ΓΕΝΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Εκδοση: 2η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 472
- ISBN: 978-618-08-0381-5
Η 2η έκδοση του Γενικού Ενοχικού Δικαίου αποτελεί ένα ευσύνοπτο και ιδιαίτερο εγχειρίδιο. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι περιέχει πολλά παραδείγματα και πρακτικά προς επεξεργασία, πράγμα που συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των θιγόμενων ζητημάτων. Η ύλη κατατάσσεται σε μικρό αριθμό ενοτήτων - παραγράφων, οι οποίες ακολουθούν όσο είναι δυνατόν τη σειρά των διατάξεων στον Αστικό Κώδικα. Σε κάθε κεφάλαιο παρατίθεται βιβλιογραφία και διάγραμμα της ύλης και ακολουθούν απλά παραδείγματα προς επεξεργασία. Κάθε παράγραφος περιέχει αυτούσιο το κείμενο των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και κλείνει με ξεχωριστή αναφορά σε δικαστικές αποφάσεις. Δύο από τις ενότητες είναι αφιερωμένες στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τις αδικοπραξίες, αφού συνέχονται άμεσα με τις διατάξεις του λεγόμενου γενικού ενοχικού.
Στο βιβλίο αναλύονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ζητήματα:
- ενοχή και είδη ενοχών
- αποζημίωση και συναφείς ενοχές
- ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής
- αμφοτεροβαρείς συμβάσεις
- υπαναχώρηση και καταγγελία
- ποινική ρήτρα
- σύμβαση υπέρ τρίτου
- Καταβολή και λοιποί αποσβεστικοί λόγοι
- εκχώρηση και αναδοχή χρέους
Πρόκειται για ένα χρήσιμο εργαλείο για προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, για όσους μελετούν για εξετάσεις, π.χ. Δικηγορικών Συλλόγων, ΕΣΔΙ, καταταρκτήριες εξετάσεις κ.λπ., αλλά και για τον μαχόμενο δικηγόρο και ερευνητή του Αστικού Δικαίου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α΄ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
§ 1. Eισαγωγή στο Ενοχικό Δίκαιο 1
Ι.΄Έννοια και σημασία του Ενοχικού Δικαίου 2
Α. Έννοια 2
Β. Σημασία 3
Γ. Γνωρίσματα 4
Δ. Πηγές 5
ΙΙ. Οι θεμελιώδεις αρχές του Ενοχικού Δικαίου 5
Α. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων 5
1. Σημασία και έκταση 5
2. Οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας 6
Β. Η αρχή της ευθύνης από υπαιτιότητα 7
Γ. Η αρχή της καλής πίστης 8
Δ. Η αρχή της προστασίας του οικονομικώς ασθενεστέρου 9
§ 2. Ενοχή και παροχή 13
Ι. Έννοια της ενοχής 15
ΙΙ. Η σχέση της ενοχής με συγγενείς έννοιες 16
ΙΙΙ. Η σχετικότητα της ενοχής και η σύγκριση ενοχικού
και εμπράγματου δικαιώματος 17
Α. Άμεση και έμμεση εξουσία 17
Β. Εξουσία διώξεως και παρακολουθήσεως 17
Γ. Αρχές επί της συγκρούσεως δικαιωμάτων 18
Δ. Η αρχή του κλειστού αριθμού 18
IV. Οι εξαιρέσεις από τη σχετικότητα της ενοχής 19
Α. Η πλαγιαστική αγωγή 19
Β. Η γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου 19
Γ. Τριμερείς συμβατικές σχέσεις 19
Δ. Καταναλωτική πίστη 20
Ε. Συμβάσεις με προστατευτική ενέργεια υπέρ τρίτου 20
ΣΤ. Η ανήθικη βλάβη (ΑΚ 919) 21
Ζ. Καταδολίευση δανειστών 21
Η. Η χρηματοδοτική μίσθωση (Ν 1665/1986) 21
Θ. Η εκποίηση μισθωμένου ακινήτου 22
V. Υποχρέωση και ευθύνη 22
A. Ατελείς ενοχές 23
B. Βάρη 24
Γ. Ευθύνη τρίτων 24
VI. Η παροχή ως αντικείμενο της ενοχής 24
Α. Έννοια παροχής 24
Β. Διακρίσεις της παροχής 26
1. Κύριες και παρεπόμενες παροχές 26
2. Πρωτογενείς και δευτερογενείς παροχές 27
3. Διαιρετές και αδιαίρετες παροχές 27
4. Στιγμιαίες και διαρκείς παροχές 27
VII. Αοριστία παροχής (ΑΚ 371 επ.) 28
Α. Ανάθεση του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από
τους συμβαλλομένους ή σε τρίτο 28
Β. Ανάθεση του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση
ενός των συμβαλλομένων ή τρίτου 30
§ 3. Πηγές των ενοχών 37
Ι. Η σύμβαση ως πηγή ενοχών και οι διακρίσεις των συμβάσεων 38
Α. Συμβάσεις ενοχικές και εμπράγματες 39
Β. Συμβάσεις υποσχετικές και εκποιητικές 40
Γ. Συμβάσεις συναινετικές και παραδοτικές 41
Δ. Αμφοτεροβαρείς - ετεροβαρείς συμβάσεις 41
Ε. Επαχθείς και χαριστικές συμβάσεις 42
ΣΤ. Αιτιώδεις - αναιτιώδεις 42
Ζ. Διαρκείς και στιγμιαίες συμβάσεις 44
Η. Επώνυμες και ανώνυμες συμβάσεις 45
Θ. Μεικτές συμβάσεις 46
ΙΙ. Άλλες πηγές ενοχών 47
Α. Μονομερείς δικαιοπραξίες 47
Β. Ενοχές από το νόμο 47
Γ. Πραγματικές (de facto) συμβατικές σχέσεις 47
ΙΙΙ. Οι ενοχές από συμβάσεις ειδικότερα 48
Α. Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας περιουσίας 48
Β. Σύμβαση για μεταβίβαση της υφιστάμενης περιουσίας 49
Γ. Σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει 49
Δ. Σύμβαση περί εκποιήσεως - παράρτημα 50
§ 4. Είδη ενοχών 55
Ι. Ενοχές γένους και είδους 56
Α. Έννοια 56
Β. Άρση της αοριστίας στις ενοχές γένους 58
ΙΙ. Διαζευκτική ενοχή 60
Α. Έννοια και λειτουργία 60
Β. Διαζευκτική ενοχή και διαζευκτική ευχέρεια 62
Γ. Διαζευκτική ενοχή και διαζευκτική συρροή δικαιωμάτων 63
ΙΙΙ. Χρηματική ενοχή 64
Α. Έννοια και σημασία 64
Β. Το ελληνικό νομισματικό σύστημα και η αξία του χρήματος 65
Γ. Οι ασφαλιστικές ρήτρες 66
Δ. Οφειλή σε ξένο νόμισμα 67
IV. Οφειλή τόκου 69
Α. Έννοια και λειτουργία 69
Β. Διακρίσεις του τόκου 70
Γ. Ανατοκισμός 72
§ 5. Ευθύνη και υπαιτιότητα 81
Ι. Έννοια της υπαιτιότητας 83
ΙΙ. Η ικανότητα για καταλογισμό 83
ΙΙΙ. Οι διακρίσεις της υπαιτιότητας 85
Α. Ο δόλος 85
Β. Η αμέλεια 86
Γ. Τυχηρά και ανωτέρα βία 88
ΙV. Ευθύνη για αλλότριο πταίσμα 90
Α. Έννοια και σκοπός 90
Β. Προϋποθέσεις 90
1. Ενοχική σχέση μεταξύ οφειλέτη και δανειστή 90
2. Εκούσια ανάμειξη του βοηθού εκπληρώσεως στην εκπλήρωση 91
3. Νόμιμος λόγος ευθύνης στο πρόσωπο του βοηθού και ιδίως πταίσμα 91
4. Συνάφεια με την εκπλήρωση 91
Γ. Συνέπειες 92
V. Ευθύνη του οφειλέτη για τον νόμιμο αντιπρόσωπό του 93
VI. Απαλλακτικές ρήτρες 93
VIΙ. Απαλλακτικές ρήτρες για αλλότριο πταίσμα 96
§ 6. Αποζημίωση και συναφείς ενοχές 103
Ι. Ζημία και αποζημίωση 105
ΙΙ. Διακρίσεις ζημίας και έκταση αποζημιώσεως 106
Α. Περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη 106
Β. Θετική ζημία και αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος 107
Γ. Ζημία συγκεκριμένη και αφηρημένη 108
Δ. Ζημία ενεστώσα και μέλλουσα 108
Ε. Πλήρης και περιορισμένη αποζημίωση 108
ΣΤ. Αυτούσια και χρηματική αποζημίωση 109
Ζ. Θετικό και αρνητικό διαφέρον 109
Η. Χρόνος υπολογισμού της ζημίας 111
Θ. Ποινική αποζημίωση 111
ΙΙΙ. Λοιπές προϋποθέσεις της ενοχής αποζημιώσεως 111
Α. Ο νόμιμος λόγος ευθύνης 111
Β. Αιτιώδης συνάφεια 112
1. Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (“ισοδυναμίας”) 112
2. Η θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας (“προσφορότητας”) 113
3. Η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου 113
4. Πρακτικά ζητήματα αιτιώδους συνδέσμου 114
IV. Συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους 115
V. Συντρέχον ή οικείο πταίσμα 117
VI. Ειδικές ενοχές μετά από τις διατάξεις για την αποζημίωση 119
A. Απόδοση δαπανών και δικαίωμα αφαιρέσεως 120
B. Η ενοχή λογοδοσίας (ΑΚ 303) 121
Γ. Ενοχή αποδόσεως ομάδας αντικειμένων (ΑΚ 304) 122
§ 7. Φυσιολογία της ενοχής - Εκπλήρωση της παροχής έως
την απόσβεση (ΑΚ 316 - 329) 125
Ι. Εκπλήρωση της παροχής έως την απόσβεση (ΑΚ 316-329) 127
ΙΙ. Εκπλήρωση από τρίτο 127
ΙΙΙ. Δικαίωμα τρίτου σε προσφορά και υποκατάσταση 128
ΙV. Δικαίωμα επισχέσεως 129
Α. Έννοια και νομική φύση 129
Β. Οι προϋποθέσεις 130
Γ. Ο αποκλεισμός 131
Δ. Αποτελέσματα 132
V. Μερική εκπλήρωση 132
VI. Τόπος παροχής 133
VII. Χρόνος παροχής 135
VIII. Η εκπλήρωση της παροχής σύμφωνα με την καλή πίστη (ΑΚ 288) 137
Α. Η ΑΚ 288 137
Β. H σχέση με άλλες διατάξεις 139
Γ. Οι συνέπειες εφαρμογής της καλής πίστης 140
