ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Διδάγματα από τη νέα κυπριακή νομοθεσία
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 368
- ISBN: 978-618-08-0183-5
Η σωρεία μισογυνικών θανατώσεων (γυναικοκτονιών) παγκοσμίως γίνεται πλέον αισθητή ως κανονιστικά ανυπόφορη. Στο ποινικό δίκαιο τίθενται ενόψει αυτού νέες αποστολές για την άρση της «αθεατότητας» της μάστιγας αυτής. Το βιβλίο «Γυναικοκτονία και Ποινικό Δίκαιο» αναζητά τους λόγους νομιμοποίησης μιας νέας ποινικής παρέμβασης κατά των γυναικοκτονιών και της δέουσας έκτασής της. Με αφορμή την κυπριακή περίπτωση και τη συναφή ανάλυση της σχετικής νομολογίας, αλλά σε ένα γενικότερο ολιστικό πλαίσιο κατανόησης που εμπνέεται από τη ριζοσπαστική φεμινιστική θεωρία, το βιβλίο απαντά σε ερωτήματα, όπως:
• Σε τι συνίσταται η ειδική απαξία του εγκλήματος της γυναικοκτονίας
• Τι διδάγματα εξάγονται από τη συγκριτική μελέτη του διεθνούς ανθρωπιστικού, του διεθνούς και των εθνικών ποινικών δικαίων
• Τι μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής ενδείκνυται
• Ποια είναι τα υπέρ και ποια τα κατά μιας ειδικής ποινικοποίησης της γυναικοκτονίας
• Πώς επιλύονται κρίσιμα δογματικά ζητήματα ενός νέου νόμου, όπως η τήρηση της νομοτυπικής ακρίβειας, η συσχέτιση με την ενδοοικογενειακή βία, η σχέση ψυχικής έξαψης και βρασμού ψυχικής ορμής, οι «πολιτισμικοί» υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, η μεταμέλεια και η επιμέτρηση.
Το βιβλίο απευθύνεται στο νομικό ακαδημαϊκό κοινό, αλλά και στους φοιτητές και φοιτήτριες του ποινικού δικαίου και των σπουδών φύλου, όπως και σε κάθε (νομικό ή μη) μελετητή των δικαιοπολιτικών ζητημάτων της έμφυλης κοινωνικής ασυμμετρίας.
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ VII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
| Χάρης Παπαχαραλάμπους
Η γυναικοκτονία. Εννοιολόγηση, ποινική απαξία, συγγνωστό της πράξης
και δικαιοπολιτική διάσταση. Το κυπριακό παράδειγμα ποινικοποίησης
1. Ο κανονιστικός συναγερμός για τη γυναικοκτονία.
(Α)θεατότητα και στατιστική αποτύπωση του φαινομένου 7
2. Η ενεργοποίηση του ποινικού δικαίου. Μια συνοπτική συγκριτική θεώρηση 11
3. Προς μια δομική-ολιστική θεώρηση/εννοιολόγηση της γυναικοκτονίας.
Ο μισογυνισμός ως sedes materiae 15
3.1. Πατριαρχία. Η γυναικοκτονία ως συστημικό μακροέγκλημα 15
3.2. Η γυναικοκτονία ως έγκλημα μίσους 17
3.3. Οι γυναικοκτονίες και τα δικαιοπολιτικά διλήμματα του φεμινισμού.
Από τον φιλελεύθερο στον ριζοσπαστικό και σοσιαλιστικό φεμινισμό προς
μια, πέραν του μετανεωτερικού φεμινισμού, πολιτική οικονομία του φύλου 21
4. Η γυναικοκτονία ως τόπος συνάντησης δικαίου και πολιτικής.
Τρόποι δικαιικής απάντησης 26
4.1. Από το «νομικό» στο πολιτικό και πίσω. Carol Smart 26
4.2. Ανιχνεύοντας τη γυναικοκτονία στην κοινωνική πράξη.
Η «οικολογία» του εγκλήματος 28
4.3. Η γυναικοκτονία ως οικουμενικό έγκλημα. Το διεθνές (ποινικό) δίκαιο 29
4.4. Η παρεμβολή του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων 34
4.5. Επανεκτιμώντας την ολιστική θεώρηση της γυναικοκτονίας
συνολικά και ειδικά για το δίκαιο 38
5. Η δέουσα αντίδραση του εθνικού συστήματος ποινικού δικαίου
στη γυναικοκτονία 45
5.1. Ανάγκη ποινικής αυστηροποίησης 45
5.2. Ενστάσεις 49
5.3. Όψεις της αυστηροποίησης 51
5.3.1. Ο «εξαναγκαστικός έλεγχος» και το κλιμακούμενο συνεχές
της μισογυνικής βίας 51
5.3.2. Υπερβολές στην παραδοχή συναίνεσης. Περί του λεγόμενου «ωμού σεξ» 54
5.3.3. Κανένα άβατο «ιδιωτικότητας» 56
5.3.4. «Πολιτισμικές» υπερασπίσεις; 57
5.3.5. Η προβληματική του βρασμού ψυχικής ορμής στη γυναικοκτονία 59
5.3.6. Μειωμένος καταλογισμός. Μεταξύ βρασμού ψυχικής ορμής και νόσου 77
5.3.7. Αλλοιωμένος καταλογισμός και «χαρακτήρας» του δράστη
στη γυναικοκτονία 80
5.3.8. Ζητήματα κατανομής του βάρους απόδειξης στο μειωμένο καταλογισμό 81
6. Γυναικοκτονία: Σκοποί της ποινής και το νέο ποινικό παράδειγμα
προστασίας δικαιωμάτων 82
7. Συγχώρηση και Μεταμέλεια 92
7.1. Οι αντιλήψεις για τη συγχώρηση στους Derrida και Jankélévitch 92
7.2. Η δικαιική οριακότητα της συγχώρησης στη γυναικοκτονία,
νοούμενη ως όψη του ηθικού Κακού 95
7.3. Γυναικοκτονία και συγχώρηση εντός του λόγου του ποινικού δικαίου. «Μεταμέλεια»; 98
8. Η νομοθετική πρωτοβουλία στην Κυπριακή Δημοκρατία 103
8.1. Ο νέος Ν 117(Ι)/2022 103
8.2. Το «πνευματικό κλίμα» της νέας πρόνοιας 104
8.3. Ειδικά ζητήματα του νόμου 108
8.3.1. Εύρος του πεδίου εφαρμογής. Εξ αμελείας τέλεση; 108
8.3.2. Αοριστία; 108
8.3.3. Πώς επιλύεται το πρόβλημα του βρασμού; 109
8.3.4. «Νομοθετικός πληθωρισμός»; 111
8.3.5. Περί του εάν θεσπίζεται γνήσιο ιδιώνυμο έγκλημα 113
8.3.6. Η ισόβια φυλάκιση στο φόνο ως «άλλοθι» αποσιώπησης 114
8.3.7. Το πρόβλημα της πρόνοιας: η ολίσθηση από το αντικειμενικό άδικο
στην επιμέτρηση 115
8.3.8. Περί της «συμβολικότητας» του ποινικού κανόνα δικαίου 116
8.3.9. Υπόσκαψη της οικουμενικότητας του δικαίου μέσω της ανάδειξης
του ειδικού/μερικού; 117
8.3.10. Η άκαιρη δαιμονοποίηση του ποινικού δικαίου 118
8.4. Ποινικό δίκαιο και ευαλωτότητα των γυναικών.
Ευθεία ή αντίστροφη αναλογία; 118
Βιβλιογραφία 119
Ελληνική 119
Ξένη 123
Νομολογία 134
| Loraine Gelsthorpe
Femicide: gendered killing, gendered responses? An overview
1. Introduction 139
2. Conceptualising femicide 141
3. The presence of femicide in legal landscapes 143
4. The extent of femicide 144
5. Femicide, sentencing and punishment 147
5.1. Gender 147
5.2. Intimacy, relationship status, and provocation:
the case of intimate partner femicide 149
6. Concluding thoughts 153
References 153
| Μαργαρίτα Γασπαρινάτου
Φεμινιστική εγκληματολογία και έμφυλη βία:
το φαινόμενο της γυναικοκτονίας
1. Εισαγωγή 157
2. Οι θεωρητικές καταβολές του όρου «γυναικοκτονία» 159
3. Το ζήτημα του φύλου στην ανάλυση του εγκληματικού φαινομένου:
η ανάπτυξη της φεμινιστικής εγκληματολογίας 162
3.1. Φεμινιστική θεωρία και εγκληματικό φαινόμενο 163
3.2. Φιλελεύθερος φεμινισμός και φεμινιστική εγκληματολογία:
Η θετικιστική ανάγνωση της έμφυλης βίας 167
3.3. Ριζοσπαστικός φεμινισμός και φεμινιστική εγκληματολογία:
Η κριτική ανάγνωση της έμφυλης βίας 171
4. Η θεωρητική διαμάχη γύρω από την ποινικοποίηση της γυναικοκτονίας 174
5. Αντί επιλόγου 178
Βιβλιογραφία 181
Ελληνόγλωσση 181
Ξενόγλωσση 185
Συναφή διεθνή νομικά μέσα 187
| Costas Paraskeva
Human Trafficking in the case law of the European Court
of Human Rights: developments and challenges
1. Introduction 189
2. Article 4: definitional controversies 190
2.1. The international legal definition of slavery 190
2.2. The international legal definition of trafficking 192
2.3. The definition of ‘slavery’ under the Convention 195
2.4. Trafficking under the Convention: ambiguities in meaning 198
3. Positive Obligations towards victims of human trafficking under Article 4 205
3.1. General remarks on positive obligations 205
3.2. Positive obligations in the Court’s case-law on trafficking 207
3.2.1. Putting in place an appropriate legislative and administrative framework
to prohibit and punish trafficking 207
3.2.2. Taking operational measures to protect victims, or potential victims 212
3.2.2.1. The threshold of knowledge 213
3.2.2.2. The requirement to undertake “reasonable measures” 215
3.2.2.3. V.C.L. and A.N. v the United Kingdom: expanding the scope
of the operational duty to protect under Article 4 through
the non-punishment principle 216
3.2.3. Procedural obligation to investigate 221
3.2.3.1. The existence of an arguable claim or prima facie evidence 221
3.2.3.2. Effectiveness of the investigation 222
3.2.3.3. Duty of international cooperation 224
4. Conclusion 226
Literature 227
Courts' Decisions 230
| Γιάννης Πρελορέντζος
H συγχώρηση, το ασυγχώρητο και το απαράγραπτο
στη γαλλική φιλοσοφία του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα,
με έμφαση στον Vladimir Jankélévitch, τον Jacques Derrida
και τον Paul Ricœur
1. Εισαγωγή 231
2. Η συγχώρηση υπό το φιλοσοφικό πρίσμα του Vladimir Jankélévitch
(σε συνεξέταση με θέσεις του Derrida και, δευτερευόντως,
της Arendt, του Lévinas και του Ricœur) 238
Βιβλιογραφία 262
Ελληνόγλωσση 262
Ξενόγλωσση 266
| Γεράσιμος Κακολύρης
Ο Ζακ Ντερριντά για τη συγχώρηση
1. Εισαγωγικά 269
2. Ποιος μπορεί να συγχωρήσει ή να ζητήσει συγχώρηση; 271
3. Είναι όλα τα εγκλήματα συγχωρητέα; 272
4. Το μόνο άξιο συγχώρησης είναι το ασυγχώρητο 273
5. Το αίτημα συγχώρησης 274
6. Οι δύο έννοιες συγχώρησης 275
7. Η «διαπραγμάτευση» 277
8. Η αποσυμβαντοποίηση του συμβάντος της συγχώρησης από τον Ντερριντά 278
9. Η άβυσσος 280
10. Κριτική 281
Βιβλιογραφία 285
Ελληνόγλωσση 285
Ξενόγλωσση 285
| Κωνσταντίνος Π. Τσίνας
‘Femicide’: Ζητήματα ορισμού και ποινικοποίησης ενός αδικήματος
1. Εισαγωγικά 287
2. Ιστορικά ζητήματα: Η προέλευση του όρου “femicide” 288
3. Επιστημολογικές διευκρινίσεις: Δύο είδη ορισμού της “femicide” 290
4. Νομοθετικά ζητήματα: Κριτικές παρατηρήσεις στη θεσπισθείσα διάταξη
(10Α Νόμου 115/2021) 296
5. Συμπεράσματα - Καταληκτικές παρατηρήσεις για τη νέα
κυπριακή διάταξη 299
Βιβλιογραφία 301
Ελληνική 301
Ξενόγλωσση 302
Εκθέσεις Επιτροπών 302
| Κωνσταντίνα Ζίβλα
Γυναικοκτονία: Ορισμός, ποινικοποίηση, βρασμός ψυχικής ορμής.
