Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 30,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17976
Παπανικολάου Δ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ορφανίδης Γ., Πανταζόπουλος Σ., Τσικρικάς Δ., Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 304
  • ISBN: 978-960-654-236-7
  • ISBN: 978-960-654-236-7
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Η μονογραφία «Η Αξιοποίηση Παρανόμως Κτηθέντων Αποδεικτικών Μέσων και Αποδείξεων στην Πολιτική Δίκη» επιχειρεί να αποκρυσταλλώσει ένα θεωρητικό-δογματικό πλαίσιο, ικανό να προσφέρει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων ή αποδεικτικών πορισμάτων, που κτήθηκαν κατά παράβαση κανόνων του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου. Αντικείμενο πρακτικής εμβάθυνσης καθίστανται ακολούθως οι πλέον συνήθεις περιπτώσεις παράνομης κτήσης αποδεικτικών μέσων και αποδείξεων, ιδιαίτερα οι προστατευτικές των απορρήτων πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας διατάξεις και αναπόφευκτα το άρθρο 19 παρ. 3 Συντ., ενώ από την ύλη του ΚΠολΔ το ενδιαφέρον έλκουν τα άρθρα 340 παρ. 1 εδ. β’, 393-395 και 399 και 400.
Πρόλογος Σελ. VII
§1 | Εισαγωγή
Α. Αποδεικτικά μέσα και απόδειξη
Ι. Η θέση της απόδειξης στο δικονομικό δίκαιο Σελ. 1
1. Ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο Σελ. 1
2. Δικονομία, δίκη, απονομή δικαιοσύνης Σελ. 3
3. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου Σελ. 6
ΙΙ. Εξωτερικά στοιχεία της απόδειξης Σελ. 7
ΙΙΙ. Εσωτερικά στοιχεία της απόδειξης Σελ. 9
1. Η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού Σελ. 9
2. Το μέτρο της απόδειξης Σελ. 10
3. Το βάρος της απόδειξης Σελ. 11
α. Η έννοια του δικονομικού βάρους Σελ. 11
β. Το πρόβλημα του non liquet Σελ. 13
γ. Η κατανομή του βάρους απόδειξης ως λύση Σελ. 15
δ. Η αντήχηση του βάρους αποδείξεως Σελ. 20
IV. Σύνοψη Σελ. 21
Β. Παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και παρανόμως κτηθείσες αποδείξεις Σελ. 22
Ι. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου Σελ. 22
II. Παραβίαση κανόνα δικονομικού δικαίου Σελ. 23
ΙΙΙ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα Σελ. 24
IV. Τα δικαστικά τεκμήρια και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα Σελ. 25
1. Δικαστικά τεκμήρια Σελ. 25
α. Η κατασκευή των δικαστικών τεκμηρίων Σελ. 25
β. Αμφιβολίες ως προς την υπόσταση των δικαστικών τεκμηρίων Σελ. 26
αα. Τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα Σελ. 27
i. Ο πεπερασμένος αριθμός των πηγών γνώσης – των μέσων απόδειξης Σελ. 27
ii. Η αυτοψία Σελ. 27
iii. Τα έγγραφα Σελ. 28
iv. Οι μάρτυρες και οι διάδικοι Σελ. 29
v. Η πραγματογνωμοσύνη Σελ. 29
vi. Η ομολογία και οι ένορκες βεβαιώσεις Σελ. 30
ββ. Το πρόβλημα του ορισμού των δικαστικών τεκμηρίων Σελ. 31
γγ. Συμπέρασμα Σελ. 34
2. Μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα Σελ. 34
3. Συσχετισμοί Σελ. 36
α. Δικαστικά τεκμήρια και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα Σελ. 36
β. Μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ως παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα – παρανόμως κτηθείσες αποδείξεις Σελ. 37
γ. Δικαστικά τεκμήρια ως παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα – παρανόμως κτηθείσες αποδείξεις Σελ. 41
V. Συμπεράσματα Σελ. 41
Γ. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης Σελ. 42
§2 | Μεθοδολογικό όργανο
Α. Δυνατές προσεγγίσεις Σελ. 45
Ι. Προσέγγιση από την πλευρά του δικονομικού δικαίου – Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις Σελ. 45
ΙΙ. Προσέγγιση από την πλευρά του ουσιαστικού δικαίου Σελ. 47
1. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιωθούν στο ουσιαστικό δίκαιο Σελ. 47
2. Η απαγόρευση του ουσιαστικού δικαίου δεν μεταφράζεται σε δικονομική απαγόρευση Σελ. 49
3. Περιορισμός δικονομικών δικαιωμάτων και εξουσιών δυνάμει του ουσιαστικού δικαίου Σελ. 49
ΙΙΙ. Συμπεράσματα Σελ. 51
ΙV. Αλυσιτελή επιχειρήματα Σελ. 52
1. Η ενότητα της έννομης τάξης και ο διαχωρισμός ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου Σελ. 53
2. Η αρχή της πρόληψης Σελ. 56
3. Η εξάρτηση από την επιτυχή προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα Σελ. 58
4. H θεωρία της εναλλακτικής νόμιμης κτήσης Σελ. 59
5. Η ιεραρχική θέση του παραβιασθέντος κανόνα Σελ. 63
Β. Ο σκοπός του κανόνα δικαίου Σελ. 65
Ι. Ο σκοπός ως σημείο αναφοράς Σελ. 66
1. Ο σκοπός ως εννοιολογικό στοιχείο του δικαίου – Η ιδέα του δικαίου Σελ. 66
α. Η ιδέα της δικαιοσύνης Σελ. 67
β. Η ιδέα της αποτελεσματικότητας Σελ. 67
γ. Η ιδέα της ασφάλειας δικαίου Σελ. 68
2. Ο σκοπός ως κρίσιμο ερμηνευτικό κριτήριο Σελ. 69
ΙΙ. Εσφαλμένη χρήση του τελεολογικού κριτηρίου Σελ. 71
1. Επιφύλαξη υπέρ του ιστορικού σκοπού Σελ. 71
2. Petitio Principii Σελ. 71
3. Ο σκοπός του παραβιασθέντος κανόνα δεν συνιστά νομικό θεμέλιο της αποδεικτικής απαγόρευσης Σελ. 72
Γ. Η στάθμιση συμφερόντων Σελ. 73
Ι. Η στάθμιση συμφερόντων ως συστατικό στοιχείο του δικαίου Σελ. 73
ΙΙ. Η αρχή της αναλογικότητας ως μέθοδος στάθμισης συμφερόντων Σελ. 74
1. Δομή Σελ. 74
2. Θεμελίωση και πεδίο εφαρμογής Σελ. 76
3. Η στάθμιση συμφερόντων ως ερμηνευτικό εργαλείο Σελ. 78
Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα Σελ. 79
Ε. Δικονομικές παράμετροι Σελ. 80
Ι. Η αναζήτηση της αλήθειας ως σκοπός του δικονομικού δικαίου Σελ. 80
1. Η αξίωση παροχής έννομης προστασίας Σελ. 80
2. Αποτελεσματική δικαστική προστασία και δίκαιη δίκη Σελ. 82
3. Ο σκοπός της αστικής δίκης Σελ. 84
α. Πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαίου και αναζήτηση της αλήθειας Σελ. 85
β. Άλλοι σκοποί Σελ. 86
αα. Ειρήνευση δικαίου, έκδοση τελεσίδικης απόφασης Σελ. 86
ββ. Ασφάλεια δικαίου Σελ. 88
4. Ειδικότερα: Η αλήθεια ως σκοπός του δικονομικού δικαίου Σελ. 88
α. Ορισμός της αλήθειας – τυπική και ουσιαστική αλήθεια Σελ. 88
β. Σημαντικότερες ενστάσεις Σελ. 91
αα. Η αρχή της συζητήσεως, η ομολογία και οι αποδεικτικές συμβάσεις Σελ. 91
ββ. Η αρχή της συγκεντρώσεως Σελ. 95
γγ. Οι αποδεικτικοί κανόνες (νομικές αποδείξεις) Σελ. 96
δδ. Το μέτρο και το βάρος απόδειξης Σελ. 96
εε. Οι αποδεικτικές διευκολύνσεις Σελ. 96
γ. Αντίκρουση των αντιρρήσεων Σελ. 98
5. Συμπέρασμα Σελ. 101
ΙΙ. Το δικαίωμα απόδειξης Σελ. 103
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 103
2. Δογματικό θεμέλιο – φύση – περιεχόμενο Σελ. 103
3. Δικαίωμα απόδειξης και αποδεικτική απαγόρευση Σελ. 107
ΙΙΙ. Η τυπικότητα του δικονομικού δικαίου: Αυστηρή, ελεύθερη και εν μέρη ελεύθερη απόδειξη Σελ. 107
IV. Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων Σελ. 110
V. Καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης Σελ. 111
1. Εισαγωγικά: Καλή πίστη, χρηστά ήθη και καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στον ΚΠολΔ Σελ. 111
α. Η καλή πίστη κατ’ άρθρο 288 ΑΚ Σελ. 111
β. Τα χρηστά ήθη κατά ΑΚ 178 επ., 919 Σελ. 112
γ. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά ΑΚ 281 Σελ. 113