§ 8. Ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής 147
Ι. Η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής 149
ΙΙ. Αδυναμία παροχής του οφειλέτη 150
Α. Έννοια και είδη 150
1. Φυσική και νομική αδυναμία 150
2. Αντικειμενική και υποκειμενική αδυναμία 150
3. Ηθική αδυναμία 151
4. Ολική και μερική αδυναμία 151
5. Οικονομική αδυναμία 151
6. Οριστική και παροδική ή προσωρινή αδυναμία 151
7. Αρχική και επιγενόμενη αδυναμία 152
Β. Οι συνέπειες της αδυναμίας ανά περίπτωση 152
1. Υπαίτια επιγενόμενη αδυναμία 152
2. Ανυπαίτια επιγενόμενη αδυναμία 153
3. Μερική επιγενόμενη αδυναμία 154
4. Υπαίτια αρχική αδυναμία 155
5. Ανυπαίτια αρχική αδυναμία 155
Γ. Σύμβαση για παροχή απαγορευμένη από το νόμο 156
Δ. Πλασματική αδυναμία 156
ΙΙΙ. Υπερημερία οφειλέτη 157
Α. Έννοια και προϋποθέσεις 157
Β. Συνέπειες της υπερημερίας οφειλέτη 159
Γ. Ειδικώς στις χρηματικές ενοχές 160
Δ. Συνέπειες της ανυπαίτιας καθυστέρησης 161
1. Χρηματικές ενοχές 161
2. Μη χρηματική παροχή 162
IV. Πλημμελής εκπλήρωση 163
Α. Προϋποθέσεις 164
Β. Συνέπειες 164
Γ. Πλημμελής εκπλήρωση στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις 165
V. Υπερημερία δανειστή 165
Α. Έννοια 165
Β. Προϋποθέσεις της υπερημερίας δανειστή 167
Γ. Συνέπειες της υπερημερίας δανειστή 169
Δ. Άρση της υπερημερίας δανειστή 171
§ 9. Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις - αρχές και ανώμαλη εξέλιξη 175
Ι. Aμφοτεροβαρείς συμβάσεις 177
ΙΙ. Η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 374 επ.) 178
Α. Έννοια και νομική φύση 178
Β. Προϋποθέσεις 179
Γ. Άσκηση και συνέπειες της ενστάσεως του μη εκπληρωθέντος
συναλλάγματος 182
ΙΙΙ. Σύμβαση για διαδοχικές τμηματικές παροχές (ΑΚ 386) 183
ΙV. Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών (ΑΚ 388) 185
Α. Σημασία και προϊστορία 185
Β. Προϋποθέσεις 186
1. Αμφοτεροβαρής σύμβαση 186
2. Μεταγενέστερη μεταβολή των συνθηκών 186
3. Έκτακτοι λόγοι 186
4. Υπέρμετρα επαχθής και ανεκτέλεστη παροχή 187
Γ. Συνέπειες 187
Δ. Η ΑΚ 388 ως διάταξη αναγκαστικού δικαίου 188
Ε. Η σχέση της ΑΚ 388 με την ΑΚ 288 188
ΣΤ. Η ΑΚ 388, το δικαιοπρακτικό θεμέλιο και η πλάνη
ως προς τα παραγωγικά αίτια 189
V. Ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις 190
Α. Ανυπαίτια αδυναμία παροχής (ΑΚ 380) 190
Β. Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του δανειστή 192
Γ. Ανυπαίτια αδυναμία παροχής
κατά τη διάρκεια της υπερημερίας δανειστή 192
Δ. Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του οφειλέτη 194
Ε. Υπερημερία οφειλέτη στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις 196
§ 10. Υπαναχώρηση και καταγγελία 205
Ι. Η συμβατική υπαναχώρηση και η μονομερής ανατροπή της συμβάσεως 206
ΙΙ. Η διάκριση σε συμβατική και νόμιμη υπαναχώρηση 207
Α. Η άσκηση της υπαναχωρήσεως και ο αποκλεισμός 208
Β. Αποτελέσματα της υπαναχωρήσεως 209
Γ. Υπαναχώρηση στην περίπτωση μη εκτέλεσης της σύμβασης 212
Δ. Υπαναχώρηση έναντι καταβολής ποινής 212
Ε. Ρήτρα έκπτωσης σε περίπτωση μη εκπλήρωσης 213
ΣΤ. Ρήτρα κράτησης της παροχής 213
Ζ. Υπαναχώρηση και συμβάσεις ακριβόχρονης εκτελέσεως 214
ΙΙΙ. Η καταγγελία 215
Α. Η έννοια και η νομική φύση 215
Β. Τα είδη της καταγγελίας 215
Γ. Η άσκηση της καταγγελίας 217
Δ. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας 217
§ 11. Ποινική ρήτρα 221
Ι. Η ενίσχυση της ενοχής 222
Α. Ποινική ρήτρα και αρραβώνας 222
Β. Ομοιότητες και διαφορές αρραβώνα και ποινικής ρήτρας 222
ΙΙ. Αρραβώνας 223
Α. Οι προϋποθέσεις συστάσεως του αρραβώνα 224
Β. Κατάπτωση του αρραβώνα 225
ΙΙΙ. Ποινική ρήτρα 225
Α. Προϋποθέσεις συστάσεως της ποινικής ρήτρας 226
Β. Κατάπτωση της ποινής και συνέπειες 227
IV. Μείωση της υπέρμετρης ποινικής ρήτρας 229
§ 12. Σύμβαση υπέρ τρίτου 233
Ι. Σύμβαση υπέρ και σε βάρος τρίτου 234
Α. Έννοια και διακρίσεις 234
Β. Σημασία 235
Γ. Η εκποιητική σύμβαση υπέρ τρίτου 235
ΙΙ. Συγγενείς έννοιες της συμβάσεως υπέρ τρίτου 236
Α. Η αντιπροσώπευση 236
Β. Σύμβαση με προστατευτική ενέργεια υπέρ τρίτου 236
Γ. Εκχώρηση 236
ΙΙΙ. Μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου 237
ΙV. Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου 237
Α. Σχέση υποσχεθέντος - δέκτη της υποσχέσεως 237
Β. Σχέση υποσχεθέντος - τρίτου 238
Γ. Σχέση δέκτη της υποσχέσεως - τρίτου 238
V. Η γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου ειδικότερα 238
A. Ο τρίτος και το δικαίωμά του 240
B. Η ανάκληση και η αποποίηση του δικαιώματος` 240
Γ. Ενστάσεις του υποσχεθέντος 241
VI. Σύμβαση σε βάρος τρίτου 243
§ 13. Καταβολή και λοιποί αποσβεστικοί λόγοι 247
Ι. Οι αποσβεστικοί λόγοι των ενοχών 249
ΙΙ. Καταβολή 249
Α. Έννοια και νομική φύση 249
Β. Προσήκουσα καταβολή 250
Γ. Καταβολή σε περίπτωση περισσοτέρων χρεών 253
Δ. Δικαίωμα για εξοφλητική απόδειξη
και απόδοση χρεωστικού εγγράφου 254
ΙΙΙ. Δημόσια κατάθεση και μεσεγγύηση 255
Α. Προϋποθέσεις 255
Β. Αποτελέσματα της δημόσιας καταθέσεως 257
Γ. Κινητό μη δεκτικό καταθέσεως 258
Δ. Μεσεγγύηση 259
ΙV. Δόση αντί καταβολής 261
V. Υπόσχεση αντί ή χάριν καταβολής 261
VI. Ανανέωση 262
VII. O συμψηφισμός 265
A. Έννοια και διακρίσεις 265
Β. Προϋποθέσεις 265
1. Αμοιβαιότητα των απαιτήσεων 266
2. Το ομοειδές των απαιτήσεων 267
3. Το ληξιπρόθεσμο των απαιτήσεων 267
4. Μη απαγόρευση συμψηφισμού 268
5. Πρόταση συμψηφισμού 269
Γ. Αποτελέσματα μονομερούς συμψηφισμού 271
VIII. Σύγχυση (confusio) 271
ΙX. Άφεση χρέους 272
X. Άλλοι αποσβεστικοί λόγοι της ενοχής 273
§ 14. Εκχώρηση απαιτήσεως 277
Ι. Γενικά για την μεταβίβαση της ενοχής 278
ΙΙ. Εκχώρηση απαίτησης 278
Α. Έννοια συμβατικής εκχωρήσεως 278
Β. Διάκριση από άλλες περιπτώσεις 279
Γ. Προϋποθέσεις της εκχωρήσεως 280
1. Απαίτηση 280
2. Σύμβαση μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα 281
3. Εκχωρητή απαίτηση 282
4. Η αναγγελία και οι συνέπειές της 283
Δ. Αποτελέσματα της εκχωρήσεως 286
1. Σχέσεις εκχωρητή - οφειλέτη 287
2. Σχέσεις εκδοχέα και οφειλέτη 287
3. Σχέσεις εκχωρητή - εκδοχέα 289
ΙΙΙ. Η καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεως 291
ΙV. Μεταβίβαση άλλων δικαιωμάτων 292
§ 15. Αναδοχή χρέους 297
Ι. Αναδοχή χρέους 298
ΙΙ. Στερητική αναδοχή 299
A. Προϋποθέσεις 299
Β. Νομική φύση 299
Γ. Συνέπειες 300
ΙII. Σωρευτική αναδοχή 301
ΙV. Εκποίηση ενυποθήκου και αναδοχή 302
V. Υπόσχεση ελευθερώσεως (ΑΚ 478) 303
VI. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης (ΑΚ 479) 304
Α. Προϋποθέσεις 304
1. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης 304
2. Μεταβίβαση κάθε στοιχείου 305
Β. Συνέπειες 306
VII. Μεταβίβαση ενοχικής σχέσης 307
§ 16. Πολυπρόσωπες ενοχές 313
Ι. Έννοια 314
ΙΙ. Διηρημένη ενοχή 315
ΙΙΙ. Ενοχή εις ολόκληρον 317
Α. Οφειλή εις ολόκληρον 317
Β. Απαίτηση εις ολόκληρον 319
IV. Αδιαίρετη ενοχή 319
A. Eνεργητική αδιαίρετη ενοχή 319
B. Παθητική αδιαίρετη ενοχή 320
V. Κοινή ενοχή 321
VI. Η λειτουργία της ενοχής εις ολόκληρον 321
A. Γεγονότα αντικειμενικά και υποκειμενικά 321
B. Σχέσεις των περισσοτέρων υποκειμένων - Αναγωγή 324
§ 17. Αδικαιολόγητος πλουτισμός 331
Ι. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού 333
Α. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος 333
Β. Σχέση με την αποζημίωση 333
Γ. Χαρακτηριστικά της αξιώσεως 334
Δ. Παραγραφή 335
Ε. Παραπομπή στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού 336
ΙΙ. Προϋποθέσεις της αξιώσεως 336
Α. Πλουτισμός του λήπτη 336
Β. Πλουτισμός από την περιουσία ή με ζημία του δικαιούχου 337
Γ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας 338
Δ. Η έλλειψη νόμιμης αιτίας - Τι αποτελεί νόμιμη αιτία 339
