Η ΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
Διαδικασία – Προϋποθέσεις – Εφαρμογή στην πράξη
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 456
- ISBN: 978-960-654-024-0
- ISBN: 978-960-654-024-0
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος | Σελ. V |
Διάγραμμα ύλης | Σελ. VII |
Κυριότερες συντομογραφίες | Σελ. XIX |
Γενική βιβλιογραφία | Σελ. XXI |
Κεφάλαιο Πρώτο | |
Το ένδικο βοήθημα της αγωγής | |
Ι. Έννοια και λειτουργία του ένδικου βοηθήματος της αγωγής | |
Α. Έννοια και σημασία της αγωγής | Σελ. 6 |
Β. Αγωγή υπό ουσιαστική και δικονομική έννοια | Σελ. 10 |
ΙΙ. Διακρίσεις της αγωγής | |
Α. Με κριτήριο την ουσιαστική φύση του προβαλλόμενου δικαιώματος | Σελ. 17 |
Β. Με κριτήριο την άρθρωση του δικανικού συλλογισμού | Σελ. 17 |
Γ. Με κριτήριο τη μορφή της ζητούμενης έννομης προστασίας | Σελ. 21 |
Κεφάλαιο Δεύτερο | |
Τα είδη της αγωγής με κριτήριο την επιζητούμενη δικαστική προστασία | |
1. Αναγνωριστική αγωγή | |
Ι. Η αναγνωριστική αγωγή κατά τον ΚΠολΔ - Έννοια και λειτουργία | Σελ. 31 |
ΙΙ. Αυτοτέλεια της αναγνωριστικής αγωγής έναντι των λοιπών μορφών ένδικης προστασίας | Σελ. 32 |
ΙΙΙ. Προϋποθέσεις του παραδεκτού | |
Α. Αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής | Σελ. 35 |
1. Έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου | Σελ. 35 |
2. Ενεστώσες, μέλλουσες και παρελθούσες έννομες σχέσεις | Σελ. 46 |
3. Έννομες σχέσεις δικονομικού δικαίου | Σελ. 50 |
Β. Έννομο συμφέρον | Σελ. 57 |
1. Λειτουργία του εννόμου συμφέροντος επί αναγνωριστικής αγωγής | Σελ. 57 |
2. Στοιχεία της έννοιας του εννόμου συμφέροντος | Σελ. 57 |
3. Έννομο συμφέρον και παραγραφή της αξίωσης | Σελ. 61 |
4. Νομιμοποιητική λειτουργία του εννόμου συμφέροντος - διάδικοι της αναγνωριστικής αγωγής | Σελ. 64 |
5. Δικονομική μεταχείριση του εννόμου συμφέροντος | Σελ. 65 |
IV. Ζητήματα από την εκδίκαση της αναγνωριστικής αγωγής | Σελ. 68 |
V. Έννομες συνέπειες από την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και την αναγνωριστική απόφαση | Σελ. 71 |
2. Καταψηφιστική αγωγή | |
Ι. Έννοια και σημασία | Σελ. 76 |
ΙΙ. Συνέπειες από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής | Σελ. 78 |
ΙΙΙ. Προϋποθέσεις παραδεκτού της συζήτησης | Σελ. 79 |
IV. Προληπτική δικαστική προστασία | |
Α. Η πρόωρη ενάσκηση αξιώσεων κατά τον ΚΠολΔ | Σελ. 80 |
Β. Δικονομική μεταχείριση του άρθρου 69 ΚΠολΔ | Σελ. 83 |
Γ. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 85 |
Δ. Οι κατ’ ιδίαν περιπτώσεις προληπτικής δικαστικής προστασίας | Σελ. 86 |
3. Διαπλαστική αγωγή | |
Ι. Έννοια και σημασία | Σελ. 99 |
ΙΙ. Διαπλαστικά δικαιώματα, δικαστική και εξώδικη άσκηση | Σελ. 100 |
Α. H άσκηση των διαπλαστικών δικαιωμάτων | Σελ. 101 |
Β. Η διάκριση διαπλαστικής και αναγνωριστικής αγωγής | Σελ. 104 |
ΙΙΙ. Δικαστική διάπλαση και πρόκληση μέσω ενστάσεων | Σελ. 111 |
ΙV. Δικονομική μεταχείριση της διαπλαστικής αγωγής | Σελ. 114 |
V. Συνέπειες της διαπλαστικής απόφασης | Σελ. 116 |
VI. Προσωρινή δικαστική προστασία διαπλαστικών δικαιωμάτων | Σελ. 117 |
4. Συλλογική αγωγή | |
Ι. Έννοια και σημασία | Σελ. 124 |
ΙΙ. Νομιμοποίηση των ενώσεων καταναλωτών και νομική φύση της συλλογικής αγωγής | Σελ. 126 |
ΙΙΙ. Αίτημα της συλλογικής αγωγής και αντικείμενο της δίκης | Σελ. 130 |
IV. Ζητήματα παραδεκτού και εκδίκασης της συλλογικής αγωγής | |
Α. Περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής | Σελ. 133 |
Β. Προθεσμία άσκησης της συλλογικής αγωγής | Σελ. 134 |
Γ. Αρμοδιότητα και διαδικασία εκδίκασης | Σελ. 135 |
V. Έννομες συνέπειες της απόφασης | |
Α. Δεδικασμένο και ισχύς της απόφασης | Σελ. 138 |
Β. Εκτελεστότητα και αναγκαστική εκτέλεση | Σελ. 144 |
Γ. Χρόνος επέλευσης των εννόμων συνεπειών της απόφασης | Σελ. 146 |
VI. Ασφαλιστικά μέτρα | Σελ. 147 |
VII. H συλλογική αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 περ. δ’ Ν 2251/1994 | Σελ. 148 |
Κεφάλαιο Τρίτο | |
Η άσκηση της αγωγής | |
I. Άσκηση της αγωγής | Σελ. 159 |
II. Κατάθεση της αγωγής | |
Α. Εισαγωγή | Σελ. 163 |
Β. Δυνατότητα κατάθεσης δικογράφου με ηλεκτρονικά μέσα | Σελ. 165 |
III. Επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο | |
A. Εισαγωγή | Σελ. 168 |
Β. Επίδοση αγωγής στο εξωτερικό | Σελ. 170 |
Γ. Αγωγή μη ασκηθείσα | Σελ. 179 |
Δ. Δικονομικού δικαίου συνέπειες από τη μη ασκηθείσα αγωγή | Σελ. 185 |
Ε. Ουσιαστικού δικαίου συνέπειες από τη μη ασκηθείσα αγωγή | Σελ. 187 |
Κεφάλαιο Τέταρτο | |
Το περιεχόμενο της αγωγής | |
I. Εισαγωγικά | Σελ. 194 |
II. Τα στοιχεία του δικογράφου γενικώς | Σελ. 194 |
III. Το περιεχόμενο της αγωγής ειδικότερα | Σελ. 198 |
A. Τα υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής | Σελ. 199 |
1. Η ιστορική βάση της αγωγής | Σελ. 199 |
2. H νομιμοποίηση των διαδίκων | Σελ. 204 |
3. To αντικείμενο της διαφοράς | Σελ. 205 |
4. Το αίτημα | Σελ. 207 |
B. Τα μη υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής | Σελ. 209 |
Γ. Επιμέρους προβληματισμοί | Σελ. 211 |
IV. Οι συνέπειες των ελλείψεων | |
A. Γενικά | Σελ. 220 |
Β. Τα είδη της αοριστίας | Σελ. 221 |
1. Η νομική αοριστία | Σελ. 222 |
2. Η πραγματική αοριστία | Σελ. 223 |
