ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 10.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 25,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21096
Αποστολόπουλος Χ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ
Περάκης Ε.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 152
  • ISBN: 978-618-08-0513-0
Τo βιβλίο «Γενικοί Όροι Συναλλαγών και Σύγχρονα Ζητήματα Προστασίας του Καταναλωτή» πραγματεύεται τη θέση του καταναλωτή έναντι των συμβάσεων προσχώρησης σε τραπεζικές και ασφαλιστικές συμφωνίες τόσο εκ του σύνεγγυς όσο και εξ αποστάσεως.
Το έργο αναλύει τις διατάξεις του Ν 2251/1994, καθώς και το περιεχόμενο της Οδηγίας 2019/771/ΕΕ περί των συμβάσεων για τις πωλήσεις αγαθών ερμηνεύοντας τις βασικές έννοιες γύρω από τον καταναλωτή και τον προμηθευτή, την ευθύνη που φέρουν οι προμηθευτές για ελαττωματικά προϊόντα καθώς και την προστασία του καταναλωτή από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Πέραν όμως της θεωρίας, παρατίθεται και νομολογία επί συλλογικών αγωγών, τραπεζικών συμβάσεων, ασφαλιστικών συμβάσεων, συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας, συμβάσεων κέντρων αδυνατίσματος και γυμναστηρίων, συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης κ.λπ.
Είμαστε όλοι καταναλωτές είτε ενεργούμε στο φυσικό είτε στο ψηφιακό πλέον περιβάλλον. Η ιδιότητά μας αυτή δεν αλλάζει είτε σε συνθήκες ακρίβειας στησχετική αγορά, φιλελευθεροποίησης της διαφήμισης και εμπορικών πρακτικών είτε στο Διαδίκτυο είτε στα Συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης, που εντοπίζουν και καθορίζουν τις ανάγκες και τα “θέλω” μας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η παρούσα μονογραφία απευθύνεται σε όλους
εμάς ως καταναλωτές.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Νομοθετικό πλαίσιο 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Έννοια καταναλωτή και προμηθευτή (άρθρο 1 Ν. 2251/1994)

Ι. Έννοια καταναλωτή 2

ΙΙ. Έννοια του προμηθευτή 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Γενικοί όροι συναλλαγών (άρθρο 2 Ν. 2251/1994)

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 7

ΙΙ. Ορισμός των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ)
και η συμβατική σχέση προμηθευτή και καταναλωτή 7

ΙΙΙ. Η αρχή της πληροφόρησης ως θεμελιώδης αρχή
του ενωσιακού δικαίου των συμβάσεων 8

ΙV. Ερμηνεία των ΓΟΣ 9

V. Βασικές αρχές επί των ΓΟΣ 13

1. Η αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης 13

2. Η αρχή του ορισμένου περιεχομένου 13

3. Η αρχή της προβλεψιμότητας των όρων 13

VI. Νομολογία ΓΟΣ επί συλλογικών αγωγών 13

VII. Νομολογία ΓΟΣ επί τραπεζικών συμβάσεων 14

VIII. Νομολογία ΓΟΣ επί ασφαλιστικών συμβάσεων 28

IX. Νομολογία ΓΟΣ επί συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας 34

X. Νομολογία ΓΟΣ επί συμβάσεων κέντρων αδυνατίσματος
και γυμναστηρίων 36

X

XI. Νομολογία ΓΟΣ επί συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης 37

XII. Ηθική βλάβη 37

ΧΙΙΙ. Τα μέσα της συλλογικής προστασίας ειδικότερα 38

1. Η συλλογική αγωγή για παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς 38

2. Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 39

XIV. Δικονομικά ζητήματα 39

1. Eισαγωγικές παρατηρήσεις 39

2. Η υπαγωγή της συλλογικής αγωγής στην εκούσια δικαιοδοσία 41

3. Η νομιμοποίηση των ενώσεων καταναλωτών για
την άσκηση ατομικών αξιώσεων των μελών τους 41

4. Η συλλογική αγωγή των ενώσεων καταναλωτών
στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 42

XV. Ζητήματα δωσιδικίας 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος
(άρθρο 3 Ν. 2251/1994) 44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

Πώληση καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεις
(άρθρα 5 και 5α Ν. 2251/1994) 54

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

Ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος
(άρθρο 6 Ν. 2251/1994)

Ι. Έννοια προμηθευτή 56

ΙΙ. Έννοια ελαττώματος προϊόντος 57

ΙΙΙ. Ευθύνη του προμηθευτή 58

IV. Ζημία καταναλωτή 58

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ

Υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών
(άρθρα 7 και 7α Ν. 2251/1994) 60

XI


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8 Ν. 2251/1994) 61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ

Ευθύνη παρόχων μετά τον Κανονισμό ΕΕ 2022/2065/ΕΕ 64

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Βασικό περιεχόμενο της Οδηγίας πώλησης
αγαθών 2019/771/ΕΕ

I. Η έννοια των «αγαθών» 66

II. Περίοδος εγγύησης 67

III. Μεταγενέστερη εκπλήρωση της παροχής 67

IV. Υπαναχώρηση σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης 67

1. Υπαναχώρηση λόγω μη μεταγενέστερης εκπλήρωσης 67

2. Yπαναχώρηση λόγω αδυναμίας μεταγενέστερης εκπλήρωσης
της παροχής 68

3. Υπαναχώρηση λόγω ουσιωδών ελαττωμάτων 68

4. Υπαναχώρηση λόγω καθυστερημένης εκπλήρωσης
της παροχής 68

V. Ρυθμίσεις σχετικά με τις εγγυήσεις 69

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙA

Ψηφιακή Προστασία Καταναλωτή

I. Πεδίο εφαρμογής 70

II. Έννοια του ψηφιακού προϊόντος 70

III. Έννοια του ελαττώματος 71

IV. Δικαίωμα υπαναχώρησης σε περίπτωση αδυναμίας παροχής 72

V. Εγγύηση για πλημμελή παροχή 72

1. Δικαίωμα μεταγενέστερης εκπλήρωσης της παροχής 72

2. Δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης άλλως «υπαναχώρησης» 73

