Παρότι οι παραλληλισμοί στην ιστορία μπορεί να οδηγήσουν σε επιπόλαια και αναπόδεικτα συμπεράσματα, μερικές φορές είναι πολύ προκλητικές οι ομοιότητες του παρόντος με το παρελθόν για να τις αγνοήσει κανείς. Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν έδωσε ο πρόσφατος διαγκωνισμός των κομμάτων για το πώς θα έπρεπε να μοιραστεί στο τέλος του 2017 το «κοινωνικό μέρισμα», το πλεόνασμα δηλαδή του προϋπολογισμού, η εκτέλεση του οποίου ξεπέρασε τους στόχους που είχαν θέσει οι «Θεσμοί»: το λογιστικό αυτό ποσό που θα προκύψει στο τέλος του έτους, θα είναι στην ουσία τόσο πλεονάζον όσο γεμάτο μπορεί να μοιάζει το άδειο ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου όταν το κοιτάς ανάποδα.

Τα χρήματα που «περισσεύουν» είναι αυτά που παρακρατεί εδώ και μήνες το Ελληνικό Δημόσιο από τον Γιάννη, τη Μαρία, τον Χρήστο και χιλιάδες άλλους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι, ως «προμηθευτές» του Δημοσίου, έχουν εκδώσει τιμολόγια προς αυτό, έχουν πληρώσει τον αναλογούντα ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος και περιμένουν να πληρωθούν προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους εργαζομένους τους, τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, τους δικούς τους προμηθευτές και στο τέλος να μείνει κάτι και γι’ αυτούς -βλέπετε πως τεχνηέντως αποφεύγω την «κακιά» τη λέξη- που να αξίζει τον κόπο να επαναλάβουν τον επόμενο κύκλο της περιπέτειας που φέρει τον τίτλο «προμηθευτής του Δημοσίου».

Άρα, ο Γιάννης, η Μαρία, ο Χρήστος και οι χιλιάδες άλλοι -δανειστές στην ουσία του δημοσίου- τις τελευταίες μέρες γίνανε μάρτυρες μιας ανεύθυνης κομματικής διευλκυνστίδας με σαφή ψηφοθηρικά κίνητρα για το πώς θα διανεμηθούν σε άλλους -συνταξιούχους, ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες κ.ά.- τα χρήματα που οφείλονται σε αυτούς! Είναι αδιάφορη η οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει αυτοί προς τους οποίους οφείλονται τα χρήματα. Μπορούν να περιμένουν για πάντα όσο έχουν τη διπλή ιδιότητα του προμηθευτή και του δανειστή του Δημοσίου. Ποιος αποκλείει δε, ότι ο γνωστός συνειρμός του προμηθευτή του δημοσίου με τους πάλαι ποτέ «εθνικούς προμηθευτές» μπορεί, στο γεμάτο σύγχυση μυαλό των κρατούντων λαϊκιστών, ακόμα και να ταυτίζεται.

Η χώρα βρίσκεται υπό οικονομική επιτροπεία από της ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους. Από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, εκτός ελαχίστων χρονικών εξαιρέσεων, η διεθνής κηδεμονία, παρά την εθνική ταπείνωση και το βαρύ τραύμα που συνεπάγεται για τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, αποτέλεσε τη μοναδική λύση για να εξασφαλίσει η χώρα τη χρηματοδότηση που χρειάζεται για την κάλυψη των άμεσων και έμμεσων αναγκών της.

Ακόμα και οι πιο σφοδροί λαϊκιστές πολιτικοί, αριστεροί και δεξιοί, που χρησιμοποίησαν τους δανειστές ως πολιτικό ανελκυστήρα για την παρουσία τους στη Βουλή, ενίοτε και τη διακυβέρνηση της χώρας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο μισθός τους καταβάλλεται κάθε μήνα στον λογαριασμό τους μόνο χάρη σε αυτούς τους δανειστές, οι οποίοι φροντίζουν διαχρονικά, αναλόγως του βαθμού αξιοπιστίας του Ελληνικού Δημοσίου, να κάνουν λιγότερο ή περισσότερο κουμάντο στα εσωτερικά της χώρας.

Για τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που επιβλήθηκε στη χώρα μετά την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Ανδρέας Κακριδής, οικονομικός ιστορικός, σε πρόσφατο αφιέρωμα στην «Καθημερινή» (22.10.2017) σημειώνει: «Η παρουσία του ΔΟΕ, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε ένα αγκάθι στην εθνική συνείδηση, δύσκολα μπορούμε να παραβλέψουμε τα θετικά αποτελέσματα που είχε για την ελληνική οικονομία στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Διαχειρίστηκε αποτελεσματικά τα έσοδα των υπέγγυων προσόδων και εξασφάλισε την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Τα κρατικά ομόλογα ανατιμήθηκαν και το κόστος του δανεισμού υποχώρησε. Το δημόσιο υποχρεώθηκε να νοικοκυρέψει τα οικονομικά του και η χώρα ανέκτησε σταδιακά την πιστοληπτική της ικανότητα. Οι ξένες επενδύσεις, τα κέρδη της εμπορικής ναυτιλίας και τα εμβάσματα της ομογένειας συνέβαλαν στην ανατίμηση του εθνικού νομίσματος και μόλις λίγα χρόνια μετά την πτώχευση του 1897 η Ελλάδα επέστρεψε στις αγορές αντλώντας κεφάλαια για εσωτερικές επενδύσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εποχή. Όσο και αν διαμαρτύρονταν για την επαχθή επιτροπεία οι διάφορες κυβερνήσεις της εποχής, έσπευσαν να επωφεληθούν από τις αυξημένες εγγυήσεις που μπορούσε να προσφέρει η ΔΟΕ στην έκδοση νέων ομολόγων, εγγυήσεις που μεταφράζονταν σε χαμηλότερα επιτόκια».

Εκατόν είκοσι χρόνια μετά, και αφού προηγήθηκαν επτά χρόνια αποτυχημένης πολιτικής διαχείρισης μιας χρεοκοπίας από την οποία θα έπρεπε να είχαμε ξεφύγει προ καιρού, βλέποντας την απαξία της πολιτικής, τη διάβρωση των θεσμών και την κατάντια όλων των πολιτικών δυνάμεων που δείχνουν ότι δεν επιθυμούν τη ρήξη με το παρελθόν, είμαι δυστυχώς αναγκασμένος να παραδεχτώ ότι η μοναδική λύση απέναντι στη διαχρονική ανευθυνότητα του πολιτικού συστήματος είναι η μόνιμη ανάληψη της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής, καθώς και της αναμόρφωσης του δημόσιας διοίκησης, από τους εκάστοτε «Θεσμούς». Ιδανικά, η καλύτερη, και μοναδική, υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει το εγχώριο πολιτικό σύστημα σε μια τέτοια περίπτωση είναι να σερβίρει την αναγκαιότητα αυτήν με ένα «εύηχο όνομα» και έναν καλό «πολιτικό λόγο».

Αντώνης Καρατζάς, Δικηγόρος, ΜΒΑ
adonik@nb.org
 

Αναρτήθηκε: Ιανουαρίου 02, 2018