1. Βούληση που στηρίζεται σε έγκυρη σύμβαση 340
2. Το αντάλλαγμα εκ μέρους του πλουτήσαντος 340
3. Ο νόμος ως νόμιμη αιτία 342
4. Ενδεικτικές περιπτώσεις ελλείψεως νόμιμης αιτίας 342
α. Αχρεώστητη παροχή 342
β. Παροχή που δεν επακολούθησε 343
γ. Παροχή για αιτία που έληξε 343
δ. Παροχή για αιτία παράνομη ή ανήθικη 343
ΙΙΙ. Αδικαιολόγητος πλουτισμός με ανάμειξη τρίτου προσώπου 344
ΙV. Ευθύνη του λήπτη - Υποχρέωση αποδόσεως πλουτισμού 345
V. Η απόσβεση της υποχρέωσεως αποδόσεως 347
VI. Η επαύξηση της ευθύνης του λήπτη - Ο κρίσιμος χρόνος 347
VII. Η ευθύνη του τρίτου 349
§ 18. Αδικοπραξίες 353
Ι. Έννοια 355
Α. Αδικοπραξία και αστικό αδίκημα 355
Β. Αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη 357
ΙΙ. Οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης 359
Α. Το παράνομο 360
Β. Η άρση του παρανόμου 361
Γ. Η υπαιτιότητα και η ικανότητα για καταλογισμό 362
ΙΙΙ. Το περιεχόμενο της αδικοπρακτικής ευθύνης 363
Α. Η αξίωση αποζημιώσεως 363
Β. Η αξίωση για παράλειψη 364
Γ. Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης 365
Δ. Θανάτωση προσώπου 367
Ε. Βλάβη του σώματος ή της υγείας 369
ΣΤ. Τρόπος καταβολής της αποζημιώσεως 371
Ζ. Παράλληλη υποχρέωση τρίτων προς αποζημίωση 372
IV. Η ανήθικη βλάβη (ΑΚ 919) 372
V. Ειδικά θέματα 374
Α. Δυσφημητικές διαδόσεις (ΑΚ 920) 374
Β. Η ευθύνη του προστήσαντος 375
Γ. Η ευθύνη του εποπτεύοντος 376
Δ. Ευθύνη του κατόχου ζώου 378
Ε. Ευθύνη από πτώση κτίσματος ή άλλου έργου 379
ΣΤ. Παράνομη αφαίρεση πράγματος 380
VI. Ζημία από περισσοτέρους 381
VII. Η παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία 384
VIII. Αστικά αδικήματα με βάση ειδικούς νόμους 386
Α. Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες 387
B. Ευθύνη του ιδιοκτήτη εντύπου,
τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού 388
Γ. Ευθύνη από την παράβαση της προστασίας
των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 389
ΙΧ. Η ευθύνη από διακινδύνευση 391
Α. Η ευθύνη από αυτοκίνητο 391
Β. Η ευθύνη του παραγωγού τυποποιημένων προϊόντων 393
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ 403
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 413
Σελ. 1
§ 1. Eισαγωγή στο Ενοχικό Δίκαιο
Γενική Βιβλιογραφία Ενοχικού Δικαίου (επιλογή)
Απ. Γεωργιάδη/Μιχ. Σταθόπουλου, ΑΚ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τ. 2 (Γενικό Ενοχικό), 1979, τ. 3 (Ειδικό Ενοχικό Ι), 1980, τ. 4 (Ειδικό Ενοχικό ΙΙ), 1982· Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος 2. έκδ. 2015 (παραπ. ως Γεωργιάδης), Ειδικό Μέρος τ. Ι, 2004, τ. ΙΙ, 2007· Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2η έκδ. 2024· ο ίδιος, ΣΕΑΚ Ι, 2010, 2η έκδ. 2023· Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, ΙΙ, 5. έκδ. 2007, ΕρμΑΚ (Ερμηνεία Αστικού Κώδικος), τ. ΙΙ, Ενοχικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, 1949-1954· Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο 3η έκδ. 2023 · Aλ. Λιτζερόπουλος, Στοιχεία Ενοχικού Δικαίου (Πανεπιστημιακές παραδόσεις), τεύχ. α ,1968 και τεύχ. β, 1960 (παραπέμπεται ως Λιτζερόπουλος)· Γ. Μπαλής, Ενοχικόν Δίκαιον (κατά τον Κώδικα), 3. έκδ. (ανατύπωσις 1969)· Μιχ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5. έκδ., 2018 (παραπέμπεται ως Σταθόπουλος)· Ι. Σπυριδάκης, Ενοχικό δίκαιο, 2η έκδ., 2018· Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 6. έκδ., 2011, Ειδικό Μέρος, 10. έκδ., 2011.
BambergerKommentar, Bürgerliches Gesetzbuch, B.1, 5. έκδ. 2023· Erman BGB Kommentar B. I, 17. έκδ. 2023· Münchener-Kommentar, Bürgerliches Gesetzbuch, Schuldrecht, Allgemeiner Teil, B. 2-3 9. έκδ. (2022)· Medicus/Lorenz, Schuldrecht I, Allgemeiner Teil, 22. έκδ. (2021) Schuldrecht II, Besonderer Teil, 18. έκδ. 2018 (παραπέμπεται ως Medicus/Lorenz I, II).
Ειδική Βιβλιογραφία Εισαγωγής
Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Ι 2η έκδ. (2023), Εισαγωγή στο Ενοχικό Δίκαιο· Δωρής, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988· Ζερβογιάννη, ΣΕΑΚ Ι, άρθρ. 361-373· Ξυπολιάς, Η αναγκαστική σύμβασις, 1971· Παπανικολάου, Κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας, 1986· Παπαντωνίου, Η ελευθερία των συμβάσεων εις το σύγχρονον δίκαιον, ΕΕΝ 1965, 301· Παπαστερίου, Κοινωνικός ανθρωπισμός και Ενοχικόν δίκαιον, 1976· Σούρλας, ΕρμΑΚ, Εισαγ άρθρ. 361-373· Σπυριδάκης, Δεοντολογία και οντολογία της δικαιοπρακτικής ελευθερίας, ΝοΒ 2018, 1189· Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στο Ενοχικό Δίκαιο, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρ. 361-373, άρθρ. 361-365· Φραγκίστας, ΕρμΑΚ Γενική Εισαγωγή εις το Ενοχικόν Δίκαιον.
Διάγραμμα
Ι.΄Εννοια και σημασία του Ενοχικού Δικαίου
Α. Έννοια 1-4
Β. Σημασία 5-7
Γ. Γνωρίσματα 8-11
Δ. Πηγές 12
ΙΙ. Οι θεμελιώδεις αρχές του Ενοχικού Δικαίου 13-14
Α. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων
1. Σημασία και έκταση 15-18
2. Οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας 19-22
Σελ. 2
Β. Η αρχή της ευθύνης από υπαιτιότητα 23-25
Γ. Η αρχή της καλής πίστης 26-30
Δ. Η αρχή της προστασίας του οικονομικώς ασθενεστέρου 31-34
Παραδείγματα προς επεξεργασία
1.Ο Α πωλεί το ποδήλατό του στον Β και συμφωνεί μαζί του να μη φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί από αυτό. Λίγο μετά ο Β τραυματίζεται διότι το ποδήλατο είχε ελαττωματικά φρένα και αυτός το αγνοούσε. Ευθύνεται ο Α;
2.O A εκμισθώνει στον Β ένα διαμέρισμα αντί μισθώματος 200 Ευρώ. Αμέσως μετά όμως μετανιώνει και αρνείται να παραδώσει στον Β τα κλειδιά του διαμερίσματος. Ορθά;
Ι.΄Εννοια και σημασία του Ενοχικού Δικαίου
Α. Έννοια
1 Το Ενοχικό Δίκαιο μας συνοδεύει συνεχώς, από τότε που αρχίζει η ημέρα μας. Για παράδειγμα, ο φοιτητής Νομικής Α ετοιμάζεται νωρίς για να προλάβει τις παραδόσεις του εξαμήνου. Επειδή θεωρεί ορθό να ξεκινήσει με το πρωϊνό του, βλέπει ότι το ψυγείο είναι σχεδόν άδειο και τρέχει να αγοράσει γάλα και αυγά από το παντοπωλείο της γωνίας. Επιστρέφοντας, συναντά στις σκάλες τον σπιτονοικοκύρη του που του ζητεί το ενοίκιο του μηνός. Για να μην αργήσει στο μάθημα, παίρνει ταξί. Δυστυχώς ο ταξιτζής οδηγεί κάπως απρόσεκτα και τραυματίζει ελαφρά τον ηλικιωμένο Χ. Στο διάλειμμα ο Α επισκέπτεται με τους φίλους του το κυλικείο για καφέ και τυρόπιτα. Και ακόμα δεν είναι μεσημέρι. Βλέπουμε συνεπώς ότι σε μια διαδρομή ολίγων ωρών, ο Α έχει συνάψει ορισμένες συμβάσεις, από τις οποίες μπορεί να απαιτήσει κάτι, όπως το γάλα από τον παντοπώλη ή τη μεταφορά στη Σχολή του από τον ταξιτζή ή τον καφέ από τον υπεύθυνο του κυλικείου, αλλά συγχρόνως έχει υποχρέωση και να δώσει, για παράδειγμα, να πληρώσει το γάλα, τον ταξιτζή, τον καφέ. Ως προς το ενοίκιο (μίσθωμα) εξοφλεί μία υποχρέωση που απορρέει από μια παλαιότερη σύμβαση.
2 Από το παραπάνω ιστορικό βλέπουμε ότι από τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πηγάζουν διάφορες υποχρεώσεις, οι οποίες ονομάζονται ενοχές. Και μάλιστα όχι μόνον από σύμβαση, αλλά και από τον νόμο που αποδοκιμάζει τη μη προσεκτική συμπεριφορά που προξενεί ζημία, όπως η ενοχή του ταξιτζή να αποζημιώσει τον Χ. Ακριβώς με αυτές τις ενοχές ασχολείται το Ενοχικό Δίκαιο, το οποίο είναι το Δίκαιο των ενοχών, όχι των ενόχων με τους οποίους ασχολείται το Ποινικό Δίκαιο. Μάλιστα το Ενοχικό Δίκαιο ρυθμίζεται στο δεύτερο τμήμα (=“βιβλίο”) του ΑΚ, το οποίο αρχίζει με την ΑΚ 287, κατά την οποία ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο προς παροχή. Η ενοχή λοιπόν είναι μια υποχρέωση και συνδέει τον οφειλέτη που υποχρεούται με τον δανειστή που απαιτεί.
