Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 10.8€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 24,80 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18643
Καραγιάννης Β.
Ταγαράς Χ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-960-654-758-4
Η μονογραφία «Η Δεσμευτικότητα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ» επικεντρώνεται, μέσα από την παράθεση σημαντικής νομολογίας του ΔΕΕ, στην εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο οι διατάξεις του Χάρτη δεσμεύουν τα κράτη μέλη και τους ιδιώτες. Από τη μια πλευρά, στο βιβλίο ερευνάται ποια είναι η ακριβής διάσταση της δέσμευσης των κρατών μελών από τον Χάρτη και ειδικότερα η προϋπόθεση που τίθεται για δέσμευση των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, εξετάζονται οι προϋποθέσεις επίκλησης του Χάρτη σε αμιγώς ιδιωτικές διαφορές (οριζόντιο αποτέλεσμα/τριτενέργεια). Το βιβλίο αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στο δίκαιο της ΕΕ και ένα απαραίτητο εργαλείο για κάθε δικαστή, δικηγόρο και νομικό που ασχολείται με το ενωσιακό δίκαιο και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

XIII

Πρόλογος VII

Ευχαριστίες του Συγγραφέα XI

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Εισαγωγή - Η ενωσιακή δικαιοταξία ως χώρος υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

1. Προλεγόμενα – η Ευρωπαϊκή Ένωση ως «κοινότητα δικαίου» 1

2. Η προβληματική της προσχώρησης της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) 8

2.1 Γενικά 8

2.2 Η γνώμη 2/94 του ΔΕΚ 9

2.3 Η γνώμη 2/13 του ΔΕΕ 10

2.4 Κριτική - Προοπτικές 12

3. Οι μηχανισμοί ελέγχου του άρθρου 7 της ΣΕΕ 17

3.1 Πεδίο εφαρμογής 17

3.1.1 Γενικά 17

3.1.2 Οι προβλεπόμενοι μηχανισμοί – προϋποθέσεις 18

3.1.2.1 Η προϋπόθεση της σοβαρής παράβασης 18

3.1.2.2 Η προϋπόθεση του σαφούς κινδύνου 20

3.1.2.3 Η προϋπόθεση της διαρκούς παραβάσεως 21

3.1.2.4 Διαδικαστικές προϋποθέσεις – Η θέση των θιγόμενων ιδιωτών 21

3.2 Έννομες συνέπειες 22

3.2.1 Οι προβλέψεις του άρθρου 7 ΣΕΕ 22

3.2.2 Η βραδύτητα του άρθρου 7 ΣΕΕ – Οι εισφορές και οι δισταγμοί
του ΔΕΕ 23

4. Αναπληρώσεις συνταγματοποίησης της ενωσιακής
έννομης τάξης 27

4.1 Η αναπλήρωση μέσω των γενικών αρχών 27

4.1.1 Το εύρος των γενικών αρχών και η μέθοδος προσδιορισμού τους 27

4.1.1.1 Η (χωλή) ενσωμάτωση του κεκτημένου της ΕΣΔΑ 28

i. Η ΕΣΔΑ ως πηγή του ενωσιακού δικαίου 28

XIV

ii. Ουσιαστική σύγκλιση, απόκλιση ή ισοδύναμη προστασία; 31

4.1.1.2 Οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις 38

4.1.2 Οι γενικές αρχές από πηγή έμπνευσης, πηγή θετικού
«συνταγματικού» ελέγχου. 40

4.2 Η αναπλήρωση μέσω του Χάρτη 41

4.2.1 Πορεία υιοθέτησης του Χάρτη 41

4.2.2 Το γενικό πεδίο εφαρμογής του Χάρτη – η δεσμευτικότητα
έναντι της Ένωσης 43

4.2.2.1 Συμμόρφωση δεσμευτικών πράξεων 44

4.2.2.2 Συμμόρφωση μη δεσμευτικών πράξεων 45

4.2.2.3 Συμμόρφωση πράξεων άτυπων οργάνων 46

i. Η αρχική θέση του Γενικού Δικαστηρίου 46

ii. Οι εισφορές των μεταγενέστερων αποφάσεων 47

iii. Κριτική αποτίμηση 53

4.2.3 Η πέραν των ενωσιακών οργάνων εφαρμογή του Χάρτη –
πρώτες σκέψεις 55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Η εφαρμογή του Χάρτη στα κράτη μέλη

1. Γενικά 57

2. Η έννοια του «κράτους μέλους» - δεσμευόμενες οντότητες 58

2.1 Γενική προσέγγιση 58

2.2 Το εν στενή εννοία κράτος 58

2.2.1 Αυτονόητη η υπαγωγή του εν στενή εννοία κράτους 58

2.2.2 Όργανο εθνικό σε αντιδιαστολή με τα ενωσιακά όργανα 58

2.3 Το κράτος υπό ευρεία προσέγγιση – κάθε μορφή άσκησης
εξουσιαστικής σχέσης (imperium) 60

2.3.1 ΝΠΔΔ – δημόσιοι οργανισμοί 60

2.3.2 ΝΠΙΔ – το κράτος ως fiscus / δημόσιες επιχειρήσεις 60

2.3.3 Συμπέρασμα ως προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα – η σύμπλεξη
με το ερώτημα της τριτενέργειας του Χάρτη. 61