Μια αντιπροσωπευτική συγκριτική αξιολόγηση
1. Εισαγωγή 303
2. Το ζήτημα του εννοιολογικού προσδιορισμού 304
3. Η νομική στάση σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη.
Κρίσιμα ερωτήματα 306
3.1. Λατινική Αμερική 306
3.1.1. Ποσοστά γυναικοκτονίας 306
3.1.2. Νομοθετικό πλαίσιο 307
3.1.3. Ειδικά: η νομοθετική μεταστροφή στη Χιλή 311
3.2. Ευρώπη 313
3.2.1. Mάλτα 313
3.2.2. Κύπρος 315
4. Η αρχή της νομιμότητας (‘fair labelling’) 316
4.1. Ερμηνευτικές δυσκολίες 316
4.2. Αναποτελεσματικότητα 317
4.3. Ειδικά: η ατιμωρησία 317
4.4. Προκαταλήψεις 318
5. Πρόκληση: μια ιδιωτικοποιημένη μορφή της «τιμής» 318
5.1. Νομοθετική μεταστροφή στον Καναδά 319
5.2. Η «πρόκληση» στην Κύπρο 322
6. Επίλογος 323
Bιβλιογραφία 325
Ελληνόγλωσση 325
Ξενόγλωσση 325
Νομολογία 329
| Κατερίνα Σοφοκλέους
Γυναικοκτονία: αξιολογώντας τη στάση των κυπριακών δικαστηρίων
μέχρι και τον Ν 117(Ι)/2022
1. Εισαγωγή 331
2. Νομολογία πριν και μετά την τροποποίηση του νόμου:
Ανάλυση και αξιολόγηση 331
2.1. Μεθοδολογία της έρευνας 331
2.2. Ο νέος Νόμος περί γυναικοκτονίας 332
2.3. Ανάλυση νομολογίας 332
2.3.1. Χριστάκης Σολομού Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας
(Ποινική Έφεση υπ’ αρ. 4987) της 20.7.1989 332
2.3.2. Ονησίλλου ν Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556 333
2.3.3. Γαβριήλ Χριστάκης Κύπρου ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693 335
2.3.4. Kemal Selim ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 199 335
2.3.5. Xριστόφορος Χαραλάμπους ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 370 336
2.3.6. Νίκος Ιορδάνους ν Δημοκρατίας (Πoινική Έφεση υπ’ αρ. 152/2014)
της 19.4.2018 337
2.3.7. Θ. Κ. Θεοφάνους ν Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση υπ’ αρ. 215/2012)
της 6.4.2015 339
2.3.8. Δημοκρατία ν Onel Florea (υπόθ. υπ’ αρ. 23649/15) της 24.10.2017 340
2.3.9. Γενικός Εισαγγελέας ν Ε. Χρίστου (Ποινική Έφεση υπ’ αρ. 20/2015)
της 6.11.2017 341
2.3.10. Δημοκρατία ν Baratashvili (υπόθ. υπ’ αρ. 24066/18) της 26/11/2019 342
2.3.11. Δημοκρατία ν Ν. Μεταξά (υπόθεση υπ’ αρ. 10449/19) της 24.6.2019 342
2.3.12. Δημοκρατία ν Trevor Andrew Lamont (υπόθ. υπ’αρ. 7810/22)
της 6.3.2023 343
2.4. Αξιολόγηση της στάσης των Δικαστηρίων μέχρι σήμερα 344
Νομολογία 346
| Χάρης Παπαχαραλάμπους
Επίλογος. Τελικές θέσεις 347
| Παράρτημα
Άρθρο 10Α του Ν 115(Ι)/2021 όπως εισήχθη με το Ν 117(Ι)/2022 351
Σελ. 1
Εισαγωγή
Ο παρών τόμος αποτελεί μια σφαιρική νομική και δικαιοπολιτική πραγμάτευση της προβληματικής της γυναικοκτονίας, όπως αυτή αναπλάθεται υπό το κριτικό πρίσμα μιας ριζοσπαστικής φεμινιστικής θεώρησης. Αυτό δεν εμποδίζει τη διατύπωση, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, και επιφυλάξεων σε ό,τι αφορά τον τρόπο και την έκταση επιθυμητών καθεαυτές παρεμβάσεων στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις θανατώσεις γυναικών, επιφυλάξεων που αρύονται επιχειρήματα από την εργαλειοθήκη του κλασικού φιλελεύθερου εγγυητισμού. Κοινή ωστόσο πεποίθηση των συγγραφέων του τόμου αποτελεί η κανονιστική επιταγή θέσεως ενός φραγμού στο ειδεχθές αυτό φαινόμενο, που κορυφώνει δραματικά (και από ποσοτική έποψη, όπως οι στατιστικές μαρτυρούν) τα συμπτώματα της έμφυλης κοινωνικής ασυμμετρίας σε βάρος των γυναικών, ασυμμετρίας δομικής κι εγγενούς σε ένα κοινωνικο-ηθικό σύστημα εστιγμένο από την πατριαρχία και τον μισογυνισμό. Ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει σε αυτές τις συνθήκες το ποινικό δίκαιο είναι συνεπώς εξ ορισμού κρίσιμος.
Το έργο συγκεντρώνει τις αναλύσεις και τα πορίσματα ενός εκτεταμένου εσωτερικού πανεπιστημιακού ερευνητικού προγράμματος, που είχα τη χαρά να επιμεληθώ επιστημονικά με θεματικό αντικείμενο τη σχέση γυναικοκτονίας και δυνατότητας συγχώρησης τόσο υπό την έποψη της ηθικής φιλοσοφίας όσο και υπ’ αυτήν της επιβολής ποινής, με έμφαση στο κυπριακό ποινικό δίκαιο (ακρωνύμιο: RPFF: “Forgiveness in Cases of Femicide. Its significance in moral theory and its impact on sentencing with emphasis on the Cyprus Criminal Law”) και το οποίο διήρκεσε από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022. Την έρευνα υποστήριξε σεμινάριο γύρω από τη γυναικοκτονία, στο οποίο εκτέθηκαν και συζητήθηκαν όψεις του φαινομένου τόσο από νομική-δογματική και εγκληματολογική σκοπιά όσο και από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας, της δικαιοπολιτικής σκέψης και της κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Σελ. 2
Το έργο προβαίνει σπονδυλωτά εστιάζοντας 1) στον ορισμό της γυναικοκτονίας σε συνάρτηση με τις εξηγητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις του φαινομένου με βάση την κοινωνιολογική, κοινωνικο-θεωρητική και ποινικολογική θεώρηση, 2) στην ανάδειξη του συστημικού του χαρακτήρα και της δομικής-ειδολογικής του συγγένειας με την μακροεγκληματικότητα, το οικουμενικό έγκλημα και το έγκλημα μίσους, 3) στην προβληματική των σκοπών της ποινής που μια πιθανή ιδιώνυμη ποινικοποίηση του μισογυνικού φόνου θέτει επί τάπητος, 4) στην αναγκαιότητα προσφυγής σε ένα παράδειγμα ποινικού δικαίου προάσπισης δικαιωμάτων, που, σε απόκλιση από το κλασικό παλαιο-φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, είναι θυματοκεντρικό και ηθικοπολιτικά στρατευμένο, ακολουθώντας ανάλογες εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τέλος, 5) στον βαθμό κατά τον οποίο η γυναικοκτονική πράξη μπορεί να συγχωρείται και υπό ποίους όρους σε συνάρτηση με όσα συνάγονται από τα προηγούμενα και στη βάση ενός ηθικο-πρακτικού αναστοχασμού βάθους.
Το κυπριακό ποινικό δίκαιο αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς του έργου ως πεδίο του λόγου εφαρμογής των ανωτέρω κεκτημένων της θεωρητικής έρευνας. Εντός αυτού του πεδίου ερευνάται κριτικά η κρίσιμη ποινική νομολογία (ιδίως των τελευταίων δύο δεκαετιών) τουλάχιστον σε αναφορά προς τους επιλεγόμενους σκοπούς της ποινής, τη συνειδητοποίηση από τον δικαστή της έμφυλης φύσης των επιδίκων ιστορικών, τον ρόλο του βρασμού ψυχικής ορμής, τυχόν πολιτισμικών υπερασπιστικών ισχυρισμών, τη λειτουργία της επιμέτρησης, το εύρος και τη σημασία της τυχόν μεταμέλειας, ζητήματα δικαστικής ψυχολογίας κ.λπ. Το έργο τοποθετείται δια μακρών επίσης έναντι της πρόσφατης ποινικοποίησης της γυναικοκτονίας στην Κύπρο, αναλύοντας τα θετικά σημεία της νέας ρύθμισης, αλλά και τις αδυναμίες της και εκθέτοντας προτάσεις υπέρβασης των τελευταίων. Δι’ όλου του έργου είναι συνεχώς παρούσα η σκοπιά της συγκριτικής μελέτης των νομικών πρωτοβουλιών για το θέμα διεθνώς, κατά προτεραιότητα δε -και εν είδει άτυπης αντιπαραβολής μεταξύ τους- των νομοθετικών μέτρων στη Λ. Αμερική αφ’ ενός και της στάσης των εννόμων τάξεων του κοινοδικαίου αφ’ ετέρου. Ο τόμος καταλήγει στην εκπόνηση ενός συνόλου θέσεων-πορισμάτων γύρω από τη φύση του εγκλήματος και τη δέουσα ποινική του αντιμετώπιση.