Σελ. 3
3 Το Ενοχικό Δίκαιο διαιρείται νοητώς στο Γενικό και στο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο. Το πρώτο (ΑΚ 287- 495) ρυθμίζει την αφηρημένη ενοχή και μάλιστα τα είδη των ενοχών, την ομαλή και την ανώμαλη εξέλιξή της, όταν δηλαδή αφενός εξελίσσεται ομαλά και εκπληρώνεται και αφετέρου όταν δεν εξελίσσεται ομαλά και πρέπει να ρυθμισθούν οι συνέπειες. Εκτός από αυτό, εδώ προβλέπεται η σπουδαία για την εκπλήρωση αρχή της καλής πίστης και η ενοχή της αποζημιώσεως, διότι πολλές φορές από την αρχή ή από ένα σημείο και μετά, το Ενοχικό δίκαιο ασχολείται με την αποκατάσταση της ζημίας. Αλλά πρέπει να ρυθμισθούν και άλλα ζητήματα της ενοχής, όπως η ενίσχυσή της, η συμμετοχή τρίτων, η μεταβίβαση της ενοχής, είτε από την πλευρά του δανειστή είτε του οφειλέτη και οι ενοχές με περισσότερα πρόσωπα που λέγονται πολυπρόσωπες.
4 Το Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο (ΑΚ 496-946) ασχολείται με επώνυμες συμβάσεις, δηλαδή συμβάσεις συνήθεις και σημαντικές στις οποίες τα ουσιώδη γνωρίσματα προσδιορίζονται από τον ίδιο το νόμο, όπως η πώληση. Αλλά και ενοχές από τον νόμο, όπως η αδικοπραξία και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός ρυθμίζονται στο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο. Συνηθίζεται όμως παραδοσιακά να εξετάζονται οι τελευταίες μαζί με το Γενικό Ενοχικό, διότι ή έχουν πολλά θέματα αποζημιώσεως ή συνοδεύουν την εξέλιξη της βασικής ενοχικής σχέσης.
Β. Σημασία
5 Το Ενοχικό Δίκαιο ρυθμίζει έννομες σχέσεις που εξυπηρετούν την διακίνηση και ανταλλαγή αγαθών ή την αποκατάσταση ζημιών ή την επιστροφή μετακινήσεων που δεν είχαν νόμιμη αιτία. Για το λόγο αυτό συμβαδίζει με την πρόοδο και την εξέλιξη της οικονομίας ως κινητήριος μοχλός. Είναι δηλαδή το δίκαιο των συναλλαγών και της αποζημιώσεως. Δικαίως θεωρείται ο σημαντικότερος κλάδος του περιουσιακού δικαίου. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι η αίγλη του Αστικού Δικαίου κυρίως πρέπει να αποδοθεί στο Ενοχικό Δίκαιο.
6 Λόγω της γενικής, ουδέτερης και αφηρημένης διατυπώσεως των διατάξεων του Ενοχικού Δικαίου, αυτές προσαρμόζονται στο οικονομικό σύστημα και έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Στην προσαρμοστικότητα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο κοινωνικός χαρακτήρας τον οποίο προσδίδουν οι γενικές ρήτρες. Η ηθική της ιδιωτικής αυτονομίας συνδέεται με την ηθική του κοινωνικού κράτους και το Ενοχικό Δίκαιο υπηρετεί το πνεύμα αυτό που κάθε άλλο παρά μονοδιάστατο είναι.
7 Στον ΑΚ καταρχάς ενοχικές σχέσεις συναντώνται σε όλα τα τμήματα, για παράδειγμα, η αποκατάσταση δαπανών από τον κύριο στο νομέα στο Εμπράγματο δίκαιο ή η αξί-
Σελ. 4
ωση συμμετοχής στα αποκτήματα στο Οικογενειακό Δίκαιο. Η σημασία του Ενοχικού Δικαίου εκτείνεται και σε κλάδους που έχουν αυτονομηθεί εκτός του Αστικού Δικαίου, όπως το εργατικό δίκαιο που ρυθμίζει ενοχικές σχέσεις από τη σύμβαση εργασίας και το εμπορικό δίκαιο και ακόμη περαιτέρω στο Δημόσιο Δίκαιο, όπου υπάρχει η διοικητική σύμβαση. Συνεπώς το Ενοχικό Δίκαιο αποτελεί πρότυπο για τους υπόλοιπους κλάδους δικαίου.
Γ. Γνωρίσματα
8 Το Ενοχικό Δίκαιο διακρίνεται για τη δυναμική του φυσιογνωμία, σε αντίθεση με άλλους κλάδους που θεωρούνται στατικοί, όπως το Κληρονομικό Δίκαιο. Αυτό συμβαίνει επειδή και η ενοχή δεν είναι στάσιμη σχέση, αλλά γεννάται για να πεθάνει. Εκτός από δυναμικό δίκαιο, θεωρείται το βασίλειο του ενδοτικού δικαίου, διότι είναι κατεξοχήν το δίκαιο των συμβάσεων και οι συμβάσεις διέπονται από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Ωστόσο οι συμβαλλόμενοι έχουν όρια στην ελευθερία αυτή και κανόνες αναγκαστικού δικαίου συναντώνται και στο ενοχικό δίκαιο, όταν είναι αναγκαίο για την άρση αδικιών, την εφαρμογή της καλής πίστης και την αποφυγή προφανούς δυσαναλογίας σε βάρος του ασθενεστέρου. Για παράδειγμα, η ΑΚ 409 για τη μείωση της υπέρμετρης ποινικής ρήτρας.
9 Έτσι στο παράδειγμα 1 της εισαγωγής, οι κανόνες του Ενοχικού Δικαίου ανήκουν κατά κανόνα στο ενδοτικό δίκαιο και οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετικά, όπως να μη φέρει ευθύνη ο οφειλέτης, αντίθετα από ό,τι ορίζουν οι ΑΚ 330, 335. Στην ελευθερία αυτή υπάρχουν όμως όρια για λόγους προστασίας των συμβαλλομένων και μάλιστα του ασθενεστέρου από αυτούς. Οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν απαλλαγή από την ευθύνη, αλλά όχι όταν αυτή αναφέρεται στην προσβολή αγαθών της προσωπικότητας, όπως η υγεία (ΑΚ 332 § 2 εδ. 2 περ. δ). Συνεπώς ο Α ευθύνεται.
10 Το Ενοχικό δίκαιο διακρίνεται και από τάση διεθνοποιήσεως για να προσαρμόζεται στις διεθνείς συναλλαγές. Για να διευκολύνεται η διακίνηση των αγαθών οι διεθνείς συναλλαγές επιδιώκουν την ομοιομορφία των κανόνων που τις διέπουν και την προσέγγιση των κανόνων αγγλοαμερικανικού και ηπειρωτικού δικαίου που δεν είναι πάντοτε ευχερής, αφού το αγγλοαμερικανικό δίκαιο είναι εχθρικό προς την καλή πίστη, στην οποία στηρίζεται το Ενοχικό μας δίκαιο. Υπόδειγμα τέτοιας προσεγγίσεως αποτελεί η Σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών (ν. 2532/1997).
11 Μεγάλη είναι ακόμη η σημασία του Ενοχικού Δικαίου ως δικαίου των συμβάσεων για το ενωσιακό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που προσπαθεί να εναρμονίσει τις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών - μελών.
Σελ. 5
Δ. Πηγές
12 Όπως τονίσθηκε, το Ενοχικό Δίκαιο είναι το δεύτερο βιβλίο του Αστικού μας Κώδικα. Ζητήματα όμως Ενοχικού δικαίου ρυθμίζονται και τους υπόλοιπους κλάδους, αλλά και σε ειδικούς νόμους, όπως ο ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή ή ο ν. ΓϡΝ/2011 για την ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα. Οι διατάξεις του ΑΚ αποτελούν κωδικοποίηση β.ρ.δ. με κύρια πρότυπα ξένων κωδικοποιήσεων τον ΓερμΑΚ και τον Ελβετικό Κώδικα Ενοχών. Πάντως η κωδικοποίηση, με εισηγητή τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο και τελικό επεξεργαστή τον Γεώργιο Μπαλή, περιείχε ικανά στοιχεία ανεξαρτησίας και πρωτοτυπίας, όπως η πρωτοποριακή για την εποχή της διάταξη της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών (ΑΚ 388).
ΙΙ. Οι θεμελιώδεις αρχές του Ενοχικού Δικαίου
13 Θεμελιώδεις αρχές θεωρούνται οι κανόνες που διατρέχουν το Ενοχικό δικαιο και είτε καθιερώνονται ρητώς είτε συνάγονται ερμηνευτικά. Κατευθύνουν τον ερμηνευτή ιδίως στην ανεύρεση του τέλους, του σκοπού του κανόνα δικαίου, βοηθούν στην πλήρωση των κενών και στην εξειδίκευση των γενικών ρητρών, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια του δικαίου. Κατά μία άποψη θεμελιώδεις αρχές είναι η τήρηση των συμφωνηθέντων ή του σεβασμού των συμβάσεων, η αποκατάσταση της ζημίας του παρανόμως ζημιωθέντος και η απαγόρευση του εις βάρος άλλου, αδικαιολόγητου πλουτισμού.
14 Θεμελιώδεις αρχές θεωρούνται γενικώς η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, η αρχή της καλής πίστης, η αρχή της ευθύνης και η αρχή της εύνοιας προς τον οικονομικώς ασθενέστερο.
Α. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων
1. Σημασία και έκταση
15 Η αρχή αυτή στηρίζεται στη συνταγματικώς προστατευόμενη αρχή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (Συντ 5 § 1) και στην ΑΚ 361 και στηρίζεται στην γενικότερη αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι αρμόδιος να αναπτύσσει την προσωπικότητά του και να αποφασίζει για τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις του. Η ιδιωτική αυτονομία περιλαμβάνει και άλλες ελευθερίες, όπως η ελευθερία διαθέσεως της περιουσίας μετά τον θάνατο, η ελευθερία της εργασίας (Συντ 22) και η ελευθερία της ιδιοκτησίας (Συντ 17-18).
Σελ. 6
16 Η ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει ότι οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να αποφασίσουν αν και με ποιον θα συμβληθούν, καθώς και ποιο περιεχόμενο θα δώσουν στη σύμβαση, αρχικώς ή τροποποιώντας μια προγενέστερη σύμβαση, αρκεί να μην αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου (ΑΚ 174) ή στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178). Εξαιτίας της οι περισσότεροι κανόνες του Ενοχικού δικαίου είναι ενδοτικού δικαίου, δηλαδή οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν αλλιώς. Για παράδειγμα, ότι το μίσθωμα καταβάλλεται από την αρχή του μηνός που τροποποιεί την ΑΚ 595 εδ. 2.