δ. Η πρόβλεψη του άρθρου 116 Ι ΚΠολΔ Σελ. 115
2. Πεδίο εφαρμογής της δικονομικής καλής πίστης Σελ. 117
3. Επιφυλάξεις ως προς τη δικονομική καλή πίστη Σελ. 117
α. Γενικές επιφυλάξεις Σελ. 117
β. Ειδικές επιφυλάξεις Σελ. 118
4. Λειτουργία της δικονομικής καλής πίστης Σελ. 120
5. Τυπολόγιο κακόπιστης δικονομικής συμπεριφοράς Σελ. 121
6. Η καλή πίστη ως θεμέλιο αποδεικτικών απαγορεύσεων Σελ. 123
VI. Το καθήκον αληθείας Σελ. 123
1. Περιεχόμενο Σελ. 123
α. Καθήκον αληθείας και αλήθεια Σελ. 124
β. Πληρότητα και σαφήνεια Σελ. 126
2. Υπόσταση Σελ. 128
3. Καθήκον αληθείας και αποδεικτικές απαγορεύσεις Σελ. 132
VII. Η οικονομία της δίκης Σελ. 132
ΣΤ. Αποδεικτική απαγόρευση ως αποτέλεσμα αγώγιμης αξίωσης
Ι. Η διατύπωση του ερωτήματος Σελ. 133
ΙΙ. Γενική επισκόπηση Σελ. 134
ΙΙΙ. Ενδιαφέρουσες θέσεις Σελ. 135
Ζ. Σύνθεση Σελ. 137
Ι. Αναζήτηση δογματικού θεμελίου Σελ. 137
ΙΙ. Ερμηνευτικά ζητήματα Σελ. 139
ΙΙΙ. Κατευθυντήριες γραμμές Σελ. 140
1. Ο κανόνας της αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων και αποδείξεων Σελ. 140
2. Εξαίρεση από τον κανόνα Σελ. 141
α. Η αποδεικτική απαγόρευση ως θεμιτός περιορισμός Σελ. 141
β. Δικαιολογητικές βάσεις των αποδεικτικών απαγορεύσεων Σελ. 141
3. Έμμεση αξιοποίηση του απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου Σελ. 143
§3 | Εφαρμογές
Α. Παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου
Ι. Η προσβολή της σφαίρας του απορρήτου Σελ. 145
1. Εισαγωγικά Σελ. 145
2. Η απόρρητη σφαίρα Σελ. 146
α. Περιεχόμενο Σελ. 146
αα. Η προσωπικότητα ως γενική ρήτρα Σελ. 146
ββ. Η απόρρητη σφαίρα ως πτυχή της προσωπικότητας Σελ. 147
i. Η συνταγματική προστασία της απόρρητης σφαίρας Σελ. 148
ii. Ποινική προστασία της απόρρητης σφαίρας Σελ. 150
iii. Συμπεράσματα Σελ. 153
γγ. Η διαστρωμάτωση της απόρρητης σφαίρας Σελ. 155
δδ. Απόρρητη σφαίρα και ανθρώπινη αξία Σελ. 158
β. Η σημασία της συνταγματικής κατοχύρωσης της απόρρητης σφαίρας Σελ. 159
αα. Η δέσμευση των κρατικών οργάνων από τα συνταγματικά δικαιώματα Σελ. 159
ββ. Η δέσμευση ιδιωτών από τα συνταγματικά δικαιώματα Σελ. 162
γγ. Εν προκειμένω Σελ. 164
γ. Περιορισμοί του δικαιώματος σε απόρρητη σφαίρα Σελ. 165
αα. Οι γνήσιοι συνταγματικοί περιορισμοί Σελ. 166
ββ. Η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων Σελ. 169
i. Το άρθρο 25 ΙΙΙ Σ Σελ. 169
ii. Κατάχρηση του δικαιώματος σε απόρρητη σφαίρα Σελ. 170
γγ. Κατευθυντήριες γραμμές Σελ. 171
3. Αξιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών από το δικαστήριο Σελ. 172
α. Η έγερση της απόδειξης Σελ. 172
αα. Έγερση απόδειξης και προσβολή απόρρητων πληροφοριών Σελ. 172
ββ. Η έγερση της απόδειξης ως δικαιολογημένη προσβολή της προσωπικότητας Σελ. 174
i. Γενική εξουσία έγερσης της απόδειξης Σελ. 174
ii. Ειδική εξουσία έγερσης της απόδειξης Σελ. 176
(1) Ανάγκη στάθμισης Σελ. 177
(2) Στοιχεία της στάθμισης Σελ. 177
(α) Αποδεικτική ένδεια (καταλληλότητα και αναγκαιότητα της δικονομικής χρήσης) Σελ. 177
(β) Το είδος της εμπιστευτικής πληροφορίας Σελ. 177
(γ) Η βαρύτητα του προς ικανοποίηση συμφέροντος Σελ. 180
(δ) Η υπαιτιότητα ως προς την αποδεικτική ένδεια Σελ. 182
β. Το αίτημα απόδειξης Σελ. 183
γ. Η αξιοποίηση του αποδεικτικού αποτελέσματος Σελ. 185
δ. Έννομες συνέπειες κατά το ουσιαστικό δίκαιο Σελ. 186
ε. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις Σελ. 187
αα. Εμμάρτυρη απόδειξη – εξέταση του φέροντος το υποκειμενικό βάρος απόδειξης διαδίκου Σελ. 187
ββ. Άμυνα – Κατάσταση ανάγκης Σελ. 188
i. Άμυνα και κατάσταση ανάγκης Σελ. 189
(1) Άμυνα (ΑΚ 284, ΠΚ 22) Σελ. 189
(2) Κατάσταση ανάγκης (ΑΚ 285, ΠΚ 25) Σελ. 191
(3) Επισημάνσεις Σελ. 192
ii. Οιονεί άμυνα και αποδεικτική κατάσταση ανάγκης Σελ. 193
iii. Εν προκειμένω Σελ. 194
γγ. Συστηματική ανακολουθία Σελ. 195
4. Η κτήση πρόσβασης σε απόρρητες πληροφορίες ή τους φορείς, που τις περιέχουν Σελ. 196
5. Σύνθεση Σελ. 199
α. Το δικαίωμα σε απόρρητη σφαίρα και η δυνατότητα περιορισμού του Σελ. 199
β. Η κτήση και η αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων ή αποδείξεων ως προσβολή της απόρρητης σφαίρας Σελ. 200
γ. Δικονομικές έννομες συνέπειες – Το προβάδισμα του άρθρου 19 ΙΙΙ Σ Σελ. 202
II. Η προσβολή της κυριότητας Σελ. 203
Β. Παραβίαση του δικονομικού δικαίου
Ι. Αντικείμενο εξέτασης Σελ. 204
ΙΙ. Συσχετισμοί Σελ. 205
1. Μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ΚΠολΔ 340 Ι 2 Σελ. 205
2. Η δικονομική ακυρότητα Σελ. 206
α. Οι διαδικαστικές πράξεις Σελ. 206
β. Η έννοια και λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας Σελ. 207
3. ΚΠολΔ 559 αρ. 11 Σελ. 210
4. Σύνθεση Σελ. 211
ΙΙΙ. Το άρθρο 19 ΙΙΙ Σ Σελ. 213
1. Περιεχόμενο Σελ. 213
α. Δικονομικός κανόνας Σελ. 213
β. Χρήση αποδεικτικών μέσων Σελ. 214
γ. Κτήση αποδεικτικών μέσων κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α ή 19 Σ. Σελ. 214
δ. Σύγκρουση με το άρθρο 340 Ι 2 ΚΠολΔ Σελ. 216
2. Προβληματισμοί Σελ. 216
3. Τελεολογική συστολή Σελ. 217
α. Η απομάκρυνση από τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη Σελ. 217
β. Διορθωτική προσέγγιση Σελ. 222
αα. Προτεινόμενη διόρθωση για την ποινική δίκη Σελ. 222
ββ. Θεώρηση και επικαιροποίηση υπό το πρίσμα της αστικής δίκης Σελ. 223
i. Οι παράμετροι της στάθμισης κατά τον έλεγχο της εν στενή εννοία αναλογικότητας Σελ. 224
ii. Αναγκαιότητα Σελ. 226
4. Αναλογική εφαρμογή Σελ. 228
α. Προσβολή δικαιωμάτων, που δεν άπτονται της απόρρητης σφαίρας Σελ. 228
β. Περιπτώσεις μη επισύρουσες την αποδεικτική απαγόρευση του άρθρου 19 ΙΙΙ Σ αλλά απτόμενες της απόρρητης σφαίρας Σελ. 229
5. Σύνοψη – Αξιολόγηση Σελ. 230
IV. Διά μαρτύρων απόδειξη – Δικαστικά τεκμήρια – Ελαττωματικά αποδεικτικά μέσα Σελ. 232
1. Άρθρα 393, 394 ΚΠολΔ Σελ. 232
2. Άρθρα 395 και 340 Ι 2 ΚΠολΔ Σελ. 235
3. Άρθρα 399, 400 ΚΠολΔ Σελ. 236
§4 | Συνολική επισκόπηση
Α. Παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και παρανόμως κτηθείσες αποδείξεις Σελ. 241
Β. Δογματική θεμελίωση – Βασικές αρχές
Ι. Μεθοδολογικές παρατηρήσεις Σελ. 242
ΙΙ. Δικονομική προσέγγιση Σελ. 243
1. Η αναζήτηση της αλήθειας και το δικαίωμα απόδειξης Σελ. 243
2. Η τυπικότητα της δίκης και το δικαίωμα σε απόρρητη σφαίρα Σελ. 244
3. Αλυσιτελείς παράμετροι Σελ. 245
ΙΙΙ. Η εκκίνηση από το ουσιαστικό δίκαιο Σελ. 246
Γ. Διαχρονικά επίκαιρες διατάξεις
Ι. Ουσιαστικό δίκαιο Σελ. 246
1. Δικαίωμα σε απόρρητη σφαίρα Σελ. 246
α. Δογματικό θεμέλιο και περιεχόμενο Σελ. 247
β. Η απόκτηση αποδεικτικού μέσου ως προσβολή της απόρρητης σφαίρας Σελ. 248
γ. Η έγερση της απόδειξης ως προσβολή της απόρρητης σφαίρας Σελ. 248
δ. Το αίτημα απόδειξης ως προσβολή της απόρρητης σφαίρας Σελ. 249
ε. Η εκτίμηση της απόδειξης ως προσβολή της απόρρητης σφαίρας Σελ. 249
στ. Έννομες συνέπειες Σελ. 249
2. Το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας Σελ. 250
ΙΙ. Δικονομικό δίκαιο Σελ. 250
1. Συσχετισμοί Σελ. 251
2. Το άρθρο 19 ΙΙΙ Σ Σελ. 251
3. Αποδεικτικές απαγορεύσεις του ΚΠολΔ Σελ. 253
Βιβλιογραφία Σελ. 255
Λημματικό ευρετήριο Σελ. 285
 