VI. Δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης του αντικειμένου
της παροχής 74

VII. Συνέπειες για τις επιχειρήσεις και τη λειτουργία τους 75

XII


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ

ESG (Environmental Social Governance)
και προστασία καταναλωτή 76

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ

Αθέμιτες και παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές

I. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές 79

II. Παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές 82

1. Έννοια 82

2. Η μαύρη λίστα - Οι per se απαγορευμένες παραπλανητικές
εμπορικές πρακτικές 84

3α. Πρακτικές που αφορούν στις ιδιότητες του προϊόντος 85

3β. Πρακτικές που αφορούν στις υποχρεώσεις
του προμηθευτή 87

3γ. Πρακτικές που αφορούν σε δεοντολογικούς κώδικες 87

3δ. Πρακτικές που αφορούν στον τρόπο προώθησης
του προϊόντος ή της υπηρεσίας 87

III. Πρακτικές παραπλανητικών παραλείψεων 88

IV. Το ενωσιακό πρότυπο του μέσου καταναλωτή 92

V. Επιθετικές εμπορικές πρακτικές 97

VΙ. Συγκριτική διαφήμιση 104

1. Εισαγωγικά 104

2. Παραπλανητική συγκριτική διαφήμιση 105

3. Μεταφορά της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο 107

4. Έννοια και λειτουργία της συγκριτικής διαφήμισης
βάσει μιας σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας 109

5. Δυσφήμηση και προσωπική συγκριτική διαφήμιση 111

6. Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την επίδραση
του ενωσιακού δικαίου 112

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ

Προσθήκες στα άρθρα 3, 7 και 9 Ν. 2251/1994
μετά την έκδοση των Νόμων 4933/2022, 4967/2022,
5019/2023 και 5111/2024 114

XIII


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ

Συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης και προστασία καταναλωτή

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και ορισμός 117

ΙΙ. Παραδείγματα συστημάτων ΤΝ 119

1. The next Rembrandt 119

2. Αiva 119

3. Η καλλιτεχνική συλλογικότητα Obvious 120

4. Flow Composer 120

5. Το Silicon author- Brutus 120

ΙΙΙ. Εξόρυξη δεδομένων 120

ΙV. O Kανονισμός 1689/2024/ΕΕ περί τεχνητής νοημοσύνης 122

V. ΤΝ και μέσος καταναλωτής στο ηλεκτρονικό εμπόριο 124

VΙ. ΤΝ ως κοινό κτήμα 125

VII. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 126

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 129

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 135

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Νομοθετικό πλαίσιο

1Στο δίκαιο προστασίας του καταναλωτή εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Ν. 2251/1994 και συμπληρωματικώς οι διατάξεις του ΑΚ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η προστασία του καταναλωτή δεν μπορεί να ζητηθεί μόνο από τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά και από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 13 Ν. 2251/1994. Προς την ίδια κατεύθυνση πρέπει να αναφερθεί και ο σημαντικός ρόλος της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή (Ν. 3297/2004).

2Ένας από τους κυριότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ολοκλήρωση της ενιαίας ή εσωτερικής αγοράς. Για την επίτευξη του στόχου αυτού καθοριστική είναι η νομοθετική εναρμόνιση, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των προϊόντων, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου στα κράτη-μέλη της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένα αφενός μεν ότι η χρησιμοποίηση ενιαίων όρων (ΓΟΣ) κατά τη σύναψη συμβάσεων μπορεί να αποτελέσει μέσον άσκησης ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών, αφετέρου δε ότι η διαφορετικότητα των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτουν οι καταναλωτές με τους προμηθευτές, μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ο ενωσιακός νομοθέτης θέσπισε την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές, η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2011/83/ΕΚ, προκειμένου να διασφαλισθεί ένα minimum νομοθετικής εναρμόνισης στον εν λόγω τομέα. Καθημερινά ζητήματα, που ταλανίζουν τους καταναλωτές, όπως η ακρίβεια στα αγαθά, μπορούν αντιμετωπιστούν με την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές της ελληνικής επικράτειας.

Σελ. 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Έννοια καταναλωτή και προμηθευτή (άρθρο 1 Ν. 2251/1994)

Ι. Έννοια καταναλωτή

3Στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν 2251/1994 ορίζεται ότι καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τελικό αποδέκτη τους. Αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο, που επιζητεί την προστασία του νόμου είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους.

4Σημασία έχει σύμφωνα με τη νομολογία το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή εισέρχεται σε συναλλαγή, η οποία χαρακτηρίζεται από ανισομέρεια της διαπραγματευτικής του δύναμης έναντι της συναλλακτικής υπεροχής του προμηθευτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η σημασία του «τελικού αποδέκτη» είναι μεγάλη, καθώς μέσω αυτής της προϋπόθεσης μπορεί να ενταχθούν και επαγγελματίες στην έννοια του καταναλωτή. Όσον αφορά, στην έννοια του «καταναλωτή», το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι απαιτείται η πλήρωση δύο σωρευτικών προϋποθέσεων, ώστε ένα πρόσωπο να εμπίπτει στην έννοια αυτή, ήτοι να πρόκειται για φυσικό πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό να ασκεί δραστηριότητα άσχετη με τις επαγγελματικές δραστηριότητές του. Το ΔικΕΕ έκρινε ότι στην έννοια του «καταναλωτή» εμπίπτει ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός του, οι οποίοι συνάπτουν με την επιχείρηση αυτή σύμβαση πίστωσης απευθυνόμενη κατά κύριο λόγο μόνο στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης και προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς. Το ΔικΕΕ διευκρίνισε ότι αυτό

Σελ. 3

καθεαυτό το γεγονός ότι ένα φυσικό πρόσωπο συνάπτει με τον εργοδότη του σύμβαση πέραν της σύμβασης εργασίας δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του προσώπου αυτού ως «καταναλωτή».