17 Περιλαμβάνει, όπως τονίσθηκε, την ελευθερία συνάψεως ή μη μιας συμβάσεως και επιλογής του αντισυμβαλλομένου, η οποία λέγεται και εξωτερική ελευθερία, καθώς και διαμορφώσεως του περιεχομένου, η οποία λέγεται εσωτερική ελευθερία. Έτσι μπορούν οι συμβαλλόμενοι να διαμορφώνουν το περιεχόμενο ακολουθώντας όχι μια επώνυμη σύμβαση, αλλά ένα νέο τύπο συμβάσεως. Η συμβατική ελευθερία περιλαμβάνει και την ελευθερία τηρήσεως τύπου (ΑΚ 158), την κατάρτιση δηλαδή της δικαιοπραξίας χωρίς να τηρηθεί τύπος.
Αντιστρόφως, η ελευθερία των συμβάσεων περιλαμβάνει και τη δεσμευτικότητα των συμβαλλομένων από τη σύμβαση που συνήψαν, σύμφωνα με την αρχή της τήρησης των συμφωνηθέντων (“pacta sunt servanda”). Έτσι στο παράδειγμα 2, ο Α ήταν ελεύθερος να συνάψει ή μη τη μίσθωση με τον Β. Αφού όμως τη συνήψε, δεσμεύεται από αυτή και ο Β μπορεί να στραφεί εναντίον του.
18 Νομοθετικό έρεισμα θεωρείται, όπως ήδη τονίσθηκε, η ΑΚ 361, κατά την οποία για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει αυτό που προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα ως εκδήλωση της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας. Κατά την ΑΚ 361 η σύμβαση είναι αφενός απαραίτητη για τη δημιουργία ενοχών = υποχρεώσεων, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, δηλαδή κατ’εξαίρεση συστήνονται αλλιώς ενοχές, όπως για παράδειγμα με μονομερή δικαιοπραξία. Αφετέρου, η σύμβαση αρκεί και δεν απαιτείται κάτι επιπλέον.
2. Οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας
19 Η συμβατική ελευθερία δεν είναι απεριόριστη, άλλωστε το άρθρ. 5 § 1 Συντ ορίζει ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Έτσι περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα που κατοχυρώνει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Μάλιστα σήμερα γίνεται δεκτή η λεγόμενη άμεση τριτενέργεια των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, δηλαδή η συνταγματική τους προστασία ισχύει άμεσα και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (Συντ 25 § 1 εδ. γ). Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις του Συντάγματος στις μεταξύ τους σχέσεις, ιδίως
Σελ. 7
όταν υπάρχει κενό λόγω αντισυνταγματικότητας και όταν η ρύθμιση κρίνεται ελλιπής. Αλλά και η ερμηνεία των γενικών ρητρών συγκεκριμενοποιείται με αναφορά στις θεμελιώδεις αξίες του Συντάγματος.
20 Περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας υλοποιείται στις λεγόμενες αναγκαστικές συμβάσεις, δηλαδή στις συμβάσεις όπου δεν υπάρχει ελευθερία συνάψεως ή επιλογής αντισυμβαλλομένου. Για παράδειγμα, μια εταιρεία υδρεύσεως δεν μπορεί να αρνηθεί τη σύναψη συμβάσεως υδροδοτήσεως με συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο. Από την άλλη μεριά, η εταιρεία επιβάλλει τους όρους της στον αντισυμβαλλόμενο που δεν επέλεξε και αυτός δεν διαπραγματεύεται τους όρους, αλλά προσχωρεί σε αυτούς. Δηλαδή η αναγκαστική σύμβαση για τον ισχυρότερο, γίνεται σύμβαση προσχωρήσεως για τον ασθενέστερο.
21 Το τελευταίο ζήτημα της μη διαπραγματεύσεως των όρων είναι πολύ σύνηθες στις συμβάσεις που περιέχουν προδιατυπωμένους όρους που προορίζονται για αόριστο αριθμό αντισυμβαλλομένων, οι οποίοι ούτε τους διαπραγματεύονται ούτε επηρεάζουν του περιεχόμενό τους. Οι όροι αυτοί είναι οι λεγόμενοι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών (ΓΟΣ) και ο νομοθέτης πρέπει να επέμβει και να ρυθμίσει αντιστρόφως τον περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας. Όταν η σύμβαση είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε οι όροι της να περιέχουν σημαντική δυσαναλογία υπέρ του ισχυροτέρου που επέβαλε τους όρους, οι όροι αυτοί είναι άκυροι (κυρίως άρθρ. 2 §§ 6 και 7 Ν 2251/1994).
22 Περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας περιέχουν και όσες διατάξεις καθιερώνουν τον νόμιμο συστατικό τύπο για τη σύναψη της δικαιοπραξίας (ΑΚ 159), αλλά και οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, διότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν αλλιώς. Περιορισμοί απορρέουν επίσης και από τα λεγόμενα “εγγενή όρια της συμβατικής ελευθερίας”, δηλαδή τα όρια που τίθενται από το σκοπό και τη λειτουργία της και αποτυπώνονται συνήθως σε γενικές ρήτρες όπως η καλή πίστη (ΑΚ 200, 281, 288) και τα χρηστά ήθη (ΑΚ 178). Με βάση αυτά τα όρια, η συμβατική ελευθερία δεν γίνεται πρόσχημα για την κατάλυση της ίδιας της συμβατικής ελευθερίας. Γενικότερα οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στην πραγματικότητα διαφυλάσσουν την ελευθερία η οποία αλλιώς θα ήταν ανέλεγκτη. Για το λόγο αυτό έχει προσφυώς τονισθεί ότι η ιστορία της συμβατικής ελευθερίας είναι στην πραγματικότητα ιστορία των περιορισμών της.
Β. Η αρχή της ευθύνης από υπαιτιότητα
23 Αρχή της ευθύνης σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος φέρει τις δυσμενείς συνέπειες των πράξεών του. Η ευθύνη μπορεί να πηγάζει από σύμβαση, οπότε σημαίνει ότι ο άν-
Σελ. 8
θρωπος είναι υποχρεωμένος να τηρεί και να εκπληρώνει τις συμβατικές υποχρεώσεις του και να αποκαθιστά τη ζημία που ανακύπτει από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων. Η δεσμευτικότητα ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων (pacta sunt servanda) είναι η άλλη όψη της αρχής της συμβατικής ελευθερίας.
24 H ευθύνη μπορεί να πηγάζει από παράνομη πράξη που προκάλεσε ζημία, οπότε είναι ευθύνη αδικοπρακτική. Και η συμβατική, αλλά και η αδικοπρακτική ευθύνη είναι ευθύνη κατά κανόνα υποκειμενική, στηρίζεται δηλαδή στην υπαιτιότητα. Η άνευ υπαιτιότητας, αντικειμενική ευθύνη, αποτελεί την εξαίρεση. Για παράδειγμα, αντικειμενική θεωρείται η ευθύνη από πτώση κτίσματος (ΑΚ 925).
25 Μπορεί ακόμη να απορρέει από περιουσιακή μετακίνηση χωρίς νόμιμη αιτία, οπότε δημιουργείται ευθύνη προς απόδοση του πλουτισμού, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Γ. Η αρχή της καλής πίστης
26 Κατά την ΑΚ 288, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Η διάταξη έρχεται αμέσως μετά τον ορισμό της ενοχής και δηλώνει τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης στην καλή πίστη. Η αρχή αυτή είναι πολύ ευρύτερη από τη διατύπωση της ΑΚ 288. Δεν αναφέρεται μόνον στην εκπλήρωση υποχρεώσεων, αλλά διέπει και τα δικαιώματα, άρα και τη συμπεριφορά του δανειστή. Δεν περιορίζεται μόνον στην ενοχή, αλλά διατρέχει όλο το δίκαιο, ιδιωτικό και δημόσιο, αστικό και δικονομικό.
27 Υποστηρίχθηκε ότι υπό γενικότερη διατύπωση που αναφέρεται στην άσκηση των δικαιωμάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, η αρχή έπρεπε να περιλαμβάνεται στις Γενικές Αρχές. Αλλά οι Γενικές Αρχές περιέχουν την καλή πίστη και στην απαγόρευση καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281) και στην ερμηνεία των δικαιοπραξιών (ΑΚ 200). Μαζί με την ΑΚ 288 όλες αυτές οι διατάξεις που αλληλοσυμπληρώνονται περιέχουν την αντικειμενική καλή πίστη, δηλαδή την ευθύτητα και εντιμότητα των συναλλαγών, η οποία στηρίζεται και σε συνταγματικά θεμέλια, όπως είναι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (Συντ 2 § 1) και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (Συντ 5 § 1).
28 Σκοπός της καλής πίστης είναι η εξισορρόπηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων, έτσι ώστε να αποφεύγονται προφανείς αδικίες και να ομαλοποιείται η κοινωνική συμβίωση. Η καλή πίστη ενεργεί αμφιμερώς και στοχεύει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων και στην άσκηση των δικαιωμάτων που θα λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα της άλλης πλευράς. Βεβαίως ως αόριστη έννοια, θα εξειδικευθεί από τον δικαστή, όχι όμως αυθαίρετα, αλλά αντικειμενικά. Δεν ανατρέπει το νόμο, προλαμβάνει τις διαστρεβλώσεις της εφαρμογής του νόμου.
Σελ. 9
29 Συνήθως η καλή πίστη διαστέλλει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη ή συστέλλει τα δικαιώματα του δανειστή και παρέχει στον αντίδικο του δικαιούχου τη δυνατότητα να προβάλει ένσταση. Ο ίδιος ο ισχυρισμός για αντίθεση στην ΑΚ 288 αποτελεί καταχρηστική ένσταση που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από το υλικό της δικογραφίας.
30 Ειδική εφαρμογή της καλής πίστης είναι η προστασία της ευλόγως δημιουργηθείσας εμπιστοσύνης στη συμπεριφορά ενός προσώπου, γνωστή ως αρχή της πρστασίας της εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα, η ΑΚ 426 για τον κομιστή έγγραφης εξοφλητικής αποδείξεως, ο οποίος επειδή έχει την απόδειξη, θεωρείται ότι έχει εξουσιοδοτηθεί να εισπράξει το ποσό της αποδείξεως.
Δ. Η αρχή της προστασίας του οικονομικώς ασθενεστέρου
31 Η αρχή αυτή παλαιότερα είχε τη μορφή της εύνοιας προς τον οφειλέτη, ο οποίος εθεωρείτο κατά τεκμήριο ο ασθενέστερος συμβαλλόμενος. Κατά συνέπεια, η εύνοια προς τον οφειλέτη ήταν έκφραση ανθρωπιστικών και κοινωνικών λύσεων. Η εύνοια προς τον οφειλέτη εκφράζεται είτε με κανόνες αναγκαστικού δικαίου που προφυλάσσουν από την απληστία (ΑΚ 294, 388, 409) είτε με κανόνες ενδοτικού δικαίου που ισχύουν εάν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς. Διατάξεις που περιέχουν αυτή την εύνοια, από τη δεύτερη κατηγορία είναι για παράδειγμα η ΑΚ 320 § 1 για την κατοικία ή επαγγελματική εγκατάσταση του οφειλέτη ως τόπο εκπληρώσεως της παροχής και η ΑΚ 305 για το δικαίωμα επιλογής στη διαζευκτική ενοχή.