3. Τα όρια του ενωσιακού δικαίου (όταν εφαρμόζουν
το
«δίκαιο της Ένωσης») 61

3.1 Γενικά 61

3.2 Οι συνθήκες (νυν ΣΕΕ και ΣΛΕΕ) 62

XV

3.3 Το παράγωγο δίκαιο 62

3.3.1 Δεσμευτικές πράξεις 62

3.3.2 Μη δεσμευτικές πράξεις 63

3.3.2.1 Μη δεσμευτικές πράξεις των οργάνων και οργανισμών
της Ένωσης 63

3.3.2.2 Μη δεσμευτικές πράξεις άτυπων οργάνων 64

3.4 Η νομολογία 65

3.4.1 Η γενική προβληματική 65

3.4.2 Η εφαρμογή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων 66

3.4.2.1 Νομολογιακά προηγούμενα 66

3.4.2.2 Η νομολογία σχετικά με το Χάρτη και τις ελευθερίες
διακίνησης 70

i. Η οριοθέτηση της ευχέρειας των κρατών μελών να παρεκκλίνουν
από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας – η «αναδοχή»
της προ του Χάρτη νομολογίας 70

ii. Το ζήτημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως per se (;)
εξαιρέσεων – η ανάγκη στάθμισης 72

3.5 Το Διεθνές δίκαιο 73

3.5.1 Γενικά 73

3.5.1.1 Ένα ευρύ υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής 73

3.5.1.2 Η θέση των Θεμελιωδών δικαιωμάτων 74

i. Προληπτικός έλεγχος 75

ii. Κατασταλτικός έλεγχος 75

3.5.2 Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 76

3.5.3 Οι «παρα-ενωσιακές» συμφωνίες 78

3.5.4 Οι κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου 79

3.5.5 Συμπέρασμα ως προς την ένταξη του διεθνούς δικαίου
στο «δίκαιο της Ένωσης» για τις ανάγκες εφαρμογής του Χάρτη 80

3.6 Η αρχή της «μη ανακύκλωσης» 80

4. Η προϋπόθεση σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου («μόνο όταν εφαρμόζουν» το δίκαιο της Ένωσης) 81

4.1 Προλεγόμενα 81

4.2 Η απαίτηση επαρκούς συνδέσμου προς το ενωσιακό δίκαιο 81

4.2.1 Καταστάσεις «αμιγώς εσωτερικές» - αποκλεισμός 81

4.2.2 Καταστάσεις «χαλαρού συνδέσμου» - αποκλεισμός 83

4.2.3 Καταστάσεις υποκειμενικού αποκλεισμού 83

4.2.3.1 Η νομολογία του Δικαστηρίου 83

4.2.3.2 Κριτική προσέγγιση 84

XVI

4.3 Η συναρμογή των αρμοδιοτήτων Ένωσης / κρατών μελών 86

4.3.1 Ασκηθείσες αρμοδιότητες; 86

4.3.2 Εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου μέσω αρμοδιοτήτων
που έχουν καταμείνει στα κράτη μέλη 88

4.3.2.1 Η νομολογία Åkerberg Fransson 88

4.3.2.2 Η μεταγενέστερη νομολογία 91

4.4 Η μορφή και ο βαθμός υποχρεωτικότητας της απαιτούμενης δράσης
των κρατών μελών 92

4.4.1 Ο βαθμός της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών 92

4.4.1.1 Η «εντός» των συνθηκών / της παράγωγης πράξης διακριτική
ευχέρεια 93

i. Δέσμια πράξη των κρατών μελών 93

ii. Διακριτική ευχέρεια 93

4.4.1.2 Η «εκτός» των συνθηκών / της παράγωγης πράξης
διακριτική ευχέρεια 98

4.4.2 Η εν ευρεία εννοία εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου –
περιλαμβάνεται – μη υποχρεωτική εφαρμογή 99

4.5 Οι εξαιρέσεις συνιστούν εφαρμογή 100

4.5.1 Η προ Χάρτη νομολογία και η αναδοχή της 100

4.5.2 «Άγραφες» εξαιρέσεις 100

4.5.3 «Άγραφες» οριοθετήσεις 101

4.6 Προς μια ευρεία προσέγγιση της προϋπόθεσης της εφαρμογής
του ενωσιακού δικαίου 102

4.6.1 Από τη θέση σε εφαρμογή … 102

4.6.2 …στην γενικότερη ένταξη στο πεδίο εφαρμογής
του ενωσιακού δικαίου ; 103

4.6.2.1 Διασταλτική προσέγγιση … 103

4.6.2.2 …και διορθωτικές παρεμβάσεις 106

4.6.2.3 Κριτικές σκέψεις 108

5. Ο κανόνας του αμετάβλητου (της κατανομής) των αρμοδιοτήτων 109

5.1 Ο [μη] προσδιορισμός από την αρχή της επικουρικότητας 109

5.2 Η κατανομή των αρμοδιοτήτων (άρθρο 5 παρ. 2 του Χάρτη) 110

5.2.1 Ο σεβασμός της υφιστάμενης κατανομής των αρμοδιοτήτων
μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της και η τήρηση
των σχετικών ορίων 110

5.2.2 Ο κανόνας της μη επέκτασης – η ανυπαρξία νέων νομικών
βάσεων δράσης της Ένωσης 111

XVII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η εφαρμογή του Χάρτη στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών

1. H τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων
ως συνταγματικό πρόβλημα 113

1.1 Γενικές – εισαγωγικές παρατηρήσεις 113

1.2 Προσεγγίσεις συγκριτικού δικαίου 115

1.2.1 Γερμανία 116

1.2.2 Η.Π.Α. 117

1.2.3 Ελλάδα 120

1.2.3.1 Οριζόντια τριτενέργεια; 120

1.2.3.2 Νόθος τριτενέργεια 121

1.2.3.3 Έλεγχος διαδοχικού κατωφλίου – οι Θέσεις της νομολογίας 121

1.2.4 Συμπεράσματα της συγκριτικής ανάλυσης 124

2. Η τριτενέργεια (οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα) των διατάξεων
του Χάρτη 125