5Για τον εγγυητή το άρθρο 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994 έχει προβλέψει ότι αποτελεί καταναλωτή, όπως και ο αντισυμβαλλόμενος των τραπεζών και των ασφαλιστικών υπηρεσιών. Αντίθετα, ο εγγυητής υπέρ δανειολήπτη επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου, ο οποίος δεν είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών και ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του Ν. 2251/1994. Ως προς τον επενδυτή η νομολογία έκρινε ότι είναι καταναλωτές και ένας δικηγόρος, ιατρός ή μηχανικός σε περίπτωση επένδυσης, διότι σκοπός τους ήταν να επενδύσουν χρήματα, που είχαν αποταμιεύσει στην Τράπεζα, με την οποία υπέγραψαν σύμβαση για τη διενέργεια τραπεζικών πράξεων. Συνεπώς, οι συμβάσεις, που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις, που προστατεύουν τον καταναλωτή ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέλος. Σε αυτό το πλαίσιο κρίθηκε ότι καταναλωτής είναι το πρόσωπο, που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στο πλαίσιο των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα, που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο.

6Η υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής, όταν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους. Ο δανειολήπτης ωστόσο επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών

Σελ. 4

υπηρεσιών της Τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 2251/1994.

7Η νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει πιο στενά την έννοια του καταναλωτή, με το σκεπτικό ότι η προστασία αυτή υπέρ του καταναλωτή δεν δικαιολογείται, όταν πρόκειται για σύμβαση, η οποία έχει ως σκοπό μια επαγγελματική δραστηριότητα. Προς την ίδια κατεύθυνση έχει κριθεί από τη νομολογία του ΔικΕΕ ότι η έννοια του καταναλωτή σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα. Η ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων, που έχουν ως σκοπό επαγγελματική δραστηριότητα, έστω και αν αυτή προβλέπεται για το μέλλον, δεδομένου ότι ο μελλοντικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας δεν αναιρεί την επαγγελματική της φύση. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Ν. 2251/1994, αλλά και οι εθνικές δικαστικές αποφάσεις, που τον ερμηνεύουν, αποδίδουν ευρύτερο φάσμα στην έννοια του καταναλωτή έναντι του ΔικΕΕ.

8Είναι γνωστό ότι στο νόμο 2251/1994 συγκεντρώθηκαν προς το σκοπό εναρμόνισης οι ενωσιακές ρυθμίσεις για την προστασία των καταναλωτών. Αυτό είχε ως συνέπεια ο έλληνας νομοθέτης να μην υιοθετήσει τις ιδιαιτερότητες κάθε επί μέρους Oδηγίας. Έτσι για παράδειγμα η Οδηγία 87/102/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες, η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2011/83/ΕΚ, η Οδηγία 85/577/ΕΟΚ για τις πωλήσεις εκτός καταστήματος προϋποθέτουν ως καταναλωτή κάθε φυσικό πρόσωπο, που συνδέεται με συμβάσεις μη επαγγελματικής φύσεως, η δε Οδηγία 84/450/ΕΟΚ για την παραπλανητική διαφήμιση, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2005/29/ΕΚ, προστατεύει τους καταναλωτές και τα πρόσωπα που ασκούν εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και τα συμφέροντα του κοινού γενικά από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της, που για τους σκοπούς της Οδηγίας συνδυάζονται με τον όρο «πρόσωπο, ήτοι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο» (άρθρο 2 παρ. 3).

Σελ. 5

9Tο σύστημα προστασίας, που εγκαθιδρύει το ενωσιακό δίκαιο, στηρίζεται στην ιδέα ότι «ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία, όσον αφορά στη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους». Η ορθή εφαρμογή της αρχής του ενωσιακού δικαίου επί του εσωτερικού δικαίου, καθώς και η ανάγκη εξασφάλισης της ομοιόμορφης εφαρμογής των ενωσιακών διατάξεων συνεπάγονται τον αποκλεισμό της εφαρμογής του αντίθετου κανόνα του εθνικού δικαίου.

10Το τότε ΔΕΚ (νυν ΔικΕΕ), απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα με την απόφαση της 17.3.1998, σε σχέση με την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος σύμφωνα με την Οδηγία 85/577/ ΕΟΚ, το άρθρο 2 της οποίας ορίζει ότι «για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας «καταναλωτής» είναι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο με τις συναλλαγές που καλύπτει η Οδηγία επιδιώκει σκοπούς, που μπορούν να θεωρηθούν άσχετοι με την επαγγελματική του δραστηριότητα», δέχθηκε ότι «η Οδηγία δεν σκοπεί να προστατεύσει τους καταναλωτές, ο εγγυητής δεν μπορεί να καλυφθεί από αυτήν παρά μόνον εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 πρώτη περίπτωση, ανέλαβε υποχρεώσεις για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί άσχετος με την επαγγελματική του δραστηριότητα».

11Τέλος, προς άρση κάθε αμφιβολίας και για την περίπτωση, που η εσωτερική νομοθεσία επεκτείνει την έννοια του καταναλωτή και σε νομικά πρόσωπα, το ΔΕΚ είχε την ευκαιρία, στην ως άνω κρίσιμη απόφαση Cape και Idealservice να αποφανθεί ad hoc επί σχετικών ισχυρισμών της Ισπανικής Κυβέρνησης ότι «Η έννοια του καταναλωτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β’ της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, της 5 Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα». Η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν. 2251/1994, πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του ­νόμου 2251/1994, με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες, η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2011/83/ΕΚ, συσταλτικά ως αναφερόμενη απο-

Σελ. 6

κλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες και συνεπώς όχι σε εμπόρους ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα, που συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με επαγγελματικές τους δραστηριότητες.

ΙΙ. Έννοια του προμηθευτή

12Ως προς τον προμηθευτή, έχει κριθεί ότι αυτός είναι το πρόσωπο, το οποίο παρέχει προϊόντα και υπηρεσίες, που απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό τυποποιημένο χαρακτήρα.