Σε ό,τι αφορά τώρα τις κατ’ ιδίαν συμβολές, ας σημειωθούν τα εξής.
Στην εναρκτήρια και εκτεταμένη δική μου μελέτη, επιδιώκεται ο εντοπισμός και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμβάθυνση σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα του θέματος. Αρχικώς γίνεται αναφορά στις προβληματικές του ορισμού του εγκλήματος της γυναικοκτονίας και της επάρκειας των σχετικών στατιστικών στοιχείων διεθνώς. Ακολουθεί μια συγκριτι-
Σελ. 3
κή επισκόπηση των μορφών ενεργοποίησης του ποινικού δικαίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου, όπου υπογραμμίζεται ο πρωτοποριακός ρόλος της λατινοαμερικάνικης νομοθεσίας. Η μελέτη αναπτύσσει στη συνέχεια την ακολουθητέα οδό για τη δέουσα εννοιολόγηση της γυναικοκτονίας, δηλαδή μια δομική-ολιστική θεώρησή της που εδράζεται στο μισογυνισμό. Αναδεικνύονται εδώ η πατριαρχία, ο συστημικός-μακροεγκληματικός χαρακτήρας της γυναικοκτονίας, η φύση της ως εγκλήματος μίσους, ενώ θεματοποιούνται και τα συναφή δικαιοπολιτικά διλήμματα του φεμινισμού, εξετάζεται δε η εξέλιξη της σχετικής συζήτησης από το φιλελεύθερο στο ριζοσπαστικό και σοσιαλιστικό φεμινισμό και εκείθεν προς μια, πέραν του μετανεωτερικού φεμινισμού, πολιτική οικονομία του φύλου. Στο 4ο Μέρος της μελέτης αναλύονται οι όψεις της συνάντησης, με αφορμή τη γυναικοκτονία, των πεδίων του δικαίου και της πολιτικής, συνάντησης που ερμηνεύεται με βάση τη σχετική προσέγγιση της Carol Smart. Οι όψεις αυτές είναι το διεθνές, ιδίως το ποινικό, δίκαιο και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά την περιδιάβαση σε αυτές τις περιοχές η μελέτη είναι σε θέση να επανεκτιμήσει την προμνησθείσα ολιστική θεώρηση της γυναικοκτονίας συνολικά και ειδικά για το δίκαιο και να καταλήξει σε κρίσιμα διδάγματα για τη φύση και τη δέουσα δικαιική αντιμετώπιση του φαινομένου. Το 5ο Μέρος της μελέτης αφιερώνεται στα πιο σημαντικά θέματα που ανακύπτουν από την ανάγκη παρέμβασης των εθνικών πλέον ποινικών δικαίων (: ποινική αυστηροποίηση και τιμωρητισμός, ειδικότερα δε ο «εξαναγκαστικός έλεγχος», τα όρια της συναίνεσης στον γενετήσιο τομέα, το «άβατο» της ιδιωτικότητας, οι «πολιτισμικοί» υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, ο βρασμός ψυχικής ορμής και ο μειωμένος καταλογισμός). Ειδικά ως προς τον βρασμό υποστηρίζεται μια ισχυρά κανονιστική θεώρηση προς ανάδειξη των δικαιωμάτων των γυναικών και της ανάγκης προστασίας τους. Το 6ο Μέρος της μελέτης αναδεικνύει την ανάγκη μιας αυστηρής ποινικής παρέμβασης και τη συνδέει με εκείνους τους σκοπούς της ποινής, η ικανοποίηση των οποίων επείγει σε μια τέτοια νομοθεσία. Τους σκοπούς αυτούς υπηρετεί προσφορότερα, κατά τον συγγραφέα, ένα νέο παράδειγμα ποινικού δικαίου προστασίας δικαιωμάτων που εφαρμόζεται επίσης κατά του ρατσισμού, των εγκλημάτων μίσους, των διακρίσεων και της έμφυλης βίας. Τα στοιχεία του ποινικού δικαίου αυτού αναλύονται συναφώς. Στο επόμενο Μέρος της μελέτης αναλύεται όλη η προβληματική της παροχής συγγνώμης σε δράστες γυναικοκτονίας υπό το πρίσμα μιας δικαιοφιλοσοφικής ανάλυσης βάθους του συγχωρείν στο πλαίσιο της υστερονεωτερικής ηθικής φιλοσοφίας. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τον περιθωριακό ρόλο που οι λόγοι παροχής συγγνώμης διαδραματίζουν στο υπό συζήτηση έγκλημα ενόψει της φύσης του, της βαρύτητας της απαξίας του και του κύρια ανταποδοτικού χαρακτήρα της εναντίον του ποινικής κύρωσης. Τέλος, όλα τα πορίσματα της πιο πάνω ανάλυσης εφαρμόζονται στο παράδειγμα της νέας κυπριακής πρόνοιας κατά της γυναικοκτονίας, του Ν. 117(Ι)/2022, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο νομοθετικό οπλοστάσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας σχετικό αδίκημα (άρθρο 10Α) στον Ν. 115 (Ι)/2017, ώστε να αναδειχθούν τα ισχυρά αλλά και τα ασθενή σημεία της.
Η μελέτη της L. Gelsthorpe ασχολείται με την εννοιολόγηση της γυναικοκτονίας και την εξέλιξή της για να αναδείξει το συγκείμενο των νοημάτων και να φωτίσει ζητήματα της εμπειρικής έρευνας. Εν συνεχεία παρουσιάζεται ένα πανόραμα των νομοθετικών
Σελ. 4
και εγκληματοπολιτικών λύσεων του προβλήματος διεθνώς και εντοπίζονται οι θεματικές της αρχής της νομιμότητας (‘fair labelling’) και των διακυμάνσεών της, αλλά και των στάσεων που έχουν αναπτυχθεί στη βιβλιογραφία σε κρίσιμους σχετικούς τομείς (από την ποινική επιμέτρηση έως ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης). Προνομιακό αντικείμενο μελέτης για τη συγγραφέα αποτελεί η γυναικοκτονία στο πλαίσιο σχέσης εγγύτητας (‘intimate partner femicide’), ενώ συνολικά η μελέτη επιχειρεί να υπογραμμίσει την έμφυλη διάσταση τόσο των αξιόποινων πράξεων όσο και των απαντήσεων σε αυτές.
Η Μ. Γασπαρινάτου παρουσιάζει αναλυτικά τα δεδομένα του ζητήματος, τη διεθνή συζήτηση και τις κύριες διεθνείς νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά και ειδικά το κριτικό φεμινιστικό πνευματικό κλίμα που περιβάλλει την όλη προβληματική της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών. Η συγγραφέας κλίνει σαφώς προς τη ριζοσπαστική φεμινιστική σκοπιά, αναγνωρίζει ότι η εστίαση στην έμφυλη διάσταση του προβλήματος είναι μια πολιτική επιλογή και διακρίνει ορθά τον προοδευτικό τιμωρητισμό που σκοπεί στην κοινωνική δικαιοσύνη και αλλαγή από τον συντηρητικό τοιούτο που μεγιστοποιεί αδιαφοροποίητα την «ασφάλεια από το έγκλημα». Δεν εμποδίζεται όμως από αυτά να ασπασθεί όλες τις κλασικές φιλελεύθερες αιτιάσεις κατά της αυτοτελούς ποινικοποίησης της γυναικοκτονίας (αναλογικότητα και αποσπασματικότητα του ποινικού δικαίου, πρόληψη έναντι καταστολής, επίκληση κινδύνου ποινικού πληθωρισμού, ισότητα μεταχείρισης, αποτροπή του «ποινικού λαϊκισμού»). Η συγγραφέας προτείνει έτσι ένα μοντέλο ποινικοποίησης της γυναικοκτονίας χωρίς αυστηρότητα.
Στη δική του μελέτη ο Κ. Παρασκευά αναλύει τη νομολογία του ΕΔΑΔ ως προς τις θετικές υποχρεώσεις των κρατών κατ’ άρθρο 4 της ΕΣΔΑ με έμφαση στην εμπορία ανθρώπων, πεδίο κρίσιμο και πολύ σοβαρό για τη θεματική του έργου, αφού εκεί αφθονούν περιπτώσεις γυναικοκτονιών. Κατά τον συγγραφέα το Δικαστήριο έχει επεκτείνει αυτές τις υποχρεώσεις. Με αφορμή την απόφαση Rantsev άνοιξε ο δρόμος για εξελίξεις που ακόμη συνεχίζονται στη νομολογία για την εμπορία και τις προσβολές δικαιωμάτων σε σχέση με το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Η πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η εισαγωγή στις κρατικές υποχρεώσεις της υπέρ των θυμάτων απαλλαγής από τη δίωξη στην υπόθεση V.C.L. and V. v UK. Σημαντική είναι και η διασάφηση του ορισμού και των αφορμών ενεργοποίησης του καθήκοντος ερεύνης μέσω της απόφασης S.M. v Croatia, που επιχειρεί να αναστρέψει μια πρακτική του παρελθόντος που προκαλούσε σύγχυση και δεν έπειθε. Ο συγγραφεύς θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμη παρά τη γενική πρόοδο αρρυθμίες στη νομολογία που πρέπει να αντιμετωπισθούν για να ισχυροποιηθεί η προστασία θυμάτων εμπορίας, μεταξύ άλλων ιδίως να αποσαφηνιστεί τι προσδοκάται από το καθήκον ποινικοποίησης που επιβάλλεται στα κράτη ή σε τι συνίσταται ακριβώς το καθήκον συνεργασίας τους.
