστημονικούς, αισθητικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς, αλλά και για να καταστεί δυνατή η αναπαραγωγή χρήσιμων εμπορικών φυτών, όπως γεωργικών και φαρμακευτικών ειδών. Άλλωστε, πολλοί κήποι στην Ευρώπη υποστήριζαν την παραγωγή φαρμάκων. Αργότερα μάλιστα, από το 1924 κι εφεξής ιδιαίτερα για τα καλλιεργούμενα φυτά αναπτύσσεται η έννοια των κέντρων βιοποικιλότητας, όπως τα κέντρα προέλευσης ή βιοποικιλότητας του Vavilov, που απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για τη συμβολή τους στις απεριόριστες ροές, συνήθως από τον Νέο στον Παλαιό Κόσμο.