Γ. Η απόρριψη της αγωγής και οι δυνατότητες θεραπείας της αοριστίας | Σελ. 225 |
Δ. Επίλογος | Σελ. 230 |
Κεφάλαιο Πέμπτο | |
Η σώρευση αγωγών | |
I. Διακρίσεις | Σελ. 237 |
II. Αντικειμενική σώρευση | |
Α. Έννοια και σκοπός | Σελ. 238 |
Β. Θετικές προϋποθέσεις αντικειμενικής σωρεύσεως | Σελ. 240 |
Γ. Αρνητικές προϋποθέσεις αντικειμενικής σωρεύσεως | Σελ. 246 |
Δ. Χωρισμός των υποθέσεων | Σελ. 250 |
ΙΙΙ. Επικουρική σώρευση αγωγών | |
Α. Επικουρική σώρευση ιστορικών βάσεων ή αιτήσεων | Σελ. 253 |
Β. Προϋποθέσεις επικουρικής σώρευσης | Σελ. 256 |
Γ. Σειρά έρευνας των σωρευόμενων βάσεων και αιτήσεων | Σελ. 261 |
Δ. Επικουρική εναγωγή προσώπων | Σελ. 263 |
IV. Διαζευκτική σώρευση | Σελ. 269 |
Κεφάλαιο Έκτο | |
Ποιες αγωγές εγγράφονται στα βιβλία διεκδικήσεων | |
I. Εγγραφή αγωγών στα βιβλία διεκδικήσεων | |
Α. Καταχώρηση εγγραφής και κυρώσεις | Σελ. 276 |
Β. Κατηγορία εγγραπτέων αγωγών | Σελ. 279 |
Γ. Δικονομικά ζητήματα | Σελ. 284 |
II. Διαγραφή από τα βιβλία διεκδικήσεων | |
Α. Προϋποθέσεις διαγραφής | Σελ. 286 |
Β. Διαδικασία διαγραφής | Σελ. 288 |
Κεφάλαιο Έβδομο | |
Οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής | |
Ι. Είδη συνεπειών και χρονικό σημείο επέλευσής τους | Σελ. 296 |
II. Δικονομικές συνέπειες της αγωγής | Σελ. 298 |
A. Εκκρεμοδικία | Σελ. 298 |
1. Γενικά | Σελ. 298 |
2. Προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας | Σελ. 299 |
α) Παράλληλη διεξαγωγή περισσότερων δικών ενώπιον εγχώριων δικαστηρίων | Σελ. 299 |
β) Ταυτότητα διαφοράς | Σελ. 302 |
βα) Ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας | Σελ. 302 |
ββ) Ταυτότητα αιτήματος | Σελ. 304 |
γ) Ταυτότητα διαδίκων | Σελ. 305 |
3. Διεθνής Εκκρεμοδικία | Σελ. 307 |
α) Εκκρεμοδικία από αγωγή ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου | Σελ. 307 |
β) Εκκρεμοδικία κατά τον Κανονισμό 1215/2012 | Σελ. 308 |
γ) Εκκρεμοδικία ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου | Σελ. 308 |
4. Συνέπειες της εκκρεμοδικίας | Σελ. 308 |
5. Διάρκεια της εκκρεμοδικίας | Σελ. 310 |
6. Η προβολή του ισχυρισμού περί εκκρεμοδικίας | Σελ. 312 |
7. Δικαστικά έξοδα | Σελ. 313 |
B. Το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου | Σελ. 313 |
Γ. Η προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια | Σελ. 316 |
ΙΙΙ. Ουσιαστικές συνέπειες της αγωγής | Σελ. 317 |
Α. Διακοπή της παραγραφής | Σελ. 318 |
Β. Τοκογονία | Σελ. 319 |
Κεφάλαιο Όγδοο | |
Προϋποθέσεις για την εισαγωγή της αγωγής προς συζήτηση | |
Ι. Οι προϋποθέσεις για την εισαγωγή της αγωγής προς συζήτηση | Σελ. 323 |
ΙΙ. Η εγγραφή της αγωγής στο πινάκιο | |
Α. Νομική φύση πινακίου και εγγραφής σε αυτό | Σελ. 324 |
Β. Η εγγραφή της αγωγής στο πινάκιο | Σελ. 325 |
Γ. Συνέπειες από την εγγραφή της αγωγής στο πινάκιο | Σελ. 328 |
Δ. Σφάλματα, ελλείψεις και συμπλήρωση του πινακίου | Σελ. 331 |
Ε. Συνέπειες από τη μη εγγραφή της αγωγής στο πινάκιο | Σελ. 332 |
ΙΙΙ. Κλήτευση του διαδίκου | |
Α. Υποχρέωση κλήτευσης | Σελ. 335 |
Β. Προθεσμία κλήτευσης | Σελ. 335 |
Γ. Υπολογισμός προθεσμίας | Σελ. 336 |
Δ. Συνέπειες μη κλήτευσης | Σελ. 337 |
ΙV. Διαδικασία διαμεσολάβησης | Σελ. 339 |
V. Πρόσθετες διατυπώσεις για τη συζήτηση | Σελ. 341 |
Κεφάλαιο Ένατο | |
Η Ανταγωγή | |
I. Η έννοια της ανταγωγής | Σελ. 346 |
II. Ο δικαιολογητικός λόγος άσκησης της ανταγωγής | Σελ. 347 |
III. Οι διατάξεις για την ανταγωγή | Σελ. 348 |
IV. Η νομική φύση της ανταγωγής | Σελ. 349 |
V. Οι προϋποθέσεις άσκησης της ανταγωγής | Σελ. 350 |
A. Η ύπαρξη εκκρεμοδικίας | Σελ. 350 |
B. Η ταυτότητα των διαδίκων | Σελ. 352 |
Γ. Η ταυτότητα της διαδικασίας | Σελ. 355 |
Δ. Η καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου | Σελ. 358 |
1. Ειδικότερα η ύπαρξη δικαιοδοσίας | Σελ. 361 |
Ε. Να μην απαγορεύεται από τον νόμο | Σελ. 362 |
VI. Περιεχόμενο της ανταγωγής | Σελ. 362 |
VΙI. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της συζήτησης της ανταγωγής | Σελ. 364 |
VΙII. Τρόπος άσκησης της ανταγωγής | Σελ. 365 |
A. Η άσκηση της ανταγωγής στην τακτική διαδικασία | Σελ. 366 |
B. Η άσκηση της ανταγωγής στις ειδικές διαδικασίες | Σελ. 367 |
Γ. Διαχρονικό δίκαιο | Σελ. 368 |
IΧ. Οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της ανταγωγής | Σελ. 369 |
X. Η επικουρική ανταγωγή | Σελ. 370 |
XI. Απόφαση επί της ανταγωγής | Σελ. 371 |
XII. Ανταγωγή και δευτεροβάθμια δίκη | Σελ. 372 |
Κεφάλαιο Δέκατο | |
Η συζήτηση της αγωγής μετά τον Ν 4335/2015 | |
I. Έννοια της συζήτησης | Σελ. 378 |
ΙΙ. Η εκφώνηση της υπόθεσης | Σελ. 379 |
ΙΙΙ. Προφορικότητα της συζήτησης και «τυπική» συζήτηση | |
A. Η συζήτηση της αγωγής στις ειδικές διαδικασίες | Σελ. 380 |
B. Η συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία | Σελ. 381 |
ΙV. H κατάθεση των προτάσεων | Σελ. 382 |
A. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης κατά τη συζήτηση της αγωγής με τις ειδικές διαδικασίες | Σελ. 382 |
B. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης κατά τη συζήτηση της αγωγής με την τακτική διαδικασία | Σελ. 383 |
V. H εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας | |
VI. H αναβολή της συζήτησης | |