Τη συζήτηση γύρω από τη συγχώρηση, το ασυγχώρητο και το απαράγραπτο στη γαλλική ηθική φιλοσοφία του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα (με έμφαση στον Vladimir Jankélévitch, τον Jacques Derrida και τον Paul Ricœur) μας παραθέτει στη συμβολή του ο Γ. Πρελορέντζος. Μέσα στο -με καθηλωτική γλαφυρότητα παρουσιαζό-
Σελ. 5
μενο- πανόραμα της σχετικής φιλοσοφικής σκέψης αναδύονται οι δυσκολίες εναρμόνισης μεταξύ τους διαφόρων δικαιοηθικών εννοιών (συγγνώμη, παραγραφή, αμνησ[τ]ία, εξιλέωση, ατιμώρητο κ.λπ.) και ιδιαιτέρως η απορητική κατάληξη στο δίλημμα «να συγχωρήσουμε ή όχι το ασυγχώρητο/τερατώδες/ανεξιλέωτο/απόλυτο Κακό». Μεταξύ άλλων αναλύονται εδώ η «αδύνατη» συγχώρηση του Derrida, η «δύσκολη» συγχώρηση του Ricœur και, ιδίως, η αγωνιώδης προσπάθεια του Jankélévitch να περισώσει για τα οικουμενικά εγκλήματα, με πρότυπο το Ολοκαύτωμα, ένα ελάχιστο ανελέητης ανταπόδοσης, παρά την παραδοχή εκ μέρους του κάποιας λογικής στη συγχώρηση και με την πεποίθηση ότι τελικά συγχώρηση και εθελούσια τελούμενο Κακό είναι οντολογικά (δυστυχώς) ισόκυρα. Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στη σκέψη της Arendt και του Levinas. Η συμβολή του συγγραφέα έχει τη μεγάλη αξία για το θέμα μας, ότι η πιο βαθιά δικαιοηθική εντρύφηση στην προβληματική της συγχώρησης έναντι του απόλυτου Κακού, όπως είναι αυτή των στοχαστών που μας παρουσιάζει, επιβεβαιώνει με την απορητική της κατάληξη, ό,τι διαπιστώνουμε και με αφορμή τη συμβολή του Γ. Κακολύρη, ότι δηλαδή ο χειρισμός της μετάνοιας και της συγγνώμης στο χώρο της «εφαρμοσμένης» ηθικής φιλοσοφίας, όπως είναι το ποινικό δίκαιο και για αδικήματα βαθιάς ηθικής απαξίας όπως η γυναικοκτονία, δεν μπορεί παρά να είναι όλως εξατομικευμένος και εξαιρετικά δυσχερής, ένα -κάθε φορά ανεπανάληπτο- «άθλημα» δικαιοηθικής κρίσης.
Στη συμβολή του ο Γ. Κακολύρης μας παρουσιάζει τη θεωρία του Derrida για τη συγχώρηση. Η προσέγγιση του Γάλλου φιλοσόφου έχει δικαιοθεωρητική σημασία για τη θεματική της μετάνοιας στη γυναικοκτονία, νοούμενη ως έγκλημα που έχει τα χαρακτηριστικά των οικουμενικών εγκλημάτων, τα οποία ο Derrida έχει προσλάβει ως έναυσμα για τις αναλύσεις του. Ο Κακολύρης επικεντρώνεται στο κρίσιμο σημείο της ντεριντιανής σκοπιάς για τη συγχώρηση: εάν η γνήσια συγχώρηση είναι η αδύνατη τοιαύτη, αφού μόνον αυτή είναι απροϋπόθετη και έτσι απεμπλέκεται από το «δούναι και λαβείν» της πολιτικής και της οικονομίας -η λογική των οποίων διέπει επίσης και το (ποινικό) δίκαιο-, εάν κάθε όρος για παροχή συγγνώμης (προηγούμενο αίτημα του κατηγορούμενου ή υπολόγου, διαπίστωση ύπαρξης και γνησιότητας της μετάνοιας κ.λπ.) «μολύνει» την «καθαρότητα» της «απριορικής» συγγνώμης, τότε, αναρωτιέται ο συγγραφεύς, πώς είναι δυνατή η υλοποίησή της στον «βέβηλο» εμπειρικό κόσμο (του δικαίου); Πώς, με άλλα λόγια, είναι διανοητή η «διαπραγμάτευση» ανάμεσα στις δύο μορφές της συγχώρησης, της απροϋπόθετης και της υπό όρους διδόμενης; Ο συγγραφέας δικαιολογημένα ανακαλύπτει την παρουσία ενός «απόλυτου» στη σκέψη του ύστερου Derrida, «απόλυτου» υπό το οποίο γίνεται αντιληπτή στον Γάλλο φιλόσοφο και η φιλοξενία και το οποίο υπαινίσσεται, σε ορισμένη τριβή με την κλασική ντεριντιανή θεωρία της αποδόμησης, είτε μια καντιανή ρυθμιστική αρχή είτε έναν (κεκρυμμένο) πλατωνισμό. Ο απορητικός χαρακτήρας του ερωτήματος είναι κρίσιμος, διότι μας δείχνει ότι για τις ανάγκες του δικαίου πρέπει να εκκινήσουμε από μια υπό όρους συγχώρηση, ότι αυτή, αν θέλουμε να πείθει, δεν μπορεί να νοείται ως μη γνήσια, δηλαδή δικαιο-ηθικά «ψευδής», ότι, εν τέλει, η δικαιική συγχώρηση, ιδίως σε εγκλήματα συστημικού και υπερατομικού αδίκου όπως η γυναικοκτονία, οφείλει να
Σελ. 6
μείνει εξαιρετική και ανεπανάληπτα παρεχόμενη, σε αναλογία με την εξατομικευμένη (και τυχόν in concreto ευλόγως επιεική) δικανική κρίση.
Στη μελέτη του Κ. Τσίνα εξετάζονται ζητήματα ορισμού και ποινικοποιήσεως του αδικήματος της γυναικοκτονίας με ιδιαίτερη αναφορά στην κυπριακή έννομη τάξη και τη νέα κατά της γυναικοκτονίας πρόνοια του Ν 117(Ι)/2022. Επισημαίνεται η ιστορική καταγωγή του όρου γυναικοκτονία, διακρίνονται τα είδη ορισμού του σχετικού εγκληματικού φαινομένου που έχουν σημασία για τη σχετική νομική συζήτηση και διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο η επιστημολογική προσέγγιση του ορισμού της γυναικοκτονίας συμβάλλει στη διευκρίνηση των ερωτημάτων που γεννώνται σχετικά με την ποινικοποίησή της. Τέλος, επισημαίνονται ορισμένα δογματικά και εννοιολογικά προβλήματα της κυπριακής νομοθετικής πρωτοβουλίας επί του θέματος, όπως και η ανάγκη νομοθετικής παρεμβάσεως προς επίλυσή τους.
Στη δική της μελέτη η Κ. Ζίβλα εστιάζει στις προβληματικές που έρχονται στο προσκήνιο με την πρόσφατη νομική αυτονόμηση του εγκλήματος στην Κύπρο τον Ιούλιο του 2022. Τα περίπλοκα ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής της νέας διάταξης προσεγγίζει η συγγραφέας μέσω μιας συγκριτικής προσέγγισης των περί γυναικοκτονίας νομοθεσιών σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική, καταδεικνύοντας την ανάγκη προσήλωσης σε πρακτικές προστασίας των θυμάτων βίας προτού αυτά καταστούν θύματα γυναικοκτονίας. Συγκριτικό μοντέλο ακολουθείται και στην ανάλυση του ψυχικού βρασμού (‘provocation’), νοούμενου είτε ως υπερασπιστικού ισχυρισμού είτε ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, που συχνά τυγχάνει επίκλησης από τους κατηγορούμενους σε υποθέσεις γυναικοκτονιών. Διάχυτο στην έρευνα είναι το ερώτημα εάν είναι ή όχι αποτελεσματική η νομική αυτοτέλεια του εγκλήματος και σε καταφατική απάντηση εάν γνώμονας πρέπει να είναι η «κοινωνική ορατότητά» του ή η «προστασία του θύματος».
Τέλος, η Κ. Σοφοκλέους θεωρεί στη μελέτη της ότι η ποινικοποίηση της γυναικοκτονίας στην Κύπρο άλλαξε την εντύπωση για τον αδρανή, πεπαλαιωμένο και μη πρωτοποριακό χαρακτήρα του κυπριακού νομικού συστήματος. Η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας δίνει κατά τη συγγραφέα μία καινούργια πνοή στο σύστημα αυτό και αναμένεται ότι θα επηρεάσει ανάλογα και τη νομολογία. Η τελευταία, μέχρι πρότινος, φαίνεται να έχει μία διαφορετική οπτική. Η μελέτη αναλύει την κρίσιμη νομολογία με αναφορά σε αποφάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γυναικοκτονίες. Σκοπός της ανάλυσης της συγγραφέως είναι να καταδειχθεί η κουλτούρα των δικαστηρίων, όπως αυτή διαφαίνεται από την αξιολόγηση των παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη έως τώρα και να διαφανεί πώς αυτή η στάση αναμένεται να αλλάξει με τη νέα τροποποίηση.
Χάρης Παπαχαραλάμπους
Λευκωσία, Σεπτέμβριος 2023
1 . Θερμές ευχαριστίες οφείλω να εκφράσω σχετικά στους εκλεκτούς συναδέλφους εισηγητές του σεμιναρίου και ειδικότερα την Ειρήνη Αβραμοπούλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), την Avi Boukli (University of Southampton, UK), τη Μαργαρίτα Γασπαρινάτου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης), το Γεράσιμο Κακολύρη (ΕΚΠΑ), τον Γιώργο Παπανικολάου (Northumbria University, UK), τον Κώστα Παρασκευά (Πανεπιστήμιο Κύπρου) και τον Γιάννη Πρελορέντζο (ΕΚΠΑ). Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στο κοινό που παρακολούθησε τις σεμιναριακές εργασίες και συμμετείχε στις συζητήσεις που ακολουθούσαν τις παρουσιάσεις, συμβάλλοντας πολύ γόνιμα στις εκάστοτε εκτιθέμενες προβληματικές. Εννοείται ότι η ευγνωμοσύνη μου είναι βαθύτατη προς τους συναδέλφους που συνεργάστηκαν στο πρόγραμμα και ιδίως την Καθηγήτρια Loraine Gelsthorpe (Institute of Criminology, University of Cambridge), τον Λέκτορα Κώστα Τσίνα (Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου), αλλά και προς όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας του προγράμματος, ιδίως δε τους μεταπτυχιακούς/-ές μου φοιτητές/-τριες Κωνσταντίνα Ζίβλα, Άντρια Θωίδου, Καλλισθένη Κίτσιου, Κατερίνα Σοφοκλέους και Ζήνωνα Χατζηκώστα. Για μια ακόμη φορά ας μού επιτραπεί να ευχαριστήσω για την έγκριση, χρηματοδότηση και διοικητική υποστήριξη του ερευνητικού προγράμματος την τότε Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Ειρήνη-Άννα Διακίδου και τα αρμόδια σώματα του Πανεπιστημίου, τη Συγκλητική Επιτροπή Έρευνας και την Υπηρεσία Υποστήριξης Έρευνας & Καινοτομίας.