32 Ο οφειλέτης όμως δεν είναι πάντοτε ο οικονομικός ασθενέστερος, άλλωστε στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ο κάθε οφειλέτης είναι συγχρόνως και δανειστής. Συνεπώς είναι αναγκαίο να αντικατασταθεί η εύνοια προς τον οφειλέτη με την προστασία του οικονομικώς ασθενεστέρου. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τις γενικές ρήτρες, όπως για παράδειγμα με την ΑΚ 388, οι οποίες δίδουν την ευκαιρία στο δικαστήριο να αναπροσαρμόσει μία σύμβαση όταν η εκπλήρωση παρίσταται εξαιρετικά επαχθής για το ένα μέρος. Η διατάραξη της ισορροπίας- και η αντίστοιχη διόρθωση - μπορεί να αφορά είτε τον οφειλέτη είτε τον δανειστή.
33 Η προστασία του οικονομικώς ασθενεστέρου ευρίσκει σύγχρονη έκφραση και στην προστασία του καταναλωτή. Η ανάγκη προστασίας ανέκυψε με την εξέλιξη της οικονομίας, τη διάδοση συμβάσεων με προδιατυπωμένους όρους και τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος ή από απόσταση στις οποίες ο άπειρος καταναλωτής είναι εκτεθειμένος είτε σε μία σύμβαση που έγινε χωρίς να συμβάλει στη
Σελ. 10
διατύπωση των όρων της είτε σε μια «φιλική» επίθεση εκ μέρους του προμηθευτή. Η προστασία του καταναλωτή υλοποιείται νομοθετικά κυρίως με το Ν 2251/1994 (κωδικοποιήθηκε με την ΥΑ 5338/2018 που περιέλαβε τις τροποποποιήσεις του Ν 4512/2018), που περιέχει ένα πλέγμα διατάξεων προστασίας του καταναλωτή. Για παράδειγμα, κατά το άρθρ. 2 § 4, Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
34 Συνεπώς γίνεται φανερό ότι το Ενοχικό Δίκαιο διέπεται από την αρχή της προστασίας του οικονομικώς ασθενεστέρου, είτε οφειλέτη είτε δανειστή, που αντικατέστησε την αρχή της εύνοιας προς τον οφειλέτη, όταν έγινε φανερό ότι ο οφειλέτης δεν είναι πάντοτε ο ασθενέστερος. Η αρχή αυτή βρίσκει σύγχρονη έκφραση στην προστασία του καταναλωτή. Γενικότερα εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα που πρέπει να διέπει και το περιουσιακό δίκαιο.
Η νομολογία μας
35
ΑΠ 557/2018 ΤΝΠ QUALEX
Νόμιμος κατά τις ΑΚ 361 (ελευθερία συμβάσεων), 648, 651 ο δανεισμός εργαζομένου.
...Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ προκύπτει ότι είναι νόμιμη η συμφωνία με την οποία ο εργοδότης που έχει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες του μισθωτού παραχωρεί με τη συναίνεση του τελευταίου (που μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ρητό ή σιωπηρό, προς τον αρχικό ή μεταγενέστερο εργοδότη) τις υπηρεσίες αυτού σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού), στο οποίο παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του, καθόσον η σχέση αυτή στηρίζεται στην βούληση και των τριών μερών. Στην περίπτωση αυτή του δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο παλαιός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ και ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επέρχεται δηλαδή διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων. Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια απομάκρυνση (παραχώρηση) του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο Ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, ενώ ο εργοδότης που δανείζεται τον μισθωτό ασκεί κατά τη διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα με τους περιορισμούς και το περιεχόμενο που θα το ασκούσε ο αρχικός εργοδότης (ΑΠ 17/2012).
Σελ. 11
36
ΕφΠειρ 160/2024 ΤΝΠ QUALEX
Αρχή της καλής πίστης - Πότε είναι αντίθετος με την καλή πίστη ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης
Ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών (…). Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης, αποτελεί η εκ μέρους του ανάθεση στον μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης, κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητα του συνέπειες (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 418/2021, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 24/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (281 ΑΚ), η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως προϊστάμενο ενός τμήματος η ενός καταστήματος της επιχείρησής του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Και τούτο διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία εύλογα συνδέονται με τις αντικειμενικά εκτιμώμενες ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη που αφορά αποφασιστικά την οργάνωση και διεύθυνση της επιχείρησης. Για να είναι καταχρηστική, στη περίπτωση αυτή, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου, όμως, περί απομάκρυνσης συγκεκριμένου μισθωτού από την θέση προϊσταμένου τμήματος της επιχείρησης που κατέχει, της ανάθεσης σ` αυτόν υποδεέστερης ειδικότητας καθηκόντων και της τοποθέτησης στη θέση του άλλου μισθωτού, για να είναι κατα-
Σελ. 12
χρηστική η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αρκεί η συνδρομή οποιωνδήποτε περιστάσεων, που καθιστούν την μεταβολή αυτή προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αποτελεί και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του μισθωτού (άρθρο 7 ν. 2112/1920), που παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να ζητήσει την δια της επαναφοράς του στη θέση αυτή (ΑΠ 798/2018, ΑΠ 589/2012, ΑΠ 48/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σελ. 13
§ 2. Ενοχή και παροχή
Bιβλιογραφία
Βάγιας, Ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εν τη συμβάσει εργασίας, ΕΕργΔ 1968, 529· Γαζής, Η σύγκρουσις δικαιωμάτων, 1959· Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Ι 2η έκδ. (2023), άρθρ. 287· ο ίδιος, Από την «actio» του Ρωμαικού Δικαίου στην «αξίωση» του Αστικού Κώδικα, ΧρΙΔ 2009, 3· Δωρής, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 371-373· Ζερβογιάννη, ΣΕΑΚ Ι 2η έκδ (2023), άρθρ. 371-373· Καραμπατζός, Σχόλιο, ΔΕΕ 2010, 480· ο ίδιος, Αποκατάσταση ζημίας τρίτου και ιδίως ευθύνη ειδημόνων έναντι τρίτων (Expertenhaftung, liability of experts): Μία διελκυστίνδα μεταξύ ελευθερίας και δικαιοσύνης στην μεθόριο ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ΧρΙΔ 2018, 401· Λιτζερόπουλος, Ατελείς ενοχαί και συγγενείς νομικαί μορφαί, τιμ. τόμ. Φραγκίστα, 1971, σ. 223· Μωραϊτης, Η αποδοχή της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συμβατικών όρων εργασίας του μισθωτού, ΔΕΕ 2016, 1363· Παπαδημητρόπουλος, Ενοχή με προστατευτική τριτενέργεια (ΕΠΤ) - Η νεότερη εξέλιξη του θεσμού στη Γερμανία και προοπτικές για το ελληνικό δίκαιο, ΧρΙΔ 2005, 305· Παπανικολάου, Δυνατότητα μελλοντικού προσδιορισμού της παροχής με κοινή συμφωνία των μερών, ΚριτΕ 1994/1, 113· Σκουλαρίκη, Γ.Ο.Σ. σε ασφαλιστική σύμβαση και άρθρο 371 ΑΚ. Η απόφαση ΕιρΑθ 5954/2014, Συνήγορος 2014, 36· Σούρλας, ΕρμΑΚ, Εισαγ. άρθρ. 361-373, άρθρ. 361, 366 - 373· Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 287, 374-388· Τσιριντάνης, ΕρμΑΚ, άρθρ. 287· Φουρκιώτης, Η αγωγή επί παραλείψει (1952) · Χελιδόνης, ΣΕΑΚ Ι 2η έκδ. (2023), άρθρ. 379.
Διάγραμμα
Ι. Έννοια της ενοχής 1-4
ΙΙ. Η σχέση της ενοχής με συγγενείς έννοιες 5-9
ΙΙΙ. Η σχετικότητα της ενοχής και η σύγκριση ενοχικού και εμπράγματου δικαιώματος 10-11
Α. Άμεση και έμμεση εξουσία 12-13
Β. Εξουσία διώξεως και παρακολουθήσεως 14-15
Γ. Αρχές επί της συγκρούσεως δικαιωμάτων 16
Δ. Η αρχή του κλειστού αριθμού 17-18
IV. Οι εξαιρέσεις από τη σχετικότητα της ενοχής 19
Α. Η πλαγιαστική αγωγή 20
Β. Η γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου 21
Γ.Τριμερείς συμβατικές σχέσεις 22
Δ. Καταναλωτική πίστη 23
Ε. Συμβάσεις με προστατευτική ενέργεια υπέρ τρίτου 24-27
ΣΤ. Η ανήθικη βλάβη (ΑΚ 919) 28-29
Ζ. Καταδολίευση δανειστών 30
Η. Η χρηματοδοτική μίσθωση (Ν 1665/1986) 31
Θ. Η εκποίηση μισθωμένου ακινήτου 32-34
V. Υποχρέωση και ευθύνη 35-37
A. Ατελείς ενοχές 38-41
Σελ. 14
Β. Βάρη 42
Γ. Ευθύνη τρίτων 43
VI. Η παροχή ως αντικείμενο της ενοχής
Α. Έννοια παροχής 44-49
Β. Διακρίσεις της παροχής 50
1. Κύριες και παρεπόμενες παροχές 51-54
2. Πρωτογενείς και δευτερογενείς παροχές 55-57
3. Διαιρετές και αδιαίρετες παροχές 58-59
4. Στιγμιαίες και διαρκείς παροχές 60-61
VII. Αοριστία παροχής (ΑΚ 371 επ.) 62-64
Α. Ανάθεση του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτο 65-71
Β. Ανάθεση του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση ενός των συμβαλλομένων ή τρίτου 72-75
Παραδείγματα προς επεξεργασία
Η σχετικότητα των ενοχών
1. Η φοιτήτρια Κωνσταντίνα μένει σε μισθωμένο διαμέρισμα στην Κομοτηνή το οποίο έχει μισθώσει από τον Β και μελετά εντατικά για το πτυχίο της. Στις 21.5.2024 την επισκέπτεται ο άγνωστός της Γ, ο οποίος συστήνεται ως ο νέος ιδιοκτήτητης του διαμερίσματος και της ζητεί να του το παραδώσει σε δέκα ημέρες, επειδή “δεν τον αφορά” η σύμβαση της Κ με τον παλαιό ιδιοκτήτη Β. Η Κ είναι απελπισμένη. Ορθά;
Ατελείς ενοχές
2. Ο Α οφείλει 1.000 ευρώ στον Β. Παρόλο που η απαίτηση του Β έχει υποπέσει σε παραγραφή, ο Α που το γνωρίζει, καταβάλλει το ποσό, διότι αισθάνεται ότι είναι ορθότερο. Στη συνέχεια όμως επειδή χρειάζεται επειγόντως 1.000 Ευρώ, σκέπτεται να απαιτήσει την επιστροφή του ποσού. Μπορεί;
Υποχρέωση προς παροχή
3. Να συγκρίνετε την παροχή του εκμισθωτή και την παροχή του πωλητή.