2.1 Εισαγωγικά - Η προβληματική του οριζόντιου αμέσου αποτελέσματος
των λοιπών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου 125

2.1.1 Πρωτογενές δίκαιο 125

2.1.1.1 Διακίνηση των προσώπων και των υπηρεσιών 125

2.1.1.2 Διακίνηση των εμπορευμάτων 127

2.1.2 Παράγωγο δίκαιο – το παράδειγμα των οδηγιών 128

2.1.2.1 Ο κανόνας… 128

2.1.2.2 …και οι «εξαιρέσεις» του. 129

2.2 Η τριτενέργεια των διατάξεων του Χάρτη 130

2.2.1 Το status quo ante – η προβληματική στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ 130

2.2.1.1 Προλεγόμενα – οριοθετήσεις 130

2.2.1.2 Η θεωρία των «θετικών» υποχρεώσεων 130

2.2.1.3 Έμμεση τριτενέργεια 131

2.2.2 Η συζήτηση στους κόλπους του Δικαστηρίου 133

2.2.3 Ο φαινομενικός μόνο αποκλεισμός από το γράμμα
του άρθρου 51.1 του Χάρτη 135

2.2.4 Οι προϋποθέσεις του επικλητού των διατάξεων του Χάρτη
σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών 136

2.2.4.1 Η (αυτονόητη) προϋπόθεση απονομής δικαιώματος
στους ιδιώτες από την επικαλούμενη διάταξη του Χάρτη 137

XVIII

2.2.4.2 Ο αυτοεκτελέσιμος (self-executing) χαρακτήρας
της επικαλούμενης διάταξης του Χάρτη (άλλως
ρυθμιστική πληρότητα) 138

2.2.4.3 Αναγκαία αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση ;
Περαιτέρω προϋποθέσεις 142

i. Η κατοχύρωση (consécration) ως γενικότερη αρχή –
αξιολογικός διαχωρισμός των διατάξεων του Χάρτη 143

ii. Η συγκεκριμενοποίηση (concrétisation) από πράξη
του παράγωγου δικαίου 145

iii. Η συγκεκριμενοποίηση από πράξη του εθνικού δικαίου 149

2.2.5 Συμπεράσματα ως προς το οριζόντιο αποτέλεσμα
των διατάξεων του Χάρτη 149

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Επιλογικά συμπεράσματα

1. Το γενικότερο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον προστασίας
των θεμελιωδών δικαιωμάτων 155

2. Η θέσπιση του Χάρτη – σταθμός στη συνταγματοποίηση
της Ευρωπαϊκής Ένωσης 156

3. Ο δυναμικός προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του Χάρτη
από το Δικαστήριο 157

3.1 Εφαρμογή στα κράτη μέλη 157

3.2 Εφαρμογή στους ιδιώτες 160

Χρονολογικός Πίνακας μνημονευθεισών αποφάσεων ΔΕΚ/ΔΕΕ 163

Ενδεικτική Βιβλιογραφία 173

Αλφαβητικό ευρετήριο 179

1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Εισαγωγή - Η ενωσιακή δικαιοταξία ως χώρος υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

1. Προλεγόμενα – η Ευρωπαϊκή Ένωση ως «κοινότητα δικαίου»

1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και η πρώην ΕΟΚ από την οποία κατάγεται) αποτελεί μια Κοινότητα δικαίου. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι εξαρχής οι πατέρες των ευρωπαϊκών συνθηκών ανέθεσαν σε ένα δικαστήριο περιβεβλημένο με όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ανεξαρτησίας (πρώην ΔΕΚ/ τώρα ΔΕΕ) να διασφαλίζει τον σεβασμό του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή
των συνθηκών, εγκαθιδρύοντας έτσι μια Κοινότητα διεπόμενη από την αρχή του κράτους δικαίου (γαλλ. Etat de droit, αγγλ. Rule of Law, γερμ. Rechtstaat)[1] [2]. Το στοιχείο αυτό αποτελεί και στοιχείο διαφοροποίησης της ενωσιακής έννομης τάξης από άλλους διεθνείς οργανισμούς[3], που αν δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο ομοσπονδίωσης, τουλάχιστον κατατείνει στην αναγνώριση της ειδικότητας και της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης[4]. Η ίδρυση του τότε Πρωτοδικείου της ΕΚ (σήμερα Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ), του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΚ/ΔΕΕ, συνέτειναν στον παραλληλισμό του ρόλου του τελευταίου με αυτόν ενός «συνταγματικού δικαστηρίου της Ένωσης».