13Ο προμηθευτής έχει δραστηριότητα συνεχή, που του επιτρέπει την επανάληψη, την τελειοποίηση προς όφελός του των γενικών όρων συναλλαγών, την απόκτηση συναλλακτικής εμπειρίας και συνεπώς υπεροχής έναντι του καταναλωτή. Ο προμηθευτής ασκεί οποιαδήποτε οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα. Τέτοιο πρόσωπο μπορεί να είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο, να ανήκει στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα. Συνεπώς, φορείς επαγγελματικής εμπορικής ή μη δραστηριοποίησης μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «προμηθευτές», από ατομικές επιχειρήσεις μέχρι και ΔΕΚΟ ή/και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Γενικοί όροι συναλλαγών (άρθρο 2 Ν. 2251/1994)

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

14Ο Έλληνας νομοθέτης, στο πλαίσιο της εναρμόνισης του εσωτερικού δικαίου προς την Οδηγία 93/13, η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2011/83/ΕΚ, εισήγαγε το Ν. 2251/1994, στο άρθρο 2 του οποίου, υπό τον τίτλο «Γενικοί όροι συναλλαγών - Καταχρηστικοί γενικοί όροι», έγινε η μεταφορά των ρυθμίσεων της Οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2, γενικοί όροι συναλλαγών (στο εξής ΓΟΣ) είναι οι όροι, που έχουν ­διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις. Σύμφωνα δε με την παρ. 10, οι διατάξεις του άρθρου 2 εφαρμόζονται και «για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης», όταν δηλαδή ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του όρου. Στοιχεία του ως άνω νομοθετικού ορισμού των ΓΟΣ αποτελούν η μαζικότητα, η προ­διατύπωση των όρων και η έλλειψη ατομικής διαπραγμάτευσης.

ΙΙ. Ορισμός των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) και η συμβατική σχέση προμηθευτή και καταναλωτή

15Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 οι ΓΟΣ είναι αυτοί «που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων», ήτοι είναι όροι μονομερώς εκ των προτέρων διατυπωμένοι και δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κατά τη σύναψη απροσδιόριστου αριθμού συμβάσεων. Ο χαρακτήρας των ΓΟΣ έχει ως συνέπεια να μεταθέτουν στον καταναλωτή συμβατικούς κινδύνους και βάρη, που κανονικά βάσει του ενδοτικού δικαίου, θα έπρεπε να φέρει ο προμηθευτής.

16Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων κλονίζεται με την εμφάνιση των λεγόμενων «συμβάσεων προσχωρήσεως». Πρόκειται για συμβάσεις, κύρια χαρα-

Σελ. 8

κτηριστικά των οποίων αποτελούν αφενός ο μονομερής καθορισμός του περιεχομένου τους ως επί το πλείστον με τη χρησιμοποίηση ΓΟΣ από τον ένα συμβαλλόμενο κατά κανόνα τον ισχυρότερο, αφετέρου η μη ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου τους από τον αντισυμβαλλόμενο. Με τον έλεγχο των ΓΟΣ, ο δικαστής καλείται να διασφαλίσει ότι η συμβατική ελευθερία δεν μετατρέπεται σε όπλο στα χέρια του ισχυρότερου αντισυμβαλλόμενου.

17Σε κάθε περίπτωση, έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών πρέπει να φαίνονται ευανάγνωστα σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Επίσης, ο προμηθευτής πρέπει να εξασφαλίσει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους, ο δε καταναλωτής να λάβει γνώση αυτών. Εφόσον δε στην προκειμένη περίπτωση δεν παραβιάζεται από τον προμηθευτή η βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση της σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού ΓΟΣ, δεν επέρχεται για το λόγο αυτό διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος των καταναλωτών. Το ΔικΕΕ έκρινε σχετικά ότι «δεν πληροί την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατύπωσης ρήτρα, η οποία καθορίζει την τιμή σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρέωσης χωρίς να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης, πληροφορίες που του επιτρέπουν να λάβει την απόφασή του με σύνεση και πλήρη επίγνωση των οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται η σύναψη της σύμβασης».

ΙΙΙ. Η αρχή της πληροφόρησης ως θεμελιώδης αρχή του ενωσιακού δικαίου των συμβάσεων

18Σε ό, τι αφορά στην αρχή της πληροφόρησης ως θεμελιώδους αρχής του ενωσιακού δικαίου των συμβάσεων, ο ενωσιακός νομοθέτης την έχει αποτυπώσει, κυρίως με την μορφή επιβολής ειδικών υποχρεώσεων ενημέρωσης των πελατών σε μία σειρά από Οδηγίες.

19Η αρχή της πληροφόρησης θεωρείται ότι αποτελεί και έκφραση του λεγόμενου «προτύπου πληροφόρησης» (“information model»), το οποίο διατρέχει

Σελ. 9

το σύνολο της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών. Κεντρική ιδέα αποτελεί η ενίσχυση της αυτοϋπευθυνότητας του καταναλωτή με την παροχή σε αυτόν προστασίας μέσω ενός υψηλού επιπέδου πληροφόρησης, που τον καθιστά υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων, στο πλαίσιο μιας αγοράς καθοδηγούμενης από τους κανόνες του ανταγωνισμού. Το εν λόγω «πρότυπο πληροφόρησης» έχει διαμορφώσει για τον καταναλωτή της ευρωπαϊκής αγοράς ένα δικαίωμα ελεύθερης αγοραστικής απόφασης, το οποίο για να μπορέσει ο καταναλωτής να το χρησιμοποιήσει, θα πρέπει να έχει επαρκή πληροφόρηση στη σχετική αγορά.

ΙV. Ερμηνεία των ΓΟΣ

20Κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2251/94 «όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντιστοίχους γενικούς όρους» και κατ’ άρθρο 2 παρ. 5 «σε περίπτωση αμφιβολίας οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού». Η νομολογία θεωρεί ότι οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό ή ασάφεια στην ερμηνευόμενη σύμβαση ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων.

21Αποτελεί κρατούσα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία άποψη ότι οι ΓΟΣ ερμηνεύονται, όπως οι δηλώσεις βουλήσεως, που απευθύνονται σε ευρύ και απροσδιόριστο κύκλο προσώπων, δηλαδή αναζητείται το αντικειμενικό τους νόημα, το οποίο ερμηνεύεται με βάση την ΑΚ 200. Το κύριο ερμηνευτικό κριτήριο, που εισάγει η διάταξη αυτή είναι η αντικειμενική καλή πίστη, οι επι-

Σελ. 10

ταγές της οποίας προσδιορίζονται και με τη συνεκτίμηση των συναλλακτικών ηθών.