Σελ. 7
Η γυναικοκτονία. Εννοιολόγηση, ποινική απαξία, συγγνωστό της πράξης και δικαιοπολιτική διάσταση. Το κυπριακό παράδειγμα ποινικοποίησης
Χάρης Παπαχαραλάμπους | Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου & Φιλοσοφίας Δικαίου, Τμήμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Κύπρου
1. Ο κανονιστικός συναγερμός για τη γυναικοκτονία. (Α)θεατότητα και στατιστική αποτύπωση του φαινομένου
Είναι πρόσφατη η εγρήγορση για τη γυναικοκτονία, ένα θέμα που χαρακτηριζόταν παραδοσιακά από αθεατότητα. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποια περιστασιακή αύξηση των γυναικοκτονιών που προκάλεσε την ευρύτερη κοινωνική προσοχή, όπως η (κατά τα λοιπά διαπιστωμένη) αύξηση του ποσοστού των εγκλημάτων λόγω της πανδημίας. Η συχνότητα δηλαδή των γυναικοκτονιών αυξήθηκε μεν με την πανδημία, αυτό όμως που έχει σημασία είναι η αναγνώριση της γυναικοκτονίας καθεαυτήν ως ιδιότυπης «πανδημίας». Και αν, με άλλα λόγια, δεν υπήρχε η πανδημία του ιού COVID-19, το ούτως ή άλλως δεδομένο υπόστρωμα βίαιης έμφυλης/μισογυνικής συμπεριφοράς θα διατηρούσε την κατάσταση στα ίδια πάνω-κάτω επίπεδα. Η πανδημία ενήργησε δηλαδή μόνο ως καταλύτης. Όσο η πρόταξη της αντιμετώπισης της πανδημίας αποσιωπά τις ιδιάζουσες ανάγκες ασφάλειας των «εγκλεισμένων» γυναικών, μπορεί όπως γλαφυρά σημειώνεται αυτό «να σώζει τα σώματα αλλά σκοτώνει τα πρόσωπα».
Η αθεατότητα των γυναικοκτονιών είναι ακόμη ένα σύμπτωμα της βαθύτερης επιβολής σιγής στις γυναίκες και στον λόγο τους. Οι γυναίκες έτσι δεν «ακούγονται» (‘inaudibility’). Αλλά και η γλωσσική επικοινωνία γίνεται βάσει των κανόνων και αρχών της πατριαρχίας, ώστε οι γυναίκες να τρέπονται σε «μουγκή ομάδα» (‘muted group theory’). Οι λόγοι της αθεατότητας των γυναικοκτονιών είναι: 1) η εστίαση στο νομικό λόγο, που απο-πολιτικοποιεί το θέμα και απομακρύνει την κοινωνιολογική του ανάλυση, 2) η μόλις πρό-
Σελ. 8
σφατη ανάδυση της φεμινιστικής κοινωνιολογίας, που και αυτή ακόμη δεν καταπιάνεται όσο πρέπει με τη γυναικοκτονία ειδικά, 3) η αναγωγή της γυναικοκτονίας στη γενοκτονία, που όμως παραβλέπει ότι οι γυναίκες δεν είναι γένος ή φυλή, αλλά και ότι χωρίς γυναίκες δεν υπάρχει κανένα γένος ή φυλή, 4) η επίκληση της έλλειψης στοιχείων. Όμως, αυτή δεν εξηγεί τα ελλείμματα της έρευνας, είναι η αθεατότητα που εξηγεί την έλλειψη στοιχείων και δεδομένων. Η σοβαρότητα του προβλήματος δεν αμφισβητείται βέβαια πλέον ούτε στατιστικά: το ποσοστό γυναικοκτονιών παραμένει σταθερό και όταν υποχωρούν στατιστικά οι ανθρωποκτονίες γενικά.
Η φεμινιστική σκοπιά που υφέρπει στον όρο γυναικοκτονία, τονίζει λοιπόν το ότι με τη γλωσσική αποτύπωση τέτοιων φαινομένων δεν διαπιστώνονται γεγονότα, οπότε η αποτύπωση αυτή θα ήταν αξιολογικά «ουδέτερη», αλλά (επανα)νοηματοδοτούνται κοινωνικά οι επίμαχες καταστάσεις, πέραν της διαπίστωσης δηλαδή περνάμε στην κοινωνική κατασκευή φαινομένων, κατανοώντας π.χ. πλέον την μισογυνική αφαίρεση ζωής σαν μια νοσηρή κανονικότητα που πρέπει να εκριζωθεί και όχι σαν άθροισμα ανθρωποκτονιών του αστυνομικού δελτίου. Έτσι, ιδίως η ριζοσπαστική σχολή του φεμινισμού, ακολουθεί μεθοδολογικά τη θεωρία των «ομιλιακών ενεργημάτων» του John Austin (‘speech act theory’) και τις διδασκαλίες της ερμηνευτικής κοινωνιολογίας της θεωρίας της «συμβολικής διάδρασης» (‘symbolic interaction theory’), ώστε να αναδείξει τον ζητούμενο μετασχηματιστικό και διαπαιδαγωγικό ρόλο που μπορεί να παίξει ο λόγος του νόμου.
Η κατάσταση όμως ως προς την συλλογή, αξιολόγηση και αξιοποίηση δεδομένων για διαφοροποιημένη αποτύπωση και αντιμετώπιση του φαινομένου είναι ασφαλώς ακόμη πολύ μακριά από το ευκταίο επίπεδο. Ειδικότερα υπάρχει δυσκολία στην καταγραφή και αξιολόγηση στοιχείων για το έγκλημα, καθώς το έμφυλο στοιχείο τους είναι υποκαθορισμένο. Η στατιστική απεικόνιση των ανθρωποκτονιών από την Eurostat δεν διαφωτίζει για τα κίνητρα των δραστών και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες της θυματοποίησης, καθιστώντας δυσχερείς τις πρώιμες παρεμβάσεις. Ανάλο-
Σελ. 9
γα υποτονισμένη είναι η συλλογή δεδομένων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Περισσότερο υποσχόμενο είναι το έργο του Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC), καθώς η ποιοτική ανάλυση προεξάρχει και προάγεται η συντονισμένη δράση παρατηρητηρίων γυναικοκτονίας. Το Γραφείο διαπιστώνει το 2018 ότι οι έμφυλες ανθρωποκτονίες είναι σχεδόν όλες όσες έχουν θύματα γυναίκες. Tα περισσότερο διαθέσιμα και αξιοποιήσιμα δεδομένα για γυναικοκτονίες αφορούν τις γυναικοκτονίες από ερωτικό σύντροφο, κατηγορία που είναι και ποσοτικά ιδιαίτερα σοβαρή παγκοσμίως.
Ας σημειωθεί σχετικά ότι η ποιοτική έρευνα για τις γυναικοκτονίες είναι γενικά υποβαθμισμένη έναντι των ποσοτικών μετρήσεων, όμως μόνο αυτή μπορεί να αναδεικνύει σημαντικές πτυχές των συγκειμένων των γυναικοκτονιών, να διευκολύνει την κατανόηση του βιώματος των εμπλεκομένων υποκειμένων (π.χ. μιας γυναίκας που επέζησε απόπειρας σε βάρος της ζωής της), να διαφωτίζει τα κίνητρα του δράστη, να συλλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες της σχέσης δράστη-θύματος, ενώ αποφεύγει την τυποποίηση που είναι εγγενής στις ποσοτικές μεθόδους μέτρησης, εμπλουτίζοντας έτσι τα πορίσματα συγκριτικών μελετών μεταξύ διαφόρων μορφών γυναικοκτονίας, ώστε να διαφοροποιείται ενδεδειγμένα η εκάστοτε διάγνωση για τους παράγοντες κινδύνου επέλευσης του εγκλήματος. Έτσι, η ποιοτική έρευνα γίνεται πολύτιμη και για τον νομοθέτη.
Σε επίπεδο εθνικών πηγών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) παρατηρούνται τα εξής: μικρότερη ή μεγαλύτερη ασάφεια ως προς στοιχεία της προϋπάρξασας σχέσης μεταξύ δράστη-θύματος (Αυστρία, Κροατία), μερική αποσιώπηση του έμφυλου χαρακτήρα της πράξης (Γαλλία, Δανία), μη αναγνώριση νομικά της γυναικοκτονίας αλλά στοιχειωδώς επαρκής καταγραφή των βασικών της στοιχείων κατά τη μέτρησή της (Γερμανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, ιδίως Ηνωμένο Βασίλειο), παντελής αποσιώπηση της γυναικοκτονίας νομικά και έλλειψη καταγραφής δεδομένων της διακύμανσής της (Ελλάδα, Πολωνία, Ρουμανία και κατά βάση Σλοβενία), ελλιπής νομική αποτύπωση της γυναικοκτονίας και πενιχρότητα δεδομένων ή δυσκολία πρόσβασης
Σελ. 10
σε αυτά (Ισλανδία, Σουηδία), αποσπασματικότητα νομοθετικής αντίδρασης στο φαινόμενο και περιορισμός σε διεύρυνση των αστυνομικών ευχερειών για προστασία των θυμάτων και περιορισμό της υποτροπής ή σε μέτρα υποστηρικτικά των θυμάτων έμφυλης βίας (Ιταλία), μερική αναγνώριση νομοθετικά της γυναικοκτονίας και ικανοποιητική καταγραφή δεδομένων (Νορβηγία, Σερβία), ένταξη της γυναικοκτονίας ως διακεκριμένης περίπτωσης στην ενδοοικογενειακή βία σε συνδυασμό με αχρησία της πρόνοιας και έλλειψη επαρκούς καταγραφής (Πορτογαλία), δημιουργία επιβαρυντικής περίστασης βάσει έμφυλης διάκρισης ή σεξουαλικής επίθεσης χωρίς αναγνώριση (πολύ περισσότερο, χωρίς ευρεία αναγνώριση) της γυναικοκτονίας και με προϊόντως βελτιούμενη καταγραφή δεδομένων (Ισπανία). Στο Ισραήλ ούτε αναγνωρίζεται νομικά η γυναικοκτονία ούτε η καταγραφή στοιχείων ικανοποιεί. Στην Τουρκία, παρά την προβληματική κατάσταση των γυναικών, ιδίως σε υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, υπάρχουν σχετικές με το έγκλημα πρόνοιες και ορισμένου βαθμού καταγραφή δεδομένων.