A. Η αναβολή της συζήτησης της αγωγής στις ειδικές διαδικασίες | Σελ. 385 |
B. Η αναβολή της συζήτησης της αγωγής στην τακτική διαδικασία | Σελ. 387 |
VIΙ. Η ερημοδικία διαδίκου | |
A. Η ερημοδικία στις ειδικές διαδικασίες | Σελ. 388 |
B. Η ερημοδικία στην τακτική διαδικασία | Σελ. 389 |
Γ. Λοιπές περιπτώσεις ερημοδικίας | Σελ. 390 |
VΙΙΙ. Η ματαίωση της συζήτησης της αγωγής | Σελ. 391 |
ΙΧ. Η επανάληψη της συζήτησης | Σελ. 392 |
Κεφάλαιο Ενδέκατο | |
Ζητήματα διαχρονικού δικαίου | |
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 398 |
II. Άσκηση της αγωγής | Σελ. 400 |
III. Αρμοδιότητα | Σελ. 401 |
IV. Προθεσμίες | Σελ. 405 |
V. Νέα τακτική διαδικασία μετά το Ν 4335/2015 | Σελ. 406 |
A. Άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ | Σελ. 406 |
B. Συνεκδίκαση αγωγών | Σελ. 407 |
Γ. Ανταγωγή, παρεμβάσεις, προσεπίκληση, ανακοίνωση της δίκης | Σελ. 410 |
Δ. Παρεμπίπτουσες αγωγές | Σελ. 413 |
VI. Ειδικές Διαδικασίες | Σελ. 415 |
VII. Μικροδιαφορές | Σελ. 416 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 427 |
Σελ. 1
Κεφάλαιο Πρώτο
Το ένδικο βοήθημα της αγωγής
Σελ. 3
ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012· Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Ισ., Αμερικανικό Δίκαιο των Συμβάσεων. Βασικές Αρχές, 2006· Απαλαγάκη Χ., Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη. Έννοια περιεχόμενο, εκφάνσεις, 1989· Αποστολάκης Γ., Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ΕΠολΔ 2018, σελ. 231 επ.· Αρβανιτάκης Π., Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη (δ.δ.), 1989· Γαζής Αν., Η σύγκρουσις των δικαιωμάτων, 1959· Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής εκτελέσεως Ι. Γενικό μέρος, 2017· Η ίδια, Η εξελικτική πορεία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου από τις εθνικές προς υπερεθνικές πηγές, ΝοΒ 2007, σελ. 2287 επ.· Η ίδια, Δίκαιο αποδείξεως, θεμελιωμένο από τον †Χαρ. Ν. Φραγκίστα Ομότιμο Καθηγητή, 1986· Γεωργιάδης Απ., Από την «actio» του Ρωμαϊκού Δικαίου στην «αξίωση» του Αστικού Κώδικα (Η δικονομική σκέψη των Ρωμαίων και η σύγχρονη αντίληψη του ουσιαστικού δικαιώματος), ΧρΙΔ 1/2009, σελ. 3 επ.· Ο ίδιος, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, 1970· Ο ίδιος, Die Anspruchskonkurrenz im Zivilrecht und im Zivilprozessrecht, 1968· Ο ίδιος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρ. 247· Ο ίδιος, Η «συρροή» αξιώσεων επί συνδρομής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, Δ 1975, σελ. 43 επ.· Ο ίδιος, Εμπράγματο Δίκαιο, 2010· Ο ίδιος, Ενοχικό Δίκαιο. Γενικό μέρος, 1999· Γκόφας Δ., Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, 2011· Δεληκωστόπουλος Ι., Η αναζήτηση της αλήθειας στην πολιτική δίκη, 2016· Ο ίδιος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2011· Δεληκωστόπουλος Σ., Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως εν τη πολιτική δικονομία. Αι δικονομικαί συμβάσεις, 1965· Δωρής Φ., Εμπράγματη ασφάλεια. Παραδόσεις, 1986· Ευκλείδης Σ./Παπαδόπουλος Κ., Ερμηνεία της Πολιτικής Δικονομίας, Τόμ. ΙΙ, 1932· Ευρυγένης Δ., Ζητήματα εκ της εκτελέσεως και αναγνωρίσεως αλλοδαπών αποφάσεων, Επετ. Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1968, Τόμ. 7ος, σελ. 323 επ.· Ζέπος Π., Περί πολλαπλών ενεργειών εις το αστικόν δίκαιον (αντίκρουσις της θεωρίας του Theodore Kipp), 1934· Καΐσης Αθ., Η ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων. Δογματική θεμελίωση των λόγων ακυρώσεως που αφορούν στη συμφωνία περί διαιτησίας και στο διαιτητικό δικαστήριο: Συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 872-875, 877-879, 883-885 και 897 αριθμ. 1-4 ΚΠολΔ, 1989· Καλλιμόπουλος Μ., Το νομοθετικόν έρεισμα της γενικής αναγνωριστικής αγωγής, 1947· Καργάδος Π., Το πρόβλημα των «διαπλαστικών» αγωγών και αποφάσεων, 1975· Καρράς Αρ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2011· Καλαβρός Κ., Το αντικείμενον της πολιτικής δίκης, ημ. Α’, 1983· Ο ίδιος, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009· Κεραμεύς Κ., Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967· Ο ίδιος, Βιβλιοκρισία, Αρμ 1969, σελ. 787 επ.· Ο ίδιος, Σχέσεις αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής κατά το ελληνικό δίκαιο, Προσφορά στον Γεώργιο Μιχαηλίδη-Νουάρο Α’, 1987, σελ. 501 επ.· Κεραμεύς Κ./Κρεμλής Γ./Ταγαράς Χ., Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλε-
Σελ. 4
ση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989· Κιτσικόπουλος Αντ., Πολιτική Δικονομία VIII, Εκτέλεσις, 1959· Κλαμαρής Ν., Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (κατά το άρθρο 20 §1 του Συντάγματος 1975), 1989· Ο ίδιος, Εκτελεστοί τίτλοι κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Προβλήματα και θέσεις, σε: Το Δημόσιο και η Πολιτική Δίκη, 30ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Αθήνα 2006, σελ. 55 επ.· Ο ίδιος, Σκέψεις ως προς την έννοια της συμμορφώσεως του Δημοσίου προς τις δικαστικές αποφάσεις και της εκτελέσεως κατά του Δημοσίου με βάση το Σύνταγμα του 1974 μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001, Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Τόμ. Ι, 2007, σελ. 481 επ.