Σελ. 1

§1

Εισαγωγή

 

Α. Αποδεικτικά μέσα και απόδειξη

Ι. Η θέση της απόδειξης στο δικονομικό δίκαιο

1. Ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο

H επικράτηση, στη συνείδηση των υποκειμένων του κοινωνικού συνόλου, της ιδέας, ότι τις σχέσεις τους θα διέπουν κανόνες και όχι η βίαιη επιβολή, αποτελεί τη βάση του κράτους δικαίου. Η πραγμάτωση της δικαιοκρατούμενης κοινωνίας και η αποτροπή της κατίσχυσης του απλώς ισχυρού, απαιτούν την κρατική συνδρομή, ώστε η θέσπιση κανόνων δικαίου αποτελεί καταρχήν άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αυτό ισχύει τόσο για τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή τους κανόνες, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των υποκειμένων δικαίου απευθείας μεταξύ τους, όσο και για τους κανόνες τους ρυθμίζοντες τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, τους καλούμενους κανόνες δικονομικού δικαίου. Το δικονομικό δίκαιο, αντίθετα από το ουσιαστικό, δεν ρυθμίζει βιοτική σχέση, η οποία εκτυλίσσεται απευθείας μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, αλλά βιοτική σχέση, στην οποία παρεμβάλλεται δικαιοδοτικό όργανο.

Βέβαια, δεν έλκουν όλοι οι κανόνες δικαίου την ισχύ τους από κρατική πράξη εξουσίασης. Το έθιμο αποτελεί αναγνωρισμένη πηγή του δικαίου, του ουσιαστικού όπως και του δικονομικού, μη αναγόμενη σε κρατικά υπαγορευμένη δεσμευτική ισχύ, αλλά

Σελ. 2

στην ίδια τη βούληση των υποκειμένων. Ωστόσο, η σημασία και η δυνατότητα δημιουργίας εθιμικών κανόνων είναι περιορισμένες: Για λόγους ασφάλειας δικαίου, διαφάνειας δηλαδή της έννομης τάξης και διασφάλισης μίας δίκαιης ρύθμισης, επιλέγεται ο γραπτός κανόνας δικαίου. Ο νομοθέτης επεμβαίνει σε εθιμικά ρυθμισμένους τομείς του δικαίου και θεσπίζει (γραπτούς) κανόνες, οι οποίοι είτε υιοθετούν τελικά την υφιστάμενη εθιμική ρύθμιση είτε τη μεταβάλλουν. Η ύπαρξη γραπτού δικαίου δυσχεραίνει τη δημιουργία εθίμου, όταν πρόκειται για κανόνα αναγκαστικού δικαίου. Ακόμη όμως και όταν ο εφαρμοστέος κανόνας είναι ενδοτικού δικαίου, δεν μπορεί να διακριθεί πάντα με ασφάλεια, αν η συμπεριφορά των υποκειμένων κατατείνει όντως στη δημιουργία εθίμου ή εκφράζει την πεποίθηση, ότι συνάδει προς την ορθή, εν ευρεία εννοία, ερμηνεία (συμπεριλαμβανομένης της αναλογικής εφαρμογής και της τελολογικής συστολής) του ήδη υπάρχοντος νομικού πλαισίου. Τέλος, καθώς η απονομή δικαιοσύνης πραγματοποιείται από το δικαστήριο, το αντικειμενικό γεγονός της επί μακρόν σταθερής τήρησης ορισμένης συμπεριφοράς και το υποκειμενικό στοιχείο της opinio iuris sive necessitatis, συνεπώς, η υπόσταση και το περιεχόμενο

Σελ. 3

του εθιμικού κανόνα διαπιστώνονται και αξιολογούνται εν κατακλείδι από κρατικό όργανο.

2. Δικονομία, δίκη, απονομή δικαιοσύνης

Λόγοι καθαρότητας της έκφρασης επιβάλλουν την έστω συνοπτική επισκόπηση των εννοιών (πολιτική) δικονομία, δίκη και απονομή δικαιοσύνης.

α. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το σύνολο των κανόνων, με τους οποίους ρυθμίζεται η διαδικασία παροχής έννομης προστασίας ορίζεται ως δικονομικό δίκαιο ή δικονομία. Το αστικό δικονομικό δίκαιο ή πολιτική δικονομία, κατ’ επέκταση, είναι το σύνολο των κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τα όργανα και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο έννομων σχέσεων αναγόμενων στο ιδιωτικό κατά κανόνα δίκαιο, με διαφορετική διατύπωση: το σύνολο των κανόνων των ρυθμιζόντων τα όργανα και τον τρόπο παροχής της υπό του ιδιωτικού δικαίου (καταρχήν) προβλεπόμενης έννομης προστασίας. Η παροχή έννομης προστασίας συνίσταται στην έκδοση (δεσμευτικής) δικαστικής αποφάσεως, στην αναγκαστική εκτέλεση και στη λήψη προσωρινών – ασφαλιστικών μέτρων.

β. Ως δίκη γίνεται αντιληπτή, στην καθομιλουμένη, (μόνο) η εκδίκαση υπόθεσης ενώπιον δικαστηρίου. Αν ο ορισμός αυτός θεωρηθεί επίσης έγκυρος για τη νομική επιστήμη, ως δίκη μπορεί να νοηθεί μόνο η διαγνωστική δίκη. Η αναγκαστική εκτέλεση, αντίθετα, ως μη εκτυλισσόμενη ενώπιον δικαστηρίου μπορεί να προσδιοριστεί ως διαδικασία, δεν συνιστά όμως δίκη. Δεδομένου ότι ετυμολογικά η λέξη δίκη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δείκνυμι (δείχνω), η κρατούσα, στην καθημερινή ζωή, ορολογία φαίνεται να είναι προκρινόμενη. Ωστόσο, μεταξύ της λέξης διαδικασία και της λέξης δίκη υφίσταται ετυμολογική συγγένεια, αφού η πρώτη συνιστά παράγωγο της δεύτερης. Πέραν της ετυμολογικής συγγένειας των λέξεων δίκη και διαδικασία, τόσο η διαγνωστική δίκη, όσο και η αναγκαστική εκτέλεση, αποτελούν μορφές κρατικής έννομης προστασίας, οι οποίες συνιστούν μεν αυτοτελείς, διακριτές διαδικασίες, τελούν όμως σε σχέση συμπληρωματικότητας και οφείλουν να αντιμετωπίζονται συστηματικά ως ενότητα, πράγμα το οποίο θα πρέπει να αποτυπώνεται και κατά την εννοιολογική προσέγγισή τους:

Η δίκη, ως έννοια γένους, περιλαμβάνει, ανάλογα με τη μορφή της αιτούμενης έννομης προστασίας, τη διαγνωστική δίκη ή διαδικασία προς έκδοση αποφάσεως, τη δίκη

Σελ. 4

ή διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως και τη δίκη ή διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων – μέτρων επείγουσας φύσεως. Πρόκειται για την ευρεία θεώρηση της έννοιας της δίκης. Κατ’ άλλη διατύπωση, η δίκη συνιστά τη διαδικασία, η οποία αποβλέπει στην αυθεντική διάγνωση της νομικής καταστάσεως, στην αναγκαστική προσαρμογή της πραγματικής καταστάσεως και στην προσωρινή διασφάλιση έννομων συμφερόντων, ενώ το αστικό δικονομικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που διαρθρώνουν τη δίκη.

Κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, η δίκη συνιστά έννομη σχέση. Η άποψη, που έβλεπε στη δίκη ένα απλό σύστημα καταστάσεων, εκκινούσε από τη θεώρησή της ως αξιολογικά ουδέτερο βιοτικό γεγονός, το οποίο δεν χαρακτηρίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά αποκλειστικά βάρη ή ευκαιρίες. Με την παραδοχή, ότι τη δίκη διέπουν έννομα συμφέροντα χρήζοντα ρύθμισης, ανοίγει και ο δρόμος για τον χαρακτηρισμό της ως έννομης σχέσης και απομένει η διαπίστωση των υποκειμένων της. Δεδομένου ότι οι δικονομικές υποχρεώσεις υφίστανται και αντίστοιχα οι διαδικαστικές πράξεις λαμβάνουν χώρα τόσο μεταξύ των διαδίκων και του δικαστηρίου, όσο και απευθείας μεταξύ των διαδίκων, ορθότερη πρέπει να θεωρείται η άποψη, ότι η δίκη συνιστά έννομη σχέση τριμερή, υφιστάμενη ανάμεσα στο δικαστήριο και τους διαδίκους αφενός, αλλά και μεταξύ των διαδίκων αφετέρου.