22Με βάση τα ως άνω κριτήρια κατά την ερμηνεία των ΓΟΣ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα αντίληψης του μέσου εκπροσώπου του συναλλακτικού κύκλου, στον οποίο απευθύνονται οι γενικοί όροι του συγκεκριμένου χρήστη. Κατά την αντικειμενική αυτή ερμηνεία, τέτοιες μόνο περιστάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται κατά την αναζήτηση του κρίσιμου νοήματος ενός ΓΟΣ, η γνώση των οποίων είναι δυνατόν να αναμένεται από το μέσο ευσυνείδητο εκπρόσωπο της οικείας επαγγελματικής ομάδας, στην οποία απευθύνονται οι ΓΟΣ.

23Κατά την ερμηνεία των ΓΟΣ εκτός από την ΑΚ 200 εφαρμόζεται καταρχήν και η ΑΚ 173, σύμφωνα με την οποία «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις». Ωστόσο, στις τραπεζικές συναλλαγές οι καταρτιζόμενες συμβάσεις έχουν τη μορφή της συμβάσεως προσχώρησης και εμπεριέχουν προδιατυπωμένους και ομοιόμορφους όρους, λείπει δηλαδή το στοιχείο της ατομικής διαπραγμάτευσης των συμβατικών όρων. Κατά συνέπεια, ο πελάτης της τράπεζας δεν έχει συγκεκριμένη πληροφόρηση του περιεχομένου των προτεινόμενων ΓΟΣ. Η έλλειψη πληροφόρησης του πελάτη οφείλεται στην ίδια τη φύση και λειτουργία των ΓΟΣ, διότι είτε λόγω της οικονομικής υπεροχής της τράπεζας είτε λόγω του ότι ο ίδιος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες συναλλακτικές και νομικές γνώσεις για την κατανόησή τους αισθάνεται ο πελάτης αδύναμος να προκαλέσει αλλαγές στους μονομερώς προδιατυπωμένους όρους. Του απομένει δηλαδή ή να τους αποδεχθεί ή να παραιτηθεί από την κατάρτιση της σύμβασης (προσέγγιση «take it or leave it»).

24To γεγονός ότι ο καταναλωτής έχει αποδεχθεί την ένταξη μιας ρύθμισης ως ΓΟΣ στη σύμβαση, που διέπει την έννομη σχέση του με τον προμηθευτή, δεν αφαιρεί το δικαίωμά του να προτείνει την ακυρότητα του ΓΟΣ με το επιχείρημα ότι είναι παράνομος ο ΓΟΣ ως καταχρηστικός. Η νομολογία έχει κρίνει ότι η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή με την ένταξη αυτών στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου.

25Επίσης, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την ύπαρξη της καταχρηστικότητας ενός όρου χωρίς ωστόσο να υποχρεούται σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της καταχρηστικότητος αυτού. Γι’ αυτό έκρινε και το τότε ΔΕΚ ότι η

Σελ. 11

αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο, εάν αναγνωριστεί στο εθνικό δικαστήριο η δυνατότητα να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τις ρήτρες αυτές.

26Ως προς το παράρτημα, που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές» πρέπει να παρατηρηθεί ότι σύμφωνα με το γράμμα της Οδηγίας αυτής το εν λόγω παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών, που είναι δυνατό να κηρυχθούν καταχρηστικές. Η καταχώριση μάλιστα συμβατικής ρήτρας σε εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών (πολωνικό μητρώο εν προκειμένω) έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η συγκεκριμένη ρήτρα καταχρηστική σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής.

27Oι ΓΟΣ, που εμπίπτουν στις ενδεικτικές περιπτώσεις της παρ. 7 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, είναι per se παράνομοι και καταχρηστικοί χωρίς άλλη στάθμιση και χωρίς ως προς αυτούς να πρέπει να πληρωθεί κάποια άλλη προϋπόθεση. Οι ΓΟΣ αυτοί συνεπώς θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Αρκεί η ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, προκειμένου να αξιολογηθεί ως καταχρηστικός και άκυρος ένας ΓΟΣ. Βέβαια, εάν η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνση δεν είναι ουσιώδης, τότε δεν προκύπτει καταχρηστικότητα και ακυρότητα του σχετικού ΓΟΣ.

Σελ. 12

28Ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ενός όρου προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Προς την ίδια κατεύθυνση αναφέρει η νομολογία ότι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη - καταναλωτή. Επίσης, ελέγχεται για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της.

29Oι ΓΟΣ πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Υπό το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Αφού διαπιστωθεί ότι συγκεκριμένος ΓΟΣ είναι καταχρηστικός, θα επέλθει ως έννομη συνέπεια η ακυρότητά του σύμφωνα άλλωστε και με το άρθρο 174 ΑΚ. Η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν οδηγεί πάντως σε ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης. Πέραν των ανωτέρω, η αρχή της πληροφόρησης επί των συμβατικών όρων αναφέρεται τόσο στην τιμή και την παροχή όσο και γενικότερα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων.

Σελ. 13

V. Βασικές αρχές επί των ΓΟΣ

1. Η αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης

30Σύμφωνα με την αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης οι συμβατικοί όροι πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια και σε απλή, κατανοητή γλώσσα.

2. Η αρχή του ορισμένου περιεχομένου

31Σύμφωνα με την αρχή του ορισμένου περιεχομένου, το περιεχόμενο των ΓΟΣ πρέπει να είναι ορισμένο, πλήρες και ακριβές, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να διαγνώσει εκ των προτέρων, εύκολα και με σαφήνεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.

3. Η αρχή της προβλεψιμότητας των όρων

32Η αρχή της προβλεψιμότητας των όρων αναφέρεται κυρίως στην απαγόρευση της χρησιμοποίησης των λεγόμενων «απροσδόκητων/ αιφνιδιαστικών» ρητρών. Αιφνιδιαστικές ή απροσδόκητες ρήτρες είναι οι ρήτρες, που δεν είναι συνήθεις στο συγκεκριμένο συμβατικό τύπο, στον οποίο εμπεριέχονται, ώστε ο πελάτης να μην μπορεί να πιθανολογήσει την ύπαρξή τους. Σωστικές ρήτρες είναι οι ρήτρες, στις οποίες αναφέρεται η αόριστη επιφύλαξη «…εφόσον αυτό είναι νόμιμο», με σκοπό τη σωτηρία της. Οι ρήτρες αυτές θεωρούνται αδιαφανείς, διότι λόγω της αόριστης επιφύλαξης, δεν είναι σαφές για τον αντισυμβαλλόμενο εν τέλει τι ισχύει.