· Κονδύλης Δ., Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ2, 2007· Κουμάντος Γ., Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμ. Ι, 1988· Κουσούλης Σ., Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003· Ο ίδιος, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Εισαγ. 1871-1883· Λαδάς Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Τόμ. Ι, 2007· Κωστάρας Αλ., Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη, 1988· Λαζαράτος Π., Η αγωγή στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο, 1998· Ο ίδιος, Η αγωγή κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Δ 2000, σελ. 274 επ.· Ο ίδιος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 492 επ.· Λιβαδά Μ., Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας, 1927· Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006· Η ίδια, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, Αρμ 1995, σελ. 288 επ.· Μαριδάκης Γ., Η εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων κατά το ισχύον εις την Ελλάδαν δίκαιον, 1946· Μητσόπουλος Γ., Η αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικόν δικονομικόν δίκαιον, 1947· Ο ίδιος, Η θεωρία του αστικού δικονομικού δικαίου, Δ 1970, σελ. 7 επ.· Ο ίδιος, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, ΕλλΔνη 1995, σελ. 1 επ.· Ο ίδιος, Διαδικαστικαί πράξεις, Τιμ. Τόμ. Γ. Θ. Ράμμου, ΙΙ 1979, σελ. 625 επ.· Ο ίδιος, Περί του νομικού προσδιορισμού του πραγματικού γεγονότος, Αφιέρωμα στον Χ. Φραγκίστα, Τόμ. IV 1968, σελ. 283 επ. = Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, Ι, 1983, σελ. 133 επ.· Μιχελάκης Εμμ., Η άδικος διαδικαστική πράξις, 1944· Ο ίδιος, Η σύγχρονος θεωρία του δικονομικού δικαίου, ΕΕΝ 1948, σελ. 66 επ.· Ο ίδιος, Περί του αντικειμένου της δικονομικής αποδείξεως, 1940· Ο ίδιος, Ένστασις και απάντησις εις την αγωγήν, ΕΕΝ 1950, σελ. 401 επ.· Μπαλής Γ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961· Μπέης Κ., Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, 1981· Ο ίδιος, Η έννοια, λειτουργία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως, Αναμν. Τόμ. Καθηγητού Εμμ. Μιχελάκη, 1973, σελ. 209 επ.· Μπενάκη Άνν., Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, 1982· Μπρίνιας Ι., Αναγκαστική εκτέλεσις, Τόμ. Ι, 1978· Μουσταΐρα Ελ., Συγκριτικό Δίκαιο. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 2004· Νίκας Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι Ι. Γενικό μέρος, 2017· Ο ίδιος, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981· Ο ίδιος, Εκκρεμοδικία και συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001 (Βρυξέλλες Ι), Γενέθλιον Απόστολου Γεωργιάδη, Τόμ. ΙΙ, 2006, σελ. 1345 επ.· Ο ίδιος, Ο δικαστικός συμβιβασμός, 1984· Νικολόπουλος Γ., Αναγκαστική εκτέλεση, 2012· Ο ίδιος, Δίκαιο αποδείξεως, 2011· Οικονομίδης Β./Λιβαδάς Μ., Εγχειρίδιον της πολιτικής δικονομίας Ι7, 1924· Παπαδαμάκης Αδ., Ποινική Δικονομία6, 2012· Παπαντωνίου Ν., Κληρονομικόν Δίκαιον, 1971· Παπαχρίστου Αθ., Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 2005· Παυλόπουλος Π., Το ένδικο βοήθημα της αγωγής στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας, Έρευνα 1, σελ. 151 επ.· Πετρόπουλος Γ., Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού
Σελ. 5
Δικαίου, Τόμ. Ι, ΙΙ, 1963· Ποδηματά Ε., Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, 2011· Πρωτονοτάριος Β., Σχέσεις, ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής στο σύγχρονο αστικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο και η πρακτική χρησιμότητα της πρώτης, ΕλλΔνη 1986, σελ. 432 επ.· Ράϊκος Δ., Το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τα στοιχεία του ορισμένου χρόνου της αγωγής και η άσκηση αυτής, 2010· Ράμμος Γ./Glasson E./Tissier Alb./Morel R., Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμ. Ι, 1931· Σινανιώτης Λ., Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ2, 2006· Ο ίδιος, Συρροή αξιώσεων και ουσιαστικόν δεδικασμένον, ΕΕΝ 1961, σελ. 333 επ.· Σοϊλεντάκης Ν., Η αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, 1998· Ο ίδιος, Η αγωγή στη διοικητική δικονομία, 2014· Σπυριδάκης Ι., Το δίκαιον της εμπραγμάτου ασφαλείας, 1976· Ο ίδιος, Οικογενειακό Δίκαιο, 2006· Σταματόπουλος Σ., Η δικαστική προστασία του τρίτου στην αναγκαστική εκτέλεση κατά την ΚΠολΔ 936, 1994· Τριανταφύλλου - Αλμπανίδου Φ., Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995· Hans P., Actio und writ: eine vergleichende Darstellung römischer und englischer Rechtsbehelfe, 1957· Henckel W., Prozessrecht und materiales Recht (1970)· Kropholler J./von Hein J., Europäisches Zivilprozessrecht, 2011· Pringsheim F., The Inner Relationship between English and Roman Law, The Cambridge Law Journal, Vol. 5, No. 3, 1935, σελ. 347 επ.· Regelsberger F. (μτφρ. Μαριδάκη Γ./Πράτσικα Χ.), Γενικές Αρχές του Δικαίου των Πανδεκτών, Τόμ. ΙΙ, 1935· Schlosser P., EU-Zivilprozessrecht, 2003· Seckel Εm., Gestaltungsrechte des bürgerlichen Rechts, Festgabe der Berliner Juristischen Fakultät für Koch, 1903, σελ. 205 επ.· Schwab Κ. Η., Der Stand der Lehre vom Streitgegenstand im Zivilprozess, JuS 1965, 81 επ. = Η σύγχρονος θέσις της διδασκαλίας περί του αντικειμένου της δίκης εν τη γερμανική πολιτική δικονομία (μετάφραση Κ. Μπέη), ΝΔ 1964, σελ. 261 επ.· Wach Αd., Der Festellungsanspruch - Ein Beitrag zur Lehre vom Rechtsschutzanspruch, Sonderdruck aus der Festgabe der Leipziger Juristenfakultät für B. Windscheid zum 22. Dezember 1888, Leipzig, 1889.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. Έννοια και λειτουργία του ένδικου βοηθήματος της αγωγής