γ. Το άρθρο 87 Ι Σ ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Σύμφωνα με το άρθρο 20 Ι Σ, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια. Τέλος, το άρθρο 26 ΙΙΙ 1 Σ ορίζει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα δικαστήρια παρέχουν έννομη προστασία, ασκούν τη δικαστική λειτουργία και απονέμουν δικαιοσύνη. Ποια όμως η σχέση των εννοιών αυτών;

Το περιεχόμενο της δικαστικής λειτουργίας προσδιορίζεται υπό το πρίσμα της αρχής του κράτους δικαίου (25 Ι Σ) και της από αυτήν εκπορευόμενης αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (26 Σ). Το κράτος δικαίου αποτυπώνει τη βούληση θεμελίωσης μίας συντεταγμένης κοινωνίας, βασιζόμενης στη διά νόμου ρύθμιση της σχέσης

Σελ. 5

κράτους και πολιτών, αλλά και της σχέσης των πολιτών μεταξύ τους, προκειμένου να αποτραπούν αυθαιρεσίες από τη μεριά του εκάστοτε ισχυρότερου. Όμως, το κράτος δικαίου δεν νοείται, μόνον τυπικά, ως πρωτείο της νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και ουσιαστικά, ως κατοχύρωση αγαθών και ελευθεριών και ως δικαίωμα συμμετοχής στην κατανομή τους. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, είναι ανάγκη η διοικητική πρωτοβουλία, η νομοθετική πρωτοβουλία και η εφαρμογή των κανόνων δικαίου να μη συγκεντρώνονται σε έναν (κρατικό) φορέα, ο οποίος θα απολάμβανε κατ’ αυτόν τον τρόπο ευρύ περιθώριο αυθαιρεσίας. Η δικαστική λειτουργία καλείται διά των δικών της, ανεξάρτητων, οργάνων να διασφαλίσει, ως τηρητής της εννόμου τάξεως, την εφαρμογή των δικαιικών κανόνων και να πραγματώσει την ιδέα του κράτους δικαίου.

Με βάση τα παραπάνω, η δικαστική λειτουργία συνίσταται στην αυθεντική και δεσμευτική απόφαση επί της εφαρμογής (ερμηνείας) των κανόνων δικαίου, η οποία παρέχει αυξημένες εγγυήσεις ορθότητας (ιδίως: αντικειμενικότητα – ουδετερότητα του δικάζοντος). Ο ορισμός αυτός αποδίδει την ουσιαστική έννοια της δικαστικής λειτουργίας, η οποία είναι ταυτόσημη με την εμπεριεχόμενη στο άρθρο 87 Ι Σ (στενή) έννοια της απονομής δικαιοσύνης και επιφυλάσσεται στον δικαστή. Η απονομή δικαιοσύνης νοείται όμως και ευρύτερα και περιλαμβάνει αρμοδιότητες μη αναγόμενες στην ερμηνεία του δικαίου, συνεχόμενες όμως με την εφαρμογή του, καθώς συντελούν στην επιβολή του. Κατά τούτο, η απονομή δικαιοσύνης, υπό την ευρύτερη έννοιά της, δεν επιφυλάσσεται αποκλειστικά στους δικαστές, αλλά μπορεί να ανατεθεί και σε άλλα δικαστικά, όχι όμως και σε διοικητικά όργανα, καθώς αποτελεί εν τέλει δικαιοδοτική διαδικασία. Τέτοια περίπτωση συνιστά ιδίως η αναγκαστική εκτέλεση και μάλιστα όχι μόνον όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση. Σε όργανα της δικαστικής λειτουργίας ανατίθενται επίσης, για λόγους εξασφάλισης της αντικειμενικής διεκπεραίωσής τους, αρμοδιότητες, οι οποίες δεν συνιστούν δικαιοδοτικό έργο, αλλά αποσκοπούν στην αποκρυστάλλωση έννομων σχέσεων (π.χ. τήρηση δημόσιων βιβλίων από τον υποθηκοφύλακα) καθώς και διοικητικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές εντάσσονται στην τυπική έννοια της δικαστικής λειτουργίας,

Σελ. 6

εννοιολογικό στοιχείο της οποίας αποτελεί απλώς το (τυπικό) στοιχείο της διά νόμου ανάθεσης.

Η παροχή έννομης προστασίας έχει διαφορετικό σημείο αναφοράς. Μέλημα του άρθρου 20 Ι Σ δεν είναι ο προσδιορισμός της ύλης της δικαστικής λειτουργίας, αλλά η κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, προκειμένου ο φορέας ορισμένου έννομου, αναγνωρισμένου δηλαδή από το δίκαιο, συμφέροντος, να μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίησή του. Η αξίωση για παροχή έννομης προστασίας ικανοποιείται μέσω της δικαιοδοτικής διαδικασίας, ήτοι της δίκης υπό την ευρεία έννοια αυτής.

3. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου

Εντός του κράτους δικαίου, οι σχέσεις μεταξύ των προσώπων ρυθμίζονται από κανόνες. Η μεν θέσπιση των δικαιικών κανόνων είναι καταρχήν κρατική υπόθεση, η δε εφαρμογή τους (ερμηνεία και επιβολή) συνιστά, σε κάθε περίπτωση, άσκηση δημόσιας εξουσίας. Για την πραγμάτωση της έννομης τάξης, μεριμνά αρμόδιο, ανεξάρτητο κρατικό όργανο μέσα από την ειδικά διαρθρωμένη για τον σκοπό αυτόν διαδικασία.

Η εφαρμογή του δικαίου πραγματοποιείται διά της λογικής μορφής του συλλογισμού. Στην πιο απλή μορφή του, τον καλούμενο δικανικό συλλογισμό απαρτίζουν τρεις προτάσεις, οι δύο προκείμενες και το συμπέρασμα. Τις προκείμενες προτάσεις του δικανικού συλλογισμού συνθέτουν ο κανόνας ή το πλέγμα κανόνων δικαίου ως η α’ πρόταση (α’ προκείμενη ή μείζων πρόταση) αφενός και το βιοτικό γεγονός ως η β’ πρόταση (β’ προκείμενη ή ελάσσων πρόταση) αφετέρου. Διά της υπαγωγής της β΄ στην α’ πρόταση συνάγεται η γ’ πρόταση, δηλαδή το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού.

Τόσο ο σχηματισμός της μείζονος, όσο και της ελάσσονος πρότασης, δεν είναι πάντοτε εύκολος. Στην πρώτη περίπτωση, ο δικαστής καλείται να αναζητήσει τον εφαρμοστέο κανόνα ή τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου μέσα σε ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος διατάξεων, τη θέσπιση των οποίων επιτάσσουν οι σύγχρονες πολυδιάστατες κοινωνίες. Ο δικαστής βέβαια, οφείλει να γνωρίζει την εγχώρια έννομη τάξη, η οποία άλλωστε είναι ανά πάσα στιγμή και απευθείας προσβάσιμη από αυτόν, αμφιβολίες ωστόσο μπορούν να ανακύψουν ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο εγχώριων εθιμικών κανόνων, όπως και αλλοδαπών κανόνων δικαίου εν γένει, εφόσον η κρινόμενη υπόθεση παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας. Τη σύνθεση της ελάσσονος πρότασης χαρακτηρίζει διαφορετική δυσκολία. Ο δικαστής αποτελεί τρίτο, ξένο προς

Σελ. 7

την κρινόμενη υπόθεση πρόσωπο. Η απουσία οποιασδήποτε ανάμειξής του στη φερόμενη ενώπιόν του υπόθεση, είτε ως έχοντος συμφέρον από την έκβασή της είτε ως εμπλεκόμενου στο κρίσιμο βιοτικό γεγονός (ακόμη και με την ιδιότητα του απλού παρατηρητή), συνιστά εννοιολογικό στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης. Η αντικειμενικότητα του δικαστή και κατ’ επέκταση η ορθότητα της κρίσης του κατοχυρώνονται, όταν αυτός δε συνδέεται με το προς διάγνωση συμβάν. Ζητούμενο, κατά τον σχηματισμό της ελάσσονος πρότασης, αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο δικαστής θα λάβει γνώση των γεγονότων. Το όργανο, διά του οποίου ο δικαστής αποκρυσταλλώνει τα ιστορικά γεγονότα και κατ’ εξαίρεση αίρει αμφιβολίες επί νομικών ζητημάτων, είναι η διαδικασία της απόδειξης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το διαγνωστικό τμήμα κάθε δικονομικού δικαίου.

Η απόδειξη είναι έννοια πολυσήμαντη. Συνιστά το διαγνωστικό όργανο, μέσω του οποίου ο δικαστής σχηματίζει την πεποίθηση ως προς την ελάσσονα καταρχήν πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΚΠολΔ 335) και ενίοτε, διαπιστώνει τους ισχύοντες και εφαρμοστέους κανόνες δικαίου (ΚΠολΔ 337). Με τον όρο απόδειξη αποδίδονται ακόμη οι διαδικαστικές πράξεις των διαδίκων, του δικαστή ή και τρίτων προσώπων, οι κατατείνουσες στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σχετικά με την αλήθεια ή μη ορισμένου πραγματικού ισχυρισμού ή (κατ’ εξαίρεση) αναφορικά με την ύπαρξη ή μη ορισμένου κανόνα δικαίου. Στην έννοια της απόδειξης υπάγονται κάποιες φορές και τα ίδια τα μέσα της απόδειξης ή η επιτυχής έκβαση της αποδεικτικής διαδικασίας.