2. Παρά ταύτα, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 παρ. 1 ΣΕΕ). Έτσι, το Δικαστήριο δεν μπορεί με αυτεξούσιο τρόπο να μεταβάλλει (επεκτείνει) τους όρους των συνθηκών

2

που προσδιορίζουν την αρμοδιότητά του[5]. H δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι αποκλειστική και υποχρεωτική. Ενώ δεν προβλέπεται ρητά[6], το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για την δικαιοδοσία του σε δεδομένη υπόθεση που του έχει υποβληθεί[7]. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ προβαίνει σε δυναμική ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν την αρμοδιότητά του, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία και η αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως (νυν άρθρο 263 ΣΛΕΕ), όταν ακόμα οι σχετικές διευκρινίσεις δεν είχαν ρητά περιληφθεί στις διατάξεις της συνθήκης, ότι το δικαίωμα προσφυγής (locus standi) των θιγόμενων ιδιωτών δεν μπορεί να ερμηνεύεται περιοριστικά[8], καθώς επίσης και η έννοια των πράξεων δεκτικών προσφυγής[9]. Στο ίδιο πνεύμα στην περιώνυμη υπόθεση Les Verts[10] το Δικαστήριο συμπεριέλαβε στο κύκλο των πράξεων που είναι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως και τις πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δεν προβλέπονταν ρητά τότε, στη βάση των εννόμων συνεπειών που αυτές είχαν. Η σχετική δικαιολογητική διατύπωση του Δικαστηρίου έμεινε ιστορική[11]:

«Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι επ’ αυτού η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινό­τητα συνιστά κοινότητα δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους προς το βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη. Ειδικότερα,

3

τόσο με τα άρθρα 173 και 184, αφενός, όσο και με το άρθρο 177, αφετέρου, της Συνθήκης καθιερώνεται πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο αποσκοπεί να αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων…».

Στη συνέχεια το Δικαστήριο δικαιολόγησε την έλλειψη ρητής συμπερίληψης των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον κύκλο των πράξεων που είναι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως στο γεγονός ότι το τελευταίο είχε αρχικώς μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες, θεωρώντας έτσι ότι η επέκταση αυτή μπορούσε να θεσπισθεί ερμηνευτικά βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας και της συστηματικής ερμηνείας της τότε ΣΕΟΚ[12]. Με ευρύ τρόπο εφάρμοσε από την αρχή το ΔΕΕ και τις προβλέψεις των συνθηκών σχετικά με την διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος που κατατείνει στην ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου αλλά και την διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του[13].

3. Κράτος δικαίου χωρίς τον προσδιορισμό και την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων των διοικούμενων δεν είναι νοητό. Αυτό στην ειδικότερη περίπτωση της τότε ΕΟΚ περιορίζονταν από τον αρχικά οικονομικό χαρακτήρα αυτής, αν και σήμερα η διείσδυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πεδίο του οικονομικού δικαίου θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη[14]. Έτσι, το Δικαστήριο διευκρίνισε πως σε μια Ένωση δικαίου οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους όχι μόνο με τη Συνθήκη αλλά και με τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες περιλαμβάνονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα[15]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Δικαστήριο σε μια κοινότητα δικαίου πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως η αρχή της νομιμότητας[16].

4

4. Το Δικαστήριο αρκετά νωρίς θεώρησε, όταν δεν υπήρχε ακόμα καμία ρητή πρόβλεψη στις συνθήκες, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά στην κοινοτική έννομη τάξη. Τούτο βέβαια δεν έγινε εύκολα. Η καταγωγή των μεταγενέστερων θέσεων του Δικαστηρίου πρέπει να αναζητηθεί στις αρχικές ανησυχίες του Κοινοβουλίου[17] και της Επιτροπής[18] ότι η θεωρία της πρωταρχίας του κοινοτικού (τότε) δικαίου που διακηρύχθηκε από το Δικαστήριο στην περιώνυμη απόφαση Costa/ENEL[19] θα μπορούσε να έχει ως παράπλευρο αποτέλεσμα (side effect) στο πεδίο του κοινοτικού δικαίου τον παραμερισμό ή έστω τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονταν στα διάφορα εθνικά συντάγματα των κρατών μελών, με συνέπεια την μείωση της προστασίας, κάτι που φυσικά δεν μπορούσε κανείς να εγκρίνει. Οι ανησυχίες αυτές επιτάθηκαν από το γεγονός ότι το Δικαστήριο στην πρώιμη νομολογία του, απέκρουσε έναντι του κοινοτικού δικαίου την επίκληση ορισμένων γενικών αρχών αναγνωρισμένων από τα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών, όπως της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της αρχής του φυσικού δικαστή, αρνούμενο τότε την ενσωμάτωσή τους στην κοινοτική έννομη τάξη[20].

5. Η μεταστροφή στη στάση του Δικαστηρίου ήρθε αρχικώς με την απόφαση Stauder[21]. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο ανέφερε για πρώτη φορά ρητά ότι[22]:

«…Με αυτή την ερμηνεία, από την επίμαχη διάταξη δεν προκύπτει κανένα στοιχείο ικανό να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου που περιλαμβάνονται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο…».

5

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, το ΔΕΕ επανήλθε με την περιώνυμη απόφαση Internationale Handelsgesellschaft[23] με μεγαλύτερη επεξηγηματικότητα, αποφαινόμενο ότι[24]:

«Η προσφυγή σε κανόνες ή νομικές έννοιες εθνικού δικαίου, για την εκτίμηση του κύρους πράξεων που εκδόθηκαν από τα όργανα της Κοινότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα να θίξει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Το κύρος τέτοιων πράξεων δεν θα μπορούσε να κριθεί παρά με βάση το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, δεν θα ήταν δυνατό, λόγω της φύσεώς του, ν’ αντιταχθούν δικαστικώς στο δίκαιο που γεννάται από τη Συνθήκη, αφού απορρέει από αυτόνομη πηγή, κανόνες εθνικού δικαίου, όποιοι κι αν είναι, χωρίς το δίκαιο αυτό να χάσει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας. Επομένως, η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους, είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού.