VI. Νομολογία ΓΟΣ επί συλλογικών αγωγών

33Το άρθρο 10 παρ. 20 του Ν. 2251/1994 ορίζει ότι οι έννομες συνέπειες, που προκύπτουν από την απόφαση επί συλλογικής αγωγής ένωσης καταναλωτών ισχύουν έναντι πάντων, ακόμη κι αν δεν ήταν διάδικοι. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η νομολογία έχει κρίνει ότι από την απόφαση, που εκδίδεται σε δίκη που δέχεται τη συλλογική αγωγή, παράγεται δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι

Σελ. 14

πάντων, ώστε αυτό το δεδικασμένο να διευκολύνει την προστασία και των υπολοίπων καταναλωτών.

34Η απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-484/08 έδωσε ρητή απάντηση στον προβληματισμό σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ. Συγκεκριμένα, το ΔΕΚ θεώρησε ότι τα άρθρα 4 παρ. 2 και 8 της εν λόγω Οδηγίας έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, που αφορούν είτε στον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της συμβάσεως είτε στην αναλογία μεταξύ της τιμής και της αμοιβής των υπηρεσιών ή αγαθών, που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, ακόμη και στην περίπτωση, που είναι διατυπωμένες με τρόπο σαφή και κατανοητό.

VII. Νομολογία ΓΟΣ επί τραπεζικών συμβάσεων

35Ο ορισμός της έννοιας του καταναλωτή σύμφωνα με το γράμμα του Ν. 2251/1994 είναι ευρύτατος και σε σημαντικό βαθμό υπερκαλύπτει τον κύκλο των νομιμοποιούμενων προσώπων ως «καταναλωτών» σε σχέση με τον ορισμό του ενωσιακού νομοθέτη, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ της στενής έννοιας του όρου. Πράγματι, οι Οδηγίες 85/577/ΕΕ για την προστασία καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, 87/102/ΕΕ (όπως τροποποιήθηκε από την 90/88/ΕΕ) για την καταναλωτική πίστη και 93/13/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2011/83/ΕΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις με καταναλωτές θεωρούν ως καταναλωτή κάθε φυσικό πρόσωπο, που επιδιώκει σκοπούς άσχετους με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στα ως άνω ευρωπαϊκά νομοθετήματα προστίθεται η Οδηγία 1999/44/ΕΚ από 25.05.1999 σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης καταναλωτικών αγαθών. Στο κείμενό της η Οδηγία αυτή ορίζει ως καταναλωτή κάθε φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, εμμένοντας συνεπώς στη στενή έννοια του όρου «καταναλωτής».

Σελ. 15

36Ο Ν. 2251/1994 παρέκκλινε τόσο από την αντίληψη του ενωσιακού νομοθέτη για τον εξ ορισμού ασθενέστερο καταναλωτή και αποδέσμευσε την καταναλωτική συναλλαγή από το στοιχείο της ικανοποίησης μη επαγγελματικών αναγκών, στοιχείο που ήταν απαραίτητο σύμφωνα με τις προαναφερθείσες Οδηγίες. Ο Νόμος υιοθέτησε μία ουδέτερη έννοια του καταναλωτή υπαγορευμένη από την αντίληψη ότι καταναλωτής είναι: «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους».

37Η υιοθέτηση από τον νόμο μιας ευρείας έννοιας του καταναλωτή στον τομέα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών δημιουργεί, ωστόσο, λιγότερα προβλήματα λόγω του συχνά εξειδικευμένου χαρακτήρα της συναλλαγής, της εξ ορισμού οικονομικής ισχύος της τράπεζας και του γεγονότος ότι ο πελάτης της τράπεζας είναι συχνά και ο τελικός αποδέκτης της παρασχεθείσας τραπεζικής εργασίας. Ο περιορισμός, που τάσσει ο νόμος, ότι προκειμένου να υπαχθεί κάποιος στην έννοια του «καταναλωτή» πρέπει να είναι απλώς ο τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών, αποτελεί ανεπιτυχές κριτήριο για την εφαρμογή του Ν. 2251/1994 στις τραπεζικές συναλλαγές, διότι είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η υπηρεσία εν γένει ως αγαθό χρησιμοποιείται με την παροχή του και υπό την έννοια αυτή κάθε παροχή τραπεζικής υπηρεσίας απευθύνεται προς τον «τελικό αποδέκτη» της.

38Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ως τελικός αποδέκτης είναι δυνατόν αβίαστα να θεωρηθεί ο πελάτης της τράπεζας, που καταρτίζει με αυτήν σύμβαση για την εξυπηρέτηση προσωπικών και όχι επαγγελματικών αναγκών. Σε ενίσχυση της άποψης ότι τουλάχιστον οι υπηρεσίες της τράπεζας, που από τη φύση τους απευθύνονται σε καταναλωτές, υπάγονται στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994 είναι δυνατόν να αναφερθεί η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 της κοινής υπουργικής απόφασης Φ1-983/7.3.1991 για την «καταναλωτική πίστη», σύμφωνα με την οποία «οι διατάξεις του παρόντος δεν θίγουν δικαιώμα-

Σελ. 16

τα που τυχόν έχει ο καταναλωτής με βάση άλλες διατάξεις της νομοθεσίας», όπως είναι προεχόντως οι προστατευτικές των καταναλωτών διατάξεις του Ν. 2251/1994, οι οποίες ορθώς κρίνονται εφαρμοστέες στο πλαίσιο των σχέσεων των τραπεζών προς τους πελάτες.

39Σύμφωνα δε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-798/2008 (ΦΕΚ 1353/Β/11-7-2008) Υπουργική απόφαση, η οποία συμπληρώθηκε από την υπ’ αριθμ. Ζ1/21/2011 (ΦΕΚ Β΄ 21/18.11.2011), απαγορεύεται η αναγραφή των Γενικών Όρων Συναλλαγών, που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και χορήγησης πιστωτικών καρτών, που συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τους καταναλωτές.