Α. Έννοια και σημασία της αγωγής 1-3
Β. Αγωγή υπό ουσιαστική και δικονομική έννοια 4-10
ΙΙ. Διακρίσεις της αγωγής
Α. Με κριτήριο την ουσιαστική φύση του προβαλλόμενου δικαιώματος 11
Β. Με κριτήριο την άρθρωση του δικανικού συλλογισμού 12-15
Γ. Με κριτήριο τη μορφή της ζητούμενης έννομης προστασίας 16-21
Σελ. 6
Ι. Έννοια και λειτουργία του ένδικου βοηθήματος της αγωγής
Α. Έννοια και σημασία της αγωγής
1Αγωγή είναι η αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας με την οποία ο ενάγων ζητά από την Πολιτεία έννομη προστασία (αναγνώριση, διάπλαση έννομης σχέσης ή καταδίκη του εναγομένου σε παροχή) μέσω δικαστικής απόφασης. Η αγωγή συνιστά αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας αποτελώντας
Σελ. 7
ένδικο βοήθημα του αστικού δικονομικού δικαίου, το οποίο πραγματώνει το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του άρθρου 20 I Συντ. και 6 Ι ΕΣΔΑ, ταυτόχρονα δε ιδρύει τη δημοσίου δικαίου έννομη σχέση της δίκης και προσδιορίζει το εκκρεμές αντικείμενο του δικαστικού αγώνα.
Σελ. 8
2Η δημοσίου (δικονομικού) δικαίου αξίωση παροχής έννομης προστασίας (το προς αγωγή δικαίωμα) διαφέρει έναντι του προβαλλόμενου δια της αγωγής ουσιαστικού δικαιώματος του ενάγοντος (ουσιαστικής αξίωσης ή διαπλαστικού δικαιώματος), όπως αυτό συγκεκριμενοποιείται μέσω του αντικειμένου της δίκης. Μολονότι το δικαίωμα προς άσκηση αγωγής στηρίζεται σε συγκεκριμένο ιδιωτικό δικαίωμα και απορρέει από την προσβολή του, δεν αποτελεί υποκατάστατο των δικαιωμάτων που η ουσιαστική έννομη τάξη αναγνωρίζει. Αντίθετα, αποτελεί δημοσίου δικαίου επιταγή συνταγματικής (20 παρ. 1 Συντ.) και υπερεθνικής (6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) θεμελίωσης, απευθυνόμενη προς την Πολιτεία, με σκοπό την αυθεντική διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Από και δια της άσκησης της αγωγής ως διαδικαστικής
Σελ. 9
πράξης, συγκεκριμενοποιείται η αντιστοιχούσα στην πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας δικονομική αξίωση του θιγόμενου προς παροχή καθολικής, πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η αγωγή ως φορέας του δικονομικής φύσης δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνέχεται λειτουργικά με την αποκατάσταση της δικαϊκής ειρήνης, την αποφυγή της αυτοδικίας και την πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου, ως βασικού σκοπού της πολιτικής δίκης.
3Η αγωγή αποτελεί «θεμέλιο της δίκης», «θεμελιώδη διαδικαστική πράξη», την «[…] κυριωτέρα εκ των πράξεων των διαδίκων, εφ’ όσον εις την έγγραφον προδικασίαν στηρίζεται η επ’ ακροατηρίου διαδικασία», με «αυτονόητη σημασία για όλο (το) αστικό, και όχι μόνο, δικονομικό δίκαιο», παριστά δε «οιονεί άξωνα, περί του οποίου περιστρέφεται η όλη δίκη». Μέσω του ένδικου βοηθήματος της αγωγής θεμελιώνεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών (94 παρ. 2 Συντ., 1 περ. α’ ΚΠολΔ), προσδιορίζεται η κατά τόπον αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων (3, 22 επ. ΚΠολΔ), υπολογίζεται η αξία του αντικειμένου της δίκης, καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα (7 επ., 14 επ. ΚΠολΔ), η ακολουθητέα διαδικασία (1-590, 591 επ. ΚΠολΔ) και η εφαρμογή ή μη ειδικών διαδικαστικών διατάξεων (466 επ., 473 επ., 478 επ. ΚΠολΔ), προσδιορίζεται το είδος και η έκταση της αιτούμενης δικαστικής
Σελ. 10
προστασίας (αναγνώριση, καταψήφιση, διάπλαση), οριοθετείται το αντικείμενο της πολιτικής δίκης και σκιαγραφούνται εγγύτερα οι επώνυμοι δικονομικοί θεσμοί που συνέχονται λειτουργικά με αυτό (περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, υποκειμενικά σύνθετες μορφές αγωγών, αντικειμενική και επικουρική σώρευση αγωγών, εκκρεμοδικία, μεταβολή της βάσης και του αιτήματος της αγωγής, δεδικασμένο), εξειδικεύεται το αντικείμενο απόδειξης (335 ΚΠολΔ), η κατανομή του βάρους επίκλησης και απόδειξης των ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών (216, 338 ΚΠολΔ) και οριοθετείται η διαγνωστική εξουσία του δικαστηρίου (106, 559 αρ. 8, 9 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η λειτουργική αποστολή της αγωγής διατρέχει την πολιτική δίκη από την έναρξη του δικαστικού αγώνα έως την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, το στάδιο των ένδικων μέσων και της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτο δε αφενός θετικά, υπό την έννοια ότι καθετί που εισφέρεται στη δίκη μέσω της αγωγής πρέπει να συζητηθεί και να διευθετηθεί στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας, όσο και αρνητικά, υπό την έννοια ότι καθετί που δεν εμπίπτει στο περιεχόμενό της δεν επιτρέπεται να αποτελέσει ζήτημα της διαδικασίας και της απόφασης που τέμνει τη διαφορά.