Εντούτοις πρέπει να εξετασθεί μήπως αγνοήθηκε κάποια ανάλογη εγγύηση του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο. Η προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, αν και εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πρέπει να εξασφαλίζεται μέσα στο πλαίσιο της δομής και των στόχων της Κοινότητας. Επομένως πρέπει να εξετασθεί, υπό το φως των αμφιβολιών που εξέφρασε το Verwaltungsgericht, αν το σύστημα συστάσεως ασφαλείας προσβάλλει δικαιώματα θεμελιώδους χαρακτήρα, ο σεβασμός των οποίων πρέπει να εξασφαλίζεται στην κοινοτική έννομη τάξη».

Βέβαια, η απόφαση Internationale Handelsgesellschaft αποτελεί μια συνδυαστική εφαρμογή θεμελιωδών δικαιωμάτων και πρωταρχίας με το Δικαστήριο να παίρνει σαφή θέση στην προβαλλόμενη τότε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ κοινοτικής και εθνικών έννομων τάξεων[25]. Τέτοιος ανταγωνισμός κατά το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπάρξει με την εθνική έννομη τάξη να πρέπει να υποχωρεί, βάσει της αρχής της πρωταρχίας και της αυτονομίας, έναντι της

6

κοινοτικής, ακόμη και εάν οι εσωτερικές πηγές ανάγονται στο υψηλότερο ιεραρχικά επίπεδο, όπως είναι η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο Θεμελιώδη Νόμο, το Σύνταγμα του κράτους μέλους. Αντιστάθμιση του παραμερισμού του εσωτερικού δικαίου από το κοινοτικό είναι η ενσωμάτωση μέσω των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων[26], όπως προστατεύονται από τα εθνικά συντάγματα, και ο έλεγχος του παραγώγου δικαίου βάσει αυτών (από ένα κοινοτικό/ενωσιακό, οιονεί συνταγματικό, corpus που θα διαμορφώνεται βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου). Στην απόφαση αυτή το ΔΕΕ για πρώτη φορά κάνει λόγο για την δυνατότητα αυτού του υπερνομοθετικού/θετικού ελέγχου. Βέβαια, το Δικαστήριο σπεύδει να τονίσει ότι ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο των στόχων και της δομής της Κοινότητας. Το ΔΕΕ και σε μεταγενέστερες πιο πρόσφατες αποφάσεις του επανήλθε με έμφαση στο γεγονός ότι η εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν πρέπει να υποσκάπτει την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης[27]. Στο πλαίσιο αυτών των ιεραρχήσεων το ενδεχόμενο κόστος μπορεί να είναι η απώλεια σε επίπεδο προστασίας[28]. Κάτι τέτοιο εντούτοις δεν γίνεται δεκτό στο πλαίσιο της προσέγγισης του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού[29].

6. Στην συνέχεια, το Δικαστήριο με την απόφαση Nold[30] αποσαφήνισε περισσότερο τις ορίζουσες αυτού του ευρωπαϊκού οιονεί συνταγματικού corpus. Σύμφωνα με το Δικαστήριο[31]:

«…Όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει. Κατά την προστασία των δικαιωμάτων αυτών το Δικαστήριο καθοδηγείται από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη και, συνεπώς, δεν μπορεί να κάνει δεκτά μέτρα που αντίκεινται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τα συντάγματα των κρατών αυτών. Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στις οποίες συνέπραξαν και προσχώρησαν τα κράτη μέλη,

7

παρέχουν επίσης ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου. Οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας πρέπει να κριθούν υπό το φως των γενικών αυτών αρχών…».

Πρόκειται συνεπώς για τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στα συντάγματα των κρατών μελών και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, από τις οποίες το Δικαστήριο εμπνέεται και τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη (εν προκειμένω η αναφορά αφορούσε ως επί το πλείστο την ΕΣΔΑ αν και δεν αναφέρεται ρητά).

7. Σήμερα, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ενωσιακή έννομη τάξη μέσω των γενικών αρχών κωδικοποιείται στο άρθρο 6 παρ. 3 της ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο:

«…Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης…».

Ενώ γίνεται ρητή αναφορά στην ΕΣΔΑ και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, δεν γίνεται κάποια νύξη σε άλλες διεθνείς συνθήκες στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει και οι οποίες προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Δικαστήριο κατά καιρούς έχει αναφερθεί και σε τέτοιες[32]. Κατά συνέπεια, - υποστηρίζεται - θα πρέπει να γίνεται διασταλτική

8

(διορθωτική) ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 3 ΣΕΕ, θεωρώντας ότι αυτό αναφέρεται και σε λοιπές διεθνείς συμβάσεις προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τουλάχιστον αυτές που έχουν κατά καιρούς αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο[33]. Σε αυτό το επίπεδο πάντως, το ΔΕΕ κατακρίθηκε[34] ότι έχει υπάρξει φειδωλό στην αναγνώριση του ρόλου των λοιπών (πλην ΕΣΔΑ) διεθνών συμβάσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, μέσω των γενικών αρχών.