Συνολικά μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στον ευρωπαϊκό δικαιικό χώρο η συλλογή και η επεξεργασία δεδομένων περί γυναικοκτονιών πάσχει σε πληροφοριακό επίπεδο, τόσο σε ό,τι αφορά την πληρότητα των δεδομένων όσο και την προσβασιμότητα στις πηγές αλλά και στη συγκριτική παραβολή των δεδομένων. Η έλλειψη συντονισμού των φορέων συλλογής των δεδομένων είναι ιδιαίτερα επιβλαβής, παρά την άνθιση των κοινωνικών πρωτοβουλιών εντοπισμού και καταγραφής του φαινομένου. Επίσης, ο ορισμός του εγκλήματος όπου αυτό προβλέπεται ειδικά, είναι κατά κανόνα πολύ στενός. Κενό ως προς την ύπαρξη αξιόπιστων δεδομένων παρατηρείται και στη Λ. Αμερική και Καραϊβική. Ελλειμματικά γενικά είναι τα στατιστικά στοιχεία για τη φύση της σχέσης δράστη-θύματος στις γυναικοκτονίες από σύντροφο.
Σημαντική αιτία για τις ιδιαίτερες δυσκολίες που παρουσιάζονται στην στατιστική αποτύπωση και αξιολόγηση των δεδομένων συνιστά το γεγονός ότι, καθώς βάση της στατιστικής ανάλυσης είναι οι εθνικές δεξαμενές δεδομένων, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών πηγών στον ορισμό του εγκλήματος, στο εάν περιλαμβάνεται στα δεδομένα
Σελ. 11
και το φύλο του δράστη, κυρίως δε στο εάν αναφέρεται η σχέση που υπήρχε μεταξύ δράστη και θύματος ή το κίνητρο της πράξης, καθιστούν αδύνατη μια αξιόπιστη συναγωγή συμπερασμάτων. Αλλά και όπου η σχέση δράστη και θύματος αναφέρεται, άλλες κατηγορίες γυναικοκτονιών (πέραν των διαπραττόμενων στο πλαίσιο μιας σχέσης εγγύτητας/στενότητας) δεν διαφοροποιούνται περαιτέρω. Πρόσθετο πρόβλημα προκύπτει από τη δυσκολία πρόσβασης στα αστυνομικά αρχεία χωρίς ειδική αίτηση. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατό με ασφάλεια να διαγνωσθούν οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ διαφόρων παραμέτρων και της κίνησης του αριθμού των γυναικοκτονιών μέσα στο χρόνο. Έτσι, η αύξηση των ανθρωποκτονιών δεν εξηγεί και αυτήν των γυναικοκτονιών άνευ άλλου τινός, μείωση των ανθρωποκτονιών δεν παύει, όπως είπαμε, να διατηρεί σταθερή την αναλογία των γυναικοκτονιών, η κατάσταση εν γένει των δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται ευθέως πτώση του αριθμού των γυναικοκτονιών, όπως και η χαμηλή αναλογία των τελευταίων μπορεί να συνοδεύεται από υψηλό αριθμό μη θανατηφόρας έμφυλης βίας κατά γυναικών, τέλος, κρατικές και κοινωνικές δράσεις κατά του φαινομένου δεν επηρεάζουν ουσιαστικά τα ποσοστά των γυναικοκτονιών. Είναι πρόδηλο ότι η συλλογή δεδομένων και η αξιολόγησή τους απαιτούν, για να γίνουν αυτά διαφωτιστικά, μεγαλύτερο συντονισμό σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, συνεχή θεσμοποιημένη παρακολούθηση της εξέλιξής τους και συνδρομή πέραν της αστυνομίας και άλλων θεσμών ή φορέων, όπως ο Τύπος, ακτιβιστικές συλλογικότητες, δομές προστασίας θυμάτων κλπ., από δε το 2015 τα κράτη καλούνται πλέον από τον Ειδικό Εισηγητή του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (‘OHCHR’) να φέρουν εις πέρας την παρακολούθηση και ανάλυση δεδομένων για τις γυναικοκτονίες. Κεκτημένα, από στατιστικής άποψης, μπορούν να θεωρούνται διάφορα μεγέθη, π.χ., από τη Λ. Αμερική, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό γυναικοκτονιών και δη των ατιμώρητων στη Γουατεμάλα, οι πολλές γυναικοκτονίες λόγω προίκας στην Ν. Ασία, ιδίως στην Ινδία και το ότι ο υψηλός αριθμός γυναικοκτονιών στη Γερμανία οφείλεται εν μέρει και στην παρουσία πολυάριθμης εκεί μουσουλμανικής κοινότητας.
2. Η ενεργοποίηση του ποινικού δικαίου. Μια συνοπτική συγκριτική θεώρηση
Διεθνώς και μέχρι τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η βία κατά γυναικών συνδέθηκε με την πατριαρχία και την ανισότητα στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, αναγνω-
Σελ. 12
ρίστηκε δε ως σοβαρό πρόβλημα. Έτσι π.χ. έγινε με την Απόφαση της ΓΣ του ΟΗΕ 48/104 της 20.12.1993, με την Έκθεση για τη Βία και την Υγεία του ΠΟΥ το 2002 αλλά και με την Απόφαση της Διεθνούς Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπ’ αρ. 45 της 23.4.2003. Σημαντική είναι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η δράση της COST IS 1206 (2013-2017). Αν και στη Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεως Κατά των Γυναικών (CEDAW) γίνεται το 2003 επίκληση μόνο στην ισότητα και στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2011 η γυναικοκτονία δεν μνημονεύεται ειδικά (καθώς η Σύμβαση εστιάζει στην ενδοοικογενειακή βία), από το 2012 και μετά το φαινόμενο κατονομάζεται, ιδίως δε με τη Διακήρυξη της Βιέννης (26.11.2012) ο ορισμός του διευρύνεται για να συμπεριλάβει πέραν της θανάτωσης από σύντροφο, τον βασανισμό και τον μισογυνισμό, τα εγκλήματα «τιμής», τις ένοπλες συρράξεις, τις θανατώσεις που σχετίζονται με την «προίκα», τη συσχέτιση με την γενετήσια ταυτότητα ή την ιθαγένεια, τη θανάτωση παιδιών και την εμβρυοκτονία, την κλειτοριδεκτομή, τη συσχέτιση με κατηγορίες «μαγείας» και τους φόνους στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ σε επίπεδο ΟΗΕ παρακολουθείται ο ρυθμός της συναφούς ποινικοποίησης και θεσμοποιείται η παρακολούθηση της εξέλιξης του φαινομένου. Με τις Αποφάσεις 68/191 (2013) και 70/176 (2015) της ΓΣ του ΟΗΕ τονίζονται η ανησυχία για την εξάπλωση του φαινομένου, η μικρής έκτασης νομοθετική αναγνώριση της γυναικοκτονίας και η ανάγκη προστασίας γυναικών και κοριτσιών. Γενικά, επίσης, διαπιστώνεται διεθνώς ότι η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικοκτονιών είναι οι τελούμενες σε σχέσεις εγγύτητας.
Η ευαισθητοποίηση για το φαινόμενο στην Ευρώπη δεν μείωσε ωστόσο την έκτασή του, ενώ και νομοθετικά η Ευρώπη διστάζει. Πλην Ισπανίας που με τον Οργανικό Νόμο 1/2004 επιβαρύνει την ποινή σε μισογυνικούς φόνους, άλλες χώρες προβλέπουν κυρώσεις γενικά για τη βία κατά γυναικών, όπου συμπεριλαμβάνεται και η
Σελ. 13
επιβάρυνση της ποινής λόγω διακριτικής συμπεριφοράς του δράστη, ιδίως από μίσος για το φύλο. Και στην Ελλάδα η γυναικοκτονία υπάγεται στις επιβαρύνσεις της ποινής (διάκριση με βάση το φύλο) και μόνον. Εξ ου και η έμφυλη βία εντάχθηκε με σχετική Απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου στα εγκλήματα του άρθρου 83(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, στο άρθρο 18 της οποίας υπογραμμίζεται η χαώδης κατάσταση περί τον ορισμό της βίας αυτής που παρακωλύει μια αποτελεσματική νομοθέτηση στην ΕΕ. Από το 2014 ήδη πάντως η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών, απευθυνόμενη προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καλούσε τα Κ-Μ της ΕΕ να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν νομικά τον όρο «γυναικοκτονία». Και η Σερβία αρκείται στην επιβάρυνση της ποινής είτε γενικά είτε και βάσει νόμων για την ενδοοικογενειακή βία ή τη διακριτική μεταχείριση και την έμφυλη βία, δεν θεσπίζει όμως ειδική πρόνοια. Ορισμένη εξαίρεση προς την κατεύθυνση της ειδικής ρητής ποινικοποίησης αποτελούν πλέον μόνον η Κύπρος και η Μάλτα.
Η Λ. Αμερική πρωτοστατεί στην ποινική και άλλη νομοθέτηση κατά της γυναικοκτονίας. Στην Ουρουγουάη –μόνη λατινοαμερικανική χώρα που δεν ποινικοποιεί την γυναικοκτονία- θεσπίστηκαν από το 2016 ειδικά δικαστήρια και ειδικευμένες αστυνομικές μονάδες για την έμφυλη βία. Ανάλογα βήματα έγιναν και σε Περού, Γουατεμάλα και Ισημερινό. Για τη βελτίωση της απόδοσης των δημοσίων λειτουργών στην εξιχνίαση και δίωξη των γυναικοκτονιών θεσπίστηκε άλλωστε από το 2014 και σχετικό Πρωτόκολλο για τη Λ. Αμερική (‘Latin American Model Protocol for the Investigation and Gender-related Killings of Women’) ως αποτέλεσμα εργασιών των ‘UN Women’ και του OHCHR. Σε πολλές χώρες της Λ. Αμερικής (π.χ. Γουατεμάλα, Περού, Κόστα Ρίκα, Κολομβία, Νικαράγουα, Δομινικανή Δημοκρατία) η πρόνοια κατά της γυναικοκτονίας ορίζεται με περισσότερο ή λιγότερο σχολαστικό τρόπο ώστε να περιορίζεται το αξιόποινο, ιδίως στο πλαίσιο σχέσεων εγγύτητας. Οι γυναικοκτονίες που δεν συμβαίνουν στο πλαίσιο σχέσεων εγγύτητας αντιμετωπίζονται (ιδίως από τα ΜΜΕ) με τρό-
Σελ. 14
πο που τα θύματα να ενοχοποιούνται ή να εμφανίζονται ως μειωμένης αξίας (‘public vs. private femicides’). Η πρόβλεψη του αξιοποίνου στη Χιλή (‘Ley Gabriela’ του 2020) αποτελεί μια άξια μίμησης εξαίρεση από αυτό το κλασικό μοντέλο. Η γυναικοκτονία ποινικοποιείται και σε σχέσεις εγγύτητας και εκτός αυτών, προστίθενται επιβαρυντικές περιστάσεις με τρόπο ολιστικό και σφαιρικό ώστε να μην αφήνονται κενά προστασίας, ενώ ο δικαστής διαθέτει την ευχέρεια να αποκλείσει εξ υπαρχής τη συνεκτίμηση του βρασμού ψυχικής ορμής. Σημαντική είναι στο Μεξικό η ποινικοποίηση της κρατικής αμέλειας στη δίωξη του εγκλήματος. Ήδη η περίφημη αυθεντία ‘Cotton Field’ (2009) του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (‘IACtHR’) είχε καταστήσει υπεύθυνο το κράτος για τα φρικιαστικά επίδικα συμβάντα. Το εύρος της ποινικοποίησης είναι λοιπόν πολύ διαφορετικό από χώρα σε χώρα στη Λ. Αμερική. Ο περιορισμός του αξιοποίνου μόνο σε σχέσεις εγγύτητας (π.χ. στη Δομινικανή Δημοκρατία αποκλειστικά, στην Κόστα Ρίκα μάλιστα η σχέση αυτή πρέπει να είναι και ενεργή) εξαιρεί από αυτό τους «δημόσιους» μισογυνικούς φόνους (όπως της Ciudad Juárez). Οι περιορισμοί αυτοί προέρχονται από την παραδοσιακή κατανόηση της γυναικοκτονίας είτε ως (δικαιολογημένου) «εγκλήματος τιμής» λόγω απιστίας της γυναίκας είτε ως (επί το αυστηρότερο τιμωρούμενης) «πατροκτονίας» ή προσβολής της συγγενείας (‘parricide’).