Β. Αγωγή υπό ουσιαστική και δικονομική έννοια
4Η παραπάνω έννοια της αγωγής ανταποκρίνεται κατ’ ουσίαν στην αγωγή ως ένδικο βοήθημα του δικονομικού δικαίου (αγωγή υπό τυπική, δικονομική έννοια - gerichtliche Klage, legal action, lawsuit). Συχνά, ωστόσο, ο όρος
Σελ. 11
«αγωγή» επιστρατεύεται από τον ουσιαστικό νομοθέτη προκειμένου να δηλωθεί η προβαλλόμενη ουσιαστική αξίωση. Ιδίως η δυνατότητα πραγμάτωσης του περιεχομένου της αξίωσης μέσω καταψηφιστικής αγωγής ως συστατικού στοιχείου της έννοιας της αξίωσης, καθιστά ορατό τον κίνδυνο αδυναμίας οριοθετήσεως εννοιών του ουσιαστικού δικαίου έναντι παρεμφερών ή αντίστοιχων του δικονομικού δικαίου. Οι λόγοι της σύγχυσης αυτής είναι παλαιοί, έλκουν δε την καταγωγή τους από την κοινή εξέλιξη αστικού και αστικού δικονομικού δικαίου κατά την απονομή έννομης προστασίας μέσω της actio του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Σελ. 12
5Η actio, ως έννοια, ήταν αρχικώς προσανατολισμένη αποκλειστικά προς το δικονομικό δίκαιο. Επρόκειτο περί πράξης του ενάγοντος με την οποία ετίθετο σε κίνηση η διαδικασία των legis actiones. Τούτο, διότι η παραδοσιακή νομική θεώρηση των πραγμάτων ήταν κατά το δίκαιο αυτό επίσης δικονομικώς προσανατολισμένη: το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν διακρίνει μεταξύ δύο αυτοτελών ρυθμιστικών πεδίων εκ των οποίων το μεν συντίθεται από κανόνες δικαίου που απονέμουν στα υποκείμενα του δικαίου δικαιώματα και αντιστοίχως επιβάλλουν υποχρεώσεις, το δε από κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις των μέσων πραγμάτωσης των ουσιαστικών ρυθμίσεων του πρώτου. Αφενός δεν γινόταν συστηματική διάκριση ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου και αφετέρου δεν υπήρχε όρος με τον οποίο να υποδηλώνεται το δεύτερο.
6Η ίδια η δομή και η λειτουργία της actio απέτρεπε εξάλλου έναν τέτοιο διαχωρισμό, καθόσον τούτη δεν απευθυνόταν στα εμπλεκόμενα μέρη ή στο σύνολο των υποκειμένων του δικαίου, απονέμοντας δικαιώματα και επιβάλλοντας υποχρεώσεις, αλλά, αντίθετα, στο δικαιοδοτικό όργανο, κατόπιν χορήγησης αυτής από τον αρμόδιο Πραίτορα. Συνεπώς, η νομική σκέψη της εποχής προσανατολιζόταν αλλά και εξαντλούνταν στο κατά πόσον το ενδιαφερόμενο μέρος θα λάβει στη συγκεκριμένη περίπτωση actio υπό τη μορφή μίας formula από τον Πραίτορα, χωρίς η actio να είναι προσανατολισμένη προς κάποιο ουσιαστικό δικαίωμα, αλλά αποκλειστικά προς τη δίκη. Ο αφηρημένος ουσιαστικός κανόνας δικαίου παρέμενε και πάλι άνευ σημασίας, αν δεν προβλεπόταν ειδική, με σκοπό την πραγμάτωση των προβλεπόμενων εννόμων συνεπειών του, actio. Κατ’ επέκταση, κάθε νομικό ζήτημα ατενιζόταν αποκλειστικά και μόνο υπό το πρίσμα της δυνατότητας δικονομικής του πραγμάτωσης (ubi actio, ibi ius) και όχι υπό τη σκοπιά της αναγνώρισης ή μη ουσιαστικών δικαιωμάτων (ubi ius, ibi remedium). Έννομη τάξη αποτελούσε το σύνολο των actiones που χορηγούσαν οι Πραίτορες υπό την μορφή των edicta (Aktionenrechtliches Denken, Aktionendenken,
Σελ. 13
reminiscenza romana) και όχι το σύνολο των κανόνων δικαίου (normativen Rechtsdenken, Normendenken).
7Η απομόνωση του ουσιαστικού περιεχομένου της actio και η εισαγωγή της νέας έννοιας της αξίωσης (Anspruch) αποτελεί καρπό της επιστημονικής προσπάθειας που καταβλήθηκε εκ μέρους του Γερμανού νομομαθούς και μέλους της Συντακτικής Επιτροπής του Γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB) Bernard Windscheid. Ο Windscheid ορίζει τη νέα αυτή έννοια στο θεμελιώδες έργο του Die Aktio des römishen Zivilrechts, vom Standpunkt des heutigen Rechts ως την κατεύθυνση του δικαιώματος προς τα έξω, η οποία αποσκοπεί στην υποταγή της βούλησης ενός άλλου προσώπου. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για δικαίωμα το οποίο επενεργεί επί της βουλήσεως έτερου προσώπου. Η γερμανική θεωρία υιοθέτησε τις σκέψεις του Windscheid και η έννοια της αξίωσης περιλήφθηκε στο Γερμανικό Αστικό Κώδικα του 1900, καταστρώθηκε δε στη διάταξη του άρθρου §194 ΓερμΑΚ, αποτελώντας μάλιστα το νομοθετικό πρότυπο της 247 ΑΚ.