2. Η προβληματική της προσχώρησης της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)

2.1 Γενικά

8. Η πιθανότητα προσχώρησης της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτέλεσε μόνιμο ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την δεκαετία του 70 και ένθεν[35]. Το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της προσχώρησης συνίσταται σε αυτό της εξωτερικής λογοδοσίας (external accountability). Εάν η Ένωση προσχωρούσε στην ΕΣΔΑ, τότε η συμβατότητα της δράσης της με τις επιταγές της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα ελέγχονταν από ένα εξωτερικό της ενωσιακής έννομης τάξης όργανο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτή η επιχειρηματολογία της ανάγκης εξωτερικής λογοδοσίας ενισχύθηκε και από κάποιες απόψεις περί προβαλλόμενου «ελλείμματος» προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην (πρώιμη) κοινοτική έννομη τάξη. Ορισμένοι μάλιστα αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της δέσμευσης της Κοινότητας στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατηγόρησαν ότι εκμεταλλεύεται ρητορικά τη συμβολική επιρροή τους, προκειμένου να προωθήσει τους οικονομικούς στόχους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[36].

9. Άλλες ανησυχίες εκφράζονταν ως προς τη σχέση μεταξύ των δύο δικαστηρίων, Στρασβούργου και Λουξεμβούργου. Συγκεκριμένα, προβάλλονταν ότι η σιωπηρή επέκταση της αρμοδιότητας του ΔΕΚ να κρίνει έμμεσα τη συμβατότητα εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών με την προστασία των ανθρωπίνων

9

δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη αποτελούσε εισπήδηση στην αρμοδιότητα του φυσικού δικαστή του ΕΔΔΑ και ενείχε τον κίνδυνο αντιφατικών ή τουλάχιστον αποκλινουσών προσεγγίσεων[37], αν και κάτι τέτοιο δεν θεωρούνταν από πολλούς στην πράξη ως ιδιαίτερα πιθανό[38].

2.2 Η γνώμη 2/94 του ΔΕΚ

10. Σε αυτό το γενικό κλίμα, στις 26.4.1994 το Συμβούλιο υπέβαλλε αίτηση γνωμοδότησης στο Δικαστήριο σχετικά με το κατά πόσο «Συμβιβάζεται προς τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, της 4ης Νοεμβρίου 1950». Το Δικαστήριο εξέδωσε τη γνώμη του στις 28.3.1996[39].

11. Το ΔΕΚ στην τότε φάση ανάπτυξης του κοινοτικού δικαίου επικέντρωσε την θέση του στο ζήτημα της (διεθνούς) αρμοδιότητας της Ένωσης για την σύναψη της σχεδιαζόμενης προσχώρησης στην ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο αφού εξήρε την θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κοινοτική δικαιοταξία αναφερόμενο τόσο σε διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου[40], όσο και στην ενσωμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω των γενικών αρχών[41] εξέτασε το ζήτημα της αρμοδιότητας. Ειδικότερα ως προς αυτό εξέτασε κατά πόσο η έλλειψη ρητά απονεμημένης αρμοδιότητας της Κοινότητας θα μπορούσε να καλυφθεί με προσφυγή στο άρθρο 235 ΣΕΟΚ (σήμερα άρθρο 352 ΣΛΕΕ) (ρήτρα πλήρωσης των κενών) αποφαινόμενο αρνητικά για να καταλήξει[42]:

10

«Καίτοι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστά, επομένως, προϋπόθεση της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η προσχώρηση στη Σύμβαση θα συνεπαγόταν ουσιώδη μεταβολή του ισχύοντος κοινοτικού καθεστώτος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφού θα είχε ως επακόλουθο την ένταξη της Κοινότητας σε ένα χωριστό διεθνές θεσμικό σύστημα, καθώς και την ενσωμάτωση του συνόλου των διατάξεων της Σύμβασης στην κοινοτική έννομη τάξη.

Μια τέτοια μεταβολή του καθεστώτος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου εντός της Κοινότητας, της οποίας οι θεσμικές συνέπειες θα ήσαν εξίσου θεμελιώδεις τόσο για την Κοινότητα όσο και για τα κράτη μέλη, ενέχει συνταγματική εμβέλεια και, επομένως, υπερβαίνει, ως εκ της φύσεώς της, τα όρια του άρθρου 235. Δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί παρά με τροποποίηση της Συνθήκης.

Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί ότι, στο παρόν στάδιο ισχύος του κοινοτικού δικαίου, η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα για να προσχωρήσει στη Σύμβαση».

Ήδη με αυτές τις σκέψεις, σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής στην ρήτρα πλήρωσης των κενών προκειμένου να παρασχεθεί νομική βάση για την ένταξη της Κοινότητας στην ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο έθεσε εν σπέρματι το ζήτημα του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο εννόμων τάξεων και των θεσμικών ανατροπών που η σχεδιαζόμενη προσχώρηση θα ενείχε για την κοινοτική δικαιοταξία.

2.3 Η γνώμη 2/13 του ΔΕΕ

12. Δεκατρία χρόνια μετά, με την συνθήκη της Λισαβόνας εισήχθη νέα νομική βάση, το άρθρο 6 παρ.2 ΣΛΕΕ, που προβλέπει τη δυνατότητα προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Μάλιστα, η σχετική δυνατότητα δεν προβλέπεται μόνο ως ευχέρεια, αλλά ως νομικά δεσμευτική υποχρέωση της Ένωσης («…Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών…»)[43]. Η εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι με την τροποποίηση αυτή των συνθηκών θα υπερφαλαγγίζονταν τα προβλήματα που είχε θέσει το ΔΕΚ με την γνώμη 2/94[44]. Στα μέσα του 2013 και παρά τις επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί από την πλευρά της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, φαινόταν ότι όλα τα αμφιλεγόμενα ζητήματα είχαν ξεπεραστεί με την κατάρτιση του Σχεδίου Σύμβασης Προσχώρησης

11

(ΣΣΠ)[45]. Επίσης από την πλευρά του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι μακρές καθυστερήσεις που είχαν προκληθεί από τη στάση της Ρωσίας είχαν καμφθεί, πράγμα που επέτρεψε και την θέσπιση του Πρωτοκόλλου 14 για την προσχώρηση της ΕΕ.