ΙΙ. Εξωτερικά στοιχεία της απόδειξης

Απόδειξη είναι η διαδικασία, με την οποία διευκρινίζονται ερωτήματα αφορώντα στην ελάσσονα, κατά κύριο λόγο, πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Δεν νοείται

Σελ. 8

διεξαγωγή απόδειξης άνευ ορισμένου, προς διαλεύκανση, θέματος. Θέμα ή αντικείμενο της απόδειξης αποτελούν παραδοσιακά οι υποθέσεις περί γεγονότων, ως γεγονότα δε νοούνται οι παρελθούσες ή ενεστώσες καταστάσεις, που αφορούν στον εξωτερικό ή εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Εφόσον τις υποθέσεις περί γεγονότων εισφέρουν οι ίδιοι οι διάδικοι υπό μορφή ισχυρισμών, μπορεί να ειπωθεί, ότι αντικείμενο της απόδειξης συνιστούν οι πραγματικοί αυτοί ισχυρισμοί. Αντικείμενο της απόδειξης αποτελεί όμως ενίοτε όχι πραγματικό, αλλά νομικό ερώτημα, η ύπαρξη δηλαδή και το περιεχόμενο ημεδαπού ή αλλοδαπού εθιμικού κανόνα ή η ύπαρξη και το περιεχόμενο αλλοδαπού, γραπτού, κανόνα δικαίου.

Η διαλεύκανση του αποδεικτέου ζητήματος συνεπάγεται την άντληση άγνωστων στο υποκείμενο της απόδειξης πληροφοριών, προϋποθέτει την πρόσβαση σε αντίστοιχους φορείς πληροφοριών και την αντίληψη του περιεχομένου τους. Οι πηγές πληροφοριών μπορεί να είναι έμψυχες (μάρτυρες) ή άψυχες (έγγραφα ή άλλα πράγματα), η δε αντίληψη του περιεχομένου τους είναι άμεση, πραγματοποιείται δηλαδή απευθείας από τον δικαστή, μπορεί όμως να είναι και έμμεση, ιδίως όταν ο δικαστής δεν διαθέτει τα κατάλληλα για την ίδια αντίληψη προσόντα. Οι διαθέσιμες στον δικαστή πηγές γνώσης και η αντίληψη από μέρους του των περιεχομένων σε αυτές πληροφοριών συνιστούν τα μέσα της απόδειξης. Ως αποδεικτικά μέσα ορίζει ο ΚΠολΔ (στο άρθρο 339 αυτού) την ομολογία, την αυτοψία, τα έγγραφα, την πραγματογνωμοσύνη, την εξέταση των διαδίκων, τη μαρτυρία, τις ένορκες βεβαιώσεις και τα δικαστικά τεκμήρια. Το σύστημα απόδειξης, το οποίο χαρακτηρίζει η πρόβλεψη συγκεκριμένης διαδικασίας σε συνδυασμό με τον αριθμητικό περιορισμό (numerus clausus) των αποδεικτικών μέσων, αποδίδεται με τον όρο αυστηρή απόδειξη. Κατ’ αντιδιαστολή, ελεύθερη είναι η απόδειξη, στην οποία δεν ισχύουν διαδικαστικές διατυπώσεις, αλλά ούτε και αριθμητικός περιορισμός των μέσων απόδειξης. Σύμφωνα με το άρθρο 347 ΚΠολΔ, όπου επιτρέπεται πιθανολόγηση, ισχύει ελεύθερη απόδειξη, οπότε ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 339 ΚΠολΔ κατάλογο

Σελ. 9

των αποδεικτικών μέσων και δεν έχει την υποχρέωση να εφαρμόσει τις διατάξεις, που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία ή τη δύναμη των μέσων απόδειξης.

Συνοψίζοντας, τα στοιχεία, τα οποία προσδίδουν υπόσταση στη διαδικασία της απόδειξης, είναι το προς εξέταση θέμα και το συνδεδεμένο ή τα συνδεδεμένα με αυτό αποδεικτικά μέσα.

ΙΙΙ. Εσωτερικά στοιχεία της απόδειξης

Βάσει της λειτουργίας και των εξωτερικών της γνωρισμάτων, η απόδειξη είναι διαδικασία συνιστάμενη στην αντίληψη φορέων πληροφοριών προς αποσαφήνιση ορισμένου, αμφισβητούμενου και ουσιώδους για την έκβαση της δίκης θέματος. Την απόδειξη χαρακτηρίζουν επίσης στοιχεία, τα οποία, δεν συνθέτουν την εξωτερική της μορφή, αλλά την αναδεικνύουν ως νοητική διεργασία και ειδικότερα, η εκτίμηση της απόδειξης, το μέτρο της απόδειξης και το βάρος απόδειξης.

1. Η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού

Η καθαυτή νοητική διεργασία της απόδειξης συνίσταται στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από τον δικαστή, ήτοι στην επεξεργασία πηγών γνώσης και στην αξιολόγησή τους προς εξαγωγή πορίσματος επί του τιθέμενου προς αποσαφήνιση θέματος. Εφόσον η απονομή δικαιοσύνης είναι έργο του δικαστή και η απόδειξη το μέσο κατάστρωσης του δικανικού συλλογισμού, αρμόδιος για την εν τέλει εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού οφείλει να είναι ο δικαστής. Απομένει να προσδιοριστεί, αν αυτή την εκτίμηση θα χαρακτηρίζει το υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικής πεποίθησης του δικαστή ή αν στο προσκήνιο θα βρίσκονται αντικειμενικά, δεσμευτικά για τον δικαστή, στοιχεία. Ο ισχύων ΚΠολΔ απέχει καταρχήν από το σύστημα των νομικών αποδείξεων, ώστε γνωρίζει κατ’ εξαίρεση μόνον αποδεικτικούς κανόνες (κανόνες προδιαγράφοντες την αποδεικτική αξία των μέσων απόδειξης, βλ. ΚΠολΔ 352 Ι, 438 εδ. α’) και εισάγει τον κανόνα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (ΚΠολΔ 340 ΙΙ 1). Ο δικαστής κρίνει καταρχήν ελεύθερα τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα ως

Σελ. 10

προς την αξία τους και αποφασίζει επίσης ελεύθερα για την αλήθεια των υπό εξέταση πραγματικών ισχυρισμών. Παραμένει ωστόσο, δέσμιος των διδαγμάτων της κοινής πείρας και κατ’ επέκταση, των νόμων της φύσης και των κανόνων της λογικής (βλ. ΚΠολΔ 336 ΙV, 559 αρ. 1 εδ. β’).

2. Το μέτρο της απόδειξης

Με την εκτίμηση της απόδειξης δεν πρέπει να συγχέεται το μέτρο της απόδειξης. Κατά την εκτίμηση της απόδειξης, εξετάζεται αν επετεύχθη ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης, ενώ το μέτρο απόδειξης απαντάει στην ερώτηση, πότε μπορεί να επιτευχθεί ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης. Το μέτρο της απόδειξης υποδηλώνει τον ικανό, αλλά και αναγκαίο βαθμό πεποίθησης, τον οποίον οφείλει να αποκτήσει ο δικαστής, προκειμένου ο αμφισβητούμενος πραγματικός ισχυρισμός να αποτελέσει βάση της δικαστικής απόφασης. Ο καθορισμός του απαιτούμενου βαθμού πεποίθησης αποτελεί νευραλγικό σημείο του δικονομικού δικαίου, καθώς από αυτόν εξαρτάται αν θα απαγγελθεί εν τέλει ή όχι από το δικαστήριο η έννομη συνέπεια του εφαρμοστέου κανόνα. Το μέτρο απόδειξης διαδραματίζει ουσιαστικά ρόλο δευτερεύουσας κατανομής εννόμων συνεπειών και αξιώνει εμφατικά την ασφάλεια δικαίου, νοούμενη τόσο ως προβλεψιμότητα του απαιτούμενου βαθμού πεποίθησης, όσο και ως ομοιόμορφη εφαρμογή του. Ως εκ τούτου, το μέτρο απόδειξης δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικάζοντος, αλλά οφείλει να ρυθμίζεται κανονιστικά: γενικά και αφηρημένα εκ των προτέρων. Το μέτρο απόδειξης συνιστά, κατά συνέπεια, νομικό ζήτημα και όχι, εν αντιθέσει με την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση περί τα πράγματα.