8Η σύνδεση του ουσιαστικού με το δικονομικό δίκαιο δεν είναι αποδοκιμαστέα, αλλά απεναντίας απαραίτητη και επιθυμητή. Ουσιαστικό δίχως δικονομικό
Σελ. 14
δίκαιο είναι σκέψη χωρίς εκτέλεση και δικονομικό δίχως ουσιαστικό δίκαιο ξίφος δίχως ζυγό. Στο σύγχρονο δίκαιο, επομένως, πρότερον αποτελεί το ουσιαστικό δικαίωμα, η δε αγωγή συνιστά το δικονομικό όχημα άσκησης και πραγμάτωσης του δικαιώματος μέσω του θεσμού της δίκης. Ενώ, λοιπόν, η αξίωση αποτελεί την υπό του νόμου παρεχόμενη εξουσία σε ορισμένο πρόσωπο (δανειστής) όπως απαιτήσει έναντι άλλου προσώπου (οφειλέτης) ορισμένη συμπεριφορά, αγωγή συνιστά η αίτηση, η οποία απευθύνεται προς την πολιτεία ως φορέα δικαιοδοτικής εξουσίας επί τω σκοπώ παροχής έννομης προστασίας σε σχέση με το ουσιαστικό δικαίωμα που έχει προσβληθεί. Πρόκειται για την αγωγή υπό δικονομική ή στενή ή τυπική έννοια και τούτη διακρίνεται σαφώς έναντι της αξίωσης του ουσιαστικού δικαίου.
Σελ. 15
9Επηρεασμένος από τους παραπάνω ιστορικούς λόγους και από τα άλλοτε δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αξίωσης και αγωγής, ο ισχύων ΑΚ χρησιμοποιεί συχνά τον όρο «αγωγή» υπό την ως άνω ουσιαστική της έννοια, δηλαδή ως ουσιαστική αξίωση που εισάγεται μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου (πχ. ΑΚ 116, 944, 945, 946, 1035, 1047, 1094, 1108-παράτιτλος, 1109, 1112-παράτιτλος, 1141, 1291, 1292, 1293, 1294, 1346, 1871, 1879, 1881). Ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο νομοθέτης του ΑΚ επιδιώκει τη ρύθμιση θεσμών με ιστορική καταγωγή από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, η ορολογία ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου είναι άκρως συγκεχυμένη. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, εναλλάξ και χωρίς διάκριση, ακόμη και στην ίδια διάταξη, ορολογία που προσανατολίζεται στο δικονομικό δίκαιο (πχ. εναγόμενος, αγωγή) και ορολογία καθαρά ουσιαστικού δικαίου (πχ. δικαίωμα να απαιτήσει, απαίτηση). Χαρακτηριστικά η 1871 ΑΚ αναφέρει: «Ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που
Σελ. 16
κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας (νομέα της κληρονομίας) την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν». Ο όρος «εναγόμενος» στον παράτιτλο της διάταξης δηλώνει ακριβώς το νομέα της κληρονομίας, δηλαδή το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση του κληρονόμου και τον κατά τούτο υπόχρεο κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Πέραν, ωστόσο, από την ενιαία ουσιαστική και δικονομική ορολογία, η παραδεδομένη ενότητα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου αντανακλά και στις θεωρητικές αναπτύξεις σχετικά με τον εκάστοτε θεσμό. Έτσι, κάνοντας λόγο για την περί κλήρου αγωγή (hereditatis petitio) αναφερόμαστε στον «δικονομικό αγωγό» της περί κλήρου αξίωσης για την προστασία του δικαιώματος επί της κληρονομίας ως συνόλου, ήτοι στο δικαίωμα του κληρονόμου κατά της Πολιτείας για την παροχή έννομης προστασίας, συνιστάμενης στην αυθεντική δικαστική διάγνωση της περί κλήρου ουσιαστικής αξίωσης. Αντικείμενο, συνεπώς, της περί κλήρου αγωγής είναι η περί κλήρου αξίωση, η οποία και γεννάται κατά την προσβολή του κληρονομικού δικαιώματος (ius hereditarium) ως εξουσιαστικού δικαιώματος και συνίσταται στην εξουσία του κληρονόμου να απαιτήσει από το νομέα της κληρονομίας την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου αυτής (πρβλ. 247 ΑΚ). Η εννοιολογική σύμπτωση περί κλήρου αξίωσης, ως έννοιας του ουσιαστικού δικαίου, και περί κλήρου αγωγής, ως έννοιας του δικονομικού δικαίου, αποτελεί κατάλοιπο του Ρωμαϊκού Δικαίου αναφορικά με την έννοια της actio, αντίληψη που επηρέασε και τους Συντάκτες του ΑΚ.
10Συχνά, ωστόσο, η αγωγή αναφέρεται στον ΑΚ και υπό τη δικονομική της έννοια (πχ. ΑΚ 155, 261, 296, 346, 348, 912 παρ. 1, 933, 1096, 1097, 1098, 1378 επ., 1472, 1876). Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται πράγματι για απονεμόμενη στο πρόσωπο εξουσία από την έννομη τάξη «όπως αιτήσηται παρά της πολιτείας την πραγμάτωσιν του εξ αντικειμένου δικαίου επί της προβαλλομένης δικονομικής αξιώσεως». Πρόκειται ιδίως είτε για δικαιώματα που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με την άσκηση αγωγής, όπως η αξίωση της 296 ΑΚ για καταβολή τόκων επί τόκων ή για ορισμένα διαπλαστικά δικαιώματα (ιδίως 101, 155, 1379 ΑΚ), η άσκηση των οποίων
Σελ. 17
προϋποθέτει την άσκηση διαπλαστικής αγωγής (αγωγικά διαπλαστικά δικαιώματα) είτε για διατάξεις που ορίζουν τις ουσιαστικές συνέπειες από την έγερση της αγωγής (πχ. 261 ΑΚ).
ΙΙ. Διακρίσεις της αγωγής
Α. Με κριτήριο την ουσιαστική φύση του προβαλλόμενου δικαιώματος
11Η διάκριση των αγωγών με κριτήριο τη φύση του προβαλλόμενου δια της αγωγής ουσιαστικού δικαιώματος ακολουθεί τη διάκριση των δικαιωμάτων βάσει της νομοθετικής διάρθρωσης του ΑΚ, ώστε να γίνεται λόγος για ενοχικές, εμπράγματες, οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές. Συχνά, ωστόσο, ο νομικός χαρακτηρισμός του ουσιαστικού δικαιώματος ή της ουσιαστικής αξίωσης αποτελεί ζήτημα αμφιλεγόμενο, οι δε συνέπειες του χαρακτηρισμού αυτού αποκτούν σημασία και για το δικονομικό δίκαιο.