Η εμπειρία της ποινικοποίησης στη Λ. Αμερική συνολικά δείχνει ότι το φαινόμενο έγινε θεατό και μετρήσιμο, επιτρέποντας στο νομοθέτη να βελτιώσει τις πολιτικές του. Από την άλλη πλευρά η παραδοσιακά συντηρητική νομική σκοπιά δεν επιτρέπει τη συνεκτίμηση μεγάλων κλιμάκων του εγκλήματος πέρα από τις προσωπικές εμπλοκές σε ατομικά συμβάντα. Επίσης, ο τονισμός μόνο του τιμωρητικού στοιχείου συμβάλλει σε ορισμένη «σμίκρυνση» του ζητήματος.
Και ενώ η Λ. Αμερική πρωταγωνιστεί στη νομοθέτηση κατά της γυναικοκτονίας είτε με ειδικές πρόνοιες είτε με αναδρομή στις επιβαρυντικές περιστάσεις, αντίθετα, στις χώρες της Κοινοπολιτείας το νομοθετικό κενό είναι μεγάλο. Από την Κοινοπολιτεία
Σελ. 15
και την Ωκεανία τιμητική εξαίρεση αποτελεί μόνον η Ν. Ζηλανδία. Στον αγγλοσαξωνικό κόσμο η γυναικοκτονία δεν απαντά πουθενά ως νομικός όρος. Μάλιστα, στις ΗΠΑ το υποκατάστατο των εγκλημάτων μίσους παρουσιάζει εγγενή κενά εφαρμογής, π.χ. όταν θύμα τέτοιας πράξης είναι «φυλοαμετάβατη» γυναίκα (‘straight’, ‘cisgender’ women). Στην Ασία ο νομοθέτης εστιάζει συνήθως στην παρενόχληση και στην ενδοοικογενειακή βία, όχι όμως στη γυναικοκτονία. Ιδίως στη Μ. Ανατολή το πρόβλημα είναι έντονο, καθώς οι «λόγοι τιμής» εξακολουθούν να παρέχουν ένα δίκτυ κοινωνικής ανοχής στους δράστες.
3. Προς μια δομική-ολιστική θεώρηση/εννοιολόγηση της γυναικοκτονίας. Ο μισογυνισμός ως sedes materiae
Η βασικότερη διόραση σχετικά με τη φύση των γυναικοκτονιών είναι ο βαθύτερος κοινωνικός επικαθορισμός τους. Τα αίτια των γυναικοκτονιών είναι κοινωνικά, αυτές δεν είναι μεμονωμένα ατομικά συμβάντα, είναι αποτέλεσμα επιχείρησης ελέγχου και εξουσίασης από τους άνδρες. Η κουλτούρα της βίας ευνοεί ως κοινωνικο-πολιτισμικό κλίμα την τέλεση γυναικοκτονιών. Σε ατομικό επίπεδο προκύπτει εμπειρικά ότι η τραυματική παιδική ηλικία συνεπάγεται μεγαλύτερη πιθανότητα άσκησης βίας (γενικότερα όμως, όχι ειδικά κατά γυναικών). Η ανδρική έμφυλη βία είναι περισσότερο προϊόν κοινωνικών αιτίων και λιγότερο χαρακτηριστικών της ατομικής προσωπικότητας του δράστη.
3.1. Πατριαρχία. Η γυναικοκτονία ως συστημικό μακροέγκλημα
Η θεώρηση της γυναικοκτονίας οφείλει να είναι ολιστική συλλαμβάνοντάς την ως υποταγή (διαθεματικά κατανοούμενη) γυναικών και κοριτσιών στην πατριαρχική βία. Η πατριαρχία πρέπει να νοείται ως δομή που σχετίζεται τόσο με την ιδιωτική σφαίρα μέσω της οικογένειας, της φυσικής αναπαραγωγής και της γενετήσιας ζωής όσο και με τη δημόσια σφαίρα σε αναφορά με το ίδιο το κράτος, το οικονομικό σύστημα και το ζεύγμα γλώσσα/γνώση. Η γυναικοκτονία δεν περιορίζεται μόνο στις στιγμιαίες θανατώσεις, αλλά συνεκτιμά πράξεις και καταστάσεις που επιφέρουν «αργό θάνατο» (‘slow-death’) σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο (κλειτοριδεκτομή, βιασμός, βασα-
Σελ. 16
νισμοί). Με αναφορά στην εγκληματική συμβολή των κρατών (ιδίως με την ατιμωρησία) και την ειδολογική συσχέτιση της γυναικοκτονίας με τη γενοκτονία και τα βασανιστήρια αναδεικνύεται ο συστημικός-μακροεγκληματικός χαρακτήρας των πράξεων και ολοκληρώνεται η ολιστική θεώρηση του εγκλήματος. Δεν πρόκειται λοιπόν για ενικές ανθρωποκτονίες γυναικών αλλά για εξειδικεύσεις γενοκτονικής μισογυνικής βίας. Η φρίκη της Ciudad Juárez είναι το παράδειγμα κατανόησης και ερμηνείας, ενώ με την ολιστική αυτή θεώρηση διαφωτίζονται επαρκώς και άλλα καταγεγραμμένα φαινόμενα γυναικοκτονικής βίας, όπως η σεξουαλική υποδούλωση των γυναικών Yazidi στο Ιράκ ή οι απαγωγές και η κακοποίηση γυναικών από την ‘Boko Haram’ στη Νιγηρία. Στη βιβλιογραφία απαντά με σαφήνεια η εννοιολογική σύνδεση της γυναικοκτονίας με τα οικουμενικά εγκλήματα. Οι συναφείς όροι είναι ενδεικτικοί, καθώς γίνεται λόγος για «σεξουαλική συστημική γυναικοκτονία» ή «γενοκτονία γυναικών». Αλλά και η ατιμωρησία μπορεί να νοηθεί ως κρίσιμη διάσταση της έτσι νοούμενης γυναικοκτονίας, αφού η ατιμωρησία, με την οποία η γυναικοκτονία αναδεικνύεται ως «κρατικό έγκλημα» (‘state crime’) συμπεριλαμβάνει πλέον και το κράτος στον ορισμό της, πράγμα που ως ρητό ή άγραφο στοιχείο περιλαμβάνεται στις αντικειμενικές υποστάσεις των οικουμενικών εγκλημάτων.
Η γυναικοκτονία ως γενοκτονική συμπεριφορά είναι διαπολιτισμική («λαϊκή κουλτούρα» ανδρισμού, εντοιχίσεις γυναικών), απηχώντας π.χ. με τις θανατώσεις γυναικών στην πυρά την «αρχαία» μισογυνική λύσσα της «καύσεως των μαγισσών» ως δήθεν υπεύθυνων για τις κακοτυχίες της μεσαιωνικής κοινότητας (σιτοδείες, φυσικές καταστροφές, ασθένειες κλπ.), ανάγεται δηλαδή σε ένα παρανοϊκό συλλογικό ασυνείδητο, δομημένο από την πατριαρχία. Η πολιτισμική θεμελίωση του μισογυνικού-γυναικοκτονικού στερεοτύπου μπορεί να ανιχνευτεί επίσης π.χ. στη μορφή της «μοιραίας γυναίκας» (‘femme fatale’) σε όλη τη δυτική Τέχνη. Μαζί με κρυπτορατσιστικές νύξεις (η «τσιγγάνα» Carmen π.χ.) όλη αυτή η Τέχνη υπαινίσσεται την ευθύνη της γυναίκας αυτής για το θάνατό της όπως και διακηρύσσει την «αλληλεγγύη» της προς τον άνδρα
Σελ. 17
που επεβίωσε από την «αρπάγη» της. Επίσης, η πλοκή των «γοτθικών» μυθιστοριών εκφράζει τη διαχρονικότητα της γυναικείας θυματοποίησης. Στη Λ. Αμερική ειδικά υπάρχει μια βαθιά σύνδεση των γυναικοκτονιών κατά ιθαγενών θυμάτων με τον διαχρονικό δολοφονικό ρατσισμό των αποίκων κατά του ιθαγενούς πληθυσμού και με την ανάλογη συμβολοποίηση της κατακτημένης και προς εκμετάλλευση γης ως διαθέσιμης και απαλλοτριώσιμης μαζί με τους (ιδίως θηλυκού γένους) κατοίκους της. Η θανατηφόρα βία κατά των γυναικείων σωμάτων δεν είναι έτσι παρά εκτύλιξη ορισμένης σαφούς και διακριτής «ρηματικής πρακτικής».
Ο καθοριστικός ρόλος της πατριαρχίας και της υποδούλωσης των γυναικών για τα φαινόμενα έμφυλης βίας εναντίον τους προκύπτει μέσα από μια φαινομενολογική ανάλυση των βίαιων συμβάντων στην οικογένεια, της σύναψής τους με την ίδια τη διαπροσωπική σχέση σε βάθος χρόνου, των αντιδράσεων των θυμάτων κλπ. Η γυναικεία ιδιοπροσωπία είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ μιας αρμόζουσας κριτικής ανάλυσης. Η αναγωγή στο ανδρικό υποκείμενο ως μέτρο των πραγμάτων πρέπει να απορριφθεί. Έτσι, η πιο χαρακτηριστική υπογράμμιση της θηλυκής ιδιαιτερότητας και της διαφοράς της από τον άνδρα απαντά στον «γαλλικό φεμινισμό» (Hélène Cixous, Luce Irigaray, Monique Wittig) που απορρίπτει τις κλασικές αναλύσεις της Simone de Beauvoir, ακόμη καθηλωμένης στο Διαφωτισμό, την ισότητα και τη «μίμηση» των ανδρών.