Σελ. 11

Ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης, δογματικό θεμέλιο για τον προσδιορισμό του κατά κανόνα ισχύοντος μέτρου απόδειξης αποτελεί το άρθρο 340 ΙΙ 1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο δικαστής αποφασίζει ελεύθερα αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Συνεπώς, ο προσδιορισμός του μέτρου απόδειξης εξαρτάται από τον ορισμό της έννοιας αληθινός, όπως αυτή εμπεριέχεται στο άρθρο 340 ΙΙ 1 ΚΠολΔ. Αληθινός είναι άνευ ετέρου ο ισχυρισμός εκείνος, ο οποίος πέραν πάσης, έστω και μικρής, αμφιβολίας ανταποκρίνεται, στην πραγματικότητα. Καθώς όμως ο δικαστής είναι τρίτο σε σχέση με τη φερόμενη ενώπιόν του υπόθεση πρόσωπο και αντιλαμβάνεται τα πραγματικά περιστατικά το πρώτον διά της απόδειξης, η απαίτηση να πειστεί για το αναμφίβολο του ισχυρισμού είναι μη ρεαλιστική, αλλά επίσης δικαιοπολιτικά μη προτιμητέα. Η κτήση από τον δικαστή τέτοιου βαθμού βεβαιότητας δεν είναι συχνά εφικτή και μπορεί να δυσχεραίνει υπερβολικά τον αιτούμενο την έννομη προστασία στην ικανοποίηση των συμφερόντων του. Από την άλλη όμως μεριά, ούτε ο απλώς πιθανός ισχυρισμός, εκείνος δηλαδή υπέρ του οποίου συντρέχουν περισσότερες ενδείξεις απ’ ό,τι κατά, μπορεί να θεωρηθεί, ότι αποδίδει την έννοια αληθινός. Λαμβανομένης υπόψη της εγγενούς δυσκολίας της δίκης να οδηγήσει στην κτήση γνώσης πλήρους βεβαιότητας αφενός και της δικαιοπολιτικής αστοχίας, στην οποία θα οδηγούσε μία τέτοια επιλογή, ως αληθινός κατ’ άρθρο 340 ΙΙ 1 ΚΠολΔ πρέπει να νοηθεί (τουλάχιστον) ο ισχυρισμός, για την αλήθεια του οποίου δεν υφίστανται ορατές αμφιβολίες, χωρίς να αποκλείεται ωστόσο και κάθε απόμακρο ενδεχόμενο περί του αντιθέτου.

3. Το βάρος της απόδειξης

α. Η έννοια του δικονομικού βάρους

Οι έννοιες βάρος και υποχρέωση, ως μορφές εξαναγκασμού ορισμένης συμπεριφοράς, απαντούν τόσο στο ουσιαστικό, όσο και στο δικονομικό αστικό δίκαιο. Το στοιχείο, το οποίο διαχωρίζει τις δύο έννοιες και ορίζει το περιεχόμενό τους, είναι η (ηθική)

Σελ. 12

απαξία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Στην περίπτωση της υποχρέωσης, η μη επίδειξη της αναμενόμενης συμπεριφοράς αξιολογείται αρνητικά, η δε αρνητική αξιολόγηση έγκειται στο γεγονός, ότι η σχετική επιταγή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ή στη διασφάλιση συμφερόντων τρίτων, κατά κύριο λόγο, και όχι του ίδιου δέκτη της επιταγής (υπόχρεου). Στην περίπτωση του βάρους αντίθετα, με την επίδειξη της αναμενόμενης συμπεριφοράς ο βεβαρημένος διαφυλάττει πρωτίστως ίδιο συμφέρον. Οι αρνητικές επιπτώσεις, που συνοδεύουν την απόκλιση από τη συνιστώμενη συμπεριφορά, δεν αποτελούν προϊόν ηθικής απαξίας, αλλά προσιδιάζουν σε ή συνιστούν κατανομή κινδύνου. Ο φέρων το βάρος οφείλει να δράσει όχι για να αποτρέψει τη βλάβη αλλότριων συμφερόντων ή για να ικανοποιήσει αλλότριο δικαίωμα, αλλά προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο της απώλειας ή τον περιορισμό δικών του δικαιωμάτων.

Η παρουσία απαξίας σημαίνει ότι ο αποδέκτης του κανόνα δεν είναι ελεύθερος να επιλέξει πώς θα συμπεριφερθεί, αλλά υποχρεούται να ακολουθήσει τη νομική επιταγή, ώστε επί (υπαίτιας καταρχήν) απόκλισης από αυτήν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά. Η απουσία αξιολογικής κρίσης αντίθετα, καθιστά τον αποδέκτη του κανόνα ελεύθερο να καθορίσει τη δράση του. Η μη επίδειξη της αναμενόμενης συμπεριφοράς δεν συνιστά παράνομη πράξη εκ μέρους του αποδέκτη της παραίνεσης, οδηγεί ωστόσο στην πραγμάτωση ορισμένου κινδύνου, που αποβαίνει βάσει νομικής κατανομής σε βάρος του και δεν εξετάζεται κατά συνέπεια η ύπαρξη ευθύνης αυτού, ήτοι η δυνατότητά του να προβεί στη συνιστώμενη συμπεριφορά. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα δικονομικής υποχρέωσης συνιστά το καθήκον αληθείας κατ’ άρθρο 116 Ι ΚΠολΔ, ενώ χαρακτηριστική έκφραση δικονομικού βάρους συνιστούν τα υποκειμενικά βάρη αποδείξεως και επικλήσεως. Παραδείγματα υποχρέωσης και βάρους κατά το ουσιαστικό δίκαιο συνιστούν αντίστοιχα, αφενός, η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει και να παραδώσει το πράγμα χωρίς νομικά και πραγματικά ελαττώματα (ΑΚ 514 επ., 534 επ.) και αφετέρου, η πρόβλεψη του ΑΚ 300 εδ. β’ περί αποτροπής της επέλευσης ή επιδείνωσης της ζημίας ιδίων αγαθών.

 

Σελ. 13

β. Το πρόβλημα του non liquet

αα. Η εφαρμογή των κανόνων δικαίου διεξάγεται με τη μορφή συλλογισμού, του καλούμενου δικανικού συλλογισμού. Ο συλλογισμός συνιστά τη νοητική, λογική, διεργασία της συναγωγής τρίτης πρότασης από δύο άλλες προτάσεις, τις οποίες συνδέει μία κοινή μεταξύ τους έννοια. Στην πιο απλή του μορφή αποτελείται από δύο προκείμενες προτάσεις, την πρώτη ή μείζονα πρόταση αφενός και τη δεύτερη ή ελάσσονα πρόταση αφετέρου, καθώς και από μία τρίτη, συμπερασματική, πρόταση. Κάθε πρόταση του συλλογισμού, τόσο οι προκείμενες προτάσεις όσο και το συμπέρασμα, περιέχει δύο κεντρικές έννοιες, ένα υποκείμενο συνδεόμενο με ένα κατηγόρημα. Στις προκείμενες προτάσεις, η μία έννοια είναι κοινή και αποτελεί τον παρονομαστή σύγκρισής τους, το δε εννοιολογικό περιεχόμενο της μείζονος πρότασης είναι ευρύτερο εκείνου της ελάσσονος. Σκοπός της σύγκρισης των δύο προκείμενων προτάσεων, η οποία καλείται υπαγωγή, είναι η σύνδεση των μη κοινών εννοιών τους. Η διεργασία της υπαγωγής βασίζεται στην παραδοχή dictum de omni et nullo: «ό,τι ισχύει γενικά, θα ισχύει και για την ειδική περίπτωση, αντίστοιχα, ό,τι δεν ισχύει γενικά, δεν θα ισχύει ούτε για την ειδική περίπτωση». Το αποτέλεσμα της υπαγωγής αντανακλά η τρίτη ή συμπερασματική πρόταση του συλλογισμού, το περιεχόμενο της οποίας απαρτίζουν οι δύο μη κοινές στις προκείμενες προτάσεις έννοιες.

α’ προκείμενη: Όλοι οι δικηγόροι είναι εργατικοί.

β’ προκείμενη: Ο Γιώργος είναι δικηγόρος.

συμπέρασμα: Ο Γιώργος είναι εργατικός.

Ο δικανικός συλλογισμός συνιστά ιδιαίτερη μορφή συλλογισμού. Οι προτάσεις του δεν περιέχουν τρεις μόνο κεντρικές έννοιες, την κοινή έννοια και τις δύο συγκρινόμενες. Ο εφαρμοστέος κανόνας ή το πλέγμα των εφαρμοστέων κανόνων, που αποτελούν τη μείζονα πρόταση και το κρινόμενο βιοτικό γεγονός, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση, περιλαμβάνουν περισσότερες από δύο (κεντρικές) έννοιες εκάστη.

α’ προκείμενη: Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει (ΑΚ 914).

β’ προκείμενη: Ο Α κατέστρεψε επίτηδες το ρολόι του Β.

συμπέρασμα: Ο Α είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον Β.

Σελ. 14

Εξ αυτής της αιτίας, ο δικανικός συλλογισμός διεκπεραιώνεται με βοηθητικούς συλλογισμούς, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η υπαγωγή κάθε έννοιας της ελάσσονος πρότασης στην αντίστοιχη, ευρύτερη νοηματικά, έννοια της μείζονος. Ο παρατιθέμενος ως παράδειγμα δικανικός συλλογισμός απαρτίζεται ουσιαστικά από τους εξής, απλοποιημένους, βοηθητικούς συλλογισμούς:

Ζημία συνιστά η καταστροφή ξένου πράγματος.

Ο Α κατέστρεψε κινητό πράγμα που ανήκε στον Β (το ρολόι του).

Ο Α ζημίωσε τον Β.

Παράνομη είναι η αδικαιολόγητη καταστροφή ξένου πράγματος.

Ο Α δεν είχε νόμιμο λόγο να καταστρέψει το ρολόι του Β.

Ο Α κατέστρεψε παράνομα το ρολόι του Β.

Υπαιτιότητα υφίσταται, όταν υπάρχει πρόθεση.

Ο Α είχε πρόθεση να καταστρέψει το ρολόι του Β.

Ο Α κατέστρεψε υπαίτια το ρολόι του Β.