40H λογική της ρύθμισης του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 είναι η αποκατάσταση της συμβατικής ισορροπίας εξαιτίας της διατάραξης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης, που προκαλεί η διαπραγματευτική υπεροπλία του προμηθευτή-χρήστη των ΓΟΣ. Ειδικώς στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών, η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλομένους τους την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους γενικούς όρους.

41Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας υπέρ της θέσης ότι ο αντισυμβαλλόμενος-πελάτης της Τράπεζας εμπίπτει στην προστασία των διατάξεων του νόμου 2251/1994, με την επιφύλαξη όμως της in concreto στάθμισης των συνθηκών, κρίνεται σκόπιμο να συνεκτιμηθεί το σκεπτικό του τότε ΔΕΚ στην απόφασή του, που δημοσιεύτηκε στις 22.04.1999.

42Πλέον συγκεκριμένα, το σκεπτικό αυτό διατυπώθηκε με αφορμή προδικαστικό ερώτημα, που Ισπανός Δικαστής έθεσε ενώπιον του τότε ΔΕΚ με βάση το άρθρο 177 ΕΚ. Το ερώτημα ήταν, αν οι διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή σε συμβάσεις συναπτόμενες εκτός καταστήματος μπορούν να εφαρμοστούν επί χρονομεριστικής μίσθωσης ακινήτου, που συνήφθη κατά τη διάρκεια εκδρομής, που με πρωτοβουλία του οργάνωσε ο έμπορος εκτός της έδρας του, όταν η σχετική Οδηγία εξαιρεί τις συμβάσεις που αφορούν σε ακίνητα, οι πε-

Σελ. 17

ριστάσεις όμως της σύναψης, καθώς και η παροχή συναφών υπηρεσιών καταδεικνύουν ότι θα ήταν ασυνεπές να εξαιρεθεί της προστασίας του νόμου η συγκεκριμένη σύμβαση. Πράγματι το ΔικΕΕ απεφάνθη ότι «η χρήση ενός ακινήτου από κοινού με άλλους αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία της σύμβασης, της οποίας το αντικείμενο συνίσταται στην παροχή ενός συνόλου τουριστικής φύσεως υπηρεσιών» και απάντησε υπέρ της εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας στην in concreto περίπτωση. Το ΔικΕΕ στάθμισε το γεγονός ότι επρόκειτο για σύμβαση με καταναλωτή, που βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος για διαπραγματεύσεις και αδύναμος να συγκρίνει την τιμή και την ποιότητα της προσφοράς με άλλες αντίστοιχες συμβάσεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θα γινόταν δέκτης και άλλων υπηρεσιών εκτός της χρήσης του ακινήτου.

43Με την υπ’ αριθμ. 7020/2024 απόφαση του ΜΠρΑθ (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) έγινε δεκτή αγωγή κατά Τράπεζας λόγω ευθύνης για διαδικτυακή απάτη μέσω internet banking. Πλέον συγκεκριμένα, η τράπεζα έχει υποχρέωση πριν εκτελέσει μια συναλλαγή μέσω i-banking για λογαριασμό πελάτη της, να διερευνήσει ορισμένους παράγοντες, όπως το ύψος, τον τύπο της συναλλαγής και αν υπάρχει συμβατότητα με το προφίλ-ιστορικό συναλλαγών του πελάτη της. Κατά το άρθρο 64 παρ. 1 και 2 του Ν. 4537/2018, πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει συγκατάθεση στην εκτέλεσή της, ενώ η χρήση της υπηρεσίας i-banking εκ μέρους του πελάτη της τράπεζας δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει πράξη πληρωμής. Σύμφωνα δε με το σκεπτικό του Δικαστηρίου ο συμβαλλόμενος, που με τις τραπεζικές εργασίες εξυπηρετεί επαγγελματικές του ανάγκες, μπορεί να θεωρηθεί «καταναλωτής».

44Πέρα από τον ως άνω προσδιορισμό της έννοιας του καταναλωτή, στο πλαίσιο της ερμηνείας του Ν. 2251/1994 είναι δυνατόν να απαιτείται η προστασία του αντισυμβαλλομένου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πλην όμως αυτός ούτε κατά το σύστημα, ούτε κατά το σκοπό του Ν. 2251/1994 θα μπορεί να υπαχθεί στις σχετικές προστατευτικές διατάξεις.

45Επαρκές κριτήριο ελέγχου του περιεχομένου των ΓΟΣ μπορεί να αποτελέσει η αρχή της καλής πίστης. Ως καλή πίστη νοείται η ευθύτητα και η εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές. Με την ΑΚ 288 η ενοχική σχέση αποκτά κοινωνικό προσανατολισμό, δηλαδή τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα συμφέροντα του άλλου μέρους και επιβάλλεται η συνερ-

Σελ. 18

γασία τους για την ομαλή εξέλιξη της σχέσης, ώστε να εκπληρωθεί ο σκοπός της σύμβασης και να ικανοποιηθούν και οι δύο πλευρές.

46Κατά συνέπεια, όταν η τράπεζα με τη μονομερή προδιατύπωση των ΓΟΣ κάνει κατάχρηση της συμβατικής της ελευθερίας και της συναλλακτικής της υπεροπλίας και έχει ως αποκλειστική επιδίωξη την ικανοποίηση των επιχειρηματικών της στόχων, αδιαφορώντας για τα έννομα συμφέροντα των πελατών της, παραβιάζει την αρχή της συναλλακτικής καλής πίστης και τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις προνοίας, που την βαρύνουν, δηλαδή την υποχρέωση προστασίας των αγαθών του αντισυμβαλλομένου, με τα οποία έρχεται σε επαφή, καθώς και την υποχρέωση πίστης απέναντι στον πελάτη.

47Aναμφίβολα, η τράπεζα παραβιάζει τις παραπάνω υποχρεώσεις της στην περίπτωση, που εκμεταλλευόμενη την κυρίαρχη θέση της, επιβάλλει στον διαπραγματευτικά ασθενέστερο πελάτη της κατά την κατάρτιση της σύμβασης ιδιαίτερα επαχθείς ΓΟΣ. Έτσι, η σημασία της ΑΚ 288 είναι καθοριστική, διότι με την επίκληση και εφαρμογή της είναι εφικτή η παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της συμβατικής σχέσης και η αναπροσαρμογή των καταχρηστικών συμβατικών όρων.