13. Το ΣΣΠ περιείχε διάφορες διατάξεις που επιχειρούσαν να απαντήσουν στους προβληματισμούς του Δικαστηρίου που είχαν εκφραστεί κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης[46] και αφορούσαν κυρίως στην διασφάλιση της αυτονομίας και της ειδικότητας του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, το ΣΣΠ περιείχε διατάξεις σχετικά α) με την θέσπιση ενός μηχανισμού που διασφάλιζε ότι το ΕΔΔΑ δεν θα αποφανθεί επί της συμβατότητας του ενωσιακού δικαίου με την ΕΣΔΑ, προτού το Δικαστήριο αποφανθεί επί του θέματος, β) με την θέσπιση ενός μηχανισμού που θα επέτρεπε στην ΕΕ να καταστεί διάδικο μέρος στην διαδικασία ενώπιον του ΕΔΔΑ, όταν η συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με την ΕΣΔΑ αμφισβητούνταν και γ) με την πρόβλεψη ότι το άρθρο 55 της ΕΣΔΑ δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως περιορίζον την εφαρμογή του άρθρου 344 ΣΛΕΕ για την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

14. Παρά ταύτα, οι παραπάνω πρόνοιες δεν στάθηκαν ικανές τελικά να κάμψουν τις αντιρρήσεις του Δικαστηρίου, το οποίο με τη Γνώμη 2/13[47] απεφάνθη ότι το ΣΣΠ δεν ήταν συμβατό με το άρθρο 6 παρ.2 ΣΕΕ και το Πρωτόκολλο 8. Τα κυριότερα προβλήματα σύμφωνα με το Δικαστήριο ήταν τα ακόλουθα: α) το Δικαστήριο απέκρουσε την αρχή του εξωτερικού ελέγχου που θα επιβάλλονταν στην Ένωση και τα όργανά της σε μια ενδεχόμενη προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, κατά το ότι δεν εξασφαλίζεται η αμοιβαιότητα[48], β) συντονισμός μεταξύ των άρθρων 53 ΕΣΔΑ και 53 του ΧΘΔΕΕ, προκειμένου να μην μπορεί να διακυβευθεί η διασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης[49], γ) η μη πρόβλεψη των αναγκαίων ρυθμίσεων στη ΣΣΠ προκειμένου να μην αμφισβητείται η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ[50], δ) η δυνατότητα του Πρωτοκόλλου 16 της ΕΣΔΑ που θεσπίζει την δυνατότητα των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών της ΕΣΔΑ να υποβάλλουν στο ΕΔΔΑ αιτήματα γνωμοδότησης

12

σχετικά με την ερμηνεία της ΕΣΔΑ και των πρωτοκόλλων της, μπορεί στην περίπτωση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται τόσο στον ΧΘΔΕΕ όσο και στην ΕΣΔΑ να οδηγήσει σε βλάβη της ειδικότητας και της αυτονομίας των διατάξεων της συνθήκης για την δυνατότητα ή υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να απευθύνουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ (άρθρο 267 ΣΛΕΕ)[51], ε) παραβίαση του άρθρου 344 ΣΛΕΕ και του αποκλειστικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου[52], στ) ο μηχανισμός παθητικής ομοδικίας που προβλέπει το ΣΣΠ είναι ικανός να επηρεάσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 8 ΕΕ, κατά το οποίο η συμφωνία προσχωρήσεως πρέπει να εξασφαλίζει ότι καμία διάταξή της δεν επηρεάζει την ιδιαίτερη κατάσταση των κρατών μελών όσον αφορά την ΕΣΔΑ και, ιδίως, τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί ως προς αυτήν και γενικά οι λεπτομερείς κανόνες λειτουργίας του μηχανισμού παθητικής ομοδικίας δεν εξασφαλίζουν τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της[53], ζ) οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της διαδικασίας προηγούμενης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου τους οποίους προβλέπει το ΣΣΠ δεν καθιστούν δυνατή τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της[54] και η) το ΣΣΠ δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων, ενεργειών ή παραλείψεων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ[55].

2.4 Κριτική - Προοπτικές

15. Το ΔΕΕ με αυτή την ιδιαίτερα τεχνική γνώμη του προέβη σε μια «ακτινογραφία» του ΣΣΠ ενόψει της εφαρμογής του συνόλου του ενωσιακού δικαίου και το ενδεχόμενο συνύπαρξής του με το δίκαιο της ΕΣΔΑ. Πολλοί ανέμεναν ότι η γνώμη του Δικαστηρίου – σε συνέχεια όσων είχαν προηγηθεί – θα ήταν θετική και εξέφρασαν έντονη κριτική για την αρνητική γνώμη του ΔΕΕ[56] ενώ άλλοι συμμερίστηκαν τις ανησυχίες του[57]. Είναι γεγονός ότι πολλές από τις

13

θεμελιωτικές σκέψεις του Δικαστηρίου και οι σχετικές ενστάσεις του θα μπορούσαν να διευθετηθούν με «νομοτεχνικές» βελτιώσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσα από την συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση. Ωστόσο, υπάρχει ένας πυρήνας αντιρρήσεων που συνδέονται με την ίδια την ιδέα του εξωτερικού ελέγχου και την αντίθεση που αυτός μοιραία ενέχει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του ΔΕΕ που δύσκολα μπορούν να διευθετηθούν. Οι ιδέα του εξωτερικού ελέγχου προϋποθέτει ότι η δράση όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου) θα υπόκεινται σε κάποιο – έστω αυστηρά καθορισμένο – εξωτερικό έλεγχο[58], αλλιώς αναιρείται η ίδια η ουσία του.