Προϋπόθεση, για να διεκπεραιωθεί η υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, είναι η διαπίστωση του περιεχομένου της ελάσσονος πρότασης, ώστε να είναι δυνατή η εξαγωγή του συμπεράσματος, αν το κρινόμενο βιοτικό γεγονός συνιστά ή όχι ειδική περίπτωση της μείζονος πρότασης. Αν στο παράδειγμά μας δεν μπορεί να διαπιστωθεί λ.χ. ότι ο Α όντως κατέστρεψε ή ότι δεν κατέστρεψε το ρολόι του Β, τότε η ελάσσων πρόταση διαμορφώνεται: «δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Α κατέστρεψε το ρολόι του Β». Καθίσταται συνεπώς αδύνατη η διεξαγωγή του ως άνω α’ βοηθητικού συλλογισμού, καθώς από τις προκείμενες προτάσεις του απουσιάζει η κοινή συνδετική έννοια, η οποία επιτρέπει τη σύγκρισή τους. Η κοινή συνδετική έννοια στον α’ βοηθητικό συλλογισμό είναι η έννοια καταστροφή/καταστρέφω. Αν δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο Α κατέστρεψε το ρολόι του Β ή ότι δεν το κατέστρεψε, η καταστροφή (ή η μη καταστροφή) δεν καθίσταται στοιχείο της β’ προκείμενης πρότασης. Η αδυναμία διαπίστωσης του βιοτικού γεγονότος αποδίδεται με τον λατινικό όρο non liquet, ο οποίος μεταφράζεται ως δεν είναι ξεκάθαρο ή είναι αναπόδεικτο.

ββ. Το φαινόμενο του non liquet απαντά μόνο στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αφορά δηλαδή μόνο στα πραγματικά περιστατικά. Τούτο, διότι,

Σελ. 15

συνεπεία της θέσης της δικαστικής λειτουργίας στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, μόνος αρμόδιος και υπεύθυνος για τον σχηματισμό της μείζονος πρότασης είναι ο δικαστής (iura novit curia). Ο τελευταίος, αφενός, οφείλει να γνωρίζει το ισχύον δίκαιο και να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες δυνατές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αφετέρου, δύναται να θέσει ως νομική βάση της απόφασής του, μόνον ό,τι (διαπιστώνει ότι) ισχύει ως δίκαιο. Αν συνεπώς αμφιβάλλει ως προς την υπόσταση ενός εθιμικού δικαιικού κανόνα, δεν τον λαμβάνει υπόψη κατά τον σχηματισμό της πρώτης προκείμενης του συλλογισμού του.

γ. Η κατανομή του βάρους απόδειξης ως λύση

Η αδυναμία της κατάφασης ή της άρνησης ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών καθιστά αδύνατη την εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, ο δικαστής μπορούσε επί non liquet να απέχει από την έκδοση απόφασης (sibi non liquere). Η δυνατότητα όμως αυτή εξομοιώνεται με αρνησιδικία, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη σύγχρονη αντίληψη περί κράτους δικαίου. Αντίθετα, καθένας έχει αξίωση για παροχή αποτελεσματικής προστασίας, στοιχείο της οποίας αποτελεί η διάγνωση του βιοτικού γεγονότος και η έκδοση δικαστικής απόφασης. Οι τρόποι υπέρβασης του λογικού αδιεξόδου, στο οποίο οδηγεί η ατελέσφορη διεξαγωγή αποδείξεων, είναι περισσότεροι:

αα. Δυνατή είναι η διαμόρφωση της αποδεικτικής διαδικασίας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το πέρας της να οδηγεί πάντοτε σε κατάφαση ή άρνηση του προς απόδειξη θέματος: Προ του 1933, ο γερμανικός ΚΠολΔ (ZPO) γνώριζε τον επακτό (zugeschobener) και τον επιβαλλόμενο από το δικαστήριο, δικαστικό, όρκο (richterlicher Eid). Ο φέρων το βάρος απόδειξης διάδικος μπορούσε να υποχρεώσει σε όρκο τον αντίδικό του, ο οποίος διατηρούσε τη δυνατότητα να του τον επιστρέψει, ενώ ο όρκος ή η άρνησή του είχε δεσμευτικό για τον δικαστή αποδεικτικό αποτέλεσμα. Το δικαστήριο μπορούσε ακόμη να επιβάλει αυτεπάγγελτα τον όρκο, είτε στον βεβαρημένο διάδικο είτε στον αντίδικό του, εφόσον δεν είχε πειστεί πλήρως για την αλήθεια του προς απόδειξη γεγονότος. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν μέχρι τον Ν 2915/2001 (άρθρο 14

Σελ. 16

Ι) στον ΚΠολΔ, στα άρθρα 421 επ. Ο φέρων το βάρος απόδειξης διάδικος, μπορούσε σε κάθε στάση της δίκης να επαγάγει όρκο στον αντίδικό του, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να τον αντεπάξει (ΚΠολΔ 421 Ι, 424 Ι). Τον επακτό όρκο επέβαλε το ίδιο δικαστήριο, μόνο αν δεν υπήρχαν άλλες επαρκείς αποδείξεις (ΚΠολΔ 421 ΙΙΙ). Ο δοθείς όρκος αποτελούσε πλήρη απόδειξη αποκλειόμενης της ανταπόδειξης (ΚΠολΔ 430 Ι). Η μη δόση του όρκου όμως δεν ανέπτυσσε δεσμευτικό αποτέλεσμα, αλλά μπορούσε να αποβεί σε βάρος του μη δίδοντος τον όρκο διαδίκου (ΚΠολΔ 430 ΙΙ).

ββ. Άλλη λύση αποτελεί η μέση οδός της εν μέρει απόρριψης ή αντίστοιχα, της εν μέρει επιδίκασης: το επίδικο αντικείμενο θα επιμεριστεί στους διαδίκους κατά τον λόγο της αποδειξιμότητας των ισχυρισμών τους ή κατά τη δίκαιη κρίση του δικαστή.

γγ. Πολυπλοκότερη είναι η λύση, η εκκινούσα από τη θεωρητική κατασκευή των δικανικών κανόνων. Από δικονομικής σκοπιάς, οι κανόνες δικαίου μπορούν να διαχωριστούν σε κανόνες συμπεριφοράς και σε δικανικούς κανόνες. Η πρώτη κατηγορία κανόνων εξαρτά την επέλευση έννομων συνεπειών από την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς και περιλαμβάνει κανόνες τόσο ουσιαστικού, όσο και δικονομικού δικαίου. Οι δικανικοί κανόνες αντίθετα, δεν υποδεικνύουν την τήρηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς, απευθύνονται στον δικαστή και προσδιορίζουν το περιεχόμενο της απόφασής του. Ο διαχωρισμός δεν είναι απαραίτητα απόλυτος. Κανόνας, ο οποίος προδιαγράφει συμπεριφορά των υποκειμένων, όπως το άρθρο 455 ΑΚ, συνιστά δευτερευόντως και δικανικό κανόνα. Κατ’ άρθρο 455 ΑΚ η μεταβίβαση απαίτησης προϋποθέτει συμφωνία ανάμεσα στον δανειστή της απαίτησης (εκχωρητή) και στο πρόσωπο, το οποίο τώρα αποκτά την απαίτηση και καθίσταται πλέον δανειστής (εκδοχέας). Ο δικαστής από την άλλη μεριά, οφείλει να επιδικάσει την απαίτηση στον εκδοχέα, εφόσον έχει λάβει χώρα η εκχώρηση και να απορρίψει την αγωγή, αν διαπιστωθεί, ότι η εκχώρηση δεν έλαβε χώρα, οφείλει δηλαδή να εκδώσει απόφαση με περιεχόμενο ανάλογο της διάταξης του ΑΚ 455. Υφίστανται ωστόσο και κανόνες, οι οποίοι προορίζονται να διαμορφώσουν μόνον (ή πρωτίστως) το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης δίχως να αποσκοπούν σε τήρηση συμπεριφοράς. Τέτοιο παράδειγμα συνιστούν οι περί δεδικασμένου διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες έχουν αποδέκτη μόνον τον δικαστή και του υποδεικνύουν αποκλειστικά το περιεχόμενο της απόφασής του. Αν αυτός διαπιστώσει ότι η αυτή, επίδικη, έννομη σχέση έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα, οφείλει να απορρίψει την αγωγή. Οι αμιγώς δικανικοί κανόνες δεν είναι απαραίτητο ότι θα συνιστούν δικονομικούς κανόνες, ότι θα ρυθμίζουν δηλαδή πρωτίστως την έννομη σχέση της δίκης. Είναι δυνατόν να αναπτύσσουν

Σελ. 17

την ενέργειά τους πρωτίστως στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, ρυθμίζοντας ειδικά ζητήματα σχετικά με την πραγμάτωση έννομων σχέσεων ουσιαστικής φύσης.