4. Η υποχρέωση προς αποζημίωση είναι πρωτογενής ή δευτερογενής υποχρέωση παροχής;
5. Η υποχρέωση του εντολοδόχου να ενημερώνει τον εντολέα (ΑΚ 718) είναι κύρια ή παρεπόμενη υποχρέωση παροχής;
Ενοχή με αοριστία παροχής
6. Ο Α πωλεί το ποδήλατό του στον Β και όταν ο Β ζητεί να μάθει το τίμημα, ο Α του λέει, “δώσε μου ό,τι θέλεις”. Ποιες είναι οι συνέπειες;
7. Ο Α πωλεί το ποδήλατό του στον Β και όταν ο Β ζητεί να μάθει το τίμημα, ο Α του προτείνει να το ορίσει ο κοινός τους φίλος Γ. Ποιες είναι οι συνέπειες;
Σελ. 15
Ι. Έννοια της ενοχής
1 Κατά την ΑΚ 287, το πρώτο άρθρο του Ενοχικού Δικαίου στον ΑΚ, ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή. Η παροχή μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Από τον ορισμό προκύπτει ότι η ενοχή είναι μία έννομη σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα, τον οφειλέτη ο οποίος έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή και τον δανειστή ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει την παροχή. Από την πλευρά του δανειστή η ενοχή εμφανίζεται ενεργητικά ως ενοχικό δικαίωμα ή απαίτηση. Από την πλευρά του οφειλέτη η ενοχή εμφανίζεται παθητικά ως ενοχική υποχρέωση.
2 Συνεπώς, εξ ορισμού εννοιολογικά στοιχεία της ενοχής είναι η ενοχική έννομη σχέση, δηλαδή η σχέση του προσώπου προς πρόσωπο η οποία ενδιαφέρει το δίκαιο και ρυθμίζεται από αυτό, η παροχή ως αντικείμενο της ενοχής που μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη και τα δύο πρόσωπα που συνδέονται με την ενοχή, δηλαδή ο οφειλέτης και ο δανειστής.
3 Η ενοχή της ΑΚ 287 εμφανίζεται στην απλούστερη μορφή της και έχει ως αντικείμενο μία υποχρέωση του οφειλέτη και μία απαίτηση του δανειστή. Για παράδειγμα, από τη σύμβαση μισθώσεως, ο μισθωτής ως οφειλέτης έχει υποχρέωση να καταβάλει το μίσθωμα και ο εκμισθωτής ως δανειστής έχει απαίτηση εναντίον του για την καταβολή του τιμήματος. Η απλή ενοχή καλείται και ενοχή υπό στενή έννοια, σε αντίθεση με την ενοχή υπό ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει περισσότερες ενοχές που πηγάζουν συνήθως από μία σύμβαση. Στο παραπάνω παράδειγμα της μισθώσεως (ΑΚ 574 επ.), από την ίδια σύμβαση πηγάζουν πολλές ενοχές, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση του εκμισθωτή να παραχωρήσει τη χρήση του μισθίου, να καταλείψει το μίσθιο και να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και η υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλλει το μίσθωμα. Εάν ο εκμισθωτής παραλείψει την υποχρέωση να διατηρεί κατάλληλο το μίσθιο, η αρχική του υποχρέωση μπορεί να μετατραπεί σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημιώσεως. Η ενοχή υπό ευρεία έννοια ή αλλιώς ενοχική σχέση, αποτελεί ένα δυναμικό εξελισσόμενο φαινόμενο στο οποίο οι επιμέρους ενοχές συνθέτουν μια ενότητα.
4 Στην ενοχή υπό στενή έννοια η οποία είναι αφηρημένη και προσφέρεται για γενίκευση, εφαρμόζονται οι κανόνες του Γενικού Ενοχικού Δικαίου για τη λειτουργία, την απόσβεση και την ανώμαλη εξέλιξη. Στην ενοχή υπό ευρεία έννοια προσιδιάζουν καταρχάς οι κανόνες του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου για τις επώνυμες συμβάσεις.
Σελ. 16
ΙΙ. Η σχέση της ενοχής με συγγενείς έννοιες
5 Τονίσθηκε ότι η ενοχή έχει ενεργητική και παθητική μορφή. Στην ενεργητική της μορφή ταυτίζεται με το ενοχικό δικαίωμα ή αλλιώς απαίτηση. Δηλαδή οι έννοιες ενοχή (ενεργητική), ενοχικό δικαίωμα και απαίτηση πρέπει να θεωρηθούν συνώνυμες.
6 Αντιθέτως η απαίτηση, το ενοχικό δικαίωμα, δεν συμπίπτει με την έννοια της αξιώσεως. Η αξίωση είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει όχι μόνον ενοχικές αξιώσεις (απαιτήσεις), αλλά και εμπράγματες, οικογενειακές, κληρονομικές αξιώσεις. Κατά την ΑΚ 247 που ανήκει στο κεφάλαιο της παραγραφής, αξίωση είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μία πράξη ή μία παράλειψη. Μοιάζει με τη διατύπωση της ΑΚ 287, όπου ο ορισμός δίδεται από την πλευρά του υποχρέου, ενώ στην ΑΚ 247 από την πλευρά του δικαιούχου.
7 Εφόσον ο ορισμός της αξιώσεως κατά την ΑΚ 247 ταυτίζεται με την ίδια την ενοχή, οι κανόνες των ενοχικών αξιώσεων εφαρμόζονται και στις εμπράγματες, τις κληρονομικές και σε όλες τις αξιώσεις, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με κάποια ειδικότερη ρύθμιση. Οπωσδήποτε εφαρμόζεται η εκπλήρωση των αξιώσεων σύμφωνα με την καλή πίστη (ΑΚ 288).
8 Από την ΑΚ 247 φαίνεται ότι στοιχεία της αξιώσεως είναι η εξουσία του δικαιούχου εναντίον άλλου ορισμένου προσώπου, με περιεχόμενο να τον εξαναγκάσει με τη βοήθεια της δικαστικής αρχής σε πράξη (θετική ενέργεια) ή παράλειψη (αποθετική ενέργεια) που περιλαμβάνει και την αποχή. Με την αξίωση εκφράζεται η δυνατότητα προβολής ορισμένου αιτήματος και η δυνατότητα ικανοποιήσεως με καταψηφιστική αγωγή. Δεν ταυτίζεται όμως με την αγωγή στην ουσιαστική έννοια, αφού οι περισσότερες αξιώσεις γεννώνται και ικανοποιούνται χωρίς να καταφεύγει ο δικαιούχος στα δικαστήρια ή μπορούν να ασκηθούν με ένσταση. Αντιστοίχως υπάρχουν αγωγές όπως οι αναγνωριστικές, που δεν προϋποθέτουν αξίωση.
9 Το ρ.δ. δεν γνώριζε τη σημερινή έννοια της αξιώσεως. Γνώριζε την actio, δηλαδή την αγωγή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό είχε πρακτική σημασία για το ρ.δ. Ο Windscheid και οι πανδεκτιστές απεγύμνωσαν την actio από δικονομικά στοιχεία και δημιούργησαν το δικαίωμα, ταυτίζοντας όμως μάλλον το δικαίωμα με την αξίωση. Η αξίωση είναι δικαίωμα, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό. Από ένα δικαίωμα μπορεί να απορρέουν περισσότερες αξιώσεις, π.χ. αξίωση αντικατάστασης ή αποζημίωσης. Στα σχετικά (ενοχικά) δικαιώματα βεβαίως η αξίωση αποτελεί κατά κανόνα το μοναδικό τους περιεχόμενο και η ικανοποίηση της αξιώσεως οδηγεί στην απόσβεση του ενοχικού δικαιώματος.
Σελ. 17
ΙΙΙ. Η σχετικότητα της ενοχής και η σύγκριση ενοχικού και εμπράγματου δικαιώματος
10 Σχετικότητα σημαίνει ότι η ενοχή αναπτύσσει την ενέργειά της μόνον μεταξύ οφειλέτη και δανειστή και όχι απέναντι σε τρίτους, οι οποίοι δεν μπορούν να ζητήσουν την εκπλήρωση της ενοχής. Για παράδειγμα, ο Α αναθέτει στον Β να του βάψει την αποθήκη. Μόνον ο Α μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση της παροχής και όχι ο γείτονάς του Χ. Η σχετικότητα ενισχύει την ανεμπόδιστη ανάπτυξη της συναλλακτικής ζωής, διότι οι συμβαλλόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να ελέγχουν μήπως προηγήθηκαν άλλες συναλλαγές ενοχικής φύσεως.
11 Η σχετικότητα της ενοχής δεν συναντάται στα εμπράγματα δικαιώματα, τα οποία ενεργούν εναντίον όλων (erga omnes) και θεωρείται η αιτία των διαφορών μεταξύ των ενοχικών και των εμπράγματων δικαιωμάτων:
Α. Άμεση και έμμεση εξουσία
12 Τα ενοχικά δικαιώματα παρέχουν έμμεση εξουσία σε ένα πράγμα, ενώ τα εμπράγματα ως απόλυτα δικαιώματα παρέχουν άμεση εξουσία στο πράγμα. Για παράδειγμα, ο Α πωλεί το ποδήλατό του στον Β. Με την πώληση αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει το ποδήλατό του στον Β. Ο Β αποκτά με την υποσχετική και ενοχική δικαιοπραξία της πωλήσεως έμμεση εξουσία στο ποδήλατο. Άμεση εξουσία θα αποκτήσει όταν εκπληρωθεί η πώληση με την εκποιητική δικαιοπραξία της μεταβιβάσεως της κυριότητας.
13 Με τη διάκριση σε άμεση και έμμεση εξουσία συνδέεται και ο διαχωρισμός στη μετακίνηση αγαθών μεταξύ της υποσχέσεως δικαιώματος (με υποσχετική δικαιοπραξία) και της εκποιήσεως δικαιώματος (με εκποιητική δικαιοπραξία-διάθεση).