Β. Με κριτήριο την άρθρωση του δικανικού συλλογισμού
12Με κριτήριο «την άρθρωση του αγωγικού συλλογισμού και τη συνάρτησή του προς το σύνολο των προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας», οι αγωγές διακρίνονται σε απαράδεκτες, νόμω και ουσία (α)βάσιμες. Η εν λόγω διάκριση αποκτά σημασία κατά την έκδοση της αντίστοιχης δικαστικής απόφασης, εκδηλώνει δε τις κύριες έννομες συνέπειές της κατά τον καθορισμό της έκτασης του δεδικασμένου. Ειδικότερα, η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης δημιουργεί δεδικασμένο αναφορικά με τη δικονομική
Σελ. 18
πλημμέλεια που εντόπισε το δικαστήριο (δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος - 322 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ). Το δεδικασμένο τούτο καταλαμβάνει αποκλειστικά το συγκεκριμένο δικονομικό λόγο απόρριψης, χωρίς να τέμνει την υπόθεση επί της ουσίας, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μπορεί να επανέλθει με νέα αγωγή μετά την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης, εφόσον η νέα αγωγή δεν έχει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα. Αντίθετα, η απόρριψη μίας αγωγής ως νόμω ή ουσία αβάσιμης τέμνει την ουσία της διαφοράς, στο μέτρο που η απορριπτική απόφαση περιέχει διάγνωση, και μάλιστα αρνητική, αναφορικά με το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα. Η δεσμευτική δύναμη του ουσιαστικού δεδικασμένου (δεδικασμένο στο κριθέν κύριο ζήτημα - 322 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ) δεν ανατρέπεται με την επίκληση ενός παραλειφθέντος ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, παλαιού ή μεταγενέστερου, αλλά απαιτείται επίκληση και απόδειξη μεταγενέστερων γεγονότων, που αν είχαν προβληθεί στη δίκη, θα οδηγούσαν το δικαστή σε διαφορετική κατ’ ουσίαν κρίση.
13Ως απαράδεκτη, ήτοι για τυπικούς λόγους, απορρίπτεται η αγωγή, όταν δεν συντρέχουν οι θετικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, είτε αυτές αφορούν το δικαστήριο (έλλειψη δικαιοδοσίας πολιτικών δικαστηρίων - 1, 2, 4 ΚΠολΔ· έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων - 3, 4, 22 επ., 601, 605 ΚΠολΔ), τους διαδίκους (ύπαρξη και ικανότητα διαδίκου - 62 ΚΠολΔ· ικανότητα δικαστικής παράστασης και νόμιμη παράσταση εκπροσώπου - 63, 64 ΚΠολΔ· έλλειψη νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος - 68 ΚΠολΔ), το αντικείμενο της δίκης (εγκυρότητα και αναγκαία στοιχεία
Σελ. 19
του εισαγωγικού δικογράφου - 215, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) ή ειδικές προϋποθέσεις που απαιτούνται ως προς ορισμένες μορφές δικαστικής προστασίας (εγγραφή εμπράγματων αγωγών στα βιβλία διεκδικήσεων - 220 παρ. 1 ΚΠολΔ· αξίωση προληπτικής δικαστικής προστασίας - 69 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή απορρίπτεται χωρίς έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας, καθότι η αξιολόγηση του δικονομικού σταδίου του βασίμου της αγωγής προϋποθέτει κατάφαση του παραδεκτού, τυχόν δε κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με τη βασιμότητα της αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας συνιστούν απλώς obiter dicta. Σε ορισμένες, εντούτοις, περιπτώσεις, η έλλειψη θετικής διαδικαστικής προϋπόθεσης ή η συνδρομή αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης δεν οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους, αλλά επί τη βάσει λόγων επιείκειας και οικονομίας της δίκης σε συνέπειες ηπιότερης μορφής. Έτσι, η καθ’ ύλην και κατά τόπον αναρμοδιότητα οδηγεί σε παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο (46 ΚΠολΔ), ενώ η επιτυχής προβολή της εκκρεμοδικίας
Σελ. 20
συνεπάγεται αναστολή της δεύτερης δίκης και όχι απόρριψη της χρονικώς μεταγενέστερης αγωγής (222 παρ. 2 ΚΠολΔ).
14Ως νόμω αβάσιμη απορρίπτεται η αγωγή, όταν τα επικαλούμενα με αυτή πραγματικά περιστατικά, ακόμη κι αν υποτεθούν αληθή, δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό του αφηρημένα επικαλούμενου κανόνα δικαίου, στην εφαρμογή του οποίου ο ενάγων αποβλέπει, ώστε αδυνατούν να ιδρύσουν την προβλεπόμενη από τον κανόνα αυτό έννομη συνέπεια. Αντίθετα από την απαράδεκτη αγωγή λόγω ελλείψεων των αναγκαίων στοιχείων του δικογράφου και ειδικότερα της ιστορικής βάσης, η νομική αβασιμότητα αξιώνει πλήρη παράθεση των πραγματικών περιστατικών, αλλά αρνητικό πόρισμα εκ μέρους του δικάζοντος δικαστή. Η νόμω αβάσιμη αγωγή απορρίπτεται χωρίς να καθίσταται αναγκαία η διεξαγωγή αποδείξεων, ακόμη κι αν τα επικαλούμενα πραγματικά γεγονότα αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης μεταξύ των διαδίκων, καθότι ενόψει της μη ανταπόκρισής τους στο πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα, δεν παριστούν πραγματικούς ισχυρισμούς (πρβλ. 807 ΠολΔ «πράγματα») με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (πρβλ. 335, 559 αρ. 8, 10 ΚΠολΔ).
15Ως ουσία αβάσιμη απορρίπτεται η αγωγή, όταν τα επικαλούμενα πραγματικά γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στην (ουσιαστική) αλήθεια, κατόπιν διεξαγωγής αποδείξεων. Στην περίπτωση αυτή, η αναλήθεια των πραγματικών
Σελ. 21
γεγονότων που στηρίζουν την ιστορική βάση της αγωγής διαπιστώνεται από το δικαστήριο αυθεντικά μέσω έκδοσης απόφασης που τέμνει την ουσία της διαφοράς και διαπιστώνει την ανυπαρξία του επικαλούμενου υπό του ενάγοντος ουσιαστικού δικαιώματος ή της ουσιαστικής αξίωσης. Ως ουσία αβάσιμη απορρίπτεται, επίσης, η αγωγή εφόσον το δικαστήριο αδυνατεί να διαμορφώσει δικανική γνώση (δικαστική πεποίθηση) αναφορικά με την αλήθεια ή αναλήθεια των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών (non liquet), εκδίδοντας απόφαση βάσει των κανόνων κατανομής του (αντικειμενικού) βάρους απόδειξης (338 ΚΠολΔ).
Γ. Με κριτήριο τη μορφή της ζητούμενης έννομης προστασίας
16Με κριτήριο το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, οι αγωγές διακρίνονται -«κατ’ αύξοντα βαθμό επεμβάσεως της δικαιοδοτικής δράσεως στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις»- σε αναγνωριστικές ή βεβαιωτικές ή προκριματικές, καταψηφιστικές ή αγωγές επί παροχή και διαπλαστικές ή διαμορφωτικές.