Η αναφορά (πρωτίστως) σε ορισμένη συμπεριφορά των υποκειμένων του δικαίου από τη μία και ο αποκλειστικός καθορισμός του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης από την άλλη, δεν αποτελούν τη μοναδική διαφορά ανάμεσα στους κανόνες συμπεριφοράς και τους αμιγώς δικανικούς κανόνες. Εφόσον ορισμένη έννομη συνέπεια συνδέεται με ορισμένο γεγονός, με την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς, η κατάφαση της έννομης συνέπειας είναι δυνατή μόνον αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά αυτή έλαβε χώρα, ενώ αντίστοιχα, η άρνησή της προϋποθέτει τη διαπίστωση ότι δεν συνέβη το απαιτούμενο βιοτικό γεγονός. Ο κανόνας συμπεριφοράς γνωρίζει τις εκδοχές, «το πραγματικό πληρούται» ή «το πραγματικό δεν πληρούται» και όχι την εκδοχή, «δεν είναι ξεκάθαρο, αν το πραγματικό πληρούται ή όχι». Αυτό γιατί το γεγονός, από το οποίο εξαρτά την έννομη συνέπεια, είτε συνέβη είτε δεν συνέβη. Ο δικανικός κανόνας αντίθετα, ορίζοντας πώς θα πρέπει να αποφασίσει ο δικαστής, εφόσον διαπιστώσει την πλήρωση των προϋποθέσεών του, δεν εξαρτά επέλευση της έννομης συνέπειας, από το αν πληρώθηκε το πραγματικό του, αλλά από το αν διαπιστώθηκε η πλήρωσή του. Δεν έχει επομένως τη μορφή «εάν α+β, τότε γ», αλλά «εάν αποδειχθεί ότι α+β, τότε γ». Εξαρτά δηλαδή την επέλευση της έννομης συνέπειας, όχι από την πλήρωση των τιθέμενων προϋποθέσεων, αλλά από την αποδειξιμότητα της πλήρωσής τους. Ο αμιγώς δικανικός κανόνας αναγνωρίζει κατ’ επέκταση, στο πραγματικό του μέρος, και την εκδοχή του non liquet.

Θεωρώντας, για τις ανάγκες της δικαστικής διάγνωσης, τον κανόνα που συνθέτει τη μείζονα πρόταση ως αμιγώς δικανικό, παρακάμπτεται το πρόβλημα του non liquet ή για την ακρίβεια δεν ανακύπτει καν. Στην περίπτωση αυτή, το ΑΚ 914 θα γινόταν αντιληπτό ως: «Εάν διαπιστωθεί ότι κάποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Η προκείμενη λύση δεν είναι ωστόσο προκριτέα, καθώς νοθεύει τον χαρακτήρα των κανόνων δικαίου. Εφόσον ο εφαρμοστέος κανόνας αποσκοπεί πρωτίστως στην υπόδειξη ορισμένης συμπεριφοράς, η θεώρησή του στο πλαίσιο της δίκης αποκλειστικά ως υπόδειξης προς τον δικαστή αναφορικά

Σελ. 18

με το περιεχόμενο της απόφασής του είναι αυθαίρετη και ασυμβίβαστη με τον ίδιο τον εφαρμοστέο κανόνα.

δδ. Την τέταρτη (και πιο διαδεδομένη παγκοσμίως) εναλλακτική, την οποία ακολουθεί και η ελληνική έννομη τάξη, συνιστά η υπέρβαση του non liquet μέσω βοηθητικού κανόνα δικαίου. Το πρόβλημα, που δημιουργεί το φαινόμενο του non liquet, έγκειται στην αδυναμία διεκπεραίωσης του δικανικού συλλογισμού και συνεπώς, στη λογική αδυναμία έκδοσης δικαστικής απόφασης. Ελλείψει καταφατικής ή αποφατικής ελάσσονος πρότασης, δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της στη μείζονα πρόταση. Για να καταστεί δυνατή η υπέρβαση της δυσκολίας αυτής, ο βοηθητικός κανόνας θα λάβει τη μορφή: «εάν τα πραγματικά περιστατικά μείνουν αναπόδεικτα, τότε πληρούται/δεν πληρούται το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα». Το πραγματικό του βοηθητικού κανόνα συνιστάται επομένως στην ύπαρξη non liquet, ενώ η έννομη συνέπειά του στο δικαιικό πλάσμα της πλήρωσης ή μη των προϋποθέσεων, που τάσσει ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. Πρόκειται για κανόνα κατανομής του κινδύνου του non liquet, κίνδυνος ο οποίος αποδίδεται με τον όρο αντικειμενικό βάρος απόδειξης ή απλώς, βάρος απόδειξης. Στην πραγματικότητα, το βάρος απόδειξης δεν αποτελεί κατά κυριολεξία δικονομικό βάρος, αφού δεν απευθύνεται στα διάδικα μέρη παροτρύνοντάς τα σε τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς. Η δικαστική απόφαση, που εκδίδεται επί τη βάσει της κατανομής του βάρους απόδειξης, στηρίζεται σε πλασματική μόνο διάγνωση. Μία τέτοια απόφαση οφείλει να συνιστά ultima ratio, καθώς προϋποθέτει καταρχάς την ατελέσφορη εξάντληση των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων, αλλά κυρίως απαγγέλλει ή αντίστοιχα, αρνείται έννομες συνέπειες κατόπιν πλασματικής και όχι πραγματικής πλήρωσης ή μη πλήρωσης των τασσόμενων από τον κανόνα δικαίου προϋποθέσεων, ώστε ικανοποιεί λιγότερο τους σκοπούς της πραγμάτωσης του δικαίου και της δικαιικής ειρήνης.

Σελ. 19

Όσον αφορά στην αστική δίκη, η ρύθμιση του βάρους αποδείξεως εντοπίζεται στο άρθρο 338 Ι ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα γεγονότα, που είναι απαραίτητα, για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Ακριβέστερα, εάν δεν αποδεικνύονται τα αναγκαία για την πλήρωση των προϋποθέσεων του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου γεγονότα, ούτε όμως και εκείνα, που υποδεικνύουν τη μη πλήρωσή τους, ο δικαστής λογίζει βάσει πλάσματος δικαίου, ότι δεν πληρούται το πραγματικό του κανόνα αυτού, και (εμμέσως) ότι δεν έλαβαν χώρα τα απαιτούμενα από τον κανόνα πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, κάθε διάδικος βαρύνεται με την απόδειξη της πλήρωσης εκείνων των προϋποθέσεων που θεμελιώνουν το προβαλλόμενο από αυτόν δικαίωμα ή την ένστασή του. Αποκλίσεις από τον κανόνα του άρθρου 338 Ι ΚΠολΔ εισάγονται συνήθως με τη μορφή των νόμιμων μαχητών τεκμηρίων, δυνάμει των οποίων το ευνοϊκό για τον διάδικο πραγματικό λογίζεται αληθές, εκτός και αν ο αντίδικος προσφέρει πλήρη απόδειξη υπέρ του αντιθέτου (ΚΠολΔ 338 ΙΙ).

Οι κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως απευθύνονται στον δικαστή. Υποδεικνύουν σε αυτόν πώς θα αποφασίσει, αν δεν κατορθώσει να σχηματίσει δικανική πεποίθηση. Δεν αποτελούν κανόνες συμπεριφοράς των υποκειμένων δικαίου, αλλά δικανικούς κανόνες, οι οποίοι βασίζονται σε ένα νομικό πλάσμα: την αδυναμία της θετικής ή της αρνητικής διαπίστωσης εξισώνει ενσυνείδητα ο νομοθέτης με αρνητική διαπίστωση. Η φύση του κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως ως αμιγούς δικανικού και η λειτουργία του (υπέρβαση του non liquet) φαίνεται να προδικάζει τον δικονομικό του χαρακτήρα. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι όμως νομοτελειακό. Ναι μεν οι κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως γίνονται κυρίως αισθητοί κατά τη δίκη και συνιστούν δικανικούς κανόνες, υποδεικνύουν όμως, αν θα επέλθει η έννομη συνέπεια του εφαρμοστέου κανόνα και ως εκ τούτου, συνιστούν μία δευτερεύουσα μορφή κατανομής έννομων συνεπειών. Ο κανόνας δευτερεύουσας κατανομής θα πρέπει να λογίζεται ότι ρυθμίζει την ίδια ύλη με αυτή, την οποία ρυθμίζει ο εφαρμοστέος κανόνας πρωτεύουσας κατανομής έννομων συνεπειών. Αν συνεπώς ο κανόνας, στον οποίο αναφέρεται το non liquet, είναι κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ουσιαστικού

Σελ. 20

δικαίου θα είναι και ο κανόνας κατανομής του βάρους αποδείξεως. Θα ήταν παράδοξο την επέλευση της αυτής έννομης συνέπειας να ρυθμίζει τόσο δικονομικός, όσο και ουσιαστικός κανόνας δικαίου, καθώς ποια στοιχεία του πραγματικού του κανόνα είναι θεμελιωτικά και ποια καταργητικά, κωλυτικά ή ανασταλτικά προκύπτει εν τέλει από τον ίδιο τον κανόνα, που καλείται να εφαρμοστεί. Κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη ωστόσο, ο κατανέμων το βάρος αποδείξεως κανόνας είναι δικονομικής φύσης, θέση την οποία ενισχύει και ο ίδιος ο ΚΠολΔ με την εισαγωγή του άρθρου 338 Ι και την αντιπαραβολή των αριθμών 1 και 13 του άρθρου 559.

δ. Η αντήχηση του βάρους αποδείξεως

Η κατανομή του βάρους αποδείξεως ανάμεσα στα διάδικα μέρη ασκεί εντονότατη επιρροή όχι μόνο από την έναρξη της εκκρεμοδικίας, αλλά ήδη σε προγενέστερο στάδιο. Ο φέρων τo βάρος απόδειξης διάδικος προνοεί για την εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων απόδειξης, πριν ακόμη εκδηλωθεί η ανάγκη του να απευθυνθεί στο δικαστήριο. Στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης και χάριν ευνοϊκής δικαστικής διάγνωσης, κάθε διάδικος κατονομάζει και προσκομίζει κάθε διαθέσιμο μέσο απόδειξης, προκειμένου να αποδείξει την πλήρωση των ευνοϊκών για αυτόν κανόνων ή να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Ο εξαναγκασμός των διαδίκων να εισφέρουν υλικό χάριν απόδειξης ή ανταπόδειξης καλείται υποκειμενικό βάρος αποδείξεως

Back to Top