Β. Εξουσία διώξεως και παρακολουθήσεως
14 Τα εμπράγματα διαιώματα έχουν εξουσία διώξεως και παρακολουθήσεως. Η εξουσία διώξεως συνοδεύει τα δικαιώματα που παρέχουν φυσική εξουσίαση στο πράγμα (κυριότητα, επικαρπία πράγματος, πραγματικές και περιορισμένες προσωπικές δουλείες) και παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να ζητήσει απόδοση του πράγματος από οποιονδήποτε νέμεται το πράγμα. Για παράδειγμα, η Α μεταβιβάζει με άκυρη δικαιοπραξία ένα ακίνητο στη Β και εκείνη το μεταβιβάζει περαιτέρω στη Γ. Η Α που
Σελ. 18
εξακολουθεί να είναι κυρία, έχει την εξουσία να ζητήσει απόδοση του πράγματος από τη Γ.
15 Η εξουσία παρακολουθήσεως συνοδεύει τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα σε πράγμα (όπως το ενέχυρο, η υποθήκη) ή σε δικαίωμα (όπως το ενέχυρο απαιτήσεως) και σημαίνει ότι εάν μεταβιβασθεί το πράγμα ή το δικαίωμα, το εμπράγματο δικαίωμα συμμεταβιβάζεται ως “παρακολούθημα”. Αντιθέτως ο δανειστής του ενοχικού δικαιώματος δεν μπορεί να στραφεί κατά τρίτου, παρά μόνον κατά του οφειλέτη. Για παράδειγμα, εάν ο Α υποθηκεύσει υπέρ του Β την οικία του και στη συνέχεια μεταβιβάσει την οικία στον Γ, η υποθήκη “παρακολουθεί” την οικία και μετά τη μεταβίβασή της και ο Β μπορεί να στραφεί εναντίον του Γ, αν και αυτός δεν είναι ο οφειλέτης του χρέους.
Γ. Αρχές επί της συγκρούσεως δικαιωμάτων
16 Στα εμπράγματα δικαιώματα, όταν συγκρούονται, ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας (βλ. και ΑΚ 1300 για την τάξη υποθηκών), ενώ στα ενοχικά ισχύει η αρχή της προλήψεως. Σύμφωνα με την πρώτη, προηγείται το αρχαιότερο δικαίωμα. Έτσι, αν παραχωρηθούν στο ίδιο ακίνητο δύο υποθήκες, προηγείται ο ενυπόθηκος δανειστής της αρχαιότερης υποθήκης κατά την ικανοποίηση και αν περισσεύσει εκπλειστηρίασμα, θα ικανοποιηθεί ο δανειστής της δεύτερης υποθήκης. Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή, ο οφειλέτης μπορεί να εξοφλήσει όποιον δανειστή προτιμά. Σύμμετρη ικανοποίηση προβλέπεται στην αναγκαστική εκτέλεση (ΚΠολΔ 977 § 3), την πτώχευση και τη δικαστική εκκαθάριση (ΑΚ 1920). Σε περίπτωση συρροής αξιώσεων που στηρίζονται σε εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα, καταρχάς θα ικανοποιηθούν οι πρώτες, έστω και αν δεν μείνει τίποτε για την ικανοποίηση των δεύτερων (εξουσία προτιμήσεως ή αποχωρισμού).
Δ. Η αρχή του κλειστού αριθμού
17 Στα εμπράγματα δικαιώματα ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού (ΑΚ 973). Με την ιδιωτική βούληση δεν επιτρέπονται να συστήνονται νέα εμπράγματα δικαιώματα, διότι αυτά παρέχουν απόλυτη εξουσία που ενεργεί εναντίον όλων. Η απεριόριστη δημιουργία νέων δικαιωμάτων θα αποτελούσε κίνδυνο για τις συναλλαγές και την ιδιωτική αυτονομία. Για το λόγο αυτό η σύστασή τους συνοδεύεται και από την αρχή της δημοσιότητας, ώστε να προστατεύονται οι τρίτοι. Στα ενοχικά δικαιώματα ισχύει αντιθέτως ο απεριόριστος αριθμός, αφού λόγω της αρχής της σχετικότητας δεν υπάρχουν οι παραπάνω κίνδυνοι ούτε τίθενται απαιτήσεις δημοσιότητας.
Σελ. 19
18 Η διάκριση ενοχικού και εμπραγμάτου δικαιώματος θεωρείται η “σπονδυλική στήλη” του περιουσιακού μας δικαίου.
IV. Οι εξαιρέσεις από τη σχετικότητα της ενοχής
19 Η σχετικότητα της ενοχής απορρέει από την ιδιωτική αυτονομία, δηλαδή από την ελευθερία των προσώπων να διαμορφώνουν τις σχέσεις τους χωρίς αυτό να ωφελεί ή να βλάπτει τους τρίτους. Ωστόσο αυτό δεν τηρείται απολύτως στη σύγχρονη εποχή που διαπνέεται από κοινωνικές αντιλήψεις. Οι τρίτοι δεν μένουν πάντοτε έξω από τον ενοχικό δεσμό, ο οποίος τους επηρεάζει υπέρ ή κατά. Στην πρώτη κατηγορία, των εξαιρέσεων της σχετικότητας από τις οποίες ωφελούνται οι τρίτοι, ανήκουν οι εξής περιπτώσεις:
Α. Η πλαγιαστική αγωγή
20 Κατά την ΚΠολΔ 72, Οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του. Κατά τη διάταξη αυτή ο δανειστής, ο οποίος έχει απέναντί του έναν αφερέγγυο οφειλέτη και συγχρόνως αδιάφορο ως προς την άσκηση των αξιώσεων κατά των δικών του δανειστών, μπορεί να ασκήσει την αξίωση του οφειλέτη του. Για παράδειγμα, ο Α έχει απαίτηση 1.000 ευρώ εναντίον του Β, ο οποίος έχει με τη σειρά του απαίτηση εναντίον του Γ και δεν την ασκεί. Ο Α στρέφεται πλαγιαστικώς εναντίον του Γ, ζητώντας όχι την καταδίκη σε καταβαλή στον ίδιο (Α), αλλά την καταβολή στον Β, ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί στη συνέχεια. Έτσι ο Α επωφελείται εμμέσως από την ενοχή μεταξύ Β και Γ.
Β. Η γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου
21 Στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, ο τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει απευθείας μία παροχή από τον υποσχεθέντα (ΑΚ 411) ο οποίος συνήψε σύμβαση υπέρ τρίτου με τον δέκτη της υποσχέσεως. Για παράδειγμα, ο Υ(ποσχεθείς) έμπορος ποδηλάτων υπόσχεται στον Δ(έκτη) ότι θα καταβάλει το ποδήλατο που αγόρασε ο Δ απευθείας στον Τ(ρίτο), ο οποίος μπορεί να το απαιτήσει, ενώ δεν συμμετείχε στον ενοχικό δεσμό μεταξύ Υ και Δ.
Γ. Τριμερείς συμβατικές σχέσεις
22 Στις σχέσεις αυτές η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα συνδέεται με συμβατικό δεσμό με ένα τρίτο πρόσωπο. Παραταύτα, ο μη συνδεόμενος με τον τρίτο μπορεί να στραφεί εναντίον του. Για παράδειγμα, σε μια υπομίσθωση, ο αρχικός εκμισθωτής Α συνδέεται συμβατικώς μόνον με τον μισθωτή Β και όχι
Σελ. 20
με τον υπομισθωτή Γ στον οποίον ο Β εξεμίσθωσε το ίδιο ακίνητο. Αν και δεν συνδέεται συμβατικώς, όταν λήγει η μίσθωση Α-Β, ο Α μπορεί να απαιτήσει το μίσθιο και από τον Γ, έστω και αν δεν έχει λήξει ακόμη η υπομίσθωση (ΑΚ 599 § 2).
Δ. Καταναλωτική πίστη
23 Στα καταναλωτικά δάνεια τριμερούς σχέσης, ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση πιστώσεως για αγορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών με πρόσωπο διαφορετικό από το πρόσωπο που θα του παράσχει το αγαθό ή τις υπηρεσίες, με το οποίο συνδέεται με σύμβαση προμήθειας. Η τελευταία όμως συνδέεται τόσο στενά με τη σύμβαση πιστώσεως, ώστε να αποτελεί το δικαιοπρακτικό θεμέλιό της και αν εξελίσσεται όχι ομαλά, να επιδρά σε αυτήν. Για παράδειγμα, ο Α έχει συνάψει καταναλωτικό δάνειο για να ανακαινίσει την οικία του. Ο Α μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα από την ανώμαλη εξέλιξη της συμβάσεως για την ανακαίνιση κατά του πιστωτικού φορέα, εφόσον προηγουμένως εστράφη εξωδίκως εναντίον του οφειλέτη της ανακαινίσεως και δεν ικανοποιήθηκε. Η καταναλωτική πίστη ρυθμίζεται σήμερα από την ΚΥΑ Ζ1-699/23.6.2010, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, με την οποία το ελληνικό δίκαιο εναρμονίστηκε στην οδηγία 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη.
Ε. Συμβάσεις με προστατευτική ενέργεια υπέρ τρίτου
24 Στις περιπτώσεις αυτές το αντικείμενο της συμβάσεως μεταξύ των συμβαλλομένων πρόκειται να χρησιμοποιηθεί και από τρίτα πρόσωπα. Για παράδειγμα, ο Α εκμισθώνει ένα διαμέρισμα στον Β για να κατοικήσει με την οικογένειά του. Εάν ο μικρός γιος του Β, ο Γ, τραυματισθεί διότι η εσωτερική σκάλα του διαμερίσματος δεν είχε τις προϋποθέσεις ασφάλειας, ο Α ευθύνεται ενδοσυμβατικώς, αν και ο Γ δεν μετείχε στο συμβατικό δεσμό. Αυτό, διότι ο Α έχει παρεπόμενη από την καλή πίστη (ΑΚ 288) υποχρέωση προστασίας, όχι μόνον του αντισυμβαλλομένου, αλλά και των προσώπων που γνωρίζει ότι θα χρησιμοποιήσουν την παροχή και συνδέονται στενά με αυτή.
25 Μία ανάλογη περίπτωση έκρινε θετικά η νομολογία μας. Ο μισθωτής Χ που επρόκειτο να αποχωρήσει, έδωσε κλειδί στον μεσίτη Ψ που συνήψε σύμβαση με τον ιδιοκτήτη - εκμισθωτή Φ. Από αμέλεια του μεσίτη αφαιρέθηκαν τάπητες του Χ από το διαμέρισμα. Η νομολογία δέχθηκε ότι ο Χ μπορεί να στραφεί ενδοσυμβατικώς εναντίον του μεσίτη Ψ, αν και αυτός είχε συνάψει σύμβαση με τον Φ.
26 Συγγενείς είναι οι περιπτώσεις, γνωστές με τον όρο “ζημία τρίτου από παράβαση της κύριας υποχρεώσεως παροχής”, στις οποίες η ζημία από την παράβαση της κύριας παροχής πλήττει τρίτο στον οποίο έχει μεταφερθεί η οικονομική αξία της παροχής και όχι τον δανειστή.