48Το άρθρο 1 § 4 περ. β Ν. 2251/1994 ορίζει ότι «προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή». Η τράπεζα, ως «επιχείρηση, η οποία δέχεται καταθέσεις από το κοινό, χορηγεί πιστώσεις και περιέχει όσες άλλες υπηρεσίες προβλέπονται από την άδεια λειτουργίας της», παρέχει στο πλαίσιο της άσκησης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας σειρά υπηρεσιών προς τους πελάτες της.

49Οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται σε ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Η γνωστοποίησή τους στην αγορά γίνεται μέσω διαφημίσεων, ανακοινώσεων, ενημερωτικών φυλλαδίων, προσφορών και προτάσεων, που στοχεύουν τον ανώνυμο πελάτη ως υποψήφιο αντισυμβαλλόμενο.

50Όσον αφορά στη διάρθρωση της ρύθμισης του νόμου 2251/1994 για τους καταχρηστικούς ΓΟΣ στην αρχή προτάσσεται η γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 6, που απαγορεύει γενικά τη συνομολόγηση καταχρηστικών ΓΟΣ και προσδιορίζει το γενικό κριτήριο ελέγχου της καταχρηστικότητας, ενώ στη συνέχεια παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών γενικών όρων (άρθρο 2 § 7 Ν. 2251/1994). Η γενική ρήτρα του άρθρου 2 § 6 μετά την

Σελ. 19

αντικατάστασή του από το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β του Ν. 2741/1999 έχει ως εξής: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται».

51Μετά την αντικατάσταση της παρ. 6 του άρθ. 2 Ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 § 24 β του Ν. 2741/1999 για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ενός ΓΟΣ, αρκεί από τον επίμαχο ΓΟΣ να προκαλείται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, με βάση το πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών.

52Συμβατική ισορροπία υπάρχει, όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών, που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση, κατανέμονται και ισορροπούν με τρόπο όμοιο με αυτόν, που επιτυγχάνεται μέσω των ρυθμίσεων του ενδοτικού δικαίου. Διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας δεν επέρχεται αν απλώς η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι μη συμφέρουσα για τον πελάτη και η εντεύθεν επιβάρυνσή του δεν είναι ουσιώδης.

53

Στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμηθούν για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικού του επίδικου ΓΟΣ, εκτός βέβαια από το συμφέρον του ασθενέστερου αντισυμβαλλόμενου ως πελάτη της τράπεζας, είναι η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται. Τα επιμέρους αυτά κριτήρια ελέγχου των ΓΟΣ προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. β Ν. 2251/1994 και αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις της αρχής της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών.

54Στις συναλλαγές με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οι συμβατικοί όροι είναι στα μέτρα της τράπεζας, με αποτέλεσμα να στενεύει αφόρητα το πεδίο δράσης του πελάτη, που δεν έχει περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών και το μόνο που του απομένει είναι να δεχθεί ή όχι τη σύμβαση. Η προδιατύπωση των ΓΟΣ είναι επιβεβλημένη στο πλαίσιο της οργάνωσης της τράπεζας και εξυπηρετεί την οικονομικότερη και πρακτικότερη συναλλακτική διαδικασία. Υπό το πρίσμα αυτό αποτελεί επωφελές μέσο για την εξοικονόμηση δαπανών, κυρίως λόγω επιτάχυνσης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

Σελ. 20

55Όσον αφορά στους ΓΟΣ των τραπεζικών συμβάσεων η τράπεζα, εκμεταλλευόμενη τη διαπραγματευτική της υπεροχή, επιβάλλει μονομερώς τους όρους της στον ασθενέστερο αντισυμβαλλόμενό της χωρίς να προηγηθεί το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η εκμετάλλευση της συναλλακτικής υπεροχής του χρήστη, μολονότι αποτελεί τον κανόνα στις τραπεζικές συμβάσεις, δεν αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο των ΓΟΣ. Μάλιστα, το ΔιοικΕφΑθηνών με την υπ’ αριθμ. 462/2024 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) απόφασή του επέβαλε πρόστιμο σε τράπεζα, διότι ο οφειλέτης της κλήθηκε δύο φορές την ίδια μέρα για ληξιπρόθεσμες οφειλές του από υπάλληλο της τράπεζας, ήτοι με συχνότητα, που υπερβαίνει το ανώτατο όριο της μίας όχλησης ανά δεύτερη ημέρα.

56Έχει κριθεί με βάση συλλογική αγωγή ότι είναι καταχρηστικός ο ΓΟΣ, που προβλέπει τη δυνατότητα τράπεζας να επιβάλλει έξοδα κίνησης σε λογαριασμούς, που παρουσιάζουν υπόλοιπο κατώτερο ενός ορισμένου ορίου ή που αφορά ανάληψη ή κατάθεση μετρητών ή κατάθεση επιταγής στα ταμεία ανάλογα με τον αριθμό των κινήσεων και το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο του λογαριασμού ή έξοδα για κατάθεση μετρητών σε λογαριασμό τρίτου πελάτη της τράπεζας.

57Καταχρηστικός είναι και ο ΓΟΣ, που προβλέπει την καταβολή προμήθειας επί αναλήψεως μετρητών μέσω κάρτας, τόσο λόγω αντιθέσεώς του στο άρθρο 1 ΠΔΤΕ 2501/2002 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, γιατί προκαλείται στον αντισυμβαλλόμενο σύγχυση για το τι καλύπτει ο τόκος και τι η προμήθεια. Κατά την κρατούσα άποψη η ΑΚ 178, με βάση την οποία ρήτρα ΓΟΣ, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, είναι δυνατόν να αποτελέσει βάση του δικαστικού ελέγχου και φραγμό στην καταχρηστική άσκηση της συμβατικής ελευθερίας των τραπεζών κατά τη διαμόρφωση των ΓΟΣ.

58Η έννοια των χρηστών ηθών είναι αόριστη νομική έννοια και συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά από τον εφαρμοστή του δικαίου με βάση αξιολογικά κριτήρια. 

Back to Top