3.2. Η γυναικοκτονία ως έγκλημα μίσους
Η ιδιοτυπία της γυναικοκτονίας δεν είναι διανοητή χωρίς τη φέρουσα βάση της, δηλαδή τον μισογυνισμό. Ο μισογυνισμός είναι συστημικός, όχι ατομική ιδιορρυθμία και συνδέεται με την πατριαρχική διακριτική μεταχείριση σε βάρος των γυναικών. Υπάρχει ένας μισογυνικός κοινωνικός και θεσμικός περίγυρος στον ανδροκρατούμενο κόσμο διεθνώς. Η παράλειψη αντιμετώπισής του είναι δομική-συστημική. Η κοινωνική προκατάληψη εναντίον των γυναικών μπορεί να οδηγεί και σε παγιωμένες αντιλήψεις προκαταβολικής ενοχοποίησης των γυναικών, που φέρονται ως δεσποτικές ή εκμεταλλευτικές της οικονομικής θέσης του ανδρός τους ακόμη και μέσω καταγγελιών περί άσκησης βίας σε βάρος τους ώστε να αξιώσουν αποζημίωση, διατροφή ή επιδόματα.
Η αντιμετώπιση από τους δικαστικούς θεσμούς και τα ΜΜΕ των γυναικοκτονιών είναι η ίδια μισογυνική. Η φεμινιστική ανάλυση έχει δείξει ότι τα ΜΜΕ αναπαράγουν τα
Σελ. 18
πρότυπα της τοξικής αρρενωπότητας και μισογυνικά στερεότυπα, κατηγορούν τα θύματα (‘victim blaming’), στο βαθμό που στηρίζονται σε μαρτυρίες των εκπροσώπων των θεσμών επιβολής του νόμου αναπαράγουν τον λόγο της πατριαρχίας (ενώ οι αναφορές σε οικείους, φίλους κλπ, δηλαδή σε ιδιωτικές πηγές πληροφόρησης για το ρεπορτάζ, είναι μάλλον φιλικότερες προς το θύμα) και ατομικοποιούν την συντροφική βία επισκιάζοντας το κοινωνικό της συγκείμενο. Τα στοιχεία αυτά ανευρίσκονται τόσο σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας όσο και στις γυναικοκτονίες. Η απο-συγκειμενοποίηση εμφανίζεται επί γυναικοκτονιών με μεγάλη συχνότητα στη μορφή της αποσύνδεσης των θανατώσεων από το πλαίσιο της ενδο-συντροφικής βίας παρά την διαπιστωμένη ύπαρξη της τελευταίας στο ρεπορτάζ. Αυτή η συσκότιση του συγκειμένου είναι κρισιμότατη παράμετρος στην παρουσίαση των γυναικοκτονιών ως προς την ορθή ενημέρωση του κοινού, την κατανόηση της κατάστασής τους όσων έχουν εμπειρίες ενδοσυντροφικής βίας αλλά και τη διαμόρφωση συναφών δημόσιων πολιτικών. Οι κατηγορίες κατά των θυμάτων διακρίνονται σε άμεσες, όπου το θύμα φέρεται να ευθύνεται επειδή δεν απευθύνθηκε στις αρχές ή ήταν ερωτικά «άπιστο» (‘direct victim blaming’) και σε έμμεσες, όπου η θέση του δράστη ελαφρύνεται λόγω των φερόμενων ψυχοσυναισθηματικών του προβλημάτων, τέτοιων προβλημάτων του θύματος ή της χρήσης αλκοόλ ή ουσιών (‘indirect victim blaming’). Η έμμεση ρατσιστική διάκριση υπεισέρχεται επίσης πολύ συχνά στην «ενημέρωση». Έτσι π.χ. ενοχοποίηση του θύματος από τα ΜΜΕ υπήρξε στην υπόθεση Τοπαλούδη στην Ελλάδα, ενώ στην υπόθεση Μεταξά στην Κύπρο ο δράστης θεωρήθηκε υπό το πρίσμα της απο-εμφυλοποίησης και της ψυχικής παθολογίας. Περαιτέρω, θύματα «κατώτερου» κοινωνικού status (π.χ. έγχρωμες, φτωχές ή εκδιδόμενες γυναίκες) προστατεύονται λιγότερο ή καθόλου σε σχέση με θύματα λευκά, νεαρά, ευπαρουσίαστα, εύπορα και εν γάμω. Οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί των γυναικών κατηγορουμένων (για ανθρωποκτονία με θύμα άνδρα) περί αμύνης δεν εισακούονται. Όπως σημειώνει η Γκασούκα για το δικαστικό σύστημα:
«Αρνείται ή δεν είναι σε θέση να επικεντρωθεί στον μισογυνισμό των εγκλημάτων, μεταφέρει την ενοχή στα θύματα, αποδέχεται το διπλό πρότυπο ηθικής και τελικά αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την αποτυχία του κράτους να προστατέψει τον μισό του πληθυσμό».
Σελ. 19
Ειδικά τα ΜΜΕ πρέπει να τηρούν τη δεοντολογία, να μην παραπληροφορούν, να μην υποθάλπουν το σεξισμό και την προσβολή της υπόληψης και τιμής των θυμάτων. Πολύ σημαντική για την καταπολέμηση του μηντιακού μισογυνισμού είναι η παρουσίαση των θέσεων των ειδικών επί της ενδοοικογενειακής βίας λόγω του κύρους τους και της έμφυλα αναστοχασμένης επιστημονικής τους γνώσης. Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία καθώς η μηντιακή παρουσίαση της οδύνης των ευαλώτων ενεργοποιεί δυνατότητες οξυμένης αναστοχαστικά ηθικής κρίσης του θεατή, αν και ποδηγετεί την πραξιακή ενεργοποίησή του στο πλαίσιο των δομικών στην παρουσίαση αυτή καταναγκασμών και περιορισμών. Σε σχέση με το δικαστικό σύστημα, το πρόβλημα με την απεύθυνση κατηγοριών στο θύμα είναι ιδιαίτερα οξύ με τους δικηγόρους υπεράσπισης.
Ο μισογυνισμός συνδέεται με τα εγκλήματα μίσους, τον φασίζοντα ρατσισμό, ακόμη και με την τρομοκρατία. Οι διαδικτυακές μισογυνικές και ρατσιστικές ομάδες π.χ. λειτουργούν ακριβώς σύμφωνα με τη φασιστική κοινωνική-ψυχολογική παθογένεια: ενώ καταγγέλλουν αρχικά το κυρίαρχο μοντέλο της αρρενωπότητας (‘hegemonic masculinity’), δημιουργούν μια «υβριδική αρρενωπότητα» (‘hybrid masculinity’) βάσει της οποίας καλούν σε μισογυνική βία (και άρα αναπαραγωγή των πατριαρχικών στερεοτύπων) για την αποκατάσταση μιας στρεβλά κατανοούμενης «κοινωνικής δικαιοσύνης». Στην πραγματικότητα βέβαια είναι η πατριαρχικά δομημένη αντίληψη αρρενωπότητας που οδηγεί στην μισογυνική παραβατικότητα επιβάλλοντας συγκεκριμένους ρόλους στους άνδρες και όχι ασφαλώς η φεμινιστική στάση και αντίληψη ζωής. Μπορεί μεν ο σεξισμός, ως άνιση δυϊστική (‘binary’) κοινωνική ιδεολογική στάση σε βάρος των γυναικών, να συνεπάγεται και την ποδηγέτηση των ανδρών σε ρόλους και κοινωνικές προσδοκίες που σχετίζονται με αυτούς, αλλά αυτό δεν συνιστά οπωσδήποτε κάποιον συμμετρικά «αντεστραμμένο σεξισμό» (‘reverse sexism’)
Σελ. 20
που θα συμψήφιζε τη μισογυνική έδραση του σεξισμού stricto sensu. Και ο «καλοπροαίρετος» (‘benevolent’) σεξισμός αναπαράγει την άνιση δυϊστική στάση, έστω και μέσω της εξιδανίκευσης ενός τύπου γυναίκας που κρίνεται άξια να περιβάλλεται από προστατευτικό ανδρικό πατερναλισμό. Έτσι, δεν είναι παρά η άλλη όψη του ανοικτά εχθρικού (‘hostile’) σεξισμού. Και εννοείται βέβαια ότι τα «κινήματα των δικαιωμάτων των ανδρών» δεν είναι παρά ευθείες ή έμμεσες απόπειρες αποκατάστασης του κύρους της ανδρικής κυριαρχίας.
Στις ΗΠΑ η αποφυγή σύνδεσης του φύλου με τα εγκλήματα μίσους συνιστά σοβαρό πρόβλημα ως προς την ίδια την ακεραιότητα της έννοιας της γυναικοκτονίας. Αλλά και όταν σποράδην συνδέθηκε νομοθετικά το φύλο με το έγκλημα μίσους, δέχθηκε έντονες αντιρρήσεις, μεταξύ άλλων με το επιχείρημα ότι οι γυναίκες θύματα γνωρίζουν προσωπικά το δράστη, άρα δεν είναι εναλλάξιμες όπως τα θύματα των εγκλημάτων μίσους. Ο αντίλογος εδώ είναι ότι το προσωπικό στοιχείο σε έγκλημα μίσους πρέπει να θεωρείται επιβαρυντική και όχι ελαφρυντική περίσταση. Δεν υπάρχει σχέση λογικού αποκλεισμού μεταξύ έμφυλου εγκλήματος και εγκλήματος μίσους. Αντίθετα, πρώτιστα το φύλο (και το μίσος του δράστη γι’ αυτό) χαρακτηρίζει εγκλήματα όπως ο βιασμός και αυτός ο χαρακτηρισμός δεν αλλάζει επειδή δράστης και θύμα γνωρίζονται προσωπικά. Γενικότερα, η ποινική νομοθεσία που απο-εμφυλοποιείται για να διευρύνει, υποτίθεται την προστασία, αστοχεί ως προς τη φύση του πράγματος. Και είναι αυτή η έμφυλη φύση που πρέπει να αναδειχθεί και σε περιπτώσεις μαζικών εγκλημάτων μίσους όπου τα θύματα είναι (μειονοτικές) γυναίκες ή σε όψεις της ενδοοικογενειακής βίας που συνίστανται σε (έμφυλα εστιγμένη) τρομοκράτηση ή βασανισμό.