16. Από την άλλη, θα πρέπει να τονιστεί ότι με την αναγωγή του ΧΘΔΕΕ σε τμήμα του θετικού πρωτογενούς δικαίου με τη συνθήκη της Λισαβόνας, η νομιμοποιητική βάση της ανάγκης προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ έχει εξασθενήσει, υπό την έννοια ότι η Ένωση διαθέτει πλέον ένα θετικό κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, η προστασία των οποίων ανατίθεται με βάση και την αρχή του φυσικού δικαστή στα δικαστήρια των κρατών μελών και φυσικά στο ΔΕΕ. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να αντιτείνει σε επίπεδο ιστορικής / τελολογικής θεμελίωσης ότι ο ενωσιακός συντακτικός νομοθέτης θέλησε τη διπλή προστασία και τη συνύπαρξη (δηλ. άρθρο 6.2 ΣΕΕ - προσχώρηση στην ΕΣΔΑ / άρθρο 6.1 ΣΕΕ - θετικοποίηση του ΧΘΔΕΕ), δεδομένου ότι και οι δύο μεταβολές έλαβαν χώρα με την ίδια συνθήκη (της Λισαβόνας). Εξάλλου, δεν εκλείπει η ανάγκη κοινού εξωτερικού ελέγχου της τήρησης των επιταγών που απορρέουν από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε αυτό αφορά στην Ένωση, είτε στα κράτη μέλη. Υπό αυτή την έννοια μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η βούληση του ενωσιακού συντακτικού νομοθέτη συνίσταται στην εγκαθίδρυση μηχανισμών συνεργασίας μεταξύ των δύο δικαστηρίων ΔΕΕ και ΕΔΔΑ[59].

17. Η συνεργασία των δύο δικαστηρίων εξετάζεται τόσο από την άποψη της ουσίας, όσο και από την άποψη της αρμοδιότητας.

18. Από την άποψη της ουσίας φρονούμε ότι είναι δύσκολο να υποστηριχθεί σήμερα ότι η Ένωση πάσχει από έλλειμμα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνακόλουθα ότι το ΔΕΕ είναι πιο περιοριστικό σε επίπεδο διασφαλιζόμενης προστασίας από το ΕΔΔΑ. Το ΔΕΕ αναφέρεται από καιρό στη

14

νομολογία του ΕΔΔΑ μέσω των γενικών αρχών και ο ΧΘΔΕΕ καθιερώνει το επίπεδο προστασίας της ΕΣΔΑ ως ελάχιστο επίπεδο προστασίας (άρθρο 53). Ήδη νωρίτερα το ΕΔΔΑ στην περιώνυμη απόφαση Bosphorus[60] είχε αναγνωρίσει «τεκμήριο συμβατότητας του κοινοτικού δικαίου προς την ΕΣΔΑ», εφόσον το δίκαιο αυτό παρέχει στα θεμελιώδη δικαιώματα ισοδύναμη προστασία, υπό το πρίσμα τόσο των ουσιαστικών εγγυήσεων όσο και των μηχανισμών ελέγχου προς αυτήν που εξασφαλίζει η Σύμβαση. Το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί in casu σε περίπτωση πρόδηλης ανεπάρκειας (manifest deficiency) της ενωσιακής προστασίας, πράγμα όμως που συνιστά και αυτό έναν αυτοπεριορισμό του ΕΔΔΑ[61].

19. Σε επίπεδο αρμοδιότητας, τα πράγματα είναι ίσως πιο σύνθετα. Ο κύριος προβληματισμός του ΔΕΕ έγκειται στην διαφύλαξη της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του να ελέγχει και να αποφαίνεται επί του κύρους των ενωσιακών πράξεων, προνόμιο το οποίο θεωρεί ζωτικό για την διαφύλαξη των αρμοδιοτήτων του[62], αλλά και για την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί πως προς προστασία του ιδιαίτερου αυτού χαρακτηριστικού του συστήματος δικαστικής προστασίας της Ένωσης πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να καλείται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να εκδίδει αποφάσεις επί της συμφωνίας πράξεως της Ένωσης προς τη Σύμβαση χωρίς να έχει αποφανθεί προηγουμένως επ’ αυτού το Δικαστήριο. Πράγματι, μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί εντελώς να αποκλειστεί με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Με το πιο ολοκληρωμένο τρόπο εκφράστηκε η θέση του ΕΔΔΑ επ’ αυτού στην υπόθεση Bosphorus[63]. Το ΕΔΔΑ δεν προέβη μόνο σε αναφορά στην απόφαση του ΔΕΕ στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης[64], αλλά περιέγραψε εκτενώς το ενωσιακό δικαιοδοτικό σύστημα, αναφερόμενο μεταξύ άλλων στην αρχή της υπεροχής και στην αρχή του αμέσου αποτελέσματος του ενωσιακού δικαίου, καθώς και στον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων[65]. Η θέση του ΕΔΔΑ μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: το γεγονός ότι ένα κρατικό μέτρο λαμβάνεται σε εκτέλεση των ενωσιακών υποχρεώσεων

15

Back to Top